02009D0713(01) — EL — 01.01.2021 — 005.001


Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex. Αυτά τα επίσημα κείμενα είναι άμεσα προσβάσιμα μέσω των συνδέσμων που περιέχονται στο παρόν έγγραφο

►B

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΕΙΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

της 19ης Μαΐου και 9ης Ιουλίου 2008,

σχετικά με τα μέτρα εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

(ΕΕ C 159 της 13.7.2009, σ. 1)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  αριθ.

σελίδα

ημερομηνία

►M1

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΕΙΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ της 11ης και 23ης Νοεμβρίου 2009, 14ης Δεκεμβρίου 2009, 19ης Απριλίου 2010 και 5ης Ιουλίου 2010, 2010/C 180/01

  C 180

1

6.7.2010

►M2

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΕΙΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Ιουλίου και 18ης Οκτωβρίου 2010 2010/C 283/04

  C 283

9

20.10.2010

►M3

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΕΙΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2010 2010/C 340/06

  C 340

6

15.12.2010

 M4

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΕΙΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ, της 13ης Δεκεμβρίου 2010 και της 14ης Φεβρουαρίου 2011 2011/C 49/02

  C 49

2

16.2.2011

►M5

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΕΙΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ της 23ης Μαρτίου 2011 2011/C 93/03

  C 93

2

25.3.2011

►M6

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΕΙΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑÏΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ της 23ης Μαρτίου και 14ης Νοεμβρίου 2011 2011/C 335/07

  C 335

12

16.11.2011

►M7

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΕΙΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ της 12ης Δεκεμβρίου 2012 2012/C 390/07

  C 390

4

18.12.2012

►M8

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΕΙΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ, της 1ης Ιουλίου 2013 2013/C 194/02

  C 194

6

5.7.2013

 M9

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΕΙΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ της 16ης Ιουνίου 2014 2014/C 200/02

  C 200

56

28.6.2014

►M10

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΕΙΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ της 15ης Σεπτεμβρίου 2014 2014/C 340/04

  C 340

3

30.9.2014

►M11

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΕΙΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ της 15ης Δεκεμβρίου 2014 2014/C 466/01

  C 466

1

30.12.2014

►M12

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΕΙΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Οκτωβρίου 2015 2015/C 397/03

  C 397

2

28.11.2015

 M13

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΕΙΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ της 14ης Δεκεμβρίου 2015 2015/C 435/03

  C 435

6

24.12.2015

 M14

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΕΙΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ της 12ης Δεκεμβρίου 2016 2016/C 484/06

  C 484

19

24.12.2016

►M15

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΕΙΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ της 11ης Δεκεμβρίου 2017 2017/C 445/02

  C 445

8

28.12.2017

►M16

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΕΙΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ της 11ης Ιουνίου 2018 και της 2ας Ιουλίου 2018 2018/C 250/03

  C 250

2

17.7.2018

►M17

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΕΙΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ της 10ης Δεκεμβρίου 2018 2018/C 466/02

  C 466

8

28.12.2018

►M18

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΕΙΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ της 1ης Ιουλίου 2019 2019/C 235/03

  C 235

3

12.7.2019

►M19

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΕΙΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ της 16ης Δεκεμβρίου 2019 2019/C 431/09

  C 431

9

23.12.2019

►M20

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΕΙΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ της 16ης Δεκεμβρίου 2020 για την τροποποίηση 2020/C 444/01

  C 444

1

22.12.2020


Διορθώνεται από:

►C1

Διορθωτικό, ΕΕ C 245, 22.7.2019, σ.  9 (2019)2019/C)




▼B

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΕΙΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

της 19ης Μαΐου και 9ης Ιουλίου 2008,

σχετικά με τα μέτρα εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

2009/C 159/01

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΤΙΤΛΟΣ Ι —

ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ

Κεφάλαια:

1.

Βουλευτική αποζημίωση

2.

Έξοδα ασθενείας

3.

Ασφαλιστική προστασία από τους κινδύνους που συνδέονται με την άσκηση της βουλευτικής εντολής

4.

Επιστροφή εξόδων

5.

Επικουρία από προσωπικούς συνεργάτες

6.

Μη χρηματικές παροχές

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ —

ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ

Κεφάλαια:

1.

Μεταβατική αποζημίωση

2.

Σύνταξη αρχαιότητας

3.

Σύνταξη αναπηρίας

4.

Σύνταξη επιζώντος και ορφανών

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ —

ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Κεφάλαια:

1.

Διαδικασίες πληρωμής

2.

Εκκαθάριση και ανάκτηση

3.

Άλλες γενικές δημοσιονομικές διατάξεις

4.

Τελικές διατάξεις

ΤΙΤΛΟΣ ΙV —

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ



ΤΙΤΛΟΣ Ι

ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Βουλευτική αποζημίωση

Άρθρο 1

Δικαίωμα στην αποζημίωση

Από την ημερομηνία της ανάληψης των καθηκόντων τους έως την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο τερματίζονται τα καθήκοντά τους, οι βουλευτές έχουν δικαίωμα στην αποζημίωση την οποία προβλέπει το άρθρο 10 του καθεστώτος.

Άρθρο 2

Διατάξεις προς αποφυγή της σώρευσης

1.  
Η αποζημίωση την οποία λαμβάνει ο βουλευτής βάσει της εντολής την οποία ασκεί σε άλλο κοινοβούλιο σωρευτικά με την εντολή στο Κοινοβούλιο, αφαιρείται από την αποζημίωση που προβλέπει το άρθρο 10 του καθεστώτος.
2.  
Ως «άλλο κοινοβούλιο» κατά την παράγραφο 1, νοείται κάθε κοινοβούλιο που είναι εγκατεστημένο σε κράτος μέλος και έχει νομοθετική αρμοδιότητα, στο οποίο δεν εφαρμόζεται το άρθρο 7 παράγραφος 2 της πράξης περί της εκλογής των αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με άμεση καθολική ψηφοφορία ( 1 ).
3.  
Ο υπολογισμός πραγματοποιείται με βάση το ποσό της κάθε μίας από τις δύο αποζημιώσεις πριν από την αφαίρεση των φόρων.
4.  
Οι βουλευτές υποχρεούνται να δηλώσουν, στη δήλωση οικονομικών συμφερόντων τους, οποιαδήποτε εντολή ασκούν κατά την έννοια της παραγράφου 1 και οποιαδήποτε αποζημίωση εισπράττουν ως εκ τούτου.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Έξοδα ασθενείας

Άρθρο 3

Δικαιούχοι και διαδικασίες επιστροφής εξόδων

▼M1

1.  

Δυνάμει του άρθρου 18 του Καθεστώτος και κατ’ αναλογική εφαρμογή της ρύθμισης που θεσπίστηκε με κοινή συμφωνία των θεσμικών οργάνων των Κοινοτήτων ( 2 ) καθώς και των γενικών διατάξεων εκτέλεσής της ( 3 ), έχουν δικαίωμα στην επιστροφή των δύο τρίτων των εξόδων ασθενείας, εγκυμοσύνης ή γέννησης τέκνου, τα εξής πρόσωπα:

▼M5

α) 

οι βουλευτές και οι πρώην βουλευτές δικαιούχοι μεταβατικής αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 13 του καθεστώτος ή σύνταξης δυνάμει των άρθρων 14 και 15 του καθεστώτος, όσον αφορά τα έξοδά τους καθώς και τα έξοδα:

i) 

των συζύγων τους ή εκτός γάμου σταθερών συντρόφων τους, όπως ορίζονται στο άρθρο 58 παράγραφος 2, και

ii) 

των συντηρούμενων τέκνων τους, κατά την έννοια του άρθρου 58 παράγραφος 3, έως ότου τα εν λόγω τέκνα φτάσουν σε ηλικία 21 ετών ή, το αργότερο, 25 ετών εφόσον λαμβάνουν εκπαίδευση ή επαγγελματική κατάρτιση πλήρους ωραρίου, ή χωρίς περιορισμό ηλικίας αν πάσχουν από σοβαρή ασθένεια ή αναπηρία που δεν τους επιτρέπουν να καλύπτουν τις ανάγκες τους,

εφόσον οι εν λόγω σύζυγοι, εκτός γάμου σταθεροί σύντροφοι και συντηρούμενα τέκνα δεν δικαιούνται παροχές της ιδίας φύσεως και του αυτού επιπέδου με τους βουλευτές ή τους πρώην βουλευτές δυνάμει οιασδήποτε άλλης νομικής διάταξης ή κανονισμού·

▼M1

β) 

οι δικαιούχοι σύνταξης επιζώντος δυνάμει του άρθρου 17 του Καθεστώτος.

Τα πρόσωπα στα οποία αναφέρονται τα στοιχεία α) και β) είναι ελεύθερα να επιλέγουν τον ιατρό τους και το νοσοκομείο ή την κλινική, όπως ορίζει το άρθρο 19 παράγραφος 1 της προαναφερθείσας ρύθμισης.

2.  
Οι επιστροφές εξόδων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Κοινοβουλίου. Εφαρμόζονται το άρθρο 72, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ( 4 ), και το άρθρο 20, παράγραφος 6, της προαναφερθείσας ρύθμισης.

▼B

3.  
Προκαταβολές κατά την έννοια του άρθρου 30 της προαναφερθείσας ρύθμισης είναι δυνατόν να χορηγηθούν μόνο υπό μορφή ανάληψης εξόδων νοσοκομειακής περίθαλψης. Το μέρος των εξόδων που παραμένει εις βάρος των βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δικαιούχων, μετά την εφαρμογή της κλίμακας επιστροφής των εξόδων, επιστρέφεται στο Κοινοβούλιο υπό τις συνθήκες που προβλέπει το εν λόγω άρθρο 30 παράγραφοι 2 και 3.

▼M3

4.  
Οι βουλευτές και οι πρώην βουλευτές δικαιούχοι μεταβατικής αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 13 του καθεστώτος, ή σύνταξης δυνάμει των άρθρων 14 και 15 του καθεστώτος, μπορούν να παραιτηθούν του δικαιώματος επιστροφής των ιατρικών εξόδων τους όπως προβλέπει η παράγραφος 1 από την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται της ημερομηνίας υποβολής της αίτησης. Στην περίπτωση αυτή, δικαιούνται επιστροφή των δύο τρίτων της εισφοράς υγειονομικής περίθαλψης, με την προϋπόθεση ότι το συνολικό επιστρεφόμενο ποσό δεν υπερβαίνει τα 400 EUR το μήνα.
5.  
Κάθε βουλευτής ή πρώην βουλευτής που, σύμφωνα με την παράγραφο 4, παραιτείται του δικαιώματος επιστροφής των ιατρικών εξόδων, δεν μπορεί να ενταχθεί στο σύστημα επιστροφής ιατρικών εξόδων της παραγράφου 1 πριν από την παρέλευση δώδεκα μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία άρχισε να ισχύει η παραίτηση. Ομοίως, κάθε μεταγενέστερη μεταβολή, είτε αφορά επανένταξη στο σύστημα επιστροφής ιατρικών εξόδων της παραγράφου 1 είτε παραίτηση από το εν λόγω σύστημα, ισχύει μόνο μετά την παρέλευση τουλάχιστον δώδεκα μηνών.

▼M1

6.  
Το κατά την παράγραφο 3α ποσό μπορεί να αναπροσαρμόζεται σε ετήσια βάση από το Προεδρείο, μέχρι του ετησίου ποσοστού αύξησης του μέσου ποσού ανά δικαιούχο, που επιστρέφεται στο πλαίσιο του κοινού καθεστώτος ασφάλισης ασθενείας των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΚΚΑΑ).
7.  
Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται επίσης στους πρώην βουλευτές που λαμβάνουν τη μεταβατική αποζημίωση που προβλέπει το άρθρο 45 για την περίοδο μεταξύ της πρώτης ημέρας που έπεται της παύσης των καθηκόντων τους και της ημέρας κατά την οποία γεννάται το δικαίωμα μεταβατικής αποζημίωσης.
8.  
Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται επίσης στους πρώην βουλευτές που λαμβάνουν τη σύνταξη αρχαιότητας που προβλέπει το άρθρο 49 για την περίοδο μεταξύ της πρώτης ημέρας που έπεται της παύσης των καθηκόντων τους και της ημέρας κατά την οποία γεννάται το δικαίωμα σύνταξης, εφόσον οι προϋποθέσεις του άρθρου 49 παράγραφος 1 πληρούνται ήδη πριν από την παύση των καθηκόντων τους.

▼M11

Άρθρο 4

Διαδικασία

Οι αιτήσεις επιστροφής εξόδων κατατίθενται στην αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου ή απευθείας στο εκκαθαριστικό γραφείο της Επιτροπής, μέσω ενιαίων εντύπων που θα συνοδεύονται από δικαιολογητικά έγγραφα.

▼B

Άρθρο 5

Χρηματοδότηση

Η χρηματοδότηση του συστήματος επιστροφής και οι λεπτομέρειες εκκαθάρισης των εξόδων διέπονται από συμφωνία συνεργασίας μεταξύ του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής, με βάση τις διατάξεις του καθεστώτος των βουλευτών και του κοινού καθεστώτος ασφάλισης ασθενείας των θεσμικών οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Για το Κοινοβούλιο, η εν λόγω συμφωνία υπογράφεται από τον πρόεδρό του, κατόπιν διαβουλεύσεως με τους κοσμήτορες.

Άρθρο 6

Προσφυγή

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 72, κάθε διαφορά που απορρέει από την ερμηνεία του παρόντος κεφαλαίου σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, υποβάλλεται στο γενικό γραμματέα, ο οποίος αποφασίζει ύστερα από γνωμοδότηση της επιτροπής διαχείρισης του κοινού καθεστώτος ασφάλισης ασθενείας των θεσμικών οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ύστερα από διαβούλευση με τους κοσμήτορες.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Ασφαλιστική προστασία από τους κινδύνους που συνδέονται με την άσκηση της βουλευτικής εντολής

Άρθρο 7

Γενικότητες

1.  

Οι βουλευτές έχουν δικαίωμα, υπό τους όρους που προβλέπουν τα ασφαλιστήρια συμβόλαια σε:

α) 

ασφάλιση κατά ατυχημάτων που μπορεί να τους συμβούν κατά την άσκηση της εντολής τους·

β) 

ασφάλιση κατά κλοπής και απώλειας ειδών και προσωπικών αντικειμένων που υφίστανται οι βουλευτές κατά την άσκηση της εντολής τους.

2.  
Τα δύο τρίτα των οφειλόμενων ασφαλίστρων βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Κοινοβουλίου, ενώ το υπόλοιπο ένα τρίτο βαρύνει τους βουλευτές. Η εισφορά του κάθε βουλευτή παρακρατείται απ' ευθείας από την αποζημίωση που προβλέπει το άρθρο 10 του καθεστώτος.
3.  
Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται στους βουλευτές από την έναρξη της εντολής τους, εκτός εάν οι βουλευτές γνωστοποιήσουν στον γενικό γραμματέα τη ρητή και γραπτή παραίτησή τους από το δικαίωμά τους για ασφαλιστική κάλυψη. Στην περίπτωση αυτή, το δικαίωμά τους σε ασφαλιστική κάλυψη παύει να υφίσταται την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο γνωστοποιείται η παραίτηση.

Άρθρο 8

Ασφάλιση κατά ατυχημάτων

1.  
Οι όροι της σύμβασης ασφάλισης κατά ατυχημάτων προβλέπουν την κάλυψη των ατυχημάτων που μπορεί να συμβούν στους βουλευτές σε ολόκληρο τον κόσμο κατά τη διάρκεια της εντολής τους.
2.  

Οι διατάξεις των ασφαλιστηρίων συμβολαίων κατά ατυχημάτων προβλέπουν:

α) 

Σε περίπτωση θανάτου: την καταβολή στα πρόσωπα που απαριθμούνται στα επόμενα κεφαλαίου ίσου με το πενταπλάσιο του ετήσιου ποσού της αποζημίωσης που προβλέπει το άρθρο 10 του καθεστώτος:

— 
στον/στην σύζυγο και στα τέκνα του θανόντος βουλευτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του κληρονομικού δικαίου που είναι εφαρμοστέο ως προς τον βουλευτή· ωστόσο, το ποσό που καταβάλλεται στον/στη σύζυγο δεν είναι δυνατόν να είναι μικρότερο από το 25 % του κεφαλαίου,
— 
ελλείψει προσώπων της ως άνω κατηγορίας, στους άλλους κατιόντες, σύμφωνα με τις διατάξεις του κληρονομικού δικαίου που είναι εφαρμοστέο ως προς τον βουλευτή,
— 
ελλείψει προσώπων των δύο ως άνω κατηγοριών, στους ανιόντες σύμφωνα με τις διατάξεις του κληρονομικού δικαίου που είναι εφαρμοστέο ως προς τον βουλευτή,
— 
ελλείψει προσώπων των τριών ως άνω κατηγοριών, στο Κοινοβούλιο·
β) 

σε περίπτωση μόνιμης ολικής αναπηρίας: την πληρωμή στον ενδιαφερόμενο κεφαλαίου ίσου με το οκταπλάσιο του ετησίου ποσού της αποζημίωσης που προβλέπει το άρθρο 10 του καθεστώτος·

γ) 

σε περίπτωση μόνιμης μερικής αναπηρίας: την πληρωμή στον ενδιαφερόμενο τμήματος του ποσού που προβλέπει το στοιχείο β), υπολογιζόμενο με βάση την κλίμακα που ορίζεται από τη ρύθμιση που θεσπίστηκε με κοινή συμφωνία των θεσμικών οργάνων των Κοινοτήτων ( 5 ) που προβλέπει το άρθρο 73 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68.

3.  
Η κοινή ρύθμιση περί της οποίας η παράγραφος 2 στοιχείο γ) εφαρμόζεται κατ' αναλογίαν στους βουλευτές. Δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις σχετικά με τις επαγγελματικές ασθένειες, την ισόβια πρόσοδο, καθώς και όλες οι διατάξεις των οποίων η εφαρμογή είναι αδιαχώριστη από το καθεστώς των υπαλλήλων. Εφαρμόζεται η διαδικασία προσφυγής που προβλέπει το άρθρο 72.

Οι αρμοδιότητες της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής που ορίζονται στην προαναφερθείσα ρύθμιση ασκούνται, ως προς τους βουλευτές, από τον πρόεδρο του Κοινοβουλίου.

Η αναγνώριση μόνιμης ολικής ή μερικής αναπηρίας, κατ' εφαρμογή του παρόντος άρθρου και των προαναφερθεισών διατάξεων, δεν εμποδίζει κατά κανένα τρόπο την εφαρμογή του άρθρου 15 του καθεστώτος και αντίστροφα.

4.  
Επιπλέον καλύπτονται, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στη ρύθμιση που προβλέπει η παράγραφος 2 στοιχείο γ) τα ιατρικά, φαρμακευτικά, νοσοκομειακά, χειρουργικά έξοδα, καθώς και έξοδα για τεχνητά μέλη, ακτινογραφίες, μαλάξεις, έξοδα ορθοπεδικής, νοσηλεία, έξοδα μεταφοράς, όπως και όλα τα παρόμοια έξοδα που απαιτούνται λόγω του ατυχήματος. Ωστόσο, η εν λόγω επιστροφή εξόδων δεν πραγματοποιείται παρά μόνο κατόπιν εξοφλήσεως και συμπληρωματικά προς τα ποσά που εισπράττει ο ενδιαφερόμενος κατ' εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με την επιστροφή των εξόδων ασθενείας που προβλέπει το άρθρο 18 του καθεστώτος.

Άρθρο 9

Ασφάλεια κατά απώλειας και κλοπής

1.  

Οι όροι της ασφάλισης κατά κλοπής και απώλειας προσωπικών ειδών και αντικειμένων περιλαμβάνουν:

α) 

παγκόσμια κάλυψη·

β) 

εγγύηση ποσού κατά μέγιστο 5 000 ευρώ ανά κλοπή ή απώλεια·

γ) 

απαλλαγή ύψους 50 ευρώ που βαρύνει τον βουλευτή σε περίπτωση αποζημίωσης·

δ) 

ασφαλιστική κάλυψη προσωπικών ειδών και αντικειμένων·

ε) 

εφαρμογή ποσοστού απαξίωσης στην τιμή του είδους ή του αντικειμένου κατά την επιστροφή των εξόδων.

2.  
Οι κλοπές και απώλειες που πραγματοποιούνται εκτός των χώρων του Κοινοβουλίου καλύπτονται αποκλειστικά στην περίπτωση κατά την οποία ο βουλευτής βρίσκεται, τη στιγμή του γεγονότος, σε επίσημο ταξίδι. Εάν η κλοπή σημειώνεται στους χώρους του Κοινοβουλίου, καλύπτεται υπό τον όρο ότι το κλαπέν είδος ή αντικείμενο είχε τοποθετηθεί σε ασφαλές μέρος.
3.  
Η κλοπή ή απώλεια χρημάτων που συμβαίνει εκτός των χώρων του Κοινοβουλίου και η οποία δηλώνεται στην αστυνομία καλύπτεται έως το ποσό των 250 ευρώ εάν τα χρήματα που εκλάπησαν ή χάθηκαν αποτελούν τμήμα άλλων απολεσθέντων ή κλαπέντων ειδών ή προσωπικών αντικειμένων. Η κλοπή ή απώλεια χρημάτων η οποία σημειώνεται στο εσωτερικό των χώρων του Κοινοβουλίου δεν καλύπτεται.
4.  
Σε περίπτωση απώλειας επισκευών ή μεταφοράς τους σε άλλο προορισμό για περισσότερες από 12 ώρες από μεταφορέα στο πλαίσιο επίσημου ταξιδιού του βουλευτή, όταν ο βουλευτής μεταβαίνει σε διαφορετικό τόπο από τον τόπο κατοικίας του, τα προσωπικά είδη ή αντικείμενα που αναγκάζεται να αγοράσει ή να ενοικιάσει ο βουλευτής καλύπτονται έως το ποσό των 500 ευρώ.
5.  
Η κλοπή ή η απώλεια προσωπικών ειδών ή αντικειμένων που σημειώνεται εκτός των χώρων του Κοινοβουλίου δηλώνεται από τον βουλευτή στις αστυνομικές αρχές. Εάν η κλοπή σημειώνεται εντός των χώρων του Κοινοβουλίου, δηλώνεται στη μονάδα ασφαλείας.
6.  
Κάθε κλοπή και απώλεια αποτελεί αντικείμενο δήλωσης που απευθύνεται εντός οκτώ ημερών στο γενικό γραμματέα. Το έντυπο της δήλωσης συνοδεύεται από τιμολόγιο του απολεσθέντος ή κλαπέντος αντικειμένου ή, ελλείψει αυτού, του αντικειμένου που το αντικαθιστά εφόσον η αξία του υπερβαίνει τα 700 ευρώ.
7.  
Η ασφάλιση δεν καλύπτει τις κλοπές και απώλειες που έχουν ασφαλιστεί με ιδιωτική ασφάλιση του βουλευτή.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Επιστροφή εξόδων



Τμήμα 1 :

Επιστροφή εξόδων ταξιδίου



Ενότητα 1:

Κοινές διατάξεις

Άρθρο 10

Δικαίωμα επιστροφής εξόδων επισήμων ταξιδίων

1.  

Οι βουλευτές έχουν δικαίωμα στην επιστροφή των εξόδων που όντως πραγματοποίησαν:

α) 

κατά τις μετακινήσεις προς και από τους τόπους εργασίας του Κοινοβουλίου ή τους τόπους συνεδριάσεων ενός από τα επίσημα όργανά του, όπως αυτά ορίζονται στην παράγραφο 3 (στο εξής: συνήθη έξοδα ταξιδίου)·

β) 

κατά τις μετακινήσεις στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους εκτός του κράτους μέλους εκλογής τους, υπό τις συνθήκες που προβλέπει το άρθρο 22 (στο εξής: συμπληρωματικά έξοδα ταξιδίου)·

γ) 

κατά τις μετακινήσεις που πραγματοποίησαν στο κράτος μέλος εκλογής τους υπό τις συνθήκες που προβλέπει το άρθρο 23.

2.  
Θεωρούνται επίσης συνήθη έξοδα ταξιδίου τα έξοδα ταξιδίου στα οποία υποβάλλονται οι βουλευτές προκειμένου να φέρουν εις πέρας οποιαδήποτε συγκεκριμένη αποστολή έχει εγκριθεί από τον πρόεδρο, το προεδρείο ή τη διάσκεψη των προέδρων.

▼M1

2α.  
Θεωρούνται επίσης συνήθη έξοδα ταξιδίου τα έξοδα ταξιδίου στα οποία υποβάλλονται οι πρόεδροι επιτροπών ή υποεπιτροπών προκειμένου να παραστούν σε συνεδριάσεις του Συμβουλίου.

▼B

3.  
Ως «επίσημα όργανα του Κοινοβουλίου» νοούνται τα όργανα του Κοινοβουλίου όπως αυτά ορίζονται στον τίτλο Ι κεφάλαιο 3 του Κανονισμού του Κοινοβουλίου, καθώς και οι κοινοβουλευτικές επιτροπές, οι διακοινοβουλευτικές αντιπροσωπείες και οι άλλες αντιπροσωπείες που συγκροτούνται βάσει του εν λόγω Κανονισμού, οι πολιτικές ομάδες και τα άλλα όργανα η συγκρότηση των οποίων εγκρίνεται από το προεδρείο ή από τη διάσκεψη των προέδρων.

Άρθρο 11

Διαδικασία

Τα έξοδα ταξιδίου επιστρέφονται με βάση την πιστοποίηση παρουσίας και με προσκόμιση των σχετικών ταξιδιωτικών εγγράφων, καθώς και, ενδεχομένως, άλλων δικαιολογητικών τα οποία προσδιορίζονται στο άρθρο 14.

Άρθρο 12

Πιστοποίηση παρουσίας

▼M16

1.  
Η παρουσία των βουλευτών πιστοποιείται από την υπογραφή που θέτουν οι ίδιοι προσωπικά στο φύλλο παρουσίας που είναι διαθέσιμο εντός του ημικυκλίου ή στην αίθουσα συνεδρίασης ή με την υπογραφή που θέτουν οι ίδιοι προσωπικά στο κεντρικό μητρώο παρουσιών κατά τη διάρκεια του ωραρίου λειτουργίας του όπως έχει καθορισθεί από το Προεδρείο. Η ηλεκτρονική πιστοποίηση της παρουσίας του βουλευτή μπορεί να χρησιμοποιείται αντί της προσωπικής υπογραφής.

▼B

2.  
Κατ' εξαίρεση, οι βουλευτές δύνανται να αποδεικνύουν την παρουσία τους με άλλα έγγραφα τα οποία αποδεικνύουν αντικειμενικά ότι βρίσκονται στον τόπο της συνεδρίασης κατά τα συνήθη ωράρια συνεδρίασης. Η δυνατότητα αυτή δεν είναι δυνατόν να ασκείται περισσότερες από πέντε φορές ανά κοινοβουλευτική ημιπερίοδο.
3.  
Οι δηλώσεις των βουλευτών ή άλλων προσώπων δεν θεωρούνται βεβαίωση παρουσίας κατά την έννοια των παραγράφων 1 και 2. Ωστόσο, στις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ), και στην παράγραφο 2, η παρουσία πιστοποιείται με δήλωση των βουλευτών.

Άρθρο 13

Ταξιδιωτικά έγγραφα

1.  

Η αίτηση επιστροφής των εξόδων ταξιδίου συνοδεύεται από δικαιολογητικά που επιτρέπουν να προσδιορισθεί η τιμή που καταβλήθηκε, η διαδρομή που πραγματοποιήθηκε, καθώς και η επιβατική τάξη, η ημερομηνία και η ώρα του ταξιδιού. Συγκεκριμένα, πρόκειται για:

▼C1

α) 

σε περίπτωση αεροπορικού ταξιδίου: τα εισιτήρια που φέρουν το ονοματεπώνυμο του βουλευτή και όλες τις κάρτες επιβίβασης ή την ηλεκτρονική απόδειξη της χρήσης των εισιτηρίων αυτών·

▼B

β) 

σε περίπτωση ταξιδιού με σιδηρόδρομο ή με πλοίο, το σύνολο των τίτλων μεταφοράς.

▼M1

2.  
Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, σε περίπτωση ταξιδίου με αυτοκίνητο, οι βουλευτές παρουσιάζουν δήλωση στην οποία αναφέρεται ο αριθμός κυκλοφορίας του αυτοκινήτου που χρησιμοποιήθηκε για το ταξίδι και, για τα ταξίδια με αυτοκίνητο στο κράτος μέλος εκλογής των βουλευτών, η διανυθείσα απόσταση και τα σημεία αναχώρησης και άφιξης, ή, για όλα τα άλλα ταξίδια με αυτοκίνητο, ο αριθμός των χιλιομέτρων που αναγράφει ο μετρητής κατά την αναχώρηση και ο αριθμός των χιλιομέτρων που αναγράφονται κατά την άφιξη. Σε περίπτωση ταξιδίου που υπερβαίνει τα 800 χλμ., η δήλωση συνοδεύεται από δικαιολογητικά που επιτρέπουν να προσδιορισθεί η ημερομηνία του ταξιδίου (για παράδειγμα, η απόδειξη αγοράς καυσίμων που αφορά συναλλαγή στο σημείο αναχώρησης ή κατά τη διάρκεια του ταξιδίου, η απόδειξη είσπραξης διοδίων στον αυτοκινητόδρομο, το συμβόλαιο μίσθωσης ή το τιμολόγιο ενός μισθωμένου αυτοκινήτου, κλπ.).

Όταν πρόκειται για μετακινήσεις μεταξύ Βρυξελλών και Στρασβούργου, πρέπει πάντοτε να υποβάλλονται δικαιολογητικά που καθιστούν δυνατό να εξακριβωθεί η ημερομηνία του ταξιδίου.

3.  
Το κόστος των εισιτηρίων διαρκείας ή κάρτας που παρέχει σε κατονομαζόμενο πρόσωπο δικαίωμα μειωμένου εισιτηρίου για τα γενόμενα ταξίδια μπορεί να επιστραφεί υπό μορφή προκαταβολής. Ο οριστικός διακανονισμός της προκαταβολής πραγματοποιείται μετά τη λήξη της ισχύος του εισιτηρίου διαρκείας ή της κάρτας.

▼M18

4.  
Οι βουλευτές οι οποίοι αγοράζουν εισιτήρια από το ταξιδιωτικό γραφείο του Κοινοβουλίου μπορούν, υπό την αποκλειστική τους ευθύνη και με την υπογραφή απόδειξης παραλαβής, να ζητήσουν η αρμόδια υπηρεσία να επιστρέψει απευθείας τα έξοδα στο ταξιδιωτικό γραφείο. Στις περιπτώσεις αυτές, η αρμόδια υπηρεσία μπορεί να ανακτήσει τα δικαιολογητικά έγγραφα που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 από το σύστημα κρατήσεων του ταξιδιωτικού γραφείου.

▼B

Άρθρο 14

Άλλα δικαιολογητικά

Η αίτηση επιστροφής των εξόδων ταξιδίου συνοδεύεται από τα εξής έγγραφα:

▼M5

α) 

στις περιπτώσεις του άρθρου 10 παράγραφος 1 στοιχείο β): πρόσκληση ή πρόγραμμα της εκδήλωσης στην οποία παρευρέθηκαν οι βουλευτές ή άλλα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν ότι η μετακίνηση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της άσκησης της εντολής των βουλευτών, ή, στην περίπτωση του άρθρου 22 παράγραφος 2α, δήλωση του βουλευτή ότι η μετακίνηση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της άσκησης της εντολής του·

▼M1

β) 

στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο γ): δήλωση των βουλευτών στην οποία αναφέρεται ο σκοπός της μετακίνησης που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της άσκησης της εντολής τους·

▼B

γ) 

στις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 10 παράγραφος 2 εξουσιοδότηση του προέδρου, του προεδρείου ή της διάσκεψης των προέδρων·

▼M1

δ) 

στις περιπτώσεις του άρθρου 10 παράγραφος 2α: πρόσκληση του Συμβουλίου.

▼M1

Άρθρο 15

Αποδιδόμενα ποσά

Τα έξοδα ταξιδίου αποδίδονται με βάση τα όντως πραγματοποιηθέντα έξοδα και με ανώτατο όριο:

α) 

σε περίπτωση αεροπορικού ταξιδίου: τιμή εισιτηρίου κατηγορίας business·

β) 

σε περίπτωση ταξιδίου με σιδηρόδρομο ή με πλοίο: τιμή εισιτηρίου πρώτης θέσης·

▼M17

γ) 

σε περίπτωση μετακίνησης με ιδιωτικό αυτοκίνητο, με ανώτατο όριο επιστροφής 1 000 χλμ. ανά ταξίδι μετάβασης ή επιστροφής 0,53 EUR ανά χλμ., με προσαύξηση ίση προς την τιμή της απαιτούμενης διέλευσης με οχηματαγωγό πλοίο ή αντίστοιχης μεταφοράς με άλλο μέσο.

▼B



Ενότητα 2:

Διατάξεις που ισχύουν για τα συνήθη έξοδα ταξιδίου

Άρθρο 16

Ημέρες ταξιδίου

1.  
Οι μετακινήσεις που προβλέπει το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο α) πραγματοποιούνται αποκλειστικά με σκοπό τη συμμετοχή σε επίσημες δραστηριότητες οι οποίες διεξάγονται κατά τις ημέρες που προσδιορίζονται προς τούτο στο ημερολόγιο εργασιών του Κοινοβουλίου.
2.  
Οι μετακινήσεις που προβλέπει το άρθρο 10 παράγραφος 2 πραγματοποιούνται αποκλειστικά κατά τις ημέρες που έχει καθορίσει το όργανο που είναι εντεταλμένο να εξουσιοδοτεί τη μετακίνηση.

Άρθρο 17

Διαδρομές

1.  
Όπως ορίζεται στην παράγραφο 2, η επιστροφή των εξόδων ταξιδίου προς έναν τόπο εργασίας του Κοινοβουλίου ή τόπο συνεδρίασης υπολογίζεται με βάση την πλέον άμεση διαδρομή μεταξύ του τόπου κατοικίας των βουλευτών ή της πρωτεύουσας του κράτους μέλους εκλογής τους και του τόπου εργασίας ή συνεδρίασης.
2.  
Ως «τόπος κατοικίας» νοείται ο συνήθης τόπος διαμονής των βουλευτών, που βρίσκεται σε κοινοτικό έδαφος, όπου αυτοί κατοικούν όντως σε αρκετά σταθερή βάση, με την επιφύλαξη των κοινοβουλευτικών τους υποχρεώσεων. Ο τόπος κατοικίας δηλώνεται από τους βουλευτές στην αρμόδια αρχή·
3.  

Η πιο άμεση διαδρομή καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη:

α) 

για τα αεροπορικά ταξίδια, τον αερολιμένα που είναι πλησιέστερος στο σημείο αναχώρησης των βουλευτών, ο οποίος είναι σε θέση να εκδώσει αεροπορικό εισιτήριο της τιμής που μνημονεύεται στο άρθρο 15, καθώς και την απόσταση μεταξύ του εν λόγω αερολιμένα και του προορισμού·

β) 

για τα σιδηροδρομικά ταξίδια, τον σιδηροδρομικό σταθμό που είναι πλησιέστερος στο σημείο αναχώρησης των βουλευτών, καθώς και την απόσταση μεταξύ αυτού του σταθμού και του προορισμού·

γ) 

για τα ταξίδια με αυτοκίνητο ή με πλοίο, την απόσταση μεταξύ του σημείου αναχώρησης των βουλευτών και του προορισμού.

▼M1

4.  
Όταν οι βουλευτές αναλαμβάνουν τα καθήκοντά τους ή αλλάζουν τον τόπο κατοικίας τους, ενημερώνονται για το αεροδρόμιο ή τον σταθμό και τις πιο άμεσες, ήτοι τις συντομότερες διαδρομές που θα χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της εφαρμογής των παρουσών διατάξεων.
5.  
Οιαδήποτε στιγμή, οι βουλευτές δύνανται να προτείνουν εγγράφως στην αρμόδια υπηρεσία, επισημαίνοντας τους λόγους, άλλη διαδρομή που να προσφέρει αισθητό όφελος από πλευράς χρόνου ή αισθητή αύξηση ανέσεων, χωρίς το κόστος της μετακίνησης να αυξάνεται περισσότερο από 20 %. Εάν γίνει δεκτή αυτή η διαδρομή, αντικαθιστά την πιο άμεση διαδρομή, όπως προσδιορίζεται κατά την παράγραφο 3.

Εάν η διαδρομή δεν γίνει δεκτή ή όταν η προτεινόμενη από τους βουλευτές διαδρομή οδηγεί σε αύξηση του κόστους της μετακίνησης περισσότερο από 20 %, το θέμα παραπέμπεται στον Γενικό Γραμματέα, ο οποίος μπορεί να ζητήσει τη γνώμη των Κοσμητόρων πριν λάβει την απόφασή του.

6.  
Σε περίπτωση διακοπής του ταξιδίου, τα έξοδα ταξιδίου επιστρέφονται από τον τελευταίο τόπο αναχώρησης. Διακοπή του ταξιδίου θεωρείται οιαδήποτε διακοπή άνω της μίας νύκτας, εκτός Σαββάτου, Κυριακής και δημόσιας αργίας, στη διαδρομή των βουλευτών προς και από έναν τόπο εργασίας του Κοινοβουλίου ή έναν τόπο επίσημης συνεδρίασης.
7.  
Εάν το σημείο αναχώρησης ή άφιξης δεν αντιστοιχεί στον τόπο κατοικίας ή στην πρωτεύουσα του κράτους μέλους εκλογής των βουλευτών, τα έξοδα ταξιδίου επιστρέφονται μέχρι το ύψος των εξόδων στα οποία θα υποβάλλονταν οι βουλευτές εάν είχαν πραγματοποιήσει το ταξίδι αυτό προς ή από τον τόπο κατοικίας τους χρησιμοποιώντας την πιο άμεση, ήτοι τη συντομότερη, διαδρομή.
8.  
Σε περίπτωση ταξιδίου που πραγματοποιείται μεταξύ δύο τόπων εργασίας και/ή συνεδρίασης, οι παράγραφοι 3 και 7 εφαρμόζονται κατ αναλογίαν.

▼M7

9.  
Οι τιμές που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς των παρόντων Μέτρων Εφαρμογής αναπροσαρμόζονται περιοδικά και τουλάχιστον δύο φορές ανά έτος.

▼B

Άρθρο 18

Όροι εφαρμογής

1.  
Οι βουλευτές δικαιούνται την επιστροφή των εξόδων ενός μόνο ταξιδιού μετ' επιστροφής ανά εβδομάδα εργασίας του Κοινοβουλίου μεταξύ του τόπου κατοικίας τους ή της πρωτεύουσας του κράτους μέλους εκλογής τους και ενός τόπου εργασίας ή συνεδρίασης (στο εξής: κύρια μετακίνηση).

▼M7

2.  
Εκτός των εβδομάδων που έχουν προβλεφθεί στο επίσημο χρονοδιάγραμμα εργασιών του Κοινοβουλίου για δραστηριότητες εκτός των τόπων εργασίας του, οι βουλευτές δικαιούνται επίσης την επιστροφή των εξόδων ενός ταξιδίου μετ' επιστροφής που πραγματοποιείται στο μέσο εβδομάδας εργασίας του Κοινοβουλίου μεταξύ ενός τόπου εργασίας ή συνεδρίασης και του τόπου κατοικίας τους ή άλλης αφετηρίας στο κράτος μέλος εκλογής τους (στο εξής ονομάζονται «ενδιάμεσες μετακινήσεις»).

▼B

3.  
Το δικαίωμα επιστροφής των εξόδων της ενδιάμεσης μετακίνησης είναι ανεξάρτητο από το δικαίωμα επιστροφής των εξόδων για τα ταξίδια που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό του κράτους μέλους εκλογής και προβλέπονται με το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο γ).
4.  
Δεν στοιχειοθετείται επιστροφή εξόδων στους βουλευτές για τις διαδρομές που πραγματοποιούνται με μέσο που θέτει στη διάθεσή τους το Κοινοβούλιο.
5.  
Οι βουλευτές οι οποίοι δεν μπορούν να έχουν στη διάθεσή τους επίσημο αυτοκίνητο δικαιούνται, με παρουσίαση δικαιολογητικών, την επιστροφή των εξόδων ταξί για τις διαδρομές που πραγματοποίησαν μεταξύ του αεροδρομίου ή του σταθμού άφιξης ή αναχώρησης κα του τόπου εργασίας ή συνεδρίασης. Οι κανόνες που διέπουν την επιστροφή των εξόδων ταξί καθώς και τα ανώτατα όρια επιστροφής εξόδων θεσπίζονται από το προεδρείο.

Άρθρο 19

Δικαίωμα στις αποζημιώσεις απόστασης και διάρκειας

▼M1

1.  
Για τα ταξίδια εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι βουλευτές έχουν δικαίωμα σε αποζημιώσεις απόστασης και διάρκειας οι οποίες προορίζονται να καλύψουν όλα τα έξοδα που συνδέονται με το ταξίδι τους. Το δικαίωμα αυτό ισχύει αποκλειστικά για την κύρια μετακίνηση κατά την έννοια του άρθρου 18 παράγραφος 1.

▼M1 —————

▼M1

3.  
Δεν υφίσταται κανένα δικαίωμα σε αποζημιώσεις απόστασης και διάρκειας στην περίπτωση των ταξιδιών κατά το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ) ή στις περιπτώσεις του άρθρου 18 παράγραφος 4. Η διακοπή ταξιδίου κατά το άρθρο 17 παράγραφος 6 ή η διακοπή οιουδήποτε άλλου τύπου δεν παρέχει πρόσθετο δικαίωμα για αποζημίωση διάρκειας ή απόστασης.
4.  

Τα ποσά των αποζημιώσεων απόστασης και διάρκειας:

α) 

για μετακινήσεις προς τους τόπους εργασίας του Κοινοβουλίου, καθορίζονται στην αρχή της θητείας των βουλευτών και για τη διάρκειά της και αναθεωρούνται μόνον σε περίπτωση αλλαγής διεύθυνσης κατοικίας, ανεξάρτητα από οιεσδήποτε αλλαγές στη διαδρομή που πράγματι ακολουθείται·

β) 

για μετακινήσεις προς άλλους τόπους συνεδριάσεων κατά την έννοια του άρθρου 10 παράγραφος 1 στοιχείο α) και παράγραφοι 2 και 2α, καθορίζονται για κάθε επιμέρους μετακίνηση.

5.  
Εάν τα συμπληρωματικά σχετιζόμενα με τις μετακινήσεις έξοδα στα οποία υποβάλλονται οι βουλευτές υπερβαίνουν το ποσό της αποζημίωσης απόστασης, οι βουλευτές μπορούν να ζητήσουν επιστροφή της διαφοράς με την προϋπόθεση της προσκόμισης δικαιολογητικών.

▼B

6.  
Ο ελάχιστος χρόνος παρουσίασης στο χώρο εργασίας ή συνεδρίασης του Κοινοβουλίου που είναι απαραίτητος για να στοιχειοθετηθεί δικαίωμα στην πληρωμή αποζημιώσεων απόστασης και διάρκειας ορίζεται σε 4 ώρες.

Άρθρο 20

Ύψος της αποζημίωσης απόστασης

1.  

Η αποζημίωση απόστασης υπολογίζεται ως εξής:

▼M20

α) 

για το τμήμα της διαδρομής έως τα 50 χλμ.: 23,96 EUR·

▼M15

β) 

για το τμήμα της διαδρομής μεταξύ 51 και 250 χλμ.: 0,13 EUR ανά χλμ.·

▼M19

γ) 

για το τμήμα της διαδρομής μεταξύ 251 και 1 000 km: 0,07 EUR το km.·

▼B

δ) 

για το τμήμα της διαδρομής άνω των 1 000 χλμ.: 0,03 ευρώ το χλμ.

▼M1

2.  
Τα ποσά υπολογίζονται με βάση τη συντομότερη διαδρομή από το κέντρο της πόλης του τόπου κατοικίας των βουλευτών προς την υποδομή άφιξης του τόπου συνεδρίασης και αντιστρόφως.

Εάν η βάση υπολογισμού για σιδηροδρομική διαδρομή είναι άγνωστη ή δύσκολα εξακριβώσιμη, χρησιμοποιείται η βάση υπολογισμού της μετακίνησης με ιδιωτικό αυτοκίνητο.

▼B

Άρθρο 21

Ύψος της αποζημίωσης διάρκειας

1.  

Η αποζημίωση διάρκειας υπολογίζεται ως εξής:

α) 

για ταξίδι συνολικής διάρκειας 2 έως 4 ωρών: ποσό ισοδύναμο με το ένα όγδοο της αποζημίωσης που προβλέπει το άρθρο 24·

β) 

για ταξίδι συνολικής διάρκειας 4 έως 6 ωρών: ποσό ισοδύναμο με το ένα τέταρτο της αποζημίωσης που προβλέπει το άρθρο 24·

γ) 

για ταξίδι συνολικής διάρκειας άνω των 6 ωρών που δεν περιλαμβάνει διανυκτέρευση: ποσό ισοδύναμο με το ήμισυ της αποζημίωσης που προβλέπει το άρθρο 24·

▼M1

δ) 

για ταξίδι συνολικής διάρκειας άνω των έξι ωρών το οποίο, για δεόντως τεκμηριωμένους λόγους, περιλαμβάνει διανυκτέρευση: ποσό ισοδύναμο με την πλήρη αποζημίωση που προβλέπεται στο άρθρο 24, κατόπιν προσκόμισης δικαιολογητικών.

▼B

2.  

Η διάρκεια του ταξιδιού υπολογίζεται ως εξής:

α) 

για αεροπορικά και σιδηροδρομικά ταξίδια ή με πλοίο:

— 
διάρκεια της διαδρομής μεταξύ του τόπου κατοικίας των βουλευτών και του αεροδρομίου ή του σταθμού, που πραγματοποιείται με ταχύτητα 60 km/h,
— 
διάρκεια της διαδρομής με αεροπλάνο, σιδηρόδρομο ή πλοίο σύμφωνα με το ωράριο,
— 
1 ώρα για την επιβίβαση ή την αναχώρηση του τρένου ή του πλοίου, 30 λεπτά για την αποβίβαση ή την άφιξη,
— 
30 λεπτά για τη μεταφορά μεταξύ του αεροδρομίου ή του σταθμού και του Κοινοβουλίου στις Βρυξέλλες, στο Λουξεμβούργο και στο Στρασβούργο (Entzheim).

Το προεδρείο προσδιορίζει τη διάρκεια της διαδρομής για τα ταξίδια στο Στρασβούργο μέσω άλλων αεροδρομίων, συναρτήσει της διαθεσιμότητας μέσων μεταφοράς·

β) 

για τα ταξίδια με αυτοκίνητο: διάρκεια της διαδρομής μεταξύ του τόπου κατοικίας και του τόπου εργασίας ή συνεδρίασης, που πραγματοποιείται με ταχύτητα 70 km/h.



Ενότητα 3 —

Διατάξεις σχετικές με τις συμπληρωματικές μετακινήσεις και τις μετακινήσεις εντός του κράτους μέλους εκλογής

Άρθρο 22

Συμπληρωματικά έξοδα ταξιδίου

▼M20

1.  
Το μέγιστο ετήσιο ποσό επιστροφής των εξόδων ταξιδίου τα οποία πραγματοποιούνται στις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο β), ορίζεται σε 4 517 EUR.

▼M1

2.  
Στο πλαίσιο αυτό, οι βουλευτές δικαιούνται επίσης να ζητήσουν, με προσκόμιση της πρωτότυπης απόδειξης ή τιμολογίου, την επιστροφή των εξόδων ταξί, των εξόδων μίσθωσης αυτοκινήτου, των εξόδων ξενοδοχείου και άλλων συναφών εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου των επίσημων δραστηριοτήτων. Το εν λόγω δικαίωμα καλύπτει επίσης μία ημέρα πριν από την έναρξη και μία ημέρα μετά τη λήξη της περιόδου των επίσημων δραστηριοτήτων.

▼M6

2α.  
Όταν οι βουλευτές ταξιδεύουν προς έναν από τους τόπους εργασίας του Κοινοβουλίου σε εβδομάδα κατά τη διάρκεια της οποίας το Κοινοβούλιο δεν έχει επίσημες δραστηριότητες, η επιστροφή των συμπληρωματικών εξόδων ταξιδίου περιορίζεται στα έξοδα μετακίνησης, συμπεριλαμβανομένων των κομίστρων ταξί εντός των ορίων που καθορίζονται από τις κανονιστικές ρυθμίσεις του Προεδρείου που διέπουν τη χρησιμοποίηση υπηρεσιακών οχημάτων από τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και στα έξοδα ξενοδοχείου.

▼M5

2β.  
Οι αιτήσεις επιστροφής των δαπανών που έχουν λάβει χώρα στο πλαίσιο μετακινήσεων για τη συμμετοχή σε εκδήλωση κατόπιν προσκλήσεως εκ μέρους βουλευτή ή πολιτικής ομάδας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συνοδεύονται επίσης από άλλα δικαιολογητικά, που αποδεικνύουν ότι η μετακίνηση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της άσκησης της εντολής των βουλευτών.

▼M1

2γ.  
Οι βουλευτές δύνανται να συνδυάζουν τις συνήθεις μετακινήσεις με συμπληρωματικές μετακινήσεις.

Όταν ολόκληρη η συνδυασμένη μετακίνηση πραγματοποιείται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα έξοδα του σκέλους του ταξιδίου που αρχίζει ή τελειώνει σε έναν από τους τόπους εργασίας ή επίσημων συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου επιστρέφονται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο α).

Όταν μέρος της συνδυασμένης μετακίνησης πραγματοποιείται εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το συμπληρωματικό κόστος που προκύπτει από το γεγονός ότι οι βουλευτές δεν χρησιμοποίησαν την πιο άμεση διαδρομή λόγω της πρόσθετης μετακίνησης χρεώνεται στην συμπληρωματική αποζημίωση ταξιδίου τους, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1.

▼M5

2δ.  
Οι βουλευτές δύνανται να συνδυάσουν ένα συμπληρωματικό ταξίδι με δευτερεύουσες μη επίσημες δραστηριότητες, χωρίς να αυξάνονται, από το γεγονός αυτό, τα επιστρεφόμενα έξοδα ταξιδίου και παραμονής.
2ε.  
Οι δραστηριότητες που αποτελούν αντικείμενο συμπληρωματικού ταξιδίου δεν μπορούν να τύχουν άλλης μορφής δημόσιας ή ιδιωτικής επιστροφής των πραγματοποιηθέντων εξόδων.

▼M20

3.  
Το μέγιστο ετήσιο ποσό επιστροφής των εξόδων ταξιδίου που όντως πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των επίσημων ταξιδιών τα οποία πραγματοποιούν οι πρόεδροι επιτροπών ή υποεπιτροπών για να συμμετάσχουν σε διασκέψεις ή εκδηλώσεις οι οποίες αφορούν θέμα ευρωπαϊκού χαρακτήρα που συνδέεται με τις αρμοδιότητες της επιτροπής ή υποεπιτροπής τους και οι οποίες έχουν κοινοβουλευτική διάσταση, ορίζεται σε 4 517 EUR. Για τη συμμετοχή απαιτείται η προηγούμενη εξουσιοδότηση του Προέδρου του Κοινοβουλίου, ύστερα από επαλήθευση των διαθέσιμων κεφαλαίων εντός του ορίου του προαναφερθέντος μέγιστου ποσού.

▼B

Ένας πρόεδρος επιτροπής ή υποεπιτροπής δύναται να εξουσιοδοτήσει γραπτώς έναν από τους αντιπροέδρους του ή, εάν αυτό είναι αδύνατο, ένα μέλος της επιτροπής ή της υποεπιτροπής του, να τον αναπληρώσει στην εν λόγω διάσκεψη ή εκδήλωση.

Τα εν λόγω έξοδα υπόκεινται στις ίδιες προϋποθέσεις επιστροφής εξόδων που ισχύουν για τα έξοδα συμπληρωματικής μετακίνησης.

Άρθρο 23

Έξοδα ταξιδίου στο κράτος μέλος εκλογής

►M1  1. ◄   

Η επιστροφή των εξόδων ταξιδίου στο εσωτερικό του κράτους μέλους εκλογής των βουλευτών που προβλέπει το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο γ) δεν δύναται να υπερβαίνει, ανά ημερολογιακό έτος:

α) 

24 ταξίδια (μετ’ επιστροφής) για τις αεροπορικές και σιδηροδρομικές μετακινήσεις ή τις μετακινήσεις με πλοίο· οι βουλευτές που έχουν εκλεγεί στη μητροπολιτική Γαλλία δεν δύνανται να πραγματοποιούν περισσότερα από δύο ταξίδια ετησίως προς τα υπερπόντια διαμερίσματα και περιοχές, τα υπερπόντια εδάφη, τη Νέα Καληδονία και τα γαλλικά νότια και ανταρκτικά εδάφη·

β) 

για τα ταξίδια με αυτοκίνητο, απόσταση η οποία να φθάνει συνολικά μέχρι τα:

24 000 χλμ.

για τους βουλευτές που εκλέγονται στη Γερμανία, στην Ισπανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στην Πολωνία, στη Ρουμανία, στη Φινλανδία, στη Σουηδία ή στο Ηνωμένο Βασίλειο,

16 000 χλμ.

για τους βουλευτές που εκλέγονται στη Βουλγαρία, στην Τσεχική Δημοκρατία, στην Ιρλανδία, στην Ελλάδα, στην Ουγγαρία, στην Αυστρία, στην Πορτογαλία ή στη Σλοβακία,

▼M8

8 000 χλμ.

για τους βουλευτές που εκλέγονται στο Βέλγιο, στη Δανία, στην Εσθονία, στην Κροατία, στην Κύπρο, στη Λετονία, στη Λιθουανία, στο Λουξεμβούργο, στη Μάλτα, στις Κάτω Χώρες ή στη Σλοβενία.

▼M3

1α.  
Κατόπιν γραπτής αιτήσεως, ο βουλευτής που έχει εξαντλήσει την αποζημίωση ταξιδίου για τις αεροπορικές και σιδηροδρομικές μετακινήσεις ή τις μετακινήσεις με πλοίο, κατά την παράγραφο 1 στοιχείο α), μπορεί να μετατρέψει την αποζημίωση ταξιδίου με αυτοκίνητο, κατά την παράγραφο 1 στοιχείο β), σε αποζημίωση για αεροπορικά ή σιδηροδρομικά ταξίδια ή ταξίδια με πλοίο κατά τρόπο ώστε σε ένα απλό αεροπορικό ή σιδηροδρομικό ταξίδι ή ταξίδι με πλοίο να αναλογεί το 2 % του ανωτάτου αριθμού χιλιομέτρων που προβλέπονται για το κράτος μέλος εκλογής του οικείου βουλευτή.

Το ίδιο ισχύει, mutatis mutandis, για τους βουλευτές που έχουν εξαντλήσει την αποζημίωση ταξιδίου με αυτοκίνητο.

▼M1

2.  
Τα έξοδα μετακίνησης εντός αστικής περιοχής με τη χρήση δημόσιων μέσων μεταφοράς (συμπεριλαμβανομένων των ταξί) επιστρέφονται με βάση τα συνήθη δικαιολογητικά για το χρησιμοποιούμενο συγκοινωνιακό μέσο. Το επιστρεφόμενο ποσό διαιρείται διά του ανά χιλιόμετρο ποσού που καταβάλλεται για μετακινήσεις με ιδιωτικό αυτοκίνητο, και το αποτέλεσμα αφαιρείται από τον αριθμό των χιλιομέτρων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β).
3.  
Εφόσον βουλευτής του οποίου ο τόπος κατοικίας, κατά την έννοια του άρθρου 17 παράγραφος 2, βρίσκεται σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο στο οποίο έχει εκλεγεί, ταξιδεύει στο πλαίσιο της άσκησης της εντολής του μεταξύ του τόπου αυτού κατοικίας και του κράτους μέλους στο οποίο έχει εκλεγεί, η εν λόγω μετακίνηση θεωρείται μετακίνηση εντός του κράτους μέλους στο οποίο έχει εκλεγεί για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχεία α) και β).

▼B



Τμήμα 2 :

Επιστροφή των εξόδων παραμονής

Άρθρο 24

Αποζημίωση παραμονής

1.  

Οι βουλευτές έχουν δικαίωμα σε αποζημίωση παραμονής για κάθε μέρα παρουσίας:

α) 

σε τόπο εργασίας ή συνεδρίασης, που πιστοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 12, εφόσον βρίσκονται σε ταξίδια τα έξοδα του οποίου επιστρέφονται από τα συνήθη έξοδα ταξιδίου·

β) 

σε συνεδρίαση επιτροπής ή άλλου οργάνου εθνικού κοινοβουλίου, που διοργανώνεται εκτός του τόπου κατοικίας των βουλευτών, κατόπιν παρουσίασης πιστοποιητικού παρουσίας που έχει συνταχθεί από την εν λόγω επιτροπή ή όργανο.

▼M1

Κατά τις εβδομάδες που είναι αφιερωμένες στις εξωτερικές κοινοβουλευτικές δραστηριότητες, οι βουλευτές δικαιούνται να εισπράξουν αποζημίωση παραμονής για τρεις ημέρες κατ ανώτατο όριο, εκτός εάν η αποζημίωση είναι καταβλητέα σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β) και εκτός των ειδικών περιστάσεων που αποφάσισε το Προεδρείο στις 19 Οκτωβρίου 2009.

▼M20

2.  
Εάν η επίσημη δραστηριότητα λαμβάνει χώρα σε κοινοτικό έδαφος, οι βουλευτές εισπράττουν πάγια αποζημίωση που ορίζεται σε 324 EUR.

▼B

3.  

Όταν η επίσημη δραστηριότητα λαμβάνει χώρα εκτός κοινοτικού εδάφους, οι βουλευτές λαμβάνουν:

α) 

πάγια αποζημίωση ίση με το ήμισυ του ποσού που προβλέπει η παράγραφος 2 για την περίοδο που περιλαμβάνεται μεταξύ της ώρας αναχωρήσεως του τελευταίου αεροσκάφους που επιτρέπει την έγκαιρη άφιξη πριν από την έναρξη της συνεδρίασης και της ώρας άφιξης του πρώτου αεροσκάφους σε εύλογη ώρα μετά το τέλος της συνεδρίασης ή, ενδεχομένως, μεταξύ των ωρών αναχώρησης και άφιξης των ειδικών αεροσκαφών που έχουν ναυλωθεί από το Κοινοβούλιο. Το κλάσμα ημέρας που είναι ανώτερο από 12 ώρες θεωρείται ολόκληρη ημέρα. Το κλάσμα ημέρας που είναι ανώτερο από 6 ώρες υπολογίζεται ως μισή ημέρα·

β) 

με παρουσίαση του πρωτότυπου τιμολογίου, επιστροφή των εξόδων παραμονής, συμπεριλαμβανομένου του πρωινού, στα οποία υποβλήθηκαν ευλόγως οι βουλευτές στον τόπο συνεδρίασης·

▼M6

βα) 

με την προσκόμιση των απαραίτητων δικαιολογητικών, επιστροφή των εξόδων θεώρησης και άλλων συναφών δαπανών·

▼M5

γ) 

σε περίπτωση δεόντως αιτιολογημένων εξαιρετικών περιστάσεων, επιστροφή των εξόδων παραμονής στα οποία υπεβλήθησαν ευλόγως οι βουλευτές κατά τη διαδρομή.

▼B

4.  
Όταν τα παρουσιαζόμενα τιμολόγια ξενοδοχείου αφορούν διπλά δωμάτια, η επιστροφή εξόδων περιορίζεται στο 85 % του συνολικού τιμολογίου.
5.  
Όταν η διάρκεια παραμονής των βουλευτών στον τόπο εργασίας είναι μικρότερη από 4 ώρες και το ταξίδι μετ' επιστροφής πραγματοποιείται την ίδια ημέρα, η αποζημίωση παραμονής μειώνεται στο ήμισυ.



Τμήμα 3 :

Αποζημίωση γενικών εξόδων

▼M2

Άρθρο 25

Δικαίωμα αποζημίωσης

Οι βουλευτές δικαιούνται αποζημίωση γενικών εξόδων υπό μορφήν κατ’ αποκοπήν ποσού για την κάλυψη των εξόδων που απορρέουν από τις δραστηριότητές τους ως βουλευτών. Οι βουλευτές δεν έχουν δικαίωμα να κάνουν χρήση της αποζημίωσης γενικών εξόδων για δραστηριότητες που δεν καλύπτονται από άλλες αποζημιώσεις σύμφωνα με τα παρόντα μέτρα εφαρμογής ή με άλλες ρυθμίσεις του Κοινοβουλίου, εκτός εάν έχουν εξαντλήσει τα ποσά που παρέχονται στο πλαίσιο των εν λόγω αποζημιώσεων.

▼B

Άρθρο 26

Καλυπτόμενη περίοδος

1.  
Η αποζημίωση γενικών εξόδων καταβάλλεται για όλη τη διάρκεια της θητείας του βουλευτή.

▼M20

2.  
Το μηνιαίο ποσό της αποζημίωσης σύμφωνα με το άρθρο 25 ορίζεται σε 4 576 EUR.

▼B

3.  
Εφόσον η θητεία ενός βουλευτή αρχίζει μετά τη δεκάτη πέμπτη ημέρα του μήνα, η αποζημίωση που δικαιούται ο βουλευτής για τον μήνα αυτό περιορίζεται στο ήμισυ.
4.  
Το ήμισυ της εν λόγω αποζημίωσης καταβάλλεται επίσης για περίοδο τριών μηνών από το τέλος του μήνα κατά τον οποίο λήγει η θητεία ενός βουλευτή, υπό τον όρο ότι αυτός έχει χρηματίσει βουλευτής τουλάχιστον για έξι μήνες και δεν επανεκλέγεται για το επόμενο Κοινοβούλιο.

Άρθρο 27

Πληρωμές

Όλες οι πληρωμές στο πλαίσιο της αποζημίωσης γενικών εξόδων καταβάλλονται άμεσα στον βουλευτή.

▼M2

Άρθρο 28

Καλυπτόμενα έξοδα

1.  

Η αποζημίωση γενικών εξόδων σκοπό έχει να καλύψει έξοδα όπως:

— 
έξοδα διαχείρισης γραφείου και συντήρησης γραφείου,
— 
αγορά εφοδίων γραφείου και τεκμηρίωση,
— 
έξοδα εξοπλισμού γραφείου,
— 
δραστηριότητες εκπροσώπησης,
— 
διοικητικά έξοδα.
2.  
Το Προεδρείο εγκρίνει μη εξαντλητικό κατάλογο των εξόδων που μπορούν να καλυφθούν από την αποζημίωση γενικών εξόδων.

▼B



Τμήμα 4 :

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 29

▼M6

Συνδρομή προς τους βουλευτές κατά τα επίσημα ταξίδια

1.  
Εάν, κατά τη διάρκεια επίσημου ταξιδίου κατά την έννοια του άρθρου 10 παράγραφοι 1 στοιχείο α), 2 και 2α, ο βουλευτής ασθενήσει σοβαρά, πέσει θύμα ατυχήματος ή απρόβλεπτων γεγονότων που εμποδίζουν την κανονική διεξαγωγή του ταξιδίου, δικαιούται τη συνδρομή του Κοινοβουλίου. Η συνδρομή αυτή περιλαμβάνει την οργάνωση του επαναπατρισμού και την ανάληψη ευθύνης της πληρωμής των σχετικών εξόδων. Ο βουλευτής, ή, ενδεχομένως, ο εκπρόσωπός του, μπορεί να ζητήσει επαναπατρισμό σε έναν από τους τόπους εργασίας του Κοινοβουλίου ή στον τόπο κατοικίας του.

▼B

2.  
Σε περίπτωση θανάτου του βουλευτή κατά τη διάρκεια τέτοιου επίσημου ταξιδίου, μπορούν επίσης να επιστραφούν τα απαραίτητα έξοδα για τη μεταφορά της σορού στον τόπο κατοικίας του θανόντος.

▼M6

3.  
Το Κοινοβούλιο εκπληρώνει τις υποχρεώσεις συνδρομής του μέσω ασφαλιστικής σύμβασης. Τα δικαιώματα των βουλευτών τα οποία αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ασκούνται υπό τους όρους που προβλέπονται στην ασφαλιστική σύμβαση.

▼M6

4.  

Η ασφαλιστική σύμβαση καλύπτει, μεταξύ άλλων, το κόστος παροχής της ακόλουθης συνδρομής:

— 
την παροχή συνδρομής σε περίπτωση σοβαρής ασθένειας, ατυχήματος και θανάτου βουλευτή,
— 
συνδρομή και εσπευσμένη επιστροφή σε περίπτωση φυσικής καταστροφής, σοβαρής διατάραξης της δημόσιας τάξης ή σοβαρής ασθένειας, ατυχήματος ή θανάτου μέλους της οικογένειας του βουλευτή,
— 
υλικοτεχνική και διοικητική συνδρομή σε περίπτωση απώλειας ή κλοπής εγγράφων,
— 
συνδρομή σε περίπτωση δικαστικής δίωξης,
— 
πρόσθετη ασφάλιση ζωής και αναπηρίας (υπόλοιπη οφειλή).

▼B

Άρθρο 30

Βοήθεια σε ανάπηρους βουλευτές

Με έγκριση των κοσμητόρων, ύστερα από πρόταση του γενικού γραμματέα και γνωμοδότηση του ιατρού του Κοινοβουλίου, το Κοινοβούλιο μπορεί να αναλάβει ορισμένες αναγκαίες δαπάνες για την παροχή βοήθειας σε βουλευτή με σοβαρή αναπηρία προκειμένου να είναι σε θέση να ασκήσει τα καθήκοντά του. Το ποσοστό αναπηρίας, καθώς και η βασιμότητα της βοήθειας που προτείνεται για να είναι σε θέση ο βουλευτής να ασκήσει τα καθήκοντά του, υπόκεινται σε περιοδική επιβεβαίωση εκ μέρους του ιατρού του Κοινοβουλίου. Η έγκριση των κοσμητόρων διευκρινίζει τις μορφές της βοήθειας και τη διάρκεια ισχύος της έγκρισης.

Άρθρο 31

Απουσίες

1.  
Η αποζημίωση παραμονής που προβλέπει το άρθρο 24 μειώνεται κατά 50 % για κάθε μία από τις ημέρες κατά την οποία οι βουλευτές απουσίασαν σε περισσότερες από τις μισές ψηφοφορίες με ονομαστική κλήση που πραγματοποιήθηκαν την Τρίτη, την Τετάρτη και την Πέμπτη της περιόδου συνόδου στο Στρασβούργο και τη δεύτερη ημέρα της περιόδου συνόδου στις Βρυξέλλες.
2.  
Οι βουλευτές των οποίων η απουσία κατά τη διάρκεια ενός κοινοβουλευτικού έτους (από 1ης Σεπτεμβρίου έως 31η Αυγούστου) έχει καταγραφεί τουλάχιστον κατά το ήμισυ των ημερών των περιόδων συνόδου, επιστρέφουν στο Κοινοβούλιο το 50 % της αποζημίωσης γενικών εξόδων που προβλέπει το άρθρο 25 και αφορά το συγκεκριμένο έτος.
3.  
Κάθε περίοδος απουσίας κατά την παράγραφο 2 μπορεί να δικαιολογηθεί από τον πρόεδρο, εφόσον οφείλεται σε λόγους υγείας, σε σοβαρές οικογενειακές καταστάσεις ή σε αποστολή που πραγματοποιείται από τους βουλευτές εξ ονόματος του Κοινοβουλίου. Τα δικαιολογητικά πρέπει να διαβιβάζονται στους Κοσμήτορες μέσα σε προθεσμία το πολύ δύο μηνών από την έναρξη της απουσίας.
4.  
Η έγκυος βουλευτής απαλλάσσεται της υποχρέωσης να παρευρίσκεται στις επίσημες συνεδριάσεις του Κοινοβουλίου για περίοδο τριών μηνών πριν από τη γέννηση του παιδιού. Η βουλευτής παρουσιάζει ιατρικό πιστοποιητικό στο οποίο αναγράφεται η προβλεπόμενη ημερομηνία τοκετού. Μετά τον τοκετό, η βουλευτής απαλλάσσεται από την υποχρέωση να παρευρίσκεται στις επίσημες συνεδριάσεις για περίοδο 6 μηνών. Η βουλευτής παρουσιάζει αντίγραφο του πιστοποιητικού γεννήσεως του παιδιού.

Άρθρο 32

Χρηματικές κυρώσεις

1.  
Οι βουλευτές οι οποίοι, κατ' εφαρμογή του άρθρου 146 του Κανονισμού του Κοινοβουλίου, τιμωρούνται με αποκλεισμό από τη σύνοδο, χάνουν το δικαίωμα στην αποζημίωση παραμονής που προβλέπει το άρθρο 24 για τη διάρκεια του αποκλεισμού τους.
2.  
Οι βουλευτές χάνουν το δικαίωμα στην αποζημίωση παραμονής στις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 147 του Κανονισμού του Κοινοβουλίου.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Επικουρία απο προσωπικούς συνεργάτες

Άρθρο 33

Ανάληψη των εξόδων βουλευτικής επικουρίας

1.  
Οι βουλευτές δικαιούνται να επικουρούνται από προσωπικούς συνεργάτες τους οποίους επιλέγουν ελεύθερα. Το Κοινοβούλιο αναλαμβάνει τα πραγματικά έξοδα που προκύπτουν εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά από την πρόσληψη ενός ή περισσοτέρων βοηθών ή τη χρήση υπηρεσιών συμφώνως προς τα παρόντα μέτρα εφαρμογής και υπό τις προϋποθέσεις που έχει ορίσει το προεδρείο.
2.  
Μπορούν να αναληφθούν μόνο τα έξοδα που αντιστοιχούν στην επικουρία που είναι αναγκαία και άμεσα συνδεδεμένη με την άσκηση της βουλευτικής εντολής των βουλευτών. Οι εν λόγω δαπάνες δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να καλύψουν έξοδα που συνδέονται με την ιδιωτική ζωή των βουλευτών.

▼M12

3.  
Αναλαμβάνονται τα έξοδα που πραγματοποιήθηκαν στη διάρκεια της βουλευτικής εντολής. Μπορούν να αναληφθούν μόνο τα έξοδα που πραγματοποιήθηκαν κατ' ανώτατο όριο 30 ημέρες πριν από την υποβολή της αίτησης ανάληψης εξόδων σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο.

▼M20

4.  
Το μέγιστο μηνιαίο ποσό των εξόδων που αναλαμβάνονται για όλους τους προσωπικούς συνεργάτες κατά το άρθρο 34 ορίζεται σε 25 620 EUR με ισχύ από 1ης Ιουλίου 2020.

▼B

5.  
Εάν η βουλευτική εντολή δεν αρχίζει την πρώτη ημέρα του μηνός ή δεν λήγει την τελευταία ημέρα του μηνός, η ανάληψη εξόδων κοινοβουλευτικής επικουρίας για το συγκεκριμένο μήνα υπολογίζεται κατ' αναλογία.

▼M1

6.  
Το αχρησιμοποίητο υπόλοιπο του προβλεπόμενου στην παράγραφο 4 μηνιαίου ποσού που έχει σωρευθεί στο τέλος του οικονομικού έτους μεταφέρεται στο επόμενο οικονομικό έτος, μέχρι, κατ ανώτατο όριο, το μηνιαίο ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 4.

▼M2

Άρθρο 34

Γενικές αρχές

1.  

Οι βουλευτές χρησιμοποιούν:

α) 

διαπιστευμένους βοηθούς βουλευτών, όπως προβλέπει το άρθρο 5α του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και

β) 

φυσικά πρόσωπα που τους επικουρούν στο κράτος μέλος της εκλογής τους και τα οποία έχουν συνάψει με αυτούς σύμβαση εργασίας ή παροχής υπηρεσιών σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, υπό τους όρους που προβλέπει το παρόν κεφάλαιο, καλούμενοι στο εξής «τοπικοί βοηθοί».

▼M18

2.  
Πλείονες βουλευτές μπορούν, με γραπτή συμφωνία, να συγκροτούν ομάδες για την από κοινού πρόσληψη ή χρήση των υπηρεσιών του ιδίου ή περισσοτέρων βοηθών, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, ή ενός ή περισσότερων ασκουμένων. Στην περίπτωση αυτή, οι ενδιαφερόμενοι βουλευτές ορίζουν μεταξύ τους έναν ή περισσότερους βουλευτές εξουσιοδοτημένους να υπογράφουν σύμβαση ή να υποβάλλουν αίτηση πρόσληψης για λογαριασμό της ομάδας βουλευτών.

▼M12

Οι βουλευτές υποβάλλουν στην αρμόδια υπηρεσία γραπτή δήλωση όπου καθορίζεται η κατανομή των αντίστοιχων συμμετοχών που αφαιρούνται από το ποσό που προβλέπει το άρθρο 33 παράγραφος 4.

▼M2

3.  
Τα άρθρα 35 έως 42 δεν εφαρμόζονται στους διαπιστευμένους βοηθούς βουλευτών.
4.  
Μπορούν επίσης να καλυφθούν τα έξοδα που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο σύμβασης ασκουμένου, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει το Προεδρείο.

▼M12

5.  
Οι βουλευτές μπορούν επίσης να προσφεύγουν σε παρόχους υπηρεσιών που είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα για να χρησιμοποιούν περιστασιακές και σαφώς προσδιορισμένες υπηρεσίες που συνδέονται άμεσα με την άσκηση της βουλευτικής εντολής τους, υπό τους όρους που προβλέπει το παρόν κεφάλαιο.

▼M2

6.  
Καμία παροχή υπηρεσιών δεν μπορεί να περιλαμβάνει τη διάθεση προσωπικού, εξαιρουμένων προσωρινών υπηρεσιών από παρόχους υπηρεσιών που παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες σε επαγγελματική και τακτική βάση και διαθέτουν άδεια παροχής των εν λόγω υπηρεσιών σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

▼M12

7.  
Το προεδρείο εγκρίνει κατάλογο των εξόδων που μπορούν να αναλαμβάνονται για τους σκοπούς της βουλευτικής επικουρίας.
8.  
Τα ονόματα των βοηθών και των ασκουμένων, καθώς και τα ονόματα ή οι εταιρικές επωνυμίες των παρόχων υπηρεσιών και των εντολοδόχων πληρωμών δημοσιεύονται, καθ' όλη τη διάρκεια της σύμβασής τους, μαζί με το όνομα του βουλευτή ή των βουλευτών που επικουρούν, στον ιστότοπο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Οι εν λόγω βοηθοί, ασκούμενοι, πάροχοι υπηρεσιών και εντολοδόχοι πληρωμών μπορούν, για δεόντως αιτιολογημένους λόγους προστασίας της ασφάλειάς τους, να ζητήσουν γραπτώς να μη δημοσιευτεί το όνομα ή η εταιρική επωνυμία τους στον ιστότοπο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ο γενικός γραμματέας αποφασίζει εάν θα αποδεχτεί το συγκεκριμένο αίτημα.

▼M12

9.  
Οι εν ισχύι συμβάσεις μεταξύ ενός βουλευτή και διαπιστευμένων βοηθών σε μια δεδομένη στιγμή δεν μπορεί να υπερβαίνουν τον αριθμό των τριών, ανεξαρτήτως της διάρκειας της εργασίας που προβλέπεται στις εν λόγω συμβάσεις. Το όριο αυτό μπορεί να αυξηθεί σε τέσσερις κατόπιν ρητής εξαίρεσης που παραχωρεί ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου αφού η αρμόδια υπηρεσία ελέγξει ότι ο ενδιαφερόμενος βουλευτής διαθέτει επαρκείς χώρους γραφείων σύμφωνα με τους κανόνες χρησιμοποίησης των κτηρίων του Κοινοβουλίου, λαμβανομένου επίσης υπόψη του αριθμού των ασκουμένων.
10.  
Τουλάχιστον το 25 % του ποσού που προβλέπεται στο άρθρο 33 παράγραφος 4 διατίθεται για την καταβολή των εξόδων που απορρέουν από τον τίτλο VII του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά συνέπεια, κάθε κόστος σε σχέση με τα έξοδα βουλευτικής επικουρίας πλην αυτού που απορρέει από τον τίτλο VII του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά το 75 % του ποσού που προβλέπεται στο άρθρο 33 παράγραφος 4.

Επιπλέον, τα έξοδα για την παροχή υπηρεσιών του άρθρου 34 δεν μπορούν να υπερβαίνουν το 25 % του ποσού που προβλέπεται στο άρθρο 33 παράγραφος 4.

Τα όρια αυτά υπολογίζονται σε σωρευτική βάση ανά οικονομικό έτος των μηνιαίων δικαιωμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 33 παράγραφος 4, αυξημένων κατ' αναλογία με τη μεταφορά του μη χρησιμοποιηθέντος υπολοίπου στο επόμενο οικονομικό έτος βάσει του άρθρου 33 παράγραφος 6.

11.  
Το Κοινοβούλιο αναλαμβάνει τα έξοδα των τοπικών βοηθών, ήτοι τις ακαθάριστες αποδοχές ή αμοιβές προ ΦΠΑ μέχρι μηνιαίων ορίων τα οποία καθορίζονται από το Προεδρείο σύμφωνα με την παράγραφο 12. Τα όρια μπορούν να αναπροσαρμόζονται σε ετήσια βάση από το προεδρείο. Τα εφαρμοστέα όρια δημοσιεύονται στον ιστότοπο του Κοινοβουλίου.
12.  
Τα όρια αντιστοιχούν στο τριπλάσιο του ποσού αναφοράς. Το ποσό αναφοράς είναι το ένα δωδέκατο του ποσού που δημοσιεύει η Eurostat ως μέση ετήσια ακαθάριστη αμοιβή των απασχολουμένων με πλήρη απασχόληση στο κράτος μέλος εκλογής του ενδιαφερόμενου βουλευτή.

Ωστόσο, τα ανώτατα όρια που υπολογίζονται με τον τρόπο αυτό δεν μπορεί να είναι κατώτερα από τον βασικό μισθό διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού στον βαθμό 6 ή ανώτερα από τον βασικό μισθό διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού στον βαθμό 19.

Τυχόν επίδομα αναλαμβάνεται μόνο μέχρι των προαναφερθέντων ανώτατων ορίων υπολογιζόμενων σε ετήσια βάση.

Τα όρια μειώνονται κατ' αναλογία όταν ο τοπικός βοηθός εργάζεται υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης ή σε περίπτωση που ο τοπικός βοηθός δεν εργάζεται ολόκληρο μήνα.

▼M16

Άρθρο 34α

Οικονομικές συνέπειες αποδεδειγμένης περίπτωσης παρενόχλησης διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού

Σε περίπτωση που ο Πρόεδρος διαπιστώσει, μετά από εσωτερική διαδικασία εκατέρωθεν ακρόασης για παρενόχληση, την ύπαρξη ηθικής ή σεξουαλικής παρενόχλησης διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού από βουλευτή, όλες οι χρηματικές υποχρεώσεις του βουλευτή που απορρέουν από τη σύμβαση του εν λόγω διαπιστευμένου βοηθού, και συγκεκριμένα η αμοιβή του βοηθού, κατά παρέκκλιση του άρθρου 33, αφαιρούνται από το Κοινοβούλιο από την ανάληψη εξόδων στο πλαίσιο της αποζημίωσης βουλευτικής επικουρίας του εν λόγω βουλευτή και ο βουλευτής δεν έχει δικαίωμα στην παροχή περαιτέρω υπηρεσιών από τον εν λόγω βοηθό.

▼B

Άρθρο 35

Εντολοδόχος πληρωμών

▼M18

1.  
Όλες οι συμβάσεις εργασίας και παροχής υπηρεσιών, καθώς και τυχόν συμφωνίες πρακτικής άσκησης σχετικά με ασκούμενους εγκατεστημένους στο κράτος μέλος εκλογής, οι οποίες συνάπτονται από βουλευτή ή ομάδα βουλευτών, τελούν υπό διαχείριση εντολοδόχου πληρωμών εγκατεστημένου σε κράτος μέλος.

▼B

2.  
Οι υπηρεσίες του εν λόγω εντολοδόχου πληρωμών εκτελούνται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο είναι εξουσιοδοτημένο σε κράτος μέλος να ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα χειρισμού των φορολογικών και κοινωνικών πτυχών των συμβάσεων εργασίας ή των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών ( 6 ) σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

▼M12

3.  
Οι βουλευτές συνάπτουν ατομική σύμβαση με εντολοδόχο πληρωμών της επιλογής τους ο οποίος πληροί την απαίτηση που ορίζεται στην παράγραφο 2.

Τα έξοδα που προκύπτουν από τη χρήση των υπηρεσιών εντολοδόχου πληρωμών σύμφωνα με την παράγραφο 1, καλύπτονται από την αποζημίωση που προβλέπει το άρθρο 33 παράγραφος 4 και δεν υπόκεινται στα όρια του άρθρου 34 παράγραφος 10 όσον αφορά τις υπηρεσίες.

Η προ ΦΠΑ αμοιβή του εντολοδόχου πληρωμών δεν μπορεί να υπερβαίνει το 10 % του μισθολογικού κόστους, της αμοιβής και των αποζημιώσεων των τοπικών βοηθών, των παρόχων υπηρεσιών και των ασκουμένων για την καταβολή των οποίων φέρει την ευθύνη, ούτε το 4 % του ποσού που προβλέπεται στο άρθρο 33 παράγραφος 4.

Τα ανώτατα όρια της αμοιβής των εντολοδόχων πληρωμών επαληθεύονται σε σωρευτική βάση ανά ημερολογιακό έτος αναλογικά προς τη διάρκεια της σύμβασής τους.

▼M2

4.  
Η σύμβαση μεταξύ βουλευτή και εντολοδόχου πληρωμών συνάπτεται με βάση υπόδειγμα σύμβασης εγκεκριμένο από το Προεδρείο.

Το υπόδειγμα σύμβασης καθορίζει, σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο, τους όρους πληρωμής για τις συμβάσεις κατά την παράγραφο 1, καθώς και την αμοιβή και την ευθύνη του εντολοδόχου πληρωμών.

▼M2 —————

▼B

Άρθρο 36

Λεπτομέρειες σχετικά με τη διαχείριση των συμβάσεων με τους συνεργάτες

1.  
Ο εντολοδόχος πληρωμών διασφαλίζει την ορθή εφαρμογή του εθνικού και του κοινοτικού δικαίου, ιδίως σε θέματα κοινωνικών και φορολογικών υποχρεώσεων για τις συμβάσεις που διαχειρίζεται ο ίδιος.
2.  
Η αμοιβή του εντολοδόχου πληρωμών καταβάλλεται με την υποβολή του αντίστοιχου τιμολογίου ή εκκαθαριστικού σημειώματος αμοιβής.
3.  
Οι βουλευτές παρέχουν στον εντολοδόχο πληρωμών όλα τα έγγραφα και τις πληροφορίες που χρειάζεται για να εξασφαλίσει τη νομιμότητα και την τακτική διαχείριση των συμβάσεων που του ανατέθηκαν, και ειδικότερα τα έγγραφα και τις πληροφορίες κατά το άρθρο 37 παράγραφος 2 στο άρθρο 38 παράγραφος 1 στοιχείο α) στο άρθρο 40, στο άρθρο 41 παράγραφος 1 στοιχείο α), και στο άρθρο 42.

▼M2

4.  
Το Κοινοβούλιο καταβάλλει στον εντολοδόχο πληρωμών τα ποσά που οφείλονται βάσει της εκτέλεσης των συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών πρακτικής εξάσκησης, που έχουν ανατεθεί στον εν λόγω εντολοδόχο πληρωμών, με την προσκόμιση των αναγκαίων δικαιολογητικών.

▼M18

5.  
Κατόπιν αιτήσεως του βουλευτή, το Κοινοβούλιο, καταβάλλει κατ' εξαίρεση για λογαριασμό του τον καθαρό μισθό απευθείας στους βοηθούς με τους οποίους ο βουλευτής έχει συνάψει σύμβαση εργασίας. Ο εντολοδόχος πληρωμών γνωστοποιεί αμελλητί στην αρμόδια υπηρεσία τα καταβλητέα ποσά κοινωνικής ασφάλισης και φόρων και καταρτίζει τις καταστάσεις μισθοδοσίας.

▼M18 —————

▼M1

6.  
Όταν οι περιστάσεις το απαιτούν, το Κοινοβούλιο μπορεί, στο πλαίσιο σύμβασης εργασίας και μετά από αίτηση βουλευτή, να δίνει προκαταβολές επί των πληρωμών που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 5.

Οι προκαταβολές μπορούν επίσης να χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των εξόδων στα οποία υποβάλλονται οι τοπικοί βοηθοί για τις σύντομες μετακινήσεις τους. Στην περίπτωση αυτή, καταβάλλονται κατ αποκοπήν, μέχρις ανωτάτου ποσού 100 EUR ανά βοηθό ανά μήνα. Εάν τα έξοδα που πραγματοποιήθηκαν υπερβαίνουν το ανώτατο αυτό όριο, ο εντολοδόχος πληρωμών υποβάλλει σε τρίμηνη βάση δικαιολογητικά έγγραφα που αποδεικνύουν τα γενόμενα έξοδα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τα δικαιολογητικά αυτά μπορούν να αντικατασταθούν με δήλωση.

Η τακτοποίηση αυτών των προκαταβολών τελεί υπό την απόλυτη ευθύνη του εντολοδόχου πληρωμών και πραγματοποιείται σύμφωνα με τα παρόντα μέτρα εφαρμογής και το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

▼B

Άρθρο 37

Αίτηση ανάληψης των εξόδων βουλευτικής επικουρίας

▼M2

1.  
Η αίτηση για την ανάληψη των εξόδων βουλευτικής επικουρίας κατ’ εφαρμογή του άρθρου 34, παράγραφος 1, στοιχείο β), και παράγραφοι 2, 4 και 5, η οποία διευκρινίζει τους δικαιούχους και τα ποσά των πληρωμών που πρέπει να γίνουν, υποβάλλεται στην αρμόδια υπηρεσία από το βουλευτή ή από τον εντολοδόχο πληρωμών του, προσυπογραμμένη από όλους τους ενδιαφερόμενους βουλευτές και από τον εντολοδόχο πληρωμών, πλην της περίπτωσης του άρθρου 36, παράγραφος 5α, στοιχείο β). Συνοδεύεται από τα δικαιολογητικά του άρθρου 38 όσον αφορά τις συμβάσεις εργασίας και του άρθρου 41 όσον αφορά τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών.

▼B

2.  
Ο βουλευτής ειδοποιεί χωρίς καθυστέρηση τον εντολοδόχο πληρωμών και την αρμόδια υπηρεσία για κάθε αλλαγή στις συμβατικές σχέσεις και στις εντολές τις σχετικές με τις πληρωμές, διαβιβάζοντάς τους τις τροποποιήσεις που έγιναν στη σύμβαση.

Ο εντολοδόχος πληρωμών διαβιβάζει χωρίς καθυστέρηση τις πληροφορίες αυτές και τα αντίστοιχα δικαιολογητικά στην αρμόδια υπηρεσία.

▼M12

Άρθρο 38

Έγγραφα που πρέπει να υποβληθούν στο πλαίσιο της σύμβασης εργασίας

Οι αιτήσεις ανάληψης εξόδων για σύμβαση εργασίας περιέχουν:

α) 

το πρωτότυπο της σύμβασης εργασίας που συνήψε ο βουλευτής με τον τοπικό βοηθό του·

β) 

λεπτομερή περιγραφή καθηκόντων και ακριβή διεύθυνση εκτέλεσης της εργασίας·

γ) 

αναλυτικό φύλλο υπολογισμού των μισθών, των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης των εργοδοτών και των εργαζομένων και των λοιπών προβλέψιμων εξόδων που πρέπει να καταβληθούν ή να αναληφθούν κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους και κατά τη λήξη της σύμβασης, όπου λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων που διέπουν τον ελάχιστο μισθό, και οι συμβατικές υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων για την ανάληψη τυχόν εξόδων αποστολής·

δ) 

επικυρωμένο αντίγραφο έγκυρου εγγράφου ταυτότητας του τοπικού βοηθού·

ε) 

αποδεικτικό έγγραφο του συνήθους τόπου διαμονής του τοπικού βοηθού·

στ) 

αποδεικτικό έγγραφο των επαγγελματικών προσόντων και της επαγγελματικής πείρας του τοπικού βοηθού· και

ζ) 

δήλωση, προσυπογεγραμμένη από τον βουλευτή, ότι ο τοπικός βοηθός, καθ' όλη τη διάρκεια της σύμβασής του, δεν θα αναλάβει, άμεσα ή έμμεσα, άλλες δεσμεύσεις —έστω και άνευ αποδοχών— έναντι οργάνωσης πολιτικού σκοπού όπως πολιτικό κόμμα, ίδρυμα, κίνημα ή κοινοβουλευτική πολιτική ομάδα, εάν οι δραστηριότητες αυτές είναι τέτοιες ώστε να παρεμποδίζεται η άσκηση των καθηκόντων του ως βοηθού ή να δημιουργείται σύγκρουση συμφερόντων.

Άρθρο 39

Λογιστική τακτοποίηση

1.  
Ο εντολοδόχος πληρωμών υποβάλλει στην αρμόδια υπηρεσία, το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου του έτους που έπεται του οικονομικού έτους αναφοράς του Κοινοβουλίου, ιδίως για την τακτοποίηση των προκαταβολών που δόθηκαν, κατάσταση των εξόδων που πραγματοποιήθηκαν για μισθούς, φορολογικές κρατήσεις και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης των εργοδοτών και των εργαζομένων και κάθε άλλου αναλαμβανόμενου εξόδου, για καθένα από τους απασχολούμενους βοηθούς. Επιπλέον, ο εντολοδόχος πληρωμών προσκομίζει αποδεικτικά όσον αφορά την υπαγωγή των τοπικών βοηθών σε σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, στα οποία ως εργοδότης εμφαίνεται ο βουλευτής, και πιστοποιητικό ασφάλισης έναντι εργατικών ατυχημάτων εφόσον το απαιτεί η ισχύουσα εθνική νομοθεσία. Βεβαιώνει επίσης ότι έχουν εκπληρωθεί όλες οι υποχρεώσεις που προβλέπει η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία.

Σε περίπτωση λήξης της σύμβασης μεταξύ του εντολοδόχου πληρωμών και του βουλευτή και μετά το πέρας της εντολής του βουλευτή, οι υποχρεώσεις αυτές εκπληρούνται εντός μέγιστης προθεσμίας τριών μηνών.

Οι καταστάσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο καταρτίζονται σύμφωνα με τις προδιαγραφές που καθορίζει το Κοινοβούλιο.

2.  
Μετά τον έλεγχο των καταστάσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1, αποστέλλεται από την αρμόδια υπηρεσία κοινοποίηση στον εντολοδόχο πληρωμών, με αντίγραφο στον βουλευτή, με την οποία διαπιστώνεται η κανονικότητα ή μη των πληρωμών που πραγματοποιήθηκαν και επισημαίνονται, κατά περίπτωση, τα δικαιολογητικά που λείπουν και πρέπει να προσκομιστούν.

Σε περίπτωση που η κοινοποίηση διαπιστώνει τη μη κανονικότητα των πληρωμών, τα έγγραφα που απαιτούνται για την τακτοποίηση των πληρωμών υποβάλλονται στην αρμόδια υπηρεσία εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ημερομηνία κοινοποίησης. Διαφορετικά, το Κοινοβούλιο εφαρμόζει τα άρθρα 67 και 68.

▼M12

Άρθρο 39α

Υποχρεώσεις στο πλαίσιο της σύμβασης εργασίας

1.  
Ο εντολοδόχος πληρωμών τηρεί, για το χρονικό διάστημα που ορίζει η εθνική νομοθεσία και επί τουλάχιστον ένα έτος από τη λήξη της σχετικής κοινοβουλευτικής περιόδου, βιβλιάριο καταστάσεων μισθοδοσίας το οποίο σημειώνει συγκεφαλαιωτικά τους καταβληθέντες μισθούς καθώς και τις φορολογικές κρατήσεις και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης των εργοδοτών και των εργαζομένων. Εάν η σύμβαση με τον εντολοδόχο πληρωμών λήξει πριν από τη λήξη της εντολής του βουλευτή, επικυρωμένο αντίγραφο του βιβλιαρίου καταστάσεων μισθοδοσίας διαβιβάζεται χωρίς καθυστέρηση στον νέο εντολοδόχο πληρωμών της επιλογής του βουλευτή, κατά το άρθρο 35 παράγραφος 3.
2.  
Οι βοηθοί απέχουν από κάθε συμπεριφορά που έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα του βουλευτή τον οποίον επικουρούν και με τα συμφέροντα του Κοινοβουλίου. Ενημερώνουν αμελλητί τον ενδιαφερόμενο βουλευτή για την πρόθεσή τους να ασκήσουν αμειβόμενη ή μη αμειβόμενη εξωτερική δραστηριότητα ή να θέσουν υποψηφιότητα σε εκλογές.

Οι βοηθοί υποχρεούνται να διαμένουν σε απόσταση από τον τόπο εργασίας τους η οποία δεν τους εμποδίζει στην άσκηση των καθηκόντων τους.

3.  
Ο βουλευτής ενημερώνει αμελλητί την αρμόδια υπηρεσία για όλες τις αλλαγές που έχουν επέλθει στις σχέσεις εργασίας του και οι οποίες έχουν επίπτωση στα έξοδα βουλευτικής επικουρίας, καθώς και για την ενδεχόμενη πρόθεση βοηθών του να ασκήσουν εξωτερικές δραστηριότητες ή να θέσουν υποψηφιότητα σε εκλογές. Ο βουλευτής διασφαλίζει ότι οι εξωτερικές δραστηριότητες και η υποψηφιότητα σε εκλογές δεν επηρεάζουν τους βοηθούς στην εκτέλεση των καθηκόντων τους και δεν αντίκεινται στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Η αρμόδια υπηρεσία μπορεί να ζητήσει αποδεικτικά για τον διακανονισμό που έχει γίνει προς τούτο με τους ενδιαφερόμενους βοηθούς.
4.  
Οι τοπικοί βοηθοί που προτίθενται να θέσουν υποψηφιότητα σε εκλογές ενεργούν σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις για τις προεκλογικές εκστρατείες. Τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της επίσημης εκστρατείας, οι βοηθοί πρέπει να βρίσκονται σε ετήσια άδεια ή σε άδεια άνευ αποδοχών. Σε περίπτωση εκλογής τους, η ανάληψη εξόδων τους παύει, εκτός εάν μπορούν να αποδείξουν ότι η εντολή τους συνάδει με την εκτέλεση των καθηκόντων τους ως κοινοβουλευτικών βοηθών.
5.  
Η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ του βουλευτή και των βοηθών πρέπει να περιλαμβάνει τις υποχρεώσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2 και 4.

▼B

Άρθρο 40

Έξοδα λήξης της σύμβασης εργασίας

1.  
Κατά παρέκκλιση του άρθρου 33 παράγραφος 3, μπορεί να γίνει ανάληψη των πρόσθετων εξόδων που πραγματοποιούνται με αφορμή τη λήξη των συμβάσεων εργασίας που έχουν συνάψει οι βουλευτές με τους τοπικούς βοηθούς τους, λόγω λήξης της εντολής τους, εφόσον τα έξοδα αυτά επιβάλλονται από το εφαρμοστέο εθνικό εργατικό δίκαιο, των συλλογικών συμβάσεων συμπεριλαμβανομένων.
2.  

Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται εάν:

α) 

ο βουλευτής επανεκλεγεί αμέσως για την επόμενη κοινοβουλευτική θητεία·

β) 

ο βουλευτής άσκησε την εντολή του για διάστημα μικρότερο των έξι μηνών·

γ) 

ο βουλευτής δεν τήρησε τις νομικές υποχρεώσεις περί λήξης της σύμβασης εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της προειδοποίησης εν όψει απόλυσης, εγκαίρως πριν τη λήξη της εντολής του, εκτός κι αν η λήξη της εντολής δεν μπορούσε να προβλεφθεί·

δ) 

ο βοηθός εισπράττει άλλη αμοιβή από κοινοτικό όργανο ή έχει προσληφθεί από άλλο βουλευτή ή από ομάδα βουλευτών για την αυτή περίοδο·

ε) 

τα συγκεκριμένα έξοδα απορρέουν από ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ των μερών ή από τυχόν απόφαση καταβολής πριμ, πέρα από τις νομικές ή συμβατικές υποχρεώσεις, με τη λήξη της σύμβασης εργασίας.

3.  
Ο εντολοδόχος πληρωμών υποβάλλει στην αρμόδια υπηρεσία, αίτηση ανάληψης των εξόδων κατά την παράγραφο 1, προσυπογεγραμμένη από τον βουλευτή, διευκρινίζοντας τη νομική βάση αυτής, εντός προθεσμίας τριών μηνών από τη λήξη της εντολής του σχετικού βουλευτή.
4.  
Εάν, δυνάμει της οικείας εθνικής εργατικής νομοθεσίας, ο βουλευτής υποχρεούται να καταβάλει, για τα έξοδα που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1, ποσόν υπερτριπλάσιο του ποσού που προβλέπει το άρθρο 33, παράγραφος 4, τότε τα έξοδα αυτά μπορούν να αποτελέσουν κατ’ εξαίρεση αντικείμενο ανάληψης εφόσον υποβληθούν έγγραφα δεόντως καταρτισθέντα, υποχρεωτικώς θεωρημένα από τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Η αίτηση ανάληψης των εξόδων υποβάλλεται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει η παράγραφος 3.

▼M6

5.  

Προκειμένου να καλύψουν τις δαπάνες που συνδέονται με τη λήξη μιας σύμβασης εργασίας που δεν μπορούν να καταβληθούν σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 4, οι βουλευτές μπορούν να αναθέσουν στον εντολοδόχο πληρωμών τους να παρακρατήσει κεφάλαια από το ποσόν που αναφέρεται στο άρθρο 33 παράγραφος 4 και να τα μεταφέρει στα επόμενα οικονομικά έτη υπό τον όρο ότι τηρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

Ο βουλευτής έχει αποδείξει με κατάλληλη γραπτή τεκμηρίωση ότι, εκτός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και χωρίς τη συμμετοχή βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, υφίσταται πάγια πρακτική στον κλάδο με τον οποίο σχετίζεται η σύμβαση εργασίας σύμφωνα με την οποία καταβάλλονται αποζημιώσεις λόγω απόλυσης που υπερβαίνουν το προβλεπόμενο από το καθεστώς ελάχιστο όριο·

β) 

Στη σύμβαση εργασίας του τοπικού βοηθού έχουν συμφωνηθεί ποσά αποζημίωσης λόγω απόλυσης που αντιστοιχούν στην πρακτική που αναφέρεται υπό το στοιχείο α). Τα συμφωνηθέντα ποσά δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να υπερβαίνουν ένα μηνιαίο μισθό για κάθε έτος εργασίας·

γ) 

Τα παρακρατηθέντα ποσά δηλώνονται ανά εργαζόμενο κατά την ετήσια διαδικασία τακτοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 39. Ο εντολοδόχος πληρωμών ανοίγει χωριστό τραπεζικό λογαριασμό για τα σχετικά κεφάλαια και υποβάλλει ετησίως αντίγραφο τραπεζικού λογαριασμού για διακανονισμό. Κάθε οικονομικό έτος, ο εντολοδόχος πληρωμών μπορεί να παρακρατεί μόνο ποσά που αντιστοιχούν σε περιόδους εργασίας από την αρχή της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου και έως τη λήξη του εν λόγω οικονομικού έτους ή, εάν η σύμβαση εργασίας λήγει κατά τη διάρκεια του έτους αυτού, έως τη λήξη της σύμβασης. Οι εισπραχθέντες τόκοι των παρακρατηθέντων ποσών δηλώνονται κατά τον χρόνο της ετήσιας διαδικασίας τακτοποίησης. Το τυχόν πλεόνασμα ή τα μη χρησιμοποιηθέντα ποσά επιστρέφονται στο Κοινοβούλιο σε ετήσια βάση και κατά τη λήξη της σχετικής σύμβασης εργασίας.

▼M12

Άρθρο 41

Έγγραφα που πρέπει να υποβληθούν στο πλαίσιο της σύμβασης παροχής υπηρεσιών

1.  

Με εξαίρεση περιστασιακές υπηρεσίες των οποίων το κόστος δεν υπερβαίνει τα 500 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, η αίτηση ανάληψης εξόδων πρέπει να υποβάλλεται πριν από τη σύναψη σύμβασης παροχής υπηρεσιών και να περιέχει υποχρεωτικά:

α) 

το κοστολόγιο και το σχέδιο της σύμβασης την οποία ο βουλευτής προτίθεται να συνάψει με πάροχο υπηρεσιών και η οποία ορίζει σαφώς τη φύση των υπηρεσιών που θα παρέχονται·

β) 

όταν πρόκειται για υπηρεσίες ποσού άνω των 60 000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, την αιτιολόγηση της επιλεγείσας προσφοράς, η οποία πρέπει να είναι η πλέον συμφέρουσα οικονομικώς μεταξύ τουλάχιστον τριών προσφορών που προέρχονται από εντελώς ανεξάρτητους παρόχους, όπου, πέραν της τιμής, λαμβάνονται υπόψη η ποιότητα της προσφοράς και κοινωνικές πτυχές· το όριο αυτό εφαρμόζεται σε σωρευτική βάση στην περίπτωση διαδοχικών συμβάσεων για παρόμοιες υπηρεσίες με τον ίδιο πάροχο·

γ) 

όταν οι πάροχοι υπηρεσιών είναι νομικά πρόσωπα, αντίγραφο της εγγραφής τους στο εμπορικό μητρώο ή ισοδύναμο, καθώς και του ιδρυτικού καταστατικού, ή όταν οι πάροχοι υπηρεσιών είναι φυσικά πρόσωπα, τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 38 στοιχεία δ) έως στ) και, πλην των περιπτώσεων περιστασιακών συμβάσεων, στο στοιχείο ζ)·

δ) 

όταν οι πάροχοι υπηρεσιών είναι νομικά πρόσωπα, δήλωση απουσίας σύγκρουσης συμφερόντων που επιβεβαιώνει ότι ουδείς όσων παρεμβαίνουν στην παροχή υπηρεσιών είναι βοηθός κατά την έννοια του άρθρου 34 ούτε εμπίπτει στις κατηγορίες που αναφέρονται στο άρθρο 43 στοιχείο δ).

2.  
Τα έξοδα για παροχή υπηρεσιών αναλαμβάνονται με την υποβολή, από τον βουλευτή προς την αρμόδια υπηρεσία, τιμολογίου ή εκκαθαριστικού σημειώματος αμοιβής που περιγράφει λεπτομερώς τις υπηρεσίες οι οποίες πράγματι παρασχέθηκαν, καθώς και αντιγράφου της σύμβασης που έχει συναφθεί με τον πάροχο υπηρεσιών. Το τιμολόγιο ή το εκκαθαριστικό σημείωμα συνοδεύεται από την επιβεβαίωση του βουλευτή ότι η υπηρεσία πράγματι παρασχέθηκε. Κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας υπηρεσίας, ο βουλευτής υποβάλλει επίσης τα βασικά δικαιολογητικά.

Εφόσον οι παροχές απαλλάσσονται, εν μέρει ή πλήρως, του ΦΠΑ, η αρμόδια υπηρεσία μπορεί να ζητήσει από τον εντολοδόχο πληρωμών να επιβεβαιώσει τη νομική βάση της απαλλαγής.

▼M1

Άρθρο 42

Έκτακτα έξοδα

Εφόσον τοπικός βοηθός βουλευτή, με σύμβαση εργασίας, απουσιάζει επί χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τους τρεις μήνες, είτε λόγω άδειας μητρότητας είτε λόγω σοβαρής ασθενείας, το μέρος των εξόδων αντικατάστασης, μετά τον τρίτο μήνα απουσίας, που δεν καλύπτεται από τις παροχές προς τον εργαζόμενο που καταβάλλονται σύμφωνα με το σχετικό εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, μπορεί να καλυφθεί καθ’ υπέρβασιν του κατά το άρθρο 33 παράγραφος 4 ποσού. Ο εντολοδόχος πληρωμών υποβάλλει στην αρμόδια υπηρεσία αίτηση ανάληψης των εξόδων αυτών, προσυπογεγραμμένη από τον βουλευτή.

▼B

Άρθρο 43

Μη επιστρεφόμενα έξοδα

Τα ποσά που καταβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του παρόντος κεφαλαίου δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν, αμέσως ή εμμέσως:

▼M12

α) 

για τη χρηματοδότηση συμβάσεων που συνάπτονται με οργάνωση πολιτικού σκοπού όπως πολιτικό κόμμα, ίδρυμα, κίνημα ή κοινοβουλευτική πολιτική ομάδα·

▼B

β) 

για την κάλυψη εξόδων που μπορούν να επιστραφούν στο πλαίσιο άλλων αποζημιώσεων προβλεπόμενων από τα παρόντα μέτρα εφαρμογής ή από άλλες διατάξεις του Κανονισμού του Κοινοβουλίου·

γ) 

για την κάλυψη εξόδων που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο σύμβασης παροχής υπηρεσιών δυνάμενης να οδηγήσει σε σύγκρουση συμφερόντων, ειδικά στις περιπτώσεις όπου ο βουλευτής ή κάποιο από τα πρόσωπα κατά το στοιχείο δ):

— 
κατέχει όλο ή μέρος εταιρείας ή κερδοσκοπικής οργάνωσης που ενεργεί ως πάροχος των υπηρεσιών αυτών προς αυτόν,
— 
μετέχει στο διοικητικό συμβούλιο ή σε άλλα εκτελεστικά σώματα ή όργανα μιας εταιρείας ή οργάνωσης κερδοσκοπικού χαρακτήρα που ενεργεί ως πάροχος των υπηρεσιών αυτών προς αυτόν,
— 
έχει πρόσβαση στον τραπεζικό λογαριασμό του παρόχου του υπηρεσιών,
— 
έχει συμφέρον ή αποκτά οποιοδήποτε οικονομικό όφελος συνδεόμενο με τις δραστηριότητες του παρόχου υπηρεσιών·

▼M12

δ) 

για τη χρηματοδότηση συμβάσεων που προβλέπουν την απασχόληση ή τη χρήση των υπηρεσιών των συζύγων των βουλευτών ή των συντρόφων τους, ή των γονέων, τέκνων και αδελφών τους και, εν γένει, σε όλες τις περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων όπως ορίζονται στο άρθρο 62 παράγραφος 1α.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Μη χρηματικές παροχές

Άρθρο 44

▼M1

Πρόσβαση στις εσωτερικές υπηρεσίες και μη χρηματικές παροχές

1.  

Το Προεδρείο θεσπίζει τους κανόνες σχετικά με την πρόσβαση των βουλευτών στις εσωτερικές υπηρεσίες του Κοινοβουλίου και τις μη χρηματικές παροχές προς τους βουλευτές, ειδικότερα όσον αφορά:

— 
τη χρήση των υπηρεσιακών οχημάτων από τους βουλευτές,
— 
την επίπλωση των γραφείων των βουλευτών,
— 
τη διάθεση πληροφορικού και τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού στους βουλευτές,
— 
την προμήθεια χαρτικών και ειδών γραφείου στους βουλευτές,
— 
τη χρήση, από τους βουλευτές και τις πολιτικές ομάδες, των χώρων γραφείου που τίθενται στη διάθεσή τους στα γραφεία πληροφοριών του Κοινοβουλίου,
— 
την επεξεργασία των αρχείων των βουλευτών, όταν παρέχονται υπό μορφή δωρεάς ή κληροδοτήματος σε ινστιτούτο, σύνδεσμο ή ίδρυμα,
— 
τις διαδικασίες προκειμένου να μπορούν οι βουλευτές των οποίων η θητεία λήγει κατά τη διάρκεια μιας κοινοβουλευτικής περιόδου να μεταφέρουν στη χώρα καταγωγής τους τα προσωπικά τους είδη που βρίσκονται στο γραφείο τους των Βρυξελλών και του Στρασβούργου,
— 
τη χρήση των υπηρεσιακών ποδηλάτων,
— 
τα μαθήματα γλωσσών και πληροφορικής για τους βουλευτές,
— 
τη χρήση των υπηρεσιών που παρέχει η ιατρική υπηρεσία.

▼B

2.  
Το προεδρείο μπορεί επίσης να θεσπίζει διατάξεις για την παροχή ευκολιών στους πρώην προέδρους του Κοινοβουλίου κατά τη διάρκεια της βουλευτικής θητείας τους, και στους πρώην βουλευτές όσον αφορά την πρόσβασή τους στις υποδομές του Κοινοβουλίου.



ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ

ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Μεταβατική αποζημίωση

Άρθρο 45

Δικαίωμα στη μεταβατική αποζημίωση

Από την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί τη λήξη των καθηκόντων τους οι πρώην βουλευτές δικαιούνται τη μεταβατική αποζημίωση που προβλέπει το άρθρο 13 του καθεστώτος.

Άρθρο 46

Εκπνοή

▼M12

1.  
Οι πρώην βουλευτές δικαιούνται τη μεταβατική αποζημίωση. Όταν έχουν αναλάβει εντολή σε άλλο κοινοβούλιο ή ασκούν δημόσιο αξίωμα, ο μισθός τον οποίο εισπράττουν αφαιρείται από τη μεταβατική αποζημίωση.
2.  
Το άρθρο 2 παράγραφος 3 εφαρμόζεται mutatis mutandis στη μεταβατική αποζημίωση.
3.  
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως «άλλο κοινοβούλιο» νοείται κάθε κοινοβούλιο με νομοθετική αρμοδιότητα που έχει συγκροτηθεί σε κράτος μέλος.
4.  

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως «δημόσιο αξίωμα» νοούνται τα εξής:

▼B

α) 

αιρετά αμειβόμενα αξιώματα που συνεπάγονται την άσκηση προνομιών δημόσιας εξουσίας·

β) 

μέλος εθνικής ή περιφερειακής κυβέρνησης·

▼M12

γ) 

ανώτατος υπάλληλος στον οποίο έχει ανατεθεί δημόσια εξουσία, μόνιμοι υπάλληλοι ή μέλη θεσμικού οργάνου της Ένωσης.

▼B

Άρθρο 47

Σώρευση των παροχών

1.  
Όταν ο βουλευτής δικαιούται συγχρόνως την καταβολή της μεταβατικής αποζημίωσης και την καταβολή σύνταξης αρχαιότητας ή αναπηρίας περί των οποίων αντιστοίχως το άρθρο 14 και 15 του καθεστώτος, ο πρώην βουλευτής επιλέγει ο ίδιος ποιο καθεστώς θα εφαρμοστεί. Γνωστοποιεί την απόφασή του στο γενικό γραμματέα το αργότερο 3 μήνες μετά τη λήξη της εντολής του. Η απόφαση αυτή είναι αμετάκλητη.
2.  
Εάν ο πρώην βουλευτής επιλέξει την καταβολή της μεταβατικής αποζημίωσης, η καταβολή της σύνταξης αρχαιότητας ή της σύνταξης αναπηρίας αναστέλλεται κατά την περίοδο καταβολής της μεταβατικής αποζημίωσης.

Άρθρο 48

Διαδικασία

▼M12

1.  
Προκειμένου να μπορεί να επωφεληθεί από τη μεταβατική αποζημίωση, ο πρώην βουλευτής υποβάλλει αίτηση στον γενικό γραμματέα, το αργότερο τρεις μήνες μετά τη λήξη της εντολής του, επισυνάπτοντας γραπτή δήλωση στην οποία δηλώνει κατά πόσον ασκεί κάποιο από τα αξιώματα που μνημονεύονται στο άρθρο 46.

▼B

2.  
Εάν εφαρμόζεται το άρθρο 47 παράγραφος 1, η εν λόγω δήλωση συνοδεύεται από την απόφαση κατά το εν λόγω άρθρο.
3.  
Κάθε αλλαγή των συνθηκών που οδήγησαν στην χορήγηση της μεταβατικής αποζημίωσης και η οποία μπορεί να προκαλέσει τροποποίηση του δικαιώματος αυτού, γνωστοποιείται χωρίς καθυστέρηση στον γενικό γραμματέα. Σε περίπτωση αμφιβολίας, ο γενικός γραμματέας μπορεί να ζητήσει από τον ενδιαφερόμενο να παρουσιάσει τις παρατηρήσεις του.
4.  
Εάν, με βάση στοιχεία επαληθεύσιμα από πηγές στις οποίες έχει πρόσβαση το κοινό, περιέλθει σε γνώση του γενικού γραμματέα ότι ο πρώην βουλευτής ασκεί τα αξιώματα που σημειώνονται στο άρθρο 46, ο γενικός γραμματέας αναστέλλει την πληρωμή της μεταβατικής αποζημίωσης και ενημερώνει σχετικά τον ενδιαφερόμενο.
5.  
Ο πρώην βουλευτής μπορεί ανά πάσα στιγμή να παραιτηθεί από το δικαίωμά του στη μεταβατική αποζημίωση. Κοινοποιεί την απόφασή του στον γενικό γραμματέα.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Σύνταξη αρχαιότητας

Άρθρο 49

Δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας

1.  
Οι βουλευτές οι οποίοι ασκούν την εντολή τους τουλάχιστον κατά ένα πλήρες έτος έχουν δικαίωμα, μετά τη λήξη της εντολής τους, σε ισόβια σύνταξη αρχαιότητας η οποία καταβάλλεται από την ημέρα κατά την οποία συμπληρώνουν το 63ο έτος της ηλικίας τους.

▼M3

Οι πρώην βουλευτές ή οι νόμιμοι εκπρόσωποί τους υποβάλλουν, πλην των περιπτώσεων ανωτέρας βίας, αίτηση έναρξης καταβολής της σύνταξης λόγω γήρατος εντός εξαμήνου από τη γέννηση του δικαιώματος. Μετά την προθεσμία αυτή, η ημερομηνία έναρξης της συνταξιοδοτικής παροχής λόγω γήρατος είναι η πρώτη του μηνός κατά τον οποίο έγινε η παραλαβή της αίτησης.

▼B

2.  
Η πληρωμή της σύνταξης αρχαιότητας αναστέλλεται για κάθε δικαιούχο της σύνταξης ο οποίος επανεκλέγεται στο Κοινοβούλιο. Τα δικαιώματα σε σύνταξη αρχαιότητας τα οποία αποκτώνται βάσει της νέας εντολής, προστίθενται στα δικαιώματα σε σύνταξη αρχαιότητας που έχουν αποκτηθεί πριν από την επανεκλογή του. Η πληρωμή της σύνταξης αρχαιότητας επαναρχίζει από τη στιγμή που ο βουλευτής παύει να ασκεί την εντολή του στο Κοινοβούλιο.
3.  
Όταν ο ίδιος βουλευτής έχει ασκήσει περισσότερες της μίας εντολές του ανάμεσα στις οποίες μεσολαβεί διάστημα διακοπής, οι περίοδοι όλων των εντολών προστίθενται προκειμένου να υπολογισθεί η σύνταξη αρχαιότητας.

Άρθρο 50

Διατάξεις για την αποφυγή της σώρευσης

1.  
Η σύνταξη αρχαιότητας την οποία λαμβάνει πρώην βουλευτής βάσει εντολής την οποία έχει ασκήσει σε άλλο κοινοβούλιο σωρευτικά με την εντολή προς το Κοινοβούλιο αφαιρείται από τη σύνταξη αρχαιότητας που προβλέπει το παρόν κεφάλαιο.
2.  
Ως «άλλο κοινοβούλιο» κατά την παράγραφο 1, νοείται το κοινοβούλιο που έχει ορισθεί στο άρθρο 2, παράγραφος 2.
3.  
Ο υπολογισμός πραγματοποιείται με βάση το ύψος της καθεμιάς από τις δύο συντάξεις, πριν από την αφαίρεση των φόρων.
4.  
Οι πρώην βουλευτές που έχουν ασκήσει εντολή σε άλλο κοινοβούλιο σωρευτικά προς την εντολή στο Κοινοβούλιο δηλώνουν τη σύνταξη αρχαιότητας την οποία δικαιούνται με βάση την εντολή σε αυτό το άλλο κοινοβούλιο.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Σύνταξη αναπηρύας

Άρθρο 51

Δικαίωμα σύνταξης αναπηρίας

1.  
Ο βουλευτής ο οποίος, με βάση τη διαδικασία του άρθρου 55, αναγνωρίζεται ότι έχει προσβληθεί από αναπηρία η οποία θεωρείται ολική και η οποία τον θέτει σε αδυναμία εκτέλεσης των καθηκόντων του και ο οποίος, για τον λόγο αυτό, παραιτείται, δικαιούται σύνταξη αναπηρίας αρχής γενομένης από την ημέρα κατά την οποία τίθεται σε ισχύ η εν λόγω παραίτηση, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3.
2.  
Το δικαίωμα για σύνταξη αναπηρίας παύει να ισχύει εάν ο βουλευτής δεν γνωστοποιήσει την παραίτησή του μέσα σε προθεσμία 3 μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία του έχει διαβιβασθεί επισήμως η απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η θέση του σε αναπηρία.
3.  

Το δικαίωμα για σύνταξη αναπηρίας γεννάται στο τέλος της κοινοβουλευτικής περιόδου κατά την οποία επήλθε η αναπηρία:

α) 

εάν ο βουλευτής δεν είναι σε θέση να παραιτηθεί λόγω της αναπηρίας του· ή

β) 

εάν η απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η θέση σε αναπηρία έχει εγκριθεί μετά το τέλος της κοινοβουλευτικής περιόδου κατά την οποία δρομολογήθηκε η διαδικασία κατά το παρόν άρθρο ή

γ) 

εάν η προθεσμία που προβλέπει το άρθρο 2 δεν έχει ακόμη εκπνεύσει.

Άρθρο 52

Υπολογισμός της σύνταξης αναπηρίας

1.  
Το ύψος της σύνταξης αναπηρίας ανέρχεται για κάθε πλήρες έτος άσκησης της εντολής σε 3,5 % της αποζημίωσης κατά το άρθρο 10 του καθεστώτος και για κάθε επί πλέον πλήρη μήνα στο ένα δωδέκατο, αλλά τουλάχιστον στο 35 % της εν λόγω αποζημίωσης, χωρίς ωστόσο να υπερβαίνει συνολικά το 70 %.
2.  
Οι κανόνες οι σχετικοί με τον υπολογισμό της σύνταξης αρχαιότητας εφαρμόζονται κατ' αναλογίαν στον υπολογισμό της σύνταξης αναπηρίας.

Άρθρο 53

Διατάξεις για την αποφυγή της σώρευσης

1.  
Η σύνταξη αναπηρίας την οποία λαμβάνει πρώην βουλευτής βάσει εντολής την οποία έχει ασκήσει σε άλλο κοινοβούλιο σωρευτικά με την εντολή προς το Κοινοβούλιο αφαιρείται από τη σύνταξη αναπηρίας που προβλέπει το παρόν κεφάλαιο.
2.  
Ως «άλλο κοινοβούλιο» κατά την παράγραφο 1, νοείται το κοινοβούλιο που έχει ορισθεί στο άρθρο 2, παράγραφος 2.
3.  
Οι πρώην βουλευτές που έχουν ασκήσει εντολή σε άλλο κοινοβούλιο σωρευτικά προς την εντολή στο Κοινοβούλιο δηλώνουν τη σύνταξη αναπηρίας την οποία δικαιούνται με βάση την εντολή σε αυτό το άλλο κοινοβούλιο.

Άρθρο 54

Σώρευση των παροχών

Όταν οι πρώην βουλευτές δικαιούνται συγχρόνως σύνταξη αναπηρίας και σύνταξη αρχαιότητας, λαμβάνουν τη σύνταξη αρχαιότητας. Ωστόσο, το ύψος της σύνταξης αρχαιότητας δεν είναι δυνατόν να είναι κατώτερο από το ύψος της σύνταξης αναπηρίας.

Άρθρο 55

Διαδικασία

1.  
Ο βουλευτής ή ο νόμιμος εκπρόσωπός του καταθέτει την αίτηση θέσης σε αναπηρία στον πρόεδρο του Κοινοβουλίου, συνοδευόμενη από ιατρικό πιστοποιητικό, σημειώνοντας το όνομα του ιατρού που είναι επιφορτισμένος με την εκπροσώπησή του στην επιτροπή αναπηρίας του άρθρου 56.
2.  
Μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από τη σύγκλησή της από το γενικό γραμματέα, η επιτροπή αναπηρίας του άρθρου 56 υποβάλλει, στο πλαίσιο της εντολής που της έχει αναθέσει το Κοινοβούλιο, τεκμηριωμένη ιατρική έκθεση στην οποία αξιολογείται εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 51. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η εν λόγω προθεσμία δύναται να παραταθεί από τον γενικό γραμματέα.
3.  
Κατόπιν προτάσεως της επιτροπής αναπηρίας, ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου διαπιστώνει τη θέση σε αναπηρία και γνωστοποιεί την απόφαση αυτή στον ενδιαφερόμενο βουλευτή, καλώντας τον να υποβάλει την παραίτησή του. Σε περίπτωση αρνητικής απόφασης, ο πρόεδρος ενημερώνει το βουλευτή για τις δυνατότητες προσφυγής που έχει στη διάθεσή του.

Άρθρο 56

Επιτροπή αναπηρίας

1.  

Η επιτροπή αναπηρίας συγκροτείται από τρεις ιατρούς που ορίζονται:

— 
ο πρώτος, από τον ενδιαφερόμενο βουλευτή,
— 
ο δεύτερος, από το Κοινοβούλιο,
— 
ο τρίτος, με κοινή συμφωνία των δύο πρώτων.

Ελλείψει συμφωνίας ως προς τον ορισμό του τρίτου ιατρού εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα διορισμού του δεύτερου ιατρού, ο τρίτος ιατρός διορίζεται αυτεπαγγέλτως από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατόπιν πρωτοβουλίας του Κοινοβουλίου.

2.  
Τα έξοδα των εργασιών της επιτροπής αναπηρίας, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων ταξιδίου, βαρύνουν το Κοινοβούλιο.
3.  
Ο βουλευτής δύναται να υποβάλλει στην επιτροπή αναπηρίας κάθε έκθεση ή πιστοποιητικό του θεράποντα ιατρού του ή των ιατρών που έχει θεωρήσει καλό να συμβουλευτεί.
4.  
Οι εργασίες της επιτροπής αναπηρίας είναι μυστικές.

Άρθρο 57

Επανεξέταση της αναπηρίας

1.  
Οι πρώην βουλευτές οι οποίοι δεν πληρούν απολύτως τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 51, χάνουν το δικαίωμα για σύνταξη αναπηρίας.
2.  
Εφόσον ο πρώην βουλευτής δεν έχει φθάσει σε ηλικία 63 ετών, το Κοινοβούλιο δύναται να τον υποβάλει σε εξετάσεις, από έναν ορισθέντα ιατρό, προκειμένου να επαληθεύεται ότι ο βουλευτής εξακολουθεί να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να επωφελείται από τη σύνταξη αναπηρίας.
3.  
Η εν λόγω εξέταση είναι επίσης δυνατόν να πραγματοποιείται πριν από την προθεσμία της παραγράφου 2, ιδίως σε περιπτώσεις όπου το Κοινοβούλιο πληροφορείται ότι ο πρώην βουλευτής ασκεί αμειβόμενα καθήκοντα. Η κατάσταση αυτή εκτιμάται ενδεχομένως με βάση στοιχεία επαληθεύσιμα από πηγές στις οποίες έχει πρόσβαση το κοινό, συναρτήσει των περιστάσεων κάθε περίπτωσης και ύστερα από έρευνα κατ' αντιπαράθεση.
4.  
Κατόπιν προτάσεως του ιατρού που πραγματοποίησε την εξέταση, η επιτροπή αναπηρίας δύναται να διαπιστώσει ότι η κατάσταση της υγείας του πρώην βουλευτή έχει σημειώσει βελτίωση, κατά τρόπον ώστε να μην πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις του άρθρου 51.
5.  
Η απόφαση τερματισμού της σύνταξης αναπηρίας λαμβάνεται από τον πρόεδρο του Κοινοβουλίου, με βάση τα συμπεράσματα της επιτροπής αναπηρίας. Τα άρθρα 55 και 56 εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν. Εάν ο πρώην βουλευτής δεν ορίσει ιατρό επιφορτισμένο με την αντιπροσώπευσή του στην επιτροπή αναπηρίας, εφαρμίοζεται το άρθρο 56 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Σύνταξη επιζώντος και ορφανών

Άρθρο 58

Δικαίωμα σύνταξης επιζώντος και ορφανού

1.  
Ο επιζών σύζυγος και τα συντηρούμενα κατά τη στιγμή του θανάτου τέκνα ενός βουλευτή ή ενός πρώην βουλευτή ο οποίος εδικαιούτο συντάξεως αρχαιότητας ή αναπηρίας ή κατά τη στιγμή του θανάτου του είχε ήδη κινηθεί η διαδικασία απόκτησής της, δικαιούνται αντιστοίχως συντάξεως επιζώντος και συντάξεως ορφανού.
2.  
Στην εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, οι εκτός γάμου σταθεροί σύντροφοι έχουν την ίδια μεταχείριση με τους συζύγους, υπό τον όρο ότι το ζεύγος προσκομίζει επίσημο έγγραφο, αναγνωρισμένο από κράτος μέλος ή από κάθε αρμόδια αρχή κράτους μέλους, στο οποίο πιστοποιείται η κατάστασή τους ως συντρόφων εκτός γάμου.
3.  
Ως συντηρούμενο τέκνο νοείται το νόμιμο, φυσικό ή υιοθετημένο τέκνο του βουλευτή ή του συζύγου του, εφόσον αυτό πράγματι συντηρείται από το βουλευτή ή τον πρώην βουλευτή. Θεωρείται επίσης συντηρούμενο τέκνο το κυοφορούμενο τέκνο, καθώς και το τέκνο για το οποίο ο βουλευτής ή ο πρώην βουλευτής έχει δρομολογήσει διαδικασία υιοθεσίας και του οποίου η υιοθεσία ολοκληρώνεται μετά το θάνατό του.

Άρθρο 59

Υπολογισμός της σύνταξης επιζώντος και ορφανού

1.  
Το μέγιστο ποσό των συντάξεων επιζώντος και ορφανού δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της συντάξεως αρχαιότητας την οποία θα δικαιούται ο βουλευτής στο τέλος της κοινοβουλευτικής περιόδου, λαμβάνοντας υπόψη την περίοδο που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας του θανάτου και της ημερομηνίας λήξεως της κοινοβουλευτικής περιόδου.
2.  
Προκειμένου περί πρώην βουλευτών, το συνολικό ποσό των συντάξεων επιζώντος και ορφανού δεν μπορεί να είναι ανώτερο της σύνταξης αρχαιότητας την οποία απολάμβανε ή εδικαιούτο ο βουλευτής.
3.  
Το ύψος της σύνταξης επιζώντος συζύγου ανέρχεται στο 60 % του ποσού κατά την παράγραφο 1 ή 2 και, τουλάχιστον, στο 30 % της αποζημίωσης κατά το άρθρο 10 του καθεστώτος, έστω και αν αυτό το τελευταίο ποσό είναι ανώτερο από τα ποσά κατά τις παραγράφους 1 και 2.

Το δικαίωμα του επιζώντος συζύγου για σύνταξη επιζώντος δεν επηρεάζεται σε περίπτωση νέου γάμου. Το εν λόγω δικαίωμα για σύνταξη επιζώντος δεν υφίσταται όταν οι περιστάσεις στη συγκεκριμένη περίπτωση ουδεμία λογική αμφιβολία αφήνουν περί του ότι ο γάμος συνήφθη με αποκλειστικό σκοπό την είσπραξη της σύνταξης. Ενδεχομένως, η κατάσταση αξιολογείται με βάση στοιχεία ελέγξιμα από πηγές στις οποίες έχει πρόσβαση το κοινό, συναρτήσει των περιστάσεων της κάθε περίπτωσης και κατόπιν εξέτασης κατ' αντιπαράθεση.

4.  
Το ύψος της σύνταξης ορφανού για ένα συντηρούμενο τέκνο ανέρχεται στο 20 % του ποσού κατά τις παραγράφους 1 και 2.
5.  
Σε περίπτωση που αριθμός των τέκνων υπερβαίνει τα δύο, το μέγιστο ποσό των συντάξεων ορφανού που αναμένεται να χορηγηθούν κατανέμεται σε ίσα μέρη μεταξύ των ορφανών που έχουν δικαίωμα.
6.  
Ενδεχομένως, το μέγιστο ποσό της προς καταβολή σύνταξης καταμερίζεται μεταξύ του συζύγου και των συντηρούμενων τέκνων με βάση τα ποσοστά που προβλέπουν οι παράγραφοι 3, 4 και 5.

Άρθρο 60

Εκπνοή

1.  
Η σύνταξη επιζώντος ή ορφανού χορηγείται από την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί τον θάνατο.
2.  
Σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου, το δικαίωμα στη σύνταξη επιζώντος εκπνέει στο τέλος του μηνός κατά τον οποίο σημειώθηκε ο θάνατος.
3.  
Το δικαίωμα στη σύνταξη ορφανού εκπνέει στο τέλος του μηνός κατά τον οποίο ο δικαιούχος συμπληρώνει ηλικία 21 ετών.

Ωστόσο, το δικαίωμα αυτό παρατείνεται για τη διάρκεια της σχολικής ή επαγγελματικής κατάρτισης του ορφανού και κατά μέγιστο έως το τέλος του μηνός κατά τον οποίο συμπληρώνει το 25ο έτος.

Η σύνταξη διατηρείται για το ορφανό το οποίο, λόγω ασθένειας ή αναπηρίας, αδυνατεί να εξασφαλίσει τις ανάγκες του. Η εν λόγω ασθένεια ή αναπηρία πρέπει να αναγνωρισθεί από τον ιατρό του Κοινοβουλίου. Ο δικαιούχος μπορεί να αμφισβητήσει την απόφαση του ιατρού, ζητώντας να συγκληθεί η επιτροπή η οποία συγκροτείται σύμφωνα με τους όρους της επιτροπής αναπηρίας που προβλέπει το παράρτημα ΙΙ τμήμα 3 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68.

Το εν λόγω δικαίωμα εκπνέει εάν το τέκνο επανακτήσει τη δυνατότητα να εξασφαλίζει τη συντήρησή του. Προς τούτο, το Κοινοβούλιο δύναται να υποβάλλει το τέκνο σε εξετάσεις, ανά πενταετία, από ιατρό που έχει ορισθεί προκειμένου να επαληθεύσει κατά πόσον εξακολουθούν να ισχύουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη χορήγηση της σύνταξης.



ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Διαδικασίες πληρωμής

Άρθρο 61

Τήρηση του δημοσιονομικού κανονισμού

▼M12

1.  
Η υλοποίηση των παρόντων μέτρων εφαρμογής, όπως και κάθε αίτηση πληρωμής που υποβάλλεται δυνάμει των παρόντων μέτρων εφαρμογής, τηρεί τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 7 ) και του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1268/2012 της Επιτροπής ( 8 ).

▼B

2.  
Όταν τα παρόντα μέτρα εφαρμογής προβλέπουν τη σύναψη συμβάσεων μεταξύ του Κοινοβουλίου και τρίτων, ο αρμόδιος διατάκτης είναι εξουσιοδοτημένος να τις υπογράφει.

Άρθρο 62

Αρχή της χρήσης των χρηματικών πόρων

1.  
Τα ποσά που καταβάλλονται δυνάμει των παρόντων μέτρων εφαρμογής, με βάση τις διατάξεις του τίτλου Ι κεφάλαια 4, 5 και 6, προορίζονται αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων συνδεομένων με την άσκηση της εντολής των βουλευτών και δεν μπορούν να καλύπτουν προσωπικά έξοδα ούτε να χρηματοδοτούν επιδοτήσεις ή δωρεές πολιτικού χαρακτήρα.

▼M12

1α.  
Όταν συμμετέχουν στην εκτέλεση του προϋπολογισμού, οι βουλευτές μεριμνούν ώστε τα συμφέροντά τους να μην έρχονται σε σύγκρουση με τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

Σύγκρουση συμφερόντων υπάρχει όταν η άσκηση των δραστηριοτήτων των βουλευτών επηρεάζεται αδικαιολόγητα για λόγους οικονομικούς, συναισθηματικούς, οικονομικού συμφέροντος ή για κάθε άλλο λόγο κοινότητας συμφερόντων με τον δικαιούχο.

▼M2

2.  
Οι βουλευτές αποδίδουν στο Κοινοβούλιο τα μη χρησιμοποιηθέντα ποσά, εκτός εάν αυτά καταβάλλονται υπό μορφήν κατ’ αποκοπήν ποσού.

▼B

Άρθρο 63

Τραπεζικό έμβασμα, συνάλλαγμα και συντελεστής μετατροπής

▼M3

1.  
Οι πληρωμές δυνάμει των παρόντων μέτρων εφαρμογής πραγματοποιούνται με τραπεζικό έμβασμα βάσει των διατάξεων της οδηγίας 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά ( 9 ). Το Κοινοβούλιο αναλαμβάνει τα έξοδα που καταβάλλει ο πληρωτής. Οιαδήποτε άλλη επιβάρυνση καταβάλλεται από τον δικαιούχο.

▼B

2.  
Οι πληρωμές πραγματοποιούνται σε ευρώ εκτός εάν ο δικαιούχος, σε περίπτωση που έχει εκλεγεί ή έχει τον τόπο κατοικίας του σε κράτος μέλος εκτός ευρωζώνης, ζητήσει ολική ή μερική πληρωμή στο νόμισμα του εν λόγω κράτους μέλους.
3.  
Η μετατροπή μεταξύ του ευρώ και άλλου νομίσματος πραγματοποιείται με βάση τη μηνιαία λογιστική ισοτιμία του ευρώ, όπως αυτή καθορίζεται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού ( 10 ).
4.  
Για τις πληρωμές εξόδων βουλευτικής επικουρίας, κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, η μετατροπή μεταξύ του ευρώ και άλλου νομίσματος πραγματοποιείται με βάση τη μηνιαία λογιστική ισοτιμία του ευρώ για τον Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους· ωστόσο, κατά τη διάρκεια μιας κοινοβουλευτικής περιόδου, το ανώτατο μηνιαίο ποσό της ανάληψης εξόδων που τίθεται στη διάθεση του βουλευτή, εκπεφρασμένο σε εθνικό νόμισμα, μετά την εφαρμογή της ετήσιας τιμαριθμικής αναπροσαρμογής και κάθε αύξησης που θα είχε ενδεχομένως αποφασισθεί από το προεδρείο, δεν μπορεί να είναι κατώτερο του ποσού που καθορίσθηκε για το προηγούμενο έτος.

Άρθρο 64

Τραπεζικοί λογαριασμοί

1.  
Κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, κάθε βουλευτής κοινοποιεί στην αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου τα τραπεζικά στοιχεία (αριθμός IBAN, κωδικός BIC (SWIFT) και διεύθυνση της τράπεζας) ενός ή περισσότερων λογαριασμών που ανοίχτηκαν επ’ ονόματί του και προορίζονται για την αποζημίωση που προβλέπει το άρθρο 10 του καθεστώτος, για τις άλλες αποζημιώσεις, καθώς και για τις επιστροφές άλλων εξόδων.

Εάν ο βουλευτής, ο πρώην βουλευτής ή οι εξ αυτού έλκοντες δικαιώματα δεν έχουν δώσει διαφορετική εντολή, ο λογαριασμός που ανοίχτηκε για την αποζημίωση που προβλέπει το άρθρο 10 του καθεστώτος χρησιμοποιείται επίσης για την πληρωμή της μεταβατικής αποζημίωσης και των συντάξεων.

2.  
Κάθε πληρωμή προς πρόσωπο άλλο από τον βουλευτή υπόκειται στην προηγούμενη προσκόμιση βεβαίωσης, εκδιδόμενης από την τράπεζα του δικαιούχου, η οποία πιστοποιεί ότι ο δικαιούχος είναι κάτοχος του λογαριασμού στον οποίο πρόκειται να γίνει η πληρωμή και περιέχει τον αριθμό IBAN του λογαριασμού, τον κωδικό BIC (SWIFT) και τη διεύθυνση της τράπεζας
3.  
Για τις πληρωμές που σχετίζονται με τη βουλευτική επικουρία, ο βουλευτής κοινοποιεί τα στοιχεία του τραπεζικού λογαριασμού του συνεργάτη του στον εντολοδόχο πληρωμών ή, στην περίπτωση του άρθρου 36, παράγραφος 5, στην αρμόδια υπηρεσία. Ο τραπεζικός λογαριασμός του συνεργάτη έχει ανοιχθεί στο κράτος μέλος στο οποίο αυτός ασκεί κατά κύριο λόγο τις δραστηριότητές του. Οι πληρωμές είναι εκπεφρασμένες στο νόμισμα στο οποίο καθορίζονται ο μισθός ή η αμοιβή του συνεργάτη.

Ο εντολοδόχος πληρωμών κοινοποιεί τα στοιχεία του τραπεζικού του λογαριασμού στην αρμόδια υπηρεσία.

Άρθρο 65

Ημερομηνία πληρωμής

1.  
Η αποζημίωση που προβλέπει το άρθρο 10 του καθεστώτος, η μεταβατική αποζημίωση και οι συντάξεις καταβάλλονται την 15η κάθε μηνός για τον τρέχοντα μήνα. Η αποζημίωση γενικών εξόδων καταβάλλεται την 1η κάθε μηνός για τον τρέχοντα μήνα.
2.  
Οι πληρωμές που σχετίζονται με τα έξοδα βουλευτικής επικουρίας διαβιβάζονται στον εντολοδόχο πληρωμών ή, στην περίπτωση του άρθρου 36, παράγραφοι 4 και 5, στον τοπικό βοηθό τη 15η κάθε μηνός για τον τρέχοντα μήνα.

Για τις πληρωμές αυτές λαμβάνονται υπόψη οι οδηγίες τις οποίες έχει διαβιβάσει ο βουλευτής έως τις 25 του προηγούμενου μήνα.

3.  
Οι άλλες επιστροφές εξόδων πραγματοποιούνται ύστερα από προσκόμιση των δικαιολογητικών που ορίζονται στα παρόντα μέτρα εφαρμογής.
4.  

Οι προθεσμίες για την προσκόμιση των δικαιολογητικών που ορίζονται στα παρόντα μέτρα εφαρμογής είναι οι ακόλουθες:

α) 

όσον αφορά τα έξοδα και τις αποζημιώσεις ταξιδίου και παραμονής: το αργότερο στις 31 Οκτωβρίου του ημερολογιακού έτους που έπεται εκείνου κατά τη διάρκεια του οποίου άρχισε το σχετικό ταξίδι·

β) 

όσον αφορά τα έξοδα βουλευτικής επικουρίας και τα άλλα έξοδα: πριν από τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται στις εφαρμοστέες διατάξεις και το αργότερο στις 7 Δεκεμβρίου του οικονομικού έτους για το οποίο ζητείται η ανάληψη των εξόδων ή η επιστροφή.

5.  
Ο γενικός γραμματέας δύναται να λάβει ειδικά μέτρα όσον αφορά τις πληρωμές προκαταβολών για συνήθη έξοδα ταξιδίου και έξοδα παραμονής.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Εκκαθάριση και ανάκτηση

▼M11

Άρθρο 66

Υποκατάστατα δικαιολογητικά

Σε περίπτωση απώλειας των απαιτούμενων δικαιολογητικών εγγράφων, οι βουλευτές υποβάλλουν δήλωση απώλειας συνοδευόμενη από υποκατάστατα δικαιολογητικά έγγραφα που πληρούν τις απαιτήσεις των παρόντων μέτρων εφαρμογής.

▼B

Άρθρο 67

Αναστολή πληρωμών

Εάν ο βουλευτής ή ο εντολοδόχος πληρωμών παραλείπει να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα παρόντα μέτρα εφαρμογής ή τη σύμβαση που έχει συναφθεί σύμφωνα με το άρθρο 35, ο αρμόδιος διατάκτης μπορεί να διατάξει την αναστολή της καταβολής του συνόλου ή μέρους της σχετικής αποζημίωσης, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τα ενδεχόμενα έννομα συμφέροντα τρίτων, για το χρονικό διάστημα που απαιτείται ώστε ο ενδιαφερόμενος να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του ή να εκτιμηθεί η σκοπιμότητα εφαρμογής του άρθρου 68.

Πριν από την απόφαση αυτή, ο βουλευτής ή ο εντολοδόχος πληρωμών ενημερώνονται γραπτώς και τους παρέχεται προθεσμία ενός μηνός για να συμμορφωθούν με τα μέτρα εφαρμογής ή τη σύμβαση. Αντίγραφο της επιστολής απευθύνεται στους Κοσμήτορες και ενδεχομένως σε κάθε ενδιαφερόμενο τρίτο.

Άρθρο 68

Απαίτηση αχρεωστήτου

1.  
Κάθε ποσό που καταβάλλεται αχρεωστήτως στο πλαίσιο των παρόντων μέτρων εφαρμογής αναζητείται. Ο γενικός γραμματέας δίνει οδηγίες για την ανάκτηση αυτών των ποσών από τον ενδιαφερόμενο βουλευτή.
2.  
Κάθε απόφαση σχετικά με την ανάκτηση λαμβάνεται μεριμνώντας για την πραγματική άσκηση της εντολής του βουλευτή και την εύρυθμη λειτουργία του Κοινοβουλίου, αφού ο γενικός γραμματέας ακούσει προηγουμένως τον ενδιαφερόμενο βουλευτή.
3.  
Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται επίσης στους πρώην βουλευτές και τους τρίτους.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Άλλες γενικές δημοσιονομικές διατάξεις

Άρθρο 69

Τιμαριθμική αναπροσαρμογή

1.  
Τα ποσά που προβλέπει το άρθρο 15 στοιχείο γ), το άρθρο 20, το άρθρο 22 παράγραφοι 1 και 3, το άρθρο 24 παράγραφος 2, και το άρθρο 26 παράγραφος 2 μπορούν να αναπροσαρμόζονται τιμαριθμικά κατ’ έτος από το προεδρείο μέχρι μέγιστου ποσοστού ίσου προς το ετήσιο ποσοστό πληθωρισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο αντιστοιχεί στον Οκτώβριο του προηγούμενου έτους και δημοσιεύεται από την Eurostat.
2.  
Το ποσό που προβλέπει το άρθρο 33 παράγραφος 4, ενδεχομένως, αναπροσαρμόζεται τιμαριθμικά κατ' έτος από το προεδρείο με βάση τον κοινό δείκτη που καθορίζει η Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σε συμφωνία με τις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες των κρατών μελών κατ' εφαρμογή του άρθρου 65 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68. Η εν λόγω τιμαριθμική αναπροσαρμογή εφαρμόζεται με αναδρομική ισχύ από το μήνα Ιούλιο του έτους στο οποίο αναφέρεται ο δείκτης.

Άρθρο 70

Φορολόγηση

Στους βουλευτές εφαρμόζεται, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο 12 του καθεστώτος βουλευτών, ο κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) του Συμβουλίου αριθ. 260/68, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού των όρων και της διαδικασίας επιβολής του φόρου του θεσπισθέντος υπέρ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ( 11 ).

Άρθρο 71

Κατάσχεση εις χείρας τρίτου

1.  
Η προβλεπόμενη στο άρθρο 10 του καθεστώτος των βουλευτών αποζημίωση, η μεταβατική αποζημίωση ή η σύνταξη αρχαιότητας μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κατάσχεσης, μέχρι ενός τρίτου, μετά από δικαστική απόφαση ή απόφαση της αρμόδιας διοικητικής αρχής.
2.  
Ο γενικός γραμματέας δίνει τις εντολές για την εκτέλεση αυτού του μέτρου, λαμβάνοντας μέριμνα για την αποτελεσματική άσκηση της εντολής του βουλευτή και για την εύρυθμη λειτουργία του Κοινοβουλίου, αφού πρώτα ακούσει τον ενδιαφερόμενο βουλευτή.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Τελικές διατάξεις

▼M2

Άρθρο 72

Προσφυγή

1.  
Όποιος βουλευτής θεωρήσει ότι η αρμόδια υπηρεσία δεν εφήρμοσε σωστά στην περίπτωσή του τα παρόντα μέτρα εφαρμογής μπορεί να απευθυνθεί εγγράφως στο Γενικό Γραμματέα.

Η απόφαση του Γενικού Γραμματέα επί της προσφυγής περιλαμβάνει το σκεπτικό στο οποίο βασίζεται.

2.  
Όποιος βουλευτής δεν συμφωνεί με την απόφαση του Γενικού Γραμματέα μπορεί να ζητήσει, εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης του Γενικού Γραμματέα, να παραπεμφθεί το ζήτημα στους Κοσμήτορες οι οποίοι αποφασίζουν ύστερα από διαβούλευση με τον Γενικό Γραμματέα.
3.  
Εάν ένα από τα μέρη που εμπλέκονται στη διαδικασία προσφυγής δεν συμφωνεί με την απόφαση που ενέκριναν οι Κοσμήτορες, μπορεί να ζητήσει, εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης αυτής, την παραπομπή του ζητήματος στο Προεδρείο, το οποίο λαμβάνει την οριστική απόφαση.
4.  
Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται επίσης στο νόμιμο κληρονόμο του βουλευτή, καθώς και στους πρώην βουλευτές και στους νόμιμους κληρονόμους τους.

▼M11

Άρθρο 72α

Δικαιολογητικά έγγραφα που αποστέλλονται κατόπιν ηλεκτρονικής σάρωσης

1.  
Όταν τα παρόντα μέτρα εφαρμογής παραπέμπουν στην υποβολή αιτήσεων επιστροφής ή ανάληψης δαπανών, οι αιτήσεις μπορούν να υποβάλλονται σε ηλεκτρονική μορφή συνοδευόμενες από ψηφιακή υπογραφή.
2.  
Όταν τα παρόντα μέτρα εφαρμογής προβλέπουν την υποβολή δικαιολογητικών εγγράφων, τα δικαιολογητικά έγγραφα αυτά μπορούν να υποβάλλονται υπό μορφή σαρωμένων αντιγράφων, υπό την προϋπόθεση ότι ο βουλευτής προβαίνει σε υπεύθυνη δήλωση ότι τα έγγραφα που υποβάλλονται αντιστοιχούν στα πρωτότυπα έγγραφα.
3.  
Για να μπορούν να διεξαχθούν έλεγχοι επαλήθευσης της αντιστοιχίας μεταξύ των σαρωμένων αντιγράφων των δικαιολογητικών εγγράφων και των πρωτοτύπων τους, οι βουλευτές φυλάσσουν τα πρωτότυπα έως την 31η Δεκεμβρίου του ημερολογιακού έτους που έπεται εκείνου στη διάρκεια του οποίου υποβλήθηκε η αίτηση για την επιστροφή ή την ανάληψη δαπανών.

Οι αρμόδιες υπηρεσίες του Κοινοβουλίου θεσπίζουν σύστημα για τη διενέργεια δειγματοληπτικών ελέγχων για να επαληθεύουν την αντιστοιχία μεταξύ των σαρωμένων αντιγράφων των δικαιολογητικών εγγράφων και των πρωτοτύπων τους.

▼B

Άρθρο 73

Έναρξη ισχύος

Τα παρόντα μέτρα εφαρμογής τίθενται σε ισχύ την ίδια ημέρα με το καθεστώς των βουλευτών.

Άρθρο 74

Κατάργηση

Με την επιφύλαξη των μεταβατικών διατάξεων του τίτλου ΙV, οι ρυθμίσεις ΕΑΒ παύουν να ισχύουν την ημέρα έναρξης ισχύος του καθεστώτος των βουλευτών.



ΤΙΤΛΟΣ IV

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 75

Σύνταξη επιζώντων, σύνταξη αναπηρίας και σύνταξη αρχαιότητας

1.  
Η σύνταξη επιζώντων, η σύνταξη αναπηρίας, η συμπληρωματική σύνταξη αναπηρίας για τα συντηρούμενα τέκνα και η σύνταξη αρχαιότητας που χορηγούνται βάσει των παραρτημάτων I, II και III των ρυθμίσεων ΕΑΒ εξακολουθούν να καταβάλλονται, κατ’ εφαρμογή των παραρτημάτων αυτών, στα πρόσωπα που λάμβαναν τις εν λόγω παροχές πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του καθεστώτος.

▼M3

Εφόσον πρώην βουλευτής που δικαιούται σύνταξη αναπηρίας αποβιώσει μετά τις 14 Ιουλίου 2009, η σύνταξη επιζώντων καταβάλλεται στον ή στη σύζυγο, στον ή στη σύντροφο σταθερής μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης ή στα συντηρούμενα τέκνα, υπό τους όρους του παραρτήματος Ι των ρυθμίσεων ΕΑΒ.

▼B

2.  
Τα δικαιώματα σε σύνταξη αρχαιότητας που είχαν αποκτηθεί έως την ημέρα έναρξης ισχύος του καθεστώτος κατ’ εφαρμογή του προαναφερθέντος παραρτήματος III διατηρούνται. Τα πρόσωπα που απέκτησαν δικαιώματα στο εν λόγω συνταξιοδοτικό σύστημα δικαιούνται σύνταξη υπολογιζόμενη βάσει των αποκτηθέντων δικαιωμάτων τους κατ’ εφαρμογή του προαναφερθέντος παραρτήματος III, εφόσον πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις που προβλέπει η εθνική νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους και έχουν υποβάλει την αίτηση του άρθρου 3 παράγραφος 2 του προαναφερθέντος παραρτήματος III.

Άρθρο 76

Επικουρική σύνταξη

▼M17

1.  
Η καταβλητέα στους πρώην βουλευτές ή σε άλλους δικαιούχους επικουρική σύνταξη σύμφωνα με τα άρθρα 1, 3 και 4 του παραρτήματος VII των ρυθμίσεων ΕΑΒ πριν από την 1η Ιανουαρίου 2019 εξακολουθεί να καταβάλλεται σύμφωνα με το εν λόγω παράρτημα ως είχε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018.
2.  
Η επικουρική σύνταξη η οποία την 1η Ιανουαρίου 2019 δεν έχει ακόμη καταστεί καταβλητέα υπολογίζεται και καταβάλλεται σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του παραρτήματος VII των κανονιστικών ρυθμίσεων ΕΑΒ υπό τους ακόλουθους όρους και παρεκκλίσεις:
α) 

η επικουρική σύνταξη είναι καταβλητέα από την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί την ημερομηνία κατά την οποία ο βουλευτής φθάνει στην ηλικία των 65 ετών·

β) 

η σύνταξη υπόκειται σε ειδική εισφορά ύψους 5 % του ονομαστικού ποσού της καταβλητέας σύνταξης. Η εισφορά είναι άμεσα καταβλητέα στο Επικουρικό (Προαιρετικό) Ταμείο Συντάξεων.

▼M17

2α.  
Η επικουρική (προαιρετική) σύνταξη για τους λοιπούς δικαιούχους σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4 του παραρτήματος VII των ρυθμίσεων ΕΑΒ, η οποία την 1η Ιανουαρίου 2019 δεν έχει καταστεί ακόμη καταβλητέα, υπόκειται σε ειδική εισφορά ύψους 5 % του ονομαστικού ποσού της καταβλητέας σύνταξης. Η εισφορά είναι άμεσα καταβλητέα στο Επικουρικό (Προαιρετικό) Ταμείο Συντάξεων.

▼B

3.  

Μπορούν να συνεχίσουν να αποκτούν νέα δικαιώματα μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του καθεστώτος, και σύμφωνα με το προαναφερθέν παράρτημα VII, οι εκλεγέντες το 2009 βουλευτές:

α) 

οι οποίοι ήταν βουλευτές κατά τη διάρκεια προηγούμενης κοινοβουλευτικής περιόδου· και

β) 

οι οποίοι έχουν ήδη αποκτήσει ή αποκτούσαν δικαιώματα στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς· και

γ) 

για τους οποίους το κράτος μέλος εκλογής ενέκρινε ρυθμίσεις παρέκκλισης, σύμφωνα με το άρθρο 29 του καθεστώτος, ή οι οποίοι, σύμφωνα με το άρθρο 25 του καθεστώτος, επέλεξαν το εθνικό καθεστώς· και

δ) 

οι οποίοι δεν δικαιούνται εθνική ή ευρωπαϊκή σύνταξη η οποία να απορρέει από την άσκηση της εντολής του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

4.  
Οι εισφορές στο ταμείο επικουρικής συνταξιοδότησης που βαρύνουν τους βουλευτές καταβάλλονται από προσωπικούς πόρους τους.

Άρθρο 77

Μεταβατική αποζημίωση

1.  
Η μεταβατική αποζημίωση που χορηγείται βάσει του παραρτήματος V των ρυθμίσεων ΕΑΒ εξακολουθεί να καταβάλλεται, κατ’ εφαρμογή του εν λόγω παραρτήματος, στα πρόσωπα που λάμβαναν την αποζημίωση αυτή πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του καθεστώτος.
2.  
Στους βουλευτές που παύουν οριστικά να ασκούν τη βουλευτική εντολή τους στο τέλος της έκτης κοινοβουλευτικής περιόδου καταβάλλεται η μεταβατική αποζημίωση που προβλέπει το προαναφερθέν παράρτημα V.
3.  
Στην περίπτωση των βουλευτών οι οποίοι λαμβάνουν την αποζημίωση του άρθρου 10 του καθεστώτος και τερματίζουν τη βουλευτική εντολή τους μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του καθεστώτος, η περίοδος άσκησης της εντολής πριν από την ημερομηνία αυτή λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό του ύψους της μεταβατικής αποζημίωσης σύμφωνα με το άρθρο 13 του καθεστώτος.
4.  
Οι βουλευτές κατά την παράγραφο 3 μπορούν, ωστόσο, να ζητήσουν να υπολογιστεί η αναλογία της μεταβατικής αποζημίωσης, όσον αφορά την περίοδο εντολής που προηγείται της ημερομηνίας έναρξης ισχύος του καθεστώτος, σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπει το παράρτημα V των ρυθμίσεων ΕΑΒ. Η διάρκεια εντολής που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της αναλογίας αυτής αφαιρείται από τη μέγιστη διάρκεια που καθορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφος 2 του καθεστώτος.

▼M12

Άρθρο 78

Μεταβατικό καθεστώς όσον αφορά τις συμβάσεις των τοπικών βοηθών και των εντολοδόχων πληρωμών

1.  
Οι διατάξεις των άρθρων 34 και 35, όπως τροποποιήθηκαν από την απόφαση του προεδρείου της 26ης Οκτωβρίου 2015, σχετικά με τον αριθμό των βοηθών και την αμοιβή των βοηθών και των εντολοδόχων πληρωμών δεν επηρεάζουν τις εν ισχύι συμβάσεις, υπό τον όρο ότι οι αιτήσεις ανάληψης εξόδων που απορρέουν από τις συμβάσεις αυτές έχουν υποβληθεί στην αρμόδια υπηρεσία πριν από τις 27 Οκτωβρίου 2015.
2.  
Οι συμβάσεις της παραγράφου 1 μπορούν να ανανεώνονται ή να τροποποιούνται μόνο σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου Ι κεφάλαιο 5.

▼B

Άρθρο 79

Ασφάλεια ζωής

Οι λεπτομερείς όροι της διατήρησης, μετατροπής ή εκκαθάρισης της αξίας εξαγοράς της ασφάλειας ζωής τους οποίους προβλέπει το άρθρο 19 παράγραφος 2 των ρυθμίσεων ΕΑΒ σε περίπτωση τερματισμού της άσκησης του λειτουργήματος εφαρμόζονται, σύμφωνα με τη σύμβαση ασφάλισης, σε κάθε εν ενεργεία βουλευτή έως το τέλος της έκτης κοινοβουλευτικής περιόδου, με την προϋπόθεση ότι έχουν πληρωθεί ασφάλιστρα επί δύο τουλάχιστον έτη.

Άρθρο 80

Υποστήριξη για τέκνα με σοβαρή αναπηρία

Οι παροχές που χορηγούνται βάσει του άρθρου 21β των ρυθμίσεων ΕΑΒ εξακολουθούν να καταβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου αυτού στους βουλευτές στους οποίους χορηγήθηκαν και οι οποίοι επανεκλέγονται το 2009.

Άρθρο 81

Βουλευτές που εμπίπτουν στο άρθρο 25 ή στο άρθρο 29 του καθεστώτος

1.  
Στην περίπτωση των επανεκλεγέντων το 2009 βουλευτών οι οποίοι άσκησαν το δικαίωμα επιλογής που τους παρέχει το άρθρο 25 του καθεστώτος, η αποζημίωση, η μεταβατική αποζημίωση, η σύνταξη αρχαιότητας, η σύνταξη αναπηρίας και η σύνταξη επιζώντων για την περίοδο μετά την έναρξη ισχύος του καθεστώτος καταβάλλονται μόνο βάσει των όρων που προβλέπει η εθνική νομοθεσία τους και με αποκλειστική επιβάρυνση του προϋπολογισμού του σχετικού κράτους μέλους.

Εξάλλου, οι βουλευτές κατά το πρώτο εδάφιο μπορούν να ζητήσουν από το Κοινοβούλιο την καταβολή της μεταβατικής αποζημίωσης για την περίοδο εντολής που προηγείται της έναρξης ισχύος του καθεστώτος, σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπει το παράρτημα V των ρυθμίσεων ΕΑΒ.

2.  
Η διευθέτηση αυτή εφαρμόζεται επίσης στους βουλευτές για τους οποίους το κράτος μέλος εκλογής ενέκρινε ρυθμίσεις παρέκκλισης σύμφωνα με το άρθρο 29 του καθεστώτος.
3.  
Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 7 παράγραφος 2, στην περίπτωση των βουλευτών για τους οποίους το κράτος μέλος εκλογής ενέκρινε ρυθμίσεις παρέκκλισης σύμφωνα με το άρθρο 29 του καθεστώτος, ή οι οποίοι, σύμφωνα με το άρθρο 25 του καθεστώτος, επέλεξαν το εθνικό καθεστώς, το ένα τρίτο των ασφαλίστρων το οποίο βαρύνει τους βουλευτές καταβάλλεται απευθείας και ατομικά από ένα προσωπικό λογαριασμό.
4.  
Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3 παράγραφος 1, οι πρώην βουλευτές που λαμβάνουν σύνταξη στο πλαίσιο του εθνικού καθεστώτος, κατ' εφαρμογή του άρθρου 25 ή του άρθρου 29 του καθεστώτος, έχουν δικαίωμα στην επιστροφή των 2/3 των εξόδων ασθενείας, των εξόδων που συνδέονται με την εγκυμοσύνη ή των εξόδων που συνδέονται με τη γέννηση τέκνου, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στα παρόντα μέτρα εφαρμογής, εφόσον δεν θα διέθεταν πρωτογενή κάλυψη κατά των κινδύνων ασθενείας.

▼M10

5.  

Οι πρώην βουλευτές που λαμβάνουν σύνταξη στο πλαίσιο του εθνικού καθεστώτος, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 25 ή του άρθρου 29 του Καθεστώτος, και πάσχουν από αναγνωρισμένη σοβαρή ασθένεια, έχουν δικαίωμα στην επιστροφή των εξόδων ασθενείας που συνδέονται με τη συνέχιση θεραπείας εν εξελίξει, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν τα παρόντα μέτρα εφαρμογής, υπό την προϋπόθεση ότι:

α) 

η σοβαρή ασθένεια προκλήθηκε από γεγονός που συνέβη κατά τη διάρκεια της θητείας και εμπόδισε τον βουλευτή να ασκήσει το τελευταίο μέρος της θητείας του·

β) 

η ασθένεια έχει αναγνωριστεί από το Κοινοβούλιο ως σοβαρή ασθένεια κατά τη διάρκεια της εντολής του βουλευτή· και,

γ) 

η θεραπεία για την ασθένεια είχε αρχίσει διαρκούσης της εντολής του βουλευτή.

Εάν ο πρώην βουλευτής διαθέτει πρωτογενή κάλυψη, το δικαίωμα αυτό ισχύει μόνο σε συμπληρωματική βάση, δηλαδή μόνο για τα έξοδα που δεν καλύπτονται από την πρωτογενή κάλυψη.

▼M3

Άρθρο 82

Παραίτηση από την απόδοση ιατρικών εξόδων

Στους βουλευτές οι οποίοι βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 4 παραιτούνται μέχρι τις του δικαιώματος για απόδοση των ιατρικών εξόδων, επιστρέφονται τα ιατρικά έξοδα υπό τους όρους που καθορίζει η εν λόγω παράγραφος και με αναδρομική ισχύ από τις 14 Ιουλίου 2009 ή άλλως από τον πρώτο μήνα που έπεται της ημερομηνίας της τελευταίας επιστροφής ιατρικών εξόδων κατά το άρθρο 3 παράγραφος 1.



( 1 ) ΕΕ L 278 της 8.10.1976, σ. 5.

( 2 ) Κοινή ρύθμιση σχετικά με την κάλυψη των κινδύνων ασθενείας των μονίμων υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που θεσπίστηκε απ όλα τα θεσμικά όργανα των οποίων η κοινή συμφωνία διαπιστώθηκε από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την 24η Νοεμβρίου 2005 και που προβλέπεται στο άρθρο 72 του από 29 Φεβρουαρίου 1968 κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ L 56 της 4.3.1968, 1).

( 3 ) Απόφαση της Επιτροπής της 2ας Ιουλίου 2007 περί καθορισμού των γενικών διατάξεων εκτέλεσης σχετικά με την επιστροφή των ιατρικών εξόδων.

( 4 ) ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.

( 5 ) Κοινή ρύθμιση σχετικά με την κάλυψη των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής νόσου των μονίμων υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που θεσπίστηκε απ' όλα τα θεσμικά όργανα των οποίων η κοινή συμφωνία διαπιστώθηκε από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την 1η Δεκεμβρίου 2005.

( 6 ) Εφόσον αποδειχθεί ότι ένας εντολοδόχος πληρωμών που έχει επιλεγεί από τον βουλευτή στο πλαίσιο της παραγράφου 3 στοιχείο α) ή στοιχείο γ), μπορεί να διαχειρίζεται μόνο συμβάσεις εργασίας, ο βουλευτής μπορεί, σε περίπτωση ανάγκης, να ζητήσει να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες του εντολοδόχου πληρωμών που προβλέπει η παράγραφος 3 στοιχείο β) για τις συμβάσεις του παροχής υπηρεσιών.

( 7 ) Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 298 της 26.10.2012, σ. 1).

( 8 ) Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1268/2012 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης (ΕΕ L 362 της 31.12.2012, σ. 1).

( 9 ) ΕΕ L 319 της 5.12.2007, σ. 1.

( 10 ) ΕΕ L 357 της 31.12.2002, σ. 1.

( 11 ) ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 8.