1997R1467 — EL — 13.12.2011 — 002.001
Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα
|
ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1467/97 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 7ης Ιουλίου 1997 για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (ΕΕ L 209, 2.8.1997, p.6) |
Τροποποιείται από:
|
|
|
Επίσημη Εφημερίδα |
||
|
No |
page |
date |
||
|
ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1056/2005 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 27ης Ιουνίου 2005 |
L 174 |
5 |
7.7.2005 |
|
|
ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1177/2011 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 8ης Νοεμβρίου 2011 |
L 306 |
33 |
23.11.2011 |
|
ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1467/97 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ
της 7ης Ιουλίου 1997
για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη:τη ►M2 Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ◄ , και ιδίως ►M2 το άρθρο 126 παράγραφος 14 ◄ ,
την πρόταση της Επιτροπής ( 1 ),
τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ( 2 ),
τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ιδρύματος,
Εκτιμώντας:|
(1) |
ότι απαιτείται η επιτάχυνση και η διασαφήνιση της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος ►M2 του άρθρου 126 της ΣΛΕΕ, ◄ προκειμένου να αποτρέπονται τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα και, όταν αυτά εμφανίζονται, να διορθώνονται ταχέως· ότι οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού, που εκδίδεται προς το σκοπό αυτό με βάση ►M2 το άρθρο 126 παράγραφος 14 ◄ δεύτερο εδάφιο, αποτελούν, μαζί με εκείνες του πρωτοκόλλου αριθ. 5 της συνθήκης, ένα νέο αυτοτελές σύστημα κανόνων για την εφαρμογή ►M2 του άρθρου 126 ◄ · |
|
(2) |
ότι το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης βασίζεται στο στόχο των υγιών δημόσιων οικονομικών ως μέσου για την ενίσχυση των προϋποθέσεων για την εξασφάλιση της σταθερότητας τιμών και ισχυρής και βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης που οδηγεί στη δημιουργία απασχόλησης· |
|
(3) |
ότι το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης αποτελείται από τον παρόντα κανονισμό, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου ( 3 ), για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών, και από το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 1997, για το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης ( 4 ), με το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο ►M1 4 ◄ της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, χαράζονται σταθεροί πολιτικοί προσανατολισμοί για την αυστηρή και εμπρόθεσμη εφαρμογή του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης, και ιδίως για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου μιας σχεδόν ισοσκελισμένης ή πλεονασματικής δημοσιονομικής κατάστασης, πράγμα που αποτελεί δέσμευση όλων των κρατών μελών, αλλά και για την ανάληψη της διορθωτικής δημοσιονομικής δράσης την οποία τα κράτη μέλη θεωρούν αναγκαία προς επίτευξη των στόχων πον εθνικών προγραμμάπον σταθερότητας και σύγκλισης, οσάκις διαθέτουν στοιχεία που μαρτυρούν ότι υπάρχει ή αναμένεται σημαντική απόκλιση από το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο· |
|
(4) |
ότι, στο τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), τα κράτη μέλη έχουν, σύμφωνα με ►M2 το άρθρο 126 της ΣΛΕΕ, ◄ σαφή υποχρέωση να αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα· ότι, βάσει του άρθρου 5 του πρωτοκόλλου αριθ. 11 της συνθήκης, οι ►M2 παράγραφοι 1, 9 και 11 του άρθρου 126 ◄ δεν ισχύουν για το Ηνωμένο Βασίλειο, εκτός εάν προχωρήσει στο τρίτο στάδιο· ότι η υποχρέωση σύμφωνα με την οποία «τα κράτη μέλη προσπαθούν να αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα» (άρθρο ►M1 116 ◄ παράγραφος 4) θα εξακολουθήσει να ισχύει και ως προς το Ηνωμένο Βασίλειο· |
|
(5) |
ότι η Δανία, παραπέμποντας στην παράγραφο 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 12 της συνθήκης, έχει γνωστοποιήσει, στο πλαίσιο της απόφασης του Εδιμβούργου της 12ης Δεκεμβρίου 1992, ότι δεν θα συμμετάσχει στο τρίτο στάδιο· ότι, συνεπώς σύμφωνα με την παράγραφο 2 του πρωτοκόλλου αυτού οι ►M2 παράγραφοι 9 και 11 του άρθρου 126 ◄ δεν εφαρμόζονται ως προς τη Δανία· |
|
(6) |
ότι στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ τα κράτη μέλη παραμένουν υπεύθυνα για τις εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές τους, με την επιφύλαξη πον διατάξεων της συνθήκης· ότι τα κράτη μέλη θα λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να ανταποκρίνονται στις εκ της συνθήκης υποχρεώσεις τους· |
|
(7) |
ότι η προσήλωση στο μεσοπρόθεσμο στόχο σχεδόν ισοσκελισμένης ή πλεονασματικής δημοσιονομικής κατάστασης, τον οποίο έχουν υιοθετήσει όλα τα κράτη μέλη, συμβάλλει στη δημιουργία πον κατάλληλων προϋποθέσεων για σταθερότητα των τιμών και βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη η οποία οδηγεί στη δημιουργία απασχόλησης σε όλα τα κράτη μέλη και θα τους επιτρέψει να αντιμετωπίζουν τις συνήθεις κυκλικές διακυμάνσεις διατηρώντας το δημοσιονομικό έλλειμμα εντός του πλαισίου της τιμής αναφοράς του 3 % του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ)· |
|
(8) |
ότι για την εύρυθμη λειτουργία της ΟΝΕ απαιτείται η σταθερή και διαρκής σύγκλιση των οικονομικών και δημοσιονομικών επιδόσεων των κρατών μελών που έχουν υιοθετήσει το κοινό νόμισμα, εφεξής καλουμένων «συμμετέχοντα κράτη μέλη»· ότι στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ απαιτείται δημοσιονομική πειθαρχία για τη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών· |
|
(9) |
ότι, σύμφωνα με το άρθρο 109 Κ παράγραφος 3, ►M2 το άρθρο 126 παράγραφοι 9 και 11 ◄ ισχύει μόνο ως προς τα συμμετέχοντα κράτη μέλη· |
|
(10) |
ότι είναι ανάγκη να ορισθεί η έννοια της κατ' εξαίρεση και προσωρινής υπέρβασης της τιμής αναφοράς, όπως αναφέρεται ►M2 στο άρθρο 126 παράγραφος 2 ◄ στοιχείο α)· ότι, για τον σκοπό αυτό, το Συμβούλιο πρέπει να λάβει υπόψη του, μεταξύ άλλων, και τις πολυετείς δημοσιονομικές προβλέψεις της Επιτροπής· |
|
(11) |
ότι στις κατά ►M2 το άρθρο 126 παράγραφος 3 ◄ εκθέσεις της Επιτροπής εξετάζεται επίσης αν το δημόσιο έλλειμμα υπερβαίνει τις δαπάνες δημοσίων επενδύσεων και λαμβάνονται υπόψη όλοι οι άλλοι σχετικοί παράγοντες, μεταξύ των οποίων η μεσοπρόθεσμη οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση του κράτους μέλους· |
|
(12) |
ότι είναι ανάγκη να τεθούν προθεσμίες για την εφαρμογή της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος ώστε να εξασφαλιστεί η ταχεία και αποτελεσματική εφαρμογή της· ότι πρέπει, για τον σκοπό αυτό, να ληφθεί υπόψη ότι το οικονομικό έτος του Ηνωμένου Βασιλείου δεν συμπίπτει με το ημερολογιακό· |
|
(13) |
ότι πρέπει να προσδιορισθεί ο τρόπος επιβολής των κυρώσεων που προβλέπει ►M2 το άρθρο 126 της ΣΛΕΕ, ◄ για να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος· |
|
(14) |
ότι η ενίσχυση της εποπτείας δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/1997 του Συμβουλίου, μαζί με την παρακολούθηση από την Επιτροπή της δημοσιονομικής κατάστασης σύμφωνα με την ►M2 παράγραφο 2 του άρθρου 126 ◄ αναμένεται να διευκολύνουν την αποτελεσματική και ταχεία εφαρμογή της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος· |
|
(15) |
ότι, υπό το φως των ανωτέρω, αν ένα συμμετέχον κράτος μέλος δεν αναλάβει αποτελεσματική δράση για να περιορίσει το υπερβολικό έλλειμμα, ο καθορισμός συνολικού μέγιστου χρονικού διαστήματος δέκα μηνών από τη γνωστοποίηση των στοιχείων που δείχνουν την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος μέχρι την τυχόν απόφαση επιβολής κυρώσεων, φαίνεται να είναι και εφικτός και προσήκων ώστε να ασκηθεί πίεση στο συγκεκριμένο συμμετέχον κράτος μέλος να αναλάβει σχετική δράση· ότι στην περίπτωση αυτή, και εάν η διαδικασία κινηθεί τον Μάρτιο, τα μέτρα επιβάλλονται εντός του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο κινήθηκε η διαδικασία· |
|
(16) |
ότι η σύσταση του Συμβουλίου για τη διόρθωση ενός υπερβολικού ελλείμματος ή τα μετέπειτα βήματα της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος πρέπει να αναμένονται από το συγκεκριμένο κράτος μέλος, το οποίο θα λαμβάνει έγκαιρη προειδοποίηση· ότι η σοβαρότητα ενός υπερβολικού ελλείμματος στο τρίτο στάδιο επιβάλλει επείγουσα δράση από όλους τους ενδιαφερόμενους· |
|
(17) |
ότι είναι σκόπιμο να αναστέλλεται η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος όταν το συγκεκριμένο κράτος μέλος λαμβάνει κατάλληλα μέτρα συμμορφούμενο με τη σύσταση δυνάμει ►M2 του άρθρου 126 παράγραφος 7 ◄ , ή την ειδοποίηση δυνάμει ►M2 του άρθρου 126 παράγραφος 9 ◄ , ώστε να δίνεται στα κράτη μέλη κίνητρο να ενεργούν δεόντως· ότι το χρονικό διάστημα αναστολής της διαδικασίας δεν πρέπει να περιλαμβάνεται στη μέγιστη προθεσμία των δέκα μηνών μεταξύ της γνωστοποίησης της ύπαρξης υπερβολικού ελλείμματος και της επιβολής κυρώσεων ότι είναι σκόπιμο να επαναλαμβάνεται αμέσως η διαδικασία εάν η προβλεφθείσα δράση δεν εφαρμόζεται ή αποδεικνύεται ανεπαρκής· |
|
(18) |
ότι, προκειμένου να εξασφαλίζεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, πρέπει να απαιτείται από το συγκεκριμένο συμμετέχον κράτος μέλος άτοκη κατάθεση ενός ποσού κατάλληλου ύψους, όταν το Συμβούλιο αποφασίζει να επιβάλει κυρώσεις· |
|
(19) |
ότι ο καθορισμός κυρώσεων βάσει προκαθορισμένης κλίμακας υπηρετεί την ασφάλεια του δικαίου· ότι το ποσό της κατάθεσης είναι σκόπιμο να συναρτάται με το ΑΕΠ του συγκεκριμένου συμμετέχοντος κράτους μέλους· |
|
(20) |
ότι, όταν η επιβολή άτοκης κατάθεσης δεν άγει το συμμετέχον κράτος μέλος να διορθώσει εγκαίρως το υπερβολικό έλλειμμα, είναι σκόπιμο να επιβάλλονται αυστηρότερες κυρώσεις· ότι, στην περίπτωση αυτή, είναι σκόπιμο να μετατρέπεται η κατάθεση σε πρόστιμο· |
|
(21) |
ότι η λήψη κατάλληλων μέτρων εκ μέρους του συγκεκριμένου συμμετέχοντος κράτους μέλους για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματός του είναι το πρώτο βήμα προς άρση των κυρώσεων· ότι η επίτευξη σημαντικής προόδου στον περιορισμό του υπερβολικού ελλείμματος πρέπει να συνεπάγεται την άρση τον κυρώσεων, σύμφωνα με ►M2 το άρθρο 126 παράγραφος 12 ◄ · ότι η άρση του συνόλου των κυρώσεων πρέπει να γίνεται μόνο μετά την πλήρη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος· |
|
(22) |
ότι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3605/93 του Συμβουλίου, της 22ας Νοεμβρίου 1993, για την εφαρμογή του πρωτοκόλλου αριθ. 5 σχετικά με τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος που επισυνάπτεται στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ( 5 ) περιέχει λεπτομερείς κανόνες για τη γνωστοποίηση των δημοσιονομικών στοιχείων από τα κράτη μέλη· |
|
(23) |
ότι, σύμφωνα με το άρθρο ►M1 117 ◄ παράγραφος 8, στις περιπτώσεις όπου η συνθήκη προβλέπει συμβουλευτικό ρόλο για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), οι αναφορές στην ΕΚΤ εννοείται ότι αφορούν το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα, μέχρι την ίδρυση της ΕΚΤ, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
ΤΜΗΜΑ 1
ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ
Άρθρο 1
1. Ο παρών κανονισμός θεσπίζει διατάξεις για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της διαδικασίας υπερβολικού αιτήματος. Η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος έχει ως σκοπό την αποφυγή υπερβολικών δημοσίων ελλειμμάτων και, όταν προκύπτουν παρόμοια ελλείμματα, την ταχεία διόρθωσή τους, κατά την οποία η τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας εξετάζεται με βάση τα κριτήρια του δημόσιου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους.
2. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως «συμμετέχοντα κράτη μέλη» νοούνται εκείνα των οποίων το νόμισμα είναι το ευρώ.
Άρθρο 2
1. Η υπέρβαση της τιμής αναφοράς για το δημοσιονομικό έλλειμμα θεωρείται έκτακτη, κατά την έννοια του άρθρου 126 παράγραφος 2 στοιχείο α) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) εάν οφείλεται σε ασυνήθεις περιστάσεις που εκφεύγουν του ελέγχου του συγκεκριμένου κράτους μέλους και έχουν σημαντική επίπτωση στη δημοσιονομική του κατάσταση ή εάν οφείλεται σε σοβαρή οικονομική ύφεση.
Επιπλέον, η υπέρβαση της τιμής αναφοράς θεωρείται προσωρινή εάν οι δημοσιονομικές προβλέψεις της Επιτροπής εκτιμούν ότι το έλλειμμα θα μειωθεί κάτω από την τιμή αναφοράς μόλις εκλείψουν οι ασυνήθεις περιστάσεις ή τερματιστεί η σοβαρή οικονομική ύφεση.
1α. Ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ), εφόσον υπερβαίνει την τιμή αναφοράς, θεωρείται ότι μειώνεται επαρκώς και πλησιάζει την τιμή αναφοράς με ικανοποιητικό ρυθμό κατά την έννοια του άρθρου 126 παράγραφος 2 στοιχείο β) της ΣΛΕΕ, εάν η διαφορά σε σχέση με την τιμή αναφοράς μειώθηκε κατά την προηγούμενη τριετία σε μέσο ποσοστό ενός εικοστού κατ’ έτος που αποτελεί ενδεικτικό ποσοστό με βάση τις μεταβολές της προηγούμενης τριετίας για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία.
Η απαίτηση βάσει του κριτηρίου του χρέους θεωρείται επίσης ότι πληρούται, εάν οι δημοσιονομικές προβλέψεις της Επιτροπής δείχνουν ότι η απαιτούμενη μείωση της διαφοράς θα σημειωθεί στη διάρκεια της τριετίας, η οποία περιλαμβάνει τη διετία που ακολουθεί μετά το τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Για ένα κράτος μέλος το οποίο τελεί υπό διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος στις 8 Νοεμβρίου 2011 και για διάστημα τριών ετών από τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος, η απαίτηση βάσει του κριτηρίου του χρέους θεωρείται ότι πληρούται εάν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος σημειώνει επαρκή πρόοδο όσον αφορά την επίτευξη συμμόρφωσης, όπως αξιολογείται στη γνωμοδότηση του Συμβουλίου σχετικά με το πρόγραμμα σταθερότητας ή σύγκλισής του.
Κατά την εφαρμογή του ενδεικτικού ποσοστού προσαρμογής του λόγου χρέους πρέπει να προσεχθεί η επιρροή του κύκλου στον ρυθμό μείωσης του χρέους.
2. Στις αξιολογήσεις τους και τις αποφάσεις τους σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος δυνάμει ►M2 του άρθρου 126, παράγραφοι 3 έως 6 της ΣΛΕΕ, ◄ η Επιτροπή και το Συμβούλιο μπορούν να θεωρούν ότι μια υπέρβαση της τιμής αναφοράς οφειλόμενη σε σοβαρή οικονομική ύφεση είναι έκτακτη με την έννοια ►M2 του άρθρου 126 παράγραφος 2 στοιχείο α) ◄ δεύτερη περίπτωση, εάν η υπέρβαση της τιμής αναφοράς είναι αποτέλεσμα αρνητικού ετήσιου ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ ή σωρευτικής μείωσης της παραγωγής κατά τη διάρκεια παρατεταμένης περιόδου πολύ χαμηλής ετήσιας μεγέθυνσης του ΑΕΠ σε σχέση με τις δυνατότητές του.
3. Η Επιτροπή, όταν καταρτίζει την έκθεσή της σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, λαμβάνει υπόψη όλους τους κρίσιμους παράγοντες που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, στο μέτρο που επηρεάζουν σημαντικά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους με τα κριτήρια του ελλείμματος και του χρέους. Η έκθεση απεικονίζει κατάλληλα:
α) την εξέλιξη της μεσοπρόθεσμης οικονομικής κατάστασης, ιδίως τη δυνητική ανάπτυξη, όπου περιλαμβάνονται οι διάφορες εισφορές που προέρχονται από την εργασία, τη συσσώρευση κεφαλαίου και τον δείκτη παραγωγικότητας του συνόλου των συντελεστών παραγωγής, τις κυκλικές εξελίξεις, και την καθαρή αποταμιευτική θέση του ιδιωτικού τομέα·
β) την εξέλιξη των μεσοπρόθεσμων οικονομιών καταστάσεων, ειδικότερα τις επιδόσεις όσον αφορά την προσαρμογή στον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο, το επίπεδο του πρωτογενούς ισοζυγίου και των εξελίξεων στις πρωτογενείς δαπάνες, τόσο τις τρέχουσες όσο και κεφαλαιακές, την εφαρμογή πολιτικών στο πλαίσιο της πρόληψης και διόρθωσης των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών, την εφαρμογή πολιτικών στο πλαίσιο της κοινής αναπτυξιακής στρατηγικής για την Ένωση και τη συνολική ποιότητα των δημόσιων οικονομικών, ιδίως την αποτελεσματικότητα των εθνικών δημοσιονομικών πλαισίων·
γ) την εξέλιξη της μεσοπρόθεσμης κατάστασης του δημόσιου χρέους, τη δυναμική και τη διατηρησιμότητά του και ειδικότερα τους παράγοντες κινδύνου, μεταξύ των οποίων η χρονολογική διάρθρωση λήξης του χρέους και το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται αυτό, την προσαρμογή αποθεμάτων-ροών και τη σύνθεσή της, τα συσσωρευμένα αποθεματικά και άλλα χρηματοπιστωτικά περιουσιακά στοιχεία· τις εγγυήσεις, ιδίως τις συνδεόμενες με τον χρηματοπιστωτικό κλάδο· και τις τυχόν έμμεσες υποχρεώσεις που σχετίζονται με τη δημογραφική γήρανση· και το ιδιωτικό χρέος, στον βαθμό που δύναται να αντιπροσωπεύει έμμεσες ενδεχόμενες υποχρεώσεις για τον δημόσιο τομέα.
Η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως και ρητώς υπόψη οποιονδήποτε άλλο παράγοντα ο οποίος, κατά τη γνώμη του οικείου κράτους μέλους, συμβάλλει στην ολοκληρωμένη ποιοτική αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τα κριτήρια του ελλείμματος και του χρέους και τον οποίον το κράτος μέλος έχει προτείνει στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή. Εν προκειμένω, δίνεται ιδιαίτερη σημασία στις δημοσιονομικές προσπάθειες για την προαγωγή της διεθνούς αλληλεγγύης και την επίτευξη των στόχων της ενωσιακής πολιτικής, στο χρέος που απορρέει από διμερή και πολυμερή στήριξη μεταξύ κρατών μελών στο πλαίσιο της διασφάλισης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, και στο χρέος που συνδέεται με ενέργειες χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης κατά τη διάρκεια σοβαρών χρηματοπιστωτικών αναστατώσεων.
4. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή προβαίνουν σε ισόρροπη συνολική αξιολόγηση όλων των κρίσιμων παραγόντων και, ειδικότερα, του βαθμού στον οποίον επηρεάζουν, ως επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις, την εκτίμηση της συμμόρφωσης με τα κριτήρια του ελλείμματος και/ή του χρέους. Κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με βάση το κριτήριο του ελλείμματος, εάν ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ υπερβαίνει την τιμή αναφοράς, οι παράγοντες αυτοί λαμβάνονται υπόψη κατά το στάδιο πριν από τη λήψη της απόφασης για την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος που προβλέπεται στο άρθρο 126 παράγραφοι 4, 5 και 6 της ΣΛΕΕ, μόνον εάν πληρούνται απολύτως και οι δύο προϋποθέσεις της θεμελιώδους αρχής —ότι, για να ληφθούν υπόψη οι κρίσιμοι παράγοντες, το έλλειμμα του ευρύτερου δημόσιου τομέα παραμένει πλησίον της τιμής αναφοράς και ότι η υπέρβαση της τιμής αυτής είναι προσωρινή.
Ωστόσο οι παράγοντες αυτοί λαμβάνονται υπόψη κατά το στάδιο πριν από τη λήψη της απόφασης για την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος προκειμένου να εκτιμηθεί η συμμόρφωση με βάση το κριτήριο του χρέους.
5. Όταν το Συμβούλιο και η Επιτροπή αξιολογούν τη συμμόρφωση με το κριτήριο του ελλείμματος και του χρέους και κατά τα μετέπειτα στάδια της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, λαμβάνουν δεόντως υπόψη την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων του συνταξιοδοτικού συστήματος που εισάγουν σύστημα πολλαπλών πυλώνων το οποίο περιλαμβάνει έναν υποχρεωτικό, πλήρως χρηματοδοτούμενο πυλώνα καθώς και το καθαρό κόστος του υπό δημόσια διαχείριση πυλώνα. Εξετάζονται ειδικότερα τα χαρακτηριστικά του συνολικού συνταξιοδοτικού συστήματος ως διαμορφώνεται από τη μεταρρύθμιση, δηλαδή το κατά πόσον προάγεται η μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα χωρίς να αυξάνονται οι κίνδυνοι για τη μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική κατάσταση.
6. Αν το Συμβούλιο, ενεργώντας βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 6 της ΣΛΕΕ, αποφασίζει ότι υπάρχει υπερβολικό έλλειμμα σε κράτος μέλος, το Συμβούλιο και η Επιτροπή λαμβάνουν υπόψη, στα επόμενα στάδια της διαδικασίας του άρθρου 126 της ΣΛΕΕ τους σχετικούς παράγοντες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, καθώς επηρεάζουν την κατάσταση του οικείου κράτους μέλους, μεταξύ άλλων όπως ορίζεται και στο άρθρο 3 παράγραφος 5 και στο άρθρο 5 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, ιδίως για τον καθορισμό προθεσμίας για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος και ενδεχομένως την παράτασή της. Ωστόσο, οι σχετικοί αυτοί παράγοντες δεν λαμβάνονται υπόψη για την απόφαση του Συμβουλίου δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 12 της ΣΛΕΕ σχετικά με την κατάργηση ορισμένων ή όλων των αποφάσεών του δυνάμει των παραγράφων 6 έως 9 και 11 του άρθρου 126 της ΣΛΕΕ.
7. Όσον αφορά τα κράτη μέλη στα οποία η υπέρβαση της τιμής αναφοράς για το έλλειμμα αντικατοπτρίζει την εφαρμογή μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος που εισάγει σύστημα πολλαπλών πυλώνων το οποίο περιλαμβάνει έναν υποχρεωτικό, πλήρως χρηματοδοτούμενο πυλώνα, το Συμβούλιο και η Επιτροπή λαμβάνουν υπόψη και το κόστος της μεταρρύθμισης, όταν αξιολογούν τις εξελίξεις των στοιχείων του ελλείμματος κατά τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, εφόσον το έλλειμμα δεν υπερβαίνει κατά πολύ ένα ορισμένο επίπεδο που μπορεί να θεωρηθεί πλησίον της τιμής αναφοράς, και ο λόγος του χρέους δεν υπερβαίνει την τιμή αναφοράς, υπό την προϋπόθεση ότι διατηρείται γενικά η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Το καθαρό κόστος λαμβάνεται υπόψη και για την απόφαση του Συμβουλίου δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 12 της ΣΛΕΕ σχετικά με την κατάργηση ορισμένων ή όλων των αποφάσεών του που αναφέρονται στις παραγράφους 6 έως 9 και 11 του άρθρου 126 της ΣΛΕΕ, εάν το έλλειμμα έχει μειωθεί ουσιαστικά και διαρκώς και έχει φθάσει σε ένα ορισμένο επίπεδο που προσεγγίζει την τιμή αναφοράς.
ΤΜΗΜΑ 1Α
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Άρθρο 2α
1. Προκειμένου να ενισχυθεί ο διάλογος μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ειδικότερα δε του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, και προκειμένου να διασφαλισθεί μεγαλύτερη διαφάνεια και λογοδοσία, η αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορεί να καλέσει τον πρόεδρο του Συμβουλίου, της Επιτροπής και, ανάλογα με την περίπτωση, τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή τον πρόεδρο της Ευρωομάδας να εμφανιστούν ενώπιον της επιτροπής για να συζητήσουν τις αποφάσεις του Συμβουλίου δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 6 της ΣΛΕΕ, τις συστάσεις του Συμβουλίου δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 7 της ΣΛΕΕ, τις προειδοποιήσεις δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 9 της ΣΛΕΕ ή τις αποφάσεις που έχουν ληφθεί δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 11 της ΣΛΕΕ.
Το Συμβούλιο αναμένεται, κατά κανόνα, να ακολουθήσει τις συστάσεις και τις προτάσεις της Επιτροπής ή να εξηγήσει δημόσια τη γνώμη του.
Η αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορεί να παράσχει τη δυνατότητα στα ενδιαφερόμενα από τέτοιες αποφάσεις, συστάσεις ή προειδοποιήσεις κράτη μέλη να συμμετάσχουν σε ανταλλαγή απόψεων.
2. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή ενημερώνουν τακτικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.
ΤΜΗΜΑ 2
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΟΥ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΟΣ
Άρθρο 3
1. Εντός δύο εβδομάδων από την έγκριση από την Επιτροπή της έκθεσης που προβλέπεται ►M2 στο άρθρο 126 παράγραφος 3 ◄ , η οικονομική και δημοσιονομική επιτροπή διατυπώνει γνώμη σύμφωνα με ►M2 το άρθρο 126 παράγραφος 4 ◄ .
2. Η Επιτροπή, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τη γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 1, και εφόσον κρίνει ότι υφίσταται υπερβολικό έλλειμμα, απευθύνει στο Συμβούλιο γνώμη και πρόταση, σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφοι 5 και 6 της ΣΛΕΕ και ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
3. Τo Συμβoύλιo απoφασίζει εάν υφίσταται υπερβoλικό έλλειμμα σύμφωνα με ►M2 το άρθρο 126 παράγραφος 6 της ΣΛΕΕ, ◄ κατά κανόνα εντός τεσσάρων μηνών από τις ημερoμηνίες γνωστoπoίησης πoυ πρoβλέπoνται στo ►M2 άρθρο 3 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 479/2009 ◄ . Όταν αποφασίζει ότι πράγματι υφίσταται υπερβολικό έλλειμμα, το Συμβούλιο απευθύνει ταυτόχρονα συστάσεις στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος σύμφωνα με ►M2 το άρθρο 126 παράγραφος 7 της ΣΛΕΕ. ◄
4. Στις συστάσεις που απευθύνει δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 7 της ΣΛΕΕ, το Συμβούλιο θέτει μέγιστη προθεσμία έξι μηνών, προκειμένου το συγκεκριμένο κράτος μέλος να λάβει αποτελεσματικά μέτρα. Όταν αυτό δικαιολογείται από τη σοβαρότητα της κατάστασης, η προθεσμία για ανάληψη αποτελεσματικής δράσης μπορεί να φθάσει τους τρεις μήνες. Το Συμβούλιο, με τη σύστασή του, θέτει επίσης προθεσμία για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος, η οποία θα πρέπει να λήγει εντός του έτους που ακολουθεί εκείνο κατά το οποίο διαπιστώθηκε το υπερβολικό έλλειμμα, εκτός εάν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις. Στη σύστασή του το Συμβούλιο καλεί το κράτος μέλος να επιτύχει ετήσιους δημοσιονομικούς στόχους οι οποίοι, με βάση τις προβλέψεις στις οποίες βασίζεται η σύσταση, συνεπάγονται ελάχιστη ετήσια βελτίωση του κυκλικά προσαρμοσμένου δημοσιονομικού αποτελέσματός του κατά τουλάχιστον 0,5 % του ΑΕΠ, ως ενδεικτικό ποσοστό, χωρίς να υπολογίζονται τα έκτακτα και προσωρινά μέτρα, ώστε να διασφαλισθεί η διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος εντός της προθεσμίας που ορίζεται στη σύσταση.
4α. Εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 4, το συγκεκριμένο κράτος μέλος υποβάλλει στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με τα μέτρα που έλαβε ανταποκρινόμενο στη σύσταση του Συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 7 της ΣΛΕΕ. Στην έκθεση αναφέρονται οι στόχοι για τις δημόσιες δαπάνες και τα έσοδα και τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος τόσο των δαπανών όσο και των εσόδων, σύμφωνα με τη σύσταση του Συμβουλίου, και παρέχονται πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχουν ληφθεί και το είδος των μέτρων που σχεδιάζονται για την επίτευξη των στόχων. Η έκθεση αυτή δημοσιοποιείται από το κράτος μέλος.
5. Εάν έχουν ληφθεί αποτελεσματικά μέτρα σύμφωνα με τη σύσταση δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 7 της ΣΛΕΕ και μετά την έκδοση της σύστασης αυτής προκύψουν απρόβλεπτα αντίξοα οικονομικά συμβάντα με μείζονες αρνητικές επιπτώσεις για τα δημόσια οικονομικά, το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει, με σύσταση της Επιτροπής, να εκδώσει αναθεωρημένη σύσταση δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 7 της ΣΛΕΕ. Με την αναθεωρημένη σύσταση, λαμβανομένων υπόψη των κρίσιμων παραγόντων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, δύναται ιδίως να παραταθεί η προθεσμία για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος κατά ένα έτος κατά κανόνα. Το Συμβούλιο εκτιμά κατά πόσον έχουν προκύψει απρόβλεπτα αντίξοα οικονομικά συμβάντα με μείζονες αρνητικές επιπτώσεις για τα δημόσια οικονομικά σε σχέση με τις οικονομικές προβλέψεις που περιλαμβάνονται στη σύστασή του. Σε περίπτωση σοβαρής ύφεσης της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ ή στην ΕΕ συνολικώς, το Συμβούλιο μπορεί επίσης να αποφασίσει, κατόπιν συστάσεως της Επιτροπής, να εκδώσει αναθεωρημένη σύσταση δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 7 της ΣΛΕΕ, με την προϋπόθεση ότι κάτι τέτοιο δεν θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών μεσοπρόθεσμα.
Άρθρο 4
1. Κάθε απόφαση του Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 8 της ΣΛΕΕ, να δημοσιοποιήσει τις συστάσεις του, όταν διαπιστωθεί ότι δεν έχουν ληφθεί αποτελεσματικά μέτρα, λαμβάνεται αμέσως μετά την παρέλευση της προθεσμίας του άρθρου 3 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού.
2. Το Συμβούλιο, προκειμένου να εκτιμήσει εάν έχουν ληφθεί αποτελεσματικά μέτρα κατ’ εφαρμογή των συστάσεων δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 7 της ΣΛΕΕ, βασίζεται στην έκθεση που υποβάλλει το συγκεκριμένο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4α του παρόντος κανονισμού και την εφαρμογή της καθώς και στις αποφάσεις που έχει εξαγγείλει δημοσίως η κυβέρνηση του συγκεκριμένου κράτους μέλους.
Όταν το Συμβούλιο διαπιστώνει, σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 8 της ΣΛΕΕ, ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν έχει λάβει αποτελεσματικά μέτρα, υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Άρθρο 5
1. Η απόφαση με την οποία το Συμβούλιο ειδοποιεί το συγκεκριμένο συμμετέχον κράτος μέλος να λάβει μέτρα για τη μείωση του ελλείμματος σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 9 της ΣΛΕΕ λαμβάνεται εντός δύο μηνών από την απόφαση με την οποία το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι δεν έχουν ληφθεί αποτελεσματικά μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 8 της ΣΛΕΕ. Στην ειδοποίηση, το Συμβούλιο καλεί το κράτος μέλος να επιτύχει ετήσιους δημοσιονομικούς στόχους οι οποίοι, με βάση τις προβλέψεις στις οποίες βασίζεται η ειδοποίηση, συνεπάγονται ελάχιστη ετήσια βελτίωση του κυκλικά προσαρμοσμένου δημοσιονομικού αποτελέσματός του κατά τουλάχιστον 0,5 % του ΑΕΠ, ως ενδεικτικό ποσοστό, χωρίς να υπολογίζονται τα έκτακτα και προσωρινά μέτρα, ώστε να διασφαλισθεί η διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην ειδοποίηση. Το Συμβούλιο υποδεικνύει επίσης τα μέτρα που θα συνέβαλλαν στην επίτευξη των στόχων αυτών.
1α. Μετά την ειδοποίηση στην οποία προβαίνει το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 9 της ΣΛΕΕ, το συγκεκριμένο κράτος μέλος υποβάλλει στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με τα μέτρα που έλαβε ανταποκρινόμενο στην ειδοποίηση του Συμβουλίου. Στην έκθεση αναφέρονται οι στόχοι για τις δημόσιες δαπάνες και τα έσοδα και για τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος τόσο των δαπανών όσο και των εσόδων, και παρέχονται πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με τις ειδικές συστάσεις του Συμβουλίου, ώστε να είναι το τελευταίο σε θέση να λάβει, εν ανάγκη, απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού. Η έκθεση δημοσιοποιείται από το κράτος μέλος.
2. Εάν έχουν ληφθεί αποτελεσματικά μέτρα σε συμμόρφωση με την ειδοποίηση δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 9 της ΣΛΕΕ και μετά την έκδοση της ειδοποίησης αυτής προκύψουν απρόβλεπτα αντίξοα οικονομικά συμβάντα με μείζονες αρνητικές επιπτώσεις για τα δημόσια οικονομικά, το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει, με σύσταση της Επιτροπής, να εκδώσει αναθεωρημένη ειδοποίηση δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 9 της ΣΛΕΕ. Με την αναθεωρημένη ειδοποίηση, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών παραγόντων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, δύναται ιδίως να παραταθεί η προθεσμία για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος κατά ένα έτος κατά κανόνα. Το Συμβούλιο αξιολογεί την ύπαρξη απρόβλεπτων αντίξοων οικονομικών συμβάντων με μείζονες αρνητικές επιπτώσεις για τα δημόσια οικονομικά σε σχέση με τις οικονομικές προβλέψεις που περιλαμβάνονται στην ειδοποίησή του. Σε περίπτωση σοβαρής ύφεσης της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ ή στην Ένωση συνολικώς, το Συμβούλιο μπορεί επίσης να αποφασίσει, με σύσταση της Επιτροπής, να εκδώσει αναθεωρημένη ειδοποίηση δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 9 της ΣΛΕΕ, με την προϋπόθεση ότι κάτι τέτοιο δεν θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών μεσοπρόθεσμα.
Άρθρο 6
1. Το Συμβούλιο, προκειμένου να αξιολογήσει εάν έχουν ληφθεί αποτελεσματικά μέτρα κατ’ εφαρμογή της ειδοποίησής του βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 9 της ΣΛΕΕ, βασίζεται στην έκθεση που υποβάλλει το εκάστοτε κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1α του παρόντος κανονισμού και την εφαρμογή της καθώς και στις αποφάσεις που έχει εξαγγείλει δημοσίως η κυβέρνηση του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Λαμβάνονται υπόψη τα συμπεράσματα της αποστολής εποπτείας στην οποία προβαίνει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 10α του παρόντος κανονισμού.
2. Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 126 παράγραφος 11 της ΣΛΕΕ, το Συμβούλιο αποφασίζει την επιβολή κυρώσεων σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο. Κάθε τέτοια απόφαση λαμβάνεται το αργότερο εντός τεσσάρων μηνών από την απόφαση με την οποία το Συμβούλιο ειδοποιεί το συγκεκριμένο συμμετέχον κράτος μέλος να λάβει μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 9 της ΣΛΕΕ.
Άρθρο 7
Εάν ένα συμμετέχον κράτος μέλος δεν ενεργήσει σύμφωνα με τις διαδοχικές πράξεις του Συμβουλίου βάσει του άρθρου 126 παράγραφοι 7 και 9 της ΣΛΕΕ, η απόφαση του Συμβουλίου να επιβάλει κυρώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 11 της ΣΛΕΕ, λαμβάνεται κατά κανόνα εντός προθεσμίας δεκαέξι μηνών από τις ημερομηνίες υποβολής εκθέσεων που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 479/2009. Σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 3 παράγραφος 5 ή του άρθρου 5 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, η προθεσμία των δεκαέξι μηνών τροποποιείται αντίστοιχα. Σε περίπτωση εσκεμμένου ελλείμματος που κρίνεται υπερβολικό από το Συμβούλιο, εφαρμόζεται ταχεία διαδικασία.
Άρθρο 8
Η απόφαση με την οποία το Συμβούλιο επιτείνει τις κυρώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 11 της ΣΛΕΕ, λαμβάνεται το αργότερο εντός διμήνου από τις ημερομηνίες γνωστοποίησης που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 479/2009. Η απόφαση με την οποία το Συμβούλιο καταργεί μερικές ή και όλες τις αποφάσεις του σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 12 της ΣΛΕΕ λαμβάνεται το συντομότερο και οπωσδήποτε εντός διμήνου από τις ημερομηνίες γνωστοποίησης που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 479/2009.
ΤΜΗΜΑ 3
ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΣ
Άρθρο 9
1. Η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος αναστέλλεται:
— εάν το συγκεκριμένο κράτος μέλος ενεργήσει σύμφωνα με τις συστάσεις βάσει ►M2 του άρθρου 126 παράγραφος 7 ◄ ,
— εάν το συγκεκριμένο συμμετέχον κράτος μέλος ενεργήσει σύμφωνα με την ειδοποίηση βάσει ►M2 του άρθρου 126 παράγραφος 9 ◄ .
2. Το διάστημα κατά το οποίο αναστέλλεται η διαδικασία δε συμπεριλαμβάνεται ούτε στην περίοδο που αναφέρεται στο άρθρο 6 ούτε στην περίοδο που αναφέρεται στο άρθρο 7 του παρόντος κανονισμού.
3. Μετά τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στην πρώτη φράση της παραγράφου 4 του άρθρου 3 και της προθεσμίας που αναφέρεται στη δεύτερη φράση του ►M2 άρθρο 6 παράγραφος 2 ◄ του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή ενημερώνει το Συμβούλιο εάν κρίνει ότι τα ληφθέντα μέτρα φαίνεται να επαρκούν για να διασφαλισθεί κατάλληλη πρόοδος για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος εντός των προθεσμιών που καθορίσθηκαν από το Συμβούλιο, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά θα εφαρμοσθούν πλήρως και οι οικονομικές εξελίξεις θα είναι σύμφωνες με τις προβλέψεις. Η δήλωση της Επιτροπής δημοσιοποιείται.
Άρθρο 10
1. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή παρακολουθούν τακτικά την εκτέλεση των μέτρων τα οποία λαμβάνει:
— το συγκεκριμένο κράτος μέλος, ανταποκρινόμενο στις συστάσεις βάσει ►M2 του άρθρου 126 παράγραφος 7 ◄ ,
— το συγκεκριμένο συμμετέχον κράτος μέλος, ανταποκρινόμενο στην ειδοποίηση βάσει ►M2 του άρθρου 126 παράγραφος 9 ◄ .
2. Αν το συμμετέχον κράτος μέλος δεν λαμβάνει μέτρα ή, κατά την κρίση του Συμβουλίου, τα μέτρα του είναι ανεπαρκή, το Συμβούλιο λαμβάνει αμέσως απόφαση δυνάμει ►M2 του άρθρου 126 παράγραφος 9 ή 11 ◄ αντιστοίχως.
3. Εάν από τα πραγματικά στοιχεία, βάσει του ►M2 κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 479/2009 ◄ , προκύπτει ότι το συμμετέχον κράτος μέλος δεν έχει διορθώσει το υπερβολικό έλλειμμα εντός των χρονικών ορίων που καθορίζονται είτε στις συστάσεις βάσει ►M2 του άρθρου 126 παράγραφος 7 ◄ , είτε στην ειδοποίηση βάσει ►M2 του άρθρου 126 παράγραφος 9 ◄ , το Συμβούλιο λαμβάνει αμέσως απόφαση, δυνάμει ►M2 του άρθρου 126 παράγραφος 9 ή παράγραφος 11 ◄ αντιστοίχως.
Άρθρο 10α
1. Η Επιτροπή εξασφαλίζει μόνιμο διάλογο με τις αρχές των κρατών μελών σύμφωνα με τους στόχους του παρόντος κανονισμού. Προς τον σκοπό αυτό ειδικότερα, η Επιτροπή διενεργεί αποστολές προκειμένου να αξιολογήσει την τρέχουσα οικονομική κατάσταση στο κράτος μέλος και να εντοπίσει οιουσδήποτε κινδύνους ή δυσκολίες σε σχέση με τη συμμόρφωση προς τους στόχους του παρόντος κανονισμού.
2. Ενισχυμένη εποπτεία μπορεί να αναληφθεί για κράτη μέλη στα οποία έχουν αποσταλεί συστάσεις και προειδοποιήσεις που εκδόθηκαν βάσει απόφασης δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 8 και αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 11 της ΣΛΕΕ για τους σκοπούς της επιτόπου εποπτείας. Τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη παρέχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την προετοιμασία και την πραγματοποίηση της αποστολής.
3. Σε περίπτωση που το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει νόμισμα το ευρώ ή συμμετέχει στη συμφωνία, της 16ης Μαρτίου 2006, μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των εθνικών κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών εκτός ζώνης ευρώ για τη θέσπιση των λειτουργικών διαδικασιών του μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών κατά το τρίτο στάδιο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης ( 6 ) (ΜΣΙ ΙΙ), η Επιτροπή μπορεί να καλέσει ενδεχομένως εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να συμμετάσχουν στις αποστολές εποπτείας στο κράτος μέλος αυτό.
4. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Συμβούλιο σχετικά με το αποτέλεσμα της αποστολής που αναφέρεται στην παράγραφο 2 και, εφόσον ενδείκνυται, δημοσιοποιεί τα πορίσματά της.
5. Κατά τη διοργάνωση των αποστολών εποπτείας που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η Επιτροπή διαβιβάζει τα προσωρινά πορίσματά της στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη προκειμένου να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους.
ΤΜΗΜΑ 4
ΚΥΡΩΣΕΙΣ
Άρθρο 11
Εάν το Συμβούλιο αποφασίσει να επιβάλει κυρώσεις σε συμμετέχον κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 11 της ΣΛΕΕ, απαιτεί κατά κανόνα την καταβολή προστίμου. Το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει τη συμπλήρωση αυτού του προστίμου με άλλα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 126 παράγραφος 11 της ΣΛΕΕ.
Άρθρο 12
1. Το ύψος του προστίμου περιλαμβάνει μια σταθερή συνιστώσα ίση με το 0,2 % του ΑΕΠ και μια μεταβλητή συνιστώσα. Η μεταβλητή συνιστώσα ανέρχεται στο ένα δέκατο της απόλυτης τιμής της διαφοράς μεταξύ του εκφρασμένου σε ποσοστό του ΑΕΠ υπολοίπου του προηγούμενου έτους και είτε της τιμής αναφοράς για το δημόσιο υπόλοιπο είτε, εάν η μη τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας περιλαμβάνει το κριτήριο του χρέους, του υπολοίπου του ευρύτερου δημόσιου τομέα ως ποσοστού επί του ΑΕΠ που θα έπρεπε να έχει επιτευχθεί κατά το ίδιο έτος σύμφωνα με την ειδοποίηση βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 9 της ΣΛΕΕ.
2. Κάθε χρόνο μετά από εκείνον κατά τον οποίο επεβλήθη το πρόστιμο, και μέχρις ότου καταργηθεί η απόφαση σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος, το Συμβούλιο εκτιμά κατά πόσον το συγκεκριμένο συμμετέχον κράτος μέλος έχει λάβει αποτελεσματικά μέτρα ανταποκρινόμενο στην ειδοποίηση του Συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 9 της ΣΛΕΕ. Κατά την ετήσια αυτή εκτίμηση, εάν το συγκεκριμένο συμμετέχον μέλος δεν έχει συμμορφωθεί προς την ειδοποίηση του Συμβουλίου, το Συμβούλιο αποφασίζει, σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 11 της ΣΛΕΕ, να επιτείνει τις κυρώσεις. Εάν αποφασισθεί από το Συμβούλιο να επιβληθεί συμπληρωματικό πρόστιμο, αυτό υπολογίζεται κατά τον ίδιο τρόπο με τη μεταβλητή συνιστώσα του προστίμου της παραγράφου 1.
3. Κανένα από τα πρόστιμα για τα οποία γίνεται λόγος στις παραγράφους 1 και 2 δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο του 0,5 % του ΑΕΠ.
▼M2 —————
Άρθρο 14
Σύμφωνα με ►M2 το άρθρο 126 παράγραφος 12 ◄ , το Συμβούλιο αίρει τις κυρώσεις που προβλέπονται στην πρώτη και δεύτερη περίπτωση ►M2 του άρθρου 126 παράγραφος 11 ◄ , ανάλογα με την πρόοδο που σημείωσε το συγκεκριμένο συμμετέχον κράτος μέλος ως προς τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος.
Άρθρο 15
Σύμφωνα με ►M2 το άρθρο 126 παράγραφος 12 ◄ , το Συμβούλιο αίρει όλες τις κυρώσεις εφόσον καταργηθεί η απόφαση για την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος. Τα πρόστιμα που έχουν επιβληθεί σύμφωνα με το ►M2 άρθρο 12 ◄ του παρόντος κανονισμού δεν επιστρέφονται στο συγκεκριμένο συμμετέχον κράτος μέλος.
Άρθρο 16
Τα πρόστιμα που εισπράττονται σύμφωνα με το άρθρο 12 αποτελούν «άλλα έσοδα», όπως αναφέρονται στο άρθρο 311 της ΣΛΕΕ, και διατίθενται στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας. Όταν δημιουργηθεί από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη άλλος μηχανισμός σταθερότητας για την παροχή οικονομικής στήριξης προς διασφάλιση της σταθερότητας στο σύνολο της ζώνης του ευρώ, τα πρόστιμα διατίθενται σε αυτόν τον μηχανισμό.
ΤΜΗΜΑ 5
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 17
Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού και ενόσω στο Ηνωμένο Βασίλειο το οικονομικό έτος δεν συμπίπτει με το ημερολογιακό έτος, οι διατάξεις των τμημάτων 2, 3 και 4 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται ως προς το Ηνωμένο Βασίλειο σύμφωνα με το παράρτημα.
Άρθρο 17α
1. Μέχρι τις 14 Δεκεμβρίου 2014 και στη συνέχεια ανά πενταετία, η Επιτροπή δημοσιεύει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.
Η έκθεση αξιολογεί μεταξύ άλλων:
α) την αποτελεσματικότητα του παρόντος κανονισμού·
β) την πρόοδο όσον αφορά τον στενότερο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών και τη βιώσιμη σύγκλιση των οικονομικών επιδόσεων των κρατών μελών σύμφωνα με τη ΣΛΕΕ.
2. Ενδεχομένως, η έκθεση της παραγράφου 1 θα συνοδεύεται από πρόταση τροποποιήσεων στον κανονισμό.
3. Η έκθεση διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.
Άρθρο 18
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 1999.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ ΠΟΥ ΙΣΧΥΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
1. Προκειμένου να εξασφαλισθεί η ίση μεταχείριση όλων των κρατών μελών, το Συμβούλιο, όταν λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με τα τμήματα 2, 3 και 4 του παρόντος κανονισμού, λαμβάνει υπόψη το διαφορετικό δημοσιονομικό έτος του Ηνωμένου Βασιλείου, ώστε να αποφασίζει σχετικά με το Ηνωμένο Βασίλειο σε χρονική στιγμή του δημοσιονομικού του έτους ανάλογη με τη στιγμή κατά την οποία έλαβε ή πρόκειται να λάβει αποφάσεις για τα λοιπά κράτη μέλη.
2. Οι διατάξεις που αναφέρονται στη στήλη Ι αντικαθίστανται από τις διατάξεις που αναφέρονται στη στήλη ΙΙ.
|
Στήλη Ι |
Στήλη ΙΙ |
|
«κατά κανόνα, εντός τεσσάρων μηνών από τις ημερoμηνίες γνωστoπoίησης πoυ πρoβλέπoνται στo ►M2 άρθρο 3 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 479/2009 του Συμβουλίου ◄ » (Άρθρο 3 παράγραφος 3) |
«κατά κανόνα, εντός έξι μηνώv από τo τέλoς τoυ δημοσιονoμικoύ έτoυς κατά τo oπoίo σημειώθηκε τo έλλειμμα» |
|
«του έτους που ακολουθεί εκείνο κατά το οποίο εντοπίσθηκε» (Άρθρο 3 παράγραφος 4) |
«του δημοσιονoμικoύ έτους που ακολουθεί εκείνο κατά το οποίο εντοπίσθηκε» |
|
«κατά κανόνα, εντός δεκαέξι μηνών από τις ημερομηνίες γνωστοποίησης που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3605/93» (Άρθρο 7) |
«κατά κανόνα, εντός δεκαοκτώ μηνώv από τo τέλoς τoυ δημοσιονoμικoύ έτoυς κατά τo oπoίo σημειώθηκε τo έλλειμμα» |
|
«του προηγούμενου έτους» (Άρθρο 12 παράγραφος 1) |
«του προηγούμενου δημοσιονoμικoύ έτους» |
( 1 ) ΕΕ αριθ. C 368 της 6.12.1996, σ. 12.
( 2 ) ΕΕ αριθ. C 380 της 16.12.1996, σ. 29.
( 3 ) Βλέπε σ. 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.
( 4 ) ΕΕ αριθ. C 236 της 2.8.1997, σ. 1.
( 5 ) ΕΕ αριθ. L 332 της 31.12.1993, σ. 7.
( 6 ) ΕΕ C 73 της 25.3.2006, σ. 21.