02013L0036 — EL — 09.01.2024 — 009.001
Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex. Αυτά τα επίσημα κείμενα είναι άμεσα προσβάσιμα μέσω των συνδέσμων που περιέχονται στο παρόν έγγραφο
►M6 ΟΔΗΓΙΑ 2013/36/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ ◄ (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338) |
Τροποποιείται από:
|
|
Επίσημη Εφημερίδα |
||
αριθ. |
σελίδα |
ημερομηνία |
||
ΟΔΗΓΙΑ 2014/17/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 4ης Φεβρουαρίου 2014 |
L 60 |
34 |
28.2.2014 |
|
ΟΔΗΓΙΑ 2014/59/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 15ης Μαΐου 2014 |
L 173 |
190 |
12.6.2014 |
|
ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2015/2366 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 25ης Νοεμβρίου 2015 |
L 337 |
35 |
23.12.2015 |
|
ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2018/843 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 30ής Μαΐου 2018 |
L 156 |
43 |
19.6.2018 |
|
ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2019/878 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 20ής Μαΐου 2019 |
L 150 |
253 |
7.6.2019 |
|
ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2019/2034 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 27ης Νοεμβρίου 2019 |
L 314 |
64 |
5.12.2019 |
|
ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2021/338 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 16ης Φεβρουαρίου 2021 |
L 68 |
14 |
26.2.2021 |
|
ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2023/2864 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ής Δεκεμβρίου 2023 |
L |
1 |
20.12.2023 |
Διορθώνεται από:
ΟΔΗΓΙΑ 2013/36/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
της 26ης Ιουνίου 2013
σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
ΤΙΤΛΟΣ I
ΑΝΤΙΚΕΊΜΕΝΟ, ΠΕΔΊΟ ΕΦΑΡΜΟΓΉΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΊ
Άρθρο 1
Αντικείμενο
Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες σχετικά:
με την πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων,
με τις εποπτικές εξουσίες και τα εργαλεία για την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων από τις αρμόδιες αρχές,
με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων από τις αρμόδιες αρχές κατά τρόπο συμβατό προς τους κανόνες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
με τις απαιτήσεις δημοσίευσης για τις αρμόδιες αρχές όσον αφορά την προληπτική ρύθμιση και εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Άρθρο 2
Πεδίο εφαρμογής
▼M6 —————
Η παρούσα οδηγία δεν έχει εφαρμογή ως προς:
▼M6 —————
τις κεντρικές τράπεζες,
τα γραφεία ταχυδρομικών επιταγών,
στη Δανία, το «Eksport Kredit Fonden», το «Eksport Kredit Fonden A/S», το «Danmarks Skibskredit A/S» και το «KommuneKredit»,
στη Γερμανία, τις «Kreditanstalt für Wiederaufbau», «Landwirtschaftliche Rentenbank», «Bremer Aufbau-Bank GmbH», «Hamburgische Investitions- und Förderbank», «Investitionsbank Berlin», «Investitionsbank des Landes Brandenburg», «Investitionsbank Schleswig-Holstein», «Investitions- und Förderbank Niedersachsen – NBank», «Investitions- und Strukturbank Rheinland-Pfalz», «Landeskreditbank Baden-Württemberg – Förderbank», «LfA Förderbank Bayern», «NRW.BANK», «Saarländische Investitionskreditbank AG», «Sächsische Aufbaubank – Förderbank», «Thüringer Aufbaubank», επιχειρήσεις οι οποίες αναγνωρίζονται στο πλαίσιο του «Wohnungsgemeinnützigkeitsgesetz» ως όργανα της εθνικής πολιτικής στον στεγαστικό τομέα και οι τραπεζικές εργασίες των οποίων δεν συνιστούν την κύρια δραστηριότητα, καθώς και τους οργανισμούς οι οποίοι, δυνάμει του εν λόγω νόμου, αναγνωρίζονται ως κοινωφελείς στεγαστικοί οργανισμοί,
στην Εσθονία, τις «hoiu-laenuühistud», που αναγνωρίζονται ως συνεταιριστικές επιχειρήσεις βάσει του «hoiu-laenuühistu seadus»,
στην Ιρλανδία, τη «Strategic Banking Corporation of Ireland», τις «credit unions» και τις «friendly societies»,
στην Ελλάδα, το «Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων»,
στην Ισπανία, το «Instituto de Crédito Oficial»,
στη Γαλλία, την «Caisse des dépôts et consignations»,
στην Κροατία, τις «kreditne unije» και «Hrvatska banka za obnovu i razvitak»,
στην Ιταλία, την «Cassa depositi e prestiti»,
στη Λετονία, τις «krājaizdevu sabiedrības», επιχειρήσεις που αναγνωρίζονται βάσει του «krājaizdevu sabiedrību likums» ως συνεταιριστικές επιχειρήσεις που παρέχουν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες μόνο στα μέλη τους,
στη Λιθουανία, τις «kredito unijos» πέραν της «centrinės kredito unijos»,
στην Ουγγαρία, την «MFB Magyar Fejlesztési Bank Zártkörűen Működő Részvénytársaság» και τη «Magyar Export-Import Bank Zártkörűen Működő Részvénytársaság»,
στη Μάλτα, τη «Malta Development Bank»,
στις Κάτω Χώρες, τη «Nederlandse Investeringsbank voor Ontwikkelingslanden NV», την «NV Noordelijke Ontwikkelingsmaatschappij», την «NV Limburgs Instituut voor Ontwikkeling en Financiering», την «Ontwikkelingsmaatschappij Oost-Nederland NV» και τις «kredietunies»,
στην Αυστρία, τις επιχειρήσεις που αναγνωρίζονται ως κοινωφελείς οικοδομικοί συνεταιρισμοί και την «Österreichische Kontrollbank AG»,
στην Πολωνία, τη «Spółdzielcze Kasy Oszczędnościowo — Kredytowe» και την «Bank Gospodarstwa Krajowego»,
στην Πορτογαλία, τις «Caixas Económicas» που υφίστανται από την 1η Ιανουαρίου 1986, με εξαίρεση εκείνες που έχουν τη μορφή ανώνυμων εταιρειών, καθώς και την «Caixa Económica Montepio Geral»,
στη Σλοβενία, τη «SID-Slovenska izvozna in razvojna banka, d.d. Ljubljana»,
στη Φινλανδία, την «Teollisen yhteistyön rahasto Oy/Fonden för industriellt samarbete AB» και τη «Finnvera Oyj/Finnvera Abp»,
στη Σουηδία, τη «Svenska Skeppshypotekskassan»,
στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη «National Savings and Investments (NS&I)», τη «CDC Group plc», την «Agricultural Mortgage Corporation Ltd», τους «Crown Agents for overseas governments and administrations», τις «credit unions» και τις «municipal banks».
Άρθρο 3
Ορισμοί
Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι κάτωθι ορισμοί:
1) |
«πιστωτικό ίδρυμα» : πιστωτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
2) |
«επιχείρηση επενδύσεων» : επιχείρηση επενδύσεων όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
3) |
«ίδρυμα» : ίδρυμα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 3) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
▼M6 —————
5) |
«ασφαλιστική επιχείρηση» : ασφαλιστική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 5) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
6) |
«αντασφαλιστική επιχείρηση» : αντασφαλιστική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 6) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
7) |
«διοικητικό όργανο» : το όργανο ή τα όργανα ενός ιδρύματος, τα οποία ορίζονται δυνάμει του εθνικού δικαίου, τα οποία εξουσιοδοτούνται να καθορίζουν τη στρατηγική, τους στόχους και τη γενική κατεύθυνση του ιδρύματος και τα οποία επιβλέπουν και παρακολουθούν τη λήψη αποφάσεων από τη διοίκηση και περιλαμβάνουν τα πρόσωπα που πράγματι διευθύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα του ιδρύματος, |
8) |
«διοικητικό όργανο με εποπτική αρμοδιότητα» : το διοικητικό όργανο κατά την άσκηση του ρόλου του επίβλεψης και παρακολούθησης της λήψης αποφάσεων από τη διοίκηση, |
9) |
« ►C2 ανώτερα διοικητικά στελέχη ◄ » : τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εκτελεστικά καθήκοντα σε ίδρυμα και τα οποία είναι υπεύθυνα και λογοδοτούν στο διοικητικό όργανο για την καθημερινή διοίκηση του ιδρύματος, |
10) |
«συστημικός κίνδυνος» : ο κίνδυνος αποδιοργάνωσης του χρηματοοικονομικού συστήματος με εν δυνάμει σοβαρές αρνητικές συνέπειες για το χρηματοοικονομικό σύστημα και την πραγματική οικονομία, |
11) |
«κίνδυνος του υποδείγματος» : η ζημία που κινδυνεύει να υποστεί ένα ίδρυμα συνεπεία αποφάσεων που βασίζονται κυρίως στα αποτελέσματα εσωτερικών υποδειγμάτων, λόγω σφαλμάτων στη θέσπιση, την εφαρμογή ή τη χρήση αυτών των υποδειγμάτων, |
12) |
«μεταβιβάζουσα οντότητα» : μεταβιβάζουσα οντότητα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 13) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
13) |
«ανάδοχο» : ανάδοχο όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 14) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
14) |
«μητρική επιχείρηση» : μητρική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 15) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
15) |
«θυγατρική» : θυγατρική όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 16) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
16) |
«υποκατάστημα» : υποκατάστημα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 17) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
17) |
«επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών» : επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
18) |
«εταιρεία διαχείρισης» : εταιρεία διαχείρισης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 19) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
19) |
«χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών» : χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
20) |
«μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών» : μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 21) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
21) |
«μικτή εταιρεία συμμετοχών» : μικτή εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 22) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
22) |
«χρηματοδοτικό ίδρυμα» : χρηματοδοτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 26) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
23) |
«οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα» : οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 27) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
24) |
«μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος» : μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 28) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
25) |
«μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ» : μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 29) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
26) |
«μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος» : μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 30) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
27) |
«μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ» : μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 31) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
28) |
«μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος» : μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 32) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
29) |
«μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ» : μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 33) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
30) |
«συστημικά σημαντικό ίδρυμα» : μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή ίδρυμα η χρεοκοπία ή η δυσλειτουργία του οποίου θα μπορούσε να οδηγήσει σε συστημικό κίνδυνο, |
31) |
«κεντρικός αντισυμβαλλόμενος» : κεντρικός αντισυμβαλλόμενος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 34) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
32) |
«συμμετοχή» : συμμετοχή όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 35) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
33) |
«ειδική συμμετοχή» : ειδική συμμετοχή όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 36) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
34) |
«έλεγχος» : έλεγχος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 36) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
35) |
«στενοί δεσμοί» : στενοί δεσμοί όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 38) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
36) |
«αρμόδια αρχή» : αρμόδια αρχή όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 40) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
37) |
«αρχή ενοποιημένης εποπτείας» : αρχή ενοποιημένης εποπτείας όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 41) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
38) |
«άδεια λειτουργίας» : άδεια λειτουργίας όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 42) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
39) |
«κράτος μέλος προέλευσης» : κράτος μέλος προέλευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 43) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
40) |
«κράτος μέλος υποδοχής» : κράτος μέλος υποδοχής όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013; |
41) |
«κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ» : κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 45) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
42) |
«κεντρικές τράπεζες» : κεντρικές τράπεζες όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 46) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
43) |
«ενοποιημένη κατάσταση» : ενοποιημένη κατάσταση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 47) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
44) |
«ενοποιημένη βάση» : ενοποιημένη βάση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 48) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
45) |
«υποενοποιημένη βάση» : υποενοποιημένη βάση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 49) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
46) |
«χρηματοοικονομικό μέσο» : χρηματοοικονομικό μέσο όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 50) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
47) |
«ίδια κεφάλαια» : ίδια κεφάλαια όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 118) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
48) |
«λειτουργικός κίνδυνος» : λειτουργικός κίνδυνος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 52) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
49) |
«τεχνική μείωσης πιστωτικού κινδύνου» : τεχνική μείωσης πιστωτικού κινδύνου όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 57) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
50) |
«τιτλοποίηση» : τιτλοποίηση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 61) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
51) |
«θέση τιτλοποίησης» : θέση τιτλοποίησης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 62) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
52) |
«οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση» : οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 66) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
53) |
«προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές» : προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 73) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
54) |
«χαρτοφυλάκιο συναλλαγών» : χαρτοφυλάκιο συναλλαγών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 86) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
55) |
«ρυθμιζόμενες αγορές» : ρυθμιζόμενες αγορές όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 92) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
56) |
«μόχλευση» : μόχλευση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 93) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
57) |
«κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης» : κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 94) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
58) |
«εξωτερικός οργανισμός πιστοληπτικών αξιολογήσεων» : εξωτερικός οργανισμός πιστοληπτικών αξιολογήσεων όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 98) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
59) |
«εσωτερικές μέθοδοι» : η μέθοδος που βασίζεται στις εσωτερικές αξιολογήσεις η οποία αναφέρεται στο άρθρο 143 παράγραφος 1, η μέθοδος των εσωτερικών υποδειγμάτων η οποία αναφέρεται στο άρθρο 221, η μέθοδος εσωτερικών διαβαθμίσεων η οποία αναφέρεται στο άρθρο 225, οι εξελιγμένες μέθοδοι μέτρησης που αναφέρονται στο άρθρο 312 παράγραφος 2, η μέθοδος εσωτερικών υποδειγμάτων που αναφέρεται στα άρθρα 283 και 363 και η μέθοδος του εποπτικού υποδείγματος που αναφέρεται στο άρθρο 259 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
60) |
«αρχή εξυγίανσης» : η αρχή εξυγίανσης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 18) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 1 ), |
61) |
«παγκόσμιο συστημικώς σημαντικό ίδρυμα» ή «G-SII» : G-SII όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 133) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
62) |
«παγκόσμιο συστημικώς σημαντικό ίδρυμα εκτός ΕΕ» ή «εκτός ΕΕ G-SII» : εκτός ΕΕ G-SII όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 134) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
63) |
«όμιλος» : όμιλος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 138) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, |
64) |
«όμιλος τρίτης χώρας» : όμιλος του οποίου η μητρική επιχείρηση έχει την έδρα της σε τρίτη χώρα, |
65) |
«πολιτική αποδοχών ουδέτερη ως προς το φύλο» : πολιτική αποδοχών που βασίζεται στην ισότητα αμοιβής μεταξύ γυναικών και ανδρών εργαζομένων για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας. |
Για να διασφαλιστεί ότι οι απαιτήσεις ή εποπτικές εξουσίες που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία ή στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εφαρμόζονται σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και τον εν λόγω κανονισμό, οι όροι «ίδρυμα», «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος», «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ» και «μητρική επιχείρηση» περιλαμβάνουν επίσης:
χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών στις οποίες έχει χορηγηθεί έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 21α της παρούσας οδηγίας,
καθορισμένα ιδρύματα ελεγχόμενα από μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, εφόσον η οικεία μητρική εταιρεία δεν υπόκειται σε έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 21α παράγραφος 4 της παρούσας οδηγίας, και
χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών ή ιδρύματα που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 21α παράγραφος 6 στοιχείο δ) της παρούσας οδηγίας.
ΤΙΤΛΟΣ II
ΑΡΜΌΔΙΕΣ ΑΡΧΈΣ
Άρθρο 4
Ορισμός και εξουσίες των αρμόδιων αρχών
Άρθρο 5
Συντονισμός εντός των κρατών μελών
Τα κράτη μέλη που διαθέτουν πλείονες αρμόδιες αρχές για την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για τον συντονισμό μεταξύ των εν λόγω αρχών.
Άρθρο 6
Συνεργασία στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας
Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τη σύγκλιση όσον αφορά τα χρησιμοποιούμενα εποπτικά εργαλεία και τις εποπτικές πρακτικές κατά την εφαρμογή των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών απαιτήσεων που θεσπίζονται με βάση την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι:
οι αρμόδιες αρχές, ως μέρη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ), συνεργάζονται με εμπιστοσύνη και απόλυτο αμοιβαίο σεβασμό, ιδίως προκειμένου να διασφαλίζεται η ανταλλαγή κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών μεταξύ αυτών και άλλων μερών του ΕΣΧΕ, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που καθορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση,
οι αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις δραστηριότητες της ΕΑΤ και, κατά περίπτωση, στα σώματα εποπτών,
οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε προσπάθεια ώστε να ακολουθούν τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που εκδίδονται από την ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και να ανταποκρίνονται στις προειδοποιήσεις και συστάσεις που εκδίδει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010,
οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά με το ΕΣΣΚ,
οι εθνικές εντολές των αρμόδιων αρχών δεν τις εμποδίζουν να εκτελούν τα καθήκοντά τους ως μέλη της ΕΑΤ, του ΕΣΣΚ, κατά περίπτωση, ή βάσει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
Άρθρο 7
Ενωσιακή διάσταση της εποπτείας
Κατά την άσκηση των γενικών καθηκόντων τους, οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους εκτιμούν δεόντως τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών τους στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος των άλλων εμπλεκομένων κρατών μελών, ιδίως σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, βάσει των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες τη δεδομένη στιγμή.
ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ
ΌΡΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΌΣΒΑΣΗ ΣΤΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΌΤΗΤΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΏΝ ΙΔΡΥΜΆΤΩΝ
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 1
Γενικές απαιτήσεις πρόσβασης στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων
Άρθρο 8
Άδεια λειτουργίας
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει:
τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο της αίτησης για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων του προγράμματος δραστηριοτήτων, της διαρθρωτικής οργάνωσης και των ρυθμίσεων διακυβέρνησης που προβλέπονται στο άρθρο 10,
τις απαιτήσεις που ισχύουν για τους μετόχους και τα μέλη με ειδικές συμμετοχές, ή, εφόσον δεν υπάρχουν ειδικές συμμετοχές, των 20 σημαντικότερων μετόχων ή εταίρων, δυνάμει του άρθρου 14, και
τα εμπόδια που ενδέχεται να παρακωλύσουν την ουσιαστική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της αρμόδιας αρχής, όπως αναφέρονται στο άρθρο 14.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στα στοιχεία α), β) και γ) του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 8α
Ειδικές απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και οι οποίες έχουν ήδη λάβει άδεια λειτουργίας, βάσει του τίτλου II της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, να υποβάλουν αίτηση άδειας λειτουργίας, σύμφωνα με το άρθρο 8, το αργότερο την ημέρα κατά την οποία λαμβάνει χώρα οποιοδήποτε από τα ακόλουθα γεγονότα:
ο μέσος όρος του μηνιαίου συνόλου των στοιχείων ενεργητικού, υπολογιζόμενος σε περίοδο 12 συναπτών μηνών, είναι ίσος με το ποσό των 30 δισεκατομμυρίων EUR ή το υπερβεί ή
ο μέσος όρος του μηνιαίου συνόλου των στοιχείων ενεργητικού, υπολογιζόμενος σε περίοδο 12 συναπτών μηνών, είναι χαμηλότερος από 30 δισεκατομμύρια EUR και η επιχείρηση αποτελεί μέρος ομίλου στον οποίο η συνολική αξία των ενοποιημένων στοιχείων ενεργητικού όλων των επιχειρήσεων εντός του ομίλου, οι οποίες μεμονωμένα διαθέτουν στοιχεία ενεργητικού συνολικής αξίας χαμηλότερης των 30 δισεκατομμυρίων EUR και ασκούν οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημεία 3) και 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, είναι ίση με 30 δισεκατομμύρια EUR ή τα υπερβεί, αμφότερα υπολογιζόμενα κατά μέσο όρο σε περίοδο 12 συναπτών μηνών.
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει:
τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται από την επιχείρηση στις αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο της αίτησης για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος δραστηριοτήτων που προβλέπεται στο άρθρο 10,
τη μεθοδολογία υπολογισμού των ορίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχεία α) και β), σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 26 Δεκεμβρίου 2020.
Άρθρο 9
Απαγόρευση σε πρόσωπα ή επιχειρήσεις εκτός των πιστωτικών ιδρυμάτων της δραστηριότητας αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό
Άρθρο 10
Πρόγραμμα δραστηριοτήτων, οργανωτική διάρθρωση και ρυθμίσεις διακυβέρνησης
Άρθρο 11
Οικονομικές ανάγκες
Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν να εξετάζεται η αίτηση αδείας λειτουργίας βάσει των οικονομικών αναγκών της αγοράς.
Άρθρο 12
Αρχικό κεφάλαιο
Τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να χορηγούν άδεια σε ειδικές κατηγορίες πιστωτικών ιδρυμάτων το αρχικό κεφάλαιο των οποίων είναι μικρότερο από το προβλεπόμενο στην παράγραφο 1, εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
το αρχικό κεφάλαιο δεν είναι μικρότερο από 1 εκατομμύριο EUR,
τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ τους λόγους για τους οποίους κάνουν χρήση της δυνατότητας αυτής.
Άρθρο 13
Πραγματική διοίκηση της επιχείρησης και έδρα της κεντρικής διοίκησης
Αρνούνται τη χορήγηση της εν λόγω άδειας λειτουργίας εάν τα μέλη του διοικητικού οργάνου δεν πληρούν τις προδιαγραφές που αναφέρονται στο άρθρο 91 παράγραφος 1.
Τα κράτη μέλη απαιτούν:
από τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι νομικά πρόσωπα και έχουν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, καταστατική έδρα, η έδρα της κεντρικής τους διοίκησης να βρίσκεται στο ίδιο κράτος μέλος με την καταστατική τους έδρα,
από τα πιστωτικά ιδρύματα εκτός εκείνων που αναφέρονται στο στοιχείο α), η έδρα της κεντρικής τους διοίκησης να βρίσκεται στο κράτος μέλος το οποίο χορήγησε την άδεια λειτουργίας τους και στο οποίο ασκούν πράγματι δραστηριότητα.
Άρθρο 14
Μέτοχοι και εταίροι
Για να καθοριστεί εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου που αναφέρονται στα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ( 2 ) και οι όροι για την άθροιση αυτών των δικαιωμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφοι 4 και 5 της εν λόγω οδηγίας.
Τα κράτη μέλη δεν λαμβάνουν υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή τις μετοχές με δικαίωμα ψήφου τις οποίες κατέχουν ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή τοποθέτησης χρηματοοικονομικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, μεταξύ άλλων σύμφωνα με το παράρτημα Ι τμήμα Α σημείο 6 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, υπό τον όρο ότι, τα εν λόγω δικαιώματα, αφενός, δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και, αφετέρου, εφόσον μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.
Οι αρμόδιες αρχές αρνούνται την άδεια έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος εάν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας στις οποίες υπάγονται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία το πιστωτικό ίδρυμα έχει στενούς δεσμούς, ή εάν δυσχέρειες σχετικές με την εφαρμογή των εν λόγω νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, παρεμποδίζουν την σωστή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής τους.
Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα να τους παρέχουν τις πληροφορίες που ζητούν, ώστε να μπορούν οι αρχές να παρακολουθούν σε συνεχή βάση τη συμμόρφωση με τους όρους που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο.
Άρθρο 15
Άρνηση άδειας
Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή αρνείται την άδεια έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, ενημερώνει τον αιτούντα για την απόφασή της και τους λόγους της εντός εξαμήνου από την παραλαβή της αίτησης ή, εάν η αίτηση δεν είναι πλήρης, εντός εξαμήνου από τη λήψη όλων των πληροφοριών που απαιτούνται για την απόφαση.
Σε κάθε περίπτωση, εκδίδεται απόφαση χορήγησης ή άρνησης άδειας εντός 12 μηνών από την παραλαβή της αίτησης.
Άρθρο 16
Προηγούμενη διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών
Η αρμόδια αρχή, προτού χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα, συμβουλεύεται τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους στις περιπτώσεις όπου το πιστωτικό ίδρυμα:
αποτελεί θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος μέλος,
αποτελεί θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος μέλος,
ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος μέλος.
Η αρμόδια αρχή, προτού χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα, συμβουλεύεται την αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων επενδύσεων στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος όπου το πιστωτικό ίδρυμα:
είναι θυγατρική ασφαλιστικής επιχείρησης ή επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Ένωση,
είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ασφαλιστικής επιχείρησης ή επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Ένωση,
ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν ασφαλιστική επιχείρηση ή επιχείρηση επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Ένωση.
Άρθρο 17
Υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος
Τα κράτη μέλη υποδοχής δεν μπορούν να απαιτούν άδεια λειτουργίας ή αρχικό κεφάλαιο για υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλα κράτη μέλη. Η εγκατάσταση και η εποπτεία των υποκαταστημάτων αυτών διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 35, του άρθρου 36 παράγραφοι 1, 2 και 3, του άρθρου 37, των άρθρων 40 έως 46, του άρθρου 49 και των άρθρων 74 και 75.
Άρθρο 18
Ανάκληση αδείας
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ανακαλέσουν την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος μόνο όταν το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα:
δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός 12 μηνών, παραιτείται ρητώς απ’ αυτήν ή έπαυσε να ασκεί τη δραστηριότητά του για περίοδο μεγαλύτερη των έξι μηνών, εκτός εάν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει προβλέψει ότι στις περιπτώσεις αυτές η άδεια λειτουργίας παύει να ισχύει,
χρησιμοποιεί την άδεια λειτουργίας του αποκλειστικά για την άσκηση των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και έχει, για περίοδο πέντε συναπτών ετών, μέσο όρο συνολικών στοιχείων ενεργητικού μικρότερο από τα όρια που καθορίζονται στο εν λόγω άρθρο,
απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο,
δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους του χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας,
δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στο τρίτο, τέταρτο ή έκτο μέρος, εκτός από τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 92α και 92β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή του άρθρου 105 της παρούσας οδηγίας ή δεν παρέχει πλέον την εγγύηση ότι δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του και, κυρίως, δεν εξασφαλίζει πλέον την ασφάλεια των κεφαλαίων που του έχουν εμπιστευθεί οι καταθέτες του,
υπάγεται σε μια από τις άλλες περιπτώσεις ανάκλησης που προβλέπονται από τις εθνικές διατάξεις ή
διαπράττει μία από τις παραβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 67 παράγραφος 1.
Άρθρο 19
Επωνυμία των πιστωτικών ιδρυμάτων
Για τους σκοπούς της άσκησης των δραστηριοτήτων τους, τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να χρησιμοποιούν σε ολόκληρη την επικράτεια της Ένωσης την ίδια επωνυμία που χρησιμοποιούν στο κράτος μέλος της έδρας τους, ανεξαρτήτως των διατάξεων του κράτους μέλους υποδοχής όσον αφορά τη χρήση των λέξεων «τράπεζα», «ταμιευτήριο» ή άλλων παρομοίων τραπεζικών επωνυμιών. Σε περίπτωση που υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθεί σύγχυση, τα κράτη μέλη υποδοχής μπορούν να απαιτούν, για λόγους σαφήνειας, να συνοδεύεται η επωνυμία από ορισμένα επεξηγηματικά στοιχεία.
Άρθρο 20
Κοινοποίηση των χορηγήσεων και των ανακλήσεων άδειας λειτουργίας
Άρθρο 21
Παρέκκλιση για πιστωτικά ιδρύματα τα οποία συνδέονται κατά τρόπο μόνιμο με κεντρικό οργανισμό
Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρήσουν και να χρησιμοποιούν το ισχύον εθνικό δίκαιο όσον αφορά την εφαρμογή αυτής της παρέκκλισης, εφόσον δεν συγκρούεται με την παρούσα οδηγία ή με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
Άρθρο 21α
Έγκριση των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών
Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο παρέχουν στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και, εφόσον είναι διαφορετική, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένες τις ακόλουθες πληροφορίες:
την οργανωτική διάρθρωση του ομίλου του οποίου η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών αποτελεί μέρος, με σαφή αναφορά στις οικείες θυγατρικές και, κατά περίπτωση, στις μητρικές επιχειρήσεις, καθώς και τον τόπο και το είδος της δραστηριότητας που ασκείται από καθεμία από τις οντότητες του ομίλου,
πληροφορίες σχετικά με τον διορισμό τουλάχιστον δύο προσώπων που πράγματι διευθύνουν τη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή τη μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του άρθρου 121 περί της επάρκειας των διευθυντικών στελεχών,
πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση προς τα κριτήρια του άρθρου 14 περί των μετόχων και των μελών, εφόσον η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών έχει πιστωτικό ίδρυμα ως θυγατρική της,
την εσωτερική οργάνωση και την κατανομή καθηκόντων στο εσωτερικό του ομίλου,
κάθε άλλη πληροφορία που μπορεί να είναι αναγκαία για τη διενέργεια των εκτιμήσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος άρθρου.
Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η έγκριση χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών συμπίπτει χρονικώς με την εκτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 22, η αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του εν λόγω άρθρου συντονίζεται καταλλήλως με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και, εφόσον είναι διαφορετική, την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών. ►C4 Στην περίπτωση αυτή, η περίοδος εκτίμησης που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο αναστέλλεται επί χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τις είκοσι εργάσιμες ημέρες, έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία που προβλέπει το παρόν άρθρο. ◄
Έγκριση μπορεί να χορηγηθεί σε χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών σύμφωνα με το παρόν άρθρο μόνο εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
οι εσωτερικές ρυθμίσεις και η κατανομή καθηκόντων στο εσωτερικό του ομίλου επαρκούν για τον σκοπό της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις που επιβάλλουν η παρούσα οδηγία και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση και είναι, ιδίως, κατάλληλες για:
τον συντονισμό όλων των θυγατρικών της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, μεταξύ άλλων, εφόσον απαιτείται, μέσω της κατάλληλης κατανομής καθηκόντων μεταξύ των θυγατρικών ιδρυμάτων,
την πρόληψη ή τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων στο εσωτερικό του ομίλου και
την επιβολή πολιτικών οι οποίες αφορούν ολόκληρο τον όμιλο και καθορίζονται από τη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή τη μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών σε ολόκληρο τον όμιλο,
η οργανωτική διάρθρωση του ομίλου, μέρος του οποίου αποτελεί η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, δεν εμποδίζει ούτε παρακωλύει κατ' άλλον τρόπο την αποτελεσματική εποπτεία των θυγατρικών ιδρυμάτων ή των μητρικών ιδρυμάτων όσον αφορά τις ατομικές, τις ενοποιημένες και, κατά περίπτωση, τις υποενοποιημένες υποχρεώσεις στις οποίες υπόκεινται. Για την αξιολόγηση του εν λόγω κριτηρίου λαμβάνονται υπόψη ιδίως:
η θέση της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σε πολυεπίπεδο όμιλο,
η μετοχική δομή και
ο ρόλος της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εντός του ομίλου,
αν πληρούνται τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 14 και οι απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 121.
Δεν απαιτείται έγκριση της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών βάσει του παρόντος άρθρου όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
κύρια δραστηριότητα της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών είναι η απόκτηση συμμετοχών σε θυγατρικές ή, στην περίπτωση μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, κύρια δραστηριότητά της έναντι ιδρυμάτων ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων είναι η απόκτηση συμμετοχών σε θυγατρικές,
η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν έχει οριστεί ως φορέας εξυγίανσης σε οποιονδήποτε από τους ομίλους εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με τη στρατηγική εξυγίανσης που καθορίζεται από τη σχετική αρχή εξυγίανσης βάσει της οδηγίας 2014/59/ΕΕ,
ένα θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα έχει οριστεί υπεύθυνο για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης του ομίλου με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και του παρέχονται όλα τα αναγκαία μέσα και η νόμιμη εξουσία να εκπληρώνει αποτελεσματικά τις εν λόγω υποχρεώσεις,
η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν προβαίνει στη λήψη διαχειριστικών, επιχειρησιακών ή οικονομικών αποφάσεων που επηρεάζουν τον όμιλο ή τις θυγατρικές του οι οποίες είναι ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα,
δεν υπάρχει κώλυμα για την αποτελεσματική εποπτεία του ομίλου σε ενοποιημένη βάση.
Χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών απαλλασσόμενες από τις απαιτήσεις έγκρισης σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο δεν αποκλείονται από την περίμετρο της ενοποίησης όπως καθορίζεται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
Τα μέτρα εποπτείας που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο μπορούν να περιλαμβάνουν:
αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές ή μερίδια των θυγατρικών ιδρυμάτων που κατέχει η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών,
έκδοση προσωρινών μέτρων ή κυρώσεων κατά της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών, της μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών ή των μελών του διοικητικού οργάνου και των διευθυντικών στελεχών, με την επιφύλαξη των άρθρων 65 έως 72,
παροχή εντολών ή οδηγιών στη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή στη μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών να μεταβιβάσει στους μετόχους της τις συμμετοχές στα θυγατρικά της ιδρύματα,
καθορισμό σε προσωρινή βάση άλλης χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών, μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών ή ιδρύματος εντός του ομίλου ως υπευθύνων για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένη βάση,
περιορισμό ή απαγόρευση της διανομής κερδών ή της καταβολής τόκων στους μετόχους,
απαίτηση από τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών να προβούν σε εκποίηση ή περιορισμό των συμμετοχών σε ιδρύματα ή άλλες οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα,
απαίτηση από τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών να υποβάλουν σχέδιο για την αποκατάσταση, χωρίς καθυστέρηση, της συμμόρφωσης.
Η κοινή απόφαση είναι δεόντως τεκμηριωμένη και αιτιολογημένη. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί την κοινή απόφαση στη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή στη μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.
Σε περίπτωση διαφωνίας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν προβαίνει στη λήψη απόφασης και παραπέμπει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός μηνός από την παραλαβή της παραπομπής στην ΕΑΤ. Οι εκάστοτε αρμόδιες αρχές λαμβάνουν κοινή απόφαση σε συμφωνία με την απόφαση της ΕΑΤ. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της δίμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.
Σε κάθε περίπτωση, εκδίδεται απόφαση χορήγησης ή άρνησης έγκρισης εντός έξι μηνών από την παραλαβή της αίτησης. Η άρνηση μπορεί να συνοδεύεται, εφόσον απαιτείται, από οποιοδήποτε εκ των μέτρων της παραγράφου 6.
Άρθρο 21β
Ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση
Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέπουν στα ιδρύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 να έχουν δύο ενδιάμεσες ενωσιακές μητρικές επιχειρήσεις εάν διαπιστώσουν ότι η εγκατάσταση μίας μόνο ενδιάμεσης ενωσιακής μητρικής επιχείρησης:
θα ήταν ασυμβίβαστη με την υποχρεωτική απαίτηση για διαχωρισμό των δραστηριοτήτων που επιβάλλουν οι κανόνες ή οι εποπτικές αρχές της τρίτης χώρας στην οποία έχει την έδρα της η τελική μητρική επιχείρηση του ομίλου τρίτης χώρας ή
θα καθιστούσε λιγότερο αποτελεσματική τη δυνατότητα εξυγίανσης από ό,τι στην περίπτωση που υπήρχαν δύο ενδιάμεσες ενωσιακές μητρικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με αξιολόγηση που έχει διενεργήσει η αρμόδια αρχή εξυγίανσης της ενδιάμεσης ενωσιακής μητρικής επιχείρησης.
Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, εάν κανένα από τα ιδρύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα ή εάν η δεύτερη ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση πρέπει να συσταθεί σε σχέση με επενδυτικές δραστηριότητες, προκειμένου να συμμορφωθεί με υποχρεωτική απαίτηση, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση ή η δεύτερη ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση μπορεί να είναι επιχείρηση επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και η οποία υπόκειται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ.
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου:
η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού στην Ένωση του ομίλου τρίτης χώρας είναι το άθροισμα των ακολούθων:
της συνολικής αξίας των στοιχείων του ενεργητικού κάθε ιδρύματος του ομίλου τρίτης χώρας στην Ένωση, όπως αυτό προκύπτει από τον ενοποιημένο ισολογισμό του ή όπως προκύπτει από τους χωριστούς ισολογισμούς τους, όταν ο ισολογισμός του ιδρύματος δεν είναι ενοποιημένος, και
της συνολικής αξίας των στοιχείων ενεργητικού κάθε υποκαταστήματος του ομίλου τρίτης χώρας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 4 ) ή την οδηγία 2014/65/ΕΕ.
ο όρος «ίδρυμα» περιλαμβάνει επίσης τις επιχειρήσεις επενδύσεων.
Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στην ΕΑΤ τις ακόλουθες πληροφορίες για κάθε όμιλο τρίτης χώρας που λειτουργεί στη δικαιοδοσία τους:
επωνυμίες και συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού των εποπτευόμενων ιδρυμάτων που ανήκουν σε όμιλο τρίτης χώρας,
επωνυμίες και συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού που αντιστοιχούν στα υποκαταστήματα στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας στο εν λόγω κράτος μέλος σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, την οδηγία 2014/65/ΕΕ ή τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και τα είδη δραστηριοτήτων που έχουν λάβει άδεια να εκτελούν,
επωνυμία και είδος όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3 οποιασδήποτε ενδιάμεσης ενωσιακής μητρικής επιχείρησης που έχει συσταθεί στο εν λόγω κράτος μέλος και επωνυμία του ομίλου τρίτης χώρας στον οποίο ανήκει.
Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι κάθε ίδρυμα που υπάγεται στη δικαιοδοσία τους και ανήκει σε όμιλο τρίτης χώρας πληροί μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
έχει ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση,
είναι ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση,
είναι το μόνο ίδρυμα του ομίλου τρίτης χώρας στην Ένωση ή
ανήκει σε όμιλο τρίτης χώρας με συνολική αξία στοιχείων ενεργητικού στην Ένωση κάτω από 40 δισεκατομμύρια EUR.
Έως τις 30 Δεκεμβρίου 2026 η Επιτροπή, κατόπιν διαβούλευσης με την ΕΑΤ, επανεξετάζει τις απαιτήσεις που επιβάλλει στα ιδρύματα το παρόν άρθρο και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Η εν λόγω έκθεση εξετάζει τουλάχιστον:
αν οι απαιτήσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο είναι λειτουργικές, αναγκαίες και αναλογικές και αν θα ήταν καταλληλότερα άλλα μέτρα,
αν οι απαιτήσεις που επιβάλλει στα ιδρύματα το παρόν άρθρο θα πρέπει να αναθεωρηθούν, ώστε να αντικατοπτρίζουν τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές.
Έως τις 28 Ιουνίου 2021, η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή με θέμα την αντιμετώπιση των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας βάσει του εθνικού δικαίου των κρατών μελών. Η εν λόγω έκθεση εξετάζει τουλάχιστον:
κατά πόσον και σε ποιον βαθμό οι εποπτικές πρακτικές βάσει του εθνικού δικαίου για τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας διαφέρουν ανάμεσα στα κράτη μέλη,
κατά πόσον η διαφορετική αντιμετώπιση των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας βάσει του εθνικού δικαίου θα μπορούσε να οδηγήσει σε ρυθμιστικό αρμπιτράζ,
κατά πόσο θα ήταν απαραίτητο και σκόπιμο να εναρμονιστούν περαιτέρω τα εθνικά καθεστώτα για τα υποκαταστήματα τρίτης χώρας, ιδίως όσον αφορά τα σημαντικά υποκαταστήματα τρίτης χώρας.
Αν κριθεί σκόπιμο, η Επιτροπή υποβάλλει νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, με βάση τις συστάσεις της ΕΑΤ.
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 2
Ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα
Άρθρο 22
Κοινοποίηση και εκτίμηση προτεινόμενων αποκτήσεων συμμετοχής
Οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν μέγιστη προθεσμία 60 εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων που τα κράτη μέλη απαιτούν να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση βάσει του καταλόγου που προβλέπει το άρθρο 23 παράγραφος 4 («περίοδος εκτίμησης»), προκειμένου να διενεργήσουν την εκτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 23 παράγραφος 1 («εκτίμηση»).
Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τον υποψήφιο αγοραστή, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, για την ημερομηνία λήξης της περιόδου εκτίμησης.
Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, αναστέλλεται η περίοδος εκτίμησης. Η αναστολή δεν υπερβαίνει τις 20 εργάσιμες ημέρες. Οι αρμόδιες αρχές έχουν τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλλουν περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, τούτο όμως δεν συνεπάγεται αναστολή της περιόδου εκτίμησης.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα σχέδια τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στις παραγράφους 9 και 10 στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 23
Κριτήρια εκτίμησης
Κατά την εκτίμηση της κοινοποίησης του άρθρου 22 παράγραφος 1 και των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφος 3, οι αρμόδιες αρχές, προκειμένου να εξασφαλίσουν την ορθή και συνετή διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στο πιστωτικό ίδρυμα, εκτιμούν την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και την ορθότητα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:
τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή,
τη φήμη, τη γνώση, τις δεξιότητες και την πείρα, όπως ορίζεται στο άρθρο 91 παράγραφος 1, οποιουδήποτε μέλους του διοικητικού οργάνου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής,
τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκούνται από το πιστωτικό ίδρυμα για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής,
την ικανότητα του πιστωτικού ιδρύματος να συμμορφώνεται και να συνεχίσει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, κατά περίπτωση, βάσει του ενωσιακού δικαίου, κυρίως των οδηγιών 2002/87/ΕΚ και 2009/110/ΕΚ, όπως το κατά πόσον ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος διαθέτει δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους,
κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ( 5 ), ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.
Άρθρο 24
Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών
Οι οικείες αρμόδιες αρχές, κατά την εκτίμηση της απόκτησης συμμετοχής, διαβουλεύονται εκτενώς μεταξύ τους, εφόσον ο υποψήφιος αγοραστής είναι:
πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο β) της οδηγίας 2009/65/ΕΚ («εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ»), με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής,
η μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιχείρησης επενδύσεων ή εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής,
φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής.
Άρθρο 25
Κοινοποίηση στην περίπτωση διάθεσης συμμετοχής
Τα κράτη μέλη απαιτούν από κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο αποφάσισε να διαθέσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα, να το κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές γραπτώς πριν από τη διάθεση συμμετοχής, προσδιορίζοντας το ύψος της σχετικής συμμετοχής. Το εν λόγω πρόσωπο κοινοποιεί επίσης στις αρμόδιες αρχές την απόφασή του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του κατά τρόπον ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί κάτω από τα όρια του 20 %, του 30 % ή του 50 % ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να παύσει να είναι θυγατρική του. Τα κράτη μέλη δεν οφείλουν να εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του 30 % όταν, βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του ενός τρίτου.
Άρθρο 26
Υποχρεώσεις ενημέρωσης και κυρώσεις
Τα πιστωτικά ιδρύματα των οποίων οι κινητές αξίες είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ανακοινώνουν στις αρμόδιες αρχές, τουλάχιστον ετησίως, τα ονόματα των μετόχων ή εταίρων που έχουν ειδικές συμμετοχές καθώς και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, όπως προκύπτουν, ιδίως, από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την ετήσια γενική συνέλευση των μετόχων ή εταίρων ή από τις πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει των υποχρεώσεων που υπέχουν οι εταιρείες των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά.
Παρόμοια μέτρα εφαρμόζονται κατά των φυσικών ή νομικών προσώπων που παραβαίνουν την υποχρέωση να ενημερώνουν προηγουμένως τις αρχές όπως ορίζεται στο άρθρο 22 παράγραφος 1 και υπό την επιφύλαξη των άρθρων 65 έως 72.
Σε περίπτωση που αποκτηθεί συμμετοχή παρά την αντίθεση των αρμόδιων αρχών, τα κράτη μέλη, ανεξάρτητα από άλλες κυρώσεις που μπορούν να θεσπίσουν, προβλέπουν είτε την αναστολή της άσκησης των αντίστοιχων δικαιωμάτων ψήφου, είτε την ακυρότητα ή δυνατότητα ακύρωσης των σχετικών ψήφων.
Άρθρο 27
Κριτήρια ειδικής συμμετοχής
Προκειμένου να προσδιορισθεί εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής όπως αναφέρονται στα άρθρα 22, 25 και 26, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου που προβλέπουν τα άρθρα 9, 10 και 11 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ και οι όροι για την άθροισή τους που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφοι 4 και 5 της εν λόγω οδηγίας.
Όταν καθορίζουν εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής του άρθρου 26, τα κράτη μέλη δεν λαμβάνουν υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή τις μετοχές με δικαίωμα ψήφου τις οποίες κατέχουν ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή τοποθέτησης χρηματοοικονομικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το σημείο 6 του τμήματος Α του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω δικαιώματα δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλο τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διοίκηση του εκδότη και εφόσον μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.
▼M6 —————
ΤΙΤΛΟΣ V
ΔΙΑΤΆΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΈΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΕΎΘΕΡΗ ΕΓΚΑΤΆΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΕΎΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΉ ΥΠΗΡΕΣΙΏΝ
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 1
Γενικές αρχές
Άρθρο 33
Πιστωτικά ιδρύματα
Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος I μπορούν να ασκούνται στο έδαφός τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35, του άρθρου 36 παράγραφοι 1, 2 και 3, του άρθρου 39 παράγραφοι 1 και 2 και των άρθρων 40 έως 46, είτε μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος ή μέσω της παροχής υπηρεσιών, από κάθε πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται από τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους, εφόσον οι δραστηριότητες αυτές καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας.
Άρθρο 34
Χρηματοδοτικά ιδρύματα
Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος I μπορούν να ασκούνται στο έδαφός τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35, του άρθρου 36 παράγραφοι 1, 2 και 3, του άρθρου 39 παράγραφοι 1 και 2 και των άρθρων 40 έως 46, είτε μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος ή μέσω της παροχής υπηρεσιών, από κάθε χρηματοδοτικό ίδρυμα άλλου κράτους μέλους, θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή κοινή θυγατρική δύο ή περισσοτέρων πιστωτικών ιδρυμάτων, του οποίου το καταστατικό επιτρέπει την άσκηση αυτών των δραστηριοτήτων και το οποίο συγκεντρώνει τις παρακάτω προϋποθέσεις:
η μητρική επιχείρηση ή οι μητρικές επιχειρήσεις έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικά ιδρύματα στο κράτος μέλος στο δίκαιο του οποίου υπάγεται το χρηματοδοτικό ίδρυμα,
οι εν λόγω δραστηριότητες ασκούνται πράγματι στο ίδιο κράτος μέλος,
η μητρική επιχείρηση ή οι μητρικές επιχειρήσεις κατέχουν το 90 % τουλάχιστον των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από την κατοχή μεριδίων ή μετοχών του χρηματοδοτικού ιδρύματος,
η μητρική επιχείρηση ή οι μητρικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν στις αρμόδιες αρχές ότι η διαχείριση του χρηματοδοτικού ιδρύματος ασκείται με σύνεση και, εφόσον συγκατατίθενται οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, δηλώνουν ότι ευθύνονται εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει το χρηματοδοτικό ίδρυμα,
το χρηματοδοτικό ίδρυμα περιλαμβάνεται πράγματι, ιδίως ως προς τις εν λόγω δραστηριότητες, στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση στην οποία υπόκειται η μητρική του επιχείρηση ή καθεμία από τις μητρικές του επιχειρήσεις, σύμφωνα με τον τίτλο VΙΙ κεφάλαιο 3 της παρούσας οδηγίας και το πρώτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ιδίως σε σχέση με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο άρθρο 92 του εν λόγω κανονισμού, για τον έλεγχο των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που προβλέπεται στο τέταρτο μέρος του εν λόγω κανονισμού και για τον περιορισμό των συμμετοχών που προβλέπεται στα άρθρα 89 και 90 του εν λόγω κανονισμού.
Η εκπλήρωση των προϋποθέσεων του πρώτου εδαφίου ελέγχεται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, οι οποίες χορηγούν στο χρηματοδοτικό ίδρυμα σχετικό πιστοποιητικό που επισυνάπτεται στις γνωστοποιήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 35 και 39.
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 2
Δικαίωμα εγκατάστασης πιστωτικών ιδρυμάτων
Άρθρο 35
Απαίτηση κοινοποίησης και συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών
Τα κράτη μέλη απαιτούν από το πιστωτικό ίδρυμα το οποίο επιθυμεί την εγκατάσταση υποκαταστήματος σε άλλο κράτος μέλος, να συνοδεύει την κοινοποίηση που προβλέπει η παράγραφος 1 με όλες τις ακόλουθες πληροφορίες:
το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου σκοπεύει να ιδρύσει υποκατάστημα,
πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναγράφονται, μεταξύ άλλων, το είδος των προβλεπόμενων δραστηριοτήτων και η οργανωτική δομή του υποκαταστήματος,
τη διεύθυνση, στο κράτος μέλος υποδοχής, στην οποία είναι δυνατόν να ζητούνται και να παραλαμβάνονται έγγραφα, και
τα ονόματα των ατόμων που θα είναι υπεύθυνα για τη διοίκηση του υποκαταστήματος.
Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης κοινοποιούν, επίσης, το ύψος και τη σύνθεση των ιδίων κεφαλαίων και το άθροισμα των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος δυνάμει του άρθρου 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
Κατά παρέκκλιση του δευτέρου εδαφίου, στην περίπτωση που ορίζεται στο άρθρο 34, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης κοινοποιούν επίσης το ύψος και τη σύνθεση των ιδίων κεφαλαίων του χρηματοδοτικού ιδρύματος και το συνολικό ποσό έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζονται κατά το άρθρο 92 παράγραφοι 3 και 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του πιστωτικού ιδρύματος που αποτελεί τη μητρική του επιχείρηση.
Η άρνηση κοινοποίησης ή η παράλειψη απάντησης αποτελεί λόγο προσφυγής στη δικαιοσύνη του κράτους μέλους προέλευσης.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 36
Έναρξη δραστηριοτήτων
Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 37
Πληροφορίες σχετικά με απορριπτικές αποφάσεις
Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή και την ΕΑΤ για τον αριθμό και το είδος των περιπτώσεων για τις οποίες υπήρξαν απορριπτικές αποφάσεις σύμφωνα με το άρθρο 35 και το άρθρο 36 παράγραφος 3.
Άρθρο 38
Συνάθροιση υποκαταστημάτων
Περισσότερες της μιας έδρες εκμετάλλευσης τις οποίες έχει εγκαταστήσει στο ίδιο κράτος μέλος ένα πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος θεωρούνται ως ένα μόνον υποκατάστημα.
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 3
Άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών
Άρθρο 39
Διαδικασία κοινοποίησης
Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 4
Εξουσίες των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής
Άρθρο 40
Απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων
Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να απαιτούν, για στατιστικούς σκοπούς, από κάθε πιστωτικό ίδρυμα το οποίο έχει υποκατάστημα στο έδαφός του, να υποβάλλει ανά τακτά χρονικά διαστήματα έκθεση για τις δραστηριότητες που πραγματοποίησε στο έδαφός του.
Οι εκθέσεις αυτές ζητούνται μόνον για ενημερωτικούς ή στατιστικούς σκοπούς, προς εφαρμογή του άρθρου 51 παράγραφος 1, ή για σκοπούς εποπτείας σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο. Υπόκεινται στην τήρηση απαιτήσεων επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 53 παράγραφος 1.
Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν συγκεκριμένα να απαιτούν πληροφορίες από τα πιστωτικά ιδρύματα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο προκειμένου να μπορέσουν να εκτιμήσουν κατά πόσον ένα υποκατάστημα είναι σημαντικό σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 1.
Άρθρο 41
Μέτρα λαμβανόμενα από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης σε σχέση με δραστηριότητες ασκούμενες στο κράτος μέλος υποδοχής
Εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, με βάση πληροφορίες που λαμβάνουν από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης δυνάμει του άρθρου 50, διαπιστώσουν ότι ένα πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο διαθέτει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες στο έδαφός του, πληροί κάποιον από τους ακόλουθους όρους σε σχέση με τις δραστηριότητές του στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής, ενημερώνουν σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης:
το πιστωτικό ίδρυμα δεν συμμορφώνεται προς τις εθνικές διατάξεις μεταφοράς της παρούσας οδηγίας ή προς τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
υπάρχει σοβαρός κίνδυνος το πιστωτικό ίδρυμα να μην συμμορφωθεί προς τις εθνικές διατάξεις μεταφοράς της παρούσας οδηγίας ή προς τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης λαμβάνουν αμελλητί όλα τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα θα αντιμετωπίσει τη μη συμμόρφωσή του ή θα λάβει μέτρα αποτροπής του κινδύνου μη συμμόρφωσης. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης κοινοποιούν τα εν λόγω μέτρα χωρίς καθυστέρηση στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.
Άρθρο 42
Αιτιολόγηση και κοινοποίηση
Κάθε μέτρο που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 41 παράγραφος 1 ή των άρθρων 43 ή 44 και επιβάλλει κυρώσεις ή περιορισμούς στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ή στην ελεύθερη εγκατάσταση, πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένο και να κοινοποιείται στο ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα.
Άρθρο 43
Προληπτικά μέτρα
Εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης ή οποιουδήποτε άλλου θιγόμενου κράτους μέλους έχουν αντιρρήσεις ως προς τα μέτρα που λήφθηκαν από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, μπορούν να παραπέμψουν το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσουν τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Εάν ενεργήσει η ΕΑΤ σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, λαμβάνει οιαδήποτε απόφαση δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού εντός 24 ωρών. Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να συνδράμει τις αρμόδιες αρχές στην επίτευξη συμφωνίας με δική της πρωτοβουλία σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του εν λόγω κανονισμού.
Άρθρο 44
Εξουσίες των κρατών μελών υποδοχής
Τα κράτη μέλη υποδοχής δικαιούνται, κατά παρέκκλιση των άρθρων 40 και 41, να ασκούν τις εξουσίες που τους παρέχονται βάσει της παρούσας οδηγίας και να λαμβάνουν τα ενδεδειγμένα μέτρα για την πρόληψη ή την καταστολή των παραβάσεων που διαπράττονται στο έδαφός τους των κανόνων που έχουν θεσπίσει σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή για λόγους γενικού συμφέροντος. Μπορούν μεταξύ άλλων να απαγορεύσουν σε παρατυπούντα πιστωτικά ιδρύματα να προβούν σε νέες πράξεις στο έδαφός τους.
Άρθρο 45
Μέτρα μετά την ανάκληση άδειας λειτουργίας
Σε περίπτωση ανάκλησης άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνουν αμελλητί τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εμποδίσουν το συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα να προβεί σε νέες πράξεις στο έδαφός του και να διασφαλίσουν τα συμφέροντα των καταθετών.
Άρθρο 46
Διαφήμιση
Το παρόν κεφάλαιο δεν εμποδίζει τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος να διαφημίζουν τις υπηρεσίες τις οποίες παρέχουν με όλα τα μέσα επικοινωνίας που υπάρχουν στο κράτος μέλος υποδοχής, τηρουμένων των κανόνων που ενδεχομένως διέπουν τον τύπο και το περιεχόμενο της εν λόγω διαφήμισης και έχουν θεσπιστεί για λόγους γενικού συμφέροντος.
ΤΙΤΛΟΣ VI
ΣΧΈΣΕΙΣ ΜΕ ΤΡΊΤΕΣ ΧΏΡΕΣ
Άρθρο 47
Κοινοποίηση σε σχέση με υποκαταστήματα τρίτων χωρών και τους όρους πρόσβασης για τα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία ανήκουν τα εν λόγω υποκαταστήματα
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα υποκαταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα να υποβάλλουν έκθεση τουλάχιστον ετησίως στις αρμόδιες αρχές με τις ακόλουθες πληροφορίες:
τα συνολικά στοιχεία του ενεργητικού που αντιστοιχούν στις δραστηριότητες του υποκαταστήματος το οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο συγκεκριμένο κράτος μέλος,
πληροφορίες σχετικά με τα ρευστά διαθέσιμα του υποκαταστήματος, ιδίως τη διαθεσιμότητα των ρευστών διαθεσίμων σε νομίσματα των κρατών μελών,
τα ίδια κεφάλαια που είναι στη διάθεση του υποκαταστήματος,
τους μηχανισμούς προστασίας των καταθέσεων που είναι διαθέσιμοι στους καταθέτες στο υποκατάστημα,
τις ρυθμίσεις για τη διαχείριση των κινδύνων,
τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των επικεφαλής των κρίσιμων λειτουργιών για τις δραστηριότητες του υποκαταστήματος,
τα σχέδια ανάκαμψης που καλύπτουν το υποκατάστημα και
κάθε άλλη πληροφορία που θεωρείται αναγκαία από την αρμόδια αρχή για την ενδελεχή παρακολούθηση των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος.
Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ για τα εξής:
όλες τις άδειες λειτουργίας υποκαταστημάτων οι οποίες χορηγούνται στα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα, καθώς και κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση των εν λόγω αδειών,
τα συνολικά στοιχεία ενεργητικού και παθητικού των υποκαταστημάτων με άδεια λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα, βάσει των περιοδικών εκθέσεων,
επωνυμία του ομίλου τρίτης χώρας στον οποίο ανήκει υποκατάστημα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας.
Η ΕΑΤ δημοσιεύει στον διαδικτυακό τόπο της κατάλογο όλων των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση, αναφέροντας το κράτος μέλος στο οποίο έχουν άδεια να λειτουργούν.
Η ΕΑΤ διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, μεταξύ άλλων κατά την επαλήθευση της τήρησης του κατώτατου ορίου που αναφέρεται στο άρθρο 21β παράγραφος 4.
Άρθρο 48
Συνεργασία στον τομέα της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών
Η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει προτάσεις στο Συμβούλιο, είτε κατόπιν αιτήσεως ενός κράτους μέλους είτε με δική της πρωτοβουλία, για τη διαπραγμάτευση συμφωνιών με μια ή περισσότερες τρίτες χώρες, με σκοπό τον καθορισμό των τρόπων άσκησης της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση ως προς:
τα ιδρύματα η μητρική επιχείρηση των οποίων εδρεύει σε τρίτη χώρα ή
τα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα σε τρίτη χώρα και οι μητρικές επιχειρήσεις των οποίων είναι ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που εδρεύουν στην Ένωση.
Οι συμφωνίες της παραγράφου 1 αποσκοπούν ιδίως στη διασφάλιση ότι:
οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν να συγκεντρώνουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εποπτεία, βάσει της ενοποιημένης οικονομικής τους κατάστασης, ιδρυμάτων, χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών εγκατεστημένων στην Ένωση, που έχουν ως θυγατρικές ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ευρισκόμενα σε τρίτη χώρα ή κατέχουν συμμετοχή σε αυτές,
οι εποπτικές αρχές τρίτων χωρών μπορούν να συγκεντρώνουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εποπτεία μητρικών επιχειρήσεων που εδρεύουν στο έδαφός τους και έχουν ως θυγατρικές ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ευρισκόμενα σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη ή κατέχουν συμμετοχή σε αυτές και
η ΕΑΤ μπορεί να λαμβάνει από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών τις πληροφορίες που αυτές έχουν λάβει από τις εθνικές αρχές τρίτων χωρών, σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
ΤΙΤΛΟΣ VII
ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΉ ΕΠΟΠΤΕΊΑ
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 1
Αρχές της προληπτικής εποπτείας
Άρθρο 49
Αρμοδιότητες των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους προέλευσης και του κράτους μέλους υποδοχής
Άρθρο 50
Συνεργασία αναφορικά με την εποπτεία
Εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης διαφωνούν με τα μέτρα που πρόκειται να ληφθούν από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, μπορούν να παραπέμψουν το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσουν τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Εάν ενεργήσει η ΕΑΤ σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, λαμβάνει οιαδήποτε απόφαση εντός ενός μηνός.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 51
Σημαντικά υποκαταστήματα
Σε αυτό το αίτημα εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους το υποκατάστημα πρέπει να θεωρηθεί σημαντικό, με ιδιαίτερη αναφορά στα εξής:
στο κατά πόσον το μερίδιο αγοράς του υποκαταστήματος ως προς τις καταθέσεις υπερβαίνει το 2 % στο κράτος μέλος υποδοχής,
στον πιθανό αντίκτυπο από την αναστολή ή την παύση της λειτουργίας του υποκαταστήματος στη συστημική ρευστότητα και τα συστήματα πληρωμών, διακανονισμού και εκκαθάρισης στο κράτος μέλος υποδοχής,
στο μέγεθος και τη σημασία του υποκαταστήματος ως προς τον αριθμό των πελατών στο πλαίσιο του τραπεζικού ή χρηματοοικονομικού συστήματος του κράτους μέλους υποδοχής.
Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και, στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται το άρθρο 112 παράγραφος 1, ο φορέας ενοποιημένης εποπτείας, καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να καταλήξουν σε κοινή απόφαση ως προς τον χαρακτηρισμό ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού.
Εάν δεν επιτευχθεί κοινή απόφαση εντός δύο μηνών από τη λήψη του αιτήματος του πρώτου εδαφίου, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνουν αυτοτελώς απόφαση εντός νέας προθεσμίας δύο μηνών σχετικά με το εάν το υποκατάστημα είναι σημαντικό. Κατά τη λήψη της απόφασής τους οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνουν υπόψη τυχόν απόψεις και επιφυλάξεις του φορέα ενοποιημένης εποπτείας ή των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους προέλευσης.
Οι αποφάσεις που αναφέρονται στο τρίτο και τέταρτο εδάφιο εκτίθενται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρη αιτιολογία και διαβιβάζονται στις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, αναγνωρίζονται δε ως καθοριστικές και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.
Ο χαρακτηρισμός ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις αρμοδιότητες των αρμόδιων αρχών βάσει της παρούσας οδηγίας.
Εάν αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης αντιληφθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης, κατά το άρθρο 114 παράγραφος 1, ειδοποιεί αμελλητί τις αρχές που προβλέπονται στο άρθρο 58 παράγραφος 4 και στο άρθρο 59 παράγραφος 1.
Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων κινδύνων των ιδρυμάτων στα οποία ανήκουν τα εν λόγω υποκαταστήματα όπως αναφέρεται στο άρθρο 97 και, κατά περίπτωση, στο άρθρο 113 παράγραφος 2. Επίσης διαβιβάζουν τις αποφάσεις δυνάμει των άρθρων 104 και 105 στον βαθμό που οι εν λόγω εκτιμήσεις και αποφάσεις αφορούν αυτά τα υποκαταστήματα.
Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης διαβουλεύονται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα σχετικά με τα επιχειρησιακά μέτρα που απαιτούνται βάσει του άρθρου 86 παράγραφος 11, όταν αυτό ενδείκνυται όσον αφορά τους κινδύνους ρευστότητας στο νόμισμα του κράτους μέλους υποδοχής.
Εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης δεν έχουν διαβουλευθεί με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής ή εάν, μετά τη διαβούλευση αυτή, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής επιμένουν ότι τα επιχειρησιακά μέτρα που απαιτούνται βάσει του άρθρου 86 παράγραφος 11 δεν είναι κατάλληλα, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να παραπέμψουν το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσουν τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Η απόφαση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους προέλευσης λαμβάνει υπόψη τη σημασία της εποπτικής δραστηριότητας που προγραμματίζεται ή συντονίζεται για τις αρχές αυτές, ιδίως δε τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα άλλα κράτη μέλη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7, και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.
Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης ενημερώνει εκ των προτέρων πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις δραστηριότητες προς εξέταση. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης ενημερώνει επίσης εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις δράσεις που αναλαμβάνονται σε αυτές τις συνεδριάσεις ή τα μέτρα που λαμβάνονται.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 52
Επιτόπιος έλεγχος και επιθεώρηση υποκαταστημάτων εγκατεστημένων σε άλλο κράτος μέλος
Άρθρο 53
Επαγγελματικό απόρρητο
Οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες περιέρχονται εις γνώσιν αυτών των προσώπων, ελεγκτών ή εμπειρογνωμόνων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους μπορούν να δημοσιοποιούνται μόνο σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ώστε να μην προκύπτει η ταυτότητα του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο.
Εντούτοις, οσάκις πρόκειται για πιστωτικό ίδρυμα που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή του οποίου διατάχθηκε αναγκαστική εκκαθάριση με δικαστική απόφαση, όσες εμπιστευτικές πληροφορίες δεν αφορούν τους τρίτους που αναμείχθηκαν στις προσπάθειες διάσωσής του επιτρέπεται να δημοσιοποιηθούν στο πλαίσιο διαδικασιών του αστικού ή του εμπορικού δικαίου.
Άρθρο 54
Χρησιμοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών
Οι αρμόδιες αρχές οι οποίες δέχονται εμπιστευτικές πληροφορίες, σύμφωνα με το άρθρο 53, τις χρησιμοποιούν μόνον κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και μόνον για τους κάτωθι σκοπούς:
για να ελέγχουν ότι πληρούνται οι όροι πρόσβασης στη δραστηριότητα πιστωτικού ιδρύματος και να διευκολύνεται ο έλεγχος, σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, των όρων άσκησης αυτής της δραστηριότητας, ιδίως όσον αφορά τον έλεγχο της ρευστότητας, της φερεγγυότητας, των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων καθώς και της διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου,
για την επιβολή κυρώσεων,
στο πλαίσιο προσφυγής εναντίον απόφασης της αρμόδιας αρχής, συμπεριλαμβανομένων δικαστικών προσφυγών δυνάμει του άρθρου 72,
στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών που έχουν κινηθεί δυνάμει ειδικών διατάξεων που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Άρθρο 54α
Τα άρθρα 53 και 54 δεν θίγουν τις εξουσίες έρευνας που ανατίθενται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δυνάμει του άρθρου 226 ΣΛΕΕ.
Άρθρο 55
Συμφωνίες συνεργασίας
Τα κράτη μέλη και η ΕΑΤ, βάσει του άρθρου 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, μπορούν να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας, που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών, με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών, καθώς και με αρχές ή οργανισμούς τρίτων χωρών σύμφωνα με το άρθρο 56 και το άρθρο 57 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας, μόνο αν οι δημοσιοποιούμενες πληροφορίες υπόκεινται σε εγγύηση τήρησης των απαιτήσεων επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμων με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 53 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών εξυπηρετεί την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών ή οργανισμών.
Όταν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δημοσιοποιούνται μόνο με τη ρητή συγκατάθεση των αρχών που τις δημοσιοποίησαν και, κατά περίπτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι αρχές αυτές δίνουν τη συγκατάθεσή τους.
Άρθρο 56
Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρχών
Το άρθρο 53 παράγραφος 1 και το άρθρο 54 δεν εμποδίζουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών εντός κράτους μέλους, μεταξύ αρμόδιων αρχών σε διαφορετικά κράτη μέλη ή μεταξύ αρμόδιων αρχών και των κάτωθι, για την εκπλήρωση της εποπτικής τους αποστολής:
αρχών στις οποίες έχει ανατεθεί το δημόσιο καθήκον εποπτείας άλλων οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα και αρχών που έχουν την ευθύνη της εποπτείας των χρηματοοικονομικών αγορών,
αρχών ή οργάνων επιφορτισμένων με την ευθύνη για τη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος στα κράτη μέλη μέσω της χρήσης μακροπροληπτικών κανόνων,
οργάνων ή αρχών εξυγίανσης που αποσκοπούν στην προστασία της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος,
συμβατικών ή θεσμικών συστημάτων προστασίας όπως αναφέρονται στο άρθρο 113 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
οργάνων που συμμετέχουν στην εκκαθάριση και την πτώχευση ιδρυμάτων και σε άλλες παρεμφερείς διαδικασίες,
προσώπων τα οποία είναι επιφορτισμένα με τον νόμιμο έλεγχο των λογαριασμών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων,
αρχών αρμόδιων για την εποπτεία των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημεία 1) και 2) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 9 ), αναφορικά με τη συμμόρφωση με την εν λόγω οδηγία, καθώς και μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών,
αρμόδιων αρχών ή φορέων που είναι υπεύθυνοι για την εφαρμογή των κανόνων περί διαρθρωτικού διαχωρισμού στο εσωτερικό τραπεζικού ομίλου.
Το άρθρο 53 παράγραφος 1 και το άρθρο 54 δεν εμποδίζουν τη διαβίβαση, σε οργανισμούς αρμόδιους για τη διαχείριση συστημάτων εγγύησης καταθέσεων και αποζημίωσης των επενδυτών, πληροφοριών που είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση της αποστολής τους.
Οι λαμβανόμενες πληροφορίες σε κάθε περίπτωση υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 53 παράγραφος 1.
Άρθρο 57
Ανταλλαγή πληροφοριών με όργανα επίβλεψης
Με την επιφύλαξη των άρθρων 53, 54 και 55, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στις αρμόδιες αρχές και τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την επίβλεψη:
των οργάνων τα οποία συμμετέχουν στην εκκαθάριση και την πτώχευση ιδρυμάτων και σε άλλες παρεμφερείς διαδικασίες,
των συμβατικών ή θεσμικών συστημάτων προστασίας όπως αναφέρονται στο άρθρο 113 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
προσώπων τα οποία είναι επιφορτισμένα με τον νόμιμο έλεγχο των λογαριασμών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων.
Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη απαιτούν να πληρούνται τουλάχιστον οι εξής προϋποθέσεις:
οι πληροφορίες ανταλλάσσονται για την εκπλήρωση των καθηκόντων της παραγράφου 1,
οι πληροφορίες που λαμβάνονται υπάγονται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 53 παράγραφος 1,
όταν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν δημοσιοποιούνται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών που τις δημοσιοποίησαν και, κατά περίπτωση, μόνον για τους σκοπούς για τους οποίους οι αρχές αυτές δίνουν τη συγκατάθεσή τους.
Στις περιπτώσεις αυτές τα κράτη μέλη απαιτούν να πληρούνται τουλάχιστον οι εξής προϋποθέσεις:
οι πληροφορίες ανταλλάσσονται προς το σκοπό της ανίχνευσης και διερεύνησης παραβάσεων του εταιρικού δικαίου,
οι πληροφορίες που λαμβάνονται υπάγονται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 53 παράγραφος 1,
όταν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν δημοσιοποιούνται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών που τις δημοσιοποίησαν και, κατά περίπτωση, μόνον για τους σκοπούς για τους οποίους οι αρχές αυτές δίνουν τη συγκατάθεσή τους.
Άρθρο 58
Διαβίβαση πληροφοριών που αφορούν νομισματικά θέματα, θέματα προστασίας των καταθέσεων, συστημικά θέματα και θέματα πληρωμών
Καμία διάταξη του παρόντος κεφαλαίου δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να διαβιβάζουν, στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους, πληροφορίες προς τους κατωτέρω φορείς:
κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ και άλλοι οργανισμοί με παρόμοια αποστολή όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα νομισματικής αρχής, σε περίπτωση που οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των εκ του νόμου αποστολών τους, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της συναφούς παροχής ρευστότητας, της επίβλεψης συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος,
συμβατικά ή θεσμικά συστήματα προστασίας όπως αναφέρονται στο άρθρο 113 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
ενδεχομένως, άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμής,
το ΕΣΣΚ, η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) («ΕΑΑΕΣ»), που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 10 ) και η ΕΑΚΑΑ, όταν οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των αποστολών τους σύμφωνα με τους κανονισμούς (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 ή (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την άρση των εμποδίων που αποτρέπουν τις αρμόδιες αρχές να διαβιβάσουν πληροφορίες σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.
Άρθρο 58α
Διαβίβαση πληροφοριών σε διεθνείς οργανισμούς
Με την επιφύλαξη του άρθρου 53 παράγραφος 1 και του άρθρου 54, οι αρμόδιες αρχές δύνανται, υπό την επιφύλαξη των όρων των παραγράφων 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου, να διαβιβάζουν ή να ανταλλάσσουν ορισμένες πληροφορίες με τους ακόλουθους φορείς:
το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα, για τους σκοπούς των αξιολογήσεων για το Πρόγραμμα Αξιολόγησης του Χρηματοπιστωτικού Τομέα,
την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, για τους σκοπούς των μελετών ποσοτικών επιπτώσεων,
το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, για τους σκοπούς της οικείας λειτουργίας επιτήρησης.
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ανταλλάσσουν εμπιστευτικές πληροφορίες μόνο ύστερα από ρητό αίτημα του σχετικού φορέα, εφόσον πληρούνται τουλάχιστον οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
το αίτημα είναι δεόντως δικαιολογημένο από τα ειδικά καθήκοντα που εκτελεί ο αιτών φορέας σύμφωνα με την καταστατική αποστολή του,
το αίτημα είναι αρκούντως ακριβές ως προς τη φύση, την έκταση και τον μορφότυπο των ζητούμενων πληροφοριών, καθώς και τα μέσα της κοινοποίησης ή διαβίβασής του,
οι ζητούμενες πληροφορίες είναι απολύτως απαραίτητες για την εκτέλεση των συγκεκριμένων καθηκόντων του αιτούντος φορέα και δεν υπερβαίνουν τα καταστατικά καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στον αιτούντα φορέα,
οι πληροφορίες διαβιβάζονται ή γνωστοποιούνται αποκλειστικά στα πρόσωπα τα οποία εμπλέκονται άμεσα στην εκτέλεση των συγκεκριμένων καθηκόντων,
τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες προς τις προβλεπόμενες στο άρθρο 53 παράγραφος 1.
Άρθρο 59
Διαβίβαση πληροφοριών σε άλλες οντότητες
Αυτές οι γνωστοποιήσεις πληροφοριών επιτρέπονται όμως μόνον όταν αυτό είναι αναγκαίο για λόγους προληπτικής εποπτείας, καθώς και πρόληψης και εξυγίανσης υπό πτώχευση ιδρυμάτων. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες υπάγονται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 53 παράγραφος 1.
Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης όπως προβλέπεται στο άρθρο 114 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να γνωστοποιούν πληροφορίες συναφείς με τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σε όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.
Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την κοινοποίηση συγκεκριμένων πληροφοριών που αφορούν την προληπτική εποπτεία ιδρυμάτων προς κοινοβουλευτικές εξεταστικές επιτροπές στο κράτος μέλος τους, ελεγκτικά συνέδρια στο κράτος μέλος τους και άλλες παρόμοιες οντότητες στο κράτος μέλος τους, υπό τις εξής προϋποθέσεις:
οι οντότητες έχουν ακριβή εντολή βάσει του εθνικού δικαίου να ερευνούν ή να ελέγχουν τις ενέργειες των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία των ιδρυμάτων ή με τη θέσπιση δικαίου που διέπει αυτή την εποπτεία,
οι πληροφορίες είναι απολύτως αναγκαίες για την εκπλήρωση της εντολής που αναφέρεται στο στοιχείο α),
τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου βάσει του εθνικού δικαίου τουλάχιστον ισοδύναμες προς εκείνες που προβλέπονται στο άρθρο 53 παράγραφος 1,
όταν η πληροφορία προέρχεται από άλλο κράτος μέλος, δεν δημοσιοποιείται χωρίς τη ρητή έγκριση των αρμόδιων αρχών που τις δημοσιοποίησαν και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους δόθηκε η έγκριση από τις εν λόγω αρχές.
Στο μέτρο που η κοινοποίηση πληροφοριών που αφορά την προληπτική εποπτεία περιλαμβάνει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, οποιαδήποτε επεξεργασία από τις οντότητες του πρώτου εδαφίου τηρεί τους ισχύοντες εθνικούς νόμους για τη μεταφορά της οδηγίας 95/46/ΕΚ.
Άρθρο 60
Δημοσιοποίηση πληροφοριών που αποκτώνται από επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 52 παράγραφος 4, του άρθρου 53 παράγραφος 2 και του άρθρου 56, καθώς και οι πληροφορίες που αποκτώνται κατά τους επιτόπιους ελέγχους ή επιθεωρήσεις του άρθρου 52 παράγραφοι 1 και 2, δεν αποτελούν αντικείμενο των γνωστοποιήσεων που προβλέπει το άρθρο 59 χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που ανακοίνωσε τις πληροφορίες ή της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους όπου διενεργήθηκε αυτός ο επιτόπιος έλεγχος ή επιθεώρηση.
Άρθρο 61
Γνωστοποίηση πληροφοριών που αφορούν υπηρεσίες εκκαθάρισης και διακανονισμού
Άρθρο 62
Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας διενεργείται σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ και, κατά περίπτωση, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001.
Άρθρο 63
Υποχρεώσεις των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με τον έλεγχο των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών
Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε πρόσωπο, στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια σύμφωνα με την οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών ( 12 ) και το οποίο ασκεί σε ίδρυμα τα καθήκοντα που περιγράφονται στο άρθρο 51 της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, περί των ετησίων λογαριασμών εταιριών ορισμένων μορφών ( 13 ), στο άρθρο 37 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, για τους ενοποιημένους λογαριασμούς ( 14 ) ή στο άρθρο 73 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ ή κάθε άλλο νόμιμο καθήκον, υποχρεούται τουλάχιστον να γνωστοποιεί ταχέως στις αρμόδιες αρχές κάθε απόφαση ή γεγονός που αφορά το εν λόγω ίδρυμα, των οποίων το συγκεκριμένο πρόσωπο έλαβε γνώση κατά την άσκηση της αποστολής αυτής και τα οποία είναι δυνατόν:
να αποτελούν ουσιαστική παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων οι οποίες θεσπίζουν τις προϋποθέσεις άδειας λειτουργίας ή διέπουν, ειδικά, την άσκηση της δραστηριότητας των ιδρυμάτων,
να θίγουν τη συνέχεια της λειτουργίας του ιδρύματος,
να οδηγήσουν σε άρνηση της έγκρισης των λογαριασμών ή σε διατύπωση επιφυλάξεων.
Τα κράτη μέλη προβλέπουν τουλάχιστον ότι η ίδια υποχρέωση ισχύει και για το πρόσωπο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο όσον αφορά τα γεγονότα ή τις αποφάσεις των οποίων έλαβε γνώση το εν λόγω πρόσωπο στο πλαίσιο αποστολής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η οποία εκπληρούται σε επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς απορρέοντες από δεσμό ελέγχου με το ίδρυμα στο οποίο το πρόσωπο αυτό εκπληρώνει την εν λόγω αποστολή.
Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαιτούν την αντικατάσταση προσώπου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, εάν το εν λόγω πρόσωπο παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του πρώτου εδαφίου.
Άρθρο 64
Εποπτικές εξουσίες και εξουσίες επιβολής κυρώσεων
Οι αρμόδιες αρχές ασκούν τις εποπτικές τους εξουσίες και τις εξουσίες τους για την επιβολή κυρώσεων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και το εθνικό δίκαιο, με οποιονδήποτε από τους ακόλουθους τρόπους:
άμεσα,
σε συνεργασία με άλλες αρχές,
υπό την ευθύνη τους με ανάθεση καθηκόντων στις εν λόγω αρχές,
κατόπιν αιτήσεως προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.
Άρθρο 65
Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα
Στις αρμόδιες αρχές παρέχονται όλες οι εξουσίες συγκέντρωσης και διερεύνησης που είναι αναγκαίες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Με την επιφύλαξη άλλων σχετικών διατάξεων που θεσπίζονται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, στις εν λόγω εξουσίες συμπεριλαμβάνονται:
η εξουσία να απαιτείται από τα ακόλουθα φυσικά ή νομικά πρόσωπα να παρέχουν όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων των αρμόδιων αρχών, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται ανά τακτά διαστήματα και με ειδικώς προσδιορισμένους μορφότυπους για εποπτικούς και συναφείς στατιστικούς σκοπούς:
ιδρύματα εγκατεστημένα στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος,
χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος,
μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος,
εταιρείες συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων εγκατεστημένες στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος,
πρόσωπα που ανήκουν στις οντότητες που αναφέρονται στα σημεία i) έως iv),
τρίτους στους οποίους οι οντότητες που αναφέρονται στα σημεία i) έως iv) ανέθεσαν επιχειρησιακά καθήκοντα ή δραστηριότητες,
η εξουσία διεξαγωγής όλων των αναγκαίων ερευνών για οιοδήποτε πρόσωπο που αναφέρεται στο στοιχείο α) σημεία i) έως vi) εγκατεστημένο ή ευρισκόμενο στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, εάν είναι αναγκαίο, για την εκτέλεση των καθηκόντων των αρμόδιων αρχών, συμπεριλαμβανομένων:
του δικαιώματος να απαιτείται η υποβολή εγγράφων,
της εξέτασης των βιβλίων και αρχείων των προσώπων που αναφέρονται στο στοιχείο α) σημεία i) έως vi) και λήψης αντιγράφων ή αποσπασμάτων από τα εν λόγω βιβλία και αρχεία,
της λήψης προφορικών ή γραπτών εξηγήσεων από κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στο στοιχείο α) σημεία i) έως vi) ή τους εκπροσώπους του ή τα μέλη του προσωπικού του και
της συνέντευξης κάθε άλλου προσώπου που συναινεί να ερωτηθεί με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της έρευνας,
με την επιφύλαξη άλλων προϋποθέσεων που προβλέπονται στο ενωσιακό δίκαιο, η εξουσία διεξαγωγής όλων των αναγκαίων επιθεωρήσεων στις επιχειρηματικές εγκαταστάσεις των νομικών προσώπων που αναφέρονται στο στοιχείο α) σημεία i) έως vi) και οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση που περιλαμβάνεται στην ενοποιημένη εποπτεία όταν η αρμόδια αρχή είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές θα ενημερωθούν προηγουμένως. Αν για την επιθεώρηση απαιτείται έγκριση δικαστικής αρχής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, υποβάλλεται σχετική αίτηση.
Άρθρο 66
Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα για παραβάσεις των απαιτήσεων παροχής άδειας λειτουργίας και των απαιτήσεων για απόκτηση ειδικών συμμετοχών
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι προβλέπονται διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα στους νόμους, κανονισμούς και διοικητικές διατάξεις τους, τουλάχιστον όσον αφορά:
τη δραστηριότητα αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό χωρίς ο αποδέκτης να είναι πιστωτικό ίδρυμα, κατά παράβαση του άρθρου 9,
την άσκηση τουλάχιστον μίας από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 με κάλυψη του ορίου που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο, χωρίς άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος,
την έναρξη δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος χωρίς άδεια λειτουργίας, κατά παράβαση του άρθρου 9,
την απόκτηση, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα ή την περαιτέρω αύξηση, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα, ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των κατεχόμενων μεριδίων κεφαλαίου να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφος 1 ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να καταστεί θυγατρική επιχείρηση του αποκτώντος ή αυξάνοντος τη συμμετοχή, χωρίς έγγραφη κοινοποίηση προς τις αρμόδιες αρχές του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο αυτός επιδιώκει είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή ή να την αυξήσει, κατά το χρονικό διάστημα εκτίμησης, ή παρά την αντίθετη γνώμη των αρμόδιων αρχών, κατά παράβαση του άρθρου 22 παράγραφος 1,
παύση κατοχής, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα ή μείωση της ειδικής συμμετοχής ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των κατεχόμενων μεριδίων κεφαλαίου να είναι μικρότερη από τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στο άρθρο 25 ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να παύσει να είναι θυγατρική επιχείρηση, χωρίς έγγραφη κοινοποίηση προς τις αρμόδιες αρχές,
τη μη υποβολή αίτησης για έγκριση κατά παράβαση του άρθρου 21α ή οποιαδήποτε άλλη παράβαση των απαιτήσεων του εν λόγω άρθρου.
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που μπορούν να εφαρμοστούν περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:
δημόσια ανακοίνωση στην οποία περιγράφονται το υπεύθυνο φυσικό πρόσωπο, ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και η φύση της παράβασης,
διαταγή προς το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και παράλειψής της στο μέλλον,
σε περίπτωση νομικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα ύψους έως το 10 % του συνολικού καθαρού κύκλου εργασιών, συμπεριλαμβανομένου του ακαθάριστου εισοδήματος που συνίσταται σε τόκους εισπρακτέου και εξομοιούμενα έσοδα, έσοδα από μετοχές και άλλους τίτλους μεταβλητής ή σταθερής απόδοσης και προμήθειες ή αμοιβές εισπρακτέες σύμφωνα με το άρθρο 316 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 της επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση,
σε περίπτωση φυσικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και 5 000 000 EUR ή, στα κράτη μέλη τα οποία δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, η αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα κατά 17ης Ιουλίου 2013,
διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και το διπλάσιο του ποσού του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση, εφόσον το όφελος είναι μετρήσιμο,
αναστολή των εκλογικών δικαιωμάτων του ή των μετόχων που είναι υπεύθυνοι για τις παραβάσεις της παραγράφου 1.
Σε περίπτωση που η προβλεπόμενη στο στοιχείο γ) του πρώτου εδαφίου επιχείρηση είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, το σχετικό ακαθάριστο εισόδημα είναι το ακαθάριστο εισόδημα που προκύπτει από τις ενοποιημένες καταστάσεις της ανώτατης μητρικής επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση.
Άρθρο 67
Λοιπές διατάξεις
Το παρόν άρθρο ισχύει τουλάχιστον όταν συμβαίνει οτιδήποτε από τα ακόλουθα:
ένα ίδρυμα απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιοδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο,
ένα ίδρυμα, αφού πληροφορήθηκε για αγορές ή εκχωρήσεις συμμετοχών στο κεφάλαιό του οι οποίες αυξάνουν τα ποσοστά συμμετοχής ή τα μειώνουν κάτω από ένα από τα όρια του άρθρου 22 παράγραφος 1 ή του άρθρου 25, δεν ενημέρωσε τις αρμόδιες αρχές σχετικά με αυτές τις αγορές ή εκχωρήσεις, κατά παράβαση του άρθρου 26 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο,
ένα ίδρυμα εισηγμένο σε ρυθμιζόμενη αγορά του καταλόγου που πρόκειται να δημοσιευθεί από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 47 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ δεν κοινοποιεί, τουλάχιστον ετησίως, στις αρμόδιες αρχές τα ονόματα των μετόχων ή μελών που έχουν ειδικές συμμετοχές καθώς και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, κατά παράβαση του άρθρου 26 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας,
ένα ίδρυμα δεν έχει θεσπίσει το πλαίσιο διακυβέρνησης που απαιτούν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις μεταφοράς του άρθρου 74,
ένα ίδρυμα δεν αναφέρει πληροφορίες ή παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση προς την υποχρέωση ικανοποίησης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων του άρθρου 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 στις αρμόδιες αρχές κατά παράβαση του άρθρου 99 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού,
ένα ίδρυμα δεν αναφέρει πληροφορίες ή παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές σε σχέση με τα στοιχεία του άρθρου 101 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
ένα ίδρυμα δεν αναφέρει πληροφορίες ή παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές σχετικά με ένα μεγάλο χρηματοδοτικό άνοιγμα κατά παράβαση του άρθρου 394 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
ένα ίδρυμα δεν αναφέρει πληροφορίες ή παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές σχετικά με τη ρευστότητά του κατά παράβαση του άρθρου 415 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
ένα ίδρυμα δεν αναφέρει πληροφορίες ή παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές σχετικά με το δείκτη μόχλευσης κατά παράβαση του άρθρου 430 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
ένα ίδρυμα κατά τρόπο επαναλαμβανόμενο ή επίμονο δεν διατηρεί ρευστά διαθέσιμα κατά παράβαση του άρθρου 412 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
ένα ίδρυμα παρουσιάζει χρηματοδοτικό άνοιγμα πέραν των ορίων που θέτει το άρθρο 395 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
ένα ίδρυμα είναι εκτεθειμένο στον πιστωτικό κίνδυνο μια θέσης τιτλοποίησης και δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 405 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
ένα ίδρυμα δεν παρέχει πληροφορίες ή παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες κατά παράβαση του άρθρου 431 παράγραφοι 1, 2 και 3 ή του άρθρου 451 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
ένα ίδρυμα καταβάλλει πληρωμές σε κατόχους μέσων που περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος κατά παράβαση του άρθρου 141 της παρούσας οδηγίας ►C2 ή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα άρθρα 28, 52 ή 63 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 απαγορεύουν τις εν λόγω πληρωμές σε κατόχους μέσων που περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια, ◄
ένα ίδρυμα κηρύχθηκε υπεύθυνο για σοβαρές παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίστηκαν δυνάμει της οδηγίας 2005/60/ΕΚ,
ένα ίδρυμα επιτρέπει σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα που δεν συμμορφώνονται με το άρθρο 91 να καταστούν ή να παραμείνουν μέλη του διοικητικού οργάνου,
μητρικό ίδρυμα, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν προβαίνει σε ενέργεια που ενδέχεται να απαιτείται προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στο τρίτο, τέταρτο, έκτο ή έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή του άρθρου 105 της παρούσας οδηγίας σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση.
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που μπορούν να εφαρμοστούν περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:
δημόσια ανακοίνωση στην οποία περιγράφονται το υπεύθυνο φυσικό πρόσωπο, ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και η φύση της παράβασης,
διαταγή προς το υπεύθυνο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και παράλειψής της στο μέλλον,
στην περίπτωση ιδρύματος, ανάκληση της άδειας λειτουργίας του ιδρύματος κατά το άρθρο 18,
με την επιφύλαξη του άρθρου 65 παράγραφος 2, προσωρινή απαγόρευση κατά μέλους του διοικητικού οργάνου ή άλλου υπαίτιου φυσικού προσώπου του ιδρύματος να ασκεί καθήκοντα σε ιδρύματα,
στην περίπτωση νομικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα ύψους έως το 10 % του συνολικού καθαρού κύκλου εργασιών, συμπεριλαμβανομένου του ακαθάριστου εισοδήματος που συνίσταται σε τόκους εισπρακτέου και εξομοιούμενα έσοδα, έσοδα από μετοχές και άλλους τίτλους μεταβλητής ή σταθερής απόδοσης και εισπρακτέες προμήθειες ή αμοιβές σύμφωνα με το άρθρο 316 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 της επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση,
στην περίπτωση φυσικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και 5 000 000 EUR ή, στα κράτη μέλη τα οποία δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, η αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα κατά 17ης Ιουλίου 2013,
διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, όπου μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν.
Σε περίπτωση που επιχείρηση του πρώτου εδαφίου στοιχείο ε) είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, το σχετικό ακαθάριστο εισόδημα θα είναι το ακαθάριστο εισόδημα που προκύπτει από τις ενοποιημένες καταστάσεις της ανώτατης μητρικής επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση.
Άρθρο 68
Δημοσιοποίηση των διοικητικών κυρώσεων
Όταν τα κράτη μέλη επιτρέπουν τη δημοσιοποίηση των μη τελεσίδικων κυρώσεων, οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν επίσης, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στον επίσημο δικτυακό τόπο τους, πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση των προσφυγών και τα αποτελέσματά τους.
Οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν τις κυρώσεις ανωνύμως, κατά τρόπο σύμφωνο με το εθνικό δίκαιο, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
όταν η κύρωση επιβάλλεται σε φυσικό πρόσωπο και, μετά από υποχρεωτική προηγούμενη εκτίμηση, η δημοσιοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θεωρείται δυσανάλογη,
όταν η δημοσιοποίηση θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή διεξαγόμενη ποινική έρευνα,
όταν η δημοσιοποίηση θα προξενούσε, στο βαθμό που μπορεί να προσδιορισθεί αυτό, δυσανάλογη ζημία στα ενδιαφερόμενα ιδρύματα ή φυσικά πρόσωπα.
Εναλλακτικά, όταν οι περιστάσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο είναι πιθανόν να εκλείψουν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, η κατά την παράγραφο 1 δημοσιοποίηση μπορεί να αναβληθεί για το εν λόγω χρονικό διάστημα.
Άρθρο 69
Ανταλλαγή πληροφοριών για τις κυρώσεις και τήρηση κεντρικής βάσης δεδομένων από την ΕΑΤ
Άρθρο 70
Αποτελεσματική εφαρμογή κυρώσεων και άσκηση των εξουσιών επιβολής κυρώσεων από τις αρμόδιες αρχές
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων και του ύψους των διοικητικών χρηματικών προστίμων, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες, στις οποίες περιλαμβάνονται αναλόγως:
η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης,
ο βαθμός ευθύνης του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση,
η οικονομική ισχύς του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, όπως προκύπτει, παραδείγματος χάριν, από τον συνολικό κύκλο εργασιών νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα φυσικού προσώπου,
η σπουδαιότητα των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιορισθούν,
οι ζημίες τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιορισθούν,
ο βαθμός συνεργασίας του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση με την αρμόδια αρχή,
προηγούμενες παραβάσεις του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση,
τυχόν πιθανές συστημικές συνέπειες της παράβασης.
Άρθρο 71
Καταγγελίες παραβάσεων
Οι μηχανισμοί της παραγράφου 1 περιλαμβάνουν τουλάχιστον:
ειδικές διαδικασίες για τη λήψη και την παρακολούθηση καταγγελιών για παραβάσεις,
κατάλληλη προστασία για εργαζομένους ιδρυμάτων που κοινοποιούν παραβάσεις που διαπράττονται εντός του ιδρύματος, τουλάχιστον έναντι αντιποίνων, διακρίσεων ή άλλων μορφών άνισης μεταχείρισης,
προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τόσο του προσώπου που καταγγέλλει τις παραβάσεις, όσο και του φυσικού προσώπου που φέρεται ότι διέπραξε παράβαση, σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ,
σαφείς κανόνες ώστε να εξασφαλίζεται η εμπιστευτικότητα σε όλες τις περιπτώσεις σχετικά με το πρόσωπο που καταγγέλλει τις παραβάσεις οι οποίες έχουν διαπραχθεί εντός του ιδρύματος, εκτός εάν η αποκάλυψη της ταυτότητάς του απαιτείται από το εθνικό δίκαιο στο πλαίσιο περαιτέρω ερευνών ή μεταγενέστερης ποινικής διαδικασίας.
Ο δίαυλος αυτός μπορεί επίσης να παρέχεται με ρυθμίσεις που προβλέπονται από τους κοινωνικούς εταίρους. Ισχύει η ίδια προστασία με εκείνη που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχεία β), γ) και δ).
Άρθρο 72
Δικαίωμα προσφυγής
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κατά των αποφάσεων και μέτρων που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που εκδίδονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δύναται να ασκηθεί προσφυγή. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που δεν έχει ληφθεί απόφαση εντός εξαμήνου από την κατάθεση αίτησης έγκρισης η οποία περιέχει όλα τα απαιτούμενα από τις εθνικές διατάξεις μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στοιχεία, υπάρχει δικαίωμα προσφυγής.
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 2
Διαδικασία επανεξέτασης
Άρθρο 73
Εσωτερικό κεφάλαιο
Τα ιδρύματα διαθέτουν αξιόπιστες, αποτελεσματικές και ολοκληρωμένες στρατηγικές και διαδικασίες για την εκτίμηση και τη διατήρηση σε διαρκή βάση του ύψους, της σύνθεσης και της κατανομής των εσωτερικών κεφαλαίων που θεωρούν κατάλληλα για την κάλυψη της φύσης και του επιπέδου των κινδύνων τους οποίους έχουν αναλάβει ή τους οποίους ενδέχεται να αναλάβουν.
Οι εν λόγω στρατηγικές και διαδικασίες υπόκεινται σε τακτική εσωτερική επανεξέταση ώστε να εξασφαλιστεί ότι παραμένουν πλήρεις και αναλογικές προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος.
Άρθρο 74
Εσωτερική διακυβέρνηση και σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης
Οι πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο είναι ουδέτερες ως προς το φύλο.
Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σχετικά με τις ουδέτερες ως προς το φύλο πολιτικές αποδοχών για τα ιδρύματα.
Εντός δύο ετών από την ημερομηνία δημοσίευσης των κατευθυντήριων γραμμών που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο και με βάση τις πληροφορίες που συλλέγουν οι αρμόδιες αρχές, η ΕΑΤ εκδίδει έκθεση με θέμα την εφαρμογή ουδέτερων ως προς το φύλο πολιτικών αποδοχών από τα ιδρύματα.
Άρθρο 75
Επίβλεψη των πολιτικών αποδοχών
Η ΕΑΚΑΑ συνεργάζεται στενά με την ΕΑΤ για την ανάπτυξη κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών για τις κατηγορίες υπαλλήλων που ασχολούνται με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριότητες κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.
Η ΕΑΤ χρησιμοποιεί τις πληροφορίες που λαμβάνει από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παράγραφο 1 για να προβαίνει σε συγκριτική αξιολόγηση των τάσεων και των πρακτικών αποδοχών σε επίπεδο Ένωσης.
Άρθρο 76
Αντιμετώπιση κινδύνων
Η επιτροπή κινδύνου συμβουλεύει το διοικητικό όργανο σχετικά με τη συνολική παρούσα και μελλοντική ανάληψη κινδύνων και στρατηγική κινδύνου του ιδρύματος και βοηθά το διοικητικό όργανο στην επίβλεψη της υλοποίησης της εν λόγω στρατηγικής από τα ►C2 ανώτερα διοικητικά στελέχη ◄ . Το διοικητικό όργανο φέρει πλήρη ευθύνη για τους κινδύνους.
Η επιτροπή κινδύνου ελέγχει εάν οι τιμές των στοιχείων παθητικού και ενεργητικού που προσφέρονται στους πελάτες λαμβάνουν πλήρως υπόψη το επιχειρηματικό μοντέλο και τη στρατηγική κινδύνου του ιδρύματος. Όταν οι τιμές δεν απηχούν με ακρίβεια τους κινδύνους σύμφωνα με το επιχειρηματικό μοντέλο και τη στρατηγική κινδύνου, η επιτροπή κινδύνου υποβάλλει διορθωτικό σχέδιο στο διοικητικό όργανο.
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε ένα ίδρυμα που δεν θεωρείται σημαντικό σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο να συνιστά κοινή επιτροπή αποτελούμενη από την επιτροπή κινδύνου και την επιτροπή ελέγχου όπως αναφέρεται στο άρθρο 41 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ. Τα μέλη της κοινής επιτροπής πρέπει να κατέχουν τις γνώσεις, τις δεξιότητες και την εμπειρογνωμοσύνη που απαιτούνται για την επιτροπή κινδύνου και για την επιτροπή ελέγχου.
Το διοικητικό όργανο με την εποπτική του αρμοδιότητα και η επιτροπή κινδύνου, σε περίπτωση που έχει συσταθεί τέτοια, καθορίζουν το είδος, την ποσότητα, τη μορφή και τη συχνότητα των πληροφοριών που πρέπει να λαμβάνουν σχετικά με θέματα κινδύνου. Η επιτροπή κινδύνου, προκειμένου να συμβάλλει στη διαμόρφωση ορθών πολιτικών και πρακτικών αποδοχών και με την επιφύλαξη των καθηκόντων της επιτροπής αποδοχών, εξετάζει κατά πόσον τα κίνητρα που προβλέπει το σύστημα αποδοχών λαμβάνουν υπόψη τον κίνδυνο, το κεφάλαιο, τη ρευστότητα και την πιθανότητα και το χρονοδιάγραμμα κερδών.
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το τμήμα διαχείρισης κινδύνου διασφαλίζει τον εντοπισμό, τη μέτρηση και τη δέουσα αναφορά όλων των σημαντικών κινδύνων. Διασφαλίζουν ότι το τμήμα διαχείρισης κινδύνου εμπλέκεται ενεργά στην ανάπτυξη της στρατηγικής κινδύνου του ιδρύματος και σε όλες τις σημαντικές αποφάσεις διαχείρισης κινδύνου και ότι δύναται να παρουσιάσει την πλήρη εικόνα ολόκληρου του φάσματος των κινδύνων που αντιμετωπίζει το ίδρυμα.
Όποτε αυτό απαιτείται, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το τμήμα διαχείρισης κινδύνου μπορεί να αναφέρεται απευθείας στο διοικητικό όργανο, κατά την άσκηση της εποπτικής του δραστηριότητας, ανεξάρτητα από τα ►C2 ανώτερα διοικητικά στελέχη ◄ , και να εγείρει ανησυχίες και να προειδοποιεί το εν λόγω όργανο, όταν κρίνεται σκόπιμο, σε περίπτωση εξελίξεων ειδικού κινδύνου που πλήττουν ή ενδέχεται να πλήξουν το ίδρυμα, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του διοικητικού οργάνου κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας και/ή της διοικητικής του αρμοδιότητας σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
Ο επικεφαλής του τμήματος διαχείρισης κινδύνου είναι ανεξάρτητο ►C2 ανώτερο διοικητικό στέλεχος ◄ με διακριτή αρμοδιότητα στο τμήμα διαχείρισης κινδύνου. Όπου η φύση, το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος δεν δικαιολογούν το διορισμό ειδικού ατόμου, οι εν λόγω αρμοδιότητες μπορούν να αναλαμβάνονται από άλλο ανώτερο στέλεχος του ιδρύματος, με την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων.
Ο επικεφαλής του τμήματος διαχείρισης κινδύνου δεν απαλλάσσεται χωρίς την προηγούμενη έγκριση του διοικητικού οργάνου υπό την εποπτική του αρμοδιότητα και έχει απευθείας πρόσβαση στο διοικητικό όργανο υπό την εποπτική του αρμοδιότητα όποτε αυτό απαιτείται.
▼M6 —————
Άρθρο 77
Εσωτερικές προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων
Το παρόν άρθρο δεν θίγει την εκπλήρωση των κριτηρίων που ορίζονται στο τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαιο 5 τμήματα 1 έως 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2014.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα θέσπισης των κανονιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 78
Εποπτική συγκριτική αξιολόγηση των εσωτερικών προσεγγίσεων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων
Οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν, βάσει των πληροφοριών που τους υποβάλλουν τα ιδρύματα σύμφωνα με την παράγραφο 1, το εύρος των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων ή των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, ανάλογα με την περίπτωση, εκτός του λειτουργικού κινδύνου, για τα ανοίγματα ή τις συναλλαγές του χαρτοφυλακίου αναφοράς που απορρέουν από τις εσωτερικές προσεγγίσεις των εν λόγω ιδρυμάτων. Τουλάχιστον κάθε χρόνο, οι αρμόδιες αρχές εκτιμούν την ποιότητα των προσεγγίσεων αυτών, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στα εξής:
προσεγγίσεις που παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές ως προς τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για το ίδιο άνοιγμα,
προσεγγίσεις με ιδιαίτερα υψηλή ή χαμηλή ποικιλία και επίσης προσεγγίσεις με σημαντική και συστηματική υποεκτίμηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων.
Η ΕΑΤ καταρτίζει έκθεση προς συνδρομή των αρμόδιων αρχών κατά την εκτίμηση της ποιότητας των εσωτερικών προσεγγίσεων βάσει των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2.
Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι οι αποφάσεις τους σχετικά με την καταλληλότητα των διορθωτικών δράσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 τηρούν την αρχή ότι οι δράσεις αυτές πρέπει να είναι σύμφωνες με τους στόχους μιας εσωτερικής προσέγγισης και συνεπώς:
δεν συνεπάγονται τυποποίηση ή προτιμώμενες μεθόδους,
δεν δημιουργούν εσφαλμένα κίνητρα ή
δεν προκαλούν αγελαία συμπεριφορά.
Η ΕΑΤ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει:
τις διαδικασίες για την ανταλλαγή εκτιμήσεων που έχουν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 μεταξύ των αρμόδιων αρχών και με την ΕΑΤ,
τα πρότυπα για την εκτίμηση από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παράγραφο 3.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει:
το υπόδειγμα, τους ορισμούς και τις λύσεις ΤΠ που πρέπει να εφαρμόζονται στην Ένωση για την υποβολή στοιχείων σύμφωνα με την παράγραφο 2,
το χαρτοφυλάκιο ή τα χαρτοφυλάκια αναφοράς που αναφέρονται στην παράγραφο 1.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Ιανουαρίου 2014.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα θέσπισης των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 79
Πιστωτικός κίνδυνος και κίνδυνος αντισυμβαλλομένου
Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι:
η χορήγηση πίστωσης βασίζεται σε ορθά και σαφώς καθορισμένα κριτήρια και ότι η διαδικασία έγκρισης, τροποποίησης, ανανέωσης και αναχρηματοδότησης των πιστώσεων ορίζεται με σαφήνεια,
τα ιδρύματα έχουν εσωτερικές μεθόδους που τους επιτρέπουν να εκτιμούν τον πιστωτικό κίνδυνο των ανοιγμάτων σε μεμονωμένους οφειλέτες, σε χρεόγραφα ή σε θέσεις τιτλοποίησης και τον πιστωτικό κίνδυνο σε επίπεδο χαρτοφυλακίου. Ιδίως, οι εσωτερικές μέθοδοι δεν στηρίζονται αποκλειστικά ή μηχανιστικά σε εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας. Όπου οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων βασίζονται σε αξιολόγηση από Εξωτερικό Οργανισμό Πιστοληπτικών Αξιολογήσεων (ΕΟΠΑ) ή στο γεγονός ότι ένα άνοιγμα είναι χωρίς αξιολόγηση, αυτό δεν απαλλάσσει τα ιδρύματα από την πρόσθετη εξέταση άλλων σχετικών πληροφοριών για την εκτίμηση της κατανομής των εσωτερικών κεφαλαίων,
η διαρκής διαχείριση και παρακολούθηση των διαφόρων χαρτοφυλακίων και ανοιγμάτων που ενέχουν πιστωτικό κίνδυνο των ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων του εντοπισμού και της διαχείρισης προβληματικών πιστώσεων της διενέργειας επαρκών προσαρμογών και προβλέψεων αξίας, γίνεται μέσω αποτελεσματικών συστημάτων,
η διαφοροποίηση των πιστωτικών χαρτοφυλακίων είναι επαρκής σύμφωνα με τις αγορές-στόχους και τη συνολική στρατηγική πιστώσεων του ιδρύματος.
Άρθρο 80
Υπολειπόμενος κίνδυνος
Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι ο κίνδυνος οι αναγνωρισμένες τεχνικές μείωσης πιστωτικού κινδύνου που χρησιμοποιούν τα ιδρύματα να αποδειχθούν λιγότερο αποτελεσματικές από ό,τι αναμενόταν αντιμετωπίζεται και ελέγχεται και με γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές και διαδικασίες.
Άρθρο 81
Κίνδυνος συγκέντρωσης
Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι ο κίνδυνος συγκέντρωσης από ανοίγματα έναντι κάθε αντισυμβαλλομένου, περιλαμβανομένων και κεντρικών αντισυμβαλλομένων, ομάδων συνδεδεμένων αντισυμβαλλομένων και αντισυμβαλλομένων στον ίδιο οικονομικό τομέα ή γεωγραφική περιοχή, ή από την ίδια δραστηριότητα ή βασικό εμπόρευμα, ή από την εφαρμογή τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου, και ιδίως ο κίνδυνος που συνδέεται με μεγάλα έμμεσα πιστωτικά ανοίγματα, όπως ενός μόνο εκδότη εξασφαλίσεων, αντιμετωπίζεται και ελέγχεται και με γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές και διαδικασίες.
Άρθρο 82
Κίνδυνος τιτλοποίησης
Άρθρο 83
Κίνδυνος αγοράς
Τα ιδρύματα που, κατά τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο θέσης, σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, έχουν συμψηφίσει τις θέσεις που έχουν σε μία ή περισσότερες από τις μετοχές που συναποτελούν έναν δείκτη μετοχών με θέση ή θέσεις στο συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης σε δείκτη μετοχών ή σε άλλο προϊόν συνδεδεμένο με δείκτη μετοχών, έχουν επαρκή εσωτερικά κεφάλαια ώστε να καλύπτουν τον κίνδυνο βάσης για ζημία που γεννάται από το ενδεχόμενο να μην ακολουθεί πλήρως η τιμή του συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης ή του άλλου προϊόντος τις τιμές των μετοχών που το συναποτελούν. Τα ιδρύματα έχουν επίσης τέτοια επαρκή εσωτερικά κεφάλαια όταν αυτά κατέχουν αντίθετες θέσεις σε συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης σε δείκτη μετοχών των οποίων η λήξη προθεσμίας, η σύνθεση ή και τα δύο δεν είναι πανομοιότυπες.
Όταν χρησιμοποιούν τη μεταχείριση του άρθρου 345 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα ιδρύματα διασφαλίζουν ότι κρατούν επαρκή εσωτερικά κεφάλαια για την κάλυψη του κινδύνου ζημίας που υφίσταται μεταξύ του χρόνου της αρχικής δέσμευσης και της επόμενης εργάσιμης ημέρας.
Άρθρο 84
Κίνδυνος επιτοκίου από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2020.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές που διευκρινίζουν τα κριτήρια για:
την αξιολόγηση από το εσωτερικό σύστημα ιδρύματος των κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1,
την αναγνώριση, τη διαχείριση και τον μετριασμό εκ μέρους των ιδρυμάτων των κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1,
την αξιολόγηση και την παρακολούθηση εκ μέρους των ιδρυμάτων των κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 2,
τον καθορισμό των εσωτερικών συστημάτων που εφαρμόζονται από ιδρύματα για τους σκοπούς της παραγράφου 1 και δεν είναι ικανοποιητικά, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3.
Η ΕΑΤ εκδίδει τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές έως τις 28 Ιουνίου 2020.
Άρθρο 85
Λειτουργικός κίνδυνος
Άρθρο 86
Κίνδυνος ρευστότητας
Οι αρμόδιες αρχές παρακολουθούν τις εξελίξεις όσον αφορά τα χαρακτηριστικά κινδύνου ρευστότητας, λ.χ. τον σχεδιασμό προϊόντων και τον όγκο, τη διαχείριση κινδύνου, τις χρηματοδοτικές πολιτικές και τις συγκεντρώσεις χρηματοδότησης.
Οι αρμόδιες αρχές αναλαμβάνουν αποτελεσματική δράση όταν οι εξελίξεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο μπορεί να οδηγήσουν σε αστάθεια μεμονωμένου ιδρύματος ή συστημική αστάθεια.
Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ για οποιεσδήποτε δράσεις που αναλαμβάνονται σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο.
Η ΕΑΤ εκδίδει συστάσεις κατά περίπτωση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 87
Κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης
Άρθρο 88
Ρυθμίσεις διακυβέρνησης
Οι ρυθμίσεις αυτές τηρούν τις εξής αρχές:
το διοικητικό όργανο πρέπει να έχει τη γενική ευθύνη του ιδρύματος και εγκρίνει και επιβλέπει την υλοποίηση των στρατηγικών στόχων, της στρατηγικής αντιμετώπισης κινδύνου και της εσωτερικής διακυβέρνησης του ιδρύματος,
το διοικητικό όργανο πρέπει να διασφαλίζει την αρτιότητα των συστημάτων λογιστικής και χρηματοοικονομικών εκθέσεων, περιλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών και επιχειρησιακών ελέγχων και της συμμόρφωσης με το νόμο και τα συναφή πρότυπα,
το διοικητικό όργανο πρέπει να επιβλέπει τη διαδικασία δημοσιοποίησης και τις ανακοινώσεις,
το διοικητικό όργανο πρέπει να είναι υπεύθυνο για την αποτελεσματική επίβλεψη των ►C2 ανώτερων διοικητικών στελεχών ◄ ,
ο πρόεδρος του διοικητικού οργάνου ενός ιδρύματος στο πλαίσιο της εποπτικής του λειτουργίας δεν πρέπει να ασκεί ταυτόχρονα καθήκοντα διευθύνοντος συμβούλου στο ίδιο ίδρυμα, εκτός αν αυτό είναι δικαιολογημένο από το ίδρυμα και εγκεκριμένο από αρμόδιες αρχές.
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το διοικητικό όργανο παρακολουθεί και εκτιμά κατά περιόδους την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων διακυβέρνησης του ιδρύματος και προβαίνει στις δέουσες ενέργειες για την αντιμετώπιση τυχόν ελλείψεων.
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα δεδομένα σχετικά με δάνεια προς τα μέλη του διοικητικού οργάνου και τα συνδεδεμένα μέρη τους είναι δεόντως τεκμηριωμένα και τίθενται στη διάθεση των αρμοδίων αρχών κατόπιν αιτήματος.
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, με τον όρο «συνδεδεμένο μέρος» νοείται:
σύζυγος, καταχωρισμένος ή καταχωρισμένη σύντροφος σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τέκνο ή γονέας μέλους του διοικητικού οργάνου,
εμπορική οντότητα, στην οποία μέλος του διοικητικού οργάνου ή στενός συγγενής του όπως αναφέρεται στο στοιχείο α) έχει ειδική συμμετοχή ύψους 10 % ή περισσότερο του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου στην εν λόγω οντότητα ή στην οποία τα εν λόγω πρόσωπα μπορούν να ασκούν σημαντική επιρροή ή στην οποία τα εν λόγω πρόσωπα κατέχουν θέσεις ανώτερων διοικητικών στελεχών ή είναι μέλη του διοικητικού οργάνου.
Η επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων:
εντοπίζει και προτείνει, για έγκριση από το διοικητικό όργανο ή προς έγκριση κατά τη γενική συνέλευση, υποψηφίους για τις κενές θέσεις του διοικητικού οργάνου, αξιολογεί το συνδυασμό γνώσεων, δεξιοτήτων, ποικιλότητας και εμπειρίας του διοικητικού οργάνου και συντάσσει περιγραφή των ρόλων και των ικανοτήτων για ένα συγκεκριμένο διορισμό και υπολογίζει τον χρόνο που αναμένεται να αφιερωθεί σε αυτή τη θέση.
Επιπλέον, η επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων αποφασίζει ως προς τον καθορισμό στόχου για την εκπροσώπηση του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου στο διοικητικό όργανο και ετοιμάζει πολιτική για το πώς θα αυξηθεί ο αριθμός των ατόμων του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου στο διοικητικό όργανο προκειμένου να υλοποιηθεί ο στόχος αυτός. Ο στόχος, η πολιτική και η εφαρμογή τους δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 435 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
κατά περιόδους και τουλάχιστον ετησίως εκτιμά τη δομή, το μέγεθος, τη σύνθεση και την απόδοση του διοικητικού οργάνου και απευθύνει συστάσεις στο διοικητικό όργανο σχετικά με τυχόν αλλαγές,
κατά περιόδους και τουλάχιστον ετησίως εκτιμά τις γνώσεις, τις δεξιότητες και την εμπειρία μεμονωμένων μελών του διοικητικού οργάνου και του διοικητικού οργάνου ως συνόλου και υποβάλλει σχετικές αναφορές στο διοικητικό όργανο,
επανεξετάζει κατά περιόδους την πολιτική που εφαρμόζει το διοικητικό όργανο για την επιλογή και το διορισμό ►C2 ανώτερων διοικητικών στελεχών ◄ και κάνει συστάσεις στο διοικητικό όργανο.
Η επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, λαμβάνει υπόψη της, στον βαθμό που είναι δυνατόν και σε διαρκή βάση, την ανάγκη να διασφαλισθεί ότι η λήψη αποφάσεων από το διοικητικό όργανο δεν κυριαρχείται από ένα άτομο ή μικρή ομάδα ατόμων κατά τρόπο που θίγει τα συμφέροντα του ιδρύματος ως συνόλου.
Η επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων μπορεί να χρησιμοποιεί οποιοδήποτε είδος πόρων κρίνει κατάλληλο, συμπεριλαμβανομένων των εξωτερικών συμβούλων, και λαμβάνει τη δέουσα χρηματοδότηση προς τον σκοπό αυτό.
Στις περιπτώσεις όπου, βάσει του εθνικού δικαίου, το διοικητικό όργανο δεν έχει καμία αρμοδιότητα επί της διαδικασίας επιλογής και διορισμού οιουδήποτε εκ των μελών του, η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται.
Άρθρο 89
Υποβολή εκθέσεων ανά χώρα
Από την 1η Ιανουαρίου 2015, τα κράτη μέλη ζητούν από κάθε ίδρυμα να δημοσιοποιεί ετησίως, εξειδικεύοντας ανά κράτος μέλος και τρίτη χώρα στις οποίες διαθέτει έδρα, τις ακόλουθες πληροφορίες σε ενοποιημένη βάση για το οικονομικό έτος:
επωνυμία ή επωνυμίες, φύση δραστηριοτήτων και γεωγραφική θέση,
κύκλο εργασιών,
αριθμό μισθωτών σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης,
αποτελέσματα προ φόρων,
φόροι επί των αποτελεσμάτων,
εισπραττόμενες δημόσιες επιδοτήσεις.
Σε περίπτωση που στην έκθεση της Επιτροπής εντοπίζονται σημαντικά αρνητικά αποτελέσματα, η Επιτροπή εξετάζει το ενδεχόμενο υποβολής κατάλληλης νομοθετικής πρότασης για τροποποίηση των υποχρεώσεων γνωστοποίησης της παραγράφου 1 και μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 145 στοιχείο η), να αποφασίζει να αναστέλλει τις εν λόγω υποχρεώσεις. Η Επιτροπή επανεξετάζει ετησίως την ανάγκη παράτασης της εν λόγω αναστολής.
Έως τις 30 Ιουνίου 2021, η Επιτροπή, βάσει της διαβούλευσης με την ΕΑΤ, την ΕΑΑΕΣ και την ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εκτίμηση που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, υποβάλλει νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.
Άρθρο 90
Δημοσιοποίηση της απόδοσης των στοιχείων του ενεργητικού
Τα ιδρύματα στην ετήσια έκθεσή τους μεταξύ των βασικών δεικτών δημοσιοποιούν την απόδοση των στοιχείων του ενεργητικού, υπολογιζόμενη ως το καθαρό κέρδος τους διαιρούμενο με το συνολικό ισολογισμό τους.
Άρθρο 91
Διοικητικό όργανο
Όταν μέλη του διοικητικού οργάνου δεν πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο, οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να απομακρύνουν τα εν λόγω πρόσωπα από το διοικητικό όργανο. Οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ειδικότερα κατά πόσο οι απαιτήσεις που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο εξακολουθούν να πληρούνται όταν έχουν βάσιμους λόγους να εικάζουν ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί, επιχειρείται ή έχει επιχειρηθεί να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή υπάρχει αυξημένος τέτοιος κίνδυνος σε σχέση με το εν λόγω ίδρυμα.
Στον αριθμό των θέσεων σε διοικητικά συμβούλια που μπορεί να κατέχει ταυτόχρονα ένα μέλος του διοικητικού οργάνου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες και η φύση, το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος. Εξαιρουμένης της περίπτωσης κατά την οποία εκπροσωπούν το κράτος μέλος, τα μέλη του διοικητικού οργάνου ιδρύματος το οποίο είναι σημαντικό από πλευράς του μεγέθους του, της εσωτερικής του οργάνωσης και της φύσεως, του πεδίου εφαρμογής και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του δεν κατέχουν, από την 1η Ιουλίου 2014, περισσότερες της μιας εκ του ακόλουθου συνδυασμού θέσεων σε διοικητικά συμβούλια ταυτόχρονα:
μία θέση εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου και δύο θέσεις μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου,
τέσσερις θέσεις μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου.
Για τους σκοπούς της παραγράφου 3, τα ακόλουθα υπολογίζονται ως μία θέση διοικητικού συμβουλίου:
θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου που κατέχονται εντός του ιδίου ομίλου,
θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου στο πλαίσιο:
ιδρυμάτων που είναι μέλη του ίδιου θεσμικού συστήματος προστασίας, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 113 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ή
επιχειρήσεων (συμπεριλαμβανομένων μη χρηματοοικονομικών οντοτήτων) στις οποίες το ίδρυμα κατέχει ειδική συμμετοχή.
Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα κατωτέρω:
την έννοια της αφιέρωσης επαρκούς χρόνου από ένα μέλος του διοικητικού οργάνου για την άσκηση των καθηκόντων του, σε σχέση με τις ιδιαίτερες συνθήκες και τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος,
την έννοια των επαρκών συλλογικών γνώσεων, δεξιοτήτων και εμπειριών σύμφωνα με την παράγραφο 7,
τις έννοιες της ειλικρίνειας, ακεραιότητας και ανεξάρτητης βούλησης ενός μέλους του διοικητικού οργάνου σύμφωνα με την παράγραφο 8,
την έννοια του επαρκούς προσωπικού και των επαρκών χρηματικών πόρων που αφιερώνονται για την υποδοχή και εκπαίδευση των μελών του διοικητικού οργάνου, σύμφωνα με την παράγραφο 9,
την έννοια της ποικιλότητας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την επιλογή των μελών του διοικητικού οργάνου, σύμφωνα με την παράγραφο 10,
τη συνεκτική εφαρμογή της εξουσίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο.
Η ΕΑΤ εκδίδει τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015.
Άρθρο 92
Πολιτικές αποδοχών
▼M5 —————
►M5 Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή του συνόλου των πολιτικών περί αποδοχών, συμπεριλαμβανομένων των μισθών και των προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, για τις κατηγορίες υπαλλήλων των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στα χαρακτηριστικά κινδύνου του ιδρύματος, τα ιδρύματα συμμορφώνονται προς τις ακόλουθες απαιτήσεις κατά τρόπο που ενδείκνυται για το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους: ◄
η πολιτική αποδοχών συνάδει με και προωθεί την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων και δεν ενθαρρύνει την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων εκ μέρους του ιδρύματος,
η πολιτική αποδοχών είναι πολιτική αποδοχών ουδέτερη ως προς το φύλο.
η πολιτική αποδοχών είναι σύμφωνη προς την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ιδρύματος και ενσωματώνει μέτρα για την αποφυγή αντικρουόμενων συμφερόντων,
το διοικητικό όργανο του ιδρύματος, κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας, υιοθετεί και περιοδικά αναθεωρεί τις γενικές αρχές της πολιτικής αποδοχών και είναι υπεύθυνο για την επίβλεψη της υλοποίησής της,
η εφαρμογή της πολιτικής αποδοχών υπόκειται, τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος, σε κεντρικό και ανεξάρτητο εσωτερικό έλεγχο ως προς τη συμμόρφωση προς την πολιτική και τις διαδικασίες αποδοχών που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο στο πλαίσιο των λειτουργιών εποπτείας που επιτελεί,
τα μέλη του προσωπικού που έχουν επιφορτισθεί με καθήκοντα ελέγχου είναι ανεξάρτητα από τις επιχειρηματικές μονάδες τις οποίες εποπτεύουν, έχουν τις κατάλληλες εξουσίες και αμείβονται με βάση την επίτευξη των στόχων που συνδέονται με τα καθήκοντά τους, ανεξαρτήτως των επιδόσεων των επιχειρηματικών τομέων που ελέγχουν,
οι αποδοχές των ανωτέρων στελεχών στις λειτουργίες διαχείρισης του κινδύνου και της κανονιστικής συμμόρφωσης εποπτεύονται άμεσα από την επιτροπή αποδοχών του άρθρου 95 ή, εφόσον δεν έχει συσταθεί η ανωτέρω επιτροπή, από το διοικητικό όργανο υπό την εποπτική του αρμοδιότητα,
στην πολιτική αποδοχών, λαμβάνοντας υπόψη εθνικά κριτήρια καθορισμού μισθών, γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των κριτηρίων όσον αφορά τον καθορισμό:
των σταθερών βασικών αποδοχών, που θα πρέπει να αντανακλούν κυρίως τη συναφή επαγγελματική εμπειρία και την ευθύνη της διαχείρισης όπως ορίζεται στην περιγραφή καθηκόντων του υπαλλήλου ως μέρος των όρων της σύμβασης, και
των μεταβλητών αποδοχών, που θα πρέπει να αντανακλούν επιδόσεις βιώσιμες και προσαρμοσμένες στον κίνδυνο, καθώς και επιδόσεις που υπερβαίνουν τις απαιτούμενες για την εκπλήρωση των καθηκόντων που περιλαμβάνονται στην περιγραφή καθηκόντων του υπαλλήλου ως μέρος των όρων της σύμβασης.
Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, στις κατηγορίες υπαλλήλων των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στα χαρακτηριστικά κινδύνου του ιδρύματος περιλαμβάνονται τουλάχιστον:
όλα τα μέλη του διοικητικού οργάνου και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη,
τα μέλη του προσωπικού με διευθυντικές ευθύνες επί των λειτουργιών ελέγχου ή των σημαντικών επιχειρηματικών μονάδων του ιδρύματος,
τα μέλη του προσωπικού που εδικαιούντο σημαντική αμοιβή κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
οι αποδοχές του μέλους του προσωπικού είναι ίσες ή υψηλότερες από 500 000 EUR και ίσες ή υψηλότερες από τις μέσες αποδοχές που παρέχονται στα μέλη του διοικητικού οργάνου και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος τα οποία αναφέρονται στο στοιχείο α),
το μέλος του προσωπικού ασκεί την επαγγελματική δραστηριότητα στο πλαίσιο σημαντικής επιχειρηματικής μονάδας και η δραστηριότητα αυτή ανήκει σε είδος που έχει σημαντικές επιπτώσεις στα χαρακτηριστικά κινδύνου της σχετικής επιχειρηματικής μονάδας.
Άρθρο 93
Ιδρύματα που επωφελούνται από κυβερνητική παρέμβαση
Στην περίπτωση ιδρυμάτων που επωφελούνται από κατ’ εξαίρεση κυβερνητική παρέμβαση, οι εξής αρχές ισχύουν επιπρόσθετα σε αυτές του άρθρου 92 παράγραφος 2:
οι μεταβλητές αποδοχές περιορίζονται αυστηρά ως ποσοστό επί των καθαρών εσόδων, όταν δεν συμβιβάζονται με τη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης και την έγκαιρη έξοδο από την κρατική στήριξη,
οι σχετικές αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα ιδρύματα να αναδιαρθρώνουν τις αποδοχές κατά τρόπο που να ευθυγραμμίζονται με τη χρηστή διαχείριση των κινδύνων και τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένης, όπου συντρέχει περίπτωση, της θέσπισης ορίων στις αποδοχές των μελών του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος,
δεν πρέπει να καταβάλλεται μεταβλητή αμοιβή στα μέλη του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος, εκτός αν αυτό είναι δικαιολογημένο.
Άρθρο 94
Μεταβλητά στοιχεία αποδοχών
Στην περίπτωση μεταβλητών στοιχείων αποδοχών, οι εξής αρχές ισχύουν επιπρόσθετα και βάσει των ιδίων προϋποθέσεων με εκείνες του άρθρου 92 παράγραφος 2:
στην περίπτωση που οι αποδοχές συνδέονται με τις επιδόσεις, το συνολικό ποσό των αποδοχών βασίζεται σε ένα συνδυασμό εκτίμησης των επιδόσεων του ατόμου, της σχετικής επιχειρηματικής μονάδας και των συνολικών αποτελεσμάτων του ιδρύματος, και, κατά την εκτίμηση των ατομικών επιδόσεων, λαμβάνονται υπόψη χρηματοοικονομικά και μη κριτήρια,
η εκτίμηση των επιδόσεων εντάσσεται σε πολυετές πλαίσιο, ώστε να διασφαλίζεται ότι η διαδικασία της εκτίμησης βασίζεται σε πιο μακροπρόθεσμες επιδόσεις και ότι η καταβολή των τμημάτων της αμοιβής που συνδέονται με τις επιδόσεις κατανέμεται σε μια περίοδο που λαμβάνει υπόψη τον υποκείμενο κύκλο της οικονομικής δραστηριότητας του πιστωτικού ιδρύματος και τους επιχειρηματικούς του κινδύνους,
το σύνολο των μεταβλητών αποδοχών δεν περιορίζει τη δυνατότητα των ιδρυμάτων να ενισχύουν την κεφαλαιακή βάση τους,
οι εγγυημένες μεταβλητές αμοιβές δεν συνάδουν με την υγιή διαχείριση κινδύνου ή την αρχή της αμοιβής βάσει επιδόσεων και δεν περιλαμβάνονται στα μελλοντικά σχέδια αποδοχών,
οι εγγυημένες μεταβλητές αποδοχές αποτελούν εξαίρεση και παρέχονται μόνο όταν προσλαμβάνεται νέο προσωπικό, υπό τον όρο ότι το ίδρυμα διαθέτει υγιή και ισχυρή κεφαλαιακή βάση, και μόνο για το πρώτο έτος απασχόλησης,
οι σταθερές και οι μεταβλητές συνιστώσες των συνολικών αποδοχών εξισορροπούνται κατάλληλα· το σταθερό στοιχείο αντιπροσωπεύει ένα επαρκώς υψηλό ποσοστό των συνολικών αποδοχών, προκειμένου να καθίσταται δυνατή η εφαρμογή μιας πλήρως ευέλικτης πολιτικής κατά το σκέλος των μεταβλητών στοιχείων των αποδοχών, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας να μην καταβληθεί μεταβλητό στοιχείο των αποδοχών,
τα ιδρύματα ορίζουν τη δέουσα αναλογία μεταξύ σταθερών και μεταβλητών συνιστωσών του συνόλου των αποδοχών, όπου ισχύουν οι ακόλουθες αρχές:
H μεταβλητή συνιστώσα δεν υπερβαίνει το 100 % της σταθερής συνιστώσας του συνόλου των αποδοχών για κάθε άτομο. Τα κράτη μέλη δύνανται να ορίζουν χαμηλότερο μέγιστο ποσοστό,
Τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν στους μετόχους ή ιδιοκτήτες ή στα μέλη του ιδρύματος να εγκρίνουν υψηλότερη μέγιστη αναλογία μεταξύ σταθερής και μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών υπό την προϋπόθεση ότι το συνολικό ύψος της μεταβλητής συνιστώσας δεν υπερβαίνει το 200 % της σταθερής συνιστώσας του συνόλου των αποδοχών για κάθε άτομο. Τα κράτη μέλη δύνανται να ορίζουν χαμηλότερο μέγιστο ποσοστό.
Τυχόν έγκριση υψηλότερης αναλογίας σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του παρόντος σημείου πραγματοποιείται σύμφωνα με την ακόλουθη διαδικασία:
Τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν στα ιδρύματα να εφαρμόζουν τον συντελεστή αναπροσαρμογής που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο του παρόντος σημείου για ποσό 25 % κατ’ ανώτατο όριο των συνολικών μεταβλητών αποδοχών εφόσον αυτό πληρώνεται σε μέσα που αναβάλλονται για περίοδο η οποία δεν είναι μικρότερη των πέντε ετών. Τα κράτη μέλη δύνανται να ορίζουν χαμηλότερο μέγιστο ποσοστό.
Η ΕΑΤ εκπονεί και δημοσιεύει, έως την 31η Μαρτίου 2014, κατευθυντήριες γραμμές για τον εφαρμοστέο υποθετικό συντελεστή αναπροσαρμογής, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, μεταξύ άλλων το ποσοστό πληθωρισμού και τον κίνδυνο, πράγμα που συμπεριλαμβάνει τη διάρκεια της περιόδου αναβολής. Οι κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ για τον συντελεστή αναπροσαρμογής εξετάζουν συγκεκριμένα τον τρόπο παροχής κινήτρων για τη χρήση μέσων τα οποία αναβάλλονται για περίοδο τουλάχιστον πέντε ετών,
οι πληρωμές που συνδέονται με την πρόωρη καταγγελία σύμβασης αντικατοπτρίζουν τις επιδόσεις που επιτεύχθηκαν σε βάθος χρόνου και δεν ανταμείβουν την αποτυχία ή τη διάπραξη παραπτωμάτων,
τα πακέτα αποδοχών που αφορούν αποζημίωση ή εξαγορά από συμβάσεις σε προηγούμενη απασχόληση πρέπει να ευθυγραμμίζονται με το μακροπρόθεσμο συμφέρον του ιδρύματος, περιλαμβανομένων των ρυθμίσεων περί επίσχεσης, αναστολής, επιδόσεων και ανάκτησης,
η μέτρηση των επιδόσεων που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές ή των ομαδοποιημένων συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές περιλαμβάνει προσαρμογή προς κάθε είδους τρεχόντων και μελλοντικών κινδύνων και λαμβάνει υπόψη το κόστος κεφαλαίου και τη ρευστότητα που απαιτείται,
η κατανομή των συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές εντός του ιδρύματος λαμβάνει επίσης υπόψη το πλήρες φάσμα των τρεχόντων και μελλοντικών κινδύνων,
σημαντικό μέρος, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον 50 % οιωνδήποτε μεταβλητών αποδοχών, αποτελείται από αναλογία των παρακάτω:
μετοχές ή, ανάλογα με τη νομική δομή του σχετικού ιδρύματος, ισοδύναμα δικαιώματα ιδιοκτησίας· ή μέσα που συνδέονται με μετοχές ή, ανάλογα με τη νομική δομή του σχετικού ιδρύματος, ισοδύναμα μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα,
όπου είναι δυνατό, άλλα μέσα, κατά την έννοια του άρθρου 52 ή 63 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ή άλλα μέσα πλήρως μετατρέψιμα σε μέσα του Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 ή που έχουν επανεκτιμηθεί, τα οποία σε κάθε περίπτωση αντανακλούν δεόντως την πιστοληπτική ικανότητα του ιδρύματος σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης και είναι κατάλληλα να χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς των μεταβλητών αποδοχών.
Τα μέσα που αναφέρονται στο παρόν σημείο υπόκεινται σε ενδεδειγμένη πολιτική διακράτησης με σκοπό την ευθυγράμμιση των κινήτρων με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ιδρύματος. Τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές τους μπορούν να θέτουν περιορισμούς στο είδος και στο σχεδιασμό αυτών των μέσων ή να απαγορεύουν ορισμένα μέσα όπως αρμόζει. Το παρόν σημείο εφαρμόζεται τόσο στο μέρος του υπό αναβολή μεταβλητού στοιχείου των αποδοχών σύμφωνα με το στοιχείο ιγ) όσο και στο μέρος του μεταβλητού στοιχείου των αποδοχών που δεν τελεί υπό αναβολή,
η καταβολή σημαντικού μέρους και σε κάθε περίπτωση σε ποσοστό ύψους τουλάχιστον 40 % της μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών αναβάλλεται για χρονική περίοδο η οποία δεν είναι μικρότερη από τέσσερα έως πέντε έτη και ευθυγραμμίζεται ορθά με τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τους κινδύνους της και τις δραστηριότητες του εν λόγω μέλους του προσωπικού. Για τα μέλη του διοικητικού οργάνου και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη ιδρυμάτων που είναι σημαντικά ως προς το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους, η περίοδος αναβολής δεν θα πρέπει να είναι μικρότερη από πέντε έτη.
Οι πληρωτέες αποδοχές που υπάγονται στις ρυθμίσεις περί αναβολής δεν καθίστανται καταβλητέες ταχύτερα απ' ότι προβλέπεται σε αναλογική βάση (pro-rata). Σε περίπτωση μεταβλητής συνιστώσας αποδοχών ιδιαίτερα υψηλού ποσού, αναβάλλεται η καταβολή της τουλάχιστον κατά ποσοστό ύψους 60 %. Η χρονική διάρκεια της περιόδου αναβολής καθορίζεται σύμφωνα με τον επιχειρηματικό κύκλο, τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τους κινδύνους που ενέχει και τις δραστηριότητες των μελών του προσωπικού που αφορά,
η μεταβλητή αμοιβή, συμπεριλαμβανομένου του μέρους υπό αναβολή, καταβάλλεται ή κατοχυρώνεται μόνον εφόσον είναι βιώσιμη βάσει της οικονομικής κατάστασης του ιδρύματος συνολικά και δικαιολογημένη βάσει των επιδόσεων του ιδρύματος, της εν λόγω επιχειρησιακής μονάδας και του εν λόγω ατόμου.
Με την επιφύλαξη των γενικών αρχών του εθνικού εργατικού δικαίου, περιλαμβανομένων και των διατάξεων περί συμβάσεων εργασίας, το σύνολο των μεταβλητών αποδοχών θα συρρικνώνεται γενικά σημαντικά όταν το ίδρυμα παρουσιάζει υποτονικές ή αρνητικές χρηματοοικονομικές επιδόσεις, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις τρέχουσες αμοιβές όσο και τις μειώσεις σε αμοιβές που είχαν προηγουμένως εισπραχθεί, συμπεριλαμβανομένων μέσω ρυθμίσεων malus ή ρυθμίσεων περί επιστροφής αμοιβών.
Ποσοστό έως και 100 % του συνόλου των μεταβλητών αποδοχών υπόκειται σε ρυθμίσεις malus ή ρυθμίσεις περί επιστροφής αμοιβών. Τα ιδρύματα θεσπίζουν ειδικά κριτήρια για την εφαρμογή του malus ή της επιστροφής αμοιβών. Τα εν λόγω κριτήρια καλύπτουν ειδικότερα καταστάσεις όπου το μέλος του προσωπικού:
συμμετείχε ή ήταν υπεύθυνο για συμπεριφορά η οποία προξένησε σημαντικές ζημίες στο ίδρυμα,
δεν πληρούσε τα προσήκοντα πρότυπα ικανότητας και ευπρέπειας,
η συνταξιοδοτική πολιτική είναι σύμφωνη με την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ιδρύματος.
Εάν ο υπάλληλος αποχωρήσει από το ίδρυμα πριν από τη συνταξιοδότηση, οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές διατηρούνται από το ίδρυμα για διάστημα πέντε ετών, με τη μορφή των μέσων που αναφέρονται στο στοιχείο ιβ). Στην περίπτωση υπαλλήλου που φθάνει στη συνταξιοδότηση, οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές καταβάλλονται στον υπάλληλο με τη μορφή των μέσων που αναφέρονται στο στοιχείο ιβ), με την επιφύλαξη πενταετούς περιόδου διακράτησης,
τα μέλη του προσωπικού υποχρεούνται να μην χρησιμοποιούν προσωπικές στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου ή ασφάλιση συνδεδεμένη με αποδοχές ή ευθύνη για να καταστρατηγούνται οι περιλαμβανόμενοι στις ρυθμίσεις περί αποδοχών μηχανισμοί ευθυγράμμισης με τον κίνδυνο,
η μεταβλητή αμοιβή δεν καταβάλλεται μέσω μηχανισμών ή μεθόδων που διευκολύνουν τη μη συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία ή τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Μαρτίου 2014.
Για τους σκοπούς του εντοπισμού εργαζομένων των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων όπως αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 3, με εξαίρεση τους εργαζόμενους σε επιχειρήσεις επενδύσεων, η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όπου καθορίζονται τα κριτήρια για να καθοριστούν τα εξής:
διευθυντικές ευθύνες και λειτουργίες ελέγχου,
σημαντική επιχειρηματική μονάδα και σημαντικός αντίκτυπος στα χαρακτηριστικά κινδύνου της σχετικής επιχειρηματικής μονάδας· και
άλλες κατηγορίες προσωπικού που δεν αναφέρονται ρητώς στο άρθρο 92 παράγραφος 3 και του οποίου οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν αντίκτυπο στα χαρακτηριστικά κινδύνου του ιδρύματος, συγκριτικά τόσο ουσιώδη όσο και ο αντίκτυπος των κατηγοριών προσωπικού που αναφέρονται στη συγκεκριμένη παράγραφο.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Δεκεμβρίου 2019.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που ισχύουν για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, η εξουσιοδότηση που ορίζεται στο άρθρο 94 παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2018/843 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 17 ) εξακολουθεί να ισχύει έως την 26η Ιουνίου 2021.
Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι απαιτήσεις που προβλέπονται στα στοιχεία ιβ) και ιγ) και στο δεύτερο εδάφιο του στοιχείου ιε) της εν λόγω παραγράφου δεν ισχύουν για:
ίδρυμα που δεν είναι μεγάλο ίδρυμα όπως ορίζεται άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 146) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η αξία των στοιχείων του ενεργητικού του οποίου είναι κατά μέσον όρο και σε ατομική βάση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ίση ή μικρότερη από 5 δισεκατομμύρια EUR κατά τη διάρκεια της τετραετίας που προηγείται άμεσα του τρέχοντος οικονομικού έτους,
μέλος του προσωπικού του οποίου οι ετήσιες μεταβλητές αποδοχές δεν υπερβαίνουν τις 50 000 EUR και δεν αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ένα τρίτο των συνολικών ετήσιων αποδοχών του μέλους του προσωπικού.
Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3 στοιχείο α), ένα κράτος μέλος δύναται να μειώσει ή να αυξήσει το ανώτατο όριο που αναφέρεται στην εν λόγω διάταξη, υπό την προϋπόθεση ότι:
το ίδρυμα σε σχέση με το οποίο το κράτος μέλος κάνει χρήση της παρούσας διάταξης δεν είναι μεγάλο ίδρυμα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 146) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, όταν το ανώτατο όριο αυξάνεται:
το ίδρυμα πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 145) στοιχεία γ), δ) και ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και
το ανώτατο όριο δεν υπερβαίνει τα 15 δισεκατομμύρια EUR,
ενδείκνυται να τροποποιηθεί το ανώτατο όριο σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, λαμβανομένων υπόψη της φύσης, του εύρους και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του ιδρύματος, της εσωτερικής οργάνωσής του ή, κατά περίπτωση, των χαρακτηριστικών του ομίλου στον οποίο ανήκει.
Άρθρο 95
Επιτροπή αποδοχών
Άρθρο 96
Τήρηση ιστοτόπου σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση και τις αποδοχές
Τα ιδρύματα που τηρούν ιστότοπο εξηγούν εκεί με ποιο τρόπο συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις των άρθρων 88 έως 95.
Άρθρο 97
Εποπτικός έλεγχος και αξιολόγηση
Λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που παρατίθενται στο άρθρο 98, οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν τις ρυθμίσεις, τις στρατηγικές, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που εφαρμόζουν τα ιδρύματα προκειμένου να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και αξιολογούν:
κινδύνους τους οποίους τα ιδρύματα έχουν αναλάβει ή ενδέχεται να αναλάβουν,
▼M5 —————
κινδύνους που εντοπίζονται κατά την προσομοίωση ακραίων καταστάσεων, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων ενός ιδρύματος.
Κατά τη διενέργεια της εξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν την αρχή της αναλογικότητας σύμφωνα με τα κριτήρια που δημοσιοποιούνται δυνάμει του άρθρου 143 παράγραφος 1 στοιχείο γ).
Εφόσον οι αρμόδιες αρχές χρησιμοποιούν εξατομικευμένες μεθοδολογίες σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, ενημερώνουν την ΕΑΤ. Η ΕΑΤ παρακολουθεί τις εποπτικές πρακτικές και εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για τον προσδιορισμό του τρόπου με τον οποίο αξιολογούνται παρόμοια χαρακτηριστικά κινδύνου για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου και για να διασφαλίζεται η συνεκτική και αναλογική εφαρμογή μεθοδολογιών σε ολόκληρη την Ένωση που είναι προσαρμοσμένες σε παρόμοια ιδρύματα.
Άρθρο 98
Τεχνικά κριτήρια για τον εποπτικό έλεγχο και αξιολόγηση
Επιπρόσθετα στον πιστωτικό κίνδυνο, τον κίνδυνο αγοράς και τον λειτουργικό κίνδυνο, η εξέταση και αξιολόγηση που πραγματοποιείται από τις αρμόδιες αρχές δυνάμει του άρθρου 97 καλύπτει τουλάχιστον:
τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 177 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 που πραγματοποιούν τα ιδρύματα που εφαρμόζουν τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων,
τον βαθμό έκθεσης των ιδρυμάτων σε κίνδυνο συγκέντρωσης καθώς και τη διαχείριση των κινδύνων αυτών, περιλαμβανομένης της συμμόρφωσής τους με τις απαιτήσεις του τέταρτου μέρους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και του άρθρου 81 της παρούσας οδηγίας,
την αρτιότητα, την καταλληλότητα και τον τρόπο εφαρμογής των πολιτικών και διαδικασιών των ιδρυμάτων για τη διαχείριση του υπολειπόμενου κινδύνου που συνδέεται με τη χρήση αναγνωρισμένων τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου,
τον βαθμό στον οποίο είναι επαρκή τα ίδια κεφάλαια που διατηρεί ένα ίδρυμα σε σχέση με στοιχεία ενεργητικού που έχει τιτλοποιήσει, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής σημασίας της συναλλαγής και του επιτευχθέντος βαθμού μεταφοράς κινδύνου,
την έκθεση σε κίνδυνο ρευστότητας που αναλαμβάνουν τα ιδρύματα και τη μέτρηση και διαχείριση αυτού, συμπεριλαμβανομένων της ανάπτυξης αναλύσεων εναλλακτικών σεναρίων, της διαχείρισης παραγόντων που μειώνουν τον κίνδυνο (ειδικά το επίπεδο, τη σύνθεση και την ποιότητα των αποθεμάτων ρευστότητας) και αποτελεσματικών σχεδίων έκτακτης ανάγκης,
τις επιπτώσεις της διαφοροποίησης και τον τρόπο με τον οποίο οι επιπτώσεις αυτές παραμετροποιούνται στο σύστημα μέτρησης κινδύνων,
τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που πραγματοποιούν τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικό υπόδειγμα για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για κίνδυνο αγοράς βάσει του τρίτου μέρους τίτλος IV κεφάλαιο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
τη γεωγραφική θέση των ανοιγμάτων των ιδρυμάτων,
το επιχειρηματικό μοντέλο του ιδρύματος.
▼M5 —————
Οι εποπτικές εξουσίες ασκούνται τουλάχιστον στις ακόλουθες περιπτώσεις:
εφόσον η οικονομική αξία των μετοχών ιδρύματος όπως αναφέρεται στο άρθρο 84 παράγραφος 1 μειώνεται κατά περισσότερο από το 15 % του οικείου κεφαλαίου της κατηγορίας 1 ως αποτέλεσμα αιφνίδιας και μη αναμενόμενης μεταβολής των επιτοκίων, όπως ορίζεται σε οποιοδήποτε εκ των έξι εποπτικών σεναρίων διαταραχών που εφαρμόζονται στα επιτόκια,
εφόσον ένα ίδρυμα αντιμετωπίσει μεγάλη μείωση στα καθαρά του έσοδα από τόκους όπως αναφέρεται στο άρθρο 84 παράγραφος 1 ως αποτέλεσμα αιφνίδιας και μη αναμενόμενης μεταβολής των επιτοκίων, όπως ορίζεται σε οποιοδήποτε εκ των δύο εποπτικών σεναρίων διαταραχών που εφαρμόζονται στα επιτόκια.
Κατά παρέκκλιση από το δεύτερο εδάφιο, οι αρμόδιες αρχές δεν υποχρεούνται να ασκούν εποπτικές εξουσίες όταν κρίνουν, βάσει του ελέγχου και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, ότι η διαχείριση στην οποία προβαίνει το ίδρυμα έναντι του κινδύνου επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών είναι επαρκής και ότι το ίδρυμα δεν είναι υπερβολικά εκτεθειμένο στον κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου.
Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, με τον όρο «εποπτικές εξουσίες» νοούνται οι εξουσίες στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 104 παράγραφος 1 ή η εξουσία καθορισμού παραδοχών για την ανάπτυξη υποδειγμάτων και παραμέτρων, πλην εκείνων που προσδιορίζονται από την ΕΑΤ σύμφωνα με το στοιχείο β) της παραγράφου 5α του παρόντος άρθρου, που πρέπει να αποτυπώνονται από τα ιδρύματα στον υπολογισμό τους όσον αφορά την οικονομική αξία των μετοχών σύμφωνα με το άρθρο 84 παράγραφος 1.
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει, για τους σκοπούς της παραγράφου 5:
τα έξι εποπτικά σενάρια διαταραχών όπως αναφέρονται στην παράγραφο 5 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α) και τα δύο εποπτικά σενάρια διαταραχών όπως αναφέρονται στην παράγραφο 5 δεύτερο εδάφιο στοιχείο β) που πρέπει να εφαρμόζονται στα επιτόκια για κάθε νόμισμα,
υπό το πρίσμα διεθνώς συμπεφωνημένων προτύπων προληπτικής εποπτείας, τις κοινές παραδοχές για την ανάπτυξη υποδειγμάτων και παραμέτρων, με εξαίρεση τις παραδοχές για τη συμπεριφορά, τις οποίες τα ιδρύματα αποτυπώνουν στους υπολογισμούς τους όσον αφορά την οικονομική αξία των μετοχών όπως αναφέρεται στην παράγραφο 5 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α), οι οποίες περιορίζονται:
στη μεταχείριση των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος,
στη συμπερίληψη, σύνθεση και προεξόφληση ταμειακών ροών ευαίσθητων σε επιτόκια που απορρέουν από τα στοιχεία ενεργητικού, τις υποχρεώσεις και τα εκτός ισολογισμού στοιχεία του ιδρύματος, περιλαμβανομένης της επεξεργασίας εμπορικών περιθωρίων και άλλων συνιστωσών περιθωρίου,
στη χρήση δυναμικών ή στατικών μοντέλων ισολογισμού και στην επακόλουθη επεξεργασία αποσβεσμένων θέσεων και θέσεων που λήγουν,
υπό το πρίσμα διεθνώς συμπεφωνημένων προτύπων προληπτικής εποπτείας, κοινές παραδοχές για την ανάπτυξη υποδειγμάτων και παραμέτρων, με εξαίρεση τις παραδοχές για τη συμπεριφορά, τις οποίες τα ιδρύματα αποτυπώνουν στους υπολογισμούς τους όσον αφορά τα καθαρά έσοδα από τόκους όπως αναφέρεται στην παράγραφο 5 δεύτερο εδάφιο στοιχείο β), οι οποίες περιορίζονται:
στη συμπερίληψη και τη σύνθεση ταμειακών ροών ευαίσθητων σε επιτόκια που απορρέουν από τα στοιχεία ενεργητικού, τις υποχρεώσεις και τα εκτός ισολογισμού στοιχεία του ιδρύματος, περιλαμβανομένης της επεξεργασίας εμπορικών περιθωρίων και άλλων συνιστωσών περιθωρίου,
στη χρήση δυναμικών ή στατικών μοντέλων ισολογισμού και στην επακόλουθη επεξεργασία αποσβεσμένων θέσεων και θέσεων που λήγουν,
στην περίοδο κατά την οποία υπολογίζονται τα μελλοντικά καθαρά έσοδα από τόκους,
τι σημαίνει «μεγάλη μείωση» όπως αναφέρεται στην παράγραφο 5 δεύτερο εδάφιο στοιχείο β).
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2020.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η εκτίμηση της ΕΑΤ περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:
την ανάπτυξη ενιαίου ορισμού των κινδύνων ΠΚΔ, συμπεριλαμβανομένων των υλικών κινδύνων και των κινδύνων μετάβασης· οι κίνδυνοι μετάβασης περιλαμβάνουν τους κινδύνους που συνδέονται με την απόσβεση στοιχείων ενεργητικού λόγω ρυθμιστικών αλλαγών,
την ανάπτυξη κατάλληλων ποιοτικών και ποσοτικών κριτηρίων για την εκτίμηση του αντικτύπου των κινδύνων ΠΚΔ στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των ιδρυμάτων βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα· τέτοια κριτήρια περιλαμβάνουν διαδικασίες δοκιμής ακραίων καταστάσεων και αναλύσεις σεναρίων για την εκτίμηση του αντικτύπου των κινδύνων ΠΚΔ σε σενάρια διαφορετικής σοβαρότητας,
τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες, τους μηχανισμούς και τις στρατηγικές που πρέπει να εφαρμόζουν τα ιδρύματα για τον εντοπισμό, την εκτίμηση και τη διαχείριση των κινδύνων ΠΚΔ,
τις μεθόδους και τα εργαλεία ανάλυσης για την εκτίμηση του αντικτύπου των κινδύνων ΠΚΔ στις δραστηριότητες δανειοδότησης και χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης των ιδρυμάτων.
Η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση με τα πορίσματά της στην Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έως τις 28 Ιουνίου 2021.
Με βάση τα αποτελέσματα της έκθεσής της, η ΕΑΤ δύναται, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για την ενιαία ένταξη των κινδύνων ΠΚΔ στη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης που διενεργούν οι αρμόδιες αρχές.
Άρθρο 99
Πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης
Οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης τουλάχιστον μία φορά το χρόνο για τα ιδρύματα που επιβλέπουν. Το πρόγραμμα αυτό λαμβάνει υπόψη τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης σύμφωνα με το άρθρο 97. Περιλαμβάνει τα εξής:
ένδειξη του πώς οι αρμόδιες αρχές σκοπεύουν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους και να κατανείμουν τους πόρους τους,
προσδιορισμός των ιδρυμάτων που πρόκειται να τεθούν υπό ενισχυμένη εποπτεία και τα μέτρα που λαμβάνονται για τέτοια εποπτεία όπως καθορίζεται στην παράγραφο 3,
σχέδιο για επιθεωρήσεις των εγκαταστάσεων ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων και θυγατρικών αυτού που βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη, σύμφωνα με τα άρθρα 52, 119 και 122.
Τα προγράμματα εποπτικής εξέτασης περιλαμβάνουν τα ακόλουθα ιδρύματα:
ιδρύματα για τα οποία τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων του άρθρου 98 παράγραφος 1 στοιχεία α) και ζ) και του άρθρου 100 ή το αποτέλεσμα της εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης βάσει του άρθρου 97 δείχνουν την ύπαρξη σημαντικών κινδύνων για τη συνεχή χρηματοοικονομική τους αρτιότητα ή μη συμμόρφωση με τις εθνικές διατάξεις μεταφοράς της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
▼M5 —————
οποιαδήποτε άλλα ιδρύματα για τα οποία οι αρμόδιες αρχές το θεωρούν αναγκαίο.
Όποτε αυτό κρίνεται σκόπιμο σύμφωνα με το άρθρο 97, αν είναι απαραίτητο λαμβάνονται, ειδικότερα, τα ακόλουθα μέτρα:
αύξηση του αριθμού ή της συχνότητας των επιτόπου επιθεωρήσεων του ιδρύματος,
μόνιμη παρουσία της αρμόδιας αρχής στο ίδρυμα,
υποβολή πρόσθετων ή συχνότερων αναφορών από το ίδρυμα,
πρόσθετες ή συχνότερες εξετάσεις του λειτουργικού, στρατηγικού ή επιχειρηματικού σχεδίου του ιδρύματος,
θεματικές εξετάσεις που παρακολουθούν συγκεκριμένους κινδύνους που ενδέχεται να εμφανιστούν.
Άρθρο 100
Εποπτικές προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων
Άρθρο 101
Διαρκής εξέταση της άδειας χρήσης εσωτερικών προσεγγίσεων
Η ΕΑΤ αναπτύσσει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, οι οποίες περιέχουν συγκριτικά κριτήρια βάσει αυτής της ανάλυσης.
Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν αυτήν την ανάλυση και τα συγκριτικά κριτήρια υπόψη για την εξέταση των αδειών χρήσης εσωτερικών προσεγγίσεων τις οποίες παρέχουν σε ιδρύματα.
Άρθρο 102
Εποπτικά μέτρα
Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από ένα ίδρυμα να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα σε πρώιμο στάδιο για να αντιμετωπίσει σχετικά προβλήματα στις εξής καταστάσεις:
το ίδρυμα δεν τηρεί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
οι αρμόδιες αρχές έχουν πεισθεί ότι το ίδρυμα ενδέχεται να παραβεί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εντός των επόμενων 12 μηνών.
▼M5 —————
Άρθρο 104
Εποπτικές εξουσίες
Για τους σκοπούς του άρθρου 97, του άρθρου 98 παράγραφοι 4 και 5, του άρθρου 101 παράγραφος 4 και του άρθρου 102 της παρούσας οδηγίας και της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν τουλάχιστον την εξουσία:
να απαιτούν από τα ιδρύματα να διαθέτουν πρόσθετα ίδια κεφάλαια πέραν των απαιτήσεων που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 104α της παρούσας οδηγίας,
να απαιτούν την ενίσχυση των ρυθμίσεων, διαδικασιών, μηχανισμών και στρατηγικών που εφαρμόζονται σύμφωνα με τα άρθρα 73 και 74,
να απαιτούν από τα ιδρύματα να υποβάλουν σχέδιο για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης προς τις εποπτικές απαιτήσεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και να ορίζουν προθεσμία για την εφαρμογή του, συμπεριλαμβανομένων και βελτιώσεων του σχεδίου αυτού όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής και την προθεσμία,
να απαιτούν από τα ιδρύματα να εφαρμόζουν ειδική πολιτική προβλέψεων ή μεταχείριση των στοιχείων του ενεργητικού από την άποψη των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων,
να θέτουν περιορισμούς ή όρια στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, τις εργασίες ή το δίκτυο των ιδρυμάτων ή να ζητούν την αφαίρεση δραστηριοτήτων που ενέχουν υπερβολικούς κινδύνους για την αρτιότητα ενός ιδρύματος,
να απαιτούν τη μείωση του κινδύνου τον οποίον ενέχουν οι δραστηριότητες, τα προϊόντα και τα συστήματα των ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων που ανατίθενται σε τρίτους,
να απαιτούν από τα ιδρύματα τον περιορισμό των μεταβλητών αποδοχών ως ποσοστού των καθαρών εσόδων, όταν δεν συνάδουν με τη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης,
να απαιτούν από τα ιδρύματα να χρησιμοποιούν τα καθαρά κέρδη για την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων,
να περιορίζουν ή να απαγορεύουν τη διανομή κερδών ή την καταβολή τόκων από ένα ίδρυμα σε μετόχους, μέλη ή κατόχους μέσων της πρόσθετης κατηγορίας 1, εφόσον η απαγόρευση δεν συνιστά αθέτηση υποχρέωσης του ιδρύματος,
να επιβάλλουν απαιτήσεις για πρόσθετες ή συχνότερες υποβολές αναφορών, συμπεριλαμβανομένων των αναφορών σχετικά με τα ίδια κεφάλαια, τη ρευστότητα και τη μόχλευση,
να επιβάλλουν συγκεκριμένες απαιτήσεις ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων των περιορισμών στις αναντιστοιχίες ληκτότητας μεταξύ στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού,
να απαιτούν πρόσθετες πληροφορίες.
Για τους σκοπούς των άρθρων 97 έως 102, κάθε πρόσθετη πληροφορία που μπορεί να απαιτείται από τα ιδρύματα θεωρείται ως επαναληπτική εφόσον οι ίδιες ή οι κατ' ουσίαν ίδιες πληροφορίες έχουν ήδη αναφερθεί με άλλο τρόπο στην αρμόδια αρχή ή μπορούν να παράγονται από την αρμόδια αρχή.
Η αρμόδια αρχή δεν απαιτεί την αναφορά πρόσθετων πληροφοριών από ίδρυμα, εφόσον τις έχει ήδη λάβει υπό διαφορετική μορφή ή επίπεδο ανάλυσης και αυτή η διαφορετική μορφή ή το επίπεδο ανάλυσης δεν αποτρέπουν την αρμόδια αρχή από την παραγωγή πληροφοριών ίδιας ποιότητας και αξιοπιστίας με εκείνες που παράγονται με βάση τις πρόσθετες πληροφορίες που θα αναφέρονταν διαφορετικά.
▼M5 —————
Άρθρο 104α
Πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων
Οι αρμόδιες αρχές επιβάλλουν την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) εάν, βάσει των ελέγχων που διενεργούνται σύμφωνα με τα άρθρα 97 και 101, διαπιστώνουν οποιαδήποτε από τις ακόλουθες καταστάσεις για ένα επιμέρους ίδρυμα:
το ίδρυμα είναι εκτεθειμένο σε κινδύνους ή στοιχεία κινδύνων που δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς, όπως ορίζει η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου, από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο τρίτο, τέταρτο, και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 18 ),
το ίδρυμα δεν πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 73 και 74 της παρούσας οδηγίας ή στο άρθρο 393 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και πιθανώς άλλα μέτρα εποπτείας δεν θα επαρκούσαν ώστε να μπορούν να τηρηθούν οι απαιτήσεις αυτές εντός κατάλληλου χρονοδιαγράμματος,
οι προσαρμογές που αναφέρονται στο άρθρο 98 παράγραφος 4 θεωρούνται ανεπαρκείς, ώστε να επιτρέψουν στο ίδρυμα να πωλήσει ή να αντισταθμίσει τις θέσεις του σε σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς σημαντικές ζημίες υπό κανονικές συνθήκες αγοράς,
η αξιολόγηση που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 101 παράγραφος 4 αποκαλύπτει ότι η μη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις για την εφαρμογή της επιτρεπόμενης προσέγγισης ενδέχεται να οδηγήσει σε ανεπαρκείς απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων,
το ίδρυμα αδυνατεί επανειλημμένως να καθορίζει ή να τηρεί επαρκές επίπεδο πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη της καθοδήγησης που ανακοινώνεται σύμφωνα με το άρθρο 104β παράγραφος 3,
άλλες καταστάσεις που αφορούν μεμονωμένα ιδρύματα, οι οποίες θεωρεί η αρμόδια αρχή ότι προκαλούν σημαντικούς εποπτικούς προβληματισμούς.
Οι αρμόδιες αρχές επιβάλλουν την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) μόνο για την κάλυψη των κινδύνων που αντιμετωπίζουν μεμονωμένα ιδρύματα λόγω των δραστηριοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένων όσων αντικατοπτρίζουν τις επιπτώσεις ορισμένων οικονομικών εξελίξεων και εξελίξεων της αγοράς στα χαρακτηριστικά κινδύνου επιμέρους ιδρύματος.
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά κινδύνου κάθε επιμέρους ιδρύματος, τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται το ίδρυμα, μεταξύ άλλων:
τους κινδύνους που αφορούν το εκάστοτε ίδρυμα ή τα στοιχεία των κινδύνων αυτών που εξαιρούνται ρητά ή δεν καλύπτονται ρητά από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο τρίτο, τέταρτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402,
τους κινδύνους που αφορούν το εκάστοτε ίδρυμα ή τα στοιχεία των κινδύνων αυτών που ενδέχεται να υποτιμώνται παρά τη συμμόρφωση προς τις ισχύουσες απαιτήσεις που ορίζονται στο τρίτο, τέταρτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.
Στον βαθμό που οι κίνδυνοι ή τα στοιχεία κινδύνων υπόκεινται σε μεταβατικές ρυθμίσεις ή διατάξεις αποδοχής του προϋφιστάμενου καθεστώτος της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, δεν θεωρούνται κίνδυνοι ή στοιχεία τέτοιων κινδύνων που ενδέχεται να υποτιμώνται παρά τη συμμόρφωση προς τις ισχύουσες απαιτήσεις που ορίζονται στο τρίτο, τέταρτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, τα κεφάλαια που θεωρούνται επαρκή καλύπτουν όλους τους κινδύνους ή τα στοιχεία κινδύνων που προσδιορίζονται ως σημαντικοί σύμφωνα με την αξιολόγηση που ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου οι οποίοι δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο τρίτο, τέταρτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.
Κίνδυνος επιτοκίου που προκύπτει από θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών μπορεί να θεωρηθεί σημαντικός τουλάχιστον στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 98 παράγραφος 5, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές, κατά την εκτέλεση του ελέγχου και της αξιολόγησης, καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η διαχείριση από το ίδρυμα του κινδύνου επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών είναι επαρκής και ότι το ίδρυμα δεν είναι υπερβολικά εκτεθειμένο στον κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών.
Όταν απαιτούνται πρόσθετα ίδια κεφάλαια για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν το επίπεδο των πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται βάσει του στοιχείου α) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ως τη διαφορά μεταξύ του κεφαλαίου που κρίνεται ότι επαρκεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και των σχετικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο τρίτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
Το ίδρυμα συμμορφώνεται προς την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων την οποία επιβάλλει η αρμόδια αρχή βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης με ίδια κεφάλαια που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
τουλάχιστον τα τρία τέταρτα της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων καλύπτονται με κεφάλαια της κατηγορίας 1,
τουλάχιστον τα τρία τέταρτα του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 που αναφέρεται στο στοιχείο α) αποτελούνται από κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.
Το ίδρυμα συμμορφώνεται προς την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων την οποία επιβάλλει η αρμόδια αρχή βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης με κεφάλαια της κατηγορίας 1.
Κατά παρέκκλιση από το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο, η αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτήσει από το ίδρυμα να πληροί την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων με υψηλότερο ποσοστό κεφαλαίου της κατηγορίας 1 ή κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, όπου χρειάζεται και λαμβανομένων υπόψη των ειδικών συνθηκών του ιδρύματος.
Ίδια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας και επιβάλλεται από τις αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη οποιουδήποτε εκ των ακολούθων:
των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας,
της καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που αναφέρεται στο άρθρο 104β παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας, όταν η καθοδήγηση αυτή αφορά κινδύνους εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης.
Ίδια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας και επιβάλλεται από τις αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη οποιουδήποτε εκ των ακολούθων:
της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που προβλέπεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης που προβλέπεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
της καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που αναφέρεται στο άρθρο 104β παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας, όταν η καθοδήγηση αυτή αφορά κινδύνους υπερβολικής μόχλευσης.
Άρθρο 104β
Καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια
Σύμφωνα με την εν λόγω επανεξέταση, οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν για κάθε ίδρυμα το συνολικό επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων που κρίνουν κατάλληλο.
Τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια τα οποία αφορά η καθοδήγηση είναι τα ίδια κεφάλαια που υπερβαίνουν το σχετικό ποσό των ιδίων κεφαλαίων που απαιτείται σύμφωνα με το τρίτο, τέταρτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και το άρθρο 128 σημείο 6) της παρούσας οδηγίας ή σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 1α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, κατά περίπτωση, τα οποία είναι αναγκαία για την επίτευξη του συνολικού επιπέδου των ιδίων κεφαλαίων που θεωρείται κατάλληλο από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.
Ίδια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που ανακοινώνεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη οποιουδήποτε εκ των ακολούθων:
των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 104α της παρούσας οδηγίας και επιβάλλεται από τις αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης και της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας.
Ίδια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που ανακοινώνεται βάσει της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης δεν χρησιμοποιούνται με σκοπό την κάλυψη της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που ορίζεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, της απαίτησης του άρθρου 104α της παρούσας οδηγίας που επιβάλλεται από τις αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης και της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
Άρθρο 104γ
Συνεργασία με τις αρχές εξυγίανσης
Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στις σχετικές αρχές εξυγίανσης την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλεται σε ιδρύματα βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και κάθε καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που ανακοινώνεται σε ιδρύματα σύμφωνα με το άρθρο 104β παράγραφος 3.
Άρθρο 105
Συγκεκριμένες απαιτήσεις ρευστότητας
Για τον σκοπό του καθορισμού του κατάλληλου επιπέδου των απαιτήσεων ρευστότητας με βάση τον έλεγχο και την αξιολόγηση που διενεργούνται σύμφωνα με το τμήμα ΙΙΙ, οι αρμόδιες αρχές εκτιμούν κατά πόσον είναι αναγκαία οποιαδήποτε επιβολή συγκεκριμένης απαίτησης ρευστότητας, για την αποτύπωση των κινδύνων ρευστότητας στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί ένα ίδρυμα, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα:
το συγκεκριμένο επιχειρηματικό μοντέλο του ιδρύματος,
τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς του ιδρύματος που αναφέρονται στο τμήμα ΙΙ και ειδικότερα στο άρθρο 86,
το αποτέλεσμα του ελέγχου και της αξιολόγησης που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 97.
▼M5 —————
Ειδικότερα, με την επιφύλαξη του άρθρου 67, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εξετάζουν την ανάγκη εφαρμογής διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων, που περιλαμβάνουν προληπτικά τέλη, το ύψος των οποίων σε γενικές γραμμές σχετίζεται με τη διαφορά μεταξύ της πραγματικής θέσης ρευστότητας ιδρύματος και τυχόν απαιτήσεων ρευστότητας και σταθερής χρηματοδότησης που θεσπίζονται σε εθνικό ή ενωσιακό επίπεδο.
Άρθρο 106
Συγκεκριμένες απαιτήσεις δημοσίευσης
Τα κράτη μέλη δίνουν την εξουσία στις αρμόδιες αρχές να απαιτούν από τα ιδρύματα:
να δημοσιοποιούν στοιχεία τα οποία αναφέρονται στο όγδοο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 περισσότερες από μία φορές το χρόνο και να θέτουν προθεσμίες δημοσίευσης,
να χρησιμοποιούν συγκεκριμένα μέσα και τοποθεσίες για δημοσιεύματα εκτός των δηλώσεων οικονομικής κατάστασης.
Άρθρο 107
Συνέπεια των εποπτικών εξετάσεων, αξιολογήσεων και εποπτικών μέτρων
Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ για:
τη λειτουργία της διαδικασίας εξέτασης και αξιολόγησης του άρθρου 97,
τη μεθοδολογία που ακολουθούν για τη λήψη αποφάσεων σύμφωνα με τα άρθρα 98, 100, 101, 102, 104 και 105 σχετικά με τη διαδικασία του στοιχείου α).
Η ΕΑΤ εκτιμά τις πληροφορίες που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές για την ανάπτυξη συνέπειας κατά τις διαδικασίες εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης. Δύναται να απαιτεί πρόσθετες πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές για να ολοκληρώσει την εκτίμησή της, σε αναλογική βάση σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Με σκοπό την περαιτέρω σύγκλιση, η ΕΑΤ διενεργεί αξιολογήσεις ομοτίμων σύμφωνα με το άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 108
Εσωτερική διαδικασία εκτίμησης της κεφαλαιακής επάρκειας
Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να παρεκκλίνουν από τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 73 της παρούσας οδηγίας όσον αφορά ένα πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
Αν οι αρμόδιες αρχές ακυρώσουν την ισχύ των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση όπως προβλέπονται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι απαιτήσεις του άρθρου 73 της παρούσας οδηγίας ισχύουν σε ατομική βάση.
▼M5 —————
Άρθρο 109
Ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμοί των ιδρυμάτων
Οι απαιτήσεις αποδοχών που ορίζονται στα άρθρα 92, 94 και 95 δεν εφαρμόζονται σε ενοποιημένη βάση στις ακόλουθες οντότητες:
θυγατρικές επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην Ένωση, όταν υπόκεινται σε ειδικές απαιτήσεις αποδοχών σύμφωνα με άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης,
θυγατρικές επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα, εφόσον θα υπέκειντο σε ειδικές απαιτήσεις αποδοχών σύμφωνα με άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης, εάν ήταν εγκατεστημένες στην Ένωση.
Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, και για την αποφυγή της καταστρατήγησης των κανόνων που ορίζονται στα άρθρα 92, 94 και 95, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 92, 94 και 95 εφαρμόζονται στα μέλη του προσωπικού των θυγατρικών που δεν υπόκεινται στην παρούσα οδηγία σε ατομική βάση, εφόσον:
η θυγατρική είναι είτε εταιρεία διαχείρισης είτε επιχείρηση που παρέχει τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα I τμήμα Α σημεία 2), 3), 4), 6) και 7) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και
τα εν λόγω μέλη του προσωπικού έχουν λάβει εντολή να εκτελούν επαγγελματικές δραστηριότητες που έχουν άμεσο ουσιώδη αντίκτυπο στα χαρακτηριστικά κινδύνου ή τις δραστηριότητες των ιδρυμάτων εντός του ομίλου.
Άρθρο 110
Εξέταση και αξιολόγηση και εποπτικά μέτρα
▼M6 —————
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 3
Εποπτεία σε ενοποιημένη βάση
Άρθρο 111
Καθορισμός της αρχής εποπτείας του ομίλου
Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος ή μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που εποπτεύει το εν λόγω εγκατεστημένο σε κράτος μέλος μητρικό πιστωτικό ίδρυμα ή το εν λόγω εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό πιστωτικό ίδρυμα σε ατομική βάση.
Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην ΕΕ και καμία εκ των θυγατρικών της δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που εποπτεύει την εν λόγω μητρική επιχείρηση επενδύσεων στο κράτος μέλος ή την εν λόγω μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην ΕΕ σε ατομική βάση.
Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην ΕΕ και τουλάχιστον μία εκ των θυγατρικών της είναι πιστωτικό ίδρυμα, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος ή, όταν υπάρχουν περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα, του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού.
Όταν δύο ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση έχουν την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από:
την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος, όταν ο όμιλος περιλαμβάνει μόνο ένα πιστωτικό ίδρυμα,
την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, όταν ο όμιλος περιλαμβάνει περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα, ή
την αρμόδια αρχή της επιχείρησης επενδύσεων με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, όταν ο όμιλος δεν περιλαμβάνει κανένα πιστωτικό ίδρυμα.
Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 τρίτο εδάφιο, την παράγραφο 3 στοιχείο β) και την παράγραφο 4, όταν μια αρμόδια αρχή εποπτεύει σε ατομική βάση περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα εντός ομίλου, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι η αρμόδια αρχή που εποπτεύει σε ατομική βάση ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα εντός του ομίλου, όταν το άθροισμα των συνόλων ισολογισμού των εν λόγω εποπτευόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων είναι μεγαλύτερο από αυτό των πιστωτικών ιδρυμάτων που εποπτεύονται σε ατομική βάση από οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή.
Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3 στοιχείο γ), όταν μια αρμόδια αρχή εποπτεύει σε ατομική βάση περισσότερες από μία επιχειρήσεις επενδύσεων εντός ομίλου, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι η αρμόδια αρχή που εποπτεύει σε ατομική βάση μία ή περισσότερες επιχειρήσεις επενδύσεων εντός του ομίλου με το υψηλότερο σύνολο ισολογισμού συνολικά.
Άρθρο 112
Συντονισμός εποπτικών δραστηριοτήτων από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας
Επιπρόσθετα στις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας εκτελεί τα εξής καθήκοντα:
συντονισμό της συγκέντρωσης και διάδοσης των χρήσιμων ή ουσιωδών πληροφοριών κατά τη συνήθη πορεία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων καθώς και σε επείγουσες καταστάσεις,
προγραμματισμό και συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων, κατά τη συνήθη πορεία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στον τίτλο VII κεφάλαιο 3, σε συνεργασία με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές,
προγραμματισμό και συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων σε συνεργασία με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές και, εφόσον απαιτείται, με τις κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ, κατά την προετοιμασία και κατά τη διάρκεια έκτακτων καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένων των αρνητικών εξελίξεων σε ιδρύματα ή σε χρηματοοικονομικές αγορές χρησιμοποιώντας, όπου είναι δυνατόν, υπάρχοντες διαύλους επικοινωνίας για τη διευκόλυνση της διαχείρισης κρίσεων.
Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να συνδράμει τις αρμόδιες αρχές στην περίπτωση διαφωνίας σχετικά με το συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων δυνάμει του παρόντος άρθρου ιδία πρωτοβουλία, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του εν λόγω κανονισμού.
Άρθρο 113
Κοινές αποφάσεις για τις ειδικές για κάθε ίδρυμα απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας
Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι αρμόδιες αρχές που ευθύνονται για την εποπτεία των θυγατρικών ενός εγκατεστημένου στην ΕΕ μητρικού ιδρύματος ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών πράττουν ό,τι είναι δυνατό προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση όσον αφορά τα εξής:
την εφαρμογή των άρθρων 73 και 97 για να καθοριστεί η επάρκεια του ενοποιημένου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων που βρίσκονται στην κατοχή του ομίλου ιδρυμάτων όσον αφορά την οικονομική κατάστασή του και τα χαρακτηριστικά κινδύνου και συνεπώς το απαιτούμενο ύψος ιδίων κεφαλαίων για την εφαρμογή του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) σε κάθε οντότητα στο πλαίσιο του ομίλου ιδρυμάτων και σε ενοποιημένη βάση,
τα μέτρα για την αντιμετώπιση ουσιωδών ζητημάτων και σημαντικών ευρημάτων που αφορούν την εποπτεία ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την επάρκεια του οργανισμού και την αντιμετώπιση κινδύνων όπως απαιτείται δυνάμει του άρθρου 86 και όσων αφορούν την ανάγκη των ειδικών για κάθε ίδρυμα απαιτήσεων ρευστότητας σύμφωνα με το άρθρο 105,
οποιαδήποτε καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που αναφέρεται στο άρθρο 104β παράγραφος 3.
Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 λαμβάνονται:
για τους σκοπούς του στοιχείου α) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία θα περιλαμβάνει την εκτίμηση κινδύνου του ομίλου ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 104α προς τις άλλες συναφείς αρμόδιες αρχές,
για τους σκοπούς του στοιχείου β) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία θα περιλαμβάνει την εκτίμηση των χαρακτηριστικών του κινδύνου ρευστότητας του ομίλου ιδρυμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 86 και 105,
για τους σκοπούς του στοιχείου γ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία θα περιλαμβάνει την εκτίμηση κινδύνου του ομίλου ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 104β.
Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου λαμβάνουν, επίσης, δεόντως υπόψη την εκτίμηση κινδύνου των θυγατρικών που διενεργείται από τις συναφείς αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 73, 97, 104α και 104β.
Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) παρουσιάζονται σε έγγραφα που περιέχουν πλήρη αιτιολόγηση που θα δοθεί στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Σε περίπτωση διαφωνίας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας συμβουλεύεται την ΕΑΤ κατόπιν αιτήματος οποιασδήποτε άλλης ενδιαφερόμενης αρμόδιας αρχής. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί, επίσης, να συμβουλευτεί την ΕΑΤ με δική της πρωτοβουλία.
Η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 73, 86 και 97, του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και των άρθρων 104β και 105 της παρούσας οδηγίας λαμβάνεται από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των θυγατρικών ενός εγκατεστημένου στην ΕΕ μητρικού πιστωτικού ιδρύματος ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση, έπειτα από τη δέουσα εξέταση των απόψεων και των επιφυλάξεων που διατυπώθηκαν από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Αν στο τέλος οποιασδήποτε από τις περιόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρμόδια αρχή αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει τυχόν απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού και στη συνέχεια λαμβάνει απόφαση που συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ. Οι χρονικές περίοδοι που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου θεωρούνται οι περίοδοι συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός από την παραλαβή της παραπομπής στην ΕΑΤ. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.
Οι αποφάσεις παρουσιάζονται σε έγγραφο που περιέχει πλήρη αιτιολόγηση και λαμβάνει υπόψη την εκτίμηση κινδύνου, τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμόδιων αρχών, όπως αυτές εκφράστηκαν κατά τις χρονικές περιόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Το έγγραφο υποβάλλεται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας σε όλες τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές και στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ.
Σε περίπτωση που έχει ληφθεί η γνώμη της ΕΑΤ, όλες οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τις συστάσεις της και εξηγούν τυχόν ουσιώδη απόκλιση από αυτές.
Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου επικαιροποιούνται σε ετήσια βάση ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ, ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών υποβάλλει γραπτό και πλήρως αιτιολογημένο αίτημα προς την αρχή ενοποιημένης εποπτείας προκειμένου να επικαιροποιήσει την απόφαση για την εφαρμογή του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και των άρθρων 104β και 105. Στις εν λόγω εξαιρετικές περιπτώσεις, η επικαιροποίηση μπορεί να αντιμετωπίζεται σε διμερή βάση μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και της αιτούσας αρμόδιας αρχής.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Ιουλίου 2014.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 114
Απαιτούμενες πληροφορίες σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης
Στην περίπτωση που κεντρική τράπεζα του ΕΣΚΤ αντιληφθεί κατάσταση που περιγράφεται στο πρώτο εδάφιο, ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 112 και την ΕΑΤ.
Στο μέτρο του δυνατού, η αρμόδια αρχή και η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 58 παράγραφος 4 χρησιμοποιούν υπάρχοντες διαύλους επικοινωνίας.
Άρθρο 115
Ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας
Βάσει των ρυθμίσεων αυτών μπορούν να ανατεθούν πρόσθετα καθήκοντα στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και να προσδιοριστούν διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων και τη συνεργασία με άλλες αρμόδιες αρχές.
Άρθρο 116
Σώματα εποπτών
Η ΕΑΤ συμβάλλει στην προώθηση και παρακολούθηση της αποδοτικής, αποτελεσματικής και συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εποπτών τους παρόντος άρθρου σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Με αυτόν το στόχο, η ΕΑΤ συμμετέχει κατά περίπτωση και θεωρείται αρμόδια αρχή για τον συγκεκριμένο σκοπό.
Τα σώματα εποπτών παρέχουν ένα πλαίσιο για την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, για την εκτέλεση των κάτωθι εργασιών:
ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τους και με την ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010,
συμφωνία σχετικά με την εκούσια ανάθεση εργασιών και την εκούσια ανάθεση αρμοδιοτήτων, κατά περίπτωση,
καθορισμός προγραμμάτων εποπτικής εξέτασης του άρθρου 99 που βασίζονται σε εκτίμηση κινδύνου του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 97,
αύξηση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας με κατάργηση της μη απαραίτητης επικάλυψης των εποπτικών απαιτήσεων, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τις αιτήσεις πληροφοριών που μνημονεύονται στο άρθρο 114 και στο άρθρο 117 παράγραφος 3,
συνεπής εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας βάσει της παρούσας οδηγίας και βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε όλες τις οντότητες ενός ομίλου ιδρυμάτων, με την επιφύλαξη των διαθέσιμων στο ενωσιακό δίκαιο εναλλακτικών επιλογών και διακριτικών ευχερειών,
εφαρμογή του άρθρου 112 παράγραφος 1 στοιχείο γ), λαμβάνοντας υπόψη το έργο άλλων φορέων που έχουν ενδεχομένως δημιουργηθεί στον τομέα αυτόν.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2014.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Η ΕΑΤ υποβάλλει αυτά τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2014.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών η οποία έχει λάβει έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 21α μπορεί να συμμετέχει στο σχετικό σώμα εποπτών.
Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ αρμόδιων αρχών σχετικά με τη λειτουργία των σωμάτων εποπτών, οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες αρχές μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να συνδράμει τις αρμόδιες αρχές στην περίπτωση διαφωνίας σχετικά με τη λειτουργία των σωμάτων εποπτείας δυνάμει του παρόντος άρθρου και αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του εν λόγω κανονισμού.
Άρθρο 116α
Προσβασιμότητα πληροφοριών στο ευρωπαϊκό ενιαίο σημείο πρόσβασης
Από τις 10 Ιανουαρίου 2030, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 68 παράγραφοι 1 και 2 και στο άρθρο 131 παράγραφος 12 της παρούσας οδηγίας καθίστανται προσβάσιμες στο ευρωπαϊκό ενιαίο σημείο πρόσβασης (ΕΕΣΠ) που θεσπίστηκε δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2023/2859 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 19 ). Προς τον σκοπό αυτό, ο φορέας συλλογής, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 2) του εν λόγω κανονισμού, είναι η αρμόδια αρχή ή η ορισθείσα αρχή.
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες συμμορφώνονται τις ακόλουθες απαιτήσεις:
υποβάλλονται σε μορφότυπο με δυνατότητα εξαγωγής δεδομένων, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 3) του κανονισμού (ΕΕ) 2023/2859·
συνοδεύονται από τα ακόλουθα μεταδεδομένα:
όλες τις επωνυμίες του φυσικού προσώπου ή ιδρύματος το οποίο αφορούν οι πληροφορίες·
κατά περίπτωση, τον αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας του ιδρύματος, όπως ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 4 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2023/2859·
το είδος των πληροφοριών, όπως ταξινομούνται σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 4 στοιχείο γ) του εν λόγω κανονισμού·
ένδειξη του κατά πόσον οι πληροφορίες περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.
Άρθρο 117
Υποχρεώσεις συνεργασίας
Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΤ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που της είναι απαραίτητες για να επιτελέσει το έργο που έχει βάσει της παρούσας οδηγίας, βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Οι πληροφορίες για τις οποίες γίνεται λόγος στο πρώτο εδάφιο θεωρούνται ουσιώδεις αν μπορούν να επηρεάσουν ουσιαστικά την εκτίμηση της χρηματοοικονομικής υγείας ενός ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος σε άλλο κράτος μέλος.
Συγκεκριμένα, οι αρχές ενοποιημένης εποπτείας μητρικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην ΕΕ και ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ ή μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ παρέχουν κάθε σχετική πληροφορία στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών που ασκούν εποπτεία επί θυγατρικών των εν λόγω μητρικών επιχειρήσεων. Κατά τον προσδιορισμό της έκτασης των σχετικών πληροφοριών, λαμβάνεται υπόψη η σπουδαιότητα των εν λόγω θυγατρικών για το χρηματοοικονομικό σύστημα των κρατών μελών αυτών.
Οι ουσιώδεις πληροφορίες στις οποίες αναφέρεται το πρώτο εδάφιο περιλαμβάνουν, ειδικότερα, τα εξής:
τον προσδιορισμό της νομικής δομής, της δομής διακυβέρνησης περιλαμβανομένης της οργανωτικής δομής, που καλύπτουν όλες τις ρυθμιζόμενες και μη ρυθμιζόμενες οντότητες, τα μη ρυθμιζόμενα θυγατρικά και σημαντικά υποκαταστήματα που ανήκουν στον όμιλο, τις μητρικές επιχειρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 3, το άρθρο 74 παράγραφος 1 και το άρθρο 109 παράγραφος 2 και τις αρμόδιες αρχές των ρυθμιζόμενων οντοτήτων του ομίλου,
διαδικασίες συλλογής πληροφοριών από τα ιδρύματα ενός ομίλου και τον έλεγχο αυτών των πληροφοριών,
αρνητικές εξελίξεις σε ιδρύματα ή άλλα νομικά πρόσωπα ενός ομίλου που δύνανται να επηρεάσουν σοβαρά τα ιδρύματα,
σημαντικές κυρώσεις και έκτακτα μέτρα που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, περιλαμβανομένης της επιβολής ειδικής κεφαλαιακής απαίτησης βάσει του άρθρου 104 και της επιβολής οποιουδήποτε ορίου όσον αφορά τη χρήση της Εξελιγμένης Μεθόδου Μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια βάσει του άρθρου 312 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παραπέμπουν στην ΕΑΤ οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
μια αρμόδια αρχή δεν έχει διαβιβάσει απαραίτητες πληροφορίες,
ένα αίτημα συνεργασίας, ιδιαίτερα για την ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών, απορρίφθηκε ή δεν απαντήθηκε εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.
Με την επιφύλαξη του άρθρου 258 της Συνθήκης, σε αυτές τις καταστάσεις η ΕΑΤ μπορεί να ενεργεί σύμφωνα με τις εξουσίες που της παρέχονται με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να συνδράμει τις αρμόδιες αρχές στη διαμόρφωση πρακτικών συνεπούς συνεργασίας και με δική της πρωτοβουλία σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του εν λόγω κανονισμού.
Προτού λάβουν απόφαση, οι εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές διαβουλεύονται μεταξύ τους όσον αφορά τα ακόλουθα θέματα, όταν η εν λόγω απόφαση έχει συνέπειες για τα εποπτικά καθήκοντα άλλων αρμόδιων αρχών:
μεταβολές στη μετοχική, οργανωτική ή διαχειριστική διάρθρωση των πιστωτικών ιδρυμάτων ενός ομίλου που απαιτούν την έγκριση ή την άδεια των αρμόδιων αρχών και
σημαντικές κυρώσεις και έκτακτα μέτρα που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, περιλαμβανομένης της επιβολής συγκεκριμένης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 104 και της επιβολής οποιουδήποτε ορίου όσον αφορά τη χρήση της Εξελιγμένης Μεθόδου Μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια βάσει του άρθρου 312 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
Για τους σκοπούς του στοιχείου β), ζητείται πάντοτε η γνώμη της αρχής ενοποιημένης εποπτείας.
Ωστόσο, μια αρμόδια αρχή δύναται να αποφασίσει να μην διαβουλευθεί με άλλες αρμόδιες αρχές σε επείγουσες περιπτώσεις ή σε περιπτώσεις που μια τέτοια διαβούλευση θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα της απόφασής της. Στις περιπτώσεις αυτές, η αρμόδια αρχή ενημερώνει, αμελλητί, τις άλλες αρμόδιες αρχές αφού λάβει την απόφασή της.
Η ΕΑΤ μπορεί να συνδράμει τις αρμόδιες αρχές στην περίπτωση διαφωνίας σχετικά με το συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων δυνάμει του παρόντος άρθρου ιδία πρωτοβουλία, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 118
Έλεγχος πληροφοριών σχετικά με οντότητες σε άλλα κράτη μέλη
Όταν, στο πλαίσιο της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους επιθυμούν, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να ελέγξουν πληροφορίες σχετικά με ένα ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, χρηματοδοτικό ίδρυμα, επιχείρηση παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών, εταιρεία συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων ή θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 125 ή θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 119 παράγραφος 3, τα οποία είναι εγκατεστημένα σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να ζητήσουν από τις αρμόδιες αρχές του άλλου κράτους μέλους τη διενέργεια του ελέγχου αυτού. Οι αρχές οι οποίες έλαβαν την αίτηση, οφείλουν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους να δώσουν συνέχεια είτε διενεργώντας οι ίδιες τον έλεγχο αυτόν, είτε επιτρέποντας στις αρχές που υπέβαλαν την αίτηση να διενεργήσουν εκείνες τον έλεγχο, είτε επιτρέποντας τη διενέργειά του από ελεγκτή ή εμπειρογνώμονα. Όταν η αρμόδια αρχή που υπέβαλε το αίτημα δεν πραγματοποιεί η ίδια τον έλεγχο, μπορεί, εάν το επιθυμεί, να συμμετέχει στον έλεγχο.
Άρθρο 119
Ένταξη εταιρειών συμμετοχών σε ενοποιημένη εποπτεία
Άρθρο 120
Εποπτεία μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης των κανονιστικών τεχνικών προτύπων του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
Άρθρο 121
Επάρκεια διευθυντικών στελεχών
Τα κράτη μέλη απαιτούν τα μέλη του διοικητικού οργάνου μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών να έχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ήθους και την αναγκαία γνώση, ικανότητες και πείρα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 91 παράγραφος 1, για την άσκηση των καθηκόντων τους, λαμβανομένου υπόψη του ειδικού ρόλου μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.
Άρθρο 122
Αιτήματα για πληροφορίες και επιθεωρήσεις
Άρθρο 123
Εποπτεία
Άρθρο 124
Ανταλλαγή πληροφοριών
Όταν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η μητρική επιχείρηση δεν ασκούν οι ίδιες την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το άρθρο 111, μπορούν να κληθούν από τις αρμόδιες προς άσκηση της ενοποιημένης εποπτείας αρχές να ζητήσουν από τη μητρική πληροφορίες που αφορούν την άσκηση της ενοποιημένης εποπτείας και να τις διαβιβάσουν στις αρχές αυτές.
Επίσης τα κράτη μέλη επιτρέπουν την ανταλλαγή, μεταξύ των αρμόδιων αρχών, των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 112, υπό τον όρο ότι η συλλογή ή η κατοχή πληροφοριακών στοιχείων δεν συνεπάγεται ότι οι αρμόδιες αρχές ασκούν εποπτεία στη μικτή εταιρεία συμμετοχών και τις θυγατρικές της που δεν αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα ή στις θυγατρικές που αναφέρονται στο άρθρο 119 παράγραφος 3.
Άρθρο 125
Συνεργασία
Όταν, σύμφωνα με το άρθρο 111 της παρούσας οδηγίας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενός ομίλου με μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών είναι διαφορετική από τον συντονιστή που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και ο συντονιστής συνεργάζονται με σκοπό την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένη βάση. Προκειμένου να διευκολυνθεί και να καταστεί αποτελεσματική η συνεργασία, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και ο συντονιστής συνάπτουν γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας.
Άρθρο 126
Κυρώσεις
Σύμφωνα με το κεφάλαιο 1 τμήμα IV του παρόντος τίτλου, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι δοικητικές κυρώσεις ή άλλα δοικητικά μέτρα που στοχεύουν στην παύση διαπιστωμένων παραβάσεων ή των αιτίων αυτών των παραβάσεων μπορούν να επιβληθούν σε χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών και μικτές εταιρείες συμμετοχών ή στα υπεύθυνα διευθυντικά στελέχη τους που έχουν παραβεί νόμους, κανονισμούς ή διοικητικές διατάξεις μεταφοράς του παρόντος κεφαλαίου.
Άρθρο 127
Εκτίμηση της ισοδυναμίας τρίτων χωρών στην ενοποιημένη εποπτεία
Η εκτίμηση πραγματοποιείται από την αρμόδια αρχή που θα ήταν υπεύθυνη για την ενοποιημένη εποπτεία εάν ίσχυε η παράγραφος 3, κατόπιν αιτήματος της μητρικής επιχείρησης ή μιας από τις ρυθμιζόμενες οντότητες με άδεια λειτουργίας στην Ένωση ή με δική της πρωτοβουλία. Η εν λόγω αρμόδια αρχή συμβουλεύεται τις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές.
Η αρμόδια αρχή που διεξάγει την εκτίμηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 λαμβάνει υπόψη της οποιαδήποτε σχετική καθοδήγηση. Για τον σκοπό αυτό, η αρμόδια αρχή συμβουλεύεται την ΕΑΤ προτού λάβει απόφαση.
Οι εν λόγω εποπτικές τεχνικές συμφωνούνται από την αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την ενοποιημένη εποπτεία, έπειτα από διαβούλευση με τις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές.
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν ιδίως να ζητούν τη δημιουργία χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που να έχει την έδρα της στην Ένωση και να εφαρμόζουν τις διατάξεις για την ενοποιημένη εποπτεία στην ενοποιημένη θέση της εν λόγω χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή στην ενοποιημένη θέση των ιδρυμάτων της εν λόγω μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.
Οι εποπτικές τεχνικές είναι σχεδιασμένες έτσι ώστε να επιτυγχάνουν τους στόχους της ενοποιημένης εποπτείας, όπως καθορίζονται στο παρόν κεφάλαιο, και κοινοποιούνται στις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, την ΕΑΤ και την Επιτροπή.
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 4
Κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας
Άρθρο 128
Ορισμοί
Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου ισχύουν οι κάτωθι ορισμοί:
ως «απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου» νοούνται τα ίδια κεφάλαια που ένα ίδρυμα οφείλει να τηρεί σύμφωνα με το άρθρο 129,
ως «αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα» νοούνται τα ίδια κεφάλαια που ένα ίδρυμα οφείλει να τηρεί σύμφωνα με το άρθρο 130,
ως «απόθεμα ασφαλείας G-SII» νοούνται τα ίδια κεφάλαια που πρέπει να τηρούνται σύμφωνα με το άρθρο 131 παράγραφος 4,
ως «απόθεμα ασφαλείας O-SII» νοούνται τα ίδια κεφάλαια που πρέπει να τηρούνται σύμφωνα με το άρθρο 131 παράγραφος 5,
ως «απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου» νοούνται τα ίδια κεφάλαια που ένα ίδρυμα οφείλει ή ενδέχεται να υποχρεωθεί να τηρεί σύμφωνα με το άρθρο 133,
ως «συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας» νοείται το συνολικό κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το οποίο χρειάζεται για την εκπλήρωση της απαίτησης τήρησης αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου, στο οποίο προστίθενται τα εξής, κατά περίπτωση:
αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα,
απόθεμα ασφαλείας G-SII,
απόθεμα ασφαλείας O-SII,
απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου,
ως «ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας» νοείται ο συντελεστής που πρέπει να εφαρμόσουν τα ιδρύματα για να υπολογίσουν το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα, όπως ορίζεται βάσει των άρθρων 136 και 137 ή από σχετική αρχή τρίτης χώρας, κατά περίπτωση,
ως «ίδρυμα με εγχώρια άδεια» νοείται ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος και ως προς το οποίο μια συγκεκριμένη εντεταλμένη αρχή ευθύνεται για τον ορισμό του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας,
ως «οδηγός αποθέματος ασφαλείας» νοείται σημείο αναφοράς αποθέματος ασφαλείας που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 135 παράγραφος 1.
Τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, το οποίο τηρείται προκειμένου να πληρούνται η συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που προβλέπεται στο σημείο 6) του πρώτου εδαφίου του παρόντος άρθρου, οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις του άρθρου 92 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 104α της παρούσας οδηγίας για την αντιμετώπιση άλλων κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης και την καθοδήγηση που κοινοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 104β παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης.
Τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το οποίο τηρείται προκειμένου να πληρούται ένα εκ των στοιχείων της οικείας συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ώστε να πληρούν άλλα εφαρμοστέα στοιχεία της οικείας συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας.
Τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το οποίο τηρείται προκειμένου να πληρούται η συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που αναφέρεται στο σημείο 6) του πρώτου εδαφίου του παρόντος άρθρου, ώστε να πληρούν τις βάσει κινδύνου συνιστώσες των απαιτήσεων των άρθρων 92α και 92β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και των άρθρων 45γ και 45δ της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.
▼M6 —————
Άρθρο 129
Απαιτήσεις τήρησης αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου
▼M6 —————
Άρθρο 130
Απαίτηση τήρησης αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα
▼M6 —————
Άρθρο 131
Παγκόσμια και άλλα συστημικά σημαντικά ιδρύματα
Τα G-SII είναι οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:
ένας όμιλος με επικεφαλής ένα εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό ίδρυμα, μια εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή μια εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή
ένα ίδρυμα που δεν είναι θυγατρική εγκατεστημένου στην ΕΕ μητρικού ιδρύματος, εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.
Τα Ο-SII μπορούν να αποτελούν είτε ίδρυμα είτε όμιλο με επικεφαλής ένα εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό ίδρυμα, μια εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μια εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, ένα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος μητρικό ίδρυμα, μια εγκατεστημένη σε κράτος μέλος μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μια εγκατεστημένη σε κράτος μέλος μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.
Η μέθοδος προσδιορισμού των G-SII βασίζεται στις ακόλουθες κατηγορίες:
μέγεθος του ομίλου,
διασύνδεση του ομίλου με το χρηματοοικονομικό σύστημα,
δυνατότητα υποκατάστασης των υπηρεσιών ή της χρηματοοικονομικής υποδομής που παρέχει ο όμιλος,
πολυπλοκότητα του ομίλου,
διασυνοριακή δραστηριότητα του ομίλου, περιλαμβανομένης της διασυνοριακής αρμοδιότητας μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κράτους μέλους και τρίτης χώρας.
Κάθε κατηγορία έχει ίσο βάρος και αποτελείται από δείκτες που μπορούν να εκφρασθούν ποσοτικά.
Από την εφαρμογή της μεθόδου προκύπτει συνολική βαθμολογία για κάθε οντότητα της παραγράφου 1 που εκτιμάται, πράγμα που επιτρέπει τον προσδιορισμό και την κατάταξη των G-SII σε υποκατηγορία σύμφωνα με την παράγραφο 9.
Η πρόσθετη μεθοδολογία προσδιορισμού των G-SII βασίζεται στις ακόλουθες κατηγορίες:
τις κατηγορίες που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου,
διασυνοριακή δραστηριότητα του ομίλου, εξαιρουμένων των δραστηριοτήτων του ομίλου σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη όπως αναφέρονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 20 ).
Κάθε κατηγορία έχει ίσο βάρος και αποτελείται από δείκτες που μπορούν να εκφραστούν ποσοτικά. Για τις κατηγορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου, οι δείκτες πρέπει να είναι οι ίδιοι με εκείνους των αντίστοιχων δεικτών που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 2.
Από την εφαρμογή πρόσθετης μεθοδολογίας προσδιορισμού προκύπτει πρόσθετη συνολική βαθμολογία για κάθε οντότητα της παραγράφου 1 που αξιολογείται, βάσει της οποίας οι αρμόδιες ή εντεταλμένες αρχές μπορούν να λάβουν ένα από τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 10 στοιχείο γ).
Τα O-SII προσδιορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1. Η συστημική σημασία εκτιμάται με βάση μερικά τουλάχιστον από τα ακόλουθα κριτήρια:
μέγεθος,
σημασία για την οικονομία της Ένωσης ή του σχετικού κράτους μέλους,
σημασία των διασυνοριακών δραστηριοτήτων,
διασύνδεση του ιδρύματος ή ομίλου με το χρηματοοικονομικό σύστημα.
Η ΕΑΤ, κατόπιν διαβούλευσης με το ΕΣΣΚ, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, έως την 1η Ιανουαρίου 2015 σχετικά με τα κριτήρια προσδιορισμού των όρων εφαρμογής της παρούσας παραγράφου σε σχέση με την εκτίμηση των O-SII. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές λαμβάνουν υπόψη τα διεθνή πλαίσια των εγχώριων συστημικώς σημαντικών ιδρυμάτων και τις ενωσιακές και τις εθνικές ιδιομορφίες.
Η ΕΑΤ, κατόπιν διαβούλευσης με το ΕΣΣΚ, υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με την ενδεδειγμένη μεθοδολογία σχεδιασμού και βαθμονόμησης των ποσοστών αποθεμάτων ασφαλείας των O-SII.
Εντός έξι εβδομάδων από την παραλαβή της γνωστοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου, το ΕΣΣΚ παρέχει στην Επιτροπή γνωμοδότηση στην οποία εκτιμά αν το απόθεμα ασφαλείας O-SII κρίνεται κατάλληλο. Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να παράσχει γνωμοδότηση στην Επιτροπή σχετικά με το απόθεμα ασφαλείας σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Εντός τριών μηνών αφότου το ΕΣΣΚ προωθήσει τη σύμφωνα με την παράγραφο 7 γνωστοποίηση στην Επιτροπή, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την εκτίμηση του ΕΣΣΚ και της ΕΑΤ, κατά περίπτωση, και εφόσον είναι πεπεισμένη ότι το απόθεμα ασφαλείας O-SII δεν προκαλεί δυσανάλογες δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοοικονομικού συστήματος άλλων κρατών μελών ή της Ένωσης συνολικά οι οποίες δημιουργούν ή θέτουν εμπόδια στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, εγκρίνει πράξη με την οποία εξουσιοδοτείται η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή να θεσπίσει το προτεινόμενο μέτρο.
Η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή, όταν απαιτεί την τήρηση αποθέματος ασφαλείας O-SII, συμμορφώνεται προς τα ακόλουθα:
το απόθεμα ασφαλείας O-SII δεν πρέπει να προκαλεί δυσανάλογες δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοοικονομικού συστήματος άλλων κρατών μελών ή της Ένωσης συνολικά, σχηματίζοντας ή δημιουργώντας εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς,
το απόθεμα ασφαλείας O-SII πρέπει να επανεξετάζεται από την αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή τουλάχιστον ετησίως.
Η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή, πριν καθορίσει ή ανακαθορίσει απόθεμα ασφαλείας O-SII, το γνωστοποιεί στο ΕΣΣΚ ένα μήνα πριν από τη δημοσίευση της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 5 και το γνωστοποιεί στο ΕΣΣΚ τρεις μήνες πριν από τη δημοσίευση της απόφασης της αρμόδιας ή εντεταλμένης αρχής που αναφέρεται στην παράγραφο 5α. Το ΕΣΣΚ προωθεί τις εν λόγω γνωστοποιήσεις χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών. Οι εν λόγω γνωστοποιήσεις καθορίζουν αναλυτικά:
οι λόγοι για τους οποίους το απόθεμα ασφαλείας O-SII θεωρείται πιθανώς αποτελεσματικό και αναλογικό για τον μετριασμό του κινδύνου,
η εκτίμηση του πιθανού θετικού ή αρνητικού αντικτύπου του αποθέματος ασφαλείας O-SII στην εσωτερική αγορά βάσει των πληροφοριών που διαθέτει το κράτος μέλος,
το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας O-SII που επιθυμεί να καθορίσει το κράτος μέλος.
Με την επιφύλαξη του άρθρου 133 και της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, όταν ένα O-SII είναι θυγατρική G-SII ή O-SII που αποτελεί είτε ίδρυμα είτε όμιλο με επικεφαλής μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και υπόκειται σε απόθεμα ασφαλείας O-SII σε ενοποιημένη βάση, το απόθεμα ασφαλείας που εφαρμόζεται σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση στο O-SII δεν υπερβαίνει το χαμηλότερο από τα κατωτέρω:
το άθροισμα του μεγαλύτερου ποσοστού αποθέματος ασφαλείας G-SII ή O-SII που εφαρμόζεται στον όμιλο σε ενοποιημένη βάση και του 1 % του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και
3 % του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή το ποσοστό που ενέκρινε η Επιτροπή να εφαρμοστεί στον όμιλο σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με την παράγραφο 5α του παρόντος άρθρου.
Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 9 και χρησιμοποιώντας τις υποκατηγορίες και τις οριακές βαθμολογίες που αναφέρονται στην παράγραφο 9, η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή μπορεί, κατά την άσκηση ορθής εποπτικής κρίσης:
να ανακατατάσσει ένα G-SII από κατώτερη υποκατηγορία σε ανώτερη υποκατηγορία,
να κατατάσσει οντότητα κατά την παράγραφο 1 που έχει συνολική βαθμολογία όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 χαμηλότερη από την οριακή βαθμολογία της κατώτατης υποκατηγορίας σε αυτήν την υποκατηγορία ή σε ανώτερη υποκατηγορία, προσδιορίζοντάς την κατ' αυτό τον τρόπο ως G-SII,
λαμβάνοντας υπόψη τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης, επί τη βάσει της πρόσθετης συνολικής βαθμολογίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2α, να ανακατατάσσει ένα G-SII από ανώτερη υποκατηγορία σε κατώτερη υποκατηγορία.
▼M5 —————
Η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή επανεξετάζει ετησίως τον προσδιορισμό των G-SII και O-SII και την κατάταξη των G-SII στις αντίστοιχες υποκατηγορίες και γνωστοποιεί το αποτέλεσμα στο σχετικό συστημικώς σημαντικό ίδρυμα και στο ΕΣΣΚ, το οποίο διαβιβάζει τα αποτελέσματα στην Επιτροπή και την ΕΑΤ χωρίς καθυστέρηση. Η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή δημοσιοποιεί τον ενημερωμένο κατάλογο των προσδιοριζόμενων συστημικώς σημαντικών ιδρυμάτων και την υποκατηγορία στην οποία κατατάσσεται κάθε προσδιοριζόμενο G-SII.
▼M5 —————
Όταν το άθροισμα του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, όπως υπολογίζεται για τους σκοπούς του άρθρου 133 παράγραφος 10, 11 ή 12 και του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας O-SII ή του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας G-SII στο οποίο υπόκειται το ίδιο ίδρυμα είναι υψηλότερο του 5 %, εφαρμόζεται η διαδικασία της παραγράφου 5α του παρόντος άρθρου.
▼M5 —————
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 30 Ιουνίου 2014.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
▼M5 —————
Άρθρο 133
Απαιτήσεις τήρησης αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου
Τα ιδρύματα υπολογίζουν το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου ως εξής:
όπου:
BSR = το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου,
rT = το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας που εφαρμόζεται στο συνολικό ποσό ανοιγμάτων σε κίνδυνο ενός ιδρύματος,
ET = το συνολικό ποσό ανοιγμάτων σε κίνδυνο ενός ιδρύματος υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
i = ο δείκτης που δηλώνει το υποσύνολο των ανοιγμάτων και αναφέρεται στην παράγραφο 5,
ri = το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας που εφαρμόζεται στο ποσό ανοιγμάτων σε κίνδυνο του υποσυνόλου ανοιγμάτων i και
Ei = το ποσό ανοιγμάτων σε κίνδυνο ενός ιδρύματος για το υποσύνολο ανοιγμάτων i υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
Το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου μπορεί να εφαρμόζεται στα εξής:
όλα τα ανοίγματα στο κράτος μέλος που ορίζει το εν λόγω απόθεμα,
τα ακόλουθα τομεακά ανοίγματα στο κράτος μέλος που ορίζει το εν λόγω απόθεμα:
όλα τα ανοίγματα λιανικής σε φυσικά πρόσωπα που εξασφαλίζονται με ακίνητα προοριζόμενα για κατοικία,
όλα τα ανοίγματα σε νομικά πρόσωπα που εξασφαλίζονται με υποθήκες σε εμπορική ακίνητη περιουσία,
όλα τα ανοίγματα σε νομικά πρόσωπα εξαιρουμένων αυτών που ορίζονται στο σημείο ii),
όλα τα ανοίγματα σε φυσικά πρόσωπα εξαιρουμένων αυτών που ορίζονται στο σημείο i),
όλα τα ανοίγματα σε άλλα κράτη μέλη, με την επιφύλαξη των παραγράφων 12 και 15,
τα τομεακά ανοίγματα σε άλλα κράτη μέλη, όπως ορίζονται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου, με μόνο σκοπό την αναγνώριση ποσοστού αποθέματος ασφαλείας που έχει οριστεί από άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 134,
ανοίγματα σε τρίτες χώρες,
υποτομείς κάθε μιας από τις κατηγορίες ανοιγμάτων που προσδιορίζονται στο στοιχείο β).
Η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, όταν απαιτεί την τήρηση αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, συμμορφώνεται προς τα ακόλουθα:
το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν προκαλεί δυσανάλογες δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοοικονομικού συστήματος άλλων κρατών μελών ή της Ένωσης συνολικά, σχηματίζοντας ή δημιουργώντας εμπόδιο στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς,
το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου επανεξετάζεται από την αρμόδια αρχή ή την εντεταλμένη αρχή τουλάχιστον ανά διετία,
το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση κινδύνων που καλύπτονται από τα άρθρα 130 και 131.
Όταν το ίδρυμα στο οποίο εφαρμόζονται ένα ή περισσότερα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου αποτελεί θυγατρική μητρικής εταιρείας εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή ειδοποιεί επίσης τις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους.
Όταν ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου εφαρμόζεται σε ανοίγματα σε τρίτες χώρες, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, ειδοποιεί επίσης το ΕΣΣΚ. Το ΕΣΣΚ προωθεί τις εν λόγω ειδοποιήσεις χωρίς καθυστέρηση στις εποπτικές αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών.
Οι εν λόγω ειδοποιήσεις καθορίζουν αναλυτικά:
τους μακροπροληπτικούς ή συστημικούς κινδύνους στο κράτος μέλος,
τους λόγους για τους οποίους η διάσταση των μακροπροληπτικών ή συστημικών κινδύνων απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος σε εθνικό επίπεδο, με αιτιολόγηση του ποσοστού του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου,
τους λόγους για τους οποίους το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου θεωρείται ότι είναι πιθανό να είναι αποτελεσματικό και αναλογικό για τον μετριασμό του κινδύνου,
εκτίμηση του πιθανού θετικού ή αρνητικού αντικτύπου του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου στην εσωτερική αγορά βάσει των πληροφοριών που διαθέτει το κράτος μέλος,
το ποσοστό ή τα ποσοστά του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, προτίθεται να επιβάλει και τα ανοίγματα στα οποία εφαρμόζονται τα ποσοστά και τα ιδρύματα που υπόκεινται στα ποσοστά αυτά,
όταν το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου εφαρμόζεται σε όλα τα ανοίγματα, έκθεση των λόγων για τους οποίους η αρχή θεωρεί ότι το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν επικαλύπτει τη λειτουργία του αποθέματος ασφαλείας O-SII που προβλέπεται στο άρθρο 131.
Σε περίπτωση που η απόφαση να καθοριστεί ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου συνεπάγεται μείωση ή δεν συνεπάγεται αλλαγή σε σύγκριση με το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας που είχε καθοριστεί προηγουμένως, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, συμμορφώνεται μόνο με την παρούσα παράγραφο.
Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η αναγνώριση ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που ορίζει άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 134 δεν προσμετράται για το όριο του 3 %.
Όταν η γνωμοδότηση της Επιτροπής είναι αρνητική, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, του κράτους μέλους που ορίζει το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου συμμορφώνεται με τη γνώμη αυτή ή αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν το πράττει.
Όταν ένα ίδρυμα στο οποίο εφαρμόζονται ένα ή περισσότερα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου αποτελεί θυγατρική μητρικής εταιρείας εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή ζητεί στην ειδοποίηση που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 9 σύσταση από την Επιτροπή και το ΕΣΣΚ.
Η Επιτροπή και το ΕΣΣΚ παρέχουν το καθένα τις οικείες συστάσεις εντός έξι μηνών από την παραλαβή της ειδοποίησης.
Όταν οι αρχές της θυγατρικής και της μητρικής διαφωνούν ως προς το ποσοστό ή τα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που είναι εφαρμοστέα στο εν λόγω ίδρυμα και στην περίπτωση αρνητικής σύστασης τόσο της Επιτροπής όσο και του ΕΣΣΚ, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η απόφαση καθορισμού του ποσοστού ή των ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου για τα εν λόγω ανοίγματα αναστέλλεται έως ότου λάβει απόφαση η ΕΑΤ.
Εντός έξι εβδομάδων από την παραλαβή της ειδοποίησης της παραγράφου 9 του παρόντος άρθρου, το ΕΣΣΚ παρέχει στην Επιτροπή γνώμη στην οποία εκτιμά αν το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου κρίνεται κατάλληλο. Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να παράσχει γνωμοδότηση στην Επιτροπή σχετικά με το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Εντός τριών μηνών από την παραλαβή της ειδοποίησης της παραγράφου 9, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την εκτίμηση του ΕΣΣΚ και της ΕΑΤ, κατά περίπτωση, και εφόσον είναι πεπεισμένη ότι το ποσοστό ή τα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν προκαλούν δυσανάλογες δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοοικονομικού συστήματος άλλων κρατών μελών ή της Ένωσης συνολικά, σχηματίζοντας ή δημιουργώντας εμπόδιο στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, εκδίδει πράξη με την οποία εξουσιοδοτείται η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, να θεσπίσει το προτεινόμενο μέτρο.
Κάθε αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, ανακοινώνει τον καθορισμό ή τον ανακαθορισμό ενός ή περισσότερων ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου με δημοσίευση σε κατάλληλο ιστότοπο. Η εν λόγω δημοσίευση περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:
το ποσοστό ή τα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου,
τα ιδρύματα στα οποία εφαρμόζεται το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου,
τα ανοίγματα στα οποία εφαρμόζεται το ποσοστό ή τα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου,
αιτιολόγηση για τον καθορισμό ή ανακαθορισμό του ποσοστού ή των ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου,
την ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματα εφαρμόζουν τον καθορισμό ή ανακαθορισμό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου και
τα ονόματα των χωρών στις οποίες τα ανοίγματα στις εν λόγω χώρες αναγνωρίζονται στο απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου.
Όταν η αιτιολόγηση των πληροφοριών που αναφέρεται στο στοιχείο δ) του πρώτου εδαφίου θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, οι εν λόγω πληροφορίες δεν περιλαμβάνονται στη δημοσίευση.
Αν η εφαρμογή των περιορισμών της διανομής κερδών οδηγεί σε ανεπαρκή βελτίωση του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος υπό το πρίσμα του οικείου συστημικού κινδύνου, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να λαμβάνουν πρόσθετα μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 64.
Άρθρο 134
Αναγνώριση ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου
Άρθρο 135
Καθοδήγηση του ΕΣΣΚ για τον καθορισμό ποσοστών αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας
Το ΕΣΣΚ δύναται να παρέχει καθοδήγηση, με τη μορφή συστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, στις εντεταλμένες αρχές των κρατών μελών βάσει του άρθρου 136 παράγραφος 1 για τον καθορισμό ποσοστών αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένων:
αρχών για την καθοδήγηση των εντεταλμένων αρχών όταν κρίνουν το κατάλληλο ποσοστό αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι αρχές θα ακολουθούν ορθή προσέγγιση των σχετικών μακροοικονομικών κύκλων και να ενθαρρύνεται η λήψη ορθών και συνεπών αποφάσεων σε όλα τα κράτη μέλη,
γενική καθοδήγηση σχετικά με:
τη μέτρηση και τον υπολογισμό της απόκλισης από τις μακροπρόθεσμες τάσεις των σχέσεων της πίστωσης προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕγχΠ),
τον υπολογισμό οδηγών αποθεμάτων ασφαλείας, όπως προβλέπει το άρθρο 136 παράγραφος 2,
καθοδήγηση σχετικά με μεταβλητές που αποτελούν ένδειξη συγκέντρωσης συστημικού κινδύνου συνδεόμενου με περιόδους υπέρμετρης πιστωτικής επέκτασης σε ένα χρηματοοικονομικό σύστημα, όπως ιδίως η προκείμενη σχέση πίστωσης προς ΑΕγχΠ και η απόκλιση από τη μακροπρόθεσμη τάση της, και σχετικά με άλλους σχετικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της αντιμετώπισης οικονομικών εξελίξεων εντός επιμέρους τομέων της οικονομίας, που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν οι εντεταλμένες αρχές αποφασίζουν το κατάλληλο ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας βάσει του άρθρου 136,
καθοδήγηση σχετικά με τις μεταβλητές, συμπεριλαμβανομένων ποιοτικών κριτηρίων, που αποτελούν ένδειξη ότι το απόθεμα θα πρέπει να τηρηθεί, να μειωθεί ή να αποδεσμευθεί πλήρως.
Άρθρο 136
Καθορισμός ποσοστών αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας
Κάθε εντεταλμένη αρχή υπολογίζει για κάθε τρίμηνο έναν οδηγό αποθέματος ως σημείο αναφοράς που καθοδηγεί την κρίση της για τον καθορισμό του ποσοστού αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας σύμφωνα με την παράγραφο 3. Ο οδηγός αποθέματος αντανακλά, κατά ουσιαστικό τρόπο, τον κύκλο της πίστωσης και τους κινδύνους που οφείλονται στην υπέρμετρη ανάπτυξη της πίστωσης στο κράτος μέλος και λαμβάνει δεόντως υπόψη ιδιομορφίες της εθνικής οικονομίας. Βασίζεται στην απόκλιση της σχέσης της πίστωσης προς το ΑΕγχΠ από τη μακροπρόθεσμη τάση της, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων:
τον δείκτη της ανάπτυξης των επιπέδων πίστωσης εντός του κράτους μέλους και, ειδικότερα, ένα δείκτη που να αντανακλά τις αλλαγές στη σχέση της πίστωσης που παρέχεται σε αυτό το κράτος μέλος προς το ΑΕγχΠ,
οποιαδήποτε υπάρχουσα καθοδήγηση που τηρεί το ΕΣΣΚ σύμφωνα με το άρθρο 135 παράγραφος 1 στοιχείο β).
Κάθε εντεταλμένη αρχή αξιολογεί τη σοβαρότητα του κυκλικού συστημικού κινδύνου και την καταλληλότητα του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για το οικείο κράτος μέλος ανά τρίμηνο και καθορίζει ή προσαρμόζει το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο. Όταν πράττει τα ανωτέρω, κάθε εντεταλμένη αρχή λαμβάνει υπόψη τα εξής:
τον οδηγό αποθέματος που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2,
οποιαδήποτε υπάρχουσα καθοδήγηση που τηρεί το ΕΣΣΚ σύμφωνα με το άρθρο 135 παράγραφος 1 στοιχεία α), γ) και δ) και οποιεσδήποτε συστάσεις έχει εκδώσει το ΕΣΣΚ σχετικά με τον καθορισμό ποσοστού αποθέματος ασφαλείας,
άλλες μεταβλητές τις οποίες η εντεταλμένη αρχή θεωρεί σχετικές για την αντιμετώπιση του κυκλικού συστημικού κινδύνου.
Κάθε εντεταλμένη αρχή δημοσιεύει στον ιστότοπό της ανά τρίμηνο τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:
το ισχύον ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας,
τον σχετικό λόγο πίστωσης προς το ΑΕγχΠ και την απόκλισή του από τη μακροπρόθεσμη τάση,
τον οδηγό αποθέματος ασφαλείας που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2,
αιτιολόγηση αυτού του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας,
όταν αυξάνεται το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας, την ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματα εφαρμόζουν αυτό το αυξημένο ποσοστό αποθέματος για τον σκοπό υπολογισμού του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα,
όταν η ημερομηνία του στοιχείου ε) απέχει λιγότερο από 12 μήνες από την ημερομηνία της δημοσίευσης της παρούσας παραγράφου, αναφορά στις εξαιρετικές συνθήκες που δικαιολογούν τη συντομότερη προθεσμία εφαρμογής,
όταν το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας μειώνεται, την ενδεικτική περίοδο κατά την οποία δεν αναμένεται αύξηση του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας, καθώς και αιτιολόγηση αυτής της περιόδου,
Οι εντεταλμένες αρχές προβαίνουν σε όλες τις εύλογες ενέργειες ώστε να συντονιστεί ο χρόνος αυτής της δημοσίευσης.
Οι εντεταλμένες αρχές κοινοποιούν στο ΕΣΣΚ κάθε αλλαγή του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, μαζί με τις απαιτούμενες πληροφορίες που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο στοιχεία α) έως ζ). Το ΕΣΣΚ δημοσιεύει στον ιστότοπό του όλα αυτά τα ποσοστά αποθεμάτων ασφαλείας και τις σχετικές πληροφορίες που του κοινοποιούνται.
Άρθρο 137
Αναγνώριση των ποσοστών αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας άνω του 2,5 %
Όταν εντεταλμένη αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου αναγνωρίζει ποσοστό αποθέματος ασφαλείας άνω του 2,5 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ανακοινώνει αυτήν την αναγνώριση δημοσιεύοντάς την στον ιστότοπό της. Η ανακοίνωση περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες:
το ισχύον ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας,
το κράτος μέλος ή τις τρίτες χώρες για τα οποία ισχύει,
στις περιπτώσεις αύξησης του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας, την ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματα με άδεια στο κράτος μέλος της εντεταλμένης αρχής πρέπει να εφαρμόσουν αυτό το αυξημένο ποσοστό αποθέματος για τους σκοπούς υπολογισμού του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα,
εάν η ημερομηνία του στοιχείου γ) απέχει λιγότερο από 12 μήνες από την ημερομηνία της ανακοίνωσης της παρούσας παραγράφου, αναφορά στις εξαιρετικές συνθήκες που δικαιολογούν τη συντομότερη προθεσμία εφαρμογής.
Άρθρο 138
Σύσταση του ΕΣΣΚ για τα ποσοστά αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας τρίτης χώρας
Το ΕΣΣΚ δύναται, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, να παρέχει συστάσεις σε εντεταλμένες αρχές σχετικά με το κατάλληλο ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για ανοίγματα σε αυτήν την τρίτη χώρα όπου:
δεν έχει καθορισθεί και δημοσιευθεί ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας από τη σχετική αρχή της τρίτης χώρας για μια τρίτη χώρα («σχετική αρχή τρίτης χώρας») στην οποία τουλάχιστον ένα ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ένωση είναι εκτεθειμένο σε πιστωτικό κίνδυνο,
το ΕΣΣΚ θεωρεί ότι ένα ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας που έχει καθορισθεί και δημοσιευθεί από τη σχετική αρχή τρίτης χώρας για μια τρίτη χώρα δεν επαρκεί για να προστατεύει κατάλληλα τα ιδρύματα της Ένωσης από τους κινδύνους υπέρμετρης πιστωτικής επέκτασης στην εν λόγω χώρα ή μια εντεταλμένη αρχή ενημερώνει το ΕΣΣΚ ότι θεωρεί το ποσοστό αποθεμάτων ασφαλείας ανεπαρκές για τον σκοπό αυτό.
Άρθρο 139
Απόφαση εντεταλμένων αρχών σχετικά με ποσοστά αποθεμάτων ασφαλείας τρίτης χώρας
Κατά την άσκηση της αρμοδιότητας βάσει του πρώτου εδαφίου, η εντεταλμένη αρχή δεν επιτρέπεται να καθορίσει ποσοστό αντικυκλικού περιθωρίου ασφαλείας χαμηλότερο από εκείνο που όρισε η σχετική αρχή τρίτης χώρας, εκτός εάν το τελευταίο υπερβαίνει το 2,5 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 των ιδρυμάτων που είναι εκτεθειμένα σε πιστωτικό κίνδυνο στην εν λόγω τρίτη χώρα.
Για λόγους συνοχής των ποσοστών αποθεμάτων ασφαλείας τρίτης χώρας, το ΕΣΣΚ μπορεί να εκδίδει σχετικές συστάσεις.
Οι εντεταλμένες αρχές δημοσιοποιούν στους ιστοτόπους τους κάθε ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας τρίτης χώρας σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3, μαζί με τα εξής στοιχεία:
το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας και την τρίτη χώρα για την οποία ισχύει,
αιτιολόγηση αυτού του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας,
στις περιπτώσεις που το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας είτε ορίζεται άνω του μηδενός για πρώτη φορά είτε αυξάνεται, την ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματα πρέπει να εφαρμόσουν αυτό το αυξημένο ποσοστό αποθέματος για τους σκοπούς υπολογισμού του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα,
όπου η ημερομηνία του στοιχείου γ) απέχει λιγότερο από 12 μήνες από την ημερομηνία της ανακοίνωσης της παρούσας παραγράφου, αναφορά στις εξαιρετικές συνθήκες που δικαιολογούν τη συντομότερη προθεσμία εφαρμογής.
Άρθρο 140
Υπολογισμός ποσοστών αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα, για τον υπολογισμό κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα, να εφαρμόζουν σε κάθε ισχύον ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας τις απαιτήσεις συνολικών ιδίων κεφαλαίων για πιστωτικό κίνδυνο, υπολογισμένες σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλοι ΙΙ και IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που αφορά τις σχετικές εκθέσεις σε πιστωτικό κίνδυνο στην αντίστοιχη περιοχή, διαιρεμένο δια τις απαιτήσεις συνολικών ιδίων κεφαλαίων για πιστωτικό κίνδυνο που αφορούν όλες τις σχετικές εκθέσεις του ιδρύματος σε πιστωτικό κίνδυνο.
Αν, σύμφωνα με το άρθρο 136 παράγραφος 4, μια εντεταλμένη αρχή ορίσει ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας άνω του 2,5 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα κάτωθι ποσοστά αποθέματος ασφαλείας ισχύουν για τις σχετικές εκθέσεις σε πιστωτικό κίνδυνο εντός του κράτους μέλους της αντίστοιχης εντεταλμένης αρχής («κράτος μέλος Α») για τους σκοπούς του υπολογισμού που απαιτείται από την παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένου, όπου συντρέχει περίπτωση, του υπολογισμού του στοιχείου του ενοποιημένου κεφαλαίου που αφορά το εν λόγω ίδρυμα:
τα ιδρύματα με εγχώρια άδεια θα εφαρμόζουν αυτό το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας άνω του 2,5 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο,
τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος εφαρμόζουν ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας 2,5 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο εάν η εντεταλμένη αρχή στο κράτος μέλος στο οποίο έχουν λάβει άδεια λειτουργίας δεν έχει αναγνωρίσει το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας άνω του 2,5 % σύμφωνα με το άρθρο 137 παράγραφος 1,
τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος εφαρμόζουν το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας που όρισε η εντεταλμένη αρχή στο κράτος μέλος Α εάν η εντεταλμένη αρχή στο κράτος μέλος στο οποίο έχουν λάβει άδεια λειτουργίας έχει αναγνωρίσει το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας σύμφωνα με το άρθρο 137.
Αν το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας που έχει ορίσει η σχετική αρχή τρίτης χώρας για μια τρίτη χώρα είναι άνω του 2,5 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα κάτωθι ποσοστά αποθέματος ασφαλείας ισχύουν για τις σχετικές εκθέσεις σε πιστωτικό κίνδυνο εντός αυτής της τρίτης χώρας για τους σκοπούς του υπολογισμού που απαιτείται από την παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένου, όπου συντρέχει περίπτωση, του υπολογισμού του στοιχείου του ενοποιημένου κεφαλαίου που αφορά το εν λόγω ίδρυμα:
τα ιδρύματα εφαρμόζουν ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας 2,5 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο εάν η εντεταλμένη αρχή στο κράτος μέλος στο οποίο έχουν λάβει άδεια λειτουργίας δεν έχει αναγνωρίσει το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας άνω του 2,5 % σύμφωνα με το άρθρο 137 παράγραφος 1,
τα ιδρύματα εφαρμόζουν το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας που όρισε η σχετική αρχή τρίτης χώρας εάν η εντεταλμένη αρχή στο κράτος μέλος στο οποίο έχουν λάβει άδεια λειτουργίας έχει αναγνωρίσει το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας σύμφωνα με το άρθρο 137.
Οι σχετικές εκθέσεις σε πιστωτικό κίνδυνο περιλαμβάνουν όλες εκείνες τις κατηγορίες έκθεσης, εκτός από όσες αναφέρονται στο άρθρο 112 στοιχεία α) έως στ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι οποίες οφείλουν να πληρούν:
τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για πιστωτικό κίνδυνο βάσει του τρίτου μέρους τίτλος II του εν λόγω κανονισμού,
όπου η έκθεση τηρείται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ειδικούς κινδύνους βάσει του τρίτου μέρους τίτλος IV κεφάλαιο 2 του εν λόγω κανονισμού ή των αυξημένων κινδύνων αθέτησης και μεταβολής της διαβάθμισης βάσει του τρίτου μέρους τίτλος IV κεφάλαιο 5 του εν λόγω κανονισμού,
όπου η έκθεση σε κίνδυνο είναι τιτλοποίηση, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 5 του εν λόγω κανονισμού.
Για τους σκοπούς του υπολογισμού που απαιτείται βάσει της παραγράφου 1:
ένα ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για ένα κράτος μέλος θα ισχύει από την ημερομηνία που ορίζεται στις πληροφορίες που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 136 παράγραφος 7 στοιχείο ε) ή το άρθρο 137 παράγραφος 2 στοιχείο γ), εάν το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης είναι η αύξηση του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας,
με την επιφύλαξη του στοιχείου γ), ένα ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για τρίτη χώρα θα ισχύει 12 μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία η σχετική αρχή τρίτης χώρας ανακοίνωσε αλλαγή του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας, ανεξάρτητα από το εάν η αρχή αυτή απαιτεί από τα ιδρύματα που έχουν ιδρυθεί στην εν λόγω τρίτη χώρα να θέσουν σε ισχύ την αλλαγή εντός συντομότερης προθεσμίας, εάν το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης είναι η αύξηση του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας,
αν η εντεταλμένη αρχή του κράτους μέλους προέλευσης του ιδρύματος ορίσει το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για τρίτη χώρα σύμφωνα με το άρθρο 139 παράγραφος 2 ή 3 η αναγνωρίσει το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για τρίτη χώρα σύμφωνα με το άρθρο 137, αυτό το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας θα ισχύει από την ημερομηνία που ορίζεται στις πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 139 παράγραφος 5 στοιχείο γ) ή το άρθρο 137 παράγραφος 2 στοιχείο γ), εάν το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης είναι η αύξηση του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας,
το ποσοστό του αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας θα πρέπει να τίθεται αμέσως σε ισχύ, εάν το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης είναι η μείωση του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας.
Για τους σκοπούς του στοιχείου β), τυχόν αλλαγή του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για τρίτη χώρα θα θεωρείται ότι ανακοινώθηκε την ημερομηνία δημοσίευσής της από τη σχετική αρχή τρίτης ώρας σύμφωνα με τους ισχύοντες εθνικούς κανονισμούς.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.
Ανατίθενται στην Επιτροπή εξουσία έγκρισης των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 141
Περιορισμοί διανομής κερδών
Σε περίπτωση εφαρμογής του πρώτου εδαφίου, το ίδρυμα δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε από τις κάτωθι ενέργειες πριν υπολογίσει το ΜΔΠ:
σε διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,
σε δημιουργία υποχρέωσης καταβολής μεταβλητών αποδοχών ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, ούτε σε καταβολή μεταβλητών αποδοχών, εάν η υποχρέωση καταβολής δημιουργήθηκε όσο το ίδρυμα δεν πληρούσε την συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, ή
σε πληρωμές σε πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της κατηγορίας 1.
Το ποσό που πρέπει να πολλαπλασιαστεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 περιλαμβάνει:
οποιαδήποτε ενδιάμεσα κέρδη που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθαρά από οποιαδήποτε διανομή κερδών ή οποιαδήποτε πληρωμή που προκύπτει από τις ενέργειες που αναφέρονται στο στοιχείο α), β) ή γ) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου,
πλέον
οποιαδήποτε κέρδη τέλους χρήσης που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθαρά από οποιαδήποτε διανομή κερδών ή οποιαδήποτε πληρωμή που προκύπτει από τις ενέργειες που αναφέρονται στο στοιχείο α), β) ή γ) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου,
μείον
τα ποσά που θα ήταν πληρωτέα ως φόρος, αν τα είδη που προσδιορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου δεν διανέμονταν.
Ο συντελεστής καθορίζεται ως εξής:
όπου το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το οποίο τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οποιεσδήποτε εκ των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που καθορίζεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας και το οποίο εκφράζεται ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού είναι εντός του πρώτου (δηλαδή του χαμηλότερου) τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,
όπου το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το οποίο τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούται οποιαδήποτε εκ των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που καθορίζεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας και το οποίο εκφράζεται ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού είναι εντός του δεύτερου τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,2,
όπου το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το οποίο τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που καθορίζεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας και το οποίο εκφράζεται ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού είναι εντός του τρίτου τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,4,
όπου το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το οποίο τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που καθορίζεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας και το οποίο εκφράζεται ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού είναι εντός του τέταρτου (δηλαδή του υψηλότερου) τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,6.
Το κατώτατο και το ανώτατο όριο του κάθε τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας υπολογίζονται ως εξής:
όπου:
Qn = ο τακτικός αριθμός του σχετικού τεταρτημόριου.
Όταν ένα ίδρυμα δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας και σκοπεύει να προβεί σε διανομή οποιωνδήποτε διανεμητέων κερδών του ή σε ενέργεια που περιγράφεται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ), οφείλει να ειδοποιήσει την αρμόδια αρχή και να υποβάλει τα εξής στοιχεία:
το ποσό του κεφαλαίου που τηρεί το ίδρυμα, χωρισμένο ως εξής:
κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1,
πρόσθετο κεφάλαιο της Κατηγορίας 1,
κεφάλαιο της Κατηγορίας 2,
το ποσό των προσωρινών κερδών του και των κερδών του στο τέλος της χρήσης,
το ΜΔΠ που υπολογίσθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 4,
το ποσό των διανεμητέων κερδών που σκοπεύει να μοιράσει στα εξής:
πληρωμή μερισμάτων,
εξαγορές ιδίων μετοχών,
πληρωμές σε πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της Κατηγορίας 1,
καταβολή κυμαινόμενης αμοιβής ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, με τη δημιουργία νέας υποχρέωσης καταβολής ή βάσει υποχρέωσης καταβολής που δημιουργήθηκε ενώ το ίδρυμα δεν πληρούσε τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας.
Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, η διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
καταβολή μερισμάτων σε μετρητά,
διανομή πλήρως ή μερικώς πληρωθέντων μετοχών που διανέμονται δωρεάν ή άλλων κεφαλαιακών μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
εξαργύρωση ή αγορά από ένα ίδρυμα ιδίων μετοχών του ή άλλων κεφαλαιακών μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 1 στοιχείο α) του εν λόγω κανονισμού,
ανάκτηση ποσών που καταβλήθηκαν για κεφαλαιακά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 1 στοιχείο α) του εν λόγω κανονισμού,
διανομή στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) του εν λόγω κανονισμού.
Άρθρο 141α
Μη τήρηση της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας
Ένα ίδρυμα θεωρείται ότι δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τους σκοπούς του άρθρου 141, εφόσον δεν διαθέτει ίδια κεφάλαια στην ποσότητα και την ποιότητα που απαιτούνται για να επιτευχθεί ταυτόχρονα η συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας και καθεμία από τις ακόλουθες απαιτήσεις:
του άρθρου 92 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας,
του άρθρου 92 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας,
του άρθρου 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας.
Άρθρο 141β
Περιορισμός στις διανομές σε περίπτωση μη τήρησης της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης
Σε περίπτωση εφαρμογής του πρώτου εδαφίου, το ίδρυμα δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε από τις κάτωθι ενέργειες προτού υπολογίσει το Μ-ΜΔΠ:
σε διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,
στη δημιουργία υποχρέωσης καταβολής μεταβλητών αποδοχών ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, ούτε στην καταβολή μεταβλητών αποδοχών, εάν η υποχρέωση καταβολής δημιουργήθηκε, ενώ το ίδρυμα δεν πληρούσε την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, ή
σε πληρωμές σε πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της κατηγορίας 1.
Το ποσό που πρέπει να πολλαπλασιαστεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 περιλαμβάνει:
τυχόν ενδιάμεσα κέρδη που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθαρά από οποιαδήποτε διανομή κερδών ή οποιαδήποτε πληρωμή αφορά τις ενέργειες που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) ή γ) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου,
πλέον
τυχόν τα κέρδη τέλους χρήσης που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθαρά από οποιαδήποτε διανομή κερδών ή οποιαδήποτε πληρωμή αφορά τις ενέργειες που αναφέρονται στο στοιχείο α), β) ή γ) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου,
μείον
τα ποσά που θα ήταν πληρωτέα ως φόρος αν τα είδη που προσδιορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου δεν διανέμονταν.
Ο συντελεστής που αναφέρεται στην παράγραφο 4 καθορίζεται από τα κράτη μέλη ως εξής:
όπου το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οι απαιτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας, όταν αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που εκφράζεται ως ποσοστό του μέτρου συνολικού ανοίγματος που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 429 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού, είναι εντός του πρώτου (δηλαδή του χαμηλότερου) τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, ο συντελεστής είναι 0,
όπου το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οι απαιτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας, όταν αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που εκφράζεται ως ποσοστό του μέτρου συνολικού ανοίγματος που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 429 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού, είναι εντός του δεύτερου τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, ο συντελεστής είναι 0,2,
όπου το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οι απαιτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας, όταν αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που εκφράζεται ως ποσοστό του μέτρου συνολικού ανοίγματος που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 429 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού, είναι εντός του τρίτου τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, ο συντελεστής είναι 0,4,
όπου το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οι απαιτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας, όταν αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που εκφράζεται ως ποσοστό του μέτρου συνολικού ανοίγματος που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 429 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού, είναι εντός του τέταρτου (δηλαδή του υψηλότερου) τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, ο συντελεστής είναι 0,6.
Το κατώτατο και το ανώτατο όριο κάθε τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης υπολογίζονται ως εξής:
όπου:
Qn = ο τακτικός αριθμός του σχετικού τεταρτημόριου.
Άρθρο 141γ
Μη τήρηση της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης
Ένα ίδρυμα πρέπει να θεωρείται ότι δεν πληροί την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης για τους σκοπούς του άρθρου 141β της παρούσας οδηγίας, εφόσον δεν διαθέτει κεφάλαιο της κατηγορίας 1 στο ποσό που απαιτείται ώστε να πληροί ταυτοχρόνως την απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και την απαίτηση του άρθρου 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του εν λόγω κανονισμού και του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας κατά την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
Άρθρο 142
Σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να δώσουν τέτοιες άδειες μόνο βάσει της συγκεκριμένης περίπτωσης ενός ιδρύματος και λαμβάνοντας υπόψη την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος.
Το σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες:
εκτιμήσεις των εσόδων και των εξόδων και πιθανή ταμειακή κατάσταση,
μέτρα για την αύξηση των δεικτών κεφαλαίων του ιδρύματος,
σχέδιο και χρονοδιάγραμμα για την αύξηση των ιδίων κεφαλαίων με στόχο την πλήρη συμμόρφωση με τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας,
οποιαδήποτε άλλη πληροφορία την οποία η αρμόδια αρχή κρίνει απαραίτητη για να προβεί στην εκτίμηση βάσει της παραγράφου 3.
Αν η αρμόδια αρχή δεν εγκρίνει το σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου σύμφωνα με την παράγραφο 3, επιβάλλει ένα ή αμφότερα από τα ακόλουθα:
απαιτεί από το ίδρυμα να αυξήσει τα ίδια κεφάλαιά του σε συγκεκριμένα επίπεδα εντός συγκεκριμένης προθεσμίας,
ασκεί την εξουσία της δυνάμει του άρθρου 102 για την επιβολή αυστηρότερων περιορισμών στη διανομή από αυτούς που απαιτούνται βάσει του άρθρου 141.
ΤΙΤΛΟΣ VIII
ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΊΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΏΝ ΑΠΌ ΤΙΣ ΑΡΜΌΔΙΕΣ ΑΡΧΈΣ
Άρθρο 143
Γενικές απαιτήσεις δημοσιοποίησης
Οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν τις ακόλουθες πληροφορίες:
τα κείμενα νόμων, κανονισμών, διοικητικών κανόνων και γενικής καθοδήγησης που εκδίδονται στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος όσον αφορά τον τομέα της εποπτικής ρύθμισης,
τον τρόπο άσκησης των δικαιωμάτων και των διακριτικών ευχερειών που παρέχει το ενωσιακό δίκαιο,
τα γενικά κριτήρια και τις μεθοδολογίες που χρησιμοποιούν για τον έλεγχο και την αξιολόγηση που αναφέρονται στο άρθρο 97, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων για την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας που αναφέρονται στο άρθρο 97 παράγραφος 4,
με την επιφύλαξη των διατάξεων του τίτλου VII κεφάλαιο 1 τμήμα II της παρούσας οδηγίας και, κατά περίπτωση, των διατάξεων του τίτλου IV κεφάλαιο 1 τμήμα 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034, συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία για τα καίρια σημεία της υλοποίησης του πλαισίου προληπτικής εποπτείας σε κάθε κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων του αριθμού και της φύσης των εποπτικών μέτρων που έχουν ληφθεί σύμφωνα με το άρθρο 102 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας και των διοικητικών κυρώσεων που έχουν επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 65 της παρούσας οδηγίας.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Ιανουαρίου 2014.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 144
Συγκεκριμένες απαιτήσεις δημοσιοποίησης
Για τους σκοπούς του Πέμπτου Μέρους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες:
τα γενικά κριτήρια και μεθόδους που ακολουθούνται για τον έλεγχο της συμμόρφωσης προς τα άρθρα 405 έως 409 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
με επιφύλαξη των διατάξεων που περιλαμβάνονται στον τίτλο VII κεφάλαιο 1 τμήμα II, συνοπτική περιγραφή του αποτελέσματος της εποπτικής αξιολόγησης και περιγραφή των μέτρων που επιβάλλονται σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης προς τα άρθρα 405 έως 409 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 που εντοπίσθηκαν σε ετήσια βάση.
Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που κάνει χρήση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δημοσιεύει τις ακόλουθες πληροφορίες:
τα κριτήρια με βάση τα οποία προσδιορίζεται ότι δεν υπάρχει ούτε προβλέπεται να υπάρξει ουσιαστικό πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταφορά ιδίων πόρων ή την κάλυψη υποχρεώσεων,
τον αριθμό των μητρικών ιδρυμάτων που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 καθώς και εκείνων που διαθέτουν θυγατρικές σε τρίτη χώρα,
συνολικά για το κράτος μέλος:
τα συνολικά ίδια κεφάλαια σε ενοποιημένη βάση του ευρισκόμενου σε κράτος μέλος μητρικού ιδρύματος που ωφελείται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα οποία τηρούνται στις θυγατρικές σε τρίτες χώρες,
το ποσοστό των συνολικών ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση του ευρισκόμενου σε κράτος μέλος μητρικού ιδρύματος που ωφελείται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο αντιστοιχεί στα ίδια κεφάλαια που τηρούνται στις θυγατρικές σε τρίτη χώρα,
το ποσοστό των απαιτούμενων συνολικών ιδίων κεφαλαίων, βάσει του άρθρου 92 του εν λόγω κανονισμού, σε ενοποιημένη βάση των μητρικών ιδρυμάτων που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο αντιστοιχεί στα ίδια κεφάλαια που τηρούνται στις θυγατρικές σε τρίτη χώρα.
Οι αρμόδιες αρχές που κάνουν χρήση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δημοσιεύουν όλες τις ακόλουθες πληροφορίες:
τα κριτήρια με βάση τα οποία προσδιορίζεται ότι δεν υπάρχει ούτε προβλέπεται να υπάρξει ουσιαστικό πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταφορά ιδίων πόρων ή την κάλυψη υποχρεώσεων,
τον αριθμό των μητρικών ιδρυμάτων που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 καθώς και των σχετικών μητρικών ιδρυμάτων που διαθέτουν θυγατρικές σε τρίτη χώρα,
συνολικά για το κράτος μέλος:
τα συνολικά ίδια κεφάλαια των μητρικών ιδρυμάτων που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα οποία τηρούνται στις θυγατρικές σε τρίτες χώρες,
το ποσοστό των συνολικών ιδίων κεφαλαίων των μητρικών ιδρυμάτων που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο αντιστοιχεί στα ίδια κεφάλαια που τηρούνται στις θυγατρικές σε τρίτη χώρα,
το ποσοστό των απαιτούμενων συνολικών ιδίων κεφαλαίων, βάσει του άρθρου 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, των μητρικών ιδρυμάτων που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο αντιστοιχεί στα ίδια κεφάλαια που τηρούνται στις θυγατρικές σε τρίτη χώρα.
ΤΙΤΛΟΣ ΙΧ
ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΈΣ ΠΡΆΞΕΙΣ
Άρθρο 145
Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις
Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις δυνάμει του άρθρου 148 αναφορικά με τα ακόλουθα:
αποσαφήνιση των ορισμών του άρθρου 3 και του άρθρου 128 για να διασφαλισθεί η ενιαία εφαρμογή της παρούσας οδηγίας,
αποσαφήνιση των ορισμών του άρθρου 3 και του άρθρου 128, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη, κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, οι εξελίξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές,
ευθυγράμμιση της ορολογίας και αναδιατύπωση των ορισμών του άρθρου 3 σύμφωνα με τις μεταγενέστερες πράξεις στον τομέα των ιδρυμάτων και συναφή θέματα,
προσαρμογή των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 31 παράγραφος 1 προκειμένου να ληφθούν υπόψη αλλαγές στον ευρωπαϊκό δείκτη τιμών καταναλωτή όπως δημοσιεύεται από την Eurostat, σύμφωνα και ταυτόχρονα με τις προσαρμογές που γίνονται βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 7 της οδηγίας 2002/92/ΕΚ,
διεύρυνση του περιεχομένου του καταλόγου ο οποίος μνημονεύεται στα άρθρα 33 και 34 και περιέχεται στο παράρτημα I ή προσαρμογή της ορολογίας του καταλόγου προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές,
προσδιορισμός των τομέων στους οποίους οι αρμόδιες αρχές πρέπει να ανταλλάσσουν πληροφορίες, όπως προβλέπεται στο άρθρο 50,
προσαρμογές των διατάξεων των άρθρων 76 έως 88 και του άρθρου 98, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές (ιδίως τα νέα χρηματοπιστωτικά προϊόντα) ή οι εξελίξεις στα λογιστικά πρότυπα ή τις απαιτήσεις που λαμβάνουν υπόψη το ενωσιακό δίκαιο ή για λόγους σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών,
αναβολή των υποχρεώσεων δημοσιοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 89 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο όταν στην έκθεση της Επιτροπής που υποβλήθηκε δυνάμει του πρώτου εδαφίου της εν λόγω παραγράφου εντοπίζονται σημαντικές αρνητικές συνέπειες,
προσαρμογές στα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 23 παράγραφος 1 προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι μελλοντικές εξελίξεις και να διασφαλισθεί η ενιαία εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.
Άρθρο 146
Εκτελεστικές πράξεις
Σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 147 παράγραφος 2, η τροποποίηση του ύψους του αρχικού κεφαλαίου το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 12 και στον τίτλο IV προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές και νομισματικές εξελίξεις εγκρίνεται με εκτελεστική πράξη.
Άρθρο 147
Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών
Άρθρο 148
Άσκηση της εξουσιοδότησης
Άρθρο 149
Διατύπωση αντιρρήσεων για τους ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες
Εφόσον η Επιτροπή εγκρίνει ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ίδιο με το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που υπέβαλε η ΕΑΤ, η προθεσμία εντός της οποίας το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώσουν αντιρρήσεις για το συγκεκριμένο ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο είναι ένας μήνας από την ημερομηνία κοινοποίησης. Κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά ένα μήνα. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 13 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η προθεσμία εντός της οποίας το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώσουν αντιρρήσεις για το εν λόγω ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο μπορεί, κατά περίπτωση, να παραταθεί περαιτέρω κατά ένα μήνα.
ΤΙΤΛΟΣ X
ΤΡΟΠΟΠΟΙΉΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΊΑΣ 2002/87/ΕΚ
Άρθρο 150
Τροποποιήσεις της οδηγίας 2002/87/ΕΚ
Το άρθρο 21α της οδηγίας 2002/87/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:
στην παράγραφο 2, το στοιχείο α) διαγράφεται,
η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
Οι ΕΕΑ υποβάλλουν αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο πέντε μήνες πριν από την ημερομηνία εφαρμογής που αναφέρεται στο άρθρο 309 παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντίστοιχα.».
ΤΊΤΛΟΣ XI
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΈΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΈΣ ΔΙΑΤΆΞΕΙΣ
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 1
Μεταβατικές διατάξεις περί εποπτείας ιδρυμάτων που ασκούν τα δικαιώματα ελεύθερης εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών
Άρθρο 151
Πεδίο εφαρμογής
Άρθρο 152
Απαιτήσεις σχετικά με την υποβολή εκθέσεων
Το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να απαιτεί, για στατιστικούς σκοπούς, από κάθε πιστωτικό ίδρυμα το οποίο έχει υποκατάστημα στο έδαφός του, να αποστέλλει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής περιοδική έκθεση για τις πράξεις που πραγματοποιήθηκαν στο έδαφός του.
Για την άσκηση των καθηκόντων που του ανατίθεται βάσει του άρθρου 156 της παρούσας οδηγίας, το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να απαιτεί από τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που κατάγονται από άλλα κράτη μέλη, τις ίδιες πληροφορίες με εκείνες που απαιτεί γι’ αυτό τον σκοπό από τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα.
Άρθρο 153
Μέτρα που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης αναφορικά με δραστηριότητες ασκούμενες στο κράτος μέλος υποδοχής
Άρθρο 154
Προληπτικά μέτρα
Προτού ακολουθήσουν τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 153, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν, σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, να λαμβάνουν τα αναγκαία προληπτικά μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των καταθετών, των επενδυτών ή άλλων προσώπων στα οποία παρέχονται υπηρεσίες. Η Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών ενημερώνονται το συντομότερο δυνατόν για τα εν λόγω μέτρα.
Η Επιτροπή μπορεί, αφού ζητήσει τη γνώμη των αρμόδιων αρχών των ενδιαφερομένων κρατών μελών, να αποφασίσει ότι το υπόψη κράτος μέλος πρέπει να τροποποιήσει ή να καταργήσει τα εν λόγω μέτρα.
Άρθρο 155
Ευθύνη
Άρθρο 156
Εποπτεία ρευστότητας
Μέχρις ότου υπάρξει μεταγενέστερος συντονισμός, το κράτος μέλος υποδοχής, σε συνεργασία με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, εξακολουθεί να έχει την ευθύνη της εποπτείας της ρευστότητας των υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων.
Με την επιφύλαξη των μέτρων που απαιτούνται για την ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, το κράτος μέλος υποδοχής διατηρεί όλη την ευθύνη των μέτρων που προκύπτουν από την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής του.
Τα εν λόγω μέτρα δεν προβλέπουν άνιση ή περιοριστική μεταχείριση, λόγω του γεγονότος ότι το ίδρυμα έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος.
Άρθρο 157
Συνεργασία αναφορικά με την εποπτεία
Για την εποπτεία της δραστηριότητας των ιδρυμάτων που λειτουργούν, ιδίως μέσω υποκαταστήματος, σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, εκτός του κράτους στο οποίο έχουν την έδρα τους, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών συνεργάζονται στενά. Ανακοινώνουν ή μία στην άλλη όλες τις πληροφορίες που σχετίζονται με τη διεύθυνση, τη διαχείριση και την ιδιοκτησία αυτών των ιδρυμάτων και δύνανται να διευκολύνουν την εποπτεία τους και την εξέταση των όρων έγκρισής τους καθώς και όλες τις πληροφορίες που μπορούν να διευκολύνουν τον έλεγχο των ιδρυμάτων, ιδίως όσον αφορά τη ρευστότητα, τη φερεγγυότητα, την εγγύηση των καταθέσεων, τον περιορισμό των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου.
Άρθρο 158
Σημαντικά υποκαταστήματα
Σε αυτό το αίτημα εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους πρέπει το υποκατάστημα να θεωρηθεί σημαντικό, με ιδιαίτερη αναφορά στα εξής:
κατά πόσον το μερίδιο αγοράς σε καταθέσεις που κατέχει το υποκατάστημα υπερβαίνει το 2 % στο κράτος μέλος υποδοχής,
πιθανός αντίκτυπος από την αναστολή ή την παύση της λειτουργίας του ιδρύματος στη συστημική ρευστότητα και στα συστήματα πληρωμών, διακανονισμού και εκκαθάρισης στο κράτος μέλος υποδοχής,
μέγεθος και σημασία του υποκαταστήματος ως προς τον αριθμό των πελατών στο πλαίσιο του τραπεζικού και χρηματοοικονομικού συστήματος του κράτους μέλους υποδοχής.
Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής καθώς και ο φορέας ενοποιημένης εποπτείας, όταν χωρεί εφαρμογή του άρθρου 112 παράγραφος 1, καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να καταλήξουν σε κοινή απόφαση ως προς τον χαρακτηρισμό ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού.
Εάν δεν επιτευχθεί κοινή απόφαση εντός δύο μηνών από τη λήψη του αιτήματος του πρώτου εδαφίου, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνουν αυτοτελώς απόφαση εντός νέας προθεσμίας δύο μηνών σχετικά με το κατά πόσον το υποκατάστημα είναι σημαντικό. Κατά τη λήψη της απόφασής τους οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνουν υπόψη τυχόν απόψεις και επιφυλάξεις του φορέα ενοποιημένης εποπτείας ή των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους προέλευσης.
Οι αποφάσεις που αναφέρονται στο δεύτερο και το τρίτο εδάφιο εκτίθενται σε έγγραφο που περιέχει πλήρη αιτιολόγηση, διαβιβάζονται στις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές και αναγνωρίζονται ως καθοριστικές και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών.
Ο χαρακτηρισμός ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις αρμοδιότητες των αρμόδιων αρχών βάσει της παρούσας οδηγίας.
Άρθρο 159
Επιτόπιοι έλεγχοι
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1Α
Μεταβατικές διατάξεις σχετικά με τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών
Άρθρο 159α
Μεταβατικές διατάξεις σχετικά με την έγκριση των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών
Οι μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μητρικές μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που υφίστανται ήδη στις 27 Ιουνίου 2019 υποβάλλουν αίτηση για έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 21α έως τις 28 Ιουνίου 2021. Εάν χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν υποβάλει αίτηση για έγκριση έως τις 28 Ιουνίου 2021, λαμβάνονται τα ενδεδειγμένα μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 21α παράγραφος 6.
Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου η οποία προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν όλες τις αναγκαίες εποπτικές εξουσίες που τους ανατίθενται μέσω της παρούσας οδηγίας σε σχέση με τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που υπόκεινται σε έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 21α για τους σκοπούς της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 2
Μεταβατικές διατάξεις περί κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας
Άρθρο 160
Μεταβατικές διατάξεις περί κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας
Για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2016 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016:
το απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου αποτελείται από κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 αξίας ίσης με το 0,625 % του συνόλου των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών έκθεσης του ιδρύματος, υπολογισμένων σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
το κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα δεν υπερβαίνει το 0,625 % του συνόλου των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών έκθεσης του ιδρύματος, υπολογισμένων σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
Για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2017 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017:
το απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου αποτελείται από κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 αξίας ίσης με το 1,25 % του συνόλου των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών έκθεσης του ιδρύματος, υπολογισμένων σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα δεν υπερβαίνει το 1,25 % αυτού του συνόλου των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών έκθεσης του ιδρύματος, υπολογισμένων σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
Για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2018 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018:
το απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου αποτελείται από κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 αξίας ίσης με το 1,875 % του συνόλου των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών έκθεσης του ιδρύματος, υπολογισμένων σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
το κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα δεν υπερβαίνει το 1,875 % αυτού του συνόλου των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών έκθεσης του ιδρύματος, υπολογισμένων σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 3
Τελικές διατάξεις
Άρθρο 161
Επανεξέταση και έκθεση
Μετά από επανεξέταση, σε στενή συνεργασία με την ΕΑΤ, η Επιτροπή, έως τις 30 Ιουνίου 2016, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, μαζί με νομοθετική πρόταση, εάν είναι σκόπιμο, σχετικά με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 που αφορούν τις αμοιβές, λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς εξελίξεις και δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή:
στην αποτελεσματικότητα, την εφαρμογή και την επιβολή τους, συμπεριλαμβανομένου του εντοπισμού οποιωνδήποτε κενών απορρέουν από την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στις εν λόγω διατάξεις,
στον αντίκτυπο της συμμόρφωσης προς την αρχή στο άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) όσον αφορά:
την ανταγωνιστικότητα και τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και
οποιοδήποτε προσωπικό που εργάζεται πράγματι επιτόπου σε εγκατεστημένες εκτός του ΕΟΧ θυγατρικές μητρικών ιδρυμάτων που είναι εγκατεστημένα εντός του ΕΟΧ.
Κατά την επανεξέταση αυτή εκτιμάται ιδίως κατά πόσον η αρχή που καθορίζεται στο άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) θα πρέπει να συνεχίσει να εφαρμόζεται στο προσωπικό που καλύπτεται από το πρώτο εδάφιο στοιχείο β) σημείο ii).
Άρθρο 162
Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο
Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από την 1η Ιανουαρίου 2014.
Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή και την ΕΑΤ το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία. Όταν τα έγγραφα που υποβάλλουν τα κράτη μέλη κατά την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο δεν επαρκούν για την πλήρη εκτίμηση της συμμόρφωσης των διατάξεων μεταφοράς με ορισμένες διατάξεις της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή δύναται, κατ’ αίτηση της ΕΑΤ με σκοπό την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ή με δική της πρωτοβουλία, να απαιτήσει από τα κράτη μέλη να παράσχουν λεπτομερέστερα στοιχεία σχετικά με τη μεταφορά και εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.
Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, το άρθρο 131 ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2016. Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το άρθρο 131 παράγραφος 4 από την 1η Ιανουαρίου 2016 κατά τον εξής τρόπο:
το 25 % του αποθέματος ασφαλείας G-SII, που έχει καθορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 131 παράγραφος 4, το 2016,
το 50 % του αποθέματος ασφαλείας G-SII, που έχει καθορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 131 παράγραφος 4, το 2017,
το 75 % του αποθέματος ασφαλείας G-SII, που έχει καθορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 131 παράγραφος 4, το 2018, και
το 100 % του αποθέματος ασφαλείας G-SII, που έχει καθορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 131 παράγραφος 4, το 2019.
Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, το άρθρο 133 εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2014.
◄Άρθρο 163
Κατάργηση
Οι οδηγίες 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ καταργούνται από την 1η Ιανουαρίου 2014.
Οι παραπομπές στις καταργούμενες οδηγίες νοούνται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που εμφαίνεται στο παράρτημα II της παρούσας οδηγίας και το παράρτημα ΙV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
Άρθρο 164
Έναρξη ισχύος
Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 165
Αποδέκτες
Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΠΟΥ ΥΠΟΚΕΙΝΤΑΙ ΣΕ ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ
Αποδοχή καταθέσεων και άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων.
Χορήγηση πιστώσεων, στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων: η καταναλωτική πίστη, συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα, οι πράξεις αναδόχου εισπράξεως απαιτήσεων (factoring) με ή χωρίς δικαίωμα αναγωγής, η χρηματοδότηση εμπορικών συναλλαγών (συμπεριλαμβανομένου του forfeiting).
Χρηματοδοτική μίσθωση (leasing).
Υπηρεσίες πληρωμών, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 3) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 21 ).
Έκδοση και διαχείριση άλλων μέσων πληρωμών (π.χ. ταξιδιωτικών και τραπεζικών επιταγών) στον βαθμό που η δραστηριότητα αυτή δεν καλύπτεται από το σημείο 4.
Εγγυήσεις και αναλήψεις υποχρεώσεων.
Συναλλαγές για λογαριασμό του ιδίου του ιδρύματος ή της πελατείας του σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
μέσα της χρηματαγοράς (επιταγές, γραμμάτια, ομόλογα καταθέσεων κ.λπ.),
αγορές συναλλάγματος,
χρηματοπιστωτικά συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (financial futures) ή δικαιώματα προαίρεσης (options),
μέσα σχετικά με συνάλλαγμα και επιτόκια,
κινητές αξίες.
Συμμετοχές σε εκδόσεις τίτλων και παροχή συναφών υπηρεσιών.
Παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις όσον αφορά τη διάρθρωση του κεφαλαίου, τη βιομηχανική στρατηγική και συναφή θέματα και συμβουλών και υπηρεσιών στον τομέα της συγχώνευσης και της εξαγοράς επιχειρήσεων.
Μεσολάβηση στις διατραπεζικές αγορές.
Διαχείριση χαρτοφυλακίου ή παροχή συμβουλών για τη διαχείριση χαρτοφυλακίου.
Φύλαξη και διαχείριση κινητών αξιών.
Εμπορικές πληροφορίες.
Εκμίσθωση θυρίδων.
Έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος.
Οι υπηρεσίες και δραστηριότητες που προβλέπονται στο παράρτημα Ι τμήματα Α και Β της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, όταν αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα που προβλέπονται στο παράρτημα Ι τμήμα Γ της εν λόγω οδηγίας, υπόκεινται σε αμοιβαία αναγνώριση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
ΠΊΝΑΚΑς ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΊΑς
Παρούσα οδηγία |
Οδηγία 2006/48/ΕΚ |
Οδηγία 2006/49/ΕΚ |
Άρθρο 1 |
Άρθρο 1 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 2 παράγραφος 1 |
|
|
Άρθρο 2 παράγραφος 2 |
|
|
Άρθρο 2 παράγραφος 3 |
|
|
Άρθρο 2 παράγραφος 4 |
Άρθρο 1 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 2 παράγραφος 5 |
Άρθρο 2 |
|
Άρθρο 2 παράγραφος 6 |
Άρθρο 1 παράγραφος 3 |
|
Άρθρο 3 |
Άρθρο 4 |
|
Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 53) |
Άρθρο 4 σημείο (49) |
|
Άρθρο 4 παράγραφος 1 |
|
|
Άρθρο 4 παράγραφος 2 |
|
|
Άρθρο 4 παράγραφος 3 |
|
|
Άρθρο 4 παράγραφος 4 |
|
|
Άρθρο 4 παράγραφος 5 |
|
Άρθρο 35 παράγραφος 1 |
Άρθρο 4 παράγραφος 6 |
|
|
Άρθρο 4 παράγραφος 7 |
|
|
Άρθρο 4 παράγραφος 8 |
|
|
Άρθρο 5 |
Άρθρο 128 |
|
Άρθρο 6 |
Άρθρο 42β παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 7 |
Άρθρο 40 παράγραφος 3 |
|
Άρθρο 8 παράγραφος 1 |
Άρθρο 6 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 8 παράγραφος 2 |
Άρθρο 6 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 8 παράγραφος 3 |
Άρθρο 6 παράγραφος 3 |
|
Άρθρο 8 παράγραφος 4 |
|
|
Άρθρο 9 |
Άρθρο 5 |
|
Άρθρο 10 |
Άρθρο 7 |
|
Άρθρο 11 |
Άρθρο 8 |
|
Άρθρο 12 παράγραφος 1 |
Άρθρο 9 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο |
|
Άρθρο 12 παράγραφος 2 |
Άρθρο 9 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο |
|
Άρθρο 12 παράγραφος 3 |
Άρθρο 9 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο |
|
Άρθρο 12 παράγραφος 4 |
Άρθρο 9 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 13 παράγραφος 1 |
Άρθρο 11 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 13 παράγραφος 2 |
Άρθρο 11 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 14 παράγραφος 1 |
Άρθρο 12 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 14 παράγραφος 2 |
Άρθρο 12 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 14 παράγραφος 3 |
Άρθρο 12 παράγραφος 3 |
|
Άρθρο 15 |
Άρθρο 13 |
|
Άρθρο 16 παράγραφος 1 |
Άρθρο 15 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 16 παράγραφος 2 |
Άρθρο 15 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 16 παράγραφος 3 |
Άρθρο 15 παράγραφος 3 |
|
Άρθρο 17 |
Άρθρο 16 |
|
Άρθρο 18 |
Άρθρο 17 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 19 |
Άρθρο 18 |
|
Άρθρο 20 παράγραφος 1 |
Άρθρο 14 |
|
Άρθρο 20 παράγραφος 2 |
Άρθρο 14 |
|
Άρθρο 20 παράγραφος 3 |
|
|
Άρθρο 20 παράγραφος 5 |
Άρθρο 17 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 21 |
Άρθρο 3 |
|
Άρθρο 22 παράγραφος 1 |
Άρθρο 19 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 22 παράγραφος 2 |
Άρθρο 19 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 22 παράγραφος 3 |
Άρθρο 19 παράγραφος 3 |
|
Άρθρο 22 παράγραφος 4 |
Άρθρο 19 παράγραφος 4 |
|
Άρθρο 22 παράγραφος 5 |
Άρθρο 19 παράγραφος 5 |
|
Άρθρο 22 παράγραφος 6 |
Άρθρο 19 παράγραφος 6 |
|
Άρθρο 22 παράγραφος 7 |
Άρθρο 19 παράγραφος 7 |
|
Άρθρο 22 παράγραφος 8 |
Άρθρο 19 παράγραφος 8 |
|
Άρθρο 22 παράγραφος 9 |
Άρθρο 19 παράγραφος 9 |
|
Άρθρο 23 παράγραφος 1 |
Άρθρο 19α παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 23 παράγραφος 2 |
Άρθρο 19α παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 23 παράγραφος 3 |
Άρθρο 19α παράγραφος 3 |
|
Άρθρο 23 παράγραφος 4 |
Άρθρο 19α παράγραφος 4 |
|
Άρθρο 23 παράγραφος 5 |
Άρθρο 19α παράγραφος 5 |
|
Άρθρο 24 παράγραφος 1 |
Άρθρο 19β παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 24 παράγραφος 2 |
Άρθρο 19β παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 25 |
Άρθρο 20 |
|
Άρθρο 26 παράγραφος 1 |
Άρθρο 21 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 26 παράγραφος 2 |
Άρθρο 21 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 27 |
Άρθρο 21 παράγραφος 3 |
|
Άρθρο 28 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 4 |
Άρθρο 28 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 9 |
Άρθρο 29 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 5 παράγραφος 1 |
Άρθρο 29 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 5 παράγραφος 2 |
Άρθρο 29 παράγραφος 3 |
|
Άρθρο 5 παράγραφος 3 |
Άρθρο 29 παράγραφος 4 |
|
Άρθρο 5 παράγραφος 2 |
Άρθρο 30 |
|
Άρθρο 6 |
Άρθρο 31 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 7 |
Άρθρο 31 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 8 |
Άρθρο 32 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 10 παράγραφος 1 |
Άρθρο 32 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 10 παράγραφος 2 |
Άρθρο 32 παράγραφος 3 |
|
Άρθρο 10 παράγραφος 3 |
Άρθρο 32 παράγραφος 4 |
|
Άρθρο 10 παράγραφος 4 |
Άρθρο 32 παράγραφος 5 |
|
Άρθρο 10 παράγραφος 5 |
Άρθρο 33 |
Άρθρο 23 |
|
Άρθρο 34 παράγραφος 1 |
Άρθρο 24 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 34 παράγραφος 2 |
Άρθρο 24 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 34 παράγραφος 3 |
Άρθρο 24 παράγραφος 3 |
|
Άρθρο 35 παράγραφος 1 |
Άρθρο 25 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 35 παράγραφος 2 |
Άρθρο 25 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 35 παράγραφος 3 |
Άρθρο 25 παράγραφος 3 |
|
Άρθρο 35 παράγραφος 4 |
Άρθρο 25 παράγραφος 4 |
|
Άρθρο 35 παράγραφος 5 |
Άρθρο 25 παράγραφος 5 |
|
Άρθρο 35 παράγραφος 6 |
Άρθρο 25 παράγραφος 5 |
|
Άρθρο 35 παράγραφος 7 |
Άρθρο 25 παράγραφος 5 |
|
Άρθρο 36 παράγραφος 1 |
Άρθρο 26 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 36 παράγραφος 2 |
Άρθρο 26 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 36 παράγραφος 3 |
Άρθρο 26 παράγραφος 3 |
|
Άρθρο 36 παράγραφος 4 |
Άρθρο 26 παράγραφος 4 |
|
Άρθρο 36 παράγραφος 5 |
Άρθρο 26 παράγραφος 5 |
|
Άρθρο 36 παράγραφος 6 |
Άρθρο 26 παράγραφος 5 |
|
Άρθρο 36 παράγραφος 7 |
Άρθρο 26 παράγραφος 5 |
|
Άρθρο 37 |
Άρθρο 36 |
|
Άρθρο 38 |
Άρθρο 27 |
|
Άρθρο 39 παράγραφος 1 |
Άρθρο 28 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 39 παράγραφος 2 |
Άρθρο 28 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 39 παράγραφος 3 |
Άρθρο 28 παράγραφος 3 |
|
Άρθρο 39 παράγραφος 4 |
Άρθρο 28 παράγραφος 4 |
|
Άρθρο 39 παράγραφος 5 |
Άρθρο 28 παράγραφος 4 |
|
Άρθρο 39 παράγραφος 6 |
Άρθρο 28 παράγραφος 4 |
|
Άρθρο 40 πρώτο εδάφιο |
Άρθρο 29 πρώτο εδάφιο |
|
Άρθρο 40 δεύτερο εδάφιο |
|
|
Άρθρο 40 τρίτο εδάφιο |
|
|
Άρθρο 41 παράγραφος 1 |
Άρθρο 30 παράγραφοι 1 και 2 |
|
Άρθρο 41 παράγραφος 2 |
|
|
Άρθρο 42 |
Άρθρο 32 |
|
Άρθρο 43 παράγραφος 1 |
Άρθρο 33 πρώτο εδάφιο |
|
Άρθρο 43 παράγραφος 2 |
|
|
Άρθρο 43 παράγραφος 3 |
|
|
Άρθρο 43 παράγραφος 4 |
|
|
Άρθρο 43 παράγραφος 5 |
|
|
Άρθρο 44 |
Άρθρα 31 και 34 |
|
Άρθρο 45 |
Άρθρο 35 |
|
Άρθρο 46 |
Άρθρο 37 |
|
Άρθρο 47 παράγραφος 1 |
Άρθρο 38 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 47 παράγραφος 2 |
Άρθρο 38 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 47 παράγραφος 3 |
Άρθρο 38 παράγραφος 3 |
|
Άρθρο 48 παράγραφος 1 |
Άρθρο 39 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 48 παράγραφος 2 |
Άρθρο 39 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 48 παράγραφος 3 |
Άρθρο 39 παράγραφος 3 |
|
Άρθρο 48 παράγραφος 4 |
Άρθρο 39 παράγραφος 4 |
|
Άρθρο 49 παράγραφος 1 |
Άρθρο 40 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 49 παράγραφος 2 |
Άρθρο 40 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 49 παράγραφος 3 |
Άρθρο 41 τρίτο εδάφιο |
|
Άρθρο 50 παράγραφος 1 |
Άρθρο 42 πρώτο εδάφιο |
|
Άρθρο 50 παράγραφος 2 |
|
|
Άρθρο 50 παράγραφος 3 |
|
|
Άρθρο 50 παράγραφος 4 |
|
|
Άρθρο 50 παράγραφος 5 |
Άρθρο 42 δεύτερο εδάφιο |
|
Άρθρο 50 παράγραφος 6 |
Άρθρο 42 τρίτο και έκτο εδάφιο |
|
Άρθρο 50 παράγραφος 7 |
Άρθρο 42 τέταρτο και έβδομο εδάφιο |
|
Άρθρο 50 παράγραφος 8 |
Άρθρο 42 πέμπτο εδάφιο |
|
Άρθρο 51 παράγραφος 1 |
Άρθρο 42α παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 51 παράγραφος 2 |
Άρθρο 42α παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 51 παράγραφος 3 |
Άρθρο 42α παράγραφος 3 |
|
Άρθρο 51 παράγραφος 4 |
Άρθρο 42α παράγραφος 3 |
|
Άρθρο 51 παράγραφος 5 |
Άρθρο 42α παράγραφος 3 |
|
Άρθρο 51 παράγραφος 6 |
|
|
Άρθρο 52 παράγραφος 1 |
Άρθρο 43 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 52 παράγραφος 2 |
Άρθρο 43 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 52 παράγραφος 3 |
|
|
Άρθρο 52 παράγραφος 4 |
|
|
Άρθρο 53 παράγραφος 1 |
Άρθρο 44 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 53 παράγραφος 2 |
Άρθρο 44 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 53 παράγραφος 3 |
|
|
Άρθρο 54 |
Άρθρο 45 |
|
Άρθρο 55 |
Άρθρο 46 |
|
Άρθρο 56 |
Άρθρο 47 |
|
Άρθρο 57 παράγραφος 1 |
Άρθρο 48 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο |
|
Άρθρο 57 παράγραφος 2 |
Άρθρο 48 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο |
|
Άρθρο 57 παράγραφος 3 |
Άρθρο 48 παράγραφος 2 πρώτο και δεύτερο εδάφιο |
|
Άρθρο 57 παράγραφος 4 |
Άρθρο 48 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο |
|
Άρθρο 57 παράγραφος 5 |
Άρθρο 48 παράγραφος 2 πέμπτο εδάφιο |
|
Άρθρο 57 παράγραφος 6 |
Άρθρο 48 παράγραφος 2 τέταρτο εδάφιο |
|
Άρθρο 58 |
Άρθρο 49 πρώτο εδάφιο |
|
Άρθρο 58 παράγραφος 2 |
Άρθρο 49 δεύτερο εδάφιο |
|
Άρθρο 58 παράγραφος 3 |
Άρθρο 49 τέταρτο εδάφιο |
|
Άρθρο 58 παράγραφος 4 |
Άρθρο 49 πέμπτο εδάφιο |
|
Άρθρο 59 παράγραφος 1 |
Άρθρο 50 |
|
Άρθρο 59 παράγραφος 2 |
|
|
Άρθρο 60 |
Άρθρο 51 |
|
Άρθρο 61 παράγραφος 1 |
Άρθρο 52 πρώτο εδάφιο |
|
Άρθρο 61 παράγραφος 2 |
Άρθρο 52 δεύτερο εδάφιο |
|
Άρθρο 62 |
|
|
Άρθρο 63 παράγραφος 1 |
Άρθρο 53 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 63 παράγραφος 2 |
Άρθρο 53 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 64 |
|
|
Άρθρο 65 |
|
|
Άρθρο 66 |
|
|
Άρθρο 67 |
|
|
Άρθρο 68 |
|
|
Άρθρο 69 |
|
|
Άρθρο 70 |
|
|
Άρθρο 71 |
|
|
Άρθρο 72 |
Άρθρο 55 |
|
Άρθρο 73 |
Άρθρο 123 |
|
Άρθρο 74 παράγραφος 1 |
Άρθρο 22 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 74 παράγραφος 2 |
Άρθρο 22 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 74 παράγραφος 3 |
Άρθρο 22 παράγραφος 6 |
|
Άρθρο 74 παράγραφος 4 |
|
|
Άρθρο 75 παράγραφος 1 |
Άρθρο 22 παράγραφος 3 |
|
Άρθρο 75 παράγραφος 2 |
Άρθρο 22 παράγραφος 4 |
|
Άρθρο 75 παράγραφος 3 |
Άρθρο 22 παράγραφος 5 |
|
Άρθρο 76 παράγραφος 1 |
Παράρτημα V σημείο 2 |
|
Άρθρο 76 παράγραφος 2 |
|
|
Άρθρο 76 παράγραφος 3 |
|
|
Άρθρο 76 παράγραφος 4 |
|
|
Άρθρο 76 παράγραφος 5 |
|
|
Άρθρο 77 |
|
|
Άρθρο 78 |
|
|
Άρθρο 79 |
Παράρτημα V σημεία 3, 4 και 5 |
|
Άρθρο 80 |
Παράρτημα V σημείο 6 |
|
Άρθρο 81 |
Παράρτημα V σημείο 7 |
|
Άρθρο 82 παράγραφος 1 |
Παράρτημα V σημείο 8 |
|
Άρθρο 82 παράγραφος 2 |
Παράρτημα V σημείο 9 |
|
Άρθρο 83 παράγραφος 1 |
Παράρτημα V σημείο 10 |
|
Άρθρο 83 παράγραφος 2 |
|
Παράρτημα IV σημείο 5 |
Άρθρο 83 παράγραφος 3 |
|
Παράρτημα I σημεία 38 και 41 |
Άρθρο 84 |
Παράρτημα V σημείο 11 |
|
Άρθρο 85 παράγραφος 1 |
Παράρτημα V σημείο 12 |
|
Άρθρο 85 παράγραφος 2 |
Παράρτημα V σημείο 13 |
|
Άρθρο 86 παράγραφος 1 |
Παράρτημα V σημείο 14 |
|
Άρθρο 86 παράγραφος 2 |
Παράρτημα V σημείο 14α |
|
Άρθρο 86 παράγραφος 3 |
|
|
Άρθρο 86 παράγραφος 4 |
Παράρτημα V σημείο 15 |
|
Άρθρο 86 παράγραφος 5 |
Παράρτημα V σημείο 16 |
|
Άρθρο 86 παράγραφος 6 |
Παράρτημα V σημείο 17 |
|
Άρθρο 86 παράγραφος 7 |
Παράρτημα V σημείο 18 |
|
Άρθρο 86 παράγραφος 8 |
Παράρτημα V σημείο 19 |
|
Άρθρο 86 παράγραφος 9 |
Παράρτημα V σημείο 20 |
|
Άρθρο 86 παράγραφος 10 |
Παράρτημα V σημείο 21 |
|
Άρθρο 86 παράγραφος 11 |
Παράρτημα V σημείο 22 |
|
Άρθρο 87 |
|
|
Άρθρο 88 παράγραφος 1 |
Παράρτημα V σημείο 1 |
|
Άρθρο 88 παράγραφος 2 |
|
|
Άρθρο 89 |
|
|
Άρθρο 90 |
|
|
Άρθρο 91 |
|
|
Άρθρο 92 παράγραφος 1 |
Παράρτημα V σημείο 23 δεύτερο εδάφιο |
|
Άρθρο 92 παράγραφος 2 εισαγωγική περίοδος |
Παράρτημα V σημείο 23 εισαγωγική περίοδος |
|
Άρθρο 92 παράγραφος (2) στοιχείο (α) |
Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) |
|
Άρθρο 92 παράγραφος 2 στοιχείο (β) |
Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο β) |
|
Άρθρο 92 παράγραφος 2 στοιχείο (γ) |
Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ) |
|
Άρθρο 92 παράγραφος 2 στοιχείο (δ) |
Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο δ) |
|
Άρθρο 92 παράγραφος 2 στοιχείο (ε) |
Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο ε) |
|
Άρθρο 92 παράγραφος 2 στοιχείο (στ) |
Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο στ) |
|
Άρθρο 92 παράγραφος 2 στοιχείο (ζ) |
|
|
Άρθρο 93 |
Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο ια) |
|
Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (α) |
Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο ζ) |
|
Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (β) |
Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο η) |
|
Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (γ) |
Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο θ) |
|
Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (δ) |
|
|
Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (ε) |
Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο ι) |
|
Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (στ) |
Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο ιβ) |
|
Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (ζ) |
|
|
Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (η) |
Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο ιγ) |
|
Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (θ) |
|
|
Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (ι) |
Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο ιδ) |
|
Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (ια) |
Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο ιδ) |
|
Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (ιβ) |
Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο ιε) |
|
Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (ιγ) |
Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο ιστ) |
|
Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (ιδ) |
Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο ιζ) |
|
Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (ιε) |
Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο ιη) |
|
Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (ιστ) |
Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο ιθ) |
|
Άρθρο 94 παράγραφος 1 στοιχείο (ιζ) |
Παράρτημα V σημείο 23 πρώτο εδάφιο στοιχείο κ) |
|
Άρθρο 94 παράγραφος 2 |
Άρθρο 150 παράγραφος 3 στοιχείο β) |
|
Άρθρο 95 |
Παράρτημα V σημείο 24 |
|
Άρθρο 96 |
|
|
Άρθρο 97 παράγραφος 1 |
Άρθρο 124 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 97 παράγραφος 2 |
Άρθρο 124 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 97 παράγραφος 3 |
Άρθρο 124 παράγραφος 3 |
|
Άρθρο 97 παράγραφος 4 |
Άρθρο 124 παράγραφος 4 |
|
Άρθρο 98 παράγραφος 1 |
Παράρτημα XI σημείο 1 |
|
Άρθρο 98 παράγραφος 2 |
Παράρτημα XI σημείο 1α |
|
Άρθρο 98 παράγραφος 3 |
Παράρτημα XI σημείο 2 |
|
Άρθρο 98 παράγραφος 4 |
Παράρτημα XI σημείο 3 |
|
Άρθρο 98 παράγραφος (5) |
Άρθρο 124 παράγραφος 5 |
|
Άρθρο 98 παράγραφος 6 |
|
|
Άρθρο 98 παράγραφος 7 |
|
|
Άρθρο 99 |
|
|
Άρθρο 100 |
|
|
Άρθρο 101 |
|
|
Άρθρο 102 παράγραφος 1 |
Άρθρο 136 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 102 παράγραφος 2 |
|
|
Άρθρο 103 |
|
|
Άρθρο 104 |
Άρθρο 136 |
|
Άρθρο 105 |
|
|
Άρθρο 106(1) |
Άρθρο 149 |
|
Άρθρο 106(2) |
|
|
Άρθρο 107 |
|
|
Άρθρο 108 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο |
Άρθρο 68 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 108 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο |
Άρθρο 3 |
|
Άρθρο 108 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο |
|
|
Άρθρο 108 παράγραφος 2 |
Άρθρο 71 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 108 παράγραφος 3 |
Άρθρο 71 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 108 παράγραφος 4 |
Άρθρο 73 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 109 παράγραφος 1 |
Άρθρο 68 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 109 παράγραφος 2 |
Άρθρο 73 παράγραφος 3 |
|
Άρθρο 109 παράγραφος 3 |
|
|
Άρθρο 110 παράγραφος 1 |
Άρθρο 124 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 110 παράγραφος 2 |
Άρθρο 23 |
|
Άρθρο 111 παράγραφος 1 |
Άρθρο 125 παράγραφος 1 |
Άρθρο 2 |
Άρθρο 111 παράγραφος 2 |
Άρθρο 125 παράγραφος 2 |
Άρθρο 2 |
Άρθρο 111 παράγραφος 3 |
Άρθρο 126 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 111 παράγραφος 4 |
Άρθρο 126 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 111 παράγραφος 5 |
Άρθρο 126 παράγραφος 3 |
|
Άρθρο 111 παράγραφος 6 |
Άρθρο 126 παράγραφος 4 |
|
Άρθρο 112 παράγραφος 1 |
Άρθρο 129 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο |
|
Άρθρο 112 παράγραφος 2 |
Άρθρο 129 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο |
|
Άρθρο 112 παράγραφος 3 |
Άρθρο 129 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο |
|
Άρθρο 113 παράγραφος 1 στοιχείο α) |
Άρθρο 129 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο |
|
Άρθρο 113 παράγραφος 1 στοιχείο β) |
|
|
Άρθρο 113 παράγραφος 2 στοιχείο α) πρώτο εδάφιο |
Άρθρο 129 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο |
|
Άρθρο 113 παράγραφος 2 στοιχείο β) πρώτο εδάφιο |
|
|
Άρθρο 113 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο |
Άρθρο 129 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο |
|
Άρθρο 113 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο |
Άρθρο 129 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο |
|
Άρθρο 113 παράγραφος 3 |
Άρθρο 129 παράγραφος 3 τέταρτο έως έβδομο εδάφιο |
|
Άρθρο 113 παράγραφος 4 |
Άρθρο 129 παράγραφος 3 όγδοο και ένατο εδάφιο |
|
Άρθρο 113 παράγραφος 5 |
Άρθρο 129 παράγραφος 3 δέκατο και ενδέκατο εδάφιο |
|
Άρθρο 114 |
Άρθρο 130 |
|
Άρθρο 115 |
Άρθρο 131 |
|
Άρθρο 116 παράγραφος 1 |
Άρθρο 131α παράγραφος 1 πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο |
|
Άρθρο 116 παράγραφος 2 |
Άρθρο 131α παράγραφος 1 τέταρτο εδάφιο |
|
Άρθρο 116 παράγραφος 3 |
Άρθρο 131α παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο |
|
Άρθρο 116 παράγραφος 4 |
Άρθρο 131α παράγραφος 2 δεύτερο και τρίτο εδάφιο |
|
Άρθρο 116 παράγραφος 5 |
Άρθρο 131α παράγραφος 2 τέταρτο και πέμπτο εδάφιο |
|
Άρθρο 116 παράγραφος 6 |
Άρθρο 131α παράγραφος 2 έκτο εδάφιο |
|
Άρθρο 116 παράγραφος 7 |
Άρθρο 131α παράγραφος 2 έβδομο εδάφιο |
|
Άρθρο 116 παράγραφος 8 |
Άρθρο 131α παράγραφος 2 όγδοο εδάφιο |
|
Άρθρο 116 παράγραφος 9 |
Άρθρο 131α παράγραφος 2 ένατο εδάφιο |
|
Άρθρο 117 παράγραφος 1 |
Άρθρο 132 παράγραφος 1 πρώτο έως έκτο εδάφιο |
|
Άρθρο 117 παράγραφος 2 |
Άρθρο 132 παράγραφος 1 έβδομο και όγδοο εδάφιο |
|
Άρθρο 117 παράγραφος 3 |
Άρθρο 132 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 117 παράγραφος 4 |
Άρθρο 132 παράγραφος 3 |
|
Άρθρο 118 |
Άρθρο 141 |
|
Άρθρο 119 παράγραφος 1 |
Άρθρο 127 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 119 παράγραφος 2 |
Άρθρο 127 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 119 παράγραφος 3 |
Άρθρο 127 παράγραφος 3 |
|
Άρθρο 120 |
Άρθρο 72α |
|
Άρθρο 121 |
Άρθρο 135 |
|
Άρθρο 122 |
Άρθρο 137 |
|
Άρθρο 123 παράγραφος 1 |
Άρθρο 138 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 123 παράγραφος 2 |
Άρθρο 138 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο |
|
Άρθρο 124 |
Άρθρο 139 |
|
Άρθρο 125 |
Άρθρο 140 |
Άρθρο 2 |
Άρθρο 126 |
Άρθρο 142 |
|
Άρθρο 127 |
Άρθρο 143 |
|
Άρθρο 128 |
|
|
Άρθρο 129 |
|
|
Άρθρο 130 |
|
|
Άρθρο 131 |
|
|
Άρθρο 132 |
|
|
Άρθρο 133 |
|
|
Άρθρο 134 |
|
|
Άρθρο 135 |
|
|
Άρθρο 136 |
|
|
Άρθρο 137 |
|
|
Άρθρο 138 |
|
|
Άρθρο 139 |
|
|
Άρθρο 140 |
|
|
Άρθρο 141 |
|
|
Άρθρο 142 |
|
|
Άρθρο 143 |
Άρθρο 144 |
|
Άρθρο 144 παράγραφος 1 |
Άρθρο 122α παράγραφος 9 |
|
Άρθρο 144 παράγραφος 2 |
Άρθρο 69 παράγραφος 4 |
|
Άρθρο 144 παράγραφος 3 |
Άρθρο 70 παράγραφος 4 |
|
Άρθρο 145 |
Άρθρο 150 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 146 |
Άρθρο 150 παράγραφος 1α |
|
Άρθρο 147 παράγραφος 1 |
Άρθρο 151 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 147 παράγραφος 2 |
Άρθρο 151 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 148 παράγραφος 1 |
Άρθρο 151α παράγραφος 3 |
|
Άρθρο 148 παράγραφος 2 |
Άρθρο 151α παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 148 παράγραφος 3 |
Άρθρο 151β |
|
Άρθρο 148 παράγραφος 4 |
Άρθρο 151α παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 148 παράγραφος 5 |
Άρθρο 151γ |
|
Άρθρο 149 |
|
|
Άρθρο 150 |
|
|
Άρθρο 151 |
|
|
Άρθρο 152 |
Άρθρο 29 |
|
Άρθρο 153 |
Άρθρο 30 |
|
Άρθρο 154 |
Άρθρο 33 |
|
Άρθρο 155 |
Άρθρο 40 |
|
Άρθρο 156 |
Άρθρο 41 |
|
Άρθρο 157 |
Άρθρο 42 |
|
Άρθρο 158 |
Άρθρο 42α |
|
Άρθρο 159 |
Άρθρο 43 |
|
Άρθρο 160 |
|
|
Άρθρο 161 παράγραφος 1 |
Άρθρο 156 έκτο εδάφιο |
|
Άρθρο 161 παράγραφος 2 |
Άρθρο 156 τέταρτο εδάφιο |
|
Άρθρο 161 παράγραφος 3 |
|
|
Άρθρο 161 παράγραφος 4 |
|
|
Άρθρο 161 παράγραφος 5 |
|
|
Άρθρο 161 παράγραφος 6 |
|
|
Άρθρο 161 παράγραφος 7 |
|
|
Άρθρο 161 παράγραφος 8 |
|
|
Άρθρο 161 παράγραφος 9 |
|
|
Άρθρο 162 παράγραφος 1 |
|
|
Άρθρο 162 παράγραφος 2 |
|
|
Άρθρο 162 παράγραφος 3 |
|
|
Άρθρο 162 παράγραφος 4 |
Άρθρο 157 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο |
|
Άρθρο 162 παράγραφος 5 |
|
|
Άρθρο 162 παράγραφος 6 |
|
|
Άρθρο 163 |
Άρθρο 158 |
|
Άρθρο 164 |
Άρθρο 159 |
|
Άρθρο 165 |
Άρθρο 160 |
|
Παράρτημα I |
Παράρτημα I |
|
( 1 ) Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).
( 2 ) ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38.
( 3 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48).
( 4 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).
( 5 ) ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15.
( 6 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).
( 7 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 575/2013, (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014 (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 1).
( 8 ) Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την προληπτική εποπτεία επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 314).
( 9 ) Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).
( 10 ) ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48.
( 11 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).
( 12 ) ΕΕ L 157 της 9.6.2006, σ. 87.
( 13 ) ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σ. 11.
( 14 ) ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1.
( 15 ) ΕΕ L 120 της 15.5.2009, σ. 22.
( 16 ) Οδηγία 2006/73/ΕΚ της Επιτροπής της 10ης Αυγούστου 2006 για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις και τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας (ΕΕ L 241 της 2.9.2006, σ. 26).
( 17 ) Οδηγία (ΕΕ) 2018/843 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2009/138/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ (ΕΕ L 156 της 19.6.2018, σ. 43).
( 18 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με τη θέσπιση γενικού πλαισίου για την τιτλοποίηση και σχετικά με τη δημιουργία ειδικού πλαισίου για απλή, διαφανή και τυποποιημένη τιτλοποίηση και σχετικά με την τροποποίηση των οδηγιών 2009/65/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ και 2011/61/ΕΕ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 347 της 28.12.2017, σ. 35).
( 19 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2023/2859 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2023, για τη θέσπιση ευρωπαϊκού ενιαίου σημείου πρόσβασης το οποίο παρέχει κεντρική πρόσβαση σε δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες που είναι σημαντικές για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, τις κεφαλαιαγορές και τη βιωσιμότητα (ΕΕ L, 2023/2859, 20.12.2023, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2023/2859/oj).
( 20 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 225 της 30.7.2014, σ. 1).
( 21 ) Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ, 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ (ΕΕ L 337, της 23.12.2015, σ. 35).