2002R1221 — EL — 01.07.2013 — 001.001
Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα
ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1221/2002 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 10ης Ιουνίου 2002 όσον αφορά τους τριμηνιαίους μη χρηματοπιστωτικούς λογαριασμούς του Δημοσίου (ΕΕ L 179, 9.7.2002, p.1) |
Τροποποιείται από:
|
|
Επίσημη Εφημερίδα |
||
No |
page |
date |
||
ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 517/2013 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 13ης Μαΐου 2013 |
L 158 |
1 |
10.6.2013 |
ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1221/2002 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ
της 10ης Ιουνίου 2002
όσον αφορά τους τριμηνιαίους μη χρηματοπιστωτικούς λογαριασμούς του Δημοσίου
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη:τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 285,
την πρόταση της Επιτροπής ( 1 ),
τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ( 2 ),
Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 251 της συνθήκης ( 3 ),
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2223/96 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 1996, περί του ευρωπαϊκού συστήματος εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Κοινότητας, (ΕΣΟΛ 95) ( 4 ), περιέχει το πλαίσιο αναφοράς των κοινών προτύπων, ορισμών, ονοματολογιών και λογιστικών κανόνων για την κατάρτιση των λογαριασμών των κρατών μελών για τις στατιστικές απαιτήσεις της Κοινότητας, με σκοπό τη λήψη συγκρίσιμων αποτελεσμάτων μεταξύ κρατών μελών. |
(2) |
Η έκθεση της νομισματικής επιτροπής σχετικά με τις απαιτήσεις για πληροφορίες, η οπoία εγκρίθηκε από το Συμβούλιο Ecofin στις 18 Ιανουαρίου 1999, υπογράμμισε ότι, για την εύρυθμη λειτουργία της οικονομικής και νομισματικής ένωσης και της ενιαίας αγοράς, έχουν μείζονα σημασία η αποτελεσματική παρακολούθηση και ο συντονισμός των οικονομικών πολιτικών και ότι αυτό απαιτεί ένα πλήρες στατιστικό σύστημα πληροφόρησης που θα παρέχει στους φορείς χάραξης πολιτικής τα απαραίτητα στοιχεία που θα χρησιμοποιούν ως βάση για τις αποφάσεις τους. Η έκθεση αυτή επεσήμανε επίσης ότι θα πρέπει να δίνεται μεγάλη προτεραιότητα στις βραχυπρόθεσμες στατιστικές δημόσιων οικονομικών για τα κράτη μέλη, ιδίως για εκείνα που συμμετέχουν στην οικονομική και νομισματική ένωση, και ότι ο στόχος είναι η κατάρτιση απλουστευμένων τριμηνιαίων μη χρηματοπιστωτικών λογαριασμών του Δημοσίου, η οποία θα απορρέει από μια βήμα προς βήμα προσέγγιση. |
(3) |
Είναι σκόπιμο να ορισθούν οι απλουστευμένοι τριμηνιαίοι μη χρηματοπιστωτικοί λογαριασμοί του Δημοσίου με αναγωγή στον κατάλογο των κατηγοριών των δαπανών και των εσόδων του Δημοσίου του ΕΣΟΛ 95, που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1500/2000 της Επιτροπής, της 10ης Ιουλίου 2000, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2223/96 του Συμβουλίου όσον αφορά τις δαπάνες και τα έσοδα του Δημοσίου ( 5 ). |
(4) |
Προτεραιότητα στη βήμα προς βήμα προσέγγιση δίδεται στους φόρους, στις πραγματικές κοινωνικές εισφορές και στις κοινωνικές παροχές εκτός από τις κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος, δεδομένου ότι οι κατηγορίες αυτές αντιπροσωπεύουν αξιόπιστους δείκτες των τάσεων στα δημόσια οικονομικά, οι οποίοι είναι ήδη εγκαίρως διαθέσιμοι (πρώτο στάδιο). |
(5) |
Η διαβίβαση του πρώτου αυτού συνόλου κατηγοριών σε τριμηνιαία βάση, από τον Ιούνιο του 2000, σε όλα τα κράτη μέλη, καλύπτεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 264/2000 της Επιτροπής, της 3ης Φεβρουαρίου 2000, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2223/96 του Συμβουλίου όσον αφορά τις βραχυπρόθεσμες στατιστικές δημόσιων οικονομικών ( 6 ). |
(6) |
Είναι απαραίτητο να συμπληρωθεί το πρώτο στάδιο από ένα άλλο σύνολο κατηγοριών, προκειμένου να ληφθεί ένας πλήρης κατάλογος κατηγοριών που απαρτίζουν τις δαπάνες και τα έσοδα του Δημοσίου. |
(7) |
Θα πρέπει να αξιολογηθεί η αξιοπιστία των τριμηνιαίων στοιχείων που παρέχονται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού όσον αφορά τα ετήσια στοιχεία. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να καταρτισθεί έκθεση σχετικά με την ποιότητα των τριμηνιαίων στοιχείων πριν από το πέρας του 2005. |
(8) |
Τα άρθρα 2 και 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2223/96 θέτουν τους όρους υπό τους οποίους η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει τροποποιήσεις της μεθοδολογίας του ΕΣΛ 95 με σκοπό την αποσαφήνιση και τη βελτίωση του περιεχομένου της. Η κατάρτιση των τριμηνιαίων μη χρηματοπιστωτικών λογαριασμών του Δημοσίου απαιτεί πρόσθετους πόρους στα κράτη μέλη. Η διαβίβασή τους στην Επιτροπή δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να αποτελέσει αντικείμενο απόφασης της Επιτροπής. |
(9) |
Ζητήθηκε η γνώμη της επιτροπής στατιστικού προγράμματος (ΕΣΠ), η οποία έχει συσταθεί με την απόφαση 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου ( 7 ), και της επιτροπής στατιστικών για θέματα νομισματικά, χρηματοπιστωτικά και ισοζυγίου πληρωμών (ΕΣΝΧΙΠ), η οποία έχει συσταθεί με την απόφαση 91/115/ΕΟΚ του Συμβουλίου ( 8 ), σύμφωνα με το άρθρο 3 των αποφάσεων αυτών, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
Σκοπός
Ο παρών κανονισμός έχει σκοπό να ορίσει το περιεχόμενο των τριμηνιαίων μη χρηματοπιστωτικών λογαριασμών του Δημοσίου, να καθορίσει τον κατάλογο των κατηγοριών του ΕΣΛ 95 που θα διαβιβάζουν τα κράτη μέλη από τις 30 Ιουνίου 2002 και να ορίσει τα κύρια χαρακτηριστικά των εν λόγω κατηγοριών.
Άρθρο 2
Περιεχόμενο των τριμηνιαίων μη χρηματοπιστωτικών λογαριασμών του Δημοσίου
Το περιεχόμενο των τριμηνιαίων μη χρηματοπιστωτικών λογαριασμών του Δημοσίου ορίζεται στο παράρτημα με αναγωγή στον κατάλογο των κατηγοριών του ΕΣΛ 95 που απαρτίζουν τις δαπάνες και τα έσοδα του Δημοσίου.
Άρθρο 3
Κατηγορίες τις οποίες αφορά η διαβίβαση των τριμηνιαίων στοιχείων
1. Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή (Ευρωστάτ) τριμηνιαία στοιχεία για τις κατηγορίες ή ομάδες κατηγοριών που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος, με εξαίρεση τις κατηγορίες εκείνες για τις οποίες πρέπει να διαβιβάζονται στοιχεία σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 264/2000.
2. Διαβιβάζονται τριμηνιαία στοιχεία για τις ακόλουθες κατηγορίες (ή ομάδες κατηγοριών) των δαπανών και των εσόδων του Δημοσίου:
α) Από την πλευρά των δαπανών:
— ενδιάμεση ανάλωση (P.2)
— ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου (ακαθάριστες επενδύσεις) + αγορές μείον πωλήσεις μη χρηματοπιστωτικών μη παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων (P.5 + K.2)
— ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου (P.51)
— εισόδημα εξαρτημένης εργασίας (D.1)
— λοιποί φόροι επί της παραγωγής (D.29)
— επιδοτήσεις, πληρωτέες (D.3)
— εισόδημα περιουσίας (D.4)
— τόκοι (D.41)
— τρέχοντες φόροι εισοδήματος, πλούτου κ.λπ. (D.5)
— κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος σχετικές με δαπάνες για προϊόντα που παρέχονται σε νοικοκυριά μέσω παραγωγών εμπορεύσιμου προϊόντος (D.6311 + D.63121 + D.63131)
— λοιπές τρέχουσες μεταβιβάσεις (D.7)
— διόρθωση για τη μεταβολή της καθαρής συμμετοχής νοικοκυριών στο κεφάλαιο συνταξιοδοτικών ταμείων (D.8)
— φόροι κεφαλαίου + επιχορηγήσεις επενδύσεων + λοιπές μεταβιβάσεις κεφαλαίου, πληρωτέες (D.91 + D.92 + D.99)
β) Από την πλευρά των εσόδων:
— εμπορεύσιμο προϊόν + προϊόν για ίδια τελική χρήση + πληρωμές για το λοιπό μη εμπορεύσιμο προϊόν (P.11 + P.12 + P.131)
— λοιπές επιδοτήσεις παραγωγής, εισπρακτέες (D.39)
— εισόδημα περιουσίας (D.4)
— τεκμαρτές κοινωνικές εισφορές (D.612)
— λοιπές τρέχουσες μεταβιβάσεις (D.7)
— επιχορηγήσεις επενδύσεων + λοιπές μεταβιβάσεις κεφαλαίου, εισπρακτέες (D.92 + D.99).
3. Οι συναλλαγές D.41, D.7, D.92 και D.99 είναι ενοποιημένες στο δημόσιο τομέα. Οι λοιπές συναλλαγές δεν είναι ενοποιημένες.
Άρθρο 4
Κατάρτιση των τριμηνιαίων στοιχείων: πηγές και μέθοδοι
1. Τα τριμηνιαία στοιχεία που σχετίζονται με το πρώτο τρίμηνο του 2001 και εφεξής, καταρτίζονται σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:
α) τα τριμηνιαία στοιχεία βασίζονται κατά το δυνατόν σε άμεσες πληροφορίες που προέρχονται από βασικές πηγές, με το στόχο της ελαχιστοποίησης, για κάθε τρίμηνο, των διαφορών μεταξύ των πρώτων εκτιμήσεων και των τελικών αριθμητικών στοιχείων·
β) οι άμεσες πληροφορίες συμπληρώνονται από αναπροσαρμογές της κάλυψης, εάν χρειάζεται, και από εννοιολογικές αναπροσαρμογές, προκειμένου να ευθυγραμμίζονται τα τριμηνιαία στοιχεία με τις έννοιες του ΕΣΟΛ 95·
γ) τα τριμηνιαία στοιχεία και τα αντίστοιχα ετήσια στοιχεία πρέπει να είναι συμβατά.
2. Τα τριμηνιαία στοιχεία που σχετίζονται με το πρώτο τρίμηνο του 1999 έως το τέταρτο τρίμηνο του 2000 καταρτίζονται σύμφωνα με τις πηγές και τις μεθόδους που εξασφαλίζουν τη συνοχή μεταξύ των τριμηνιαίων στοιχείων και των αντίστοιχων ετήσιων στοιχείων.
Άρθρο 5
Χρονοδιάγραμμα για τη διαβίβαση των τριμηνιαίων στοιχείων
1. Τα τριμηνιαία στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 3 διαβιβάζονται στην Επιτροπή (Ευρωστάτ) το αργότερο τρεις μήνες από το πέρας του τριμήνου στο οποίο αναφέρονται τα στοιχεία.
Οιαδήποτε αναθεώρηση των τριμηνιαίων στοιχείων για προηγούμενα τρίμηνα διαβιβάζεται συγχρόνως.
2. Η πρώτη διαβίβαση των τριμηνιαίων στοιχείων σχετίζεται με τα στοιχεία για το πρώτο τρίμηνο του 2002. Τα κράτη μέλη υποβάλλουν τα στοιχεία αυτά όχι αργότερα από τις 30 Ιουνίου 2002. ►M1 Για τη Δημοκρατία της Κροατίας, η πρώτη διαβίβαση των τριμηνιαίων στοιχείων σχετίζεται με τα στοιχεία από το πρώτο τρίμηνο του 2012 και έπειτα. Η Δημοκρατία της Κροατίας υποβάλλει τα στοιχεία αυτά το αργότερο ως τη λήξη του πρώτου τριμήνου μετά την ημερομηνία προσχώρησης. ◄
Ωστόσο, η Επιτροπή μπορεί να χορηγήσει παρέκκλιση, η οποία δεν θα υπερβαίνει το ένα έτος, σχετικά με την ημερομηνία της πρώτης διαβίβασης των τριμηνιαίων στοιχείων για το πρώτο τρίμηνο του 2002 και εφεξής, στο βαθμό κατά τον οποίο τα εθνικά στατιστικά συστήματα απαιτούν μείζονες προσαρμογές.
Άρθρο 6
Διαβίβαση των αναδρομικών στοιχείων
1. Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή (Ευρωστάτ) τριμηνιαία αναδρομικά στοιχεία για τις κατηγορίες που αναφέρονται στο άρθρο 3, αρχής γενομένης από το πρώτο τρίμηνο του 1999. ►M1 Η Δημοκρατία της Κροατίας υποβάλλει στην Επιτροπή (Eurostat) τριμηνιαία αναδρομικά στοιχεία για τις κατηγορίες που αναφέρονται στο άρθρο 3, αρχής γενομένης από το πρώτο τρίμηνο του 2002. ◄
2. Τα τριμηνιαία στοιχεία που σχετίζονται με το πρώτο τρίμηνο του 1999 έως το τέταρτο τρίμηνο του 2001 διαβιβάζονται στην Επιτροπή (Ευρωστάτ) όχι αργότερα από τις 30 Ιουνίου 2002. ►M1 Η Δημοκρατία της Κροατίας υποβάλλει στην Επιτροπή (Eurostat) τριμηνιαία στοιχεία που σχετίζονται με το πρώτο τρίμηνο του 2002 έως το τέταρτο τρίμηνο του 2011 το αργότερο ως τα τέλη Δεκεμβρίου του 2015. ◄
Ωστόσο, η Επιτροπή μπορεί να χορηγήσει παρέκκλιση, η οποία δεν θα υπερβαίνει το ένα έτος, σχετικά με την ημερομηνία της πρώτης διαβίβασης των τριμηνιαίων στοιχείων από το πρώτο τρίμηνο του 1999 και εφεξής, στο βαθμό κατά τον οποίο τα εθνικά στατιστικά συστήματα απαιτούν μείζονες προσαρμογές.
Άρθρο 7
Εφαρμογή
1. Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή (Ευρωστάτ) περιγραφή των πηγών και των μεθόδων που χρησιμοποιούν προκειμένου να καταρτίζουν τα τριμηνιαία στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 3 (αρχική περιγραφή) τη στιγμή που αρχίζουν να διαβιβάζουν τα τριμηνιαία στοιχεία σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2.
2. Οιαδήποτε αναθεώρηση της αρχικής περιγραφής των πηγών και των μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση των τριμηνιαίων στοιχείων παρέχεται στην Επιτροπή (Ευρωστάτ) όταν ανακοινώνονται τα αναθεωρημένα στοιχεία.
3. Η Επιτροπή (Ευρωστάτ) ενημερώνει την ΕΣΠ και την ΕΣΝΧΙΠ για τις πηγές και τις μεθόδους που χρησιμοποιεί κάθε κράτος μέλος.
Άρθρο 8
Έκθεση
Με βάση τα δεδομένα που διαβιβάζονται για τις κατηγορίες οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 3 και μετά από διαβούλευση με την ΕΣΠ, η Επιτροπή (Ευρωστάτ) υποβάλλει, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2005 το αργότερο, έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, η οποία περιλαμβάνει αξιολόγηση της αξιοπιστίας των τριμηνιαίων στοιχείων που υπέβαλαν τα κράτη μέλη.
Άρθρο 9
Μεταβατικές διατάξεις
1. Τα κράτη μέλη τα οποία δεν είναι σε θέση να διαβιβάσουν, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου που προβλέπεται στην παράγραφο 4 τριμηνιαία στοιχεία από το πρώτο τρίμηνο του 2001 και εφεξής, σύμφωνα με τις πηγές και τις μεθόδους που ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 και το χρονοδιάγραμμα που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1, εφαρμόζουν την παράγραφο 2.
2. Τα κράτη μέλη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διαβιβάζουν στην Επιτροπή (Ευρωστάτ) τις «καλύτερες τριμηνιαίες εκτιμήσεις» τους (ενσωματώνοντας όλες τις νέες πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κατάρτισης ενός βελτιωμένου συστήματος τριμηνιαίων μη χρηματοπιστωτικών λογαριασμών του Δημοσίου) σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1.
Αναφέρουν ταυτόχρονα ποια στάδια χρειάζεται ακόμη να ολοκληρωθούν προκειμένου να συμμορφωθούν με τις πηγές και τις μεθόδους που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1.
3. Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου που προβλέπεται στην παράγραφο 4, η Επιτροπή (Ευρωστάτ) εξετάζει την πρόοδο των κρατών μελών στην πορεία προς την πλήρη συμμόρφωση με το άρθρο 4 παράγραφος 1.
4. Η μεταβατική περίοδος αρχίζει από την ημερομηνία της πρώτης διαβίβασης που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 και λήγει στις 31 Μαρτίου 2005, το αργότερο.
Άρθρο 10
Έναρξη ισχύος
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΩΝ ΜΗ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ
Οι τριμηνιαίοι μη χρηματοπιστωτικοί λογαριασμοί του Δημοσίου ορίζονται με αναγωγή στον κατάλογο των δαπανών και των εσόδων του Δημοσίου, που περιλαμβάνεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1500/2000 της Επιτροπής.
Οι δαπάνες του Δημοσίου περιλαμβάνουν τις κατηγορίες του ΕΣΟΛ 95 που καταγράφονται στην πλευρά των χρήσεων ή τις μεταβολές στην πλευρά των στοιχείων ενεργητικού ή τις μεταβολές στην πλευρά των στοιχείων παθητικού και της καθαρής αξίας των λογαριασμών του Δημοσίου, με εξαίρεση το D.3, που καταγράφεται στην πλευρά των πόρων των λογαριασμών του Δημοσίου.
Τα έσοδα του Δημοσίου περιλαμβάνουν τις κατηγορίες του ΕΣΟΛ 95 που καταγράφονται στην πλευρά των πόρων ή τις μεταβολές στην πλευρά των στοιχείων παθητικού και της καθαρής αξίας των λογαριασμών του Δημοσίου, με εξαίρεση το D.39 που καταγράφεται στην πλευρά των χρήσεων των λογαριασμών του Δημοσίου.
Εξ ορισμού, η διαφορά μεταξύ των εσόδων και των δαπανών του Δημοσίου, όπως ορίζονται ανωτέρω, είναι η καθαρή χορήγηση (+)/καθαρή λήψη (-) δανείων του δημόσιου τομέα.
Οι συναλλαγές D.41, D.7, D.92 και D.99 είναι ενοποιημένες στο δημόσιο τομέα. Οι λοιπές συναλλαγές δεν είναι ενοποιημένες.
Ο κάτωθι πίνακας δείχνει τις κατηγορίες του ΕΣΟΛ 95 που απαρτίζουν τις δαπάνες και τα έσοδα του Δημοσίου. Οι κατηγορίες που αναγράφονται με πλάγια γράμματα ποτελούν ήδη αντικείμενο διαβίβασης σε τριμηνιαία βάση στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 264/2000 της Επιτροπής.
Κωδικοί ΕΣΟΛ 95 |
Δαπάνες του Δημοσίου |
P.2 |
Ενδιάμεση ανάλωση |
P.5 + K.2 |
Ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου (ακαθάριστες επενδύσεις) + αγορές μείον πωλήσεις μη χρηματοπιστωτικών μη παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων |
P.51 |
Ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου |
D.1 |
Εισόδημα εξαρτημένης εργασίας |
D.29 |
Λοιποί φόροι επί της παραγωγής |
D.3 |
Επιδοτήσεις, πληρωτέες |
D.4 |
Εισόδημα περιουσίας |
D.41 |
Τόκοι |
D.5 |
Τρέχοντες φόροι εισοδήματος, πλούτου κ.λπ. |
D.62 + D.6311 + D.63121 + D.63131 |
Κοινωνικές παροχές εκτός από κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος + κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος σχετικές με δαπάνες για προϊόντα που παρέχονται σε νοικοκυριά μέσω παραγωγών εμπορεύσιμου προϊόντος |
D.7 |
Λοιπές τρέχουσες μεταβιβάσεις |
D.8 |
Διόρθωση για τη μεταβολή της καθαρής συμμετοχής νοικοκυριών στο κεφάλαιο συνταξιοδοτικών ταμείων |
D.9 |
Μεταβιβάσεις κεφαλαίου, πληρωτέες |
Κωδικοί ΕΣΟΛ 95 |
Δαπάνες του Δημοσίου |
P.11 + P.12 + P.131 |
Εμπορεύσιμο προϊόν + προϊόν για ίδια τελική χρήση + πληρωμές για το λοιπό μη εμπορεύσιμο προϊόν |
D.2 |
Φόροι επί των προϊόντων και των εισαγωγών |
D.39 |
Λοιπές επιδοτήσεις παραγωγής |
D.4 |
Εισόδημα περιουσίας |
D.5 |
Τρέχοντες φόροι εισοδήματος, πλούτου κ.λπ |
D.61 |
Κοινωνικές εισφορές |
D.611 |
Πραγματικές κοινωνικές εισφορές |
D.612 |
Τεκμαρτές κοινωνικές εισφορές |
D.7 |
Λοιπές τρέχουσες μεταβιβάσεις |
D.9 (1) |
Μεταβιβάσεις κεφαλαίου, εισπρακτέες |
D.91 |
Φόροι κεφαλαίου |
B.8g |
Αποταμίευση, ακαθάριστη |
B.9 |
Καθαρή χορήγηση (+)/Καθαρή λήψη (–) δανείων |
(1) Οι διορθώσεις για τους φόρους και τις κοινωνικές εισφορές που καταλογίζονται αλλά δεν εισπράττονται, όταν καταγράφονται στο D.9, θεωρούνται αρνητικά έσοδα.
( 1 ) ΕΕ C 154 Ε της 29.5.2001, σ. 300.
( 2 ) ΕΕ C 131 της 3.5.2001, σ. 6.
( 3 ) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 3ης Ιουλίου 2001 (ΕΕ C 65 Ε της 14.3.2002, σ. 33) και απόφαση του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 2002.
( 4 ) ΕΕ L 310 της 30.11.1996, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 359/2002 (ΕΕ L 58 της 28.2.2002, σ. 1).
( 5 ) ΕΕ L 172 της 12.7.2000, σ. 3.
( 6 ) ΕΕ L 29 της 4.2.2000, σ. 4.
( 7 ) ΕΕ L 181 της 28.6.1989, σ. 47.
( 8 ) ΕΕ L 59 της 6.3.1991, σ. 19· απόφαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση 96/174/ΕΚ (ΕΕ L 51 της 1.3.1996, σ. 48).
( 9 ) Οι διορθώσεις για τους φόρους και τις κοινωνικές εισφορές που καταλογίζονται αλλά δεν εισπράττονται, όταν καταγράφονται στο D.9, θεωρούνται αρνητικά έσοδα.