11957E033

Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος, Μέρος δεύτερο - Οι βάσεις της Κοινότητος, Τίτλος Ι - Η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, Κεφάλαιο 2: Η κατάργηση των ποσοτικών περιορισμών μεταξύ των κρατών μελών, Άρθρο 33


ΑΡΘΡΟ 33.

1. Ένα έτος μετά την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης κάθε Κράτος μέλος μετατρέπει τις ανοιχθείσες διμερείς ποσοστώσεις έναντι των άλλων Κρατών μελών σε καθολικές ποσοστώσεις προσιτές σε όλα τα Κράτη μέλη χωρίς διάκριση.

Συγχρόνως τα Κράτη μέλη αυξάνουν το σύνολο αυτών των καθολικών ποσοστώσεων, ώστε να επιτευχθεί αύξηση τουλάχιστον 20% της συνολικής τους αξίας, σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Κάθε καθολική ποσόστωση κατά προϊόν αυξάνεται πάντως τουλάχιστον κατά 10%.

Κάθε έτος οι ποσοστώσεις αυξάνονται, σε σχέση με το προηγούμενο έτος, με βάση τους αυτούς κανόνες και τις ίδιες αναλογίες.

Η τετάρτη αύξηση γίνεται στο τέλος του τετάρτου έτους από την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης. Η πέμπτη, ένα έτος μετά την έναρξη του δευτέρου σταδίου.

2. Όταν για ένα προϊόν που δεν έχει ελευθερωθεί η καθολική ποσόστωση δε φθάνει το 3% της εθνικής παραγωγής του σχετικού κράτους, ορίζεται ποσόστωση ίση με το 3% τουλάχιστον της παραγωγής αυτής το αργότερο ένα έτος μετά την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης. Η ποσόστωση αυτή αυξάνεται σε 4% μετά το δεύτερο έτος, σε 5% μετά το τρίτο έτος. Εν συνεχεία το εν λόγω Κράτος μέλος αυξάνει την ποσόστωση τουλάχιστον κατά 15% ετησίως.

Στην περίπτωση που δεν υπάρχει καθόλου σχετική εθνική παραγωγή, η Επιτροπή καθορίζει με απόφασή της την κατάλληλη ποσόστωση.

3. Στο τέλος του δεκάτου έτους κάθε ποσόστωση πρέπει να είναι τουλάχιστον ίση με το 20% της εθνικής παραγωγής.

4. Όταν η Επιτροπή διαπιστώσει με απόφασή της, ότι οι εισαγωγές ενός προϊόντος κατά τη διάρκεια δύο συνεχών ετών υπήρξαν κατώτερες της ανοιχθείσης ποσοστώσεως, η καθολική αυτή ποσόστωση δεν είναι δυνατό να ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό της συνολικής αξίας των καθολικών ποσοστώσεων. Στην περίπτωση αυτή το Κράτος μέλος καταργεί την ποσόστωση αυτού του προϊόντος.

5. Για τις ποσοστώσεις που αντιπροσωπεύουν άνω του 20% της εθνικής παραγωγής του εν λόγω προϊόντος το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, δύναται με ειδική πλειοψηφία να μειώσει το ελάχιστο ποσοστό του 10% που ορίζει η παράγραφος 1. Η τροποποίηση αυτή πάντως δεν θίγει την υποχρέωση της ετήσιας αυξήσεως κατά 20% της συνολικής αξίας των καθολικών ποσοστώσεων.

6. Τα Κράτη μέλη, τα οποία έχουν προχωρήσει πέραν των υποχρεώσεών τους σε ό,τι αφορά το επίπεδο ελευθερώσεως που έχει επιτευχθεί κατ’εφαρμογή των αποφάσεων του Συμβουλίου του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας της 14ης Ιανουαρίου 1955, δικαιούνται να λαμβάνουν υπόψη στον υπολογισμό της συνολικής ετησίας αυξήσεως του 20% που προβλέπει η παράγραφος 1 την αξία των εισαγωγών που έχουν αυτονόμως ελευθερωθεί. Ο υπολογισμός αυτός υπόκειται στην προηγούμενη συναίνεση της Επιτροπής.

7. Η Επιτροπή καθορίζει με οδηγίες τη διαδικασία και το ρυθμό της καταργήσεως των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοστώσεις που υφίστανται μεταξύ των Κρατών μελών κατά την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης.

8. Αν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου και ιδιαίτερα εκείνων που αφορούν τα ποσοστά δεν εξασφαλίζει τον προοδευτικό χαρακτήρα της καταργήσεως που προβλέπει το άρθρο 32 παράγραφος 2, το Συμβούλιο δύναται, προτάσει της Επιτροπής, να τροποποιεί τη διαδικασία που προβλέπει το παρόν άρθρο και ιδίως να αυξάνει τα καθορισθέντα ποσοστά, ομοφώνως μεν κατά το πρώτο στάδιο, με ειδική δε πλειοψηφία ακολούθως.