21998A0618(01)

Συμφωνία μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της θετικής διεθνούς αβροφροσύνης κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας τους περί ανταγωνισμού

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 173 της 18/06/1998 σ. 0028 - 0031


ΣΥΜΦΩΝΙΑ μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της θετικής διεθνούς αβροφροσύνης κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας τους περί ανταγωνισμού

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΑΝΘΡΑΚΑ ΚΑΙ ΧΑΛΥΒΑ (στο εξής «οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες»),

αφενός, και

Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ,

αφετέρου:

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία, της 23ης Σεπτεμβρίου 1991, μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας τους περί ανταγωνισμού, καθώς και την ανταλλαγή ερμηνευτικών επιστολών της 31ης Μαΐου και της 31ης Ιουλίου 1995 σχετικά με την προαναφερθείσα συμφωνία (καλούμενες από κοινού στο εξής: «η συμφωνία του 1991»),

Αναγνωρίζοντας ότι η συμφωνία του 1991 έχει συμβάλλει στο συντονισμό, τη συνεργασία και την αποτροπή των συγκρούσεων κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού,

Λαμβάνοντας, ειδικότερα, υπόψη το άρθρο V της συμφωνίας του 1991, το οποίο είναι κοινώς γνωστό ως «το άρθρο για τη θετική διεθνή αβροφροσύνη» και το οποίο προβλέπει συνεργασία όταν στην επικράτεια του ενός μέρους ασκούνται δραστηριότητες αντίθετες προς τον ανταγωνισμό που επηρεάζουν δυσμενώς τα συμφέροντα του άλλου μέρους,

Πεπεισμένες ότι η περαιτέρω αποσαφήνιση των αρχών της θετικής διεθνούς αβροφροσύνης, καθώς και της εφαρμογής τους, θα επαύξανε την αποτελεσματικότητα της συμφωνίας του 1991 σε σχέση με τέτοιου είδους πρακτικές,

και

Επισημαίνοντας ότι καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας, ούτε η εφαρμογή της δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι προδικάζουν τη θέση εκάστου μέρους επί ζητημάτων διεθνούς δικαιοδοσίας στον τομέα της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού,

ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ:

Άρθρο Ι

Πεδίο εφαρμογής και σκοπός της παρούσας συμφωνίας

1. Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται όταν το ένα μέρος πείθει το άλλο ότι υπάρχουν ενδείξεις για τη συνδρομή των ακόλουθων περιστάσεων:

α) Δραστηριότητες οι οποίες είναι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό ασκούνται εν όλω ή εν πολλοίς στην επικράτεια ενός εκ των μερών που επηρεάζουν τα συμφέροντα του άλλου μέρους και

β) Οι εν λόγω δραστηριότητες είναι ανεπίτρεπτες βάσει της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού του μέρους στην επικράτεια του οποίου ασκούνται.

2. Η παρούσα συμφωνία έχει ως στόχο:

α) να συμβάλει ώστε οι εμπορικές και επενδυτικές ροές μεταξύ των μερών, ο ανταγωνισμός και τα συμφέροντα των καταναλωτών στις επικράτειες των μερών να μην παραβλάπτονται από δραστηριότητες οι οποίες είναι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό και οι οποίες είναι δυνατό να αντιμετωπισθούν με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού του ενός μέρους ή αμφοτέρων των μερών και

β) να καθιερωθούν διαδικασίες συνεργασίας, προκειμένου να επιτευχθεί η κατά το δυνατόν δραστική και αποτελεσματική εφαρμογή της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού 7 ειδικότερα, οι αρχές ανταγωνισμού εκάστου μέρους θα αποφεύγουν κατά κανόνα να επιστρατεύουν μέσα επιβολής του νόμου για την αντιμετώπιση δραστηριοτήτων οι οποίες είναι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό και οι οποίες αναπτύσσονται κατά κύριο λόγο στην επικράτεια του άλλου μέρους και κατευθύνονται πρωτίστως προς αυτήν, εφόσον οι αρχές ανταγωνισμού του άλλου μέρους έχουν τη δυνατότητα να δέχονται να εξετάσουν τις εν λόγω δραστηριότητες και να επιβάλουν δραστικές κυρώσεις βάσει της νομοθεσίας τους προς αντιμετώπισή τους.

Άρθρο ΙΙ

Ορισμοί

Κατά την έννοια της παρούσας συμφωνίας:

1. Οι εκφράσεις «αρνητικές επιπτώσεις» και «επηρεάζω δυσμενώς» σημαίνουν την πρόκληση ζημίας από αντίθετες προς τον ανταγωνισμό δραστηριότητες όσον αφορά:

α) την ικανότητα των επιχειρήσεων στην επικράτεια ενός μέρους να πραγματοποιούν εξαγωγές ή επενδύσεις ή γενικότερα να ασκούν ανταγωνισμό στην επικράτεια του άλλου μέρους ή

β) τον ανταγωνισμό ο οποίος αναπτύσσεται στις εγχώριες ή εισαγωγικές αγορές ενός μέρους.

2. Ως «αιτούν μέρος» νοείται το μέρος το οποίο επηρεάζεται δυσμενώς από αντίθετες προς τον ανταγωνισμό δραστηριότητες που ασκούνται εν όλω ή εν πολλοίς στην επικράτεια του άλλου μέρους.

3. Ως «μέρος από το οποίο ζητείται η λήψη μέτρων» νοείται το μέρος στην επικράτεια του οποίου φαίνεται να ασκούνται οι επίμαχες αντίθετες προς τον ανταγωνισμό δραστηριότητες.

4. Ως «νομοθεσία περί ανταγωνισμού» νοείται:

α) για τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες: τα άρθρα 85, 86 και 89 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τα άρθρα 65 και 66 παράγραφος 7 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) και οι πράξεις εφαρμογής τους, εκτός από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89 του Συμβουλίου για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων και

β) για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής: η Sherman Act (15 U.S.C. §§1-7), η Clayton Act (15 U.S.C. §§12-27, εκτός από τις διατάξεις σχετικά με τις έρευνες βάσει του τίτλου ΙΙ της Hart-Scott-Rodino Antitrust Improvements Act του 1976, 15 U.S.C. §§18α), η Wilson Tariff Act (15 U.S.C. §§8-11) και η Federal Trade Commission Act (15 U.S.C. §§41-58, εκτός από τις διατάξεις που αφορούν την προστασία των καταναλωτών),

καθώς και όλες οι άλλες νομοθετικές ή κανονιστικές πράξεις για τις οποίες τα μέρη συμφωνούν από κοινού και εγγράφως ότι αποτελούν «νομοθεσία περί ανταγωνισμού» για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας.

5. Ως «αρχές ανταγωνισμού» νοούνται:

α) για τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες: η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όσον αφορά τις αρμοδιότητές της σύμφωνα με τη νομοθεσία περί ανταγωνισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και

β) για τις Ηνωμένες Πολιτείες: η Antitrust Division του Department of Justice των Ηνωμένων Πολιτειών και η Federal Trade Commission.

6. Ως «μέτρο εφαρμογής» νοείται κάθε εφαρμογή της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού μέσω ερευνών ή διαδικασιών που διεξάγονται από τις αρχές ανταγωνισμού ενός εκ των μερών.

7. Ως «αντίθετη προς τον ανταγωνισμό δραστηριότητα» νοείται κάθε συμπεριφορά ή πράξη η οποία απαγορεύεται βάσει της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού ενός εκ των μερών.

Άρθρο ΙΙΙ

Θετική διεθνής αβροφροσύνη

Οι αρχές ανταγωνισμού του αιτούντος μέρους μπορούν να ζητήσουν από τις αρχές ανταγωνισμού του μέρους από το οποίο ζητείται η λήψη μέτρων να διεξαγάγουν έρευνα σχετικά με αντίθετες προς τον ανταγωνισμό δραστηριότητες και, εν ανάγκη, να τις αντιμετωπίσουν σύμφωνα με τη νομοθεσία περί ανταγωνισμού του μέρους από το οποίο ζητείται η λήψη μέτρων. Το εν λόγω αίτημα μπορεί να υποβληθεί ανεξάρτητα από το κατά πόσον οι εν λόγω δραστηριότητες αποτελούν επίσης παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού του αιτούντος μέρους και από το κατά πόσον οι αρχές ανταγωνισμού αυτού του τελευταίου έχουν λάβει ή προτίθενται να λάβουν μέτρα εφαρμογής που προβλέπονται από την νομοθεσία του εν λόγω μέρους.

Άρθρο IV

Αναβολή ή αναστολή έρευνας κατόπιν της λήψης μέτρων εφαρμογής από το μέρος από το οποίο έχει ζητηθεί η λήψη τέτοιων μέτρων

1. Οι αρχές ανταγωνισμού των μερών μπορούν να συμφωνήσουν ότι οι αρχές ανταγωνισμού του αιτούντος μέρους αναβάλουν ή αναστέλλουν τα μέτρα εφαρμογής που έχουν λάβει ή προτίθενται να λάβουν, καθόσον διάστημα εκκρεμούν μέτρα εφαρμογής που έχει λάβει το μέρος από το οποίο έχει ζητηθεί η λήψη τέτοιων μέτρων.

2. Οι αρχές ανταγωνισμού του αιτούντος μέρους αναβάλουν ή αναστέλλουν κατά κανόνα τα δικά τους μέτρα εφαρμογής ενόψει των μέτρων εφαρμογής που λαμβάνουν οι αρχές ανταγωνισμού του μέρους από το οποίο έχει ζητηθεί η λήψη μέτρων, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) οι επίμαχες αντίθετες προς τον ανταγωνισμό δραστηριότητες:

i) δεν έχουν άμεσες, ουσιώδεις και εύλογα αναμενόμενες επιπτώσεις για τους καταναλωτές στην επικράτεια του αιτούντος μέρους ή

ii) εάν οι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό δραστηριότητες έχουν πράγματι τέτοιες επιπτώσεις για τους καταναλωτές του αιτούντος μέρους, σκούνται κατά κύριο λόγο στην επικράτεια του άλλου μέρους και κατευθύνονται πρωτίστως προς αυτήν 7

β) οι αρνητικές επιπτώσεις στα συμφέροντα του αιτούντος μέρους μπορούν και είναι πολύ πιθανό να αποτελέσουν αντικείμενο διεξοδικής και επαρκούς έρευνας και, κατά περίπτωση, να εξαλειφθούν ή να αντιμετωπιστούν καταλλήλως, σύμφωνα με τη νομοθεσία, τις διαδικασίες και τα άλλα νόμιμα μέσα που προβλέπονται στο μέρος από το οποίο ζητείται η λήψη μέτρων. Τα μέρη αναγνωρίζουν ότι μπορεί να κριθεί σκόπιμη η λήψη χωριστών μέτρων εφαρμογής, οσάκις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό δραστηριότητες που επηρεάζουν και τις δύο επικράτειες δικαιολογούν την επιβολή κυρώσεων και στις δύο δικαιοδοσίες και

γ) οι αρχές ανταγωνισμού του μέρους από το οποίο ζητείται η λήψη μέτρων συμφωνούν, κατά τη λήψη των δικών τους μέτρων εφαρμογής:

i) να διαθέτουν τους κατάλληλους πόρους για τη διεξαγωγή ερευνών σχετικά με τις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό δραστηριότητες και, κατά περίπτωση, να προβαίνουν αμέσως στη λήψη των κατάλληλων μέτρων εφαρμογής 7

ii) να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για την αναζήτηση όλων των πηγών παροχής πληροφοριών στις οποίες μπορούν εύλογα να προσφύγουν, περιλαμβανομένων και εκείνων που προτείνουν οι αρχές ανταγωνισμού του αιτούντος μέρους 7

iii) να ενημερώνουν τις αρχές ανταγωνισμού του αιτούντος μέρους, εφόσον το ζητούν οι τελευταίες ή κατά εύλογα χρονικά διαστήματα, σχετικά με το στάδιο στο οποίο βρίσκονται τα μέτρα εφαρμογής τα οποία έχουν λάβει ή με τις επ' αυτού προθέσεις τους, και κατά περίπτωση να διαβιβάζουν στις αρχές ανταγωνισμού του αιτούντος μέρους τις σχετικές εμπιστευτικές πληροφορίες, υπό την προϋπόθεση ότι έχει εξασφαλισθεί η συγκατάθεση της οικείας πηγής. Η χρήση και η κοινολόγηση τέτοιου είδους πληροφοριών διέπονται από το άρθρο V 7

iv) να γνωστοποιούν αμέσως στις αρχές ανταγωνισμού του αιτούντος μέρους κάθε μεταβολή των προθέσεών τους σχετικά με τη διεξαγωγή ερευνών ή τη λήψη μέτρων εφαρμογής 7

v) να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για την ολοκλήρωση των ερευνών τους και για την παροχή εννόμου προστασίας ή την κίνηση διαδικασίας εντός έξι μηνών ή εντός άλλης προθεσμίας, που συμφωνείται από τις αρχές ανταγωνισμού των μερών, από την αναβολή ή την αναστολή των μέτρων εφαρμογής εκ μέρους των αρχών ανταγωνισμού του αιτούντος μέρους 7

vi) να προβαίνουν σε πλήρη ενημέρωση των αρχών ανταγωνισμού του αιτούντος μέρους για τα αποτελέσματα των ερευνών τους και να λαμβάνουν υπόψη τις παρατηρήσεις τους, πριν από κάθε διακανονισμό, κίνηση διαδικασίας, παροχή εννόμου προστασίας ή περάτωση της έρευνας και

vii) να ικανοποιούν κάθε εύλογο αίτημα που υποβάλλουν οι αρχές ανταγωνισμού του αιτούντος μέρους.

Εάν πληρούνται όλες οι ανωτέρω προϋποθέσεις, και το αιτούν μέρος αποφασίζει να μην αναβάλει ή αναστείλει τη λήψη μέτρων εφαρμογής, ενημερώνει τις αρχές ανταγωνισμού του μέρους από το οποίο ζητείται η λήψη μέτρων για τους λόγους της απόφασής του.

3. Οι αρχές ανταγωνισμού του αιτούντος μέρους μπορούν να αναβάλουν ή να αναστείλουν τη λήψη των δικών τους μέτρων εφαρμογής ακόμη και αν δεν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

4. Καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν αποκλείει τη δυνατότητα των αρχών ανταγωνισμού του αιτούντος μέρους το οποίο έχει προβεί σε αναβολή ή αναστολή των δικών του μέτρων εφαρμογής να προβεί αργότερα στη λήψη ή τη συνέχιση της εφαρμογής των μέτρων αυτών. Στην περίπτωση αυτή, οι αρχές ανταγωνισμού του αιτούντος μέρους ενημερώνουν αμέσως τις αρχές ανταγωνισμού του μέρους από το οποίο ζητείται η λήψη μέτρων για τις προθέσεις τους και τους σχετικούς λόγους. Σε περίπτωση που οι αρχές ανταγωνισμού του μέρους από το οποίο ζητείται η λήψη μέτρων αποφασίσουν να συνεχίσουν την έρευνα που διεξάγουν, οι αρχές ανταγωνισμού των δύο μερών φροντίζουν, εφόσον είναι σκόπιμο, για το συντονισμό των ερευνών που διεξάγει έκαστο μέρος, με βάση τα κριτήρια και τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο IV της συμφωνίας του 1991.

Άρθρο V

Εμπιστευτικότητα και χρήση των πληροφοριών

Εφόσον, δυνάμει της παρούσας συμφωνίας, οι αρχές ανταγωνισμού του ενός εκ των μερών παρέχουν πληροφορίες, στο πλαίσιο της εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας, στις αρχές ανταγωνισμού του άλλου μέρους, οι πληροφορίες αυτές χρησιμοποιούνται από τις τελευταίες μόνο για το σκοπό αυτό. Εντούτοις, οι αρχές ανταγωνισμού που έχουν παράσχει τις πληροφορίες δύνανται να επιτρέψουν να χρησιμοποιηθούν αυτές διαφορετικά, υπό τον όρο ότι, όταν εμπιστευτικές πληροφορίες έχουν διατεθεί κατ' εφαρμογή του άρθρου IV παράγραφος 2 στοιχείο γ) σημείο iii) με τη συγκατάθεση της πηγής από την οποία έχει προέλθει η εκάστοτε πληροφορία, η διαφορετική χρήση πρέπει να γίνεται δεκτή και από την εν λόγω πηγή. Η κοινολόγηση των εν λόγω πληροφοριών διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου VIII της συμφωνίας του 1991 και από την ανταλλαγή των ερμηνευτικών επιστολών με ημερομηνία 31 Μαΐου και 31 Ιουλίου 1995.

Άρθρο VI

Σχέση με τη συμφωνία του 1991

Η παρούσα συμφωνία συμπληρώνει τη συμφωνία του 1991, η οποία παραμένει πλήρως σε ισχύ, και πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με αυτήν.

Άρθρο VII

Ισχύουσα νομοθεσία

Καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο που δεν είναι σύμφωνη με την ισχύουσα νομοθεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής ή των κρατών μελών ή των πολιτειών τους, αντιστοίχως, ή κατά τρόπο που απαιτεί την τροποποίησή της.

Άρθρο VIII

Έναρξη ισχύος και λύση

1. Η παρούσα συμφωνία αρχίζει να ισχύει από την υπογραφή της.

2. Η παρούσα συμφωνία παραμένει σε ισχύ επί εξήντα ημέρες από την ημερομηνία κατά την οποία ένα εκ των μερών κοινοποιεί στο άλλο εγγράφως ότι επιθυμεί τη λύση της.

ΣΕ ΠΙΣΤΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ, οι υπογράφοντες, δεόντως εξουσιοδοτημένοι, έθεσαν την υπογραφή τους στην παρούσα συμφωνία.

ΕΓΙΝΕ στις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον σε δύο αντίτυπα στην αγγλική γλώσσα.

Για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα

Ημερομηνία: >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΦΗΛΜ>

Ημερομηνία: >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΦΗΛΜ>

Για την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής

Ημερομηνία: >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΦΗΛΜ>

Ημερομηνία: >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΦΗΛΜ>