02016R2251 — EL — 04.01.2017 — 001.003


Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex. Αυτά τα επίσημα κείμενα είναι άμεσα προσβάσιμα μέσω των συνδέσμων που περιέχονται στο παρόν έγγραφο

►B

ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2016/2251 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 4ης Οκτωβρίου 2016

που συμπληρώνει τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις τεχνικές μείωσης του κινδύνου για συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(ΕΕ L 340 της 15.12.2016, σ. 9)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  αριθ.

σελίδα

ημερομηνία

►M1

ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/323 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 20ής Ιανουαρίου 2017

  L 49

1

25.2.2017


Διορθώνεται από:

►C1

Διορθωτικό, ΕΕ L 179, 3.7.2019, σ.  27 (2016/2251)




▼B

ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2016/2251 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 4ης Οκτωβρίου 2016

που συμπληρώνει τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις τεχνικές μείωσης του κινδύνου για συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)



ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ



ΤΜΗΜΑ 1

Ορισμοί και γενικές απαιτήσεις

Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«αρχικό περιθώριο ασφαλείας» : η ασφάλεια που συλλέγεται από έναν αντισυμβαλλόμενο ώστε να καλύψει την τρέχουσα και την πιθανή μελλοντική έκθεσή του κατά το διάστημα μεταξύ της τελευταίας συλλογής περιθωρίου ασφάλειας και της εκκαθάρισης θέσεων ή της αντιστάθμισης κινδύνου της αγοράς έπειτα από αθέτηση υποχρέωσης από τον άλλο αντισυμβαλλόμενο·

2)

«περιθώριο διαφορών αποτίμησης» : η ασφάλεια που λαμβάνεται από έναν αντισυμβαλλόμενο για να αντικατοπτριστούν τα αποτελέσματα της καθημερινής αποτίμησης σε αγοραίες αξίες ή βάσει υποδείγματος θεωρητικών τιμών, των εκκρεμών συμβάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

3)

«συμψηφιστικό σύνολο» : μια ομάδα συμβάσεων μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενων συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών («OTC») παραγώγων μεταξύ δύο αντισυμβαλλόμενων που υπόκειται σε νομικά εκτελεστή συμφωνία διμερούς συμψηφισμού.

Άρθρο 2

Γενικές απαιτήσεις

1.  Οι αντισυμβαλλόμενοι καθιερώνουν, εφαρμόζουν και τεκμηριώνουν τις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου για την ανταλλαγή ασφαλειών για συμβάσεις μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων.

2.  Οι διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν διαδικασίες που προβλέπουν ή καθορίζουν τα εξής:

α) την επιλεξιμότητα των ασφαλειών για μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, σύμφωνα με το τμήμα 2·

β) τον υπολογισμό και τη συλλογή περιθωρίων για μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, σύμφωνα με το τμήμα 3·

γ) τη διαχείριση και τον διαχωρισμό των ασφαλειών για συμβάσεις μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, σύμφωνα με το τμήμα 5·

δ) τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης αξίας των ασφαλειών σύμφωνα με το τμήμα 6·

ε) την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αντισυμβαλλόμενων και την έγκριση και καταγραφή των τυχόν εξαιρέσεων από τις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1·

στ) την υποβολή εκθέσεων για τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο κεφάλαιο ΙΙ προς τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη·

ζ) τους όρους όλων των αναγκαίων συμφωνιών που πρόκειται να συναφθούν από αντισυμβαλλόμενους, το αργότερο, τη στιγμή κατά την οποία συνάπτεται μια μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενη σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, συμπεριλαμβανομένων των όρων της συμφωνίας συμψηφισμού και των όρων της συμφωνίας ανταλλαγής ασφαλειών σύμφωνα με το άρθρο 3·

η) την περιοδική επαλήθευση της ρευστότητας των προς ανταλλαγή ασφαλειών·

θ) την έγκαιρη εκ νέου διάθεση της ασφάλειας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του παρέχοντος αντισυμβαλλόμενου, από τον λαμβάνοντα αντισυμβαλλόμενο· και

ι) την τακτική παρακολούθηση των ανοιγμάτων που προκύπτουν από συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που αποτελούν ενδοομιλικές συναλλαγές και τον έγκαιρο διακανονισμό των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις συμβάσεις αυτές.

Για τους σκοπούς του στοιχείου ζ) του πρώτου εδαφίου, οι όροι των συμφωνιών περιλαμβάνουν όλες τις πτυχές που αφορούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από οποιαδήποτε μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενη σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων η οποία πρόκειται να συναφθεί, και τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α) τυχόν υποχρεώσεις πληρωμής που προκύπτουν μεταξύ των αντισυμβαλλομένων·

β) τους όρους για τον συμψηφισμό των υποχρεώσεων πληρωμής·

γ) γεγονότα αθέτησης υποχρέωσης ή άλλα γεγονότα περάτωσης των μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενων συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων·

δ) όλες τις μεθόδους υπολογισμού που χρησιμοποιούνται σε σχέση με τις υποχρεώσεις πληρωμής·

ε) τους όρους του συμψηφισμού υποχρεώσεων πληρωμής κατά την περάτωση·

στ) τη μεταβίβαση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων κατά την περάτωση·

ζ) το δίκαιο που διέπει τις συναλλαγές στο πλαίσιο των μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενων συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων.

3.  Σε περίπτωση που οι αντισυμβαλλόμενοι συνάπτουν συμφωνία συμψηφισμού ή ανταλλαγής ασφαλειών, προβαίνουν σε ανεξάρτητη νομική εξέταση του εκτελεστού των εν λόγω συμφωνιών. Η εν λόγω εξέταση μπορεί να διενεργείται από ανεξάρτητη εσωτερική μονάδα ή από ανεξάρτητο τρίτο.

Η απαίτηση διενέργειας της εξέτασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο θεωρείται ότι ικανοποιείται όσον αφορά τη συμφωνία συμψηφισμού όταν η εν λόγω συμφωνία αναγνωρίζεται σύμφωνα με το άρθρο 296 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

4.  Οι αντισυμβαλλόμενοι θεσπίζουν πολιτικές για την αξιολόγηση, σε συνεχή βάση, της εκτελεστότητας των συμφωνιών συμψηφισμού και ανταλλαγής ασφαλειών που συνάπτουν.

5.  Οι διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δοκιμάζονται, αναθεωρούνται και επικαιροποιούνται στο μέτρο του αναγκαίου και τουλάχιστον σε ετήσια βάση.

6.  Κατόπιν αιτήματος, οι αντισυμβαλλόμενοι που χρησιμοποιούν μοντέλα αρχικού περιθωρίου ασφαλείας σύμφωνα με το τμήμα 4 παρέχουν στις αρμόδιες αρχές, ανά πάσα στιγμή, όλα τα έγγραφα που αφορούν τις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο β).

Άρθρο 3

Συμφωνία ανταλλαγής ασφαλειών

Η συμφωνία ανταλλαγής ασφαλειών που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο ζ) περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α) τα επίπεδα και το είδος των ζητούμενων ασφαλειών·

β) τις ρυθμίσεις διαχωρισμού·

γ) το συμψηφιστικό σύνολο στο οποίο αναφέρεται η ανταλλαγή ασφαλειών·

δ) τις διαδικασίες για την κοινοποίηση, την επιβεβαίωση και την προσαρμογή των απαιτήσεων κάλυψης περιθωρίου·

ε) τις διαδικασίες για τον διακανονισμό των απαιτήσεων κάλυψης περιθωρίου για κάθε τύπο επιλέξιμης ασφάλειας·

στ) τις διαδικασίες, μεθόδους, χρονοδιαγράμματα και κατανομή αρμοδιοτήτων για τον υπολογισμό των περιθωρίων και την αποτίμηση της ασφάλειας·

ζ) τα γεγονότα που θεωρούνται γεγονότα αθέτησης υποχρέωσης ή περάτωσης της συμφωνίας·

η) το δίκαιο που διέπει την μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενη σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων·

θ) το δίκαιο που διέπει τη συμφωνία ανταλλαγής ασφαλειών.



ΤΜΗΜΑ 2

Επιλεξιμότητα

Άρθρο 4

Επιλέξιμες ασφάλειες

1.  Ένας αντισυμβαλλόμενος λαμβάνει ασφάλειες μόνο από τις ακόλουθες κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού:

α) μετρητά με τη μορφή χρημάτων που έχουν πιστωθεί σε λογαριασμό, σε οποιοδήποτε νόμισμα, ή παρεμφερών αξιώσεων επιστροφής χρημάτων, όπως οι καταθέσεις χρηματαγοράς·

▼C1

β) χρυσός υπό μορφή κατατεθειμένων ράβδων καθαρού χρυσού (allocated pure gold bullion) αναγνωρισμένης καλής παράδοσης·

▼B

γ) χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από τις κεντρικές κυβερνήσεις ή τις κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών·

δ) χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές των κρατών μελών, εφόσον τα ανοίγματα αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης του εν λόγω κράτους μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 115 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

ε) χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από οντότητες του δημόσιου τομέα των κρατών μελών, των οποίων τα ανοίγματα αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης, περιφερειακής κυβέρνησης ή τοπικής αρχής του εν λόγω κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 116 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

στ) χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές των κρατών μελών, εκτός από τους χρεωστικούς τίτλους που αναφέρονται στο σημείο δ)·

ζ) χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από οντότητες του δημόσιου τομέα των κρατών μελών, εκτός από τους χρεωστικούς τίτλους που αναφέρονται στο σημείο ε)·

η) χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από πολυμερείς αναπτυξιακές τράπεζες που αναφέρονται στο άρθρο 117 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

θ) χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από τους διεθνείς οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 118 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

ι) χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες τρίτων χωρών·

ια) χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές τρίτων χωρών, οι οποίοι πληρούν τις απαιτήσεις των σημείων δ) και ε)·

ιβ) χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές τρίτων χωρών εκτός από τους χρεωστικούς τίτλους που αναφέρονται στα σημεία δ) και ε)·

ιγ) χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων, περιλαμβανομένων των ομολόγων που αναφέρονται στο άρθρο 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 1

ιδ) εταιρικά ομόλογα·

ιε) το τμήμα τιτλοποίησης με την υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 61 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο δεν αποτελεί επανατιτλοποίηση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 63 του εν λόγω κανονισμού·

ιστ) μετατρέψιμα ομόλογα υπό την προϋπόθεση ότι μπορούν να μετατραπούν μόνο σε μετοχές περιλαμβανόμενες σε δείκτη που καθορίζεται σύμφωνα με το σημείο α) του άρθρου 197 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

ιζ) μετοχές περιλαμβανόμενες σε δείκτη που καθορίζεται σύμφωνα με το σημείο α) του άρθρου 197 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

ιη) μετοχές ή μερίδια σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 5.

2.  Ο αντισυμβαλλόμενος συλλέγει ασφάλειες μόνο από τις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σημεία στ), ζ) και ια) έως ιη), όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) τα στοιχεία ενεργητικού δεν έχουν εκδοθεί από τον παρέχοντα αντισυμβαλλόμενο·

β) τα στοιχεία ενεργητικού δεν έχουν εκδοθεί από οντότητες που ανήκουν στον όμιλο στον οποίο ανήκει ο παρέχων αντισυμβαλλόμενος·

γ) τα στοιχεία ενεργητικού δεν υπόκεινται άλλως σε σημαντικό κίνδυνο δυσμενούς συσχέτισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 291 παράγραφος 1 σημεία α) και β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Άρθρο 5

Κριτήρια επιλεξιμότητας μετοχών ή μεριδίων σε ΟΣΕΚΑ

1.  Για τους σκοπούς του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο ιη), ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να χρησιμοποιεί μερίδια ή μετοχές σε ΟΣΕΚΑ ως επιλέξιμη ασφάλεια μόνο εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) η τιμή των μεριδίων ή μετοχών ανακοινώνεται δημόσια σε καθημερινή βάση·

β) οι ΟΣΕΚΑ περιορίζονται να επενδύουν σε στοιχεία ενεργητικού που είναι επιλέξιμα σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1·

γ) οι ΟΣΕΚΑ πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 132 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Για τους σκοπούς του σημείου β), οι ΟΣΕΚΑ μπορούν να χρησιμοποιούν παράγωγα μέσα για την αντιστάθμιση των κινδύνων που απορρέουν από τα στοιχεία ενεργητικού στα οποία επενδύει.

Όταν ένας ΟΣΕΚΑ επενδύει σε μετοχές ή μερίδια άλλων ΟΣΕΚΑ, οι όροι που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο εφαρμόζονται επίσης στους εν λόγω ΟΣΕΚΑ.

2.  Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 σημείο β), όταν ένας ΟΣΕΚΑ ή οποιοσδήποτε από τους υποκείμενους ΟΣΕΚΑ του δεν επενδύει μόνο σε στοιχεία ενεργητικού που είναι επιλέξιμα σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1, μόνο η αξία της μετοχής ή του μεριδίου του ΟΣΕΚΑ που αποτελεί επένδυση σε επιλέξιμα στοιχεία ενεργητικού μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επιλέξιμη ασφάλεια δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

Το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται σε κάθε υποκείμενο ΟΣΕΚΑ ενός ΟΣΕΚΑ, ο οποίος έχει με τη σειρά του δικούς του υποκείμενους ΟΣΕΚΑ.

3.  Όταν μη επιλέξιμα στοιχεία ενεργητικού ενός ΟΣΕΚΑ μπορεί να έχουν αρνητική αξία, η αξία της μετοχής ή του μεριδίου του ΟΣΕΚΑ που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επιλέξιμη ασφάλεια δυνάμει της παραγράφου 1 καθορίζεται αφαιρώντας τη μέγιστη αρνητική αξία των μη επιλέξιμων στοιχείων ενεργητικού από την αξία των επιλέξιμων στοιχείων ενεργητικού.

Άρθρο 6

Αξιολόγηση πιστωτικής ποιότητας

1.  Ο λαμβάνων αντισυμβαλλόμενος αξιολογεί την πιστωτική ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού που ανήκουν στις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημεία γ), δ) και ε), τα οποία είτε δεν είναι εκφρασμένα είτε δεν χρηματοδοτούνται στο εθνικό νόμισμα του εκδότη, και στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχεία στ), ζ), ι) έως ιδ) και ιστ), χρησιμοποιώντας μία από τις ακόλουθες μεθόδους:

α) τις εσωτερικές διαβαθμίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του συλλέγοντος αντισυμβαλλομένου·

β) τις εσωτερικές διαβαθμίσεις που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρέχοντος αντισυμβαλλομένου, σε περίπτωση που ο εν λόγω αντισυμβαλλόμενος είναι εγκατεστημένος στην Ένωση ή σε τρίτη χώρα στην οποία ο παρέχων αντισυμβαλλόμενος υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία αξιολογηθείσα ως ισοδύναμη με εκείνη που διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 127 της οδηγία 2013/36/ΕΕ·

γ) μια αξιολόγηση πιστωτικής ποιότητας που εκδίδεται από αναγνωρισμένο εξωτερικό οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (ΕΟΠΑ), όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 98 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή αξιολόγηση πιστωτικής ποιότητας από οργανισμό ασφάλισης εξαγωγικών πιστώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 137 του εν λόγω κανονισμού.

2.  Ο συλλέγων αντισυμβαλλόμενος αξιολογεί την πιστωτική ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού που ανήκουν στην κατηγορία στοιχείων ενεργητικού που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ιε), χρησιμοποιώντας τη μεθοδολογία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου.

3.  Αντισυμβαλλόμενος που επιτρέπεται να χρησιμοποιεί την προσέγγιση εσωτερικών διαβαθμίσεων (IRB) σύμφωνα με το άρθρο 143 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, μπορεί να χρησιμοποιεί τις εσωτερικές του διαβαθμίσεις προκειμένου να αξιολογεί την πιστωτική ποιότητα των ασφαλειών που συλλέγονται για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

4.  Αντισυμβαλλόμενος που χρησιμοποιεί την προσέγγιση IRB σύμφωνα με την παράγραφο 3, καθορίζει τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας της ασφάλειας σύμφωνα με το παράρτημα I.

5.  Αντισυμβαλλόμενος που χρησιμοποιεί την προσέγγιση IRB σύμφωνα με την παράγραφο 3, γνωστοποιεί στον άλλο αντισυμβαλλόμενο τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 4 σχετικά με τα στοιχεία ενεργητικού που πρέπει να ανταλλάσσονται ως ασφάλεια.

6.  Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ), η αξιολόγηση πιστωτικής ποιότητας αντιστοιχίζεται με τις βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας που καθορίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 136 και 270 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Άρθρο 7

Ειδικές απαιτήσεις για τα επιλέξιμα στοιχεία ενεργητικού

1.  Οι αντισυμβαλλόμενοι χρησιμοποιούν ως ασφάλεια τα στοιχεία ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχεία στ), ζ) και ι) έως ιστ), μόνον εφόσον η πιστωτική τους ποιότητα έχει αξιολογηθεί ως ανήκουσα στη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1, 2 ή 3, σύμφωνα με το άρθρο 6.

2.  Οι αντισυμβαλλόμενοι χρησιμοποιούν ως ασφάλεια τα στοιχεία ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημεία γ), δ) και ε), τα οποία δεν είναι εκφρασμένα ή δεν χρηματοδοτούνται στο εθνικό νόμισμα του εκδότη, μόνον εφόσον η πιστωτική τους ποιότητα έχει αξιολογηθεί ως ανήκουσα στη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1, 2, 3 ή 4 σύμφωνα με το άρθρο 6.

3.  Οι αντισυμβαλλόμενοι θεσπίζουν διαδικασίες για την επεξεργασία των στοιχείων ενεργητικού που ανταλλάσσονται ως ασφάλεια σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2, των οποίων η πιστωτική ποιότητα αξιολογείται στη συνέχεια ως ακολούθως:

α) βαθμίδα 4 και άνω για τα στοιχεία ενεργητικού που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

β) άνω της βαθμίδας 4 για τα στοιχεία ενεργητικού που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

4.  Οι διαδικασίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 πληρούν όλες τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α) απαγορεύουν στους αντισυμβαλλόμενους να ανταλλάσσουν πρόσθετα στοιχεία ενεργητικού που αξιολογούνται ως έχοντα την πιστωτική ποιότητα που αναφέρεται στην παράγραφο 3·

β) καθορίζουν ένα χρονοδιάγραμμα για την αντικατάσταση, σε χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους δύο μήνες, των στοιχείων ενεργητικού που αξιολογούνται ως έχοντα την πιστωτική ποιότητα που αναφέρεται στην παράγραφο 3 και έχουν ήδη ανταλλαγεί ως ασφάλεια·

γ) ορίζουν μια βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας που απαιτεί την άμεση αντικατάσταση των στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στην παράγραφο 3·

δ) επιτρέπουν στους αντισυμβαλλόμενους την αύξηση των περικοπών στις σχετικές ασφάλειες, εφόσον η ασφάλεια δεν έχει αντικατασταθεί σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που αναφέρεται στο στοιχείο β).

5.  Οι αντισυμβαλλόμενοι δεν χρησιμοποιούν ως ασφάλεια στοιχεία ενεργητικού των κατηγοριών που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 όταν δεν έχουν πρόσβαση στην αγορά για τα συγκεκριμένα στοιχεία ενεργητικού ή όταν δεν είναι σε θέση να ρευστοποιήσουν αυτά τα στοιχεία ενεργητικού εγκαίρως σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης από τον παρέχοντα αντισυμβαλλόμενο.

Άρθρο 8

Όρια συγκέντρωσης για το αρχικό περιθώριο ασφαλείας

1.  Όταν η ασφάλεια συλλέγεται ως αρχικό περιθώριο ασφαλείας σύμφωνα με το άρθρο 13, για κάθε συλλέγοντα αντισυμβαλλόμενο ισχύουν τα ακόλουθα όρια:

α) το άθροισμα των αξιών του αρχικού περιθωρίου που ελήφθησαν από τις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχεία β), στ), ζ) και ιβ) έως ιη) και έχουν εκδοθεί από έναν μόνον εκδότη ή από οντότητες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, δεν υπερβαίνει την μεγαλύτερη από τις ακόλουθες τιμές:

i) το 15 % της ασφάλειας που έχει συλλεγεί από τον παρέχοντα αντισυμβαλλόμενο·

ii) τα 10 εκατομμύρια ευρώ ή το ισοδύναμο ποσό σε άλλο νόμισμα·

β) το άθροισμα των αξιών του αρχικού περιθωρίου που έχει συλλεγεί από τις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχεία ιε), ιστ) και ιζ), όταν οι κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στα σημεία ιστ) και ιζ) του εν λόγω άρθρου εκδίδονται από ιδρύματα όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, δεν υπερβαίνει την μεγαλύτερη από τις ακόλουθες τιμές:

i) το 40 % της ασφάλειας που έχει συλλεγεί από τον παρέχοντα αντισυμβαλλόμενο·

ii) τα 10 εκατομμύρια ευρώ ή το ισοδύναμο ποσό σε άλλο νόμισμα.

Τα όρια που καθορίζονται στο πρώτο εδάφιο ισχύουν επίσης για μετοχές ή μερίδια ΟΣΕΚΑ εάν ο ΟΣΕΚΑ επενδύει πρωτίστως σε κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στο εν λόγω εδάφιο.

2.  Όταν η ασφάλεια συλλέγεται ως αρχικό περιθώριο, σύμφωνα με το άρθρο 13, και υπερβαίνει το 1 δισεκατ. ευρώ και έκαστος εκ των αντισυμβαλλομένων ανήκει σε μία από τις κατηγορίες που απαριθμούνται στην παράγραφο 3, εφαρμόζονται τα εξής όρια στο ποσό του αρχικού περιθωρίου που υπερβαίνει το 1 δισεκατ. ευρώ που συλλέγεται από έναν αντισυμβαλλόμενο:

α) το άθροισμα των αξιών του αρχικού περιθωρίου που έχουν ληφθεί από τις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχεία γ) έως ιβ), που έχουν εκδοθεί από ένα μόνο εκδότη ή από εκδότες με έδρα στην ίδια χώρα, δεν υπερβαίνει το 50 % του αρχικού περιθωρίου που έχει συλλεγεί από τον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο.

β) Όταν συλλέγεται αρχικό περιθώριο σε μετρητά, το όριο συγκέντρωσης του 50 % που αναφέρεται στο στοιχείο α) λαμβάνει επίσης υπόψη τα ανοίγματα στον κίνδυνο που προκύπτουν από τον τρίτο κάτοχο ή τον θεματοφύλακα που διακρατεί τα εν λόγω μετρητά.

3.  Οι αντισυμβαλλόμενοι που αναφέρονται στην παράγραφο 2 είναι ένα από τα ακόλουθα:

α) ιδρύματα που προσδιορίζονται ως G-SIIs σύμφωνα με το άρθρο 131 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

β) ιδρύματα που χαρακτηρίζονται ως O-SIIs σύμφωνα με το άρθρο 131 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

γ) αντισυμβαλλόμενοι που δεν αποτελούν μηχανισμούς συνταξιοδοτικών καθεστώτων για τους οποίους το άθροισμα των αξιών της ασφάλειας που πρέπει να συλλεγεί υπερβαίνει το 1 δισεκατ. ευρώ.

4.  Όταν ως αρχικό περιθώριο ασφαλείας, σύμφωνα με το άρθρο 13, έχει ληφθεί ασφάλεια πέραν του 1 δισεκατ. ευρώ από μηχανισμό συνταξιοδοτικού καθεστώτος, ο συλλέγων αντισυμβαλλόμενος καθιερώνει διαδικασίες για τη διαχείριση του κινδύνου συγκέντρωσης όσον αφορά την ασφάλεια που συλλέγεται από τις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχεία γ) έως ιβ), συμπεριλαμβανομένης της επαρκούς διαφοροποίησης της εν λόγω ασφάλειας.

5.  Όταν τα ιδρύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχεία α) και β) συλλέγουν αρχικό περιθώριο σε μετρητά από έναν και μόνο αντισυμβαλλόμενο ο οποίος είναι επίσης ένα ίδρυμα που αναφέρεται στα εν λόγω σημεία, ο συλλέγων αντισυμβαλλόμενος διασφαλίζει ότι κάθε μεμονωμένος τρίτος θεματοφύλακας κατέχει ποσοστό όχι περισσότερο από 20 % του εν λόγω αρχικού περιθωρίου ασφαλείας.

6.  Οι παράγραφοι 1 έως 4 δεν ισχύουν για τις ασφάλειες που συλλέγονται με τη μορφή χρηματοπιστωτικών μέσων που είναι ίδια με τα υποκείμενα χρηματοπιστωτικά μέσα της μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενης σύμβασης εξωχρηματιστηριακών παραγώγων.

7.  Ο συλλέγων αντισυμβαλλόμενος προβαίνει σε εκτίμηση της συμμόρφωσης με τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου τουλάχιστον κάθε φορά που το αρχικό περιθώριο υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2.

8.  Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 7, ο αντισυμβαλλόμενος που αναφέρεται στα στοιχεία α), β) και (γ) του άρθρου 2 παράγραφος 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 μπορεί να εκτιμήσει τη συμμόρφωση με τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 2 σε τριμηνιαία βάση, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό του αρχικού περιθωρίου που συλλέγεται από κάθε μεμονωμένο αντισυμβαλλόμενο είναι ανά πάσα στιγμή κάτω από 800 εκατ. ευρώ κατά το τρίμηνο που προηγείται της εκτίμησης.



ΤΜΗΜΑ 3

Υπολογισμός και συγκέντρωση περιθωρίων

Άρθρο 9

Συχνότητα υπολογισμού και καθορισμός της ημερομηνίας υπολογισμού

1.  Οι αντισυμβαλλόμενοι υπολογίζουν το περιθώριο διαφορών αποτίμησης σύμφωνα με το άρθρο 10 τουλάχιστον σε ημερήσια βάση.

2.  Οι αντισυμβαλλόμενοι υπολογίζουν το αρχικό περιθώριο ασφαλείας σύμφωνα με το άρθρο 11, το αργότερο την εργάσιμη ημέρα μετά από οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) όταν εκτελείται ή προστίθεται στο συμψηφιστικό σύνολο μια νέα μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενη σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων·

β) όταν λήγει ή αφαιρείται από το συμψηφιστικό σύνολο μια υπάρχουσα μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενη σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων·

γ) όταν μια υπάρχουσα μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενη σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων προκαλεί πληρωμή ή παράδοση πλην την παροχής και συλλογής περιθωρίων ασφαλείας·

δ) όταν το αρχικό περιθώριο υπολογίζεται σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 11 και μια υφιστάμενη σύμβαση ανακατατάσσεται όσον αφορά την κατηγορία στοιχείων ενεργητικού που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παραρτήματος IV, ως αποτέλεσμα περιορισμένης υπολειπόμενης ληκτότητας·

ε) όταν δεν έχει πραγματοποιηθεί υπολογισμός κατά τις προηγούμενες δέκα εργάσιμες ημέρες.

3.  Για τους σκοπούς του καθορισμού της ημερομηνίας υπολογισμού για το αρχικό περιθώριο ασφαλείας και το περιθώριο διαφορών αποτίμησης, ισχύουν τα εξής:

α) όταν δύο αντισυμβαλλόμενοι βρίσκονται στην ίδια ζώνη ώρας, ο υπολογισμός βασίζεται στο συμψηφιστικό σύνολο της προηγούμενης εργάσιμης ημέρας·

β) όταν δύο αντισυμβαλλόμενοι δεν βρίσκονται στην ίδια ζώνη ώρας, ο υπολογισμός γίνεται με βάση τις συναλλαγές του συμψηφιστικού συνόλου οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί πριν από τις 16:00 της προηγούμενης εργάσιμης ημέρας της χρονικής ζώνης στην οποία γίνεται πρώτα 16:00 η ώρα.

Άρθρο 10

Υπολογισμός του περιθωρίου διαφορών αποτίμησης

Το ποσό του περιθωρίου διαφορών αποτίμησης που πρέπει να λαμβάνεται από έναν αντισυμβαλλόμενο, είναι το άθροισμα των αξιών που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, σχετικά με όλες τις συμβάσεις του συμψηφιστικού συνόλου, μείον την αξία όλων των περιθωρίων διαφορών αποτίμησης που είχαν προηγουμένως ληφθεί, μείον την καθαρή αξία κάθε σύμβασης στο συμψηφιστικό σύνολο στο σημείο σύναψης της σύμβασης και συν την αξία όλων των περιθωρίων διαφορών αποτίμησης που είχαν προηγουμένως παρασχεθεί.

Άρθρο 11

Υπολογισμός του αρχικού περιθωρίου ασφαλείας

1.  Οι αντισυμβαλλόμενοι υπολογίζουν το ποσό του αρχικού περιθωρίου που πρέπει να συλλεγεί με τη χρήση είτε της τυποποιημένης προσέγγισης που ορίζεται στο παράρτημα IV είτε των μοντέλων αρχικού περιθωρίου ασφαλείας που αναφέρονται στο τμήμα 4, είτε αμφοτέρων.

2.  Η συλλογή αρχικού περιθωρίου πραγματοποιείται χωρίς συμψηφισμό των ποσών του αρχικού περιθωρίου μεταξύ των δύο αντισυμβαλλομένων.

3.  Σε περίπτωση που οι αντισυμβαλλόμενοι χρησιμοποιούν τόσο την τυποποιημένη προσέγγιση που ορίζεται στο παράρτημα ΙV όσο και τα μοντέλα του αρχικού περιθωρίου που αναφέρονται στο τμήμα 4 σε σχέση με το ίδιο συμψηφιστικό σύνολο, τα χρησιμοποιούν σταθερά για κάθε μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενη σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων.

4.  Οι αντισυμβαλλόμενοι που υπολογίζουν το αρχικό περιθώριο σύμφωνα με το τμήμα 4 δεν λαμβάνουν υπόψη τυχόν συσχετίσεις μεταξύ της αξίας της μη εξασφαλισμένης έκθεσης και της ασφάλειας στον εν λόγω υπολογισμό.

5.  Οι αντισυμβαλλόμενοι συμφωνούν σχετικά με τη μέθοδο που χρησιμοποιεί κάθε αντισυμβαλλόμενος για τον προσδιορισμό του αρχικού περιθωρίου ασφαλείας που πρέπει να συλλέξει, αλλά δεν υποχρεούνται να χρησιμοποιούν κοινή μεθοδολογία.

6.  Όταν ένας ή και οι δύο αντισυμβαλλόμενοι βασίζονται σε ένα μοντέλο αρχικού περιθωρίου ασφαλείας, συμφωνούν ως προς το αναπτυχθέν μοντέλο σύμφωνα με το τμήμα 4.

Άρθρο 12

Παροχή του περιθωρίου διαφορών αποτίμησης

1.  Ο παρέχων αντισυμβαλλόμενος παρέχει το περιθώριο διαφορών αποτίμησης ως εξής:

α) εντός της ίδιας εργάσιμης ημέρας της ημερομηνίας υπολογισμού που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3·

β) εφόσον πληρούνται οι όροι της παραγράφου 2, εντός δύο εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία υπολογισμού που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3.

2.  Η παροχή του περιθωρίου διαφορών αποτίμησης σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β) μπορεί να εφαρμόζεται μόνο στα ακόλουθα:

α) συμψηφιστικά σύνολα που περιλαμβάνουν συμβάσεις παραγώγων που δεν υπόκεινται στις απαιτήσεις αρχικού περιθωρίου ασφαλείας σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, όταν ο παρέχων αντισυμβαλλόμενος έχει, κατά την ημερομηνία του υπολογισμού του περιθωρίου διαφορών αποτίμησης ή πριν από αυτήν, πραγματοποιήσει προκαταβολή ποσού επιλέξιμης ασφάλειας που υπολογίζεται κατά τον ίδιο τρόπο με αυτόν που ισχύει για τα αρχικά περιθώρια σύμφωνα με το άρθρο 15, για το οποίο ο συλλέγων αντισυμβαλλόμενος χρησιμοποίησε περίοδο κινδύνου περιθωρίου («MPOR») που ισούται τουλάχιστον με τον αριθμό των ημερών μεταξύ, και συμπεριλαμβανομένων, της ημερομηνίας υπολογισμού και την ημερομηνία συλλογής·

β) συμψηφιστικά σύνολα που περιλαμβάνουν συμβάσεις παραγώγων που υπόκεινται σε απαιτήσεις αρχικού περιθωρίου σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, όταν το αρχικό περιθώριο έχει προσαρμοστεί με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

i) με την παράταση της περιόδου κινδύνου περιθωρίου που αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 2 κατά τον αριθμό των ημερών μεταξύ και συμπεριλαμβανομένης της ημερομηνίας του υπολογισμού που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3 και της ημερομηνίας συλλογής που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου·

ii) με την αύξηση του αρχικού περιθωρίου που υπολογίζεται σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση που αναφέρεται στο άρθρο 11, χρησιμοποιώντας κατάλληλη μεθοδολογία, λαμβάνοντας υπόψη μια περίοδο κινδύνου περιθωρίου αυξημένη κατά τον αριθμό των ημερών που μεσολαβούν από την ημερομηνία υπολογισμού που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3 έως και την ημερομηνία συλλογής που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α), στην περίπτωση που δεν υφίσταται κανένας μηχανισμός διαχωρισμού μεταξύ των δύο αντισυμβαλλομένων, οι εν λόγω αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να αντισταθμίζουν τα ποσά που πρέπει να παρέχονται.

3.  Σε περίπτωση διαφωνίας σχετικά με το οφειλόμενο ποσό του περιθωρίου διαφορών αποτίμησης, οι αντισυμβαλλόμενοι παρέχουν, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τουλάχιστον το μέρος του ποσού του περιθωρίου διαφορών αποτίμησης που δεν είναι αμφισβητούμενο.

Άρθρο 13

Παροχή αρχικού περιθωρίου ασφαλείας

1.  Ο παρέχων αντισυμβαλλόμενος παρέχει το αρχικό περιθώριο σύμφωνα με το τμήμα 5.

2.  Ο παρέχων αντισυμβαλλόμενος παρέχει το αρχικό περιθώριο εντός της ίδιας εργάσιμης ημέρας της ημερομηνίας υπολογισμού που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3.

3.  Σε περίπτωση που ανακύψει διαφορά σχετικά με το οφειλόμενο ποσό του αρχικού περιθωρίου ασφαλείας, οι αντισυμβαλλόμενοι παρέχουν τουλάχιστον το μέρος του ποσού του αρχικού περιθωρίου που δεν είναι αμφισβητούμενο εντός της ίδιας εργάσιμης ημέρας της ημερομηνίας υπολογισμού που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3.



ΤΜΗΜΑ 4

Μοντέλα αρχικού περιθωρίου

Άρθρο 14

Γενικές απαιτήσεις

1.  Όταν ο αντισυμβαλλόμενος χρησιμοποιεί ένα μοντέλο αρχικού περιθωρίου ασφαλείας, το εν λόγω μοντέλο μπορεί να έχει αναπτυχθεί από έναν εκ των αντισυμβαλλόμενων, από αμφότερους τους αντισυμβαλλόμενους ή από τρίτο εκπρόσωπο.

Εάν ένας αντισυμβαλλόμενος χρησιμοποιεί ένα μοντέλο αρχικού περιθωρίου ασφαλείας που έχει αναπτυχθεί από τρίτο εκπρόσωπο, ο αντισυμβαλλόμενος παραμένει υπεύθυνος για τη διασφάλιση ότι το μοντέλο αυτό πληροί τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο παρόν τμήμα.

2.  Τα μοντέλα αρχικού περιθωρίου ασφαλείας αναπτύσσονται κατά τρόπο που να καλύπτει όλους τους σημαντικούς κινδύνους που προκύπτουν από τη σύναψη των μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενων συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που περιλαμβάνονται στο συμψηφιστικό σύνολο, συμπεριλαμβανομένης της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των κινδύνων αυτών και πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α) το μοντέλο ενσωματώνει παράγοντες κινδύνου που αντιστοιχούν στα εκάστοτε νομίσματα στα οποία εκφράζονται οι εν λόγω συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων του συμψηφιστικού συνόλου·

β) το μοντέλο ενσωματώνει παράγοντες κινδύνου επιτοκίου που αντιστοιχούν στα εκάστοτε νομίσματα στα οποία εκφράζονται οι εν λόγω συμβάσεις·

γ) η καμπύλη απόδοσης χωρίζεται σε έξι περιόδους ληκτότητας για έκθεση σε κίνδυνο επιτοκίου στα κυριότερα νομίσματα και αγορές·

δ) το μοντέλο αποτυπώνει τον κίνδυνο των κινήσεων μεταξύ διαφορετικών καμπύλων απόδοσης και ανάμεσα στις διαφορετικών περιόδων ληκτότητας·

ε) το μοντέλο ενσωματώνει χωριστούς παράγοντες κινδύνου τουλάχιστον για καθένα από τα ίδια κεφάλαια, δείκτη μετοχών, εμπόρευμα ή δείκτη εμπορεύματος που είναι σημαντικά για τις εν λόγω συμβάσεις·

στ) το μοντέλο αποτυπώνει τον κίνδυνο από θέσεις με χαμηλότερη ρευστότητα και θέσεις με περιορισμένη διαφάνεια τιμών στο πλαίσιο ρεαλιστικών σεναρίων αγοράς·

ζ) το μοντέλο αποτυπώνει κινδύνους που δεν αποτυπώνονται από άλλα χαρακτηριστικά του μοντέλου, οι οποίοι απορρέουν από συμβάσεις παραγώγων, όταν η υποκείμενη κατηγορία στοιχείων ενεργητικού είναι πίστωση·

η) το μοντέλο αποτυπώνει τον κίνδυνο των κινήσεων μεταξύ παρεμφερών αλλά όχι πανομοιότυπων υποκείμενων παραγόντων κινδύνου και της έκθεσης σε μεταβολές στις τιμές που απορρέουν από αναντιστοιχίες ληκτότητας·

θ) το μοντέλο αποτυπώνει μη γραμμικές εξαρτήσεις·

ι) το μοντέλο ενσωματώνει τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τον εκ των υστέρων έλεγχο, στις οποίες περιλαμβάνονται στατιστικές δοκιμές των επιδόσεων του μοντέλου·

ια) το μοντέλο καθορίζει ποια συμβάντα οδηγούν σε αλλαγή μοντέλου, βαθμονόμηση ή άλλα διορθωτικά μέτρα.

3.  Οι διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 διασφαλίζουν ότι η επίδοση του μοντέλου παρακολουθείται σε συνεχή βάση, μεταξύ άλλων με εκ των υστέρων έλεγχο του μοντέλου τουλάχιστον ανά τρεις μήνες.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, οι εκ των υστέρων έλεγχοι περιλαμβάνουν σύγκριση μεταξύ των τιμών που παράγονται από το μοντέλο και των πραγματικών αγοραίων τιμών των μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενων συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων του συμψηφιστικού συνόλου.

4.  Οι διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 περιγράφουν τις μεθοδολογίες που χρησιμοποιούνται για την πραγματοποίηση των εκ των υστέρων ελέγχων, συμπεριλαμβανομένων των στατιστικών δοκιμών επιδόσεων.

5.  Οι διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 περιγράφουν τα αποτελέσματα του δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου που θα οδηγούσαν σε αλλαγή μοντέλου, αναβαθμονόμηση ή άλλο διορθωτικό μέτρο.

6.  Οι διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 διασφαλίζουν ότι οι αντισυμβαλλόμενοι διατηρούν αρχεία των αποτελεσμάτων των εκ των υστέρων ελέγχων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

7.  Οι αντισυμβαλλόμενοι παρέχουν όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την επεξήγηση του υπολογισμού μιας συγκεκριμένης αξίας του μοντέλου αρχικού περιθωρίου ασφαλείας στον άλλο αντισυμβαλλόμενο, κατά τρόπο τέτοιο ώστε ένα πρόσωπο με κατάλληλες γνώσεις να είναι σε θέση να επαληθεύσει τον υπολογισμό αυτό.

8.  Το μοντέλο του αρχικού περιθωρίου πρέπει να αντικατοπτρίζει την αβεβαιότητα παραμέτρου, ο συσχετισμός, στον κίνδυνο βάσης και ποιότητα των δεδομένων με συνετό τρόπο.

Άρθρο 15

Διάστημα εμπιστοσύνης και περίοδος κινδύνου περιθωρίου (MPOR)

1.  Οι παραδοχές διακύμανσης της αξίας των μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενων συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων στο συμψηφιστικό σύνολο για τον υπολογισμό των αρχικών περιθωρίων ασφαλείας με τη χρήση ενός μοντέλου αρχικού περιθωρίου ασφαλείας βασίζονται σε μονοκατάληκτο διάστημα εμπιστοσύνης 99 % κατά τη διάρκεια μιας περιόδου κινδύνου περιθωρίου τουλάχιστον 10 ημερών.

2.  Η περίοδος κινδύνου περιθωρίου για τον υπολογισμό των αρχικών περιθωρίων ασφαλείας με τη χρήση ενός μοντέλου αρχικού περιθωρίου ασφαλείας, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, περιλαμβάνει:

α) την περίοδο που δύναται να παρέλθει από την τελευταία ανταλλαγή περιθωρίων διαφορών αποτίμησης σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του αντισυμβαλλόμενου·

β) το εκτιμώμενο χρονικό διάστημα που απαιτείται για την αντικατάσταση καθεμίας από τις μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων εντός του συμψηφιστικού συνόλου ή την αντιστάθμιση των κινδύνων που απορρέουν από αυτές, λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο ρευστότητας της αγοράς στην οποία αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης αυτά τα είδη συμβάσεων, τον συνολικό όγκο των μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενων συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων σε αυτή την αγορά και τον αριθμό των συμμετεχόντων στην εν λόγω αγορά.

Άρθρο 16

Βαθμονόμηση των παραμέτρων του μοντέλου

1.  Οι παράμετροι που χρησιμοποιούνται στο μοντέλο αρχικού περιθωρίου ασφαλείας βαθμονομούνται, τουλάχιστον ετησίως, με βάση τα ιστορικά δεδομένα από μια χρονική περίοδο ελάχιστης διάρκειας τριών ετών και μέγιστης διάρκειας πέντε ετών.

2.  Τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τη βαθμονόμηση των παραμέτρων των μοντέλων αρχικού περιθωρίου ασφαλείας πρέπει να περιλαμβάνουν την πλέον πρόσφατη συνεχή περίοδο από την ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιείται η βαθμονόμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και τουλάχιστον το 25 % των εν λόγω δεδομένων πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικό μιας περιόδου σημαντικών χρηματοοικονομικών εντάσεων («δεδομένα ακραίων χρηματοοικονομικών συνθηκών»).

3.  Όταν τα δεδομένα ακραίων χρηματοοικονομικών συνθηκών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δεν αποτελούν τουλάχιστον το 25 % των δεδομένων που χρησιμοποιούνται στο μοντέλο αρχικού περιθωρίου ασφαλείας, τα λιγότερο πρόσφατα ιστορικά δεδομένα από τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 αντικαθίστανται από δεδομένα μιας περιόδου σημαντικών ακραίων χρηματοοικονομικών συνθηκών, έως ότου το συνολικό ποσοστό δεδομένων ακραίων χρηματοοικονομικών συνθηκών αντιστοιχεί σε τουλάχιστον 25 % του συνόλου δεδομένων που χρησιμοποιούνται στο μοντέλο αρχικού περιθωρίου ασφαλείας.

4.  Η περίοδος σημαντικών ακραίων χρηματοοικονομικών συνθηκών που χρησιμοποιείται για τη βαθμονόμηση των παραμέτρων επισημαίνεται και εφαρμόζεται χωριστά τουλάχιστον για καθεμία από τις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 2.

5.  Οι παράμετροι πρέπει να βαθμονομούνται χρησιμοποιώντας ισοσταθμισμένα δεδομένα.

6.  Οι παράμετροι ενδέχεται να είναι βαθμονομημένες για μικρότερες περιόδους από τις περιόδους κινδύνου περιθωρίου που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 15. Όταν χρησιμοποιούνται μικρότερες περίοδοι, οι παράμετροι πρέπει να προσαρμόζονται στην εν λόγω περίοδο κινδύνου περιθωρίου με κατάλληλη μεθοδολογία.

7.  Οι αντισυμβαλλόμενοι διαθέτουν γραπτές πολιτικές που ορίζουν τις περιστάσεις που επιβάλλουν συχνότερη βαθμονόμηση.

8.  Οι αντισυμβαλλόμενοι καθιερώνουν διαδικασίες για την αναπροσαρμογή της αξίας των περιθωρίων που πρέπει να ανταλλάσσονται κατόπιν μεταβολής των παραμέτρων λόγω αλλαγής των συνθηκών της αγοράς. Οι διαδικασίες αυτές προβλέπουν ότι οι αντισυμβαλλόμενοι θα μπορούν να ανταλλάσσουν το συμπληρωματικό αρχικό περιθώριο ασφαλείας που προκύπτει από αυτή την αλλαγή των παραμέτρων για περίοδο που κυμαίνεται από μία έως τριάντα εργάσιμες ημέρες.

9.  Οι αντισυμβαλλόμενοι καθιερώνουν διαδικασίες όσον αφορά την ποιότητα των δεδομένων που χρησιμοποιούνται στο μοντέλο, σύμφωνα με την παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένης της επιλογής των κατάλληλων παρόχων δεδομένων, καθώς και εκκαθάρισης και της παρεμβολής των δεδομένων.

10.  Οι προσεγγιστικές τιμές για τα δεδομένα που έχουν χρησιμοποιηθεί στα μοντέλα αρχικού περιθωρίου ασφαλείας χρησιμοποιούνται μόνον όταν πληρούνται και οι δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) τα διαθέσιμα δεδομένα δεν είναι επαρκή ή δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική μεταβλητότητα μιας σύμβασης εξωχρηματιστηριακών παραγώγων ή ενός χαρτοφυλακίου συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων εντός του συμψηφιστικού συνόλου·

β) οι προσεγγιστικές μεταβλητές οδηγούν σε συντηρητικό επίπεδο περιθωρίων.

Άρθρο 17

Διαφοροποίηση, κάλυψη και αντισταθμίσεις κινδύνου σε υποκείμενες κατηγορίες

1.  Τα μοντέλα αρχικού περιθωρίου περιλαμβάνουν μόνο μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων εντός του ίδιου συμψηφιστικού συνόλου. Τα μοντέλα αρχικού περιθωρίου μπορούν να παρέχουν δυνατότητα διαφοροποίησης, κάλυψης και αντιστάθμισης κινδύνου που προκύπτουν από τους κινδύνους των συμβάσεων εντός του ίδιου συμψηφιστικού συνόλου, υπό την προϋπόθεση ότι η διαφοροποίηση, η κάλυψη ή ή αντιστάθμιση κινδύνου διενεργείται μόνο εντός της ίδιας κατηγορίας υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2.

2.  Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, διαφοροποίηση, κάλυψη και αντισταθμίσεις κινδύνου μπορούν να γίνονται μόνο εντός των κάτωθι κατηγοριών υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων:

α) επιτόκια, νόμισμα και πληθωρισμός·

β) μετοχές·

γ) πίστωση·

δ) βασικά εμπορεύματα και χρυσός·

ε) άλλα.

Άρθρο 18

Ποιοτικές απαιτήσεις

1.  Οι αντισυμβαλλόμενοι καθιερώνουν μια διαδικασία εσωτερικής διακυβέρνησης για την αξιολόγηση της καταλληλότητας του μοντέλου αρχικού περιθωρίου ασφαλείας σε συνεχή βάση, συμπεριλαμβανομένων όλων των ακολούθων:

α) αρχική επικύρωση του μοντέλου από κατάλληλα καταρτισμένα πρόσωπα τα οποία είναι ανεξάρτητα από τα πρόσωπα που αναπτύσσουν το μοντέλο·

β) επαλήθευση επικύρωσης όποτε συντελείται κάποια σημαντική μεταβολή του μοντέλου αρχικού περιθωρίου ασφαλείας και τουλάχιστον σε ετήσια βάση·

γ) τακτική διαδικασία ελέγχου για την αξιολόγηση των ακόλουθων:

i) της ακεραιότητας και αξιοπιστίας των πηγών δεδομένων·

ii) του συστήματος διαχείρισης πληροφοριών που χρησιμοποιείται για την λειτουργία του μοντέλου·

iii) της ακρίβειας και πληρότητας των χρησιμοποιούμενων δεδομένων·

iv) της ακρίβειας και καταλληλότητας των παραδοχών για τη μεταβλητότητα και τις συσχετίσεις.

2.  Η τεκμηρίωση των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο β) σχετικά με το μοντέλο αρχικού περιθωρίου ασφαλείας πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) επιτρέπει σε τρίτα πρόσωπα με τις απαραίτητες γνώσεις να κατανοούν τον σχεδιασμό και τις επιχειρησιακές λεπτομέρειες του μοντέλου του αρχικού περιθωρίου ασφαλείας·

β) περιέχει τις βασικές παραδοχές και τους περιορισμούς του μοντέλου του αρχικού περιθωρίου ασφαλείας·

γ) καθορίζει τις συνθήκες υπό τις οποίες οι παραδοχές του μοντέλου του αρχικού περιθωρίου ασφαλείας δεν είναι πλέον έγκυρες.

3.  Οι αντισυμβαλλόμενοι τεκμηριώνουν όλες τις αλλαγές στο μοντέλο αρχικού περιθωρίου ασφαλείας. Η εν λόγω τεκμηρίωση αναφέρει επίσης λεπτομερώς τα αποτελέσματα των επικυρώσεων, όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι οποίες πραγματοποιούνται μετά τις αλλαγές αυτές.



ΤΜΗΜΑ 5

Διαχείριση και διαχωρισμός ασφαλειών

Άρθρο 19

Διαχείριση και διαχωρισμός ασφαλειών

1.  Οι διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο γ) περιλαμβάνουν τα ακόλουθα στοιχεία:

α) καθημερινή αποτίμηση της κατεχόμενης ασφάλεια, σύμφωνα με το τμήμα 6·

β) νομικές ρυθμίσεις και δομή τήρησης ασφάλειας που επιτρέπουν την πρόσβαση στη ληφθείσα ασφάλεια, όταν αυτή τηρείται από τρίτο·

γ) όταν τηρείται αρχικό περιθώριο από τον πάροχο της ασφάλειας, η ασφάλεια τηρείται σε λογαριασμούς παρακαταθήκης, ασφαλείς σε περίπτωση αφερεγγυότητας·

δ) τήρηση του μη χρηματικού αρχικού περιθωρίου ασφαλείας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4·

ε) τήρηση των μετρητών που λαμβάνονται ως αρχικό περιθώριο ασφαλείας σε λογαριασμούς μετρητών σε κεντρικές τράπεζες ή πιστωτικά ιδρύματα που πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i) έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ ή σε τρίτη χώρα της οποίας οι εποπτικοί και ρυθμιστικοί μηχανισμοί έχουν κριθεί ισοδύναμοι σύμφωνα με το άρθρο 142 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

ii) δεν αποτελούν ούτε τον παρέχοντα ούτε τον λαμβάνοντα αντισυμβαλλόμενο, ούτε ανήκουν στον ίδιο όμιλο με οποιονδήποτε από τους αντισυμβαλλόμενους·

στ) οι μη χρησιμοποιηθείσες ασφάλειες τίθενται στη διάθεση του εκκαθαριστή ή άλλου υπεύθυνου διαδικασίας αφερεγγυότητας του αντισυμβαλλόμενου σε αθέτηση·

ζ) το αρχικό περιθώριο είναι εγκαίρως ελεύθερα μεταβιβάσιμο στον παρέχοντα αντισυμβαλλόμενο σε περίπτωση αθέτησης του λαμβάνοντος αντισυμβαλλόμενου·

η) οι μη χρηματικές ασφάλειες είναι μεταβιβάσιμες χωρίς τυχόν κανονιστικούς ή νομικούς περιορισμούς ή απαιτήσεις τρίτων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του εκκαθαριστή του λαμβάνοντος αντισυμβαλλόμενου ή τρίτου θεματοφύλακα, εκτός από υποθήκες για αμοιβές και δαπάνες που έχουν προκύψει κατά την παροχή λογαριασμών θεματοφυλακής και υποθήκες που συνήθως επιβάλλονται σε όλες τις κινητές αξίες σε ένα σύστημα εκκαθάρισης στο οποίο ενδεχομένως τηρείται η εν λόγω ασφάλεια·

θ) κάθε μη χρησιμοποιηθείσα ασφάλεια επιστρέφεται στον παρέχοντα αντισυμβαλλόμενο στο ακέραιο, μείον τα έξοδα και τις δαπάνες για τη διαδικασία συλλογής και τήρησης της ασφάλειας.

2.  Οποιαδήποτε ασφάλεια που παρέχεται ως αρχικό περιθώριο ασφαλείας ή περιθώριο διαφορών αποτίμησης μπορεί να αντικαθίσταται από εναλλακτικές ασφάλειες, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) η αντικατάσταση πραγματοποιείται σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας μεταξύ των αντισυμβαλλόμενων που αναφέρονται στο άρθρο 3·

β) η εναλλακτική ασφάλεια είναι επιλέξιμη σύμφωνα με το τμήμα 2·

γ) η αξία της εναλλακτικής ασφάλειας είναι επαρκής ώστε να πληροί όλες τις απαιτήσεις περιθωρίου ασφαλείας μετά την εφαρμογή τυχόν συναφούς περικοπής.

3.  Το αρχικό περιθώριο προστατεύεται έναντι του κινδύνου αθέτησης υποχρέωσης ή αφερεγγυότητας του συλλέγοντος αντισυμβαλλομένου με τον διαχωρισμό του με έναν ή αμφότερους από τους ακόλουθους τρόπους:

α) στα βιβλία και τα μητρώα τρίτου κατόχου ή θεματοφύλακα·

β) με άλλα νομικά δεσμευτικές ρυθμίσεις·

4.  Οι αντισυμβαλλόμενοι διασφαλίζουν ότι οι μη χρηματικές ασφάλειες που ανταλλάσσονται ως αρχικό περιθώριο ασφαλείας διαχωρίζονται ως εξής:

α) όταν η ασφάλεια τηρείται από τον λαμβάνοντα αντισυμβαλλόμενο σε ιδιόκτητη βάση, διαχωρίζεται από τα υπόλοιπα ιδιόκτητα περιουσιακά στοιχεία του λαμβάνοντος αντισυμβαλλόμενου·

β) όταν η ασφάλεια τηρείται από τον παρέχοντα αντισυμβαλλόμενο όχι στη βάση κυριότητας, διαχωρίζεται από τα υπόλοιπα ιδιόκτητα περιουσιακά στοιχεία του παρέχοντος αντισυμβαλλόμενου·

γ) όταν η ασφάλεια τηρείται στα βιβλία και αρχεία ενός θεματοφύλακα ή άλλου τρίτου κατόχου, διαχωρίζεται από τα ιδιόκτητα περιουσιακά στοιχεία του εν λόγω τρίτου κατόχου ή θεματοφύλακα.

5.  Όταν μια μη χρηματική ασφάλεια τηρείται από το λαμβάνον μέρος ή από τρίτο κάτοχο ή θεματοφύλακα, ο λαμβάνων αντισυμβαλλόμενος παρέχει πάντοτε στον παρέχοντα αντισυμβαλλόμενο τη δυνατότητα διαχωρισμού της εν λόγω ασφάλειας από τα περιουσιακά στοιχεία άλλων παρεχόντων αντισυμβαλλόμενων.

6.  Οι αντισυμβαλλόμενοι προβαίνουν σε ανεξάρτητη νομική επανεξέταση, προκειμένου να επαληθεύουν εάν οι ρυθμίσεις διαχωρισμού πληρούν τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο ζ) και στις παραγράφους 3, 4 και 5. Η εν λόγω νομική επανεξέταση μπορεί να πραγματοποιείται από ανεξάρτητη εσωτερική μονάδα ή από ανεξάρτητο τρίτο μέρος.

7.  Οι αντισυμβαλλόμενοι παρέχουν στις αρμόδιες αρχές τους αποδείξεις της συμμόρφωσής τους με την παράγραφο 6 σε σχέση με κάθε συναφή δικαιοδοσία και, εφόσον τους ζητηθεί από κάποια αρμόδια αρχή, καθιερώνουν πολιτικές που διασφαλίζουν τη συνεχή αξιολόγηση της συμμόρφωσης.

8.  Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο ε), οι αντισυμβαλλόμενοι αξιολογούν την πιστωτική ποιότητα του πιστωτικού ιδρύματος που αναφέρεται στο εν λόγω σημείο, χρησιμοποιώντας μια μεθοδολογία που δεν στηρίζεται αποκλειστικά ή μηχανιστικά σε εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας.

Άρθρο 20

Επεξεργασία των ληφθέντων αρχικών περιθωρίων ασφαλείας

1.  Ο λαμβάνων αντισυμβαλλόμενος δεν επανυποθηκεύει, επανενεχυριάζει ή να επαναχρησιμοποιεί καθ' οιονδήποτε άλλο τρόπο την ασφάλεια που έχει συλλέξει ως αρχικό περιθώριο.

2.  Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τρίτος κάτοχος δύναται να χρησιμοποιήσει το αρχικό περιθώριο ασφαλείας που έχει λάβει σε μετρητά για σκοπούς επανεπένδυσης.



ΤΜΗΜΑ 6

Αποτίμηση των ασφαλειών

Άρθρο 21

Υπολογισμός της προσαρμοσμένης αξίας της ασφάλειας

1.  Οι αντισυμβαλλόμενοι προσαρμόζουν την αξία των ασφαλειών που συλλέγονται σύμφωνα είτε με τη μεθοδολογία που ορίζεται στο παράρτημα II είτε μεθοδολογία που χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις μεταβλητότητας σύμφωνα με το άρθρο 22.

2.  Κατά την προσαρμογή της αξίας των ασφαλειών δυνάμει της παραγράφου 1, οι αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να αγνοούν τον συναλλαγματικό κίνδυνο από θέσεις σε νομίσματα που υπόκεινται σε νομικά δεσμευτική διακρατική συμφωνία για τον περιορισμό της διακύμανσης των εν λόγω θέσεων σε σχέση με άλλα νομίσματα καλυπτόμενα από την ίδια συμφωνία.

Άρθρο 22

Εσωτερικές εκτιμήσεις σχετικά με την προσαρμοσμένη αξία της ασφάλειας

1.  Οι αντισυμβαλλόμενοι προσαρμόζουν την αξία των ασφαλειών που συλλέγονται χρησιμοποιώντας εσωτερικές εκτιμήσεις μεταβλητότητας σύμφωνα με το παράρτημα III.

2.  Οι αντισυμβαλλόμενοι επικαιροποιούν τις ομάδες δεδομένων τους και υπολογίζουν τις εκτιμήσεις μεταβλητότητας που αναφέρονται στο άρθρο 21 κάθε φορά που αλλάζει ουσιωδώς το επίπεδο μεταβλητότητας των τιμών της αγοράς και τουλάχιστον ανά τρίμηνο.

3.  Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, οι αντισυμβαλλόμενοι προκαθορίζουν τα επίπεδα μεταβλητότητας που συνεπάγονται επανυπολογισμό των περικοπών σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ.

4.  Οι διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο δ) περιλαμβάνουν πολιτικές για την παρακολούθηση του υπολογισμού των εσωτερικών εκτιμήσεων μεταβλητότητας και της ενσωμάτωσης των εν λόγω εκτιμήσεων στη διαδικασία διαχείρισης κινδύνου του εν λόγω αντισυμβαλλόμενου.

5.  Οι πολιτικές που αναφέρονται στην παράγραφο 4 υπόκεινται σε εσωτερική επανεξέταση, η οποία περιλαμβάνει όλα τα ακόλουθα:

α) ενσωμάτωση των εκτιμήσεων στη διαδικασία διαχείρισης κινδύνου του αντισυμβαλλόμενου, η οποία πραγματοποιείται τουλάχιστον σε ετήσια βάση·

β) ενσωμάτωση των εκτιμώμενων περικοπών στην καθημερινή διαχείριση κινδύνων·

γ) επικύρωση κάθε σημαντικής μεταβολής στη διαδικασία υπολογισμού των εκτιμήσεων·

δ) επαλήθευση της συνεκτικότητας, της επικαιρότητας και της αξιοπιστίας των πηγών των δεδομένων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των εκτιμήσεων·

ε) ακρίβεια και καταλληλότητα των παραδοχών σχετικά με τη μεταβλητότητα.

6.  Η επανεξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 5 διενεργείται τακτικά στο πλαίσιο της διαδικασίας εσωτερικού ελέγχου του αντισυμβαλλόμενου.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ



ΤΜΗΜΑ 1

Εξαιρέσεις

Άρθρο 23

Κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικά ιδρύματα

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 2 παράγραφος 2, οι αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να προβλέπουν στις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου ότι δεν πραγματοποιείται καμία ανταλλαγή ασφαλειών όσον αφορά τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν εκκαθαρίζονται μέσω κεντρικού αντισυμβαλλομένου, οι οποίες έχουν συναφθεί με κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ.

Άρθρο 24

Μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι και αντισυμβαλλόμενοι τρίτης χώρας

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 2 παράγραφος 2, οι αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να προβλέπουν στις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου τους ότι δεν πραγματοποιείται καμία ανταλλαγή ασφαλειών σε σχέση με μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται με μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλόμενους οι οποίοι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 10 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ή με μη χρηματοοικονομικές οντότητες που είναι εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα και δεν θα πληρούσαν τις προϋποθέσεις του άρθρου 10 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 εάν ήταν εγκατεστημένες στην Ένωση.

Άρθρο 25

Ελάχιστο ποσό μεταβίβασης

1.  Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 2 παράγραφος 2, οι αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να προβλέπουν στις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου τους ότι καμία ασφάλεια δεν λαμβάνεται από τον αντισυμβαλλόμενο όταν το οφειλόμενο ποσό από την τελευταία λήψη ασφάλειας είναι ίσο ή κατώτερο του ποσού που έχει συμφωνηθεί από τους αντισυμβαλλόμενους («ελάχιστο ποσό μεταβίβασης»).

Το ελάχιστο ποσό μεταβίβασης δεν υπερβαίνει τα 500 000 ευρώ ή το ισοδύναμο ποσό σε άλλο νόμισμα.

2.  Όταν οι αντισυμβαλλόμενοι συμφωνούν σχετικά με ένα ελάχιστο ποσό μεταβίβασης, το οφειλόμενο ποσό της ασφάλειας υπολογίζεται ως το άθροισμα:

α) του περιθωρίου διαφορών αποτίμησης που οφείλεται από την τελευταία συλλογή, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε τυχόν πλεονάζουσας ασφάλειας·

β) του αρχικού περιθωρίου ασφαλείας που οφείλεται από την τελευταία συλλογή, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 11, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε τυχόν πλεονάζουσας ασφάλειας·

3.  Όταν το οφειλόμενο ποσό της ασφάλειας υπερβαίνει το ελάχιστο ποσό μεταβίβασης που έχει συμφωνηθεί από τους αντισυμβαλλόμενους, ο λαμβάνων αντισυμβαλλόμενος εισπράττει το πλήρες οφειλόμενο ποσό της ασφάλειας χωρίς αφαίρεση του ελάχιστου ποσού μεταβίβασης.

4.  Οι αντισυμβαλλόμενοι δύνανται να συμφωνούν ξεχωριστά ελάχιστα ποσά μεταβίβασης για το αρχικό περιθώριο ασφαλείας και το περιθώριο διαφορών αποτίμησης, υπό την προϋπόθεση ότι το άθροισμα αυτών των ελάχιστων ποσών μεταβίβασης είναι ίσο ή κατώτερο των 500 000 ευρώ ή του ισοδύναμου ποσού σε άλλο νόμισμα.

5.  Όταν οι αντισυμβαλλόμενοι συμφωνούν διαφορετικά ελάχιστα ποσά μεταβίβασης σύμφωνα με την παράγραφο 4, ο λαμβάνων αντισυμβαλλόμενος προβαίνει στην είσπραξη του πλήρους οφειλόμενου ποσού του αρχικού περιθωρίου ασφαλείας ή του περιθωρίου διαφορών αποτίμησης χωρίς αφαίρεση των εν λόγω ελάχιστων ποσών μεταβίβασης, όταν το οφειλόμενο ποσό του αρχικού περιθωρίου ασφαλείας ή του περιθωρίου διαφορών αποτίμησης υπερβαίνει το ελάχιστο ποσό μεταβίβασης.

Άρθρο 26

Υπολογισμός του περιθωρίου με αντισυμβαλλόμενους τρίτης χώρας

Όταν ο αντισυμβαλλόμενος εδρεύει σε τρίτη χώρα, οι αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να υπολογίζουν τα περιθώρια με βάση ένα συμψηφιστικό σύνολο που περιλαμβάνει τα ακόλουθα είδη συμβάσεων:

α) μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που υπόκεινται σε απαιτήσεις περιθωρίου ασφαλείας βάσει του παρόντος κανονισμού·

β) συμβάσεις που πληρούν αμφότερες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i) έχουν χαρακτηριστεί ως μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων από το κανονιστικό καθεστώς που ισχύει για τον αντισυμβαλλόμενο που εδρεύει στην τρίτη χώρα·

ii) υπόκεινται σε κανόνες περιθωρίου στο κανονιστικό καθεστώς που ισχύει για τον αντισυμβαλλόμενο που εδρεύει στην τρίτη χώρα.



ΤΜΗΜΑ 2

Εξαιρέσεις ως προς τον υπολογισμό των επιπέδων του αρχικού περιθωρίου

Άρθρο 27

Συμβάσεις συναλλάγματος

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 2 παράγραφος 2, οι αντισυμβαλλόμενοι δύνανται να προβλέπουν στις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου τους ότι δεν εισπράττονται αρχικά περιθώρια ασφαλείας όσον αφορά:

α) συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων εκκαθαριζόμενες με φυσική παράδοση, που περιλαμβάνουν μόνον την ανταλλαγή δύο διαφορετικών νομισμάτων σε συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία και σε καθορισμένη τιμή που συμφωνείται κατά την έναρξη της σύμβασης που διέπει την ανταλλαγή («προθεσμιακές συμβάσεις συναλλάγματος»)·

β) συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων εκκαθαριζόμενες με φυσική παράδοση, που περιλαμβάνουν μόνον μια ανταλλαγή δύο διαφορετικών νομισμάτων, σε συγκεκριμένη ημερομηνία και σε καθορισμένη τιμή που συμφωνείται κατά την ημερομηνία της σύμβασης που καλύπτει την ανταλλαγή, και μια αντίστροφη ανταλλαγή των δύο νομισμάτων σε μεταγενέστερη ημερομηνία και σε καθορισμένη τιμή που επίσης συμφωνείται κατά την ημερομηνία της σύμβασης που διέπει την ανταλλαγή («συμφωνίες ανταλλαγής συναλλάγματος»)·

γ) την ανταλλαγή αρχικού κεφαλαίου μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενων συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, κατά την οποία οι αντισυμβαλλόμενοι ανταλλάσσουν αποκλειστικά και μόνο το ποσό του αρχικού κεφαλαίου και των τυχόν πληρωμών τόκων σε ένα νόμισμα, με το ποσό του κεφαλαίου και των τυχόν τόκων σε άλλο νόμισμα, σε καθορισμένα χρονικά σημεία σύμφωνα με ένα καθορισμένο τύπο («συμφωνία ανταλλαγής νομισμάτων»).

Άρθρο 28

Κατώφλι βασιζόμενο σε ονομαστικό ποσό

1.  Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 2 παράγραφος 2, οι αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να προβλέπουν στις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου τους ότι δεν πραγματοποιείται είσπραξη αρχικών περιθωρίων ασφαλείας για όλες τις νέες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται εντός ενός ημερολογιακού έτους, όταν ένας από τους δύο αντισυμβαλλόμενους έχει συνολικό μέσο ονομαστικό ποσό μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενων παραγώγων τέλους του μήνα για τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο και Μάιο του προηγούμενου έτους κάτω των 8 δισεκατ. ευρώ.

Το συνολικό μέσο ονομαστικό ποσό τέλους του μήνα που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο υπολογίζεται σε επίπεδο αντισυμβαλλόμενων ή σε επίπεδο ομίλου, όταν ο αντισυμβαλλόμενος ανήκει σε όμιλο.

2.  Όταν ο αντισυμβαλλόμενος ανήκει σε όμιλο, ο υπολογισμός του συνολικού μέσου ονομαστικού ποσού τέλους του μήνα του ομίλου περιλαμβάνει όλες τις μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων όλων των ενδοομιλικών μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενων συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, οι συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που αποτελούν εσωτερικές συναλλαγές λαμβάνονται υπόψη μόνο μία φορά.

3.  Οι ΟΣΕΚΑ που έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με την οδηγία 2009/65/ΕΚ και οι οργανισμοί εναλλακτικών επενδύσεων υπό τη διαχείριση διαχειριστών οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια ή έχουν εγγραφεί στα μητρώα σύμφωνα με την οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 2 ) θεωρούνται ξεχωριστές οντότητες, οι οποίες υπάγονται σε χωριστή μεταχείριση κατά την εφαρμογή των κατωφλίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) οι οργανισμοί εναλλακτικών επενδύσεων αποτελούν διακριτά διαχωρισμένες συγκεντρώσεις στοιχείων ενεργητικού για τους σκοπούς αφερεγγυότητας ή πτώχευσης του οργανισμού·

β) οι διαχωρισμένες συγκεντρώσεις στοιχείων ενεργητικού δεν είναι εξασφαλισμένες, εγγυημένες ή άλλως χρηματοδοτικά στηριζόμενες από άλλα επενδυτικά κεφάλαια ή διαχειριστές αυτών.

Άρθρο 29

Κατώφλι βασιζόμενο στα ποσά αρχικού περιθωρίου

1.  Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 2 παράγραφος 2, οι αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να προβλέπουν στις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων που εφαρμόζουν ότι το αρχικό περιθώριο που συλλέγεται μειώνεται κατά ποσό 50 εκατ. ευρώ στην περίπτωση των στοιχείων α) και β) της παρούσας παραγράφου, ή σε 10 εκατ. ευρώ στην περίπτωση του στοιχείου γ) όταν:

α) κανένας από τους αντισυμβαλλόμενους δεν ανήκει σε οιονδήποτε όμιλο·

β) οι αντισυμβαλλόμενοι ανήκουν σε διαφορετικούς ομίλους·

γ) αμφότεροι οι αντισυμβαλλόμενοι ανήκουν στον ίδιο όμιλο.

2.  Όταν ο αντισυμβαλλόμενος δεν εισπράττει αρχικά περιθώρια ασφαλείας σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β), οι διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 περιλαμβάνουν διατάξεις για την παρακολούθηση, σε επίπεδο ομίλου, του κατά πόσον υπάρχει υπέρβαση του κατωφλίου και διατάξεις για την τήρηση των κατάλληλων αρχείων καταγραφής των ανοιγμάτων του ομίλου έναντι εκάστου αντισυμβαλλομένου εντός του ίδιου ομίλου.

3.  Οι ΟΣΕΚΑ που έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με την οδηγία 2009/65/ΕΚ και οι οργανισμοί εναλλακτικών επενδύσεων υπό τη διαχείριση διαχειριστών οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια ή έχουν εγγραφεί στα μητρώα σύμφωνα με την οδηγία 2011/61/ΕΕ θεωρούνται ξεχωριστές οντότητες, οι οποίες υπάγονται σε χωριστή μεταχείριση κατά την εφαρμογή των κατωφλίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) οι οργανισμοί εναλλακτικών επενδύσεων αποτελούν διακριτά διαχωρισμένες συγκεντρώσεις στοιχείων ενεργητικού για τους σκοπούς αφερεγγυότητας ή πτώχευσης του οργανισμού·

β) οι διαχωρισμένες συγκεντρώσεις στοιχείων ενεργητικού δεν είναι εξασφαλισμένες, εγγυημένες ή άλλως χρηματοδοτικά στηριζόμενες από άλλα επενδυτικά κεφάλαια ή διαχειριστές αυτών.



ΤΜΗΜΑ 3

Εξαιρέσεις από την υποχρέωση παροχής ή συλλογής αρχικού περιθωρίου ασφαλείας ή περιθωρίου διαφορών αποτίμησης

Άρθρο 30

Μεταχείριση των παραγώγων που συνδέονται με καλυμμένα ομόλογα για σκοπούς αντιστάθμισης κινδύνου

1.  Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 2 παράγραφος 2 και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, οι αντισυμβαλλόμενοι μπορούν, στις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου τους, να προβλέπουν τα ακόλουθα σε για τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται σε σχέση με καλυμμένα ομόλογα:

α) το περιθώριο διαφορών αποτίμησης δεν παρέχεται από τον εκδότη του καλυμμένου ομολόγου ή τη δέσμη κάλυψης, αλλά εισπράττεται από τον αντισυμβαλλόμενό του σε μετρητά και επιστρέφεται στον αντισυμβαλλόμενό του εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας·

β) δεν πραγματοποιείται παροχή ή συλλογή αρχικού περιθωρίου ασφαλείας.

2.  Η παράγραφος 1 ισχύει όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) η σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων δεν καταγγέλλεται σε περίπτωση εκκαθάρισης ή αφερεγγυότητας του εκδότη του καλυμμένου ομολόγου ή της δέσμης κάλυψης·

β) ο αντισυμβαλλόμενος των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται με εκδότες καλυμμένων ομολόγων ή με δέσμες κάλυψης για καλυμμένα ομόλογα κατατάσσεται τουλάχιστον επί ίσοις όροις με τους κατόχους καλυμμένων ομολόγων, εκτός εάν ο αντισυμβαλλόμενος των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται με εκδότες καλυμμένων ομολόγων ή με δέσμες κάλυψης για καλυμμένα ομόλογα είναι το υπερήμερο ή το θιγόμενο μέρος, ή παραιτείται από την κατάταξη επί ίσοις όροις·

γ) η σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων καταχωρίζεται ή καταγράφεται στη δέσμη κάλυψης του καλυμμένου ομολόγου, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία περί καλυμμένων ομολόγων·

δ) η σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων χρησιμοποιείται μόνο για την αντιστάθμιση του επιτοκίου ή των αναντιστοιχιών νομισμάτων της δέσμης κάλυψης σε σχέση με το καλυμμένο ομόλογο·

ε) το συμψηφιστικό σύνολο δεν περιλαμβάνει τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν σχετίζονται με τη δέσμη κάλυψης του καλυμμένου ομολόγου·

στ) το καλυμμένο ομόλογο με το οποίο συνδέεται η σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 129 παράγραφοι 1, 2 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

ζ) η δέσμη κάλυψης του καλυμμένου ομολόγου με το οποίο συνδέεται η σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων υπόκειται σε κανονιστική απαίτηση εξασφάλισης ύψους τουλάχιστον 102 %.

Άρθρο 31

Μεταχείριση των παραγώγων με αντισυμβαλλόμενους σε τρίτες χώρες όπου δεν είναι δυνατή η διασφάλιση της νομικής εκτελεστότητας των συμφωνιών συμψηφισμού ή της προστασίας της ασφάλειας

1.  Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 2 παράγραφος 2, οι αντισυμβαλλόμενοι που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση μπορεί να προβλέπουν στις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου τους ότι δεν απαιτείται η παροχή ή συλλογή αρχικών περιθωρίων ασφαλείας και περιθωρίων διαφορών αποτίμησης για τις μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται με αντισυμβαλλόμενους οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε τρίτες χώρες, όπου ισχύει οιαδήποτε από τις ακόλουθες διατάξεις:

α) η νομική επανεξέταση που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 επιβεβαιώνει ότι δεν είναι δυνατή η μετά βεβαιότητας και ανά πάσα στιγμή νομική εκτελεστότητα της συμφωνίας συμψηφισμού και, όπου χρησιμοποιείται, της συμφωνίας ανταλλαγής ασφαλειών·

β) η νομική επανεξέταση που αναφέρεται στο άρθρο 19 παράγραφος 6 επιβεβαιώνει ότι δεν είναι δυνατή η τήρηση των απαιτήσεων διαχωρισμού που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφοι 3, 4 και 5.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, οι αντισυμβαλλόμενοι που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση συλλέγουν περιθώριο σε ακαθάριστη βάση.

2.  Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 2 παράγραφος 2, οι αντισυμβαλλόμενοι που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση μπορεί να προβλέπουν στις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου τους ότι δεν απαιτείται η παροχή ή συλλογή αρχικών περιθωρίων ασφαλείας και περιθωρίων διαφορών αποτίμησης για τις συμβάσεις που συνάπτονται με αντισυμβαλλόμενους οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε τρίτες χώρες, όταν ισχύουν όλες οι ακόλουθες διατάξεις:

α) εφαρμόζεται η παράγραφος 1 στοιχεία α) και, κατά περίπτωση, β)·

β) οι νομικές επανεξετάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) επιβεβαιώνουν ότι δεν είναι δυνατή η συλλογή ασφάλειας σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ακόμη και σε μεικτή βάση·

γ) ο λόγος που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 είναι μικρότερος από 2,5 %.

3.  Ο λόγος που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ) είναι το αποτέλεσμα της διαίρεσης του ποσού που προκύπτει από το στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου δια του ποσού που προκύπτει από το στοιχείο β):

α) το άθροισμα των ονομαστικών ποσών οποιωνδήποτε εκκρεμών συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων του ομίλου στον οποίο ανήκει ο αντισυμβαλλόμενος, οι οποίες συνήφθησαν μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού και για τις οποίες δεν έχει συγκεντρωθεί περιθώριο ασφαλείας από τους αντισυμβαλλόμενους που είναι εγκατεστημένοι σε τρίτη χώρα για την οποία ισχύει η παράγραφος 2 στοιχείο β)·

β) το άθροισμα των ονομαστικών ποσών όλων των εκκρεμών συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων του ομίλου στον οποίο ανήκει ο αντισυμβαλλόμενος, εκτός από τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που αποτελούν ενδοομιλικές συναλλαγές.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΕΝΔΟΟΜΙΛΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ



ΤΜΗΜΑ 1

Διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούν οι αντισυμβαλλόμενοι και οι αρμόδιες αρχές κατά την εφαρμογή εξαιρέσεων για τις ενδοομιλικές συμβάσεις παραγώγων

Άρθρο 32

Διαδικασίες για τους αντισυμβαλλόμενους και τις οικείες αρμόδιες αρχές

1.  Η αίτηση ή κοινοποίηση από μέρους ενός αντισυμβαλλόμενου προς την αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφοι 6 έως 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 θεωρείται ότι έχει παραληφθεί, όταν η αρμόδια αρχή λαμβάνει όλα τα ακόλουθα στοιχεία:

α) όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφοι 6, 7, 8, 9 ή 10, αντιστοίχως, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

β) τις πληροφορίες και τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 2 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 149/2013 ( 3 ).

2.  Όταν μια αρμόδια αρχή κρίνει ότι απαιτούνται περαιτέρω πληροφορίες προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον πληρούνται οι όροι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), υποβάλλει στον αντισυμβαλλόμενο γραπτό αίτημα παροχής πληροφοριών.

3.  Η απόφαση αρμόδιας αρχής δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ανακοινώνεται στον αντισυμβαλλόμενο εντός τριών μηνών από την παραλαβή όλων των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

4.  Όταν η αρμόδια αρχή λάβει θετική απόφαση δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφοι 6, 8, ή 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ανακοινώνει την εν λόγω θετική απόφαση εγγράφως στον αντισυμβαλλόμενο, προσδιορίζοντας τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α) αν η εξαίρεση είναι πλήρης ή μερική εξαίρεση·

β) στην περίπτωση μερικής εξαίρεσης, σαφής προσδιορισμός των περιορισμών της εξαίρεσης.

5.  Όταν η αρμόδια αρχή λάβει αρνητική απόφαση δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφοι 6, 8, ή 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ή ενίσταται σε κοινοποίηση δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφοι 7 ή 9 του εν λόγω κανονισμού, ανακοινώνει την εν λόγω αρνητική απόφαση ή ένταση εγγράφως στον αντισυμβαλλόμενο, προσδιορίζοντας τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α) τους όρους του άρθρου 11 παράγραφοι 6, 7, 8, 9 ή 10, αντιστοίχως, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 που δεν πληρούνται·

β) συνοπτική παρουσίαση των λόγων για τους οποίους θεωρείται ότι οι εν λόγω όροι δεν πληρούνται.

6.  Όταν μία από τις αρμόδιες αρχές στις οποίες πραγματοποιείται η κοινοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 θεωρεί ότι δεν πληρούνται οι όροι που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 7 εδάφιο πρώτο στοιχείο α) ή β) του εν λόγω κανονισμού, ενημερώνει σχετικώς την άλλη αρμόδια αρχή εντός δύο μηνών από την παραλαβή της κοινοποίησης.

7.  Οι αρμόδιες αρχές ειδοποιούν τους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλόμενους σχετικά με την ένσταση που αναφέρεται στην παράγραφο 5, εντός τριών μηνών από την παραλαβή της κοινοποίησης.

8.  Η απόφαση αρμόδιας αρχής δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ανακοινώνεται στον αντισυμβαλλόμενο που είναι εγκατεστημένος στην Ένωση εντός τριών μηνών από την παραλαβή όλων των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

9.  Η απόφαση της αρμόδιας αρχής ενός χρηματοοικονομικού αντισυμβαλλόμενου που αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 κοινοποιείται στην αρμόδια αρχή του μη χρηματοοικονομικού αντισυμβαλλόμενου εντός δύο μηνών από την παραλαβή όλων των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και στους αντισυμβαλλόμενους εντός τριών μηνών από την παραλαβή των πληροφοριών αυτών.

10.  Οι αντισυμβαλλόμενοι που έχουν υποβάλει κοινοποίηση ή έχουν λάβει θετική απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφοι 6, 7, 8, 9 ή 10, αντιστοίχως, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, κοινοποιούν αμέσως στην οικεία αρμόδια αρχή κάθε τυχόν μεταβολή που ενδέχεται να επηρεάσει την εκπλήρωση των όρων που ορίζονται στις εν λόγω παραγράφους, κατά περίπτωση. Η αρμόδια αρχή δύναται να προβάλει αντιρρήσεις στο αίτημα για την απαλλαγή ή να αποσύρει τη θετική απόφαση μετά από οιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την εκπλήρωση των εν λόγω όρων.

11.  Όταν κοινοποιείται από μια αρμόδια αρχή αρνητική απόφαση ή ένσταση, ο σχετικός αντισυμβαλλόμενος δύνανται να καταθέσει νέα αίτηση ή κοινοποίηση μόνο εάν έχει υπάρξει ουσιώδης μεταβολή στις συνθήκες που αποτέλεσαν τη βάση της εν λόγω απόφασης ή ένστασης της αρμόδιας αρχής.



ΤΜΗΜΑ 2

Κριτήρια για την εφαρμογή εξαιρέσεων για τις ενδοομιλικές συμβάσεις παραγώγων

Άρθρο 33

Εφαρμοστέα κριτήρια σχετικά με τα νομικά εμπόδια στην άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων και την εξόφληση υποχρεώσεων

Ένα νομικό εμπόδιο στην άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων μεταξύ των αντισυμβαλλόμενων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφοι 5 έως 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 θεωρείται ότι υπάρχει όταν υφίστανται πραγματικοί ή προβλεπόμενοι περιορισμοί νομικής φύσεως, συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε από τους ακόλουθους:

α) νομισματικοί και συναλλαγματικοί έλεγχοι·

β) κανονιστικό, διοικητικό, νομικό ή συμβατικό πλαίσιο που αποτρέπει την αμοιβαία χρηματοδοτική στήριξη ή επηρεάζει σημαντικά τη μεταβίβαση κεφαλαίων εντός του ομίλου·

γ) πληρούται οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις έγκαιρης παρέμβασης, ανάκαμψης και εξυγίανσης, όπως αναφέρονται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 4 ) και, κατά συνέπεια, η αρμόδια αρχή προβλέπει κώλυμα στην άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων·

δ) η ύπαρξη δικαιωμάτων μειοψηφίας που περιορίζουν την εξουσία λήψης αποφάσεων εντός των οντοτήτων που συνθέτουν τον όμιλο·

ε) η φύση της νομικής δομής του αντισυμβαλλόμενου, όπως ορίζεται στη συστατική πράξη, τα καταστατικά έγγραφα και τους εσωτερικούς κανονισμούς.

Άρθρο 34

Εφαρμοστέα κριτήρια σχετικά με τα πρακτικά εμπόδια στην άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων και την εξόφληση υποχρεώσεων

Ένα πρακτικό εμπόδιο στην άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων μεταξύ των αντισυμβαλλόμενων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφοι 5 έως 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 θεωρείται ότι υπάρχει όταν υφίστανται πραγματικοί ή περιορισμοί πρακτικής φύσεως, συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε από τους ακόλουθους:

α) ανεπαρκής διαθεσιμότητα μη δεσμευμένων ή ρευστών στοιχείων ενεργητικού προς τον σχετικό αντισυμβαλλόμενο εντός της ταχθείσας προθεσμίας·

β) εμπόδια επιχειρησιακής φύσεως που καθυστερούν ουσιωδώς ή αποτρέπουν την πραγματοποίηση τέτοιων μεταφορών ή εξοφλήσεων εντός της ταχθείσας προθεσμίας.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

METABATIΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 35

Μεταβατικές διατάξεις

Οι αντισυμβαλλομένους που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν τις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου που έχουν θεσπιστεί κατά την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του παρόντος κανονισμού για τις μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που έχουν συναφθεί μεταξύ της 16 Αυγούστου 2012 και τις σχετικές ημερομηνίες έναρξης εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 36

Εφαρμογή του άρθρου 9 παράγραφος 2, του άρθρου 11, των άρθρων 13 έως 18, του άρθρου 19 παράγραφος 1 στοιχεία γ), δ) και στ), του άρθρου 19 παράγραφος 3 και του άρθρου 20

1.  Το άρθρο 9 παράγραφος 2, το άρθρο 11, τα άρθρα 13 έως 18, το άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχεία γ), δ) και στ), το άρθρο 19 παράγραφος 3 και το άρθρο 20 εφαρμόζονται ως εξής:

α) ένα μήνα μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, όταν αμφότεροι οι αντισυμβαλλόμενοι έχουν, ή ανήκουν σε ομίλους έκαστος των οποίων έχει, συνολικό μέσο ονομαστικό ποσό μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων άνω των 3 000 δισεκατ. ευρώ·

β) από την 1η Σεπτεμβρίου 2017, όταν αμφότεροι οι αντισυμβαλλόμενοι έχουν, ή ανήκουν σε ομίλους που καθένας έχει, συνολικό μέσο ονομαστικό ποσό μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενων παραγώγων άνω των 2 250 δισεκατ. ευρώ·

γ) από την 1η Σεπτεμβρίου 2018, όταν αμφότεροι οι αντισυμβαλλόμενοι έχουν, ή ανήκουν σε ομίλους που καθένας έχει, συνολικό μέσο ονομαστικό ποσό μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενων παραγώγων άνω των 1 500 δισεκατ. ευρώ·

δ) από την 1η Σεπτεμβρίου 2019, όταν αμφότεροι οι αντισυμβαλλόμενοι έχουν, ή ανήκουν σε ομίλους που καθένας έχει, συνολικό μέσο ονομαστικό ποσό μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενων παραγώγων άνω των 750 δισεκατ. ευρώ·

ε) από την 1η Σεπτεμβρίου 2020, όταν αμφότεροι οι αντισυμβαλλόμενοι έχουν, ή ανήκουν σε ομίλους που καθένας έχει, συνολικό μέσο ονομαστικό ποσό μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενων παραγώγων κάτω των 8 δισεκατ. ευρώ.

2.  Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, το άρθρο 9 παράγραφος 2, το άρθρο 11, τα άρθρα 13 έως 18, το άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχεία γ), δ) και στ), το άρθρο 19 παράγραφος 3 και το άρθρο 20 εφαρμόζονται ως ακολούθως:

α) 3 έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, εάν δεν έχει εκδοθεί απόφαση περί ισοδυναμίας σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 για τους σκοπούς του άρθρου 11 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού όσον αφορά τη σχετική τρίτη χώρα·

β) τη μεταγενέστερη από τις ακόλουθες ημερομηνίες, εάν έχει εκδοθεί απόφαση περί ισοδυναμίας σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 για τους σκοπούς του άρθρου 11 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, όσον αφορά τη σχετική τρίτη χώρα:

i) τέσσερις μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της απόφασης που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 για τους σκοπούς του άρθρου 11 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, όσον αφορά τη σχετική τρίτη χώρα·

ii) εφαρμοστέα ημερομηνία που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1.

3.  Η παρέκκλιση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 εφαρμόζεται μόνον όταν οι αντισυμβαλλόμενοι σε μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενη σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) ο ένας αντισυμβαλλόμενος είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα και ο άλλος αντισυμβαλλόμενος είναι εγκατεστημένος στην Ένωση·

β) ο αντισυμβαλλόμενος που είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα είναι είτε χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος είτε μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος·

γ) ο αντισυμβαλλόμενος που είναι εγκατεστημένος στην Ένωση είναι ένα από τα ακόλουθα:

i) χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος, μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, χρηματοοικονομικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών που υπόκειται σε ενδεδειγμένες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και ο αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας που αναφέρεται στο στοιχείο α) είναι χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος·

ii) είτε χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος είτε μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος και ο αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας που αναφέρεται στο στοιχείο α) είναι μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος·

δ) αμφότεροι οι αντισυμβαλλόμενοι περιλαμβάνονται στην ίδια ενοποίηση σε πλήρη βάση, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

ε) αμφότεροι οι αντισυμβαλλόμενοι υπόκεινται σε διαδικασίες ενδεδειγμένης κεντρικής αξιολόγησης κινδύνων, μέτρησης και ελέγχου·

στ) πληρούνται οι απαιτήσεις του κεφαλαίου ΙΙΙ.

Άρθρο 37

Εφαρμογή του άρθρου 9 παράγραφος 1, του άρθρου 10 και του άρθρου 12

1.  Το άρθρο 9 παράγραφος 1, το άρθρο 10 και το άρθρο 12 εφαρμόζονται ως ακολούθως:

α) ένα μήνα μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού για αντισυμβαλλόμενους οι οποίοι αμφότεροι έχουν, ή ανήκουν σε ομίλους που καθένας εκ των οποίων έχει συνολικό μέσο ονομαστικό ποσό μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων άνω των 3 000 δισεκατ. ευρώ·

β) τη μεταγενέστερη από τις δύο ακόλουθες ημερομηνίες: την 1η Μαρτίου 2017 ή ένα μήνα μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού για τους λοιπούς αντισυμβαλλόμενους.

2.  Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 όσον αφορά τις προθεσμιακές συμβάσεις συναλλάγματος που αναφέρονται στο άρθρο 27 στοιχείο α), το άρθρο 9 παράγραφος 1, το άρθρο 10 και το άρθρο 12 τίθενται σε εφαρμογή την προγενέστερη εκ των ακόλουθων ημερομηνιών:

α) στις 31 Δεκεμβρίου 2018, όταν ο κανονισμός που αναφέρεται στο στοιχείο β) δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί·

β) την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού της Επιτροπής ( *1 ) για τον προσδιορισμό ορισμένων τεχνικών στοιχείων που σχετίζονται με τον ορισμό των χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά τις προθεσμιακές συμβάσεις συναλλάγματος που διακανονίζονται με φυσική παράδοση ή ημερομηνία που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, ανάλογα με το ποιά είναι μεταγενέστερη.

▼M1

3.  Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, το άρθρο 9 παράγραφος 1, το άρθρο 10 και το άρθρο 12 εφαρμόζονται ως ακολούθως:

α) 3 έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, εάν δεν έχει εκδοθεί απόφαση περί ισοδυναμίας σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 για τους σκοπούς του άρθρου 11 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού όσον αφορά τη σχετική τρίτη χώρα·

β) τη μεταγενέστερη από τις ακόλουθες ημερομηνίες, εάν έχει εκδοθεί απόφαση περί ισοδυναμίας σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 για τους σκοπούς του άρθρου 11 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, όσον αφορά τη σχετική τρίτη χώρα:

i) τέσσερις μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της απόφασης που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 για τους σκοπούς του άρθρου 11 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, όσον αφορά τη σχετική τρίτη χώρα·

ii) εφαρμοστέα ημερομηνία που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1.

4.  Η παρέκκλιση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 εφαρμόζεται μόνον όταν οι αντισυμβαλλόμενοι σε μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενη σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) ο ένας αντισυμβαλλόμενος είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα και ο άλλος αντισυμβαλλόμενος είναι εγκατεστημένος στην Ένωση·

β) ο αντισυμβαλλόμενος που είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα είναι είτε χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος είτε μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος·

γ) ο αντισυμβαλλόμενος που είναι εγκατεστημένος στην Ένωση είναι ένα από τα ακόλουθα:

i) χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος, μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, χρηματοοικονομικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών που υπόκειται σε ενδεδειγμένες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και ο αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας που αναφέρεται στο στοιχείο α) είναι χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος·

ii) είτε χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος είτε μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος και ο αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας που αναφέρεται στο στοιχείο α) είναι μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος·

δ) αμφότεροι οι αντισυμβαλλόμενοι περιλαμβάνονται στην ίδια ενοποίηση σε πλήρη βάση, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

ε) αμφότεροι οι αντισυμβαλλόμενοι υπόκεινται σε διαδικασίες ενδεδειγμένης κεντρικής αξιολόγησης κινδύνων, μέτρησης και ελέγχου·

στ) πληρούνται οι απαιτήσεις του κεφαλαίου ΙΙΙ.

▼B

Άρθρο 38

Ημερομηνίες εφαρμογής για συγκεκριμένες συμβάσεις

1.  Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 36 παράγραφος 1 και το άρθρο 37, όσον αφορά το σύνολο των μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που αποτελούν δικαιώματα προαίρεσης επί μεμονωμένων μετοχών ή δικαιώματα προαίρεσης επί δεικτών, τα που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 και στο άρθρο 37 τίθενται σε εφαρμογή 3 έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

2.  Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 36 παράγραφος 1 και 37, όταν αντισυμβαλλόμενος που είναι εγκατεστημένος στην Ένωση συνάπτει μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενη σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων με άλλον αντισυμβαλλόμενο που ανήκει στον ίδιο όμιλο, τα άρθρα που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 και στο άρθρο 37 εφαρμόζονται από τις ημερομηνίες που προσδιορίζονται σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα ή στις 4 Ιουλίου 2017, ανάλογα με το ποια ημερομηνία είναι μεταγενέστερη.

Άρθρο 39

Υπολογισμός του συνολικού μέσου ονομαστικού ποσού

1.  Για τους σκοπούς των άρθρων 36 και 37, το αναφερόμενο συνολικό μέσο ονομαστικό ποσό υπολογίζεται ως ο μέσος όρος του συνολικού ακαθάριστου ονομαστικού ποσού που πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) καταγράφεται κατά την τελευταία εργάσιμη ημέρα του Μαρτίου, του Απριλίου και του Μαΐου του 2016 σε σχέση με αντισυμβαλλόμενους που αναφέρονται σε καθένα από τα σημεία στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο α)·

β) καταγράφεται κατά την τελευταία εργάσιμη ημέρα του Μαρτίου, του Απριλίου και του Μαΐου του έτους που αναφέρεται σε καθένα από τα σημεία του άρθρου 36 παράγραφος 1·

γ) περιλαμβάνει όλες τις οντότητες του ομίλου·

δ) περιλαμβάνει όλες τις μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων του ομίλου·

ε) περιλαμβάνει όλες τις ενδοομιλικές μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων του ομίλου, όπου έκαστη εξ αυτών μετράται μόνο μία φορά.

2.  Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι ΟΣΕΚΑ που έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με την οδηγία 2009/65/ΕΚ και οι οργανισμοί εναλλακτικών επενδύσεων υπό τη διεύθυνση διαχειριστών οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια ή έχουν εγγραφεί σύμφωνα με την οδηγία 2011/61/ΕΕ θεωρούνται ξεχωριστές οντότητες και τυγχάνουν χωριστής μεταχείρισης, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) οι οργανισμοί εναλλακτικών επενδύσεων αποτελούν διακριτά διαχωρισμένες συγκεντρώσεις στοιχείων ενεργητικού για τους σκοπούς αφερεγγυότητας ή πτώχευσης του οργανισμού·

β) οι διαχωρισμένες συγκεντρώσεις στοιχείων ενεργητικού δεν είναι εξασφαλισμένες, εγγυημένες ή άλλως χρηματοδοτικά στηριζόμενες από άλλα επενδυτικά κεφάλαια ή διαχειριστές αυτών.

Άρθρο 40

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Αντιστοιχία πιθανότητας αθέτησης («PD») στις βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας, για τους σκοπούς των άρθρων 6 και 7

Μια εσωτερική διαβάθμιση με PD ίσο ή χαμηλότερο της τιμής του πίνακα 1 συνδέεται με την αντίστοιχη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας.



Πίνακας 1

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας

Πιθανότητα αθέτησης, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 54 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, χαμηλότερη ή ίση με:

1

0,10 %

2

0,25 %

3

1 %

4

7,5 %




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Μεθοδολογία για την προσαρμογή της αξίας της ασφάλειας για τους σκοπούς του άρθρου 21

1. Η αξία της ασφάλειας προσαρμόζεται ως ακολούθως:

Cvalue = C · (1 – HC – HFX)

όπου:

C

=

η αγοραία αξία της ασφάλειας·

HC

=

η περικοπή που αρμόζει στην ασφάλεια, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2·

HFX

=

η περικοπή που αρμόζει στην αναντιστοιχία νομισμάτων, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 6.

2. Οι αντισυμβαλλόμενοι εφαρμόζουν στην αγοραία αξία της ασφάλειας τουλάχιστον τις περικοπές που προβλέπονται στους ακόλουθους πίνακες 1 και 2:



Πίνακας 1

Περικοπές για μακροπρόθεσμες αξιολογήσεις πιστωτικής ποιότητας

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας με την οποία αντιστοιχίζεται η πιστοληπτική αξιολόγηση του χρεωστικού τίτλου

Εναπομένουσα διάρκεια

Περικοπές για χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από τις οντότητες του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχεία γ) έως ε) και η) έως ια), σε %

Περικοπές για χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από τις οντότητες του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχεία στ), ζ) και ιβ) έως ιδ), σε %

Περικοπές για θέσεις τιτλοποίησης που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο ιε), σε %

1

≤ 1 έτος

0,5

1

2

> 1 ≤ 5 έτη

2

4

8

> 5 έτη

4

8

16

2-3

≤ 1 έτος

1

2

4

> 1 ≤ 5 έτη

3

6

12

> 5 έτη

6

12

24

4 ή χαμηλότερη

≤ 1 έτος

15

ά.α.

ά.α.

> 1 ≤ 5 έτη

15

ά.α.

ά.α.

> 5 έτη

15

ά.α.

ά.α.



Πίνακας 2

Περικοπές για βραχυπρόθεσμες αξιολογήσεις πιστωτικής ποιότητας

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας με την οποία αντιστοιχίζεται η πιστοληπτική αξιολόγηση ενός βραχυπρόθεσμου χρεωστικού τίτλου

Περικοπές για χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από τις οντότητες του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και ι), σε %

Περικοπές για χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από τις οντότητες του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ), σε %

Περικοπές για θέσεις τιτλοποίησης που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο ιε), σε %

1

0,5

1

2

2-3 ή χαμηλότερη

1

2

4

1. Για τις μετοχές σε κύριους δείκτες, τις ομολογίες που είναι μετατρέψιμες σε μετοχές σε κύριους δείκτες και τον χρυσό θα εφαρμόζεται περικοπή 15 %.

2. Για τα επιλέξιμα μερίδια ΟΣΕΚΑ, η περικοπή αντιστοιχεί στον σταθμισμένο μέσο όρο των περικοπών που θα ίσχυαν για τα στοιχεία ενεργητικού στα οποία έχει επενδυθεί το κεφάλαιο.

3. Το περιθώριο διαφορών αποτίμησης σε μετρητά υπόκειται σε περικοπή 0 %.

4. Για τους σκοπούς της ανταλλαγής περιθωρίων διαφορών αποτίμησης, ισχύει περικοπή 8 % για όλες τις μη χρηματικές ασφάλειες που παρέχονται σε νόμισμα διαφορετικό από το συμφωνηθέν στην εκάστοτε μεμονωμένη σύμβαση παραγώγων, τη σχετική σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού ή το σχετικό παράρτημα πιστωτικής στήριξης.

5. Για τους σκοπούς της ανταλλαγής αρχικών περιθωρίων ασφάλειας, ισχύει συντελεστής αποκοπής 8 % για όλες τις ασφάλειες που συνίστανται σε μετρητά καθώς και όλες εκείνες που δεν συνίστανται σε μετρητά, οι οποίες παρέχονται σε νόμισμα διαφορετικό από εκείνο στο οποίο θα πρέπει να πραγματοποιηθούν οι πληρωμές σε περίπτωση πρόωρης καταγγελίας ή αθέτησης, σύμφωνα με την εκάστοτε μεμονωμένη σύμβαση παραγώγων, τη σχετική σύμβαση ανταλλαγής ασφαλειών ή το σχετικό παράρτημα που αφορά την πιστωτική στήριξη («νόμισμα καταγγελίας»). Έκαστος εκ των αντισυμβαλλομένων δύναται να επιλέξει διαφορετικό νόμισμα καταγγελίας. Όταν η συμφωνία δεν προσδιορίζει νόμισμα καταγγελίας, η περικοπή εφαρμόζεται στην αγοραία αξία του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού που παρέχονται ως ασφάλεια.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

Εσωτερικές εκτιμήσεις μεταβλητότητας των περικοπών που πρέπει να εφαρμόζονται στην αγοραία αξία των ασφαλειών για τους σκοπούς του άρθρου 22

1. Ο υπολογισμός της προσαρμοσμένης αξίας της ασφάλειας οφείλει να πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) οι αντισυμβαλλόμενοι βασίζουν τον υπολογισμό σε μονοκατάληκτο διάστημα εμπιστοσύνης 99 %·

β) οι αντισυμβαλλόμενοι βασίζουν τον υπολογισμό σε περίοδο εκκαθάρισης τουλάχιστον 10 εργάσιμων ημερών.

γ) οι αντισυμβαλλόμενοι υπολογίζουν τις περικοπές με την κλιμάκωση των περικοπών της καθημερινής αναπροσαρμογής αξίας, χρησιμοποιώντας τον ακόλουθο τύπο τετραγωνικής ρίζας του χρόνου:

image

όπου:

H

=

η εφαρμοστέα περικοπή·

HM

=

η περικοπή όπου υπάρχει καθημερινή αναπροσαρμογή αξίας·

NR

=

ο πραγματικός αριθμός εργάσιμων ημερών μεταξύ αναπροσαρμογών αξίας·

TM

=

η περίοδος ρευστοποίησης για το σχετικό είδος συναλλαγής.

δ) οι αντισυμβαλλόμενοι λαμβάνουν υπόψη τη χαμηλότερη ρευστότητα των στοιχείων ενεργητικού χαμηλής ποιότητας. Αναπροσαρμόζουν την περίοδο ρευστοποίησης προς τα πάνω εάν υπάρχουν αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα ρευστοποίησης της ασφάλειας. Εντοπίζουν επίσης τις περιπτώσεις στις οποίες τα ιστορικά δεδομένα ενδέχεται να υποεκτιμούν τη δυνητική μεταβλητότητα. Ο χειρισμός των περιπτώσεων αυτών πραγματοποιείται μέσω σεναρίων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων·

ε) Η ιστορική περίοδος παρατήρησης που χρησιμοποιούν τα ιδρύματα για τον υπολογισμό των περικοπών είναι τουλάχιστον ένα έτος. Για τους αντισυμβαλλόμενους που εφαρμόζουν κλίμακα σταθμίσεων ή άλλη μέθοδο στην ιστορική περίοδο παρατήρησης, η διάρκεια της πραγματικής περιόδου παρατήρησης είναι τουλάχιστον ένα έτος.

στ) η αγοραία αξία της ασφάλειας προσαρμόζεται ως ακολούθως:

Cvalue = C · (1 – H)

όπου:

C

=

η αγοραία αξία της ασφάλειας·

H

=

η περικοπή, όπως υπολογίζεται στο σημείο (γ) ανωτέρω.

2. Το περιθώριο διαφορών αποτίμησης σε μετρητά ενδέχεται να υπόκειται σε περικοπή 0 %.

3. Για τους χρεωστικούς τίτλους που έχουν λάβει πιστοληπτική αξιολόγηση από εξωτερικό ΕΟΠΑ, οι αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να χρησιμοποιούν τη δική τους εκτίμηση μεταβλητότητας για κάθε κατηγορία τίτλων.

4. Κατά τον προσδιορισμό των κατάλληλων κατηγοριών τίτλων για τους σκοπούς της παραγράφου 3, οι αντισυμβαλλόμενοι λαμβάνουν υπόψη το είδος του εκδότη, την εξωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση, την εναπομένουσα ληκτότητα και τον τροποποιημένο μέσο σταθμικό δείκτη διάρκειας (modified duration) των τίτλων. Οι εκτιμήσεις μεταβλητότητας είναι αντιπροσωπευτικές των τίτλων που περιλαμβάνονται στην κατηγορία.

5. Ο υπολογισμός των περικοπών που προκύπτουν από την εφαρμογή της παραγράφου 1 σημείο γ) πρέπει να πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) ο αντισυμβαλλόμενος χρησιμοποιεί τις εκτιμήσεις μεταβλητότητας στη διαδικασία καθημερινής διαχείρισης κινδύνου, μεταξύ άλλων και σε σχέση με τα όρια των ανοιγμάτων του·

β) όταν η περίοδος ρευστοποίησης που χρησιμοποιεί ο αντισυμβαλλόμενος είναι μεγαλύτερη από εκείνη που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 για το προκείμενο είδος συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, ο αντισυμβαλλόμενος αυτός αυξάνει τις περικοπές σύμφωνα με τον τύπο της τετραγωνικής ρίζας του χρόνου που αναφέρεται στο σημείο γ) της παραγράφου αυτής.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙV

Τυποποιημένη μέθοδος για τον υπολογισμό του αρχικού περιθωρίου ασφαλείας για τους σκοπούς των άρθρων 9 και 11

1. Τα ονομαστικά ποσά ή οι υποκείμενες αξίες, κατά περίπτωση, των συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων σε συμψηφιστικό σύνολο, πολλαπλασιάζονται επί τα ποσοστά στον ακόλουθο πίνακα 1:



Πίνακας 1

Κατηγορία

Συντελεστής προσαύξησης

Πίστωση: Εναπομένουσα ληκτότητα 0-2 έτη

2 %

Πίστωση: Εναπομένουσα ληκτότητα 2-5 έτη

5 %

Πίστωση: εναπομένουσα ληκτότητα 5 έτη και άνω

10 %

Εμπορεύματα

15 %

Μετοχές

15 %

Συνάλλαγμα

6 %

Επιτόκια και πληθωρισμός: Εναπομένουσα ληκτότητα 0-2 έτη

1 %

Επιτόκια και πληθωρισμός: Εναπομένουσα ληκτότητα 2-5 έτη

2 %

Επιτόκια και πληθωρισμός: Εναπομένουσα ληκτότητα 5 έτη και άνω

4 %

Άλλο

15 %

2. Το μεικτό αρχικό περιθώριο ασφαλείας ενός συμψηφιστικού συνόλου υπολογίζεται ως το άθροισμα των προϊόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 για όλες τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων του συμψηφιστικού συνόλου.

3. Η ακόλουθη μεταχείριση εφαρμόζεται για τις συμβάσεις που εμπίπτουν σε περισσότερες από μία κατηγορίες:

α) όταν είναι δυνατός ο σαφής καθορισμός ενός συναφούς συντελεστή κινδύνου για μια σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, οι συμβάσεις αντιστοιχίζονται με την κατηγορία που αναλογεί σε αυτόν τον συντελεστή κινδύνου·

β) όταν δεν πληρούται η συνθήκη που αναφέρεται στο στοιχείο α) ανωτέρω, οι συμβάσεις αντιστοιχίζονται με εκείνη από τις συναφείς κατηγορίες που έχει τον υψηλότερο συντελεστή προσαύξησης·

γ) οι απαιτήσεις αρχικού περιθωρίου για ένα συμψηφιστικό σύνολο υπολογίζονται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Καθαρό αρχικό περιθώριο = 0,4 * μεικτό αρχικό περιθώριο + 0,6 * NGR * μεικτό αρχικό περιθώριο.

όπου:

i) το «καθαρό αρχικό περιθώριο» αφορά το μειωμένο ποσό για τις απαιτήσεις αρχικού περιθωρίου ασφαλείας για όλες τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων με έναν συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο που περιλαμβάνονται σε ένα συμψηφιστικό σύνολο·

ii) το «NGR» (net-to-gross) αφορά τον λόγο καθαρού προς μεικτό κόστος που υπολογίζεται ως το πηλίκο του καθαρού κόστους αντικατάστασης ενός συμψηφιστικού συνόλου με έναν συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο στον αριθμητή δια του μεικτού κόστους αντικατάστασης του εν λόγω συμψηφιστικού συνόλου στον παρονομαστή·

δ) για τους σκοπούς του στοιχείου γ), το καθαρό κόστος αντικατάστασης ενός συμψηφιστικού συνόλου είναι το μεγαλύτερο από τα ακόλουθα δύο ποσά: μηδέν και το άθροισμα των τρεχουσών αγοραίων αξιών όλων των συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων του συμψηφιστικού συνόλου·

ε) για τους σκοπούς του στοιχείου γ), το μεικτό κόστος αντικατάστασης ενός συμψηφιστικού συνόλου είναι το άθροισμα της τρέχουσας αγοραίας αξίας του συνόλου των συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και τα άρθρα 16 και 17 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 149/2013, με θετικές τιμές στο συμψηφιστικό σύνολο·

στ) το ονομαστικό ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να υπολογίζεται με τον συμψηφισμό των ονομαστικών ποσών των συμβάσεων που έχουν αντίθετο πρόσημο και είναι κατά τα λοιπά όμοιες, σε όλα τα συμβατικά χαρακτηριστικά τους, εκτός από τα ονομαστικά ποσά τους.



( 1 ) Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

( 2 ) Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2011 σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

( 3 ) Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 149/2013 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2012, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις ρυθμίσεις έμμεσης εκκαθάρισης, την υποχρέωση εκκαθάρισης, το δημόσιο μητρώο, την πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης, τους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους, τις τεχνικές μετριασμού του κινδύνου για συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο (ΕΕ L 52 της 23.2.2013, σ. 11)

( 4 ) Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

( *1 ) C(2016) 2398 final.