02016R1011 — EL — 09.01.2024 — 004.001


Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex. Αυτά τα επίσημα κείμενα είναι άμεσα προσβάσιμα μέσω των συνδέσμων που περιέχονται στο παρόν έγγραφο

►B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2016/1011 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 8ης Ιουνίου 2016

σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(ΕΕ L 171 της 29.6.2016, σ. 1)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  αριθ.

σελίδα

ημερομηνία

►M1

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/2089 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ  της 27ης Νοεμβρίου 2019

  L 317

17

9.12.2019

►M2

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (EE) 2019/2175 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ  της 18ης Δεκεμβρίου 2019

  L 334

1

27.12.2019

►M3

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2021/168 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ  της 10ης Φεβρουαρίου 2021

  L 49

6

12.2.2021

►M4

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2023/2869 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ  της 13ης Δεκεμβρίου 2023

  L 

1

20.12.2023


Διορθώνεται από:

►C1

Διορθωτικό, ΕΕ L 137, 24.5.2017, σ.  41 (2016/1011)




▼B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2016/1011 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 8ης Ιουνίου 2016

σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)



ΤΙΤΛΟΣ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κοινό πλαίσιο για την εξασφάλιση της ακρίβειας και ακεραιότητας των δεικτών που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων στην Ένωση. Ο παρών κανονισμός συμβάλλει με αυτόν τον τρόπο στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, επιτυγχάνοντας παράλληλα υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και των επενδυτών.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.  
Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στην παροχή δεικτών αναφοράς, στη συνεισφορά δεδομένων εισόδου για δείκτες αναφοράς και στη χρήση των δεικτών αναφοράς εντός της Ένωσης.
2.  

Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται:

α) 

σε κεντρικές τράπεζες·

β) 

σε δημόσιες αρχές, όταν αυτές συνεισφέρουν με δεδομένα σε δείκτες αναφοράς, παρέχουν δείκτες αναφοράς ή ελέγχουν την παροχή δεικτών αναφοράς για σκοπούς δημόσιας πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων μέτρων στους τομείς της απασχόλησης, της οικονομικής δραστηριότητας και του πληθωρισμού·

γ) 

σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους (CCP), όταν παρέχουν τιμές αναφοράς ή διακανονισμού που χρησιμοποιούνται για σκοπούς διαχείρισης κινδύνου και διακανονισμού σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους·

δ) 

στην παροχή των ενιαίων τιμών αναφοράς χρηματοπιστωτικών μέσων όπως παρατίθενται στο παράρτημα I τμήμα Γ της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

ε) 

στον Τύπο, στα άλλα μέσα και στους δημοσιογράφους όταν απλώς δημοσιεύουν ή αναφέρονται σε δείκτη αναφοράς στο πλαίσιο των δημοσιογραφικών δραστηριοτήτων τους χωρίς να ελέγχουν την παροχή του εν λόγω δείκτη αναφοράς·

στ) 

σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που χορηγούν ή υπόσχονται να χορηγήσουν πίστωση στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής τους δραστηριότητας, μόνον εφόσον το συγκεκριμένο πρόσωπο δημοσιεύει ή διαθέτει στο κοινό δικά του κυμαινόμενα ή σταθερά επιτόκια δανεισμού που καθορίζονται με διεθνείς αποφάσεις και εφαρμόζονται μόνο σε χρηματοπιστωτικές συμβάσεις που συνάπτονται από το πρόσωπο αυτό ή εταιρεία του ίδιου ομίλου με τους αντίστοιχους πελάτες τους·

ζ) 

σε δείκτες αναφοράς βασικών προϊόντων βασιζόμενους σε δεδομένα που υποβάλλουν συνεισφέροντες οι οποίοι στην πλειονότητά τους είναι μη εποπτευόμενες οντότητες και για τους οποίους ισχύουν αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i) 

ο δείκτης αναφοράς αναφέρεται σε χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία έχει γίνει αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση σε έναν μόνο τόπο διαπραγμάτευσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή των οποίων η διαπραγμάτευση γίνεται σε έναν μόνο τέτοιο τόπο διαπραγμάτευσης·

ii) 

η συνολική ονομαστική αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων στα οποία αναφέρεται ο δείκτης αναφοράς δεν υπερβαίνει τα 100 εκατ. EUR·

η) 

σε πάροχο δείκτη σε ό,τι αφορά δείκτη που παρέχει ο ίδιος όταν ο εν λόγω πάροχος δείκτη δεν γνωρίζει ή δεν θα ήταν σε θέση ευλόγως να γνωρίζει ότι ο συγκεκριμένος δείκτης χρησιμοποιείται για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 3·

▼M3

θ) 

σε δείκτη αναφοράς τρεχουσών συναλλαγματικών ισοτιμιών που ορίζεται από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 18α παράγραφος 1.

▼B

Άρθρο 3

Ορισμοί

1.  

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1) 

«δείκτης»: οποιοδήποτε αριθμητικό δεδομένο:

α) 

δημοσιεύεται ή διατίθεται στο κοινό·

β) 

προσδιορίζεται τακτικά:

i) 

εξολοκλήρου ή εν μέρει, με την εφαρμογή ενός τύπου ή με οποιαδήποτε άλλη μέθοδο υπολογισμού ή μέσω αξιολόγησης· και

ii) 

με βάση την αξία ενός ή περισσότερων υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων ή τις τιμές, συμπεριλαμβανομένων των εκτιμώμενων τιμών, τα πραγματικά ή εκτιμώμενα επιτόκια, προσφορές και δεσμευτικές προσφορές, ή άλλες αξίες ή έρευνες·

2) 

«πάροχος δείκτη»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει την παροχή ενός δείκτη·

3) 

«δείκτης αναφοράς»: οποιοσδήποτε δείκτης σε σχέση με τον οποίο καθορίζεται το καταβλητέο ποσό βάσει ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή μιας χρηματοπιστωτικής σύμβασης ή η αξία ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, ή ένας δείκτης που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της απόδοσης ενός επενδυτικού κεφαλαίου με σκοπό την παρακολούθηση της απόδοσης ενός τέτοιου δείκτη ή τον καθορισμό της κατανομής των στοιχείων ενεργητικού ενός χαρτοφυλακίου ή τον υπολογισμό των προμηθειών επί των αποτελεσμάτων·

4) 

«οικογένεια δεικτών αναφοράς»: ομάδα δεικτών αναφοράς που παρέχει ο ίδιος διαχειριστής και καθορίζεται βάσει δεδομένων εισόδου παρόμοιου χαρακτήρα, η οποία προσφέρει συγκεκριμένες μετρήσεις της ίδιας ή παρεμφερούς αγοράς ή οικονομικής πραγματικότητας·

5) 

«παροχή δείκτη αναφοράς»:

α) 

διαχείριση των ρυθμίσεων για τον καθορισμό ενός δείκτη αναφοράς·

β) 

συλλογή, ανάλυση ή επεξεργασία δεδομένων εισόδου με στόχο τον προσδιορισμό ενός δείκτη αναφοράς· και

γ) 

προσδιορισμός ενός δείκτη αναφοράς μέσω της εφαρμογής ενός τύπου ή άλλης μεθόδου υπολογισμού ή μέσω της αξιολόγησης των δεδομένων εισόδου που παρέχονται για τον σκοπό αυτόν·

6) 

«διαχειριστής»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει την παροχή ενός δείκτη αναφοράς·

7) 

«χρήση δείκτη αναφοράς»:

α) 

έκδοση χρηματοπιστωτικού μέσου το οποίο αναφέρεται σε έναν δείκτη ή συνδυασμό δεικτών·

β) 

προσδιορισμός του καταβλητέου ποσού στο πλαίσιο χρηματοπιστωτικού μέσου ή χρηματοπιστωτικής σύμβασης στη βάση ενός δείκτη ή συνδυασμού δεικτών·

γ) 

συμμετοχή ως συμβαλλόμενο μέρος σε χρηματοπιστωτική σύμβαση που αναφέρεται σε έναν δείκτη ή συνδυασμό δεικτών·

δ) 

παροχή επιτοκίου δανεισμού όπως ορίζεται στο άρθρο 3 στοιχείο ι) της οδηγίας 2008/48/ΕΚ, υπολογιζόμενου ως διαφοράς ή περιθωρίου με βάση δείκτη ή συνδυασμό δεικτών και χρησιμοποιούμενου αποκλειστικά ως αναφοράς σε χρηματοπιστωτική σύμβαση στην οποία ο πιστωτής είναι συμβαλλόμενο μέρος·

ε) 

μέτρηση της απόδοσης ενός επενδυτικού κεφαλαίου μέσω ενός δείκτη ή συνδυασμού δεικτών με σκοπό την παρακολούθηση της απόδοσης του εν λόγω δείκτη ή συνδυασμού δεικτών ή τον καθορισμό της κατανομής των στοιχείων ενεργητικού ενός χαρτοφυλακίου ή τον υπολογισμό των προμηθειών επί των αποτελεσμάτων·

8) 

«συνεισφορά δεδομένων εισόδου»: η παροχή δεδομένων εισόδου που δεν είναι άμεσα διαθέσιμα σε διαχειριστή, ή σε άλλο πρόσωπο προκειμένου να τα διαβιβάσει στον διαχειριστή, τα οποία απαιτούνται για τον καθορισμό δείκτη αναφοράς και παρέχονται για αυτόν ακριβώς τον σκοπό·

9) 

«συνεισφέρων»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει δεδομένα εισόδου·

10) 

«εποπτευόμενος συνεισφέρων»: εποπτευόμενη οντότητα η οποία παρέχει δεδομένα εισόδου σε διαχειριστή που βρίσκεται στην Ένωση·

11) 

«υποβάλλων»: φυσικό πρόσωπο που απασχολείται από τον συνεισφέροντα για τον σκοπό της παροχής δεδομένων εισόδου·

12) 

«εκτιμητής»: υπάλληλος του διαχειριστή δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος ή άλλο φυσικό πρόσωπο οι υπηρεσίες του οποίου έχουν τεθεί στη διάθεση του διαχειριστή ή υπό τον έλεγχό του, που έχει την ευθύνη για την εφαρμογή μιας μεθοδολογίας ή αξιολόγησης δεδομένων εισόδου και άλλων πληροφοριών προκειμένου να καταλήξει σε μια τελική εκτίμηση όσον αφορά την τιμή ενός συγκεκριμένου βασικού προϊόντος·

13) 

«κρίση του εμπειρογνώμονα»: η άσκηση διακριτικής ευχέρειας από διαχειριστή ή συνεισφέροντα σε σχέση με τη χρήση δεδομένων για τον καθορισμό ενός δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένης της παρεκβολής τιμών για παράγοντες που μπορεί να επηρεάζουν την ποιότητα των δεδομένων όπως συμβάντα της αγοράς ή υποβάθμιση της πιστωτικής ποιότητας ενός αγοραστή ή πωλητή, και στάθμιση δεσμευτικών τιμών ή προσφορών μεγαλύτερων από μια συγκεκριμένη εκτελεσθείσα συναλλαγή·

14) 

«δεδομένα εισόδου»: τα δεδομένα για την αξία ενός ή περισσότερων υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων ή οι τιμές, συμπεριλαμβανομένων των εκτιμώμενων τιμών, οι προσφορές, οι δεσμευτικές προσφορές ή άλλες αξίες που χρησιμοποιούνται από διαχειριστή για τον καθορισμό ενός δείκτη αναφοράς·

15) 

«δεδομένα συναλλαγών»: παρατηρήσιμες τιμές, συντελεστές, δείκτες ή τιμές που αντιστοιχούν σε συναλλαγές μεταξύ ανεξάρτητων αντισυμβαλλομένων σε ενεργό αγορά που επηρεάζονται από ανταγωνιστικές δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης·

16) 

«χρηματοπιστωτικό μέσο»: οποιοδήποτε από τα μέσα που παρατίθενται στο παράρτημα I τμήμα Γ της οδηγίας 2014/65/ΕΕ για τα οποία έχει υποβληθεί αίτημα εισαγωγής προς διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή μέσω συστηματικού εσωτερικοποιητή όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20 της εν λόγω οδηγίας·

17) 

«εποπτευόμενη οντότητα»: πρόκειται για οποιαδήποτε από τις ακόλουθες οντότητες:

α) 

πιστωτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 1

β) 

επιχειρήσεις επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

γ) 

ασφαλιστικές επιχειρήσεις, όπως ορίζονται στο άρθρο 13 σημείο 1) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 2

δ) 

αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, όπως ορίζονται στο άρθρο 13 σημείο 4) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

ε) 

ΟΣΕΚΑ, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ ή, κατά περίπτωση, εταιρείες διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της εν λόγω οδηγίας·

στ) 

διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (ΔΟΕΕ), όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 3

ζ) 

ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, όπως ορίζονται στο άρθρο 6 στοιχείο α) της οδηγίας 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 4

η) 

πιστωτές, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 στοιχείο β) της οδηγίας 2008/48/ΕΚ για τους σκοπούς των συμβάσεων πίστωσης όπως ορίζονται στο άρθρο 3 στοιχείο γ) της εν λόγω οδηγίας·

θ) 

μη πιστωτικά ιδρύματα, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 10) της οδηγίας 2014/17/ΕΕ για τους σκοπούς των συμβάσεων πίστωσης όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 3) της εν λόγω οδηγίας·

ι) 

διαχειριστές αγοράς, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

ια) 

CCP, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 5

ιβ) 

αρχεία καταγραφής συναλλαγών, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

ιγ) 

διαχειριστές·

18) 

ως «χρηματοπιστωτική σύμβαση» νοείται:

α) 

οποιαδήποτε σύμβαση πίστωσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 στοιχείο γ) της οδηγίας 2008/48/ΕΚ·

β) 

οποιαδήποτε σύμβαση πίστωσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 σημείο 3) της οδηγίας 2014/17/ΕΕ·

19) 

«επενδυτικό κεφάλαιο»: ΟΕΕ όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ ή ΟΣΕΚΑ όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ·

20) 

«διοικητικό όργανο»: το όργανο ή τα όργανα ενός διαχειριστή ή άλλης εποπτευόμενης οντότητας, διορισμένα σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, που έχουν την εξουσία να καθορίζουν τη στρατηγική, τους στόχους και τη συνολική κατεύθυνση του διαχειριστή ή άλλης εποπτευόμενης οντότητας και οι οποίοι επιβλέπουν και παρακολουθούν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων αναφορικά με τη διοίκησή της, και περιλαμβάνουν πρόσωπα που διευθύνουν πραγματικά τις δραστηριότητες του διαχειριστή ή άλλης εποπτευόμενης οντότητας·

21) 

«καταναλωτής»: φυσικό πρόσωπο το οποίο, στις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις που καλύπτει ο παρών κανονισμός, επιδιώκει σκοπούς άσχετους με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητά του·

22) 

«δείκτης αναφοράς επιτοκίου»: δείκτης αναφοράς ο οποίος για τους σκοπούς του σημείου 1 στοιχείο β) σημείο ii) της παρούσας παραγράφου προσδιορίζεται με βάση το επιτόκιο με το οποίο οι τράπεζες μπορεί να δανείσουν ή να δανειστούν από άλλες τράπεζες ή εξωτραπεζικούς παράγοντες στη χρηματαγορά·

▼M3

22α) 

«δείκτης αναφοράς τρεχουσών συναλλαγματικών ισοτιμιών»: δείκτης αναφοράς ο οποίος αποτυπώνει την τιμή, που εκφράζεται σε συγκεκριμένο νόμισμα, ενός άλλου νομίσματος ή ενός καλαθιού άλλων νομισμάτων, για παράδοση κατά τη συντομότερη δυνατή ημερομηνία αξίας·

▼B

23) 

«δείκτης αναφοράς βασικού προϊόντος»: δείκτης αναφοράς του οποίου το υποκείμενο περιουσιακό στοιχείο, για τους σκοπούς του σημείου 1 στοιχείο β) σημείο ii) της παρούσας παραγράφου, είναι βασικό προϊόν κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής ( 6 ), εξαιρουμένων των δικαιωμάτων εκπομπών όπως αναφέρονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημείο 11 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

▼M1

23α) 

«ενωσιακός δείκτης αναφοράς για την κλιματική μετάβαση»: δείκτης αναφοράς που επισημαίνεται ως ενωσιακός δείκτης αναφοράς για την κλιματική μετάβαση, και ικανοποιεί τις εξής απαιτήσεις:

α) 

για τους σκοπούς του σημείου 1) στοιχείο β) σημείο ii) της παρούσας παραγράφου, τα υποκείμενα στοιχεία του ενεργητικού του επιλέγονται, σταθμίζονται ή εξαιρούνται κατά τρόπο ώστε το προκύπτον χαρτοφυλάκιο αναφοράς να βρίσκεται σε τροχιά απαλλαγής από ανθρακούχες εκπομπές, και

β) 

είναι διαρθρωμένος σύμφωνα με τα ελάχιστα πρότυπα που ορίζονται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις του άρθρου 19α παράγραφος 2·

23β) 

«ευθυγραμμισμένος με τη συμφωνία του Παρισιού ενωσιακός δείκτης αναφοράς»: δείκτης αναφοράς που επισημαίνεται ως ευθυγραμμισμένος με τη συμφωνία του Παρισιού ενωσιακός δείκτης αναφοράς και ικανοποιεί τις εξής απαιτήσεις:

α) 

για τους σκοπούς του σημείου 1) στοιχείο β) σημείο ii) της παρούσας παραγράφου και των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων του άρθρου 19γ τα υποκείμενα στοιχεία του ενεργητικού του επιλέγονται, σταθμίζονται ή εξαιρούνται κατά τρόπο ώστε οι ανθρακούχες εκπομπές του χαρτοφυλακίου αναφοράς να ευθυγραμμίζονται με τους στόχους της συμφωνίας του Παρισιού που εγκρίθηκε στο πλαίσιο της σύμβασης-πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή («η συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα») που εγκρίθηκε από την Ένωση στις 5 Οκτωβρίου 2016 ( 7 ),

β) 

είναι διαρθρωμένος σύμφωνα με τα ελάχιστα πρότυπα που ορίζονται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις του άρθρου 19α παράγραφος 2, και

γ) 

οι δραστηριότητες σχετικά με τα υποκείμενα στοιχεία ενεργητικού του δεν θίγουν σημαντικά άλλους περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και σχετικούς με τη διακυβέρνηση (ΠΚΔ) στόχους·

23γ) 

«τροχιά απαλλαγής από ανθρακούχες εκπομπές»: μετρήσιμη, επιστημονικά τεκμηριωμένη και χρονικά προσδιορισμένη τροχιά με στόχο την ευθυγράμμιση με τους στόχους της συμφωνίας του Παρισιού μέσω μείωσης των ανθρακούχων εκπομπών των πεδίων εφαρμογής 1, 2 και 3, κατά το παράρτημα III σημείο 1) στοιχείο ε)·

▼B

24) 

«δείκτης αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων»: δείκτης αναφοράς προσδιοριζόμενος με την εφαρμογή ενός τύπου από:

▼M2

α) 

δεδομένα εισόδου που αποτελούν εξ ολοκλήρου αντικείμενο συνεισφοράς από:

▼M3

i) 

τόπο διαπραγμάτευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή τόπο διαπραγμάτευσης τρίτης χώρας για την οποία η Επιτροπή έχει εκδώσει εκτελεστική απόφαση σύμφωνα με την οποία το νομικό και εποπτικό πλαίσιο της εν λόγω χώρας θεωρείται ότι έχει ισοδύναμο αποτέλεσμα υπό την έννοια του άρθρου 28 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 8 ) ή το άρθρο 25 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ή η εν λόγω τρίτη χώρα διαθέτει ρυθμιζόμενη αγορά που θεωρείται ως ισοδύναμη δυνάμει του άρθρου 2α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, αλλά σε κάθε περίπτωση μόνο σε σχέση με δεδομένα συναλλαγών που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα·

▼B

ii) 

εγκεκριμένο μηχανισμό δημοσίευσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 52 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή πάροχο ενοποιημένου δελτίου συναλλαγών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 53 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, σύμφωνα με τις υποχρεωτικές απαιτήσεις διαφάνειας για τα μετασυναλλακτικά δεδομένα, αλλά μόνο σε σχέση με δεδομένα συναλλαγών που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα υποκείμενα σε διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης·

iii) 

εγκεκριμένο μηχανισμό γνωστοποίησης συναλλαγών, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 54 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, αλλά μόνο σε σχέση με δεδομένα συναλλαγών που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα υποκείμενα σε διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης, τα οποία πρέπει να γνωστοποιούνται σύμφωνα με τις υποχρεωτικές απαιτήσεις μετασυναλλακτικής διαφάνειας·

iv) 

χρηματιστήριο ηλεκτρικής ενέργειας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 37 παράγραφος 1 στοιχείο ι) της οδηγίας 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 9

v) 

χρηματιστήριο φυσικού αερίου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 41 παράγραφος 1 στοιχείο ι) της οδηγίας 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 10

vi) 

χώρο πλειστηριασμών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 26 ή στο άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1031/2010 της Επιτροπής ( 11

▼M2

vii) 

πάροχο υπηρεσιών στον οποίο ο διαχειριστής δεικτών αναφοράς έχει αναθέσει τη συλλογή των δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 10, με εξαίρεση το άρθρο 10 παράγραφος 3 στοιχείο στ), εφόσον ο εν λόγω πάροχος υπηρεσιών λαμβάνει τα δεδομένα καθ’ ολοκληρία από οντότητα που καλύπτεται από τα σημεία i) έως vi) του παρόντος σημείου·

▼B

β) 

καθαρές αξίες ενεργητικού επενδυτικών κεφαλαίων·

25) 

«δείκτης αναφοράς κρίσιμης σημασίας»: δείκτης αναφοράς άλλος από τον δείκτη αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων που πληροί οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 και ο οποίος βρίσκεται στον κατάλογο που καταρτίζεται από την Επιτροπή δυνάμει του εν λόγω άρθρου·

26) 

«σημαντικός δείκτης αναφοράς»: δείκτης αναφοράς που πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 24 παράγραφος 1·

27) 

«μη σημαντικός δείκτης αναφοράς»: δείκτης αναφοράς που δεν πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 και στο άρθρο 24 παράγραφος 1·

28) 

«βρίσκεται»: όταν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, η χώρα όπου βρίσκεται η καταστατική έδρα ή άλλη επίσημη διεύθυνση του εν λόγω προσώπου και, όταν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, η χώρα όπου το εν λόγω πρόσωπο έχει τη φορολογική του κατοικία·

29) 

«δημόσια αρχή»:

α) 

οποιοσδήποτε κρατικός ή άλλος φορέας δημόσιας διοίκησης, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση του δημόσιου χρέους ή συμμετέχουν σε αυτήν·

β) 

κάθε οντότητα ή πρόσωπο που είτε ασκεί καθήκοντα δημόσιας διοίκησης βάσει του εθνικού δικαίου είτε αναλαμβάνει δημόσιες ευθύνες ή δημόσια καθήκοντα ή παρέχει δημόσιες υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων μέτρων στους τομείς της απασχόλησης, της οικονομικής δραστηριότητας και του πληθωρισμού, υπό τον έλεγχο μιας οντότητας που αναφέρεται στο στοιχείο α).

2.  
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 49 με στόχο τον περαιτέρω προσδιορισμό των τεχνικών στοιχείων των ορισμών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, και ειδικότερα για τη διευκρίνιση του περιεχομένου του όρου «διάθεση στο κοινό» για τους σκοπούς του καθορισμού ενός δείκτη.

Κατά περίπτωση, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις εξελίξεις της αγοράς ή τις τεχνολογικές εξελίξεις και τη σύγκλιση των πρακτικών εποπτείας σε διεθνές επίπεδο σε ό,τι αφορά τους δείκτες αναφοράς.

3.  
Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις προκειμένου να καταρτίσει και να αναθεωρήσει κατάλογο δημόσιων αρχών στην Ένωση που εμπίπτουν στον ορισμό του σημείου 29 της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 50 παράγραφος 2.

Κατά περίπτωση, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις εξελίξεις της αγοράς ή τις τεχνολογικές εξελίξεις και τη σύγκλιση των πρακτικών εποπτείας σε διεθνές επίπεδο σε ό,τι αφορά τους δείκτες αναφοράς.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΑΦΟΡΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Διακυβέρνηση και έλεγχος διαχειριστών

Άρθρο 4

Απαιτήσεις σχετικά με τη διακυβέρνηση και τη σύγκρουση συμφερόντων

1.  
Ο διαχειριστής διαθέτει άρτιο πλαίσιο διακυβέρνησης, το οποίο περιλαμβάνει σαφή οργανωτική διάρθρωση με σαφώς καθορισμένους ρόλους και αρμοδιότητες, που χαρακτηρίζονται από διαφάνεια και συνέπεια, για όλα τα πρόσωπα που συμμετέχουν στην παροχή ενός δείκτη αναφοράς.

Ο διαχειριστής λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να εντοπίζει και να αποτρέπει ή να αντιμετωπίζει συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ του ιδίου, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών στελεχών του, των υπαλλήλων ή κάθε άλλου προσώπου υπό τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχό του, και των συνεισφερόντων ή χρηστών και να εξασφαλίζει ότι, στην περίπτωση που απαιτείται κρίση ή άσκηση διακριτικής ευχέρειας στη διαδικασία καθορισμού του δείκτη αναφοράς, αυτή ασκείται με ανεξάρτητο και έντιμο τρόπο.

2.  
Η παροχή ενός δείκτη αναφοράς διαχωρίζεται οργανωτικά από οποιοδήποτε τμήμα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του διαχειριστή από το οποίο ενδέχεται να προκύψει πραγματική ή δυνητική σύγκρουση συμφερόντων.
3.  
Αν προκύψει σύγκρουση συμφερόντων εντός του διαχειριστή λόγω της ιδιοκτησιακής του διάρθρωσης, ελέγχουσας συμμετοχής ή άλλων δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνται από οποιαδήποτε οντότητα που κατέχει ή ελέγχει τον διαχειριστή ή από οντότητα που κατέχεται ή ελέγχεται από τον διαχειριστή ή οποιαδήποτε συνδεδεμένη επιχείρησή του, η οποία δεν είναι δυνατόν να περιοριστεί επαρκώς, η αντίστοιχη αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτήσει από τον διαχειριστή την καθιέρωση καθήκοντος ανεξάρτητης εποπτείας, που να περιλαμβάνει ισόρροπη εκπροσώπηση των ενδιαφερομένων, συμπεριλαμβανομένων των χρηστών και των συνεισφερόντων.
4.  
Αν δεν είναι δυνατή η κατάλληλη διαχείριση μιας τέτοιας σύγκρουσης συμφερόντων, η αντίστοιχη αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτήσει από τον διαχειριστή είτε την παύση των δραστηριοτήτων ή σχέσεων που προκαλούν την εν λόγω σύγκρουση συμφερόντων ή την παύση της παροχής του δείκτη αναφοράς.
5.  
Ο διαχειριστής δημοσιεύει ή κοινοποιεί κάθε υφιστάμενη ή δυνητική σύγκρουση συμφερόντων στους χρήστες ενός δείκτη αναφοράς και τη σχετική αρμόδια αρχή, και, εφόσον απαιτείται, στους συνεισφέροντες, συμπεριλαμβανομένων των συγκρούσεων συμφερόντων που προκύπτουν από την ιδιοκτησιακή διάρθρωση ή τη δομή ελέγχου του διαχειριστή.
6.  

Ο διαχειριστής θεσπίζει και εφαρμόζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες, καθώς και αποτελεσματικές οργανωτικές ρυθμίσεις για τον εντοπισμό, την κοινοποίηση, την πρόληψη, τη διαχείριση και τον περιορισμό των συγκρούσεων συμφερόντων προκειμένου να προστατεύσει την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία του προσδιορισμού των δεικτών αναφοράς. Οι εν λόγω πολιτικές και διαδικασίες επανεξετάζονται και επικαιροποιούνται τακτικά. Οι πολιτικές και οι διαδικασίες λαμβάνουν υπόψη και αντιμετωπίζουν συγκρούσεις συμφερόντων, τον βαθμό της διακριτικής ευχέρειας που ασκείται κατά τη διαδικασία καθορισμού του δείκτη αναφοράς και τους κινδύνους που συνεπάγεται ο δείκτης αναφοράς και:

α) 

διασφαλίζουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών που παρασχέθηκαν ή καταρτίστηκαν από τον διαχειριστή με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων περί κοινοποίησης και διαφάνειας δυνάμει του παρόντος κανονισμού· και

β) 

περιορίζουν ειδικότερα τις συγκρούσεις συμφερόντων που απορρέουν από την ιδιοκτησιακή διάρθρωση ή τη δομή ελέγχου του διαχειριστή ή από άλλα συμφέροντα στον όμιλό του ή που οφείλονται σε άλλα πρόσωπα τα οποία ενδεχομένως επηρεάζουν ή ελέγχουν τον διαχειριστή σε σχέση με τον καθορισμό του δείκτη αναφοράς.

7.  

Ο διαχειριστής εξασφαλίζει ότι οι υπάλληλοί του και οποιαδήποτε άλλα φυσικά πρόσωπα των οποίων οι υπηρεσίες τίθενται στη διάθεση ή υπό τον έλεγχό του και εμπλέκονται άμεσα στην παροχή του δείκτη αναφοράς:

α) 

διαθέτουν τις αναγκαίες δεξιότητες, τη γνώση και την πείρα για τα καθήκοντα που τους ανατίθενται και υπόκεινται σε αποτελεσματική διαχείριση και εποπτεία·

β) 

δεν υπόκεινται σε αθέμιτη επιρροή ή δεν εμπλέκονται σε συγκρούσεις συμφερόντων, η δε αποζημίωση και η αξιολόγηση της απόδοσης των προσώπων αυτών δεν δημιουργούν συγκρούσεις συμφερόντων και δεν θίγουν την ακεραιότητα της διαδικασίας καθορισμού του δείκτη αναφοράς·

γ) 

δεν διαθέτουν συμφέροντα ή επιχειρηματικές σχέσεις που διακυβεύουν τις δραστηριότητες του συγκεκριμένου διαχειριστή·

δ) 

απαγορεύεται να συνεισφέρουν στον καθορισμό δείκτη αναφοράς μέσω της συμμετοχής σε προσφορές αγοράς, προσφορές πώλησης και συναλλαγές σε προσωπική βάση ή για λογαριασμό παραγόντων της αγοράς, παρά μόνο αν ο συγκεκριμένος τρόπος συνεισφοράς απαιτείται ρητώς στο πλαίσιο της μεθοδολογίας του δείκτη αναφοράς και σύμφωνα με τους ειδικούς κανόνες της· και

ε) 

υπόκεινται σε αποτελεσματικές διαδικασίες ελέγχου της ανταλλαγής πληροφοριών με άλλους υπαλλήλους και οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα εμπλέκονται σε δραστηριότητες που ενδέχεται να συνεπάγονται κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων ή σε περίπτωση που οι πληροφορίες αυτές μπορούν να επηρεάσουν τον δείκτη αναφοράς.

8.  
Ο διαχειριστής θεσπίζει ειδικές διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου για τη διασφάλιση της ακεραιότητας και της αξιοπιστίας του υπαλλήλου ή του προσώπου που προσδιορίζει τον δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένης τουλάχιστον της εσωτερικής εξακρίβωσης από τη διοίκηση πριν τη διάδοση του δείκτη αναφοράς.

▼M2

9.  
Η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό των απαιτήσεων προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι ρυθμίσεις διακυβέρνησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι επαρκώς άρτιες.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Οκτωβρίου 2010.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼B

Άρθρο 5

Απαιτήσεις σχετικά με το καθήκον της εποπτείας

1.  
Οι διαχειριστές θεσπίζουν και διατηρούν μόνιμη και αποτελεσματική εποπτική λειτουργία προκειμένου να εξασφαλίζουν την εποπτεία όλων των πτυχών της παροχής των δεικτών αναφοράς τους.
2.  
Οι διαχειριστές καταρτίζουν και διατηρούν άρτιες διαδικασίες σχετικά με το καθήκον εποπτείας τους, οι οποίες κοινοποιούνται στις σχετικές αρμόδιες αρχές.
3.  

Το καθήκον εποπτείας ασκείται με ακεραιότητα και περιλαμβάνει τις ακόλουθες αρμοδιότητες, οι οποίες προσαρμόζονται από τον διαχειριστή ανάλογα με την πολυπλοκότητα, τη χρήση και την τρωτότητα του δείκτη αναφοράς:

α) 

αναθεώρηση του ορισμού και της μεθοδολογίας του δείκτη αναφοράς·

β) 

εποπτεία τυχόν αλλαγών στη μεθοδολογία του δείκτη αναφοράς και δυνατότητα να καλείται ο διαχειριστής σε διαβούλευση σχετικά με τις αλλαγές αυτές·

γ) 

εποπτεία του πλαισίου ελέγχου του διαχειριστή, της διαχείρισης και της λειτουργίας του δείκτη αναφοράς και, σε περίπτωση που ο δείκτης αναφοράς βασίζεται σε δεδομένα εισόδου προερχόμενα από συνεισφέροντες, του κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στο άρθρο 15·

δ) 

επανεξέταση και έγκριση των διαδικασιών για την παύση της παροχής του δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένων τυχόν σχετικών διαβουλεύσεων·

ε) 

εποπτεία κάθε τρίτου που συμμετέχει στην παροχή του δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένων των παραγόντων που είναι υπεύθυνοι για τον υπολογισμό ή τη διάδοση·

στ) 

αξιολόγηση εσωτερικών και εξωτερικών ελέγχων ή επανεξετάσεων και παρακολούθηση της υλοποίησης των προσδιοριζόμενων διορθωτικών ενεργειών·

ζ) 

αν ο δείκτης αναφοράς βασίζεται σε δεδομένα εισόδου από συνεισφέροντες, παρακολούθηση των δεδομένων εισόδου και των συνεισφερόντων, καθώς και των μέτρων που λαμβάνει ο διαχειριστής προκειμένου να αμφισβητήσει ή να επικυρώσει τις συνεισφορές δεδομένων εισόδου·

η) 

αν ο δείκτης αναφοράς βασίζεται σε δεδομένα εισόδου από συνεισφέροντες, λήψη αποτελεσματικών μέτρων σε περίπτωση παραβίασης του κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στο άρθρο 15· και

θ) 

αναφορά στις σχετικές αρμόδιες αρχές κάθε κρούσματος ανάρμοστης συμπεριφοράς εκ μέρους συνεισφερόντων, αν ο δείκτης αναφοράς βασίζεται σε δεδομένα εισόδου από συνεισφέροντες, ή διαχειριστών, που γίνεται αντιληπτή στο πλαίσιο της άσκησης του καθήκοντος εποπτείας, καθώς και τυχόν μη φυσιολογικών ή ύποπτων δεδομένων εισόδου.

4.  
Το καθήκον εποπτείας ασκείται από χωριστή επιτροπή ή μέσω άλλης κατάλληλης διευθέτησης διακυβέρνησης.
5.  
Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των διαδικασιών σε σχέση με το καθήκον εποπτείας και τα χαρακτηριστικά του καθήκοντος εποπτείας όσον αφορά το περιεχόμενο και τη θέση του στην οργανωτική διάρθρωση του διαχειριστή, ώστε να εξασφαλίζονται η ακεραιότητα του καθήκοντος και η απουσία σύγκρουσης συμφερόντων. Ειδικότερα, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει μη εξαντλητικό κατάλογο κατάλληλων διευθετήσεων διακυβέρνησης όπως ορίζεται στην παράγραφο 4.

Η ΕΑΚΑΑ κάνει διάκριση μεταξύ των διαφόρων τύπων δεικτών αναφοράς και τομέων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και λαμβάνει υπόψη τις διαφορές όσον αφορά την ιδιοκτησιακή διάρθρωση και τη δομή ελέγχου των διαχειριστών, τον χαρακτήρα, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα της παροχής του δείκτη αναφοράς, όπως επίσης τον κίνδυνο και τον αντίκτυπο του δείκτη αναφοράς, μεταξύ άλλων υπό το φως της σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών σε διεθνές επίπεδο σε ό,τι αφορά τις απαιτήσεις διακυβέρνησης για τους δείκτες αναφοράς. Ωστόσο, τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων της ΕΑΚΑΑ δεν καλύπτουν ούτε εφαρμόζονται σε διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

6.  
Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, για τους διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς, σχετικά με τον προσδιορισμό των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 6

Απαιτήσεις σχετικά με το πλαίσιο ελέγχου

1.  
Οι διαχειριστές διαθέτουν πλαίσιο ελέγχου που εξασφαλίζει ότι οι δείκτες αναφοράς τους παρέχονται και δημοσιεύονται ή διατίθενται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.
2.  
Το πλαίσιο ελέγχου είναι ανάλογο με το επίπεδο των συγκρούσεων συμφερόντων που έχουν διαπιστωθεί, τον βαθμό της διακριτικής ευχέρειας στην παροχή του δείκτη αναφοράς και τον χαρακτήρα των δεδομένων εισόδου.
3.  

Το πλαίσιο ελέγχου περιλαμβάνει:

α) 

διαχείριση του επιχειρησιακού κινδύνου·

β) 

κατάλληλη και αποτελεσματική συνέχεια της δραστηριότητας και σχέδια αποκατάστασης σε περίπτωση καταστροφής·

γ) 

έκτακτες διαδικασίες που εφαρμόζονται σε περίπτωση διακοπής της διαδικασίας παροχής του δείκτη αναφοράς.

4.  

Ο διαχειριστής λαμβάνει μέτρα για:

α) 

να εξασφαλίσει ότι οι συνεισφέροντες συμμορφώνονται προς τον κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στο άρθρο 15 και προς τα ισχύοντα πρότυπα για τα δεδομένα εισόδου·

β) 

την παρακολούθηση των δεδομένων εισόδου, συμπεριλαμβανομένων της παρακολούθησης, στο μέτρο του δυνατού, των δεδομένων εισόδου πριν από τη δημοσίευση του δείκτη αναφοράς και της επικύρωσής τους μετά τη δημοσίευση, προκειμένου να εντοπιστούν σφάλματα και παρατυπίες.

5.  
Το πλαίσιο ελέγχου τεκμηριώνεται, αναθεωρείται και επικαιροποιείται καταλλήλως και τίθεται στη διάθεση της αντίστοιχης αρμόδιας αρχής και, κατόπιν αιτήματος, των χρηστών.

Άρθρο 7

Απαιτήσεις σχετικά με το πλαίσιο λογοδοσίας

1.  
Ο διαχειριστής διαθέτει πλαίσιο λογοδοσίας που καλύπτει την τήρηση αρχείων, τις διαδικασίες ελέγχων και επανεξέτασης και τη διαδικασία υποβολής καταγγελιών και παρέχει στοιχεία σχετικά με τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.
2.  
Ο διαχειριστής ορίζει εσωτερικό καθήκον με την αναγκαία ικανότητα επανεξέτασης και υποβολής εκθέσεων σχετικά με τη συμμόρφωση του διαχειριστή προς τη μεθοδολογία του δείκτη αναφοράς και τον παρόντα κανονισμό.
3.  
Για τους δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας, ο διαχειριστής ορίζει ανεξάρτητο εξωτερικό ελεγκτή, ο οποίος επανεξετάζει τουλάχιστον σε ετήσια βάση την τήρηση της μεθοδολογίας του δείκτη αναφοράς και του παρόντος κανονισμού από τον διαχειριστή και υποβάλλει σχετική έκθεση.
4.  
Κατόπιν αιτήματος της οικείας αρμόδιας αρχής, ο διαχειριστής παρέχει στην οικεία αρμόδια αρχή τα λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τις επανεξετάσεις και τις εκθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2. Κατόπιν αιτήματος της οικείας αρμόδιας αρχής ή οποιουδήποτε χρήστη του δείκτη αναφοράς, ο διαχειριστής δημοσιεύει τα λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τους ελέγχους που προβλέπονται στην παράγραφο 3.

Άρθρο 8

Απαιτήσεις σχετικά με την τήρηση αρχείων

1.  

Ο διαχειριστής τηρεί αρχεία σχετικά με τα εξής:

α) 

όλα τα δεδομένα εισόδου και τη χρήση των δεδομένων αυτών·

β) 

τη μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό ενός δείκτη αναφοράς·

γ) 

κάθε άσκηση κρίσης ή διακριτικής ευχέρειας από τον διαχειριστή και, κατά περίπτωση, από αξιολογητές, κατά τον καθορισμό ενός δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένου του πλήρους σκεπτικού στο οποίο βασίζεται η εν λόγω κρίση ή η διακριτική ευχέρεια·

δ) 

τη μη συνεκτίμηση τυχόν δεδομένων εισόδου, ιδιαίτερα αν αυτά συμμορφώνονταν προς τις απαιτήσεις της μεθοδολογίας του δείκτη αναφοράς, και το σκεπτικό της μη συνεκτίμησης·

ε) 

άλλες αλλαγές ή παρεκκλίσεις από συνήθεις διαδικασίες και μεθοδολογίες, συμπεριλαμβανομένων όσων εκτελούνται κατά τη διάρκεια περιόδων πίεσης ή διαταραχής της αγοράς·

στ) 

την ταυτότητα κάθε υποβάλλοντος και φυσικού προσώπου που απασχολείται από τους διαχειριστές για τον καθορισμό ενός δείκτη αναφοράς·

ζ) 

όλα τα έγγραφα που αφορούν οποιαδήποτε καταγγελία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που υποβάλλει ο καταγγέλλων· και

η) 

τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ή την ηλεκτρονική επικοινωνία μεταξύ οποιουδήποτε προσώπου που απασχολεί ο διαχειριστής και των συνεισφερόντων ή υποβαλλόντων σχετικά με δείκτη αναφοράς.

2.  
Ο διαχειριστής τηρεί τα αρχεία που καθορίζονται στην παράγραφο 1 για τουλάχιστον πέντε έτη, σε μορφή που καθιστά δυνατή την αναπαραγωγή και την πλήρη κατανόηση του καθορισμού ενός δείκτη αναφοράς καθώς και τον έλεγχο ή την αξιολόγηση των δεδομένων εισόδου, των υπολογισμών, των κρίσεων και της διακριτικής ευχέρειας. Τα αρχεία των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή των ηλεκτρονικών επικοινωνιών που καταγράφονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο η) παρέχονται στα εμπλεκόμενα στη συζήτηση ή τη διαβίβαση πρόσωπα κατόπιν αιτήματος και φυλάσσονται για περίοδο τριών ετών.

Άρθρο 9

Μηχανισμός διαχείρισης καταγγελιών

1.  
Ο διαχειριστής εφαρμόζει και δημοσιοποιεί διαδικασίες για την παραλαβή, τη διερεύνηση και την τήρηση των αρχείων αναφορικά με υποβληθείσες καταγγελίες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τη διαδικασία καθορισμού από τον διαχειριστή των δεικτών αναφοράς.
2.  

Ο εν λόγω μηχανισμός υποβολής καταγγελιών διασφαλίζει ότι:

α) 

ο διαχειριστής δημοσιοποιεί την πολιτική διαχείρισης καταγγελιών, μέσω της οποίας μπορούν να υποβάλλονται καταγγελίες σχετικά με το κατά πόσο ένας συγκεκριμένος καθορισμός δείκτη αναφοράς είναι αντιπροσωπευτικός της αγοραίας αξίας, σχετικά με προτεινόμενες αλλαγές στη διαδικασία καθορισμού του δείκτη αναφοράς, σχετικά με εφαρμογές της μεθοδολογίας σε σχέση με συγκεκριμένο καθορισμό δείκτη αναφοράς και σχετικά με άλλες αποφάσεις σε σχέση με τη διαδικασία καθορισμού του δείκτη αναφοράς·

β) 

οι καταγγελίες διερευνώνται έγκαιρα και αντικειμενικά, το δε αποτέλεσμα της έρευνας κοινοποιείται στον καταγγέλλοντα μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, εκτός αν η κοινοποίησή του θα αντέβαινε σε στόχους δημόσιας πολιτικής ή στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014· και

γ) 

η έρευνα διεξάγεται ανεξάρτητα από οποιονδήποτε υπάλληλο που ενδέχεται να εμπλέκεται ή να έχει εμπλακεί στο αντικείμενο της καταγγελίας.

Άρθρο 10

Εξωτερική ανάθεση

1.  
Οι διαχειριστές δεν προβαίνουν σε εξωτερική ανάθεση λειτουργιών κατά τη διαδικασία παροχής ενός δείκτη αναφοράς κατά τρόπον που να βλάπτει ουσιωδώς τον έλεγχο του διαχειριστή σε ό,τι αφορά την παροχή του δείκτη αναφοράς ή την ικανότητα της σχετικής αρμόδιας αρχής σχετικά με την εποπτεία του δείκτη αναφοράς.
2.  
Όταν ένας διαχειριστής αναθέτει σε πάροχο υπηρεσιών λειτουργίες ή υπηρεσίες και δραστηριότητες σχετικές με την παροχή ενός δείκτη αναφοράς, ο διαχειριστής εξακολουθεί να φέρει την πλήρη ευθύνη της συμμόρφωσής του προς το σύνολο των υποχρεώσεων του διαχειριστή που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό.
3.  

Όταν προβαίνει σε εξωτερική ανάθεση, ο διαχειριστής διασφαλίζει ότι πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

α) 

ο πάροχος των υπηρεσιών διαθέτει την ικανότητα, τα προσόντα και κάθε άδεια που απαιτείται από τη νομοθεσία για την εκτέλεση των καθηκόντων, υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που του έχουν ανατεθεί, με τρόπο αξιόπιστο και επαγγελματικό·

β) 

ο διαχειριστής καθιστά διαθέσιμα στη σχετική αρμόδια αρχή την ταυτότητα και τα καθήκοντα του παρόχου υπηρεσιών που συμμετέχει στη διαδικασία καθορισμού δείκτη αναφοράς·

γ) 

ο διαχειριστής λαμβάνει κατάλληλα μέτρα αν φαίνεται ότι ο πάροχος υπηρεσιών ενδέχεται να μην εκτελεί τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί αποτελεσματικά και σύμφωνα με τις ισχύουσες νομικές και κανονιστικές απαιτήσεις·

δ) 

ο διαχειριστής διατηρεί την εμπειρογνωμοσύνη που απαιτείται για την αποτελεσματική εποπτεία των ανατεθέντων καθηκόντων και τη διαχείριση των κινδύνων που συνδέονται με την εξωτερική ανάθεση·

ε) 

ο πάροχος των υπηρεσιών κοινοποιεί στον διαχειριστή κάθε εξέλιξη που ενδέχεται να επηρεάσει ουσιωδώς την ικανότητά του να εκτελεί τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί αποτελεσματικά και σύμφωνα με τις ισχύουσες νομικές και κανονιστικές απαιτήσεις·

στ) 

ο πάροχος υπηρεσιών συνεργάζεται με την οικεία αρμόδια αρχή σε ό,τι αφορά τις δραστηριότητες που του έχουν ανατεθεί, ο δε διαχειριστής και η οικεία αρμόδια αρχή έχουν ουσιαστική πρόσβαση στα δεδομένα σχετικά με τις ανατεθείσες δραστηριότητες, καθώς και στις επαγγελματικές εγκαταστάσεις του παρόχου των υπηρεσιών, ενώ η οικεία αρμόδια αρχή είναι σε θέση να ασκεί τα εν λόγω δικαιώματα πρόσβασης·

ζ) 

ο διαχειριστής είναι σε θέση να τερματίσει τις διευθετήσεις εξωτερικής ανάθεσης, εάν παραστεί ανάγκη·

η) 

ο διαχειριστής λαμβάνει εύλογα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων σχεδίων έκτακτης ανάγκης, για την αποφυγή περιττού επιχειρησιακού κινδύνου που σχετίζεται με τη συμμετοχή του παρόχου υπηρεσιών στη διαδικασία καθορισμού δείκτη αναφοράς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Δεδομένα εισόδου, μεθοδολογία και αναφορά των παραβάσεων

Άρθρο 11

Δεδομένα εισόδου

1.  

Η παροχή ενός δείκτη αναφοράς διέπεται από τις εξής απαιτήσεις σε ό,τι αφορά τα δεδομένα εισόδου:

α) 

τα δεδομένα εισόδου πρέπει να είναι επαρκή ώστε να αντικατοπτρίζουν με ακρίβεια και αξιοπιστία την αγορά ή την οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς.

Τα δεδομένα εισόδου είναι δεδομένα συναλλαγών, αν υπάρχουν και είναι κατάλληλα. Αν τα δεδομένα συναλλαγών δεν επαρκούν ή δεν είναι κατάλληλα για την ακριβή και αξιόπιστη απεικόνιση της αγοράς ή της οικονομικής πραγματικότητας για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς, μπορούν να χρησιμοποιηθούν δεδομένα εισόδου που δεν αφορούν συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένων των εκτιμώμενων τιμών, ενδεικτικών προσφορών και δεσμευτικών προσφορών τιμής ή άλλων αξιών·

β) 

τα δεδομένα εισόδου που αναφέρονται στο στοιχείο α) πρέπει να είναι επαληθεύσιμα·

γ) 

ο διαχειριστής καταρτίζει και δημοσιεύει σαφείς κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τους τύπους δεδομένων εισόδου, την προτεραιότητα στη χρήση των διαφόρων δεδομένων εισόδου και την άσκηση κρίσης εμπειρογνώμονα, προκειμένου να διασφαλίσει τη συμμόρφωση με το στοιχείο α) και τη μεθοδολογία·

δ) 

αν ένας δείκτης αναφοράς βασίζεται σε δεδομένα εισόδου από συνεισφέροντες, ο διαχειριστής λαμβάνει, όπου είναι σκόπιμο, τα δεδομένα εισόδου από αξιόπιστη και αντιπροσωπευτική ομάδα ή από δείγμα συνεισφερόντων, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι ο δείκτης αναφοράς που προκύπτει είναι αξιόπιστος και αντιπροσωπευτικός της αγοραίας ή οικονομικής πραγματικότητας για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται·

ε) 

ο διαχειριστής δεν χρησιμοποιεί δεδομένα εισόδου από συνεισφέροντες αν ο διαχειριστής έχει ενδείξεις ότι οι εν λόγω συνεισφέροντες δεν τηρούν τον κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στο άρθρο 15 και, σε τέτοιες περιπτώσεις, λαμβάνει αντιπροσωπευτικά δημόσια διαθέσιμα δεδομένα.

2.  

Ο διαχειριστής διασφαλίζει ότι οι έλεγχοί του σχετικά με τα δεδομένα εισόδου περιλαμβάνουν τα εξής:

α) 

κριτήρια που καθορίζουν ποιος μπορεί να συνεισφέρει παρέχοντας δεδομένα εισόδου στον διαχειριστή, και διαδικασία επιλογής των συνεισφερόντων·

β) 

διαδικασία για την αξιολόγηση των δεδομένων εισόδου του συνεισφέροντα και τη διακοπή της περαιτέρω παροχής δεδομένων εισόδου από αυτόν ή επιβολής άλλων κυρώσεων στον συνεισφέροντα λόγω μη συμμόρφωσης, κατά περίπτωση· και

γ) 

διαδικασία επικύρωσης των δεδομένων εισόδου, μεταξύ άλλων με βάση άλλους δείκτες ή άλλα δεδομένα, προκειμένου να εξασφαλίζονται η ακεραιότητα και η ακρίβειά τους.

3.  

Σε περίπτωση που τα δεδομένα εισόδου ενός δείκτη αναφοράς παρέχονται από μονάδα διαπραγμάτευσης (front office), ήτοι τμήμα, μονάδα, ομάδα ή υπαλλήλους των συνεισφερόντων ή οποιασδήποτε συνδεδεμένης με αυτούς οντότητας που πραγματοποιεί δραστηριότητες τιμολογήσεων, διαπραγμάτευσης, πωλήσεων, διάθεσης στην αγορά, διαφήμισης, προσέλκυσης, διάρθρωσης ή μεσιτείας, ο διαχειριστής:

α) 

συγκεντρώνει δεδομένα από άλλες πηγές τα οποία επιβεβαιώνουν τα εν λόγω δεδομένα εισόδου· και

β) 

μεριμνά ώστε οι συνεισφέροντες να διαθέτουν κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες εποπτείας και επαλήθευσης.

4.  
Σε περίπτωση που διαχειριστής κρίνει ότι τα δεδομένα εισόδου δεν αντιπροσωπεύουν την αγοραία ή την οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς, ο εν λόγω διαχειριστής μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα είτε μεταβάλλει τα δεδομένα εισόδου, τους συνεισφέροντες ή τη μεθοδολογία για να διασφαλίσει ότι τα δεδομένα εισόδου αντιπροσωπεύουν την αγορά ή την οικονομική πραγματικότητα είτε παύει την παροχή του δείκτη αναφοράς.
5.  
Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει περαιτέρω πώς θα εξασφαλίζονται η καταλληλότητα και η επαληθευσιμότητα των δεδομένων εισόδου, όπως απαιτείται δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχεία α) και β), καθώς και τις εσωτερικές διαδικασίες εποπτείας και επαλήθευσης ενός συνεισφέροντος για τη διαθεσιμότητα των οποίων πρέπει να μεριμνά ο διαχειριστής, σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο β), προκειμένου να εξασφαλίσει την ακεραιότητα και την ακρίβεια των δεδομένων εισόδου. Ωστόσο, τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων της ΕΑΚΑΑ δεν καλύπτουν ούτε εφαρμόζονται σε διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς.

Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τους διαφορετικούς τύπους δεικτών αναφοράς και τους τομείς που θεσπίζει ο παρών κανονισμός, τη φύση των δεδομένων εισόδου, τα χαρακτηριστικά της υποκείμενης αγοράς ή οικονομικής πραγματικότητας και την αρχή της αναλογικότητας, την τρωτότητα των δεικτών αναφοράς στην παραποίηση καθώς και τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών σε διεθνές επίπεδο σε σχέση με τους δείκτες αναφοράς.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

6.  
Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, για τους διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς, σχετικά με τον προσδιορισμό των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 12

Μεθοδολογία

1.  

Ο διαχειριστής χρησιμοποιεί μεθοδολογία για τον προσδιορισμό ενός δείκτη αναφοράς η οποία:

α) 

είναι άρτια και αξιόπιστη·

β) 

διέπεται από σαφείς κανόνες που καθορίζουν τον τρόπο και τον χρόνο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας στο πλαίσιο του καθορισμού του συγκεκριμένου δείκτη αναφοράς·

γ) 

είναι αυστηρή και συστηματική και καθιστά δυνατή την επαλήθευση, συμπεριλαμβανομένων, όπου είναι σκόπιμο, εκ των υστέρων ελέγχων με βάση διαθέσιμα δεδομένα συναλλαγών·

δ) 

είναι ανθεκτική και διασφαλίζει ότι ο δείκτης αναφοράς μπορεί να υπολογιστεί στο ευρύτερο δυνατό σύνολο πιθανών περιστάσεων χωρίς να περιορίζεται η ακεραιότητά του·

ε) 

είναι ανιχνεύσιμη και επαληθεύσιμη.

2.  

Κατά την ανάπτυξη της μεθοδολογίας ενός δείκτη αναφοράς, ο διαχειριστής του δείκτη αναφοράς:

α) 

λαμβάνει υπόψη παράγοντες όπως το μέγεθος και η κανονική ρευστότητα της αγοράς, η διαφάνεια της διαπραγμάτευσης και οι θέσεις των συμμετεχόντων στην αγορά, η συγκέντρωση και η δυναμική της αγοράς και η καταλληλότητα κάθε δείγματος να αντιπροσωπεύει την αγοραία ή οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς·

β) 

προσδιορίζει το περιεχόμενο της έννοιας «ενεργός αγορά» για τους σκοπούς του συγκεκριμένου δείκτη αναφοράς· και

γ) 

καθορίζει την προτεραιότητα που αποδίδεται στους διάφορους τύπους δεδομένων εισόδου.

3.  
Ο διαχειριστής εφαρμόζει σαφές και δημοσιοποιημένο πλαίσιο που ορίζει τις περιστάσεις στις οποίες η ποσότητα ή η ποιότητα των δεδομένων εισόδου δεν πληροί τα πρότυπα που προβλέπονται στη μεθοδολογία για τον ακριβή και αξιόπιστο καθορισμό του δείκτη αναφοράς και περιγράφει εάν και με ποιον τρόπο γίνεται ο υπολογισμός του δείκτη στις εν λόγω περιστάσεις.

▼M2

4.  
Η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει το σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η μεθοδολογία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 συνάδει με τα στοιχεία α) έως ε) της εν λόγω παραγράφου.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Οκτωβρίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼B

Άρθρο 13

Διαφάνεια της μεθοδολογίας

1.  

Ο διαχειριστής αναπτύσσει, χειρίζεται και διαχειρίζεται με διαφάνεια τον δείκτη αναφοράς και τη μεθοδολογία του. Για τον σκοπό αυτό, ο διαχειριστής δημοσιεύει ή διαθέτει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) 

τα κύρια στοιχεία της μεθοδολογίας που ο διαχειριστής χρησιμοποιεί για καθέναν από τους δείκτες αναφοράς που παρέχονται και δημοσιεύονται ή, κατά περίπτωση, για κάθε οικογένεια δεικτών αναφοράς που παρέχεται και δημοσιεύεται·

β) 

τις λεπτομέρειες σχετικά με την εσωτερική επανεξέταση και την έγκριση μιας δεδομένης μεθοδολογίας καθώς και τη συχνότητα της επανεξέτασης αυτής·

γ) 

τις διαδικασίες διαβούλευσης για κάθε προτεινόμενη ουσιώδη αλλαγή της μεθοδολογίας του διαχειριστή και το σκεπτικό για τις αλλαγές αυτές, συμπεριλαμβανομένων του ορισμού της έννοιας της ουσιώδους αλλαγής και των περιστάσεων στις οποίες ο διαχειριστής ενημερώνει τους χρήστες σχετικά με οποιαδήποτε τέτοια αλλαγή·

▼M1

δ) 

εξήγηση του τρόπου με τον οποίο τα βασικά στοιχεία της μεθοδολογίας που ορίζονται στο στοιχείο α) αντικατοπτρίζουν ΠΚΔ παράγοντες για κάθε δείκτη αναφοράς ή οικογένεια δεικτών αναφοράς με την εξαίρεση των δεικτών αναφοράς επιτοκίων και συναλλαγματικών ισοτιμιών.

Οι διαχειριστές δεικτών αναφοράς συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις του στοιχείου δ) του πρώτου εδαφίου έως τις 30 Απριλίου 2020.

▼B

2.  

Οι διαδικασίες που απαιτούνται δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο γ):

α) 

παρέχουν εκ των προτέρων ενημέρωση βάσει σαφούς χρονοδιαγράμματος, η οποία προσφέρει τη δυνατότητα ανάλυσης και διατύπωσης παρατηρήσεων σχετικά με τον αντίκτυπο των προτεινόμενων ουσιωδών αλλαγών· και

β) 

προβλέπουν την παροχή πρόσβασης στις παρατηρήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου και στις απαντήσεις που παρέχει ο διαχειριστής στις παρατηρήσεις αυτές, μετά από κάθε διαβούλευση, εκτός αν έχει ζητηθεί η τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των παρατηρήσεων αυτών από το συντάκτη τους.

▼M1

2α.  
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 49 για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού με τον καθορισμό του ελάχιστου περιεχομένου της εξήγησης που αναφέρεται στο στοιχείο δ) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου καθώς και του τυποποιημένου μορφότυπου που πρέπει να χρησιμοποιείται.

▼B

3.  
Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω καθορισμό των πληροφοριών που πρέπει να παρέχουν οι διαχειριστές σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2, διακρίνοντας μεταξύ των διαφόρων τύπων δεικτών αναφοράς και τομέων όπως ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη την ανάγκη να δημοσιοποιούνται τα στοιχεία της μεθοδολογίας τα οποία προβλέπουν επαρκείς λεπτομέρειες ώστε να μπορούν οι χρήστες να κατανοούν πώς παρέχεται ένας δείκτης αναφοράς και να αξιολογούν την αντιπροσωπευτικότητά του, τη σημασία του για κάθε συγκεκριμένο χρήστη και την καταλληλότητά του ως αναφοράς για χρηματοπιστωτικά μέσα και συμβάσεις, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας. Ωστόσο, τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων της ΕΑΚΑΑ δεν καλύπτουν ούτε εφαρμόζονται σε διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.  
Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, για τους διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς, σχετικά με τον περαιτέρω προσδιορισμό των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 14

Αναφορά παραβάσεων

1.  
Ο διαχειριστής καθιερώνει κατάλληλα συστήματα και αποτελεσματικούς ελέγχους για τη διασφάλιση της ακεραιότητας των δεδομένων εισόδου προκειμένου να μπορεί να εντοπίζει και να αναφέρει στην αρμόδια αρχή κάθε συμπεριφορά που ενδέχεται να συνιστά παραποίηση ή απόπειρα παραποίησης ενός δείκτη αναφοράς δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014.
2.  
Ο διαχειριστής παρακολουθεί τα δεδομένα εισόδου και τους συνεισφέροντες προκειμένου να μπορεί να κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή του και να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες όταν έχει υπόνοιες για συμπεριφορά, σε σχέση με τον δείκτη αναφοράς, που ενδέχεται να ενέχει παραποίηση ή απόπειρα παραποίησης του δείκτη αναφοράς δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, συμπεριλαμβανομένης της αθέμιτης σύμπραξης για τον σκοπό αυτό.

Η αρμόδια αρχή του διαχειριστή διαβιβάζει, αν είναι σκόπιμο, τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014.

3.  
Οι διαχειριστές διαθέτουν διαδικασίες ώστε τα διευθυντικά στελέχη, οι υπάλληλοί τους και τυχόν άλλα φυσικά πρόσωπα οι υπηρεσίες των οποίων τίθενται στη διάθεσή τους ή υπό τον έλεγχό τους να αναφέρουν σε εσωτερικό επίπεδο τυχόν παραβάσεις του παρόντος κανονισμού.

▼M2

4.  
Η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών των συστημάτων και των ελέγχων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Οκτωβρίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼B

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Κώδικας δεοντολογίας και απαιτήσεις για τους συνεισφέροντες

Άρθρο 15

Κώδικας δεοντολογίας

1.  
Όταν ένας δείκτης αναφοράς βασίζεται σε δεδομένα εισόδου που παρέχονται από συνεισφέροντες, ο διαχειριστής καταρτίζει κώδικα δεοντολογίας για κάθε δείκτη αναφοράς προσδιορίζοντας τις αρμοδιότητες των συνεισφερόντων σε σχέση με τη συνεισφορά δεδομένων εισόδου και μεριμνά ώστε αυτός ο κώδικας δεοντολογίας να είναι σύμφωνος προς τον παρόντα κανονισμό. Ο διαχειριστής επαληθεύει την τήρηση του κώδικα δεοντολογίας από τους συνεισφέροντες σε διαρκή βάση, τουλάχιστον ετησίως και σε περίπτωση αλλαγής του.
2.  

Ο κώδικας δεοντολογίας περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α) 

σαφή περιγραφή των δεδομένων εισόδου που πρέπει να παρέχονται και των απαιτήσεων που διασφαλίζουν ότι τα δεδομένα εισόδου παρέχονται σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 14·

β) 

προσδιορισμό των προσώπων που μπορούν να υποβάλλουν δεδομένα εισόδου στον διαχειριστή και τις διαδικασίες αξιολόγησης της ταυτότητας ενός συνεισφέροντα ή των υποβαλλόντων στοιχεία, καθώς και την αδειοδότηση των τελευταίων για να συνεισφέρουν με δεδομένα εισόδου εξ ονόματος του συνεισφέροντος·

γ) 

πολιτικές που εξασφαλίζουν ότι οι συνεισφέροντες παρέχουν όλα τα σχετικά δεδομένα εισόδου·

δ) 

τα συστήματα και τους ελέγχους που υποχρεούται να καθιερώσει ο συνεισφέρων, συμπεριλαμβανομένων των εξής:

i) 

διαδικασιών για την υποβολή δεδομένων εισόδου, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης του συνεισφέροντα να διευκρινίσει αν πρόκειται για δεδομένα συναλλαγών και αν τα δεδομένα εισόδου ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του διαχειριστή·

ii) 

πολιτικών για την άσκηση διακριτικής ευχέρειας σε ό,τι αφορά την υποβολή δεδομένων εισόδου·

iii) 

τυχόν απαιτήσεων για την επικύρωση των δεδομένων εισόδου πριν από την παροχή τους στον διαχειριστή·

iv) 

πολιτικών τήρησης αρχείων·

v) 

απαιτήσεων αναφοράς ύποπτων δεδομένων εισόδου·

vi) 

απαιτήσεων για τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων.

3.  
Οι διαχειριστές μπορούν να καταρτίσουν έναν ενιαίο κώδικα δεοντολογίας για κάθε οικογένεια δεικτών αναφοράς που παρέχουν.
4.  
Σε περίπτωση που η οικεία αρμόδια αρχή, κατά την άσκηση των εξουσιών που της ανατίθενται με το άρθρο 41, εντοπίσει στοιχεία του κώδικα δεοντολογίας που αντιβαίνουν στον παρόντα κανονισμό, ενημερώνει σχετικά τον οικείο διαχειριστή. Ο διαχειριστής προσαρμόζει τον κώδικα δεοντολογίας μεριμνώντας για τη συμμόρφωσή του προς τον παρόντα κανονισμό μέσα σε 30 ημέρες από τη σχετική κοινοποίηση.
5.  
Μέσα σε 15 εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία εφαρμογής της απόφασης για τη συμπερίληψη δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας στον κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1, ο διαχειριστής του εν λόγω δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας κοινοποιεί τον κώδικα δεοντολογίας στην οικεία αρμόδια αρχή. Η οικεία αρμόδια αρχή ελέγχει μέσα σε διάστημα 30 ημερών κατά πόσον το περιεχόμενο τον κώδικα δεοντολογίας συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Σε περίπτωση που η οικεία αρμόδια αρχή εντοπίσει στοιχεία που αντιβαίνουν στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, εφαρμόζεται η παράγραφος 4 του παρόντος άρθρου.
6.  
Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω προσδιορισμό των στοιχείων του κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 για διαφορετικούς τύπους δεικτών αναφοράς, με στόχο τη συνεκτίμηση των εξελίξεων των δεικτών αναφοράς και των χρηματοπιστωτικών αγορών.

Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των δεικτών αναφοράς και των συνεισφερόντων ιδίως σε ό,τι αφορά τα δεδομένα εισόδου και τις μεθοδολογίες, τους κινδύνους παραποίησης των δεδομένων εισόδου και τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών σε ό,τι αφορά τους δείκτες αναφοράς σε διεθνές επίπεδο.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 16

Απαιτήσεις διακυβέρνησης και ελέγχου για τους εποπτευόμενους συνεισφέροντες

1.  

Οι εποπτευόμενοι συνεισφέροντες υπόκεινται στις ακόλουθες απαιτήσεις διακυβέρνησης και ελέγχου:

α) 

ο εποπτευόμενος συνεισφέρων διασφαλίζει ότι η παροχή δεδομένων εισόδου δεν επηρεάζεται από υφιστάμενες ή δυνητικές συγκρούσεις συμφερόντων και ότι, στην περίπτωση που απαιτείται άσκηση διακριτικής ευχέρειας, αυτή ασκείται με ανεξάρτητο και έντιμο τρόπο με βάση τις σχετικές πληροφορίες σύμφωνα με τον κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στο άρθρο 15·

β) 

ο εποπτευόμενος συνεισφέρων πρέπει να διαθέτει πλαίσιο ελέγχου για τη διασφάλιση της ακεραιότητας, της ακρίβειας και της αξιοπιστίας των δεδομένων εισόδου και την παροχή των δεδομένων αυτών σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και τον κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στο άρθρο 15.

2.  

Ο εποπτευόμενος συνεισφέρων διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους για τη διασφάλιση της ακεραιότητας και της αξιοπιστίας του συνόλου των δεδομένων εισόδου τα οποία συνεισφέρει στον διαχειριστή, συμπεριλαμβανομένων:

α) 

ελέγχων σχετικά με τα πρόσωπα τα οποία μπορούν να υποβάλλουν δεδομένα εισόδου σε διαχειριστή, συμπεριλαμβανομένης, όπου είναι εύλογο, διαδικασίας για την εξακρίβωση από φυσικό πρόσωπο κατέχον θέση ανώτερη του υποβάλλοντος·

β) 

κατάλληλης κατάρτισης για τους υποβάλλοντες, που να καλύπτει τουλάχιστον τον παρόντα κανονισμό και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014·

γ) 

μέτρων διαχείρισης συγκρούσεων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένων του οργανωτικού διαχωρισμού του προσωπικού, όπου είναι σκόπιμος, και της διερεύνησης τρόπων εξάλειψης τυχόν κινήτρων για παραποίηση δείκτη αναφοράς τα οποία προκύπτουν από πολιτικές σε θέματα αποδοχών·

δ) 

της τήρησης αρχείων, για το απαιτούμενο χρονικό διάστημα, των επικοινωνιών σε σχέση με την παροχή δεδομένων εισόδου, όλων των πληροφοριών που χρησιμοποιούνται προκειμένου να μπορέσει ο συνεισφέρων να προβεί σε κάθε συνεισφορά και όλων των υφισταμένων ή δυνητικών συγκρούσεων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένου μεταξύ άλλων του ανοίγματος του συνεισφέροντος σε χρηματοπιστωτικά μέσα που βασίζονται στον δείκτη αναφοράς·

ε) 

της τήρησης αρχείου των εσωτερικών και των εξωτερικών ελέγχων.

3.  
Στην περίπτωση που τα δεδομένα εισόδου βασίζονται σε κρίση εμπειρογνώμονα, οι εποπτευόμενοι συνεισφέροντες καταρτίζουν, πέρα από τα συστήματα και τους ελέγχους που αναφέρονται στην παράγραφο 2, πολιτικές για τον τρόπο χρησιμοποίησης της κρίσης αυτής ή για τον τρόπο άσκησης διακριτικής ευχέρειας και τηρούν αρχεία με το σκεπτικό κάθε τέτοιας κρίσης ή άσκησης διακριτικής ευχέρειας. Όπου τούτο είναι εύλογο, οι εποπτευόμενοι συνεισφέροντες λαμβάνουν υπόψη τη φύση του δείκτη αναφοράς και των δεδομένων εισόδου.
4.  
Ο εποπτευόμενος συνεισφέρων συνεργάζεται πλήρως με τον διαχειριστή και τη σχετική αρμόδια αρχή για τον έλεγχο και την εποπτεία της παροχής ενός δείκτη αναφοράς και διαθέτει τα στοιχεία και τα αρχεία που τηρεί σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3.
5.  
Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω προσδιορισμό των απαιτήσεων περί διακυβέρνησης, συστημάτων, ελέγχων και πολιτικών που καθορίζονται στις παραγράφους 1, 2 και 3.

Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των δεικτών αναφοράς και των εποπτευόμενων συνεισφερόντων, ιδίως σε ό,τι αφορά τις διαφορές στα παρεχόμενα δεδομένα εισόδου και τις μεθοδολογίες που χρησιμοποιούνται, τους κινδύνους παραποίησης των δεδομένων εισόδου και τη φύση των δραστηριοτήτων που επιτελούν οι εποπτευόμενοι συνεισφέροντες, και τις εξελίξεις των δεικτών αναφοράς και των χρηματοπιστωτικών αγορών, στο πλαίσιο της εποπτικής σύγκλισης σε ό,τι αφορά τους δείκτες αναφοράς σε διεθνές επίπεδο. Ωστόσο, τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων της ΕΑΚΑΑ δεν καλύπτουν ούτε εφαρμόζονται σε εποπτευόμενους συνεισφέροντες των μη σημαντικών δεικτών αναφοράς.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

6.  
Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, για τους εποπτευόμενους διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς, σε σχέση με τον προσδιορισμό των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΤΥΠΟΥΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΑΦΟΡΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Δείκτες αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων

Άρθρο 17

Δείκτες αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων

1.  
Το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχεία δ) και ε), το άρθρο 11 παράγραφοι 2 και 3, το άρθρο 14 παράγραφοι 1 και 2 και τα άρθρα 15 και 16 δεν εφαρμόζονται στην παροχή δεικτών αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων και στη συνεισφορά σε αυτούς. Το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) δεν εφαρμόζεται στην παροχή δεικτών αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων σε σχέση με δεδομένα εισόδου που συνεισφέρονται εξολοκλήρου και άμεσα κατά τον τρόπο που ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 24.
2.  
Για τους δείκτες αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων που χρησιμοποιούνται άμεσα ή έμμεσα στο πλαίσιο συνδυασμού δεικτών αναφοράς σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα ή χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων συνολικής αξίας έως 500 δισεκατ. EUR στη βάση όλου του φάσματος ληκτοτήτων ή διαρκειών ισχύος του δείκτη αναφοράς, όπου έχει εφαρμογή, τα άρθρα 24 και 25 ή το άρθρο 26 εφαρμόζονται στην παροχή δεικτών αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων και τη συνεισφορά σε αυτούς, κατά περίπτωση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

▼M3

Δείκτες αναφοράς διατραπεζικού επιτοκίου και τρεχουσών συναλλαγματικών ισοτιμιών

▼B

Άρθρο 18

Δείκτες αναφοράς επιτοκίων

Οι ειδικές απαιτήσεις που καθορίζονται στο παράρτημα I εφαρμόζονται στην παροχή δεικτών αναφοράς επιτοκίων και στη συνεισφορά σε αυτούς επιπλέον ή εναλλακτικά προς τις απαιτήσεις του τίτλου II.

Τα άρθρα 24, 25 και 26 δεν έχουν εφαρμογή στην παροχή δεικτών αναφοράς επιτοκίων και στη συνεισφορά σε αυτούς.

▼M3

Άρθρο 18α

Δείκτες αναφοράς τρεχουσών συναλλαγματικών ισοτιμιών

1.  

Η Επιτροπή δύναται να ορίσει δείκτη αναφοράς τρεχουσών συναλλαγματικών ισοτιμιών τον οποίο διαχειρίζονται διαχειριστές που βρίσκονται εκτός Ένωσης, όταν πληρούνται αμφότερα τα ακόλουθα κριτήρια:

α) 

ο δείκτης αναφοράς τρεχουσών συναλλαγματικών ισοτιμιών αναφέρεται σε τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία νομίσματος τρίτης χώρας που δεν είναι ελεύθερα μετατρέψιμο· και

β) 

ο δείκτης αναφοράς τρεχουσών συναλλαγματικών ισοτιμιών χρησιμοποιείται σε συχνή, συστηματική και τακτική βάση, με σκοπό την αντιστάθμιση των δυσμενών διακυμάνσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών.

2.  
Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2022, η Επιτροπή διενεργεί δημόσια διαβούλευση για τον προσδιορισμό δεικτών αναφοράς τρεχουσών συναλλαγματικών ισοτιμιών που πληρούν τα κριτήρια της παραγράφου 1.
3.  
Έως τις 15 Ιουνίου 2023, η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 49 για την κατάρτιση ενός καταλόγου δεικτών αναφοράς τρεχουσών συναλλαγματικών ισοτιμιών που πληρούν τα κριτήρια της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Η Επιτροπή επικαιροποιεί τον εν λόγω κατάλογο, κατά περίπτωση.

▼B

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Δείκτες αναφοράς βασικών προϊόντων

Άρθρο 19

Δείκτες αναφοράς βασικών προϊόντων

1.  
Οι ειδικές απαιτήσεις που καθορίζονται στο παράρτημα II εφαρμόζονται αντί των απαιτήσεων του τίτλου II, με εξαίρεση το άρθρο 10, για την παροχή δεικτών αναφοράς βασικών προϊόντων και τη συνεισφορά σε αυτούς, εκτός αν ο εν λόγω δείκτης αναφοράς είναι δείκτης αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων ή βασίζεται στην υποβολή στοιχείων από συνεισφέροντες που είναι στην πλειονότητά τους εποπτευόμενες οντότητες.

Τα άρθρα 24, 25 και 26 δεν έχουν εφαρμογή στην παροχή δεικτών αναφοράς βασικών προϊόντων και στη συνεισφορά σε αυτούς.

2.  
Αν ένας δείκτης αναφοράς βασικού προϊόντος είναι δείκτης αναφοράς κρίσιμης σημασίας και το υποκείμενο προϊόν είναι χρυσός, άργυρος ή λευκόχρυσος, αντί του παραρτήματος II εφαρμόζονται οι απαιτήσεις του τίτλου II.

▼M1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3α

Ενωσιακοί δείκτες αναφοράς για την κλιματική μετάβαση και ευθυγραμμισμένοι με τη συμφωνία του Παρισιού ενωσιακοί δείκτες αναφοράς

Άρθρο 19α

Ενωσιακοί δείκτες αναφοράς για την κλιματική μετάβαση και ευθυγραμμισμένοι με τη συμφωνία του Παρισιού ενωσιακοί δείκτες αναφοράς

1.  
Οι απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα III εφαρμόζονται στην παροχή και τη συνεισφορά σε ενωσιακούς δείκτες αναφοράς για την κλιματική μετάβαση ή ευθυγραμμισμένους με τη συμφωνία του Παρισιού ενωσιακούς δείκτες αναφοράς, επιπροσθέτως ή προς υποκατάσταση των απαιτήσεων των τίτλων II, III και IV.
2.  

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 49 για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού διά της θεσπίσεως των ελαχίστων προτύπων για τους ενωσιακούς δείκτες αναφοράς για την κλιματική μετάβαση και για ευθυγραμμισμένους με τη συμφωνία του Παρισιού ενωσιακούς δείκτες αναφοράς, με σκοπό τον καθορισμό:

α) 

των κριτηρίων για την επιλογή των υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, τυχόν κριτηρίων αποκλεισμού για τα στοιχεία ενεργητικού,

β) 

των κριτηρίων και της μεθόδου στάθμισης των υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού στον δείκτη αναφοράς,

γ) 

του προσδιορισμού της τροχιάς απαλλαγής από ανθρακούχες εκπομπές για τους ενωσιακούς δείκτες αναφοράς για την κλιματική μετάβαση.

3.  
Ο διαχειριστής δεικτών αναφοράς που παρέχει έναν ενωσιακό δείκτη αναφοράς για την κλιματική μετάβαση ή έναν ευθυγραμμισμένο με τη συμφωνία του Παρισιού ενωσιακό δείκτη αναφοράς συμμορφώνεται προς τον παρόντα κανονισμό έως τις 30 Απριλίου 2020.

Άρθρο 19β

Απαιτήσεις για ενωσιακούς δείκτες αναφοράς για την κλιματική μετάβαση

Οι διαχειριστές των ενωσιακών δεικτών αναφοράς για την κλιματική μετάβαση επιλέγουν, σταθμίζουν ή εξαιρούν τα υποκείμενα στοιχεία ενεργητικού που εκδίδονται από εταιρείες οι οποίες ακολουθούν πορεία απαλλαγής από ανθρακούχες εκπομπές έως την 31η Δεκεμβρίου 2022, σύμφωνα με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

i) 

οι εταιρείες γνωστοποιούν μετρήσιμους και χρονικά προσδιορισμένους στόχους μείωσης των ανθρακούχων εκπομπών,

ii) 

οι εταιρείες γνωστοποιούν μείωση των ανθρακούχων εκπομπών που αναλύεται σε επίπεδο σχετικών θυγατρικών επιχειρήσεων,

iii) 

οι εταιρείες γνωστοποιούν πληροφορίες σε ετήσια βάση σχετικά με την πρόοδο που σημειώνεται προς την επίτευξη των εν λόγω στόχων,

iv) 

οι δραστηριότητες σχετικά με τα υποκείμενα στοιχεία ενεργητικού δεν θίγουν σημαντικά άλλους στόχους ΠΚΔ.

Άρθρο 19γ

Εξαιρέσεις για ενωσιακούς δείκτες αναφοράς για την κλιματική μετάβαση

1.  
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεως σύμφωνα με το άρθρο 49 για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού διά της επισημάνσεως, όσον αφορά τους ενωσιακούς δείκτες αναφοράς ευθυγραμμισμένους με τη συμφωνία του Παρισιού, των τομέων που θα εξαιρούνται διότι δεν έχουν μετρήσιμους και χρονικά προσδιορισμένους στόχους μείωσης των ανθρακούχων εκπομπών που να ευθυγραμμίζονται με τους στόχους της συμφωνίας του Παρισιού. Η εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξη εκδίδεται από την Επιτροπή μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2021 και ενημερώνεται κάθε τρία έτη.
2.  
Κατά την εκπόνηση της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις εργασίες της ομάδας τεχνικών εμπειρογνωμόνων για τη βιώσιμη χρηματοδότηση.

Άρθρο 19δ

Προσπάθεια παροχής ενωσιακών δεικτών αναφοράς για την κλιματική μετάβαση

Έως την 1η Ιανουαρίου 2022, οι διαχειριστές που βρίσκονται στην Ένωση και παρέχουν σημαντικούς δείκτες αναφοράς οι οποίοι προσδιορίζονται βάσει της αξίας ενός ή περισσότερων υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού ή τιμών επιδιώκουν την παροχή ενός η περισσότερων ενωσιακών δεικτών αναφοράς για την κλιματική μετάβαση.

▼B

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας

Άρθρο 20

Δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας

1.  

Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 50 παράγραφος 2, για την κατάρτιση και την αναθεώρηση τουλάχιστον ανά διετία καταλόγου δεικτών αναφοράς παρεχόμενων από διαχειριστές ευρισκόμενους εντός της Ένωσης, που είναι κρίσιμης σημασίας, εφόσον πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

ο δείκτης αναφοράς χρησιμοποιείται άμεσα ή έμμεσα στο πλαίσιο συνδυασμού δεικτών αναφοράς σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα ή χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, συνολικής αξίας τουλάχιστον 500 δισεκατ. EUR στη βάση όλου του φάσματος ληκτοτήτων ή διαρκειών ισχύος του δείκτη αναφοράς, όπου έχει εφαρμογή·

β) 

ο δείκτης αναφοράς βασίζεται στην υποβολή δεδομένων από συνεισφέροντες που βρίσκονται στην πλειονότητά τους σε ένα κράτος μέλος και αναγνωρίζεται ως κρίσιμης σημασίας στο συγκεκριμένο κράτος μέλος σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στις παραγράφους 2, 3, 4 και 5 του παρόντος άρθρου·

γ) 

ο δείκτης αναφοράς πληροί όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

i) 

ο δείκτης αναφοράς χρησιμοποιείται άμεσα ή έμμεσα στο πλαίσιο συνδυασμού δεικτών αναφοράς σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα ή χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων συνολικής αξίας τουλάχιστον 400 δισεκατ. EUR στη βάση όλου του φάσματος ληκτοτήτων ή διαρκειών ισχύος του δείκτη αναφοράς, όπου έχει εφαρμογή, η οποία όμως δεν υπερβαίνει την αξία που καθορίζεται στο στοιχείο α)·

ii) 

δεν υπάρχουν ή υπάρχουν ελάχιστα κατάλληλα αγορακεντρικά υποκατάστατα για τον δείκτη αναφοράς·

iii) 

στην περίπτωση που, αν ο δείκτης αναφοράς έπαυε να παρέχεται ή παρεχόταν στη βάση δεδομένων εισόδου που δεν είναι πλέον πλήρως αντιπροσωπευτικά για την υποκείμενη αγορά ή οικονομική πραγματικότητα ή στη βάση αναξιόπιστων δεδομένων εισόδου, θα υπήρχε σημαντικός αρνητικός αντίκτυπος στην ακεραιότητα των αγορών, στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στους καταναλωτές, στην πραγματική οικονομία ή στη χρηματοδότηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη.

Αν ο δείκτης αναφοράς πληροί τα κριτήρια του στοιχείου γ) σημεία ii) και iii) αλλά δεν πληροί το κριτήριο του στοιχείου γ) σημείο i), οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος ο διαχειριστής μπορούν να συμφωνήσουν ότι ο εν λόγω δείκτης αναφοράς θα πρέπει να αναγνωριστεί ως κρίσιμης σημασίας δυνάμει του παρόντος εδαφίου. Σε κάθε περίπτωση, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή έρχεται σε διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή αποφασίζει εάν ο δείκτης αναφοράς θα πρέπει να αναγνωριστεί ως κρίσιμης σημασίας δυνάμει του παρόντος εδαφίου, συνεκτιμώντας τους λόγους της διαφωνίας. Οι αρμόδιες αρχές, ή, σε περίπτωση διαφωνίας, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή διαβιβάζει την αξιολόγηση στην Επιτροπή. Μετά την παραλαβή της αξιολόγησης, η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστική πράξη σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο. Επιπλέον, σε περίπτωση διαφωνίας, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή διαβιβάζει την αξιολόγησή της στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να εκδώσει γνώμη.

▼M2

1α.  
Όταν η ΕΑΚΑΑ θεωρεί ότι ένας δείκτης αναφοράς πληροί όλα τα κριτήρια της παραγράφου 1 στοιχείο γ), υποβάλλει στην Επιτροπή τεκμηριωμένο αίτημα αναγνώρισης του εν λόγω δείκτη αναφοράς ως κρίσιμης σημασίας.

Η Επιτροπή, αφού παραλάβει το εν λόγω τεκμηριωμένο αίτημα, εκδίδει εκτελεστική πράξη σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει την αξιολόγησή της όσον αφορά την κρίσιμη σημασία του δείκτη αναφοράς τουλάχιστον ανά διετία και κοινοποιεί και διαβιβάζει την αξιολόγηση στην Επιτροπή.

▼B

2.  
Αν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) θεωρεί ότι ένας διαχειριστής που βρίσκεται υπό την εποπτεία της παρέχει έναν δείκτη αναφοράς που θα πρέπει να αναγνωριστεί ως κρίσιμος, ενημερώνει σχετικά την ΕΑΚΑΑ και της διαβιβάζει τεκμηριωμένη αξιολόγηση.
3.  

Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, η αρμόδια αρχή αξιολογεί κατά πόσον η παύση της παροχής του δείκτη ή η παροχή του στη βάση δεδομένων εισόδου ή ομάδας συνεισφερόντων που δεν αντιπροσωπεύουν πλέον την υποκείμενη αγορά ή οικονομική πραγματικότητα θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στην ακεραιότητα των αγορών, στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στους καταναλωτές, στην πραγματική οικονομία ή στη χρηματοδότηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στο κράτος μέλος της. Η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη στην αξιολόγησή της τα ακόλουθα:

α) 

την αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων και των χρηματοπιστωτικών συμβάσεων που αναφέρονται στον δείκτη αναφοράς και την αξία των επενδυτικών κεφαλαίων που αναφέρονται στον δείκτη αναφοράς για τη μέτρηση της απόδοσής τους εντός του κράτους μέλους και τη σημασία τους σε σχέση με τη συνολική αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων και των τρεχουσών χρηματοπιστωτικών συμβάσεων και τη συνολική αξία των επενδυτικών κεφαλαίων στο κράτος μέλος·

β) 

την αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων και των χρηματοπιστωτικών συμβάσεων που αναφέρονται στον δείκτη αναφοράς και την αξία των επενδυτικών κεφαλαίων που αναφέρονται στον δείκτη αναφοράς για τη μέτρηση της απόδοσής τους εντός του κράτους μέλους και τη σημασία τους ως προς το ακαθάριστο εθνικό προϊόν του κράτους μέλους·

γ) 

κάθε άλλο αριθμητικό στοιχείο για την αντικειμενική αξιολόγηση του δυνητικού αντίκτυπου που θα είχε η παύση ή η αναξιοπιστία του δείκτη αναφοράς στην ακεραιότητα των αγορών, στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στους καταναλωτές, στην πραγματική οικονομία ή στη χρηματοδότηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στο κράτος μέλος.

Η αρμόδια αρχή επανεξετάζει την αξιολόγησή της όσον αφορά την κρίσιμη σημασία του δείκτη αναφοράς τουλάχιστον ανά διετία και κοινοποιεί και διαβιβάζει τη νέα αξιολόγηση στην ΕΑΚΑΑ.

4.  
Μέσα σε έξι εβδομάδες από την παραλαβή της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, η ΕΑΚΑΑ εκδίδει γνώμη σχετικά με το αν η αξιολόγηση της αρμόδιας αρχής είναι σύμφωνη προς τις απαιτήσεις της παραγράφου 3 και διαβιβάζει τη γνώμη αυτή στην Επιτροπή μαζί με την αξιολόγηση της αρμόδιας αρχής.
5.  
Η Επιτροπή, αφού παραλάβει τη γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 4, θεσπίζει εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με την παράγραφο 1.
6.  

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 49, προκειμένου:

α) 

να καθορίζει τον τρόπο αξιολόγησης του ονομαστικού ποσού χρηματοπιστωτικών μέσων άλλων από τα παράγωγα, του ονομαστικού ποσού των παραγώγων και της καθαρής αξίας ενεργητικού των επενδυτικών κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης έμμεσης σύνδεσης με δείκτη αναφοράς στο πλαίσιο συνδυασμού δεικτών αναφοράς, προκειμένου να συγκριθούν με τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 24 παράγραφος 1 στοιχείο α)·

β) 

να επανεξετάζει τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό των κατώτατων ορίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου υπό το φως των εξελίξεων στην αγορά, της πορείας των τιμών και των ρυθμιστικών εξελίξεων, καθώς και την καταλληλότητα της κατάταξης δεικτών αναφοράς με συνολική αξία σε αναφερόμενα στον δείκτη χρηματοπιστωτικά μέσα, χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή επενδυτικά κεφάλαια κοντά στο κατώτατο όριο· η επανεξέταση αυτή πραγματοποιείται τουλάχιστον ανά διετία από την 1η Ιανουαρίου 2018·

γ) 

να καθορίζει τον τρόπο εφαρμογής των κριτηρίων που αναφέρονται στο στοιχείο γ) σημείο iii) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα που συμβάλλουν στην αντικειμενική εκτίμηση του δυνητικού αντίκτυπου της παύσης ή της αναξιοπιστίας του δείκτη αναφοράς στην ακεραιότητα των αγορών, στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στους καταναλωτές, στην πραγματική οικονομία ή στη χρηματοδότηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη.

Όπου έχει εφαρμογή, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις σχετικές εξελίξεις στην αγορά ή στην τεχνολογία.

Άρθρο 21

Υποχρεωτική διαχείριση δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας

1.  

Αν ένας διαχειριστής δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας σκοπεύει να παύσει να παρέχει τον συγκεκριμένο δείκτη αναφοράς, ο διαχειριστής:

α) 

ενημερώνει πάραυτα την αρμόδια αρχή· και

β) 

εντός τεσσάρων εβδομάδων από την ανωτέρω ενημέρωση υποβάλλει αξιολόγηση του τρόπου με τον οποίο ο δείκτης αναφοράς:

i) 

πρόκειται να μεταβιβαστεί σε νέο διαχειριστή· ή

ii) 

πρόκειται να παύσει να παρέχεται, λαμβάνοντας υπόψη τη διαδικασία που καθιερώνεται με το άρθρο 28 παράγραφος 1.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β) ο διαχειριστής δεν παύει την παροχή του δείκτη αναφοράς.

▼M2

2.  

Κατόπιν παραλαβής της αξιολόγησης του διαχειριστή που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή:

α) 

ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ και το συλλογικό όργανο που συστήνεται σύμφωνα με το άρθρο 46·

β) 

προβαίνει μέσα σε τέσσερις εβδομάδες σε δική της αξιολόγηση όσον αφορά τον τρόπο μεταβίβασης του δείκτη αναφοράς σε νέο διαχειριστή ή παύσης της παροχής του δείκτη, λαμβάνοντας υπόψη τη διαδικασία που καθιερώνεται με το άρθρο 28 παράγραφος 1.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο του στοιχείου β) ο διαχειριστής δεν παύει την παροχή του δείκτη αναφοράς χωρίς τη γραπτή συναίνεση της ΕΑΚΑΑ ή της αρμόδιας αρχής, κατά περίπτωση.

▼B

3.  

Μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης της παραγράφου 2 στοιχείο β), η αρμόδια αρχή έχει την εξουσία να επιβάλει στον διαχειριστή να συνεχίσει να δημοσιεύει τον δείκτη αναφοράς έως ότου:

α) 

μεταβιβαστεί η παροχή του δείκτη αναφοράς σε νέο διαχειριστή·

β) 

καταστεί δυνατή η παύση της παροχής του δείκτη αναφοράς με συντεταγμένο τρόπο· ή

γ) 

ο δείκτης αναφοράς να μην είναι πλέον κρίσιμης σημασίας.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η περίοδος κατά την οποία η αρμόδια αρχή μπορεί να υποχρεώσει τον διαχειριστή να συνεχίσει να δημοσιεύει τον δείκτη αναφοράς δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες.

▼M1

Έως το τέλος της περιόδου αυτής, η αρμόδια αρχή επανεξετάζει την απόφασή της να υποχρεώσει τον διαχειριστή να συνεχίσει να δημοσιεύει τον δείκτη αναφοράς και μπορεί, όταν είναι αναγκαίο, να παρατείνει τη χρονική περίοδο έως 12 μήνες. Η μέγιστη περίοδος υποχρεωτικής διαχείρισης δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη.

▼B

4.  
Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, σε περίπτωση εκκαθάρισης του διαχειριστή δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας λόγω διαδικασιών αφερεγγυότητας, η αρμόδια αρχή αξιολογεί αν και με ποιον τρόπο ο δείκτης αναφοράς κρίσιμης σημασίας μπορεί να μεταβιβαστεί σε νέο διαχειριστή ή να πάψει να παρέχεται με συντεταγμένο τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη τη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 1.

▼M2

5.  
Η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τα κριτήρια στα οποία πρέπει να βασίζεται η αξιολόγηση που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Οκτωβρίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼B

Άρθρο 22

Περιορισμός της ισχύος των διαχειριστών δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας στην αγορά

Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου περί ανταγωνισμού, κατά την παροχή δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας ο διαχειριστής προβαίνει στις κατάλληλες ενέργειες προκειμένου να εξασφαλίσει ότι οι άδειες και οι πληροφορίες για τον δείκτη αναφοράς παρέχονται σε όλους τους χρήστες σε δίκαιη, εύλογη, διαφανή και αμερόληπτη βάση.

Άρθρο 23

Υποχρεωτική συνεισφορά σε δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας

1.  
Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας με βάση στοιχεία υποβαλλόμενα από συνεισφέροντες που είναι στην πλειονότητά τους εποπτευόμενες οντότητες.
2.  
Οι διαχειριστές ενός ή περισσοτέρων δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας υποβάλλουν ανά διετία στην αρμόδια αρχή τους αξιολόγηση της ικανότητας κάθε δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας που παρέχουν για τη μέτρηση της υποκείμενης αγοράς ή της οικονομικής πραγματικότητας.

▼M2

3.  
Ένας εποπτευόμενος συνεισφέρων σε δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας που προτίθεται να παύσει να συνεισφέρει δεδομένα εισόδου ενημερώνει αμέσως σχετικά τον διαχειριστή γραπτώς. Ο διαχειριστής ενημερώνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση την αρμόδια αρχή του.

Η αρμόδια αρχή του διαχειριστή του δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας ενημερώνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση την αρμόδια αρχή του εν λόγω εποπτευόμενου συνεισφέροντος και, κατά περίπτωση, την ΕΑΚΑΑ. Ο διαχειριστής υποβάλλει στην αρμόδια αρχή του αξιολόγηση των συνεπειών για την ικανότητα του δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας να μετρά την υποκείμενη αγορά ή οικονομική πραγματικότητα το συντομότερο δυνατόν, αλλά όχι αργότερα από 14 ημέρες μετά την κοινοποίηση του εποπτευόμενου συνεισφέροντος.

4.  
Μόλις λάβει την αξιολόγηση που αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή, κατά περίπτωση, ενημερώνει αμέσως την ΕΑΚΑΑ ή το συλλογικό όργανο που συστήνεται δυνάμει του άρθρου 46 και, με βάση την αξιολόγηση αυτή, προβαίνει σε δική της αξιολόγηση της ικανότητας του δείκτη αναφοράς να μετρά την υποκείμενη αγορά ή οικονομική πραγματικότητα, λαμβάνοντας υπόψη τη διαδικασία του διαχειριστή για την παύση του δείκτη αναφοράς σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 1.

▼B

5.  
Από την ημερομηνία κατά την οποία κοινοποιήθηκε στην αρμόδια αρχή του διαχειριστή η πρόθεση των συνεισφερόντων να παύσουν να συνεισφέρουν δεδομένα εισόδου και έως ότου ολοκληρώσει την αξιολόγησή της σύμφωνα με την παράγραφο 4, η αρμόδια αρχή έχει την εξουσία να απαιτεί από τους συνεισφέροντες που προέβησαν στην κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 3 να συνεχίσουν να συνεισφέρουν με δεδομένα εισόδου, σε κάθε περίπτωση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις τέσσερις εβδομάδες, χωρίς να επιβάλει στις εποπτευόμενες οντότητες υποχρέωση διαπραγμάτευσης ή δέσμευσης για διαπραγμάτευση.
6.  

Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή, μετά την περίοδο που καθορίζεται στην παράγραφο 5 και με βάση την ιδία αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 4, θεωρεί ότι διακυβεύεται η αντιπροσωπευτικότητα δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας, έχει την εξουσία:

α) 

να απαιτεί από τις εποπτευόμενες οντότητες που επιλέγονται σύμφωνα με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένων οντοτήτων που δεν συνεισφέρουν ήδη στον συγκεκριμένο δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας, να συνεισφέρουν με δεδομένα εισόδου στον διαχειριστή σύμφωνα με τη μεθοδολογία του, τον κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στο άρθρο 15 και άλλους κανόνες. Η απαίτηση αυτή τίθεται σε ισχύ για κατάλληλη χρονική περίοδο η οποία δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία ελήφθη η αρχική απόφαση για υποχρεωτική συνεισφορά δυνάμει της παραγράφου 5 ή, για εκείνες τις οντότητες που δεν συνεισφέρουν ακόμα, από την ημερομηνία κατά την οποία ελήφθη η απόφαση για υποχρεωτική συνεισφορά δυνάμει του παρόντος στοιχείου·

β) 

να παρατείνει την περίοδο υποχρεωτικής συνεισφοράς κατά κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες, κατόπιν επανεξέτασης σύμφωνα με την παράγραφο 9 τυχόν μέτρων που ελήφθησαν δυνάμει του στοιχείου α) της παρούσας παραγράφου·

γ) 

να καθορίζει τη μορφή με την οποία παρέχονται τα δεδομένα εισόδου και την προθεσμία συνεισφοράς τους, χωρίς να επιβάλλει υποχρέωση διαπραγμάτευσης ή δέσμευσης διαπραγμάτευσης στις εποπτευόμενες οντότητες·

δ) 

να απαιτεί από τον διαχειριστή να τροποποιεί τη μεθοδολογία, τον κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στο άρθρο 15 ή άλλους κανόνες του δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας.

▼M1

Η μέγιστη περίοδος υποχρεωτικής συνεισφοράς δυνάμει του πρώτου εδαφίου στοιχεία α) και β) δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη.

▼B

7.  
Για τους σκοπούς της παραγράφου 6, οι εποπτευόμενες οντότητες που υποχρεούνται να συνεισφέρουν δεδομένα εισόδου επιλέγονται από την αρμόδια αρχή του διαχειριστή, σε στενή συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές των εποπτευόμενων οντοτήτων, βάσει του μεγέθους της πραγματικής και της δυνητικής συμμετοχής της εποπτευόμενης οντότητας στην αγορά που ο δείκτης αναφοράς επιδιώκει να μετρήσει.
8.  
Η αρμόδια αρχή ενός εποπτευόμενου συνεισφέροντα ο οποίος υποχρεώθηκε να συνεισφέρει σε δείκτη αναφοράς μέσω της λήψης μέτρων δυνάμει της παραγράφου 6 στοιχείο α), β) ή γ) συνεργάζεται με την αρμόδια αρχή του διαχειριστή στην επιβολή των εν λόγω μέτρων.
9.  

Έως το τέλος της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 6 πρώτο εδάφιο στοιχείο α), η αρμόδια αρχή του διαχειριστή επανεξετάζει τα μέτρα που λήφθηκαν δυνάμει της παραγράφου 6. Ανακαλεί οποιοδήποτε από αυτά για το οποίο κρίνει ότι:

α) 

είναι πιθανό οι συνεισφέροντες να εξακολουθήσουν να συνεισφέρουν δεδομένα εισόδου για τουλάχιστον ένα έτος σε περίπτωση ανάκλησης του μέτρου, γεγονός που αποδεικνύεται τουλάχιστον με:

i) 

γραπτή δέσμευση από τους συνεισφέροντες προς τον διαχειριστή και την αρμόδια αρχή για τη συνέχιση συνεισφοράς των δεδομένων εισόδου στον δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας για τουλάχιστον ένα έτος, σε περίπτωση ανάκλησης του μέτρου·

ii) 

γραπτή έκθεση από τον διαχειριστή προς την αρμόδια αρχή με την οποία τεκμηριώνεται η εκτίμησή του ότι εξασφαλίζεται η συνεχής βιωσιμότητα του δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας μετά την ανάκληση της εξουσίας περί υποχρεωτικής συνεισφοράς·

β) 

η παροχή του δείκτη αναφοράς μπορεί να συνεχίσει και μετά την παύση της συνεισφοράς δεδομένων εισόδου από τους υποχρεωτικά συνεισφέροντες·

γ) 

υπάρχει αποδεκτός υποκατάστατος δείκτης αναφοράς και οι χρήστες του δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας μπορούν να μεταβούν σε αυτόν με ελάχιστο κόστος, γεγονός που αποδεικνύεται τουλάχιστον με γραπτή έκθεση από τον διαχειριστή στην οποία αναλύονται διεξοδικά τα μέσα μετάβασης σε υποκατάστατο δείκτη αναφοράς, η ικανότητα των χρηστών να μεταβούν στον δείκτη αυτόν, καθώς και το κόστος με το οποίο θα επιβαρυνθούν· ή

δ) 

δεν μπορούν να εντοπιστούν κατάλληλοι εναλλακτικοί συνεισφέροντες, και η διακοπή των συνεισφορών από τις οικείες εποπτευόμενες οντότητες θα αποδυνάμωνε τον δείκτη αναφοράς σε βαθμό που να καθιστά αναγκαία την παύση του.

▼M1

10.  
Σε περίπτωση παύσης της παροχής ενός δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας, κάθε εποπτευόμενος συνεισφέρων στον εν λόγω δείκτη αναφοράς εξακολουθεί να συνεισφέρει δεδομένα εισόδου για χρονική περίοδο που καθορίζεται από την αρμόδια αρχή, χωρίς ωστόσο να υπερβαίνει τη μέγιστη προθεσμία πέντε ετών που καθορίζεται στην παράγραφο 6 δεύτερο εδάφιο.

▼B

11.  
Ο διαχειριστής ενημερώνει την οικεία αρμόδια αρχή σε περίπτωση που οποιοσδήποτε συνεισφέρων παραβεί τις απαιτήσεις της παραγράφου 6 μόλις τούτο καταστεί ευλόγως δυνατόν.
12.  
Αν ένας δείκτης αναφοράς θεωρηθεί ότι είναι κρίσιμης σημασίας σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 20 παράγραφοι 2, 3, 4 και 5, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή έχει την εξουσία να απαιτήσει δεδομένα εισόδου σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου και τα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου αποκλειστικά από εποπτευόμενους συνεισφέροντες ευρισκόμενους στο δικό της κράτος μέλος.

▼M3

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4Α

Καταστατική αντικατάσταση ενός δείκτη αναφοράς

Άρθρο 23α

Πεδίο εφαρμογής της καταστατικής αντικατάστασης ενός δείκτη αναφοράς

Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται:

α) 

σε κάθε σύμβαση ή χρηματοπιστωτικό μέσο, όπως ορίζεται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ, που αναφέρεται σε δείκτη αναφοράς και διέπεται από το δίκαιο ενός από τα κράτη μέλη· και

β) 

σε κάθε σύμβαση, τα συμβαλλόμενα μέρη της οποίας είναι όλα εγκατεστημένα στην Ένωση, που αναφέρεται σε δείκτη αναφοράς και υπόκειται στο δίκαιο τρίτης χώρας, και όταν το εν λόγω δίκαιο δεν προβλέπει ομαλή σταδιακή κατάργηση ενός δείκτη αναφοράς.

Άρθρο 23β

Αντικατάσταση ενός δείκτη αναφοράς από το ενωσιακό δίκαιο

1.  

Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται:

α) 

σε δείκτες αναφοράς που έχουν χαρακτηριστεί ως κρίσιμης σημασίας με εκτελεστική πράξη που έχει εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 20 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή γ)·

β) 

σε δείκτες αναφοράς που βασίζονται στη συνεισφορά δεδομένων εισόδου, εάν η παύση ή η σταδιακή κατάργησή τους θα διατάρασσε σημαντικά τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών της Ένωσης· και

γ) 

σε δείκτες αναφοράς τρίτων χωρών, εάν η παύση ή η σταδιακή κατάργησή τους θα διατάρασσε σημαντικά τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών της Ένωσης ή θα συνεπαγόταν συστημικό κίνδυνο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης.

2.  

Η Επιτροπή δύναται να ορίσει έναν ή περισσότερους δείκτες αναφοράς αντικατάστασης για έναν δείκτη αναφοράς, υπό την προϋπόθεση ότι έχει επέλθει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα γεγονότα:

α) 

η αρμόδια αρχή για τον διαχειριστή του εν λόγω δείκτη αναφοράς έχει εκδώσει δημόσια δήλωση, ή έχει δημοσιεύσει πληροφορίες, όπου ανακοινώνεται ότι ο εν λόγω δείκτης αναφοράς δεν αντικατοπτρίζει πλέον την υποκείμενη αγορά ή οικονομική πραγματικότητα. Στην περίπτωση δείκτη αναφοράς που έχει χαρακτηριστεί ως κρίσιμης σημασίας με εκτελεστική πράξη που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχεία α) ή γ), η αρμόδια αρχή προβαίνει σε ανακοίνωση μόνον όταν, μετά την άσκηση των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 23, ο δείκτης αναφοράς εξακολουθεί να μην αντικατοπτρίζει την υποκείμενη αγορά ή οικονομική πραγματικότητα·

β) 

ο διαχειριστής του εν λόγω δείκτη αναφοράς, ή πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του εν λόγω διαχειριστή, έχει εκδώσει δημόσια δήλωση ή έχει δημοσιεύσει πληροφορίες, ή έχει εκδοθεί δημόσια δήλωση αυτού του είδους ή έχουν δημοσιευτεί πληροφορίες αυτού του είδους, όπου ανακοινώνεται ότι ο διαχειριστής θα ξεκινήσει την ομαλή σταδιακή κατάργηση του εν λόγω δείκτη αναφοράς ή θα παύσει να παρέχει τον εν λόγω δείκτη αναφοράς εξολοκλήρου ή σε ορισμένες από τις διάρκειες ισχύος ή ορισμένα από τα νομίσματα για τα οποία υπολογίζεται ο εν λόγω δείκτης αναφοράς σε μόνιμη βάση ή επ’ αόριστον, υπό την προϋπόθεση ότι, κατά τον χρόνο έκδοσης της δήλωσης ή της δημοσίευσης των πληροφοριών, δεν υφίσταται διάδοχος του διαχειριστή ο οποίος θα συνεχίσει να παρέχει τον εν λόγω δείκτη αναφοράς·

γ) 

η αρμόδια αρχή για τον διαχειριστή του εν λόγω δείκτη αναφοράς ή οποιαδήποτε οντότητα με αρμοδιότητα άσκησης μέτρων αφερεγγυότητας ή εξυγίανσης επί του διαχειριστή αυτού έχει εκδώσει δημόσια δήλωση ή έχει δημοσιεύσει πληροφορίες όπου δηλώνεται ότι ο εν λόγω διαχειριστής θα ξεκινήσει την ομαλή σταδιακή κατάργηση του εν λόγω δείκτη αναφοράς ή θα παύσει να παρέχει τον εν λόγω δείκτη αναφοράς εξολοκλήρου ή σε ορισμένες από τις διάρκειες ισχύος ή ορισμένα από τα νομίσματα για τα οποία υπολογίζεται ο εν λόγω δείκτης αναφοράς, σε μόνιμη βάση ή επ’ αόριστον, υπό την προϋπόθεση ότι κατά τον χρόνο έκδοσης της δήλωσης ή της δημοσίευσης των πληροφοριών δεν υφίσταται διάδοχος του διαχειριστή ο οποίος θα συνεχίσει να παρέχει τον εν λόγω δείκτη αναφοράς· ή

δ) 

η αρμόδια αρχή για τον διαχειριστή του εν λόγω δείκτη αναφοράς ανακαλεί ή αναστέλλει την άδεια σύμφωνα με το άρθρο 35, ή την αναγνώριση σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 8 ή απαιτεί την παύση της προσυπογραφής σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 6, υπό την προϋπόθεση ότι κατά τον χρόνο της ανάκλησης ή αναστολής ή παύσης της προσυπογραφής δεν υφίσταται διάδοχος του διαχειριστή ο οποίος θα συνεχίσει να παρέχει τον εν λόγω δείκτη αναφοράς και ο διαχειριστής του θα ξεκινήσει την ομαλή σταδιακή κατάργηση του εν λόγω δείκτη αναφοράς ή θα παύσει να παρέχει τον εν λόγω δείκτη αναφοράς εξολοκλήρου ή σε ορισμένες από τις διάρκειες ισχύος ή ορισμένα από τα νομίσματα για τα οποία υπολογίζεται ο εν λόγω δείκτης αναφοράς, σε μόνιμη βάση ή επ’ αόριστον.

3.  

Για τους σκοπούς της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, το υποκατάστατο για δείκτη αναφοράς αντικαθιστά όλες τις αναφορές στον εν λόγω δείκτη αναφοράς σε συμβάσεις και χρηματοπιστωτικά μέσα, όπως αναφέρονται στο άρθρο 23α, όταν οι εν λόγω συμβάσεις και χρηματοπιστωτικά μέσα δεν περιλαμβάνουν:

α) 

εφεδρική διάταξη· ή

β) 

κατάλληλες εφεδρικές διατάξεις.

4.  

Για τον σκοπό της παραγράφου 3 στοιχείο β), μια εφεδρική διάταξη θεωρείται ακατάλληλη εάν:

α) 

δεν προβλέπει μόνιμο υποκατάστατο για τον υπό παύση δείκτη αναφοράς· ή

β) 

για την εφαρμογή της απαιτείται συγκατάθεση από τρίτα μέρη τα οποία αρνήθηκαν να δώσουν τη συγκατάθεσή τους· ή

γ) 

προβλέπει υποκατάστατο για δείκτη αναφοράς που δεν αντικατοπτρίζει πλέον ή αποκλίνει σημαντικά από την υποκείμενη αγορά ή την οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας προοριζόταν ο υπό παύση δείκτης αναφοράς, και η εφαρμογή του θα μπορούσε να έχει αρνητικό αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

5.  

Το υποκατάστατο για δείκτη αναφοράς που συμφωνείται συμβατικά ως εφεδρικό επιτόκιο δεν αντικατοπτρίζει πλέον ή αποκλίνει σημαντικά από την υποκείμενη αγορά ή την οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας προοριζόταν ο υπό παύση δείκτης αναφοράς, και θα μπορούσε να έχει αρνητικό αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, όταν:

α) 

αυτό έχει διαπιστωθεί από την αρμόδια εθνική αρχή βάσει οριζόντιας αξιολόγησης συγκεκριμένου τύπου συμβατικής ρύθμισης η οποία διενεργήθηκε κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος τουλάχιστον ενός ενδιαφερόμενου μέρους και κατόπιν διαβούλευσης με τα οικεία ενδιαφερόμενα μέρη·

β) 

κατόπιν αξιολόγησης σύμφωνα με το στοιχείο α), ένα από τα μέρη της σύμβασης ή του χρηματοπιστωτικού μέσου έχει διατυπώσει την αντίρρησή του στη συμβατικά συμφωνηθείσα εφεδρική διάταξη το αργότερο τρεις μήνες πριν από την παύση του δείκτη αναφοράς· και

γ) 

έπειτα από την αντίρρηση που διατυπώθηκε σύμφωνα με το στοιχείο β), τα μέρη της σύμβασης ή του χρηματοπιστωτικού μέσου δεν έχουν συμφωνήσει σε εναλλακτικό υποκατάστατο για το δείκτη αναφοράς το αργότερο μία εργάσιμη ημέρα πριν από την παύση του εν λόγω δείκτη αναφοράς.

6.  
Για τους σκοπούς της παραγράφου 4 στοιχείο γ), η αρμόδια εθνική αρχή ενημερώνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ σχετικά με την αξιολόγησή της που αναφέρεται στην παράγραφο 5 στοιχείο α). Σε περίπτωση που η αξιολόγηση θα μπορούσε να επηρεάσει οντότητες σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, διενεργείται από κοινού από τις αρμόδιες αρχές όλων των εν λόγω κρατών μελών.
7.  
Τα κράτη μέλη ορίζουν μια αρμόδια αρχή, η οποία είναι σε θέση να διενεργήσει την αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 5 στοιχείο α). Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ σχετικά με τον καθορισμό των αρμόδιων αρχών έως τις 14 Αυγούστου 2021.
8.  
Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό ενός ή περισσότερων υποκατάστατων για δείκτη αναφοράς σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 50 παράγραφος 2, εφόσον έχει επέλθει οποιοδήποτε από τα γεγονότα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.
9.  

Η εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 8 περιλαμβάνει τα εξής:

α) 

το υποκατάστατο ή τα υποκατάστατα για δείκτη αναφοράς·

β) 

το προσαρμοσμένο περιθώριο, συμπεριλαμβανομένης της μεθόδου για τον προσδιορισμό του εν λόγω προσαρμοσμένου περιθωρίου, που πρόκειται να εφαρμοστεί στο υποκατάστατο για δείκτη αναφοράς που τίθεται σε παύση κατά την ημερομηνία αντικατάστασης για κάθε συγκεκριμένη διάρκεια, προκειμένου να συνεκτιμηθούν οι επιπτώσεις της μετάβασης ή της αλλαγής από τον δείκτη αναφοράς που πρόκειται να καταργηθεί σταδιακά, στο υποκατάστατο αυτού·

γ) 

τις αντίστοιχες ουσιώδεις συμμορφούμενες αλλαγές που συνδέονται με τη χρήση ή την εφαρμογή υποκατάστατου για δείκτη αναφοράς και είναι ευλόγως αναγκαίες για την εν λόγω χρήση ή εφαρμογή· και

δ) 

την ημερομηνία από την οποία εφαρμόζεται το υποκατάστατο ή τα υποκατάστατα για δείκτη αναφοράς.

10.  
Κατά την έκδοση εκτελεστικής πράξης σύμφωνα με την παράγραφο 8, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη διαθέσιμες συστάσεις σχετικά με το υποκατάστατο για δείκτη αναφοράς, τις αντίστοιχες συμμορφούμενες αλλαγές και το προσαρμοσμένο περιθώριο που έχουν πραγματοποιηθεί από την κεντρική τράπεζα που είναι υπεύθυνη για τη νομισματική ζώνη στην οποία καταργείται σταδιακά ο σχετικός δείκτης αναφοράς ή από την ομάδα εργασίας εναλλακτικών επιτοκίων αναφοράς που λειτουργεί υπό την αιγίδα δημόσιων αρχών ή της κεντρικής τράπεζας. Πριν από την έκδοση της εκτελεστικής πράξης, η Επιτροπή διενεργεί δημόσια διαβούλευση και λαμβάνει υπόψη τις συστάσεις άλλων σχετικών ενδιαφερόμενων μερών, συμπεριλαμβανομένης της αρχής που είναι αρμόδια για τον διαχειριστή του δείκτη αναφοράς και της ΕΑΚΑΑ.
11.  
Με την επιφύλαξη της παραγράφου 5 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου, υποκατάστατο για δείκτη αναφοράς το οποίο ορίζεται από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται όταν όλα τα μέρη ή η απαιτούμενη πλειοψηφία μερών σύμβασης ή χρηματοπιστωτικού μέσου που αναφέρεται στο άρθρο 23α έχουν συμφωνήσει να εφαρμόσουν διαφορετικό υποκατάστατο για δείκτη αναφοράς είτε πριν είτε μετά την ημερομηνία εφαρμογής της εκτελεστικής πράξης που αναφέρεται στην παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 23γ

Αντικατάσταση ενός δείκτη αναφοράς από το εθνικό δίκαιο

1.  

Η εθνική αρμόδια αρχή κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η πλειονότητα των συνεισφερόντων δύναται να ορίσει ένα ή περισσότερα υποκατάστατα για δείκτη αναφοράς όπως αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο β), υπό την προϋπόθεση ότι έχει επέλθει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα γεγονότα:

α) 

η αρμόδια αρχή για τον διαχειριστή του εν λόγω δείκτη αναφοράς έχει εκδώσει δημόσια δήλωση, ή έχει δημοσιεύσει πληροφορίες, όπου ανακοινώνεται ότι ο εν λόγω δείκτης αναφοράς δεν αντικατοπτρίζει πλέον την υποκείμενη αγορά ή οικονομική πραγματικότητα. Η αρμόδια αρχή προβαίνει σε τέτοια ανακοίνωση μόνον όταν, μετά την άσκηση των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 23, ο δείκτης αναφοράς εξακολουθεί να μην αντικατοπτρίζει την υποκείμενη αγορά ή οικονομική πραγματικότητα·

β) 

ο διαχειριστής του εν λόγω δείκτη αναφοράς, ή πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του εν λόγω διαχειριστή, έχει εκδώσει δημόσια δήλωση ή έχει δημοσιεύσει πληροφορίες, ή έχει εκδοθεί δημόσια δήλωση αυτού του είδους ή έχουν δημοσιευτεί πληροφορίες αυτού του είδους, όπου ανακοινώνεται ότι ο εν λόγω διαχειριστής θα ξεκινήσει την ομαλή σταδιακή κατάργηση του εν λόγω δείκτη αναφοράς ή θα παύσει να παρέχει τον εν λόγω δείκτη αναφοράς εξολοκλήρου ή σε ορισμένες από τις διάρκειες ισχύος ή σε ορισμένα από τα νομίσματα για τα οποία υπολογίζεται ο εν λόγω δείκτης αναφοράς σε μόνιμη βάση ή επ’ αόριστον, υπό την προϋπόθεση ότι κατά τον χρόνο έκδοσης της δήλωσης ή της δημοσίευσης των πληροφοριών δεν υφίσταται διάδοχος του διαχειριστή ο οποίος θα συνεχίσει να παρέχει τον εν λόγω δείκτη αναφοράς·

γ) 

η αρμόδια αρχή για τον διαχειριστή του εν λόγω δείκτη αναφοράς ή οποιαδήποτε οντότητα με αρμοδιότητα άσκησης μέτρων αφερεγγυότητας ή εξυγίανσης επί του διαχειριστή του εν λόγω δείκτη αναφοράς έχει εκδώσει δημόσια δήλωση ή έχει δημοσιεύσει πληροφορίες όπου δηλώνεται ότι ο εν λόγω διαχειριστής του θα ξεκινήσει την ομαλή σταδιακή κατάργηση του εν λόγω δείκτη αναφοράς ή θα παύσει να παρέχει τον εν λόγω δείκτη αναφοράς εξολοκλήρου ή σε ορισμένες από τις διάρκειες ισχύος ή ορισμένα από τα νομίσματα για τα οποία υπολογίζεται ο εν λόγω δείκτης αναφοράς σε μόνιμη βάση ή επ’ αόριστον, υπό την προϋπόθεση ότι κατά τον χρόνο έκδοσης της δήλωσης ή της δημοσίευσης των πληροφοριών δεν υφίσταται διάδοχος του διαχειριστή ο οποίος θα συνεχίσει να παρέχει τον εν λόγω δείκτη αναφοράς· ή

δ) 

η αρμόδια αρχή για τον διαχειριστή του εν λόγω δείκτη αναφοράς ανακαλεί ή αναστέλλει την άδεια σύμφωνα με το άρθρο 35, υπό την προϋπόθεση ότι κατά τον χρόνο της ανάκλησης ή αναστολής δεν υφίσταται διάδοχος του διαχειριστή ο οποίος θα συνεχίσει να παρέχει τον εν λόγω δείκτη αναφοράς και ο διαχειριστής του θα ξεκινήσει την ομαλή σταδιακή κατάργηση του εν λόγω δείκτη αναφοράς ή θα παύσει να παρέχει τον εν λόγω δείκτη αναφοράς εξολοκλήρου ή σε ορισμένες από τις διάρκειες ισχύος ή ορισμένα από τα νομίσματα για τα οποία υπολογίζεται ο εν λόγω δείκτης αναφοράς, σε μόνιμη βάση ή επ’ αόριστον.

2.  
Όταν ένα κράτος μέλος ορίζει ένα ή περισσότερα υποκατάστατα για δείκτη αναφοράς σύμφωνα με την παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ.
3.  

Το υποκατάστατο για δείκτη αναφοράς αντικαθιστά όλες τις αναφορές στον εν λόγω δείκτη αναφοράς σε συμβάσεις και χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 23α, εφόσον πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

οι εν λόγω συμβάσεις ή τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα αναφέρονται στον υπό παύση δείκτη αναφοράς κατά την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής της εθνικής νομοθετικής πράξης που ορίζει το υποκατάστατο για δείκτη αναφοράς· και

β) 

οι εν λόγω συμβάσεις ή τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα δεν περιλαμβάνουν εφεδρική διάταξη ή περιλαμβάνουν εφεδρική διάταξη η οποία δεν προβλέπει μόνιμο υποκατάστατο για τον υπό παύση δείκτη αναφοράς.

4.  
Το υποκατάστατο για δείκτη αναφοράς το οποίο ορίζεται από αρμόδια αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται όταν όλα τα μέρη ή η απαιτούμενη πλειοψηφία μερών σύμβασης ή χρηματοπιστωτικού μέσου όπως αναφέρεται στο άρθρο 23α έχουν συμφωνήσει να εφαρμόσουν διαφορετικό υποκατάστατο για δείκτη αναφοράς είτε πριν είτε μετά την ημερομηνία εφαρμογής της σχετικής διάταξης του εθνικού δικαίου.

▼B

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Σημαντικοί δείκτες αναφοράς

Άρθρο 24

Σημαντικοί δείκτες αναφοράς

1.  

Δείκτης αναφοράς που δεν πληροί κάποια από τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 είναι σημαντικός όταν:

α) 

χρησιμοποιείται άμεσα ή έμμεσα στο πλαίσιο συνδυασμού δεικτών αναφοράς σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα ή χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων συνολικής μέσης αξίας τουλάχιστον 50 δισεκατ. EUR στη βάση όλου του φάσματος ληκτοτήτων ή διαρκειών ισχύος του δείκτη αναφοράς για περίοδο έξι μηνών, όπου έχει εφαρμογή· ή

β) 

δεν έχει ή έχει ελάχιστα αγορακεντρικά υποκατάστατα και, αν έπαυε να παρέχεται ή παρεχόταν στη βάση δεδομένων εισόδου που δεν είναι πλέον πλήρως αντιπροσωπευτικά για την υποκείμενη αγορά ή οικονομική πραγματικότητα ή αναξιόπιστων δεδομένων εισόδου, θα υπήρχε σημαντικός αρνητικός αντίκτυπος στην ακεραιότητα των αγορών, στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στους καταναλωτές, στην πραγματική οικονομία ή στη χρηματοδότηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη.

2.  
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 49 προκειμένου να επανεξετάζει τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του κατώτατου ορίου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου υπό το φως των εξελίξεων στην αγορά, της πορείας των τιμών και των ρυθμιστικών εξελίξεων, καθώς και την καταλληλότητα της κατάταξης δεικτών αναφοράς με συνολική αξία σε αναφερόμενα σε αυτούς χρηματοπιστωτικά μέσα, χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή επενδυτικά κεφάλαια, που προσεγγίζει το κατώτατο αυτό όριο. Η επανεξέταση αυτή πραγματοποιείται τουλάχιστον ανά διετία από την 1η Ιανουαρίου 2018.
3.  
Ο διαχειριστής ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή του όταν ο σημαντικός δείκτης αναφοράς του πέσει κάτω από το κατώτατο όριο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α).

Άρθρο 25

Εξαιρέσεις από ειδικές απαιτήσεις για τους σημαντικούς δείκτες αναφοράς

1.  
Ο διαχειριστής μπορεί να επιλέξει να μην εφαρμόσει σε αυτούς το άρθρο 4 παράγραφος 2, το άρθρο 4 παράγραφος 7 στοιχεία γ), δ) και ε), το άρθρο 11 παράγραφος 3 στοιχείο β) ή το άρθρο 15 παράγραφος 2 όσον αφορά τους σημαντικούς του δείκτες αναφοράς, αν ο εν λόγω διαχειριστής θεωρεί ότι η εφαρμογή μιας ή περισσοτέρων από τις διατάξεις αυτές θα μπορούσε να είναι δυσανάλογη σε σχέση με τη φύση ή τον αντίκτυπο των δεικτών αναφοράς ή το μέγεθος του διαχειριστή.
2.  
Σε περίπτωση που ο διαχειριστής αποφασίσει να μην εφαρμόσει μία ή περισσότερες από τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή και της παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες επιβεβαιώνοντας την εκτίμησή του ότι η εφαρμογή μιας ή περισσοτέρων από αυτές τις διατάξεις θα ήταν δυσανάλογη σε σχέση με τη φύση ή τον αντίκτυπο των δεικτών αναφοράς ή το μέγεθος του διαχειριστή.
3.  

Η αρμόδια αρχή μπορεί να αποφασίσει ότι ο διαχειριστής του σημαντικού δείκτη αναφοράς πρέπει ωστόσο να εφαρμόσει μία ή περισσότερες από τις απαιτήσεις του άρθρου 4 παράγραφος 2, του άρθρου 4 παράγραφος 7 στοιχεία γ), δ) και ε), του άρθρου 11 παράγραφος 3 στοιχείο β) και του άρθρου 15 παράγραφος 2, αν το κρίνει σκόπιμο σε σχέση με τη φύση ή τον αντίκτυπο των δεικτών αναφοράς ή το μέγεθος του διαχειριστή. Στην αξιολόγησή της η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη, με βάση τις πληροφορίες που παρέχει ο διαχειριστής, τα ακόλουθα κριτήρια:

α) 

την τρωτότητα του δείκτη αναφοράς όσον αφορά την παραποίηση·

β) 

τη φύση των δεδομένων εισόδου·

γ) 

το επίπεδο των συγκρούσεων συμφερόντων·

δ) 

τον βαθμό διακριτικής ευχέρειας του διαχειριστή·

ε) 

τον αντίκτυπο του δείκτη αναφοράς στις αγορές·

στ) 

τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα της παροχής του δείκτη αναφοράς·

ζ) 

τη σημασία του δείκτη αναφοράς για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα·

η) 

την αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων, των χρηματοπιστωτικών συμβάσεων ή των επενδυτικών κεφαλαίων που αναφέρονται στον συγκεκριμένο δείκτη αναφοράς·

θ) 

το μέγεθος, την οργανωτική μορφή ή τη διάρθρωση του διαχειριστή.

4.  
Μέσα σε 30 ημέρες από την παραλαβή της κοινοποίησης από διαχειριστή σύμφωνα με την παράγραφο 2, η αρμόδια αρχή κοινοποιεί στον εν λόγω διαχειριστή την απόφασή της να εφαρμόσει πρόσθετες απαιτήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 3. Αν η κοινοποίηση προς την αρμόδια αρχή γίνει κατά τη διάρκεια διαδικασίας αδειοδότησης ή καταχώρισης, ισχύουν οι προθεσμίες που καθορίζονται στο άρθρο 34.
5.  
Κατά την άσκηση των εποπτικών εξουσιών της σύμφωνα με το άρθρο 41, η εποπτική αρχή επανεξετάζει τακτικά την ισχύ της αξιολόγησής της σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.
6.  
Αν η αρμόδια αρχή έχει βάσιμους λόγους να θεωρεί ότι οι πληροφορίες που της υποβλήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου είναι ελλιπείς ή ότι απαιτούνται συμπληρωματικές πληροφορίες, η προθεσμία των 30 ημερών που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου υπολογίζεται μόνον από την ημερομηνία κατά την οποία οι συμπληρωματικές αυτές πληροφορίες διαβιβάστηκαν από τον διαχειριστή, εκτός εάν οι προθεσμίες του άρθρου 34 εφαρμόζονται δυνάμει της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.
7.  
Σε περίπτωση που διαχειριστής σημαντικού δείκτη αναφοράς δεν συμμορφώνεται προς μία ή περισσότερες από τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2, στο άρθρο 4 παράγραφος 7 στοιχεία γ), δ) και ε), στο άρθρο 11 παράγραφος 3 στοιχείο β) και στο άρθρο 15 παράγραφος 2, δημοσιεύει και τηρεί δήλωση συμμόρφωσης στην οποία αναφέρει σαφώς τους λόγους για τους οποίους είναι σκόπιμο ο συγκεκριμένος διαχειριστής να μη συμμορφώνεται προς τις εν λόγω διατάξεις.
8.  
Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για την ανάπτυξη υποδείγματος της δήλωσης συμμόρφωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 7.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο το αργότερο μέχρι την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

9.  
Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με τα οποία εξειδικεύονται περαιτέρω τα κριτήρια της παραγράφου 3.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Μη σημαντικοί δείκτες αναφοράς

Άρθρο 26

Μη σημαντικοί δείκτες αναφοράς

1.  
Ο διαχειριστής μπορεί να επιλέξει να μην εφαρμόσει σε αυτούς το άρθρο 4 παράγραφος 2, το άρθρο 4 παράγραφος 7 στοιχεία γ), δ) και ε), το άρθρο 4 παράγραφος 8, το άρθρο 5 παράγραφοι 2, 3 και 4, το άρθρο 6 παράγραφοι 1, 3 και 5, το άρθρο 7 παράγραφος 2, το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο β), το άρθρο 11 παράγραφος 2 στοιχεία β) και γ), καθώς και το άρθρο 11 παράγραφος 3, το άρθρο 13 παράγραφος 2, το άρθρο 14 παράγραφος 2, το άρθρο 15 παράγραφος 2 και το άρθρο 16 παράγραφοι 2 και 3 όσον αφορά τους μη σημαντικούς του δείκτες αναφοράς.
2.  
Ο διαχειριστής ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή του όταν ένας μη σημαντικός δείκτης αναφοράς του υπερβαίνει το κατώτατο όριο που αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 1 στοιχείο α). Στην περίπτωση αυτή, η αρμόδια αρχή συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις που ισχύουν για τους σημαντικούς δείκτες αναφοράς μέσα σε τρεις μήνες.
3.  
Σε περίπτωση που διαχειριστής μη σημαντικού δείκτη αναφοράς επιλέξει να μην εφαρμόσει μία ή περισσότερες από τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, δημοσιεύει και τηρεί δήλωση συμμόρφωσης στην οποία αναφέρει σαφώς τους λόγους για τους οποίους είναι σκόπιμο ο συγκεκριμένος διαχειριστής να μη συμμορφώνεται προς τις εν λόγω διατάξεις. Ο διαχειριστής διαβιβάζει τη δήλωση συμμόρφωσης στην αρμόδια αρχή του.
4.  
Η οικεία αρμόδια αρχή επανεξετάζει τη δήλωση συμμόρφωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου. Η αρμόδια αρχή μπορεί επίσης να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες από τον διαχειριστή όσον αφορά τους μη σημαντικούς δείκτες αναφοράς του σύμφωνα με το άρθρο 41 και να απαιτήσει την πραγματοποίηση αλλαγών προκειμένου να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό.
5.  
Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για την ανάπτυξη υποδείγματος της δήλωσης συμμόρφωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο το αργότερο μέχρι την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼M2

6.  
Η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν την πραγματοποίηση αλλαγών στη δήλωση συμμόρφωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 4.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Οκτωβρίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼B

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ

Άρθρο 27

Δήλωση δείκτη αναφοράς

1.  
Μέσα σε δύο εβδομάδες από την εγγραφή διαχειριστή στο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 36 ο διαχειριστής δημοσιεύει, με τρόπο που να εξασφαλίζει ισότιμη και εύκολη πρόσβαση, δήλωση για κάθε δείκτη αναφοράς ή, όπου έχει εφαρμογή, για κάθε οικογένεια δεικτών αναφοράς που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 29.

Αν ο εν λόγω διαχειριστής αρχίσει να παρέχει έναν νέο δείκτη αναφοράς ή μια οικογένεια δεικτών αναφοράς που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 29, ο διαχειριστής δημοσιεύει, μέσα σε δύο εβδομάδες και με μέσα που εξασφαλίζουν ισότιμη και εύκολη πρόσβαση, δήλωση δείκτη αναφοράς για κάθε νέο δείκτη αναφοράς ή, όπου έχει εφαρμογή, για κάθε νέα οικογένεια δεικτών αναφοράς.

Ο διαχειριστής επανεξετάζει και, αν είναι αναγκαίο, επικαιροποιεί τη δήλωση δείκτη αναφοράς για κάθε δείκτη αναφοράς ή οικογένεια δεικτών αναφοράς σε περίπτωση αλλαγών στις πληροφορίες που παρέχονται δυνάμει του παρόντος άρθρου και τουλάχιστον ανά διετία.

Η δήλωση δείκτη αναφοράς:

α) 

προσδιορίζει με σαφή και ξεκάθαρο τρόπο την αγορά ή την οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας χρησιμοποιείται ο δείκτης αναφοράς και τις συνθήκες υπό τις οποίες ενδέχεται η μέτρηση αυτή να καταστεί αναξιόπιστη·

β) 

καθορίζει τις τεχνικές προδιαγραφές που προσδιορίζουν με σαφή και ξεκάθαρο τρόπο τα στοιχεία του υπολογισμού του δείκτη αναφοράς σε σχέση με τα οποία ενδέχεται να ασκηθεί διακριτική ευχέρεια, τα κριτήρια που ισχύουν για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας και τη θέση των προσώπων που μπορούν να ασκήσουν διακριτική ευχέρεια, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να αξιολογηθεί σε μεταγενέστερο επίπεδο η εν λόγω διακριτική ευχέρεια·

γ) 

παρέχει προειδοποίηση ότι ενδέχεται ορισμένοι παράγοντες, μεταξύ των οποίων και εξωτερικοί παράγοντες που δεν υπόκεινται στον έλεγχο του διαχειριστή, να καταστήσουν αναγκαία την τροποποίηση ή την παύση του δείκτη αναφοράς· και

δ) 

ενημερώνει τους χρήστες ότι η τροποποίηση του δείκτη αναφοράς ή η παύση της παροχής του μπορεί να έχει αντίκτυπο στις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στον δείκτη αναφοράς ή στη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων.

2.  

Η δήλωση δείκτη αναφοράς περιέχει τουλάχιστον τα εξής:

α) 

τους ορισμούς όλων των βασικών όρων σε σχέση με τον δείκτη αναφοράς·

β) 

το σκεπτικό για την υιοθέτηση της μεθοδολογίας του δείκτη αναφοράς και τις διαδικασίες για την επανεξέταση και την έγκριση της μεθοδολογίας·

γ) 

τα κριτήρια και τις διαδικασίες που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένων της περιγραφής των δεδομένων εισόδου, της προτεραιότητας που αποδίδεται στους διαφόρους τύπους δεδομένων εισόδου, των ελάχιστων δεδομένων που απαιτούνται για τον καθορισμό του δείκτη αναφοράς, της χρήσης μοντέλων ή μεθόδων παρεκβολής και όλων των διαδικασιών επανεξισορρόπησης των συνιστωσών του δείκτη αναφοράς·

δ) 

τους ελέγχους και τους κανόνες που διέπουν κάθε άσκηση κρίσης ή διακριτικής ευχέρειας από τον διαχειριστή ή τους συνεισφέροντες με στόχο την εξασφάλιση συνέπειας στην άσκηση της κρίσης ή της διακριτικής ευχέρειας·

ε) 

τις διαδικασίες που διέπουν τον καθορισμό των δεικτών αναφοράς σε περιόδους πίεσης ή περιόδους κατά τις οποίες οι πηγές για τα δεδομένα των συναλλαγών ενδέχεται να είναι ανεπαρκείς, ανακριβείς ή αναξιόπιστες και τους δυνητικούς περιορισμούς του δείκτη αναφοράς κατά τις περιόδους αυτές·

στ) 

τις διαδικασίες αντιμετώπισης σφαλμάτων στα δεδομένα εισόδου ή στον καθορισμό του δείκτη αναφοράς, μεταξύ άλλων στην περίπτωση που απαιτείται εκ νέου καθορισμός του δείκτη αναφοράς· και

ζ) 

τον εντοπισμό πιθανών περιορισμών ενός δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένης της λειτουργίας του σε αγορές χαμηλής ρευστοποίησης ή κατακερματισμένες αγορές και της δυνατής συγκέντρωσης δεδομένων εισόδου.

▼M1

2α.  
Μέχρι τις 30 Απριλίου 2020, για καθεμία από τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η δήλωση δείκτη αναφοράς επεξηγεί τον τρόπο με τον οποίο οι παράγοντες ΠΚΔ αντικατοπτρίζονται σε κάθε παρεχόμενο και δημοσιευόμενο δείκτη αναφοράς, ή οικογένεια δεικτών αναφοράς. Για τους εν λόγω δείκτες αναφοράς ή τις οικογένειες δεικτών αναφοράς, που δεν επιδιώκουν στόχους ΠΚΔ, οι διαχειριστές δεικτών αναφοράς αρκεί να αναφέρουν σαφώς στη δήλωση δείκτη αναφοράς ότι δεν επιδιώκουν τέτοιους στόχους.

Εάν δεν υπάρχει ενωσιακός δείκτης αναφοράς για την κλιματική μετάβαση ούτε ευθυγραμμισμένος με τη συμφωνία του Παρισιού ενωσιακός δείκτης αναφοράς μέσα στο χαρτοφυλάκιο του εν λόγω μεμονωμένου διαχειριστή δεικτών αναφοράς, ή εάν ο μεμονωμένος διαχειριστής δεν έχει δείκτες αναφοράς που επιδιώκουν ή λαμβάνουν υπόψη παράγοντες ΠΚΔ, αυτό αναφέρεται στις δηλώσεις δείκτη αναφοράς όλων των δεικτών αναφοράς που παρέχει ο εν λόγω διαχειριστής. Για τους σημαντικούς δείκτες αναφοράς ιδίων κεφαλαίων και ομολόγων, καθώς και για ενωσιακούς δείκτες αναφοράς για την κλιματική μετάβαση και τους ευθυγραμμισμένους με τη συμφωνία του Παρισιού ενωσιακούς δείκτες αναφοράς, οι διαχειριστές δεικτών αναφοράς δημοσιεύουν στις δηλώσεις δείκτη αναφοράς τους λεπτομέρειες σχετικά με το εάν και κατά πόσο εξασφαλίζεται ένας συνολικός βαθμός ευθυγράμμισης με τον στόχο μείωσης των εκπομπών άνθρακα ή επίτευξης των στόχων της συμφωνίας του Παρισιού, σύμφωνα με τους κανόνες γνωστοποίησης για τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, του άρθρου 9 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2088 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 12 ).

Έως την 31η Δεκεμβρίου 2021, οι διαχειριστές δεικτών αναφοράς, για κάθε δείκτη αναφοράς ή ενδεχομένως κάθε οικογένεια δεικτών αναφοράς, εξαιρουμένων των δεικτών αναφοράς επιτοκίων και συναλλαγματικών ισοτιμιών, περιλαμβάνουν στη δήλωση δείκτη αναφοράς τους επεξήγηση του τρόπου με τον οποίο η μεθοδολογία τους ευθυγραμμίζεται με τον στόχο μείωσης των ανθρακούχων εκπομπών ή επιτυγχάνει τους στόχους της συμφωνίας του Παρισιού.

2β.  

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 49 για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού με τον περαιτέρω προσδιορισμό των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στη δήλωση δείκτη αναφοράς σύμφωνα με την παράγραφο 2α του παρόντος άρθρου, καθώς και του τυποποιημένου μορφοτύπου που πρέπει να χρησιμοποιείται για τις αναφορές σε παράγοντες ΠΚΔ, προκειμένου να μπορούν οι συμμετέχοντες της αγοράς να προβαίνουν σε τεκμηριωμένες επιλογές και να διασφαλίζεται η τεχνική εφικτότητα της συμμόρφωσης προς την εν λόγω παράγραφο.

▼B

3.  
Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για την περαιτέρω διευκρίνιση του περιεχομένου της ανακοίνωσης δείκτη αναφοράς και των περιπτώσεων όπου απαιτείται επικαιροποίηση της δήλωσης αυτής.

Η ΕΑΚΑΑ διακρίνει μεταξύ των διαφόρων τύπων δεικτών αναφοράς και τομέων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και λαμβάνει υπόψη την αρχή της αναλογικότητας.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 28

Τροποποιήσεις και παύση της παροχής δείκτη αναφοράς

1.  
Ο διαχειριστής δημοσιεύει, μαζί με την ανακοίνωση δείκτη αναφοράς που προβλέπεται στο άρθρο 27, διαδικασία σχετικά με τις ενέργειες στις οποίες πρόκειται να προβεί σε περίπτωση τροποποίησης ή παύσης της παροχής ενός δείκτη αναφοράς που μπορεί να χρησιμοποιείται στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 1. Η διαδικασία μπορεί, κατά περίπτωση, να αφορά ομάδες δεικτών αναφοράς, και όποτε σημειώνεται ουσιώδης αλλαγή επικαιροποιείται και δημοσιεύεται.

▼M3

2.  
Οι εποπτευόμενες οντότητες εκτός των διαχειριστών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 οι οποίες χρησιμοποιούν δείκτη αναφοράς, καταρτίζουν και διατηρούν άρτια έγγραφα σχέδια όπου καθορίζουν τις ενέργειες στις οποίες θα προβούν σε περίπτωση σημαντικής αλλαγής ή διακοπής της παροχής ενός δείκτη αναφοράς. Όπου είναι εφικτό και ενδεδειγμένο, τα σχέδια αυτά ορίζουν έναν ή περισσότερους εναλλακτικούς δείκτες αναφοράς που μπορούν να χρησιμοποιηθούν προς υποκατάσταση των δεικτών αναφοράς που θα παύσουν να παρέχονται, εκθέτοντας τους λόγους καταλληλόλητας αυτών των εναλλακτικών δεικτών αναφοράς. Οι εποπτευόμενες οντότητες παρέχουν στην οικεία αρμόδια αρχή, κατόπιν αιτήματος και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τα εν λόγω σχέδια και κάθε επικαιροποίησή τους και φροντίζουν να αντικατοπτρίζονται τα σχέδια στις συμβατικές τους σχέσεις με τους πελάτες.

▼M4

Άρθρο 28α

Προσβασιμότητα πληροφοριών στο ευρωπαϊκό ενιαίο σημείο πρόσβασης

1.  
Από τις 10 Ιανουαρίου 2028, κατά τη δημόσια γνωστοποίηση οποιωνδήποτε πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 5, στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο γ), στο άρθρο 12 παράγραφος 3, στο άρθρο 13 παράγραφος 1, στο άρθρο 25 παράγραφος 7, στο άρθρο 26 παράγραφος 3, στο άρθρο 27 παράγραφος 1 και στο άρθρο 28 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, ο διαχειριστής υποβάλλει τις εν λόγω πληροφορίες ταυτόχρονα στον σχετικό φορέα συλλογής που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου με σκοπό να καταστούν προσβάσιμες στο ευρωπαϊκό ενιαίο σημείο πρόσβασης (ΕΕΣΠ) που θεσπίστηκε δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2023/2859 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 13 ).

Οι εν λόγω πληροφορίες συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α) 

υποβάλλονται σε μορφότυπο με δυνατότητα εξαγωγής δεδομένων, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 3) του κανονισμού (ΕΕ) 2023/2859 ή, όταν απαιτείται από το δίκαιο της Ένωσης, σε μηχαναγνώσιμο μορφότυπο όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 4) του εν λόγω κανονισμού·

β) 

συνοδεύονται από τα ακόλουθα μεταδεδομένα:

i) 

όλες τις επωνυμίες του διαχειριστή τον οποίο αφορούν οι πληροφορίες·

ii) 

για τα νομικά πρόσωπα, τον αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας του διαχειριστή, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 4 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2023/2859·

iii) 

για τα νομικά πρόσωπα, το μέγεθος του διαχειριστή ανά κατηγορία όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 4 στοιχείο δ) του εν λόγω κανονισμού·

iv) 

το είδος των πληροφοριών, όπως ταξινομούνται σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 4 στοιχείο γ) του εν λόγω κανονισμού·

v) 

ένδειξη του κατά πόσον οι πληροφορίες περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

2.  
Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο β) σημείο ii), οι διαχειριστές που είναι νομικά πρόσωπα λαμβάνουν αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας.
3.  
Προκειμένου να καταστούν προσβάσιμες στο ΕΕΣΠ οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, ο φορέας συλλογής, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) 2023/2859 είναι η αρμόδια αρχή.
4.  
Από τις 10 Ιανουαρίου 2028, οι πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού καθίστανται προσβάσιμες στο ΕΕΣΠ. Προς τον σκοπό αυτό, ο φορέας συλλογής, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) 2023/2859 είναι η αρμόδια αρχή.

Οι εν λόγω πληροφορίες συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α) 

υποβάλλονται σε μορφότυπο με δυνατότητα εξαγωγής δεδομένων όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 3) του κανονισμού (ΕΕ) 2023/2859·

β) 

συνοδεύονται από τα ακόλουθα μεταδεδομένα:

i) 

όλες τις επωνυμίες του διαχειριστή τον οποίο αφορούν οι πληροφορίες·

ii) 

κατά περίπτωση, τον αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας του διαχειριστή, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 4 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2023/2859·

iii) 

το είδος των πληροφοριών, όπως ταξινομούνται σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 4 στοιχείο γ) του εν λόγω κανονισμού·

iv) 

ένδειξη του κατά πόσον οι πληροφορίες περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

5.  
Από τις 10 Ιανουαρίου 2028, οι πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 36 του παρόντος κανονισμού καθίστανται προσβάσιμες στο ΕΕΣΠ. Προς τον σκοπό αυτό, ο φορέας συλλογής, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) 2023/2859 είναι η ΕΑΚΑΑ.

Οι εν λόγω πληροφορίες συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α) 

υποβάλλονται σε μορφότυπο με δυνατότητα εξαγωγής δεδομένων όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 3) του κανονισμού (ΕΕ) 2023/2859·

β) 

συνοδεύονται από τα ακόλουθα μεταδεδομένα:

i) 

όλες τις επωνυμίες του διαχειριστή τον οποίο αφορούν οι πληροφορίες·

ii) 

κατά περίπτωση, τον αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας του διαχειριστή όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 4 στοιχείο β) του εν λόγω κανονισμού·

iii) 

το είδος των πληροφοριών, όπως ταξινομούνται σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 4 στοιχείο γ) του εν λόγω κανονισμού·

iv) 

ένδειξη του κατά πόσον οι πληροφορίες περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

6.  

Για τον σκοπό της διασφάλισης της αποτελεσματικής συλλογής και διαχείρισης των πληροφοριών που υποβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει:

α) 

τυχόν άλλα μεταδεδομένα που πρέπει να συνοδεύουν τις πληροφορίες·

β) 

τη διάρθρωση των δεδομένων στις πληροφορίες·

γ) 

τις πληροφορίες για τις οποίες απαιτείται μηχαναγνώσιμος μορφότυπος και, σε τέτοιες περιπτώσεις, τον μηχαναγνώσιμο μορφότυπο που πρέπει να χρησιμοποιείται.

Για τους σκοπούς του στοιχείου γ), η ΕΑΚΑΑ αξιολογεί τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των διαφόρων μηχαναγνώσιμων μορφότυπων και διενεργεί κατάλληλες επιτόπιες δοκιμές.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

7.  
Εφόσον είναι απαραίτητο, η ΕΑΚΑΑ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για να διασφαλίσει ότι τα μεταδεδομένα που υποβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 6 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) είναι σωστά.

▼B

ΤΙΤΛΟΣ V

ΧΡΗΣΗ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΕΝΩΣΗ

Άρθρο 29

Χρήση δείκτη αναφοράς

1.  
Μια εποπτευόμενη οντότητα μπορεί να χρησιμοποιεί έναν δείκτη αναφοράς ή έναν συνδυασμό δεικτών αναφοράς στην Ένωση αν ο δείκτης αυτός παρέχεται από διαχειριστή ευρισκόμενο στην Ένωση και εγγεγραμμένο στο μητρώο του άρθρου 36 ή εάν πρόκειται για δείκτη αναφοράς που περιλαμβάνεται στο μητρώο του άρθρου 36.

▼M3

1α.  
Μια εποπτευόμενη οντότητα μπορεί επίσης να χρησιμοποιήσει το υποκατάστατο για δείκτη αναφοράς το οποίο έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 23β ή το άρθρο 23γ.

▼B

2.  
Όταν το ενημερωτικό δελτίο που δημοσιεύεται δυνάμει της οδηγίας 2003/71/ΕΚ ή της οδηγίας 2009/65/ΕΚ αφορά κινητές αξίες ή άλλα επενδυτικά προϊόντα που αναφέρονται σε δείκτη αναφοράς, ο εκδότης, ο προσφέρων ή το πρόσωπο που ζητεί την εισαγωγή για διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά μεριμνά ώστε το ενημερωτικό δελτίο να περιλαμβάνει επίσης σαφείς και ευδιάκριτες πληροφορίες για το αν ο δείκτης αναφοράς παρέχεται από διαχειριστή εγγεγραμμένο στο μητρώο του άρθρου 36 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 30

Ισοδυναμία

1.  

Προκειμένου δείκτης αναφοράς ή συνδυασμός δεικτών αναφοράς που παρέχονται από διαχειριστή που βρίσκεται σε τρίτη χώρα να μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 1, ο δείκτης αναφοράς και ο διαχειριστής συμπεριλαμβάνονται στο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 36. Για τη συμπερίληψη στο μητρώο πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

η Επιτροπή να έχει εκδώσει απόφαση ισοδυναμίας σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή 3 του παρόντος άρθρου·

β) 

ο διαχειριστής να διαθέτει άδεια ή να έχει εγγραφεί σε μητρώο και να υπόκειται σε εποπτεία στην εν λόγω τρίτη χώρα·

γ) 

ο διαχειριστής να έχει κοινοποιήσει στην ΕΑΚΑΑ τη συναίνεσή του σχετικά με τη χρήση των υφιστάμενων ή μελλοντικών δεικτών αναφοράς του από εποπτευόμενες οντότητες στην Ένωση, τον κατάλογο των δεικτών αναφοράς για τους οποίους έχουν δώσει την έγκρισή τους για να χρησιμοποιηθούν εντός της Ένωσης και την αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία τους στην τρίτη χώρα· και

δ) 

οι ρυθμίσεις συνεργασίας που προβλέπονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου να βρίσκονται σε λειτουργία.

2.  

Η Επιτροπή δύναται να εκδώσει εκτελεστική απόφαση αναγνωρίζοντας ότι το νομοθετικό πλαίσιο και οι εποπτικές πρακτικές μιας τρίτης χώρας εξασφαλίζουν ότι:

α) 

οι διαχειριστές που διαθέτουν άδεια ή έχουν εγγραφεί σε μητρώο στην εν λόγω τρίτη χώρα συμμορφώνονται προς δεσμευτικές απαιτήσεις οι οποίες είναι ισοδύναμες με τις απορρέουσες από τον παρόντα κανονισμό, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη εάν το νομικό πλαίσιο και οι εποπτικές πρακτικές της τρίτης χώρας διασφαλίζουν τη συμμόρφωση προς τις αρχές της IOSCO σχετικά με τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς, ή, όπου έχει εφαρμογή, προς τις αρχές της IOSCO για τους οργανισμούς κοινοποίησης τιμών πετρελαίου· και

β) 

οι δεσμευτικές απαιτήσεις να υπόκεινται σε αποτελεσματική εποπτεία και επιβολή σε μόνιμη βάση στην εν λόγω τρίτη χώρα.

▼M2

Η Επιτροπή δύναται να εξαρτά την εφαρμογή της εκτελεστικής απόφασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο από την αποτελεσματική εκπλήρωση από την εν λόγω τρίτη χώρα κάθε προϋπόθεσης που αποσκοπεί στην εξασφάλιση ισοδύναμων εποπτικών και ρυθμιστικών προτύπων και προβλέπεται στην εν λόγω εκτελεστική απόφαση, σε συνεχή βάση, και από την ικανότητα της ΕΑΚΑΑ να ασκεί αποτελεσματικά τις αρμοδιότητες παρακολούθησης που αναφέρονται στο άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼B

Οι εν λόγω εκτελεστικές αποφάσεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 50 παράγραφος 2.

▼M2

2α.  
Η Επιτροπή δύναται να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 49 προκειμένου να διευκρινίσει τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

▼B

3.  

Εναλλακτικά, η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει εκτελεστική απόφαση που να ορίζει ότι:

α) 

οι δεσμευτικές απαιτήσεις σε τρίτη χώρα σε σχέση με συγκεκριμένους διαχειριστές ή συγκεκριμένους δείκτες αναφοράς ή οικογένειες δεικτών αναφοράς είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη το κατά πόσον το νομικό πλαίσιο και οι εποπτικές πρακτικές της τρίτης χώρας διασφαλίζουν τη συμμόρφωση προς τις αρχές της IOSCO σχετικά με τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς, ή, όπου έχει εφαρμογή, με τις αρχές της IOSCO για τους οργανισμούς κοινοποίησης τιμών πετρελαίου· και

β) 

τέτοιοι συγκεκριμένοι διαχειριστές ή οι συγκεκριμένοι δείκτες αναφοράς ή οι οικογένειες δεικτών αναφοράς υπόκεινται σε ουσιαστική εποπτεία και επιβολή σε μόνιμη βάση στην εν λόγω τρίτη χώρα.

▼M2

Η Επιτροπή δύναται να εξαρτά την εφαρμογή της εκτελεστικής απόφασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο από την αποτελεσματική εκπλήρωση από την εν λόγω τρίτη χώρα κάθε προϋπόθεσης που αποσκοπεί στην εξασφάλιση ισοδύναμων εποπτικών και ρυθμιστικών προτύπων και προβλέπεται στην εν λόγω εκτελεστική απόφαση, σε συνεχή βάση, και από την ικανότητα της ΕΑΚΑΑ να ασκεί αποτελεσματικά τις αρμοδιότητες παρακολούθησης που αναφέρονται στο άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼B

Οι εν λόγω εκτελεστικές αποφάσεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 50 παράγραφος 2.

▼M2

3α.  
Η Επιτροπή δύναται να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 49 προκειμένου να διευκρινίσει τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

▼M2

4.  

Η ΕΑΚΑΑ καθορίζει ρυθμίσεις συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών των οποίων τα νομοθετικά πλαίσια και οι εποπτικές πρακτικές έχουν αναγνωριστεί ως ισοδύναμα σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή 3 του παρόντος άρθρου. Κατά τον καθορισμό των εν λόγω ρυθμίσεων η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη αν η οικεία τρίτη χώρα περιλαμβάνεται, σύμφωνα με την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που θεσπίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 14 ), στον κατάλογο χωρών που παρουσιάζουν στρατηγικές ανεπάρκειες στα εθνικά τους συστήματα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι οποίες εγείρουν σημαντικές απειλές για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης. Οι σχετικές ρυθμίσεις προσδιορίζουν τουλάχιστον:

▼B

α) 

τον μηχανισμό ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της ΕΑΚΑΑ και των αρμόδιων αρχών των αντίστοιχων τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε όλες τις σχετικές πληροφορίες για τον διαχειριστή που διαθέτει άδεια στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα τις οποίες ζητεί η ΕΑΚΑΑ·

β) 

τον μηχανισμό έγκαιρης ειδοποίησης της ΕΑΚΑΑ σε περίπτωση που μια αρμόδια αρχή τρίτης χώρας θεωρεί ότι ο διαχειριστής που διαθέτει άδεια στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα που τελεί υπό την εποπτεία της παραβιάζει τις προϋποθέσεις της άδειας ή άλλη εθνική νομοθεσία στην τρίτη χώρα·

γ) 

τις διαδικασίες που αφορούν τον συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των επιτόπιων επιθεωρήσεων.

5.  
Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό του ελάχιστου περιεχομένου των ρυθμίσεων συνεργασίας που αναφέρονται στην παράγραφο 4 ούτως ώστε να διασφαλίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΚΑΑ είναι σε θέση να ασκούν όλες τις εποπτικές εξουσίες τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 31

Ανάκληση της εγγραφής στο μητρώο, διαχειριστή ευρισκόμενου σε τρίτη χώρα

1.  

Η ΕΑΚΑΑ ανακαλεί την εγγραφή ενός διαχειριστή που βρίσκεται σε τρίτη χώρα διαγράφοντάς τον από το μητρώο του άρθρου 36 αν έχει βάσιμους λόγους, στηριζόμενους σε τεκμηριωμένα στοιχεία, να θεωρεί ότι ο εν λόγω διαχειριστής:

α) 

ενεργεί με τρόπο σαφώς επιζήμιο για τα συμφέροντα των χρηστών των δεικτών αναφοράς του ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών· ή

β) 

έχει υποπέσει σε σοβαρές παραβάσεις της εθνικής νομοθεσίας της τρίτης χώρας ή άλλων διατάξεων που ισχύουν για αυτόν στην τρίτη χώρα και βάσει των οποίων η Επιτροπή έχει εκδώσει την εκτελεστική απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 30 παράγραφος 2 ή 3.

2.  

Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει απόφαση δυνάμει της παραγράφου 1 μόνο εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

η ΕΑΚΑΑ έχει παραπέμψει το θέμα στην αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας και η εν λόγω αρμόδια αρχή δεν έχει λάβει τα κατάλληλα μέτρα που χρειάζονται για την προστασία των επενδυτών και για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών στην Ένωση ή δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι ο συγκεκριμένος διαχειριστής συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις που ισχύουν για αυτόν στην τρίτη χώρα·

β) 

η ΕΑΚΑΑ έχει ενημερώσει την αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας σχετικά με την πρόθεσή της να ανακαλέσει την εγγραφή του διαχειριστή στο μητρώο τουλάχιστον 30 ημέρες πριν από την ανάκληση.

3.  
Η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει αμελλητί τις άλλες αρμόδιες αρχές σχετικά με κάθε μέτρο που εγκρίνει σύμφωνα με την παράγραφο 1 και δημοσιεύει την απόφασή της στον δικτυακό της τόπο.

Άρθρο 32

Αναγνώριση διαχειριστή που βρίσκεται σε τρίτη χώρα

▼M2

1.  
Μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση ισοδυναμίας σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφοι 2 και 3, δείκτης αναφοράς που παρέχεται από διαχειριστή που βρίσκεται σε τρίτη χώρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί από εποπτευόμενες οντότητες της Ένωσης με την προϋπόθεση ο διαχειριστής να έχει προηγουμένως αναγνωριστεί από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

▼B

2.  
Διαχειριστής που βρίσκεται σε τρίτη χώρα και προτίθεται να λάβει την εκ των προτέρων αναγνώριση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να πληροί όλες τις απαιτήσεις που ορίζει ο παρών κανονισμός, με την εξαίρεση του άρθρου 11 παράγραφος 4 και των άρθρων 16, 20, 21 και 23. Ο διαχειριστής μπορεί να πληροί την εν λόγω προϋπόθεση αν εφαρμόζει τις αρχές της IOSCO για τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς ή τις αρχές της IOSCO για την εποπτεία των οργανισμών αναφοράς τιμών πετρελαίου, κατά περίπτωση, με την προϋπόθεση η εφαρμογή τους να ισοδυναμεί με συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις που θεσπίζονται με τον παρόντα κανονισμό, με την εξαίρεση του άρθρου 11 παράγραφος 4 και των άρθρων 16, 20, 21 και 23.

▼M2

Η ΕΑΚΑΑ, προκειμένου να διαπιστώσει αν πληρούται η προϋπόθεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο και να αξιολογηθεί η συμμόρφωση προς τις αρχές της IOSCO για τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς ή τις αρχές της IOSCO για την εποπτεία των οργανισμών κοινοποίησης τιμών, κατά περίπτωση, μπορεί να βασιστεί σε αξιολόγηση ανεξάρτητου εξωτερικού ελεγκτή ή στην πιστοποίηση που παρέχει η αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας όπου βρίσκεται ο διαχειριστής.

▼B

Αν και στον βαθμό που ο διαχειριστής είναι σε θέση να δείξει ότι ένας δείκτης αναφοράς που προσφέρει είναι δείκτης αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων ή δείκτης αναφοράς βασικού προϊόντος που δεν βασίζεται στην υποβολή στοιχείων από συνεισφέροντες οι οποίοι είναι στην πλειονότητά τους εποπτευόμενες οντότητες, δεν υπάρχει υποχρέωση του διαχειριστή να συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις που δεν έχουν εφαρμογή στην παροχή δεικτών αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων και δεικτών αναφοράς βασικών προϊόντων όπως προβλέπονται στο άρθρο 17 και στο άρθρο 19 παράγραφος 1 αντίστοιχα.

3.  
►M2  Διαχειριστής που βρίσκεται σε τρίτη χώρα και προτίθεται να λάβει την εκ των προτέρων αναγνώριση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 διαθέτει νόμιμο εκπρόσωπο. Ο νόμιμος εκπρόσωπος είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο που βρίσκεται στην Ένωση και να έχει οριστεί ρητά από τον διαχειριστή για να ενεργεί εξ ονόματος του εν λόγω διαχειριστή σε σχέση με τις υποχρεώσεις του διαχειριστή δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Ο νόμιμος εκπρόσωπος επιτελεί, από κοινού με τον διαχειριστή, το καθήκον εποπτείας σε σχέση με την παροχή δεικτών αναφοράς το οποίο ασκείται από τον διαχειριστή δυνάμει του παρόντος κανονισμού και, συνεπώς, είναι υπόλογος στην ΕΑΚΑΑ. ◄

▼M2 —————

▼M2

5.  
Διαχειριστής που βρίσκεται σε τρίτη χώρα και προτίθεται να λάβει την εκ των προτέρων αναγνώριση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 υποβάλει αίτηση αναγνώρισης στην ΕΑΚΑΑ. Ο αιτών διαχειριστής παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες προκειμένου να πείσει την ΕΑΚΑΑ ότι, κατά τον χρόνο της αναγνώρισης, έχει λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να πληροί τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, και παρέχει κατάλογο των πραγματικών ή πιθανών δεικτών αναφοράς του που μπορεί να χρησιμοποιηθούν στην Ένωση, καθώς και, κατά περίπτωση, υποδεικνύει την αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του στην τρίτη χώρα.

Μέσα σε 90 ημέρες από την παραλαβή της αίτησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου η ΕΑΚΑΑ επαληθεύει την τήρηση των προϋποθέσεων που καθορίζονται στις παραγράφους 2 και 3.

Αν η ΕΑΚΑΑ θεωρεί ότι οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 δεν πληρούνται, απορρίπτει την αίτηση αναγνώρισης και εκθέτει τους λόγους της απόρριψης αυτής. Επιπρόσθετα, δεν χορηγείται αναγνώριση αν δεν πληρούνται οι ακόλουθες πρόσθετες προϋποθέσεις:

α) 

όταν ο διαχειριστής που βρίσκεται σε τρίτη χώρα υπόκειται σε εποπτεία, υπάρχει κατάλληλη ρύθμιση συνεργασίας μεταξύ της ΕΑΚΑΑ και της αρμόδιας αρχής της τρίτης χώρας στην οποία βρίσκεται ο διαχειριστής, σύμφωνα με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 30 παράγραφος 5, προκειμένου να εξασφαλίζεται αποδοτική ανταλλαγή πληροφοριών η οποία επιτρέπει στην αρμόδια αρχή της εν λόγω τρίτης χώρας να επιτελεί τα καθήκοντά της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

β) 

η αποτελεσματική άσκηση, από την ΕΑΚΑΑ, των εποπτικών καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού δεν εμποδίζεται από τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις της τρίτης χώρας στην οποία βρίσκεται ο διαχειριστής ούτε, κατά περίπτωση, από περιορισμούς στις εξουσίες των εποπτικών αρχών της εν λόγω τρίτης χώρας για την άσκηση εποπτείας και τη διεξαγωγή ερευνών.

▼M2 —————

▼M2

8.  

Η ΕΑΚΑΑ αναστέλλει ή, όπου είναι σκόπιμο, ανακαλεί την αναγνώριση που χορηγείται σύμφωνα με την παράγραφο 5 αν έχει βάσιμους λόγους, με τεκμηριωμένα στοιχεία, να θεωρεί ότι ο διαχειριστής:

α) 

ενεργεί κατά τρόπο σαφώς επιζήμιο για τα συμφέροντα των χρηστών των δεικτών αναφοράς του ή για την ομαλή λειτουργία των αγορών·

β) 

έχει τελέσει σοβαρή παράβαση των σχετικών απαιτήσεων που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό·

γ) 

έχει προβεί σε ψευδείς δηλώσεις ή έχει χρησιμοποιήσει άλλα παράτυπα μέσα για να λάβει την αναγνώριση.

▼B

9.  
Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών κανονιστικών προτύπων για τον καθορισμό της μορφής και του περιεχομένου της αίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 5, και ειδικότερα της παρουσίασης των πληροφοριών που απαιτούνται δυνάμει της παραγράφου 6.

Στην περίπτωση που αναπτύσσονται τέτοια σχέδια ρυθμιστικών κανονιστικών προτύπων, η ΕΑΚΑΑ τα υποβάλλει στην Επιτροπή.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 33

Προσυπογραφή δεικτών αναφοράς που παρέχονται σε τρίτη χώρα

1.  

Διαχειριστής που βρίσκεται στην Ένωση και διαθέτει άδεια ή είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο σύμφωνα με το άρθρο 34, ή οποιαδήποτε άλλη εποπτευόμενη οντότητα που βρίσκεται στην Ένωση και έχει σαφή και καθορισμένο ρόλο στο πλαίσιο ελέγχου ή λογοδοσίας ενός διαχειριστή τρίτης χώρας, ο οποίος είναι δυνατό να παρακολουθεί αποτελεσματικά την παροχή του δείκτη αναφοράς, μπορεί να ζητήσει από την οικεία αρμόδια αρχή του να προσυπογράψει έναν δείκτη αναφοράς ή μια οικογένεια δεικτών αναφοράς που παρέχονται σε τρίτη χώρα για χρήση εντός της Ένωσης, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

ο προσυπογράφων διαχειριστής ή άλλη εποπτευόμενη οντότητα έχει επαληθεύσει και είναι σε θέση να επιδεικνύει σε συνεχή βάση στην αρμόδια αρχή του ότι η παροχή του δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς που ζητείται να προσυπογραφεί πληροί απαιτήσεις, σε υποχρεωτική ή εθελοντική βάση, τουλάχιστον εξίσου αυστηρές με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού·

β) 

ο προσυπογράφων διαχειριστής ή άλλη εποπτευόμενη οντότητα διαθέτει την απαραίτητη πραγματογνωσία ώστε να παρακολουθεί αποτελεσματικά τη δραστηριότητα παροχής δείκτη αναφοράς σε τρίτη χώρα και να διαχειρίζεται τους σχετικούς κινδύνους·

γ) 

υπάρχει αντικειμενικός λόγος για την παροχή του δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς σε τρίτη χώρα και την προσυπογραφή του εν λόγω δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς για να χρησιμοποιούνται στην Ένωση.

Για τον σκοπό του στοιχείου α), κατά την αξιολόγηση του κατά πόσο η παροχή του δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς που ζητείται να προσυπογραφεί πληροί απαιτήσεις τουλάχιστον εξίσου αυστηρές με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, η αρμόδια αρχή μπορεί να λάβει υπόψη αν η συμμόρφωση της παροχής του δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς προς τις αρχές της IOSCO σχετικά με τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς ή τις αρχές της IOSCO για τους οργανισμούς κοινοποίησης τιμών πετρελαίου, κατά περίπτωση, θα ήταν ισοδύναμη με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

2.  
Ο διαχειριστής ή άλλη εποπτευόμενη οντότητα που αιτείται την προσυπογραφή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 παρέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για να αποδείξει στην αρμόδια αρχή ότι, κατά τη στιγμή της αίτησης, πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις της εν λόγω παραγράφου.
3.  
Μέσα σε 90 εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή της αίτησης προσυπογραφής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 η οικεία αρμόδια αρχή εξετάζει την αίτηση και εκδίδει απόφαση είτε για την έγκριση της προσυπογραφής είτε για την απόρριψή της. Οι δείκτες αναφοράς ή οι οικογένειες δεικτών αναφοράς που προσυπογράφονται κοινοποιούνται από την αρμόδια αρχή στην ΕΑΚΑΑ.
4.  
Οι δείκτες αναφοράς ή οι οικογένειες δεικτών αναφοράς που προσυπογράφονται θεωρούνται δείκτες αναφοράς ή οικογένειες δεικτών αναφοράς που παρέχονται από τον διαχειριστή ή άλλη εποπτευόμενη οντότητα που τους προσυπογράφει. Ο διαχειριστής ή άλλη εποπτευόμενη οντότητα που προσυπογράφει δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την προσυπογραφή με σκοπό την παράκαμψη των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού.
5.  
Ο διαχειριστής ή άλλη εποπτευόμενη οντότητα που έχει προσυπογράψει έναν δείκτη αναφοράς ή μια οικογένεια δεικτών αναφοράς που παρέχεται σε τρίτη χώρα διατηρεί την πλήρη ευθύνη για τον συγκεκριμένο δείκτη αναφοράς ή την οικογένεια δεικτών αναφοράς και για τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό.
6.  
Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή του διαχειριστή ή άλλης εποπτευόμενης οντότητας που προσυπογράφει έχει βάσιμους λόγους να θεωρεί ότι δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, έχει την εξουσία να ζητήσει από τον διαχειριστή ή άλλη εποπτευόμενη οντότητα που προσυπογράφει να πάψει την προσυπογραφή και ενημερώνει σχετικά την ΕΑΚΑΑ. Σε περίπτωση παύσης της προσυπογραφής, ισχύει το άρθρο 28.
7.  
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 49 όσον αφορά μέτρα για τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες οι οικείες αρμόδιες αρχές μπορούν να αξιολογούν αν υπάρχει αντικειμενικός λόγος για την παροχή ενός δείκτη αναφοράς ή μιας οικογένειας δεικτών αναφοράς σε τρίτη χώρα και την προσυπογραφή τους για χρήση στην Ένωση. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη στοιχεία όπως οι ιδιαιτερότητες της υποκείμενης αγοράς ή η οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς, η ανάγκη συνάφειας της παροχής του δείκτη αναφοράς με την εν λόγω αγορά ή οικονομική πραγματικότητα, η ανάγκη συνάφειας της παροχής του δείκτη αναφοράς με τους συνεισφέροντες, η υλική διαθεσιμότητα δεδομένων εισόδου λόγω διαφορετικών ζωνών ώρας και οι ειδικές δεξιότητες που απαιτούνται για την παροχή του δείκτη αναφοράς.

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΑΔΕΙΟΔΟΤΗΣΗ, ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΕ ΜΗΤΡΩΟ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Αδειοδότηση και εγγραφή σε μητρώο

Άρθρο 34

Αδειοδότηση και εγγραφή σε μητρώο, ενός διαχειριστή

1.  

Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που βρίσκεται στην Ένωση και προτίθεται να ενεργεί ως διαχειριστής υποβάλλει αίτηση στην αρμόδια αρχή που ορίζεται δυνάμει του άρθρου 40 του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το εν λόγω πρόσωπο, προκειμένου να λάβει:

α) 

άδεια, εάν παρέχει ή προτίθεται να παράσχει δείκτες που χρησιμοποιούνται ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως δείκτες αναφοράς κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού·

β) 

εγγραφή σε μητρώο, αν είναι εποπτευόμενη οντότητα άλλη από διαχειριστή που παρέχει ή προτίθεται να παράσχει δείκτες οι οποίοι χρησιμοποιούνται ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως δείκτες αναφοράς κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, με την προϋπόθεση η δραστηριότητα παροχής δείκτη αναφοράς να μην παρεμποδίζεται από την τομεακή πειθαρχία που ισχύει για την εποπτευόμενη οντότητα και κανένας από τους παρεχόμενους δείκτες να μην κατατάσσεται στους δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας· ή

γ) 

εγγραφή σε μητρώο αν παρέχει ή προτίθεται να παράσχει μόνο δείκτες οι οποίοι θα κατατάσσονταν στους μη σημαντικούς δείκτες αναφοράς.

▼M2

1α.  
Όταν ένας ή περισσότεροι δείκτες που παρέχει το πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορούν να θεωρηθούν δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας όπως ορίζονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ), η αίτηση υποβάλλεται στην ΕΑΚΑΑ.

▼B

2.  
Ο διαχειριστής που διαθέτει άδεια ή είναι εγγεγραμμένος σε μητρώο συμμορφώνεται διαρκώς με τις προϋποθέσεις που θεσπίζει ο παρών κανονισμός και ενημερώνει την αρμόδια αρχή για τυχόν ουσιώδεις αλλαγές σε αυτές.
3.  
Η αίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 υποβάλλεται εντός 30 εργάσιμων ημερών από τη σύναψη οποιασδήποτε συμφωνίας από εποπτευόμενη οντότητα για τη χρήση του δείκτη που παρέχεται από τον αιτούντα ως αναφορά σε χρηματοπιστωτικό μέσο ή χρηματοπιστωτική σύμβαση ή για τη μέτρηση της απόδοσης ενός επενδυτικών κεφαλαίου.
4.  
Ο αιτών παρέχει τα απαραίτητα στοιχεία για να αποδείξει στην αρμόδια αρχή ότι κατά τη στιγμή της αδειοδότησης ή της εγγραφής σε μητρώο έχει λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.
5.  
Μέσα σε 15 εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή της αίτησης η οικεία αρμόδια αρχή αξιολογεί την πληρότητά της και ενημερώνει σχετικά τον αιτούντα. Σε περίπτωση που η αίτηση δεν είναι πλήρης, ο αιτών υποβάλλει τα πρόσθετα στοιχεία που απαιτεί η σχετική αρμόδια αρχή. Η προθεσμία που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο ισχύει από την ημερομηνία κατά την οποία ο αιτών παρέχει τα πρόσθετα αυτά στοιχεία.
6.  

Η οικεία αρμόδια αρχή:

α) 

εξετάζει την αίτηση αδειοδότησης και εκδίδει απόφαση έγκρισης ή απόρριψης της αδειοδότησης του αιτούντος εντός τεσσάρων μηνών από την παραλαβή της πλήρους αίτησης·

β) 

εξετάζει την αίτηση εγγραφής στο μητρώο και λαμβάνει την απόφαση σχετικά για την εγγραφή ή την άρνηση εγγραφής του αιτούντος μέσα σε 45 εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή της πλήρους αίτησης.

Μέσα σε πέντε εργάσιμες ημέρες από την έκδοση της απόφασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο η αρμόδια αρχή την κοινοποιεί στον αιτούντα. Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή απορρίψει την αίτηση του αιτούντα για αδειοδότηση ή εγγραφή στο μητρώο, η απόφασή της συνοδεύεται από αιτιολόγηση.

7.  
Η αρμόδια αρχή κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ κάθε απόφαση αδειοδότησης ή εγγραφής στο μητρώο ενός αιτούντος εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την έγκριση της εν λόγω απόφασης.
8.  
Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για την αποσαφήνιση των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στην αίτηση αδειοδότησης και στην αίτηση εγγραφής στο μητρώο, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η αδειοδότηση και η εγγραφή σε μητρώο είναι διακριτές διαδικασίες και ότι η αδειοδότηση απαιτεί διεξοδικότερη αξιολόγηση της αίτησης του διαχειριστή, την αρχή της αναλογικότητας, τη φύση των εποπτευόμενων οντοτήτων που υποβάλλουν αίτηση εγγραφής στο μητρώο δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο β) και τις δαπάνες με τις οποίες επιβαρύνονται οι αιτούντες και οι αρμόδιες αρχές.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 35

Ανάκληση ή αναστολή της άδειας ή της εγγραφής σε μητρώο

1.  

Αρμόδια αρχή μπορεί να ανακαλεί ή να αναστέλλει την άδεια ενός διαχειριστή ή την εγγραφή του στο μητρώο στην περίπτωση που ο διαχειριστής:

α) 

παραιτείται ρητώς από την αδειοδότηση ή την εγγραφή στο μητρώο ή δεν έχει παράσχει δείκτες αναφοράς κατά τους προηγούμενους 12 μήνες·

β) 

έλαβε άδεια ή εγγράφηκε στο μητρώο ή προσυπέγραψε δείκτη αναφοράς βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο·

γ) 

δεν πληροί πλέον τους όρους βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδειά του ή πραγματοποιήθηκε η εγγραφή του στο μητρώο· ή

δ) 

έχει διαπράξει σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού.

2.  
Η αρμόδια αρχή κοινοποιεί την απόφασή της στην ΕΑΚΑΑ μέσα σε πέντε εργάσιμες ημέρες από την έγκριση της εν λόγω απόφασης.

Η ΕΑΚΑΑ επικαιροποιεί εγκαίρως το μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 36.

3.  
Μετά από την έκδοση απόφασης για αναστολή της άδειας ενός διαχειριστή ή της εγγραφής του σε μητρώο, και σε περίπτωση που η παύση του δείκτη αναφοράς θα οδηγούσε σε γεγονός ανωτέρας βίας, περιστολή ή παράβαση με άλλον τρόπο των όρων οποιασδήποτε χρηματοπιστωτικής σύμβασης ή χρηματοπιστωτικού μέσου ή των κανόνων που διέπουν οποιοδήποτε επενδυτικό κεφάλαιο που αναφέρεται στον εν λόγω δείκτη αναφοράς, όπως καθορίζεται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 6, η παροχή του εν λόγω δείκτη αναφοράς μπορεί να επιτραπεί από την οικεία αρμόδια αρχή του κράτους μέλος στο οποίο βρίσκεται ο διαχειριστής μέχρις ότου ανακληθεί η απόφαση της αναστολής. Κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου η χρήση του εν λόγω δείκτη αναφοράς από εποπτευόμενες οντότητες επιτρέπεται μόνο για τις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις, τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τα επενδυτικά κεφάλαια που αναφέρονται ήδη στον δείκτη αναφοράς.
4.  
Μετά από την έγκριση της απόφασης για ανάκληση της άδειας ενός διαχειριστή ή της εγγραφής του σε μητρώο εφαρμόζεται το άρθρο 28 παράγραφος 2.

Άρθρο 36

Μητρώο διαχειριστών και δεικτών αναφοράς

1.  

Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει και διατηρεί δημόσιο μητρώο το οποίο περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

▼C1

α) 

την ταυτότητα των διαχειριστών που έχουν λάβει άδεια ή που έχουν εγγραφεί στο μητρώο δυνάμει του άρθρου 34 και τις υπεύθυνες για την εποπτεία αρμόδιες αρχές·

▼B

β) 

την ταυτότητα των διαχειριστών που συμμορφώνονται προς τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 30 παράγραφος 1, τον κατάλογο των δεικτών αναφοράς που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και των αρμόδιων αρχών τρίτης χώρας που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία τους·

γ) 

την ταυτότητα των διαχειριστών που έχουν λάβει αναγνώριση σύμφωνα με το άρθρο 32, τον κατάλογο των δεικτών αναφοράς που αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 7 και, κατά περίπτωση, των αρμόδιων αρχών τρίτης χώρας που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία τους·

δ) 

τους δείκτες αναφοράς που προσυπογράφονται σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 33, την ταυτότητα των διαχειριστών τους και την ταυτότητα των προσυπογραφόντων διαχειριστών ή των προσυπογραφόντων εποπτευόμενων οντοτήτων.

2.  
Το μητρώο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι προσβάσιμο από το κοινό μέσω του δικτυακού τόπου της ΕΑΚΑΑ και ενημερώνεται έγκαιρα, όποτε απαιτείται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Εποπτική συνεργασία

Άρθρο 37

Μεταβίβαση καθηκόντων μεταξύ αρμόδιων αρχών

1.  
Σύμφωνα με το άρθρο 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, η αρμόδια αρχή δύναται να μεταβιβάσει τα καθήκοντά της δυνάμει του παρόντος κανονισμού στην αρμόδια αρχή ενός άλλου κράτους μέλους με προηγούμενη γραπτή συγκατάθεσή της.

Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ οποιαδήποτε προτεινόμενη μεταβίβαση 60 ημέρες πριν τεθεί σε εφαρμογή.

2.  
Η αρμόδια αρχή δύναται να μεταβιβάσει ορισμένα από τα καθήκοντά της που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό στην ΕΑΚΑΑ, εφόσον η τελευταία συμφωνεί.
3.  
Η ΕΑΚΑΑ κοινοποιεί στα κράτη μέλη την προτεινόμενη μεταβίβαση εντός επτά ημερών. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τις λεπτομέρειες κάθε συμφωνηθείσας μεταβίβασης μέσα σε πέντε εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή της σχετικής κοινοποίησης.

Άρθρο 38

Κοινοποίηση πληροφοριών από άλλο κράτος μέλος

Αρμόδια αρχή δύναται να κοινοποιήσει πληροφορίες που έχει λάβει από άλλη αρμόδια αρχή μόνον εφόσον:

α) 

έχει εξασφαλίσει την έγγραφη συμφωνία της εν λόγω αρμόδιας αρχής και οι πληροφορίες κοινοποιούνται αποκλειστικά και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους η αρχή αυτή έδωσε τη σύμφωνη γνώμη της· ή

β) 

η κοινοποίηση αυτή απαιτείται στο πλαίσιο νομικών διαδικασιών.

Άρθρο 39

Συνεργασία όσον αφορά επιτόπιες επιθεωρήσεις και έρευνες

1.  
Αρμόδια αρχή δύναται να ζητήσει τη συνδρομή άλλης αρμόδιας αρχής όσον αφορά επιτόπιες επιθεωρήσεις ή έρευνες. Η αρμόδια αρχή προς την οποία απευθύνεται το αίτημα συνεργάζεται στο μέτρο του δυνατού και στον ενδεδειγμένο βαθμό.
2.  
Αρμόδια αρχή που υποβάλλει το αίτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ενημερώνει σχετικά την ΕΑΚΑΑ. Στην περίπτωση διενέργειας έρευνας ή επιθεώρησης με διασυνοριακές επιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να ζητήσουν από την ΕΑΚΑΑ να συντονίσει την επιτόπια επιθεώρηση ή την έρευνα.
3.  

Εάν μια αρμόδια αρχή λάβει αίτημα από άλλη αρμόδια αρχή για τη διενέργεια επιτόπιας επιθεώρησης ή έρευνας, μπορεί να:

α) 

διενεργεί η ίδια την επιτόπια επιθεώρηση ή την έρευνα·

β) 

επιτρέπει στην αρμόδια αρχή που υπέβαλε το αίτημα να συμμετάσχει στην επιτόπια επιθεώρηση ή την έρευνα·

γ) 

ορίζει ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες για την υποστήριξη ή τη διενέργεια της επιτόπιας επιθεώρησης ή της έρευνας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Ρόλος των αρμόδιων αρχών

▼M2

Άρθρο 40

Αρμόδιες αρχές

1.  

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η ΕΑΚΑΑ είναι η αρμόδια αρχή για:

α) 

τους διαχειριστές των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ)·

β) 

διαχειριστές των δεικτών αναφοράς που αναφέρονται στο άρθρο 32.

2.  
Κάθε κράτος μέλος ορίζει την οικεία αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εκτέλεση των καθηκόντων που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ.
3.  
Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος ορίσει περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με την παράγραφο 2, καθορίζει σαφώς τους αντίστοιχους ρόλους των αρμόδιων αυτών αρχών και ορίζει μία και μόνη αρχή ως υπεύθυνη για τον συντονισμό της συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών με την Επιτροπή, την ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών.
4.  
Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον δικτυακό της τόπο κατάλογο των αρμόδιων αρχών που έχουν οριστεί σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3.

▼B

Άρθρο 41

Εξουσίες των αρμόδιων αρχών

▼M2

1.  

Προκειμένου να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 2, έχουν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τουλάχιστον τις ακόλουθες εξουσίες εποπτείας και έρευνας:

▼B

α) 

διαθέτουν πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο και σε άλλα δεδομένα υπό οποιαδήποτε μορφή και λαμβάνουν έγγραφα ή αντίγραφά τους·

β) 

απαιτούν ή ζητούν πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο εμπλέκεται στην παροχή δείκτη αναφοράς και στη συνεισφορά σε αυτόν, συμπεριλαμβανομένων των παρόχων υπηρεσιών στους οποίους έχουν ανατεθεί εξωτερικά λειτουργίες, υπηρεσίες ή δραστηριότητες σχετικές με την παροχή ενός δείκτη αναφοράς όπως προβλέπεται στο άρθρο 10, καθώς επίσης των εντολέων τους, και, εάν είναι αναγκαίο, καλούν και θέτουν ερωτήματα σε οποιοδήποτε τέτοιο πρόσωπο με στόχο τη λήψη πληροφοριών·

γ) 

ζητούν πληροφορίες, όσον αφορά τους δείκτες αναφοράς βασικών προϊόντων, από συνεισφέροντες σε σχετικές αγορές άμεσης παράδοσης μέσω, κατά περίπτωση, τυποποιημένων μορφότυπων και εκθέσεων σχετικά με συναλλαγές και άμεση πρόσβαση στα συστήματα των διαπραγματευτών·

δ) 

διενεργούν επιτόπιους ελέγχους ή έρευνες σε χώρους εκτός των ιδιωτικών κατοικιών φυσικών προσώπων·

ε) 

εισέρχονται σε εγκαταστάσεις νομικών προσώπων, με την επιφύλαξη του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, για να κατάσχουν έγγραφα και λοιπά δεδομένα υπό οποιαδήποτε μορφή, στην περίπτωση που υφίστανται εύλογες υπόνοιες ότι τα έγγραφα και τα λοιπά δεδομένα σχετικά με το αντικείμενο της επιθεώρησης ή της έρευνας μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αποδειχθεί παράβαση του παρόντος κανονισμού. Στην περίπτωση που απαιτείται προηγούμενη έγκριση της δικαστικής αρχής του οικείου κράτους μέλους, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η εξουσία αυτή ασκείται μόνον μετά την εξασφάλιση της εν λόγω προηγούμενης έγκρισης·

στ) 

απαιτούν υφιστάμενες καταγεγραμμένες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, ηλεκτρονικές επικοινωνίες ή άλλα αρχεία κίνησης δεδομένων που τηρούν εποπτευόμενες οντότητες·

ζ) 

ζητούν τη δέσμευση ή την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων ή και τα δύο·

η) 

απαιτούν την προσωρινή παύση κάθε πρακτικής που κατά τη γνώμη της αρμόδιας αρχής αντιβαίνει στον παρόντα κανονισμό·

θ) 

επιβάλλουν προσωρινή απαγόρευση της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας·

ι) 

λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσουν τη σωστή ενημέρωση του κοινού σχετικά με την παροχή ενός δείκτη αναφοράς, μεταξύ άλλων απαιτώντας από τον οικείο διαχειριστή ή το πρόσωπο που δημοσίευσε ή διέδωσε τον εν λόγω δείκτη αναφοράς ή από αμφότερους να δημοσιεύσουν διορθωτική δήλωση σχετικά με τις προγενέστερες συνεισφορές ή προγενέστερα αριθμητικά στοιχεία για τον δείκτη αναφοράς.

▼M2

2.  

Οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 2 ασκούν τα καθήκοντα και τις εξουσίες τους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και την εξουσία να επιβάλλουν κυρώσεις όπως ορίζονται στο άρθρο 42, σύμφωνα με τα εθνικά νομικά τους πλαίσια, με οποιονδήποτε από τους εξής τρόπους:

▼B

α) 

άμεσα·

β) 

σε συνεργασία με άλλες αρχές ή με διαχειριστές της αγοράς·

γ) 

υπό την ευθύνη τους με μεταβίβαση εξουσιών στις αρχές αυτές ή στους διαχειριστές των αγορών·

δ) 

κατόπιν αιτήσεως προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

Για την άσκηση των εν λόγω εξουσιών οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν κατάλληλους και αποτελεσματικούς μηχανισμούς διασφάλισης του δικαιώματος υπεράσπισης και των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

3.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι υφίστανται κατάλληλα μέτρα ούτως ώστε οι αρμόδιες αρχές να διαθέτουν όλες τις εξουσίες εποπτείας και έρευνας που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.
4.  
Διαχειριστής ή άλλη εποπτευόμενη οντότητα που διαθέτει πληροφορίες σε αρμόδια αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν θεωρείται ότι διαπράττει παράβαση τυχόν περιορισμού κοινοποίησης πληροφοριών που επιβάλλεται από οποιαδήποτε συμβατική, νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη.

Άρθρο 42

Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα

▼M1

1.  

Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών των αρμόδιων αρχών σύμφωνα με το άρθρο 41 και του δικαιώματος των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, αναθέτουν στις αρμόδιες αρχές την εξουσία να επιβάλλουν κατάλληλες διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα όσον αφορά τουλάχιστον τις εξής παραβάσεις:

α) 

τις παραβάσεις του άρθρου 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 19α, 19β, 19γ, 21, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29 ή 34, όπου έχουν εφαρμογή· και

β) 

μη συνεργασία ή μη συμμόρφωση με έρευνα, επιθεώρηση ή αίτημα που καλύπτεται από το άρθρο 41.

▼B

Οι εν λόγω διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα έχουν αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα.

2.  

Σε περίπτωση παράβασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, αναθέτουν στις αρμόδιες αρχές την εξουσία να επιβάλλουν τουλάχιστον τις εξής διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα:

α) 

έκδοση εντολής που υποχρεώνει τον διαχειριστή ή την εποπτευόμενη οντότητα που ευθύνεται για την παραβίαση να διακόψει τη συμπεριφορά του και να μην την επαναλάβει·

β) 

αποστέρηση των αποκτηθέντων κερδών ή αποφευχθεισών ζημιών λόγω της παράβασης, στην περίπτωση που το ύψος τους δύναται να προσδιοριστεί·

γ) 

δημόσια προειδοποίηση που κατονομάζει τον διαχειριστή ή την εποπτευόμενη οντότητα που ευθύνεται, και προσδιορίζει τη φύση της παράβασης·

δ) 

ανάκληση ή αναστολή της άδειας ή της εγγραφής στο μητρώο, ενός διαχειριστή·

ε) 

προσωρινή απαγόρευση άσκησης καθηκόντων διαχείρισης στον διαχειριστή ή στον εποπτευόμενο συνεισφέροντα, κατά οποιουδήποτε φυσικού προσώπου που θεωρείται υπεύθυνο για τέτοια παράβαση·

στ) 

επιβολή μέγιστων διοικητικών χρηματικών κυρώσεων που ανέρχονται τουλάχιστον στο τριπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, εάν το εν λόγω ποσό μπορεί να προσδιοριστεί·

ζ) 

σε περίπτωση φυσικού προσώπου, επιβολή μέγιστων διοικητικών χρηματικών κυρώσεων που ανέρχονται τουλάχιστον:

i) 

για τις παραβάσεις των άρθρων 4, 5, 6, 7, 8, 9 και 10, του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχεία α), β), γ) και ε), του άρθρου 11 παράγραφοι 2 και 3 και των άρθρων 12, 13, 14, 15, 16, 21, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29 και 34, σε 500 000 EUR ή, στα κράτη μέλη όπου το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, στην αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα κατά τις 30 Ιουνίου 2016· ή

ii) 

για τις παραβάσεις του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο δ) ή του άρθρου 11 παράγραφος 4, στο ποσό των 100 000 EUR ή, στα κράτη μέλη όπου το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, στην αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα κατά τις 30 Ιουνίου 2016·

η) 

σε περίπτωση νομικού προσώπου, επιβολή μέγιστων διοικητικών χρηματικών κυρώσεων που ανέρχονται τουλάχιστον:

i) 

για τις παραβάσεις των άρθρων 4, 5, 6, 7, 8, 9 και 10, του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχεία α), β), γ) και ε), του άρθρου 11 παράγραφοι 2 και 3 και των άρθρων 12, 13, 14, 15, 16, 21, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29 και 34, σε 1 000 000 EUR ή, στα κράτη μέλη όπου το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, στην αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα κατά τις 30 Ιουνίου 2016 ή στο 10 % του ετήσιου κύκλου εργασιών του σύμφωνα με τους πιο πρόσφατους διαθέσιμους λογαριασμούς που έχει εγκρίνει το διοικητικό όργανο, ανάλογα με το ποιο από τα ποσά είναι υψηλότερο· ή

ii) 

για τις παραβάσεις του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο δ) ή του άρθρου 11 παράγραφος 4, σε ποσό 250 000 EUR ή, στα κράτη μέλη όπου το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, στην αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα κατά τις 30 Ιουνίου 2016 ή στο 2 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του σύμφωνα με τους πιο πρόσφατους διαθέσιμους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό του όργανο, ανάλογα με το ποιο από τα ποσά είναι υψηλότερο.

Για τους σκοπούς του στοιχείου η) σημεία i) και ii), σε περίπτωση που το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική μητρικής επιχείρησης που οφείλει να καταρτίζει ενοποιημένους οικονομικούς λογαριασμούς σύμφωνα με την οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 15 ), ο σχετικός συνολικός κύκλος εργασιών είναι ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ή το αντίστοιχο είδος εισοδήματος σύμφωνα με την οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου ( 16 ) για τις τράπεζες και την οδηγία 91/674/ΕΟΚ του Συμβουλίου ( 17 ) για τις ασφαλιστικές εταιρείες σύμφωνα με τους πιο πρόσφατους διαθέσιμους ενοποιημένους λογαριασμούς που έχει εγκρίνει το διοικητικό όργανο της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής ή, εάν πρόκειται για ένωση, το 10 % του συνόλου των κύκλων εργασιών των μελών της.

3.  
Έως την 1η Ιανουαρίου 2018 τα κράτη μέλη κοινοποιούν τους κανόνες σχετικά με τις παραγράφους 1 και 2 στην Επιτροπή και στην ΕΑΚΑΑ.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν να μη θεσπίσουν κανόνες σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1 εάν οι παραβάσεις που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο υπόκεινται σε ποινικές κυρώσεις βάσει του εθνικού τους δικαίου. Στην περίπτωση αυτή τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή και στην ΕΑΚΑΑ τους σχετικούς κανόνες της ποινικής νομοθεσίας μαζί με την κοινοποίηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

Κοινοποιούν χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή και στην ΕΑΚΑΑ οποιαδήποτε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

4.  
Τα κράτη μέλη δύνανται να εκχωρούν στις αρμόδιες αρχές δυνάμει του εθνικού δικαίου άλλες εξουσίες επιβολής κυρώσεων επιπροσθέτως αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και να καθορίζουν υψηλότερα επίπεδα κυρώσεων από αυτά που προβλέπονται στη παράγραφο 2.

Άρθρο 43

Άσκηση των εποπτικών εξουσιών και των εξουσιών επιβολής κυρώσεων

▼M2

1.  

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό του είδους και του επιπέδου των διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων, οι αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 2, λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται κατά περίπτωση:

▼B

α) 

η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης·

β) 

η κρίσιμη σημασία του δείκτη αναφοράς για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την πραγματική οικονομία·

γ) 

ο βαθμός ευθύνης του υπαίτιου προσώπου·

δ) 

η οικονομική ισχύς του υπαίτιου προσώπου, όπως προκύπτει ιδιαίτερα από τον συνολικό ετήσιο κύκλο εργασιών του υπαίτιου νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα του υπαίτιου φυσικού προσώπου·

ε) 

το μέγεθος των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπαίτιο πρόσωπο, στον βαθμό που μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν·

στ) 

ο βαθμός συνεργασίας του υπαίτιου προσώπου με την αρμόδια αρχή, με την επιφύλαξη της ανάγκης για εξασφάλιση της παράδοσης των κερδών που αποκομίσθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το πρόσωπο αυτό·

ζ) 

προηγούμενες παραβάσεις εκ μέρους του συγκεκριμένου προσώπου·

η) 

τα μέτρα που ελήφθησαν μετά την παράβαση από τον υπαίτιο για την αποφυγή της επανάληψής της.

2.  
Κατά την άσκηση των εξουσιών τους για επιβολή διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων δυνάμει του άρθρου 42 οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά ώστε να διασφαλίζουν ότι οι εποπτικές και ερευνητικές αρμοδιότητες, καθώς και οι διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα παρέχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού. Επιπλέον, συντονίζουν τη δράση τους για την αποφυγή ενδεχόμενων επαναλήψεων και αλληλεπικαλύψεων κατά την άσκηση των εξουσιών εποπτείας και έρευνας και την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένων χρηματικών κυρώσεων, και άλλων διοικητικών μέτρων σε διασυνοριακές υποθέσεις.

▼M2

Άρθρο 44

Υποχρέωση συνεργασίας

1.  
Στις περιπτώσεις στις οποίες τα κράτη μέλη έχουν επιλέξει να θεσπίσουν ποινικές κυρώσεις για τις παραβάσεις των διατάξεων που αναφέρονται στο άρθρο 42, εξασφαλίζουν ότι έχουν τεθεί σε εφαρμογή κατάλληλα μέτρα ώστε οι αρμόδιες αρχές, που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφοι 2 και 3, να διαθέτουν όλες τις αναγκαίες εξουσίες για να συνεργάζονται με τις δικαστικές αρχές εντός της περιοχής δικαιοδοσίας τους όσον αφορά τη λήψη συγκεκριμένων πληροφοριών σε σχέση με έρευνες ή διώξεις ποινικής φύσης που έχουν κινηθεί για πιθανές παραβάσεις του παρόντος κανονισμού. Οι εν λόγω αρμόδιες αρχές θέτουν τις πληροφορίες αυτές στη διάθεση των υπόλοιπων αρμόδιων αρχών και της ΕΑΚΑΑ.
2.  
Οι αρμόδιες αρχές που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφοι 2 και 3 επικουρούν τις άλλες αρμόδιες αρχές και την ΕΑΚΑΑ. Ειδικότερα, ανταλλάσσουν πληροφορίες και συνεργάζονται σε τυχόν δραστηριότητες έρευνας ή εποπτείας. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται επίσης να συνεργάζονται με άλλες αρμόδιες αρχές προκειμένου να διευκολύνεται η ανάκτηση χρηματικών κυρώσεων.

▼B

Άρθρο 45

Δημοσίευση αποφάσεων

1.  
Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, η αρμόδια αρχή δημοσιεύει στον επίσημο δικτυακό της τόπο κάθε απόφαση επιβολής διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων που λαμβάνονται σε περιπτώσεις παραβάσεων του παρόντος κανονισμού αμέσως μετά την κοινοποίηση της εν λόγω απόφασης στο πρόσωπο στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση ή το μέτρο. Η δημοσίευση αυτή περιλαμβάνει τουλάχιστον πληροφορίες για το είδος και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του προσώπου στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση ή το μέτρο.

Το πρώτο εδάφιο δεν ισχύει για αποφάσεις επιβολής μέτρων διερευνητικού χαρακτήρα.

2.  

Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή κρίνει ότι η δημοσίευση της ταυτότητας των νομικών προσώπων ή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα φυσικών προσώπων θα ήταν δυσανάλογη, κατόπιν κατά περίπτωση αξιολόγησης που διενεργείται σχετικά με την αναλογικότητα της δημοσίευσης των δεδομένων αυτών ή σε περίπτωση που η δημοσίευση θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή μια διεξαγόμενη έρευνα, η αρμόδια αρχή πράττει ένα από τα ακόλουθα:

α) 

αναβάλλει τη δημοσίευση της απόφασης για την επιβολή κύρωσης ή μέτρου μέχρις ότου παύσουν να ισχύουν οι λόγοι για την εν λόγω αναβολή·

β) 

δημοσιεύει την απόφαση σε ανώνυμη βάση σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, εφόσον αυτή η δημοσίευση διασφαλίζει την αποτελεσματική προστασία των σχετικών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

γ) 

δεν δημοσιεύει καθόλου την απόφαση, αν η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι η δημοσίευση σύμφωνα με τα στοιχεία α) ή β) δεν επαρκεί για να εξασφαλιστεί:

i) 

ότι δεν θα τεθεί σε κίνδυνο η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών· ή

ii) 

η αναλογικότητα της δημοσίευσης των αποφάσεων αυτών σε σχέση με μέτρα που θεωρούνται ήσσονος σημασίας.

Σε περίπτωση που αρμόδια αρχή αποφασίσει να δημοσιεύσει μία απόφαση με ανώνυμο τρόπο κατά τα διαλαμβανόμενα στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου, μπορεί να αναβάλει τη δημοσίευση των οικείων δεδομένων επί εύλογο χρονικό διάστημα όταν προβλέπεται ότι οι λόγοι της ανώνυμης δημοσίευσης θα παύσουν κατά την περίοδο αυτή.

3.  
Εάν η απόφαση υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον των οικείων εθνικών δικαστικών, διοικητικών ή άλλων αρχών, η αρμόδια αρχή δημοσιεύει επίσης, αμέσως, στον επίσημο δικτυακό της τόπο τις πληροφορίες αυτές και κάθε μεταγενέστερη πληροφορία σχετική με τα αποτελέσματα της προσφυγής. Επιπλέον, δημοσιεύεται και κάθε απόφαση περί ακυρώσεως προηγούμενης απόφασης επιβολής κύρωσης ή μέτρου.
4.  
Η αρμόδια αρχή μεριμνά ώστε κάθε απόφαση που δημοσιεύεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο να παραμένει προσβάσιμη στον επίσημο δικτυακό της τόπο για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών μετά τη δημοσίευσή της. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνει η δημοσίευση διατηρούνται στον επίσημο δικτυακό τόπο της αρμόδιας αρχής για το απαραίτητο χρονικό διάστημα σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

▼M2

5.  
Τα κράτη μέλη παρέχουν σε ετήσια βάση στην ΕΑΚΑΑ συγκεντρωτικές πληροφορίες σχετικά με όλες τις διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα που έχουν επιβάλει δυνάμει του άρθρου 42. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει για μέτρα σχετικά με έρευνες. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τις πληροφορίες αυτές σε ετήσια έκθεση, μαζί με συγκεντρωτικές πληροφορίες για όλες τις διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα που έχει επιβάλει σύμφωνα με το άρθρο 48στ.

▼B

Όταν τα κράτη μέλη επιλέγουν, σύμφωνα με το άρθρο 42, να καθορίσουν ποινικές κυρώσεις για παραβάσεις των διατάξεων που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, οι αρμόδιες αρχές τους παρέχουν στην ΕΑΚΑΑ σε ετήσια βάση ανώνυμα συγκεντρωτικά στοιχεία για όλες τις ποινικές έρευνες που έχουν αναλάβει και για τις ποινικές κυρώσεις που έχουν επιβάλει. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τα στοιχεία σχετικά με τις επιβαλλόμενες ποινικές κυρώσεις σε ετήσια έκθεση.

Άρθρο 46

Συλλογικά όργανα

▼M2

1.  
Μέσα σε 30 εργάσιμες ημέρες από τη συμπερίληψη δείκτη αναφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) στον κατάλογο των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας, με εξαίρεση τους δείκτες αναφοράς των οποίων η πλειοψηφία των συνεισφερόντων είναι μη εποπτευόμενες οντότητες, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή συστήνει συλλογικό όργανο και ηγείται του οργάνου.
2.  
Το συλλογικό όργανο αποτελείται από εκπροσώπους της αρμόδιας αρχής του διαχειριστή, την ΕΑΚΑΑ, εκτός αν είναι η αρμόδια αρχή του διαχειριστή, και τις αρμόδιες αρχές των εποπτευόμενων συνεισφερόντων.

▼B

3.  
Οι αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών έχουν δικαίωμα συμμετοχής στο συλλογικό όργανο σε περίπτωση που μια ενδεχόμενη διακοπή της παροχής του εν λόγω δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας αναμένεται να έχει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στην ακεραιότητα των αγορών, στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στους καταναλωτές, στην πραγματική οικονομία ή στη χρηματοδότηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων των συγκεκριμένων κρατών μελών.

Σε περίπτωση που μια αρμόδια αρχή προτίθεται να συμμετάσχει σε συλλογικό όργανο, υποβάλλει αίτημα στην αρμόδια αρχή του διαχειριστή, περιλαμβάνοντας στοιχεία που αποδεικνύουν ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου. Η οικεία αρμόδια αρχή του διαχειριστή εξετάζει το αίτημα και ενημερώνει την αιτούσα αρχή μέσα σε 20 εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή του αιτήματος για το αν θεωρεί ότι οι εν λόγω απαιτήσεις πληρούνται ή όχι. Σε περίπτωση που θεωρεί ότι οι απαιτήσεις αυτές δεν πληρούνται, η αιτούσα αρχή μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με την παράγραφο 9.

4.  
Η ΕΑΚΑΑ συμβάλλει στην προώθηση και στην παρακολούθηση της αποδοτικής, αποτελεσματικής και συνεπούς λειτουργίας των συλλογικών οργάνων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Για τον σκοπό αυτό, η ΕΑΚΑΑ συμμετέχει καταλλήλως και θεωρείται αρμόδια αρχή για τον σκοπό αυτό.

Όταν η ΕΑΚΑΑ ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 σε σχέση με δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας, εξασφαλίζει την κατάλληλη ανταλλαγή πληροφοριών και τη συνεργασία με τα άλλα μέλη του συλλογικού οργάνου.

5.  
Η αρμόδια αρχή του διαχειριστή προεδρεύει στις συνεδριάσεις του συλλογικού οργάνου, συντονίζει τις ενέργειες του συλλογικού οργάνου και εξασφαλίζει την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των μελών του συλλογικού οργάνου.

Σε περίπτωση που ο διαχειριστής παρέχει περισσότερους του ενός δείκτες αναφοράς, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή δύναται να συστήσει ένα και μόνο συλλογικό όργανο για όλους τους δείκτες αναφοράς που παρέχει ο συγκεκριμένος διαχειριστής.

6.  

Η αρμόδια αρχή του διαχειριστή προβλέπει γραπτές ρυθμίσεις στο πλαίσιο του συλλογικού οργάνου για τα ακόλουθα ζητήματα:

α) 

τις πληροφορίες που θα ανταλλάσσονται μεταξύ των αρμόδιων αρχών·

β) 

τη διαδικασία λήψης αποφάσεων μεταξύ των αρμόδιων αρχών, καθώς και το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να λαμβάνεται κάθε απόφαση·

γ) 

τις περιπτώσεις στις οποίες οι αρμόδιες αρχές πρέπει να διαβουλεύονται μεταξύ τους·

δ) 

τη συνεργασία που προβλέπεται βάσει του άρθρου 23 παράγραφοι 7 και 8.

7.  
Η αρμόδια αρχή του διαχειριστή λαμβάνει δεόντως υπόψη κάθε συμβουλή της ΕΑΚΑΑ σχετικά με τις γραπτές ρυθμίσεις δυνάμει της παραγράφου 6 πριν συμφωνήσει στο τελικό τους κείμενο. Οι γραπτές ρυθμίσεις καταγράφονται σε ένα ενιαίο έγγραφο στο οποίο αναφέρονται πλήρως οι λόγοι οποιασδήποτε σημαντικής απόκλισης από τη γνωμοδότηση της ΕΑΚΑΑ. Η αρμόδια αρχή του διαχειριστή διαβιβάζει τις γραπτές ρυθμίσεις στα μέλη του συλλογικού οργάνου και στην ΕΑΚΑΑ.
8.  
Πριν από τη λήψη οποιουδήποτε από τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφοι 6, 7 και 9 και στα άρθρα 34, 35 και 42, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή διαβουλεύεται με τα μέλη του συλλογικού οργάνου. Τα μέλη του συλλογικού οργάνου καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία μέσα στο χρονικό πλαίσιο το οποίο καθορίζεται στις γραπτές ρυθμίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου.

Οποιαδήποτε απόφαση της αρμόδιας αρχής του διαχειριστή για τη λήψη τέτοιων μέτρων λαμβάνεται με συνεκτίμηση του αντίκτυπου στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη τους, και ιδίως του δυνητικού αντίκτυπου στη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών συστημάτων τους.

Όσον αφορά την απόφαση για αναστολή της άδειας ή της εγγραφής σε μητρώο, ενός διαχειριστή, σύμφωνα με το άρθρο 35, στις περιπτώσεις που η παύση του δείκτη αναφοράς θα οδηγούσε σε γεγονός ανωτέρας βίας, περιστολή ή παράβαση με άλλον τρόπο των όρων οποιασδήποτε χρηματοπιστωτικής σύμβασης ή χρηματοπιστωτικού μέσου, ή των κανόνων που διέπουν οποιοδήποτε επενδυτικό κεφάλαιο, που αναφέρεται στον εν λόγω δείκτη αναφοράς στην Ένωση, κατά την έννοια που ορίζει η Επιτροπή σε κατ' εξουσιοδότηση πράξη της που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 51 παράγραφος 6, οι αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν στο συλλογικό όργανο εξετάζουν αν θα πρέπει να λάβουν μέτρα για την άμβλυνση των επιπτώσεων που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, συμπεριλαμβανομένων:

α) 

της τροποποίησης του κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στο άρθρο 15, της μεθοδολογίας ή άλλων κανόνων του δείκτη αναφοράς·

β) 

μιας μεταβατικής περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας εφαρμόζονται οι διαδικασίες δυνάμει του άρθρου 28 παράγραφος 2.

9.  

Ελλείψει συμφωνίας μεταξύ των μελών του συλλογικού οργάνου, αρμόδιες αρχές δύνανται να αναφέρουν στην ΕΑΚΑΑ οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) 

η αρμόδια αρχή δεν έχει κοινοποιήσει απαραίτητα στοιχεία·

β) 

κατόπιν αιτήματος υποβαλλόμενου δυνάμει της παραγράφου 3, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή έχει γνωστοποιήσει στην αιτούσα αρχή ότι οι απαιτήσεις της εν λόγω παραγράφου δεν πληρούνται ή ότι δεν έχει ενεργήσει σε συνέχεια του αιτήματος μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα·

γ) 

οι αρμόδιες αρχές δεν κατέληξαν σε συμφωνία σχετικά με τα ζητήματα της παραγράφου 6·

δ) 

υπάρχει διαφωνία όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν σύμφωνα με τα άρθρα 34, 35 και 42·

ε) 

υπάρχει διαφωνία όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 6·

στ) 

υπάρχει διαφωνία όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου.

10.  
Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 9 στοιχεία α), β), γ), δ) και στ), αν το ζήτημα δεν έχει διευθετηθεί μέσα σε διάστημα 30 ημερών από την παραπομπή στην ΕΑΚΑΑ, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή λαμβάνει την τελική απόφαση και παρέχει εγγράφως λεπτομερή εξήγηση της απόφασής της στις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο και στην ΕΑΚΑΑ.

Η προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο 34 παράγραφος 6 στοιχείο α) αναστέλλεται από την ημερομηνία παραπομπής στην ΕΑΚΑΑ έως ότου ληφθεί απόφαση σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

Αν η ΕΑΚΑΑ κρίνει ότι η αρμόδια αρχή του διαχειριστή έχει λάβει μέτρα αναφερόμενα στην παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου τα οποία ενδέχεται να αντιβαίνουν στο ενωσιακό δίκαιο, ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

11.  
Με την επιφύλαξη του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο στοιχείο ε) της παραγράφου 9 του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΚΑ δύναται να ενεργεί σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που της έχουν ανατεθεί δυνάμει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Η εξουσία της αρμόδιας αρχής του διαχειριστή δυνάμει του άρθρου 23 παράγραφος 6 μπορεί να ασκείται έως ότου η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύσει την απόφασή της.

Άρθρο 47

Συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ

▼M2

1.  
Οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 2 συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
2.  
Οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 2 παρέχουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην ΕΑΚΑΑ όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων της, σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼B

3.  
Η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων για να προσδιορίσει τις διαδικασίες και τα είδη ανταλλαγής πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο το αργότερο μέχρι την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 48

Επαγγελματικό απόρρητο

1.  
Τυχόν εμπιστευτικές πληροφορίες που λαμβάνονται, ανταλλάσσονται ή διαβιβάζονται βάσει του παρόντος κανονισμού υπόκεινται στους όρους της παραγράφου 2 περί επαγγελματικού απορρήτου.
2.  
Η υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου ισχύει για όλα τα πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργαστεί για την αρμόδια αρχή ή για μια οποιαδήποτε αρχή ή επιχείρηση της αγοράς ή για οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο η αρμόδια αρχή έχει αναθέσει τις εξουσίες της, συμπεριλαμβανομένων των ελεγκτών και εμπειρογνωμόνων που προσλαμβάνονται από την αρμόδια αρχή.
3.  
Οι πληροφορίες υπό επαγγελματικό απόρρητο δεν μπορούν να αποκαλυφθούν σε κανένα άλλο πρόσωπο ή αρχή παρά μόνο δυνάμει διατάξεων που προβλέπονται από το ενωσιακό ή από το εθνικό δίκαιο.
4.  
Όλες οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ αρμόδιων αρχών δυνάμει του παρόντος κανονισμού και αφορούν επιχειρηματικές ή επιχειρησιακές συνθήκες και άλλες οικονομικές ή προσωπικές υποθέσεις θεωρούνται εμπιστευτικές και υπόκεινται στις απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου, εκτός αν η αρμόδια αρχή δηλώσει κατά τη στιγμή της επικοινωνίας ότι η συγκεκριμένη πληροφορία δύναται να γνωστοποιηθεί ή εκτός εάν η γνωστοποίηση είναι αναγκαία στο πλαίσιο νομικών διαδικασιών.

▼M2

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Εξουσίες και αρμοδιότητες της ΕΑΚΑΑ

Τμήμα 1

Αρμοδιότητες και διαδικασίες

Άρθρο 48α

Άσκηση των εξουσιών από την ΕΑΚΑΑ

Οι εξουσίες που ανατίθενται στην ΕΑΚΑΑ ή οποιονδήποτε υπάλληλο της ΕΑΚΑΑ ή άλλο εξουσιοδοτημένο από αυτήν πρόσωπο δυνάμει των άρθρων 48β έως 48δ δεν ασκούνται για να απαιτηθεί η δημοσιοποίηση πληροφοριών ή εγγράφων που υπόκεινται σε νομικό απόρρητο.

Άρθρο 48β

Αίτηση παροχής πληροφοριών

1.  

Η ΕΑΚΑΑ δύναται με απλή αίτηση ή με απόφαση να ζητήσει από τα ακόλουθα πρόσωπα να παρέχουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, ώστε να μπορεί να εκτελεί τα καθήκοντά της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό:

α) 

πρόσωπα που εμπλέκονται στην παροχή των δεικτών αναφοράς που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 1·

β) 

τρίτους στους οποίους τα πρόσωπα που αναφέρονται στο στοιχείο α) έχουν αναθέσει καθήκοντα ή δραστηριότητες σύμφωνα με το άρθρο 10·

γ) 

πρόσωπα που έχουν άλλη στενή και ουσιαστική σχέση ή σύνδεση με τα πρόσωπα που αναφέρονται στο στοιχείο α).

Σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 και κατόπιν αιτήματος της ΕΑΚΑΑ, οι αρμόδιες αρχές υποβάλλουν την εν λόγω αίτηση παροχής πληροφοριών σε συνεισφέροντες στους δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) του παρόντος κανονισμού και γνωστοποιούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τις πληροφορίες που λαμβάνουν στην ΕΑΚΑΑ.

2.  

Κάθε απλή αίτηση παροχής πληροφοριών που αναφέρεται στην παράγραφο 1:

α) 

παραπέμπει στο παρόν άρθρο ως νομική βάση της αίτησης·

β) 

αναφέρει τον σκοπό της εν λόγω αίτησης·

γ) 

προσδιορίζει ποιες πληροφορίες ζητούνται·

δ) 

καθορίζει χρονικό όριο εντός του οποίου πρέπει να παρασχεθούν οι πληροφορίες·

ε) 

περιλαμβάνει δήλωση ότι δεν υπάρχει καμία υποχρέωση του προσώπου από το οποίο ζητούνται πληροφορίες να παράσχει τις πληροφορίες, αλλά στην περίπτωση εκούσιας απάντησης στην αίτηση, οι παρεχόμενες πληροφορίες δεν πρέπει να είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές·

στ) 

αναφέρει το ύψος του προστίμου που επιβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 48στ όταν οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές.

3.  

Όταν ζητεί την παροχή πληροφοριών με απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ:

α) 

παραπέμπει στο παρόν άρθρο ως νομική βάση της αίτησης·

β) 

αναφέρει τον σκοπό της εν λόγω αίτησης·

γ) 

προσδιορίζει ποιες πληροφορίες ζητούνται·

δ) 

καθορίζει χρονικό όριο εντός του οποίου πρέπει να παρασχεθούν οι πληροφορίες·

ε) 

αναφέρει τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 48ζ στην περίπτωση που οι απαιτούμενες πληροφορίες είναι ελλιπείς·

στ) 

αναφέρει το πρόστιμο που προβλέπεται στο άρθρο 48στ, στην περίπτωση που οι απαντήσεις στα υποβληθέντα ερωτήματα είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές·

ζ) 

αναφέρει το δικαίωμα για προσφυγή κατά της απόφασης ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών της ΕΑΚΑΑ και για υποβολή αίτησης επανεξέτασης της απόφασης από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δικαστήριο) σύμφωνα με το άρθρο 48ια του παρόντος κανονισμού και τα άρθρα 60 και 61 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.  
Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή οι εκπρόσωποί τους και, στην περίπτωση νομικών προσώπων ή ενώσεων χωρίς νομική προσωπικότητα, τα εξουσιοδοτημένα από τον νόμο ή από το καταστατικό τους πρόσωπα που τους εκπροσωπούν παρέχουν τις ζητούμενες πληροφορίες. Τις πληροφορίες είναι δυνατόν να παρέχουν δεόντως εξουσιοδοτημένοι δικηγόροι εξ ονόματος των πελατών τους. Οι τελευταίοι εξακολουθούν να ευθύνονται πλήρως για την παροχή ελλιπών, ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών.
5.  
Η ΕΑΚΑΑ αποστέλλει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση αντίγραφο της απλής αίτησης ή της απόφασής της στην αρμόδια αρχή του κράτους των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 48γ

Γενικές έρευνες

1.  

Για την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να διεξάγει τις αναγκαίες έρευνες προσώπων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 48β παράγραφος 1. Για τον σκοπό αυτόν, οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ έχουν την εξουσία:

α) 

να εξετάζουν οποιαδήποτε αρχεία, δεδομένα, διαδικασίες και κάθε άλλο υλικό συναφές με την εκτέλεση των καθηκόντων της, ανεξαρτήτως του μέσου στο οποίο αποθηκεύονται·

β) 

να λαμβάνουν ή να αποκτούν επικυρωμένα αντίγραφα ή αποσπάσματα από αυτά τα αρχεία, τα δεδομένα, τις διαδικασίες και άλλο υλικό·

γ) 

να καλούν και να ζητούν από οποιοδήποτε από αυτά τα πρόσωπα ή τους εκπροσώπους, ή το προσωπικό, προφορικές ή γραπτές εξηγήσεις σχετικά με γεγονότα ή έγγραφα που αφορούν το αντικείμενο και τον σκοπό της επιθεώρησης και να καταγράφουν τις απαντήσεις·

δ) 

να εξετάζουν κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συναινεί να ερωτηθεί με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της έρευνας·

ε) 

να ζητούν αρχεία τηλεφωνικών κλήσεων και διακίνησης δεδομένων.

2.  
Οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται από την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς των ερευνών κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 ασκούν τις εξουσίες τους επιδεικνύοντας έγγραφη εξουσιοδότηση που ορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας. Στην εν λόγω εξουσιοδότηση αναφέρονται οι περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 48ζ σε περίπτωση που τα απαιτούμενα αρχεία, δεδομένα, διαδικασίες ή άλλο υλικό, ή οι απαντήσεις σε ερωτήσεις που υποβάλλονται στα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 48β παράγραφος 1 δεν παρέχονται ή είναι ελλιπείς, καθώς και τα πρόστιμα που προβλέπονται στο άρθρο 48στ, σε περίπτωση που οι απαντήσεις στις ερωτήσεις που υποβάλλονται στα εν λόγω πρόσωπα είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές.
3.  
Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 48β παράγραφος 1 υποχρεούνται να υποβάλλονται σε έρευνες που κινούνται βάσει απόφασης της ΕΑΚΑΑ. Η απόφαση προσδιορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας, τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 48ζ, τα ένδικα μέσα που διατίθενται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, καθώς και το δικαίωμα επανεξέτασης της απόφασης από το Δικαστήριο.
4.  
Εγκαίρως πριν από την έρευνα που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο πρόκειται να διεξαχθεί η έρευνα σχετικά με την έρευνα και την ταυτότητα των εξουσιοδοτημένων προσώπων. Οι υπάλληλοι της οικείας αρμόδιας αρχής επικουρούν, κατόπιν αιτήματος της ΕΑΚΑΑ, τα εν λόγω εξουσιοδοτημένα πρόσωπα στην εκτέλεση των καθηκόντων τους. Υπάλληλοι της οικείας αρμόδιας αρχής δύνανται να παρίστανται στις έρευνες, κατόπιν αιτήματος.
5.  
Αν για την αίτηση παροχής αρχείων τηλεφωνικών κλήσεων ή διακίνησης δεδομένων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε) απαιτείται χορήγηση άδειας από εθνική δικαστική αρχή σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, υποβάλλεται σχετική αίτηση. Η άδεια αυτή μπορεί επίσης να ζητείται ως προληπτικό μέτρο.
6.  

Όταν εθνική δικαστική αρχή λαμβάνει αίτηση για τη χορήγηση άδειας για την αίτηση παροχής αρχείων τηλεφωνικών κλήσεων ή διακίνησης δεδομένων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε), η εν λόγω αρχή ελέγχει τα εξής:

α) 

ότι η απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 είναι αυθεντική·

β) 

ότι τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν είναι αναλογικά και δεν είναι αυθαίρετα ή υπερβολικά.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β), η εθνική δικαστική αρχή μπορεί να ζητήσει από την ΕΑΚΑΑ λεπτομερείς εξηγήσεις, ιδίως όσον αφορά τους λόγους που έχει η ΕΑΚΑΑ να υποπτεύεται ότι έχει διαπραχθεί παράβαση του παρόντος κανονισμού, καθώς και τη σοβαρότητα της εικαζόμενης παράβασης και τη φύση της συμμετοχής του προσώπου στο οποίο επιβάλλονται τα μέτρα καταναγκασμού. Ωστόσο, η εθνική δικαστική αρχή δεν επανεξετάζει την αναγκαιότητα διεξαγωγής της έρευνας, ούτε ζητεί να της παρασχεθούν οι πληροφορίες του φακέλου της ΕΑΚΑΑ. Η νομιμότητα της απόφασης της ΕΑΚΑΑ υπόκειται σε έλεγχο μόνον από το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 61 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 48δ

Επιτόπιες επιθεωρήσεις

1.  
Για την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να διεξάγει όλες τις αναγκαίες επιτόπιες επιθεωρήσεις στις επαγγελματικές εγκαταστάσεις των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 48β παράγραφος 1.
2.  
Οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης μπορούν να εισέρχονται σε οποιεσδήποτε επαγγελματικές εγκαταστάσεις των προσώπων για τα οποία έχει εκδοθεί απόφαση έρευνας από την ΕΑΚΑΑ, διαθέτουν δε όλες τις εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 48γ παράγραφος 1. Διαθέτουν την εξουσία να σφραγίζουν οποιεσδήποτε επαγγελματικές εγκαταστάσεις και βιβλία ή αρχεία κατά τη διάρκεια της επιθεώρησης και στην έκταση που είναι αναγκαίο για αυτήν.
3.  
Εγκαίρως πριν από την επιθεώρηση, η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει για την επιθεώρηση την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου πρόκειται να πραγματοποιηθεί η επιθεώρηση. Οσάκις απαιτείται για την ορθή διεξαγωγή και την αποτελεσματικότητα των επιθεωρήσεων, η ΕΑΚΑΑ, αφού ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή, μπορεί να διεξάγει την επιτόπια επιθεώρηση χωρίς προειδοποίηση. Επιθεωρήσεις σύμφωνα με το παρόν άρθρο διενεργούνται υπό την προϋπόθεση ότι η αρμόδια αρχή έχει επιβεβαιώσει ότι δεν έχει αντίρρηση για τις εν λόγω επιθεωρήσεις.
4.  
Οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης ασκούν τις εξουσίες τους επιδεικνύοντας έγγραφη εξουσιοδότηση που ορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της επιθεώρησης, καθώς και τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 48ζ, όταν τα οικεία πρόσωπα δεν δέχονται να υποβληθούν στην επιθεώρηση.
5.  
Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 48β παράγραφος 1 υποβάλλονται σε επιτόπιες επιθεωρήσεις που διατάσσονται με απόφαση της ΕΑΚΑΑ. Η απόφαση προσδιορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της επιθεώρησης, την προγραμματισμένη ημερομηνία έναρξής της και αναφέρει τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 48ζ, τα ένδικα μέσα που διατίθενται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, καθώς και το δικαίωμα επανεξέτασης της απόφασης από το Δικαστήριο.
6.  
Υπάλληλοι της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους όπου πρόκειται να πραγματοποιηθεί η επιθεώρηση, καθώς και εκείνοι που εξουσιοδοτούνται ή ορίζονται από αυτήν, επικουρούν ενεργά, κατόπιν αιτήματος της ΕΑΚΑΑ, τους υπαλλήλους και άλλα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται από την ΕΑΚΑΑ. Υπάλληλοι της εν λόγω αρμόδιας αρχής δύνανται επίσης να παρίστανται στις επιθεωρήσεις, κατόπιν αιτήματος.
7.  
Η ΕΑΚΑΑ μπορεί επίσης να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να εκτελέσουν εκ μέρους της ειδικά ερευνητικά καθήκοντα και να πραγματοποιήσουν επιτόπιες επιθεωρήσεις, όπως προβλέπεται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 48γ παράγραφος 1. Για τον σκοπό αυτόν, οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν τις ίδιες εξουσίες με την ΕΑΚΑΑ, όπως ορίζονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 48γ παράγραφος 1.
8.  
Αν οι υπάλληλοι και άλλα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ πρόσωπα που τους συνοδεύουν διαπιστώσουν ότι κάποιο πρόσωπο αντιτίθεται σε επιθεώρηση που έχει διαταχθεί σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους τούς παρέχει την αναγκαία συνδρομή, ζητώντας, κατά περίπτωση, τη συνδρομή της αστυνομίας ή ισότιμης αρχής επιβολής του νόμου, ούτως ώστε να τους επιτρέψει να πραγματοποιήσουν την επιτόπια επιθεώρησή τους.
9.  
Εάν απαιτείται άδεια εθνικής δικαστικής αρχής σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία για την επιτόπια επιθεώρηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ή για τη συνδρομή που προβλέπεται στην παράγραφο 7, ζητείται η άδεια αυτή. Η άδεια αυτή μπορεί επίσης να ζητείται ως προληπτικό μέτρο.
10.  

Όταν εθνική δικαστική αρχή λαμβάνει αίτηση χορήγησης άδειας για την επιτόπια επιθεώρηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ή για τη συνδρομή που προβλέπεται στην παράγραφο 7, η εν λόγω αρχή ελέγχει τα εξής:

α) 

ότι η απόφαση που εκδίδει η ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με την παράγραφο 5 είναι αυθεντική·

β) 

ότι τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν είναι αναλογικά και δεν είναι αυθαίρετα ή υπερβολικά.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β), η εθνική δικαστική αρχή μπορεί να ζητήσει από την ΕΑΚΑΑ λεπτομερείς εξηγήσεις, ιδίως όσον αφορά τους λόγους που έχει η ΕΑΚΑΑ να υποπτεύεται ότι έχει διαπραχθεί παράβαση του παρόντος κανονισμού, καθώς και τη σοβαρότητα της εικαζόμενης παράβασης και τη φύση της συμμετοχής του προσώπου στο οποίο επιβάλλονται τα μέτρα καταναγκασμού. Ωστόσο, η εθνική δικαστική αρχή δεν επανεξετάζει την αναγκαιότητα διεξαγωγής της έρευνας, ούτε ζητεί να της παρασχεθούν οι πληροφορίες του φακέλου της ΕΑΚΑΑ. Η νομιμότητα της απόφασης της ΕΑΚΑΑ υπόκειται σε έλεγχο μόνον από το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 61 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΤΜΗΜΑ 2

Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα

Άρθρο 48ε

Εποπτικά μέτρα από την ΕΑΚΑΑ

1.  

Εάν, σύμφωνα με το άρθρο 48θ παράγραφος 5, η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει ότι ένα πρόσωπο έχει διαπράξει μία από τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 42 παράγραφος 1 στοιχείο α), αναλαμβάνει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες δράσεις:

α) 

εκδίδει απόφαση βάσει της οποίας το πρόσωπο υποχρεούται να τερματίσει την παράβαση·

β) 

εκδίδει απόφαση για την επιβολή προστίμου σύμφωνα με το άρθρο 48στ·

γ) 

εκδίδει δημόσιες ανακοινώσεις.

2.  

Όταν αναλαμβάνει τις κατά την παράγραφο 1 δράσεις, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τη φύση και τη βαρύτητα της παράβασης, έχοντας κατά νου τα ακόλουθα κριτήρια:

α) 

τη διάρκεια και τη συχνότητα της παράβασης·

β) 

αν ένα οικονομικό αδίκημα προκλήθηκε, διευκολύνθηκε ή μπορεί κατ’ άλλον τρόπο να αποδοθεί στην παράβαση·

γ) 

αν η παράβαση διαπράχθηκε με πρόθεση ή από αμέλεια·

δ) 

τον βαθμό ευθύνης του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου·

ε) 

τη χρηματοοικονομική ισχύ του προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, όπως προκύπτει από τον συνολικό κύκλο εργασιών του υπεύθυνου νομικού προσώπου ή το ετήσιο εισόδημα και τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία του υπεύθυνου φυσικού προσώπου·

στ) 

τον αντίκτυπο της παράβασης στα συμφέροντα των ιδιωτών επενδυτών·

ζ) 

τη σημασία των κερδών που αποκτήθηκαν, των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την παράβαση ή των ζημιών για τρίτους που προκύπτουν από την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν·

η) 

το επίπεδο συνεργασίας του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου με την ΕΑΚΑΑ, με την επιφύλαξη της ανάγκης αποστέρησης των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το εν λόγω πρόσωπο·

θ) 

τις προηγούμενες παραβάσεις του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου·

ι) 

τα μέτρα που λήφθηκαν μετά την παράβαση από τον υπεύθυνο της παράβασης για την αποφυγή της επανάληψής της.

3.  
Η ΕΑΚΑΑ κοινοποιεί χωρίς αναίτια καθυστέρηση κάθε απόφαση που λήφθηκε βάσει της παραγράφου 1 στο υπεύθυνο για την παράβαση πρόσωπο και την ανακοινώνει στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και στην Επιτροπή. Δημοσιοποιεί κάθε τέτοια απόφαση στον διαδικτυακό τόπο της, εντός 10 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία λήψης της απόφασης.

Η δημοσιοποίηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής:

α) 

δήλωση με την οποία επιβεβαιώνεται το δικαίωμα του προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση να προσβάλει την απόφαση·

β) 

κατά περίπτωση, δήλωση στην οποία επιβεβαιώνεται ότι έχει ασκηθεί προσφυγή, διευκρινίζοντας ότι η εν λόγω προσφυγή δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα·

γ) 

δήλωση στην οποία αναφέρεται ότι είναι δυνατόν το συμβούλιο προσφυγών της ΕΑΚΑΑ να αναστείλει την εφαρμογή της προσβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 48στ

Πρόστιμα

1.  
Εάν, σύμφωνα με το άρθρο 48θ παράγραφος 5, η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει ότι οποιοδήποτε πρόσωπο έχει διαπράξει, με πρόθεση ή από αμέλεια, μία ή περισσότερες από τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 42 παράγραφος 1 στοιχείο α), εκδίδει απόφαση για την επιβολή προστίμου σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

Θεωρείται ότι έχει διαπραχθεί εκ προθέσεως παράβαση εάν η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει αντικειμενικούς παράγοντες που αποδεικνύουν ότι το πρόσωπο ενήργησε εσκεμμένως προς διάπραξη της παράβασης.

2.  

Το ανώτατο ύψος του προστίμου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ανέρχεται σε:

α) 

σε περιπτώσεις νομικών προσώπων, 1 000 000 EUR ή, στα κράτη μέλη των οποίων το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, την αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα στις 30 Ιουνίου 2016, ή 10 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του νομικού προσώπου σύμφωνα με τις τελευταίες διαθέσιμες οικονομικές καταστάσεις που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο, όποιο είναι μεγαλύτερο·

β) 

στην περίπτωση φυσικών προσώπων, 500 000 EUR ή, στα κράτη μέλη τα οποία δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, την αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα στις 30 Ιουνίου 2016.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, το μέγιστο ύψος του προστίμου για τις παραβάσεις του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο δ) ή του άρθρου 11 παράγραφος 4 είναι 250 000 EUR ή, στα κράτη μέλη όπου το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, την αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα κατά την 30ή Ιουνίου 2016 ή το 2 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του νομικού προσώπου σύμφωνα με τις τελευταίες διαθέσιμες οικονομικές καταστάσεις που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο, όποιο από τα δύο είναι μεγαλύτερο, για τα νομικά πρόσωπα, και 100 000 EUR ή, στα κράτη μέλη όπου το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, η αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα στις 30 Ιουνίου 2016, για τα φυσικά πρόσωπα.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α), σε περίπτωση που το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική της μητρικής επιχείρησης με υποχρέωση κατάρτισης ενοποιημένων χρηματοοικονομικών λογαριασμών σύμφωνα με την οδηγία 2013/34/ΕΕ, ο σχετικός συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών είναι ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ή το αντίστοιχο είδος εισοδήματος σύμφωνα με το σχετικό ενωσιακό δίκαιο περί λογιστικής με βάση τους τελευταίους διαθέσιμους ενοποιημένους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο της τελικής μητρικής επιχείρησης.

3.  
Κατά τον προσδιορισμό του ύψους του προστίμου σύμφωνα με την παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 48ε παράγραφος 2.
4.  
Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, όταν το νομικό πρόσωπο έχει άμεσο ή έμμεσο οικονομικό όφελος από την παράβαση, το ύψος του προστίμου ισούται τουλάχιστον προς το όφελος αυτό.
5.  
Εφόσον η πράξη ή παράλειψη ενός προσώπου συνιστά περισσότερες από μία εκ των παραβάσεων που παρατίθενται στο άρθρο 42 παράγραφος 1 στοιχείο α), επιβάλλεται μόνο το ανώτερο πρόστιμο, το οποίο υπολογίζεται βάσει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και αφορά μία εκ των εν λόγω παραβάσεων.

Άρθρο 48ζ

Περιοδικές χρηματικές ποινές

1.  

Η ΕΑΚΑΑ επιβάλλει, με απόφαση, περιοδικές χρηματικές ποινές, προκειμένου να υποχρεώσει:

α) 

πρόσωπο να τερματίσει την παράβαση, κατ’ εφαρμογή απόφασης που έχει ληφθεί δυνάμει του άρθρου 48ε παράγραφος 1 στοιχείο α)·

β) 

τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 48β παράγραφος 1:

i) 

να παράσχουν πλήρεις πληροφορίες οι οποίες έχουν ζητηθεί με απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 48β·

ii) 

να υποβληθούν σε έρευνα και ειδικότερα να παράσχουν πλήρη αρχεία, δεδομένα, διαδικασίες ή οποιοδήποτε άλλο υλικό, και να συμπληρώσουν και να διορθώσουν άλλες πληροφορίες που παρέχονται κατά τη διάρκεια έρευνας που έχει κινηθεί με απόφαση δυνάμει του άρθρου 48γ·

iii) 

να υποβληθούν σε επιτόπια επιθεώρηση που έχει διαταχθεί με απόφαση δυνάμει του άρθρου 48δ.

2.  
Η περιοδική χρηματική ποινή είναι αποτελεσματική και αναλογική. Η περιοδική χρηματική ποινή επιβάλλεται για κάθε μέρα καθυστέρησης.
3.  
Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, το ποσό των περιοδικών χρηματικών ποινών ανέρχεται στο 3 % του μέσου ημερήσιου κύκλου εργασιών κατά την προηγούμενη οικονομική χρήση ή, στην περίπτωση φυσικών προσώπων, στο 2 % του μέσου ημερήσιου εισοδήματος κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Υπολογίζεται από την ημέρα που ορίζεται στην απόφαση επιβολής της περιοδικής χρηματικής ποινής.
4.  
Η περιοδική χρηματική ποινή επιβάλλεται για μέγιστη περίοδο έξι μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης της ΕΑΚΑΑ. Μετά το πέρας της περιόδου αυτής, η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει το μέτρο.

Άρθρο 48η

Δημοσιοποίηση, φύση, επιβολή και κατανομή των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών

1.  
Η ΕΑΚΑΑ δημοσιοποιεί κάθε πρόστιμο και περιοδική χρηματική ποινή που έχει επιβληθεί σύμφωνα με τα άρθρα 48στ και 48ζ, εκτός εάν η δημοσιοποίηση αυτή θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τις χρηματοοικονομικές αγορές ή θα προκαλούσε δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα μέρη. Η δημοσιοποίηση αυτή δεν περιλαμβάνει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 18 ).
2.  
Τα πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές που επιβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 48στ και 48ζ είναι διοικητικής φύσης.
3.  
Στις περιπτώσεις που η ΕΑΚΑΑ αποφασίζει να μην επιβάλει πρόστιμα ή χρηματικές ποινές, ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και εκθέτει τους λόγους για την απόφασή της.
4.  
Τα πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές που επιβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 48στ και 48ζ είναι εκτελεστά.

Η αναγκαστική εκτέλεση διέπεται από τους δικονομικούς κανόνες που ισχύουν στο κράτος μέλος ή στην τρίτη χώρα όπου πραγματοποιείται η εκτέλεση.

5.  
Τα ποσά των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών αποδίδονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τμήμα 3

Διαδικασίες και επανεξέταση

Άρθρο 48θ

Διαδικαστικοί κανόνες σχετικά με τη λήψη εποπτικών μέτρων και την επιβολή προστίμων

1.  
Εάν, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού, η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει σοβαρές ενδείξεις για πιθανή ύπαρξη περιστατικών που μπορεί να συνιστούν διάπραξη μίας ή περισσότερων από τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 42 παράγραφος 1 στοιχείο α), διορίζει ανεξάρτητο πραγματογνώμονα εντός της ΕΑΚΑΑ προκειμένου να ερευνήσει το θέμα. Ο διορισμένος πραγματογνώμονας δεν πρέπει να συμμετέχει ούτε να έχει συμμετάσχει άμεσα ή έμμεσα στην εποπτεία των δεικτών αναφοράς που αφορά η παράβαση, ασκεί δε τα καθήκοντά του ανεξάρτητα από το συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ.
2.  
Ο πραγματογνώμονας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ερευνά τις εικαζόμενες παραβάσεις, λαμβάνει υπόψη οποιεσδήποτε παρατηρήσεις διατυπώσουν τα υπό έρευνα πρόσωπα, και υποβάλλει πλήρη φάκελο με τα πορίσματά του στο συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ.
3.  
Για την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο πραγματογνώμονας έχει την εξουσία υποβολής αιτήματος για παροχή πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 48β και να διενεργεί έρευνες και επιτόπιες επιθεωρήσεις σύμφωνα με τα άρθρα 48γ και 48δ.
4.  
Κατά την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων, ο πραγματογνώμονας έχει πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα και τις πληροφορίες που έχει συγκεντρώσει η ΕΑΚΑΑ κατά την άσκηση των εποπτικών δραστηριοτήτων της.
5.  
Κατά την ολοκλήρωση της έρευνας και πριν από την υποβολή του φακέλου των πορισμάτων του στο συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ, ο πραγματογνώμονας δίνει στα υπό έρευνα πρόσωπα τη δυνατότητα ακρόασης σχετικά με τα ζητήματα που ερευνώνται. Ο πραγματογνώμονας βασίζει τα πορίσματά του μόνο σε γεγονότα για τα οποία οι ενδιαφερόμενοι είχαν την ευκαιρία να διατυπώσουν παρατηρήσεις.
6.  
Τα δικαιώματα υπεράσπισης των προσώπων που αφορά η έρευνα διασφαλίζονται πλήρως κατά τη διεξαγωγή ερευνών δυνάμει του παρόντος άρθρου.
7.  
Κατά την υποβολή του φακέλου των πορισμάτων του στο συμβούλιο εποπτών της ΕΑΚΑΑ, ο πραγματογνώμονας κοινοποιεί το γεγονός αυτό στα υπό έρευνα πρόσωπα. Τα υπό έρευνα πρόσωπα έχουν δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο, με την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος άλλων προσώπων για προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους. Το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο δεν καλύπτει εμπιστευτικές πληροφορίες που αφορούν τρίτους.
8.  
Βάσει του φακέλου που περιέχει τα πορίσματα του πραγματογνώμονα και, εφόσον ζητηθεί από τα οικεία πρόσωπα, κατόπιν ακρόασης των εν λόγω προσώπων σύμφωνα με το άρθρο 48ι, η ΕΑΚΑΑ αποφαίνεται εάν τα υπό έρευνα πρόσωπα έχουν διαπράξει μία ή περισσότερες από τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 42 παράγραφος 1 στοιχείο α) και, στην περίπτωση αυτή, λαμβάνει εποπτικό μέτρο σύμφωνα με το άρθρο 48ε και επιβάλλει πρόστιμο σύμφωνα με το άρθρο 48στ.
9.  
Ο πραγματογνώμονας δεν συμμετέχει στις συσκέψεις του συμβουλίου εποπτών της ΕΑΚΑΑ ούτε παρεμβαίνει με οποιονδήποτε άλλον τρόπο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων του συμβουλίου εποπτών της ΕΑΚΑΑ.
10.  
Εως την 1η Οκτωβρίου 2021, η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 49 προκειμένου να προσδιορίσει τους διαδικαστικούς κανόνες για την άσκηση του δικαιώματος επιβολής προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών, συμπεριλαμβανομένων διατάξεων σχετικά με το δικαίωμα της υπεράσπισης, προσωρινών διατάξεων και διατάξεων για την είσπραξη προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών και τις προθεσμίες παραγραφής για την επιβολή και την εκτέλεση των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών.
11.  
Η ΕΑΚΑΑ παραπέμπει θέματα ποινικής δίωξης στις οικείες εθνικές αρχές εάν, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού, διαπιστώσει σοβαρές ενδείξεις για πιθανή ύπαρξη πραγματικών περιστατικών που ενδέχεται να συνιστούν ποινικά αδικήματα. Επιπροσθέτως, η ΕΑΚΑΑ δεν επιβάλλει πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές, εάν προγενέστερη αθώωση ή καταδίκη βάσει πανομοιότυπων πραγματικών περιστατικών ή βάσει πραγματικών περιστατικών που είναι κατ’ ουσίαν τα ίδια, έχει ήδη αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου κατόπιν ποινικής διαδικασίας βάσει του εθνικού δικαίου.

Άρθρο 48ι

Ακρόαση των προσώπων τα οποία αφορούν οι έρευνες

1.  
Πριν από τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης δυνάμει των άρθρων 48στ, 48ζ και 48ε, η ΕΑΚΑΑ παρέχει τη δυνατότητα ακρόασης, σχετικά με τα πορίσματά της, στα πρόσωπα που υπόκεινται στις διαδικασίες. Η ΕΑΚΑΑ θεμελιώνει τις αποφάσεις της μόνο στα πορίσματα για τα οποία δόθηκε η δυνατότητα στα πρόσωπα που υπόκεινται στις διαδικασίες να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους.

Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται αν απαιτούνται επείγουσες ενέργειες σύμφωνα με το άρθρο 48ε, προκειμένου να προληφθεί σημαντική και επικείμενη ζημία στο χρηματοοικονομικό σύστημα. Σε αυτήν την περίπτωση, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να εκδίδει προσωρινή απόφαση και να παρέχει στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα τη δυνατότητα ακρόασης το συντομότερο δυνατό μετά τη λήψη της απόφασής της.

2.  
Κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας, διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα της υπεράσπισης των προσώπων που υπόκεινται σε έρευνα. Τα εν λόγω πρόσωπα έχουν δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο της ΕΑΚΑΑ, με την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος άλλων προσώπων για την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους. Το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο δεν καλύπτει τις εμπιστευτικές πληροφορίες ή τα εσωτερικά προπαρασκευαστικά έγγραφα της ΕΑΚΑΑ.

Άρθρο 48ια

Επανεξέταση από το Δικαστήριο

Το Δικαστήριο διαθέτει απεριόριστη δικαιοδοσία για την επανεξέταση των αποφάσεων με τις οποίες η ΕΑΚΑΑ επιβάλλει πρόστιμο ή περιοδική χρηματική ποινή. Δύναται να ακυρώσει, να μειώσει ή να αυξήσει το πρόστιμο ή την περιοδική χρηματική ποινή που έχει επιβληθεί.

Τμήμα 4

Τέλη και ανάθεση καθηκόντων

Άρθρο 48ιβ

Εποπτικά τέλη

1.  
Η ΕΑΚΑΑ χρεώνει τέλη στους διαχειριστές που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 1 σύμφωνα με τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται δυνάμει της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου. Τα τέλη αυτά καλύπτουν πλήρως τις αναγκαίες δαπάνες τις ΕΑΚΑΑ όσον αφορά την εποπτεία των διαχειριστών και την επιστροφή κάθε δαπάνης στην οποία ενδέχεται να υποβληθούν οι αρμόδιες αρχές κατά την εκτέλεση των εργασιών τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ιδίως ως αποτέλεσμα οποιασδήποτε ανάθεσης καθηκόντων σύμφωνα με το άρθρο 48ιγ.
2.  
Το ύψος ενός τέλους που χρεώνεται σε διαχειριστή καλύπτει όλες τις διοικητικές δαπάνες της ΕΑΚΑΑ για τις δραστηριότητές της σε σχέση με την εποπτεία και είναι αναλογικό προς τον κύκλο εργασιών του διαχειριστή.
3.  
Εως την 1η Οκτωβρίου 2021, η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 49 προκειμένου να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό προσδιορίζοντας το είδος των τελών, τα θέματα για τα οποία επιβάλλονται τέλη, το ύψος τους και τον τρόπο καταβολής τους.

Άρθρο 48ιγ

Ανάθεση καθηκόντων από την ΕΑΚΑΑ στις αρμόδιες αρχές

1.  
Εφόσον κρίνεται αναγκαίο για την ορθή εκτέλεση εποπτικού καθήκοντος, η ΕΑΚΑΑ δύναται να αναθέσει συγκεκριμένα εποπτικά καθήκοντα στην αρμόδια αρχή κράτους μέλους, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που εξέδωσε η ΕΑΚΑΑ δυνάμει του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Τα εν λόγω συγκεκριμένα εποπτικά καθήκοντα μπορούν ιδίως να περιλαμβάνουν την αρμοδιότητα διεκπεραίωσης αιτημάτων για παροχή πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 48β, καθώς και διεξαγωγής ερευνών και επιτόπιων επιθεωρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 48γ και το άρθρο 48δ.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, η χορήγηση άδειας για δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ανάθεσης.

2.  

Πριν από την ανάθεση καθήκοντος σύμφωνα με την παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ διαβουλεύεται με την οικεία αρμόδια αρχή σχετικά με τα εξής:

α) 

το εύρος του ανατιθέμενου καθήκοντος·

β) 

το χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης του καθήκοντος· και

γ) 

τη διαβίβαση των απαραίτητων πληροφοριών από και προς την ΕΑΚΑΑ.

3.  
Σύμφωνα με την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται βάσει του άρθρου 48ιβ παράγραφος 3, η ΕΑΚΑΑ επιστρέφει στην αρμόδια αρχή κάθε δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε κατά την εκτέλεση ανατεθέντων καθηκόντων.
4.  
Η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει κάθε ανάθεση στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 1 σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα. Η ανάθεση μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή.
5.  
Η ανάθεση καθηκόντων δεν επηρεάζει την ευθύνη της ΕΑΚΑΑ ούτε περιορίζει την ικανότητά της να διεξάγει και να επιβλέπει την ανατεθείσα δραστηριότητα.

Άρθρο 48ιδ

Μεταβατικά μέτρα σχετικά με την ΕΑΚΑΑ

1.  
Όλες οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που σχετίζονται με τη δραστηριότητα εποπτείας και επιβολής, όσον αφορά τους διαχειριστές που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 1, τα οποία ανατίθενται στις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 2 παύουν να ισχύουν την 1η Ιανουαρίου 2022. Η ΕΑΚΑΑ αναλαμβάνει τις εν λόγω αρμοδιότητες και καθήκοντα την ίδια ημερομηνία.
2.  
Τυχόν αρχεία και έγγραφα εργασίας που σχετίζονται με τη δραστηριότητα εποπτείας και επιβολής όσον αφορά τους διαχειριστές που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν συνεχιζόμενων εξετάσεων και δράσεων επιβολής, ή τα επικυρωμένα αντίγραφά τους, αναλαμβάνονται από την ΕΑΚΑΑ την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Ωστόσο, οι αιτήσεις για έγκριση από διαχειριστές δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) και οι αιτήσεις αναγνώρισης σύμφωνα με το άρθρο 32 που έχουν παραληφθεί από τις αρμόδιες αρχές πριν από την 1 Οκτωβρίου 2021 δεν μεταβιβάζονται στην ΕΑΚΑΑ, και η απόφαση έγκρισης ή αναγνώρισης λαμβάνεται από την οικεία αρμόδια αρχή.

3.  
Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι οποιαδήποτε υπάρχοντα αρχεία και έγγραφα εργασίας ή τα επικυρωμένα αντίγραφά τους, διαβιβάζονται στην ΕΑΚΑΑ το ταχύτερο δυνατόν, και εν πάση περιπτώσει έως την 1η Ιανουαρίου 2022. Οι εν λόγω αρμόδιες αρχές παρέχουν επίσης όλη την αναγκαία συνδρομή και τις αναγκαίες συμβουλές στην ΕΑΚΑΑ, προκειμένου να διευκολυνθεί η αποτελεσματική και αποδοτική μεταβίβαση και ανάληψη της δραστηριότητας εποπτείας και επιβολής κυρώσεων όσον αφορά τους διαχειριστές που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 1.
4.  
Η ΕΑΚΑΑ ενεργεί ως ο νόμιμος διάδοχος των αρμόδιων αρχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σε οποιεσδήποτε διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες απορρέουν από δραστηριότητα εποπτείας και επιβολής που ασκείται από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές σχετικά με θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.
5.  
Κάθε χορήγηση άδειας σε διαχειριστές δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) και η αναγνώριση σύμφωνα με το άρθρο 32 που παρέχεται από αρμόδια αρχή η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, εξακολουθεί να ισχύει και μετά τη μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων στην ΕΑΚΑΑ.

▼B

ΤΙΤΛΟΣ VII

ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

▼M1

Άρθρο 49

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.  
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.
2.  
Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2, στο άρθρο 13 παράγραφος 2α, στο άρθρο 19α παράγραφος 2, στο άρθρο 19γ παράγραφος 1, στο άρθρο 20 παράγραφος 6, στο άρθρο 24 παράγραφος 2, στο άρθρο 27 παράγραφος 2β, στο άρθρο 33 παράγραφος 7, στο άρθρο 51 παράγραφος 6 και στο άρθρο 54 παράγραφος 3 ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 10 Δεκεμβρίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο έως τις 11 Μαρτίου 2024. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περαιτέρω περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

▼M2

2α.  
Η προβλεπόμενη στα άρθρα 30 παράγραφος 2α, 30 παράγραφος 3α, 48θ παράγραφος 10 και 48ιβ παράγραφος 3, εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από την 30ή Δεκεμβρίου 2019.

▼M3

2β.  
Η εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων κατά το άρθρο 18α παράγραφος 3 και το άρθρο 54 παράγραφος 7 ανατίθεται στην Επιτροπή επ’ αόριστον από τις 13 Φεβρουαρίου 2021.

▼M2

3.  
Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2, στο άρθρο 13 παράγραφος 2α, στο άρθρο 19α παράγραφος 2, στο άρθρο 19γ παράγραφος 1, στο άρθρο 20 παράγραφος 6, στο άρθρο 24 παράγραφος 2, στο άρθρο 27 παράγραφος 2β, στο άρθρο 30 παράγραφοι 2α, 3α, στο άρθρο 33 παράγραφος 7, στο άρθρο 48θ παράγραφος 10, στο άρθρο 48ιβ παράγραφος 3, στο άρθρο 51 παράγραφος 6 και στο άρθρο 54 παράγραφος 3 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

▼M3

3α.  
Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 18α παράγραφος 3 και στο άρθρο 54 παράγραφος 7 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

▼M1

4.  
Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.
5.  
Η Επιτροπή, μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

▼M2

6.  
Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2, το άρθρο 13 παράγραφος 2α, το άρθρο 19α παράγραφος 2, το άρθρο 19γ παράγραφος 1, το άρθρο 20 παράγραφος 6, το άρθρο 24 παράγραφος 2, το άρθρο 27 παράγραφος 2β, το άρθρο 30 παράγραφος 2α, το άρθρο 30 παράγραφος 3α, το άρθρο 33 παράγραφος 7, το άρθρο 48θ παράγραφος 10, το άρθρο 48ιβ παράγραφος 3, το άρθρο 51 παράγραφος 6 ή το άρθρο 54 παράγραφος 3 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

▼M3

6α.  
Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 18α παράγραφος 3 ή του άρθρου 54 παράγραφος 7 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

▼B

Άρθρο 50

Διαδικασία επιτροπής

1.  
Η Επιτροπή επικουρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.
2.  
Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 του ίδιου κανονισμού.

ΤΙΤΛΟΣ VIII

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 51

Μεταβατικές διατάξεις

1.  
Ο πάροχος δείκτη που παρέχει δείκτη αναφοράς στις 30 Ιουνίου 2016 υποβάλλει αίτηση για αδειοδότηση ή εγγραφή σε μητρώο σύμφωνα με το άρθρο 34 έως την 1η Ιανουαρίου 2020.
2.  

Έως την 1η Ιανουαρίου 2020 η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται πάροχος δείκτη που υποβάλλει αίτηση αδειοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 34 έχει την εξουσία να αποφασίζει να εγγράψει τον εν λόγω πάροχο δείκτη στο μητρώο ως διαχειριστή, ακόμα κι αν δεν πρόκειται για εποπτευόμενη οντότητα, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

ο πάροχος δείκτη δεν παρέχει δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας·

β) 

η αρμόδια αρχή είναι εύλογα ενήμερη για το γεγονός ότι ο δείκτης ή οι δείκτες που παρέχει ο συγκεκριμένος πάροχος δείκτη δεν χρησιμοποιούνται ευρέως, κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, ούτε στο κράτος μέλος όπου αυτός βρίσκεται ούτε σε άλλα κράτη μέλη.

Η αρμόδια αρχή κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ την απόφασή της σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.

Η αρμόδια αρχή τηρεί στοιχεία που τεκμηριώνουν τους λόγους στους οποίους βασίστηκε η απόφασή της σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, σε μορφή που επιτρέπει την πλήρη κατανόηση των αξιολογήσεων της αρμόδιας αρχής ως προς το ότι ο δείκτης ή οι δείκτες που παρέχει ο πάροχος δείκτη δεν χρησιμοποιούνται ευρέως, συμπεριλαμβανομένων τυχόν δεδομένων για την αγορά, κρίσεων ή άλλων πληροφοριών, καθώς και πληροφοριών που έχει λάβει από τον πάροχο δείκτη.

3.  
Πάροχος δείκτη δύναται να εξακολουθήσει να παρέχει υφιστάμενο δείκτη αναφοράς που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από εποπτευόμενες οντότητες έως την 1η Ιανουαρίου 2020 ή, εάν ο πάροχος δείκτη υπέβαλε αίτηση αδειοδότησης ή εγγραφής στο μητρώο σύμφωνα με την παράγραφο 1, εκτός εάν και έως ότου απορριφθεί η αίτηση αδειοδότησης ή εγγραφής στο μητρώο.
4.  
Σε περίπτωση που ένας υφιστάμενος δείκτης αναφοράς δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, αλλά η παύση ή η αλλαγή του ώστε να συμμορφωθεί με τις εν λόγω απαιτήσεις θα οδηγούσε σε γεγονός ανωτέρας βίας, στην παρεμπόδιση της συμμόρφωσης ή σε παράβαση με άλλον τρόπο των όρων οποιασδήποτε χρηματοπιστωτικής σύμβασης ή χρηματοπιστωτικού μέσου ή των κανόνων που διέπουν οποιοδήποτε επενδυτικό κεφάλαιο, που αναφέρονται στον εν λόγω δείκτη αναφοράς, η χρήση του δείκτη αναφοράς επιτρέπεται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο πάροχος δείκτη. Κανένα χρηματοπιστωτικό μέσο, χρηματοπιστωτική σύμβαση ή μέτρηση της απόδοσης επενδυτικού κεφαλαίου δεν αναφέρεται σε τέτοιο υφιστάμενο δείκτη αναφοράς μετά την 1η Ιανουαρίου 2020.

▼M1

4α.  
Οι πάροχοι δεικτών δύνανται να συνεχίσουν να παρέχουν ένα υφιστάμενο δείκτη αναφοράς χαρακτηρισμένο ως κρίσιμης σημασίας με εκτελεστική πράξη που εκδίδει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 20 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021, ή όταν ο διαχειριστής δείκτη υποβάλει αίτηση αδείας κατά την παράγραφο 1, εκτός αν, και έως ότου, η αίτηση απορριφθεί.
4β.  
Υφιστάμενος δείκτης αναφοράς χαρακτηρισμένος ως κρίσιμης σημασίας με εκτελεστική πράξη που έχει εκδοθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 20, μπορεί να χρησιμοποιείται σε υφιστάμενα και νέα χρηματοπιστωτικά μέσα, χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή μετρήσεις της απόδοσης επενδυτικού κεφαλαίου μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2021 ή όταν ο διαχειριστής δείκτη υποβάλει αίτηση αδείας κατά την παράγραφο 1, εκτός αν, και έως ότου, η αίτηση απορριφθεί.

▼M3

5.  
Εκτός από την περίπτωση όπου η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση ισοδυναμίας σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 2 ή 3, ή την περίπτωση όπου διαχειριστής έχει αναγνωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 32 ή ένας δείκτης αναφοράς έχει προσυπογραφεί σύμφωνα με το άρθρο 33, η χρήση από εποπτευόμενες οντότητες στην Ένωση δείκτη αναφοράς τρίτων χωρών επιτρέπεται μόνο για τα χρηματοπιστωτικά μέσα, τις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις και τις μετρήσεις της απόδοσης επενδυτικού κεφαλαίου που αναφέρονταν ήδη στον εν λόγω δείκτη αναφοράς ή στα οποία προστίθεται αναφορά σε τέτοιον δείκτη αναφοράς πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2023.

Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στους δείκτες αναφοράς που παρέχονται από διαχειριστές οι οποίοι μετεγκαθίστανται από την Ένωση σε τρίτη χώρα κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου. Η αρμόδια αρχή ενημερώνει σχετικά την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 35. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει κατάλογο δεικτών αναφοράς τρίτων χωρών, για τους οποίους δεν εφαρμόζεται το πρώτο εδάφιο.

▼B

6.  
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 49 όσον αφορά μέτρα για τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες η οικεία αρμόδια αρχή μπορεί να αξιολογεί κατά πόσο η παύση ή η τροποποίηση υφιστάμενου δείκτη αναφοράς ώστε να συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού θα μπορούσε εύλογα να οδηγήσει σε γεγονός ανωτέρας βίας, περιστολή ή παράβαση με άλλον τρόπο των όρων οποιασδήποτε χρηματοπιστωτικής σύμβασης ή χρηματοπιστωτικού μέσου ή των κανόνων που διέπουν οποιοδήποτε επενδυτικό κεφάλαιο που αναφέρεται στον εν λόγω δείκτη αναφοράς.

Άρθρο 52

Προθεσμία για την επικαιροποίηση των ενημερωτικών δελτίων και των εγγράφων βασικών πληροφοριών

Το άρθρο 29 παράγραφος 2 εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των υφιστάμενων ενημερωτικών δελτίων που είχαν εγκριθεί δυνάμει της οδηγίας 2003/71/ΕΚ πριν από την 1η Ιανουαρίου 2018. Για τα ενημερωτικά δελτία που είχαν εγκριθεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 2018 δυνάμει της οδηγίας 2009/65/ΕΚ, τα σχετικά έγγραφα ενημερώνονται με την πρώτη ευκαιρία ή το αργότερο μέσα σε 12 μήνες από την ημερομηνία αυτή.

▼M2

Άρθρο 53

Επανεξέταση από την ΕΑΚΑΑ

1.  
Η ΕΑΚΑΑ επιδιώκει τη διαμόρφωση κοινής ευρωπαϊκής νοοτροπίας εποπτείας και τη διασφάλιση συνέπειας όσον αφορά τις πρακτικές εποπτείας και τις προσεγγίσεις μεταξύ των αρμόδιων αρχών σε σχέση με την εφαρμογή του άρθρου 33. Για τον σκοπό αυτόν, οι προσυπογραφές που εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 33 επανεξετάζονται από την ΕΑΚΑΑ ανά διετία.

Η ΕΑΚΑΑ εκδίδει γνώμη προς κάθε αρμόδια αρχή που έχει προσυπογράψει δείκτη αναφοράς τρίτης χώρας στην οποία αξιολογεί πώς η αρμόδια αυτή αρχή εφαρμόζει τις σχετικές απαιτήσεις του άρθρου 33 αντιστοίχως και τις απαιτήσεις που προβλέπονται σε τυχόν σχετικές κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και ρυθμιστικά ή εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα με βάση τον παρόντα κανονισμό.

2.  
Η ΕΑΚΑΑ διαθέτει εξουσία να απαιτεί από τις αρμόδιες αρχές έγγραφη τεκμηρίωση για όλες τις αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο και το άρθρο 25 παράγραφος 2, καθώς και για τις δράσεις που αναλήφθηκαν όσον αφορά την επιβολή της εφαρμογής του άρθρου 24 παράγραφος 1.

▼B

Άρθρο 54

Επανεξέταση

1.  

Μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2020 η Επιτροπή διεξάγει επανεξέταση και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τον παρόντα κανονισμό, και ειδικότερα όσον αφορά τα εξής:

α) 

τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα του καθεστώτος των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας, της υποχρεωτικής διαχείρισης και της υποχρεωτικής συνεισφοράς σύμφωνα με τα άρθρα 20, 21 και 23, καθώς και τον ορισμό του δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 25·

β) 

την αποτελεσματικότητα του καθεστώτος αδειοδότησης, εγγραφής στο μητρώο και εποπτείας των διαχειριστών δυνάμει του τίτλου VI και των συλλογικών οργάνων δυνάμει του άρθρου 46, καθώς και τη σκοπιμότητα της εποπτείας ορισμένων δεικτών αναφοράς από οργανισμό της Ένωσης·

γ) 

τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα του άρθρου 19 παράγραφος 2, ιδίως όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής του.

2.  
Η Επιτροπή παρακολουθεί την εξέλιξη των διεθνών αρχών που εφαρμόζονται στους δείκτες αναφοράς, καθώς επίσης των νομικών πλαισίων και των πρακτικών εποπτείας των τρίτων χωρών όσον αφορά την παροχή δεικτών αναφοράς, και υποβάλλει έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ανά πενταετία από την 1η Ιανουαρίου 2018. Η έκθεση αυτή αξιολογεί ειδικότερα αν υπάρχει ανάγκη για τροποποίηση του παρόντος κανονισμού και συνοδεύεται από νομοθετική πρόταση, αν είναι σκόπιμο.
3.  
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 49 όσον αφορά την παράταση της 42μηνης περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 51 παράγραφος 2 κατά 24 μήνες, αν η έκθεση που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου τεκμηριώνει ότι το μεταβατικό καθεστώς εγγραφής στο μητρώο δυνάμει του άρθρου 51 παράγραφος 2 δεν αποβαίνει εις βάρος μιας κοινής ευρωπαϊκής αντίληψης εποπτείας και της συνέπειας των πρακτικών και προσεγγίσεων εποπτείας μεταξύ των αρμόδιων αρχών.

▼M1

4.  
Έως την 31η Δεκεμβρίου 2022, η Επιτροπή επανεξετάζει τα ελάχιστα πρότυπα για ενωσιακούς δείκτες αναφοράς για την κλιματική μετάβαση και για τους ευθυγραμμισμένους με τη συμφωνία του Παρισιού ενωσιακούς δείκτες αναφοράς προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η επιλογή των υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού συνάδει με τις περιβαλλοντικά βιώσιμες επενδύσεις όπως ορίζονται από ένα πλαίσιο που ισχύει σε ενωσιακό επίπεδο.
5.  
Πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2022, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τον αντίκτυπο του παρόντος κανονισμού και τη σκοπιμότητα «δεικτών αναφοράς ΠΚΔ», λαμβάνοντας υπόψη την εξελισσόμενη φύση των δεικτών βιωσιμότητας και τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τη μέτρησή τους. Η έκθεση αυτή συνοδεύεται, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, από νομοθετική πρόταση.

▼M3

6.  
Έως τις 15 Ιουνίου 2023, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ιδίως όσον αφορά τη συνέχιση της χρήσης, από εποπτευόμενες οντότητες, δεικτών αναφοράς τρίτων χωρών και όσον αφορά τις πιθανές ελλείψεις του ισχύοντος πλαισίου. Η εν λόγω έκθεση αξιολογεί ειδικότερα κατά πόσο χρειάζεται να τροποποιηθεί ο παρών κανονισμός προκειμένου να περιοριστεί το πεδίο εφαρμογής του στην παροχή ορισμένων τύπων δεικτών αναφοράς ή στην παροχή δεικτών αναφοράς που χρησιμοποιούνται ευρέως στην Ένωση, και συνοδεύεται, κατά περίπτωση, από νομοθετική πρόταση.
7.  
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 49 έως τις 15 Ιουνίου 2023, προκειμένου να παραταθεί η μεταβατική περίοδος που αναφέρεται στο άρθρο 51 παράγραφος 5 το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2025, εάν η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου καταδείξει ότι, σε διαφορετική περίπτωση, η συνεχόμενη χρήση στην Ένωση ορισμένων δεικτών αναφοράς τρίτων χωρών από εποπτευόμενες οντότητες θα θιγόταν σημαντικά ή θα συνιστούσε απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

▼B

Άρθρο 55

Κοινοποίηση χρησιμοποιούμενων δεικτών αναφοράς και των διαχειριστών τους

Όταν ένας δείκτης αναφοράς αναφέρεται σε χρηματοπιστωτικό μέσο που καλύπτεται από το άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, οι κοινοποιήσεις δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού περιλαμβάνουν το όνομα του αναφερόμενου δείκτη αναφοράς και του διαχειριστή του.

Άρθρο 56

Τροποποιήσεις στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 τροποποιείται ως εξής:

1) 

Το άρθρο 19 τροποποιείται ως εξής:

α) 

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.  

Η υποχρέωση κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν εφαρμόζεται σε συναλλαγές με χρηματοπιστωτικά μέσα συνδεδεμένα με μετοχές ή χρεωστικούς τίτλους του εκδότη που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο όταν κατά τον χρόνο της συναλλαγής πληρούται οποιαδήποτε από τις παρακάτω προϋποθέσεις:

α) 

το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι μονάδα ή μετοχή σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων στην οποία το άνοιγμα στις μετοχές ή σε χρεωστικούς τίτλους του εκδότη δεν υπερβαίνει το 20 % των στοιχείων ενεργητικού που κατέχει ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων·

β) 

το χρηματοπιστωτικό μέσο συνεπάγεται άνοιγμα σε χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού στο οποίο το άνοιγμα στις μετοχές ή σε χρεωστικούς τίτλους του εκδότη δεν υπερβαίνει το 20 % των στοιχείων ενεργητικού του χαρτοφυλακίου·

γ) 

το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι μονάδα ή μετοχή σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων ή συνεπάγεται άνοιγμα σε χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού και το πρόσωπο που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα ή το πρόσωπο που έχει στενούς δεσμούς με αυτό δεν γνωρίζει, ούτε θα μπορούσε να γνωρίζει, τη σύνθεση των επενδύσεων ή το άνοιγμα του εν λόγω οργανισμού συλλογικών επενδύσεων ή χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού όσον αφορά τις μετοχές ή τους χρεωστικούς τίτλους του εκδότη ούτε συντρέχει λόγος να πιστεύει ότι οι μετοχές ή οι χρεωστικοί τίτλοι του εκδότη υπερβαίνουν τα κατώτατα όρια του στοιχείου α) ή β).

Αν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με τη σύνθεση των επενδύσεων του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων ή το άνοιγμα στο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού, το πρόσωπο που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα ή το πρόσωπο που διατηρεί στενούς δεσμούς με αυτό καταβάλλει κάθε εύλογη προσπάθεια για να αποκτήσει αυτές τις πληροφορίες.»·

β) 

στην παράγραφο 7, παρεμβάλλεται το ακόλουθο εδάφιο μετά το δεύτερο εδάφιο:

«Για τον σκοπό του στοιχείου β), συναλλαγές σε μετοχές ή χρεωστικούς τίτλους ενός εκδότη ή παράγωγα ή άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα συνδεόμενα με αυτά εκ μέρους διευθυντικών στελεχών οργανισμού συλλογικών επενδύσεων στον οποίο έχει επενδύσει το πρόσωπο που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα ή πρόσωπο που διατηρεί στενούς δεσμούς με αυτό δεν χρειάζεται να κοινοποιούνται όταν το διευθυντικό στέλεχος του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων ενεργεί με πλήρη διακριτική ευχέρεια, γεγονός που αποκλείει το ενδεχόμενο το διευθυντικό στέλεχος να έχει λάβει εντολές ή υποδείξεις σχετικά με τη σύνθεση του χαρτοφυλακίου, άμεσα ή έμμεσα, από επενδυτές του συγκεκριμένου οργανισμού συλλογικών επενδύσεων.».

2) 

Το άρθρο 35 τροποποιείται ως εξής:

α) 

στις παραγράφους 2 και 3, η φράση «στο άρθρο 19 παράγραφοι 13 και 14» αντικαθίσταται από τη φράση «στο άρθρο 19 παράγραφοι 13 και 14 και στο άρθρο 38»·

β) 

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται ως εξής:

«5.  
Η κατ' εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 5 ή 6, του άρθρου 12 παράγραφος 5, του άρθρου 17 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο, του άρθρου 17 παράγραφος 3, του άρθρου 19 παράγραφος 13 ή 14 ή του άρθρου 38 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.».
3) 

Στο άρθρο 38, προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Έως τις 3 Ιουλίου 2019 η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με το ύψος των κατώτατων ορίων που καθορίζονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1α στοιχεία α) και β) σε σχέση με τις συναλλαγές διευθυντικών στελεχών στις οποίες οι μετοχές ή οι χρεωστικοί τίτλοι του εκδότη αποτελούν μέρος οργανισμού συλλογικών επενδύσεων ή συνεπάγονται άνοιγμα σε χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού, προκειμένου να αξιολογηθεί αν το ύψος αυτό είναι κατάλληλο ή αν πρέπει να αναπροσαρμοστεί.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 35 για την προσαρμογή των κατώτατων ορίων του άρθρου 19 παράγραφος 1α στοιχεία α) και β) εάν κρίνει στην εν λόγω έκθεση ότι αυτά θα πρέπει να αναπροσαρμοστούν.».

Άρθρο 57

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2008/48/ΕΚ

Η οδηγία 2008/48/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1) 

Στο άρθρο 5 παράγραφος 1, παρεμβάλλεται το ακόλουθο εδάφιο μετά το δεύτερο εδάφιο:

«Όταν η σύμβαση πίστωσης αναφέρεται σε δείκτη αναφοράς όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( *1 ), ο πιστωτής ή, όπου έχει εφαρμογή, ο πιστωτικός διαμεσολαβητής παρέχει το όνομα του δείκτη αναφοράς και του διαχειριστή του και τις δυνητικές επιπτώσεις στους καταναλωτές, σε χωριστό έγγραφο προοριζόμενο για τους καταναλωτές, το οποίο μπορεί να επισυνάπτεται στο έντυπο τυποποιημένων ευρωπαϊκών πληροφοριών καταναλωτικής πίστης.

2) 

Στο άρθρο 27 παράγραφος 1, παρεμβάλλεται το ακόλουθο εδάφιο μετά το δεύτερο εδάφιο:

«Έως την 1η Ιουλίου 2018 τα κράτη μέλη εγκρίνουν, δημοσιεύουν και κοινοποιούν στην Επιτροπή τις διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς το άρθρο 5 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο. Εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις από την 1η Ιουλίου 2018.».

Άρθρο 58

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2014/17/ΕΕ

Η οδηγία 2014/17/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

1) 

Στο άρθρο 13 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«εα) όταν συμβάσεις που αναφέρονται σε δείκτη αναφοράς όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 19 ) είναι διαθέσιμες, τα ονόματα των δεικτών αναφοράς και των διαχειριστών τους και τις δυνητικές επιπτώσεις στους καταναλωτές·

2) 

Στο άρθρο 42 παράγραφος 2, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο μετά το πρώτο εδάφιο:

«Έως την 1η Ιουλίου 2018 τα κράτη μέλη εγκρίνουν, δημοσιεύουν και κοινοποιούν στην Επιτροπή τις διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς το άρθρο 13 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο εα) και τα κοινοποιούν στην Επιτροπή. Εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις από την 1η Ιουλίου 2018.».

3) 

Στο άρθρο 43 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Το άρθρο 13 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο εα) δεν εφαρμόζεται σε πιστωτικές συμφωνίες που υπήρχαν πριν από την 1η Ιουλίου 2018.».

Άρθρο 59

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2018.

Κατά παρέκκλιση από το δεύτερο εδάφιο του παρόντος άρθρου, το άρθρο 3 παράγραφος 2, το άρθρο 5 παράγραφος 5, το άρθρο 11 παράγραφος 5, το άρθρο 13 παράγραφος 3, το άρθρο 15 παράγραφος 6, το άρθρο 16 παράγραφος 5, το άρθρο 20 [εξαιρουμένης της παραγράφου 6 στοιχείο β)], τα άρθρα 21 και 23, το άρθρο 25 παράγραφοι 8 και 9, το άρθρο 26 παράγραφος 5, το άρθρο 27 παράγραφος 3, το άρθρο 30 παράγραφος 5, το άρθρο 32 παράγραφος 9, το άρθρο 33 παράγραφος 7, το άρθρο 34 παράγραφος 8, το άρθρο 46, το άρθρο 47 παράγραφος 3 και το άρθρο 51 παράγραφος 6 εφαρμόζονται από τις 30 Ιουνίου 2016.

Κατά παρέκκλιση από το δεύτερο εδάφιο του παρόντος άρθρου, το άρθρο 56 εφαρμόζεται από τις 3 Ιουλίου 2016.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΔΕΙΚΤΕΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ

Ακριβή και επαρκή δεδομένα

1. Για τους σκοπούς του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ), η προτεραιότητα όσον αφορά τη χρήση δεδομένων εισόδου δίνεται εν γένει ως εξής:

α) 

σε συναλλαγές συνεισφερόντων στην υποκείμενη αγορά για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς ή, αν δεν επαρκεί, στις συναλλαγές του σε συναφείς αγορές, όπως:

— 
στη διατραπεζική αγορά καταθέσεων άνευ εγγυήσεων,
— 
σε άλλες αγορές καταθέσεων άνευ εγγυήσεων, συμπεριλαμβανομένων των πιστοποιητικών καταθέσεων προθεσμίας και των εμπορικών χρεογράφων και
— 
σε άλλες αγορές, όπως συμφωνίες ανταλλαγών σε επιτόκια δεικτών για καταθέσεις μιας νύχτας, συμφωνίες πώλησης και επαναγοράς, προθεσμιακές συμφωνίες συναλλάγματος, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επιτοκίου και δικαιώματα προαίρεσης, με την προϋπόθεση οι συναλλαγές αυτές να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις δεδομένων εισόδου που περιλαμβάνει ο κώδικας δεοντολογίας·
β) 

στις παρατηρήσεις του συνεισφέροντος σχετικά με συναλλαγές τρίτων στις συναλλαγές που περιγράφονται στο στοιχείο α)·

γ) 

σε δεσμευτικές προσφορές τιμής·

δ) 

σε ενδεικτικές προσφορές τιμής ή κρίσεις εμπειρογνωμόνων.

2. Για τους σκοπούς του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο α) και του άρθρου 11 παράγραφος 4, τα δεδομένα εισόδου μπορούν να προσαρμόζονται.

Ειδικότερα, τα δεδομένα εισόδου μπορούν να προσαρμοστούν με βάση τα ακόλουθα κριτήρια:

α) 

εγγύτητα των συναλλαγών σε σχέση με τον χρόνο παροχής των δεδομένων εισόδου και επιπτώσεις τυχόν γεγονότων της αγοράς μεταξύ του χρόνου πραγματοποίησης των συναλλαγών και του χρόνου παροχής των δεδομένων εισόδου·

β) 

παρεμβολή ή παρεκβολή δεδομένων συναλλαγών·

γ) 

προσαρμογές που αντικατοπτρίζουν τις αλλαγές στην πιστοληπτική ικανότητα των συνεισφερόντων και άλλων παραγόντων της αγοράς.

Λειτουργία εποπτείας

3. Ισχύουν οι ακόλουθες απαιτήσεις εναλλακτικά προς τις απαιτήσεις του άρθρου 5 παράγραφοι 4 και 5:

α) 

ο διαχειριστής ενός δείκτη αναφοράς επιτοκίου διαθέτει ανεξάρτητη επιτροπή εποπτείας. Δημοσιεύονται λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τα μέλη της εν λόγω επιτροπής, καθώς και τυχόν δηλώσεις σχετικά με συγκρούσεις συμφερόντων και οι διαδικασίες εκλογής ή διορισμού των μελών της·

β) 

η επιτροπή εποπτείας συνεδριάζει τουλάχιστον μία φορά κάθε τέσσερις μήνες και τηρεί πρακτικά κάθε συνεδρίασης·

γ) 

η επιτροπή εποπτείας ενεργεί με ακεραιότητα και είναι επιφορτισμένη με όλα τα καθήκοντα που προβλέπονται από το άρθρο 5 παράγραφος 3.

Έλεγχος

4. Ο διαχειριστής ενός δείκτη αναφοράς επιτοκίου ορίζει ανεξάρτητο εξωτερικό ελεγκτή για την επανεξέταση και την υποβολή έκθεσης σχετικά με τη συμμόρφωση του διαχειριστή προς τη μεθοδολογία του δείκτη αναφοράς και τον παρόντα κανονισμό. Ο εξωτερικός έλεγχος του διαχειριστή διενεργείται για πρώτη φορά έξι μήνες μετά την κατάρτιση του κώδικα δεοντολογίας και οι επόμενοι κάθε δύο έτη.

Η επιτροπή εποπτείας δύναται να ζητήσει τη διενέργεια εξωτερικού ελέγχου ενός συνεισφέροντος σε δείκτη αναφοράς επιτοκίου εάν δεν μείνει ικανοποιημένη από οποιαδήποτε άποψη της συμπεριφοράς του.

Συστήματα και έλεγχοι των συνεισφερόντων

5. Επιπλέον των απαιτήσεων που ορίζονται στο άρθρο 16, για τους συνεισφέροντες σε δείκτες αναφοράς επιτοκίου ισχύουν επίσης οι ακόλουθες απαιτήσεις. Δεν εφαρμόζεται το άρθρο 16 παράγραφος 5.

6. Κάθε υποβάλλων του συνεισφέροντος και οι άμεσοι διευθυντές του υποβάλλοντος βεβαιώνουν εγγράφως ότι έχουν διαβάσει τον κώδικα δεοντολογίας και ότι θα συμμορφωθούν με αυτόν.

7. Τα συστήματα και οι έλεγχοι των συνεισφερόντων περιλαμβάνουν τα εξής:

α) 

συνοπτική περιγραφή των αρμοδιοτήτων εντός κάθε επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων των εσωτερικών διαύλων αναφοράς και της λογοδοσίας, της θέσης των υποβαλλόντων και των διευθυντικών στελεχών και των ονομάτων των σχετικών προσώπων και των αναπληρωτών τους·

β) 

εσωτερικές διαδικασίες εξακρίβωσης των συνεισφορών δεδομένων εισόδου·

γ) 

πειθαρχικές διαδικασίες σχετικά με απόπειρες παραποίησης ή παράλειψη αναφοράς παραποίησης ή απόπειρας παραποίησης από μέρη που δεν συμμετέχουν στη διαδικασία της συνεισφοράς·

δ) 

αποτελεσματικές διαδικασίες διαχείρισης συγκρούσεων συμφερόντων και αποτελεσματικοί έλεγχοι των επικοινωνιών, τόσο σε ό,τι αφορά τους συνεισφέροντες όσο και μεταξύ συνεισφερόντων και τρίτων μερών, με στόχο την αποφυγή τυχόν ανάρμοστης εξωτερικής επιρροής στους υπεύθυνους υποβολής των τιμών. Οι υποβάλλοντες στοιχεία και οι παράγοντες διαπραγμάτευσης παραγώγων επιτοκίων εργάζονται σε διαχωρισμένους χώρους·

ε) 

αποτελεσματικές διαδικασίες για την αποφυγή ή τον έλεγχο της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των προσώπων που συμμετέχουν σε δραστηριότητες που συνεπάγονται κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων όταν η ανταλλαγή αυτών των πληροφοριών ενδέχεται να επηρεάσει τα δεδομένα που έχουν παρασχεθεί για τον δείκτη αναφοράς·

στ) 

κανόνες για την αποφυγή αθέμιτης σύμπραξης μεταξύ μόνον των συνεισφερόντων ή μεταξύ των συνεισφερόντων και των διαχειριστών των δεικτών αναφοράς·

ζ) 

μέτρα για την πρόληψη ή τον περιορισμό της άσκησης ανάρμοστης επιρροής από οποιονδήποτε σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην παροχή των δεδομένων εισόδου πραγματοποιούν τις δραστηριότητες αυτές·

η) 

εξάλειψη κάθε άμεσης σύνδεσης μεταξύ της αμοιβής υπαλλήλων που εμπλέκονται στην παροχή δεδομένων εισόδου και της αμοιβής προσώπων που ασκούν άλλη δραστηριότητα ή των εσόδων που δημιουργούν αυτά τα πρόσωπα, όταν ενδέχεται να προκύψει σύγκρουση συμφερόντων σε σχέση με τις δραστηριότητες αυτές·

θ) 

ελέγχους για τον εντοπισμό τυχόν αντιστρεπτέων συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν μετά την παροχή των δεδομένων εισόδου.

8. Ο συνεισφέρων σε δείκτη αναφοράς επιτοκίου οφείλει να τηρεί λεπτομερή αρχεία σχετικά με:

α) 

όλες τις σχετικές πτυχές των συνεισφορών του με δεδομένα εισόδου·

β) 

τη διαδικασία που διέπει τον προσδιορισμό και την εξακρίβωση των δεδομένων εισόδου·

γ) 

τα ονόματα των προσώπων που υποβάλλουν στοιχεία και τις αρμοδιότητές τους·

δ) 

κάθε επικοινωνία μεταξύ των υποβαλλόντων και άλλων προσώπων, συμπεριλαμβανομένων των εσωτερικών και εξωτερικών διαπραγματευτών και χρηματιστών, σε σχέση με τον καθορισμό ή τη συνεισφορά των δεδομένων εισόδου·

ε) 

οποιαδήποτε αλληλεπίδραση των προσώπων που υποβάλλουν στοιχεία με τον διαχειριστή ή οποιονδήποτε άλλο υπεύθυνο για τον υπολογισμό·

στ) 

τυχόν υποβληθέντα ερωτήματα σχετικά με τα δεδομένα εισόδου και την έκβασή τους·

ζ) 

εκθέσεις για την ευαισθησία των χαρτοφυλακίων πράξεων ανταλλαγής επιτοκίων και άλλων χαρτοφυλακίων συναλλαγών παράγωγων προϊόντων με σημαντική έκθεση στους καθορισμούς διατραπεζικών επιτοκίων σε σχέση με τα δεδομένα εισόδου.

9. Τα αρχεία φυλάσσονται σε μέσο που επιτρέπει την πρόσβαση στις αποθηκευμένες πληροφορίες για μελλοντική εξέταση με τεκμηριωμένη διαδρομή ελέγχου.

10. Ο αρμόδιος για τη συμμόρφωση φορέας του συνεισφέροντος σε δείκτη αναφοράς επιτοκίου υποβάλλει σε τακτική βάση στη διοίκηση έκθεση με τα πορίσματά του, συμπεριλαμβανομένων των αντιστρεπτέων συναλλαγών.

11. Τα δεδομένα εισόδου και οι διαδικασίες αποτελούν αντικείμενο τακτικών εσωτερικών επανεξετάσεων.

12. Διενεργείται εξωτερικός έλεγχος των δεδομένων εισόδου ενός συνεισφέροντος σε δείκτη αναφοράς επιτοκίου, της συμμόρφωσής του με τον κώδικα δεοντολογίας και τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού για πρώτη φορά έξι μήνες μετά την κατάρτιση του κώδικα δεοντολογίας και οι επόμενοι κάθε δύο έτη.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΔΕΙΚΤΕΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΒΑΣΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

Μεθοδολογία

1. Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος επισημοποιεί, τεκμηριώνει και δημοσιοποιεί κάθε μεθοδολογία που χρησιμοποιεί για τον υπολογισμό ενός δείκτη αναφοράς. Η μεθοδολογία αυτή περιλαμβάνει και περιγράφει τουλάχιστον τα εξής:

α) 

όλα τα κριτήρια και τις διαδικασίες που χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση του δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο ο διαχειριστής χρησιμοποιεί τα δεδομένα εισόδου, μεταξύ άλλων όσον αφορά τον συγκεκριμένο όγκο τους, τις πραγματοποιηθείσες και τις αναφερθείσες συναλλαγές, τις προσφορές και τυχόν άλλα στοιχεία για την αγορά στην αξιολόγησή του ή τις περιόδους ή τις προθεσμίες αξιολόγησης, τον λόγο για το οποίο ο διαχειριστής συλλέγει τα συγκεκριμένα δεδομένα εισόδου, τις κατευθυντήριες γραμμές για τον έλεγχο της άσκησης της κρίσης από τους αξιολογητές και τυχόν άλλες πληροφορίες, όπως υποθέσεις, μοντέλα ή παρεκβολές από τα συλλεχθέντα δεδομένα που συνεκτιμώνται κατά την αξιολόγηση·

β) 

τις διαδικασίες και τις πρακτικές που έχουν σχεδιαστεί για τη διασφάλιση της συνέπειας μεταξύ των αξιολογητών κατά την άσκηση της κρίσης τους·

γ) 

τη σχετική σημασία που πρέπει να δοθεί σε κάθε κριτήριο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του δείκτη αναφοράς, ειδικότερα το είδος των δεδομένων εισόδου που χρησιμοποιούνται και τον τύπο του κριτηρίου που χρησιμοποιείται για την καθοδήγηση της κρίσης ώστε να διασφαλιστούν η ποιότητα και η ακεραιότητα του υπολογισμού του δείκτη αναφοράς·

δ) 

τα κριτήρια για τον προσδιορισμό της ελάχιστης ποσότητας δεδομένων συναλλαγών που απαιτείται για τον υπολογισμό ενός συγκεκριμένου δείκτη αναφοράς. Εάν δεν προβλέπεται τέτοιο όριο, παρατίθενται οι λόγοι για τους οποίους δεν έχει καθοριστεί ελάχιστο όριο, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού των διαδικασιών που πρέπει να χρησιμοποιούνται όπου δεν υπάρχουν δεδομένα συναλλαγών·

ε) 

τα κριτήρια σχετικά με τις περιόδους αξιολόγησης, στην περίπτωση που τα υποβληθέντα δεδομένα δεν υπερβαίνουν το συνιστώμενο κατώτατο όριο δεδομένων συναλλαγών της μεθοδολογίας ή δεν πληρούν τα υποχρεωτικά πρότυπα ποιότητας του διαχειριστή, συμπεριλαμβανομένων τυχόν εναλλακτικών μεθόδων αξιολόγησης, όπως τα θεωρητικά μοντέλα εκτίμησης. Τα εν λόγω κριτήρια εξηγούν τις διαδικασίες που πρέπει να χρησιμοποιούνται όταν δεν υπάρχουν δεδομένα συναλλαγών·

στ) 

τα κριτήρια για τον έγκαιρο χαρακτήρα των συνεισφορών δεδομένων εισόδου και τα μέσα των συνεισφορών αυτών, ηλεκτρονικά, τηλεφωνικά ή με άλλον τρόπο·

ζ) 

τα κριτήρια και τις διαδικασίες για τις περιόδους αξιολόγησης, στην περίπτωση που ένας ή περισσότεροι συνεισφέροντες υποβάλλουν δεδομένα εισόδου τα οποία αποτελούν σημαντικό ποσοστό του συνόλου των δεδομένων εισόδου για τον συγκεκριμένο δείκτη αναφοράς. Ο διαχειριστής καθορίζει επίσης στα εν λόγω κριτήρια και διαδικασίες τον ορισμό του σημαντικού ποσοστού για τον υπολογισμό κάθε δείκτη αναφοράς·

η) 

κριτήρια σύμφωνα με τα οποία δεδομένα συναλλαγών μπορούν να αποκλειστούν από τον υπολογισμό ενός δείκτη αναφοράς.

2. Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος δημοσιεύει ή διαθέτει τα κύρια στοιχεία της μεθοδολογίας που αυτός χρησιμοποιεί για κάθε δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος που παρέχει και δημοσιεύει ή, κατά περίπτωση, για κάθε οικογένεια δεικτών αναφοράς που παρέχονται και δημοσιεύονται.

3. Παράλληλα με τη μεθοδολογία που αναφέρεται στο σημείο 2, ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος περιγράφει επίσης και δημοσιεύει όλα τα ακόλουθα:

α) 

το σκεπτικό για την υιοθέτηση μιας συγκεκριμένης μεθοδολογίας, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών προσαρμογής της τιμής και αναφορά των λόγων για τους οποίους η χρονική περίοδος ή η προθεσμία μέσα στην οποία τα δεδομένα εισόδου γίνονται αποδεκτά αποτελεί αξιόπιστο δείκτη των αξιών της πραγματικής αγοράς·

β) 

τη διαδικασία εσωτερικής επανεξέτασης και έγκρισης μιας δεδομένης μεθοδολογίας, αλλά και τη συχνότητα της επανεξέτασης·

γ) 

τη διαδικασία εξωτερικής επανεξέτασης μιας δεδομένης μεθοδολογίας, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών για την επίτευξη της αποδοχής της αγοράς για τη μεθοδολογία μέσω διαβούλευσης με τους χρήστες σχετικά με τις σημαντικές αλλαγές στις διαδικασίες υπολογισμού του δείκτη αναφοράς.

Αλλαγές σε μεθοδολογία

4. Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος υιοθετεί και κοινοποιεί στους χρήστες ειδικές διαδικασίες και το σκεπτικό τυχόν προτεινόμενων ουσιωδών αλλαγών στη μεθοδολογία του. Οι διαδικασίες αυτές συνάδουν με τον γενικό στόχο σύμφωνα με τον οποίο ο διαχειριστής οφείλει να διασφαλίσει τη συνεχή ακεραιότητα των υπολογισμών του δείκτη αναφοράς και να εφαρμόσει τις αλλαγές για την ομαλή λειτουργία της αγοράς την οποία αφορούν οι συγκεκριμένες αλλαγές. Οι διαδικασίες αυτές:

α) 

παρέχουν έγκαιρη ενημέρωση εντός σαφούς χρονοδιαγράμματος που παρέχει στους χρήστες επαρκή δυνατότητα ανάλυσης και σχολιασμού του αντίκτυπου των προτεινόμενων αλλαγών, λαμβάνοντας υπόψη τον υπολογισμό του συνόλου των περιστάσεων από τον διαχειριστή·

β) 

προβλέπουν την παροχή πρόσβασης σε όλους τους χρήστες της αγοράς στις παρατηρήσεις των χρηστών και τις απαντήσεις που παρέχει ο διαχειριστής μετά από κάθε δεδομένη περίοδο διαβούλευσης, εκτός εάν το πρόσωπο που υποβάλλει τις παρατηρήσεις ζητήσει την τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα.

5. Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος εξετάζει τακτικά τις μεθοδολογίες προκειμένου να διασφαλίσει ότι αντικατοπτρίζουν με αξιόπιστο τρόπο την αξιολογούμενη πραγματική αγορά και περιλαμβάνει διαδικασίες συνεκτίμησης των απόψεων των οικείων χρηστών.

Ποιότητα και ακεραιότητα των υπολογισμών δεικτών αναφοράς

6. Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος οφείλει:

α) 

να προσδιορίζει τα κριτήρια για τον καθορισμό του βασικού προϊόντος που αφορά μια συγκεκριμένη μεθοδολογία·

β) 

να δώσει προτεραιότητα στα δεδομένα εισόδου με την εξής σειρά, στην περίπτωση που συνάδουν με τις μεθοδολογίες του:

i) 

πραγματοποιηθείσες και αναφερθείσες συναλλαγές,

ii) 

προσφορές και τιμές αγοράς,

iii) 

άλλα στοιχεία.

Σε περίπτωση που δεν δοθεί προτεραιότητα στις πραγματοποιηθείσες και αναφερθείσες συναλλαγές, αναφέρεται η αιτιολογία, όπως απαιτείται στο σημείο 7 στοιχείο β).

γ) 

να εφαρμόζει επαρκή μέτρα σχεδιασμένα για τη χρήση των δεδομένων εισόδου που υποβλήθηκαν και ελήφθησαν καλόπιστα υπόψη για τον υπολογισμό του δείκτη αναφοράς, γεγονός που σημαίνει ότι τα μέρη που υποβάλλουν τα δεδομένα εισόδου έχουν εκτελέσει ή είναι διατεθειμένα να εκτελέσουν συναλλαγές από τις οποίες προκύπτουν τέτοια δεδομένα εισόδου, και οι πραγματοποιηθείσες συναλλαγές εκτελέστηκαν σύμφωνα με τις συνθήκες της αγοράς, ενώ θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις συναλλαγές μεταξύ θυγατρικών·

δ) 

να καθιερώσει και να χρησιμοποιεί διαδικασίες για τον εντοπισμό μη κανονικών ή ύποπτων δεδομένων συναλλαγών και να τηρεί αρχεία των αποφάσεων αποκλεισμού δεδομένων συναλλαγών από τη διαδικασία που εφαρμόζει ο διαχειριστής για τον υπολογισμό του δείκτη αναφοράς·

ε) 

να ενθαρρύνει τους συνεισφέροντες να υποβάλλουν το σύνολο των δεδομένων εισόδου τους τα οποία πληρούν τα κριτήρια του διαχειριστή για τον εν λόγω υπολογισμό. Οι διαχειριστές επιδιώκουν, εφόσον διαθέτουν την ικανότητα και σε εύλογα πλαίσια, να διασφαλίσουν ότι τα υποβληθέντα δεδομένα εισόδου είναι αντιπροσωπευτικά των πραγματικών εκτελεσθεισών συναλλαγών των συνεισφερόντων· και

στ) 

εφαρμόζουν σύστημα κατάλληλων μέτρων για να διασφαλίσουν ότι οι συνεισφέροντες συμμορφώνονται με τα εφαρμοστέα πρότυπα ποιότητας και ακεραιότητας του διαχειριστή σε ό,τι αφορά τα δεδομένα εισόδου.

7. Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος περιγράφει και δημοσιεύει για κάθε υπολογισμό, σε εύλογο βαθμό και με την επιφύλαξη της δέουσας δημοσίευσης του δείκτη αναφοράς:

α) 

συνοπτική επεξήγηση, επαρκή για τη διευκόλυνση της κατανόησης του συνδρομητή ενός δείκτη αναφοράς ή της αρμόδιας αρχής, του τρόπου με τον οποίο αναπτύχθηκε ο υπολογισμός, συμπεριλαμβανομένου τουλάχιστον του μεγέθους και της ρευστότητας της αξιολογούμενης πραγματικής αγοράς (όπως ο υποβληθείς αριθμός και όγκος των συναλλαγών), του εύρους και του μέσου όρου της τιμής και των ενδεικτικών ποσοστών κάθε τύπου δεδομένων εισόδου που έχουν συνεκτιμηθεί κατά τον υπολογισμό· συμπεριλαμβάνονται όροι σχετικά με τη μεθοδολογία τιμολόγησης, όπως «με βάση τις συναλλαγές», «με βάση τη διαφορά μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης» ή «κατόπιν παρεμβολής ή παρεκβολής»· και

β) 

συνοπτική εξήγηση του βαθμού στον οποίο και της βάσης επί της οποίας χρησιμοποιήθηκε σε οποιονδήποτε υπολογισμό η απόφαση, συμπεριλαμβανομένων των αποκλεισμών δεδομένων που κατά τα λοιπά συμμορφώνονταν προς τις απαιτήσεις της σχετικής μεθοδολογίας για τον εν λόγω υπολογισμό, βασίζοντας τις τιμές σε διαφορές μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης ή παρεμβολές, παρεκβολές, σταθμισμένες προσφορές ή προσφορές ανώτερες των ενδεχόμενων πραγματοποιηθεισών συναλλαγών.

Ακεραιότητα της διαδικασίας υποβολής εκθέσεων

8. Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος οφείλει:

α) 

να καθορίσει τα κριτήρια που προσδιορίζουν τα πρόσωπα τα οποία μπορούν να υποβάλλουν δεδομένα εισόδου στον διαχειριστή·

β) 

να εφαρμόζει διαδικασίες ελέγχου ποιότητας για την εκτίμηση ταυτότητας συνεισφέροντος και κάθε υποβάλλοντος του συνεισφέροντος που υποβάλλει δεδομένα εισόδου και τη χορήγηση άδειας στον υποβάλλοντα αυτόν για την υποβολή δεδομένων εισόδου εκ μέρους συνεισφέροντος·

γ) 

να προσδιορίζει τα κριτήρια που ισχύουν για τους απασχολούμενους του συνεισφέροντος στους οποίους επιτρέπεται να υποβάλλουν δεδομένα εισόδου σε διαχειριστή εκ μέρους του συνεισφέροντος· να ενθαρρύνει τους συνεισφέροντες να υποβάλλουν δεδομένα συναλλαγών από λειτουργίες διεκπεραίωσης ανειλημμένων συναλλαγών και να αναζητούν δεδομένα επαλήθευσης από άλλες πηγές, στην περίπτωση που τα δεδομένα συναλλαγών λαμβάνονται απευθείας από διαπραγματευτή· και

δ) 

να εφαρμόζει εσωτερικούς ελέγχους και έγγραφες διαδικασίες για τον εντοπισμό επαφών μεταξύ συνεισφερόντων και αξιολογητών που επιχειρούν να επηρεάσουν τον υπολογισμό προς όφελος οποιασδήποτε θέσης διαπραγμάτευσης (του συνεισφέροντος, των υπαλλήλων του ή άλλου τρίτου μέρους) ή επιχειρούν να προκαλέσουν την παράβαση, από αξιολογητή, των κανόνων του διαχειριστή ή των κατευθυντήριων γραμμών του ή να εντοπίζει τους συνεισφέροντες που εμπλέκονται σε υποβολή μη κανονικών ή ύποπτων δεδομένων συναλλαγών. Οι διαδικασίες αυτές περιλαμβάνουν, κατά το μέτρο του δυνατού, την πρόβλεψη κλιμάκωσης της έρευνας από τον διαχειριστή εντός της εταιρείας του συνεισφέροντος. Οι έλεγχοι περιλαμβάνουν τη διασταύρωση των δεικτών της αγοράς για την επικύρωση των υποβληθέντων στοιχείων.

Αξιολογητές

9. Όσον αφορά τον ρόλο του αξιολογητή, ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος πρέπει:

α) 

να θεσπίζει και να εφαρμόζει ειδικούς εσωτερικούς κανόνες και κατευθυντήριες γραμμές για την επιλογή των αξιολογητών, που περιλαμβάνουν το ελάχιστο επίπεδο κατάρτισης, πείρας και δεξιοτήτων τους, καθώς επίσης τη διαδικασία για την περιοδική επανεξέταση της ικανότητάς τους·

β) 

να εφαρμόζει ρυθμίσεις που να εξασφαλίζουν ότι οι υπολογισμοί μπορούν να πραγματοποιούνται σε σταθερή και τακτική βάση·

γ) 

να μεριμνά για τη συνέχεια και τον προγραμματισμό της διαδοχής σε σχέση με τους αξιολογητές του, ώστε να διασφαλίσει ότι οι υπολογισμοί πραγματοποιούνται με συνέπεια και από υπαλλήλους που διαθέτουν το κατάλληλο επίπεδο πραγματογνωσίας· και

δ) 

να καθιερώσει διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου για τη διασφάλιση της ακεραιότητας και της αξιοπιστίας των υπολογισμών. Κατ' ελάχιστον, οι εσωτερικοί αυτοί έλεγχοι και οι διαδικασίες απαιτούν τη συνεχή εποπτεία των αξιολογητών για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της μεθοδολογίας και διαδικασίες για εσωτερική επαλήθευση από επόπτη πριν από την έγκριση της δημοσίευσης τιμών για χρήση στην αγορά.

Διαδρομές ελέγχου

10. Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος εφαρμόζει κανόνες και διαδικασίες για την ταυτόχρονη τεκμηρίωση των σχετικών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων:

α) 

όλων των δεδομένων εισόδου·

β) 

των κρίσεων των αξιολογητών σχετικά με την πραγματοποίηση του υπολογισμού κάθε δείκτη αναφοράς·

γ) 

του αν αποκλείστηκε από τον υπολογισμό μια συγκεκριμένη συναλλαγή που κατά τα λοιπά πληροί τις απαιτήσεις της σχετικής μεθοδολογίας για τον εν λόγω υπολογισμό και της αιτιολόγησης του αποκλεισμού της·

δ) 

της ταυτότητας κάθε αξιολογητή ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου που υπέβαλε ή διέθεσε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τις πληροφορίες που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) ή γ).

11. Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος εφαρμόζει κανόνες και διαδικασίες για να διασφαλίσει ότι η διαδρομή ελέγχου των σχετικών πληροφοριών διατηρείται τουλάχιστον για πέντε έτη, με στόχο την τεκμηρίωση της ανάπτυξης των υπολογισμών.

Συγκρούσεις συμφερόντων

12. Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος θεσπίζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για τον εντοπισμό, την κοινοποίηση, τη διαχείριση ή τον περιορισμό και την αποφυγή τυχόν συγκρούσεων συμφερόντων, καθώς και την προστασία της ακεραιότητας και ανεξαρτησίας των υπολογισμών. Οι εν λόγω πολιτικές και διαδικασίες επανεξετάζονται και επικαιροποιούνται συστηματικά και:

α) 

διασφαλίζουν ότι οι υπολογισμοί του δείκτη αναφοράς δεν επηρεάζονται από την ύπαρξη ή το ενδεχόμενο εμφάνισης εμπορικής ή προσωπικής επιχειρηματικής σχέσης ή συμφέροντος μεταξύ του διαχειριστή ή των συνδεδεμένων οντοτήτων, του προσωπικού του, των πελατών, τυχόν συμμετεχόντων στην αγορά ή προσώπων που συνδέονται με αυτούς·

β) 

διασφαλίζουν ότι τα προσωπικά συμφέροντα και οι επιχειρηματικές σχέσεις του προσωπικού του διαχειριστή δεν επιτρέπεται να διακυβεύουν τις λειτουργίες του διαχειριστή, συμπεριλαμβανομένων των μετακινήσεων, της εξωτερικής απασχόλησης, της αποδοχής δραστηριοτήτων ψυχαγωγίας, δώρων και φιλοξενίας από πελάτες του διαχειριστή ή άλλους παράγοντες της αγοράς βασικών προϊόντων·

γ) 

διασφαλίζουν, σε ό,τι αφορά τις εντοπισθείσες συγκρούσεις, τον κατάλληλο διαχωρισμό των καθηκόντων στον διαχειριστή μέσω της εποπτείας, της αντιστάθμισης, της πρόσβασης στα συστήματα και της ροής πληροφοριών·

δ) 

διαφυλάσσουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών που υποβλήθηκαν στον διαχειριστή ή παρήχθησαν από αυτόν, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων περί κοινοποίησης, του διαχειριστή·

ε) 

απαγορεύουν στα διευθυντικά στελέχη, στους αξιολογητές και άλλους υπαλλήλους του διαχειριστή τη συνεισφορά στοιχείων σε υπολογισμό του δείκτη αναφοράς μέσω της συμμετοχής σε προσφορές και συναλλαγές είτε σε προσωπική βάση είτε για λογαριασμό παραγόντων της αγοράς· και

στ) 

αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά εντοπισθείσες συγκρούσεις συμφερόντων που ενδεχομένως υφίστανται μεταξύ της παροχής του δείκτη αναφοράς από τον διαχειριστή (συμπεριλαμβανομένων όλων των υπαλλήλων που επιτελούν ή συμμετέχουν με άλλον τρόπο στις αρμοδιότητες υπολογισμού του δείκτη αναφοράς) και τυχόν άλλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του διαχειριστή.

13. Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος διασφαλίζει ότι οι άλλες επιχειρηματικές του δραστηριότητες επιτελούνται βάσει κατάλληλων διαδικασιών και μηχανισμών που έχουν σχεδιαστεί για την ελαχιστοποίηση της πιθανότητας επίδρασης των συγκρούσεων συμφερόντων στην ακεραιότητα των υπολογισμών του δείκτη αναφοράς.

14. Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος διασφαλίζει ότι διαθέτει ξεχωριστούς διαύλους αναφοράς μεταξύ των διευθυντικών στελεχών του, των αξιολογητών και άλλων υπαλλήλων και από τους διευθυντές μέχρι το ανώτερο επίπεδο διοίκησης του διαχειριστή και το συμβούλιό του, ώστε να διασφαλίσει:

α) 

ότι ο διαχειριστής εφαρμόζει με ικανοποιητικό τρόπο τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού· και

β) 

ότι οι αρμοδιότητες είναι σαφώς καθορισμένες και δεν προκαλούν συγκρούσεις ή αντιλήψεις συγκρούσεων.

15. Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος ενημερώνει τους χρήστες του μόλις λάβει γνώση σύγκρουσης συμφερόντων που προκύπτει από την ιδιοκτησία του διαχειριστή.

Καταγγελίες

16. Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος πρέπει να εφαρμόζει και να δημοσιοποιεί πολιτική διαχείρισης εγγράφων καταγγελιών για την παραλαβή, τη διερεύνηση και την τήρηση αρχείων αναφορικά με τις καταγγελίες που υποβλήθηκαν σχετικά με τη διαδικασία υπολογισμού του διαχειριστή. Οι εν λόγω μηχανισμοί υποβολής καταγγελιών πρέπει να διασφαλίζουν ότι:

α) 

οι συνδρομητές του δείκτη αναφοράς δύνανται να υποβάλλουν καταγγελίες σχετικά με το κατά πόσο ο υπολογισμός ενός συγκεκριμένου δείκτη αναφοράς είναι αντιπροσωπευτικός της αξίας της αγοράς, προτεινόμενες αλλαγές στον υπολογισμό του δείκτη αναφοράς, τις εφαρμογές της μεθοδολογίας σε σχέση με τον υπολογισμό ενός συγκεκριμένου δείκτη αναφοράς και άλλες συντακτικές αποφάσεις σχετικά με τις διαδικασίες υπολογισμού του δείκτη αναφοράς·

β) 

εφαρμόζεται στοχευόμενο χρονοδιάγραμμα για τη διαχείριση των καταγγελιών·

γ) 

οι επίσημες καταγγελίες που υποβάλλονται εναντίον του διαχειριστή και του προσωπικού του ερευνώνται από τον διαχειριστή έγκαιρα και με αμεροληψία·

δ) 

η έρευνα διεξάγεται ανεξάρτητα από οποιονδήποτε υπάλληλο ενδέχεται να ενέχεται στο αντικείμενο της καταγγελίας·

ε) 

ο διαχειριστής επιδιώκει την ταχεία ολοκλήρωση της έρευνάς του·

στ) 

ο διαχειριστής ενημερώνει τον καταγγέλλοντα και κάθε άλλο ενδιαφερόμενο μέρος σχετικά με το πόρισμα της έρευνας εγγράφως και μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα·

ζ) 

υφίσταται δυνατότητα προσφυγής σε ανεξάρτητο τρίτο μέρος που ορίζεται από τον διαχειριστή, εάν ο καταγγέλλων δεν ικανοποιηθεί από τον τρόπο χειρισμού από τον οικείο διαχειριστή ή την απόφαση του διαχειριστή για την υπόθεση, το αργότερο έξι μήνες από την υποβολή της αρχικής καταγγελίας· και

η) 

όλα τα έγγραφα που αφορούν την καταγγελία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που υποβάλλει ο καταγγέλλων, καθώς και το αρχείο του ίδιου του διαχειριστή τηρούνται για τουλάχιστον πέντε έτη.

17. Διαφορές σε ό,τι αφορά τον ημερήσιο προσδιορισμό των τιμών, που δεν αποτελούν επίσημες καταγγελίες, επιλύονται από τον διαχειριστή δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος σύμφωνα με τις σχετικές καθιερωμένες διαδικασίες του. Αν μια καταγγελία οδηγήσει σε μεταβολή της τιμής, τα στοιχεία για την εν λόγω μεταβολή της τιμής γνωστοποιούνται στην αγορά το συντομότερο δυνατόν.

Εξωτερικοί έλεγχοι

18. Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος ορίζει ανεξάρτητο εξωτερικό ελεγκτή που διαθέτει την απαιτούμενη πείρα και ικανότητα για την επανεξέταση και την υποβολή εκθέσεων όσον αφορά την τήρηση των κριτηρίων που καθορίζονται στη μεθοδολογία του και τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Οι έλεγχοι διεξάγονται σε ετήσια βάση και τα αποτελέσματά τους δημοσιεύονται τρεις μήνες μετά την ολοκλήρωση κάθε ελέγχου, ενώ διεξάγονται κατά περίπτωση και περαιτέρω ενδιάμεσοι έλεγχοι.

▼M1




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Ενωσιακοί δείκτες αναφοράς για την κλιματική μετάβαση και ενωσιακοί δείκτες αναφοράς ευθυγραμμισμένοι με τη συμφωνία του Παρισιού

Μεθοδολογία για ενωσιακούς δείκτες αναφοράς για την κλιματική μετάβαση

1) 

Ο διαχειριστής ενός ενωσιακού δείκτη αναφοράς για την κλιματική μετάβαση επισημοποιεί, τεκμηριώνει και δημοσιοποιεί κάθε μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του δείκτη αναφοράς και δίνει τα ακόλουθα στοιχεία, διασφαλίζοντας την εμπιστευτικότητα και την προστασία της τεχνογνωσίας και των επιχειρηματικών πληροφοριών που δεν αποκαλύπτονται (εμπορικών απορρήτων), όπως ορίζεται στην οδηγία (ΕΕ) 2016/943 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 20 ):

α) 

τον κατάλογο των κύριων συνιστωσών του δείκτη αναφοράς·

β) 

όλα τα κριτήρια και τις μεθόδους, συμπεριλαμβανομένων των παραγόντων επιλογής και των συντελεστών στάθμισης, των μετρήσεων και των υποκατάστατων δεικτών που χρησιμοποιούνται για τη μεθοδολογία του δείκτη αναφοράς·

γ) 

τα κριτήρια που εφαρμόζονται για την εξαίρεση στοιχείων ενεργητικού ή εταιρειών που συνδέονται με επίπεδα αποτυπώματος άνθρακα ή αποθεμάτων ορυκτών καυσίμων τα οποία δεν είναι δυνατόν να συμπεριληφθούν στον δείκτη αναφοράς·

δ) 

τα κριτήρια για τον καθορισμό της τροχιάς απαλλαγής από ανθρακούχες εκπομπές·

ε) 

το είδος και την πηγή των δεδομένων που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της τροχιάς απαλλαγής από ανθρακούχες εκπομπές για:

i) 

ανθρακούχες εκπομπές πεδίου εφαρμογής 1, δηλαδή εκπομπές παραγόμενες από πηγές υπό τον έλεγχο της εταιρείας που εκδίδει τα υποκείμενα στοιχεία ενεργητικού·

ii) 

ανθρακούχες εκπομπές πεδίου εφαρμογής 2, δηλαδή εκπομπές από την κατανάλωση αγορασμένης ηλεκτρικής ενέργειας, ατμού, ή άλλων πηγών ενέργειας που παράγονται σε προηγούμενο στάδιο από την εταιρεία που εκδίδει τα υποκείμενα στοιχεία ενεργητικού·

iii) 

ανθρακούχες εκπομπές πεδίου εφαρμογής 3, δηλαδή όλες οι έμμεσες εκπομπές που δεν καλύπτονται από τα σημεία i) και ii) οι οποίες προκύπτουν στην αξιακή αλυσίδα της εταιρείας παροχής στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων τόσο των εκπομπών που παράγονται σε προηγούμενο όσο και σε επόμενο στάδιο, ιδίως για τομείς με υψηλό αντίκτυπο στην κλιματική αλλαγή και στον μετριασμό της·

iv) 

το κατά πόσον τα δεδομένα χρησιμοποιούν τις μεθόδους περιβαλλοντικού αποτυπώματος προϊόντων και οργανισμών, όπως καθορίζονται στο σημείο 2 στοιχεία α) και β) της σύστασης 2013/179/ΕΕ της Επιτροπής, ή παγκόσμια πρότυπα όπως αυτά της ειδικής ομάδας του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για τις χρηματοοικονομικές πληροφορίες που σχετίζονται με το κλίμα·

στ) 

τις συνολικές ανθρακούχες εκπομπές του χαρτοφυλακίου δείκτη·

Όταν ένας μητρικός δείκτης χρησιμοποιείται για τη δημιουργία ενωσιακού δείκτη αναφοράς για την κλιματική μετάβαση, γνωστοποιείται το σφάλμα παρακολούθησης μεταξύ του ενωσιακού δείκτη αναφοράς για την κλιματική μετάβαση και του μητρικού δείκτη.

Όταν ένας μητρικός δείκτης χρησιμοποιείται για την κατασκευή ενός ενωσιακού δείκτη αναφοράς για την κλιματική μετάβαση, γνωστοποιείται ο λόγος της αγοραίας αξίας των τίτλων που υπάγονται στον ενωσιακό δείκτη αναφοράς για την κλιματική μετάβαση προς την αγοραία αξία των τίτλων που υπάγονται στον μητρικό δείκτη.

Μεθοδολογία για ευθυγραμμισμένους με τη συμφωνία του Παρισιού ενωσιακούς δείκτες αναφοράς

2) 

Επιπλέον του σημείου 1 στοιχεία α), β) και γ), ο διαχειριστής ευθυγραμμισμένων με τη συμφωνία του Παρισιού ενωσιακών δεικτών αναφοράς καθορίζει τον τύπο ή τον υπολογισμό που χρησιμοποιείται προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον οι εκπομπές συνάδουν με τους στόχους της συμφωνίας του Παρισιού, διασφαλίζοντας παράλληλα την εμπιστευτικότητα και την προστασία της τεχνογνωσίας και των επιχειρηματικών πληροφοριών που δεν αποκαλύπτονται (εμπορικών απορρήτων), όπως ορίζεται από την οδηγία (ΕΕ) 2016/943.

Μεταβολές στη μεθοδολογία

3) 

Οι διαχειριστές ενωσιακών δεικτών αναφοράς για την κλιματική μετάβαση και ευθυγραμμισμένων με τη συμφωνία του Παρισιού ενωσιακών δεικτών αναφοράς εγκρίνουν τις διαδικασίες για την πραγματοποίηση μεταβολών στη μεθοδολογία τους. Δημοσιοποιούν τις εν λόγω διαδικασίες και δημοσιοποιούν τυχόν προτεινόμενες μεταβολές στη μεθοδολογία τους και το σκεπτικό για τις μεταβολές αυτές. Οι εν λόγω διαδικασίες συνάδουν με τον πρωταρχικό στόχο οι υπολογισμοί των δεικτών αναφοράς να συμμορφώνονται με το άρθρο 3 παράγραφος 1 σημεία 23α) και 23β). Οι εν λόγω διαδικασίες παρέχουν:

α) 

προειδοποίηση εντός σαφούς χρονικού πλαισίου, που δίνει στους χρήστες δεικτών αναφοράς επαρκείς ευκαιρίες να αναλύσουν και να διατυπώσουν σχόλια για τον αντίκτυπο των εν λόγω προτεινόμενων μεταβολών, λαμβάνοντας υπόψη τον υπολογισμό των συνολικών συνθηκών εκ μέρους των διαχειριστών·

β) 

τη δυνατότητα στους χρήστες δεικτών αναφοράς να διατυπώσουν σχόλια για τις εν λόγω μεταβολές και στους διαχειριστές να απαντήσουν στα εν λόγω σχόλια, και καθιστούν τα εν λόγω σχόλια προσβάσιμα σε όλους τους χρήστες της αγοράς μετά από κάθε δεδομένη περίοδο διαβούλευσης, εκτός από τις περιπτώσεις που ο σχολιαστής έχει ζητήσει τήρηση του απορρήτου.

4) 

Οι διαχειριστές ενωσιακών δεικτών αναφοράς για την κλιματική μετάβαση και ευθυγραμμισμένων με τη συμφωνία του Παρισιού ενωσιακών δεικτών αναφοράς εξετάζουν τακτικά τις μεθοδολογίες τους, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, για να διασφαλίσουν ότι οι δείκτες αναφοράς τους αντικατοπτρίζουν αξιόπιστα τους δεδηλωμένους στόχους και εφαρμόζουν διαδικασία για να λαμβάνουν υπόψη τις απόψεις που διατυπώνονται από όλους τους σχετικούς χρήστες.



( 1 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

( 2 ) Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).

( 3 ) Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

( 4 ) Οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΕΕ L 235 της 23.9.2003, σ. 10).

( 5 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

( 6 ) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2006, για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις υποχρεώσεις τήρησης αρχείων για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τη γνωστοποίηση συναλλαγών, τη διαφάνεια της αγοράς, την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής (ΕΕ L 241 της 2.9.2006, σ. 1).

( 7 ) Απόφαση (ΕΕ) 2016/1841 του Συμβουλίου, της 5ης Οκτωβρίου 2016, για τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της συμφωνίας του Παρισιού που εγκρίθηκε στο πλαίσιο της σύμβασης-πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή (ΕΕ L 282 της 19.10.2016, σ. 41).

( 8 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).

( 9 ) Οδηγία 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ (ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 55).

( 10 ) Οδηγία 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ (ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 94).

( 11 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1031/2010 της Επιτροπής, της 12ης Νοεμβρίου 2010, για τον χρόνο διεξαγωγής, τη διαχείριση και τις λοιπές πτυχές των πλειστηριασμών δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου κατ' εφαρμογήν της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας (ΕΕ L 302 της 18.11.2010, σ. 1).

( 12 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2088 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, για τις δημοσιεύσεις βιωσιμότητος στον τομέα χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. (ΕΕ L 317 της 9.12.2019, σ. 1).

( 13 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2023/2859 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2023, για τη θέσπιση ευρωπαϊκού ενιαίου σημείου πρόσβασης το οποίο παρέχει κεντρική πρόσβαση σε πληροφορίες διαθέσιμες στο κοινό που σχετίζονται με τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, τις κεφαλαιαγορές και τη βιωσιμότητα (ΕΕ L, 2023/2859, 20.12.2023, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2023/2859/oj).

( 14 ) Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).

( 15 ) Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

( 16 ) Οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 8ης Δεκεμβρίου 1986 για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 372 της 31.12.1986, σ. 1).

( 17 ) Οδηγία 91/674/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1991 για τους ετήσιους και τους ενοποιημένους λογαριασμούς των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (ΕΕ L 374 της 31.12.1991, σ. 7).

( 18 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).

( *1 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 (ΕΕ L 171 της 29.6.2016, σ. 1).».

( 19 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 (ΕΕ L 171 της 29.6.2016, σ. 1).».

( 20 ) Οδηγία (EE) 2016/943 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, περί προστασίας της τεχνογνωσίας και των επιχειρηματικών πληροφοριών που δεν έχουν αποκαλυφθεί (εμπορικό απόρρητο) από την παράνομη απόκτηση, χρήση και αποκάλυψή τους (ΕΕ L 157 της 15.6.2016, σ. 1).