1997L0067 — EL — 27.02.2008 — 003.005


Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

►B

ΟΔΗΓΊΑ 97/67/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Δεκεμβρίου 1997

σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών

(ΕΕ L 015 της 21.1.1998, σ. 14)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  αριθ.

σελίδα

ημερομηνία

 M1

ΟΔΗΓΊΑ 2002/39/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 10ης Ιουνίου 2002

  L 176

21

5.7.2002

 M2

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 29ης Σεπτεμβρίου 2003

  L 284

1

31.10.2003

►M3

ΟΔΗΓΊΑ 2008/6/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 20ής Φεβρουαρίου 2008

  L 52

3

27.2.2008


Διορθώνεται από:

►C1

Διορθωτικό, ΕΕ L 225, 28.8.2015, σ.  49 (2008/6/ΕΚ)




▼B

ΟΔΗΓΊΑ 97/67/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Δεκεμβρίου 1997

σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών



ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 57 παράγραφος 2, το άρθρο 66 και το άρθρο 100 Α,

την πρόταση της Επιτροπής ( 1 ),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής ( 2 ),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών ( 3 ),

το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 22ας Ιανουαρίου 1993, σχετικά με την Πράσινη Βίβλο για την ανάπτυξη της ενιαίας αγοράς των ταχυδρομικών υπηρεσιών ( 4 ),

το ψήφισμα του Συμβουλίου, της 7ης Φεβρουαρίου 1994, σχετικά με την ανάπτυξη της ενιαίας αγοράς των ταχυδρομικών υπηρεσιών ( 5 ),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 189 Β της συνθήκης ( 6 ) και λαμβάνοντας υπόψη το κοινό σχέδιο που εγκρίθηκε από την επιτροπή συνδιαλλαγής στις 7 Νοεμβρίου 1997,

Εκτιμώντας:

(1)

ότι πρέπει να υιοθετηθούν μέτρα που αποσκοπούν στην εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς, σύμφωνα με το άρθρο 7 Α της Συνθήκης· ότι αυτή η αγορά αποτελεί ένα χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα, όπου διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων·

(2)

ότι η εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς στον ταχυδρομικό τομέα είναι αποδεδειγμένης σημασίας για την οικονομική και κοινωνική συνοχή της Κοινότητας, δεδομένου ότι οι ταχυδρομικές υπηρεσίες αποτελούν ένα ουσιώδες μέσο επικοινωνίας και ανταλλαγών·

(3)

ότι η Επιτροπή υπέβαλε στις 11 Ιουνίου 1992 Πράσινη Βίβλο για την ανάπτυξη της ενιαίας αγοράς των ταχυδρομικών υπηρεσιών και, στις 2 Ιουνίου 1993, ανακοίνωση σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για την ανάπτυξη των κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών·

(4)

ότι η Επιτροπή προέβη σε εκτεταμένες δημόσιες διαβουλεύσεις επί των πτυχίων των ταχυδρομικών υπηρεσιών που παρουσιάζουν κοινοτικό ενδιαφέρον και ότι οι ενδιαφερόμενες πλευρές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους·

(5)

ότι η παρούσα έκταση των καθολικών ταχυδρομικών, καθώς και οι συνθήκες υπό τις οποίες παρέχονται διαφέρουν σημαντικά από το ένα κράτος μέλος στο άλλο· ότι ειδικότερα οι επιδόσεις ως προς την ποιότητα των υπηρεσιών είναι εξαιρετικά άνισες μεταξύ των κρατών μελών·

(6)

ότι οι διασυνοριακές επικοινωνίες δεν ανταποκρίνονται πάντοτε στις προσδοκίες των χρηστών και των ευρωπαίων πολιτών και ότι η ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών στο πλαίσιο των κοινοτικών διασυνοριακών ταχυδρομικών υπηρεσιών δεν είναι σήμερα ικανοποιητική·

(7)

ότι οι διαπιστωθείσες ανισότητες στον τομέα των ταχυδρομείων έχουν σημαντικές επιπτώσεις στους τομείς δραστηριοτήτων που εξαρτώνται ιδιαίτερα από τις ταχυδρομικές υπηρεσίες και αποτελούν όντως τροχοπέδη για την εσωτερική συνοχή της Κοινότητας, διότι οι περιοχές που δεν διαθέτουν ταχυδρομικές υπηρεσίες ικανοποιητικής ποιότητας υστερούν, από άποψη τόσο αποστολής της αλληλογραφίας, όσο και διανομής των εμπορευμάτων·

(8)

ότι είναι απαραίτητο να ληφθούν μέτρα που να αποσκοπούν στη διασφάλιση σταδιακής και ελεγχόμενης ελευθέρωσης της αγοράς και σωστής ισορροπίας κατά την εφαρμογή των, προκειμένου να εξασφαλιστεί, σε όλη την Κοινότητα, στο πλαίσιο του σεβασμού των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων των φορέων παροχής καθολικής υπηρεσίας, η ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών στον ίδιο τον τομέα των ταχυδρομείων·

(9)

ότι, κατά συνέπεια, απαιτείται δράση σε κοινοτικό επίπεδο που θα αποβλέπει σε μεγαλύτερη εναρμόνιση των προϋποθέσεων που διέπουν τον τομέα των ταχυδρομείων και πρέπει επομένως να καθιερωθούν κοινοί κανόνες·

(10)

ότι, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, πρέπει να καθιερωθεί σε κοινοτικό επίπεδο ένα σύνολο γενικών αρχών, ενώ ο καθορισμός των συγκεκριμένων διαδικασιών πρέπει να επαφίεται στα κράτη μέλη, τα οποία θα μπορούν να επιλέξουν το σύστημα που αρμόζει καλύτερα στη δική τους ιδιαίτερη κατάσταση·

(11)

ότι είναι ουσιώδες να εξασφαλιστούν σε κοινοτικό επίπεδο καθολικές ταχυδρομικές υπηρεσίες που να περιλαμβάνουν ένα ελάχιστο φάσμα υπηρεσιών δεδομένης ποιότητας και να προσφέρονται σε όλα τα κράτη μέλη σε τιμή προσιτή προς όφελος όλων των χρηστών, όπου και αν ευρίσκονται εντός της Κοινότητας·

(12)

ότι στόχος της καθολικής υπηρεσίας είναι να επιτρέπει σε όλους τους χρήστες εύκολη πρόσβαση στο ταχυδρομικό δίκτυο, προσφέροντας ειδικότερα επαρκή αριθμό σταθερών σημείων πρόσβασης και εξασφαλίζοντας ικανοποιητικές συνθήκες ως προς τη συχνότητα συλλογής και διανομής· ότι η καθολική υπηρεσία πρέπει να πληροί τη θεμελιώδη απαίτηση για τη διασφάλιση μιας αδιάλειπτης λειτουργίας και να μπορεί να προσαρμόζεται ταυτόχρονα στις ανάγκες των χρηστών, και να τους εγγυάται δίκαιη μεταχείριση χωρίς διακρίσεις·

(13)

ότι η καθολική υπηρεσία πρέπει να καλύπτει τόσο τις εθνικές όσο και τις διασυνοριακές υπηρεσίες·

(14)

ότι οι χρήστες της καθολικής υπηρεσίας πρέπει να είναι κατάλληλα ενημερωμένοι για το φάσμα των προτεινόμενων υπηρεσιών, τις συνθήκες υπό τις οποίες παρέχονται και μπορούν να χρησιμοποιηθούν, την ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών καθώς και τις τιμές τους·

(15)

ότι οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας σχετικά με την παροχή καθολικής υπηρεσίας δεν θίγουν το δικαίωμα των φορέων της καθολικής υπηρεσίας να διαπραγματεύονται μεμονωμένως συμβάσεις με τους πελάτες·

(16)

ότι φαίνεται δικαιολογημένη η διατήρηση ενός συνόλου αποκλειστικών υπηρεσιών, εφόσον τηρούνται οι κανόνες της συνθήκης και με την επιφύλαξη των κανόνων περί ανταγωνισμού, προκειμένου να καταστεί δυνατή η λειτουργία της καθολικής υπηρεσίας υπό συνθήκες οικονομικής ισορροπίας· ότι η διαδικασία ελευθέρωσης δεν θα πρέπει να εμποδίζει τη συνέχιση της προσφοράς ορισμένων υπηρεσιών που παρέχονται από τα κράτη μέλη ατελώς για τυφλούς και άτομα με περιορισμένη όραση·

(17)

ότι τα αντικείμενα αλληλογραφίας που ζυγίζουν 350 γραμμ. και πλέον αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 2 % του όγκου και από το 3 % των εσόδων των δημοσίων φορέων ότι το κριτήριο της τιμής (5 φορές το βασικό τιμολόγιο) θα επιτρέψει να γίνεται καλύτερα η διάκριση μεταξύ αποκλειστικών υπηρεσιών και υπηρεσιών κατεπειγόντων που είναι ελευθερωμένες·

(18)

ότι, εφόσον η ουσιώδης διαφορά μεταξύ του επείγοντος ταχυδρομείου και των καθολικών ταχυδρομικών υπηρεσιών έγκειται στην αξία (όποια μορφή και αν λαμβάνει) που προστίθεται από τις παρεχόμενες στους πελάτες επείγουσες υπηρεσίες και η οποία γίνεται αντιληπτή από αυτούς, ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να καθοριστεί η επιπλέον αξία είναι να ληφθεί υπόψη το επιπλέον τίμημα που είναι διατεθειμένοι να καταβάλουν οι πελάτες, χωρίς να θίγεται, πάντως, η ανώτατη τιμή του κατ' αποκλειστικότητα ανατεθειμένου τομέα, η οποία και πρέπει να τηρείται·

(19)

ότι είναι εύλογο να επιτραπεί, σε προσωρινή βάση, η διατήρηση της κατ' αποκλειστικότητα ανάθεσης για το διαφημιστικό ταχυδρομείο και την εισερχόμενη διασυνοριακή αλληλογραφία εντός των προβλεπομένων ορίων τιμής και βάρους· ότι, ως περαιτέρω βήμα προς την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ταχυδρομικών υπηρεσιών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να αποφασίσουν σχετικά με την περαιτέρω σταδιακή και ελεγχόμενη ελευθέρωση της αγοράς των ταχυδρομικών υπηρεσιών, με στόχο ιδίως την ελευθέρωση του διασυνοριακού και του διαφημιστικού ταχυδρομείου, καθώς και την περαιτέρω αναθεώρηση των ορίων τιμών και βάρους, το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 2000, βάσει προτάσεως της Επιτροπής η οποία θα εκπονηθεί μετά από ανασκόπηση του τομέα·

(20)

ότι τα κράτη μέλη μπορούν να έχουν έννομο συμφέρον να αναθέσουν, για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, την εγκατάσταση γραμματοκιβωτίων με προορισμό τη συλλογή ταχυδρομικών αντικειμένων σε δημόσιο χώρο σε έναν ή περισσότερους φορείς που αυτά ορίζουν· ότι, για τους ίδιους λόγους, εναπόκειται σε αυτά ο καθορισμός του φορέα ή των φορέων που έχουν δικαίωμα να εκδίδουν γραμματόσημα τα οποία προσδιορίζουν τη χώρα προέλευσης καθώς και εκείνων που είναι αρμόδιοι για την παροχή συστημένων αποστολών στο πλαίσιο δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία· ότι μπορούν να δηλώσουν επίσης ότι η χώρα ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω του συμβόλου των 12 αστεριών·

(21)

ότι οι νέες υπηρεσίες (υπηρεσίες πολύ διαφορετικές από τις παραδοσιακές) και η ανταλλαγή εγγράφων δεν αποτελούν μέρος της καθολικής υπηρεσίας και επομένως δεν υπάρχει λόγος να παρέχονται αποκλειστικά από τους φορείς παροχής της καθολικής υπηρσίας· ότι τούτο ισχύει εξίσου για την αυτοεξυπηρέτηση (παροχή των ταχυδρομικών υπηρεσιών από το φυσικό ή το νομικό πρόσωπο από το οποίο εκκινούν τα αντικείμενα της αλληλογραφίας, ή συλλογική διαβίβαση των εν λόγω αντικειμένων από τρίτους που ενεργούν αποκλειστικά εξ ονόματος του εν λόγω προσώπου) η οποία δεν ανήκει στην κατηγορία των υπηρεσιών·

(22)

ότι τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ρυθμίζουν με κατάλληλες διαδικασίες χορήγησης άδειες, στην επικράτειά τους, την παροχή των ταχυδρομικών υπηρεσιών που δεν αντιτίθενται κατ' αποκλειστικότητα στους φορείς παροχής της καθολικής υπηρεσίας· ότι αυτές οι διαδικασίες πρέπει να είναι διαφανείς, αναλογικές, να μην εισάγουν διακρίσεις και να βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια·

(23)

ότι τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να θέτουν, κατά περίπτωση, ως προϋπόθεση για τη χορήγηση αδειών, την υποχρέωση παροχής υπηρεσίας ή την εισφορά σε ταμείο αποζημίωσης, προοριζόμενο να αποζημιώσει τον φορέα παροχής της καθολικής υπηρεσίας για το αθέμιτο οικονομικό βάρος που προκύπτει για αυτόν από την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας· ότι τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προβλέπουν στις άδειες ότι οι δραστηριότητες για τις οποίες χορηγούνται οι τελευταίες δεν πρέπει να παραβιάζουν τα αποκλειστικά ή ειδικά δικαιώματα ως προς τις αποκλειστικές ταχυδρομικές υπηρεσίες, τα οποία έχουν χορηγηθεί στους φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας· ότι μπορεί να προβλεφθεί η εισαγωγή ενός συστήματος αναγνώρισης του διαφημιστικού ταχυδρομείου για λόγους ελέγχου εκεί όπου το διαφημιστικό ταχυδρομείο θα ελευθερωθεί·

(24)

ότι θα χρειασθούν μέτρα εναρμόνισης των διαδικασιών χορήγησης άδειας που θα θεσπίζουν τα κράτη μέλη και οι οποίες διέπουν την εμπορική προσφορά προς το κοινό μη αποκλειστικών υπηρεσιών·

(25)

ότι, αν χρειαστεί, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα που θα διασφαλίσουν την διαφάνεια και την ισότητα των προϋποθέσεων πρόσβασης στο δημόσιο ταχυδρομικό δίκτυο στα κράτη μέλη·

(26)

ότι, για να διασφαλιστεί η υγιής διαχείριση των καθολικών υπηρεσιών και να αποφευχθούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, οι εφαρμοζόμενες στις καθολικές υπηρεσίες τιμές πρέπει να είναι αντικειμενικές, διαφανείς, χωρίς διακρίσεις και να βασίζονται στο κόστος·

(27)

ότι η αμοιβή για την παροχή ενδοκοινοτικών, διασυνοριακών ταχυδρομικών υπηρεσιών, με την επιφύλαξη των ελαχίστων υποχρεώσεων που απορρέουν από πράξεις της Παγκόσμιας Ταχυδρομικής Ένωσης, πρέπει να αντικατοπτρίζει την κάλυψη του κόστους παράδοσης στο οποίο υποβάλλεται ο φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας στη χώρα προορισμού· η αμοιβή αυτή πρέπει επίσης να παρέχει κίνητρο για τη βελτίωση ή τη διατήρηση της ποιότητας της διασυνοριακής υπηρεσίας δια μέσου της χρήσεως στόχων σχετικά με την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών· Αυτό δικαιολογεί τη δημιουργία κατάλληλων συστημάτων που θα διασφαλίζουν την δέουσα κάλυψη του κόστους και θα αφορούν συγκεκριμένα την επιτευχθείσα ποιότητα των υπηρεσιών·

(28)

ότι ένας λογιστικός διαχωρισμός μεταξύ αποκλειστικών και μη υπηρεσιών είναι αναγκαίος προκειμένου να υπάρξει διαφάνεια στις πραγματικές δαπάνες των διαφόρων υπηρεσιών και να εξασφαλισθεί ότι οι διασταυρούμενες επιδοτήσεις από τον αποκλειστικό στο μη αποκλειστικό τομέα δεν θα θίξουν τις συνθήκες ανταγωνισμού του τελευταίου·

(29)

ότι, προκειμένου να εξασφαλισθεί η εφαρμογή των αρχών που εκτίθενται στις τρεις προηγούμενες αιτιολογικές παραγράφους, οι φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας πρέπει να εφαρμόσουν, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, σύστημα κοστολόγησης που μπορούν να επαληθεύονται μεμονωμένα και με τα οποία το κόστος μπορεί να καταλογίζεται σε κάθε συγκεκριμένη υπηρεσία κατά το δυνατόν ακριβέστερα βάσει διαφανών διαδικασιών· ότι αυτές οι απαιτήσεις μπορούν να ικανοποιηθούν, για παράδειγμα, με την εφαρμογή της αρχής του πλήρους κατανεμημένου κόστους· ότι τέτοια συστήματα κοστολόγησης δεν μπορούν να απαιτούνται όταν υπάρχουν γνήσιες συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού·

(30)

ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το συμφέρον των χρηστών που έχουν δικαίωμα σε υπηρεσίες υψηλής ποιότητας· ότι συνεπώς πρέπει να καταβληθεί πάσα δυνατή προσπάθεια για να βελτιωθεί και να ενισχυθεί η ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρονται σε κοινοτική κλίμακα· ότι αυτή η βελτίωση της ποιότητας απαιτεί τον καθορισμό προδιαγραφών από τα κράτη μέλη για τις υπηρεσίες, που συνθέτουν την καθολική υπηρεσία, προδιαγραφές τις οποίες οι φορείς παροχής της καθολικής υπηρεσίας οφείλουν να επιτύχουν ή να υπερβούν·

(31)

ότι η προσδοκώμενη από τους χρήστες ποιότητα των υπηρεσιών συνιστά ουσιαστικό στοιχείο των παρεχομένων υπηρεσιών· ότι τα πρότυπα αξιολόγησης της εν λόγω ποιότητας και του εκάστοτε επιπέδου της πρέπει να δημοσιεύονται προς το συμφέρον των χρηστών· ότι είναι απαραίτητο να υφίστανται εναρμονισμένες προδιαγραφές της ποιότητας των υπηρεσιών και κοινές μέθοδοι μέτρησης ώστε να είναι δυνατό να εκτιμηθεί η σύγκλιση της ποιότητας των υπηρεσιών σε όλη την Κοινότητα·

(32)

ότι οι εθνικές προδιαγραφές ποιότητας που καθορίζονται από τα κράτη μέλη πρέπει να συνάδουν με τις κοινοτικές προδιαγραφές· ότι οι προδιαγραφές ποιότητας για τις ενδοκοινοτικές διασυνοριακές υπηρεσίες που απαιτούν συνεργασία τουλάχιστον δύο φορέων παροχής καθολικής υπηρεσίας, από δύο διαφορετικά κράτη μέλη, πρέπει να καθορίζονται σε κοινοτική κλίμακα·

(33)

ότι η τήρηση αυτών των προδιαγραφών πρέπει να επαληθεύεται τακτικά από ανεξάρτητο φορέα και σε εναρμονισμένη βάση· ότι οι χρήστες πρέπει να έχουν το δικαίωμα να ενημερώνονται για τα αποτελέσματα αυτών των ελέγχων και τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν τη λήψη διορθωτικών μέτρων σε περίπτωση που τα ανωτέρω αποτελέσματα δείχνουν ότι δεν τηρούνται οι προδιαγραφές·

(34)

ότι η οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές ( 7 ), εφαρμόζεται στους ταχυδρομικούς φορείς εκμετάλλευσης·

(35)

ότι, για την απαιτούμενη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών, απαιτείται ταχεία και αποτελεσματική επίλυση των διαφορών· ότι, πέραν των ενδίκων μέσων που παρέχει το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο, πρέπει να προβλεφθεί μια διαδικασία εξέτασης παραπόνων, η οποία να είναι διαφανής, απλή και ανέξοδη και να επιτρέπει σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να μετάσχουν·

(36)

ότι, για την πρόοδο στη διασύνδεση των ταχυδρομικών δικτύων και για το συμφέρον των χρηστών, απαιτείται ενθάρρυνση της τεχνικής τυποποίησης· ότι η τεχνική τυποποίηση είναι απαραίτητη για την προαγωγή της διαλειτουργικότητας μεταξύ των εθνικών δικτύων και για μια αποδοτική κοινοτική καθολική υπηρεσία·

(37)

ότι οι κατευθυντήριες γραμμές για την ευρωπαϊκή εναρμόνιση προβλέπουν την ανάθεση αυτών των ειδικευμένων εργασιών τεχνικής τυποποίησης στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης·

(38)

ότι πρέπει να συσταθεί επιτροπή η οποία θα επικουρεί την Επιτροπή στην εφαρμογή της οδηγίας, ιδίως σε ό,τι αφορά τις μελλοντικές εργασίες για την ανάπτυξη των μέτρων των σχετικών με την ποιότητα της κοινοτικής διασυνοριακής υπηρεσίας και την τεχνική τυποποίηση·

(39)

ότι για την καλή λειτουργία της καθολικής υπηρεσίας και τη διασφάλιση γνήσιου ανταγωνισμού στον μη αποκλειστικό τομέα, είναι σημαντικό να διαχωριστούν οι λειτουργίες ρύθμισης αφενός και εκμετάλλευσης αφετέρου· ότι ένας ταχυδρομικός φορέας εκμετάλλευσης δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα κριτής και κρινόμενος· ότι εναπόκειται στο κράτος μέλος να καθορίσει το καθεστώς μιας ή περισσότερων εθνικών κανονιστικών αρχών, οι οποίες μπορούν να είναι δημόσιες αρχές ή ανεξάρτητοι οργανισμοί ειδικώς προς τούτο ορισθέντες·

(40)

ότι η επίδραση των εναρμονισμένων συνθηκών επί της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς των ταχυδρομικών υπηρεσιών θα χρειαστεί να υποβληθεί σε αξιολόγηση· ότι, επομένως, η Επιτροπή θα υποβάλει έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένης της δέουσας ενημέρωσης για τις εξελίξεις στον τομέα, ιδίως όσον αφορά τις οικονομικές, κοινωνικές, εργασιακές και τεχνολογικές πτυχές, καθώς και την ποιότητα των υπηρεσιών, τρία έτη μετά την έναρξη της ισχύος της και το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2000·

(41)

ότι η παρούσα οδηγία δεν θίγει την εφαρμογή των κανόνων της συνθήκης και ιδίως των κανόνων της για τον ανταγωνισμό και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών·

(42)

ότι τίποτε δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν για τον τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών μέτρα πιο φιλελεύθερα από τα προβλεπόμενα στην παρούσα οδηγία, ούτε, σε περίπτωση λήξεως της ισχύος της, να διατηρούν μέτρα τα οποία θέσπισαν προς εφαρμογήν της παρούσας οδηγίας, υπό τον όρο, πάντοτε, ότι αυτά είναι συμβατά με τη συνθήκη·

(43)

ότι είναι σκόπιμο η παρούσα οδηγία να εφαρμόζεται έως τις 31 Δεκεμβρίου 2004, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αποφασίσουν διαφορετικά βάσει προτάσεως της Επιτροπής·

(44)

ότι η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε δραστηριότητες που δεν υπόκεινται στο κοινοτικό δίκαιο, όπως οι προβλεπόμενες από τους τίτλους V και VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και πάντως σε δραστηριότητες που αφορούν τη δημόσια ασφάλεια, την άμυνα, την κρατική ασφάλεια (στην οποία περιλαμβάνεται η οικονομική ευημερία του κράτους όταν οι δραστηριότητες συνδέονται με ζητήματα κρατικής ασφάλειας), σε δραστηριότητες του κράτους στον τομέα του ποινικού δικαίου·

(45)

ότι η παρούσα οδηγία, στην περίπτωση επιχειρήσεων που δεν είναι εγκατεστημένες στην Κοινότητα, δεν εμποδίζει τη λήψη μέτρων, σύμφωνα τόσο με το κοινοτικό δίκαιο όσο και με τις υπάρχουσες διεθνείς υποχρεώσεις, για την εξασφάλιση παρόμοιας μεταχείρισης των υπηκόων των κρατών μελών στις τρίτες χώρες· ότι οι κοινοτικές επιχειρήσεις πρέπει να απολαύουν στις τρίτες χώρες μεταχείρισης και πραγματικής πρόσβασης ανάλογης με την μεταχείριση και την πρόσβαση στην αγορά, τις οποίες επιφυλάσσει η Κοινότητα στους υπηκόους των συγκεκριμένων χωρών στην Κοινότητα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Στόχος και πεδίο εφαρμογής

▼M3

Άρθρο 1

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κοινούς κανόνες που αφορούν:

 τους όρους που διέπουν την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών,

 την παροχή καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας εντός της Κοινότητας,

 τη χρηματοδότηση καθολικών υπηρεσιών υπό προϋποθέσεις που εγγυώνται τη μόνιμη προσφορά των υπηρεσιών αυτών,

 τις αρχές τιμολόγησης και τη διαφάνεια των λογαριασμών για την παροχή της καθολικής υπηρεσίας,

 τον καθορισμό προδιαγραφών ποιότητας για την παροχή της καθολικής υπηρεσίας και την εγκαθίδρυση συστήματος που θα διασφαλίζει την τήρηση αυτών,

 την εναρμόνιση των τεχνικών προδιαγραφών,

 τη σύσταση εθνικών ανεξάρτητων κανονιστικών αρχών.

▼B

Άρθρο 2

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

▼M3

1.  ταχυδρομικές υπηρεσίες: οι υπηρεσίες που συνίστανται στην περισυλλογή, τη διαλογή, τη μεταφορά και τη διανομή των ταχυδρομικών αντικειμένων·

▼M3

1α.  φορέας παροχής ταχυδρομικής υπηρεσίας: επιχείρηση η οποία παρέχει μία ή περισσότερες ταχυδρομικές υπηρεσίες·

▼B

2.  ►M3  ταχυδρομικό δίκτυο:  ◄ το σύνολο της οργάνωσης και των κάθε είδους μέσων που χρησιμοποιεί ο φορέας παροχής της καθολικής υπηρεσίας, με στόχο ιδίως:

 τη συλλογή των ταχυδρομικών αντικειμένων που καλύπτονται από υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας από τα σημεία πρόσβασης σε όλη την επικράτεια,

 τη μεταφορά και διεκπεραίωση των εν λόγω αντικειμένων από το σημείο πρόσβασης στο ταχυδρομικό δίκτυο έως το κέντρο διανομής,

 την παράδοση των αντικειμένων αυτών στον παραλήπτη·

▼M3

3.  σημεία πρόσβασης: οι συγκεκριμένες εγκαταστάσεις, περιλαμβανομένων μεταξύ άλλων των γραμματοκιβωτίων, που τίθενται στη διάθεση του κοινού, είτε σε δημόσιους χώρους είτε σε χώρους του φορέα ή των φορέων παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών, όπου οι αποστολείς μπορούν να καταθέτουν ταχυδρομικά αντικείμενα στο ταχυδρομικό δίκτυο·

4.  περισυλλογή: η δραστηριότητα που συνίσταται στην περισυλλογή των ταχυδρομικών αντικειμένων από φορέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών·

▼B

5.  διανομή: η διαδικασία που περιλαμβάνει τη διαλογή στο κέντρο διανομής και την παράδοση των ταχυδρομικών αντικειμένων στους παραλήπτες·

▼M3

6.  ταχυδρομικό αντικείμενο: αντικείμενο με συγκεκριμένο παραλήπτη αποστελλόμενο υπό την τελική του μορφή υπό την οποία το αναλαμβάνει ο φορέας παροχής της ταχυδρομικής υπηρεσίας. Τα αντικείμενα αυτά περιλαμβάνουν π.χ., πέραν των αντικειμένων αλληλογραφίας, βιβλία, καταλόγους, εφημερίδες, περιοδικά και ταχυδρομικά δέματα που περιέχουν εμπορεύματα με ή χωρίς εμπορική αξία·

▼B

7.  αντικείμενο αλληλογραφίας: επικοινωνία υπό γραπτή μορφή, επί οιουδήποτε υλικού υποθέματος, που μεταφέρεται και παραδίδεται στη διεύθυνση την οποία έχει αναγράψει ο αποστολέας στο ίδιο το αντικείμενο ή στη συσκευασία του. Τα βιβλία, οι κατάλογοι, οι εφημερίδες και τα περιοδικά δεν θεωρούνται αντικείμενα αλληλογραφίας·

▼M3 —————

▼B

9.  συστημένη αποστολή: υπηρεσία που συνίσταται στην κατ' αποκοπήν εγγύηση έναντι των κινδύνων απώλειας, κλοπής ή καταστροφής, και η οποία παρέχει στον αποστολέα, ενδεχομένως εφόσον το ζητήσει, απόδειξη της κατάθεσης του ταχυδρομικού αντικειμένου και/ή της παράδοσής του στον παραλήπτη·

10.  αποστολή με δηλωμένη αξία: η υπηρεσία που συνίσταται στην ασφάλιση του ταχυδρομικού αντικειμένου για την αξία που δηλώνεται από τον αποστολέα, σε περίπτωση απώλειας, κλοπής ή καταστροφής·

11.  διασυνοριακό ταχυδρομείο: το ταχυδρομείο από ή προς άλλο κράτος μέλος ή από ή προς τρίτη χώρα·

▼M3 —————

▼M3

13.  φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας: ο δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας παροχής ταχυδρομικής υπηρεσίας που παρέχει καθολική ταχυδρομική υπηρεσία ή μέρος αυτής εντός κράτους μέλους, και του οποίου η ταυτότητα έχει κοινοποιηθεί στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 4·

14.  άδεια: κάθε πράξη η οποία καθορίζει δικαιώματα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στον τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών και επιτρέπει σε επιχειρήσεις να παρέχουν ταχυδρομικές υπηρεσίες και, κατά περίπτωση, να εγκαθιστούν και/ή να εκμεταλλεύονται τα δίκτυά τους για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, με τη μορφή είτε γενικής είτε ειδικής άδειας, όπως αυτές ορίζονται κατωτέρω:

 «γενική άδεια»: κάθε άδεια, ανεξάρτητα από το αν διέπεται από ρυθμίσεις «άδειας κατά κατηγορία» ή από γενική νομοθετική ρύθμιση και ανεξάρτητα από το αν οι ρυθμίσεις αυτές απαιτούν εγγραφή σε μητρώο ή δήλωση, η οποία δεν επιβάλλει στον ενδιαφερόμενο φορέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών την υποχρέωση να διαθέτει ρητή απόφαση της εθνικής κανονιστικής αρχής προκειμένου να ασκήσει τα εκ της αδείας δικαιώματα,

 «ειδική άδεια»: κάθε χορηγούμενη από εθνική κανονιστική αρχή άδεια με την οποία παρέχονται ειδικά δικαιώματα σε φορέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών, ή η οποία εξαρτά την άσκηση των δραστηριοτήτων του εν λόγω φορέα από ειδικές υποχρεώσεις που συμπληρώνουν τη γενική άδεια, ανάλογα με την περίπτωση, χωρίς ο φορέας να δικαιούται να ασκεί τα συναφή δικαιώματα πριν να διαθέτει την απόφαση της εθνικής κανονιστικής αρχής·

▼B

15.  καταληκτικά τέλη: η αμοιβή των φορέων παροχής καθολικής υπηρεσίας για τη διανομή της εισερχόμενης διασυνοριακής αλληλογραφίας που αποτελείται από ταχυδρομικά αντικείμενα τα οποία αποστέλλονται από άλλο κράτος μέλος ή από τρίτη χώρα·

16.  αποστολέας: φυσικό ή νομικό πρόσωπο, από το οποίο προέρχονται τα ταχυδρομικά αντικείμενα·

▼M3

17.  χρήστης: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο παρέχεται ταχυδρομική υπηρεσία, ως αποστολέα ή παραλήπτη·

▼B

18.  εθνική κανονιστική αρχή: σε κάθε κράτος μέλος, το όργανο ή τα όργανα στα οποία το κράτος μέλος αναθέτει, μεταξύ άλλων, τα ρυθμιστικά καθήκοντα που εμπίπτουν στην παρούσα οδηγία·

▼M3

19.  βασικές απαιτήσεις: γενικοί λόγοι μη οικονομικής φύσης, οι οποίοι μπορούν να οδηγήσουν κράτος μέλος στην επιβολή όρων σχετικών με την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών· οι λόγοι αυτοί είναι η εμπιστευτικότητα της αλληλογραφίας, η ασφάλεια του δικτύου σε ό,τι αφορά τη μεταφορά επικινδύνων αγαθών, η τήρηση των όρων και προϋποθέσεων των καθεστώτων απασχόλησης και κοινωνικής ασφάλισης, όπως ορίζονται από το νόμο, τους κανονισμούς ή διοικητικές διατάξεις και/ή από συλλογικές συμβάσεις που έχουν τύχει διαπραγμάτευσης από τους εθνικούς κοινωνικούς εταίρους, σύμφωνα με το κοινοτικό και εθνικό δίκαιο, και, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, η προστασία των δεδομένων, η προστασία του περιβάλλοντος και η χωροταξία. Η προστασία των δεδομένων μπορεί να περιλαμβάνει την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, την εμπιστευτικότητα των διαβιβαζόμενων ή αποθηκευόμενων πληροφοριών και την προστασία της ιδιωτικής ζωής·

▼M3

20.  υπηρεσίες που παρέχονται με χρέωση ανά μονάδα: ταχυδρομικές υπηρεσίες για τις οποίες η χρέωση ορίζεται με τους γενικούς όρους του ή των φορέων παροχής καθολικής υπηρεσίας για τα επιμέρους ταχυδρομικά αντικείμενα.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Καθολική υπηρεσία

Άρθρο 3

1.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι χρήστες να απολαύουν του δικαιώματος καθολικής υπηρεσίας, που αντιστοιχεί στην προσφορά ταχυδρομικών υπηρεσιών συγκεκριμένης ποιότητας μονίμως σε όλα τα σημεία της επικράτειας, σε τιμές προσιτές για όλους τους χρήστες.

2.  Προς τούτο, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η πυκνότητα των σημείων επαφής και των σημείων πρόσβασης να λαμβάνει υπ' όψη τις ανάγκες των χρηστών.

▼M3

3.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η παροχή της καθολικής υπηρεσίας να είναι εγγυημένη τουλάχιστον πέντε εργάσιμες ημέρες την εβδομάδα, πλην εξαιρετικών περιστάσεων ή γεωγραφικών συνθηκών, και να περιλαμβάνει τουλάχιστον:

 μία περισυλλογή,

 μία διανομή στην οικία ή στην έδρα κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου ή, κατά παρέκκλιση και υπό τις προϋποθέσεις που θέτει η εθνική κανονιστική αρχή, σε προσήκουσες εγκαταστάσεις.

▼B

Τυχόν εξαιρετικές περιστάσεις ή παρεκκλίσεις που αναγνωρίζονται από μία εθνική κανονιστική αρχή σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή και σε όλες τις εθνικές κανονιστικές αρχές.

4.  Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει τα αναγκαία μέτρα, ώστε η καθολική υπηρεσία να περιλαμβάνει τουλάχιστον την παροχή των ακόλουθων υπηρεσιών:

 τη συλλογή, τη μεταφορά, τη διαλογή και τη διανομή των ταχυδρομικών αντικειμένων βάρους έως 2 kg,

 τη συλλογή, τη μεταφορά, τη διαλογή και τη διανομή των ταχυδρομικών δεμάτων βάρους έως 10 kg,

 τις υπηρεσίες των συστημένων και των αποστολών με δηλωμένη αξία.

▼M3

5.  Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να αυξήσουν το όριο βάρους όσον αφορά την κάλυψη της καθολικής υπηρεσίας για ταχυδρομικά δέματα, μέχρις βάρους που δεν υπερβαίνει τα 20 kg, και μπορούν να θεσπίσουν ειδικές ρυθμίσεις για την κατ’ οίκον διανομή τέτοιων δεμάτων.

Ανεξάρτητα από το όριο βάρους όσον αφορά την κάλυψη της καθολικής υπηρεσίας για ταχυδρομικά δέματα, το οποίο καθορίζει ένα κράτος μέλος, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη διανομή εντός της επικράτειάς τους των ταχυδρομικών δεμάτων που παραλαμβάνονται από άλλα κράτη μέλη και ζυγίζουν έως 20 kg.

6.  Οι ελάχιστες και μέγιστες διατάσεις των εν λόγω ταχυδρομικών αντικειμένων είναι εκείνες που καθορίζονται από τις σχετικές ρυθμίσεις της Παγκόσμιας Ταχυδρομικής Ένωσης.

▼B

7.  Η καθολική υπηρεσία που ορίζεται στο παρόν άρθρο, περιλαμβάνει τόσο εθνικές όσο και διασυνοριακές υπηρεσίες.

▼M3

Άρθρο 4

1.  Κάθε κράτος μέλος εγγυάται ότι η παροχή της καθολικής υπηρεσίας είναι εξασφαλισμένη και ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με τα μέτρα που έλαβε για την εκπλήρωση αυτής της υποχρέωσης. Η επιτροπή του άρθρου 21 ενημερώνεται για τα μέτρα που έχουν λάβει τα κράτη μέλη για να εξασφαλισθεί η παροχή της καθολικής υπηρεσίας.

2.  Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν μία ή περισσότερες επιχειρήσεις ως φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας ώστε να καλύπτεται το σύνολο της εθνικής επικράτειας. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν διάφορες επιχειρήσεις για την παροχή διαφορετικών στοιχείων της καθολικής υπηρεσίας και/ή την κάλυψη διαφορετικών τμημάτων της εθνικής επικράτειας. Όταν ορίζουν τις επιχειρήσεις, τα κράτη μέλη καθορίζουν, τηρουμένου του κοινοτικού δικαίου, τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των επιχειρήσεων αυτών και τις δημοσιεύουν. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι οι όροι υπό τους οποίους ανατίθενται οι καθολικές υπηρεσίες βασίζονται στις αρχές της διαφάνειας, της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αναλογικότητας, ώστε να διασφαλίζεται η συνέχεια της παροχής καθολικής υπηρεσίας, δεδομένου του σημαντικού ρόλου που διαδραματίζει για την κοινωνική και εδαφική συνοχή.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή την ταυτότητα του ή των φορέων παροχής καθολικής υπηρεσίας που έχουν ορίσει. Ο καθορισμός του φορέα παροχής καθολικής υπηρεσίας υπόκειται σε τακτική αναθεώρηση και επανεξετάζεται βάσει των όρων και των αρχών του παρόντος άρθρου. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, ωστόσο, ότι η διάρκεια του καθορισμού αυτού προβλέπει επαρκή περίοδο για την απόδοση των επενδύσεων.

▼B

Άρθρο 5

1.  Κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε η παροχή της καθολικής υπηρεσίας να ανταποκρίνεται στις ακόλουθες απαιτήσεις:

 να προσφέρει υπηρεσία που πληροί τις βασικές απαιτήσεις,

 να προσφέρει στους χρήστες, κάτω από ανάλογες συνθήκες, την ίδια υπηρεσία,

 να παρέχεται χωρίς οιεσδήποτε διακρίσεις, ιδιαίτερα διακρίσεις οφειλόμενες σε πολιτικούς, θρησκευτικούς ή ιδεολογικούς λόγους,

 να μη διακόπτεται ή σταματά, πλην ανωτέρας βίας,

 να εξελίσσεται ανάλογα με το τεχνικό, οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον και τις ανάγκες των χρηστών.

▼M3

2.  Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν εμποδίζουν τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις απαιτήσεις που άπτονται του δημόσιου συμφέροντος και αναγνωρίζονται από τη συνθήκη και ιδίως από τα άρθρα 30 και 46, και τα οποία αφορούν, μεταξύ άλλων, τη δημόσια ηθική, τη δημόσια ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένων των ερευνών για εγκλήματα, και τη δημόσια τάξη.

Άρθρο 6

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι χρήστες και οι φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών να λαμβάνουν τακτικά αρκούντως ακριβείς και ενημερωμένες πληροφορίες από το φορέα ή τους φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσφερόμενης καθολικής υπηρεσίας, κυρίως ως προς τους γενικούς όρους πρόσβασης στις υπηρεσίες καθώς και ως προς τις τιμές και τις ποιοτικές προδιαγραφές. Οι πληροφορίες αυτές δημοσιεύονται δεόντως.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τον τρόπο με τον οποίο καθίστανται διαθέσιμες οι πληροφορίες που θα δημοσιεύονται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

▼M3

Χρηματοδότηση των καθολικών υπηρεσιών

Άρθρο 7

1.  Τα κράτη μέλη δεν χορηγούν ούτε διατηρούν σε ισχύ αποκλειστικά ή ειδικά δικαιώματα για την εγκαθίδρυση και την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών. Τα κράτη μέλη μπορούν να χρηματοδοτούν την παροχή καθολικών υπηρεσιών σύμφωνα με ένα ή περισσότερα από τα μέσα που προβλέπονται στις παραγράφους 2, 3 και 4, ή σύμφωνα με κάθε άλλο μέσο συμβατό με τη συνθήκη.

▼C1

2.  Τα κράτη μέλη μπορούν να εξασφαλίζουν την παροχή καθολικών υπηρεσιών αναθέτοντας τις υπηρεσίες αυτές σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες και ρυθμίσεις περί δημοσίων συμβάσεων, περιλαμβανομένων, όπως προβλέπει η οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών ( 8 ), του ανταγωνιστικού διαλόγου ή των διαδικασιών που υπόκεινται σε διαπραγμάτευση, με ή χωρίς δημοσίευση προκήρυξης σύμβασης.

▼M3

3.  Όταν κράτος μέλος διαπιστώνει ότι οι υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας, τις οποίες προβλέπει η παρούσα οδηγία, συνεπάγονται καθαρό κόστος, που υπολογίζεται λαμβανομένου υπόψη του παραρτήματος Ι, και αποτελούν άδικη οικονομική επιβάρυνση για τον ή τους φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας, μπορεί να καθιερώσει:

α) μηχανισμό για την αποζημίωση της ή των εν λόγω επιχειρήσεων με κρατικά οικονομικά μέσα, ή

β) μηχανισμό για τον επιμερισμό του καθαρού κόστους των υποχρεώσεων παροχής καθολικής υπηρεσίας μεταξύ των φορέων παροχής υπηρεσιών ή/και των χρηστών.

4.  Όταν το καθαρό κόστος επιμερίζεται βάσει της παραγράφου 3 στοιχείο β), τα κράτη μέλη μπορούν να ιδρύσουν ταμείο αποζημίωσης το οποίο μπορεί να χρηματοδοτείται με τέλη που καταβάλλουν οι φορείς παροχής υπηρεσιών ή/και οι χρήστες και το οποίο διοικείται για το σκοπό αυτό από φορέα που είναι ανεξάρτητος από τον ή τους δικαιούχους. Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαρτούν τη χορήγηση αδειών σε φορείς παροχής υπηρεσιών, βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 2, από την υποχρέωση οικονομικής συνεισφοράς στο ταμείο αυτό ή συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας. Οι υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας του ή των φορέων παροχής καθολικής υπηρεσίας που ορίζονται στο άρθρο 3 μπορούν να χρηματοδοτούνται με τον τρόπο αυτό.

5.  Κατά την ίδρυση του ταμείου αποζημιώσεων και κατά τον καθορισμό του επιπέδου των οικονομικών συνεισφορών κατά τις παραγράφους 3 και 4, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τηρούνται οι αρχές της διαφάνειας, της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αναλογικότητας. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει των παραγράφων 3 και 4 βασίζονται σε αντικειμενικά και επαληθεύσιμα κριτήρια και δημοσιεύονται.

▼B

Άρθρο 8

Οι διατάξεις του άρθρου 7 δεν θίγουν το δικαίωμα των κρατών μελών να οργανώνουν την τοποθέτηση γραμματοκιβωτίων σε δημόσιο χώρο, την έκδοση γραμματοσήμων και την υπηρεσία συστημένων η οποία χρησιμοποιείται στο πλαίσιο δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

▼M3

Όροι που διέπουν την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών και την πρόσβαση στο δίκτυο

Άρθρο 9

1.  Για τις υπηρεσίες που δεν εμπίπτουν στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας, τα κράτη μέλη μπορούν να καθιερώσουν γενικές άδειες εφόσον απαιτείται για να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση με τις ουσιώδεις απαιτήσεις.

2.  Για τις υπηρεσίες που εμπίπτουν στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας, τα κράτη μέλη μπορούν να καθιερώσουν διαδικασίες χορήγησης αδειών, περιλαμβανομένων των ειδικών αδειών, εφόσον απαιτείται για να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση με τις ουσιώδεις απαιτήσεις και να διαφυλαχθεί η καθολική υπηρεσία.

Η χορήγηση αδειών μπορεί:

 να υπόκειται σε υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας,

 να επιβάλλει, σε περίπτωση αιτιολογημένης ανάγκης, απαιτήσεις σχετικά με την ποιότητα, τη διαθεσιμότητα και τις επιδόσεις των σχετικών υπηρεσιών,

 κατά περίπτωση, να υπόκειται σε υποχρέωση καταβολής οικονομικής συνεισφοράς στους μηχανισμούς επιμερισμού του κόστους του άρθρου 7, εφόσον η παροχή της καθολικής υπηρεσίας συνεπάγεται καθαρό κόστος και αποτελεί άδικη οικονομική επιβάρυνση για το φορέα ή τους φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας, που έχουν ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 4,

 κατά περίπτωση, να υπόκειται σε υποχρέωση καταβολής οικονομικής συνεισφοράς στις λειτουργικές δαπάνες των εθνικών ρυθμιστικών αρχών του άρθρου 22,

 κατά περίπτωση, να θέτει ως όρο ή να επιβάλλει την υποχρέωση τήρησης των συνθηκών εργασίας που προβλέπει η εθνική νομοθεσία.

Οι υποχρεώσεις και απαιτήσεις κατά την πρώτη περίπτωση και κατά το άρθρο 3 μπορούν να επιβάλλονται μόνο σε καθορισμένους φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας.

Εξαιρουμένων των επιχειρήσεων που έχουν καθορισθεί ως φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίες σύμφωνα με το άρθρο 4, οι άδειες δεν μπορούν:

 να είναι περιορισμένες σε αριθμό,

 για τα ίδια στοιχεία της καθολικής υπηρεσίας ή τμήματα της εθνικής επικράτειας, να επιβάλλουν σε φορέα παροχής υπηρεσιών υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας και, ταυτόχρονα, οικονομικές συνεισφορές σε μηχανισμό επιμερισμού του κόστους,

 να επιβάλλουν όρους που είναι ήδη εφαρμοστέοι στις επιχειρήσεις δυνάμει άλλων εθνικών νόμων που δεν αφορούν συγκεκριμένους τομείς,

 να επιβάλλουν τεχνικούς ή λειτουργικούς όρους εκτός από όσους απαιτούνται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της παρούσας οδηγίας.

3.  Οι διαδικασίες, οι υποχρεώσεις και οι απαιτήσεις κατά τις παραγράφους 1 και 2 πρέπει να είναι διαφανείς, προσιτές, αμερόληπτες, αναλογικές, ακριβείς και σαφείς, να δημοσιεύονται εκ των προτέρων και να είναι βασισμένες σε αντικειμενικά κριτήρια. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να ανακοινώνονται στον αιτούντα οι λόγοι για τους οποίους δεν χορηγήθηκε ή αφαιρέθηκε, εν όλω ή εν μέρει, η άδεια και καθιερώνουν διαδικασία προσφυγής.

▼B

Άρθρο 10

▼M3

1.  Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, έπειτα από πρόταση της Επιτροπής και βάσει των άρθρων 47 παράγραφος 2, 55 και 95 της συνθήκης, θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα εναρμόνισης των διαδικασιών που προβλέπονται στο άρθρο 9 για την εμπορική προσφορά ταχυδρομικών υπηρεσιών προς το κοινό.

▼B

2.  Τα μέτρα εναρμόνισης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 αφορούν κυρίως τα κριτήρια τα οποία οφείλει να πληροί ο ταχυδρομικός φορέας, τις διαδικασίες που οφείλει να ακολουθεί, τους τρόπους δημοσίευσης αυτών των κριτηρίων και διαδικασιών, καθώς και τις διαδικασίες προσφυγής.

▼M3

Άρθρο 11

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, έπειτα από πρόταση της Επιτροπής και βάσει των άρθρων 47 παράγραφος 2, 55 και 95 της συνθήκης, θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα εναρμόνισης που εξασφαλίζουν στους χρήστες και το φορέα ή τους φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών την πρόσβαση στο ταχυδρομικό δίκτυο υπό συνθήκες διαφάνειας και αποφυγής διακρίσεων.

▼M3

Άρθρο 11α

Εφόσον απαιτείται για την προστασία των συμφερόντων των χρηστών και/ή για την προώθηση του ουσιαστικού ανταγωνισμού και λαμβάνοντας υπόψη τις εθνικές συνθήκες και την εθνική νομοθεσία, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι υπάρχουν συνθήκες πρόσβασης με διαφάνεια και χωρίς διακρίσεις στα στοιχεία της ταχυδρομικής υποδομής ή των υπηρεσιών που παρέχονται στα πλαίσια της καθολικής υπηρεσίας, όπως σύστημα ταχυδρομικών κωδικών, βάση δεδομένων διευθύνσεων, ταχυδρομικές θυρίδες, γραμματοκιβώτια διανομής, πληροφορίες σχετικά με την αλλαγή διευθύνσεων, υπηρεσία επαναπροώθησης, υπηρεσία επιστροφής στον αποστολέα. Η παρούσα διάταξη δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να λαμβάνουν μέτρα για την εξασφάλιση της πρόσβασης στο ταχυδρομικό δίκτυο υπό συνθήκες διαφάνειας, αναλογικότητας και αποφυγής διακρίσεων.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Αρχές τιμολόγησης και διαφάνεια των λογαριασμών

▼M3

Άρθρο 12

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα τιμολόγια καθεμίας από τις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στην καθολική υπηρεσία να πληρούν τις ακόλουθες αρχές:

 οι τιμές πρέπει να είναι προσιτές και να επιτρέπουν την πρόσβαση του συνόλου των χρηστών, ανεξαρτήτως γεωγραφικής θέσης και με γνώμονα τις ειδικές εθνικές συνθήκες, στις προσφερόμενες υπηρεσίες· τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν ή να καθιερώνουν την παροχή δωρεάν ταχυδρομικής υπηρεσίας προς όφελος ατόμων τυφλών ή με σοβαρά προβλήματα όρασης,

 οι τιμές πρέπει να αντικατοπτρίζουν το κόστος και να παρέχουν κίνητρα για την αποτελεσματική παροχή καθολικής υπηρεσίας. Εφόσον απαιτείται για λόγους σχετικούς με το δημόσιο συμφέρον, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν την εφαρμογή ενιαίου τιμολογίου σε ολόκληρη την επικράτειά τους και/ή στις διασυνοριακές υπηρεσίες που παρέχονται με χρέωση ανά μονάδα και σε άλλα ταχυδρομικά αντικείμενα,

 η εφαρμογή ενιαίου τιμολογίου δεν αποκλείει το δικαίωμα του φορέα ή των φορέων παροχής της καθολικής υπηρεσίας να συνάπτουν με ορισμένους χρήστες μεμονωμένες συμφωνίες όσον αφορά τις τιμές,

 τα τιμολόγια πρέπει να είναι διαφανή και χωρίς διακρίσεις,

 όταν οι φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας εφαρμόζουν ειδικά τιμολόγια, π.χ. για υπηρεσίες που παρέχονται σε επιχειρήσεις, σε αποστολείς μεγάλων ποσοτήτων αλληλογραφίας ή σε φορείς συγκεντρωτικής διαχείρισης της αλληλογραφίας διάφορων χρηστών, υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις αρχές της διαφάνειας και της αποφυγής διακρίσεων όσον αφορά τόσο τις τιμές όσο και τους σχετικούς όρους. Οι τιμές, όπως και οι σχετικοί όροι, πρέπει να ισχύουν επίσης τόσο μεταξύ τρίτων μερών όσο και μεταξύ τρίτων μερών και φορέων παροχής καθολικής υπηρεσίας για τις ισοδύναμες υπηρεσίες. Κάθε τέτοιο τιμολόγιο πρέπει να είναι επίσης στη διάθεση των χρηστών, ιδίως των μεμονωμένων χρηστών και των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν τις ταχυδρομικές υπηρεσίες υπό παρόμοιες συνθήκες.

▼B

Άρθρο 13

1.  Προκειμένου να εξασφαλισθεί η διασυνοριακή παροχή της καθολικής υπηρεσίας, τα κράτη μέλη ενθαρύνουν τους εθνικούς τους φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας να μεριμνούν ώστε στις συμφωνίες τους όσον αφορά τα κρατικά τέλη για το διακοινοτικό διασυνοριακό ταχυδρομείο, να τηρούνται οι ακόλουθες αρχές:

 τα καταληκτικά τέλη πρέπει να καθορίζονται σε συνάρτηση με τις δαπάνες διεκπεραίωσης και διανομής της εισερχόμενης διασυνοριακής αλληλογραφίας,

 τα επίπεδα της αμοιβής πρέπει να συνδέονται με την ποιότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας,

 τα καταληκτικά τέλη πρέπει να είναι διαφανή και να μην εισάγουν διακρίσεις.

2.  Η εφαρμογή των αρχών μπορεί να συνοδεύεται από μεταβατικές ρυθμίσεις, οι οποίες αποσκοπούν στην αποφυγή αδικαιολόγητων διαταραχών των αγορών ή δυσμενών επιπτώσεων στους οικονομικούς παράγοντες, υπό τον όρο ότι υφίσταται συμφωνία μεταξύ των οικονομικών παραγόντων του κράτους αποστολής και του κράτους παραλαβής· οι ρυθμίσεις αυτές θα πρέπει, ωστόσο, να περιορίζονται στο ελάχιστο μέτρο που είναι απαραίτητο για την επίτευξη των στόχων αυτών.

Άρθρο 14

▼M3

1.  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι η λογιστική των φορέων παροχής καθολικής υπηρεσίας πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

2.  Ο φορέας ή οι φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας τηρούν ξεχωριστούς λογαριασμούς στα εσωτερικά λογιστικά συστήματά τους, ώστε να γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των διάφορων υπηρεσιών και προϊόντων που αποτελούν μέρη της καθολικής υπηρεσίας και εκείνων που δεν αποτελούν μέρη της. Αυτός ο λογιστικός διαχωρισμός χρησιμοποιείται ως δεδομένο κατά τον υπολογισμό του καθαρού κόστους της καθολικής υπηρεσίας από τα κράτη μέλη. Αυτά τα εσωτερικά λογιστικά συστήματα λειτουργούν βάσει συνεπώς εφαρμοζομένων και αντικειμενικά εύλογων κοστολογικών αρχών.

3.  Τα λογιστικά συστήματα περί των οποίων η παράγραφος 2, με την επιφύλαξη της παραγράφου 4, κατανέμουν τα στοιχεία κόστους ως εξής:

α) τα στοιχεία κόστους που μπορούν να αποδοθούν άμεσα σε μία συγκεκριμένη υπηρεσία ή προϊόν καταλογίζονται σε αυτήν·

β) τα κοινά στοιχεία κόστους, δηλαδή εκείνα που δεν μπορούν να αποδοθούν άμεσα σε μία συγκεκριμένη υπηρεσία ή προϊόν, καταλογίζονται ως εξής:

i) όποτε είναι εφικτό, τα κοινά στοιχεία κόστους κατανέμονται σε κατηγορίες με βάση την άμεση ανάλυση της προέλευσής τους·

ii) εάν η άμεση ανάλυση δεν είναι εφικτή, τα κοινά έξοδα καταμερίζονται σε κατηγορίες με βάση την έμμεση σχέση με άλλη κατηγορία εξόδων ή με ομάδα κατηγοριών εξόδων για τις οποίες είναι εφικτή η άμεση απόδοση ή καταμερισμός· η έμμεση σχέση θα βασίζεται σε συγκρίσιμη διάρθρωση εξόδων·

iii) όταν δεν μπορούν να εξευρεθούν ούτε άμεσα ούτε έμμεσα μέτρα καταλογισμού του κόστους, τότε η κατηγορία κόστους καταλογίζεται βάσει γενικής κλείδας υπολογιζόμενης με τη χρήση του λόγου όλων των δαπανών που άμεσα ή έμμεσα αποδίδονται ή καταλογίζονται, αφενός, προς καθεμία από τις καθολικές υπηρεσίες και, αφετέρου, προς τις άλλες υπηρεσίες·

iv) τα κοινά στοιχεία κόστους που είναι αναγκαία για την παροχή τόσο καθολικών όσο και μη καθολικών υπηρεσιών καταλογίζονται καταλλήλως· τόσο στις καθολικές όσο και στις μη καθολικές υπηρεσίες πρέπει να χρησιμοποιούνται οι ίδιοι παράγοντες που διαμορφώνουν το κόστος.

▼B

4.  Άλλα κοστολογικά συστήματα μπορούν να εφαρμόζονται μόνο εάν είναι συμβατά με την παράγραφο 2 και έχουν εγκριθεί από την εθνική κανονιστική αρχή. Η Επιτροπή ενημερώνεται πριν από την εφαρμογή τους.

5.  Οι εθνικές κανονιστικές αρχές μεριμνούν ώστε η συμμόρφωση με ένα από τα λογιστικά συστήματα τα περιγραφόμενα στις παραγράφους 3 και 4 να επαληθεύεται από ένα αρμόδιο όργανο ανεξάρτητο του φορέα παροχής της καθολικής υπηρεσίας. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την περιοδική δημοσίευση δήλωσης ως προς τη συμμόρφωση.

6.  Η εθνική κανονιστική αρχή τηρεί διαθέσιμες επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες ως προς τα κοστολογικά συστήματα που εφαρμόζει κάθε φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας και υποβάλλει τις πληροφορίες αυτές στην Επιτροπή κατόπιν αιτήσεως.

7.  Εφόσον ζητηθούν, τίθενται εμπιστευτικά στη διάθεση της εθνικής κανονιστικής αρχής και της Επιτροπής λεπτομερείς λογιστικές πληροφορίες που προκύπτουν από τα συστήματα αυτά.

▼M3

8.  Όταν συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν έχει χρησιμοποιήσει χρηματοδοτικό μηχανισμό για την παροχή καθολικής υπηρεσίας, όπως επιτρέπεται βάσει του άρθρου 7, και εφόσον η εθνική κανονιστική αρχή έχει επιβεβαιώσει ότι κανένας από τους καθορισμένους φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας στο εν λόγω κράτος μέλος δεν λαμβάνει κρατική ενίσχυση, κρυφή ή φανερή, και ότι ο ανταγωνισμός στην αγορά λειτουργεί πλήρως, η εθνική κανονιστική αρχή μπορεί να αποφασίσει τη μη εφαρμογή των απαιτήσεων του παρόντος άρθρου.

▼M3

9.  Ωστόσο, το παρόν άρθρο μπορεί να εφαρμόζεται στο φορέα παροχής καθολικής υπηρεσίας που έχει καθορισθεί πριν από την τελική ημερομηνία για το πλήρες άνοιγμα της αγοράς, εφόσον δεν έχει καθορισθεί άλλος φορέας ή φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας. Η εθνική κανονιστική αρχή πληροφορεί εκ των προτέρων την Επιτροπή σχετικά με τη λήψη κάθε σχετικής απόφασης.

10.  Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τους φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών, οι οποίοι οφείλουν να συνεισφέρουν σε ταμείο αποζημιώσεων, να εφαρμόζουν κατάλληλο λογιστικό διαχωρισμό προκειμένου να διασφαλίζεται η λειτουργία του ταμείου.

▼B

Άρθρο 15

Οι λογαριασμοί όλων των φορέων παροχής καθολικής υπηρεσίας καταρτίζονται, υποβάλλονται σε έλεγχο από ανεξάρτητο ελεγκτή και δημοσιεύονται σύμφωνα με τη σχετική κοινοτική και εθνική νομοθεσία που εφαρμόζεται στις εμπορικές επιχειρήσεις.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών

Άρθρο 16

Τα κράτη μέλη μεριμνούν για τον καθορισμό και τη δημοσίευση προδιαγραφών όσον αφορά την ποιότητα της καθολικής υπηρεσίας, ώστε να εξασφαλίζεται καθολική υπηρεσία καλής ποιότητας.

Οι ποιοτικές προδιαγραφές αφορούν ιδιαίτερα τις προθεσμίες διεκπεραίωσης, την κανονικότητα και την αξιοπιστία των υπηρεσιών.

Οι προδιαγραφές αυτές καθορίζονται από:

 τα κράτη μέλη, για τις εθνικές υπηρεσίες,

▼M3

 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για τις ενδοκοινοτικές διασυνοριακές υπηρεσίες (βλέπε παράρτημα ΙΙ). Η μελλοντική προσαρμογή αυτών των προδιαγραφών στην τεχνική πρόοδο ή τις εξελίξεις της αγοράς πραγματοποιείται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 21, παράγραφος 2.

Τουλάχιστον μία φορά ετησίως πραγματοποιείται ανεξάρτητος έλεγχος των επιδόσεων από εξωτερικούς οργανισμούς που δεν συνδέονται καθόλου με τους φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας, υπό τυποποιημένες συνθήκες που ορίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 21 παράγραφος 2. Τα σχετικά αποτελέσματα περιλαμβάνονται σε εκθέσεις που δημοσιεύονται τουλάχιστον μία φορά ετησίως.

▼B

Άρθρο 17

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν ποιοτικές προδιαγραφές για την εθνική αλληλογραφία και διασφαλίζουν τη συμβατότητα αυτών με εκείνες που ισχύουν για τις ενδοκοινοτικές διασυνοριακές υπηρεσίες.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις ποιοτικές προδιαγραφές για τις εθνικές τους υπηρεσίες στην Επιτροπή, η οποία και τις δημοσιεύει με τον ίδιο τρόπο όπως και τις προδιαγραφές για τις ενδοκοινοτικές διασυνοριακές υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 18.

Οι εθνικές κανονιστικές αρχές μεριμνούν ώστε ο ανεξάρτητος έλεγχος των επιδόσεων να διενεργείται σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 16, τα αποτελέσματα να είναι αιτιολογημένα και να αναλαμβάνεται διορθωτική δράση όπου είναι αναγκαίο.

Άρθρο 18

▼M3

1.  Σύμφωνα με το άρθρο 16, οι ποιοτικές προδιαγραφές των ενδοκοινοτικών διασυνοριακών υπηρεσιών ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ.

2.  Όταν ο εξαιρετικός χαρακτήρας της υποδομής ή των γεωγραφικών συνθηκών το επιβάλλει, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να θεσπίζουν εξαιρέσεις από τις ποιοτικές προδιαγραφές του παραρτήματος ΙΙ. Όταν οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές καθορίζουν παρόμοιες εξαιρέσεις, τις κοινοποιούν πάραυτα στην Επιτροπή. Η Επιτροπή υποβάλλει ετήσια έκθεση των κοινοποιήσεων που έλαβε κατά τους προηγούμενους 12 μήνες στην επιτροπή του άρθρου 21 προς ενημέρωσή της.

▼B

3.  Η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τυχόν τροποποιήσεις των ποιοτικών προδιαγραφών των ενδοκοινοτικών διασυνοριακών υπηρεσιών και μεριμνά για τον τακτικό ανεξάρτητο έλεγχο και τη δημοσίευση των επιδόσεων που πιστοποιούν την τήρηση των προδιαγραφών και την πρόοδο που επιτεύχθηκε. Οι εθνικές κανονιστικές αρχές εξασφαλίζουν την ανάληψη διοθρωτικής δράσης όπου είναι αναγκαίο.

▼M3

Άρθρο 19

1.  Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όλοι οι φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών θέτουν στη διάθεση των ενδιαφερομένων διαφανείς, απλές και φθηνές διαδικασίες για την αντιμετώπιση καταγγελιών κάθε χρήστη ταχυδρομικών υπηρεσιών, ιδίως σε περιπτώσεις που αφορούν απώλειες, κλοπές, ζημιές ή μη συμμόρφωση με τα ποιοτικά πρότυπα των υπηρεσιών (περιλαμβανομένων και διαδικασιών για τον προσδιορισμό του υπεύθυνου στις περιπτώσεις κατά τις οποίες εμπλέκονται δύο ή περισσότεροι φορείς), χωρίς να θίγονται οι σχετικές διεθνείς και εθνικές διατάξεις για τα καθεστώτα αποζημίωσης.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα ώστε να εξασφαλισθεί ότι οι διαδικασίες του πρώτου εδαφίου δίνουν τη δυνατότητα να επιλύονται οι διαφορές δικαίως και ταχέως, προβλέποντας, όπου δικαιολογείται, την ύπαρξη συστήματος επιστροφής χρημάτων ή/και αποζημίωσης.

Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν επίσης την ανάπτυξη ανεξάρτητων εξωδικαστικών διαδικασιών για την επίλυση διαφορών μεταξύ φορέων παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών και χρηστών.

2.  Με την επιφύλαξη των λοιπών δυνατοτήτων προσφυγής που προβλέπει η εθνική και η κοινοτική νομοθεσία, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι χρήστες, ενεργώντας μεμονωμένα ή, εφόσον αυτό προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, σε συνδυασμό με τους οργανισμούς που εκπροσωπούν τα συμφέροντα των χρηστών και/ή των καταναλωτών, να δύνανται να υποβάλλουν στην αρμόδια εθνική αρχή τις περιπτώσεις όπου τα παράπονα των χρηστών προς φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών στο πλαίσιο της καθολικής υπηρεσίας δεν είχαν ικανοποιητικό αποτέλεσμα.

Σύμφωνα με το άρθρο 16, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας και, κατά περίπτωση, οι επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας δημοσιεύουν, παράλληλα με την ετήσια έκθεση για την παρακολούθηση των επιδόσεών τους, πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό των καταγγελιών και πώς αυτές αντιμετωπίσθηκαν.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Εναρμόνιση των τεχνικών προτύπων

Άρθρο 20

Η εναρμόνιση των τεχνικών προτύπων συνεχίζεται σε συνάρτηση κυρίως με το συμφέρον των χρηστών.

Η κατάρτιση των τεχνικών προτύπων που εφαρμόζονται στον τομέα των ταχυδρομείων ανατίθεται στην ευρωπαϊκή επιτροπή τυποποίησης βάσει εντολών, σύμφωνα με τις αρχές που περιέχονται στην οδηγία 83/189/ΕΟΚ, της 28ης Μαρτίου 1983, περί θεσπίσεως διαδικασίας για την παροχή πληροφοριών στον τομέα των τεχνικών προδιαγραφών και κανονισμών ( 9 ).

Οι εργασίες αυτές διενεργούνται λαμβάνοντας υπ' όψη τα μέτρα που έχουν θεσπιστεί σε διεθνές επίπεδο, ιδίως από την Παγκόσμια Ταχυδρομική Ένωση.

Τα ισχύοντα πρότυπα δημοσιεύονται μία φορά ετησίως Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας να αναφέρονται στα πρότυπα που έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο για το συμφέρον των χρηστών και ειδικότερα όταν παρέχουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 6.

Η επιτροπή που προβλέπεται στο άρθρο 21 ενημερώνεται για τις συζητήσεις στους κόλπους της της ευρωπαϊκής επιτροπής τυποποίησης, καθώς και για την πρόοδο που επιτελεί η τελευταία σ' αυτόν τον τομέα.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Η επιτροπή

▼M3

Άρθρο 21

1.  Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή.

2.  Στις περιπτώσεις που γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Η εθνική κανονιστική αρχή

▼M3

Άρθρο 22

1.  Κάθε κράτος μέλος ορίζει μια ή περισσότερες εθνικές ρυθμιστικές αρχές για τον τομέα των ταχυδρομείων, νομικώς και λειτουργικώς ανεξάρτητες από τους ταχυδρομικούς φορείς εκμετάλλευσης. Τα κράτη μέλη τα οποία διατηρούν την κυριότητα ή τον έλεγχο φορέων παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών εξασφαλίζουν τον ουσιαστικό διαρθρωτικό διαχωρισμό των κανονιστικών λειτουργιών από τις δραστηριότητες που έχουν σχέση με την κυριότητα ή τον έλεγχο.

Τα κράτη μέλη πληροφορούν την Επιτροπή σχετικά με το ποιες εθνικές ρυθμιστικές αρχές έχουν ορίσει για την εκτέλεση των καθηκόντων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη δημοσιεύουν τα καθήκοντα που ανατίθενται στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές έτσι ώστε να είναι εύκολα προσιτά, ιδίως εφόσον τα καθήκοντα αυτά ανατίθενται σε δύο ή περισσότερους φορείς. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, κατά περίπτωση, διαβουλεύσεις και συνεργασία μεταξύ των εν λόγω αρχών και των εθνικών αρχών που έχουν επιφορτισθεί με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού και της νομοθεσίας περί προστασίας των καταναλωτών για θέματα κοινού ενδιαφέροντος.

2.  Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές έχουν ως συγκεκριμένο καθήκον την εξασφάλιση της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την παρούσα οδηγία, ιδίως με τη δημιουργία διαδικασιών παρακολούθησης και κανονιστικών διαδικασιών ώστε να εξασφαλισθεί η παροχή της καθολικής υπηρεσίας. Δύνανται επίσης να επιφορτισθούν με τη διασφάλιση της τήρησης των κανόνων ανταγωνισμού στον τομέα των ταχυδρομείων.

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές συνεργάζονται στενά και παρέχουν αμοιβαία βοήθεια για να διευκολύνουν την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας στα πλαίσια των κατάλληλων υφιστάμενων φορέων.

3.  Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την ύπαρξη αποτελεσματικών μηχανισμών, σε εθνικό επίπεδο, βάσει των οποίων κάθε χρήστης ή φορέας παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών που θίγεται από απόφαση εθνικής ρυθμιστικής αρχής έχει δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης, ενώπιον οργάνου προσφυγής το οποίο είναι ανεξάρτητο από τα εμπλεκόμενα μέρη. Εν αναμονή του αποτελέσματος της προσφυγής, ισχύει η απόφαση της εθνικής ρυθμιστικής αρχής, εκτός εάν το όργανο προσφυγής αποφασίσει άλλως.

▼M3



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9α

Παροχή πληροφοριών

Άρθρο 22α

1.  Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών παρέχουν όλες τις πληροφορίες, ιδίως στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, περιλαμβανομένων των οικονομικών πληροφοριών και των πληροφοριών σχετικά με την παροχή της καθολικής υπηρεσίας, και συγκεκριμένα για τους ακόλουθους σκοπούς:

α) για να εξασφαλίζουν οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές τη συμμόρφωση με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας ή με τις αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με αυτήν·

β) για σαφώς καθορισμένους στατιστικούς σκοπούς.

2.  Οι φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών παρέχουν τις πληροφορίες αυτές αμέσως, κατόπιν αιτήματος, και εμπιστευτικά εφόσον απαιτείται, σύμφωνα με τις προθεσμίες και το βαθμό λεπτομέρειας που απαιτεί η εθνική ρυθμιστική αρχή. Οι πληροφορίες που ζητεί η εθνική ρυθμιστική αρχή πρέπει να είναι ανάλογες προς την εκτέλεση του συγκεκριμένου καθήκοντος. Η εθνική ρυθμιστική αρχή αιτιολογεί το αίτημά της για παροχή πληροφοριών.

3.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές παρέχουν στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήματος, τις κατάλληλες και σχετικές πληροφορίες που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων της στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας.

4.  Όταν η εθνική ρυθμιστική αρχή θεωρεί τις πληροφορίες εμπιστευτικές, σύμφωνα με τους κοινοτικούς και τους εθνικούς κανόνες περί επιχειρηματικού απορρήτου, η Επιτροπή και οι οικείες εθνικές ρυθμιστικές αρχές διατηρούν αυτό το βαθμό εμπιστευτικότητας.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Τελικές διατάξεις

▼M3

Άρθρο 23

Κάθε τέσσερα έτη και για πρώτη φορά το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2013, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, στην οποία περιλαμβάνονται οι αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τις εξελίξεις του τομέα, ιδίως όσον αφορά τις οικονομικές και κοινωνικές πτυχές, τις πτυχές τις σχετικές με την απασχόληση και τις τεχνολογικές πτυχές, καθώς και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Η έκθεση αυτή συνοδεύεται ενδεχομένως από προτάσεις προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

▼M3

Άρθρο 23α

Η Επιτροπή παρέχει βοήθεια στα κράτη μέλη όσον αφορά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων για τον υπολογισμό οποιασδήποτε καθαρής δαπάνης της καθολικής υπηρεσίας.

▼M3 —————

▼B

Άρθρο 28

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

▼M3




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό οποιουδήποτε καθαρού κόστους της καθολικής υπηρεσίας

Μέρος Α:   Ορισμός των υποχρεώσεων παροχής καθολικής υπηρεσίας

«Υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας»: οι κατά το άρθρο 3 υποχρεώσεις τις οποίες επιβάλλει κράτος μέλος σε φορέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών και οι οποίες αφορούν την παροχή ταχυδρομικής υπηρεσίας στο σύνολο καθορισμένης γεωγραφικής περιοχής, περιλαμβανομένων, κατά περίπτωση, ενιαίων τιμών στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας ή της παροχής ορισμένων δωρεάν υπηρεσιών για άτομα τυφλά ή με σοβαρά προβλήματα όρασης.

Οι εν λόγω υποχρεώσεις είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

 περισσότερες ημέρες διανομής από τις προβλεπόμενες στην παρούσα οδηγία,

 προσιτά σημεία πρόσβασης, ώστε να ικανοποιούνται οι υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας,

 λογικές τιμές για την καθολική υπηρεσία,

 ενιαίες τιμές για την καθολική υπηρεσία,

 παροχή ορισμένων δωρεάν υπηρεσιών για άτομα τυφλά ή με σοβαρά προβλήματα όρασης.

Μέρος B:   Υπολογισμός του καθαρού κόστους

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές εξετάζουν όλα τα μέσα για την εξασφάλιση κατάλληλων κινήτρων ώστε οι φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών (καθορισμένοι ή μη) να είναι σε θέση να εκπληρώνουν την υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας αποτελεσματικά σε σχέση με το κόστος.

Το καθαρό κόστος των υποχρεώσεων παροχής καθολικής υπηρεσίας είναι κάθε κόστος συναφές και αναγκαίο για τη λειτουργία της παροχής καθολικής υπηρεσίας. Το καθαρό κόστος των υποχρεώσεων παροχής καθολικής υπηρεσίας υπολογίζεται ως η διαφορά μεταξύ του καθαρού κόστους της λειτουργίας καθορισμένου φορέα παροχής καθολικής υπηρεσίας με υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας και του κόστους λειτουργίας του ίδιου φορέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών χωρίς υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας.

Κατά τον υπολογισμό συνεκτιμώνται όλα τα άλλα σχετικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων ενδεχόμενων άυλων οφελών και οφελών της αγοράς που αποκομίζει φορέας παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών στον οποίο έχει ανατεθεί η παροχή καθολικής υπηρεσίας, του δικαιώματος για εύλογα κέρδη και των κινήτρων της αποτελεσματικότητας σε σχέση με το κόστος.

Πρέπει να δίνεται η δέουσα προσοχή στην ορθή εκτίμηση των στοιχείων κόστους τα οποία θα είχε επιλέξει να αποφύγει οποιοσδήποτε καθορισμένος φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας, εάν δεν ήταν επιφορτισμένος με υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας. Κατά τον υπολογισμό του καθαρού κόστους θα πρέπει να συνεκτιμώνται τα άυλα οφέλη του φορέα παροχής καθολικής υπηρεσίας.

Ο υπολογισμός βασίζεται στο κόστος που προκύπτει από:

i) στοιχεία των καθορισμένων υπηρεσιών οι οποίες μπορούν να παρέχονται μόνο με ζημία ή με συνθήκες κόστους που δεν εμπίπτουν στα συνήθη εμπορικά πρότυπα· η κατηγορία αυτή είναι δυνατόν να περιλαμβάνει στοιχεία υπηρεσιών όπως οι οριζόμενες στο μέρος Α,

ii) ειδικούς χρήστες ή ομάδες χρηστών που μπορούν να εξυπηρετούνται μόνο με ζημία ή με συνθήκες κόστους που δεν εμπίπτουν στα συνήθη εμπορικά πρότυπα, λόγω του κόστους παροχής της συγκεκριμένης υπηρεσίας, των σχετικών εσόδων και ενδεχομένων ενιαίων τιμών που επιβάλλει το κράτος μέλος.

Η εν λόγω κατηγορία περιλαμβάνει τους χρήστες ή ομάδες χρηστών που δεν θα εξυπηρετούνταν από εμπορικό φορέα εκμετάλλευσης χωρίς υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας.

Ο υπολογισμός του καθαρού κόστους των ειδικών πτυχών των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας διενεργείται χωριστά, ώστε να μην υπολογίζονται διπλά ενδεχόμενα άμεσα ή έμμεσα οφέλη και στοιχεία κόστους. Το συνολικό καθαρό κόστος των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας για οποιονδήποτε καθορισμένο φορέα παροχής καθολικής υπηρεσίας υπολογίζεται ως άθροισμα του καθαρού κόστους που προκύπτει από τις επιμέρους συνιστώσες των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη ενδεχόμενων άυλων οφελών. Η ευθύνη για την επαλήθευση του καθαρού κόστους ανήκει στην εθνική ρυθμιστική αρχή. Ο φορέας ή οι φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας συνεργάζονται με την εθνική ρυθμιστική αρχή κατά την επαλήθευση του καθαρού κόστους.

Μέρος Γ:   Κάλυψη του καθαρού κόστους των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας

Η κάλυψη ή η χρηματοδότηση οποιωνδήποτε στοιχείων καθαρού κόστους των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας ενδέχεται να συνεπάγεται την αποζημίωση των καθορισμένων φορέων παροχής καθολικής υπηρεσίας για τις υπηρεσίες που παρέχουν υπό μη εμπορικές συνθήκες. Δεδομένου ότι η αποζημίωση αυτή συνεπάγεται μεταφορές κεφαλαίων, τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν ότι αυτές διεξάγονται με αντικειμενικότητα, διαφάνεια, αμεροληψία και αναλογικότητα. Αυτό σημαίνει ότι οι μεταφορές κεφαλαίων θα πρέπει να προκαλούν τις ελάχιστες δυνατές στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό και στη ζήτηση των χρηστών.

Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 4, κάθε μηχανισμός επιμερισμού μέσω ταμείου θα πρέπει να χρησιμοποιεί διαφανή και ουδέτερα μέσα για την είσπραξη των εισφορών, ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος διπλής καταβολής εισφορών τόσο για τις εκροές όσο και για τις εισροές των επιχειρήσεων.

Ο ανεξάρτητος φορέας διαχείρισης του ταμείου είναι αρμόδιος για την είσπραξη των εισφορών από τις επιχειρήσεις που υποχρεούνται στην καταβολή εισφοράς για τη χρηματοδότηση του καθαρού κόστους των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας στα κράτη μέλη και εποπτεύει τη μεταφορά των οφειλόμενων ποσών προς τις επιχειρήσεις που δικαιούνται πληρωμών από το ταμείο.

▼B




►M3  ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II ◄

Ποιοτικές προδιαγραφές για το ενδοκοινοτικό διασυνοριακό ταχυδρομείο

Οι ποιοτικές προδιαγραφές για το ενδοκοινοτικό διασυνοριακό ταχυδρομείο σε κάθε χώρα ορίζονται σε σχέση με τη διάρκεια διεκπεραίωσης ταχυδρομικών αποστολών της ταχύτερης τυποποιημένης κατηγορίας, υπολογιζόμενης απ' άκρου εις άκρον ( 10 ), σύμφωνα με τον τύπο D + n, όπου D η ημερομηνία κατάθεσης ( 11 ) και n ο αριθμός εργάσιμων ημερών που παρεμβάλλονται ανάμεσα σ' αυτήν την ημερομηνία και την ημερομηνία παράδοσης στον παραλήπτη.



Ποιοτικές προδιαγραφές για το ενδοκοινοτικό διασυνοριακό ταχυδρομείο

Διάρκεια

Στόχος

D + 3

85 % των αποστολών

D + 5

97 % των αποστολών

Οι προδιαγραφές πρέπει να πληρούνται όχι μόνο για το σύνολο της ενδοκοινοτικής κίνησης αλλά και για κάθε διμερή ροή μεταξύ δύο κρατών μελών.



( 1 ) ΕΕ C 322 της 2. 12. 1995, σ. 22 και ΕΕ C 300 της 10. 10. 1996, σ. 22.

( 2 ) ΕΕ C 174 της 17. 6. 1996, σ. 41.

( 3 ) ΕΕ C 337 της 11. 11. 1996, σ. 28.

( 4 ) ΕΕ C 42 της 15. 2. 1993, σ. 240.

( 5 ) ΕΕ C 48 της 16. 2. 1994, σ. 3.

( 6 ) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 9ης Μαΐου 1996 (ΕΕ C 152 της 27. 5. 1996, σ. 20), κοινή θέση του Συμβουλίου της 29. 4. 1997 (ΕΕ C 188 της 19. 6. 1997, σ. 9) και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16. 9. 1997, (ΕΕ C 304 της 6. 10. 1997, σ. 34), απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 19. 11. 1997 και απόφαση του Συμβουλίου της 1. 12. 1997.

( 7 ) ΕΕ L 95 της 21. 4. 1993, σ. 29.

( 8 ) ΕΕ L 134 της 30.4.2004, σ. 114.

( 9 ) ΕΕ L 109 της 26. 4. 1983, σ. 8· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση 96/139/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 32 της 10. 2. 1996, σ. 31).

( 10 ) Η «διάρκεια διεκπεραίωσης υπολογιζόμενη απ' άκρου εις άκρον» είναι το χρονικό διάστημα που παρεμβάλλεται ανάμεσα στο σημείο πρόσβασης στο δίκτυο και στο σημείο παράδοσης στον παραλήπτη.

( 11 ) Ως ημερομηνία κατάθεσης λαμβάνεται η ίδια η ημερομηνία της κατάθεσης του ταχυδρομικού αντικειμένου, αν αυτό κατατεθεί πριν από την τελευταία αναγραφόμενη ώρα συλλογής για το συγκεκριμένο σημείο πρόσβασης στο δίκτυο. Αν το αντικείμενο κατατεθεί μετά από αυτό το χρονικό όριο, τότε ως ημερομηνία κατάθεσης λαμβάνεται η επομένη ημέρα συλλογής.