1962R0031 — EL — 01.01.2009 — 007.001


Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

►B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΟΚ) αριθ. 31

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΥΡΑΤΌΜ) αριθ. 11

περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας

(ΕΕ P 045, 14.6.1962, p.1385)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  No

page

date

 M1

RÈGLEMENTNo 1/63/Euratom DU CONSEIL du 26 février 1963 (*)

  P 35

524

6.3.1963

 M2

RÈGLEMENTNo 2/63/Euratom DU CONSEIL du 26 février 1963 (*)

  P 35

526

6.3.1963

►M3

RÈGLEMENTNo 17/63/CEE DU CONSEIL du 26 février 1963 (*)

  P 35

528

6.3.1963

 M4

REGULATIONNo 18/63/EEC OF THE COUNCIL of 26 February 1963 (*)

  P 35

529

6.3.1963

►M5

REGULATION No 5/64/Euratom OF THE COUNCIL of 10 November 1964 (*)

  P 190

2971

21.11.1964

 M6

REGULATIONNo 182/64/EEC OF THE COUNCIL of 10 November 1964 (*)

  P 190

2971

21.11.1964

 M7

RÈGLEMENTNo 2/65/Euratom DU CONSEIL du 11 janvier 1965 (*)

  P 18

242

4.2.1965

 M8

RÈGLEMENTNo 8/65/CEE DU CONSEIL du 11 janvier 1965 (*)

  P 18

242

4.2.1965

►M9

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ αριθ. 4/65/Ευρατόμ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 16ης Μαρτίου 1965

  P 47

701

24.3.1965

 M10

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ αριθ. 30/65/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 16ης Μαρτίου 1965

  P 47

701

24.3.1965

 M11

RÈGLEMENTNo 1/66/EURATOM DU CONSEIL du 28 décembre 1965 (*)

  P 31

461

19.2.1966

 M12

RÈGLEMENTNo 14/66/CEE DU CONSEIL du 28 décembre 1965 (*)

  P 31

461

19.2.1966

 M13

RÈGLEMENTNo 10/66/Euratom DU CONSEIL du 24 novembre 1966 (*)

  P 225

3814

6.12.1966

 M14

RÈGLEMENTNo 198/66/CEE DU CONSEIL du 24 novembre 1966 (*)

  P 225

3814

6.12.1966

►M15

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 29ης Φεβρουαρίου 1968

  L 56

1

4.3.1968

►M16

REGULATION (Euratom, ECSC, EEC) No 2278/69 OF THE COUNCIL of 13 November 1969 (*)

  L 289

1

17.11.1969

 M17

RÈGLEMENT (CECA, CEE, Euratom) No 95/70 DU CONSEIL du 19 janvier 1970 (*)

  L 15

1

21.1.1970

 M18

REGULATION (ECSC, EEC, Euratom) No 96/70 OF THE COUNCIL of 19 January 1970 (*)

  L 15

4

21.1.1970

 M19

REGULATION (EEC, Euratom, ECSC)No 16/71 OF THE COUNCIL of 30 December 1970 (*)

  L 5

1

7.1.1971

 M20

REGULATION (EEC, Euratom, ECSC) No 2653/71 OF THE COUNCIL of 11 December 1971 (*)

  L 276

1

16.12.1971

 M21

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 2654/71 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 11ης Δεκεμβρίου 1971

  L 276

6

16.12.1971

►M22

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 1369/72 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 27ης Ιουνίου 1972

  L 149

1

1.7.1972

►M23

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ.1473/72 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 30ής Ιουνίου 1972

  L 160

1

16.7.1972

 M24

REGULATION (ECSC, EEC, Euratom) No 2647/72 OF THE COUNCIL of 12 December 1972 (*)

  L 283

1

20.12.1972

►M25

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 558/73 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 26ης Φεβρουαρίου 1973

  L 55

1

28.2.1973

 M26

REGULATION (ECSC, EEC, Euratom) No 2188/73OF THE COUNCIL of 9 August 1973 (*)

  L 223

1

11.8.1973

 M27

REGULATION (EEC, Euratom, ECSC) No 2/74 OF THE COUNCIL of 28 December 1973 (*)

  L 2

1

3.1.1974

 M28

REGULATION (EEC, Euratom, ECSC) No 3191/74 OF THE COUNCIL of 17 December 1974 (*)

  L 341

1

20.12.1974

►M29

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 711/75 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 18ης Μαρτίου 1975

  L 71

1

20.3.1975

►M30

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 1009/75 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 14ης Απριλίου 1975

  L 98

1

19.4.1975

►M31

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 1601/75 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 24ης Ιουνίου 1975

  L 164

1

27.6.1975

 M32

REGULATION (Euratom, ECSC, EEC) No 2577/75 OF THE COUNCIL of 7 October 1975 (*)

  L 263

1

11.10.1975

►M33

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2615/76 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 21ης Οκτωβρίου 1976

  L 299

1

29.10.1976

 M34

COUNCIL REGULATION (ECSC, EEC, Euratom) No 3177/76 of 21 December 1976 (*)

  L 359

1

30.12.1976

 M35

COUNCIL REGULATION (ECSC, EEC, Euratom) No 3178/76 of 21 December 1976 (*)

  L 359

9

30.12.1976

 M36

COUNCIL REGULATION (EEC, Euratom, ECSC) No 1376/77 of 21 June 1977 (*)

  L 157

1

28.6.1977

 M37

COUNCIL REGULATION (EEC, Euratom, ECSC) No 2687/77 of 5 December 1977 (*)

  L 314

1

8.12.1977

 M38

COUNCIL REGULATION (EEC, Euratom, ECSC) No 2859/77 of 19 December 1977 (*)

  L 330

1

23.12.1977

►M39

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 912/78 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 2ας Μαΐου 1978

  L 119

1

3.5.1978

 M40

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 914/78 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 2ας Μαΐου 1978

  L 119

8

3.5.1978

 M41

COUNCIL REGULATION (Euratom, ECSC, EEC) No 2711/78 of 20 November 1978 (*)

  L 328

1

23.11.1978

 M42

COUNCIL REGULATION (Euratom, ECSC, EEC) No 3084/78 of 21 December 1978 (*)

  L 369

1

29.12.1978

►M43

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 3085/78 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 21ης Δεκεμβρίου 1978

  L 369

6

29.12.1978

 M44

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2955/79 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 18ης Δεκεμβρίου 1979

  L 336

1

29.12.1979

 M45

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 160/80 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 21ης Ιανουαρίου 1980

  L 20

1

26.1.1980

 M46

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 161/80 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 21ης Ιανουαρίου 1980

  L 20

5

26.1.1980

 M47

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 187/81 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 20ής Ιανουαρίου 1981

  L 21

18

24.1.1981

 M48

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 397/81 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 10ης Φεβρουαρίου 1981

  L 46

1

19.2.1981

 M49

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (Ευρατόμ, EKAX, EOK) αριθ. 2780/81 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 22ας Σεπτεμβρίου 1981

  L 271

1

26.9.1981

►M50

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 3821/81 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 15ης Δεκεμβρίου 1981

  L 386

1

31.12.1981

 M51

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (EKAX, EOK, Ευρατόμ) αριθ. 371/82 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 15ης Φεβρουαρίου 1982

  L 47

8

19.2.1982

 M52

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (EKAX, EOK, Ευρατόμ) αριθ. 372/82 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 15ης Φεβρουαρίου 1982

  L 47

13

19.2.1982

 M53

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (EKAX, EOK, Ευρατόμ) αριθ. 3139/82 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 22ας Νοεμβρίου 1982

  L 331

1

26.11.1982

 M54

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 440/83 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 21ης Φεβρουαρίου 1983

  L 53

1

26.2.1983

 M55

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 1819/83 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 28ης Ιουνίου 1983

  L 180

1

5.7.1983

►M56

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 2074/83 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 21ης Ιουλίου 1983

  L 203

1

27.7.1983

 M57

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 3647/83 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 19ης Δεκεμβρίου 1983

  L 361

1

24.12.1983

 M58

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 419/85 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 18ης Φεβρουαρίου 1985

  L 51

1

21.2.1985

 M59

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 420/85 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 18ης Φεβρουαρίου 1985

  L 51

6

21.2.1985

►M60

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1578/85 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 10ης Ιουνίου 1985

  L 154

1

13.6.1985

 M61

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΟΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 1915/85 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 8ης Ιουλίου 1985

  L 180

3

12.7.1985

►M62

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2799/85 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 27ης Σεπτεμβρίου 1985

  L 265

1

8.10.1985

 M63

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 3580/85 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 17ης Δεκεμβρίου 1985

  L 343

1

20.12.1985

 M64

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 3855/86 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 16ης Δεκεμβρίου 1986

  L 359

1

19.12.1986

 M65

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 3856/86 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 16ης Δεκεμβρίου 1986

  L 359

5

19.12.1986

 M66

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 793/87 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 16ης Μαρτίου 1987

  L 79

1

21.3.1987

►M67

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 3019/87 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 5ης Οκτωβρίου 1987

  L 286

3

9.10.1987

 M68

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 3212/87 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 20ής Οκτωβρίου 1987

  L 307

1

29.10.1987

 M69

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 3784/87 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 14ης Δεκεμβρίου 1987

  L 356

1

18.12.1987

 M70

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2338/88 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 25ης Ιουλίου 1988

  L 204

1

29.7.1988

 M71

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2339/88 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 25ης Ιουλίου 1988

  L 204

5

29.7.1988

 M72

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 3982/88 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 19ης Δεκεμβρίου 1988

  L 354

1

22.12.1988

 M73

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 2187/89 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 18ης Ιουλίου 1989

  L 209

1

21.7.1989

 M74

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 3728/89 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 11ης Δεκεμβρίου 1989

  L 364

1

14.12.1989

 M75

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 2258/90 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 27ης Ιουλίου 1990

  L 204

1

2.8.1990

 M76

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 3736/90 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 19ης Δεκεμβρίου 1990

  L 360

1

22.12.1990

 M77

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΟΚ) αριθ. 2232/91 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 22ας Ιουλίου 1991

  L 204

1

27.7.1991

►M78

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 3830/91 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 19ης Δεκεμβρίου 1991

  L 361

1

31.12.1991

 M79

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 3831/91 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 19ης Δεκεμβρίου 1991

  L 361

7

31.12.1991

 M80

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 3832/91 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 19ης Δεκεμβρίου 1991

  L 361

9

31.12.1991

 M81

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 3833/91 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 19ης Δεκεμβρίου 1991

  L 361

10

31.12.1991

 M82

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 3834/91 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 19ης Δεκεμβρίου 1991

  L 361

13

31.12.1991

►M83

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ.571/92 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 2ας Μαρτίου 1992

  L 62

1

7.3.1992

 M84

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 3761/92 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 21ης Δεκεμβρίου 1992

  L 383

1

29.12.1992

►M85

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 3947/92 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 21ης Δεκεμβρίου 1992

  L 404

1

31.12.1992

 M86

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΚ) αριθ. 3608/93 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 20ής Δεκεμβρίου 1993

  L 328

1

29.12.1993

 M87

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 3161/94 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 19ης Δεκεμβρίου 1994

  L 335

1

23.12.1994

 M88

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 2963/95 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 18ης Δεκεμβρίου 1995

  L 310

1

22.12.1995

 M89

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΚ) αριθ. 1354/96 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 8ης Ιουλίου 1996

  L 175

1

13.7.1996

 M90

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΚ) αριθ. 2485/96 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 20ής Δεκεμβρίου 1996

  L 338

1

28.12.1996

►M91

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2192/97 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 30ής Οκτωβρίου 1997

  L 301

5

5.11.1997

 M92

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2591/97 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 18ης Δεκεμβρίου 1997

  L 351

1

23.12.1997

►M93

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 781/98 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 7ης Απριλίου 1998

  L 113

4

15.4.1998

►M94

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 2458/98 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 12ης Νοεμβρίου 1998

  L 307

1

17.11.1998

►M95

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 2594/98 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 27ης Νοεμβρίου 1998

  L 325

1

3.12.1998

 M96

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 2762/98 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 17ης Δεκεμβρίου 1998

  L 346

1

22.12.1998

►M97

Ανακοίνωση της Επιτροπής στα άλλα όργανα σχετικά με τη μετατροπή σε ευρώ των ποσών που αναφέρονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης  (1999/C 60/09)

  C 60

11

2.3.1999

 M98

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 620/1999 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 22ας Μαρτίου 1999

  L 78

1

24.3.1999

 M99

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 1238/1999 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 14ης Ιουνίου 1999

  L 150

1

17.6.1999

 M100

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 2700/1999 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 17ης Δεκεμβρίου 1999

  L 327

1

21.12.1999

 M101

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 212/2000 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 24ης Ιανουαρίου 2000

  L 24

1

29.1.2000

►M102

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 628/2000 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 20ής Μαρτίου 2000

  L 76

1

25.3.2000

 M103

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 2804/2000 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 18ης Δεκεμβρίου 2000

  L 326

3

22.12.2000

 M104

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 2805/2000 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 18ης Δεκεμβρίου 2000

  L 326

7

22.12.2000

 M105

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 1986/2001 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 8ης Οκτωβρίου 2001

  L 271

1

12.10.2001

 M106

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 2581/2001 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 17ης Δεκεμβρίου 2001

  L 345

1

29.12.2001

 M107

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 490/2002 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 18ης Μαρτίου 2002

  L 77

1

20.3.2002

 M108

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2265/2002 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 16ης Δεκεμβρίου 2002

  L 347

1

20.12.2002

 M109

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2148/2003 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 5ης Δεκεμβρίου 2003

  L 323

1

10.12.2003

 M110

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2181/2003 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 8ης Δεκεμβρίου 2003

  L 327

1

16.12.2003

 M111

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2182/2003 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 8ης Δεκεμβρίου 2003

  L 327

3

16.12.2003

►M112

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 723/2004 της 22ας Μαρτίου 2004

  L 124

1

27.4.2004

►M113

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 23/2005 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 20ής Δεκεμβρίου 2004

  L 6

1

8.1.2005

 M114

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 31/2005 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 20ής Δεκεμβρίου 2004

  L 8

1

12.1.2005

 M115

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 1972/2005 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 29ης Νοεμβρίου 2005

  L 317

1

3.12.2005

 M116

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2104/2005 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 20ής Δεκεμβρίου 2005

  L 337

7

22.12.2005

 M117

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1066/2006 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 27ης Ιουνίου 2006

  L 194

1

14.7.2006

 M118

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1895/2006 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ, της 19ης Δεκεμβρίου 2006,

  L 397

6

30.12.2006

►M119

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 337/2007 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 27ης Μαρτίου 2007

  L 90

1

30.3.2007

 M120

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1558/2007 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 17ης Δεκεμβρίου 2007

  L 340

1

22.12.2007

 M121

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 420/2008 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 14ης Μαΐου 2008

  L 127

1

15.5.2008

►M122

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1323/2008 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 18ης Δεκεμβρίου 2008

  L 345

10

23.12.2008

►M123

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1324/2008 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 18ης Δεκεμβρίου 2008

  L 345

17

23.12.2008


Διορθώνεται από:

 C1

Διορθωτικό, ΕΕ L 130, 16.5.1981, σ. 26  (187/81)

 C2

Διορθωτικό, ΕΕ L 130, 16.5.1981, σ. 26  (397/81)

 C3

Διορθωτικό, ΕΕ L 289, 9.10.1981, σ. 36  (2780/81)

 C4

Διορθωτικό, ΕΕ L 011, 17.1.1998, σ. 45  (2591/97)

►C5

Διορθωτικό, ΕΕ L 051, 24.2.2005, σ. 28  (723/04)

►C6

Διορθωτικό, ΕΕ L 248, 22.9.2007, σ. 27  (1473/72)

►C7

Διορθωτικό, ΕΕ L 248, 22.9.2007, σ. 26  (723/04)



(*)

Η παρούσα πράξη δεν έχει δημοσιευτεί στην ελληνική γλώσσα.




▼B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΟΚ) αριθ. 31

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΥΡΑΤΌΜ) αριθ. 11

περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας



ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ,

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος, και ιδίως τα άρθρα 179, 212 και 215,

τη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας, και ιδίως τα άρθρα 152, 186 και 188,

το πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος, και ιδίως τα άρθρα 6 και 14,

το πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας, και ιδίως τα άρθρα 6 και 14,

τις προτάσεις που έχουν υποβληθεί από τις Επιτροπές σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 των πρωτόκολλων περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κοινοβουλευτικής Συνελεύσεως,

τη γνώμη του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Εκτιμώντας:

ότι η έκδοση του κανονισμού περί της υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας εναπόκειται στα Συμβούλια που αποφαίνονται ομοφώνως, σε συνεργασία με τις Επιτροπές και κατόπιν διαβουλεύσεως με τα άλλα ενδιαφερόμενα όργανα·

ότι ο εν λόγω κανονισμός και το εν λόγω καθεστώς οφείλουν αφενός μεν να εξασφαλίζουν στις Κοινότητες τη συνεργασία υπαλλήλων, οι οποίοι διαθέτουν τα υψηλότερα προσόντα ανεξαρτησίας, ικανότητας, αποδόσεως και ακεραιότητας και επιλέγονται με την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών των Κοινοτήτων και αφετέρου να επιτρέπουν στους τελευταίους να ασκούν τα καθήκοντά τους κάτω από συνθήκες ικανές να εγγυηθούν την καλύτερη λειτουργία των υπηρεσιών,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:



Άρθρο μόνο

Ο κανονισμός περί της υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας καθορίζονται από τις διατάξεις που αναφέρονται στο παράρτημα και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του παρόντος κανονισμού.

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 1962.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.




▼M15

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

▼B

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Τίτλος Ι.

Γενικές Διατάξεις.

Τίτλος ΙΙ.

Δικαιώματα και υποχρεώσεις του υπαλλήλου

Τίτλος III.

Σταδιοδρομία του υπαλλήλου

Κεφάλαιο 1:

Πρόσληψη

Κεφάλαιο 2:

Κατάσταση του υπαλλήλου

Τμήμα 1:

Ενεγός υπηρεσία

Τμήμα 2:

Απόσπαση

Τμήμα 3:

Άδεια για προσωπικούς λόγους

Τμήμα 4:

Διαθεσιμότητα

Τμήμα 5:

Άδεια για εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων

Τμήμα 6:

Γονική άδεια και άδεια για οικογενειακούς λόγους

Κεφάλαιο 3:

Βαθμολόγηση, προαγωγή κατά κλιμάκιο και προαγωγή κατά βαθμό

Κεφάλαιο 4:

Οριστική λήξη των καθηκόντων

Τμήμα 1:

Παραίτηση

Τμήμα 2:

Παύση

Τμήμα 3:

Απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας

Τμήμα 4:

Διαδικασίες για επαγγελματική ανεπάρκεια

Τμήμα 5:

Συνταξιοδότηση

Τμήμα 6:

Επίτιμοι τίτλοι

Τίτλος IV.

Όροι εργασίας του υπαλλήλου

Κεφάλαιο 1:

Διάρκεια εργασίας

Κεφάλαιο 2:

Άδειες

Κεφάλαιο 3:

Αργίες

Τίτλος V.

Καθεστώς χρηματικών απολαβών και κοινωνικά πλεονεκτήματα του υπαλλήλου

Κεφάλαιο 1:

Αποδοχές και επιστροφή εξόδων

Τμήμα 1:

Αποδοχές

Τμήμα 2:

Επιστροφή εξόδων

Κεφάλαιο 2:

Κοινωνική ασφάλιση

Κεφάλαιο 3:

Συντάξεις και επίδομα αναπηρίας

Κεφάλαιο 4:

Επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων

Κεφάλαιο 5:

Υποκατάσταση της Κοινότητας

Τίτλος VI.

Πειθαρχικό καθεστώς

Τίτλος VII.

Προσφυγές

Τίτλος VIII.

Ειδικές διατάξεις που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους του επιστημονικού και τεχνικού κλάδου των Κοινοτήτων

Τίτλος VΙΙΙα

Ειδικές και κατά παρέκκλιση διατάξεις που ισχύουν για τους υπαλλήλους που είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα

Τίτλος IX.

Μεταβατικές και τελικές διατάξεις

Κεφάλαιο 1:

Μεταβατικές διατάξεις

Κεφάλαιο 2:

Τελικές διατάξεις

Παράρτημα Ι.

Α — Θέσεις-τύποι σε καθεμία από τις ομάδες καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 5, παράγραφος 3

Β — Ποσοστά πολλαπλασιασμού για τον καθορισμό της ισοδυναμίας των μέσων σταδιοδρομιών

Παράρτημα II.

Σύνθεση και τρόποι λειτουργίας των οργάνων που προβλέπονται στο άρθρο 9 του κανονισμού

Παράρτημα ΙΙΙ.

Διαδικασία διαγωνισμών

Παράρτημα IV.

Διαδικασία χορηγήσεως της αποζημιώσεως που προβλέπεται στα άρθρα 41 και 50 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως

Παράρτημα IVα.

Εργασία με μειωμένο ωράριο

Παράρτημα V.

Διαδικασία χορηγήσεως αδειών

Παράρτημα VI.

Τρόπος συμψηφισμού και αμοιβής των υπερωριών

Παράρτημα VΙΙ.

Κανόνες σχετικοί με τις αποδοχές και με τις επιστροφές εξόδων

Παράρτημα VΙΙΙ.

Συνταξιοδοτικό καθεστώς

Παράρτημα IX.

Πειθαρχική διαδικασία

Παράρτημα X.

Ειδικές και κατά παρέκκλιση διατάξεις που ισχύουν για τους υπαλλήλους οι οποίοι είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα

Παράρτημα XI.

Κανόνες εφαρμογής των άρθρων 64 και 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης

Παράρτημα XII.

Λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου 83Α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης

Παράρτημα XIII.

Μεταβατικά μέτρα που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους των Κοινοτήτων

Παράρτημα XIII.1.

Θέσεις — τύποι κατά τη μεταβατική περίοδο

ΤΙΤΛΟΣ Ι

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

▼M112

Άρθρο 1

Ο παρών κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται στους υπαλλήλους των Κοινοτήτων.

Άρθρο 1α

1.  Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ως «υπάλληλος των Κοινοτήτων», νοείται κάθε πρόσωπο που έχει διορισθεί, κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, σε μόνιμη θέση ενός από τα όργανα των Κοινοτήτων με γραπτή πράξη της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής του οργάνου αυτού.

2.  Ο ορισμός της παραγράφου 1 εφαρμόζεται επίσης στα πρόσωπα που διορίζονται από κοινοτικούς οργανισμούς στους οποίους εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης δυνάμει των κοινοτικών ιδρυτικών πράξεών τους (στο εξής καλούμενους «Υπηρεσίες»). Οι αναφορές στα «όργανα» στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης ισχύουν και για τις Υπηρεσίες, εκτός εάν προβλέπεται άλλως στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

▼M112

Άρθρο 1β

Εκτός αν προβλέπεται άλλως στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης,

α) η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή,

β) η Επιτροπή των Περιφερειών,

γ) ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής και,

δ) ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων,

εξομοιώνονται, για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, με τα όργανα των Κοινοτήτων.

Άρθρο 1γ

Κάθε αναφορά, στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, σε πρόσωπο άρρεν νοείται ως εξίσου υποδηλώνουσα πρόσωπο θήλυ και αντιστρόφως, εκτός εάν από τα συμφραζόμενα συνάγεται σαφώς άλλως.

▼M93

Άρθρο 1 ►M112  δ ◄

▼M112

1.  Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, απαγορεύεται οποιαδήποτε διάκριση ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, ηλικίας, αναπηρίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι μη έγγαμες σχέσεις συμβίωσης αντιμετωπίζονται όπως και ο γάμος, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλοι οι απαριθμούμενοι στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ), του Παραρτήματος VII όροι.

▼M93

2.  Προκειμένου να εξασφαλιστεί εμπράκτως η πλήρης ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών στην εργασία, ►M112  πράγμα που αποτελεί ουσιώδες στοιχείο το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εφαρμογή όλων των πτυχών του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ◄ η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εμποδίζει τα όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν μέτρα που προβλέπουν ειδικά πλεονεκτήματα, τα οποία διευκολύνουν το λιγότερο εκπροσωπούμενο φύλο να συνεχίσει μια επαγγελματική δραστηριότητα ή προλαμβάνουν ή αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματα στην επαγγελματική σταδιοδρομία.

3.  Τα όργανα καθορίζουν, από κοινού, μετά από γνώμη της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, τα μέτρα και τις ενέργειες που προορίζονται να προωθήσουν την ισότητα ευκαιριών μεταξύ γυναικών και ανδρών υπαλλήλων στους τομείς που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, και θεσπίζουν τις αρμόζουσες διατάξεις, ιδίως για την επανόρθωση των πραγματικών ανισοτήτων που θίγουν τις ευκαιρίες των γυναικών στους τομείς που καλύπτονται από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

▼M112

4.  Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ένα πρόσωπο θεωρείται ανάπηρο εφόσον παρουσιάζει σωματική ή πνευματική μειονεξία η οποία είναι ή πιθανολογείται ότι είναι μόνιμη. Η μειονεξία αυτή πιστοποιείται σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 33 διαδικασία.

Ένα πρόσωπο με αναπηρία πληροί τους όρους του άρθρου 28, στοιχείο ε), εάν δύναται να εκτελεί τα ουσιώδη καθήκοντα θέσης εργασίας, αφού γίνουν λογικές διαρρυθμίσεις.

Ως «λογικές διαρρυθμίσεις» σε σχέση με τα ουσιώδη καθήκοντα της θέσης εργασίας, νοούνται τα κατάλληλα μέτρα, όπου απαιτείται, που παρέχουν τη δυνατότητα στο πρόσωπο με αναπηρία να έχει πρόσβαση, να συμμετέχει ή να προωθείται στην απασχόληση ή να εκπαιδεύεται, εκτός εάν τα μέτρα αυτά αποτελούν υπερβολική επιβάρυνση για τον εργοδότη.

5.  Οσάκις πρόσωπα καλυπτόμενα από τον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, τα οποία θεωρούν ότι βλάπτονται, επειδή η αρχή της ίσης μεταχείρισης, όπως προαναφέρθηκε, δεν εφαρμόσθηκε σε αυτά, αποδεικνύουν γεγονότα, από τα οποία τεκμαίρεται ότι υπήρξε άμεση ή έμμεση διάκριση, το όργανο φέρει το βάρος της απόδειξης ότι δεν υπήρξε παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Η παρούσα διάταξη δεν εφαρμόζεται στις πειθαρχικές διαδικασίες.

6.  Τηρουμένης της αρχής περί μη διακρίσεων και της αρχής της αναλογικότητας, κάθε περιορισμός στην εφαρμογή των αρχών αυτών πρέπει να είναι εύλογα και αντικειμενικά δικαιολογημένος και πρέπει να ανταποκρίνεται σε θεμιτούς στόχους γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού. Οι στόχοι αυτοί μπορεί ιδίως να δικαιολογούν τον καθορισμό ηλικίας υποχρεωτικής συνταξιοδότησης και ελάχιστης ηλικίας για τη λήψη σύνταξης αρχαιότητας.

Άρθρο 1ε

1.  Οι εν ενεργεία υπάλληλοι έχουν δικαίωμα στα μέτρα κοινωνικής φύσεως που θεσπίζουν τα όργανα και στις υπηρεσίες που παρέχονται από τα συλλογικά όργανα κοινωνικού χαρακτήρα που αναφέρονται στο άρθρο 9. Οι πρώην υπάλληλοι έχουν δικαίωμα σε περιορισμένα ειδικά μέτρα κοινωνικής φύσεως.

2.  Στους εν ενεργεία υπαλλήλους παρέχονται συνθήκες εργασίας, οι οποίες πληρούν κατάλληλα πρότυπα υγείας και ασφάλειας, ισοδύναμα τουλάχιστον με τις ελάχιστες απαιτήσεις που εφαρμόζονται στο πλαίσιο μέτρων που έχουν θεσπισθεί στους τομείς αυτούς σύμφωνα με τις Συνθήκες.

3.  Τα μέτρα κοινωνικής φύσεως που θεσπίζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο υλοποιούνται από κάθε όργανο σε στενή συνεργασία με την επιτροπή προσωπικού, βάσει πολυετών προτεινόμενων δράσεων. Οι εν λόγω προτεινόμενες δράσεις διαβιβάζονται κάθε έτος στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή στο πλαίσιο της διαδικασίας του προϋπολογισμού.

▼B

Άρθρο 2

►M112  1. ◄   Κάθε όργανο καθορίζει τις αρχές, οι οποίες ασκούν εντός αυτού τις εξουσίες που περιέρχονται, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, στην αρμοδία για τους διορισμούς αρχή.

▼M112 —————

▼M112

2.  Εντούτοις, ένα ή περισσότερα όργανα μπορούν να αναθέτουν σε ένα από αυτά τα ίδια ή σε διοργανικό οργανισμό την άσκηση του συνόλου ή μέρους των εξουσιών που έχουν απονεμηθεί στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, πλην αποφάσεων που αφορούν διορισμούς, προαγωγές ή μεταθέσεις υπαλλήλων.

▼B

Άρθρο 3

Η πράξη διορισμού του υπαλλήλου ορίζει την ημερομηνία κατά την οποία ο διορισμός αυτός αρχίζει να ισχύει. Σε καμία περίπτωση η ημερομηνία αυτή δεν δύναται να προηγείται της ημερομηνίας αναλήψεως των καθηκόντων του ενδιαφερομένου.

Άρθρο 4

Οι διορισμοί ή οι προαγωγές έχουν ως αντικείμενο μόνο την πλήρωση κενής θέσεως, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό.

Κάθε κενή θέση σε όργανο γνωστοποιείται στο προσωπικό του οργάνου αυτού, μόλις η αρμοδία για τους διορισμούς αρχή αποφασίσει την πλήρωση της θέσεως.

▼M112

Εάν η κενή θέση δεν είναι δυνατόν να πληρωθεί με μετάθεση, διορισμό σε θέση σύμφωνα με το άρθρο 45α ή προαγωγή γίνεται κοινοποίηση στο προσωπικό των άλλων οργάνων και/ή διοργανώνεται εσωτερικός διαγωνισμός.

Άρθρο 5

1.  Οι θέσεις που καλύπτονται από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης κατατάσσονται, ανάλογα με τη φύση και τη σημασία των καθηκόντων στα οποία αντιστοιχούν, σε μια ομάδα καθηκόντων των υπαλλήλων διοικήσεως (στο εξής «AD») και σε μια ομάδα καθηκόντων των βοηθών υπαλλήλων (στο εξής «AST»).

2.  Η ομάδα καθηκόντων AD περιλαμβάνει δώδεκα βαθμούς που αντιστοιχούν σε διοικητικά, συμβουλευτικά, γλωσσικά και επιστημονικά καθήκοντα. Η ομάδα καθηκόντων AST περιλαμβάνει ένδεκα βαθμούς που αντιστοιχούν σε εκτελεστικά καθήκοντα, καθώς και σε εργασίες γραφείου και τεχνικής φύσεως.

3.  Τα ελάχιστα απαιτούμενα για διορισμό σε θέση υπαλλήλου είναι:

α) Για την ομάδα καθηκόντων AST:

i)  ►C7  μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση ◄ που πιστοποιείται με δίπλωμα, ή

ii) δευτεροβάθμια εκπαίδευση που πιστοποιείται με δίπλωμα, το οποίο δίνει δικαίωμα εισόδου στην ►C7  μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση ◄ , και κατάλληλη επαγγελματική πείρα τουλάχιστον τριών ετών, ή

iii) οσάκις δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας, επαγγελματική κατάρτιση ή επαγγελματική πείρα ισοδύναμου επιπέδου·

β) για την ομάδα καθηκόντων AD και για τους βαθμούς 5 και 6:

i) εκπαίδευση που αντιστοιχεί σε πλήρεις πανεπιστημιακές σπουδές τουλάχιστον τριών ετών πιστοποιούμενες με δίπλωμα, ή

ii) οσάκις δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας, επαγγελματική κατάρτιση ισοδύναμου επιπέδου·

γ) για την ομάδα καθηκόντων AD και για τους βαθμούς 7 έως 16:

i) εκπαίδευση που αντιστοιχεί σε πλήρεις πανεπιστημιακές σπουδές πιστοποιούμενες με δίπλωμα, όταν η κανονική διάρκεια της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι τέσσερα έτη ή περισσότερα, ή

ii) εκπαίδευση που αντιστοιχεί σε πλήρεις πανεπιστημιακές σπουδές πιστοποιούμενες με δίπλωμα και κατάλληλη επαγγελματική πείρα τουλάχιστον ενός έτους, όταν η κανονική διάρκεια της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι τουλάχιστον τρία έτη, ή

iii) όταν δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας, επαγγελματική κατάρτιση ισοδύναμου επιπέδου.

4.  Στο Παράρτημα I, σημείο Α, περιλαμβάνεται πίνακας περιγραφής των θέσεων-τύπων. Με αναφορά στον πίνακα αυτόν, κάθε όργανο καθορίζει, κατόπιν γνώμης της επιτροπής του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, τα καθήκοντα και τις συναφείς με κάθε θέση-τύπο αρμοδιότητες.

5.  Οι υπάλληλοι που ανήκουν στην ίδια ομάδα καθηκόντων υπόκεινται σε ταυτόσημους όρους πρόσληψης και επαγγελματικής σταδιοδρομίας.

Άρθρο 6

1.  Στον πίνακα θέσεων που προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού σχετικά με κάθε όργανο, ορίζεται ο αριθμός των θέσεων για κάθε βαθμό και ομάδα καθηκόντων.

2.  Για να εξασφαλισθεί η ισοδυναμία της μέσης σταδιοδρομίας στη διάρθρωση σταδιοδρομιών πριν από την 1η Μαΐου 2004 (εφεξής «παλαιά διάρθρωση σταδιοδρομιών») και μετά την 1η Μαΐου 2004 (εφεξής: «νέα διάρθρωση σταδιοδρομιών») και με την επιφύλαξη της αρχής της προαγωγής βάσει των προσόντων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 45 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο εν λόγω πίνακας εξασφαλίζει ότι, για κάθε όργανο, ο αριθμός κενών θέσεων σε κάθε βαθμό του πίνακα θέσεων κατά την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους αντιστοιχεί στον αριθμό των υπαλλήλων του κατώτερου βαθμού που υπηρετούσαν την 1η Ιανουαρίου του προηγούμενου έτους, πολλαπλασιαζόμενο επί τα ποσοστά που προβλέπονται στο Παράρτημα Ι, σημείο Β, για τον βαθμό αυτό. Τα ποσοστά αυτά εφαρμόζονται με βάση μια μέση περίοδο πέντε ετών από την 1η Μαΐου 2004.

3.  Η Επιτροπή, βάσει της μεθοδολογίας που ορίζεται στην παράγραφο 5, υποβάλλει κάθε έτος στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή έκθεση σχετικά με την εξέλιξη των μέσων σταδιοδρομιών στις δύο ομάδες καθηκόντων σε όλα τα όργανα, η οποία αναφέρει κατά πόσον έχει τηρηθεί η αρχή της ισοδυναμίας και εάν όχι, σε ποια έκταση έχει παραβιασθεί. Εάν δεν έχει τηρηθεί, η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή μπορεί να λαμβάνει τα διορθωτικά μέτρα διασφάλισης που απαιτούνται για την αποκατάσταση της ισοδυναμίας.

4.  Για να εξασφαλισθεί ότι το σύστημα αυτό παραμένει συνεπές προς τον πίνακα θέσεων, προς την ισοδυναμία μεταξύ της παλαιάς και της νέας διάρθρωσης σταδιοδρομιών και προς τη δημοσιονομική πειθαρχία, τα ποσοστά που προβλέπονται στο Παράρτημα Ι, σημείο Β, αναθεωρούνται στο τέλος της πενταετούς περιόδου που αρχίζει την 1η Μαΐου 2004, βάσει έκθεσης που υποβάλλεται από την Επιτροπή στο Συμβούλιο και πρότασης της Επιτροπής.

Το Συμβούλιο αποφασίζει σύμφωνα με το άρθρο 283 της Συνθήκης ΕΚ.

5.  Η ισοδυναμία αξιολογείται ως αποτέλεσμα των προαγωγών και της αρχαιότητας στη διάρκεια μιας δεδομένης περιόδου αναφοράς, βάσει τεκμηρίου ότι ο αριθμός των μελών του προσωπικού παραμένει αμετάβλητος, μεταξύ της μέσης σταδιοδρομίας πριν από την 1η Μαΐου 2004 και της μέσης σταδιοδρομίας των υπαλλήλων που έχουν προσληφθεί μετά την ημερομηνία αυτή.

Άρθρο 7

1.  Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή τοποθετεί, με διορισμό ή μετάθεση, προς το συμφέρον και μόνο της υπηρεσίας και χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ιθαγένεια, κάθε υπάλληλο σε θέση της ομάδας καθηκόντων του που αντιστοιχεί στο βαθμό του.

Ο υπάλληλος δύναται να ζητήσει να μετατεθεί εντός του οργάνου του.

2.  Ο υπάλληλος δύνανται να κληθεί να καταλάβει, προσωρινά, θέση της ομάδας καθηκόντων του που αντιστοιχεί σε βαθμό ανώτερο του βαθμού στον οποίο ανήκει. Από την αρχή του τέταρτου μήνα αυτής της προσωρινής τοποθέτησης, εισπράττει εξισωτική αποζημίωση ίση με τη διαφορά μεταξύ των αποδοχών που αντιστοιχούν στο βαθμό και στο κλιμάκιο στα οποία ανήκει και των αποδοχών τις οποίες θα ελάμβανε στο κλιμάκιο στο οποίο θα είχε καταταγεί αν είχε διορισθεί στο βαθμό που αντιστοιχεί στην προσωρινή του τοποθέτηση.

Η διάρκεια της προσωρινής τοποθέτησης δεν υπερβαίνει το ένα έτος, εκτός αν η τοποθέτηση έχει ως αντικείμενο να εξασφαλίσει, άμεσα ή έμμεσα, την αντικατάσταση υπαλλήλου που έχει αποσπασθεί για το συμφέρον της υπηρεσίας σε άλλη θέση ή έχει κληθεί υπό τα όπλα ή είναι σε αναρρωτική άδεια μεγάλης διάρκειας.

▼B

Άρθρο 8

Ο υπάλληλος που έχει αποσπασθεί σε άλλο όργανο των τριών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δύναται μετά την πάροδο εξαμήνου να ζητήσει τη μετάταξή του στο όργανο αυτό.

Αν γίνει δεκτή η αίτηση αυτή, με κοινή συμφωνία του οργάνου από το οποίο προέρχεται ο υπάλληλος και του οργάνου στο οποίο έχει αποσπασθεί, ο υπάλληλος τότε θεωρείται ότι περάτωσε την κοινοτική του σταδιοδρομία στο τελευταίο αυτό όργανο. Η μετάταξη αυτή δεν έχει ως συνέπεια την εφαρμογή των οικονομικών διατάξεων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό επ' ευκαιρία της οριστικής λήξεως των καθηκόντων του υπαλλήλου σε ένα από τα όργανα της Κοινότητος.

Η απόφαση, με την οποία γίνεται δεκτή η αίτηση αυτή, αν συνεπάγεται μονιμοποίηση σε βαθμό ανώτερο από εκείνον που έχει ο ενδιαφερόμενος στο όργανο από το οποίο προέρχεται, εξομοιώνεται με προαγωγή και δεν χωρεί παρά μόνο υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 45.

Άρθρο 9

1.  Συνιστάται,

α) Σε κάθε όργανο:

 επιτροπή προσωπικού, η οποία διαιρείται ενδεχομένως σε τμήματα που αντιστοιχούν σε κάθε τόπο στον οποίο υπηρετεί το προσωπικό,

 μία ή περισσότερες επιτροπές ίσης εκπροσωπήσεως, εφόσον ο αριθμός υπαλλήλων στους τόπους τοποθετήσεως το καθιστά αναγκαίο,

 ένα ή περισσότερα πειθαρχικά συμβούλια, εφόσον ο αριθμός των υπαλλήλων στους τόπους τοποθετήσεως το καθιστά αναγκαίο,

▼M112

 μία συμβουλευτική επιτροπή ίσης εκπροσώπησης για την επαγγελματική ανεπάρκεια ή περισσότερες, εάν ο αριθμός των υπαλλήλων στους τόπους υπηρεσίας το καθιστά αναγκαίο,

▼B

 ενδεχομένως επιτροπή εκθέσεων.

β) Για τις Κοινότητες:

 επιτροπή αναπηρίας.

Οι επιτροπές αυτές ασκούν τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

▼M85

1α.  Για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, είναι δυνατόν, να συσταθεί σε δύο ή περισσότερα όργανα, κοινή επιτροπή ίσης εκπροσώπησης.

▼B

2.  Η σύνθεση και ο τρόπος λειτουργίας των οργάνων αυτών καθορίζονται από κάθε όργανο των Κοινοτήτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος ΙΙ.

▼M112

Ο κατάλογος των μελών που απαρτίζουν τα όργανα αυτά κοινοποιείται στο προσωπικό του οργάνου.

▼B

3.  Η επιτροπή προσωπικού αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα του προσωπικού στο όργανο και διασφαλίζει τη διαρκή επαφή μεταξύ του τελευταίου και του προσωπικού. Συνεργάζεται για την καλή λειτουργία των υπηρεσιών και επιτρέπει την εκδήλωση και την έκφραση της γνώμης του προσωπικού.

Η επιτροπή προσωπικού γνωστοποιεί στα αρμόδια όργανα κάθε πρόβλημα γενικότερης σημασίας σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Δύναται να της ζητηθεί η γνώμη για κάθε δυσχέρεια τέτοιας φύσεως.

Η επιτροπή αυτή υποβάλλει στα αρμόδια όργανα κάθε πρόταση που αφορά την οργάνωση και τη λειτουργία των υπηρεσιών και κάθε πρόταση που αποβλέπει στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας του προσωπικού ή των συνθηκών διαβιώσεώς του γενικότερα.

Η επιτροπή συμμετέχει στη διαχείριση και τον έλεγχο των οργάνων κοινωνικού χαρακτήρα, τα οποία δημιουργούνται από το όργανο προς όφελος του προσωπικού. Δύναται με τη συναίνεση του οργάνου να δημιουργήσει οποιαδήποτε υπηρεσία τέτοιας φύσεως.

4.  Ανεξάρτητα από τα καθήκοντα, τα οποία τους ανατίθενται από τον παρόντα κανονισμό, δύναται να ζητηθεί η γνώμη της επιτροπής ή των επιτροπών ίσης εκπροσωπήσεως από την αρμόδια για διορισμού αρχή ή από την επιτροπή προσωπικού για κάθε ζήτημα γενικού χαρακτήρα το οποίο οι τελευταταίες κρίνουν χρήσιμο να τους υποβάλουν.

▼M112

5.  Η επιτροπή εκθέσεων καλείται να γνωμοδοτήσει:

α) για τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στην περίοδο δοκιμασίας, και

β) για την επιλογή των υπαλλήλων, οι οποίοι θίγονται από μέτρο ελάττωσης του αριθμού θέσεων.

Είναι δυνατόν να επιφορτίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, να μεριμνήσει για την εναρμόνιση της βαθμολόγησης του προσωπικού εντός του οργάνου.

▼M112

6.  Η συμβουλευτική επιτροπή ίσης εκπροσώπησης για την επαγγελματική ανεπάρκεια καλείται να διατυπώσει τη γνώμη της για την εφαρμογή του άρθρου 51.

▼M112

Άρθρο 10

Συνιστάται επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που αποτελείται από ίσο αριθμό εκπροσώπων των οργάνων των Κοινοτήτων και εκπροσώπων των επιτροπών προσωπικού των τελευταίων. Ο τρόπος συνθέσεως της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης καθορίζεται με κοινή συμφωνία των οργάνων. Οι Υπηρεσίες εκπροσωπούνται από κοινού, σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται με συμφωνία μεταξύ αυτών και της Επιτροπής.

Η επιτροπή διαβουλεύεται με την Επιτροπή για κάθε πρόταση αναθεώρησης του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης· διαβιβάζει τη γνώμη της εντός της προθεσμίας που καθορίζεται από την Επιτροπή. Ανεξάρτητα από τα καθήκοντα τα οποία της ανατίθενται από τον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, η επιτροπή αυτή δύναται να διατυπώνει οποιαδήποτε πρόταση που αποβλέπει στην αναθεώρηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Η επιτροπή συνέρχεται κατόπιν αιτήσεως του προέδρου της, ενός οργάνου ή της επιτροπής προσωπικού ενός οργάνου.

Τα πρακτικά των συσκέψεων της επιτροπής αυτής διαβιβάζονται στα αρμόδια συλλογικά όργανα.

▼M23

Άρθρο 10α

Το όργανο καθορίζει τις προθεσμίες εντός των οποίων η επιτροπή προσωπικού ή η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως ή η επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως οφείλουν να διατυπώνουν τις γνώμες που τους ζητούνται, χωρίς οι προθεσμίες αυτές να δύνανται να είναι μικρότερες από 15 εργάσιμες ημέρες. Ελλείψει γνώμης εντός των καθορισμένων προθεσμιών, το όργανο εκδίδει την απόφασή του.

▼M112

Άρθρο 10β

Οι συνδικαλιστικές και επαγγελματικές οργανώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 24β ενεργούν προς το γενικό συμφέρον του προσωπικού, υπό την επιφύλαξη των κατά τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης αρμοδιοτήτων των επιτροπών προσωπικού.

Οι προτάσεις της Επιτροπής που αναφέρονται στο άρθρο 10 μπορούν να αποτελούν αντικείμενο διαβουλεύσεων από τις αντιπροσωπευτικές συνδικαλιστικές και επαγγελματικές οργανώσεις.

Άρθρο 10γ

Κάθε όργανο μπορεί να συνάπτει συμφωνίες που αφορούν το προσωπικό του με τις αντιπροσωπευτικές συνδικαλιστικές και επαγγελματικές οργανώσεις. Οι συμφωνίες αυτές δεν μπορούν να επιφέρουν τροποποιήσεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή των δημοσιονομικών υποχρεώσεων ούτε να επηρεάζουν τη λειτουργία του οικείου οργάνου. Οι αντιπροσωπευτικές συνδικαλιστικές και επαγγελματικές οργανώσεις που τις υπογράφουν δρουν σε κάθε όργανο, υπό την επιφύλαξη των κατά τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης αρμοδιοτήτων της επιτροπής προσωπικού.

▼B



ΤΙΤΛΟΣ II

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ

Άρθρο 11

Ο υπάλληλος οφείλει να ασκεί τα καθήκοντά του και να ρυθμίζει τη συμπεριφορά του λαμβάνοντας αποκλειστικά υπόψη του τα συμφέροντα των Κοινοτήτων, χωρίς να ζητεί ή να δέχεται οδηγίες από κυβέρνηση, από αρχή, οργάνωση ή πρόσωπο ξένο προς το όργανο στο οποίο ανήκει. ►M112  Ασκεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο, τηρώντας το καθήκον πίστεως που υπέχει έναντι των Κοινοτήτων. ◄

Ο υπάλληλος δεν δύναται να δεχθεί από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή πηγή ξένη προς το όργανο στο οποίο ανήκει, χωρίς άδεια της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής, τιμητική διάκριση, παράσημο, εύνοια, δωρεά ή αμοιβή οποιασδήποτε φύσεως, εκτός εάν πρόκειται για υπηρεσίες που έχουν παρασχεθεί είτε πριν από το διορισμό του, είτε κατά τη διάρκεια ειδικής αδείας για την εκπλήρωση στρατιωτικής ή ανάλογης πολιτικής θητείας και στο πλαίσιο αυτών των υπηρεσιών.

▼M112

Άρθρο 11α

1.  Κατά την άσκηση των καθηκόντων του και εκτός αντιθέτου διατάξεως, ο υπάλληλος δεν απασχολείται σε καμία υπόθεση στην οποία έχει, άμεσα ή έμμεσα, προσωπικό συμφέρον, ιδίως οικογενειακό ή οικονομικό, φύσεως ικανής να θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του.

2.  Ο υπάλληλος ο οποίος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, συμβαίνει να απασχοληθεί με υπόθεση όπως η προαναφερόμενη, ενημερώνει αμέσως σχετικά την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει τα επιβαλλόμενα μέτρα και δύναται, ιδίως, να απαλλάσσει τον υπάλληλο από τον χειρισμό της υποθέσεως αυτής.

3.  Ο υπάλληλος δεν δύναται να διατηρεί ή να αποκτά, αμέσως ή εμμέσως, στις επιχειρήσεις που υπόκεινται στον έλεγχο του οργάνου στο οποίο ανήκει ή σχετίζονται με το εν λόγω όργανο, συμφέροντα τέτοιας φύσεως και σημασίας που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του κατά την άσκηση των καθηκόντων του.

▼M112

Άρθρο 12

Ο υπάλληλος απέχει από κάθε πράξη ή συμπεριφορά που μπορούν να θίξουν την αξιοπρέπεια του λειτουργήματός του.

▼M112

Άρθρο 12α

1.  Ο υπάλληλος απέχει από κάθε μορφή ηθικής ή σεξουαλικής παρενόχλησης.

2.  Ο υπάλληλος που υπήρξε θύμα ηθικής ή σεξουαλικής παρενόχλησης δεν υφίσταται καμία επιβλαβή συνέπεια εκ μέρους του οργάνου. Ο υπάλληλος που έχει δώσει αποδείξεις για ηθική ή σεξουαλική παρενόχληση δεν υφίσταται καμία επιβλαβή συνέπεια εκ μέρους του οργάνου, υπό τον όρο ότι έχει ενεργήσει εντίμως.

3.  Ως «ηθική παρενόχληση», νοείται η καταχρηστική επί ορισμένο χρονικό διάστημα διαγωγή που εκδηλώνεται κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό με είδη συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις που γίνονται με πρόθεση και θίγουν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα ενός προσώπου.

4.  Ως «σεξουαλική παρενόχληση», νοείται μια συμπεριφορά γενετήσιου περιεχομένου, μη επιθυμητή από το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται και η οποία έχει ως στόχο ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας του ή τη δημιουργία ενός εκφοβιστικού, εχθρικού, υβριστικού ή ενοχλητικού περιβάλλοντος. Η σεξουαλική παρενόχληση αντιμετωπίζεται ως διάκριση βάσει του φύλου.

Άρθρο 12β

1.  Με την επιφύλαξη του άρθρου 15, ο υπάλληλος που προτίθεται να ασκήσει εξωτερική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη, ή να εκτελέσει υπηρεσία εκτός των Κοινοτήτων, λαμβάνει προηγουμένως άδεια από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Άρνηση της αδείας χωρεί μόνον, εάν η εν λόγω δραστηριότητα ή υπηρεσία είναι ικανή να παρεμποδίσει την άσκηση των καθηκόντων του υπαλλήλου ή είναι ασυμβίβαστη με τα συμφέροντα του οργάνου.

2.  Ο υπάλληλος ενημερώνει την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή για οποιαδήποτε μεταβολή της επιτραπείσας εξωτερικής δραστηριότητας ή υπηρεσίας, η οποία μεσολάβησε μετά την υποβολή της αίτησής του προς την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1. Η άδεια μπορεί να ανακαλείται στην περίπτωση που η δραστηριότητα ή η υπηρεσία δεν πληρούν πλέον τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τελευταία πρόταση.

▼B

Άρθρο 13

'Οταν ο/η σύζυγος υπαλλήλου ασκεί κατ' επάγγελμα κερδοσκοπική δραστηριότητα, ο υπάλληλος πρέπει να υποβάλλει σχετική δήλωση στην αρμοδία για τους διορισμούς αρχή του οργάνου στο οποίο ανήκει. Στην περίπτωση που η δραστηριότητα αυτή αποδεικνύεται ασυμβίβαστη με εκείνη του υπαλλήλου και αν ο τελευταίος δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί ότι θα τερματιστεί σε συγκεκριμένη προθεσμία, η αρμοδία για τους διορισμούς αρχή, κατόπιν γνώμης της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως, αποφασίζει αν ο υπάλληλος πρέπει ►M112  να παραμείνει στη θέση του ή να μετατεθεί ◄ .

▼M112 —————

▼M112

Άρθρο 15

1.  Ο υπάλληλος ο οποίος προτίθεται να θέσει υποψηφιότητα για δημόσιο λειτούργημα ειδοποιεί σχετικά την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Αυτή αποφασίζει κατά πόσον, έναντι του συμφέροντος της υπηρεσίας, ο ενδιαφερόμενος:

α) θα πρέπει να υποβάλει αίτηση αδείας για προσωπικούς λόγους, ή

β) θα πρέπει να του χορηγηθεί ετήσια άδεια, ή

γ) μπορεί να τύχει αδείας να εργάζεται με μειωμένο ωράριο, ή

δ) μπορεί να συνεχίσει να εκπληρώνει όπως πριν τα καθήκοντά του.

2.  Σε περίπτωση εκλογής ή διορισμού του σε δημόσιο λειτούργημα, ο υπάλληλος ενημερώνει αμέσως την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Ανάλογα με το συμφέρον της υπηρεσίας, τη σημασία του λειτουργήματος, τις υποχρεώσεις που αυτό συνεπάγεται για τον υπάλληλο και τις σχετικές με αυτές αμοιβές και αποζημιώσεις, που απορρέουν από τις εν λόγω υποχρεώσεις, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει μια από τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 αποφάσεις. Εάν ο υπάλληλος υποχρεωθεί να λάβει άδεια για προσωπικούς λόγους ή άδεια να εργάζεται με μειωμένο ωράριο, η διάρκεια της εν λόγω άδειας ή εργασίας με μειωμένο ωράριο αντιστοιχεί με τη διάρκεια της θητείας που ανέλαβε ο υπάλληλος.

Άρθρο 16

Ο υπάλληλος έχει την υποχρέωση, μετά τη λήξη των καθηκόντων του, να σέβεται την υποχρέωση εντιμότητας και διακριτικότητας, όσον αφορά την αποδοχή ορισμένων θέσεων ή ορισμένων πλεονεκτημάτων.

Ο υπάλληλος ο οποίος προτίθεται να ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη, εντός των δύο ετών που έπονται της λήξεως των καθηκόντων του, πρέπει να το δηλώσει στο όργανο στο οποίο ανήκει. Εάν η δραστηριότητα αυτή συνδέεται με την πραγματοποιηθείσα από τον υπάλληλο εργασία κατά τα τρία τελευταία έτη της υπηρεσίας του, και αν ενδέχεται να είναι ασυμβίβαστη με τα νόμιμα συμφέροντα του οργάνου, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται, σε συνάρτηση με το συμφέρον της υπηρεσίας, είτε να απαγορεύσει στον υπάλληλο την άσκηση της δραστηριότητας αυτής είτε να την εγκρίνει υπό τους όρους που η ίδια κρίνει ενδεδειγμένους. Το όργανο, κατόπιν γνώμης της επιτροπής ίσης εκπροσώπησης, κοινοποιεί την απόφασή του εντός προθεσμίας 30 εργάσιμων ημερών από τη λήψη της σχετικής ειδοποίησης. Εάν δεν έχει κοινοποιηθεί απόφαση μέχρι τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, θεωρείται ότι υπάρχει σιωπηρή αποδοχή.

Άρθρο 17

1.  Ο υπάλληλος απέχει από την χωρίς άδεια κοινολόγηση των πληροφοριών που περιέρχονται στην αντίληψή του εξαιτίας των καθηκόντων του, εκτός εάν οι πληροφορίες αυτές έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί ή γίνει προσιτές στο κοινό.

2.  Ο υπάλληλος υπόκειται στην υποχρέωση αυτή και μετά τη λήξη των καθηκόντων του.

▼M112

Άρθρο 17α

1.  Ο υπάλληλος έχει το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, τηρουμένων δεόντως των αρχών πίστης και αμεροληψίας.

2.  Με την επιφύλαξη των άρθρων 12 και 17, ο υπάλληλος ο οποίος προτίθεται να δημοσιεύσει ο ίδιος ή να δώσει προς δημοσίευση, μόνος ή σε συνεργασία με άλλους, οποιοδήποτε κείμενο αναφερόμενο στη δραστηριότητα των Κοινοτήτων ενημερώνει εκ των προτέρων την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

Εάν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή είναι σε θέση να αποδείξει ότι το ζήτημα είναι φύσεως τέτοιας που να θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τα νόμιμα συμφέροντα των Κοινοτήτων, ενημερώνει τον υπάλληλο για την απόφασή της εγγράφως εντός 30 εργασίμων ημερών από τη λήψη της πληροφορίας. Εάν καμία απόφαση δεν έχει κοινοποιηθεί εντός της ταχθείσας προθεσμίας, θεωρείται ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν είχε αντιρρήσεις.

▼M112

Άρθρο 18

1.  Όλα τα δικαιώματα, τα οποία αναφέρονται σε γραπτές ή άλλες εργασίες που πραγματοποιούνται από τον υπάλληλο κατά την άσκηση των καθηκόντων του, περιέρχονται στην Κοινότητα με τις δραστηριότητες της οποίας σχετίζονται αυτές οι γραπτές ή άλλες εργασίες. Οι Κοινότητες δύνανται να αξιώσουν να τους παραχωρηθούν νομίμως τα πνευματικά δικαιώματα που απορρέουν από τις εργασίες αυτές.

2.  Κάθε εφεύρεση την οποία υπάλληλος επινόησε κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή επ' ευκαιρία της άσκησης αυτής, ανήκει αυτοδικαίως στις Κοινότητες. Το όργανο δύναται, με δικά του έξοδα και για λογαριασμό των Κοινοτήτων, να ζητά και να λαμβάνει σχετικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας σε όλες τις χώρες. Κάθε εφεύρεση που σχετίζεται με τη δραστηριότητα των Κοινοτήτων και πραγματοποιείται από υπάλληλο στη διάρκεια του έτους που έπεται της λήξεως των καθηκόντων του, θεωρείται, εκτός αποδείξεως του εναντίου, ότι είχε πραγματοποιηθεί κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή επ' ευκαιρία της άσκησης αυτής. Στην περίπτωση που εφευρέσεις κατοχυρώνονται με διπλώματα ευρεσιτεχνίας, γίνεται μνεία του ονόματος του εφευρέτη ή των εφευρετών.

3.  Το όργανο δύναται, οσάκις ενδείκνυται, να χορηγεί χρηματικό βραβείο, το ποσό του οποίου καθορίζει το ίδιο, στον υπάλληλο δημιουργό εφεύρεσης κατοχυρωθείσας με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.

▼B

Άρθρο 19

Ο υπάλληλος δεν δύναται να προβάλλει ενώπιον δικαστικής αρχής για οποιονδήποτε λόγο διαπιστώσεις που έκανε λόγω της ασκήσεως των καθηκόντων του, χωρίς την άδεια της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής. Η άδεια αυτή χορηγείται, μόνο αν τούτο απαιτείται από τα συμφέροντα των Κοινοτήτων και αν η άρνηση της αδείας αυτής δύναται να έχει ποινικές συνέπειες σε βάρος του ενδιαφερομένου υπαλλήλου. Ο υπάλληλος υπόκειται στην υποχρέωση αυτή ακόμη και μετά τη λήξη των καθηκόντων του.

Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν ισχύουν για τον υπάλληλο ή τον τέως υπάλληλο, ο οποίος καταθέτει ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου ενός οργάνου για θέμα που ενδιαφέρει άλλον υπάλληλο ή τέως υπάλληλο των τριών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 20

Ο υπάλληλος έχει την υποχρέωση να διαμένει στον τόπο της υπηρεσίας του ή σε τόση απόσταση από τον τελευταίο, ώστε να μην παρεμποδίζεται στην άσκηση των καθηκόντων του. ►M112  Ο υπάλληλος κοινοποιεί στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή τη διεύθυνσή του και την ειδοποιεί αμέσως σχετικά με κάθε αλλαγή της. ◄

Άρθρο 21

Ο υπάλληλος, ανεξάρτητα από τη θέση του στην ιεραρχία, έχει την υποχρέωση να επικουρεί και να συμβουλεύει τους ανωτέρους του. Είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί.

Ο υπάλληλος ο επιφορτισμένος με τη λειτουργία μιας υπηρεσίας είναι υπεύθυνος έναντι των προϊσταμένων του για την εξουσία η οποία του έχει παρασχεθεί και για την εκτέλεση των διαταγών που δίδει. Η προσωπική ευθύνη των υφισταμένων του δεν τον απαλλάσσει από τις ευθύνες που τον βαρύνουν.

▼M112 —————

▼M112

Άρθρο 21α

1.  Στην περίπτωση που ο υπάλληλος λάβει διαταγή την οποία θεωρεί ως αντικανονική ή εάν εκτιμά ότι από την εκτέλεσή της είναι δυνατόν να προκύψουν σοβαρές δυσχέρειες, ειδοποιεί σχετικά τον αμέσως ιεραρχικά ανώτερό του, ο οποίος, εάν η ειδοποίηση έχει διαβιβασθεί εγγράφως, απαντά επίσης εγγράφως. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, εάν ο αμέσως ιεραρχικά ανώτερος επιβεβαιώσει τη διαταγή, αλλά ο υπάλληλος κρίνει ότι η επιβεβαίωση αυτή δεν είναι ευλόγως καθησυχαστική ενόψει των λόγων του να ανησυχεί, αναφέρει εγγράφως το θέμα στην αμέσως ανώτερη ιεραρχικά αρχή. Εάν η αμέσως ανώτερη ιεραρχικά αρχή επιβεβαιώσει τη διαταγή εγγράφως, ο υπάλληλος υποχρεούται να την εκτελέσει, εκτός εάν η διαταγή είναι προδήλως παράνομη ή αντιβαίνει στους ισχύοντες κανόνες ασφαλείας.

2.  Εάν ο αμέσως ιεραρχικά ανώτερος κρίνει ότι η διαταγή πρέπει να εκτελεσθεί αμέσως, ο υπάλληλος πρέπει να την εκτελέσει, εκτός εάν αυτή είναι προδήλως παράνομη ή αντιβαίνει στους ισχύοντες κανόνες ασφαλείας. Ο αμέσως ιεραρχικά ανώτερός του υποχρεούται, εφόσον το ζητήσει ο υπάλληλος, να δίδει τέτοιες διαταγές εγγράφως.

▼B

Άρθρο 22

Ο υπάλληλος δύναται να υποχρεωθεί να επανορθώσει το σύνολο ή μέρος της ζημίας την οποία έχουν υποστεί οι Κοινότητες λόγω βαρέος προσωπικού πταίσματος κατά την άσκηση ή επ' ευκαιρία της ασκήσεως των καθηκόντων του.

Η αρμοδία για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει αιτιολογημένη απόφαση σχετικά, αφού τηρηθεί η πειθαρχική διαδικασία.

Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει πλήρη δικαιοδοσία, για να αποφαίνεται επί των διαφορών, οι οποίες γεννώνται από την παρούσα διάταξη.

▼M112

Άρθρο 22α

1.  Ο υπάλληλος ο οποίος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή σε σχέση με αυτά, λαμβάνει γνώση γεγονότων βάσει των οποίων είναι δυνατόν να τεκμαίρεται η ύπαρξη πιθανής παράνομης δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης απάτης ή δωροδοκίας, επιζήμιας για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων, ή συμπεριφοράς που αφορά την εκπλήρωση των επαγγελματικών καθηκόντων και που ενδεχομένως συνιστά σοβαρή παράβαση των υποχρεώσεων των υπαλλήλων των Κοινοτήτων, ενημερώνει αμελλητί τον αμέσως ιεραρχικά ανώτερό του ή τον γενικό διευθυντή του ή, εφόσον το κρίνει χρήσιμο, τον Γενικό Γραμματέα, ή τα πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμες θέσεις ή απευθείας την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF).

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο πρέπει να δίνονται γραπτώς.

Η παρούσα παράγραφος ισχύει επίσης και στην περίπτωση σοβαρής παράλειψης συμμόρφωσης προς παρόμοια υποχρέωση εκ μέρους ενός μέλους οργάνου ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου υπηρετεί σε ένα όργανο ή εργάζεται γι' αυτό.

2.  Ο υπάλληλος ο οποίος λαμβάνει τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 πληροφορίες διαβιβάζει αμελλητί στην OLAF όλα τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία γνωρίζει και από τα οποία είναι δυνατόν να τεκμαίρεται η ύπαρξη των παρατυπιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3.  Ο υπάλληλος δεν υφίσταται από το όργανο καμία δυσμενή συνέπεια για το γεγονός ότι γνωστοποίησε τις αναφερόμενες στις παραγράφους 1 και 2 πληροφορίες, εφόσον ενήργησε λογικά και έντιμα.

4.  Οι παράγραφοι 1 έως 3 δεν εφαρμόζονται στα επί παντός υποθέματος αποτυπούμενα στοιχεία, έγγραφα, εκθέσεις, σημειώσεις ή πληροφορίες που τηρούνται για τους σκοπούς διεξαγωγής δικαστικής διαδικασίας, εκκρεμούσας ή περατωθείσας, ή παράγονται ή κοινολογούνται στον υπάλληλο στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας.

Άρθρο 22β

1.  Ο υπάλληλος ο οποίος κοινολογεί πληροφορίες κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 22α, στον Πρόεδρο της Επιτροπής, στον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στον Πρόεδρο του Συμβουλίου, στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, δεν υφίσταται καμία δυσμενή συνέπεια από πλευράς του οργάνου στο οποίο ανήκει, εφόσον πληρούνται όλοι οι ακόλουθοι όροι:

α) ο υπάλληλος λογικά και έντιμα πιστεύει ότι οι κοινολογηθείσες πληροφορίες, όπως και κάθε ισχυρισμός που περιέχεται σ' αυτές, είναι ουσιαστικά αληθείς και

β) ο υπάλληλος έχει προηγουμένως κοινολογήσει τις ίδιες πληροφορίες στην OLAF ή στο όργανο στο οποίο υπηρετεί και έχει αφήσει να παρέλθει η προθεσμία που καθόρισε η OLAF ή το όργανο αυτό, λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας της υπόθεσης, για την εκ μέρους τους ανάληψη κατάλληλης δράσης. Ο υπάλληλος ενημερώνεται δεόντως για την εν λόγω προθεσμία εντός 60 ημερών.

2.  Η προθεσμία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που ο υπάλληλος μπορεί να αποδείξει ότι δεν είναι εύλογη, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υπόθεσης.

3.  Οι παράγραφοι 1 έως 3 δεν εφαρμόζονται στα επί παντός υποθέματος αποτυπούμενα στοιχεία, έγγραφα, εκθέσεις, σημειώσεις ή πληροφορίες που τηρούνται για τους σκοπούς διεξαγωγής δικαστικής διαδικασίας, εκκρεμούσας ή περατωθείσας, ή παράγονται ή κοινολογούνται στον υπάλληλο στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας.

▼B

Άρθρο 23

Τα προνόμια και οι ασυλίες, των οποίων απολαύουν οι υπάλληλοι, απονέμονται αποκλειστικά προς το συμφέρον των Κοινοτήτων. Με την επιφύλαξη των διατάξεων ►M15  του πρωτοκόλλου περί ◄ προνομίων και ασυλιών, οι ενδιαφερόμενοι δεν απαλλάσσονται ούτε από την εκπλήρωση των ατομικών τους υποχρεώσεων, ούτε από την τήρηση των νόμων και των αστυνομικών διατάξεων που ισχύουν.

Οποτεδήποτε αμφισβητούνται τα προνόμια και οι ασυλίες αυτές, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος πρέπει αμέσως να αναφέρει σχετικά στην αρμοδία για τους διορισμούς αρχή.

Οι άδειες διελεύσεως που προβλέπονται ►M15  από το πρωτόκολλο περί ◄ προνομίων και ασυλιών χορηγούνται στους υπαλλήλους των ►M112  βαθμών AD 12 έως AD 16 ◄ και σε όσους εξομοιώνονται με αυτούς. ►M39  Με ειδική απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής και όταν το συμφέρον της υπηρεσίας το απαιτεί, η άδεια διέλευσης μπορεί να χορηγηθεί και σε υπαλλήλους άλλων βαθμών των οποίων ο τόπος υπηρεσίας βρίσκεται εκτός του εδάφους των κρατών μελών. ◄

Άρθρο 24

►M15  Οι Κοινότητες παρέχουν βοήθεια στον υπάλληλο ◄ , ιδίως σε περίπτωση διώξεως των δραστών απειλών, προσβολών, εξυβρίσεων ή αποπειρών εναντίον του προσώπου και της περιουσίας είτε του ιδίου είτε των μελών της οικογενείας του, λόγω της ιδιότητάς του ή των καθηκόντων του.

Οι Κοινότητες ►M15  επανορθώνουν αλληλεγγύως ◄ τις ζημίες που έχουν προκληθεί στην περίπτωση αυτή στον υπάλληλο στο μέτρο που ο τελευταίος δεν είναι, εκ δόλου ή βαρείας αμελείας, υπαίτιος των ζημιών αυτών και εφόσον δεν έχει δυνηθεί να επιτύχει επανόρθωση από το δράστη.

▼M112

Άρθρο 24α

▼M23

►M112  Οι Κοινότητες ◄ διευκολύνουν την επαγγελματική επιμόρφωση του υπαλλήλου, στο μέτρο που αυτή συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις της καλής λειτουργίας των υπηρεσιών και είναι σύμφωνη με τα δικά τους συμφέροντα.

Η επιμόρφωση αυτή λαμβάνεται επίσης υπόψη για την εξέλιξη της σταδιοδρομίας.

Άρθρο ►M112  24β ◄

Οι υπάλληλοι απολαύουν του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι· δύνανται ιδίως να είναι μέλη συνδικαλιστικών ή επαγγελματικών οργανώσεων των υπαλλήλων που εργάζονται στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες.

▼B

Άρθρο 25

▼M112

Ο υπάλληλος δύναται να προσφεύγει, για ζητήματα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή του οργάνου στο οποίο ανήκει.

▼B

Κάθε ατομική απόφαση που λαμβάνεται κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού πρέπει να κοινοποιείται εγγράφως στον ενδιαφερόμενο. Κάθε απόφαση σε βάρος υπαλλήλου πρέπει να είναι αιτιολογημένη.

▼M112

Οι ατομικές αποφάσεις που αναφέρονται στο διορισμό, στη μονιμοποίηση, στην προαγωγή, στη μετάθεση, στον καθορισμό της διοικητικής καταστάσεως και στη λήξη των καθηκόντων υπαλλήλου δημοσιεύονται στο όργανο στο οποίο ανήκει. Στη δημοσίευση έχει πρόσβαση όλο το προσωπικό για ένα ενδεδειγμένο χρονικό διάστημα.

▼B

Άρθρο 26

Ο ατομικός φάκελλος του υπαλλήλου πρέπει να περιέχει:

α) όλα τα έγγραφα που αφορούν τη διοικητική του κατάσταση και όλες τις εκθέσεις που αφορούν την ικανότητα, την απόδοση ή τη συμπεριφορά του·

β) τις παρατηρήσεις που έχουν διατυπωθεί από τον υπάλληλο για τα έγγραφα αυτά.

Κάθε έγγραφο πρέπει να καταχωρίζεται, να αριθμείται και να ταξινομείται, χωρίς να διακόπτεται η συνέχεια. Το όργανο δεν δύναται ούτε να αντιτάξει στον υπάλληλο, ούτε να επικαλεσθεί εναντίον του έγγραφα τα οποία αναφέρονται στην ανωτέρω περίπτωση α), αν δεν του έχουν κοινοποιηθεί πριν από την ταξινόμησή τους.

Η κοινοποίηση κάθε εγγράφου επιβεβαιώνεται με την υπογραφή του υπαλλήλου ή ελλείψει υπογραφής με συστημένη επιστολή ►M112  στην τελευταία δηλωθείσα από τον υπάλληλο διεύθυνση ◄ .

▼M112

Ο ατομικός φάκελος του υπαλλήλου δεν δύναται να περιέχει καμία αναφορά στις πολιτικές, συνδικαλιστικές, φιλοσοφικές ή θρησκευτικές δραστηριότητες και πεποιθήσεις ή στη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή του ή τον γενετήσιο προσανατολισμό του.

Το προηγούμενο εδάφιο, ωστόσο, δεν απαγορεύει την εισαγωγή στο φάκελο διοικητικών πράξεων και εγγράφων των οποίων έχει γνώση ο υπάλληλος και τα οποία είναι αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼B

Ένας μόνο φάκελλος δύναται να υπάρχει για κάθε υπάλληλο.

Κάθε υπάλληλος έχει το δικαίωμα ακόμη και μετά τη λήξη των καθηκόντων του να λαμβάνει γνώση του συνόλου των εγγράφων που περιέχονται στο φάκελλό του ►M112  και να λαμβάνει αντίγραφά τους ◄ .

Ο ατομικός φάκελλος έχει εμπιστευτικό χαρακτήρα και δύναται να αναγνωσθεί μόνο στα γραφεία της διοικήσεως ►M112  ή από ασφαλές ηλεκτρονικό μέσο ◄ . Διαβιβάζεται εν τούτοις στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σε περίπτωση προσφυγής που αφορά τον υπάλληλο ►M112  ————— ◄ .

▼M112

Άρθρο 26α

Κάθε υπάλληλος έχει το δικαίωμα να λαμβάνει γνώση του ιατρικού φακέλου του σύμφωνα με τις οριζόμενες από τα όργανα λεπτομέρειες.

▼B



ΤΙΤΛΟΣ III

ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ ΤΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

Πρόσληψη

Άρθρο 27

Η πρόσληψη πρέπει να εξασφαλίζει στο όργανο τη συνεργασία υπαλλήλων που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, αποδόσεως και ακεραιότητας και επιλέγονται με την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών των Κοινοτήτων.

▼M112 —————

▼B

Καμία θέση δεν προορίζεται αποκλειστικά για τους υπηκόους ορισμένου κράτους μέλους.

Άρθρο 28

Κανείς δεν δύναται να διορισθεί υπάλληλος:

α) αν δεν είναι υπήκοος ενός από τα κράτη μέλη των Κοινοτήτων, εκτός αν επιτρέψει παρέκκλιση, η αρμοδία για τους διορισμούς αρχή και αν δεν απολαύει των πολιτικών του δικαιωμάτων·

β) αν δεν έχει τακτοποιηθεί στρατολογικά κατά τη νομοθεσία περί στρατολογίας που εφαρμόζεται στην περίπτωσή του·

γ) αν δεν παρέχει τα εχέγγυα ήθους που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του·

δ) αν, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 29 παράγραφος 2, δεν έχει επιτύχει σε διαγωνισμό βάσει τίτλων, κατόπιν εξετάσεων ή βάσει τίτλων και εξετάσεων, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο παράρτημα ΙΙΙ·

ε) αν δεν πληροί τους όρους υγείας που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του·

στ) αν δεν αποδεικνύει, ότι διαθέτει σε βάθος γνώση μιας από τις γλώσσες των Κοινοτήτων και ικανοποιητική γνώση άλλης γλώσσας των Κοινοτήτων, στο μέτρο που είναι αναγκαίο για τα καθήκοντα που καλείται να ασκήσει.

▼M112

Άρθρο 29

1.  Για την πλήρωση κενής θέσης σε όργανο, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, αφού εξετάσει:

α) τις δυνατότητες πλήρωσής της με:

i) μετάθεση, ή

ii) διορισμό σύμφωνα με το άρθρο 45α, ή

iii) προαγωγή,

εντός του οργάνου,

β) τις αιτήσεις μετάθεσης που παραλήφθηκαν από υπαλλήλους του ιδίου βαθμού άλλων οργάνων ή/και το ενδεχόμενο διοργάνωσης εσωτερικού διαγωνισμού στο όργανο, με δικαίωμα συμμετοχής μόνον των μονίμων και εκτάκτων υπαλλήλων, όπως αναφέρονται στο άρθρο 2 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

κινεί τη διαδικασία διαγωνισμών βάσει προσόντων ή εξετάσεων ή ταυτόχρονα βάσει προσόντων και εξετάσεων. Η διαδικασία διαγωνισμού καθορίζεται στο Παράρτημα III.

Η διαδικασία αυτή δύναται να κινείται επίσης με σκοπό την κατάρτιση πίνακα προσληπτέων.

2.  Για την πρόσληψη του ανώτερου στελεχικού δυναμικού (γενικοί διευθυντές και ισότιμοί τους των βαθμών AD 16 ή AD 15 και διευθυντές και ισότιμοί τους των βαθμών AD 15 ή AD 14), καθώς και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, για θέσεις που απαιτούν ειδικά προσόντα, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να υιοθετεί διαδικασία προσλήψεως διάφορη από τη διαδικασία διαγωνισμού.

3.  Τα όργανα δύνανται να οργανώνουν εσωτερικούς διαγωνισμούς για κάθε ομάδα καθηκόντων βάσει προσόντων και εξετάσεων για το ενδιαφερόμενο όργανο, οι οποίοι αφορούν τον βαθμό AST 6 ή υψηλότερο και τον βαθμό AD 9 ή υψηλότερο.

Οι διαγωνισμοί αυτοί είναι ανοικτοί μόνον στους έκτακτους υπαλλήλους του εν λόγω οργάνου οι οποίοι έχουν προσληφθεί σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο γ) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Τα όργανα απαιτούν από τους έκτακτους υπαλλήλους ως ελάχιστα προσόντα για τους διαγωνισμούς αυτούς τουλάχιστον δέκα έτη προϋπηρεσίας με την ιδιότητα του έκτακτου υπαλλήλου, και πρόσληψη στη θέση αυτή βάσει διαδικασίας επιλογής που να εξασφαλίζει την εφαρμογή των ίδιων προτύπων με εκείνα που εφαρμόζονται για την επιλογή υπαλλήλων, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 4 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό. Κατά παρέκκλιση του στοιχείου α) της παραγράφου 1, του παρόντος άρθρου, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή του οργάνου που προσέλαβε τον έκτακτο υπάλληλο, πριν από την πλήρωση κενής θέσης στο εν λόγω όργανο, εξετάζει τις περιπτώσεις μετάθεσης υπαλλήλου εντός του οργάνου παράλληλα με τους επιτυχείς υποψηφίους αυτών των εσωτερικών διαγωνισμών.

4.  Άπαξ ανά πενταετία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο οργανώνει έναν εσωτερικό διαγωνισμό βάσει προσόντων και εξετάσεων για κάθε ομάδα καθηκόντων, όσον αφορά τον βαθμό AST 6 ή υψηλότερο και τον βαθμό AD 9 ή υψηλότερο, σύμφωνα με τους όρους που εκτίθενται στην παράγραφο 3, δεύτερο εδάφιο.

▼B

Άρθρο 30

Για κάθε διαγωνισμό, διορίζεται εξεταστική επιτροπή από την αρμοδία για τους διορισμούς αρχή. Η εξεταστική επιτροπή συντάσσει τον πίνακα ικανότητας των υποψηψίων.

Η αρμοδία για τους διορισμούς αρχή επιλέγει από τον πίνακα αυτόν τον ή τους υποψηφίους που διορίζει στις κενές θέσεις.

▼M112

Άρθρο 31

1.  Οι επιλεγέντες υποψήφιοι διορίζονται στο βαθμό της ομάδας καθηκόντων που αναφέρεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού στον οποίο έγιναν δεκτοί.

2.  Με την επιφύλαξη του άρθρου 29, παράγραφος 2, οι προσλαμβανόμενοι υπάλληλοι μπορούν να προσλαμβάνονται μόνο στους βαθμούς AST 1 έως AST 4 ή AD 5 έως AD 8. Ο βαθμός που αναφέρεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού καθορίζεται από το όργανο σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

α) τον στόχο της πρόσληψης υπαλλήλων με τα υψηλότερα προσόντα, όπως ορίζονται στο άρθρο 27·

β) την ποιότητα της απαιτούμενης επαγγελματικής πείρας.

Για την κάλυψη ειδικών αναγκών των οργάνων, μπορούν επίσης να λαμβάνονται υπόψη, κατά την πρόσληψη υπαλλήλων, οι συνθήκες της αγοράς εργασίας που επικρατούν στην Κοινότητα.

3.  Παρά την παράγραφο 2, το όργανο μπορεί, ενδεχομένως, να επιτρέπει τη διοργάνωση διαγωνισμού για τους βαθμούς AD 9, AD 10, AD 11 ή, κατ' εξαίρεση, για το βαθμό AD 12. Ο συνολικός αριθμός των υποψηφίων που διορίζονται σε κενές θέσεις των βαθμών αυτών δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20 % του συνολικού αριθμού των διορισμών που γίνονται στην ομάδα καθηκόντων AD ανά έτος σύμφωνα με το άρθρο 30, δεύτερο εδάφιο.

▼B

Άρθρο 32

Ο προσλαμβανόμενος υπάλληλος κατατάσσεται στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού του.

▼M112

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται, προκειμένου να λάβει υπόψη την επαγγελματική πείρα του ενδιαφερομένου, να του χορηγεί προσαύξηση αρχαιότητας 24 μηνών κατ' ανώτατο όριο. Εκδίδονται γενικές εκτελεστικές διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

▼M85

Ο έκτακτος υπάλληλος, η κατάταξη του οποίου καθορίστηκε σύμφωνα με τα κριτήρια κατάταξης που θεσπίστηκαν από το όργανο, διατηρεί την αρχαιότητα κατά κλιμάκιο που είχε αποκτήσει ως έκτακτος υπάλληλος όταν διορίστηκε υπάλληλος στον ίδιο βαθμό αμέσως μετά την περίοδο αυτή.

▼B

Άρθρο 33

Πριν από το διορισμό του, ο υποψήφιος που έχει επιλεγεί υποβάλλεται σε ιατρική εξέταση από τον ιατρικό σύμβουλο του οργάνου, για να βεβαιωθεί το όργανο αυτό ότι ο υποψήφιος πληρεί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από το άρθρο 28 περίπτωση ε).

▼M39

Αν η ιατρική εξέταση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο οδηγήσει σε αρνητική γνωμάτευση, ο υποψήφιος μπορεί να ζητήσει, μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών από τη στιγμή που θα λάβει την κοινοποίηση εκ μέρους του οργάνου, να εξεταστεί η περίπτωσή του από ιατρική επιτροπή που απαρτίζεται από τρεις ιατρούς επιλεγμένους από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μεταξύ των ιατρικών συμβούλων των θεσμικών οργάνων. Ο ιατρικός σύμβουλος πoυ έκανε την πρώτη αρνητική γνωμάτευση ακούεται από την ιατρική επιτροπή. Ο υποψήφιος μπορεί να καταθέσει στην ιατρική επιτροπή τη γνωμάτευση ενός ιατρού δικής του επιλογής. Αν η γνωμάτευση της ιατρικής επιτροπής επιβεβαιώσει τα συμπεράσματα της ιατρικής εξέτασης που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, οι ιατρικές αμοιβές και τα παρεπόμενα έξοδα βαρύνουν κατά το ήμισυ τον υποψήφιο.

▼M85

Άρθρο 34

1.   ►M112  Κάθε υπάλληλος, πριν να μπορέσει να μονιμοποιηθεί, πρέπει να διανύσει δοκιμαστική περίοδο εννέα μηνών. ◄

Όταν κατά τη διάρκεια της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας ο υπάλληλος κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του λόγω ασθενείας, της άδειας μητρότητας που αναφέρεται στο άρθρο 58 ή ατυχήματος επί συνεχές χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός μηνός, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να παρατείνει την περίοδο δοκιμαστικής υπηρεσίας κατά το αντίστοιχο διάστημα.

2.  Σε περίπτωση καταφανούς ανικανότητας του δόκιμου υπαλλήλου, μπορεί να καταρτιστεί έκθεση σε οποιαδήποτε στιγμή της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας.

Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο ο οποίος μπορεί, εντός οκτώ (ημερολογιακών) ημερών, να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του. Η έκθεση και οι παρατηρήσεις διαβιβάζονται αμέσως από τον ιεραρχικά ανώτερο του δόκιμου υπαλλήλου στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή η οποία λαμβάνει, εντός τριών εβδομάδων, τη γνώμη της επιτροπής εκθέσεων κρίσης του προσωπικού, της οποίας η σύνθεση είναι ισομερής, σχετικά με τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στην περίοδο δοκιμαστικής υπηρεσίας. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίσει να απολύσει τον δόκιμο υπάλληλο, πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας, με προειδοποίηση ενός μηνός, χωρίς η διάρκεια της υπηρεσίας να μπορεί να υπερβαίνει την κανονική διάρκεια της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας.

Ωστόσο, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί, κατ' εξαίρεση, να επιτρέψει τη συνέχιση της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας με τοποθέτηση του υπαλλήλου σε άλλη υπηρεσία. Στην περίπτωση αυτή, η νέα τοποθέτηση πρέπει να διαρκεί τουλάχιστον έξι μήνες, με την επιφύλαξη του χρονικού ορίου που προβλέπεται στην παράγραφο 4.

3.  Το αργότερο ένα μήνα πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας, καταρτίζεται έκθεση για την ικανότητα του δόκιμου υπαλλήλου να εκπληρώνει τα καθήκοντα που ανάγονται στη θέση του καθώς και την απόδοσή του και τη συμπεριφορά του στην υπηρεσία. Η έκθεση γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο ο οποίος μπορεί, εντός οκτώ πλήρων ημερών, να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του.

Αν το συμπέρασμα της έκθεσης είναι η απόλυση ή, κατ' εξαίρεση, η παράταση της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας, η έκθεση και οι παρατηρήσεις διαβιβάζονται αμέσως από τον ιεραρχικά ανώτερο του δόκιμου υπαλλήλου στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή η οποία λαμβάνει τη γνώμη της επιτροπής εκθέσεων κρίσης του προσωπικού, της οποίας η σύνθεση είναι ισομερής, εντός τριών εβδομάδων, σχετικά με τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στην περίοδο δοκιμαστικής υπηρεσίας.

Ο δόκιμος υπάλληλος που δεν έχει επιδείξει επαγγελματικές ικανότητες επαρκείς για τη μονιμοποίησή του απολύεται. Ωστόσο, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί, κατ' εξαίρεση, να παρατείνει την περίοδο δοκιμαστικής υπηρεσίας επί ανώτατο χρονικό διάστημα έξι μηνών με τοποθέτηση, ενδεχομένως, του υπαλλήλου σε άλλη υπηρεσία.

4.  Η συνολική διάρκεια της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει τους δεκαπέντε μήνες.

5.  Εκτός αν έχει τη δυνατότητα να αναλάβει χωρίς καθυστέρηση, επαγγελματική δραστηριότητα, ο δόκιμος υπάλληλος που απολύεται λαμβάνει αποζημίωση που αντιστοιχεί στο βασικό μισθό τριών μηνών αν η διάρκεια υπηρεσίας του είναι μεγαλύτερη από ένα έτος, στο βασικό μισθό δύο μηνών αν η διάρκεια υπηρεσίας του είναι τουλάχιστον έξι μηνών και στο βασικό μισθό ενός μηνός αν η διάρκεια υπηρεσίας του είναι μικρότερη από έξι μήνες.

6.  Οι παράγραφοι 2, 3, 4 και 5 δεν εφαρμόζονται στον υπάλληλο που παραιτείται πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Κατάσταση του υπαλλήλου

Άρθρο 35

Κάθε υπάλληλος ευρίσκεται σε μία από τις ακόλουθες καταστάσεις:

α) ενεργός υπηρεσία·

β) απόσπαση·

γ) άδεια για προσωπικούς λόγους·

δ) διαθεσιμότητα·

ε) άδεια για εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων·

▼M112

στ) γονική άδεια ή άδεια για οικογενειακούς λόγους.

▼B



Τμήμα 1

ΕΝΕΡΓΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

Άρθρο 36

Ενεργός υπηρεσία είναι η κατάσταση του υπαλλήλου που ασκεί, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον τίτλο IV, τα καθήκοντα που αντιστοιχούν στη θέση, στην οποία έχει τοποθετηθεί ή την οποία κατέχει προσωρινά.



Τμήμα 2

ΑΠΟΣΠΑΣΗ

Άρθρο 37

▼M23

Απόσπαση είναι η κατάσταση ►M56  του μόνιμου υπαλλήλου ◄ ο οποίος, με απόφαση της αρμοδίας για διορισμούς αρχής:

α) προς το συμφέρον της υπηρεσίας,

 ορίζεται για την προσωρινή κατάληψη θέσεως εκτός του οργάνου, στο οποίο ανήκει, ή

▼M112

 αναλαμβάνει προσωρινά να ασκήσει καθήκοντα παρά προσώπων που εκτελεί θητεία η οποία προβλέπεται από τις Συνθήκες ή παρ' εκλεγμένω Προέδρω ενός των οργάνων ή των οργανισμών των Κοινοτήτων ή παρά πολιτική ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή της Επιτροπής των Περιφερειών ή παρ' ομάδα της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής,

▼M85

 ορίζεται για την προσωρινή κατάληψη θέσης η οποία περιλαμβάνεται στον πίνακα προσωπικού που αμείβεται από τις πιστώσεις για έρευνες και επενδύσεις και στην οποία οι αρμόδιες για τον προϋπολογισμό αρχές έχουν προσδώσει προσωρινό χαρακτήρα·

▼M56

β) με αίτηση του:

 τίθεται στη διάθεση άλλου οργάνου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ή

 τίθεται στη διάθεση ενός από τους οργανισμούς κοινοτικού χαρακτήρα που αναφέρονται σε πίνακα που θα καταρτιστεί με κοινή συμφωνία των οργάνων των Κοινοτήτων, αφού διατυπώσει τη γνώμη της η επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼B

Στην κατάσταση αυτή, ο υπάλληλος συνεχίζει να απολαύει, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 38 και 39, όλων των δικαιωμάτων του και να υπόκειται στις υποχρεώσεις του ως υπαλλήλου του οργάνου από το οποίο προέρχεται. ►M23  Εν τούτοις κατά τη διάρκεια της αποσπάσεως που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο περίπτωση α) δεύτερη παύλα ο υπάλληλος υπόκειται στις διατάξεις που ισχύουν για υπαλλήλους του ιδίου βαθμού με το βαθμό που έχει αυτός στη θέση στην οποία έχει αποσπασθεί, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί συντάξεως που προβλέπονται στο άρθρο 77 τρίτη παράγραφος. ◄

▼M112

Κάθε εν ενεργεία υπάλληλος ή υπάλληλος ευρισκόμενος σε άδεια για προσωπικούς λόγους δύναται να υποβάλει αίτηση απόσπασης ή είναι δυνατόν να του προταθεί απόσπαση προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Μόλις αποσπασθεί ο υπάλληλος, λήγει η άδεια για προσωπικούς λόγους.

▼B

Άρθρο 38

Η απόσπαση προς το συμφέρον της υπηρεσίας διέπεται από τους ακόλουθους κανόνες:

α) αποφασίζεται από την αρμοδία για τους διορισμούς αρχή, κατόπιν ακροάσεως του ενδιαφερόμενου·

β) η διάρκειά της ορίζεται από την αρμοδία για τους διορισμούς αρχή·

γ) μετά το τέλος κάθε εξάμηνης περιόδου, ο ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει τη λήξη της αποσπάσεώς του·

▼M23

δ) ο υπάλληλος που έχει αποσπασθεί δυνάμει των διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 37 περίπτωση α) πρώτη παύλα έχει δικαίωμα εξισώσεως του μισθού όταν η θέση στην οποία έχει αποσπασθεί περιλαμβάνει συνολική αμοιβή κατώτερη από αυτή που αναλογεί στο βαθμό και το κλιμάκιό του στο όργανο από το οποίο προέρχεται· δικαιούται επίσης της επιστροφής του συνόλου των προσθέτων δαπανών που συνεπάγεται η απόσπασή του·

ε) ο υπάλληλος που έχει αποσπασθεί δυνάμει των διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 37 περίπτωση α) πρώτη παύλα συνεχίζει να καταβάλλει τις εισφορές κατά το σύστημα συνταξιοδοτήσεως βάσει του μισθού ενεργού υπηρεσίας που αναλογεί στο βαθμό και το κλιμάκιό του στο όργανο από το οποίο προέρχεται·

▼B

στ) ο υπάλληλος που έχει αποσπασθεί διατηρεί τη θέση του, τα δικαιώματά του ως προς την προαγωγή κατά κλιμάκιο και την προαγωγή κατά βαθμό·

ζ) κατά τη λήξη της αποσπάσεως, ο υπάλληλος επανέρχεται αμέσως στη θέση που κατείχε προηγουμένως.

Άρθρο 39

Η απόσπαση κατόπιν αιτήσεως του υπαλλήλου διέπεται από τους ακόλουθους κανόνες:

α) αποφασίζεται από την αρμοδία για τους διορισμούς αρχή, η οποία ορίζει τη διάρκεια της αποσπάσεως·

β) εντός ποθεσμίας έξι μηνών από της αναλήψεως καθηκόντων, ο υπάλληλος δύναται να ζητήσει τη λήξη της αποσπάσεώς του· στην περίπτωση αυτή επανέρχεται αμέσως στη θέση που κατείχε προηγουμένως·

γ) μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής, δύναται να αντικατασταθεί, στη θέση που κατείχε·

▼M23

δ) κατά τη διάρκεια της αποσπάσεως αυτής οι εισφορές κατά το σύστημα συνταξιοδοτήσεως καθώς και τα ενδεχόμενα δικαιώματα συνταξιοδοτήσεως υπολογίζονται βάσει του μισθού ενεργού υπηρεσίας που αναλογεί στο βαθμό και το κλιμάκιό του στο όργανο από το οποίο προέρχεται. ►M56  Πάντως, ο υπάλληλος που έχει αποσπασθεί δυνάμει του άρθρου 37 παράγραφος 1 σημείο β) δεύτερη περίπτωση, και μπορεί να αποκτήσει δικαιώματα συνταξιοδότησης από τον οργανισμό στον οποίο έχει αποσπασθεί, παύει, κατά τη διάρκεια της απόσπασης του, να συμμετέχει στο καθεστώς συντάξεων του οργάνου από το οποίο προέρχεται.

Για τον υπάλληλο ο οποίος κρίνεται ανάπηρος κατά τη διάρκεια της απόσπασης που προβλέπεται στο άρθρο 37 παράγραφος 1 σημείο β) δεύτερη περίπτωση, καθώς και για τα πρόσωπα που έλκουν δικαιώματα από υπάλληλο που απεβίωσε κατά την ίδια περίοδο, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης όσον αφορά ►M112  το επίδομα αναπηρίας ή τη σύνταξη επιζώντων ◄ , αφού αφαιρεθούν τα ποσά που θα του έχουν καταβληθεί για τον ίδιο λόγο και για την ίδια περίοδο από τον οργανισμό στον οποίο είχε αποσπαστεί ο υπάλληλος.

Η διάταξη αυτή δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να δικαιούνται ο υπάλληλος ή οι έλκοντες δικαιώματα από αυτόν συνολική σύνταξη μεγαλύτερη από το ανώτατο ποσό της σύνταξης που θα τους κατεβάλετο βάσει των διατάξεων του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης·

▼M112

ε) Κατά το διάστημα της απόσπασής του, ο υπάλληλος διατηρεί τα δικαιώματα προαγωγής του κατά κλιμάκιο.

▼M23

►M112  στ) ◄  μετά τη λήξη της αποσπάσεως, ο υπάληλος επαναφέρεται υποχρεωτικά, ευθύς ως υπάρξει κενή θέση, σε θέση ►M112  της ομάδας καθηκόντων που ανήκει ◄ που αντιστοιχεί στο βαθμό του, με την προϋπόθεση ότι κατέχει τις ικανότητες που απαιτούνται για τη θέση αυτή. Αν αρνηθεί τη θέση που του προσφέρεται, διατηρεί τα δικαιώματά του για επαναφορά, με την ίδια προϋπόθεση, ευθύς ως υπάρξει δεύτερη κενή θέση ►M112  της ομάδας καθηκόντων που ανήκει ◄ που αντιστοιχεί στο βαθμό του· σε περίπτωση δεύτερης αρνήσεως δύναται να παυθεί μετά από διαβούλευση με την επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως. Μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής επαναφοράς του παραμένει σε κατάσταση αποσπάσεως άνευ αποδοχών.

▼B



Τμήμα 3

ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ

Άρθρο 40

1.   ►M56  Ο μόνιμος υπάλληλος ◄ δύναται, κατ' εξαίρεση και κατόπιν αιτήσεώς του, να πάρει άδεια χωρίς αποδοχές για προσωπικούς λόγους.

▼M112

2.  Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 15, η άδεια διαρκεί μόνον ένα έτος. Η άδεια μπορεί να παρατείνεται περισσότερες φορές.

Κάθε περίοδος παράτασης δεν δύναται να υπερβαίνει το ένα έτος. Η συνολική διάρκεια της άδειας για προσωπικούς λόγους δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 15 έτη στο σύνολο της σταδιοδρομίας του υπαλλήλου.

Εντούτοις, όταν η άδεια ζητείται για να μπορέσει ο υπάλληλος:

i) να αναθρέψει παιδί που θεωρείται συντηρούμενο από τον υπάλληλο κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2 του Παραρτήματος VII, και έχει σοβαρό διανοητικό ή σωματικό μειονέκτημα που έχει πιστοποιηθεί από τον ιατρό σύμβουλο του οργάνου και το οποίο απαιτεί διαρκή παρακολούθηση ή φροντίδα· ή

ii) να ακολουθήσει την(τον) σύζυγό του(της), επίσης υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων, που υποχρεούνται, λόγω των καθηκόντων της(του), να έχει τη συνήθη διαμονή της(του) σε τέτοια απόσταση από τον τόπο υπηρεσίας του ενδιαφερομένου ώστε η εγκατάσταση κοινής συζυγικής στέγης σ' αυτό το μέρος να δημιουργεί προβλήματα στον αιτούντα υπάλληλο κατά την άσκηση των καθηκόντων του,

η άδεια μπορεί να παρατείνεται απεριόριστα, υπό την προϋπόθεση ότι, κατά τον χρόνο κάθε παράτασης, εξακολουθούν να πληρούνται οι όροι που δικαιολόγησαν τη χορήγηση της άδειας.

▼B

3.  Κατά τη διάρκεια της αδείας του ο υπάλληλος παύει να απολαμβάνει του δικαιώματος προαγωγής κατά κλιμάκιο και προαγωγής κατά βαθμό· η συμμετοχή του στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως που προβλέπεται στα άρθρα 72 και 73, καθώς και η κάλυψη έναντι των αντιστοίχων κινδύνων, αναστέλλονται.

▼M39

►M112  Ωστόσο, ο υπάλληλος ο οποίος δεν ασκεί επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα δύναται, με αίτηση που υποβάλλει το αργότερο εντός μηνός από την έναρξη της άδειας για προσωπικούς λόγους, να συνεχίσει να απολαύει της κάλυψης που προβλέπεται σε αυτά τα άρθρα, υπό την προϋπόθεση ότι καταβάλλει τις εισφορές που είναι αναγκαίες για την κάλυψη των κινδύνων που αναφέρονται στο άρθρο 72, παράγραφος 1 και στο άρθρο 73, παράγραφος 1, κατά το ήμισυ το πρώτο έτος της αδείας για προσωπικούς λόγους και εξ ολοκλήρου κατά την υπόλοιπη διάρκεια της αδείας αυτής. Πάντως, δεν δύναται να απολαύει κάλυψης κατά των κινδύνων που αναφέρονται στο άρθρο 73, εφόσον δεν καλύπτεται επίσης έναντι των κινδύνων που αναφέρονται στο άρθρο 72. Οι εισφορές υπολογίζονται βάσει του τελευταίου βασικού μισθού του υπαλλήλου. ◄ Εξάλλου, ο υπάλληλος που αποδεικνύει ότι δεν μπορεί να αποκτήσει δικαιώματα σύνταξης στα πλαίσια άλλου συνταξιοδοτικού συστήματος μπορεί, με αίτησή του, να συνεχίσει να αποκτά νέα δικαιώματα σύνταξης για μέγιστη περίοδο ενός έτους, με την επιφύλαξη καταβολής συνεισφοράς τριπλάσιας του ποσού που προβλέπεται ►M56  στο άρθρο 83 παράγραφος 2· οι εισφορές υπολογίζονται επί του βασικού μισθού του υπαλλήλου που αντιστοιχεί στο βαθμό και στο κλιμάκιο του. ◄

▼B

4.  Η άδεια για προσωπικούς λόγους διέπεται από τους ακόλουθους κανόνες:

α) χορηγείται κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου από την αρμοδία για τους διορισμούς αρχή·

β) η ανανέωσή της πρέπει να ζητηθεί δύο μήνες πριν από τη λήξη του χρόνου αδείας·

γ) ο υπάλληλος δύναται να αντικατασταθεί, στη θέση που κατείχε·

▼M23

δ) μετά τη λήξη της αδείας για προσωπικούς λόγους ο υπάλληλος επαναφέρεται υποχρεωτικά, ευθύς ως υπάρξει πρώτη κενή θέση, σε θέση ►M112  της ομάδας καθηκόντων στην οποία ανήκει ◄ που αντιστοιχεί στο βαθμό του, με την προϋπόθεση ότι έχει τις ικανότητες που απαιτούνται για τη θέση αυτή. Αν αρνηθεί τη θέση που του προσφέρεται διατηρεί τα δικαιώματά του για επαναφορά με την ίδια προϋπόθεση, ευθύς ως υπάρξει δεύτερη κενή θέση, σε θέση ►M112  της ομάδας καθηκόντων στην οποία ανήκει ◄ που αντιστοιχεί στο βαθμό του· σε περίπτωση δεύτερης αρνήσεως δύναται να παυθεί μετά από διαβούλευση με την επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως. Μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής επαναφοράς του ►M112  ή της απόσπασής του ◄ ο υπάλληλος παραμένει σε κατάσταση αδείας για προσωπικούς λόγους άνευ αποδοχών.

▼B



Τμήμα 4

ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ

Άρθρο 41

1.  Διαθεσιμότητα είναι η κατάσταση του υπαλλήλου, ο οποίος θίγεται από μέτρα περιορισμού, του αριθμού των θέσεων στο όργανο στο οποίο ανήκει.

2.  Ο περιορισμός του αριθμού των θέσεων σε ένα βαθμό αποφασίζεται από την αρμοδία επί του προϋπολογισμού αρχή, στο πλαίσιο της διαδικασίας του προϋπολογισμού.

Η αρμοδία για τους διορισμούς αρχή, κατόπιν γνώμης της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως προσδιορίζει τη φύση των θέσεων που θίγονται από τα μέτρα αυτά.

Η αρμοδία για τους διορισμούς αρχή συντάσσει τον κατάλογο των υπαλλήλων που θίγονται από τα μέτρα αυτά κατόπιν γνώμης της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως και λαμβάνοντας υπόψη την ικανότητα, την απόδοση, τη συμπεριφορά στην υπηρεσία, την οικογενειακή κατάσταση και την αρχαιότητα των υπαλλήλων. Κάθε υπάλληλος που κατέχει μία από τις θέσεις που αναφέρονται στο ανωτέρω εδάφιο και επιθυμεί να τεθεί σε διαθεσιμότητα εγγράφεται αυτεπαγγέλτως στον κατάλογο αυτό.

Οι υπάλληλοι που αναφέρονται στον κατάλογο αυτό τίθενται σε διαθεσιμότητα με απόφαση της αρμοδίας για διορισμούς αρχής.

3.  Στην κατάσταση αυτή, ο υπάλληλος παύει να ασκεί τα καθήκοντά του και να απολαύει των δικαιωμάτων του για αμοιβή και προαγωγή κατά κλιμάκιο, αλλά συνεχίζει, κατά τη διάρκεια περιόδου που δεν δύναται να υπερβεί τα 5 έτη, να αποκτά νέα δικαιώματα συντάξεως λόγω αρχαιότητας βάσει του μισθού που αναλογεί στο βαθμό και στο κλιμάκιό του.

Κατά τη διάρκεια περιόδου δύο ετών από, τότε που έχει τεθεί σε διαθεσιμότητα, ο υπάλληλος αυτός έχει δικαίωμα προτεραιότητος για επαναφορά σε κάθε θέση ►M112  της ομάδας καθηκόντων του ◄ που αντιστοιχεί στο βαθμό του, η οποία κενούται ή έχει πρόσφατα δημιουργηθεί, με την επιφύλαξη ότι κατέχει τις απαιτούμενες ικανότητες.

Ο υπάλληλος που έχει τεθεί σε διαθεσιμότητα λαμβάνει αποζημίωση που υπολογίζεται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παράρτημα IV.

▼M23

Το ποσό των εσόδων που εισπράττονται από τον ενδιαφερόμενο στα νέα του καθήκοντα κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής αφαιρείται από την αποζημίωση που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο στο μέτρο που τα έσοδα αυτά, προστιθέμενα στην αποζημίωση αυτή, υπερβαίνουν τις τελευταίες συνολικές αποδοχές του υπαλλήλου οι οποίες έχουν καθοριθεί βάσει του ισχύοντα πίνακα των μισθών την πρώτη ημέρα του μηνός για τον οποίο πρόκειται να γίνει η εκκαθάριση της αποζημιώσεως.

▼M62

Ο ενδιαφερόμενος οφείλει να παρέχει τις γραπτές αποδείξεις που ενδεχομένως θα του ζητηθούν, καθώς και να κοινοποιεί στο όργανο κάθε στοιχείο που μπορεί να επιφέρει τροποποίηση των δικαιωμάτων του επί της παροχής αυτής.

▼M112

Στην αποζημίωση δεν εφαρμόζεται κανένας διορθωτικός συντελεστής.

Ωστόσο, στην αποζημίωση και τις τελευταίες συνολικές αποδοχές, όπως αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο του παρόντος άρθρου, εφαρμόζεται ►C7  ο διορθωτικός συντελεστής που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 5 στοιχείο α) του παραρτήματος ΧΙ, ◄ βάσει της ισοτιμίας που έχει καθορισθεί για το κράτος μέλος στο οποίο ο δικαιούχος αποδεικνύει ότι διαμένει, υπό την προϋπόθεση ότι το κράτος μέλος αυτό ήταν ο τελευταίος τόπος υπηρεσίας του δικαιούχου. Σε τέτοιες περιπτώσεις, εάν το νόμισμα του κράτους μέλους δεν είναι το ευρώ, η αποζημίωση αυτή υπολογίζεται βάσει των συναλλαγματικών ισοτιμιών που προβλέπονται στο άρθρο 63 του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼B

4.  Μετά τη λήξη της περιόδου, κατά την οποία έχει γεννηθεί το δικαίωμα για αποζημίωση, ο υπάλληλος παύεται. Απολαύει ενδεχομένως συντάξεως λόγω αρχαιότητας σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο σύστημα συνταξιοδοτήσεως.

5.  Ο υπάλληλος, στον οποίο έχει προσφερθεί πριν από τη λήξη της διετούς περιόδου που προβλέπεται από την ανωτέρω παράγραφο 3 θέση που αντιστοιχεί στο βαθμό του και την έχει αρνηθεί χωρίς βάσιμο λόγο, δύναται, κατόπιν γνώμης της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως, να στερηθεί των δικαιωμάτων που απορρέουν από τις ανωτέρω διατάξεις και να παυθεί.



Τμήμα 5

ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΕΚΠΛΗΡΩΣΉ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ

Άρθρο 42

Ο υπάλληλος που στρατεύεται, για να εκτελέσει τη νόμιμη θητεία του ή υποχρεούται να συμπληρώσει περίοδο στρατιωτικής εκπαιδεύσεως ή ανακαλείται υπό τα όπλα, τοποθετείται στην ειδική κατάσταση «άδεια για εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων».

Ο υπάλληλος που στρατεύεται για να εκτελέσει τη νόμιμη θητεία του, παύει να εισπράττει την αμοιβή του, αλλά συνεχίζει να απολαύει των διατάξεων του παρόντος κανονισμού που αφορούν την προαγωγή κατά κλιμάκιο και την προαγωγή κατά βαθμό. Ομοίως συνεχίζει να απολαύει των διατάξεων εκείνων που αφορούν τη σύνταξη, αν καταβάλει, μετά την αποδέσμευση από τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, αναδρομικά την εισφορά του σύμφωνα με το σύστημα συνταξιοδοτήσεως.

Ο υπάλληλος που υποχρεούται να συμπληρώσει περίοδο στρατιωτικής εκπαιδεύσεως ή ανακαλείται υπό τα όπλα απολαύει, κατά τη διάρκεια της περιόδου της στατιωτικής του εκπαιδεύσεως ή της ανακλήσεως, των αποδοχών του, οι οποίες εν τούτοις μειώνονται κατά το ποσό του στρατιωτικού μισθού που εισπράττεται από τον ενδιαφερόμενο.

▼M112



Τμήμα 6

ΓΟΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΚΑΙ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ

Άρθρο 42α

Κάθε υπάλληλος δικαιούται, για κάθε παιδί, γονική άδεια ανώτατης διάρκειας έξι μηνών, χωρίς καταβολή του βασικού μισθού του, την οποία πρέπει να λαμβάνει στο διάστημα των δώδεκα ετών μετά τη γέννηση ή την υιοθεσία του παιδιού. Η διάρκεια της άδειας αυτής μπορεί να διπλασιάζεται για τους μόνους γονείς, που αναγνωρίζονται δυνάμει των γενικών εκτελεστικών διατάξεων που εκδίδουν τα όργανα. Η ελάχιστη διάρκεια της άδειας που λαμβάνεται κάθε φορά δεν είναι μικρότερη από ένα μήνα.

Κατά τη διάρκεια της γονικής άδειάς του, ο υπάλληλος εξακολουθεί να συμμετέχει στο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης· εξακολουθεί επίσης να αποκτά συνταξιοδοτικά δικαιώματα και διατηρεί το δικαίωμα του επιδόματος για συντηρούμενο τέκνο καθώς και του σχολικού επιδόματος. Επίσης, διατηρεί τη θέση του, το δικαίωμά του προαγωγής κατά κλιμάκιο και τη δυνατότητα βαθμολογικής εξέλιξής του. Η άδεια μπορεί να λαμβάνεται υπό τη μορφή είτε πλήρους παύσης της υπηρεσίας είτε εργασίας με μειωμένο ωράριο. Στην περίπτωση γονικής άδειας λαμβανομένης υπό τη μορφή εργασίας με μειωμένο ωράριο, η αναφερόμενη στο πρώτο εδάφιο ανώτατη διάρκεια διπλασιάζεται. Κατά τη διάρκεια της γονικής άδειάς του, ο υπάλληλος δικαιούται μηνιαίου επιδόματος ►M122  878,32 ευρώ ◄ ή ποσοστό 50 % του ποσού αυτού, στην περίπτωση εργασίας με μειωμένο ωράριο, αλλά δεν δύναται να ασκεί καμία άλλη αμειβόμενη δραστηριότητα. Το όργανο καταβάλλει ολόκληρη την εισφορά στο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης που προβλέπεται στα άρθρα 72 και 73, υπολογιζόμενη βάσει του βασικού μισθού του υπαλλήλου. Ωστόσο, στην περίπτωση αδείας υπό τη μορφή εργασίας με μειωμένο ωράριο, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνο στη διαφορά μεταξύ του πλήρους βασικού μισθού και του κατ' αναλογία μειωμένου βασικού μισθού. Για το μέρος του βασικού μισθού που πράγματι καταβάλλεται, η εισφορά του υπαλλήλου υπολογίζεται με εφαρμογή των ίδιων εκατοστιαίων ποσοστών που θα εφαρμόζοντο στην περίπτωση πλήρους απασχόλησής του.

Το επίδομα ανέρχεται σε ►M122  1 171,09 ευρώ ◄ κατά μήνα ή σε ποσοστό 50 % του ποσού αυτού στην περίπτωση εργασίας με μειωμένο ωράριο, για τους αναφερόμενους στο πρώτο εδάφιο μόνους γονείς και στη διάρκεια των τριών πρώτων μηνών της γονικής άδειας, όταν την άδεια αυτή λαμβάνει ο πατέρας στη διάρκεια της άδειας μητρότητας ή οποιοσδήποτε από τους γονείς αμέσως μετά την άδεια μητρότητας, στη διάρκεια της άδειας λόγω υιοθεσίας ή αμέσως μετά την άδεια λόγω υιοθεσίας. Τα αναφερόμενα στο παρόν άρθρο ποσά αναπροσαρμόζονται όπως και οι αποδοχές.

Άρθρο 42β

Ο υπάλληλος δικαιούται να λαμβάνει άδεια για οικογενειακούς λόγους, χωρίς καταβολή του βασικού μισθού του, στην περίπτωση που ο/η σύζυγός του, ανιών ή κατιών του, αδελφός ή αδελφή του πάσχει από ιατρικά πιστοποιημένη σοβαρή ασθένεια ή αναπηρία. Η συνολική διάρκεια της άδειας αυτής δεν υπερβαίνει τους εννέα μήνες για ολόκληρη τη σταδιοδρομία του υπαλλήλου.

Εφαρμόζεται εν προκειμένω το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 42α.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Βαθμολόγηση, προαγωγή κατά κλιμάκιο και προαγωγή κατά βαθμό

▼M112

Άρθρο 43

Η ικανότητα, η απόδοση και η συμπεριφορά στην υπηρεσία κάθε υπαλλήλου, αποτελούν το αντικείμενο περιοδικής εκθέσεως που συντάσσεται τουλάχιστον ανά διετία, κατά τα προβλεπόμενα από κάθε όργανο, σύμφωνα με το άρθρο 110. Κάθε όργανο θεσπίζει διατάξεις με τις οποίες παρέχεται το δικαίωμα κατάθεσης προσφυγής στο πλαίσιο της διαδικασίας των εκθέσεων, το οποίο πρέπει να ασκείται πριν από την υποβολή αιτήματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 90, παράγραφος 2.

Η έκθεση των υπαλλήλων που ανήκουν στην ομάδα καθηκόντων AST και από τον τέταρτο βαθμό της ομάδας αυτής μπορεί επίσης να περιλαμβάνει γνώμη για το κατά πόσο, βάσει της επίδοσής του, ο ενδιαφερόμενος διαθέτει την απαιτούμενη ικανότητα για την ανάληψη καθηκόντων υπαλλήλου διοικήσεως.

Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον υπάλληλο, ο οποίος έχει την ευχέρεια να επισυνάπτει κάθε παρατήρηση που θεωρεί χρήσιμη.

▼B

Άρθρο 44

Υπάλληλος που έχει συμπληρώσει διετία σε κλιμάκιο του βαθμού του προάγεται αυτόματα στο επόμενο κλιμάκιο του βαθμού αυτού.

▼M112

Εάν ο υπάλληλος διορισθεί σε θέση προϊσταμένου μονάδας, διευθυντή ή γενικού διευθυντή, ενώ παραμένει στον ίδιο βαθμό και εφόσον έχει ασκήσει ικανοποιητικά τα νέα καθήκοντά του κατά τους πρώτους εννέα μήνες, απολαύει, αναδρομικά, κατά τον χρόνο ενάρξεως ισχύος του διορισμού, προαγωγής κατά κλιμάκιο στο βαθμό αυτό. Η προαγωγή αυτή συνεπάγεται αύξηση του μηνιαίου βασικού μισθού του αντίστοιχη προς την εκατοστιαία μισθολογική διαφορά μεταξύ του πρώτου και του δευτέρου κλιμακίου κάθε βαθμού. Αν το ποσό της αύξησης είναι κατώτερο της διαφοράς αυτής ή αν ο υπάλληλος κατέχει τότε ήδη το τελευταίο κλιμάκιο του βαθμού του, λαμβάνει προσαύξηση του βασικού μισθού ίση με την αύξηση μεταξύ πρώτου και δευτέρου κλιμακίου μέχρι της ενάρξεως ισχύος της επόμενης προαγωγής του.

▼M112

Άρθρο 45

1.  Η προαγωγή απονέμεται με απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής υπό το πρίσμα του άρθρου 6, παράγραφος 2. Συνεπάγεται για τον υπάλληλο τον διορισμό του στο αμέσως ανώτερο βαθμό της ομάδας καθηκόντων στην οποία ανήκει. Η προαγωγή απονέμεται αποκλειστικά με επιλογή μεταξύ των υπαλλήλων που έχουν διανύσει ελάχιστο διάστημα δύο ετών στο βαθμό τους, μετά από συγκριτική εξέταση των προσόντων των προαγώγιμων υπαλλήλων. Για τη συγκριτική εξέταση των προσόντων, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει ιδίως υπόψη τις εκθέσεις των υπαλλήλων, τη χρήση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους άλλων γλωσσών εκτός από τη γλώσσα για την οποία έχουν αποδείξει ότι διαθέτουν εις βάθος γνώση σύμφωνα με το άρθρο 28, στοιχείο στ) και, ενδεχομένως, το επίπεδο των αρμοδιοτήτων που ασκούν.

2.  Οι υπάλληλοι υποχρεούνται να αποδεικνύουν, πριν από την πρώτη μετά την πρόσληψη προαγωγή τους την ικανότητά τους να ασκούν τα καθήκοντά τους σε μια τρίτη γλώσσα μεταξύ εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 314 της Συνθήκης ΕΚ. Τα όργανα εκδίδουν, κοινούς κανόνες, με συμφωνία μεταξύ τους, για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου. Οι κανόνες αυτοί προβλέπουν την πρόσβαση των υπαλλήλων στην κατάρτιση σε μια τρίτη γλώσσα και καθορίζουν τις λεπτομέρειες για την αξιολόγηση της ικανότητας των υπαλλήλων να ασκούν τα καθήκοντά τους σε μια τρίτη γλώσσα σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο δ) του Παραρτήματος III.

Άρθρο 45α

1.  Κατά παρέκκλιση του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχεία β) και γ), υπάλληλος της ομάδας καθηκόντων AST και από τον 5ο βαθμό, μπορεί να διορισθεί σε θέση της ομάδας καθηκόντων AD, υπό την προϋπόθεση ότι:

α) έχει επιλεγεί σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου για να συμμετάσχει σε πρόγραμμα υποχρεωτικής κατάρτισης κατά τα αναφερόμενα στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου·

β) έχει ολοκληρώσει πρόγραμμα κατάρτισης που καθορίσθηκε από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και περιλαμβάνει μια σειρά υποχρεωτικών ενοτήτων και

γ) περιλαμβάνεται στον πίνακα, τον καταρτισμένο από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, των υποψηφίων οι οποίοι έχουν επιτύχει σε προφορική και γραπτή εξέταση που πιστοποιεί ότι παρακολούθησε επιτυχώς το πρόγραμμα κατάρτισης που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου. Το περιεχόμενο των εξετάσεων αυτών καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο γ) του Παραρτήματος III.

2.  Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή συντάσσει σχέδιο καταλόγου των υπαλλήλων της ομάδας AST που επιλέγονται για να συμμετάσχουν στο ανωτέρω πρόγραμμα κατάρτισης, βάσει των οικείων περιοδικών εκθέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 43 και του επιπέδου εκπαίδευσης και κατάρτισής τους, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τις ανάγκες των υπηρεσιών. Το εν λόγω σχέδιο υποβάλλεται σε επιτροπή ίσης εκπροσώπησης προς γνωμοδότηση.

Η εν λόγω επιτροπή μπορεί να ακούσει τους υπαλλήλους που έχουν υποβάλει αίτηση συμμετοχής στο ως άνω πρόγραμμα κατάρτισης, καθώς και εκπροσώπους της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής. Εκδίδει, κατά πλειοψηφία, αιτιολογημένη γνώμη για το σχέδιο καταλόγου που προτείνεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή εγκρίνει τον κατάλογο των υπαλλήλων που έχουν δικαίωμα να συμμετάσχουν στο ως άνω πρόγραμμα κατάρτισης.

3.  Ο διορισμός σε θέση της ομάδας καθηκόντων AD δεν έχει επίπτωση στο βαθμό και στο κλιμάκιο που κατέχει ο υπάλληλος τη στιγμή του διορισμού.

4.  Ο αριθμός των διορισμών σε θέσεις της ομάδας καθηκόντων AD κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 έως 3 του παρόντος άρθρου, δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20 % του συνολικού αριθμού διορισμών που γίνονται κατ' έτος σύμφωνα με το άρθρο 30, δεύτερο εδάφιο.

5.  Τα όργανα θεσπίζουν τις γενικές διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου σύμφωνα με το άρθρο 110.

Άρθρο 46

Ο υπάλληλος που διορίζεται σε ανώτερο βαθμό, σύμφωνα με το άρθρο 45 κατατάσσεται στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού αυτού. Ωστόσο, όταν διορίζονται σε ανώτερο βαθμό σύμφωνα με το άρθρο 45, οι υπάλληλοι των βαθμών AD 9 έως AD 13 οι οποίοι ασκούν τα καθήκοντα προϊσταμένου μονάδας, κατατάσσονται στο δεύτερο κλιμάκιο του νέου βαθμού τους. Η ίδια διάταξη εφαρμόζεται στον υπάλληλο ο οποίος:

α) προαγόμενος διορίζεται διευθυντής ή γενικός διευθυντής· ή

β) είναι διευθυντής ή γενικός διευθυντής και τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 44, δεύτερη παράγραφος, τελευταία πρόταση.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Οριστική λήξη των καθηκόντων

Άρθρο 47

Η λήξη των καθηκόντων είναι αποτέλεσμα:

α) της παραιτήσεως·

β) της παύσεως·

γ) της απομακρύνσεως από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας·

δ) της απολύσεως για επαγγελματική ανεπάρκεια·

ε) της ανακλήσεως·

στ) της συνταξιοδοτήσεως·

ζ) του θανάτου.



Τμήμα 1

Παραίτηση

Άρθρο 48

Η παραίτηση που υποβάλλεται από τον υπάλληλο δύναται να επέλθει μόνο με έγγραφη πράξη του ενδιαφερομένου που εκφράζει τη σαφή επιθυμία του να παύσει οριστικά κάθε δραστηριότητα στο όργανο.

Η απόφαση της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής που οριστικοποιεί την παραίτηση πρέπει να ληφθεί εντός προθεσμίας ενός μήνα από την παραλαβή της επιστολής παραιτήσεως. ►M23  Εν τούτοις η άρμόδια για διορισμούς αρχή δύναται να αρνηθεί την παραίτηση αν κατά την ημερομηνία παραλαβής της επιστολής παραιτήσεως εκκρεμεί πειθαρχική διαδικασία κατά του υπαλλήλου ή πρόκειται να αρχίσει διαδικασία εντός των επομένων τριάντα ημερών. ◄

▼M112

Η παραίτηση αρχίζει να ισχύει κατά την ημερομηνία που ορίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή· η ημερομηνία αυτή για τους υπαλλήλους της ομάδας καθηκόντων ΑD δεν δύναται να ορίζεται σε χρόνο μεγαλύτερο από τρεις μήνες από εκείνη που είχε προτείνει ο υπάλληλος στην επιστολή παραιτήσεως και σε χρόνο μεγαλύτερο από ένα μήνα για τους υπαλλήλους της ομάδας καθηκόντων AST.

▼B



Τμήμα 2

Παύση

Άρθρο 49

Ο υπάλληλος δύναται να παυθεί από τα καθήκοντά του, μόνο στην περίπτωση που παύει να πληροί τους όρους που ορίζονται στο άρθρο 28 περίπτωση α) και ►M23  στις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα ►M112  ————— ◄ 39, 40 και 41 παράγραφοι 4 και 5 και στο άρθρο 14 δεύτερη παράγραφος του Παραρτήματος VIII. ◄

Η αιτιολογημένη απόφαση λαμβάνεται από την αρμοδία για τους διορισμούς αρχή, κατόπιν γνώμης της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως και κατόπιν ακροάσεως του ενδιαφερομένου.



Τμήμα 3

Απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας

Άρθρο 50

►M112  Κάθε μέλος του ανώτερου στελεχικού δυναμικού κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 29, παράγραφος 2 ◄ δύναται να στερηθεί της θέσεως αυτής προς το συμφέρον της υπηρεσίας με απόφαση της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής.

Η απομάκρυνση αυτή από τη θέση δεν έχει χαρακτήρα πειθαρχικού μέτρου.

Ο υπάλληλος που έχει στερηθεί με τον τρόπο αυτό της θέσεώς του και δεν έχει τοποθετηθεί σε άλλη θέση ►M112  ————— ◄ που αντιστοιχεί στο βαθμό του απολαύει αποζημιώσεως που υπολογίζεται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παράρτημα IV.

▼M23

Το ποσό των εσόδων που εισπράττονται από τον ενδιαφερόμενο στα νέα του καθήκοντα κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής αφαιρείται από την αποζημίωση που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο στο μέτρο που τα έσοδα αυτά, προστιθέμενα στην αποζημίωση αυτή, υπερβαίνουν τις τελευταίες συνολικές αποδοχές του υπαλλήλου που έχουν καθορισθεί βάσει του πίνακα των μισθών που ισχύει κατά την πρώτη ημέρα του μηνός για τον οποίο πρόκειται να καταβληθεί η αποζημίωση.

▼M112

Ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να παρέχει, κατόπιν αιτήματος, γραπτές αποδείξεις και να κοινοποιεί στο όργανο όπου ανήκει κάθε παράγοντα ο οποίος ενδέχεται να επηρεάσει το δικαίωμά του για αποζημίωση.

Η αποζημίωση δεν υπόκειται σε διορθωτικό συντελεστή.

Το άρθρο 45, τρίτη, τέταρτη και πέμπτη παράγραφος του Παραρτήματος VIII εφαρμόζεται κατ' αναλογία.

▼B

Μετά τη λήξη της περιόδου, κατά τη διάρκεια της οποίας έχει γεννηθεί το δικαίωμα για την αποζημίωση αυτή ο υπάλληλος αποκτά το δικαίωμα συντάξεως, χωρίς να εφαρμοσθεί στην περίπτωση του η μείωση που προβλέπεται στο άρθρο 9 του παραρτήματος VIII, με την επιφύλαξη ότι έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του.



Τμήμα 4

▼M112

Διαδικασίες για επαγγελματική ανεπάρκεια

Άρθρο 51

1.  Κάθε όργανο καθορίζει τις διαδικασίες εκείνες που επιτρέπουν την ανίχνευση, διαχείριση και επίλυση των περιπτώσεων επαγγελματικής ανεπάρκειας έγκαιρα και με κατάλληλο τρόπο. Όταν εξαντληθούν οι διαδικασίες αυτές, ο υπάλληλος ο οποίος, με βάση διαδοχικές περιοδικές εκθέσεις κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 43, συνεχίζει να επιδεικνύει επαγγελματική ανεπάρκεια κατά την άσκηση των καθηκόντων του, μπορεί να απολύεται, να υποβιβάζεται ή να κατατάσσεται σε κατώτερη ομάδα καθηκόντων στον ίδιο βαθμό ή σε κατώτερο.

2.  Κάθε πρόταση περί απολύσεως, υποβιβασμού κατά βαθμό ή ομάδα καθηκόντων ενός υπαλλήλου, εκθέτει τους λόγους που την αιτιολογούν και γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο. Η πρόταση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής παραπέμπεται στη συμβουλευτική επιτροπή ίσης εκπροσώπησης που αναφέρεται στο άρθρο 9, παράγραφος 6.

3.  Ο υπάλληλος έχει το δικαίωμα να λαμβάνει πλήρως γνώση του ατομικού του φακέλου και να λαμβάνει αντίγραφα όλων των εγγράφων της διαδικασίας. Διαθέτει, για την προετοιμασία της υπεράσπισής του, προθεσμία τουλάχιστον δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της προτάσεως. Δύναται να ζητεί τη συνδρομή προσώπου της επιλογής του. Ο υπάλληλος δύναται να υποβάλει γραπτές παρατηρήσεις. Τυγχάνει ακροάσεως από τη συμβουλευτική επιτροπή ίσης εκπροσώπησης. Ο υπάλληλος δύναται επίσης να καλεί μάρτυρες.

4.  Ενώπιον της συμβουλευτικής επιτροπής ίσης εκπροσώπησης, το όργανο εκπροσωπείται από ειδικά προς τούτο εντεταλμένο από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή υπάλληλο. Ο εν λόγω υπάλληλος απολαύει των ίδιων δικαιωμάτων, όπως και ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος.

5.  Βάσει της αναφερόμενης στην παράγραφο 2 πρότασης και λαμβάνοντας υπόψη, ενδεχομένως, τις γραπτές και προφορικές δηλώσεις του ενδιαφερομένου υπαλλήλου ή των μαρτύρων, η συμβουλευτική επιτροπή ίσης εκπροσώπησης διατυπώνει, με πλειοψηφία, αιτιολογημένη γνώμη που αναφέρει το κατά την κρίση της επιβαλλόμενο μέτρο, ενόψει των γεγονότων που αποδείχθηκαν βάσει αιτήσεώς της. Διαβιβάζει τη γνώμη αυτή στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία που επελήφθη της υποθέσεως. Ο πρόεδρος δεν ψηφίζει αποφάσεις της συμβουλευτικής επιτροπής ίσης εκπροσώπησης, εκτός εάν πρόκειται για διαδικαστικά ζητήματα και σε περίπτωση ισοψηφίας των μελών.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή εκδίδει την απόφασή της εντός δύο μηνών αφότου λάβει τη γνώμη της επιτροπής ίσης εκπροσώπησης, και αφού προηγουμένως ακούσει τον υπάλληλο. Η απόφαση πρέπει να αιτιολογείται. Αναφέρει την ημερομηνία από την οποία παράγει αποτελέσματα.

6.  Ο απολυθείς για λόγους επαγγελματικής ανεπάρκειας υπάλληλος δικαιούται κατά μήνα αποζημίωσης απόλυσης ίσης προς το μηνιαίο βασικό μισθό υπαλλήλου πρώτου κλιμακίου του βαθμού 1 και επί το καθοριζόμενο στην παράγραφο 7 διάστημα. Ο υπάλληλος δικαιούται επίσης να λαμβάνει, κατά το ίδιο διάστημα, τα προβλεπόμενα στο άρθρο 67 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης οικογενειακά επιδόματα. Το επίδομα στέγης υπολογίζεται βάσει του μηνιαίου βασικού μισθού υπαλλήλου βαθμού 1 σύμφωνα με το άρθρο 1 του Παραρτήματος VII.

Η αποζημίωση αυτή δεν καταβάλλεται στην περίπτωση που ο υπάλληλος παραιτηθεί μετά την κίνηση της διαδικασίας που αναφέρεται στις παραγράφους 1, 2 και 3, ή που ήδη δικαιούται άμεσης καταβολής πλήρους συντάξεως. Εάν δικαιούται επιδόματος ανεργίας στο πλαίσιο εθνικού συστήματος προστασίας κατά της ανεργίας, το ποσό του εν λόγω επιδόματος αφαιρείται από την ανωτέρω αποζημίωση.

7.  Το διάστημα κατά το οποίο διενεργούνται οι αναφερόμενες στην παράγραφο 6 πληρωμές υπολογίζεται ως εξής:

α) αν, κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης για απόλυση, ο ενδιαφερόμενος δεν έχει συμπληρώσει πέντε έτη υπηρεσίας, το διάστημα είναι τριών μηνών·

β) αν ο ενδιαφερόμενος έχει συμπληρώσει πέντε ή περισσότερα έτη, αλλά όχι δέκα έτη υπηρεσίας, το διάστημα είναι έξι μηνών·

γ) αν ο ενδιαφερόμενος έχει συμπληρώσει δέκα ή περισσότερα έτη, αλλά όχι είκοσι έτη υπηρεσίας, είναι εννέα μηνών·

δ) αν ο ενδιαφερόμενος έχει συμπληρώσει πάνω από είκοσι έτη υπηρεσίας, το διάστημα είναι δώδεκα μηνών.

8.  Στην περίπτωση υποβιβασμού ή κατάταξής του σε κατώτερη ομάδα καθηκόντων για λόγους επαγγελματικής ανεπάρκειας, ο υπάλληλος δύναται, μετά την πάροδο έξι ετών, να ζητεί την απάλειψη από τον ατομικό του φάκελο κάθε μνείας του μέτρου αυτού.

9.  Ο υπάλληλος δικαιούται επιστροφής των εύλογων εξόδων με τα οποία επιβαρύνθηκε με δική του πρωτοβουλία κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένης της αμοιβής συνηγόρου υπερασπίσεώς του που δεν ανήκει στο όργανο, στην περίπτωση που η προβλεπόμενη στο παρόν άρθρο διαδικασία τερματίζεται χωρίς να έχει ληφθεί απόφαση για απόλυση, υποβιβασμό ή κατάταξη του υπαλλήλου σε κατώτερη ομάδα καθηκόντων.

▼B



Τμήμα 5

ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗ

▼M112

Άρθρο 52

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 50, ο υπάλληλος συνταξιοδοτείται:

α) είτε αυτοδικαίως, την ημέρα του μήνα κατά τον οποίο συμπληρώνει το 65ο έτος της ηλικίας του·

β) είτε, τη αιτήσει του, την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο υποβλήθηκε η αίτηση, εάν είναι τουλάχιστον 63 ετών ή, εάν είναι μεταξύ 55 και 63 ετών, εφόσον συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη χορήγηση σύνταξης που αρχίζει να καταβάλλεται αμέσως, σύμφωνα με το άρθρο 9 του Παραρτήματος VIII. Το άρθρο 48, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη πρόταση, εφαρμόζεται κατ' αναλογία.

Ωστόσο, κατ' εξαίρεση, ο υπάλληλος μπορεί, κατόπιν αιτήσεώς του και υπό τον όρο ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή το κρίνει δικαιολογημένο από το συμφέρον της υπηρεσίας, να εξακολουθήσει να εργάζεται μέχρι την ηλικία των 67 ετών, οπότε συνταξιοδοτείται αυτοδικαίως την τελευταία ημέρα του μήνα, κατά τον οποίο συμπληρώνει την ηλικία αυτή.

▼B

Άρθρο 53

Ο υπάλληλος, για τον οποίο η επιτροπή αναπηρίας κρίνει ότι πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 78 ►M62  συνταξιοδοτείται αυτοδικαίως την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο διαπιστώνεται με απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής η οριστική ανικανότητα του υπαλλήλου να ασκεί τα καθήκοντά του. ◄



Τμήμα 6

ΕΠΙΤΙΜΟΙ ΤΙΤΛΟΙ

Άρθρο 54

Στον υπάλληλο που παύει οριστικά να ασκεί τα καθήκοντά του δύναται να απονεμηθεί επίτιμος τίτλος ►M112  είτε στον βαθμό στον οποίο ευρίσκεται είτε στον αμέσως ανώτερο βαθμό ◄ , με απόφαση της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής.

Το μέτρο αυτό δεν συνεπάγεται κανένα χρηματικό πλεονέκτημα.



ΤΙΤΛΟΣ IV

ΟΡΟΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Διάρκεια εργασίας

Άρθρο 55

Οι εν ενεργεία υπάλληλοι είναι διαρκώς στη διάθεση του οργάνου, στο οποίο ανήκουν.

Εν τούτοις, η κανονική διάρκεια της εργασίας δεν δύναται να υπερβαίνει τις ►M23  42 ◄ ώρες την εβδομάδα που πραγματοποιούνται σύμφωνα με γενικό ωράριο καθοριζόμενο από την αρμοδία για τους διορισμούς αρχή. Εντός των ιδίων ορίων η αρχή αυτή δύναται, μετά από διαβούλευση με την επιτροπή του προσωπικού, να καθορίζει ωράρια κατάλληλα για ορισμένες ομάδες υπαλλήλων που εκτελούν ειδικό έργο.

▼M22

Επίσης, ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες ή τις απαιτήσεις των κανόνων ασφάλειας στον τόπο της εργασίας, ο υπάλληλος ►M31  ————— ◄ , είναι δυνατό να υποχρεωθεί να παραμείνει στη διάθεση της υπηρεσίας στον τόπο της εργασίας ή στην οικία του πέρα από την κανονική διάρκεια της εργασίας του. Το Όργανο καθορίζει τους κανόνες εφαρμογής του παρόντος εδαφίου μετά από διαβουλεύσεις με την Επιτροπή Προσωπικού του.

▼M112

Άρθρο 55α

1.  Ο υπάλληλος δύναται να ζητήσει την άδεια να εργάζεται με μειωμένο ωράριο.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να παρέχει τη σχετική άδεια, εφόσον αυτό συμβιβάζεται με το συμφέρον της υπηρεσίας.

2.  Η άδεια αυτή παρέχεται αυτοδικαίως στον υπάλληλο, στις εξής περιπτώσεις:

α) για να παρέχει φροντίδα σε τέκνο ηλικίας κάτω των 9 ετών·

β) για να παρέχει φροντίδα σε τέκνο ηλικίας 9 έως 12 ετών, εφόσον η μείωση του χρόνου εργασίας δεν υπερβαίνει το 20 % της κανονικής διάρκειας εργασίας·

γ) για να παρέχει φροντίδα στο/στη σύζυγο, σε ανιόντα, κατιόντα, αδελφό, αδελφή με σοβαρή ασθένεια ή αναπηρία·

δ) για την παρακολούθηση συμπληρωματικής κατάρτισης· ή

ε) από το 55ο έτος της ηλικίας για τα τελευταία πέντε έτη πριν από τη συνταξιοδότηση.

Όταν η εργασία με μειωμένο ωράριο ζητείται για την παρακολούθηση συμπληρωματικής κατάρτισης ή από το 55ο έτος της ηλικίας, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να αρνείται ή να μεταθέτει την ημερομηνία έναρξης ισχύος της, μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για λόγους επιτακτικού συμφέροντος της υπηρεσίας.

Όταν ένα τέτοιο δικαίωμα για χορήγηση άδειας ασκείται για την παροχή φροντίδας στο/στη σύζυγο, σε ανιόντα, κατιόντα, αδελφό, αδελφή με σοβαρή ασθένεια ή αναπηρία ή για την παρακολούθηση συμπληρωματικής κατάρτισης, η σωρευτική διάρκεια των διαστημάτων εργασίας με μειωμένο ωράριο περιορίζεται σε πέντε έτη για όλη τη σταδιοδρομία του υπαλλήλου.

3.  Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή απαντά στο αίτημα του υπαλλήλου εντός 60 ημερών.

4.  Οι κανόνες που διέπουν την εργασία με μειωμένο ωράριο και η διαδικασία χορήγησης της άδειας καθορίζονται στο Παράρτημα IVα.

▼M112

Άρθρο 55β

Ο υπάλληλος δύναται να ζητήσει την άδεια να εργάζεται με μειωμένο ωράριο, υπό τη μορφή επιμερισμένης απασχόλησης, σε θέση την οποία η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή έχει προσδιορίσει ως κατάλληλη για τον σκοπό αυτό. Η άδεια εργασίας με μειωμένο ωράριο υπό τη μορφή επιμερισμένης απασχόλησης δεν περιορίζεται χρονικά. Ωστόσο, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να την ανακαλέσει προς το συμφέρον της υπηρεσίας, με προειδοποίηση προς τον υπάλληλο έξι μηνών. Ομοίως, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να ανακαλέσει την άδεια, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, με προειδοποίηση έξι μηνών τουλάχιστον. Στην περίπτωση αυτή, ο υπάλληλος δύναται να μετατεθεί σε άλλη θέση.

Εφαρμόζονται το άρθρο 59α και το άρθρο 3 του Παραρτήματος IVα, πλην της τρίτης προτάσεως της παραγράφου 2.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να θεσπίζει λεπτομέρειες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

▼B

Άρθρο 56

Ο υπάλληλος δύναται να υποχρεωθεί να εργασθεί υπερωριακά μόνο σε επείγουσες περιπτώσεις ή περιπτώσεις εξαιρετικού φόρτου εργασίας· η νυκτερινή εργασία, καθώς και η εργασία τις Κυριακές ή τις αργίες δύναται να επιτρέπεται μόνο κατά τη διαδικασία που έχει αποφασισθεί από την αρμοδία για τους διορισμούς αρχή. Σε καμία περίπτωση ►M23  το σύνολο των υπερωριών που απαιτούνται από υπάλληλο δεν δύναται να υπερβαίνει τις 150 ώρες ανά εξάμηνο. ◄

Οι υπερωρίες που πραγματοποιούνται από τους υπαλλήλους ►M112  της ομάδας καθηκόντων AD, καθώς και της ομάδας καθηκόντων AST βαθμού 5 έως 11 ◄ δεν παρέχουν δικαίωμα αποζημιώσεως ή αμοιβής.

Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παράρτημα VI, οι υπερωρίες που πραγματοποιούνται από τους υπαλλήλους ►M112  βαθμού AST 1 έως AST 4 ◄ παρέχουν δικαίωμα χορηγήσεως αδείας αντισταθμιστικού χαρακτήρα ή δικαίωμα χορηγήσεως αμοιβής, αν οι ανάγκες της υπηρεσίας δεν επιτρέπουν την αντιστάθμιση στο μήνα που ακολουθεί εκείνον, κατά τον οποίον έχουν πραγματοποιηθεί οι υπερωρίες.

▼M22

Άρθρο 56α

Ο υπάλληλος ►M30  ————— ◄ , μπορεί να δικαιούται αποζημίωση όταν στα πλαίσια συνεχούς εργασίας, την οποία αποφάσισε το Όργανο λόγω της υπηρεσιακής ανάγκης ή βάσει των κανόνων ασφαλείας στον τόπο εργασίας και την οποία το Όργανο θεωρεί ως συνήθη ή μόνιμη, υποχρεούται να εκτελεί εργασίες τακτικά τη νύκτα, το Σάββατο, την Κυριακή ή τις αργίες.

▼M30

Το Συμβούλιο αποφασίζοντας προτάσει της Επιτροπής, κατόπιν γώμης της Επιτροπής Κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως καθορίζει τις κατηγορίες των δικαιούχων, τους όρους χορηγήσεως καθώς και το ύψος των αποζημιώσεων αυτών.

▼M22

Η κανονική διάρκεια εργασίας ενός υπαλλήλου που εξασφαλίζει τη συνεχή λειτουργία της υπηρεσίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το ετήσιο άθροισμα των ωρών εργασίας του κανονικού ωραρίου.

Άρθρο 56β

Ο υπάλληλος ►M31  ————— ◄ μπορεί να δικαιούται αποζημίωση, όταν, με απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής που λαμβάνεται με βάση την υπηρεσιακή ανάγκη ή τους κανόνες ασφάλειας στον τόπο εργασίας, υποχρεώνεται συστηματικά να βρίσκεται σε επιφυλακή είτε στον τόπο εργασίας του είτε στην οικία του πέρα από την κανονική διάρκεια της εργασίας του.

▼M31

Το Συμβούλιο, αποφαινόμενο προτάσει της Επιτροπής μετά τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, καθορίζει τις κατηγορίες των δικαιούχων, τους όρους χορήγησης και το ύψος αυτών των αποζημιώσεων.

▼M112

Άρθρο 56γ

Μπορούν να χορηγούνται ειδικές αποζημιώσεις, σε ορισμένους υπαλλήλους, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτέρως επίπονες συνθήκες εργασίας τους.

Το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής η οποία υποβάλλεται κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, καθορίζει τις κατηγορίες των δικαιούχων, τα ποσοστά και τους όρους των εν λόγω ειδικών αποζημιώσεων.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Άδειες

Άρθρο 57

Ο υπάλληλος δικαιούται, κατά ημερολογιακό έτος, ετησίας αδείας τουλάχιστον 24 εργασίμων ημερών και κατ' ανώτατο όριο, 30 εργασίμων ημερών σύμφωνα με ρύθμιση που πρόκειται να γίνει με κοινή συμφωνία μεταξύ των οργάνων των Κοινοτήτων, μετά γνώμη της επιτροπής της υπηρεσιακής καταστάσεως.

Εκτός από την άδεια αυτή, δύναται κατ' εξαίρεση να του χορηγηθεί ειδική άδεια κατόπιν αιτήσεώς του. Οι τρόποι χορηγήσεως των αδειών αυτών καθορίζονται στο παράρτημα V.

▼M112

Άρθρο 58

Επί πλέον της προβλεπόμενης στο άρθρο 57 αδείας, οι γυναίκες σε κατάσταση εγκυμοσύνης δικαιούνται, αφού προσκομίσουν ιατρικό πιστοποιητικό, άδεια είκοσι εβδομάδων. Η άδεια αυτή αρχίζει το ενωρίτερο έξι εβδομάδες πριν από την πιθανή ημερομηνία τοκετού που αναφέρεται στο πιστοποιητικό και λήγει το ενωρίτερο δεκατέσσερις εβδομάδες μετά την ημερομηνία του τοκετού. Σε περίπτωση πολλαπλού ή πρόωρου τοκετού ή σε περίπτωση γέννησης παιδιού με αναπηρία, η άδεια διαρκεί εικοσιτέσσερις εβδομάδες. Για τους σκοπούς της παρούσας διάταξης, πρόωρος τοκετός είναι ο τοκετός που λαμβάνει χώρα πριν από το τέλος της 34ης εβδομάδας κύησης.

▼B

Άρθρο 59

▼M112

1.  Ο υπάλληλος που αποδεικνύει ότι κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του λόγω ασθενείας ή ατυχήματος απολαύει αναρρωτικής αδείας.

Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος πρέπει, το συντομότερο δυνατόν, να απευθύνει κοινοποίηση στο όργανο στο οποίο ανήκει για την αδυναμία παροχής υπηρεσιών, προσδιορίζοντας συγχρόνως τον τόπο όπου ευρίσκεται. Προσκομίζει, από την τέταρτη ημέρα της απουσίας του, ιατρικό πιστοποιητικό. Το πιστοποιητικό αυτό πρέπει να αποστέλλεται το αργότερο την πέμπτη ημέρα της απουσίας, γεγονός αποδεικνυόμενο από τη σφραγίδα του ταχυδρομείου. Άλλως, η απουσία θεωρείται αδικαιολόγητη, εκτός εάν το πιστοποιητικό δεν εστάλη για λόγους πέραν της βουλήσεως του υπαλλήλου.

Ο υπάλληλος δύναται, ανά πάσα στιγμή, να υποχρεωθεί να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση που διοργανώνεται από το όργανο. Εάν, εξ υπαιτιότητος του υπαλλήλου, η εξέταση αυτή δεν μπορέσει να πραγματοποιηθεί, η απουσία του θεωρείται αδικαιολόγητη από την ημερομηνία κατά την οποία έπρεπε να έχει λάβει χώρα η εξέταση.

Εάν το πόρισμα της εξέτασης είναι ότι ο υπάλληλος είναι ικανός να εκτελέσει τα καθήκοντά του, η απουσία του, με την επιφύλαξη του επομένου εδαφίου, θεωρείται αδικαιολόγητη από την ημερομηνία της εξέτασης.

Εάν ο υπάλληλος θεωρεί ότι τα πορίσματα της ιατρικής εξέτασης που διοργανώθηκε από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή είναι ιατρικώς αδικαιολόγητα, μπορεί, είτε ο ίδιος είτε ένας ιατρός που ενεργεί για λογαριασμό του, να υποβάλει, εντός δύο ημερών, στο όργανο αίτηση παραπομπής του θέματος σε ανεξάρτητο ιατρό για γνωμάτευση.

Το όργανο διαβιβάζει αμέσως το αίτημα αυτό σε άλλον ιατρό, κατόπιν κοινής συμφωνίας από τον ιατρό του υπαλλήλου και από τον ιατρό-σύμβουλο του οργάνου. Εάν, εντός πέντε ημερών από το αίτημα, δεν υπάρξει τέτοια συμφωνία, το όργανο επιλέγει ένα από τα εγγεγραμμένα στον κατάλογο των ανεξάρτητων ιατρών πρόσωπα· ο εν λόγω κατάλογος συντάσσεται κάθε έτος με κοινή συμφωνία της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής και της επιτροπής προσωπικού. Ο υπάλληλος μπορεί να αμφισβητήσει, εντός δύο εργάσιμων ημερών, την επιλογή του οργάνου, οπότε το τελευταίο επιλέγει άλλο πρόσωπο από τον κατάλογο· αυτή η επιλογή είναι οριστική.

Η γνωμάτευση του ανεξάρτητου ιατρού, που διατυπώνεται μετά από διαβούλευση με τον ιατρό του υπαλλήλου και τον ιατρό-σύμβουλο του οργάνου, είναι δεσμευτική. Στην περίπτωση που η γνωμάτευση του ανεξάρτητου ιατρού επιβεβαιώνει το πόρισμα της εξέτασης που διοργάνωσε το όργανο η απουσία θεωρείται αδικαιολόγητη από την ημερομηνία της εν λόγω εξέτασης. Στην περίπτωση που η γνωμάτευση του ανεξάρτητου ιατρού δεν επιβεβαιώσει το πόρισμα της εν λόγω εξέτασης, η απουσία θεωρείται από κάθε άποψη δικαιολογημένη.

2.  Εάν οι απουσίες αυτές για λόγους ασθενείας δεν υπερβαίνουν τις τρεις ημέρες, υπερβαίνουν όμως σε περίοδο δώδεκα μηνών συνολικά τις δώδεκα ημέρες, ο υπάλληλος πρέπει να προσκομίσει ιατρικό πιστοποιητικό για κάθε νέα απουσία λόγω ασθενείας. Από την 13η ημέρα απουσίας του λόγω ασθενείας χωρίς ιατρικό πιστοποιητικό, η απουσία του θεωρείται αδικαιολόγητη.

3.  Με την επιφύλαξη της εφαρμογής, ενδεχομένως, των κανόνων σχετικά με τις πειθαρχικές διαδικασίες, κάθε απουσία που κρίνεται αδικαιολόγητη σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 αφαιρείται από την ετήσια άδεια του ενδιαφερομένου υπαλλήλου. Στην περίπτωση που ο υπάλληλος έχει εξαντλήσει την άδειά του, στερείται των αποδοχών του για το αντίστοιχο διάστημα.

4.  Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να προσφύγει στην επιτροπή αναπηρίας για την περίπτωση υπαλλήλου του οποίου το σύνολο αναρρωτικών αδειών υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες κατά τη διάρκεια περιόδου τριών ετών.

5.  Ο υπάλληλος δύναται να τίθεται αυτεπαγγέλτως σε άδεια, μετά από εξέταση που διενεργείται από τον ιατρό — σύμβουλο του οργάνου, αν το απαιτεί η κατάσταση της υγείας του ή αν στην κατοικία του έχει εκδηλωθεί μεταδοτική νόσος.

Σε περίπτωση αμφισβητήσεως, εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 1, πέμπτο έως έβδομο εδάφιο.

6.  Ο υπάλληλος υποχρεούται να υποβάλλεται κάθε έτος σε προληπτική ιατρική εξέταση είτε από τον ιατρικό σύμβουλο του οργάνου είτε από ιατρό της εκλογής του.

Στην τελευταία αυτή περίπτωση, τα ιατρικά έξοδα βαρύνουν το όργανο μέχρις ενός ανωτάτου ποσού που ορίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή για διάστημα το πολύ τριών ετών, κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 59α

Η ετήσια άδεια του υπαλλήλου στον οποίο έχει επιτραπεί να εργάζεται με μειωμένο ωράριο ελαττώνεται κατ' αναλογία, όσο διαρκεί η άδεια αυτή.

▼B

Άρθρο 60

Εκτός από περίπτωση ασθενείας ή ατυχήματος, ο υπάλληλος δεν δύναται να απουσιάσει χωρίς προηγούμενη άδεια από τον ιεραρχικά ανώτερό του. Με την επιφύλαξη της ενδεχομένης εφαρμογής των προβλεπομένων πειθαρχικών διατάξεων, κάθε παράτυπη απουσία που έχει δεόντως διαπιστωθεί καταλογίζεται στη διάρκεια της ετησίας αδείας του ενδιαφερομένου. Σε περίπτωση εξαντλήσεως της αδείας αυτής ο υπάλληλος στερείται του δικαιώματος επί των αποδοχών του για την αντίστοιχη περίοδο.

Όταν υπάλληλος επιθυμεί να διέλθει το χρόνο της αναρρωτικής αδείας του σε τόπο διάφορο από τον τόπο τοποθετήσεώς του, υποχρεούται να λάβει προηγουμένως την άδεια της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Αργίες

Άρθρο 61

Ο κατάλογος των αργιών θεσπίζεται με κοινή συμφωνία των οργάνων των Κοινοτήτων, κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.



ΤΙΤΛΟΣ V

ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΟΛΑΒΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Αποδοχές και επιστροφή εξόδων



Τμήμα 1

ΑΠΟΔΟΧΕΣ

Άρθρο 62

Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παράρτημα VIII και εκτός ρητών αντιθέτων διατάξεων, ο υπάλληλος δικαιούται αποδοχών αντιστοίχων με το βαθμό και το κλιμάκιο του εκ μόνου του γεγονότος του διορισμού του.

Δεν δύναται να παραιτηθεί αυτού του δικαιώματος.

Οι αποδοχές αυτές περιλαμβάνουν βασικό μισθό, οικογενειακά επιδόματα και αποζημιώσεις.

▼M43

Άρθρο 63

Η αμοιβή των υπαλλήλων εκφράζεται σε ►M94  ευρώ ◄ . Καταβάλλεται στο νόμισμα της χώρας όπου ο υπάλληλος ασκεί τα καθήκοντα του.

Η αμοιβή που καταβάλλεται σε νόμισμα άλλο από το ►M94  ευρώ ◄ υπολογίζεται με βάση τις τιμές συναλλάγματος που χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την ►M122  1η Ιουλίου 2008 ◄ .

Η ημερομηνία αυτή τροποποιείται, κατά την ετήσια εξέταση του ύψους των αποδοχών που προβλέπεται στο άρθρο 65, από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει ύστερα από πρόταση της Επιτροπής με την ειδική πλειοψηφία που προβλέπεται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο πρώτη περίπτωση του άρθρου 148 της συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου 118 της συνθήκης Ευρατόμ.

Με την επιφύλαξη της εφαρμογής των άρθρων 64 και 65, οι διορθωτικοί συντελεστές που ορίζονται δυνάμει των άρθρων αυτών, αναπροσαρμόζονται, σε περίπτωση τροποποίησης της προαναφερόμενης ημερομηνίας, από το Συμβούλιο, το οποίο, αποφασίζοντας με τη διαδικασία που προβλέπει το τρίτο εδάφιο, διορθώνει το αποτέλεσμα της διακύμανσης του ►M94  ευρώ ◄ σε σχέση με τις τιμές που αναφέρει το δεύτερο εδάφιο.

▼B

Άρθρο 64

Οι αποδοχές του υπαλλήλου που εκφράζονται ►M15  σε ►M94  ευρώ ◄  ◄ , προσαρμόζονται βάσει ενός συντελεστού αναπροσαρμογής ανωτέρου, κατωτέρου ή ίσου προς το 100 %, ανάλογα με τις συνθήκες ζωής στους διαφόρους τόπους τοποθετήσεως, μετά την αφαίρεση των υποχρεωτικών κρατήσεων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό ή στους κανονισμούς εφαρμογής του.

Οι συντελεστές αυτοί ►M15  ορίζονται από το Συμβούλιο προτάσει της Επιτροπής ◄ , με την ειδική πλειοψηφία που προβλέπεται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο πρώτη περίπτωση των άρθρων 148 της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και 118 της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας. Ο συντελεστής αναπροσαρμογής που εφαρμόζεται στις αποδοχές των υπαλλήλων που απασχολούνται στις προσωρινές έδρες των Κοινοτήτων είναι την 1η Ιανουαρίου 1962, ίσος προς 100 %.

Άρθρο 65

1.   ►M15  Το Συμβούλιο προβαίνει ◄ κατ' έτος σε εξέταση των αποδοχών των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων. Η εξέταση αυτή πραγματοποιείται το Σεπτέμβριο βάσει κοινής εκθέσεως που υποβάλλεται από ►M15  την Επιτροπή ◄ , η οποία στηρίζεται σε ένα κοινό δείκτη που καθορίζεται από τη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σε συμφωνία με τις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες των κρατών μελών για τον καθορισμό του δείκτη αυτού λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση κάθε χώρας των Κοινοτήτων κατά την 1η Ιουλίου.

Κατά τη διάρκεια της εξετάσεως αυτής, ►M15  το Συμβούλιο μελετά ◄ , αν αρμόζει να προβούν σε αναπροσαρμογή των αποδοχών στο πλαίσιο της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής των Κοινοτήτων. Λαμβάνονται ιδίως υπόψη η ενδεχόμενη αύξηση των μισθών στις δημόσιες υπηρεσίες και οι ανάγκες προσλήψεων.

2.  Σε περίπτωση ουσιώδους μεταβολής του κόστους ζωής, ►M15  το Συμβούλιο αποφασίζει ◄ εντός προθεσμίας 2 μηνών κατ' ανώτατο όριο μέτρα για την προσαρμογή των συντελεστών αναπροσαρμογής και κατά περίπτωση για τα αναδρομικά τους αποτελέσματα.

3.  Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου ►M15  το Συμβούλιο αποφασίζει προτάσει της Επιτροπής ◄ , με την ειδική πλειοψηφία που προβλέπεται στα άρθρα 148 παράγραφος 2 εδάφιο δεύτερο πρώτη περίπτωση της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας.

▼M78

Άρθρο 65α

Ο τρόπος εφαρμογής των άρθρων 64 και 65 καθορίζεται στο παράρτημα ΧΙ.

▼M3

Article 66

▼M16

Basic monthly salaries are for each grade and step as provided in the following Table:

▼M122



1.7.2008

ΚΛΙΜΑΚΙΟ

ΒΑΘΜΟΣ

1

2

3

4

5

16

16 299,08

16 983,99

17 697,68

 
 

15

14 405,66

15 011,01

15 641,79

16 076,97

16 299,08

14

12 732,20

13 267,22

13 824,73

14 209,36

14 405,66

13

11 253,14

11 726,01

12 218,75

12 558,70

12 732,20

12

9 945,89

10 363,83

10 799,33

11 099,79

11 253,14

11

8 790,51

9 159,90

9 544,81

9 810,36

9 945,89

10

7 769,34

8 095,82

8 436,01

8 670,72

8 790,51

9

6 866,80

7 155,35

7 456,03

7 663,46

7 769,34

8

6 069,10

6 324,13

6 589,88

6 773,22

6 866,80

7

5 364,07

5 589,48

5 824,35

5 986,40

6 069,10

6

4 740,94

4 940,16

5 147,76

5 290,97

5 364,07

5

4 190,20

4 366,28

4 549,76

4 676,34

4 740,94

4

3 703,44

3 859,06

4 021,22

4 133,10

4 190,20

3

3 273,22

3 410,76

3 554,09

3 652,97

3 703,44

2

2 892,98

3 014,55

3 141,22

3 228,61

3 273,22

1

2 556,91

2 664,35

2 776,31

2 853,56

2 892,98

▼M112

Άρθρο 66α

1.  Κατά παρέκκλιση του άρθρου 3, παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού των όρων και της διαδικασίας επιβολής του φόρου του θεσπισθέντος υπέρ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ( 1 ), εφαρμόζεται από την 1η Μαΐου 2004 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012, ένα προσωρινό μέτρο, στο εξής καλούμενο «ειδική εισφορά», το οποίο αφορά τις αποδοχές που καταβάλλουν οι Κοινότητες στους εν ενεργεία υπαλλήλους.

2.  Το ποσοστό αυτής της ειδικής εισφοράς, το οποίο εφαρμόζεται στη βάση που ορίζεται στην παράγραφο 3, έχει ως εξής:



Από 1.5.2004 έως 31.12.2004

2,50 %

από 1.1.2005 έως 31.12.2005

2,93 %

από 1.1.2006 έως 31.12.2006

3,36 %

από 1.1.2007 έως 31.12.2007

3,79 %

από 1.1.2008 έως 31.12.2008

4,21 %

από 1.1.2009 έως 31.12.2009

4,64 %

από 1.1.2010 έως 31.12.2010

5,07 %

από 1.1.2011 έως 31.12. 2012

5,50 %

3.  

α) Η βάση για τον υπολογισμό της ειδικής εισφοράς είναι ο βασικός μισθός που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των αποδοχών, από τον οποίο αφαιρούνται:

i) οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και σύνταξης καθώς και ο φόρος, πριν από την αφαίρεση της ειδικής εισφοράς, που καταβάλλει υπάλληλος με τον ίδιο βαθμό και κλιμάκιο χωρίς συντηρούμενα πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2 του Παραρτήματος VII, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, και

ii) ένα ποσό ίσο με τον βασικό μισθό υπαλλήλου στο βαθμό 1, κλιμάκιο 1.

β) Τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της βάσης της ειδικής εισφοράς εκφράζονται σε ευρώ και πολλαπλασιάζονται με διορθωτικό συντελεστή 100.

4.  Η ειδική εισφορά παρακρατείται κάθε μήνα στην πηγή· το προϊόν της εγγράφεται στα έσοδα του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

▼B

Άρθρο 67

▼M16

1.  Family allowances shall comprise:

▼M56

α) το επίδομα στέγης,

β) το επίδομα συντηρούμενων τέκνων,

▼M16

c) education allowance.

▼M23

2.  Οι υπάλληλοι που δικαιούνται οικογενειακών επιδομάτων τα οποία αναφέρονται στο παρόν άρθρο υποχρεούνται να δηλώνουν τα επιδόματα της ιδίας φύσεως που καταβάλλονται από άλλη πηγή, προκειμένου τα τελευταία να αφαιρεθούν από εκείνα που καταβάλλονται δυνάμει των άρθρων 1, 2 και 3 του Παραρτήματος VII.

▼M23

3.  Το επίδομα συντηρουμένου τέκνου δύναται να διπλασιασθεί κατόπιν ειδικής και αιτιολογημένης αποφάσεως της αρμόδιας για διορισμούς αρχή που λαμβάνεται βάσει αποδεικτικών ιατρικών εγγράφων, από τα οποία προκύπτει ότι το εν λόγω τέκνο επιβάλλει στον υπάλληλο δυσβάστακτα βάρη που απορρέουν από διανοητική ή φυσική αναπηρία από την οποία έχει προσβληθεί το τέκνο.

▼M56

4.   ►M95  Στην περίπτωση που δυνάμει των άρθρων 1, 2, 3 του παραρτήματος VII, τα παραπάνω οικογενειακά επιδόματα καταβάλλονται σε πρόσωπο άλλο από τον υπάλληλο, τα επιδόματα αυτά καταβάλλονται στο νόμισμα της χώρας διαμονής του προσώπου αυτού, ενδεχομένως, βάσει των ισοτιμιών που αναφέρονται στο άρθρο 63 δεύτερο εδάφιο. Προσαρμόζονται βάσει του διορθωτικού συντελεστή που καθορίζεται για τη χώραα αυτή εφόσον βρίσκεται στο εσωτερικό των Κοινοτήτων ή με διορθωτικό συντελεστή ίσο προς 100 για χώρα διαμονής εκτός Κοινοτήτων. ◄

Οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 ισχύουν για τον δικαιούχο των οικογενειακών επιδομάτων, ο οποίος αναφέρεται παραπάνω.

▼B

Άρθρο 68

▼M23

Τα οικογενειακά επιδόματα που προβλέπονται στο άρθρο 67 παράγραφος 1 εξακολουθούν να οφείλονται στην περίπτωση που ο υπάλληλος δικαιούται της αποζημιώσεως που προβλέπεται στα άρθρα 41 και 50, καθώς και στα άρθρα 34 και 42 του παλαιού κανονισμού του προσωπικου της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Άνθρακος και Χάλυβος.

Ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να δηλώσει τα επιδόματα ιδίας φύσεως που λαμβάνει ενδεχομένως από άλλη πηγή για το ίδιο τέκνο, προκειμένου αυτά τα τελευταία να αφαιρεθούν από εκείνα που καταβάλλονται δυνάμει των άρθρων 1, 2 και 3 του Παραρτήματος VII.

▼M112

Άρθρο 68α

Ο υπάλληλος στον οποίο επιτρέπεται να εργάζεται με μειωμένο ωράριο δικαιούται αμοιβής η οποία υπολογίζεται κατά τα προβλεπόμενα στο Παράρτημα IVα.

▼B

Άρθρο 69

▼M16

The expatriation allowance shall be equal to 16 % of the total of the basic salary, ►M25  το επίδομα στέγης ◄ and dependent child allowance to which the official is entitled. The expatriation allowance shall be not less than ►M122  486,88 ευρώ ◄ per month.

▼M112

Άρθρο 70

Σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου, ο επιζών σύζυγος ή τα συντηρούμενα τέκνα δικαιούνται των συνολικών αποδοχών του αποθανόντος μέχρι το τέλος του τρίτου μήνα που ακολουθεί τον μήνα του θανάτου.

Σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου συντάξεως ή επιδόματος αναπηρίας, οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν όσον αφορά τη σύνταξη ή το επίδομα του αποθανόντος.

▼M112 —————

▼B



Τμήμα 2

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΕΞΟΔΩΝ

Άρθρο 71

Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παράρτημα VII, ο υπάλληλος δικαιούται επιστροφής των εξόδων, στα οποία υπεβλήθη λόγω της αναλήψεως των καθηκόντων του, της μεταθέσεως ή της λήξεως των καθηκόντων του, καθώς και επιστροφής των εξόδων, στα οποία υπεβλήθη κατά την άσκηση ή επ' ευκαιρία της ασκήσεως των καθηκόντων του.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Κοινωνική ασφάλιση

Άρθρο 72

▼M56

1.  Εντός του ορίου του 80 % των αναληφθέντων εξόδων και βάσει ρηθμίσεως θεσπιζόμενης με κοινή συμφωνία από τα όργανα των Κοινοτήτων κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο υπάλληλος, ο (η) σύζυγός του, εφόσον ο (η) τελευταίος (α) δεν μπορεί να επωφεληθεί παροχών της αυτής φύσης και του αυτού επιπέδου, κατ'εφαρμογή οιωνδήποτε άλλων νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων, τα τέκνα του και τα λοιπά συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα, σύμφωνα με το άρθρο 2 του παραρτήματος VII, καλύπτονται κατά των κινδύνων ασθενείας. Το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 85 % για τις ακόλουθες παροχές: επισκέψεις στο ιατρείο και στο σπίτι, χειρουργικές επεμβάσεις, νοσοκομιακή περίθαλψη, φαρμακευτικά προϊόντα, ακτινολογικές εξετάσεις και ακτινοβολίες, αναλύσεις, εργαστηριακές εξετάσεις και προθέσεις με ιατρική εντολή, εκτός από τις οδοντικές προθέσεις. Ανέρχεται σε 100 % σε περιπτώσεις φυματίωσης, πολυομελίτιδας, καρκίνου, διανοητικής ασθένειας και άλλων ασθενειών που αναγωνρίζονται ως εξίσου σοβαρές από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, καθώς και για προληπτικές εξετάσεις για την έγκαιρη διάγνωση παθήσεων και σε περίπτωση τοκετού. Πάντως, οι κατά 100 % προβλεπόμενες επιστροφές δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση επαγγελματικής ασθένειας ή ατυχήματος που επέφεραν την εφαρμογή του άρθρου 73.

▼M112

Ο/η σύντροφος μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης ενός υπαλλήλου αντιμετωπίζεται ως σύζυγος στο πλαίσιο του καθεστώτος ασφάλισης ασθενείας, όταν πληρούνται οι πρώτοι τρεις όροι του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ) του Παραρτήματος VII.

Τα όργανα μπορούν, βάσει των κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, να αναθέτουν σε ένα από αυτά την αρμοδιότητα καθορισμού των κανόνων που διέπουν την επιστροφή των εξόδων σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 110 διαδικασία.

▼M56

Το ένα τρίτο της αναγκαίας συνεισφοράς για την εξασφάλιση της κάλυψης αυτής βαρύνει τον ασφαλιζόμενο, χωρίς η συμμετοχή αυτή να μπορεί να υπερβεί το 2 % του βασικού μισθού του.

▼M23

1α.  Ο υπάλληλος του οποίου τα καθήκοντα λήγουν οριστικά και ο οποίος προβάλλει την αιτιολογία ότι ►M112  δεν ασκεί επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα ◄ δύναται να ζητήσει, τα αργότερο εντός του μήνα που ακολουθεί τη λήξη των καθηκόντων του, της καλύψεως έναντι των κινδύνων ασθενείας που προβλέπεται στην παράγραφο 1. Η συνεισφορά που αναφέρεται στην προηγουμένη παράγραφο υπολογίζεται επί του τελευταίου βασικού μισθού του υπαλλήλου και τον βαρύνει κατά το ήμισυ.

Με απόφαση της αρμοδίας για διορισμούς αρχής που λαμβάνεται κατόπιν γνώμης του ιατρικού συμβούλου του οργάνου, η προθεσμία ενός μήνα για την υποβολή της αιτήσεως καθώς και ο περιορισμός των έξι μηνών που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος προσβάλλεται από βαρεία ή παρατεινομένη ασθένεια, η οποία εμφανίζεται πριν από τη λήξη των καθηκόντων του και δηλώνεται στο όργανο πριν από τη λήξη της περιόδου των έξι μηνών που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο, με τον όρο ότι ο ενδιαφερόμενος υπόκειται στον ιατρικό έλεγχο που προβλέπεται από το όργανο.

▼M56

1β.  Ο (η) διαζευγμένος(η) σύζυγος του υπαλλήλου, το τέκνο που δεν είναι πια συντηρούμενο, καθώς και το πρόσωπο που έπαψε να εξομοιώνεται με συντηρούμενο τέκνο κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 2 του παραρτήματος VII που αποδεικνύουν ότι ►M112  δεν ασκούν επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα ◄ μπορούν να εξακολουθήσουν, για μια περίοδο ενός έτους το πολύ, να καλύπτονται κατά των κινδύνων ασθενείας, όπως προβλέπονται στην παράγραφο 1, ως έμμεσα ασφαλισμένοι του ασφαλισμένου από τον οποίον αντλούσαν το δικαίωμα των επιστροφών αυτών· για την κάλυψη αυτή δεν χρειάζεται να καταβάλλουν εισφορά. Η παραπάνω περίοδος υπολογίζεται είτε από την ημερομηνία κατά την οποία το διαζύγιο οριστικοποιήθηκε είτε από τότε που εξέλιπε η ιδιότητα του συντηρούμενου τέκνου ή του προσώπου του εξομοιούμενου με συντηρούμενο τέκνο.

▼M112

2.  Εάν υπάλληλος παραμείνει στην υπηρεσία των Κοινοτήτων μέχρι την ηλικία των 63 ετών ή λαμβάνει επίδομα αναπηρίας, δικαιούται, μετά τη λήξη των καθηκόντων του, των παροχών που προβλέπονται στην παράγραφο 1. Η συνεισφορά υπολογίζεται βάσει της σύνταξης ή του επιδόματος.

Για πρόσωπο που λαμβάνει σύνταξη επιζώντων λόγω θανάτου υπαλλήλου εν ενεργεία ή παραμείναντος στην υπηρεσία των Κοινοτήτων μέχρι την ηλικία των 63 ετών ή δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας, ισχύουν οι ίδιες παροχές. Η συνεισφορά υπολογίζεται βάσει της σύνταξης επιζώντων.

2α.  Απολαύουν επίσης των προβλεπομένων στην παράγραφο 1 παροχών, υπό την προϋπόθεση ότι δεν ασκούν επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα:

i) ο πρώην υπάλληλος, δικαιούχος συντάξεως αρχαιότητας, ο οποίος έχει αποχωρήσει από την υπηρεσία των Κοινοτήτων πριν από την ηλικία των 63 ετών,

ii) ο δικαιούχος συντάξεως επιζώντων, η οποία προκύπτει από τον θάνατο πρώην υπαλλήλου, ο οποίος έχει αποχωρήσει από την υπηρεσία των Κοινοτήτων πριν από την ηλικία των 63 ετών.

Η συνεισφορά που προβλέπεται στην παράγραφο 1 υπολογίζεται επί της συντάξεως του πρώην υπαλλήλου πριν από την εφαρμογή, κατά περίπτωση, του συντελεστή μειώσεως που προβλέπεται από το άρθρο 9 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Εντούτοις, ο δικαιούχος συντάξεως ορφανού απολαύει των παροχών της παραγράφου 1 μόνον κατόπιν αιτήσεώς του. Η συνεισφορά υπολογίζεται βάσει της συντάξεως ορφανού.

▼M112

2β.  Εφόσον πρόκειται για δικαιούχο συντάξεως αρχαιότητας ή συντάξεως επιζώντων, η προβλεπόμενη στις παραγράφους 2 και 2α συνεισφορά δεν δύναται να είναι κατώτερη αυτής που υπολογίζεται βάσει του βασικού μισθού που αντιστοιχεί στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού 1.

2γ.  Ο υπάλληλος που απολύθηκε σύμφωνα με το άρθρο 51 και δεν είναι δικαιούχος συντάξεως αρχαιότητας, απολαύει επίσης των προβλεπομένων στην παράγραφο 1 παροχών, υπό τον όρο ότι δεν ασκεί επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα και ότι η συνεισφορά που υπολογίζεται επί του τελευταίου βασικού μισθού του τον βαρύνει κατά το ήμισυ.

▼B

3.  Αν τα μή επιστραφέντα έξοδα περιόδου δώδεκα μηνών υπερβαίνουν το ήμισυ του βασικού μηνιαίου μισθού του υπαλλήλου ή της συντάξεως που καταβάλλεται, χορηγείται ειδική επιστροφή εξόδων από την αρμοδία για τους διορισμούς αρχή, αφού ληφθεί υπόψη η οικογενειακή κατάσταση του ενδιαφερομένου βάσει της ρυθμίσεως που προβλέπεται στην ανωτέρω παράγραφο 1.

▼M23

4.   ►M56  Ο δικαιούχος υποχρεούται να δηλώνει τις επιστροφές εξόδων που εισέπραξε ή που μπορεί να απαιτήσει από άλλη ασφάλιση ασθενείας, βάσει κανονιστικών ή νομοθετικών διατάξεων, για τον ίδιο ή για ένα από τα πρόσωπα που ασφαλίζει. ◄

Αν το σύνολο των επιστροφών των οποίων εδικαιούτο υπερβαίνει τα επιστρεφόμενα ποσά που προβλέπονται στην ανωτέρω παράγραφο 1, η διαφορά αφαιρείται από το ποσό που πρέπει να επιστραφεί δυνάμει της παραγράφου 1, εκτός από τις επιστροφές που έχουν ληφθεί δυνάμει ιδιωτικής συμπληρωματικής ασφαλίσεως ασθενείας η οποία προορίζεται να καλύψει το μέρος των εξόδων που δεν επιστρέφεται από το ασφαλιστικό σύστημα υγιειονομικής περιθάλψεως των Κοινοτήτων.

▼B

Άρθρο 73

1.  Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται βάσει ρυθμίσεως που θεσπίζεται με κοινή συμφωνία των οργάνων των Κοινοτήτων, κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, ο υπάλληλος καλύπτεται.από την ημέρα αναλήψεως της υπηρεσίας κατά των κινδύνων επαγγελματικών ασθενειών και των κινδύνων ατυχημάτων. Συμμετέχει υποχρεωτικά, εντός ορίου 0,1 % του βασικού του μισθού, στην κάλυψη των κινδύνων εκτός υπηρεσίας.

Οι μη καλυπτόμενοι κίνδυνοι προσδιορίζονται στη ρύθμιση αυτή.

2.  Οι παροχές που εξασφαλίζονται είναι οι ακόλουθες:

α) Σε περίπτωση θανάτου:

Καταβολή στα κατωτέρω απαριθμούμενα πρόσωπα κεφαλαίου ίσου προς το πενταπλάσιο του ετησίου βασικού μισθού του ενδιαφερομένου, υπολογιζόμενου βάσει των μηνιαίων μισθών που χορηγούνται κατά τους δώδεκα μήνες πριν από το ατύχημα:

 στο σύζυγο και στα τέκνα του αποθανόντος υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του κληρονομικού δικαίου που εφαρμόζεται στην περίπτωση του υπαλλήλου· το ποσό που πρόκειται να καταβληθεί στο σύζυγο δεν δύναται να είναι εν τούτοις κατώτερο από το 25 % του κεφαλαίου,

 ελλείψει προσώπων της κατηγορίας που αναφέρεται ανωτέρω, στους λοιπούς κατιόντες σύμφωνα με τις διατάξεις του κληρονομικού δικαίου που εφαρμόζεται στην περίπτωση του υπαλλήλου,

 ελλείψει προσώπων των δύο κατηγοριών που αναφέρονται ανωτέρω, στους ανιόντες, σύμφωνα με τις διατάξεις του κληρονομικού δικαίου που εφαρμόζεται στην περίπτωση του υπαλλήλου,

 ελλείψει προσώπων των τριών κατηγοριών που αναφέρονται ανωτέρω στο όργανο.

β) σε περίπτωση ολικής μονίμου αναπηρίας:

Καταβολή στον ενδιαφερόμενο κεφαλαίου ίσου προς το οκταπλάσιο του ετησίου βασικού μισθού, υπολογιζομένου βάσει των μηνιαίων μισθών που είχαν χορηγηθεί κατά τους δώδεκα μήνες πριν από το ατύχημα.

γ) σε περίπτωση μερικής μονίμου αναπηρίας:

Καταβολή στον ενδιαφερόμενο μέρους της αποζημιώσεως που προβλέπεται στην ανωτέρω περίπτωση β), υπολογιζομένης σύμφωνα με τον πίνακα που ορίζεται στη ρύθμιση, η οποία προβλέπεται στον ανωτέρω παράγραφο 1.

Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από αυτή τη ρύθμιση, οι πληρωμές που προβλέπονται ανωτέρω δύνανται να αντικατασταθούν με ισόβιο πρόσοδο.

Οι παροχές που απαριθμούνται ανωτέρω δύνανται να σωρευθούν με αυτές που προβλέπονται στο κατωτέρω κεφάλαιο 3.

3.  Επιπλέον καλύπτονται, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στη ρύθμιση που προβλέπεται στην ανωτέρω παράγραφο 1, τα ιατρικά, φαρμακευτικά, νοσοκομειακά, χειρουργικά έξοδα, ως και έξοδα για τεχνητά μέλη, ακτινογραφίες, μαλάξεις, έξοδα ορθοπεδικής, νοσηλεία, έξοδα μεταφοράς, ως και όλα τα παρόμοια έξοδα που απαιτούνται λόγω του ατυχήματος ή της επαγγελματικής ασθενείας.

Εν τούτοις, η επιστροφή αυτή εξόδων δεν πραγματοποιείται παρά μόνο κατόπιν εξαντλήσεως και συμπληρωματικά προς εκείνα, τα οποία εισπράττει ο υπάλληλος κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 72.

▼M62 —————

▼B

Άρθρο 74

▼M39

1.  Σε περίπτωση που ο υπάλληλος αποκτήσει παιδί, καταβάλλεται επίδομα ►M97  198,31 ευρώ ◄ στο πρόσωπο που έχει πραγματικά τη φροντίδα του παιδιού.

Το ίδιο επίδομα καταβάλλεται και στον υπάλληλο που υιοθετεί παιδί το οποίο δεν έχει υπερβεί την ηλικία των πέντε ετών και το οποίο συντηρεί κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 του παραρτήματος VII.

▼B

2.  Σε περίπτωση διακοπής της κυήσεως τουλάχιστον μετά τον έβδομο μήνα, λαμβάνεται το επίδομα που προβλέπεται ανωτέρω.

▼M39

3.  Ο δικαιούχος του επιδόματος τοκετού υποχρεούται να δηλώσει τα ιδίου είδους επιδόματα που εισπράττει από άλλη πηγή για το ίδιο παιδί· τα επιδόματα αυτά αφαιρούνται από το επίδομα που προβλέπεται παραπάνω. Αν και ο πατέρας και η μητέρα είναι υπάλληλοι των Κοινοτήτων, το επίδομα καταβάλλεται μία μόνο φορά.

▼M56

Άρθρο 75

Σε περίπτωση θανάτου του υπαλλήλου, του (της) συζύγου του, των συντηρουμένων τέκνων ή άλλων συντηρουμένων προσώπων κατά την έννοια του άρθρου 2 του παραρτήματος VII και εφόσον τα πρόσωπα αυτά συγκατοικούν με τον υπάλληλο, τα αναγκαία έξοδα για τη μεταφορά της σορού από τον τόπο εργασίας στον τόπο καταγωγής του υπαλλήλου, επιστρέφονται από το όργανο.

Πάντως, σε περίπτωση θανάτου του υπαλλήλου κατά τη διάρκεια αποστολής τα αναγκαία έξοδα για τη μεταφορά της σορού από τον τόπο του θανάτου στον τόπο καταγωγής του υπαλλήλου επιστρέφονται από το όργανο.

▼B

Άρθρο 76

Δωρεές, δάνεια ή προκαταβολές δύνανται να χορηγηθούν σε υπάλληλο, σε τέως υπάλληλο ή σε όσους έλκουν δικαιώματα εκ του αποθανόντος υπαλλήλου και ευρίσκονται σε εξαιρετικά δυσχερή κατάσταση, ιδίως μετά από βαρεία ή παρατεινόμενη ασθένεια ή λόγω ►M112  αναπηρίας ή ◄ της οικογενειακής τους καταστάσεως.

▼M112

Άρθρο 76α

Ο επιζών σύζυγος, ο οποίος πάσχει από σοβαρή ή παρατεταμένη ασθένεια ή είναι ανάπηρος, μπορεί να λαμβάνει οικονομική ενίσχυση προς αύξηση της σύνταξης από το όργανο, για όσο χρόνο διαρκεί η ασθένεια ή η αναπηρία, βάσει εξέτασης της κοινωνικής και ιατρικής κατάστασης του ενδιαφερομένου. Οι κανόνες εκτέλεσης του παρόντος άρθρου καθορίζονται με κοινή συμφωνία μεταξύ των οργάνων, κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

▼M112

Συντάξεις και επίδομα αναπηρίας

▼B

Άρθρο 77

Ο υπάλληλος που έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 10 έτη υπηρεσίας έχει δικαίωμα συντάξεως λόγω αρχαιότητας. Εν τούτοις, δικαιούται της συντάξεως αυτής ανεξάρτητα από τη διάρκεια της υπηρεσίας, εφόσον είναι ηλικίας άνω των ►M112  63 ◄ ετών, εφόσον δεν κατέστη δυνατό να επανέλθει στην υπηρεσία κατά τη διάρκεια περιόδου διαθεσιμότητας, ή σε περίπτωση απομακρύνσεως από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

▼M23

Το ανώτατο ύψος της συντάξεως αρχαιότητας καθορίζεται σε 70 % του τελευταίου βασικού μισθού που αναλογεί στον τελευταίο βαθμό στον οποίο έχει καταταγεί υπάλληλος για ένα έτος τουλάχιστον. ►M112  Στον υπάλληλο καταβάλλεται ποσοστό 1,90 % του τελευταίου βασικού μισθού για κάθε έτος υπηρεσίας που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 3 του Παραρτήματος VIII. ◄

Εν τούτοις για τους υπαλλήλους που έχουν ασκήσει καθήκοντα παρά προσώπω που εκτελεί θητεία η οποία προβλέπεται από τις συνθήκες περί ιδρύσεως των Κοινοτήτων ή της συνθήκης περί ιδρύσεως ενιαίου Συμβουλίου ή ενιαίας Επιτροπής των Κοινοτήτων ή παρά εκλεγμένω προέδρω οργάνου των Κοινοτήτων ή πολιτικής ομάδας της Συνελεύσεως, τα Συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αντιστοιχούν στα συντάξιμα έτη κατά την άσκηση των καθηκόντων που αναφέρονται ανωτέρω υπολογίζονται βάσει του τελευταίου βασικού μισθού ο οποίος έχει εισπραχθεί κατά την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων, αν ο βασικός αυτός μισθός είναι ανώτερος από εκείνον που λαμβάνεται υπόψη σύμφωνα με τις διατάξεις που προβλέπονται στη δεύτερη παράγραφο του παρόντος άρθρου.

▼B

Το ποσό της συντάξεως αρχαιότητας ανά έτος υπηρεσίας δεν δύναται να είναι κατώτερο από 4 % του ελαχίστου ορίου διαβιώσεως.

Το δικαίωμα συντάξεως αρχαιότητας αποκτάται στην ηλικία των ►M112  63 ◄ ετών.

▼M112

Άρθρο 78

Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 13 έως 16 του Παραρτήματος VIII, ο υπάλληλος δικαιούται επιδόματος αναπηρίας, αν υποστεί μόνιμη αναπηρία, θεωρούμενη ως ολική και η οποία τον θέτει σε αδυναμία εκτελέσεως των καθηκόντων που αντιστοιχούν σε θέση της ομάδας καθηκόντων του.

Το άρθρο 52 εφαρμόζεται κατ' αναλογία στους δικαιούχους επιδόματος αναπηρίας. Εάν ο δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας να συνταξιοδοτηθεί πριν από το 65° έτος της ηλικίας του χωρίς να έχει φθάσει στο ανώτατο ποσοστό συντάξεως, εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες της συντάξεως λόγω αρχαιότητας. Τό ύψος της σύνταξης αρχαιότητας καθορίζεται με βάση τον μισθό που αντιστοιχεί στο βαθμό και το κλιμάκιο που κατείχε ο υπάλληλος όταν κατέστη ανάπηρος.

Το επίδομα αναπηρίας ισούται με το 70 % του τελευταίου βασικού μισθού του υπαλλήλου. Πάντως, το επίδομα αυτό δεν δύναται να είναι κατώτερο του ελαχίστου ορίου διαβίωσης.

Το επίδομα αναπηρίας υπόκειται σε εισφορές υπέρ του συνταξιοδοτικού καθεστώτος, οι οποίες υπολογίζονται βάσει του εν λόγω επιδόματος.

Εφόσον η αναπηρία προέρχεται από ατύχημα που έχει επέλθει κατά την άσκηση ή επ' ευκαιρία της ασκήσεως των καθηκόντων του υπαλλήλου, από επαγγελματική ασθένεια ή από πράξη αυτοθυσίας που έχει συντελεσθεί προς δημόσιο όφελος ή από το γεγονός ότι ο υπάλληλος εξέθεσε τη ζωή του σε κίνδυνο προκειμένου να διασώσει ανθρώπινη ζωή, το επίδομα αναπηρίας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το 120 % του ελάχιστου ορίου διαβίωσης. Επιπλέον, στις περιπτώσεις αυτές, η εισφορά στο σύστημα συνταξιοδοτήσεως βαρύνει εξ ολοκλήρου τον προϋπολογισμό του οργάνου ή του οργανισμού που αναφέρονται στο άρθρο 1β).

▼B

Άρθρο 79

Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο κεφάλαιο 4 του παραρτήματος VIII, ►M112  η επιζώσα σύζυγος ◄ υπαλλήλου ή τέως υπαλλήλου έχει δικαίωμα συντάξεως επιζώντων ίσης με το ►M5  60 % ◄ ►M112  της συντάξεως αρχαιότητας ή του επιδόματος αναπηρίας ◄ , της οποίας εδικαιούτο ο ►M112  ο θανών ◄ ή της οποίας θα εδικαιούτο αυτός, αν ηδύνατο να την εξιώσει, αναξάρτητα από τη διάρκεια υπηρεσίας ►M62  ή την ηλικία του ◄ κατά το χρόνο του θανάτου του.

Το ύψος της συντάξεως επιζώντων, της οποίας δικαιούται ►M112  η επιζώσα σύζυγος ◄ υπαλλήλου αποθανόντος σε μία κατάσταση από αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 35, ►M62  ————— ◄ δεν δύναται να είναι κατώτερο του ελαχίστου ορίου διαβιώσεως ούτε του ►M23  35 % ◄ του τελευταίου βασικού μισθού του υπαλλήλου.

▼M62

Το ποσό αυτό δεν μπορεί να είναι κατώτερο του 42 % του τελευταίου βασικού μισθού του υπαλλήλου, εφόσον ο θάνατος του επήλθε σε μία από τις περιστάσεις που αναφέρονται ►M112  στο άρθρο 78, πέμπτο εδάφιο ◄ .

▼M112 —————

▼B

Άρθρο 80

▼M112

Εάν ο υπάλληλος ή ο δικαιούχος συντάξεως αρχαιότητας ή επιδόματος αναπηρίας αποβιώσει και δεν καταλείπει σύζυγο που να δικαιούται συντάξεως επιζώντων, τα συντηρούμενα κατά τον χρόνο του θανάτου του τέκνα κατά την έννοια του άρθρου 2 του Παραρτήματος VII, δικαιούνται συντάξεως ορφανού σύμφωνα με το άρθρο 21 του Παραρτήματος VIII.

▼B

Το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται στα τέκνα που πληρούν τις ίδιες προϋποθέσεις σε περίπτωση θανάτου ή νέου γάμου ►M62  του συζύγου δικαιούχου ◄ συντάξεως επιζώντων.

▼M23

Όταν ο υπάλληλος ή ο δικαιούχος ►M112  συντάξεως αρχαιότητας ή επιδόματος αναπηρίας ◄ αποβιώσει χωρίς να συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην ανωτέρω πρώτη παράγραφο, τα αναγνωριζόμενα ως συντηρούμενα τέκνα, κατά την έννοια του άρθρου 2 του Παραρτήματος VII, έχουν δικαίωμα συντάξεως ορφανού σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 21 του Παραρτήματος VΠΙ· η σύνταξη αυτή καθορίζεται εν τούτοις στο ήμισυ του ποσού που προκύπτει από τις διατάξεις του τελευταίου αυτού άρθρου.

▼M112

Όσον αφορά τα εξομοιούμενα με συντηρούμενα τέκνα πρόσωπα, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 4 του Παραρτήματος VII, η σύνταξη ορφανού δεν δύναται να υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου.

▼M112

Σε περίπτωση υιοθεσίας τέκνου, ο θάνατος φυσικού γονέως, τον οποίο έχει υποκαταστήσει εξ υιοθεσίας γονέας, δεν γεννά δικαίωμα συντάξεως ορφανού.

▼M56

Τα διακιώματα που προβλέπονται στο πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο ισχύουν σε περίπτωση θανάτου πρώην υπαλλήλου που είχει δικαίωμα αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή δυνάμει του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 ή του άρθρου 3 του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 2530/72 ή του κανονισμού (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1543/73. ►M62  Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση θανάτου πρώην υπαλλήλου, ο οποίος εξήλθε από την υπηρεσία πριν από την ηλικία των ►M112  63 ◄ ετών και είχε ζητήσει να αναλβηθεί η έναρξη καταβολής της σύνταξης του μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα μετά από εκείνον στη διάρκεια του οποίου συμπληρώνει την ηλικία των ►M112  63 ◄ ετών. ◄

▼M112

Στο πρόσωπο δικαιούχου συντάξεως ορφανού δεν μπορεί να σωρεύονται περισσότερες από μια κοινοτικές συντάξεις ορφανού. Εάν το επιζόν τέκνο δικαιούται περισσότερες από μια κοινοτικές συντάξεις, λαμβάνει τη σύνταξη με το ανώτερο ή με το ανώτατο ποσό.

▼B

Άρθρο 81

▼M112

Ο δικαιούχος συντάξεως αρχαιότητας, επιδόματος αναπηρίας ή συντάξεως επιζώντων, δικαιούται, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο Παράρτημα VII, των οικογενειακών επιδομάτων που αναφέρονται στο άρθρο 67· το επίδομα στέγης υπολογίζεται βάσει της συντάξεως ή του επιδόματος του δικαιούχου. Ο δικαιούχος συντάξεως επιζώντων δικαιούται την καταβολή των επιδομάτων αυτών εκ της αιτίας και μόνον των συντηρούμενων τέκνων του αποβιώσαντος υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου κατά τον χρόνο του θανάτου του.

▼M23

Εν τούτοις το ποσό του επιδόματος συντηρουμένου τέκνου που οφείλεται στο δικαιούχο συντάξεως επιζώντων ισούται με το διπλάσιο του ποσού του επιδόματος που προβλέπεται στο άρθρο 67 παράγραφος 1 περίπτωση β).

▼M62

Άρθρο 81α

1.  Ανεξάρτητα από κάθε άλλη διάταξη, όσον αφορά ιδίως τα ελάχιστα ποσά που διατίθενται υπέρ των δικαιούχων σύνταξης επιζώντων, το συνολικό ποσό των συντάξεων επιζώντων που μπορούν να αξιώσουν η χήρα και όσοι άλλοι έλκουν δικαιώματα, αφού προστεθούν τα οικογενειακά επιδόματα και αφαιρεθεί ο φόρος και οι άλλες υποχρεωτικές κρατήσεις, δεν μπορεί να υπερβαίνει:

α) σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου ο οποίος ευρίσκεται σε κάποια υπηρεσιακή κατάσταση από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 35 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το ύψος των αποδοχών που θα είχε ο υπάλληλος αυτός στον ίδιο βαθμό και κλιμάκιο, αν είχε παραμείνει στην υπηρεσία, αφού αφαιρεθεί ο φόρος και οι άλλες υποχρεωτικές κρατήσεις·

β) για την περίοδο μετά την ημερομηνία, κατά την οποία ο αναφερόμενος στο στοιχείο α) υπάλληλος θα είχε συμπληρώσει την ηλικία των 65 ετών, το ύψος της σύνταξης λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου, στην οποία θα είχε δικαίωμα να υπολογίζεται από την ημερομηνία αυτή ο υπάλληλος, αν ζούσε, στον ίδιο βαθμό και κλιμάκιο που είχε τη στιγμή του θανάτου του, αφού προστεθούν στο ποσό αυτό τα οικογενειακά επιδόματα που θα του είχαν καταβληθεί και αφαιρεθεί, ο φόρος και οι άλλες υποχρεωτικές κρατήσεις·

γ) σε περίπτωση θανάτου πρώην υπαλλήλου, δικαιούχου σύνταξης λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου ή ►M112  επιδόματος αναπηρίας ◄ , το ποσό της σύνταξης που θα εδικαιούτο αυτός, αν ζούσε, αφού προστεθούν και αφαιρεθούν από το ποσό αυτό τα στοιχεία που αναφέρονται στο στοιχείο β)·

δ) σε περίπτωση θανάτου πρώην υπαλλήλου, ο οποίος εξήλθε από την υπηρεσία πριν την ηλικία των ►M112  63 ◄ ετών και είχε ζητήσει να αναβληθεί η έναρξη καταβολής της σύνταξης του μέχρι την πρώτη ημέρα του μήνα μετά από εκείνον στη διάρκεια του οποίου συμπληρώνει την ηλικία των ►M112  63 ◄ ετών, το ποσό της σύνταξης λόγω συμπλήρωσης συντάξιμου χρόνου της οποίας θα εδικαιούτο αυτός σε ηλικία ►M112  63 ◄ ετών, αν ζούσε, αφού προστεθούν και αφαιρεθούν από το ποσό αυτό τα στοιχεία που αναφέρονται στο στοιχείο β)·

ε) σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου δικαιούχου, τη στιγμή του θανάτου του, αποζημίωσης είτε με βάση το άρθρο 41 ή το άρθρο 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης είτε με βάση το άρθρο 5 του κανονισμοί (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 ή το άρθρο 3 του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 2530/72, ή το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1543/73, ή το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2150/ 82, ή το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1679/85, το ποσό της αποζημίωσης της οποίας θα εδικαιούτο αυτός, αν ζούσε, αφού προστεθούν και αφαιρεθούν από το ποσό αυτό τα στοιχεία που αναφέρονται στο στοιχείο β)·

στ) για την περίοδο μετά την ημερομηνία κατά την οποία ο αναφερόμενος στο στοιχείο ε) πρώην υπάλληλος θα έπαυε να δικαιούται της αποζημίωσης, το ποσό της σύνταξης λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου που θα εδικαιούτο αυτός, αν ζούσε και αν, την ημερομηνία αυτή είχε συγκεντρώσει τις προϋποθέσεις ηλικίας που απαιτούνται για τη γένεση των δικαιωμάτων σύνταξης, αφού προστεθούν και αφαιρεθούν από το πσό αυτό τα στοιχεία που αναφέρονται στο στοιχείο β).

2.  για την εφαρμογή της παραγράφου 1, δεν έχουν ληφθεί υπόψη οι διορθωτικοί συντελεστές, με βάση τους οποίους δύνανται να αναπροσαρμόζονται τα διάφορα εν λόγω ποσά.

3.  Το μέγιστο ποσό που καθορίζεται για καθένα από τα στοιχεία α) έως στ) της παραγράφου 1 κατανέμεται μεταξύ των δικαιούχων σύνταξης επιζώντων ανάλογα με τα δικαιώματα που θα είχαν αντίστοιχα, αν δεν ληφθεί υπόψη η παράγραφος 1.

Για τα ποσά που προκύπτουν από την κατανομή αυτή, ισχύει το άρθρο 82 παράγραφος 1 δεύτερο ►M112  και τρίτο ◄ εδάφιο.

▼M112

Άρθρο 82

1.  Οι συντάξεις που προβλέπονται ανωτέρω καθορίζονται βάσει των μισθολογικών κλιμάκων που ισχύουν κατά την πρώτη ημέρα του μήνα της γενέσεως δικαιώματος συντάξεως.

Στις συντάξεις δεν εφαρμόζεται κανένας διορθωτικός συντελεστής.

Οι συντάξεις σε ευρώ καταβάλλονται σ'ένα από τα νομίσματα που αναφέρονται στο άρθρο 45 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

2.  Όταν το Συμβούλιο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 65, παράγραφος 1, αποφασίζει αναπροσαρμογή των αποδοχών, η ίδια αναπροσαρμογή εφαρμόζεται στις συντάξεις.

3.  Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 εφαρμόζονται κατ' αναλογία στους δικαιούχους επιδόματος αναπηρίας.

▼B

Άρθρο 83

1.  Η καταβολή των παροχών που προβλέπονται στο παρόν σύστημα συνταξιοδοτήσεως βαρύνει τον προϋπολογισμό των Κοινοτήτων. Τα κράτη μέλη εγγυώνται συλλογικά την καταβολή αυτών των παροχών σύμφωνα με την κλίμακα κατανομής που καθορίζεται για τη χρηματοδότηση αυτών των δαπανών αυτών.

▼M15

Η χρησιμοποίηση των περιουσιακών στοιχείων του Ταμείου συντάξεως που προβλέπεται στο άρθρο 83 παράγραφος 1 του παλαιού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων της ΕΚΑΧ καθορίζεται από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής που υποβάλλεται ύστερα από γνώμη της επιτροπής του κανονισμού υπηρεσιακών καταστάσεων.

▼B

2.  Οι υπάλληλοι συμβάλλουν κατά το ένα τρίτο στη χρηματοδότηση αυτού του συστήματος συνταξιοδοτήσεως. Η συνεισφορά αυτή καθορίζεται στο ►M123  10,9 % ◄ του βασικού μισθού του ενδιαφερομένου, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι συντελεστές αναπροσαρμογής που προβλέπονται στο άρθρο 64. Η εν λόγω συνεισφορά αφαιρείται μηνιαίως από το μισθό του ενδιαφερομένου. ►M112  Η συνεισφορά αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στο Παράρτημα VII. ◄

3.  Ο τρόπος εκκαθαρίσεως των συντάξεως των υπαλλήλων που άσκησαν τα καθήκοντά τους εν μέρει στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακος και Χάλυβος ή που ανήκουν στα όργανα ή στις κοινές υπηρεσίες των Κοινοτήτων, καθώς και η κατανομή των βαρών που προκύπτουν από την εκκαθάριση των συντάξεων αυτών μεταξύ του ταμείου συντάξεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Άνθρακος και Χάλυβος και των προϋπολογισμών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας ρυθμίζονται βάσει κανονισμού, εκδιδομένου με κοινή συμφωνία των Συμβουλίων και της Επιτροπής των Προέδρων της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Άνθρακος και Χάλυβος κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

▼M112 —————

▼M112

Άρθρο 83α

1.  Η ισορροπία του συστήματος συνταξιοδοτήσεως εξασφαλίζεται σύμφωνα με τους προβλεπόμενους στο Παράρτημα XII λεπτομερείς κανόνες.

2.  Οι Υπηρεσίες οι οποίες δεν επιδοτούνται από τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταβάλλουν, στον εν λόγω προϋπολογισμό, το πλήρες ποσό των εισφορών που είναι αναγκαίες για τη χρηματοδότηση του συστήματος.

3.  Επ' ευκαιρία της ανά πενταετία διενεργούμενης αναλογιστικής αποτίμησης σύμφωνα με το Παράρτημα XII, και με σκοπό να εξασφαλίζεται η ισορροπία του συστήματος, το Συμβούλιο αποφασίζει σχετικά με το ποσοστό της εισφοράς και την ενδεχόμενη τροποποίηση της ηλικίας συνταξιοδότησης.

4.  Η Επιτροπή υποβάλλει κάθε έτος στο Συμβούλιο ενημερωμένη μορφή της αναλογιστικής αποτίμησης, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2 του Παραρτήματος XII. Εφόσον αποδεικνύεται η ύπαρξη απόκλισης τουλάχιστον 0,25 τοις εκατό μεταξύ του ποσοστού της τρέχουσας εισφοράς και του ποσοστού που είναι αναγκαίο για τη διατήρηση της αναλογιστικής ισορροπίας, το Συμβούλιο εξετάζει κατά πόσον είναι σκόπιμη η αναπροσαρμογή του ποσοστού, σύμφωνα με τους καθοριζόμενους στο Παράρτημα XII κανόνες.

5.  Για τους σκοπούς των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου, το Συμβούλιο αποφασίζει, προτάσει της Επιτροπής, με ειδική πλειοψηφία, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 205, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση της Συνθήκης ΕΚ. Για τους σκοπούς της παραγράφου 3, η πρόταση της Επιτροπής υποβάλλεται κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼B

Άρθρο 84

Η διάρθρωση του συστήματος συνταξιοδοτήσεως που προβλέπεται ανωτέρω καθορίζεται στο παράρτημα VIII.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Άρθρο 85

Επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων

▼M23

Κάθε ποσό που ελήφθη αχρεωστήτως αναζητητείται αν ο λαβών εγνώριζε την αντικανονικότητα της καταβολής ή αν η αντικανονικότητα αυτή ήταν τόσο εμφανής ώστε δεν ηδύνατο να την αγνοεί.

▼M112

Η αίτηση επιστροφής πρέπει να υποβάλλεται το αργότερο εντός πέντε ετών από την ημερομηνία κατά την οποία κατεβλήθη το ποσό. Εάν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή είναι σε θέση να αποδείξει ότι ο ενδιαφερόμενος παραπλάνησε εσκεμμένα τη διοίκηση με σκοπό να επιτύχει την καταβολή του σχετικού ποσού, η προθεσμία αυτή δεν αντιτάσσεται κατά της εν λόγω αρχής.

▼M62



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Υποκ¥ατάσταση της Κοινότητας

Άρθρο 85α

1.  Όταν ένας τρίτος ευθύνεται για το θάνατο, το ατύχημα ή την ασθένεια ατόμου που αναφέρεται στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, οι Κοινότητες υποκαθίστανται αυτοδικαίως, μέσα στα όρια των υποχρεώσεων τους σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό, λόγω του ζημιογόνου γεγονότος, στα δικαιώματα προσφυγής του θύματος ή των εξ αυτού ελκόντων δικαιώματα κατά του υπευθύνου τρίτου.

2.  Η υποκατάσταση της παραγράφου 1 καλύπτει ιδίως:

 τις αποδοχές που εξακολουθούν να καταβάλλονται στον υπάλληλο, σύμφωνα με το άρθρο 59, κατά την περίοδο της προσωρινής ανικανότητας του προς εργασία,

 τις καταβολές που πραγματοποιούνται, σύμφωνα με το άρθρο 70, μετά το θάνατο υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου δικαιούχου σύνταξης,

 τις παροχές που γίνονται, με βάση τα άρθρα 72 και 73 και τις ρυθμίσεις που αποφασίστηκαν για την εφαρμογή τους, όσον αφορά την ασφάλιση κατά των κινδύνων ασθενείας και ατυχήματος,

 την πληρωμή των εξόδων μεταφοράς της σορού, όπως αναφέρεται στο άρθρο 75,

 τις καταβολές επιπλέον οιγενειακών επιδομάτων λόγω βαριάς ασθένειας, αναπηρίας ή μειονεκτήματος που προσβάλλει ένα συντηρούμενο τέκνο σύμφωνα με το άρθρο 67 παράγραφος 3 και το άρθρο 2 παράγραφοι 3 και 5 του παραρτήματος VII,

 τις καταβολές ►M112  επιδομάτων αναπηρίας ◄ λόγω ατυχήματος ή ασθενείας, τα οποία καθιστούν τον υπάλληλο οριστικώς ανίκανο να ασκήσει τα καθήκοντα του,

 τις καταβολές συντάξεων επιζώντων λόγω θανάτου υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου ή θανάτου του συζύγου του συνταξιούχου υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου, που ο ίδιος δεν είναι μόνιμος ή έκτακτος υπάλληλος δικαιούχος σύνταξης,

 τις καταβολές συντάξεων ορφανού, που διενεργούνται, χωρίς όριο ηλικίας, υπέρ τέκνου υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου, εφόσον το τέκνο προσβληθεί από βαριά ασθένεια, αναπηρία ή μειονέκτημα που το εμποδίζει να αντεπεξέλθει στις ανάγκες του μετά το θάνατο του γονέως του.

3.  Ωστόσο, η υποκατάσταση των Κοινοτήτων δεν καλύπτει τα δικαιώματα αποζημίωσης για ζημίες με καθαρά προσωπικό χαρακτήρα, όπως, ιδίως, η ηθική βλάβη, η ψυχική οδύνη καθώς και το μέρος των αποζημιώσεων για αισθητικούς λόγους ή για διαφυγούσα απόλαυση που υπερβαίνει την αποζημίωση η οποία θα είχε χορηγηθεί για τους λόγους αυτούς βάσει του άρθρου 73.

4.  Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 δεν μπορούν να παρακωλύσουν την άσκηση αγωγής εξ ονόματος και εκ μέρους των Κοινοτήτων.

▼B



ΤΙΤΛΟΣ VI

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

Άρθρο 86

1.  Κάθε παράλειψη των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει υπάλληλος ή τέως υπάλληλος δυνάμει του παρόντος κανονισμού η οποία γίνεται εκουσίως ή εξ αμελείας, αποτελεί λόγο πειθαρχικής κυρώσεως.

▼M112

2.  Όταν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ή η OLAF λαμβάνουν γνώση αποδεικτικών στοιχείων για παράλειψη υποχρεώσεων κατά την έννοια της παραγράφου 1, μπορούν να κινούν διαδικασία διοικητικής έρευνας με σκοπό να εξακριβωθεί η ύπαρξη της παράληψης αυτής.

3.  Οι πειθαρχικοί κανόνες, διαδικασίες και μέτρα, καθώς και οι κανόνες και διαδικασίες που αφορούν τις διοικητικές έρευνες, καθορίζονται στο Παράρτημα IX.

▼M112 —————

▼B



ΤΙΤΛΟΣ VII

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Άρθρο 90

▼M23

1.  Κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στον παρόντα κανονισμό δύναται να προσφύγει στην αρμόδια για διορισμούς αρχή ζητώντας της να λάβει απόφαση περί αυτού. Η αρχή κοινοποιεί την αιτιολογημένη απόφαση της στον ενδιαφερόμενο εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από της ημέρας υποβολής της αιτήσεως. Μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής η έλλειψη απαντήσεως στην αίτηση σημαίνει σιωπηρή απορριπτική απόφαση, κατά της οποίας δύναται να υποβληθεί αίτημα κατά την έννοια της επομένης παραγράφου.

2.  Κάθε πρόσωπο που υπόκειται στον παρόντα κανονισμό δύναται να υποβάλει στην αρμόδια για διορισμούς αρχή αίτημα κατά οιασδήποτε πράξεως η οποία θίγει τα συμφέροντά του, τόσο στην περίπτωση που η εν λόγω αρχή έχει ήδη λάβει απόφαση όσο και όταν παρέλειψε να λάβει μέτρο που επιβάλλεται από τον κανονισμό. Το αίτημα πρέπει να διατυπωθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών. Η προθεσμία αυτή αρχίζει:

 από την ημέρα της δημοσιεύσεως της πράξεως, αν πρόκειται για μέτρο γενικού χαρακτήρα·

 από την ημέρα της κοινοποιήσεως της αποφάσεως στον αποδέκτη, όχι όμως αργότερα από την ημέρα κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει γνώση της αποφάσεως, αν πρόκειται για μέτρο ατομικού χαρακτήρα· ►C6  εν τούτοις σε περίπτωση που πράξη ατομικού χαρακτήρα είναι τέτοια ώστε να θίγει τα συμφέροντα τρίτου η εν λόγω προθεσμία για το πρόσωπο αυτό αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία αυτό έλαβε γνώση της πράξεως, όχι όμως αργότερα από την ημέρα της δημοσιεύσεως ◄ ·

 από την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας απαντήσεως, εφ' όσον υποβολή αιτήματος αναφέρεται σε σιωπηρή απορριπτική απόφαση, κατά την έννοια της παραγράφου 1.

Η αρχή κοινοποιεί στον ενδιαφερόμενο την αιτιολογημένη απόφασή της εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την ημέρα της υποβολής της ενστάσεως. Μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής η παράλειψη απαντήσεως στην ένσταση σημαίνει σιωπηρή απορριπτική απόφαση, κατά της οποίας δύναται να ασκηθεί προσφυγή κατά την έννοια του άρθρου 91.

▼M112 —————

▼M112

Άρθρο 90α

Κάθε πρόσωπο που υπόκειται στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης δύναται να υποβάλει, στον διευθυντή της OLAF αίτηση κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, με την οποία να τον καλεί να λάβει απόφαση περί αυτού σχετική με έρευνα της OLAF. Δύναται επίσης να υποβάλει στο διευθυντή της OLAF, αίτημα, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, κατά πράξεως σχετικής με έρευνα της OLAF, η οποία επηρεάζει αρνητικά τα συμφέροντά του.

Άρθρο 90β

Κάθε πρόσωπο στο οποίο εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης δύναται να υποβάλει στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων αίτηση ή αίτημα κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφοι 1 και 2, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του τελευταίου.

Άρθρο 90γ

Οι αιτήσεις και τα αιτήματα που αφορούν τους τομείς για τους οποίους τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 2, παράγραφος 2, υποβάλλονται στην εξουσιοδοτημένη αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

▼B

Άρθρο 91

▼M23

1.  Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι αρμόδιο να αποφαίνεται για κάθε διαφορά μεταξύ των Κοινοτήτων και ενός προσώπου που υπόκειται στον παρόντα κανονισμό, περί της νομιμότητας ενός μέτρου που θίγει το πρόσωπο αυτό κατά την έννοια του άρθρου 90 παράγραφος 2. Στις χρηματικές διαφορές το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας.

2.  Προσφυγή στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων γίνεται αποδεκτή μόνο:

 αν προηγουμένως έχει διατυπωθεί στην αρμόδια για διορισμούς αρχή αίτημα κατά την έννοια του άρθρου 90 παράγραφος 2 εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην εν λόγω παράγραφο, και

 αν αυτή η διατύπωση αιτήματος έχει αποτελέσει αντικείμενο ρητής ή σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως.

3.  Η προσφυγή που προβλέπεται στην παράγραφο 2 πρέπει να αιτηθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών. Η προθεσμία αυτή αρχίζει:

 από την ημέρα της κοινοποιήσεως της αποφάσεως, η οποία ελήφθη προς απάντηση της διατυπώσεως αιτήματος,

 από την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας απαντήσεως, εφ' όσον η προσφυγή αφορά σιωπηρή απορριπτική απόφαση της ενστάσεως που υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 90 παράγραφος 2. Εν τούτοις σε περίπτωση που κατόπιν σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως, αλλά εντός της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, ληφθεί ρητή απόφαση για την απόρριψη αιτήματος η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής αρχίζει εκ νέου.

4.  Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2, ο ενδιαφερόμενος δύναται, αφού διατυπώσει στην αρμόδια για διορισμούς αρχή αίτημα κατά την έννοια του άρθρου 90 παράγραφος 2, να προσφύγει αμέσως στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, υπό τον όρο ότι στην εν λόγω προσφυγή επισυνάπτεται αίτηση αναβολής της εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως ή των προσωρινών μέτρων. Στην περίπτωση αυτή η κυρία διαδικασία ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αναστέλλεται μέχρι να ληφθεί ρητή ή σιωπηρή απορριπτική απόφαση περί του διατυπωθέντος αιτήματος.

5.  Οι προσφυγές που προβλέπονται στο παρόν άρθρο εισάγονται και κρίνονται σύμφωνα με τον κανονισμό διαδικασίας που θεσπίζεται από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

▼M112

Άρθρο 91α

Οι προσφυγές στους τομείς για τους οποίους τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 2, παράγραφος 2, στρέφονται κατά του οργάνου από το οποίο εξαρτάται η εξουσιοδοτημένη αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

▼B



ΤΙΤΛΟΣ VIII

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΤΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ►M9  ————— ◄ ►M15  ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ◄

▼M112

Άρθρο 92

Ο παρών τίτλος διαλαμβάνει τις ειδικές διατάξεις που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους των Κοινοτήτων που κατέχουν θέσεις αμειβόμενες από τις πιστώσεις του προϋπολογισμού έρευνας και επενδύσεων, η κατάταξη των οποίων έχει γίνει σύμφωνα με το Παράρτημα I σημείο Α.

Άρθρο 93

Είναι δυνατόν να χορηγούνται ειδικές αποζημιώσεις σε ορισμένους υπαλλήλους που αναφέρονται στο άρθρο 92, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτέρως επίπονες συνθήκες εργασίας τους.

Το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, καθορίζει τα ποσοστά και τους όρους των εν λόγω ειδικών αποζημιώσεων καθώς και τους δικαιούχους.

Άρθρο 94

Κατά παρέκκλιση από το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 56α και από το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 56β, και μόνον σε εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν οι απαιτήσεις της υπηρεσίας, οι κανόνες ασφάλειας ή ανειλημμένες εθνικές ή διεθνείς υποχρεώσεις, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή προσδιορίζει τους αναφερόμενους στο άρθρο 92 υπαλλήλους, οι οποίοι μπορούν να τύχουν εφαρμογής των διατάξεων των προαναφερόμενων άρθρων.

▼M112 —————

▼M67



ΤΙΤΛΟΣ VIIIa

ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥΙΣΧΥΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟΠΟΘΕΤΗΜΕΝΟΙ ΣΕ ΤΡΠΉ ΧΩΡΑ

Άρθρο 101α

Με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το παράρτημα Χ θεσπίζει τις ειδικές και κατά παρέκκλιση διατάξεις οι οποίες ισχύουν για τους υπαλλήλους που είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα.

▼B



ΤΙΤΛΟΣ IX

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

Μεταβατικές διατάξεις

▼M112 —————

▼M23 —————

▼M62 —————

▼M112 —————

▼M112

Άρθρο 107α

Το Παράρτημα XIII διαλαμβάνει ορισμένες μεταβατικές διατάξεις.

▼M23 —————

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Τελικές διατάξεις

▼M112

Άρθρο 110

1.  Οι γενικές διατάξεις προς εκτέλεση του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εκδίδονται από κάθε όργανο κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή προσωπικού του και κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Οι Υπηρεσίες εκδίδουν, μετά από διαβούλευση με την οικεία επιτροπή προσωπικού και σε συμφωνία με την Επιτροπή, τους ενδεικνυόμενους, για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, κανόνες εφαρμογής.

2.  Για τους σκοπούς της έκδοσης των κανόνων με συμφωνία μεταξύ των οργάνων, οι Υπηρεσίες δεν εξομοιώνονται με τα όργανα. Εντούτοις, η Επιτροπή διαβουλεύεται με τις Υπηρεσίες πριν από την έκδοση των κανόνων αυτών.

3.  Όλες αυτές οι γενικές διατάξεις, καθώς και όλοι οι κανόνες που θεσπίζονται με συμφωνία μεταξύ των οργάνων, γνωστοποιούνται στο προσωπικό.

4.  Η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης αποτελεί το αντικείμενο τακτικών διαβουλεύσεων μεταξύ των διοικήσεων των οργάνων. Κατά τις διαβουλεύσεις αυτές, οι Υπηρεσίες έχουν κοινή εκπροσώπηση, σύμφωνα με τους κανόνες που θα καθορισθούν με συμφωνία μεταξύ τους.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Α.   Θέσεις-τύποι σε καθεμία από τις ομάδες καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 5, παράγραφος 3



Ομάδα καθηκόντων AD

Ομάδα καθηκόντων AST

Γενικός Διευθυντής

AD 16

 
 

Γενικός Διευθυντής/Διευθυντής

AD 15

 
 

Υπάλληλος διοικήσεως που εργάζεται π.χ. ως:

Διευθυντής/

Προϊστάμενος μονάδας/

Σύμβουλος/

γλωσσικός εμπειρογνώμων·

οικονομικός εμπειρογνώμων·

νομικός εμπειρογνώμων·

εμπειρογνώμων ιατρός σύμβουλος·

εμπειρογνώμων κτηνίατρος·

επιστημονικός εμπειρογνώμων·

εμπειρογνώμων ερευνητής·

δημοσιονομικός εμπειρογνώμων,

εμπειρογνώμων λογιστικού ελέγχου

AD 14

 
 

Υπάλληλος διοικήσεως που εργάζεται π.χ. ως:

Προϊστάμενος μονάδας/

Σύμβουλος/

Γλωσσικός εμπειρογνώμων·

οικονομικός εμπειρογνώμων·

νομικός εμπειρογνώμων·

εμπειρογνώμων ιατρός σύμβουλος·

εμπειρογνώμων κτηνίατρος·

επιστημονικός εμπειρογνώμων·

εμπειρογνώμων ερευνητής·

δημοσιονομικός εμπειρογνώμων,

εμπειρογνώμων λογιστικού ελέγχου

AD 13

 
 

Υπάλληλος διοικήσεως που εργάζεται π.χ. ως:

Προϊστάμενος μονάδας/

Κύριος μεταφραστής,

κύριος διερμηνέας,

κύριος οικονομολόγος·

κύριος νομικός σύμβουλος·

κύριος ιατρός σύμβουλος·

κύριος επιθεωρητής κτηνίατρος·

κύριος επιστημονικός υπάλληλος·

κύριος ερευνητής·

κύριος δημοσιονομικός διαχειριστής,

κύριος δημοσιονομικός ελεγκτής

AD 12

 
 

Υπάλληλος διοικήσεως που εργάζεται π.χ. ως:

Προϊστάμενος μονάδας/

Κύριος μεταφραστής,

κύριος διερμηνέας,

κύριος οικονομολόγος·

κύριος νομικός σύμβουλος·

κύριος ιατρός σύμβουλος·

κύριος επιθεωρητής κτηνίατρος·

κύριος επιστημονικός υπάλληλος·

κύριος ερευνητής·

κύριος δημοσιονομικός διαχειριστής,

κύριος δημοσιονομικός ελεγκτής

AD 11

AST 11

Βοηθός που εργάζεται π.χ. ως: Προσωπικός βοηθός (π.β.)· υπάλληλος γραφείου· τεχνικός υπάλληλος· υπάλληλος πληροφορικής

Υπάλληλος διοικήσεως που εργάζεται π.χ. ως:

Προϊστάμενος μονάδας/

Ανώτερος μεταφραστής·

ανώτερος διερμηνέας·

ανώτερος οικονομολόγος·

ανώτερος νομικός σύμβουλος·

ανώτερος ιατρός σύμβουλος·

ανώτερος επιθεωρητής κτηνίατρος·

ανώτερος επιστημονικός υπάλληλος·

ανώτερος ερευνητής·

ανώτερος δημοσιονομικός διαχειριστής,

ανώτερος δημοσιονομικός ελεγκτής

AD 10

AST 10

Βοηθός που εργάζεται π.χ. ως: Προσωπικός βοηθός (π.β.)· υπάλληλος γραφείου· τεχνικός υπάλληλος· υπάλληλος πληροφορικής

Υπάλληλος διοικήσεως που εργάζεται π.χ. ως:

Προϊστάμενος μονάδος/

Ανώτερος μεταφραστής·

ανώτερος διερμηνέας·

ανώτερος οικονομολόγος·

ανώτερος νομικός σύμβουλος·

ανώτερος ιατρός σύμβουλος·

ανώτερος επιθεωρητής κτηνίατρος·

ανώτερος επιστημονικός υπάλληλος·

ανώτερος ερευνητής·

ανώτερος δημοσιονομικός διαχειριστής,

ανώτερος δημοσιονομικός ελεγκτής

AD 9

AST 9

Βοηθός που εργάζεται π.χ. ως: Προσωπικός βοηθός (π.β.)· υπάλληλος γραφείου· τεχνικός υπάλληλος· υπάλληλος πληροφορικής

Υπάλληλος διοικήσεως που εργάζεται π.χ. ως:

Μεταφραστής·

διερμηνέας·

οικονομολόγος·

νομικός σύμβουλος·

ιατρός σύμβουλος·

επιθεωρητής κτηνίατρος·

επιστημονικός υπάλληλος·

ερευνητής·

δημοσιονομικός διαχειριστής,

δημοσιονομικός ελεγκτής

AD 8

AST 8

Βοηθός που εργάζεται π.χ. ως: Ανώτερος βοηθός γραφείου· ανώτερος υπάλληλος τεκμηρίωσης· ανώτερος τεχνίτης· ανώτερος τεχνικός πληροφορικής

Υπάλληλος διοικήσεως που εργάζεται π.χ. ως:

Μεταφραστής·

διερμηνέας·

οικονομολόγος·

νομικός σύμβουλος·

ιατρός σύμβουλος·

επιθεωρητής κτηνίατρος·

επιστημονικός υπάλληλος·

ερευνητής·

δημοσιονομικός διαχειριστής,

δημοσιονομικός ελεγκτής

AD 7

AST 7

Βοηθός που εργάζεται π.χ. ως: Ανώτερος βοηθός γραφείου· ανώτερος υπάλληλος τεκμηρίωσης· ανώτερος τεχνίτης· ανώτερος τεχνικός πληροφορικής

Υπάλληλος διοικήσεως που εργάζεται π.χ. ως:

Κατώτερος μεταφραστής,

κατώτερος διερμηνέας·

κατώτερος οικονομολόγος·

κατώτερος νομικός σύμβουλος·

κατώτερος ιατρός σύμβουλος·

κατώτερος επιθεωρητής κτηνίατρος·

κατώτερος επιστημονικός υπάλληλος·

κατώτερος ερευνητής·

κατώτερος δημοσιονομικός διαχειριστής,

κατώτερος δημοσιονομικός ελεγκτής

AD 6

AST 6

Βοηθός που εργάζεται π.χ. ως: Βοηθός γραφείου· υπάλληλος τεκμηρίωσης· τεχνίτης· τεχνικός πληροφορικής

Υπάλληλος διοικήσεως που εργάζεται π.χ. ως:

Κατώτερος μεταφραστής·

κατώτερος διερμηνέας·

κατώτερος οικονομολόγος·

κατώτερος νομικός σύμβουλος·

κατώτερος ιατρός σύμβουλος·

κατώτερος επιθεωρητής κτηνίατρος·

κατώτερος επιστημονικός υπάλληλος·

κατώτερος ερευνητής·

κατώτερος δημοσιονομικός διαχειριστής,

κατώτερος δημοσιονομικός ελεγκτής

AD 5

AST 5

Βοηθός που εργάζεται π.χ. ως: Βοηθός γραφείου· υπάλληλος τεκμηρίωσης· τεχνίτης· τεχνικός πληροφορικής

 
 

AST 4

Βοηθός που εργάζεται π.χ. ως: Κατώτερος βοηθός γραφείου· κατώτερος υπάλληλος τεκμηρίωσης· κατώτερος τεχνίτης, κατώτερος τεχνικός πληροφορικής

 
 

AST 3

Βοηθός που εργάζεται π.χ. ως: Κατώτερος βοηθός γραφείου· κατώτερος υπάλληλος τεκμηρίωσης· κατώτερος τεχνίτης, κατώτερος τεχνικός πληροφορικής· κοινοβουλευτικός επιμελητής (1)

 
 

AST 2

Βοηθός που εργάζεται π.χ. ως: Υπάλληλος αρχειοθέτησης· τεχνικός βοηθός· βοηθός πληροφορικής· κοινοβουλευτικός επιμελητής (1)

 
 

AST 1

Βοηθός που εργάζεται π.χ. ως: Υπάλληλος αρχειοθέτησης· τεχνικός βοηθός· βοηθός πληροφορικής κοινοβουλευτικός επιμελητής (1).

(1)   Οι θέσεις των κοινοβουλευτικών επιμελητών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν υπερβαίνουν τις 85.

B.   Ποσοστά πολλαπλασιασμού για τον καθορισμό της ισοδυναμίας των μέσων σταδιοδρομιών



Βαθμός

Βοηθοί

Υπάλληλοι διοικήσεως

13

20 %

12

25 %

11

25 %

10

20 %

25 %

9

20 %

25 %

8

25 %

33 %

7

25 %

33 %

6

25 %

33 %

5

25 %

33 %

4

33 %

3

33 %

2

33 %

1

33 %

▼B




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Σύνθεση και τρόποι λειτουργίας των οργάνων που προβλέπονται στο άρθρο 9 του κανονισμού

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Τμήμα 1:

Επιτροπή προσωπικού

Τμήμα 2:

Επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως

Τμήμα 3:

Επιτροπή αναπηρίας

Τμήμα 4:

Επιτροπή εκθέσεων

Τμήμα 5:

Ισομερής συμβουλευτική επιτροπή για την επαγγελματική ανεπάρκεια

Τμήμα 1

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

Άρθρο 1

▼M91

Η επιτροπή προσωπικού συγκροτείται από τακτικά μέλη και ενδεχομένως από αναπληρωματικά μέλη, των οποίων η διάρκεια της θητείας καθορίζεται σε τρία έτη. Εντούτοις, το όργανο δύναται να αποφασίσει τον καθορισμό βραχύτερης θητείας, η οποία όμως δεν δύναται να είναι κατώτερη από ένα έτος. Όλοι οι υπάλληλοι του οργάνου έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι.

▼M23

Οι προϋποθέσεις εκλογής στην επιτροπή προσωπικού, όταν αυτή δεν υποδιαιρείται σε τοπικές επιτροπές, ή στην τοπική επιτροπή, όταν η επιτροπή προσωπικού υποδιαιρείται σε τοπικές επιτροπές, καθορίζονται από τη γενική συνέλευση των υπαλλήλων του οργάνου οι οποίοι υπηρετούν στον αντίστοιχο τόπο τοποθετήσεως. ►M112  Πάντως, το όργανο δύναται να αποφασίσει ότι οι προϋποθέσεις εκλογής θα καθορισθούν σύμφωνα με την επιλογή που υπέδειξε το προσωπικό του οργάνου ως αποτέλεσμα δημοψηφίσματος. ◄ Οι εκλογές διεξάγονται με μυστική ψηφοφορία.

Όταν η επιτροπή προσωπικού υποδιαιρείται σε τοπικές επιτροπές, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες υποδεικνύονται τα μέλη της κεντρικής επιτροπής για κάθε τόπο τοποθετήσεως καθορίζονται από τη γενική συνέλευση των υπαλλήλων του οργάνου οι οποίοι υπηρετούν στον αντίστοιχο τόπο τοποθετήσεως. Ως μέλη της κεντρικής επιτροπής υποδεικνύονται μόνο τα μέλη της αντίστοιχης τοπικής επιτροπής.

Η σύνθεση της επιτροπής προσωπικού, όταν αυτή δεν διαιρείται σε τοπικές επιτροπές, ή η σύνθεση της τοπικής επιτροπής, όταν η επιτροπή προσωπικού υποδιαιρείται σε τοπικές επιτροπές, πρέπει να εξασφαλίζει την αντιπροσώπευση ►M112  και των δύο ομάδων καθηκόντων ◄ που προβλέπονται στο άρθρο 5 του κανονισμού, καθώς και των υπαλλήλων που προβλέπονται στο άρθρο 7 πρώτη παράγραφος του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Κοινότητος. Η κεντρική επιτροπή μιας επιτροπής προσωπικού η οποία υποδιαιρείται σε τοπικές επιτροπές συγκροτείται εγκύρως από τη στιγμή που έχει ορισθεί η πλειοψηφία των μελών της. Για την εγκυρότητα της εκλογής στην επιτροπή προσωπικού που δεν υποδιαιρείται σε τοπικές επιτροπές ή στην τοπική επιτροπή εφ' όσον η επιτροπή προσωπικού υποδιαιρείται σε τοπικές επιτροπές, απαιτείται η συμμετοχή των δύο τρίτων των εκλογέων. Εν τούτοις, όταν δεν υπάρχει απαρτία, η εγκυρότητα της εκλογής στο δεύτερο γύρο εξασφαλίζεται αν συμμετέχει η πλειοψηφία των εκλογέων.

Τα καθήκοντα των μελών της επιτροπής προσωπικού και των υπαλλήλων που κατέχουν θέση με εξουσιοδότηση της επιτροπής προσωπικού σε όργανο που προβλέπεται από τον κανονισμό, ή το οποίο δημιουργείται από όργανο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, θεωρούνται ως μέρη της υπηρεσίας, την οποία οφείλουν να παρέχουν στο όργανο στο οποίο ανήκουν. Η άσκηση των ανωτέρω καθηκόντων δεν επιτρέπεται να προξενεί ζημία στον εν λόγω υπάλληλο.

▼B



Τμήμα 2

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΙΣΗΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΕΩΣ

▼M85

Άρθρο 2

Η ή οι επιτροπές ίσης εκπροσώπησης ενός οργάνου αποτελούνται:

 από πρόεδρο που διορίζεται κάθε έτος από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή,

 από τακτικά και αναπληρωματικά μέλη που ορίζονται την ίδια ημερομηνία σε ίσο αριθμό από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και από την επιτροπή προσωπικού.

Η κοινή για δύο ή περισσότερα όργανα επιτροπή ίσης εκπροσώπησης, αποτελείται:

 από πρόεδρο που διορίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 2 τρίτη παράγραφος του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης,

 από τακτικά και αναπληρωματικά μέλη που ορίζονται σε ίσο αριθμό από τις αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές των οργάνων που εκπροσωπούνται στην κοινή επιτροπή ίσης εκπροσώπησης και από τις επιτροπές προσωπικού.

Οι λεπτομέρειες της σύστασης θεσπίζονται με συμφωνία των οργάνων που εκπροσωπούνται στην κοινή επιτροπή ίσης εκπροσώπησης, μετά από διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού τους.

Το αναπληρωματικό μέλος συμμετέχει στην ψηφοφορία μόνο όταν απουσιάζει τακτικό μέλος.

▼B

Άρθρο 3

Η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως συνέρχεται κατόπιν προσκλήσεως της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής ή κατόπιν αιτήσεως της επιτροπής προσωπικού.

Η επιτροπή συνέρχεται έγκυρα μόνο, αν όλα τα τακτικά μέλη ή, απουσία αυτών, τα αναπληρωματικά μέλη είναι παρόντα.

Ο Πρόεδρος της επιτροπής δεν συμμετέχει στις αποφάσεις, εκτός αν πρόκειται για θέματα διαδικασίας.

▼M23 —————

▼B

►M23  Η γνώμη της Επιτροπής ◄ γνωστοποιείται εγγράφως στην αρμόδια για διορισμούς αρχή και στην επιτροπή προσωπικού εντός πέντε ημερών από τη σύσκεψη.

Κάθε μέλος της επιτροπής δύναται να απαιτήσει να περιληφθεί η αποψή του στη γνωμοδότηση της επιτροπής.

▼M85

Άρθρο 3α

Η κοινή επιτροπή ίσης εκπροσώπησης συνέρχεται κατόπιν αιτήσεως είτε της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής που αναφέρεται ►M112  στο άρθρο 2, παράγραφος 2 ◄ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, είτε μιας αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής ή μιας επιτροπής προσωπικού ενός από τα όργανα που εκπροσωπούνται σ' αυτή.

Η κοινή επιτροπή ίσης εκπροσώπησης συνεδριάζει έγκυρα μόνον αν όλα τα τακτικά μέλη ή τα αναπληρωματικά μέλη είναι παρόντα.

Ο πρόεδρος της κοινής επιτροπής ίσης εκπροσώπησης δεν συμμετέχει στις αποφάσεις, εκτός αν πρόκειται για θέματα διαδικασίας.

Η γνώμη της κοινής επιτροπής ίσης εκπροσώπησης γνωστοποιείται εγγράφως στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κατά την έννοια ►M112  του άρθρου 2, παράγραφος 2 ◄ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης στις υπόλοιπες αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές και στις επιτροπές προσωπικού τους, εντός πέντε ημερών από τη σύσκεψη.

Κάθε μέλος της κοινής επιτροπής ίσης εκπροσώπησης μπορεί να απαιτήσει να περιληφθεί η άποψή του στη γνωμοδότηση της επιτροπής.



▼M112

Τμήμα 3

▼B

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ

Άρθρο 7

▼M23

Η επιτροπή αναπηρίας συγκροτείται από τρεις ιατρούς που ορίζονται:

 ο πρώτος από το όργανο στο οποίο υπάγεται ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος,

 ο δεύτερος από τον ενδιαφερόμενο,

 ο τρίτος με κοινή συμφωνία των δύο ιατρών που έχουν ορισθεί κατ' αυτό τον τρόπο.

Σε περίπτωση απουσίας του ενδιαφερομένου υπαλλήλου ορίζεται αυτεπαγγέλτως ιατρός από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

▼M39

Ελλείψει συμφωνίας για το διορισμό του τρίτου ιατρού μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την ημέρα διορισμού του δεύτερου ιατρού, ο τρίτος ιατρός διορίζεται αυτεπάγγελτα από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μετά από πρωτοβουλία ενός από τα ενδιαφερόμενα μέλη.

▼B

Άρθρο 8

Τα έξοδα των εργασιών της επιτροπής αναπηρίας βαρύνουν το όργανο, στο οποίο ανήκει ο ενδιαφερόμενος.

Στην περίπτωση που ο ιατρός που έχει ορισθεί από τον ενδιαφερόμενο διαμένει εκτός του τόπου που υπηρετεί ο τελευταίος, ο ενδιαφερόμενος βαρύνεται με τη συμπληρωματική αμοιβή που συνεπάγεται ο ορισμός αυτός, εκτός από τα έξοδα μεταφοράς πρώτης θέσεως που επιστρέφονται από το όργανο.

Άρθρο 9

Ο υπάλληλος δύναται να υποβάλλει στην επιτροπή αναπηρίας κάθε έκθεση ή πιστοποιητικό του θεράποντα ιατρού του ή των ιατρών που έχει θεωρήσει καλό να συμβουλευθεί.

Τα συμπεράσματα της επιτροπής διαβιβάζονται στην αρμόδια για διορισμούς αρχή και στον ενδιαφερόμενο.

Οι εργασίες της επιτροπής είναι μυστικές.



▼M112

Τμήμα 4

▼B

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΚΘΕΣΕΩΝ

▼M112

Άρθρο 10

Τα μέλη της επιτροπής εκθέσεων διορίζονται κάθε έτος σε ίσο αριθμό από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και από την επιτροπή προσωπικού μεταξύ των υπαλλήλων του οργάνου της ομάδας καθηκόντων AD. Η επιτροπή εκλέγει τον πρόεδρό της. Τα μέλη της επιτροπής ίσης εκπροσώπησης δεν δύνανται να είναι μέλη της επιτροπής εκθέσεων.

Κάθε φορά που η επιτροπή εκθέσεων καλείται να διατυπώσει σύσταση για υπάλληλο του οποίου ο αμέσως ανώτερος ιεραρχικά είναι ένα από τα μέλη της, το εν λόγω μέλος δεν συμμετέχει στη σύσκεψη.

▼B

Άρθρο 11

Οι εργασίες της επιτροπής εκθέσεων είναι μυστικές.

▼M112



Τμήμα 5

ΙΣΟΜΕΡΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ

Άρθρο 12

Η ισομερής συμβουλευτική επιτροπή για την επαγγελματική ανεπάρκεια απαρτίζεται από έναν πρόεδρο και από τουλάχιστον δύο μέλη, οι οποίοι πρέπει να είναι υπάλληλοι βαθμού AD 14, κατ' ελάχιστο. Ο πρόεδρος και τα μέλη διορίζονται για περίοδο τριών ετών. Το ήμισυ των μελών διορίζει η επιτροπή προσωπικού και το άλλο ήμισυ η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Ο πρόεδρος διορίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή βάσει πίνακα υποψηφίων που έχει συνταχθεί σε συνεννόηση με την επιτροπή προσωπικού.

Όταν ερευνάται η περίπτωση υπαλλήλου βαθμού μέχρι AD 14, η ισομερής συμβουλευτική επιτροπή συμπληρώνεται με δύο επιπλέον μέλη που διορίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως και τα μόνιμα μέλη και ανήκουν στην ίδια ομάδα καθηκόντων και στον ίδιο βαθμό τουλάχιστον με τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο.

Όταν η ισομερής συμβουλευτική επιτροπή καλείται να εξετάσει την περίπτωση μέλους του ανώτερου στελεχικού δυναμικού κατά την έννοια του άρθρου 29, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, συγκροτείται μία ειδική προς τούτο συμβουλευτική επιτροπή ίσης εκπροσώπησης, την οποία απαρτίζουν δύο μέλη διοριζόμενα από την επιτροπή προσωπικού και δύο μέλη διοριζόμενα από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, τα οποία είναι τουλάχιστον ισόβαθμα με τον υπάλληλο του οποίου εξετάζεται η περίπτωση.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και η επιτροπή προσωπικού συμφωνούν επί μιας ειδικής προς τούτο διαδικασίας διορισμού των δύο συμπληρωματικών μελών που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο και τα οποία πρέπει να συμμετέχουν στη σύνθεσή της, όταν εξετάζεται η περίπτωση υπαλλήλου τοποθετημένου σε χώρα εκτός της Ένωσης ή συμβασιούχου.

▼B




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Διαδικασία διαγωνισμών

Άρθρο 1

1.   ►M23  Η προκήρυξη διαγωνισμού αποφασίζεται από την αρμόδια για διορισμούς αρχή, κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως. ◄

Η προκήρυξη πρέπει να καθορίζει:

▼M23

α) τη φύση του διαγωνισμού (εσωτερικός διαγωνισμός στο όργανο, εσωτερικός διαγωνισμός στα όργανα, γενικός διαγωνισμός ►M85  , ενδεχομένως κοινός για δύο ή περισσότερα όργανα ◄

▼B

β) τον τρόπο διεξαγωγής (διαγωνισμός βάσει τίτλων, βάσει εξετάσεων ή βάσει τίτλων και εξετάσεων)·

γ) τη φύση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων που αντιστοιχούν στις θέσεις που πρόκειται να πληρωθούν ►M112  καθώς και την προτεινόμενη ομάδα καθηκόντων και βαθμό ◄ ·

δ)  ►M112  σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 3 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ◄ τα διπλώματα ή άλλους τίτλους ή το επίπεδο πείρας που απαιτείται για τις θέσεις που πρόκειται να πληρωθούν·

ε) στην περίπτωση διαγωνισμού βάσει εξετάσεων, τη φύση των εξετάσεων και τον αντίστοιχο τρόπο βαθμολογήσεώς τους·

στ) ενδεχομένως τις γλωσσικές γνώσεις που απαιτούνται λόγω της ιδιαίτερης φύσεως των θέσεων που πρόκειται να πληρωθούν·

▼M23

ζ) ενδεχομένως το όριο ηλικίας καθώς και την παράταση του ορίου ηλικίας για τους υπαλλήλους που ασκούν καθήκοντα από ένα έτος τουλάχιστον·

▼B

η) την προθεσμία για την υποβολή των αιτήσεων υποψηφιότητας·

θ) κατά περίπτωση, τις παρεκκλίσεις που έχουν επιτραπεί δυνάμει του άρθρου 28 περίπτωση α) του κανονισμού.

▼M85

Σε περίπτωση γενικού διαγωνισμού κοινού για δύο ή περισσότερα όργανα η προκήρυξη διαγωνισμού αποφασίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή που αναφέρεται ►M112  στο άρθρο 2, παράγραφος 2 ◄ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης μετά από διαβούλευση με την κοινή επιτροπή ίσης εκπροσώπησης.

▼B

2.  Για τους γενικούς διαγωνισμούς, η προκήρυξη διαγωνισμού πρέπει να δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τουλάχιστον ένα μήνα πριν από τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή των αιτήσεων υποψηφιότητας και, κατά περίπτωση, δύο μήνες τουλάχιστον πριν από την ημερομηνία των εξετάσεων.

3.  Κάθε προκήρυξη διαγωνισμού λαμβάνει δημοσιότητα εντός των οργάνων των τριών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εντός των ιδίων προθεσμιών.

Άρθρο 2

Οι υποψήφιοι πρέπει να συμπληρώσουν έντυπο, του οποίου οι όροι καθορίζονται από την αρμόδια για διορισμούς αρχή.

Δύναται να τους ζητηθεί η χορήγηση οποιουδήποτε συμπληρωματικού εγγράφου ή πληροφορίας.

Άρθρο 3

▼M112

Την εξεταστική επιτροπή απαρτίζουν ο πρόεδρος, που ορίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, και τα μέλη, που ορίζονται, σε ίσο αριθμό, από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και από την επιτροπή προσωπικού.

▼M85

Σε περίπτωση γενικού διαγωνισμού κοινού για δύο ή περισσότερα όργανα, η εξεταστική επιτροπή αποτελείται από ένα πρόεδρο που ορίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή που αναφέρεται ►M112  στο άρθρο 2, παράγραφος 2 ◄ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και από μέλη που ορίζονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή που αναφέρεται ►M112  στο άρθρο 2, παράγραφος 2 ◄ του εν λόγω κανονισμού μετά από πρόταση των οργάνων καθώς και από μέλη που ορίζονται με κοινή συμφωνία, επί ισομερούς βάσης, από τις επιτροπές προσωπικού των οργάνων.

▼B

Η εξεταστική επιτροπή δύναται να καλέσει να συμμετάσχουν σε ορισμένες εξετάσεις ένα ή περισσότερα πάρεδρα μέλη με συμβουλευτική ιδιότητα.

Τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής που επιλέγονται μεταξύ των υπαλλήλων πρέπει ►M112  να είναι της ίδιας ομάδας καθηκόντων και ◄ να έχουν τον ίδιο τουλάχιστον βαθμό με αυτόν της θέσεως που πρόκειται να πληρωθεί.

▼M112

Εάν η εξεταστική επιτροπή αποτελείται από περισσότερα από τέσσερα μέλη, πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον δύο μέλη από κάθε φύλο.

▼B

Άρθρο 4

Η αρμόδια για διορισμούς αρχή καταρτίζει τον κατάλογο των υποψηφίων που πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις περιπτώσεις α), β) και γ) του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως και διαβιβάζει τον κατάλογο αυτό στον πρόεδρο της εξεταστικής επιτροπής μαζί με το φάκελλο υποψηφιότητας.

Άρθρο 5

Αφού λάβει γνώση των φακέλλων αυτών, η εξεταστική επιτροπή συντάσσει τον κατάλογο των υποψηφίων που πληρούν τους όρους που καθορίζονται από την προκήρυξη διαγωνισμού.

Σε περίπτωση διαγωνισμού βάσει εξετάσεων, όλοι οι υποψήφιοι που είναι εγγεγραμμένοι στον κατάλογο αυτό γίνονται δεκτοί στις εξετάσεις.

Σε περίπτωση διαγωνισμού βάσει τίτλων, η εξεταστική επιτροπή, αφού καθορίσει τα κριτήρια, βάσει των οποίων θα αξιολογήσει τους τίτλους των υποψηφίων, προβαίνει στην εξέταση των τίτλων των υποψηφίων που είναι εγγεγραμμένοι στον κατάλογο που αναφέρεται στην ανωτέρω παράγραφο.

Σε περίπτωση διαγωνισμού βάσει τίτλων και εξετάσεων, η εξεταστική επιτροπή ορίζει βάσει του καταλόγου αυτού τους υποψηφίους που έχουν γίνει δεκτοί στις εξετάσεις.

Εν συνεχεία, η εξεταστική επιτροπή συντάσσει τον κατάλογο επιταχυντών που προβλέπεται στο άρθρο 30 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως· στο μέτρο που είναι δυνατό, ο κατάλογος αυτός πρέπει να περιλαμβάνει αριθμό υποψηφίων τουλάχιστον διπλάσιο από τον αριθμό των θέσεων που θα πληρωθούν με το διαγωνισμό.

Η εξεταστική επιτροπή απευθύνει στην αρμόδια για διορισμούς αρχή τον κατάλογο επιτυχόντων μαζί με αιτιολογημένη έκθεση της εξεταστικής επιτροπής που περιέχει ενδεχομένως τις παρατηρήσεις των μελών της.

Άρθρο 6

Οι εργασίες της εξεταστικής επιτροπής είναι μυστικές.

▼M112

Άρθρο 7

1.  Τα όργανα, κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης αναθέτουν στην Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εφεξής: «Υπηρεσία»), το καθήκον να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζει ότι εφαρμόζονται ομοιόμορφα πρότυπα κατά τις διαδικασίες επιλογής υπαλλήλων των Κοινοτήτων και κατά την αξιολόγηση και τις εξεταστικές διαδικασίες που αναφέρονται στα άρθρα 45 και 45α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

2.  Τα καθήκοντα της Υπηρεσίας συνίστανται στα εξής:

α) διοργάνωση, ύστερα από αίτημα του εκάστοτε οργάνου, ανοικτών διαγωνισμών·

β) παροχή, ύστερα από αίτημα του εκάστοτε οργάνου, τεχνικής υποστήριξης για τους εσωτερικούς διαγωνισμούς που διοργανώνει το ίδιο·

γ) καθορισμός του περιεχομένου όλων των εξετάσεων που διοργανώνονται από τα όργανα, ώστε να εξασφαλίζεται ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 45α, παράγραφος 1, στοιχείο γ) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης με εναρμονισμένο και συνεπή τρόπο·

δ) ανάληψη της γενικής ευθύνης για τον καθορισμό και την οργάνωση της αξιολόγησης της γλωσσικής ικανότητας, ώστε να εξασφαλίζεται ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 45, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης με εναρμονισμένο και συνεπή τρόπο.

3.  Η Υπηρεσία μπορεί, κατόπιν αιτήματος του εκάστοτε οργάνου, να επιτελεί και άλλα καθήκοντα συνδεόμενα με την επιλογή υπαλλήλων.

4.  Η Υπηρεσία παρέχει υποστήριξη στα διάφορα όργανα, κατόπιν αιτήματός τους, για την επιλογή έκτακτων και συμβασιούχων υπαλλήλων, ιδίως προσδιορίζοντας το περιεχόμενο των δοκιμασιών και διοργανώνοντας τις διαδικασίες επιλογής στο πλαίσιο των άρθρων 12 και 82 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

▼B




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Διαδικασία χορηγήσεως της αποζημιώσεως που προβλέπεται στα άρθρα 41 και 50 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως

Άρθρο μόνο

1.  Ο υπάλληλος, στην περίπτωση του οποίου εφαρμόζονται τα άρθρα 41 και 50 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως έχει δικαίωμα:

α) κατά τη διάρκεια τριών μηνών, μηνιαίας αποζημιώσεως ίσης με το βασικό του μισθό·

β) κατά τη διάρκεια χρονικής περιόδου που καθορίζεται σε συνάρτηση με την ηλικία του και τη διάρκεια των υπηρεσιών του, βάσει του καταλόγου που εμφαίνεται στην κατωτέρω παράγραφο 3, μηνιαίας αποζημιώσεως ίσης:

 με τα 85 % του βασικού μισθού του από τον 4ο έως τον 6ο μήνα,

 με το 70 % του βασικού μισθού του κατά τη διάρκεια των πέντε ακολούθων ετών,

 με το 60 % του βασικού μισθού του, περαιτέρω.

Το δικαίωμα της αποζημιώσεως παύει από την ημέρα, κατά την οποία ο υπάλληλος συμπληρώνει το ►M112  63 ◄ ο έτος.

▼M23

Εν τούτοις πέραν της ηλικίας αυτής και κατ' ανώτατο όριο μέχρι την ηλικία των 65 ετών το δικαίωμα της αποζημιώσεως διατηρείται καθ' όσο χρόνο ο υπάλληλος δεν δικαιούται ακόμη του ανωτάτου ποσού της συντάξεως αρχαιότητος.

Ο βασικός μισθός κατά την έννοια του παρόντος άρθρου είναι ο βασικός μισθός σύμφωνα με τον πίνακα που παρατίθεται στο άρθρο 66 του κανονισμού και που ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα για τον οποίο πρόκειται να γίνει η εκκαθάριση της αποζημιώσεως.

▼B

2.  Οι διατάξεις του παρόντος παραρτήματος θα αναθεωρηθούν κατά τη λήξη περιόδου δέκα ετών που υπολογίζεται από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

3.  Για τον προσδιορισμό, σε συνάρτηση με την ηλικία του υπαλλήλου, της περιόδου, κατά τη διάρκεια της οποίας δικαιούται της αποζημιώσεως που προβλέπεται στα άρθρα 41 και 50 του κανονισμού, εφαρμόζεται επί του χρόνου υπηρεσίας του ο συντελεστής που καθορίζεται στον κατωτέρω πίνακα· η περίοδος αυτή στογγυλοποιείται, κατά περίπτωση, στον κατώτερο μήνα.



Ηλικία

%

20

18

21

19,5

22

21

23

22,5

24

24

25

25,5

26

27

27

28,5

28

30

29

31,5

30

33

31

34,5

32

36

33

37,5

34

39

35

40,5

36

42

37

43,5

38

45

39

46,5

40

48

41

49,5

42

51

43

52,5

44

54

45

55,5

46

57

47

58,5

48

60

49

61,5

50

63

51

64,5

52

66

53

67,5

54

69

55

70,5

56

72

57

73,5

58

75

►M23  59 έως 64 ◄

►M23  76,5 ◄

▼M112

4.  Την περίοδο κατά την οποία ο υπάλληλος δικαιούται αποζημίωση και κατά τους έξι πρώτους μήνες που ακολουθούν αυτή την περίοδο, ο αναφερόμενος στα άρθρα 41 και 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης υπάλληλος δικαιούται, για τον ίδιο και για τα ασφαλιστικώς καλυπτόμενα εξ αυτού πρόσωπα, τις παροχές του συστήματος υγειονομικής ασφάλισης που αναφέρεται στο άρθρο 72 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, υπό την επιφύλαξη ότι ο υπάλληλος καταβάλλει τη δέουσα συνεισφορά που υπολογίζεται, ανάλογα με την περίπτωση, βάσει του βασικού μισθού ή ποσοστού του μισθού που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, και ότι δεν ασκεί επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα.

▼B

Μετά το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο και σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται σ' αυτό, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος μπορεί, με αίτησή του, να συνεχίσει να απολαύει των παροχών που προβλέπονται από το εν λόγω σύστημα υγειονομικής ασφάλισης, με την επιφύλαξη ότι καταβάλλει το σύνολο της συνεισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 72 παράγραφος 1 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης.

Μετά το τέλος της περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος δικαιούται αποζημίωση, η συνεισφορά υπολογίζεται βάσει της τελευταίας μηνιαίας αποζημίωσης που εισέπραξε.

Όταν ο υπάλληλος αρχίσει να λαμβάνει τη σύνταξη από το συνταξιοδοτικό σύστημα που προβλέπεται από τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης, εξομοιώνεται, για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 72 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, με τον υπάλληλο που παρέμεινε στην υπηρεσία μέχρι να συμπληρώσει την ηλικία των ►M112  63 ◄ ετών.

▼M112




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IVα

Εργασία με μειωμένο ωράριο

Άρθρο 1

Η αίτηση για τη χορήγηση άδειας εργασίας με μειωμένο ωράριο υποβάλλεται από τον υπάλληλο στον αμέσως ανώτερό του ιεραρχικά δύο τουλάχιστον μήνες πριν από την αιτούμενη ημερομηνία έναρξης, εκτός των δεόντως αιτιολογημένων περιπτώσεων επείγοντος.

Η άδεια μπορεί να χορηγείται για ελάχιστο χρονικό διάστημα ενός μηνός και μέγιστο χρονικό διάστημα τριών ετών, υπό την επιφύλαξη των περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 15 και στο άρθρο 55α, παράγραφος 2, στοιχείο ε).

Η άδεια δύναται να ανανεώνεται υπό τους ιδίους όρους. Οι αιτήσεις για ανανέωση υποβάλλονται από τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο, δύο τουλάχιστον μήνες πριν από το τέλος του χρονικού διαστήματος για το οποίο χορηγήθηκε η άδεια. Η διάρκεια της εργασίας με μειωμένο ωράριο δεν μπορεί να είναι κατώτερη του ημίσεος της κανονικής διάρκειας εργασίας.

Εκτός των δεόντως αιτιολογημένων περιπτώσεων, η περίοδος απασχόλησης με μειωμένο ωράριο αρχίζει την πρώτη ημέρα του μήνα.

Άρθρο 2

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, να ανακαλεί την άδεια πριν από τη λήξη του χρονικού διαστήματος για το οποίο αυτή είχε χορηγηθεί. Η ημερομηνία ανάκλησης της άδειας δεν μπορεί να είναι πλέον των δύο μηνών μεταγενέστερη της ημερομηνίας που προτείνεται από τον υπάλληλο ή πλέον των τεσσάρων μηνών στην περίπτωση που η άδεια για εργασία με μειωμένο ωράριο είχε χορηγηθεί για περίοδο άνω του ενός έτους.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και προς το συμφέρον της υπηρεσίας, να ανακαλεί την άδεια πριν από τη λήξη του χρονικού διαστήματος για το οποίο αυτή είχε χορηγηθεί, με προειδοποίηση προς τον υπάλληλο δύο μηνών.

Άρθρο 3

Ο υπάλληλος δικαιούται, κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος για το οποίο του παρεσχέθη άδεια να εργάζεται με μειωμένο ωράριο, να λαμβάνει ποσοστό των αποδοχών του, αντίστοιχο του ποσοστού της κανονικής διάρκειας εργασίας. Εντούτοις, αυτό το ποσοστό δεν εφαρμόζεται στο επίδομα συντηρούμενου τέκνου, στο βασικό ποσό του επιδόματος στέγης και στο σχολικό επίδομα.

Οι εισφορές στο σύστημα υγειονομικής ασφάλισης υπολογίζονται βάσει του βασικού μισθού πλήρως απασχολούμενου υπαλλήλου. Οι συνεισφορές στο σύστημα συνταξιοδοτήσεως υπολογίζονται βάσει του βασικού μισθού υπαλλήλου εργαζόμενου με μειωμένο ωράριο. Ο υπάλληλος δύναται επίσης να ζητήσει οι συνεισφορές στο σύστημα συνταξιοδοτήσεως να υπολογίζονται βάσει του βασικού μισθού πλήρως απασχολούμενου υπαλλήλου, σύμφωνα με το άρθρο 83 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Για την εφαρμογή των άρθρων 2, 3 και 5 του Παραρτήματος VIII, τα αποκτώμενα συνταξιοδοτικά δικαιώματα υπολογίζονται κατ' αναλογία του ποσοστού των συνεισφορών που καταβάλλει.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου εργασίας με μειωμένο ωράριο, ο υπάλληλος δεν δύναται να εργάζεται υπερωριακά ούτε να ασκεί οποιαδήποτε άλλη επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα, εκτός από δραστηριότητα σύμφωνη με το άρθρο 15 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 4

Παρά την πρώτη πρόταση του πρώτου εδαφίου του άρθρου 3, υπάλληλοι ηλικίας άνω των 55 ετών, στους οποίους έχει χορηγηθεί άδεια να εργάζονται με μειωμένο ωράριο για να προετοιμάσουν τη συνταξιοδότησή τους, λαμβάνουν μειωμένο βασικό μισθό, ο οποίος ισούται προς το υψηλότερο από τα δύο ποσά που λαμβάνονται κατόπιν εφαρμογής στον βασικό μισθό πλήρως απασχολουμένου υπαλλήλου των ακολούθων ποσοστών:

α) είτε 60 %·

β) είτε το ποσοστό, το υπολογιζόμενο στην αρχή της περιόδου εργασίας με μειωμένο ωράριο, που αντιστοιχεί σε έτη υπηρεσίας κατά την έννοια των άρθρων 2, 3, 4, 5, 9 και 9α του Παραρτήματος VIII, προσαυξημένο κατά 10 %.

Οι υπάλληλοι στους οποίους εφαρμόζεται το παρόν άρθρο υποχρεούνται, όταν παύσουν να εργάζονται με μειωμένο ωράριο, είτε να συνταξιοδοτηθούν είτε να επιστρέψουν το ποσό το οποίο έχουν εισπράξει στη διάρκεια της εργασίας τους με μειωμένο ωράριο, το οποίο υπερβαίνει το 50 % του βασικού μισθού.

Άρθρο 5

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να θεσπίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων αυτών.

▼B




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

Διαδικασία χορηγήσεως των αδειών

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Τμήμα 1:

Ετήσια άδεια

Τμήμα 2:

Ειδικές άδειες

Τμήμα 3:

Οδοιπορική άδεια

Τμήμα 1

ΕΤΗΣΙΑ ΑΔΕΙΑ

Άρθρο 1

Κατά την ανάληψη υπηρεσίας και κατά τη λήξη των καθηκόντων, το κλάσμα έτους παρέχει δικαίωμα αδείας δύο εργασίμων ημερών ανά μήνα υπηρεσίας· το κλάσμα μήνα παρέχει δικαίωμα αδείας δύο εργασίμων ημερών, αν είναι μεγαλύτερο από 15 ημέρες, μιας δε εργασίμου ημέρας, αν είναι ίσο ή μικρότερο από 15 ημέρες.

Άρθρο 2

Η ετησία άδεια δύναται να ληφθεί μία ή περισσότερες φορές ανάλογα με τις προτιμήσεις του υπαλλήλου και αφού ληφθούν υπόψη οι ανάγκες της υπηρεσίας. Πρέπει, εν τούτοις να συμπεριλαμβάνει τουλάχιστον περίοδο δύο συνεχών εβδομάδων. Χορηγείται στους υπαλλήλους που αναλαμβάνουν υπηρεσία, μόνο μετά από παρουσία τριών· μηνών δύναται να χορηγηθεί πριν από την προθεσμία αυτή σε εξαιρετικές περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες.

Άρθρο 3

Στην περίπτωση που κατά τη διάρκεια της ετησίας αδείας του, ο υπάλληλος προσβληθεί από ασθένεια που θα τον εμπόδιζε να εκτελέσει την υπηρεσία του, αν δεν ήταν σε άδεια, η ετησία άδεια παρατείνεται κατά το διάστημα της ανικανότητας που είναι δεόντως αιτιολογημένη με ιατρική βεβαίωση.

Άρθρο 4

Αν ο υπάλληλος, για λόγους μη αναγόμενους στις ανάγκες της υπηρεσίας, δεν έχει εξαντλήσει την ετήσια άδειά του πριν από το τέλος του τρέχοντος ημερολογιακού έτους, η μεταφορά αδείας στο επόμενο έτος δεν δύναται να υπερβαίνει τις 12 ημέρες.

Αν ο υπάλληλος δεν έχει εξαντλήσει την ετήσια άδειά του κατά τη λήξη των καθηκόντων του, λαμβάνει προς συμψηφισμό, για κάθε ημέρα αδείας που δεν έλαβε, ποσό ίσο με το τριακοστό των μηνιαίων αποδοχών του κατά το χρόνο της λήξεως των καθηκόντων του.

Κατά τη λήξη των καθηκόντων υπαλλήλου, ο οποίος έλαβε ετησία άδεια που υπερβαίνει τον αριθμό ημερών που εδικαιούτο, κατά το χρόνο της αναχωρήσεώς του, γίνεται κράτηση, υπολογιζόμενη κατά τον τρόπο που ενδείκνυται στην προηγούμενη παράγραφο.

Άρθρο 5

Αν υπάλληλος, για υπηρεσιακούς λόγους, ανακαλείται κατά τη διάρκεια της ετησίας αδείας του στην υπηρεσία ή του ακυρώνεται η άδεια που του είχε χορηγηθεί, του επιστρέφεται, δεόντως δικαιολογημένο, το ποσό των εξόδων που έχουν προκύψει συνεπεία του γεγονότος αυτού και του παρέχεται νέα οδοιπορική άδεια.



Τμήμα 2

ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΔΕΙΕΣ

Άρθρο 6

Εκτός από την ετήσια άδεια, δύναται να χορηγηθεί στον υπάλληλο, κατόπιν αιτήσεώς του, ειδική άδεια. Ιδιαίτερα, οι περιπτώσεις που προβλέπονται κατωτέρω παρέχουν δικαίωμα τέτοιας αδείας εντός των ακολούθων ορίων:

 γάμος του υπαλλήλου: 4 ημέρες,

 μετακόμιση του υπαλλήλου: μέχρι 2 ημέρες,

 σοβαρή ασθένεια του συζύγου: μέχρι 3 ημέρες,

 θάνατος του συζύγου: 4 ημέρες,

 σοβαρή ασθένεια ανιόντος: 2 ημέρες,

 θάνατος ανιόντος: 2 ημέρες,

  ►M112  ————— ◄ γάμος τέκνου: 2 ημέρες,

▼M112

 γέννηση τέκνου: δέκα ημέρες, λαμβανόμενες στη διάρκεια των δεκατεσσάρων εβδομάδων που ακολουθούν τη γέννηση,

 θάνατος της συζύγου στη διάρκεια της άδειας μητρότητας: αριθμός των ημερών που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο της άδειας μητρότητας· εάν η αποβιώσασα σύζυγος δεν είναι υπάλληλος, η απομένουσα διάρκεια της άδειας μητρότητας προσδιορίζεται με αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 58 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης,

▼B

 σοβαρή ασθένεια τέκνου: μέχρι 2 ημέρες,

▼M112

 ιδιαίτερα σοβαρή ασθένεια τέκνου πιστοποιούμενη από ιατρό ή νοσοκομειακή περίθαλψη τέκνου ηλικίας το πολύ δώδεκα ετών: μέχρι πέντε ημέρες,

▼B

 θάνατος τέκνου: 4 ημέρες,

▼M112

 υιοθεσία τέκνου: είκοσι εβδομάδες, και εικοσιτέσσερις εβδομάδες στην περίπτωση υιοθεσίας ανάπηρου τέκνου:

 Κάθε υιοθετούμενο τέκνο παρέχει δικαίωμα μιας και μόνον περιόδου ειδικής άδειας, η οποία μπορεί να επιμερίζεται μεταξύ των υιοθετούντων γονέων, εφόσον είναι και οι δύο υπάλληλοι. Η άδεια χορηγείται μόνον αν ο/η σύζυγος του υπαλλήλου εργάζεται επ' αμοιβή και τουλάχιστον κατά ημιαπασχόληση. Εάν ο/η σύζυγος εργάζεται εκτός των κοινοτικών οργάνων και του/της χορηγείται ανάλογη άδεια, τα δικαιώματα αδείας του/της υπαλλήλου μειώνονται κατά τον αντίστοιχο αριθμό ημερών.

 Σε περίπτωση ανάγκης, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να χορηγεί συμπληρωματική ειδική άδεια, εφόσον η εθνική νομοθεσία της χώρας όπου γίνεται η διαδικασία υιοθεσίας, και η οποία δεν είναι η χώρα στην οποία απασχολείται ο υιοθετών υπάλληλος, απαιτεί διαμονή του ενός ή και των δύο υιοθετούντων γονέων.

 Ειδική άδεια δέκα ημερών χορηγείται εάν ο υπάλληλος δεν δικαιούται τη συνολική ειδική άδεια των είκοσι ή εικοσιτεσσάρων εβδομάδων σύμφωνα με την πρώτη πρόταση της παρούσας περίπτωσης· αυτή η συμπληρωματική ειδική άδεια χορηγείται μία μόνον φορά ανά υιοθετούμενο τέκνο.

▼M39

Εξάλλου, το όργανο μπορεί να χορηγεί ειδική άδεια σε περίπτωση επαγγελματικής επιμόρφωσης μέσα στα όρια που προβλέπονται στο πρόγραμμα επαγγελματικής επιμόρφωσης το οποίο καθορίζεται από το όργανο, κατ' εφαρμογή ►M112  του άρθρου 24α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ◄ .

▼M112

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο σύντροφος μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης ενός υπαλλήλου αντιμετωπίζεται όπως ο σύζυγος, όταν πληρούνται οι πρώτοι τρεις όροι του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ) του Παραρτήματος VII.

▼B



Τμήμα 3

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΗ ΑΔΕΙΑ

Άρθρο 7

▼M9

Η διάρκεια της άδειας που προβλέπεται στο παραπάνω τμήμα 1 προσαυξάνεται με ορισμένες μέρες ταξιδιού που υπολογίζονται με βάση τη σιδηροδρομική απόσταση από τον τόπο διορισμού στον τόπο της άδειας, ως εξής:

 από 50 έως και 250 χιλιόμετρα: μία μέρα για τη μετάβαση και την επιστροφή,

 από 251 έως και 600 χιλιόμετρα: δύο μέρες για τη μετάβαση και την επιστροφή,

 από 601 έως και 900 χιλιόμετρα: τρεις μέρες για τη μετάβαση και την επιστροφή,

 από 901 έως και 1 400 χιλιόμετρα: τέσσερις μέρες για τη μετάβαση και την επιστροφή,

 από 1 401 έως και 2 000 χιλιόμετρα: πέντε μέρες για τη μετάβαση και την επιστροφή,

 πέρα από τα 2 000 χιλιόμετρα: έξι μέρες για τη μετάβαση και την επιστροφή.

▼M112 —————

▼M9

Όσον αφορά την ετήσια άδεια, τόπος της άδειας, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, είναι ο τόπος καταγωγής.

▼M112

Οι προηγούμενες διατάξεις εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που υπηρετούν σε τόπο ευρισκόμενο στην επικράτεια των κρατών μελών. Εάν είναι τοποθετημένοι εκτός της επικράτειας αυτής, η οδοιπορική άδεια καθορίζεται με ειδική απόφαση, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων αναγκών.

▼M9

Στην περίπτωση ειδικών αδειών, οι οποίες προβλέπονται παραπάνω στο τμήμα 2, ορίζονται ενδεχομένως μέρες ταξιδιού με ειδική απόφαση, ανάλογα με τις ανάγκες.

▼B




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

Τρόπος συμψηφισμού και αμοιβής των υπερωριών

Άρθρο 1

Εντός των ορίων που καθορίζονται στο άρθρο 56 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, οι υπερωρίες που πραγματοποιούνται από τους υπαλλήλους ►M112  του βαθμού AST 1 έως AST 4 ◄ παρέχουν δικαίωμα συμψηφισμού ή αμοιβής σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται κατωτέρω:

α) Κάθε ώρα υπερωριακής εργασίας παρέχει δικαίωμα συμψηφισμού με τη χορήγηση ►M39  μιάμισης ώρας ελεύθερου χρόνου ◄ . Αν όμως η υπερωρία πραγματοποιείται μεταξύ 22:00 και 07:00 ώρας ή Κυριακή ή αργία, συμψηφίζεται με τη χορήγηση ►M39  δύο ωρών ελεύθερου χρόνου ◄ . Η συμψηφιστική άδεια χορηγείται, αφού ληφθούν υπόψη οι υπηρεσιακές ανάγκες και οι προτιμήσεις του ενδιαφερομένου·

β) Αν οι υπηρεσιακές ανάγκες δεν επέτρεψαν τον συμψηφισμό αυτό πριν από τη λήξη του μήνα που ακολουθεί εκείνον, κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιήθηκαν οι υπερωρίες, η αρμόδια για διορισμούς αρχή εγκρίνει τη χορήγηση αμοιβής των υπερωριών που δεν έχουν συμψηφισθεί σε ποσοστό ►M39  0,56 % ◄ του μηνιαίου βασικού μισθού για κάθε ώρα υπερωριακής εργασίας, με βάση τη ρύθμιση της ανωτέρω περιπτώσεως α).

γ) Για να δοθεί η συμψηφιστική άδεια ή η αμοιβή υπερωριακής ώρας, πρέπει η συμπληρωματική παροχή να διαρκεί περισσότερο από 30 λεπτά.

Άρθρο 2

Ο χρόνος που απαιτείται για τη μετάβαση στον τόπο αποστολής δεν δύναται να θεωρηθεί, ότι αποτελεί λόγο υπερωριών κατά την έννοια του παρόντος παραρτήματος. Οι ώρες εργασίας στον τόπο της αποστολής, οι οποίες υπερβαίνουν τον κανονικό αριθμό, δύνανται να συμψηφισθούν ή ενδεχομένως να αμειφθούν με απόφαση της αρμοδίας για διορισμούς αρχής.

Άρθρο 3

Κατά παρέκκλιση των προηγουμένων διατάξεων του παρόντος παραρτήματος, οι υπερωρίες που πραγματοποιούνται από ορισμένες ομάδες υπαλλήλων ►M112  του βαθμού AST 1 έως AST 4 ◄ , οι οποίοι εργάζονται κάτω από ειδικές συνθήκες, δύναται να λάβουν κατ' αποκοπή αποζημίωση, της οποίας το ποσό και οι τρόποι χορηγήσεως καθορίζονται από την αρμοδία για τους διορισμούς αρχή, μετά γνώμη της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

Κανόνες σχετικοί με τις αποδοχές και με τις επιστροφές εξόδων

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Τμήμα 1:

Οικογενειακά επιδόματα

Τμήμα 2:

Αποζημίωση αποδημίας

Τμήμα 3:

Επιστροφή εξόδων

Α —

Αποζημίωση εγκαταστάσεως

Β —

Αποζημίωση επανεγκαταστάσεως

Γ —

Έξοδα ταξιδιού

Δ —

Έξοδα μετακομίσεως

Ε —

Ημερήσια αποζημίωση

Ζ —

Έξοδα αποστολής

Η —

Κατ' αποκοπή επιστροφή εξόδων

Τμήμα 4:

Διακανονισμός οφειλομένων ποσών

Τμήμα 1

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ

Άρθρο 1

▼M112

1.  Το επίδομα στέγης καθορίζεται σε βασικό ποσό ►M122  164,27 ευρώ ◄ , προσαυξημένο κατά 2 % του βασικού μισθού του υπαλλήλου.

▼M25

2.  Δικαιούται επιδόματος στέγης:

α) ο έγγαμος υπάλληλος·

β) ο υπάλληλος ο οποίος διατελεί εν χηρεία, έχει λάβει διαζύγιο ή είναι χωρισμένος ή άγαμος και έχει ένα ή περισσότερα συντηρούμενα τέκνα κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 και 3·

▼M112

γ) ο υπάλληλος ο οποίος έχει καταχωρηθεί ως σύντροφος σταθερής μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης, υπό τον όρο ότι:

i) το ζεύγος προσκομίζει επίσημο έγγραφο, αναγνωριζόμενο ως τέτοιο από κράτος μέλος ή από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή κράτους μέλους, που πιστοποιεί το καθεστώς τους ως συντρόφων μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης,

ii) κανείς από τους συντρόφους της σχέσης συμβίωσης δεν διατελεί σε έγγαμη σχέση συμβίωσης ούτε σε άλλη μη έγγαμη σχέση συμβίωσης,

iii) οι σύντροφοι δεν έχουν μεταξύ τους κανένα από τους εξής δεσμούς: γονείς, τέκνα, πάπποι ή μάμμες, εγγονοί ή εγγονές, αδελφοί και αδελφές, θείοι, θείες, ανεψιοί, ανεψιές, γαμβροί και νύφες,

iv) το ζεύγος δεν δύναται νομίμως να τελέσει γάμο σε κράτος μέλος· ένα ζεύγος θεωρείται ότι δύναται νομίμως να τελέσει γάμο, για τους σκοπούς του παρόντος σημείου, αποκλειστικά στις περιπτώσεις που τα μέλη του ζεύγους πληρούν όλους τους όρους που τίθενται από τη νομοθεσία κράτους μέλους το οποίο επιτρέπει το γάμο ενός τέτοιου ζεύγους·

▼M25

►M112  δ) ◄  με ειδική και αιτιολογημένη απόφαση της αρμοδίας για διορισμούς αρχής, λαμβανομένη βάσει αποδεικτικών εγγράφων, ο υπάλληλος ο οποίος, αν και δεν πληροί τις ►M112  προβλεπόμενες στα στοιχεία α), β) και γ) ◄ προϋποθέσεις, αναλαμβάνει εν τούτοις πραγματικά οικογενειακά βάρη.

3.  Στην περίπτωση που ο/η σύζυγός του ασκεί κερδοσκοπική επαγγελματική δραστηριότητα η οποία αποφέρει επαγγελματικό εισόδημα ανώτερο ►M39  από τον ετήσιο βασικό μισθό υπαλλήλου ►M112  με βαθμό 3, δεύτερο κλιμάκιο ◄ , συνυπολογιζομένου του διορθωτικού συντελεστή που έχει καθοριστεί για τη χώρα στην οποία ο/η σύζυγος ασκεί την επαγγελματική του/της απασχόληση ◄ πριν από την αφαίρεση του φόρου, ο υπάλληλος ο δικαιούμενος του επιδόματος στέγης δεν απολαύει του επιδόματος, πλην ειδικής αποφάσεως της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής. Εν τούτοις η λήψη του επιδόματος διατηρείται σε όλες τις περιπτώσεις εφ' όσον οι σύζυγοι έχουν ένα ή περισσότερα συντηρούμενα τέκνα.

4.  Εφ' όσον, δυνάμει των ανωτέρω διατάξεων, δύο σύζυγοι απασχολούμενοι στην υπηρεσία των Κοινοτήτων δικαιούνται και οι δύο του επιδόματος στέγης, τούτο καταβάλλεται μόνο σε εκείνον που έχει τον υψηλότερο βασικό μισθό.

▼M56

5.  Όταν ο υπάλληλος δικαιούται το επίδομα στέγης αποκλειστικά βάσει της παραγράφου 2 σημείο β) και η επιμέλεια όλων των συντηρούμενων τέκνων του, κατά την έννοια του παρακάτω άρθρου 2 παράγραφοι 2 και 3 έχει ανατεθεί σε άλλο πρόσωπο δυνάμει νομοθετικών διατάξεων ή δικαστικής απόφασης ή απόφασης της αρμόδιας διοικητικής αρχής, τότε το επίδομα στέγης καταβάλλεται στο πρόσωπο αυτό για λογαρισμό και εξ ονόματος του υπαλλήλου. Για τα ενήλικα συντηρούμενα τέκνα ο όρος αυτός θεωρείται ότι εκπληρώνεται εφόσον διαμένουν συνήθως μαζί με τον άλλο γονέα.

Εντούτοις, στην περίπτωση που η επιμέλεια των τέκνων του υπαλλήλου έχει ανατεθεί σε περισσότερα από ένα πρόσωπα, το επίδομα αρχηγού οικογενείας κατανέμεται μεταξύ των προσώπων αυτών, ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων των οποίων έχουν την επιμέλεια.

Αν το πρόσωπο στο οποίο πρέπει να καταβληθεί το επίδομα στέγης υπαλλήλου δυνάμει των προηγούμενων διατάξεων, δικαιούται και αυτοτελώς το επίδομα αυτό, βάσει της ιδιότητας του ως υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού, καταβάλλεται μόνο το υψηλότερο επίδομα.

▼B

Άρθρο 2

▼M16

1.  An official who has one or more dependent children shall, in accordance with paragraphs 2and 3 below, receive an allowance of ►M122  358,96 ευρώ ◄ per month for each dependent child.

2.  «Dependent child» means the legitimate, natural or adopted child of an official, or of his spouse, who is actually being maintained by the official.

The same shall apply to a child for whom an application for adoption has been lodged and the adoption procedure started.

▼M112

Κάθε τέκνο, έναντι του οποίου ο υπάλληλος έχει υποχρέωση διατροφής σύμφωνα με δικαστική απόφαση βασιζόμενη στη νομοθεσία των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των ανηλίκων, εξομοιώνεται με συντηρούμενο τέκνο.

▼M16

3.  The allowance shall be granted:

(a) automatically for children under eighteen years of age;

(b) on application, with supporting evidence, bythe official for children between eighteen andtwenty-six who are receiving educational or vocational training.

▼B

4.  Δύναται κατ'εξαίρεση, να εξομοιωθεί προς συντηρούμενο τέκνο, κατόπιν ειδικής και αιτιολογημένης αποφάσεως της αρμοδίας για διορισμούς αρχής που λαμβάνεται βάσει αποδεικτικών εγγράφων, κάθε πρόσωπο, έναντι του οποίου ο υπάλληλος έχει νομίμους υποχρεώσεις διατροφής και του οποίου η συντήρηση συνεπάγεται για αυτόν σημαντική επιβάρυνση.

5.  Η καταβολή του επιδόματος παρατείνεται χωρίς κανένα όριο ηλικίας, αν το τέκνο προσβληθεί από βαρειά ασθένεια ή αναπηρία που το εμποδίζει να ανταποκριθεί στις ανάγκες του κατά τη διάρκεια της ασθενείας ή της αναπηρίας του.

6.  Το συντηρούμενο τέκνο, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, παρέχει δικαίωμα λήψεως ενός μόνο επιδόματος συντηρουμένου τέκνου, ακόμη και στην περίπτωση που οι γονείς ανήκουν σε δύο διαφορετικά όργανα των τριών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

▼M56

7.  Όταν η επιμέλεια του συντηρούμενου τέκνου, κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 3, ανατίθεται σε άλλο πρόσωπο δυνάμει νομοθετικών διατάξεων, δικαστικής απόφασης, ή απόφασης της αρμόδιας διοικητικής αρχής, το επίδομα καταβάλλεται στο πρόσωπο αυτό, για λογαριασμό και εξ ονόματος του υπαλλήλου.

▼B

Άρθρο 3

▼M112

1.  Υπό τους καθοριζόμενους στις γενικές εκτελεστικές διατάξεις όρους, ο υπάλληλος δικαιούται σχολικού επιδόματος ίσου προς τα πραγματικά σχολικά έξοδα στα οποία υποβάλλεται, μέχρις ανωτάτου μηνιαίου ορίου ευρώ σε ►M122  243,55 ευρώ ◄ , για κάθε συντηρούμενο τέκνο κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2 του παρόντος Παραρτήματος, το οποίο είναι τουλάχιστον πέντε ετών και φοιτά κανονικά και πλήρως σε σχολείο στοιχειώδους ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που χρεώνει δίδακτρα ►C7  ή σε ίδρυμα μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. ◄ Ο όρος ο σχετικός με τη φοίτηση σε σχολείο που χρεώνει δίδακτρα δεν ισχύει πάντως όσον αφορά την επιστροφή των εξόδων μεταφοράς μαθητών.

▼M16

Entitlement to this allowance shall commence on the first day of the month in which the child begins to attend a primary educational establishment and shall cease at the end of the month in which the child reaches the age of twenty-six.

▼M112

Το επίδομα καταβάλλεται μέχρι του διπλάσιου ποσού του προαναφερόμενου στο πρώτο εδάφιο ανωτάτου ορίου για:

▼M39

 τον υπάλληλο του οποίου ο τόπος υπηρεσίας απέχει τουλάχιστον 50 χιλιόμετρα:

 

 είτε από ευρωπαϊκό σχολείο,

 είτε από εκπαιδευτικό ίδρυμα της γλώσσας του στο οποίο το παιδί φοιτά για δεόντως δικαιολογημένους επιτακτικούς παιδαγωγικούς λόγους,

▼M29

 τον υπάλληλο του οποίου ο τόπος υπηρεσίας απέχει τουλάχιστον 50 χιλιόμετρα από ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της χώρας της οποίας είναι πολίτης και της γλώσσας του, εφόσον το παιδί φοιτά πράγματι σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα που απέχει τουλάχιστον 50 χιλιόμετρα από τον τόπο υπηρεσίας του υπαλλήλου και εφόσον ο υπάλληλος δικαιούται επιδόματος αποδημίας. Η τελευταία αυτή προϋπόθεση δεν απαιτείται αν δεν υπάρχει τέτοιο ίδρυμα στην χώρα της οποίας ο υπάλληλος είναι πολίτης ►M112   ►C7  ή εάν το τέκνο φοιτά σε ίδρυμα μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε άλλη χώρα από αυτήν στην οποία υπηρετεί ο υπάλληλος ◄  ◄ .

▼M112

 υπό τον ίδιο με τις δύο προηγούμενες περιπτώσεις όρο, τους δικαιούχους του επιδόματος οι οποίοι δεν είναι εν ενεργεία, λαμβανομένου υπόψη του τόπου διαμονής αντί του τόπου υπηρεσίας.

Ο όρος ο σχετικός με τη φοίτηση σε σχολείο που χρεώνει δίδακτρα δεν ισχύει όσον αφορά τις πληρωμές βάσει του τρίτου εδαφίου.

▼M56

Όταν η επιμέλεια του τέκνου, για το οποίο ο υπάλληλος δικαιούται σχολικό επίδομα ανατίθεται σε άλλο πρόσωπο, δυνάμει νομοθετικών διατάξεων, δικαστικής απόφασης ή απόφασης της αρμόδιας διοικητικής αρχής, το σχολικό επίδομα καταβάλλεται στο πρόσωπο αυτό για λογαριασμό και εξ ονόματος του υπαλλήλου. Στην περίπτωση αυτή η ελάχιστη απόσταση των 50 χιλιομέτρων, που προβλέπεται στο τρίτο εδάφιο, υπολογίζεται από τον τόπο διαμονής του προσώπου που έχει την επιμέλεια του τέκνου.

▼M112

2.  Για κάθε συντηρούμενο τέκνο κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2 του παρόντος Παραρτήματος, το οποίο είναι μικρότερο των πέντε ετών ή δεν φοιτά ακόμα κανονικά και πλήρως σε σχολείο στοιχειώδους ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, το ύψος του επιδόματος αυτού ανέρχεται σε ευρώ ►M122  87,69 ευρώ ◄ μηνιαίως. Εφαρμόζεται η παράγραφος 1, τελευταίο εδάφιο, πρώτη πρόταση.

▼B



Τμήμα 2

ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΑΠΟΔΗΜΙΑΣ

Άρθρο 4

 

Το επίδομα αποδημίας, ίσο με το 16 % του συνολικού ποσού του βασικού μισθού, καθώς και ►M25  του επιδόματος στέγης ◄ και του επιδόματος συντηρούμενων τέκνων, ►M25  καταβαλλόμενα στον υπάλληλο ◄ χορηγείται:

 ◄

α) Στον υπάλληλο:

 ο οποίος δεν είναι και δεν υπήρξε ποτέ υπήκοος του κράτους στο ►M39  ————— ◄ έδαφος του οποίου ευρίσκεται ο τόπος όπου υπηρετεί ο ενδιαφερόμενος, και

 ο οποίος, δεν είχε μόνιμη διαμονή ή δεν άσκησε κατά συνήθη τρόπο, επί πέντε έτη λήγοντα, έξι μήνες πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του, τη κυρία επαγγελματική δραστηριότητά του στο ευρωπαϊκό έδαφος του εν λόγω κράτους. Για την εφαρμογή της παρούσης διατάξεως δεν λαμβάνονται υπόψη οι καταστάσεις που προκύπτουν από την παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος ή διεθνή οργανισμό.

β) Στον υπάλληλο, ο οποίος, παρόλο που είναι ή υπήρξε υπήκοος του κράτους, στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται ο τόπος όπου υπηρετεί είχε τη μόνιμη διαμονή του, κατά συνήθη τρόπο, επί δέκα έτη λήγοντα κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, εκτός του ευρωπαϊκού εδάφους του κράτους αυτού για άλλους λόγους εκτός από την άσκηση καθηκόντων στην υπηρεσία κράτους ή σε διεθνή οργανισμό.

▼M16

The expatriation allowance shall be not less than ►M122  486,88 ευρώ ◄ per month.

▼M25 —————

▼M39

2.  Ουπάλληλος, ο οποίος, επειδή δεν έχει και δεν είχε ποτέ την ιθαγένεια του κράτους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο τόπος υπηρεσίας του, δεν πληροί τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 1, δικαιούται επίδομα εκπατρισμού ίσο με το ένα τέταρτο του επιδόματος αποδημίας.

3.  Για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, ο υπάλληλος, ο οποίος με το γάμο απέκτησε αυτεπάγγελτα, και χωρίς δυνατότητα αποποιήσεως, την ιθαγένεια του κράτους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο τόπος υπηρεσίας του, εξομοιώνεται με τον υπάλληλο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 α) πρώτη περίπτωση.

▼M112 —————

▼B



Τμήμα 3

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΕΞΟΔΩΝ



Α.

Αποζημίωση εγκαταστάσεως

Άρθρο 5

▼M112

1.  Αποζημίωση εγκαταστάσεως ίση προς το βασικό μισθό δύο μηνών, αν πρόκειται για υπάλληλο ο οποίος δικαιούται επιδόματος στέγης, ή προς το βασικό μισθό ενός μηνός, σε άλλες περιπτώσεις, καταβάλλεται στο μόνιμο υπάλληλο ο οποίος αποδεικνύει ότι υποχρεώθηκε να αλλάξει διαμονή, για να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 20 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼M25

Εφ' όσον δύο σύζυγοι υπάλληλοι ►M112  ή μέλη του λοιπού προσωπικού ◄ των Κοινοτήτων δικαιούνται και οι δύο αποζημιώσεως εγκαταστάσεως, αυτή καταβάλλεται μόνο σε εκείνον που έχει τον υψηλότερο βασικό μισθό.

▼M23

Η αποζημίωση εγκαταστάσεως τροποποιείται βάσει του συντελεστού αναπροσαρμογής ο οποίος καθορίζεται για τον τόπο τοποθετήσεως του υπαλλήλου.

▼B

2.  Αποζημίωση εγκαταστάσεως του ιδίου ύψους καταβάλλεται κατά την τοποθέτηση σε νέο τόπο υπηρεσίας στον υπάλληλο που καλείται να αλλάξει διαμονή, για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του άρθρου 20 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

3.  Η αποζημίωση εγκαταστάσεως υπολογίζεται σύμφωνα με την οικογενειακή κατάσταση και το μισθό του υπαλλήλου κατά το χρόνο πραγματοποιήσεως της μονιμοποιήσεως ή κατά το χρόνο της τοποθετήσεώς του στο νέο τόπο υπηρεσίας.

Η αποζημίωση εγκαταστάσεως καταβάλλεται, κατόπιν υποβολής εγγράφων που δικαιολογούν την εγκατάσταση του υπαλλήλου στον τόπο τοποθετήσεώς του και την εγκατάσταση της οικογενείας του, αν ο υπάλληλος ►M25  δικαιούται επιδόματος στέγης ◄ .

4.  Αν υπάλληλος, ►M25  ο οποίος δικαιούται επιδόματος στέγης ◄ , δεν εγκατασταθεί μαζί με την οικογένεια του στον τόπο τοποθετησεώς του, λαμβάνει μόνο το ήμισυ της αποζημιώσεως που δικαιούται κανονικά. Το υπόλοιπο ήμισυ καταβάλλεται. σε αυτόν κατά την εγκατάσταση της οικογενείας του στον τόπο τοποθετήσεώς του, εφ'όσον η εγκατάσταση αυτή γίνει εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στο κατωτέρω άρθρο 9 παράγραφος 3. Αν η εγκατάσταση αυτή δεν πραγματοποιηθεί και αν ο υπάλληλος τοποθετηθεί στον τόπο που διαμένει η οικογένειά του, δεν δικαιούται, ως εκ τούτου, αποζημιώσεως εγκαταστάσεως.

5.  Ο υπάλληλος που έχει μονιμοποιηθεί και έχει λάβει αποζημίωση εγκαταστάσεως και ο οποίος εκουσίως εγκαταλείπει την υπηρεσία των Κοινοτήτων πριν από τη λήξη προθεσμίας δύο ετών από την ημέρα αναλήψεως των καθηκόντων του, υποχρεώνεται να επιστρέψει κατά την αποχώρηση του μέρος της αποζημιώσεως που εισέπραξε, υπολογιζόμενο κατ' αναλογία προς τον υπολειπόμενο χρόνο της προθεσμίας αυτής.

▼M23

6.  Ο υπάλληλος που δικαιούται της αποζημιώσεως εγκαταστάσεως υποχρεώνεται να δηλώνει τις αποζημιώσεις ιδίας φύσεως που εισπράττει από άλλη πηγή προκειμένου οι αποζημιώσεις αυτές να αφαιρεθούν από αυτή που προβλέπεται στο παρόν άρθρο.

▼B



Β.

Αποζημίωση επανεγκαταστάσεως

Άρθρο 6

1.  Κατά την οριστική λήξη των καθηκόντων του, ο μόνιμος υπάλληλος, ►M112  ο οποίος αποδεικνύει την αλλαγή της διαμονής του ◄ , δικαιούται αποζημιώσεως επανεγκαταστάσεως ίσης προς το βασικό μισθό του δύο μηνών, αν πρόκειται περί υπαλλήλου ►M25  ο οποίος δικαιούται του επιδόματος στέγης ◄ , ή ίσης προς το βασικό μισθό του ενός μηνός, αν πρόκειται περί υπαλλήλου ►M25  μη δικαιουμένου αυτού του επιδόματος ◄ , με την επιφύλαξη ότι έχει συμπληρώσει τέσσερα έτη υπηρεσίας και ότι δεν έχει τύχει αποζημιώσεως της ιδίας φύσεως στην νέα του θέση. ►M25  Εφ' όσον δύο σύζυγοι υπάλληλοι ►M112  ή μέλη του λοιπού προσωπικού ◄ των Κοινοτήτων δικαιούνται αμφότεροι της αποζημιώσεως επανεγκαταστάσεως, αυτή καταβάλλεται μόνο στον σύζυγο του οποίου ο βασικός μισθός είναι υψηλότερος. ◄

Για τον υπολογισμό της εν λόγω χρονικής περιόδου, λαμβάνονται υπόψη τα έτη υπηρεσίας, σε μία από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 35, με εξαίρεση των αδειών για προσωπικούς λόγους.

Η ανωτέρω προθεσμία δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις απομακρύνσεως του υπαλλήλου από τα καθήκοντά του προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

▼M23

Η αποζημίωση επανεγκαταστάσεως τροποποιείται βάσει του συντελεστού αναπροσαρμογής, ο οποίος καθορίζεται για τον τελευταίο τόπο τοποθετήσεως του υπαλλήλου.

▼M25

2.  Αν ο υπάλληλος πεθάνει, η αποζημίωση επανεγκαταστάσεως καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο ή, ελλείψει αυτού, στα πρόσωπα τα οποία αναγνωρίζονται ως συντηρούμενα κατά την έννοια του άρθρου 2, έστω και αν δεν πληρούται η προϋπόθεση διαρκείας της υπηρεσίας η οποία προβλέπεται στην παράγραφο 1.

▼B

3.  Η αποζημίωση επανεγκαταστάσεως υπολογίζεται βάσει της οικογενειακής καταστάσεως και του μισθού του υπαλλήλου κατά το χρόνο της οριστικής λήξεως των καθηκόντων του.

4.  Η αποζημίωση επανεγκαταστάσεως καταβάλλεται μετά από απόδειξη της επανεγκαταστάσεως αυτής του υπαλλήλου και της οικογενείας του σε τόπο ο οποίος απέχει το λιγότερο 70 χλμ από τον τόπο όπου υπηρετεί ή, αν ο υπάλληλος απέθανε, της επανεγκαταστάσεως της οικογενείας του υπό τους ίδιους όρους.

Η επανεγκατάσταση του υπαλλήλου ή της οικογενείας αποθανόντος υπαλλήλου πρέπει να έχει πραγματοποιηθεί το αργότερο τρία χρόνια μετά τη λήξη των καθηκόντων του.

Η απώλεια της προθεσμίας αυτής δεν αντιτάσσεται στον δικαιούχο αν ο τελευταίος δύναται να αποδείξει ότι δεν εγνώριζε τις ανωτέρω διατάξεις.



Γ.

Έξοδα ταξιδίου

Άρθρο 7

1.  Ο υπάλληλος δικαιούται επιστροφής των εξόδων ταξιδιού για αυτόν τον ίδιο, το/τη σύζυγο του και τα συντηρούμενα και πράγματι συγκατοικούντα με αυτόν πρόσωπα:

α) κατά την ανάληψη καθηκόντων, από τον τόπο προσλήψεως στον τόπο τοποθετήσεως·

β) κατά την οριστική λήξη των καθηκόντων κατά την έννοια του άρθρου 47 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως από τον τόπο τοποθετήσεως στον τόπο καταγωγής που καθορίζεται στην κατωτέρω παράγραφο 3·

γ) για κάθε μετακίνηση που συνεπάγεται μεταβολή του τόπου τοποθετήσεως.

Σε περίπτωση θανάτου του υπαλλήλου, η χήρα και τα συντηρούμενα πρόσωπα δικαιούνται επιστροφής των εξόδων ταξιδιού υπό τους ιδίους όρους.

Τα έξοδα ταξιδιού καλύπτουν επίσης τα έξοδα για την ενδεχόμενη κράτηση θέσεων, καθώς και τα έξοδα για τη μεταφορά των αποσκευών και κατά περίπτωση, τα έξοδα των απαραίτητων διανυκτερεύσεων σε ξενοδοχείο.

▼M112

2.  Η επιστροφή των εξόδων πραγματοποιείται βάσει της συνήθους συντομότερης και οικονομικότερης σιδηροδρομικής διαδρομής μεταξύ του τόπου τοποθετήσεως και του τόπου προσλήψεως ή του τόπου καταγωγής, και βάσει της τιμής εισιτηρίου πρώτης θέσης.

Όταν η αναφερόμενη στο πρώτο εδάφιο διαδρομή υπερβαίνει την απόσταση των 500 χιλιομέτρων, και στις περιπτώσεις που η συνήθης διαδρομή συμπεριλαμβάνει διάβαση θαλάσσης, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος, μετά από προσκόμιση των εισιτηρίων, δικαιούται την επιστροφή των εξόδων αεροπορικού εισιτηρίου διακεκριμένης θέσης ή ισοδύναμης. Εάν χρησιμοποιηθεί διαφορετικό μεταφορικό μέσο από τα προβλεπόμενα ανωτέρω, η επιστροφή των εξόδων πραγματοποιείται βάσει της τιμής του σιδηροδρομικού εισιτηρίου, αποκλειομένης της κλιναμάξης. Εάν ο υπολογισμός δεν μπορεί να γίνει στη βάση αυτή, ο τρόπος επιστροφής των εξόδων καθορίζεται με ειδική απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής.

▼B

3.  Ο τόπος καταγωγής του υπαλλήλου καθορίζεται κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, αφού ληφθεί υπόψη ο τόπος προσλήψεώς του, ο τόπος όπου ευρίσκεται το κέντρο των συμφερόντων του. Ο καθορισμός αυτός δύναται ακολούθως να αναθεωρηθεί για όσο χρόνο ο ενδιαφερόμενος ευρίσκεται εν ενεργεία και επ' ευκαιρία της αποχωρήσεως του από την υπηρεσία, κατόπιν ειδικής αποφάσεως της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής. Εν τούτοις εφόσον ο ενδιαφερόμενος ασκεί τα καθήκοντά του, η απόφαση αυτή δύναται να ληφθεί μόνο σε εξαιρετική περίπτωση και κατόπιν προσκομίσεως από τον ενδιαφερόμενο στοιχείων που δικαιολογούν δεόντως την αίτησή του.

Η αναθεώρηση αυτή δεν είναι δυνατό να οδηγήσει στην αναγνώριση ως κέντρου των συμφερόντων ενός τόπου που ευρίσκεται εκτός των εδαφών των κρατών μελών των Κοινοτήτων και των χωρών και εδαφών που αναφέρονται στο παράρτημα IV της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.

Άρθρο 8

▼M112

1.  Ο υπάλληλος δικαιούται κάθε ημερολογιακό έτος, για τον ίδιο και, αν δικαιούται επίδομα στέγης, για τον ή την σύζυγό της/του και τα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2 ποσού ίσου προς τα έξοδα ταξιδίου από τον τόπο υπηρεσίας του στον τόπο καταγωγής, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 7.

Όταν και οι δύο σύζυγοι είναι υπάλληλοι των Κοινοτήτων, καθένας δικαιούται, για τον εαυτό του και για τα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα, την κατ' αποκοπή πληρωμή των εξόδων ταξιδίου, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις· για κάθε συντηρούμενο πρόσωπο γεννάται δικαίωμα μιας και μόνον πληρωμής. Όσον αφορά τα συντηρούμενα τέκνα, η πληρωμή καθορίζεται σύμφωνα με την αίτηση του ή της συζύγου, βάσει του τόπου καταγωγής του ενός ή του άλλου συζύγου.

Εάν ο υπάλληλος τελέσει γάμο στη διάρκεια του τρέχοντος έτους και, ως εκ τούτου, αποκτήσει το δικαίωμα επιδόματος στέγης, τα οφειλόμενα για τον/την σύζυγο έξοδα ταξιδίου υπολογίζονται κατ' αναλογία του χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία τελέσεως του γάμου μέχρι το τέλος του έτους.

Ενδεχόμενη μεταβολή στη βάση υπολογισμού η οποία απορρέει από αλλαγή της οικογενειακής κατάστασης και επέρχεται μετά την ημερομηνία καταβολής των εν λόγω ποσών, δεν δημιουργεί υποχρέωση για τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο να επιστρέψει. τα ποσά που εισέπραξε.

Τα έξοδα ταξιδίου των τέκνων ηλικίας δύο έως δέκα ετών υπολογίζονται βάσει του ημίσεος της χιλιομετρικής αποζημίωσης και του ημίσεος του συμπληρωματικού κατ' αποκοπή ποσού, όπου για τον εν λόγω υπολογισμό, τα τέκνα θεωρούνται ότι έχουν συμπληρώσει το δεύτερο ή δέκατο έτος τους την 1η Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους.

2.  Η κατ' αποκοπή πληρωμή πραγματοποιείται βάσει αποζημιώσεως που υπολογίζεται ανά χιλιόμετρο της αποστάσεως μεταξύ του τόπου υπηρεσίας του υπαλλήλου και του τόπου της πρόσληψης ή της καταγωγής του· η απόσταση αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο που καθορίζεται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο.

Η χιλιομετρική αποζημίωση ανέρχεται σε:

▼M122

0 ευρώ ανά χιλιόμετρο για το τμήμα αποστάσεως μεταξύ 0 και 200 χιλιομέτρων

0,3651 ευρώ ανά χιλιόμετρο για το τμήμα αποστάσεως μεταξύ 201 και 1 000 χιλιομέτρων

0,6085 ευρώ ανά χιλιόμετρο για το τμήμα αποστάσεως μεταξύ 1 001 και 2 000 χιλιομέτρων

0,3651 ευρώ ανά χιλιόμετρο για το τμήμα αποστάσεως μεταξύ 2 001 και 3 000 χιλιομέτρων

0,1216 ευρώ ανά χιλιόμετρο για το τμήμα αποστάσεως μεταξύ 3 001 και 4 000 χιλιομέτρων

0,0586 ευρώ ανά χιλιόμετρο για το τμήμα αποστάσεως μεταξύ 4 001 και 10 000 χιλιομέτρων

0 ευρώ ανά χιλιόμετρο για απόσταση άνω των 10 000 χιλιομέτρων.

Στην ανωτέρω χιλιομετρική αποζημίωση προστίθεται ένα κατ’ αποκοπή συμπληρωματικό ποσό:

 182,54 ευρώ αν η απόσταση σιδηροδρομικής διαδρομής μεταξύ του τόπου υπηρεσίας και του τόπου καταγωγής είναι μεταξύ 725 χιλιομέτρων και 1 450 χιλιομέτρων·

 365,04 ευρώ αν η απόσταση σιδηροδρομικής διαδρομής μεταξύ του τόπου υπηρεσίας και του τόπου καταγωγής είναι μεγαλύτερη από 1 450 χιλιόμετρα.

▼M112

Η ως άνω χιλιομετρική αποζημίωση και το κατ' αποκοπή ποσό αναπροσαρμόζονται κάθε χρόνο στην ίδια αναλογία με τις αποδοχές.

▼B

3.  Ο υπάλληλος που κατά τη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους παύει να ασκεί τα καθήκοντα του για άλλη αιτία εκτός του θανάτου ή που λαμβάνει άδεια για προσωπικούς λόγους και εφ' όσον ο χρόνος υπηρεσίας του κατά τη διάρκεια του εν λόγω έτους σε όργανο των τριών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι κατώτερος των εννέα μηνών, δικαιούται μέρους μόνο του ποσού που προβλέπεται στην παράγραφο 1, η οποία υπολογίζεται κατ' αναλογία προς το χρόνο ενεργού υπηρεσίας.

▼M112

4.  Οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν για τους υπαλλήλους των οποίων ο τόπος υπηρεσίας ευρίσκεται στην επικράτεια των κρατών μελών. Ο υπάλληλος του οποίου ο τόπος υπηρεσίας ευρίσκεται εκτός της επικράτειας των κρατών μελών δικαιούται, για τον ίδιο και, αν δικαιούται επίδομα στέγης, για τον ή την σύζυγό της/του και τα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2, κάθε ημερολογιακό έτος, να του επιστρέφονται τα έξοδα ταξιδίου στον τόπο καταγωγής του ή να του επιστρέφονται τα έξοδα ταξιδίου σε άλλο προορισμό, εντός των ορίων των εξόδων ταξιδίου μέχρι τον τόπο καταγωγής του. Πάντως, αν ο/η σύζυγος και τα αναφερόμενα στο άρθρο 2, παράγραφος 2 πρόσωπα, δεν διαμένουν με τον υπάλληλο στον τόπο υπηρεσίας του, τότε αυτά δικαιούνται, κάθε ημερολογιακό έτος, επιστροφή των εξόδων ταξιδίου από τον τόπο καταγωγής στον τόπο υπηρεσίας ή επιστροφή των εξόδων ταξιδίου μέχρι άλλον προορισμό, εντός των ορίων των εξόδων ταξιδίου από τον τόπο καταγωγής στον τόπο υπηρεσίας.

Η επιστροφή αυτών των εξόδων ταξιδίου γίνεται υπό τη μορφή πληρωμής κατ' αποκοπή ποσού βάσει της τιμής αεροπορικού εισιτηρίου στην αμέσως ανώτερη από την οικονομική θέση.

▼B



Δ.

Έξοδα μετακομίσεως

Άρθρο 9

1.  Τα έξοδα που πραγματοποιούνται κατά τη μετακόμιση της οικοσκευής, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων ασφαλίσεως για την κάλυψη των απλών κινδύνων (διάρρηξη, κλοπή, πυρκαϊά), επιστρέφονται στον υπάλληλο που υποχρεώνεται να αλλάξει κατοικία, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 20 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως και στον οποίο δεν επιστρέφονται τα εν λόγω έξοδα από άλλη πηγή. Το ύψος των επιστρεφομένων εξόδων κυμαίνεται εντός των ορίων που καθορίζονται σε μία προηγουμένως εγκριθείσα προσφορά. Δύο τουλάχιστον προσφορές πρέπει να υποβάλλονται στις αρμόδιες υπηρεσίες του οργάνου. Οι υπηρεσίες αυτές, αν κρίνουν, ότι οι υποβαλλόμενες προσφορές υπερβαίνουν ένα λογικό όριο, δύνανται να επιλέξουν άλλη μεταφορική επιχείρηση. Το ύψος των εξόδων μετακομίσεως που δικαιούται ο υπάλληλος, να του επιστραφούν δύναται να περιορισθεί στο ποσό που καθορίζεται στην προσφορά της εν λόγω μεταφορικής επιχειρήσεως.

2.  Κατά τη λήξη των καθηκόντων ή σε περίπτωση θανάτου, τα επιστρεφόμενα έξοδα μετακομίσεως υπολογίζονται από τον τόπο τοποθετήσεως στον τόπο καταγωγής.

Αν ο αποβιώσας υπάλληλος είναι άγαμος, τα έξοδα αυτά επιστρέφονται στους εξ αυτού έλκοντες δικαιώματα.

3.  Ο μόνιμος υπάλληλος οφείλει να πραγματοποιεί τη μετακόμιση εντός του επομένου έτους μετά από την παρέλευση της περιόδου δοκιμασίας.

Σε περίπτωση οριστικής λήξεως των καθηκόντων, η μετακόμιση πρέπει να πραγματοποιείται εντός προθεσμίας 3 ετών που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο.

Τα έξοδα μετακομίσεως που δημιουργούνται μετά τη λήξη των ανωτέρω προθεσμιών δύνανται να επιστραφούν μόνο κατ' εξαίρεση και κατόπιν ειδικής αποφάσεως της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής.



Ε.

Ημερήσια αποζημίωση

Άρθρο 10

▼M112

1.  Ο υπάλληλος ο οποίος αποδεικνύει ότι είναι υποχρεωμένος να αλλάξει τόπο διαμονής για να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του άρθρου 20 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δικαιούται, για το χρονικό διάστημα που ορίζεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και ανά ημερολογιακή ημέρα, αποζημίωση επιβίωσης, το ποσό της οποίας καθορίζεται ως εξής:

▼M122

 37,73 ευρώ για υπαλλήλους που είναι δικαιούχοι οικογενειακού επιδόματος,

 30,42 ευρώ για υπαλλήλους που δεν είναι δικαιούχοι οικογενειακού επιδόματος.

▼M112

Η ανωτέρω κλίμακα αναθεωρείται επ' ευκαιρία κάθε επανεξέτασης του επιπέδου των αποδοχών που πραγματοποιείται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼M23

2.  Η διάρκεια χορηγήσεως της ημερησίας αποζημιώσεως καθορίζεται ως εξής:

α) για τον υπάλληλο ►M25  μη δικαιούμενο επιδόματος στέγης ◄ σε 120 ημέρες·

▼C6

β) για τον υπάλληλο που έχει την ιδιότητα του αρχηγού οικογενείας σε 180 ημέρες ή —αν ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος έχει την ιδιότητα του δοκίμου υπαλλήλου— στη διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας αυξανομένης κατά ένα μήνα.

▼M25

Όταν δύο σύζυγοι υπάλληλοι ►M112  ή μέλη του λοιπού προσωπικού ◄ των Κοινοτήτων δικαιούνται και οι δύο ημερησίας αποζημιώσεως, η προβλεπομένη στην περίπτωση β) διάρκεια χορηγήσεως ισχύει για τον σύζυγο του οποίου ο μισθός είναι ο υψηλότερος. Η διάρκεια χορηγήσεως που προβλέπεται στην περίπτωση α) εφαρμόζεται στον άλλο σύζυγο.

▼M23

Σε καμία περίπτωση η ημερήσια αποζημίωση δεν χορηγείται πέραν της ημερομηνίας κατά την οποία ο υπάλληλος μετακόμισε προκειμένου να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του άρθρου 20 του κανονισμού των υπαλλήλων.

▼M112 —————

▼B



Ζ.

Έξοδα αποστολής

Άρθρο 11

1.  Ο υπάλληλος που ταξιδεύει με υπηρεσιακή εντολή δικαιούται επιστροφής των εξόδων κινήσεως και των ημερησίων αποζημιώσεων υπό τους όρους που προβλέπονται κατωτέρω.

▼M112 —————

▼B

2.   ►M112  Η υπηρεσιακή εντολή ταξιδίου καθορίζει την πιθανή διάρκεια της αποστολής, βάσει της οποίας υπολογίζεται η προκαταβολή που μπορεί να εισπράξει ο υπάλληλος έναντι της προβλεπόμενης ημερήσιας αποζημίωσης επιβίωσης. ◄ Εκτός από ειδική απόφαση, η προκαταβολή αυτή δεν καταβάλλεται, όταν η αποστολή δεν πρέπει να διαρκέσει περισσότερο από 24 ώρες και πραγματοποιείται σε χώρα, όπου κυκλοφορεί το νόμισμα που χρησιμοποιείται στον τόπο τοποθετήσεως του ενδιαφερομένου.

▼M112

3.  Εκτός ιδιαίτερων περιπτώσεων, που θα προσδιορισθούν με ειδική απόφαση, και ιδίως στην περίπτωση ανακλήσεως του υπαλλήλου από άδεια, τα έξοδα αποστολής επιστρέφονται μέχρι του ποσού της πλέον οικονομικής δυνατότητας μετακίνησης μεταξύ του τόπου υπηρεσίας και του τόπου της αποστολής, η οποία δεν αναγκάζει τον ευρισκόμενο σε αποστολή υπάλληλο να παρατείνει σημαντικά τη διαμονή του.

▼M112

Άρθρο 12

1.   Σιδηρόδρομος

Τα έξοδα ταξιδίου στις αποστολές που διενεργούνται με χρήση σιδηροδρόμου επιστρέφονται, με την προσκόμιση των δικαιολογητικών, βάσει της τιμής εισιτηρίου πρώτης θέσης της συντομότερης διαδρομής μεταξύ του τόπου τοποθέτησης και του τόπου της αποστολής.

2.   Αεροπλάνο

Επιτρέπεται στους υπαλλήλους να ταξιδεύουν με αεροπλάνο εάν η μετ' επιστροφής διαδρομή είναι ίση ή ανώτερη των 800 χιλιομέτρων, υπολογιζόμενη βάσει του σιδηροδρομικού δρομολογίου.

3.   Πλοίο

Οι κατηγορίες θέσεων στα πλοία καθώς και οι επιβαρύνσεις για καμπίνα προσδιορίζονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή για κάθε εμφανιζόμενη περίπτωση, σε συνάρτηση με τη διάρκεια και το κόστος του ταξιδίου.

4.   Αυτοκίνητο

Τα έξοδα ταξιδίου επιστρέφονται κατ' αποκοπή, βάσει της τιμής σιδηροδρομικού εισιτηρίου, σύμφωνα με το σημείο 1, και αποκλειομένης οποιασδήποτε άλλης συμπληρωματικής επιστροφής.

Πάντως, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να αποφασίσει να χορηγήσει στον υπάλληλο που εκτελεί αποστολή υπό ειδικές περιστάσεις και εφόσον η χρήση δημόσιων μεταφορικών μέσων παρουσιάζει σαφή μειονεκτήματα, αποζημίωση ανά διανυόμενο χιλιόμετρο αντί της επιστροφής των ανωτέρω προβλεπομένων εξόδων ταξιδίου.

Άρθρο 13

1.  Η ημερήσια αποζημίωση επιβίωσης σε αποστολή καλύπτει, κατ' αποκοπήν, όλες τις δαπάνες του ευρισκόμενου σε αποστολή υπαλλήλου: το πρωινό και τα δύο κύρια γεύματα, τις άλλες τρέχουσες δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών μετακινήσεων. Οι δαπάνες στέγασης, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών φόρων, επιστρέφονται, εφόσον προσκομισθούν σχετικά δικαιολογητικά, εντός των ορίων ανωτάτου ποσού καθοριζόμενου για κάθε χώρα.

2.  

α) Η κλίμακα για τα κράτη μέλη έχει ως εξής:

▼M119



(σε EUR)

Προορισμός

Ανώτατο όριο για κατάλυμα (ξενοδοχείο)

Ημερήσια αποζημίωση αποστολής

Βέλγιο

140

92

Βουλγαρία

169

58

Τσεχική Δημοκρατία

155

75

Δανία

150

120

Γερμανία

115

93

Εσθονία

110

71

Ελλάδα

140

82

Ισπανία

125

87

Γαλλία

150

95

Ιρλανδία

150

104

Ιταλία

135

95

Κύπρος

145

93

Λεττονία

145

66

Λιθουανία

115

68

Λουξεμβούργο

145

92

Ουγγαρία

150

72

Μάλτα

115

90

Κάτω Χώρες

170

93

Αυστρία

130

95

Πολωνία

145

72

Πορτογαλία

120

84

Ρουμανία

170

52

Σλοβενία

110

70

Σλοβακία

125

80

Φινλανδία

140

104

Σουηδία

160

97

Ηνωμένο Βασίλειο

175

101

▼M112

Εάν υπάλληλος σε αποστολή συμμετάσχει σε γεύμα ή εάν η στέγασή του προσφέρεται δωρεάν ή πληρώνεται από όργανο των Κοινοτήτων, από διοίκηση ή από τρίτο φορέα, υποχρεούται να το δηλώνει. Στην περίπτωση αυτή, επιφέρονται οι αντίστοιχες μειώσεις.

β) Η κλίμακα για τις αποστολές στις χώρες εκτός του ευρωπαϊκού εδάφους των κρατών μελών καθορίζεται και προσαρμόζεται περιοδικά από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

3.  Το Συμβούλιο αναθεωρεί κάθε δύο έτη τα ποσοστά που αναφέρονται στην παράγραφο 2, στοιχείο α). Η αναθεώρηση πραγματοποιείται με βάση έκθεση της Επιτροπής σχετικά με τις τιμές των ξενοδοχείων, εστιατορίων και υπηρεσιών τροφοδοσίας, λαμβανομένων υπόψη των δεικτών για την εξέλιξη των εν λόγω τιμών. Για την αναθεώρηση αυτή, το Συμβούλιο αποφασίζει, προτάσει της Επιτροπής, με την ειδική πλειοψηφία που προβλέπεται από το άρθρο 205, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίπτωση της Συνθήκης ΕΚ.

▼M112

Άρθρο 13α

Οι λεπτομέρειες εφαρμογής των άρθρων 11, 12 και 13 του παρόντος Παραρτήματος καθορίζονται από τα διάφορα όργανα στο πλαίσιο των γενικών εκτελεστικών διατάξεων.

▼B



Ζ.

Κατ' αποκοπή επιστροφή εξόδων

Άρθρο 14

1.  Αν το είδος των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί σε ορισμένους υπαλλήλους απαιτεί από αυτούς να υποβάλλονται τακτικά σε έξοδα παραστάσεως, είναι δυνατό να καταβληθεί από την αρμοδία για τους διορισμούς αρχή κατ' αποκοπή αποζημίωση εξόδων παραστάσεως το ύψος της οποίας αποφασίζεται από την εν λόγω αρχή.

Σε ειδικές περιπτώσεις, η αρμοδία για τους διορισμούς αρχή δύναται επίσης να αποφασίζει την επιβάρυνση του οργάνου με ένα μέρος των εξόδων στεγάσεως των ενδιαφερομένων.

2.  Για τους υπαλλήλους, οι οποίοι, δυνάμει ειδικών οδηγιών, καλούνται, κατά περίσταση, να υποβληθούν σε έξοδα παραστάσεως για τις ανάγκες της υπηρεσίας, το ύψος της αποζημιώσεως των εξόδων παραστάσεως θα καθορίζεται για κάθε περίπτωση χωριστά, βάσει των υποβαλλομένων δικαιολογητικών και υπό τους όρους που καθορίζει η αρμοδία για τους διορισμούς αρχή.

▼M112 —————

▼B

Άρθρο 15

Κατόπιν αποφάσεως της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής, ►M112  το ανώτερο στελεχικό δυναμικό κατά την έννοια του άρθρου 29, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ◄ που δεν διαθέτει υπηρεσιακό αυτοκίνητο δύναται να λάβει αποζημίωση που δεν δύναται να υπερβαίνει τα ►M97  892,42 ευρώ ◄ ετησίως κατ' αποκοπή για τα έξοδα κινήσεώς του εντός της περιοχής της πόλεως, στην οποία έχει τοποθετηθεί.

Η αποζημίωση αυτή δύναται, κατόπιν αιτιολογημένης αποφάσεως της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής, να χορηγηθεί σε υπαλλήλους, τα καθήκοντα των οποίων επιβάλλουν συνεχείς μετακινήσεις για τις οποίες δύνανται βάσει ειδικής αδείας να χρησιμοποιούν το ιδιωτικό τους αυτοκίνητο.



Τμήμα 4

ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΩΝ ΠΟΣΩΝ

Άρθρο 16

1.  Ο μισθός καταβάλλεται στον υπάλληλο την 15η κάθε μηνός για τον τρέχοντα μήνα. Το ύψος του μισθού στρογγυλοποιείται προς τα άνω στα επόμενα ►M94  λεπτά ◄ .

2.  Αν ο υπάλληλος δεν δικαιούται ολόκληρο το ποσό των μηνιαίων αποδοχών, το εν λόγω ποσό κατανέμεται σε τριακοστά:

α) αν ο πραγματικός αριθμός των αμειβομένων ημερών είναι ίσος ή κατώτερος των δεκαπέντε, ο αριθμός των οφειλομένων τριακοστών είναι ίσος με τον πραγματικό αριθμό των αμειβομένων ημερών·

β) αν ο πραγματικός αριθμός των αμειβομένων ημερών είναι ανώτερος των δεκαπέντε, ο αριθμός των οφειλομένων τριακοστών είναι ίσος με τη διαφορά μεταξύ του τριάντα και του πραγματικού αριθμού των μη αμειβομένων ημερών.

3.  Όταν το δικαίωμα επί των οικογενειακών επιδομάτων και επί της αποζημιώσεως αποδημίας γεννάται μετά την ημερομηνία αναλήψεως των καθηκόντων, ο υπάλληλος απολαύει των ανωτέρω από την πρώτη ημέρα του μηνός κατά τη διάρκεια του οποίου γεννάται το δικαίωμα αυτό. Όταν το δικαίωμα επί των επιδομάτων και της ανωτέρω αποζημιώσεως εκλείπει ο υπάλληλος, δικαιούται τούτου μέχρι την τελευταία ημέρα του μηνός κατά τη διάρκεια του οποίου εκλείπει το εν λόγω δικαίωμα.

▼M43

Άρθρο 17

1.  Τα ποσά που οφείλονται στον υπάλληλοκαταβάλλονται στον τόπο και στο νόμισμα τηςχώρας όπου ο υπάλληλος ασκεί τα καθήκοντά του.

▼M112

2.  Υπό τους όρους που καθορίζονται με ρύθμιση εκδιδόμενη από τα όργανα της Κοινότητας κοινή συναινέσει και κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο υπάλληλος δύναται να διενεργεί τακτικά μεταφορά μέρους των αποδοχών του, μέσω του οργάνου στο οποίο υπηρετεί προς άλλο κράτος μέλος.

Δυνάμει της προηγούμενης διάταξης, τα στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο μεταφοράς, χωριστά ή σωρευτικά, είναι τα εξής:

α) στην περίπτωση τέκνων που φοιτούν σε εκπαιδευτικό ίδρυμα σε άλλο κράτος μέλος, ένα ανώτατο ποσό ανά συντηρούμενο τέκνο που αντιστοιχεί στο ποσό του σχολικού επιδόματος που πράγματι εισπράττεται για το τέκνο αυτό·

β) εφόσον προσκομισθούν έγκυρα σχετικά δικαιολογητικά, οι τακτικές πληρωμές υπέρ οποιουδήποτε άλλου προσώπου που διαμένει στο οικείο κράτος μέλος και για τις οποίες ο υπάλληλος αποδεικνύει ότι υπέχει υποχρέωση δυνάμει δικαστικής αποφάσεως ή αποφάσεως της αρμόδιας διοικητικής αρχής.

Οι μεταφορές που αναφέρονται στο στοιχείο β) δεν δύνανται να υπερβαίνουν το 5 % του βασικού μισθού του υπαλλήλου.

3.  Οι προβλεπόμενες στην παράγραφο 2 μεταφορές γίνονται με τις τιμές συναλλάγματος που αναφέρει το άρθρο 63, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Τα μεταφερόμενα ποσά πολλαπλασιάζονται με συντελεστή που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ του διορθωτικού συντελεστή που ισχύει για τη χώρα προς την οποία διενεργείται η μεταφορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, στοιχείο β) του Παραρτήματος XI του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, και του διορθωτικού συντελεστή που εφαρμόζεται στις αποδοχές του υπαλλήλου που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, στοιχείο α), του Παραρτήματος XI του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼M112

4.  Ανεξαρτήτως των αναφερομένων στα εδάφια 1 έως 3 μεταφορών, ο υπάλληλος δύναται να ζητήσει τακτική μεταφορά προς άλλο κράτος μέλος, βάσει της μηνιαίας τιμής συναλλάγματος και χωρίς εφαρμογή οποιουδήποτε συντελεστή. Η μεταφορά αυτή δεν δύναται να υπερβαίνει το 25 % του βασικού μισθού του υπαλλήλου.

▼B




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII

Συνταξιοδοτικό καθεστώς

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Κεφάλαιο 1:

Γενικές διατάξεις

Κεφάλαιο 2:

Σύνταξη λόγω αρχαιότητας και επίδομα αποχωρήσεως

Τμήμα 1:

Σύνταξη λόγω αρχαιότητας

Τμήμα 2:

Επίδομα αποχωρήσεως

Κεφάλαιο 3:

Επίδομα αναπηρίας

Κεφάλαιο 4:

Σύνταξη επιζώντων

Κεφάλαιο 5:

Προσωρινές συντάξεις

Κεφάλαιο 6:

Αύξηση συντάξεως συντηρουμένων

Κεφάλαιο 7:

Τμήμα 1:

Χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού καθεστώτος

Τμήμα 2:

Εκκαθάριση των δικαιωμάτων των υπαλλήλων

Τμήμα 3:

Καταβολή παροχών

Κεφάλαιο 8:

Μεταβατικές διατάξεις

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 1

1.  Αν η ιατρική εξέταση που προηγείται της αναλήψεως των καθηκόντων από υπάλληλο δείξει, ότι ο τελευταίος έχει προσβληθεί από ασθένεια ή αναπηρία, η αρμόδια για διορισμούς αρχή δύναται να αποφασίσει να του αναγνωρισθούν οι εγγυήσεις που προβλέπονται σε περίπτωση αναπηρίας ή θανάτου μόνο κατά τη λήξη περιόδου πέντε ετών που αρχίζει από την ημερομηνία της εισόδου του στην υπηρεσία των Κοινοτήτων για τα επακόλουθα ή τις συνέπειες της εν λόγω ασθενείας ή αναπηρίας.

Ο υπάλληλος δύναται να προσβάλει αυτή την απόφαση ενώπιον της επιτροπής αναπηρίας.

2.  Ο υπάλληλος που έχει τεθεί σε «άδεια για εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων» παύει να απολαύει των εγγυήσεων που προβλέπονται λόγω αναπηρίας ή θανάτου για τα άμεσα επακόλουθα των ατυχημάτων που συνέβησαν ή των ασθενειών, από τις οποίες έχει προσβληθεί συνεπεία της στρατιωτικής θητείας. Οι ανωτέρω διατάξεις δεν θίγουν τα δικαιώματα συνταξιοδοτήσεως που επιστρέφονται και τα οποία είχαν κτηθεί από τον υπάλληλο κατά την ημέρα, της θέσεώς του σε κατάσταση «αδείας για εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων».



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Σύνταξη αρχαιότητας και επίδομα αποχωρήσεως



Τμήμα 1

ΣΥΝΤΑΞΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ

Άρθρο 2

Η σύνταξη αρχαιότητας εκκαθαρίζεται βάσει του συνολικού αριθμού συντάξιμων ετών του υπαλλήλου. Κάθε έτος που υπολογίζεται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται κατωτέρω στο άρθρο 3 δίνει δικαίωμα σε ένα συντάξιμο έτος, κάθε δε ολόκληρος μήνας σε ένα δωδέκατο ενός συνταξίμου έτους.

Ο ανώτατος αριθμός των συντάξιμων ετών που δύνανται να υπολογισθούν για τη σύσταση του δικαιώματος συντάξεως αρχαιότητας καθορίζεται ►M112  στον αναγκαίο αριθμό για τη συμπλήρωση της ανώτατης σύνταξης κατά την έννοια του άρθρου 77, δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ◄ .

▼M112

Άρθρο 3

Με την επιφύλαξη ότι οι ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι έχουν καταβάλλει τις αναλογούσες προς τον χρόνο υπηρεσίας συνταξιοδοτικές εισφορές, λαμβάνονται υπόψη τα εξής, για τον υπολογισμό των συντάξιμων ετών κατά την έννοια του άρθρου 2:

α) Ο χρόνος υπηρεσίας υπαλλήλου ενός των οργάνων σε μια από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 35, στοιχεία α), β), γ), ε) και στ) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Πάντως, οι υπαγόμενοι στο άρθρο 40 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης υπάλληλοι υπόκεινται στους προβλεπόμενους στην παράγραφο 3, δεύτερο εδάφιο, τελευταία πρόταση του ιδίου άρθρου όρους·

β) οι περίοδοι κατά τη διάρκεια των οποίων δημιουργήθηκαν τα δικαιώματα προς αποζημίωση που αναφέρεται στα άρθρα 41 και 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, εντός ορίου πέντε ετών·

γ) οι περίοδοι κατά τη διάρκεια των οποίων γεννήθηκαν τα δικαιώματα επιδόματος αναπηρίας·

δ) οι περίοδοι υπηρεσίας υπό οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα σύμφωνα με το Καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό. Ωστόσο, όταν ένας συμβασιούχος υπάλληλος, κατά την έννοια του ιδίου καθεστώτος, που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων, γίνεται υπάλληλος, τα συντάξιμα έτη που έχουν κτηθεί υπό την ιδιότητά του ως συμβασιούχου παρέχουν δικαίωμα σε αριθμό συντάξιμων ετών ως υπαλλήλου υπολογιζόμενο κατ' αναλογία του τελευταίου βασικού μισθού που εισέπραξε ως συμβασιούχος και του πρώτου βασικού μισθού του ως υπαλλήλου, εντός του ορίου του αριθμού ετών πραγματικής υπηρεσίας. Οι τυχόν επιπλέον εισφορές που αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ του υπολογισμένου αριθμού ετών συντάξιμης υπηρεσίας και του αριθμού ετών πραγματικής υπηρεσίας επιστρέφονται στον ενδιαφερόμενο βάσει του τελευταίου βασικού μισθού που εισέπραξε ως συμβασιούχος. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις, στην περίπτωση που υπάλληλος γίνεται συμβασιούχος.

Άρθρο 4

1.  Ο υπάλληλος, ο οποίος αφού εργάσθηκε για ένα χρονικό διάστημα σε ένα κοινοτικό όργανο ως μόνιμος ή έκτακτος ή συμβασιούχος υπάλληλος, επανέρχεται σε κοινοτικό όργανο, αποκτά νέα δικαιώματα σύνταξης. Μπορεί να ζητήσει να ληφθεί υπόψη, για τον υπολογισμό των δικαιωμάτων σύνταξης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του παρόντος Παραρτήματος, ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του ως μόνιμου, έκτακτου ή συμβασιούχου υπαλλήλου, για τον οποίο έχουν καταβληθεί εισφορές, με την επιφύλαξη:

α) ότι θα επιστρέψει το ποσό του επιδόματος αποχώρησης που του καταβλήθηκε βάσει του άρθρου 12, προσαυξημένο με τους τόκους ανατοκισμού που υπολογίζονται με ετήσιο επιτόκιο ►M123  3,1 % ◄ . Στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος έτυχε εφαρμογής των άρθρων 42 ή 112 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, υποχρεούται επίσης να επιστρέψει το ποσό που καταβλήθηκε κατ' εφαρμογή του εν λόγω άρθρου, προσαυξημένο με τους τόκους ανατοκισμού με το προαναφερόμενο επιτόκιο·

β) να ζητήσει να δεσμευθεί, για τον σκοπό αυτό, πριν από τον υπολογισμό των μεταφερόμενων δικαιωμάτων του σύνταξης αρχαιότητας, που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 2, και εφόσον έχει ζητήσει και έχει επιτύχει την εφαρμογή στην περίπτωσή του τού άρθρου αυτού μετά τη νέα ανάληψη καθηκόντων του, το μέρος του ποσού που έχει μεταφερθεί προς το κοινοτικό σύστημα συνταξιοδοτήσεως που αντιστοιχεί στο αναλογιστικό ισοδύναμο, υπολογιζόμενο και μεταφερόμενο προς το σύστημα προέλευσης δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1 ή του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο β), προσαυξημένο με τους τόκους ανατοκισμού που υπολογίζονται με ετήσιο επιτόκιο ►M123  3,1 % ◄ .

Στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος έτυχε εφαρμογής των άρθρων 42 ή 112 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, στο προς δέσμευση ποσό συνυπολογίζεται και το ποσό που καταβλήθηκε κατ' εφαρμογή των εν λόγω άρθρων, προσαυξημένο με τους τόκους ανατοκισμού που υπολογίζονται με ετήσιο επιτόκιο ►M123  3,1 % ◄ .

Στο μέτρο που το μεταφερόμενο προς το κοινοτικό σύστημα συνταξιοδοτήσεως ποσό είναι ανεπαρκές για την ανασύσταση των δικαιωμάτων συντάξεως που αναφέρονται σε ολόκληρη την προηγούμενη περίοδο απασχόλησης, επιτρέπεται στον υπάλληλο, μετά από αίτησή του, να συμπληρώνει το οριζόμενο στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο β), ποσό.

2.  Το προβλεπόμενο στην παράγραφο 1 επιτόκιο δύναται να αναθεωρηθεί σύμφωνα με τους οριζόμενους στο άρθρο 10 του Παραρτήματος XII κανόνες.

▼B

Άρθρο 5

▼M112

Παρά τις διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 2 του παρόντος Παραρτήματος, ο υπάλληλος ο οποίος παραμένει στην υπηρεσία μετά την ηλικία των 63 ετών, δικαιούται προσαυξήσεως της συντάξεώς του, ίσης προς το 2 % του βασικού μισθού που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της συντάξεώς του για κάθε έτος εργασίας μετά την ηλικία αυτή, χωρίς το σύνολο της συντάξεώς του να δύναται να υπερβαίνει το 70 % του τελευταίου βασικού μισθού του σύμφωνα με το δεύτερο ή το τρίτο εδάφιο, ανάλογα με την περίπτωση, του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

▼B

Η προσαύξηση αυτή χορηγείται ομοίως σε περίπτωση θανάτου αν ο υπάλληλος παρέμεινε στην υπηρεσία μετά το ►M112  63ο ◄ έτος της ηλικίας του.

Άρθρο 6

▼M23

Ως ελάχιστο όριο διαβιώσεως για τον υπολογισμό των παροχών λαμβάνεται ο βασικός μισθός υπαλλήλου ►M112  στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού 1 ◄ .

▼M112 —————

▼M112

Άρθρο 8

Ως «Το ασφαλιστικό στατιστικό ισοδύναμο της συντάξεως αρχαιότητας» νοείται η αξία σε κεφάλαιο των παροχών που αναλογούν στον υπάλληλο και υπολογίζονται σύμφωνα με τον πίνακα θνησιμότητας που αναφέρεται στο άρθρο 9 του Παραρτήματος XII, και βάσει του ετησίου επιτοκίου ►M123  3,1 % ◄ το οποίο δύναται να αναθεωρηθεί σύμφωνα με τους οριζόμενους στο άρθρο 10 του Παραρτήματος XII κανόνες.

Άρθρο 9

1.  Υπάλληλος ο οποίος αποχωρεί από την υπηρεσία πριν από την ηλικία των 63 ετών, δύναται να ζητήσει όπως η έναρξη της καταβολής της συντάξεως αρχαιότητας:

α) αναβληθεί μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που έπεται εκείνου κατά τη διάρκεια του οποίου συμπληρώνει την ηλικία των 63 ετών· ή

β) είναι άμεση, υπό την επιφύλαξη ότι συμπλήρωσε τουλάχιστον την ηλικία των 55 ετών. Στην περίπτωση αυτή, η σύνταξη αρχαιότητας μειώνεται σε συνάρτηση με την ηλικία του ενδιαφερομένου υπαλλήλου κατά τον χρόνο ενάρξεώς της συνταξιοδοτήσεώς του.

Η σύνταξη μειώνεται κατά 3,5 % για κάθε έτος πρόωρης καταβολής πριν από την ηλικία κατά την οποία ο υπάλληλος θα είχε αποκτήσει το δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας κατά την έννοια του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Εάν, μεταξύ της ηλικίας κατά την οποία αποκτάται το δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας, κατά την έννοια του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, και της ηλικίας του ενδιαφερομένου τη στιγμή εκείνη, η διαφορά υπερβαίνει ένα ακριβή αριθμό ετών, προστίθεται στη μείωση ένα επιπλέον έτος.

2.  Προς το συμφέρον της υπηρεσίας, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και διαφανών διαδικασιών που καθορίζονται μέσω γενικών εκτελεστικών διατάξεων, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να αποφασίζει να μην εφαρμόσει την προαναφερόμενη μείωση στους ενδιαφερομένους υπαλλήλους. Ο συνολικός αριθμός των μόνιμων και έκτακτων υπαλλήλων, οι οποίοι συνταξιοδοτούνται χωρίς καμία μείωση της συντάξεώς τους ετησίως, δεν πρέπει να είναι υψηλότερος από το 10 % του συνολικού αριθμού των υπαλλήλων όλων των οργάνων που συνταξιοδοτήθηκαν το προηγούμενο έτος. Το ποσοστό αυτό μπορεί να κυμαίνεται ετησίως μεταξύ 8 % και 12 %, υπό την επιφύλαξη ενός συνολικού ποσοστού 20 % σε διάστημα διετίας και της αρχής του ουδέτερου προϋπολογισμού. Πριν από την πάροδο πενταετίας, η Επιτροπή υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση αξιολόγησης της εφαρμογής του μέτρου αυτού. Οσάκις ενδείκνυται, η Επιτροπή υποβάλλει πρόταση για τον καθορισμό, ύστερα από την πενταετία, του ανώτατου ετήσιου ορίου σε ποσοστό 5 έως 10 % του συνολικού αριθμού των υπαλλήλων όλων των οργάνων, οι οποίοι συνταξιοδοτήθηκαν το προηγούμενο έτος, βάσει του άρθρου 283 της Συνθήκης ΕΚ.

▼M112

Άρθρο 9α

Για τον προσδιορισμό του ύψους της μειωμένης συντάξεως υπαλλήλου, ο οποίος έχει αποκτήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα που υπερβαίνουν το 70 % του τελευταίου βασικού μισθού του και ζητεί την άμεση καταβολή της συντάξεως αρχαιότητας δυνάμει του άρθρου 9, εφαρμόζεται η μείωση του άρθρου 9 επί ενός πλασματικού ποσού που αντιστοιχεί στα κτηθέντα συντάξιμα έτη και όχι επί ενός ποσού ίσου κατ' ανώτατο όριο με το 70 % του τελευταίου βασικού μισθού. Σε καμία πάντως περίπτωση, δεν μπορεί η ούτως υπολογισθείσα μειωμένη σύνταξη να υπερβαίνει το 70 % του τελευταίου βασικού μισθού κατά την έννοια του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼B

Άρθρο 10

Το δικαίωμα συντάξεως αρχαιότητας αρχίζει να ισχύει από την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί εκείνον κατά τη διάρκεια του οποίου ο υπάλληλος καλείται, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεώς του, να απολαύει αυτής της συντάξεως, εξυπακουομένου ότι εισπράττει τις αποδοχές του μέχρι την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του δικαιώματός του προς σύνταξη.

Άρθρο 11

▼M83

1.  Ο υπάλληλος του οποίου λήγουν τα καθήκοντα για:

 να εισέλθει στην υπηρεσία διοικήσεως ή εθνικού ή διεθνούς οργανισμού που έχει συνάψει συμφωνία με τις Κοινότητες,

 να ασκήσει μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα από την οποία αποκτά συνταξιοδοτικά δικαιώματα σε σύστημα, οι διαχειριστικοί οργανισμοί του οποίου έχουν συνάψει συμφωνία με τις Κοινότητες,

δικαιούται να μεταφέρει στο ταμείο συντάξεων αυτής της διοικήσεως ή αυτού του οργανισμού ή στο ταμείο στο οποίο ο υπάλληλος αποκτά συνταξιοδοτικά δικαιώματα αρχαιότητας βάσει μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας, το ασφαλιστικό στατιστικό ισοδύναμο ►M112  , με αναγωγή του σχετικού ποσού στην ημερομηνία της πραγματικής μεταφοράς, ◄ των δικαιωμάτων του συντάξεως αρχαιότητας που έχει αποκτήσει στις Κοινότητες.

2.  Ο υπάλληλος που εισέρχεται στην υπηρεσία των Κοινοτήτων:

 μετά τη λήξη των καθηκόντων του σε διοίκηση, σε εθνικό ή διεθνή οργανισμό ή

 μετά την άσκηση μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας,

▼M112

δικαιούται, από της μονιμοποιήσεώς του και μέχρι τη στιγμή που θεμελιώνει το δικαίωμα συντάξεως αρχαιότητας κατά την έννοια του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, να ενεργήσει ώστε να καταβληθεί στις Κοινότητες το κεφάλαιο, με αναγωγή του σχετικού ποσού στο χρόνο της πραγματικής μεταφοράς του, που αντιπροσωπεύει τα δικαιώματα σύνταξης τα οποία έχει αποκτήσει βάσει των προαναφερομένων υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων.

Σε παρόμοια περίπτωση το όργανο στο οποίο υπηρετεί ο υπάλληλος καθορίζει, μέσω γενικών εκτελεστικών διατάξεων, λαμβάνοντας υπόψη τον βασικό μισθό του υπαλλήλου, την ηλικία του και τη συναλλαγματική ισοτιμία κατά την ημερομηνία της αιτήσεως μεταφοράς, τον αριθμό των συντάξιμων ετών που συνυπολογίζει σύμφωνα με το κοινοτικό συνταξιοδοτικό καθεστώς δυνάμει του χρόνου προϋπηρεσίας, βάσει του μεταφερθέντος κεφαλαίου, αφαιρουμένου του ποσού που αντιπροσωπεύει την ανατίμηση του κεφαλαίου μεταξύ της ημερομηνίας της αιτήσεως μεταφοράς και της πραγματικής ημερομηνίας που διενεργήθηκε η μεταφορά.

▼M112

Ο υπάλληλος μπορεί να κάνει χρήση της ευχέρειας αυτής μία μόνον φορά ανά κράτος μέλος και ανά ταμείο συντάξεων.

▼M56

3.  Η παράγραφος 2 ισχύει επίσης για τον υπάλληλο που επανέρχεται στην υπηρεσία μετά τη λήξη απόσπασης, που προβλέπεται στο άρθρο 37 παράγραφος 1 σημείο β) δεύτερη περίπτωση, καθώς και για τον υπάλληλο που επανέρχεται μετά τη λήξη άδειας για προσωπικούς λόγους που προβλέπεται στο άρθρο 40 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼B



Τμήμα 2

ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΠΟΧΩΡΗΣΕΩΣ

▼M112

Άρθρο 12

1.  Ο υπάλληλος ηλικίας κάτω των 63 ετών τα καθήκοντα του οποίου λήγουν οριστικά για άλλο λόγο εκτός από τον θάνατο ή την αναπηρία και ο οποίος δεν δύναται να απολαύει συντάξεως αρχαιότητας, άμεσης ή ετερόχρονης, δικαιούται, κατά την αποχώρησή του:

α) εάν έχει υπηρετήσει λιγότερο από ένα έτος, και εφόσον δεν έχει τύχει εφαρμογής της διευθετήσεως που ορίζεται στο άρθρο 11, παράγραφος 2, της καταβολής επιδόματος αποχώρησης ίσου προς το τριπλάσιο των ποσών που έχουν παρακρατηθεί από τον βασικό μισθό του ως συνταξιοδοτικές εισφορές, αφαιρουμένων των ποσών που έχουν, ενδεχομένως, καταβληθεί κατ' εφαρμογή των άρθρων 42 και 112 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό·

β) στις άλλες περιπτώσεις, των παροχών του άρθρου 11, παράγραφος 1, ή της καταβολής του αναλογιστικού ισοδύναμου των εν λόγω παροχών σε ιδιωτικό ασφαλιστικό οργανισμό ή ταμείο συντάξεων της επιλογής του, υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω οργανισμός ή ταμείο εγγυώνται:

i) την μη επιστροφή του κεφαλαίου,

ii) την καταβολή μηνιαίας προσόδου το ενωρίτερο από το εξηκοστό και το αργότερο από το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας,

iii) συμπερίληψη διατάξεων περί ανακληρονόμησης ή συντάξεων επιζώντων,

iv) ότι η μεταφορά σε άλλο ασφαλιστικό οργανισμό ή άλλο ταμείο θα εγκριθεί μόνον εφόσον ο εν λόγω οργανισμός ή ταμείο πληρούν τους καθοριζόμενους στα σημεία i), ii) και iii) όρους.

2.  Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, στοιχείο β), υπάλληλος ηλικίας κάτω των 63 ετών, ο οποίος, από την είσοδό του στην υπηρεσία, έχει καταβάλει εισφορές για τη σύσταση ή τη διατήρηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του σε εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα ή σε ιδιωτικό ασφαλιστικό οργανισμό ή σε ταμείο συντάξεων της επιλογής του που πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 και ο οποίος αποχωρεί οριστικά από την υπηρεσία για άλλο λόγο εκτός από τον θάνατο ή την αναπηρία χωρίς να δύναται να λάβει σύνταξη αρχαιότητας, άμεση ή ετερόχρονη, δικαιούται, κατά την αποχώρησή του, σε καταβολή επιδόματος αποχώρησης, ίσου με το αναλογιστικό ισοδύναμο των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του που απέκτησε λόγω της υπηρεσίας του στα όργανα. Στις περιπτώσεις αυτές, τα ποσά που έχουν καταβληθεί για τη σύσταση ή τη διατήρηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του στο εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα, κατ' εφαρμογή των άρθρων 42 ή 112 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, αφαιρούνται από το επίδομα αποχώρησης.

3.  Στην περίπτωση οριστικής λήξης των καθηκόντων υπαλλήλου λόγω παύσεως, το προς καταβολή επίδομα αποχώρησης ή, κατά περίπτωση, το προς μεταφορά αναλογιστικό ισοδύναμο, καθορίζεται σε συνάρτηση με την απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο η) του Παραρτήματος IX.

▼M112 —————

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

▼M112

Επίδομα αναπηρίας

▼B

Άρθρο 13

►M112  1. ◄   Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ανωτέρω άρθρου 1 παράγραφος 1 ο υπάλληλος ηλικίας κάτω των 65 ετών, ο οποίος στο διάστημα της περιόδου, κατά τη διάρκεια της οποίας αποκτούσε δικαιώματα προς σύνταξη, κρίνεται από την επιτροπή αναπηρίας ότι έχει προσβληθεί από διαρκή αναπηρία που θεωρείται ως ολική και τον καθιστά ανίκανο για την άσκηση καθηκόντων αντιστοίχων προς κάποια θέση της σταδιοδρομίας του και ο οποίος γι' αυτό το λόγο, υποχρεώνεται να αναστείλει την υπηρεσία του ►M15  στις Κοινότητες ◄ , δικαιούται όσο χρόνο διαρκεί αυτή η ανικανότητα ►M23   ►M112  του επιδόματος αναπηρίας ◄ που αναφέρεται στο άρθρο 78 του κανονισμού ◄ .

▼M112

2.  Ο δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας δύναται να ασκεί επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα, μόνον εφόσον η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή του έχει προηγουμένως χορηγήσει άδεια. Κάθε εισόδημα από την εν λόγω επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα, το οποίο, σε συνδυασμό με το επίδομα αναπηρίας, υπερβαίνει τις τελευταίες εν ενεργεία συνολικές αποδοχές του τις καθοριζόμενες βάσει της μισθολογικής κλίμακας που ισχύει την πρώτη ημέρα του μηνός κατά τον οποίο καταβάλλεται το επίδομα, εκπίπτει από το επίδομα αναπηρίας.

Ο δικαιούχος επιδόματος υποχρεούται να υποβάλλει, κατόπιν αιτήματος, τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που, ενδεχομένως, θα του ζητηθούν και να κοινοποιεί στο όργανο στο οποίο ανήκει κάθε στοιχείο ικανό να μεταβάλει το εν λόγω δικαίωμα επί του επιδόματος.

▼B

Άρθρο 14

▼M62

Το δικαίωμα ►M112  επιδόματος αναπηρίας ◄ γεννάται από την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί τη συνταξιοδότηση που γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 53 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼M23

Όταν ο ►M62  πρώην υπάλληλος ◄ παύει να πληροί τις προϋποθέσεις ►M112  επιδόματος αναπηρίας ◄ , επαναφέρεται υποχρεωτικά στην πρώτη κενή θέση της κατηγορίας ή του κλάδου που δημιουργείται και που αντιστοιχεί στη σταδιοδρομία του, με τον όρο ότι έχει τα απαιτούμενα προσόντα για την εν λόγω θέση. Άν αρνηθεί τη θέση που του προσφέρεται, διατηρεί το δικαίωμα επαναφοράς του σε θέση της κατηγορίας ή του κλάδου του, όταν δημιουργηθεί παρόμοια κενή θέση και με τον όρο ότι έχει τα απαιτούμενα για αυτή προσόντα. Σε περίπτωση δεύτερης αρνήσεως, δύναται να παυθεί. ►M112  ————— ◄

Σε περίπτωση θανάτου του ►M62  πρώην υπαλλήλου ◄ που δικαιούται ►M112  επιδόματος αναπηρίας ◄ το δικαίωμα επί ►M112  του επιδόματος αυτού ◄ αποσβέννυται στο τέλος του ημερολογιακού μήνα κατά τον οποίο ο ►M62  πρώην υπάλληλος ◄ απεβίωσε.

▼B

Άρθρο 15

Όσο ο ►M62  πρώην υπάλληλος ◄ που απολαύει ►M112  επιδόματος ◄ αναπηρίας δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία των ►M112  63 ◄ ετών, το όργανο δύναται να τον υποβάλλει περιοδικά σε εξέταση, για να βεβαιώνεται, ότι συγκεντρώνει πάντοτε τις προϋποθέσεις που απαιτούνται, για να τύχει ►M112  αυτού του επιδόματος ◄ .

▼M112 —————

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Σύνταξη επιζώντων

Άρθρο 17

►M23   ►M112  Ο επιζών σύζυγος ◄ υπαλλήλου ο οποίος απεβίωσε ευρισκόμενος σε μία από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 35 του κανονισμού δικαιούται ◄ , ►M112  εφόσον είχε διατελέσει σύζυγός του/της ◄ επί ένα τουλάχιστον έτος και με την επιφύλαξη των διατάξεων του ανωτέρου άρθρου 1 παράγραφος 1 και του κατωτέρω άρθρου 22 ►M112  συντάξεως επιζώντων ◄ ίσης με το ►M5  60 % ◄ της συντάξεως αρχαιότητας που θα κατεβάλετο στον υπάλληλο, αν αυτός ηδύνατο να την απαιτήσει, χωρίς την προϋπόθεση διαρκείας της υπηρεσίας ►M62  ή την ηλικία του ◄ , κατά το χρόνο του θανάτου.

Η πλήρωση της χρονικής προϋποθέσεως που προβλέπεται ανωτέρω δεν απαιτείται, αν ένα ή περισσότερα τέκνα προέρχονται από αυτό το γάμο ή από προγενέστερο γάμο του υπαλλήλου, εφ' όσον ►M112  ο επιζών σύζυγος ◄ επιμελείται ή έχει επιμεληθεί αυτών των τέκνων ή αν ο θάνατος του υπαλλήλου προέκυψε από αναπηρία ή ασθένεια, από την οποία αυτός προσεβλήθη κατά την άσκηση των καθηκόντων του, είτε από ατύχημα.

▼M56

Άρθρο 17α

Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 1 παράγραφος 1 και του άρθρου 22, ►M112  ο επιζών σύζυγος ◄ πρώην υπαλλήλου που απομακρύνθηκε από τη θέση του ή παύτηκε από τα καθήκοντα του βάσει των κανονισμών (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68, (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 2530/72 ή (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1543/73 και απεβίωσε ενώ είχε δικαίωμα μηνιαίας αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή ενός από τους παραπάνω κανονισμούς, δικαιούται, ►M112  εφόσον ο γάμος είχε τελεσθεί πριν από την αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία του οργάνου και είχε διαρκέσει επί ένα τουλάχιστον έτος ◄ , ►M112  σύνταξη επιζώντων ◄ ίση με το 60 % της σύνταξης αρχαιότητας που θα εδικαιούτο ►M112  ο/η σύζυγος ◄ του/της αν μπορούσε, χωρίς όρους προϋπηρεσίας ή ηλικίας, να την απαιτήσει την ημερομηνία του θανάτου του.

Το ύψος της ►M112  σύνταξης επιζώντων ◄ που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τα ποσά που προβλέπονται στο άρθρο 79 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Πάντως, το ύψος της σύνταξης αυτής δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει το ποσό της πρώτης καταβολής της σύνταξης αρχαιότητας που θα εδικαιούτο ο πρώην υπάλληλος αν παραμένοντας στη ζωή και έχοντας εξαντλήσει τα δικαιώματα του σε μια από τις παραπάνω αποζημιώσεις, είχει αποκτήσει το δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας.

Ο όρος της προγενέστερης σύναψης του γάμου, που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, δεν απαιτείται αν ένα ή περισσότερα τέκνα έχουν γεννηθεί από γάμο του πρώην υπαλλήλου, που είχε συναφθεί πριν να παύσει ο υπάλληλος να ασκεί τα καθήκοντα του, εφόσον ►M112  ο επιζών σύζυγος ◄ έχει ή είχε στο παρελθόν πραγματικά συντηρήσει τα τέκνα αυτά κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 του παραρτήματος VII.

Το ίδιο συμβαίνει αν ο θάνατος του πρώην υπαλλήλου οφείλεται σε μια από τις περιστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 17 στο τέλος του δεύτερου εδαφίου.

▼M112

Άρθρο 18

Ο επιζών σύζυγος πρώην υπαλλήλου δικαιούχου συντάξεως αρχαιότητας δικαιούται, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 22 και εφόσον το ζεύγος είχε τελέσει γάμο πριν από την αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία του οργάνου και ο γάμος είχε διαρκέσει επί ένα τουλάχιστον έτος, συντάξεως επιζώντων ίσης με το 60 % της συντάξεως αρχαιότητας την οποία ελάμβανε ο δικαιούχος κατά τον χρόνο του θανάτου του. Το ελάχιστο της συντάξεως επιζώντων είναι το 35 % του τελευταίου βασικού μισθού. Εντούτοις, το ποσό της συντάξεως επιζώντων δεν δύναται, σε καμία περίπτωση, να υπερβαίνει το ποσό της συντάξεως αρχαιότητας την οποία ελάμβανε ο δικαιούχος κατά τον χρόνο του θανάτου.

Η διάρκεια του γάμου δεν λαμβάνεται υπόψη, αν ένα ή περισσότερα τέκνα προέρχονται από γάμο του υπαλλήλου που είχε συναφθεί πριν από την αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία, εφόσον ο επιζών σύζυγος επιμελείται ή έχει επιμεληθεί αυτών των τέκνων.

▼M23

Άρθρο 18α

►M112  Ο επιζών σύζυγος ◄ πρώην υπαλλήλου που έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντά του πριν από την ηλικία των ►M112  63 ◄ ετών, και ο οποίος έχει ζητήσει να αναβληθεί η χορήγηση συντάξεως αρχαιότητας μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα ο οποίος ακολουθεί το μήνα κατά τον οποίο συμπληρώνει το ►M112  63ο έτος ◄ της ηλικίας του, δικαιούται, με την επιφύλαξη των διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 22 και ►M112  εφόσον ο γάμος είχε τελεσθεί πριν από την αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία του οργάνου και είχε διαρκέσει επί ένα τουλάχιστον έτος ◄ , ►M112  συντάξεως επιζώντων ◄ ίσης με το 60 % της συντάξεως αρχαιότητας την οποία θα εδικαιούτο ►M112  ο/η σύζυγός της/του ◄ στην ηλικία των ►M112  63 ◄ ετών. Το ελάχιστο της ►M112  συντάξεως επιζώντων ◄ είναι 35 % του τελευταίου βασικού μισθού. Εντούτοις το ποσό της ►M112  συντάξεως επιζώντων ◄ δεν δύναται σε καμία περίπτωση να υπερβεί το ποσό της συντάξεως αρχαιότητος, της οποίας θα εδικαιούτο ο πρώην υπάλληλος στην ηλικία των ►M112  63 ◄ ετών.

Η πλήρωση της χρονικής προϋποθέσεως που προβλέπεται στην προηγούμενη πραράγραφο δεν απαιτείται αν ένα ή περισσότερα τέκνα προέρχονται από γάμο του ►M62  πρώην υπαλλήλου ◄ που είχε συναφθεί πριν από τη λήξη της δραστηριότητας του του συζύγου, εφ' όσον ►M112  ο επιζών σύζυγος ◄ επιμελείται ή έχει επιμεληθεί αυτών των τέκνων.

▼M112

Άρθρο 19

Ο επιζών σύζυγος πρώην υπαλλήλου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας, εφόσον ήταν σύζυγός του/της κατά την ημερομηνία ενάρξεως της καταβολής του επιδόματος, δικαιούται, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 22 του παρόντος Παραρτήματος, συντάξεως επιζώντων ίσης με το 60 % του επιδόματος αναπηρίας το οποίο ελάμβανε ο δικαιούχος κατά τον χρόνο του θανάτου.

Το ελάχιστο της συντάξεως επιζώντων ορίζεται στο 35 % του τελευταίου βασικού μισθού. Εντούτοις, το ποσό της συντάξεως επιζώντων δεν δύναται, σε καμία περίπτωση, να υπερβαίνει το ποσό του επιδόματος αναπηρίας το οποίο ελάμβανε ο δικαιούχος κατά τον χρόνο του θανάτου.

▼B

Άρθρο 20

Η πλήρωση της χρονικής προϋποθέσεως που προβλέπεται ►M62  στα άρθρα 17α, 18, 18α και 19 ◄ ανωτέρω δεν απαιτείται, αν ο γάμος, έστω και αν συνήφθη μετά τη λήξη της δραστηριότητας του υπαλλήλου, διήρκεσε τουλάχιστον πέντε έτη.

Άρθρο 21

1.  Η σύνταξη ορφανού που προβλέπεται στο άρθρο 80 ►M62  πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο ◄ του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως καθορίζεται, για το πρώτο ορφανό στα οκτώ δέκατα της συντάξεως επιζώντων που θα εδικαιούτο ►M112  ο επιζών σύζυγος ◄ του υπαλλήλου ►M62  ή πρώην υπαλλήλου ο οποίος δικαιούται ►M112  σύνταξη αρχαιότητας ή επίδομα αναπηρίας ◄  ◄ , χωρίς τις μειώσεις που προβλέπονται στο κατωτέρω άρθρο 25.

▼M23

Δεν δύναται να είναι κατώτερη από το ελάχιστο όριο διαβιώσεως με την επιφύλαξη των διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 22.

▼B

2.  Η σύνταξη που καθορίζεται έτσι προσαυξάνεται, για καθένα από τα συντηρούμενα τέκνα από του δευτέρου, με ποσό ίσο με το διπλάσιο του επιδόματος συντηρουμένων τέκνων.

▼M23

Το ορφανό δικαιούται σχολικού επιδόματος υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 3 του Παραρτήματος VIII.

▼B

3.  Το συνολικό ποσό της συντάξεως και των επιδομάτων που λαμβάνεται με αυτό τον τρόπο κατανέμεται κατά ίσα μέρη μεταξύ των ορφανών που έλκουν δικαίωμα.

Άρθρο 22

Σε περίπτωση συνυπάρξεως ►M112  επιζώντος συζύγου ◄ και ορφανών που προέρχονται από προηγούμενο γάμο ή άλλων που έλκουν δικαίωμα, η ολική σύνταξη, που υπολογίζεται σαν σύνταξη ►M112  επιζώντος συζύγου ◄ που συντηρεί αυτά τα πρόσωπα, κατανέμεται μεταξύ των ομάδων των ενδιαφερομένων ανάλογα με τις συντάξεις που θα απενέμοντο στις διαφορετικές ομάδες, αν ελαμβάνοντο χωριστά.

Σε περίπτωση συνυπάρξεως ορφανών από διαφορετικούς γάμους, η ολική σύνταξη που υπολογίζεται, ως αν όλα προήρχοντο από τον ίδιο γάμο, κατανέμεται μεταξύ των ομάδων των ενδιαφερομένων ανάλογα με τις συντάξεις που θα απενέμοντο στις διαφορετικές ομάδες, αν ελαμβάνοντο χωριστά.

Για τον υπολογισμό της κατανομής που προβλέπεται ανωτέρω, τα τέκνα που προέρχονται από προηγούμενο γάμο ενός των συζύγων και αναγνωρίζονται ως συντηρούμενα, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 2 του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, συμεπεριλαμβάνονται στην ομάδα των τέκνων που προέρχονται από το γάμο με τον υπάλληλο ►M62  ή πρώην υπάλληλο ο οποίος δικαιούται ►M112  σύνταξη αρχαιότητας ή επίδομα αναπηρίας ◄  ◄ .

Στην περίπτωση που προβλέπεται στη δεύτερη παράγραφο ανωτέρω, οι ανιόντες που αναγνωρίζονται ως συντηρούμενοι, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 2 του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, εξομοιώνονται με τα συντηρούμενα τέκνα και για τον υπολογισμό της κατανομής συμπεριλαμβάνονται στην ομάδα των κατιόντων.

▼M62 —————

▼B

Άρθρο 24

Το δικαίωμα συντάξεως επιζώντων γεννάται από την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί το θάνατο του υπαλλήλου ►M62  ή πρώην υπαλλήλου ο οποίος δικαιούται ►M112  σύνταξη αρχαιότητας ή επίδομα αναπηρίας ◄  ◄ . ►M23  Εν τούτοις όταν ο θάνατος του υπαλλήλου ή του δικαιούχου συντάξεως δικαιολογεί την πληρωμή που προβλέπεται στο άρθρο 70 του κανονισμού, το δικαίωμα αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του τετάρτου μήνα από το χρόνο του θανάτου. ◄

Το δικαίωμα συντάξεως επιζώντων λήγει στο τέλος του ημερολογιακού μήνα, κατά τον οποίο επήλθε ο θάνατος του δικαιούχου ή κατά τη διάρκεια του οποίου παύει αυτός να πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται για να απολαύει τέτοιας συντάξεως. ►M112  Ομοίως, το δικαίωμα συντάξεως ορφανού λήγει, εάν ο δικαιούχος παύσει να θεωρείται συντηρούμενο τέκνο κατά την έννοια του άρθρου 2 του Παραρτήματος VII. ◄

Άρθρο 25

Αν η διαφορά ηλικίας μεταξύ του αποβιώσαντος υπαλλήλου ►M62  ή πρώην υπαλλήλου ο οποίος δικαιούται ►M112  σύνταξη αρχαιότητας ή επίδομα αναπηρίας ◄  ◄ και της συζύγου του, αφαιρουμένου του διαστήματος του γάμου τους, είναι μεγαλύτερη από δέκα έτη, η σύνταξη επιζώντων που καθορίσθηκε σύμφωνα με τις προηγούμενες διατάξεις υφίσταται, κατά πλήρες έτος διαφοράς, μείωση που καθορίζεται σε:

 1 % για τα έτη που συμπεριλαμβάνονται μεταξύ του 10ου και του 20ού έτους,

 2 % για τα έτη από το 20ό ως το 25ο έτος αποκλειστικά,

 3 % για τα έτη από το 25ο ως το 30ό έτος αποκλειστικά,

 4 % για τα έτη από το 30ό ως το 35ο έτος αποκλειστικά,

 5 % για τα έτη από το 35ο έτος.

Άρθρο 26

►M112  Ο επιζών σύζυγος ◄ που τελεί εκ νέου γάμο παύει να δικαιούται της συντάξεως επιζώντων. Δικαιούται της άμεσου καταβολής ποσού σε κεφάλαιο ίσο με το διπλάσιο του ετησίου ποσού της συντάξεώς της επιζώντων, με την επιφύλαξη της μη εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 80 δεύτερη παράγραφος του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

▼M112

Άρθρο 27

Ο διαζευγμένος σύζυγος υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου δικαιούται συντάξεως επιζώντων κατά τα οριζόμενα στο παρόν κεφάλαιο, υπό την προϋπόθεση ότι μπορεί να αποδείξει ότι ο πρώην σύζυγος ήταν υποχρεωμένος, κατά τον χρόνο του θανάτου του, να του/της καταβάλλει διατροφή, δυνάμει δικαστικής απόφασης, ή λόγω ισχύοντος διακανονισμού μεταξύ αυτού/αυτής και του/της πρώην συζύγου, ο οποίος έχει επισήμως καταχωρηθεί.

Η σύνταξη επιζώντων δεν μπορεί, ωστόσο, να υπερβαίνει το ποσό της διατροφής που καταβάλλετο κατά τον χρόνο του θανάτου του πρώην συζύγου, το ύψος της δε αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 82 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Ο διαζευγμένος σύζυγος στερείται του δικαιώματός του, εάν είχε συνάψει νέο γάμο πριν από τον θάνατο του πρώην συζύγου. Εφαρμόζεται το άρθρο 26, εάν συνάψει νέο γάμο μετά τον θάνατο του πρώην συζύγου.

▼B

Άρθρο 28

▼M62

Σε περίπτωση που υπάρχουν ταυτόχρονα ►M112  περισσότεροι από ένας διαζευγμένοι σύζυγοι που δικαιούνται σύνταξης επιζώντων ή ένας ή περισσότεροι διαζευγμένοι σύζυγοι και ένας επιζών σύζυγος δικαιούμενος ◄ σύνταξης επιζώντων, η σύνταξη αυτή κατανέμεται ανάλογα με την αντίστοιχη διάρκεια των γάμων. Οι όροι του άρθρου 27 δεύτερο και τρίτο εδάφιο ισχύουν και στην περίπτωση αυτή.

▼B

Σε περίπτωση παραιτήσεως ή θανάτου ►M112  ενός των δικαιούχων, η μερίδα αυτού ◄ επαυξάνει τη μερίδα των άλλων, εκτός από μεταβίβαση του δικαιώματος της συντάξεως προς όφελος των ορφανών, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 80 δεύτερη παράγραφος του κανονισμού.

Οι μειώσεις για διαφορά ηλικίας που προβλέπονται στο άρθρο 25 ανωτέρω εφαρμόζονται χωριστά στις συντάξεις που συστάθηκαν σύμφωνα με την κατανομή που προβλέπεται στο παρόν άρθρο.

Άρθρο 29

Αν ►M112  ο διαζευγμένος σύζυγος εξέπεσε των δικαιωμάτων του ◄ επί της συντάξεως κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 42 κατωτέρω, η ολική σύνταξη χορηγείται ►M112  στον επιζώντα σύζυγο ◄ με την επιφύλαξη της μη εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 80 δεύτερη παράγραφος του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Προσωρινές συντάξεις

Άρθρο 30

Ο σύζυγος ή τα πρόσωπα που θεωρούνται ως συντηρούμενα από έναν ►M62  που ευρίσκεται σε υπηρεσιακή κατάσταση προβλεπόμενη από το άρθρο 35 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ◄ υπάλληλο που εξαφανίσθηκε από την οικία του, δύνανται να λάβουν, προσωρινά, σύνταξη επιζώντων που υπολογίζεται βάσει των σχετικών συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων επιζώντων που θα είχαν αποκτήσει από τις διατάξεις του παρόντος παραρτήματος, εφ' όσον έχει παρέλθει πλέον του ενός έτους από την ημέρα της εξαφανίσεως του εν λόγω υπαλλήλου.

Άρθρο 31

Ο σύζυγος ή τα πρόσωπα που θεωρούνται ως συντηρούμενα ►M62  από έναν πρώην υπάλληλο ◄ δικαιούχο συντάξεως αρχαιότητας ή ►M112  επιδόματος αναπηρίας ◄ δύνανται να επιτύχουν προσωρινά την εκκαθάριση δικαιώματος συντάξεως επιζώντων που θα είχαν αποκτήσει σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος παραρτήματος, εφ' όσον ο δικαιούχος έχει εξαφανισθεί από την οικία του πλέον του ενός έτους.

▼M62

Άρθρο 31α

Εφόσον έχει περάσει πάνω από ένας χρόνος από την ημέρα που είναι αγνώστου διαμονής ένας πρώην υπάλληλος, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 18α του παραρτήματος VIII, ή ένας πρώην υπάλληλος δικαιούχος αποζημίωσης είτε κατά το άρθρο 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ►M112  είτε σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1857/89 ( 2 ), τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1746/2002 ( 3 ), τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1747/2002 ( 4 ) ή τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1748/2002 ( 5 ) ◄ , ο σύζυγος ή τα πρόσωπα που θεωρούνται ως συντηρούμενα από τον πρώην υπάλληλο μπορούν να επιτύχουν προσωρινά την εκκαθάριση των δικαιωμάτων σύνταξης επιζώντων που θα είχαν βάσει των διατάξεων του παρόντος παραρτήματος.

▼B

Άρθρο 32

Οι διατάξεις του άρθρου 31 ανωτέρω εφαρμόζονται στα πρόσωπα που θεωρούνται ως συντηρούμενα από πρόσωπο που είναι δικαιούχος συντάξεως επιζώντων που κατέχει παρόμοια δικαιώματα και έχει εξαφανισθεί εκ της οικίας του πέραν του ενός έτους.

Άρθρο 33

Οι προσωρινές συντάξεις που προβλέπονται ανωτέρω στα άρθρα 30, 31 ►M62  , 31α ◄ και 32 μετατρέπονται σε οριστικές συντάξεις, όταν ο θάνατος του υπαλλήλου ή ►M62  του πρώην υπαλλήλου ◄ έχει πιστοποιηθεί επισήμως ή η εξαφάνιση εκηρύχθη με δικαστική απόφαση που αποτελεί δεδικασμένο.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Αύξηση συντάξεως συντηρουμένων τέκνων

Άρθρο 34

Οι διατάξεις του άρθρου 81 δεύτερη παράγραφος του κανονισμού εφαρμόζονται στους δικαιούχους προσωρινής συντάξεως.

▼M112

Τα άρθρα 80 και 81 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται επίσης στα τέκνα που γεννήθηκαν πριν από την παρέλευση 300 ημερών από τον θάνατο του υπαλλήλου ή του πρώην υπαλλήλου δικαιούχου συντάξεως αρχαιότητας ή επιδόματος αναπηρίας.

▼M23 —————

▼B

Άρθρο 35

▼M23

Η χορήγηση ►M112  συντάξεως αρχαιότητας ή επιζώντων ή επιδόματος αναπηρίας ◄ ή προσωρινής συντάξεως δεν παρέχει δικαίωμα για αποζημίωση αποδημίας.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7



Τμήμα 1

ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ

Άρθρο 36

Κάθε είσπραξη μισθού ►M112  ή επιδόματος αναπηρίας ◄ υπόκειται σε συνεισφορά υπέρ του συνταξιοδοτικού καθεστώτος που προβλέπεται στο άρθρα 77 και 84 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

Άρθρο 37

Ο εν ενεργεία υπάλληλος που έχει αποσπασθεί εξακολουθεί να καταβάλλει την εισφορά που προβλέπεται στο προηγούμενο άρθρο βάσει του μισθού που αντιστοιχεί στο κλιμάκιο και το βαθμό του. Το ίδιο ισχύει και για τον υπάλληλο που δικαιούται της αποζημιώσεως που προβλέπεται στην περίπτωση διαθεσιμότητας και απομακρύνσεως προς το συμφέρον της υπηρεσίας εντός του ορίου των πέντε ετών που προβλέπονται στο άρθρο 3 ανωτέρω ►M39  , καθώς και για τον υπάλληλο σε άδεια για προσωπικούς λόγους που συνεχίζει να αποκτά νέα δικαιώματα σύνταξης σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 40 παράγραφος 3 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης. ◄

Όλες οι παροχές που δικαιούται ο υπάλληλος ή οι έλκοντες εξ αυτού δικαίωμα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος συνταξιοδοτικού καθεστώτος υπολογίζονται βάσει αυτού του μισθού.

Άρθρο 38

Οι συνεισφορές που εισπράχθησαν κανονικά δεν δύνανται να αναζητηθούν. Αυτές που δεν εισπράχθησαν κανονικά δεν παρέχουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Επιστρέφονται ατόκως κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου ή των ελκόντων εξ αυτού δικαίωμα.

▼M112 —————

▼B



Τμήμα 2

ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

Άρθρο 40

►M23  Η εκκαθάριση της ►M112  συντάξεως αρχαιότητας, επιζώντων ή της προσωρινής συντάξεως ή του επιδόματος αναπηρίας ◄ εναπόκειται στην αρμοδιότητα του οργάνου στο οποίο υπαγόταν ο υπάλληλος κατά το χρόνο της λήξεως των καθηκόντων του. Η λεπτομερής ανάλυση της εκκαθαρίσεως αυτής κοινοποιείται στον υπάλληλο ή στους έλκοντες εξ αυτού δικαιώματα και στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία αναλαμβάνει την καταβολή των συντάξεων συγχρόνως με την απόφαση περί χορηγήσεως της εν λόγω συντάξεως. ◄ ►M112  Η σύνταξη αρχαιότητας ή το επίδομα αναπηρίας δεν δύναται να καταβάλλονται σωρευτικά με μισθό ο οποίος πληρώνεται από τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή από μία από τις Υπηρεσίες, ούτε με την αποζημίωση που προβλέπεται στα άρθρα 41 και 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Ομοίως, δεν συμβιβάζονται με οποιαδήποτε αμοιβή προκύπτει από ανάληψη καθηκόντων σε ένα από τα όργανα ή τις Υπηρεσίες. ◄

Άρθρο 41

Οι συντάξεις δύνανται να αναθεωρούνται κάθε στιγμή, στην περίπτωση σφάλματος ή παραλείψεως οποιασδήποτε φύσεως.

Δύνανται να τροποποιηθούν ή να διακοπούν αν η χορήγηση έγινε βάσει όρων οι οποίοι είναι αντίθετοι με τις διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως και του παρόντος παραρτήματος.

Άρθρο 42

Οι έλκοντες δικαίωμα εξ αποθανόντος υπαλλήλου ►M62  ή πρώην υπαλλήλου ο οποίος δικαιούται ►M112  σύνταξη αρχαιότητας ή επίδομα αναπηρίας ◄  ◄ , οι οποίοι δε ζήτησαν την εκκαθάριση των συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων ►M112  ή του επιδόματός τους ◄ εντός του επομένου από της ημερομηνίας του θανάτου του υπαλλήλου ►M62  ή πρώην υπαλλήλου ο οποίος δικαιούται ►M112  σύνταξη αρχαιότητας ή επίδομα αναπηρίας ◄  ◄ έτους, χάνουν τα δικαιώματά τους, εκτός της περιπτώσεως ανωτέρας βίας δεόντως αποδεικνυομένης.

Άρθρο 43

Ο ►M62  πρώην υπάλληλος ◄ και οι εξ αυτού έλκοντες δικαίωμα οι οποίοι δικαιούνται τις παροχές που προβλέπονται από το παρόν συνταξιοδοτικό καθεστώς υποχρεούνται να προσκομίσουν τις απαιτούμενες ενδεχομένως γραπτές αποδείξεις και να κοινοποιήσουν στο όργανο που προβλέπεται κατωτέρω στο άρθρο 45, δεύτερη παράγραφος, κάθε στοιχείο που είναι δυνατό να τροποποιήσει τα επί της παροχής δικαιώματά τους.

Άρθρο 44

Ο υπάλληλος που έχασε εν όλω ή εν μέρει το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα ►M112  προσωρινά ◄ , κατ' εφαρμογή των διατάξεων ►M112  του άρθρου 9 του Παραρτήματος IX ◄ , δικαιούται να απαιτήσει την επιστροφή των ποσών που κατέβαλε ως συνεισφορά στο σύστημα συνταξιοδοτήσεως κατ' αναλογία προς τη μείωση της συντάξεώς του.



Τμήμα 3

ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΠΑΡΟΧΩΝ

Άρθρο 45

Οι παροχές που προβλέπονται στο παρόν σύστημα συνταξιοδοτήσεως καταβάλλονται κατά μήνα και σε λήξασα διορία.

Η χορήγηση των παροχών αυτών εξασφαλίζεται ►M15  εξ ονόματος των Κοινοτήτων ◄ , επιμελεία του οργάνου που ορίζεται από τις αρμόδιες για τον προϋπολογισμό αρχές. Κανένα άλλο όργανο δεν δύναται με οποιαδήποτε ονομασία να προβεί σε πληρωμή, εκ των ιδίων του πόρων, οποιασδήποτε παροχής που ποοβλέπεται στο παρόν σύστημα συνταξιοδοτήσεως.

▼M112

Για τους συνταξιούχους που διαμένουν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι παροχές καταβάλλονται σε ευρώ σε τράπεζα του κράτους μέλους διαμονής.

Για τους συνταξιούχους που διαμένουν εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι συντάξεις καταβάλλονται σε ευρώ σε τράπεζα της χώρας διαμονής. Η σύνταξη μπορεί, κατ' εξαίρεση, να καταβάλλεται σε ευρώ σε τράπεζα της χώρας στην οποία έχει την έδρα του το όργανο, είτε σε συνάλλαγμα στη χώρα διαμονής του συνταξιούχου, με μετατροπή βάσει των πλέον πρόσφατων τιμών συναλλάγματος που χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται κατ' αναλογία στους δικαιούχους επιδόματος αναπηρίας.

▼M62 —————

▼B

Άρθρο 46

Όλα τα υπολειπόμενα ποσά που οφείλονται από τον υπάλληλο ►M62  ή πρώην υπάλληλο ο οποίος δικαιούται ►M112  σύνταξη αρχαιότητας ή επίδομα αναπηρίας ◄  ◄ ►M15  στις Κοινότητες ◄ , κατά την ημερομηνία που ο υπάλληλος δικαιούται μιας από τις παροχές που προβλέπονται στο παρόν συνταξιοδοτικό καθεστώς αφαιρούνται από το ποσό των παροχών του ή των παροχών που περιέρχονται στους εξ αυτού έλκοντας δικαίωμα. Η καταβολή αυτή δύναται να κλιμακωθεί σε περισσότερους του ενός μήνες.

▼M62 —————

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Μεταβατικές διατάξεις

Άρθρο 48

Ο υπάλληλος που υπάγεται στον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως κατ' εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων απολαύει του δικαιώματος συνταξιοδοτήσεως από την ημέρα της ασφαλίσεώς του στο κοινό προσωρινό καθεστώς πρόνοιας των οργάνων των Κοινοτήτων.

Παρά τις αντίθετες διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, ο υπάλληλος δικαιούται, κατόπιν αιτήσεώς του, του δικαιώματος συντάξεως από την ημέρα αναλήψεως υπηρεσίας υπό οποιαδήποτε μορφή, σε ένα από τα όργανα των τριών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Στην περίπτωση που δεν είχε προβεί σε καταβολές υπέρ του καθεστώτος προνοίας κατά τη διάρκεια μέρους ή ολοκλήρου της προηγούμενης περιόδου υπηρεσίας του, γίνεται δεκτή η εξαγορά διά τμηματικών πληρωμών των δικαιωμάτων, για τα οποία δεν κατέβαλε εισφορά. Το ποσό των εισφορών που καταβάλλονται από τον υπάλληλο και οι αντίστοιχες εισφορές που καταβάλλονται από το όργανο θεωρείται ως υφιστάμενο για λογαριασμό του υπαλλήλου στο προσωρινό καθεστώς προνοίας κατά την ημερομηνία που αρχίζει να ισχύει ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως.

Άρθρο 49

Αν ο υπάλληλος έκανε χρήση της ευχερείας που του παρεσχέθη να προβεί σε ανάληψη από το λογαριασμό του στο προσωρινό καθεστώς προνοίας των οργάνων των Κοινοτήτων των ποσών, τα οποία υπεχρεούτο να καταβάλει στη χώρα καταγωγής, για να διατηρήσει τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα, τα δικαιώματα της συντάξεως, για την περίοδο υπαγωγής του στο προσωρινό καθεστώς προνοίας, μειώνονται ανάλογα με τα ποσά των αναλήψεών του.

Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζεται επί του υπαλλήλου, ο οποίος, εντός των τριών μηνών από της υπαγωγής του στον κανονισμό εζήτησε να προβεί σε αντικαταβολή των ποσών αυτών, προσαυξανόμενα κατά το ποσό των τόκων προς 3,5 % κατ' έτος ετησίως.

Άρθρο 50

Ο υπάλληλος που υπάγεται στον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως δυνάμει των μεταβατικών διατάξεων δύναται, αν τα καθήκοντά του λήγουν στην ηλικία των 65 ετών, χωρίς, εν τούτοις, να έχει συμπληρώσει τα δέκα έτη υπηρεσίας που προβλέπονται στο άρθρο 77 πρώτη παράγραφος του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, να επιλέξει μεταξύ του δικαιώματος επιδόματος που υπολογίζεται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 12 ανωτέρω ή συντάξεως που υπολογίζεται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 77 δεύτερη παράγραφος του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

Άρθρο 51

Οι διατάξεις του παρόντος συστήματος συνταξιοδοτήσεως εφαρμόζονται στις χήρες και τους έλκοντες δικαίωμα εκ των αποβιωσάντων εν ενεργεία υπαλλήλων πριν από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως και στους υπαλλήλους που προσεβλήθησαν, πριν από την θέση σε ισχύ του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, από διαρκή αναπηρία που κρίνεται ως ολική, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 78 του κανονισμού, με την επιφύλαξη της καταβολής ►M15  στις Κοινότητες ◄ , ποσών που περιλαμβάνονται στο λογαριασμό του ενδιαφερομένου, ο οποίος ανοίγεται βάσει του κοινού προσωρινού καθεστώτος προνοίας των οργάνων των Κοινοτήτων. ►M15  Οι Κοινότητες αναλαμβάνουν ◄ την καταβολή των παροχών που προβλέπονται σε αυτό το συνταξιοδοτικό καθεστώς.

▼M112




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX

Πειθαρχική διαδικασία

Τμήμα 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 1

1.  Όταν μια έρευνα της OLAF αποκαλύπτει το ενδεχόμενο προσωπικής εμπλοκής υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου ενός οργάνου, ο υπάλληλος αυτός ενημερώνεται ταχέως, εφόσον αυτό δεν βλάπτει την έρευνα. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούν να συντάσσονται πορίσματα αναφερόμενα ονομαστικά σε υπάλληλο κατά την περάτωση της έρευνας, χωρίς να έχει δοθεί η δυνατότητα στον εν λόγω υπάλληλο να διατυπώσει παρατηρήσεις για τα γεγονότα που τον αφορούν. Τα πορίσματα κάνουν μνεία των εν λόγω παρατηρήσεων.

2.  Στις περιπτώσεις που απαιτούν την απόλυτη τήρηση του απορρήτου για τους σκοπούς της έρευνας και συνεπάγονται προσφυγή σε ανακριτικές διαδικασίες που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής, η εκτέλεση της υποχρέωσης να καλείται ο υπάλληλος να διατυπώσει παρατηρήσεις, μπορεί να αναβληθεί, σε συμφωνία με την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να κινείται η πειθαρχική διαδικασία, πριν να δοθεί στον υπάλληλο η δυνατότητα να διατυπώσει παρατηρήσεις.

3.  Εάν, κατόπιν έρευνας της OLAF, δεν μπορεί να στηριχθεί καμία κατηγορία κατά υπαλλήλου εις βάρος του οποίου προβλήθηκαν ισχυρισμοί, η έρευνα που τον αφορά περατούται, χωρίς να αναληφθεί περαιτέρω δράση με απόφαση του διευθυντή της OLAF, ο οποίος ενημερώνει τον υπάλληλο και το οικείο όργανο γραπτώς. Ο υπάλληλος μπορεί να ζητήσει να συμπεριληφθεί η απόφαση αυτή στον ατομικό του φάκελο.

Άρθρο 2

1.  Οι κανόνες που ορίζονται στο άρθρο 1 του παρόντος Παραρτήματος εφαρμόζονται, με τις απαραίτητες τροποποιήσεις, και σε άλλες διοικητικές έρευνες που διενεργούνται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

2.  Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο κατά το πέρας της έρευνας και του γνωστοποιεί τα πορίσματα της αναφοράς που συντάχθηκε για την έρευνα και, κατόπιν αιτήσεώς του και με την επιφύλαξη της προστασίας των νομίμων συμφερόντων τρίτων, όλα τα έγγραφα που έχουν άμεση σχέση με τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν εις βάρος του.

3.  Τα όργανα θεσπίζουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 3

1.  Με βάση την αναφορά που συντάχθηκε για την έρευνα, αφού κοινοποιηθούν στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο όλα τα στοιχεία του φακέλου και μετά από ακρόαση του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί:

α) να αποφασίζει ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή καμία κατηγορία κατά του υπαλλήλου· τότε, ο τελευταίος ενημερώνεται σχετικά γραπτώς· ή

β) να αποφασίζει ότι, ακόμη και αν υπάρχει ή φαίνεται να υπάρχει παράβαση συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις, δεν πρέπει να ληφθούν πειθαρχικά μέτρα και, ενδεχομένως, να απευθύνει στον υπάλληλο προειδοποίηση· ή

γ) σε περίπτωση παράβασης συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις, κατά την έννοια του άρθρου 86 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης:

i) να αποφασίζει να κινήσει την πειθαρχική διαδικασία που προβλέπεται στο τμήμα 4 του παρόντος Παραρτήματος, ή

ii) να αποφασίζει να κινήσει πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου.

Άρθρο 4

Εάν ο υπάλληλος δεν μπορεί να ακουσθεί για αντικειμενικούς λόγους δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Παραρτήματος, μπορεί να ζητήσει να διατυπώσει παρατηρήσεις γραπτώς ή μπορεί να εκπροσωπηθεί από πρόσωπο της επιλογής του.



Τμήμα 2

Πειθαρχικό συμβούλιο

Άρθρο 5

1.  Σε κάθε όργανο συνιστάται πειθαρχικό συμβούλιο, στο εξής καλούμενο «το συμβούλιο». Το συμβούλιο περιλαμβάνει ένα τουλάχιστον μέλος, το οποίο μπορεί να είναι ο πρόεδρος, επιλεγόμενο εκτός του οργάνου.

2.  Το συμβούλιο απαρτίζεται από τον πρόεδρο και από τέσσερα τακτικά μέλη, τα οποία μπορούν να αντικαθίστανται από αναπληρωτές· για τις περιπτώσεις όπου ενέχεται υπάλληλος βαθμού μέχρι AD 13, το συμβούλιο περιλαμβάνει δύο συμπληρωματικά μέλη που ανήκουν στην ίδια ομάδα καθηκόντων και στον ίδιο βαθμό με τον υπάλληλο που υποβάλλεται στην πειθαρχική διαδικασία.

3.  Τα μέλη του συμβουλίου και οι αναπληρωτές τους διορίζονται μεταξύ των εν ενεργεία υπαλλήλων με βαθμό τουλάχιστον AD 14 για όλες τις περιπτώσεις, εκτός από εκείνες που αφορούν υπαλλήλους βαθμού AD 16 ή AD 15.

4.  Τα μέλη του συμβουλίου και οι αναπληρωτές τους διορίζονται μεταξύ των εν ενεργεία υπαλλήλων με βαθμό AD 16 για τις περιπτώσεις που αφορούν υπαλλήλους βαθμού AD 16 ή AD 15.

5.  Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και η επιτροπή προσωπικού συμφωνούν για την εφαρμογή ειδικής προς τούτο διαδικασίας για τον διορισμό των δύο συμπληρωματικών μελών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και που πρέπει να μετέχουν στη σύνθεση στις περιπτώσεις όπου ενέχεται υπάλληλος τοποθετημένος σε τρίτη χώρα.

Άρθρο 6

1.  Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και η επιτροπή προσωπικού διορίζουν η κάθε μία, ταυτόχρονα, δύο τακτικά μέλη και δύο αναπληρωματικά.

2.  Ο πρόεδρος και ο αναπληρωτής του διορίζονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

3.  Ο πρόεδρος, τα μέλη και οι αναπληρωτές διορίζονται για περίοδο τριών ετών. Εντούτοις, τα όργανα μπορούν να προβλέπουν, για τα μέλη και τους αναπληρωτές τους, μικρότερη διάρκεια θητείας, τουλάχιστον όμως ενός έτους.

4.  Τα δύο μέλη του διευρυμένου συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2 του παρόντος Παραρτήματος, διορίζονται με τον ακόλουθο τρόπο:

α) η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή συντάσσει κατάλογο που περιλαμβάνει, στο μέτρο του δυνατού, τα ονόματα δύο υπαλλήλων κάθε βαθμού από κάθε ομάδα καθηκόντων. Ταυτόχρονα, η επιτροπή προσωπικού διαβιβάζει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κατάλογο που συντάσσει με τον ίδιο τρόπο·

β) εντός δέκα ημερών από την κοινοποίηση της αναφοράς επί της οποίας βασίζεται η απόφαση κίνησης της πειθαρχικής διαδικασίας ή της διαδικασίας που αναφέρεται στο άρθρο 22 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου, παρουσία του ενδιαφερομένου, προχωρεί σε κλήρωση δύο μελών του συμβουλίου από τους ανωτέρω καταλόγους, και συγκεκριμένα ένα μέλος από κάθε κατάλογο. Ο πρόεδρος μπορεί να αποφασίζει να τον αντικαταστήσει ο γραμματέας στη διαδικασία αυτή. Ο πρόεδρος κοινοποιεί στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο και σε κάθε ένα από τα μέλη την πλήρη σύνθεση του συμβουλίου.

5.  Εντός πέντε ημερών από τη συγκρότηση του συμβουλίου, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος δικαιούται μία φορά να ζητήσει την εξαίρεση ενός από τα μέλη του συμβουλίου. Το όργανο επίσης δικαιούται να ζητήσει την εξαίρεση ενός από τα μέλη του συμβουλίου.

Εντός της ίδιας προθεσμίας, τα μέλη του συμβουλίου μπορούν να προβάλλουν νόμιμους λόγους αυτοεξαίρεσής τους και πρέπει να απέχουν, εάν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων.

Ο πρόεδρος του συμβουλίου προβαίνει, εάν χρειασθεί, σε νέα κλήρωση για την αντικατάσταση των μελών που διορίσθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 4.

Άρθρο 7

Το συμβούλιο επικουρείται από ένα γραμματέα, ο οποίος διορίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

Άρθρο 8

1.  Ο πρόεδρος και τα μέλη του συμβουλίου απολαύουν απόλυτης ανεξαρτησίας κατά την εκπλήρωση της αποστολής τους.

2.  Οι διασκέψεις και οι εργασίες του συμβουλίου είναι απόρρητες.



Τμήμα 3

Πειθαρχικά μέτρα

Άρθρο 9

1.  Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να επιβάλει μια από τις ακόλουθες κυρώσεις:

α) έγγραφη προειδοποίηση,

β) επίπληξη,

γ) αναστολή της προαγωγής κατά κλιμάκιο για διάστημα μεταξύ ενός μηνός και είκοσι τριών μηνών,

δ) τοποθέτηση σε κατώτερο κλιμάκιο,

ε) προσωρινό υποβιβασμό για περίοδο μεταξύ 15 ημερών και ενός έτους,

στ) υποβιβασμό στο εσωτερικό της ίδιας ομάδας καθηκόντων,

ζ) κατάταξη σε κατώτερη ομάδα καθηκόντων, με ή χωρίς υποβιβασμό,

η) παύση με ενδεχόμενη μείωση κατά το ανάλογο χρονικό διάστημα της σύνταξης ή με παρακράτηση, για συγκεκριμένο διάστημα, από το ποσό του επιδόματος αναπηρίας, χωρίς όμως οι συνέπειες του μέτρου αυτού να θίγουν τους έλκοντες δικαιώματα από τον υπάλληλο. Ωστόσο, στην περίπτωση τέτοιας παρακράτησης, το εισόδημα του εν λόγω πρώην υπαλλήλου δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 6 του Παραρτήματος VIII, προσαυξημένο, ενδεχομένως, με τα καταβλητέα οικογενειακά επιδόματα.

2.  Στην περίπτωση υπαλλήλου που λαμβάνει σύνταξη αρχαιότητας ή επίδομα αναπηρίας, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίζει, για ορισμένο χρονικό διάστημα, παρακράτηση από το ποσό της σύνταξής του ή από το επίδομα αναπηρίας, χωρίς όμως οι συνέπειες του μέτρου αυτού να θίγουν τους έλκοντες δικαιώματα από τον υπάλληλο. Το εισόδημα του εν λόγω υπαλλήλου, εντούτοις, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 6 του Παραρτήματος VIII, προσαυξημένο ενδεχομένως με τα καταβλητέα οικογενειακά επιδόματα.

3.  Για το ίδιο παράπτωμα μπορεί να επιβάλλεται μόνο μία πειθαρχική κύρωση.

Άρθρο 10

Η αυστηρότητα της επιβαλλόμενης πειθαρχικής κύρωσης πρέπει να είναι ανάλογη προς τη βαρύτητα του παραπτώματος. Για τον καθορισμό της βαρύτητας του παραπτώματος και τη λήψη απόφασης για την πειθαρχική κύρωση που πρέπει να επιβληθεί, λαμβάνονται υπόψη, ιδίως, τα εξής:

α) η φύση του παραπτώματος και οι περιστάσεις υπό τις οποίες έχει διαπραχθεί,

β) ο βαθμός στον οποίο το παράπτωμα επηρέασε αρνητικά την ακεραιότητα, τη φήμη ή τα συμφέροντα των οργάνων,

γ) ο βαθμός πρόθεσης ή αμέλειας στο παράπτωμα,

δ) τα κίνητρα που οδήγησαν τον υπάλληλο να διαπράξει το παράπτωμα,

ε) ο βαθμός και η αρχαιότητα του υπαλλήλου,

στ) ο βαθμός προσωπικής ευθύνης του υπαλλήλου,

ζ) το επίπεδο των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων του υπαλλήλου,

η) το στοιχείο της υποτροπής στην πράξη ή την επιλήψιμη συμπεριφορά,

θ) η συμπεριφορά του υπαλλήλου σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του.



Τμήμα 4

Πειθαρχική διαδικασία χωρίς προσφυγή στο πειθαρχικό συμβούλιο

Άρθρο 11

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίζει να επιβάλει την ποινή της έγγραφης προειδοποίησης ή της επίπληξης χωρίς να συμβουλευθεί το συμβούλιο. Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος ακούεται πριν να αναλάβει δράση η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.



Τμήμα 5

Πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου

Άρθρο 12

1.  Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή υποβάλει αναφορά στο συμβούλιο, στην οποία πρέπει να σημειώνονται με σαφήνεια τα προσαπτόμενα και, εφόσον συντρέχει λόγος, οι περιστάσεις υπό τις οποίες έχουν συντελεσθεί, συμπεριλαμβανομένων όλων των επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων.

2.  Η αναφορά διαβιβάζεται στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο και στον πρόεδρο του συμβουλίου, ο οποίος την γνωστοποιεί στα μέλη του συμβουλίου.

Άρθρο 13

1.  Από την παραλαβή της αναφοράς αυτής, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος δικαιούται να λάβει πλήρη γνώση του ατομικού του φακέλου, καθώς και να λαμβάνει αντίγραφα όλων των εγγράφων της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων των ελαφρυντικών.

2.  Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος διαθέτει προθεσμία δεκαπέντε ημερών τουλάχιστον από την ημερομηνία παραλαβής της αναφοράς, με την οποία κινείται η πειθαρχική διαδικασία, για να προετοιμάσει την υπεράσπισή του.

3.  Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος μπορεί να βοηθείται από πρόσωπο της εκλογής του.

Άρθρο 14

Εάν, παρουσία του προέδρου του συμβουλίου, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος αναγνωρίσει ότι υπάρχει παράπτωμα εκ μέρους του και αποδεχθεί άνευ επιφυλάξεων την αναφορά που αναφέρεται στο άρθρο 12 του παρόντος Παραρτήματος, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποσύρει την υπόθεση από το συμβούλιο, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας μεταξύ της φύσεως του παραπτώματος και της προβλεπόμενης κύρωσης. Όταν η υπόθεση αποσύρεται από το συμβούλιο, ο πρόεδρος διατυπώνει γνώμη σχετικά με την προβλεπόμενη κύρωση.

Σύμφωνα με τη διαδικασία αυτή, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να επιβάλει, κατά παρέκκλιση του άρθρου 11 του παρόντος Παραρτήματος, μία από τις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχεία α) έως και δ) του παρόντος Παραρτήματος.

Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος ενημερώνεται πριν να αναγνωρίσει το παράπτωμά του για τις πιθανές συνέπειες της αναγνώρισης αυτής.

Άρθρο 15

Πριν από την πρώτη συνεδρίαση του συμβουλίου, ο πρόεδρος αναθέτει σε ένα από τα μέλη του να εκπονήσει αναφορά για το σύνολο της υπόθεσης και ενημερώνει σχετικά τα λοιπά μέλη του συμβουλίου.

Άρθρο 16

1.  Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος ακούεται από το συμβούλιο· στην ακρόαση, μπορεί να αναπτύξει έγγραφες ή προφορικές παρατηρήσεις, αυτοπροσώπως ή μέσω αντιπροσώπου. Μπορεί να καλεί μάρτυρες.

2.  Το όργανο εκπροσωπείται ενώπιον του συμβουλίου από υπάλληλο ειδικά εξουσιοδοτημένο από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, ο οποίος διαθέτει τα ίδια δικαιώματα με τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο.

3.  Το συμβούλιο μπορεί να ακούει τους υπαλλήλους της OLAF που διενήργησαν έρευνα, στις περιπτώσεις που η έρευνα άρχισε από την OLAF.

Άρθρο 17

1.  Εάν το συμβούλιο κρίνει ότι δεν έχει διαφωτισθεί επαρκώς για τα προσαπτόμενα ή για τις περιστάσεις υπό τις οποίες διεπράχθησαν, διατάσσει έρευνα κατ' αντιπαράσταση.

2.  Ο πρόεδρος ή ένα μέλος του συμβουλίου διεξάγει την έρευνα για λογαριασμό του συμβουλίου. Για τους σκοπούς της έρευνας, το συμβούλιο μπορεί να ζητεί τη διαβίβαση οποιουδήποτε εγγράφου έχει σχέση με την υπόθεση που του έχει υποβληθεί. Το όργανο απαντά σε κάθε αίτηση του είδους αυτού εντός της προθεσμίας την οποία, ενδεχομένως, έχει τάξει το συμβούλιο. Εάν η αίτηση αυτή απευθύνεται στον υπάλληλο, λαμβάνεται υπόψη κάθε άρνησή του να συμμορφωθεί.

Άρθρο 18

Αφού εξετάσει τα έγγραφα που προσκομίζονται ενώπιόν του και λαμβάνοντας υπόψη τις ενδεχόμενες, γραπτές ή προφορικές, δηλώσεις, καθώς και τα πορίσματα της έρευνας η οποία διεξήχθη, το συμβούλιο εκδίδει, κατά πλειοψηφία, αιτιολογημένη γνώμη ως προς την πραγματική τέλεση των προσαπτομένων πράξεων και, ως προς τις κυρώσεις που κρίνει ότι πρέπει να επισύρουν οι πράξεις αυτές για τον υπάλληλο. Την εν λόγω γνώμη υπογράφουν όλα τα μέλη του συμβουλίου. Κάθε μέλος του συμβουλίου μπορεί να επισυνάψει στη γνώμη τη διαφορετική άποψή του. Το συμβούλιο διαβιβάζει τη γνώμη στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία λήψης της αναφοράς της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, εφόσον η προθεσμία αυτή αρκεί σε σχέση με την πολυπλοκότητα του φακέλου. Όταν έχει διενεργηθεί έρευνα με πρωτοβουλία του συμβουλίου, η προθεσμία είναι τέσσερις μήνες, εφόσον αρκεί σε σχέση με την πολυπλοκότητα του φακέλου.

Άρθρο 19

1.  Ο πρόεδρος του συμβουλίου δεν ψηφίζει, εκτός εάν πρόκειται για διαδικαστικά ζητήματα ή σε περίπτωση ισοψηφίας.

2.  Ο πρόεδρος μεριμνά για την εκτέλεση των αποφάσεων που έχουν ληφθεί από το συμβούλιο και γνωστοποιεί, σε κάθε ένα από τα μέλη του, όλες τις πληροφορίες και τα έγγραφα που έχουν σχέση με την υπόθεση.

Άρθρο 20

Ο γραμματέας συντάσσει πρακτικά των συνεδριάσεων του πειθαρχικού συμβουλίου. Οι μάρτυρες υπογράφουν το πρακτικό των καταθέσεών τους.

Άρθρο 21

1.  Τα έξοδα που προκαλούνται κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας με πρωτοβουλία του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, ιδίως οι αμοιβές που καταβάλλονται σε πρόσωπο που έχει επιλέξει για να τον βοηθήσει ή για την υπεράσπισή του, βαρύνουν τον υπάλληλο στην περίπτωση που η πειθαρχική διαδικασία καταλήξει στην επιβολή μιας μια από ►C7  τις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9 του παρόντος παραρτήματος. ◄

2.  Εντούτοις, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίζει άλλως σε εξαιρετικές περιπτώσεις, στις οποίες η επιβάρυνση αυτή θα ήταν ανεπιεικής για τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο.

Άρθρο 22

1.  Μετά από ακρόαση του υπαλλήλου, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει απόφαση κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 9 και 10, του παρόντος Παραρτήματος, εντός δύο μηνών από τη λήψη της γνώμης του συμβουλίου. Η απόφαση πρέπει να αιτιολογείται.

2.  Εάν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή αποφασίσει να περατώσει την υπόθεση χωρίς να επιβάλλει πειθαρχική κύρωση, ενημερώνει αμελλητί τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο γραπτώς. Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος μπορεί να ζητήσει να συμπεριληφθεί η απόφαση αυτή στον ατομικό του φάκελο.



Τμήμα 6

Αναστολή

Άρθρο 23

1.  Σε περίπτωση βαρέος παραπτώματος που αποδίδεται στον υπάλληλο από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, είτε πρόκειται για παράβαση των επαγγελματικών υποχρεώσεών του είτε για παράβαση δικαίου, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί αμέσως να προβαίνει στην αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων του υπαλλήλου που κατηγορείται για το παράπτωμα αυτό για ορισμένο ή αόριστο διάστημα.

2.  Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει την απόφαση αυτή μετά από ακρόαση του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, πλην εξαιρετικών περιστάσεων.

Άρθρο 24

1.  Η απόφαση με την οποία απαγγέλλεται η αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων του υπαλλήλου καθορίζει εάν, κατά την περίοδο της αναστολής, ο ενδιαφερόμενος διατηρεί στο ακέραιο τις αποδοχές του ή εάν στις αποδοχές του επιβάλλεται παρακράτηση. Το ποσό που καταβάλλεται στον υπάλληλο δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να είναι κατώτερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 6 του Παραρτήματος VIII του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, προσαυξημένο, ενδεχομένως, με τα καταβλητέα οικογενειακά επιδόματα.

2.  Η κατάσταση του υπαλλήλου, του οποίου έχει ανασταλεί η άσκηση των καθηκόντων, πρέπει να ρυθμίζεται οριστικά εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η αναστολή των καθηκόντων του παράγει αποτελέσματα. Εάν δεν ληφθεί απόφαση εντός έξι μηνών, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος δικαιούται να λάβει εκ νέου στο ακέραιο τις αποδοχές του, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3.

3.  Η παρακράτηση μπορεί να διατηρείται και πέραν των έξι μηνών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, εάν ο υπάλληλος διώκεται ποινικά για τις ίδιες πράξεις και βρίσκεται κρατούμενος για λόγους σχετικούς με τις διώξεις αυτές. Στις περιπτώσεις αυτές, ο υπάλληλος λαμβάνει εκ νέου στο ακέραιο τις αποδοχές του μόνο αφού το αρμόδιο δικαστήριο απαγγείλει την άρση της κράτησής του.

4.  Τα παρακρατηθέντα, βάσει της παραγράφου 1, ποσά καταβάλλονται στον υπάλληλο, εάν η οριστική απόφαση δεν του επέβαλε αυστηρότερη πειθαρχική κύρωση από έγγραφη προειδοποίηση, επίπληξη ή αναστολή της προαγωγής κατά κλιμάκιο ή εάν δεν του επεβλήθη ουδόλως πειθαρχική κύρωση· στην τελευταία αυτή περίπτωση, η πληρωμή γίνεται εντόκως βάσει του ποσοστού που ορίζεται στο άρθρο 12 του Παραρτήματος XII.



Τμήμα 7

Παράλληλη ποινική δίωξη

Άρθρο 25

Εάν ο υπάλληλος διώκεται ποινικώς για τις ίδιες πράξεις, η οριστική απόφαση λαμβάνεται μόνον αφού η απόφαση που εκδόθηκε από το δικαστήριο καταστεί αμετάκλητη.



Τμήμα 8

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 26

Στις περιπτώσεις που η έρευνα έχει αρχίσει από την OLAF, οι αποφάσεις που αναφέρονται στα άρθρα 11, 14, 22 και 23 του παρόντος Παραρτήματος αποστέλλονται προς ενημέρωση στην OLAF.

Άρθρο 27

Ο υπάλληλος στον οποίο έχει επιβληθεί πειθαρχική κύρωση άλλη πλην της παύσεως μπορεί, μετά την πάροδο τριών ετών, εάν πρόκειται για έγγραφη προειδοποίηση ή για επίπληξη, ή μετά την πάροδο έξι ετών, εάν πρόκειται για άλλες κυρώσεις, να υποβάλει αίτηση με σκοπό να απαλειφθεί κάθε μνεία του εν λόγω μέτρου από τον ατομικό του φάκελο. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή αποφασίζει, εάν πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αυτή.

Άρθρο 28

Σε περίπτωση νέων πραγματικών στοιχείων στηριζόμενων από σχετικές αποδείξεις, μπορεί να κινείται και πάλι η πειθαρχική διαδικασία από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, με δική της πρωτοβουλία ή με αίτηση του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου.

Άρθρο 29

Εάν δεν γίνει δεκτή καμία κατηγορία κατά του υπαλλήλου κατ' εφαρμογή του άρθρου 1, παράγραφος 3 και του άρθρου 22, παράγραφος 2 του παρόντος Παραρτήματος, ο υπάλληλος έχει δικαίωμα, με αίτησή του, στην ανόρθωση της ζημίας που υπέστη μέσω της κατάλληλης δημοσιότητας της απόφασης της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής.

Άρθρο 30

Με την επιφύλαξη του άρθρου 2, παράγραφος 3, κάθε όργανο εκδίδει, μετά από διαβούλευση με την οικεία επιτροπή προσωπικού, τις λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος Παραρτήματος, εάν το κρίνει αναγκαίο.

▼M67




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X

Ειδικές και κατά παρέκκλιση διατάξεις που ισχύουν για τους υπαλλήλους οι οποίοι είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Το παρόν παράρτημα θεσπίζει τις ειδικές και κατά παρέκκλιση διατάξεις που ισχύουν για τους υπαλλήλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων οι οποίοι είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα.

Για την τοποθέτηση αυτή προσλαμβάνονται μόνο υπήκοοι των κρατών μελών των Κοινοτήτων. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν δικαιούται να κάνει χρήση της παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 28 στοιχείο α) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Οι γενικές εκτελεστικές διατάξεις θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 2

Με απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, η οποία λαμβάνεται με γνώμονα το συμφέρον της υπηρεσίας, γίνεται περιοδική μετάθεση των υπαλλήλων, ενδεχομένως ανεξάρτητα από την ύπαρξη κενής θέσης.

▼M112

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή προχωρεί στις εν λόγω μεταθέσεις ακολουθώντας ειδική διαδικασία, καλούμενη «διαδικασία κινητικότητας», της οποίας τις λεπτομέρειες καθορίζει η ίδια, μετά από διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού.

▼M67

Άρθρο 3

►M112  Στο πλαίσιο της διαδικασίας κινητικότητας, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίσει να τοποθετήσει προσωρινά μαζί με τη θέση του, υπάλληλο τοποθετημένο σε τρίτη χώρα, στην έδρα του οργάνου ή σε οποιοδήποτε άλλο τόπο υπηρεσίας στην Κοινότητα· η τοποθέτηση αυτή, της οποίας δεν προηγείται προκήρυξη κενής θέσης, δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τέσσερα έτη. ◄ Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 1 πρώτο εδάφιο, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίσει, βάσει των γενικών εκτελεστικών διατάξεων, ότι ο υπάλληλος εξακολουθεί, κατά τη διάρκεια αυτής της προσωρινής τοποθέτησης, να υπάγεται σε ορισμένες διατάξεις του παρόντος παραρτήματος, πλην των άρθρων 5, 10 και 12.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ

Άρθρο 4

Ο υπάλληλος οφείλει να ασκεί τα καθήκοντά του στον τόπο όπου τοποθετείται κατά την πρόσληψή του ή κατά τη μετάθεσή του που διενεργείται προς το συμφέρον της υπηρεσίας στα πλαίσια της διαδικασίας κινητικότητας.

▼M112

Άρθρο 5

1.  Όταν το όργανο παραχωρεί στον υπάλληλο κατοικία ανάλογη προς το επίπεδο των καθηκόντων του και προς το μέγεθος της οικογένειας που συντηρεί, ο υπάλληλος υποχρεούται να μείνει σ' αυτή.

2.  Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της παραγράφου 1 καθορίζονται, μετά από διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού, από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, η οποία αποφασίζει επίσης για την επίπλωση και τον λοιπό εξοπλισμό των κατοικιών, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν σε κάθε τόπο υπηρεσίας.

▼M67



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Άρθρο 6

Ο υπάλληλος δικαιούται, για κάθε ημερολογιακό έτος, ετήσια άδεια ►M112  τριών και μισής εργασίμων ημερών ◄ για κάθε μήνα υπηρεσίας.

Άρθρο 7

Κατά την ανάληψη και την παύση των καθηκόντων σε τρίτη χώρα, το κλάσμα του έτους δίνει δικαίωμα σε άδεια ►M112  τριών και μισής εργασίμων ημερών ◄ για κάθε πλήρη μήνα υπηρεσίας, το κλάσμα του μήνα σε άδεια ►M112  τριών και μισής εργασίμων ημερών ◄ εφόσον το κλάσμα αυτό είναι μεγαλύτερο από δεκαπέντε ημέρες, και σε άδεια ►M112  δύο εργασίμων ημερών ◄ , εφόσον είναι ίσο ή μικρότερο από δεκαπέντε ημέρες.

Εάν ο υπάλληλος, για λόγους που δεν ανάγονται στις ανάγκες της υπηρεσίας, δεν έχει εξαντλήσει την ετήσια άδειά του πριν από τη λήξη του τρέχοντος ημερολογιακού έτους, η μεταφερόμενη στο επόμενο έτος άδεια δεν μπορεί να υπερβαίνει τις ►M112  δεκατέσσερις εργάσιμες ημέρες ◄ .

Άρθρο 8

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να χορηγήσει σε υπάλληλο, με ειδική και αιτιολογημένη απόφαση, άδεια ανάπαυσης λόγω ιδιαιτέρων δυσχερών συνθηκών διαβίωσης στον τόπο υπηρεσίας. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή καθορίζει, για καθένα από τους τόπους αυτούς, την πόλη ή τις πόλεις όπου η άδεια αυτή μπορεί να ληφθεί.

Άρθρο 9

1.  Η ετήσια άδεια μπορεί να λαμβάνεται εφάπαξ ή τμηματικά, ανάλογα με τις προτιμήσεις του υπαλλήλου και λαμβανομένων υπόψη των αναγκών της υπηρεσίας, θα πρέπει ωστόσο να περιλαμβάνει τουλάχιστον μία φορά, ►M112  δεκατέσσερις εργάσιμες ημέρες ◄ .

2.  Η άδεια ανάπαυσης που προβλέπεται στο άρθρο 8 δεν υπερβαίνει τις δεκαπέντε ►M112  εργάσιμες ημέρες ◄ ανά έτος υπηρεσίας. ►M112  ————— ◄

Η διάρκεια της άδειας ανάπαυσης προσαυξάνεται με την οδοιπορική άδεια σύμφωνα με το άρθρο 7 του παραρτήματος V του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ



Τμήμα 1

ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ

Άρθρο 10

1.  Καθορίζεται αποζημίωση συνθηκών διαβίωσης, ανάλογα με τον τόπο υπηρεσίας του υπαλλήλου, σε ποσοστό του ποσού αναφοράς. Αυτό το ποσό αναφοράς συνίσταται στο άθροισμα του βασικού μισθού, του επιδόματος αποδημίας, του επιδόματος στέγης και του επιδόματος για τα συντηρούμενα τέκνα, αφού αφαιρεθούν οι υποχρεωτικές κρατήσεις που προβλέπονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης ή στους κανονισμούς που εκδίδονται για την εκτέλεση του.

Εφόσον ο υπάλληλος είναι τοποθετημένος σε χώρα όπου οι συνθήκες διαβίωσης μπορούν να θεωρηθούν αντίστοιχες με εκείνες που υπάρχουν συνήθως μέσα στην Κοινότητα, δεν καταβάλλεται καμία αποζημίωση τέτοιου είδους.

Για τους άλλους τόπους υπηρεσίας, η αποζημίωση συνθηκών διαβίωσης ορίζεται με τον ακόλουθο τρόπο.

Οι παράμετροι που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της αποζημίωσης συνθηκών διαβίωσης είναι οι εξής:

 υγειονομικές συνθήκες και συνθήκες νοσοκομειακής περίθαλψης,

 συνθήκες ασφάλειας,

 κλιματολογικές συνθήκες·

σε αυτές τις τρεις παραμέτρους εφαρμόζεται ο συντελεστής 1·

 βαθμός απομόνωσης,

 άλλες τοπικές συνθήκες,

σε αυτές τις δύο παραμέτρους εφαρμόζεται ο συντελεστής 0,5.

Κάθε παράμετρος λαμβάνει την ακόλουθη τιμή:

0 , εάν αντιπροσωπεύει κανονικές συνθήκες, όχι όμως ισοδύναμες με τις συνθήκες που επικρατούν συνήθως στην Κοινότητα,

2 , εφόσον αντιπροσωπεύει συνθήκες δύσκολες σε σχέση με τις συνθήκες που επικρατούν συνήθως στην Κοινότητα,

4 , εφόσον αντιπροσωπεύει συνθήκες πολύ δύσκολες σε σχέση με εκείνες που επικρατούν συνήθως στην Κοινότητα.

Η αποζημίωση καθορίζεται, σε ποσοστό του ποσού αναφοράς που προβλέπει το πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με την ακόλουθη κλίμακα:

 10 % εφόσον η τιμή αυτή ισούται με 0,

 15 % εφόσον η τιμή αυτή είναι ανώτερη από 0 αλλά κατώτερη ή ίση με 2,

 20 % εφόσον η τιμή αυτή είναι ανώτερη από 2 αλλά κατώτερη ή ίση με 5,

 25 % εφόσον η τιμή αυτή είναι ανώτερη από 5 αλλά κατώτερη ή ίση με ►M112  7, ◄

▼M112

 30 % εφόσον η τιμή αυτή είναι μεγαλύτερη από 7 αλλά κατώτερη ή ίση με 9,

▼M67

 35 % εφόσον η τιμή αυτή είναι ανώτερη από ►M112  9 αλλά κατώτερη ή ίση με 11 ◄ ,

▼M112

 40 %, εφόσον η τιμή αυτή είναι ανώτερη από 11.

▼M67

Η αποζημίωση συνθηκών διαβίωσης που ισχύει για κάθε τόπο υπηρεσίας αξιολογείται κάθε χρόνο και, ενδεχομένως, αναθεωρείται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, αφού ζητηθεί η γνώμη της Επιτροπής Προσωπικού.

▼M112

Στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, ο υπάλληλος που τοποθετήθηκε σε τόπο θεωρούμενο δύσκολο ή πολύ δύσκολο, για τον οποίο η αποζημίωση συνθηκών διαβίωσης είναι 30 %, 35 % ή 40 %, εάν δεχθεί μετάθεση σε τόπο για τον οποίο η αποζημίωση αυτή είναι 30 %, 35 % ή 40 %, εισπράττει επιπλέον της αποζημίωσης συνθηκών διαβίωσης που προβλέπεται για το νέο τόπο υπηρεσίας του, συμπληρωματική πριμοδότηση 5 % του ποσού αναφοράς που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

Η πριμοδότηση αυτή χορηγείται σωρευτικά με κάθε τοποθέτηση του υπαλλήλου σε τόπο υπηρεσίας θεωρούμενο δύσκολο ή πολύ δύσκολο, χωρίς ωστόσο το άθροισμα της αποζημίωσης συνθηκών διαβίωσης και της πριμοδότησης να μπορεί να υπερβαίνει το 45 % του ποσού αναφοράς που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

▼M67

2.  Όταν οι συνθήκες διαβίωσης στον τόπο υπηρεσίας θέτουν σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα του υπαλλήλου, με ειδική και αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, του καταβάλλεται προσωρινά μια συμπληρωματική αποζημίωση. Η αποζημίωση αυτή ορίζεται ως ποσοστό του ποσού αναφοράς του αναφερόμενου στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο:

 5 %, όταν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή συνιστά στους υπαλλήλους της να μην εγκαταστήσουν την οικογένεια τους στον εν λόγω τόπο υπηρεσίας,

 10 %, όταν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή αποφασίζει να μειώσει προσωρινά τον αριθμό των υπαλλήλων που εργάζονται στον εν λόγω τόπο υπηρεσίας.

Άρθρο 11

Οι αποδοχές καθώς και τα επιδόματα που αναφέρονται στο άρθρο 10, καταβάλλονται σε ►M94  ευρώ ◄ στο Βέλγιο, υπόκεινται δε στο διορθωτικό συντελεστή που εφαρμόζεται στις αποδοχές των υπαλλήλων των τοποθετημένων στο Βέλγιο.

Άρθρο 12

Μετά από αίτηση του υπαλλήλου, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίσει να καταβάλει τις αποδοχές, εν όλω ή εν μέρει, στο νόμισμα του τόπου υπηρεσίας. Στην περίπτωση αυτή, οι αποδοχές αναπροσαρμόζονται βάσει του διορθωτικού συντελεστή, του τόπου υπηρεσίας, μετατρέπονται δε βάσει της αντίστοιχης συναλλαγματικής ισοτιμίας.

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, δεόντως αιτιολογημένες, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να καταβάλει τις αποδοχές, εν όλω ή εν μέρει, σε άλλο νόμισμα και όχι στο νόμισμα του τόπου υπηρεσίας, σύμφωνα με τις κατάλληλες διαδικασίες με σκοπό να εξασφαλιστεί η διατήρηση της αγοραστικής δύναμης.

Άρθρο 13

Για να εξασφαλισθεί, στο μέτρο του δυνατού, ίση αγοραστική δύναμη για όλους τους υπαλλήλους, ανεξάρτητα από τον τόπο όπου υπηρετούν, το Συμβούλιο ορίζει ►M112  μία φορά το χρόνο ◄ τους διορθωτικούς συντελεστές που αναφέρονται στο άρθρο 12. Το Συμβούλιο αποφασίζει, βάσει πρότασης της Επιτροπής, με την ειδική πλειοψηφία που προβλέπεται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο πρώτη περίπτωση του άρθρου 148 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και του άρθρου 118 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, με γραπτή διαδικασία και εντός προθεσμίας ενός μηνός. Στην περίπτωση που κράτος μέλος ζητήσει επίσημη εξέταση της πρότασης της Επιτροπής, το Συμβούλιο αποφασίζει.εντός δύο μηνών.

Ωστόσο, όταν η διακύμανση του κόστους ζωής υπολογιζόμενη με το διορθωτικό συντελεστή και την αντίστοιχη τιμή συναλλάγματος είναι μεγαλύτερη από 5 % από τότε που έγινε η τελευταία αναπροσαρμογή για μια δεδομένη χώρα, η Επιτροπή λαμβάνει ενδιαμέσως μέτρα αναπροσαρμογής του εν λόγω συντελστή και πληροφορεί σχετικά το Συμβούλιο το συντομότερο δυνατό.

Άρθρο 14

Κάθε χρόνο, η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος παραρτήματος και ιδίως όσον αφορά τον καθορισμό του ποσοστού της αποζημίωσης συνθηκών διαβίωσης σύμφωνα με το άρθρο 10.

Άρθρο 15

Υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, χορηγείται στον υπάλληλο σχολικό επίδομα προς κάλυψη των πραγματικών σχολικών δαπανών· το επίδομα καταβάλλεται αφού προσκομισθούν τα σχετικά δικαιολογητικά. Εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, για τις οποίες αποφασίζει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, το επίδομα αυτό δεν μπορεί να υπερβεί ένα ανώτατο όριο που αντιστοιχεί στο τριπλάσιο του διπλάσιου ανώτατου ορίου του σχολικού επιδόματος.

Άρθρο 16

Η επιστροφή των εξόδων που οφείλονται στους υπαλλήλους, καταβάλλεται, μετά από αιτιολογημένη αίτηση του υπαλλήλου, ►M112  σε ευρώ, στο νόμισμα του τόπου υπηρεσίας ή στο νόμισμα της δαπάνης ◄ .

Οι αποζημιώσεις εγκατάστασης/επανεγκατάστασης μπορεί, κατ' επιλογή του υπαλλήλου, να καταβάλλονται είτε σε ►M94  ευρώ ◄ είτε στο νόμισμα του τόπου εγκατάστασης/επανεγκατάστασης· στην τελευταία αυτή περίπτωση, αναπροσαρμόζονται βάσει του διορθωτικού συντελεστή που καθορίζεται για τους τόπους αυτούς και μετατρέπονται σύμφωνα με την αντίστοιχη συναλλαγματική ισοτιμία.



Τμήμα 2

ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΞΟΔΩΝ

Άρθρο 17

Στον υπάλληλο ►M112  στον οποίο παραχωρείται κατοικία κατ' εφαρμογή των άρθρων 5 ή 23 του παρόντος Παραρτήματος ◄ και ο οποίος είναι υποχρεωμένος, για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησήτου, να αλλάξει κατοικία στον ίδιο τόπο υπηρεσίας, επιστρέφονται, μετά από ειδική και αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, αφού προσκομίσει τα σχετικά δικαιολογητικά και σύμφωνα με τις διατάξεις που προβλέπονται για τη μετακόμιση, οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε για τη μετακόμιση της οικοσκευής.

Στην περίπτωση αυτή ►M112  τα λοιπά έξοδα που προκλήθηκαν από την εν λόγω αλλαγή κατοικίας ◄ επιστρέφονται στον υπάλληλο, αφού προσκομίσει τα σχετικά δικαιολογητικά, και μέχρι ανωτάτου ορίου ίσου προς το ήμισυ της αποζημίωσης εγκατάστασης.

Άρθρο 18

Ο υπάλληλος ο οποίος στον τόπο της υπηρεσίας του διαμένει σε ξενοδοχείο, επειδή η κατοικία που προβλέπεται στο άρθρο 5 δεν του έχει ακόμα παραχωρηθεί ή δεν βρίσκεται πια στη διάθεσή του, ή επειδή δεν μπόρεσε να κατοικήσει σ' αυτή για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή του, εισπράττει για τον ίδιο και την οικογένειά του, αφού προσκομίσει τους λογαριασμούς του ξενοδοχείου, τα έξοδα του ξενοδοχείου, τα οποία έχουν προηγουμένως εγκριθεί από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

▼M112

Επιπλέον, χορηγείται στον υπάλληλο η ημερήσια αποζημίωση που προβλέπεται στο άρθρο 10 του Παραρτήματος VII, μειωμένη κατά 50 %, πλην περιπτώσεως ανωτέρας βίας, η οποία καθορίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

▼M67

Στην περίπτωση που δεν μπορεί να εξασφαλιστεί στέγη σε ξενοδοχείο, ο υπάλληλος, αφού προηγουμένως λάβει την έγκριση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, δικαιούται επιστροφής των πραγματικών εξόδων μίσθωσης προσωρινής κατοικίας.

▼M112

Άρθρο 19

Εφόσον οι μετακινήσεις για υπηρεσιακούς λόγους που συνδέονται ευθέως με την άσκηση των καθηκόντων του δεν εξασφαλίζονται από υπηρεσιακό όχημα στο οποίο διαθέτει πρόσβαση, ο υπάλληλος λαμβάνει για τη χρήση του προσωπικού του οχήματος, χιλιομετρική αποζημίωση, της οποίας το ποσό καθορίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

▼M67

Άρθρο 20

Ο υπάλληλος δικαιούται για τον ίδιο και, αν δικαιούται επιδόματος στέγης, για τον/την σύζυγό του και τα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα και τα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα που συγκατοικούν με αυτόν, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε κατά τις άδειες ανάπαυσης και τα οποία καλύπτουν το ταξίδι από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο της άδειας που έχει εγκριθεί.

Η επιστροφή των εν λόγω εξόδων πραγματοποιείται μετά από ειδική απόφαση και αφού προσκομισθούν τα αεροπορικά εισιτήρια, όποια και αν είναι η απόσταση, όταν δεν υπάρχει σιδηροδρομική σύνδεση ή είναι αδύνατη η χρησιμοποίησή της.

Άρθρο 21

▼M112

Οσάκις ο υπάλληλος είναι υποχρεωμένος να αλλάξει τόπο κατοικίας για να συμμορφωθεί προς το άρθρο 20 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, κατά την ανάληψη των καθηκόντων του ή σε περίπτωση μετάθεσης, το όργανο βαρύνεται, υπό τους όρους που καθορίζει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και ανάλογα με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να του εξασφαλισθεί στέγη στον τόπο υπηρεσίας:

α) με τη μετακόμιση όλης ή μέρους της οικοσκευής από τον τόπο όπου πράγματι βρίσκεται η εν λόγω οικοσκευή προς τον τόπο υπηρεσίας, καθώς και με τη μεταφορά των προσωπικών ειδών, σε περίπτωση που τίθεται στη διάθεσή του μη επιπλωμένη κατοικία·

▼C7

β) με τη μεταφορά των προσωπικών ειδών και τη φύλαξη της οικοσκευής και των προσωπικών ειδών, σε περίπτωση που τίθεται στη διάθεσή του επιπλωμένη κατοικία.

▼M67

Κατά την οριστική παύση των καθηκόντων ή σε περίπτωση θανάτου του υπαλλήλου, το θεσμικό όργανο βαρύνεται, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, με τα πραγματικά έξοδα που καταβλήθηκαν είτε για τη μετακόμιση της οικοσκευής από τον τόπο όπου αυτή πράγματι βρίσκεται προς τον τόπο καταγωγής, είτε για τη μεταφορά των προσωπικών αντικειμένων από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο καταγωγής, χωρίς να αποκλείονται αμοιβαία οι επιστροφές αυτές.

Αν ο αποβιώσας υπάλληλος είναι άγαμος, τα έξοδα αυτά επιστρέφονται στους έλκοντες δικαιώματα.

Άρθρο 22

Η αποζημίωση προσωρινής κατοικίας και τα έξοδα μεταφοράς των προσωπικών αντικειμένων του/της συζύγου και των συντηρούμενων προσώπων προκαταβάλλονται από το θεσμικό όργανο στο δόκιμο υπάλληλο.

Στην περίπτωση που αυτός δεν μονιμοποιηθεί στο τέλος της περιόδου δοκιμασίας, το θεσμικό όργανο μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να επιδιώξει την επιστροφή μέχρι του ημίσεος των εν λόγω ποσών βάσει διατάξεων οι οποίες καθορίζονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

Άρθρο 23

Όταν στον υπάλληλο δεν παρέχεται κατοικία από το θεσμικό όργανο, του καταβάλλεται το ποσό του ενοικίου με το οποίο επιβαρύνεται, με την προϋπόθεση ότι η κατοικία αυτή αντιστοιχεί στο επίπεδο ►M112  των καθηκόντων του ◄ και στη σύνθεση της οικογένειας που συντηρεί.



Τμήμα 3

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ

Άρθρο 24

Ο υπάλληλος, ο/η σύζυγός του, τα τέκνα του και τα άλλα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα καλύπτονται από συμπληρωματική ασφάλιση ασθένειας, η οποία καλύπτει τη διαφορά μεταξύ των πράγματι καταβληθέντων εξόδων και των παροχών του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που προβλέπεται στο άρθρο 72 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, αποκλειόμενης της εφαρμογής της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου.

Το ήμισυ του ασφάλιστρου που είναι αναγκαίο για την ασφάλιση αυτή, βαρύνει τον ασφαλισμένο, χωρίς εντούτοις το ήμισυ αυτό να μπορεί να υπερβεί το 0,6 % του βασικού μισθού· το υπόλοιπο του ασφάλιστρου βαρύνει το θεσμικό όργανο.

Ο υπάλληλος, ο/η σύζυγός του, τα τέκνα του και τα άλλα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα είναι ασφαλισμένα κατά του κινδύνου επείγοντος ή κατεπείγοντος επαναπατρισμού για λόγους υγείας και το ασφάλιστρο βαρύνει εξ ολοκλήρου το θεσμικό όργανο.

Άρθρο 25

Ο/η σύζυγος, τα τέκνα και τα άλλα συντηρούμενα από τον υπάλληλο πρόσωπα καλύπτονται από ασφάλιση κατά των ατυχημάτων τα οποία μπορεί να συμβούν εκτός Κοινότητας, στις χώρες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο τον οποίο καταρτίζει για το σκοπό αυτό η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

Το σχετικό αναγκαίο ασφάλιστρο βαρύνει τον υπάλληλο και το θεσμικό όργανο εξ ημίσεος.

▼M112 —————

▼M112




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XI

Κανόνες εφαρμογής των άρθρων 64 και 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΕΤΗΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΤΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 65, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ



Τμήμα 1

Στοιχεία των ετήσιων προσαρμογών

Άρθρο 1

1.  Έκθεση της Στατιστικής Υπηρεσίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Eurostat)

Για την εξέταση που προβλέπεται στο άρθρο 65, παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η Eurostat εκπονεί κάθε χρόνο, πριν από το τέλος Οκτωβρίου, έκθεση που αναφέρεται στην εξέλιξη του κόστους ζωής στις Βρυξέλλες, στις οικονομικές ισοτιμίες μεταξύ Βρυξελλών και ορισμένων τόπων υπηρεσίας εντός των κρατών μελών και στην εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων.

2.  Εξέλιξη του κόστους ζωής για τις Βρυξέλλες (διεθνής δείκτης Βρυξελλών)

Βάσει στοιχείων που παρέχουν οι βελγικές αρχές, η Eurostat καθορίζει ένα δείκτη που επιτρέπει να μετρηθεί η εξέλιξη του κόστους ζωής με το οποίο επιβαρύνονται οι υπάλληλοι των Κοινοτήτων που υπηρετούν στις Βρυξέλλες. Ο δείκτης αυτός (καλούμενος «διεθνής δείκτης Βρυξελλών») λαμβάνει υπόψη την εξέλιξη που διαπιστώθηκε μεταξύ Ιουνίου του προηγούμενου έτους και Ιουνίου του τρέχοντος έτους και βασίζεται στη στατιστική μέθοδο που ορίζεται από την ομάδα εργασίας του άρθρου 64 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης η οποία αναφέρεται στο άρθρο 13.

3.  Εξέλιξη του κόστους ζωής εκτός Βρυξελλών (οικονομικές ισοτιμίες και τεκμαρτοί δείκτες)

α) Η Eurostat υπολογίζει, σε συμφωνία με τις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες ή τις λοιπές αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, τις οικονομικές ισοτιμίες, οι οποίες καθορίζουν την αντιστοιχία αγοραστικής δύναμης:

i) των αποδοχών που καταβάλλονται στους υπαλλήλους των Κοινοτήτων οι οποίοι υπηρετούν στις πρωτεύουσες των κρατών μελών, με εξαίρεση τις Κάτω Χώρες, όπου χρησιμοποιείται ο δείκτης της Χάγης αντί του δείκτη του Άμστερνταμ και σε ορισμένους άλλους τόπους υπηρεσίας, σε σχέση με τις Βρυξέλλες,

ii) των συντάξεων των υπαλλήλων που καταβάλλονται στα κράτη μέλη, σε σχέση με το Βέλγιο.

β) Οι οικονομικές ισοτιμίες αναφέρονται στον μήνα Ιούνιο κάθε έτους.

γ) Οι οικονομικές ισοτιμίες υπολογίζονται έτσι ώστε κάθε βασική θέση να μπορεί να ενημερώνεται δύο φορές το χρόνο και να ελέγχεται με άμεση έρευνα τουλάχιστον μία φορά ανά πενταετία. Για την ενημέρωση των οικονομικών ισοτιμιών, η Eurostat χρησιμοποιεί τους καταλληλότερους δείκτες, όπως αυτοί ορίζονται από την ομάδα εργασίας του άρθρου 64 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 13.

δ) Η εξέλιξη του κόστους ζωής εκτός Βελγίου και Λουξεμβούργου, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς μετράται με τη βοήθεια των τεκμαρτών δεικτών. Οι δείκτες αυτοί αντιστοιχούν στο γινόμενο του διεθνούς δείκτη Βρυξελλών επί την μεταβολή της οικονομικής ισοτιμίας.

4.  Εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων (ειδικοί δείκτες)

α) Για να μετρηθεί σε ποσοστά η ανοδική και καθοδική εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών στις εθνικές δημόσιες υπηρεσίες, η Euroostat καθορίζει, με βάση πληροφορίες που παρέχουν πριν από το τέλος Σεπτεμβρίου οι οικείες εθνικές αρχές, ειδικούς δείκτες με τους οποίους εκφράζονται οι εξελίξεις των πραγματικών αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων μεταξύ του μηνός Ιουλίου του προηγούμενου έτους και του μηνός Ιουλίου του τρέχοντος έτους. Και οι δύο θα πρέπει να περιλαμβάνουν το ένα δωδέκατο όλων των ετησίως καταβληθέντων στοιχείων.

Οι ειδικοί δείκτες καθορίζονται με δύο μορφές:

i) ένας δείκτης για κάθε μία από τις ομάδες καθηκόντων, κατά τα οριζόμενα στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης,

ii) ένας μέσος δείκτης σταθμιζόμενος με βάση το δυναμικό των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων που αντιστοιχεί σε κάθε ομάδα καθηκόντων.

Καθένας από τους δείκτες αυτούς καθορίζεται σε πραγματικές, ακαθάριστες και καθαρές τιμές. Για τη μετάβαση από τις ακαθάριστες στις καθαρές τιμές, λαμβάνονται υπόψη οι υποχρεωτικές κρατήσεις καθώς και τα γενικά φορολογικά στοιχεία.

Για τον καθορισμό των ακαθάριστων και των καθαρών δεικτών για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Eurostat χρησιμοποιεί δείγμα συντιθέμενο από τα ακόλουθα κράτη μέλη: Βέλγιο, Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες και Ηνωμένο Βασίλειο. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας μετά από πρόταση της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 65, παράγραφος 3 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δύναται να εγκρίνει νέο δείγμα που αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 75 % του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και που εφαρμόζεται από το έτος που έπεται του έτους της εγκρίσεώς του. Τα αποτελέσματα ανά χώρα σταθμίζονται ανάλογα με το μερίδιο του εθνικού ΑΕΠ, μετρούμενο με τη χρήση των μονάδων αγοραστικής δύναμης, όπως αναφέρεται στις πλέον πρόσφατες στατιστικές που δημοσιεύονται σύμφωνα με τους ορισμούς των εθνικών λογαριασμών που περιλαμβάνονται στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών που ισχύει τη συγκεκριμένη στιγμή.

β) Οι αρμόδιες εθνικές αρχές παρέχουν στην Eurostat, κατόπιν αιτήσεώς της, όσες συμπληρωματικές πληροφορίες κρίνει απαραίτητες, προκειμένου να καθορίσει ένα ειδικό δείκτη που να μετρά ορθά την εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων.

Εάν η Eurostat, μετά από νέα διαβούλευση με τις οικείες εθνικές αρχές, διαπιστώσει στατιστικές ανωμαλίες στις ληφθείσες πληροφορίες ή αδυναμία καθορισμού δεικτών που να μετρούν ορθά, από στατιστική άποψη, την εξέλιξη των πραγματικών εισοδημάτων των δημοσίων υπαλλήλων συγκεκριμένου κράτους μέλους, υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή παρέχοντας και όλα τα στοιχεία εκτίμησης.

γ) Εκτός από τους ειδικούς δείκτες, η Eurostat υπολογίζει και ορισμένους δείκτες ελέγχου. Ένας από αυτούς τους δείκτες έχει τη μορφή δεδομένων που αφορούν το σύνολο των αποδοχών σε πραγματικές τιμές, κατά κεφαλή, στις κεντρικές διοικήσεις, τα οποία καθορίζονται σύμφωνα με τους ορισμούς των εθνικών λογαριασμών που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σύστημα Λογαριασμών που ισχύει τη συγκεκριμένη στιγμή.

Η Eurostat περιλαμβάνει στην έκθεσή της για τους ειδικούς δείκτες παρατηρήσεις σχετικά με τις αποκλίσεις μεταξύ των δεικτών αυτών και της εξέλιξης των δεικτών ελέγχου που αναφέρονται ανωτέρω.

Άρθρο 2

Η Επιτροπή συντάσσει ανά τριετία εμπεριστατωμένη έκθεση σχετικά με τις ανάγκες των οργάνων σε προσλήψεις, την οποία διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Βάσει της έκθεσης αυτής, η Επιτροπή υποβάλλει, ενδεχομένως, στο Συμβούλιο προτάσεις στηριζόμενες σε όλα τα κατάλληλα στοιχεία, μετά από διαβούλευση με τα άλλα όργανα στο πλαίσιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.



Τμήμα 2

Τρόπος της ετήσιας προσαρμογής των αποδοχών και συντάξεων

Άρθρο 3

1.  Σύμφωνα με το άρθρο 65, παράγραφος 3 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το Συμβούλιο αποφασίζει πριν από το τέλος κάθε έτους για την προσαρμογή των αποδοχών και συντάξεων, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, η οποία βασίζεται στα κριτήρια που προβλέπονται στο τμήμα 1 του παρόντος Παραρτήματος, με ισχύ από την 1η Ιουλίου.

2.  Το ύψος της προσαρμογής ισούται με το γινόμενο του ειδικού δείκτη επί τον διεθνή δείκτη Βρυξελλών. Η προσαρμογή καθορίζεται σε καθαρές τιμές ως ποσοστό ίσο για όλους.

3.  Το ύψος της προσαρμογής που καθορίζεται με τον τρόπο αυτό ενσωματώνεται, σύμφωνα με τη μέθοδο που αναφέρεται κατωτέρω, στην κλίμακα των βασικών μισθών, η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και στο Παράρτημα XIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, καθώς και στα άρθρα 20, 63 και 93 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό:

α) το ποσό των καθαρών αποδοχών και συντάξεων χωρίς διορθωτικό συντελεστή προσαυξάνεται ή μειώνεται κατά το ύψος της ετήσιας προσαρμογής που προαναφέρθηκε·

β) ο νέος πίνακας των βασικών μισθών καταρτίζεται προσδιορίζοντας το ακαθάριστο ποσό που αντιστοιχεί, μετά την αφαίρεση του φόρου σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 και των υποχρεωτικών κρατήσεων στα πλαίσια των καθεστώτων κοινωνικής ασφάλισης και συντάξεων, στο ποσό των καθαρών αποδοχών·

γ) για τη μετατροπή αυτή των καθαρών ποσών σε ακαθάριστα, λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση άγαμου υπαλλήλου που δεν λαμβάνει τις αποζημιώσεις και τα επιδόματα που προβλέπονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

4.  Για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68, τα ποσά που αναφέρονται στο άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού πολλαπλασιάζονται με συντελεστή που αποτελείται από:

α) τον συντελεστή που προκύπτει από την προηγούμενη προσαρμογή· ή/και

β) το ύψος της προσαρμογής των αποδοχών που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

5.  Κανένας διορθωτικός συντελεστής δεν εφαρμόζεται στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο. Οι διορθωτικοί συντελεστές που εφαρμόζονται:

α) στις αποδοχές που καταβάλλονται στους υπαλλήλους των Κοινοτήτων που υπηρετούν στα άλλα κράτη μέλη και σε ορισμένους άλλους τόπους υπηρεσίας·

β) κατά παρέκκλιση του άρθρου 82, παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, στις συντάξεις των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που καταβάλλονται στα άλλα κράτη μέλη όσον αφορά το τμήμα που αντιστοιχεί στα δικαιώματα που αποκτήθηκαν πριν από την 1η Μαΐου 2004,

καθορίζονται από τις σχέσεις μεταξύ των οικονομικών ισοτιμιών που αναφέρονται στο άρθρο 1 του παρόντος Παραρτήματος και των τιμών συναλλάγματος που προβλέπονται στο άρθρο 63 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης για τις αντίστοιχες χώρες.

Εφαρμόζονται οι διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 8 του παρόντος Παραρτήματος όσον αφορά την αναδρομική εφαρμογή των διορθωτικών συντελεστών που εφαρμόζονται στους τόπους υπηρεσίας στους οποίους ο πληθωρισμός είναι πολύ υψηλός.

6.  Τα όργανα προβαίνουν, με αναδρομική ισχύ για την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας έναρξης παραγωγής αποτελεσμάτων και της ημερομηνίας έναρξης ισχύος της απόφασης για τη νέα προσαρμογή, στην αντίστοιχη, θετική ή αρνητική, διόρθωση των αποδοχών των εν λόγω υπαλλήλων και των συντάξεων που καταβάλλονται στους πρώην υπαλλήλους και τα λοιπά πρόσωπα που έλκουν δικαιώματα από αυτούς.

Εάν η εν λόγω αναδρομική διόρθωση συνεπάγεται ανάκτηση των καθ' υπέρβαση καταβληθέντων, η ανάκτηση αυτή μπορεί να κλιμακώνεται σε διάστημα δώδεκα μηνών το πολύ από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της απόφασης για την προσεχή ετήσια προσαρμογή.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ ΤΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ (ΑΡΘΡΟ 65 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ)

Άρθρο 4

1.  Με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου, οι ενδιάμεσες προσαρμογές των αποδοχών και συντάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 65, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης αποφασίζονται σε περίπτωση ουσιώδους μεταβολής του κόστους ζωής μεταξύ Ιουνίου και Δεκεμβρίου σε σχέση με το όριο ευαισθητοποίησης που ορίζεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1 του παρόντος Παραρτήματος και αφού ληφθεί υπόψη η πρόβλεψη της εξέλιξης της αγοραστικής δύναμης κατά την τρέχουσα ετήσια περίοδο αναφοράς.

2.  Η πρόταση της Επιτροπής διαβιβάζεται στο Συμβούλιο το αργότερο το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Απριλίου.

3.  Αυτές οι ενδιάμεσες προσαρμογές λαμβάνονται υπόψη για την ετήσια προσαρμογή των αποδοχών.

Άρθρο 5

1.  Η Eurostat πραγματοποιεί την πρόβλεψη της εξέλιξης της αγοραστικής δύναμης για την εξεταζόμενη περίοδο τον Μάρτιο κάθε έτους, βάσει των στοιχείων που παρέχονται στη συνεδρίαση που προβλέπεται στο άρθρο 12 του παρόντος Παραρτήματος.

Εάν η πρόβλεψη αυτή εμφανίζει αρνητικό ποσοστό, το ήμισυ του ποσοστού αυτού λαμβάνεται υπόψη κατά την ενδιάμεση προσαρμογή.

2.  Η εξέλιξη του κόστους ζωής για τις Βρυξέλλες μετράται από τον διεθνή δείκτη Βρυξελλών για την περίοδο από τον Ιούνιο έως το Δεκέμβριο του προηγούμενου ημερολογιακού έτους.

3.  Για καθένα από τους τόπους υπηρεσίας για τους οποίους καθορίσθηκε διορθωτικός συντελεστής (με εξαίρεση το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο), πραγματοποιείται κατ' εκτίμηση υπολογισμός για τον μήνα Δεκέμβριο των οικονομικών ισοτιμιών που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 3. Η εξέλιξη του κόστους ζωής υπολογίζεται με τον τρόπο που ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 3.

Άρθρο 6

1.  Το όριο ευαισθητοποίησης για την εξάμηνη περίοδο που αναφέρεται στο άρθρο 5, παράγραφος 2 του παρόντος Παραρτήματος είναι το ποσοστό που αντιστοιχεί στο 7 % για δωδεκάμηνη περίοδο.

2.  Το όριο εφαρμόζεται σύμφωνα με την ακόλουθη διαδικασία, υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο του παρόντος Παραρτήματος:

α) εάν το όριο ευαισθητοποίησης καλύπτεται ή υπερκαλύπτεται για τις Βρυξέλλες (που μετράται από την εξέλιξη του διεθνούς δείκτη Βρυξελλών μεταξύ Ιουνίου και Δεκεμβρίου), οι αποδοχές προσαρμόζονται για το σύνολο των τόπων σύμφωνα με τη διαδικασία ετήσιας προσαρμογής·

β) εάν το όριο ευαισθητοποίησης δεν καλύπτεται στις Βρυξέλλες, προσαρμόζονται μόνο οι διορθωτικοί συντελεστές των τόπων, όπου η εξέλιξη του κόστους ζωής (που μετράται από την εξέλιξη των τεκμαρτών δεικτών μεταξύ Ιουνίου και Δεκεμβρίου) έχει υπερβεί το όριο ευαισθητοποίησης.

Άρθρο 7

Για την εφαρμογή του άρθρου 6 του παρόντος Παραρτήματος:

Το ύψος της προσαρμογής ισούται με τον διεθνή δείκτη Βρυξελλών, ο οποίος πολλαπλασιάζεται, ενδεχομένως, επί το ήμισυ του ειδικού δείκτη των προβλέψεων, εάν αυτός είναι αρνητικός.

Οι διορθωτικοί συντελεστές ισούνται με τον λόγο μεταξύ της σχετικής οικονομικής ισοτιμίας και της αντίστοιχης τιμής συναλλάγματος που προβλέπεται στο άρθρο 63 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο οποίος, εάν το όριο ευαισθητοποίησης δεν καλύπτεται για τις Βρυξέλλες, πολλαπλασιάζεται επί το ύψος της προσαρμογής.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟΥ ΣΥΝΤΕΛΕΣΗ (ΤΟΠΟΙ ΜΕ ΥΨΗΛΗ ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ ΖΩΗΣ)

Άρθρο 8

1.  Για τους τόπους με υψηλή αύξηση του κόστους ζωής (μετρώμενη από την εξέλιξη των τεκμαρτών δεικτών), ο διορθωτικός συντελεστής παράγει αποτελέσματα πριν από την 1η Ιανουαρίου για την ενδιάμεση προσαρμογή ή την 1η Ιουλίου για την ετήσια προσαρμογή. Επιδιώκεται, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να περιορισθεί η απώλεια αγοραστικής δύναμης στο ύψος εκείνης που θα είχε καταγραφεί σε ένα τόπο υπηρεσίας, όπου η εξέλιξη του κόστους ζωής θα αντιστοιχούσε στο όριο ευαισθητοποίησης.

2.  Οι ημερομηνίες έναρξης παραγωγής αποτελεσμάτων της ετήσιας προσαρμογής καθορίζονται ως εξής:

α) η 16η Μαΐου για τους τόπους υπηρεσίας των οποίων ο τεκμαρτός δείκτης υπερβαίνει το 6,3 % και

β) η 1η Μαΐου για τους τόπους υπηρεσίας των οποίων ο τεκμαρτός δείκτης υπερβαίνει το 12,6 %.

3.  Οι ημερομηνίες έναρξης παραγωγής αποτελεσμάτων της ενδιάμεσης προσαρμογής καθορίζονται ως εξής:

α) η 16η Νοεμβρίου για τους τόπους υπηρεσίας των οποίων ο τεκμαρτός δείκτης υπερβαίνει το 6,3 % και

β) η 1η Νοεμβρίου για τους τόπους υπηρεσίας των οποίων ο τεκμαρτός δείκτης υπερβαίνει το 12,6 %.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΥΡΣΗ ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΩΝ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ (ΑΡΘΡΟ 64 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ)

Άρθρο 9

1.  Οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών, η διοίκηση ενός κοινοτικού οργάνου ή οι εκπρόσωποι των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σε συγκεκριμένο τόπο υπηρεσίας, μπορούν να ζητήσουν τη δημιουργία διορθωτικού συντελεστή ειδικού για τον εν λόγω τόπο.

Η σχετική αίτηση θα πρέπει να υποστηρίζεται από αντικειμενικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει, στη διάρκεια περισσότερων ετών, αισθητή διαφορά στο κόστος διαβίωσης σε συγκεκριμένο τόπο υπηρεσίας σε σχέση με εκείνο που διαπιστώνεται στην πρωτεύουσα του οικείου κράτους μέλους (εκτός των Κάτω Χωρών, όπου χρησιμοποιείται η Χάγη αντί του Άμστερνταμ). Εάν η Eurostat επιβεβαιώσει ότι η διαφορά (άνω του 5 %) είναι αισθητή και διαρκής, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλλει πρόταση καθορισμού διορθωτικού συντελεστή για τον εν λόγω τόπο.

2.  Το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, μπορεί επίσης να αποφασίσει να αποσύρει την εφαρμογή διορθωτικού συντελεστή ειδικού για ένα δεδομένο τόπο. Σε παρόμοια περίπτωση, η πρόταση πρέπει να βασίζεται σε ένα από τα ακόλουθα στοιχεία:

α) σε αίτηση προερχόμενη από τις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους, από τη διοίκηση ενός κοινοτικού οργάνου ή από τους εκπροσώπους των υπαλλήλων των Κοινοτήτων σε συγκεκριμένο τόπο υπηρεσίας, από την οποία προκύπτει ότι το κόστος διαβίωσης στον εν λόγω τόπο υπηρεσίας δεν είναι πλέον σημαντικά διαφορετικό (κατώτερο του 2 %) από εκείνο που καταγράφεται στην πρωτεύουσα του οικείου κράτους μέλους. Η σύγκλιση αυτή θα πρέπει να είναι διαρκής και επικυρωμένη από την Eurostat·

β) στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν πλέον μόνιμοι και έκτακτοι κοινοτικοί υπάλληλοι τοποθετημένοι στον τόπο αυτό.

3.  Το Συμβούλιο αποφασίζει επί της προτάσεως σύμφωνα με το άρθρο 64, δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΡΗΤΡΑ ΕΞΑΙΡΕΣΗΣ

Άρθρο 10

Σε περίπτωση σοβαρής και αιφνίδιας επιδείνωσης της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης στο εσωτερικό της Κοινότητας, η οποία εκτιμάται βάσει αντικειμενικών στοιχείων που παρέχονται για τον σκοπό αυτό από την Επιτροπή, η Επιτροπή, υποβάλλει κατάλληλες προτάσεις επί των οποίων αποφασίζει το Συμβούλιο, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 283 της Συνθήκης ΕΚ.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ EUROSTAT ΚΑΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ

Άρθρο 11

Έργο της Eurostat είναι να μεριμνά για την ποιότητα των βασικών δεδομένων και των στατιστικών μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη κατά τις προσαρμογές των αποδοχών. Έχει ιδίως καθήκον να διατυπώνει εκτιμήσεις ή να πραγματοποιεί τις απαιτούμενες μελέτες για την επίβλεψη αυτή.

Άρθρο 12

Η Eurostat συγκαλεί τον Μάρτιο κάθε έτους μια ομάδα εργασίας αποτελούμενη από εμπειρογνώμονες των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών και καλούμενη «ομάδα εργασίας του άρθρου 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης».

Κατά τη συνεδρίαση αυτή, εξετάζεται η στατιστική μεθοδολογία καθώς και η εφαρμογή της όσον αφορά τους ειδικούς δείκτες και τους δείκτες ελέγχου.

Τα στοιχεία που απαιτούνται για να γίνεται η πρόβλεψη της εξέλιξης της αγοραστικής δύναμης για την ενδιάμεση προσαρμογή των αποδοχών πρέπει επίσης να ανακοινώνονται, μαζί με τα δεδομένα για την εξέλιξη της διάρκειας του ωραρίου εργασίας στις κεντρικές διοικήσεις.

Άρθρο 13

Η Eurostat συγκαλεί τουλάχιστον μία φορά ετησίως, και το αργότερο στη διάρκεια του Σεπτεμβρίου, μια ομάδα εργασίας αποτελούμενη από εμπειρογνώμονες των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών και καλούμενη (ομάδα εργασίας του άρθρου 64 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης).

Κατά τη συνεδρίαση αυτή, εξετάζεται ιδίως η στατιστική μεθοδολογία και η εφαρμογή της για τον καθορισμό του διεθνούς δείκτη Βρυξελλών και των οικονομικών ισοτιμιών.

Άρθρο 14

Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στην Eurostat, κατόπιν αιτήσεώς της, τα στοιχεία που έχουν άμεση ή έμμεση επίπτωση στη σύνθεση και στην εξέλιξη των αποδοχών των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΤΕΛΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ ΚΑΙ ΡΗΤΡΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ

Άρθρο 15

1.  Οι διατάξεις που προβλέπονται στο παρόν Παράρτημα εφαρμόζονται από την 1η Ιουλίου 2004 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012.

2.  Στο τέλος του τέταρτου έτους αναθεωρούνται, ιδίως όσον αφορά τις δημοσιονομικές επιπτώσεις τους. Προς τούτο, η Επιτροπή υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο και, ενδεχομένως, πρόταση τροποποίησης του παρόντος Παραρτήματος βάσει του άρθρου 283 της Συνθήκης ΕΚ.

▼M112




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XII

Λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου 83Α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Άρθρο 1

1.  Για τον καθορισμό της εισφοράς των υπαλλήλων στο συνταξιοδοτικό καθεστώς που αναφέρεται στο άρθρο 83α, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η Επιτροπή πραγματοποιεί ανά πενταετία, αρχής γενομένης το 2004, την αναλογιστική αποτίμηση της ισορροπίας του συνταξιοδοτικού καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 83α, παράγραφος 3 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Η αξιολόγηση αυτή αναφέρει εάν η εισφορά των υπαλλήλων επαρκεί να χρηματοδοτήσει το ένα τρίτο της δαπάνης που προβλέπεται από το συνταξιοδοτικό καθεστώς.

2.  Για την εξέταση που αναφέρεται στο άρθρο 83α, παράγραφος 4 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η Επιτροπή πραγματοποιεί, κάθε έτος, ενημέρωση της εν λόγω αναλογιστικής αποτίμησης, λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη του πληθυσμού, όπως ορίζεται στο άρθρο 9 του παρόντος Παραρτήματος, του επιτοκίου που ορίζεται στο άρθρο 10 του παρόντος Παραρτήματος και του ποσοστού ετήσιας αλλαγής στις κλίμακες μισθών των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως ορίζεται στο άρθρο 11 του παρόντος Παραρτήματος.

3.  Η αποτίμηση και οι ενημερώσεις πραγματοποιούνται κάθε έτος n, βάσει του πληθυσμού των ενεργών μελών του συνταξιοδοτικού καθεστώτος στις 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους (n-1).

Άρθρο 2

1.  Η αναπροσαρμογή του ποσοστού της εισφοράς γίνεται με ισχύ από 1ης Ιουλίου, ταυτόχρονα με την ετήσια αναπροσαρμογή των αποδοχών που προβλέπεται στο άρθρο 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Κάθε αναπροσαρμογή δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα εισφορά μεγαλύτερη ή μικρότερη από 1 % σε σχέση με την εισφορά που ίσχυε το προηγούμενο έτος.

2.  Η αναπροσαρμογή που αρχίζει να ισχύει την 1η Ιουλίου 2004 δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα αύξηση της εισφοράς πέραν του 9,75 %. Η αναπροσαρμογή που αρχίζει να ισχύει την 1η Ιουλίου 2005 δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα αύξηση της εισφοράς πέραν του 10,25 %.

3.  Η διαφορά που διαπιστώνεται μεταξύ της αναπροσαρμογής του ποσοστού της εισφοράς που θα προέκυπτε από τον αναλογιστικό υπολογισμό και της αναπροσαρμογής που προκύπτει από την αναφερόμενη στην παράγραφο 2 μεταβολή, δεν οδηγεί ποτέ σε ανάκτηση ή, κατ' ακολουθία, σε συνυπολογισμό της κατά τους μεταγενέστερους αναλογιστικούς υπολογισμούς. Το ποσοστό της εισφοράς που θα προκύψει από τον αναλογιστικό υπολογισμό αναφέρεται στην έκθεση αποτίμησης που προβλέπεται στο άρθρο 1 του παρόντος Παραρτήματος.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ

Άρθρο 3

Οι πενταετείς αναλογιστικές αποτιμήσεις καθορίζουν τις συνθήκες ισορροπίας λαμβάνοντας υπόψη, ως βάρη του καθεστώτος, τη σύνταξη αρχαιότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το επίδομα αναπηρίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 78 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και τις συντάξεις επιζώντων, όπως ορίζονται στα άρθρα 79 και 80 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 4

1.  Η αναλογιστική ισορροπία αξιολογείται με βάση τη μέθοδο υπολογισμού που αναφέρεται στο παρόν κεφάλαιο.

2.  Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, η «αναλογιστική αξία» των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί πριν από την ημερομηνία του υπολογισμού αντιπροσωπεύει υποχρέωση προηγούμενης υπηρεσίας, ενώ η αναλογιστική αξία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που θα αποκτηθούν κατά το έτος υπηρεσίας που αρχίζει την ημερομηνία του υπολογισμού, αντιπροσωπεύει το «κόστος υπηρεσίας».

3.  Εξυπακούεται ότι όλες οι συνταξιοδοτήσεις (εκτός για αναπηρία) θα επέλθουν σε καθορισμένη μέση ηλικία r. Η μέση ηλικία συνταξιοδότησης ενημερώνεται μόνο κατά την πενταετή αναλογιστική αποτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 1 του παρόντος Παραρτήματος και μπορεί να διαφέρει για τις διάφορες ομάδες προσωπικού.

4.  Για τον καθορισμό των αναλογιστικών αξιών:

α) λαμβάνονται υπόψη οι μελλοντικές μεταβολές στο βασικό μισθό κάθε υπαλλήλου μεταξύ της ημερομηνίας υπολογισμού και της θεωρητικής ηλικίας συνταξιοδότησης·

β) δεν λαμβάνονται υπόψη τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που έχουν αποκτηθεί πριν από την ημερομηνία υπολογισμού.

5.  Όλες οι σχετικές διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης (ιδίως στα Παραρτήματα VIII και XIII) λαμβάνονται υπόψη κατά την αναλογιστική αποτίμηση του κόστους υπηρεσίας.

6.  Εφαρμόζεται διαδικασία εξομάλυνσης για τον καθορισμό του πραγματικού προεξοφλητικού επιτοκίου και του ποσοστού ετήσιας αλλαγής στις κλίμακες μισθών των κοινοτικών υπαλλήλων. Η εξομάλυνση προκύπτει από κινητό μέσο όρο 12ετίας για το επιτόκιο και για την αύξηση στις κλίμακες μισθών.

Άρθρο 5

1.  Ο τύπος υπολογισμού της εισφοράς βασίζεται στην εξίσωση:

image

2.  Η εισφορά των υπαλλήλων στο κόστος χρηματοδότησης του συνταξιοδοτικού καθεστώτος υπολογίζεται ως το ένα τρίτο του λόγου μεταξύ του κόστους υπηρεσίας του τρέχοντος έτους (n) για όλους τους υπαλλήλους που είναι ενεργά μέλη του συνταξιοδοτικού καθεστώτος και του συνόλου των ετήσιων βασικών μισθών για τον ίδιο πληθυσμό ενεργών μελών του συνταξιοδοτικού καθεστώτος την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους (n-1).

3.  Το κόστος υπηρεσίας είναι το άθροισμα:

α) του κόστους της υπηρεσίας συνταξιοδότησης (που αναλύεται στο άρθρο 6 του παρόντος Παραρτήματος), δηλ. η αναλογιστική αξία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που θα αποκτηθούν κατά το έτος n, συμπεριλαμβανομένης της αξίας του μέρους της εν λόγω σύνταξης που θα οφείλεται στον επιζώντα σύζυγο ή/και στα συντηρούμενα τέκνα κατά τον θάνατο του υπαλλήλου μετά τη συνταξιοδότησή του (ανακληρονόμηση)·

β) του κόστους της υπηρεσίας αναπηρίας (που αναλύεται στο άρθρο 7 του παρόντος Παραρτήματος), δηλαδή η αναλογιστική αξία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που θα οφείλονται στους εν ενεργεία υπαλλήλους οι οποίοι αναμένεται να καταστούν ανάπηροι κατά το έτος n και

γ) του κόστους της υπηρεσίας επιζώντων (που αναλύεται στο άρθρο 8 του παρόντος Παραρτήματος), δηλαδή η αναλογιστική αξία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που θα οφείλονται εξ ονόματος των εν ενεργεία υπαλλήλων οι οποίοι αναμένεται να αποβιώσουν κατά το έτος n.

4.  Η αξιολόγηση του κόστους υπηρεσίας βασίζεται στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα και στις ενδεδειγμένες προσόδους, όπως αναλύεται στα άρθρα 6 έως 8 του παρόντος Παραρτήματος.

Οι πρόσοδοι αυτές παρέχουν την αναλογιστική παρούσα αξία του 1 ευρώ ετησίως, λαμβανομένων υπόψη του επιτοκίου, του ποσοστού της ετήσιας αλλαγής στις κλίμακες μισθών και της πιθανότητας να επιζήσει κανείς έως την ηλικία συνταξιοδότησης.

5.  Λαμβάνονται υπόψη τα ελάχιστα όρια διαβίωσης που αναφέρονται στο κεφάλαιο 2 του τίτλου V του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και στο Παράρτημα VIII.

Άρθρο 6

1.  Για να υπολογισθεί η αξία των συντάξεων αρχαιότητας, υπολογίζονται για κάθε υπάλληλο εν ενεργεία τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν κατά το έτος n, πολλαπλασιάζοντας τον κατά προβολή βασικό μισθό του τη στιγμή της συνταξιοδότησης επί τον εφαρμοστέο συντελεστή επαύξησης.

Εάν τα συσσωρευμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα (από την ημέρα της πρόσληψης, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών), τα οποία έχουν πιστωθεί στον υπάλληλο στις 31 Δεκεμβρίου του έτους n-1 φθάνουν τουλάχιστον το 70 %, θεωρείται ότι ο υπάλληλος δεν έχει αποκτήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα κατά το έτος n.

2.  Ο κατά προβολή βασικός μισθός (PS) κατά τη συνταξιοδότηση υπολογίζεται με αφετηρία τον βασικό μισθό στις 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους και λαμβανομένου υπόψη του ποσοστού ετήσιας αύξησης στον πίνακα μισθών και του εκτιμώμενου ετήσιου ποσοστού αύξησης λόγω αρχαιότητας και προαγωγών, ως εξής:

image

Όπου:

SAL

=

τρέχων μισθός

GSG

=

εκτιμώμενο ετήσιο ποσοστό γενικής αύξησης μισθών (το ποσοστό ετήσιας αλλαγής στον πίνακα μισθών)

ISP

=

εκτιμώμενο ετήσιο ποσοστό αύξησης λόγω αρχαιότητας και προαγωγών

m

=

διαφορά μεταξύ της θεωρητικής ηλικίας συνταξιοδότησης (r) και της παρούσας ηλικίας του υπαλλήλου (x)

Εφόσον οι υπολογισμοί γίνονται σε πραγματικούς όρους, μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού, το ποσοστό ετήσιας αλλαγής στις κλίμακες μισθών και το ετήσιο ποσοστό αύξησης λόγω αρχαιότητας και προαγωγών, είναι ποσοστά αύξησης που δεν περιλαμβάνουν τον πληθωρισμό.

3.  Βάσει του υπολογισμού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί από ένα δεδομένο υπάλληλο, η αναλογιστική αξία των εν λόγω συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων (και των ανακληρονομικών συντάξεων που συνδέονται με αυτά) υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας τα ετήσια συνταξιοδοτικά δικαιώματα, όπως ορίσθηκαν ανωτέρω, με το άθροισμα:

α) μιας άμεσης προσόδου αναβαλλόμενης στην ηλικία x, αναβαλλόμενης επί m έτη:

image

όπου:

x

=

ηλικία του υπαλλήλου στις 31 Δεκεμβρίου του έτους n-1

τ

=

επιτόκιο

kpx

=

πιθανότητα για ένα πρόσωπο ηλικίας x να επιζεί σε k έτη

m

=

διαφορά μεταξύ της θεωρητικής ηλικίας συνταξιοδότησης (r) και της παρούσας ηλικίας του υπαλλήλου (x)

GSG

=

εκτιμώμενο ετήσιο ποσοστό γενικής αύξησης μισθών (το ποσοστό ετήσιας αλλαγής στον πίνακα μισθών)

ω

=

ανώτατο όριο του πίνακα θνησιμότητας

και

β) μιας άμεσης ανακληρονομικής προσόδου αναβαλλόμενης στις ηλικίες x και y, όπου y είναι η θεωρητική ηλικία του συζύγου. Η τελευταία αυτή πρόσοδος πολλαπλασιάζεται επί την πιθανότητα να συνάψει γάμο ο υπάλληλος και επί το εφαρμοστέο ποσοστό ανακληρονόμησης που καθορίζεται σύμφωνα με το Παράρτημα VIII:

image

Όπου:

x

=

ηλικία του υπαλλήλου στις 31 Δεκεμβρίου του έτους n-1

y

=

ηλικία του συζύγου του υπαλλήλου στις 31 Δεκεμβρίου του έτους n-1

τ

=

επιτόκιο

kpx

=

πιθανότητα για έναν υπάλληλο ηλικίας x να επιζεί σε k έτη

kpy

=

πιθανότητα για ένα πρόσωπο ηλικίας y (σύζυγος του υπαλλήλου ηλικίας x) να επιζεί σε k έτη

m

=

διαφορά μεταξύ της θεωρητικής ηλικίας συνταξιοδότησης (r) και της παρούσας ηλικίας του υπαλλήλου (x)

GSG

=

εκτιμώμενο ετήσιο ποσοστό γενικής αύξησης μισθών (το ποσοστό ετήσιας αλλαγής στον πίνακα μισθών)

ω

=

ανώτατο όριο του πίνακα θνησιμότητας.

4.  Ο υπολογισμός του κόστους υπηρεσίας για τη συνταξιοδότηση λαμβάνει υπόψη:

α) το κίνητρο επαύξησης για τους υπαλλήλους που παραμένουν στην υπηρεσία μετά την ηλικία συνταξιοδότησης·

β) τον συντελεστή μείωσης για τους υπαλλήλους που αποχωρούν από την υπηρεσία πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης.

Άρθρο 7

1.  Για να υπολογισθεί η αξία των εν λόγω επιδομάτων αναπηρίας, ο αριθμός των επιδομάτων που αναμένεται να καταστούν πληρωτέα κατά το έτος n, μετράται εφαρμόζοντας σε κάθε εν ενεργεία υπάλληλο την πιθανότητα να καταστεί ανάπηρος κατά το έτος αυτό. Η πιθανότητα αυτή στη συνέχεια πολλαπλασιάζεται επί το ετήσιο ποσό των επιδομάτων αναπηρίας το οποίο θα δικαιούται ο υπάλληλος.

2.  Για τον υπολογισμό της αναλογιστικής αξίας των επιδομάτων αναπηρίας που καθίστανται το πρώτον απαιτητά κατά το έτος n, χρησιμοποιούνται οι ακόλουθες πρόσοδοι:

α) μια άμεση προσωρινή πρόσοδος στην ηλικία x:

image

Όπου:

x

=

ηλικία του υπαλλήλου στις 31 Δεκεμβρίου του έτους n-1

τ

=

επιτόκιο

kpx

=

πιθανότητα για ένα πρόσωπο ηλικίας x να επιζεί σε k έτη

m

=

διαφορά μεταξύ της θεωρητικής ηλικίας συνταξιοδότησης (r) και της παρούσας ηλικίας του υπαλλήλου (x)

GSG

=

εκτιμώμενο ετήσιο ποσοστό γενικής αύξησης μισθών (το ποσοστό ετήσιας αλλαγής στον πίνακα μισθών),

και

β) μια άμεση ανακληρονομική πρόσοδος. Η τελευταία αυτή πρόσοδος πολλαπλασιάζεται επί την πιθανότητα να συνάψει γάμο ο υπάλληλος και επί το εφαρμοστέο ποσοστό ανακληρονόμησης.

image

Όπου:

x

=

ηλικία του υπαλλήλου στις 31 Δεκεμβρίου του έτους n-1

y

=

ηλικία του συζύγου του υπαλλήλου στις 31 Δεκεμβρίου του έτους n-1

τ

=

επιτόκιο

kpx

=

πιθανότητα για ένα πρόσωπο ηλικίας x να επιζεί σε k έτη

kpy

=

πιθανότητα για ένα πρόσωπο ηλικίας y (σύζυγος του προσώπου ηλικίας x) να επιζεί σε k έτη

m

=

διαφορά μεταξύ της θεωρητικής ηλικίας συνταξιοδότησης (r) και της παρούσας ηλικίας του υπαλλήλου (x)

GSG

=

εκτιμώμενο ετήσιο ποσοστό γενικής αύξησης μισθών (το ποσοστό ετήσιας αλλαγής στον πίνακα μισθών).

Άρθρο 8

1.  Η αξία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που θα καταστούν πληρωτέα στους επιζώντες κατά το έτος n, μετράται εφαρμόζοντας σε κάθε εν ενεργεία υπάλληλο την πιθανότητα να αποβιώσει στη διάρκεια του έτους. Η πιθανότητα αυτή στη συνέχεια πολλαπλασιάζεται επί το ετήσιο ποσό της σύνταξης του συζύγου που θα καταστεί πληρωτέα κατά το τρέχον έτος. Ο υπολογισμός λαμβάνει υπόψη τις πιθανές συντάξεις ορφανού που θα μπορούσαν να καταστούν πληρωτέες.

2.  Για τον υπολογισμό της αναλογιστικής αξίας των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που θα καταστούν πληρωτέα στους επιζώντες κατά το έτος n, χρησιμοποιείται μια άμεση πρόσοδος. Η πρόσοδος αυτή πολλαπλασιάζεται επί την πιθανότητα να συνάψει γάμο ο υπάλληλος:

image

Όπου:

y

=

ηλικία του συζύγου του υπαλλήλου στις 31 Δεκεμβρίου του έτους n-1

τ

=

επιτόκιο

kpy

=

πιθανότητα για ένα πρόσωπο ηλικίας y (σύζυγος του προσώπου ηλικίας x) να επιζεί σε k έτη

GSG

=

εκτιμώμενο ετήσιο ποσοστό γενικής αύξησης μισθών (το ποσοστό ετήσιας αλλαγής στον πίνακα μισθών)

ω

=

ανώτατο όριο του πίνακα θνησιμότητας.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΣΥΣΤΗΜΑ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Άρθρο 9

1.  Οι δημογραφικές παράμετροι που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την αναλογιστική αποτίμηση βασίζονται στην παρατήρηση του πληθυσμού των συμμετεχόντων στο καθεστώς, ο οποίος αποτελείται από το εν ενεργεία προσωπικό και τους συνταξιούχους. Οι πληροφορίες αυτές συγκεντρώνονται κάθε έτος από την Επιτροπή βάσει των πληροφοριών που λαμβάνονται από τα διάφορα όργανα και τις Υπηρεσίες, το προσωπικό των οποίων συμμετέχει στο καθεστώς.

Από την παρατήρηση του πληθυσμού αυτού, προκύπτουν ιδίως η διάρθρωση του πληθυσμού, η μέση ηλικία συνταξιοδότησης και ο πίνακας αναπηρίας.

2.  Ο πίνακας θνησιμότητας αναφέρεται σε πληθυσμό που έχει τα πλησιέστερα δυνατά χαρακτηριστικά με τον πληθυσμό των συμμετεχόντων στο καθεστώς. Ενημερώνεται μόνο κατά την πενταετή αναλογιστική αποτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 1 του παρόντος Παραρτήματος.

Άρθρο 10

1.  Τα επιτόκια που λαμβάνονται υπόψη για τους αναλογιστικούς υπολογισμούς βασίζονται στα παρατηρούμενα μέσα ετήσια επιτόκια του μακροχρόνιου δημόσιου χρέους των κρατών μελών, τα οποία δημοσιεύονται από την Επιτροπή. Για τον υπολογισμό του αντίστοιχου επιτοκίου μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού, το οποίο χρειάζεται για τους αναλογιστικούς υπολογισμούς, χρησιμοποιείται ο κατάλληλος δείκτης τιμών καταναλωτή.

2.  Το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο που λαμβάνεται υπόψη για τους αναλογιστικούς υπολογισμούς, είναι ο μέσος όρος των πραγματικών μέσων επιτοκίων για τα 12 έτη που προηγούνται του τρέχοντος έτους.

Άρθρο 11

1.  Η ετήσια αλλαγή στις κλίμακες μισθών των υπαλλήλων που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τους αναλογιστικούς υπολογισμούς, βασίζεται στους ειδικούς δείκτες που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 4 του Παραρτήματος XI.

2.  Το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο που λαμβάνεται υπόψη για τους αναλογιστικούς υπολογισμούς, είναι ο μέσος όρος των καθαρών ειδικών δεικτών για την Ευρωπαϊκή Ένωση για τα 20 έτη που προηγούνται του τρέχοντος έτους.

Άρθρο 12

Το επιτόκιο που αναφέρεται στα άρθρα 4 και 8 του Παραρτήματος VIII για τον υπολογισμό των σύνθετων τόκων, είναι το πραγματικό επιτόκιο που αναφέρεται στο άρθρο 10 του παρόντος Παραρτήματος και αναθεωρείται, εάν χρειάζεται κατά τις πενταετείς αναλογιστικές αποτιμήσεις.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΕΦΑΡΜΟΓΗ

Άρθρο 13

1.  Η Eurostat είναι η αρχή που ευθύνεται για την τεχνική εφαρμογή του παρόντος Παραρτήματος.

2.  Την Eurostat επικουρούν ένας ή περισσότεροι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες κατά τη διενέργεια των αναλογιστικών αποτιμήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 του παρόντος Παραρτήματος. Η Eurostat παρέχει στους εν λόγω εμπειρογνώμονες ιδίως τις παραμέτρους που προβλέπονται στα άρθρα 9 έως 11 του παρόντος Παραρτήματος.

3.  Η Eurostat υποβάλλει κάθε έτος την 1η Σεπτεμβρίου έκθεση σχετικά με τις αποτιμήσεις και τις ενημερώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 του παρόντος Παραρτήματος.

4.  Τα ενδεχόμενα ζητήματα μεθοδολογίας που ανακύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος Παραρτήματος εξετάζονται από την Eurostat σε συνεργασία με τους εθνικούς εμπειρογνώμονες των αρμοδίων υπηρεσιών των κρατών μελών και με τον ανεξάρτητο ειδικευμένο εμπειρογνώμονα. Προς τούτο, η Eurostat συγκαλεί συνεδρίαση της εν λόγω ομάδας, τουλάχιστον άπαξ του έτους. Εντούτοις, η Eurostat μπορεί να συγκαλεί συχνότερες συνεδριάσεις, εάν το κρίνει αναγκαίο.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΡΗΤΡΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ

Άρθρο 14

1.  Το άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερη πρόταση, και παράγραφος 3, καθώς και τα άρθρα 9, 10, 11, και 12 του παρόντος Παραρτήματος εφαρμόζονται από την 1η Ιουλίου 2004 έως τις 30 Ιουνίου 2013.

2.  Επ' ευκαιρία της πενταετούς αναλογιστικής αποτίμησης, το παρόν Παράρτημα μπορεί να επανεξετασθεί από το Συμβούλιο, ιδίως όσον αφορά τις δημοσιονομικές επιπτώσεις του και την αναλογιστική ισορροπία, με βάση έκθεση συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από πρόταση της Επιτροπής, η οποία συντάσσεται μετά από γνωμοδότηση της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Το Συμβούλιο αποφασίζει για την πρόταση αυτή με την ειδική πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 205, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση της Συνθήκης ΕΚ.

3.  Κατά παρέκκλιση του άρθρου 83α του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, υποβάλλονται στο Συμβούλιο, έως το τέλος του 2008, δεύτερη αποτίμηση, έκθεση και, εάν χρειασθεί, πρόταση της Επιτροπής.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIII

Μεταβατικά μέτρα που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους των Κοινοτήτων

Τμήμα 1

Άρθρο 1

1.  Κατά τη διάρκεια της περιόδου από την 1η Μαΐου 2004 έως τις 30 Απριλίου 2006, το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Οι θέσεις που αναφέρονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης κατατάσσονται, ανάλογα με τη φύση και το επίπεδο των καθηκόντων στα οποία αντιστοιχούν, σε τέσσερις κατηγορίες που ορίζονται κατά φθίνουσα ιεραρχική τάξη με τα γράμματα A*, B*, C* και D*.

2. Η κατηγορία A* περιλαμβάνει δώδεκα βαθμούς, η κατηγορία B* εννέα βαθμούς, η κατηγορία C* επτά βαθμούς και η κατηγορία D* πέντε βαθμούς.»

2.  Κάθε αναφορά στην ημερομηνία πρόσληψης νοείται ως αναφορά στην ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας.

Άρθρο 2

1.  Την 1η Μαΐου 2004 και υπό την επιφύλαξη του άρθρου 8 του παρόντος Παραρτήματος, οι βαθμοί των υπαλλήλων που βρίσκονται σε μία από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 35 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, λαμβάνουν νέα ονομασία ως εξής:



Παλαιός βαθμός

Νέος βαθμός (ενδιάμεσος)

Παλαιός βαθμός

Νέος βαθμός (ενδιάμεσος)

Παλαιός βαθμός

Νέος βαθμός (ενδιάμεσος)

Παλαιός βαθμός

Νέος βαθμός (ενδιάμεσος)

A1

A*16

 
 
 
 
 
 

A2

A*15

 
 
 
 
 
 

A3/LA3

A*14

 
 
 
 
 
 

A4/LA4

A*12

 
 
 
 
 
 

A5/LA5

A*11

 
 
 
 
 
 

A6/LA6

A*10

B1

B*10

 
 
 
 

A7/LA7

A*8

B2

B*8

 
 
 
 

A8/LA8

A*7

B3

B*7

C1

C*6

 
 
 
 

B4

B*6

C2

C*5

 
 
 
 

B5

B*5

C3

C*4

D1

D*4

 
 
 
 

C4

C*3

D2

D*3

 
 
 
 

C5

C*2

D3

D*2

 
 
 
 
 
 

D4

D*1

2.  Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 7 του παρόντος Παραρτήματος, ο μηνιαίος βασικός μισθός καθορίζεται, για κάθε βαθμό και κάθε κλιμάκιο, σύμφωνα με τους κατωτέρω πίνακες (ποσά σε ευρώ):



Κατηγορία A (1) (2)

Παλαιός βαθμός

Νέος (ενδιάμεσος) βαθμός

1

2

3

4

5

6

7

8

A1

A*16

14 822,86

15 445,74

16 094,79

16 094,79

16 094,79

16 094,79

 
 
 
 

12 717,09

13 392,63

14 068,17

14 743,71

15 419,25

16 094,79

 
 
 
 

0,8579377

0,8670760

0,8740822

0,9160548

0,9580274

1,0

 
 

A2

A*15

13 100,93

13 651,45

14 225,11

14 620,87

14 822,86

15 445,74

 
 
 
 

11 285,38

11 930,01

12 574,64

13 219,27

13 863,90

14 508,53

 
 
 
 

0,8614182

0,8739006

0,8839749

0,9041370

0,9353053

0,9393224

 
 

A3

A*14

11 579,04

12 065,60

12 572,62

12 922,41

13 100,93

13 651,45

14 225,11

14 822,86

 
 

9 346,34

9 910,20

10 474,06

11 037,92

11 601,78

12 165,64

12 729,50

13 293,36

 
 

0,8071775

0,8213599

0,8330849

0,8541688

0,8855692

0,8911610

0,8948613

0,8968148

 

A*13

10 233,93

10 663,98

11 112,09

11 421,25

11 579,04

 
 
 

A4

A*12

9 045,09

9 425,17

9 821,23

10 094,47

10 233,93

10 663,98

11 112,09

11 579,04

 
 

7 851,92

8 292,03

8 732,14

9 172,25

9 612,36

10 052,47

10 492,58

10 932,69

 
 

0,8680864

0,8797751

0,8891086

0,9086411

0,9392638

0,9426565

0,9442490

0,9441793

A5

A*11

7 994,35

8 330,28

8 680,33

8 921,83

9 045,09

9 425,17

9 821,23

10 233,93

 
 

6 473,51

6 857,02

7 240,53

7 624,04

8 007,55

8 391,06

8 774,57

9 158,08

 
 

0,8097606

0,8231440

0,8341307

0,8545377

0,8852925

0,8902821

0,8934288

0,8948742

A6

A*10

7 065,67

7 362,57

7 671,96

7 885,41

7 994,35

8 330,28

8 680,33

9 045,09

 
 

5 594,32

5 899,56

6 204,80

6 510,04

6 815,28

7 120,52

7 425,76

7 731,00

 
 

0,7917607

0,8012909

0,8087633

0,8255804

0,8525121

0,8547756

0,8554698

0,8547179

 

A*9

6 244,87

6 507,29

6 780,73

6 969,38

7 065,67

 
 
 

A7

A*8

5 519,42

5 751,35

5 993,03

6 159,77

6 244,87

6 507,29

 
 
 
 

4 815,59

5 055,21

5 294,83

5 534,45

5 774,07

6 013,69

 
 
 
 

0,8724812

0,8789606

0,8834980

0,8984832

0,9246101

0,9241466

 
 

A8

A*7

4 878,24

5 083,24

5 296,84

5 444,21

5 519,42

 
 
 
 
 

4 258,95

4 430,71

 
 
 
 
 
 
 
 

0,8730505

0,8716311

 
 
 
 
 
 
 

A*6

4 311,55

4 492,73

4 681,52

4 811,77

4 878,24

 
 
 
 

A*5

3 810,69

3 970,82

4 137,68

4 252,80

4 311,55

 
 
 

(1)   Οι αριθμοί με πλάγια γράμματα στους ανωτέρω πίνακες αναφέρονται στους παλαιούς μισθούς όπως ορίζονται στο άρθρο 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης πριν από την 1η Μαΐου 2004. Συμπεριλαμβάνονται στους πίνακες αυτούς μόνο για επεξηγηματικούς λόγους και δεν έχουν καμία έννομη συνέπεια.

(2)   Ο αριθμός στην τρίτη γραμμή που αντιστοιχεί σε κάθε κλιμάκιο είναι ο συντελεστής που αντιπροσωπεύει τη σχέση μεταξύ των βασικών μισθών πριν από και μετά την 1η Μαΐου 2004.



Κατηγορία B (1) (2)

Παλαιός βαθμός

Νέος (ενδιάμεσος) βαθμός

1

2

3

4

5

6

7

8

 

B*11

7 994,35

8 330,28

8 680,33

8 921,83

9 045,09

 
 
 

B1

B*10

7 065,67

7 362,57

7 671,96

7 885,41

7 994,35

8 330,28

8 680,33

9 045,09

 
 

5 594,32

5 899,56

6 204,80

6 510,04

6 815,28

7 120,52

7 425,76

7 731,00

 
 

0,7917607

0,8012909

0,8087633

0,8255804

0,8525121

0,8547756

0,8554698

0,8547179

 

B*9

6 244,87

6 507,29

6 780,73

6 969,38

7 065,67

 
 
 

B2

B*8

5 519,42

5 751,35

5 993,03

6 159,77

6 244,87

6 507,29

6 780,73

7 065,67

 
 

4 847,05

5 074,29

5 301,53

5 528,77

5 756,01

5 983,25

6 210,49

6 437,73

 
 

0,8781810

0,8822781

0,8846160

0,8975611

0,9217181

0,9194688

0,9159029

0,9111280

B3

B*7

4 878,24

5 083,24

5 296,84

5 444,21

5 519,42

5 751,35

5 993,03

6 244,87

 
 

4 065,67

4 254,62

4 443,57

4 632,52

4 821,47

5 010,42

5 199,37

5 388,32

 
 

0,8334297

0,8369898

0,8389096

0,8509077

0,8735465

0,8711729

0,8675695

0,8628394

B4

B*6

4 311,55

4 492,73

4 681,52

4 811,77

4 878,24

5 083,24

5 296,84

5 519,42

 
 

3 516,44

3 680,31

3 844,18

4 008,05

4 171,92

4 335,79

4 499,66

4 663,53

 
 

0,8155860

0,8191701

0,8211393

0,8329679

0,8552101

0,8529580

0,8494989

0,8449312

B5

B*5

3 810,69

3 970,82

4 137,68

4 252,80

4 311,55

4 492,73

4 681,52

4 878,24

 
 

3 143,24

3 275,85

3 408,46

3 541,07

3 673,68

3 806,29

3 938,90

4 071,51

 
 

0,8248480

0,8249807

0,8237611

0,8326444

0,8520555

0,8472109

0,8413720

0,8346268

 

B*4

3 368,02

3 509,54

3 657,02

3 758,76

3 810,69

 
 
 
 

B*3

2 976,76

3 101,85

3 232,19

3 322,12

3 368,02

 
 
 

(1)   Οι αριθμοί με πλάγια γράμματα στους ανωτέρω πίνακες αναφέρονται στους παλαιούς μισθούς όπως ορίζονται στο άρθρο 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης πριν από την 1η Μαΐου 2004. Συμπεριλαμβάνονται στους πίνακες αυτούς μόνο για επεξηγηματικούς λόγους και δεν έχουν καμία έννομη συνέπεια.

(2)   Ο αριθμός στην τρίτη γραμμή που αντιστοιχεί σε κάθε κλιμάκιο είναι ο συντελεστής που αντιπροσωπεύει τη σχέση μεταξύ των βασικών μισθών πριν από και μετά την 1η Μαΐου 2004.



Κατηγορία C (1) (2)

Παλαιός βαθμός

Νέος (ενδιάμεσος) βαθμός

1

2

3

4

5

6

7

8

 

C*7

4 878,24

5 083,24

5 296,84

5 444,21

5 519,42

 
 
 

C1

C*6

4 311,55

4 492,73

4 681,52

4 811,77

4 878,24

5 083,24

5 296,84

5 519,42

 
 

3 586,63

3 731,26

3 875,89

4 020,52

4 165,15

4 309,78

4 454,41

4 599,04

 
 

0,8318656

0,8305106

0,8279127

0,8355595

0,8538223

0,8478411

0,8409561

0,8332470

C2

C*5

3 810,69

3 970,82

4 137,68

4 252,80

4 311,55

4 492,73

4 681,52

4 878,24

 
 

3 119,61

3 252,15

3 384,69

3 517,23

3 649,77

3 782,31

3 914,85

4 047,39

 
 

0,8186470

0,8190122

0,8180164

0,8270387

0,8465100

0,8418734

0,8362348

0,8296824

C3

C*4

3 368,02

3 509,54

3 657,02

3 758,76

3 810,69

3 970,82

4 137,68

4 311,55

 
 

2 910,01

3 023,56

3 137,11

3 250,66

3 364,21

3 477,76

3 591,31

3 704,86

 
 

0,8640121

0,8615260

0,8578323

0,8648224

0,8828349

0,8758292

0,8679526

0,8592873

C4

C*3

2 976,76

3 101,85

3 232,19

3 322,12

3 368,02

3 509,54

3 657,02

3 810,69

 
 

2 629,42

2 735,93

2 842,44

2 948,95

3 055,46

3 161,97

3 268,48

3 374,99

 
 

0,8833161

0,8820317

0,8794161

0,8876711

0,9071977

0,9009642

0,8937550

0,8856638

C5

C*2

2 630,96

2 741,52

2 856,72

2 936,20

2 976,76

 
 
 
 
 

2 424,48

2 523,83

2 623,18

2 722,53

 
 
 
 
 
 

0,9215191

0,9205951

0,9182489

0,9272291

 
 
 
 
 

C*1

2 325,33

2 423,04

2 524,86

2 595,11

2 630,96

 
 
 

(1)   Οι αριθμοί με πλάγια γράμματα στους ανωτέρω πίνακες αναφέρονται στους παλαιούς μισθούς όπως ορίζονται στο άρθρο 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης πριν από την 1η Μαΐου 2004. Συμπεριλαμβάνονται στους πίνακες αυτούς μόνο για επεξηγηματικούς λόγους και δεν έχουν καμία έννομη συνέπεια.

(2)   Ο αριθμός στην τρίτη γραμμή που αντιστοιχεί σε κάθε κλιμάκιο είναι ο συντελεστής που αντιπροσωπεύει τη σχέση μεταξύ των βασικών μισθών πριν από και μετά την 1η Μαΐου 2004.



Κατηγορία D (1) (2)

Παλαιός βαθμός

Νέος (ενδιάμεσος) βαθμός

1

2

3

4

5

6

7

8

 

D*5

3 810,69

3 970,82

4 137,68

4 252,8

4 311,55

 
 
 

D1

D*4

3 368,02

3 509,54

3 657,02

3 758,76

3 810,69

3 970,82

4 137,68

4 311,55

 
 

2 740,03

2 859,83

2 979,63

3 099,43

3 219,23

3 339,03

3 458,83

3 578,63

 
 

0,8135433

0,8148732

0,8147699

0,8245884

0,8447893

0,8408918

0,8359346

0,8300101

D2

D*3

2 976,76

3 101,85

3 232,19

3 322,12

3 368,02

3 509,54

3 657,02

3 810,69

 
 

2 498,38

2 604,79

2 711,20

2 817,61

2 924,02

3 030,43

3 136,84

3 243,25

 
 

0,8392951

0,8397537

0,8388121

0,8481361

0,8681718

0,8634835

0,8577585

0,8510926

D3

D*2

2 630,96

2 741,52

2 856,72

2 936,20

2 976,76

3 101,85

3 232,19

3 368,02

 
 

2 325,33

2 424,85

2 524,37

2 623,89

2 723,41

2 822,93

2 922,45

3 021,97

 
 

0,8838333

0,8844911

0,8836603

0,8936346

0,9148907

0,9100795

0,9041702

0,8972542

D4

D*1

2 325,33

2 423,04

2 524,86

2 595,11

2 630,96

 
 
 
 
 

2 192,47

2 282,38

2 372,29

2 462,20

 
 
 
 
 
 

0,9428640

0,9419476

0,9395718

0,9487849

 
 
 
 

(1)   Οι αριθμοί με πλάγια γράμματα στους ανωτέρω πίνακες αναφέρονται στους παλαιούς μισθούς όπως ορίζονται στο άρθρο 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης πριν από την 1η Μαΐου 2004. Συμπεριλαμβάνονται στους πίνακες αυτούς μόνο για επεξηγηματικούς λόγους και δεν έχουν καμία έννομη συνέπεια.

(2)   Ο αριθμός στην τρίτη γραμμή που αντιστοιχεί σε κάθε κλιμάκιο είναι ο συντελεστής που αντιπροσωπεύει τη σχέση μεταξύ των βασικών μισθών πριν από και μετά την 1η Μαΐου 2004.

3.  Οι μισθοί για τους νέους ενδιάμεσους βαθμούς χρησιμοποιούν τα ποσά εφαρμογής κατά την έννοια του άρθρου 7 του παρόντος Παραρτήματος.

Άρθρο 3

Η διαδικασία που περιγράφεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1 του παρόντος Παραρτήματος δεν έχει καμία επίπτωση στο κλιμάκιο στο οποίο βρίσκεται ένας υπάλληλος ούτε στην αρχαιότητα στο βαθμό και στο κλιμάκιο που έχει αποκτήσει. Οι μισθοί καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 7 του παρόντος Παραρτήματος.

Άρθρο 4

Για την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων και για την περίοδο που ορίζεται στην εισαγωγική πρόταση του άρθρου 1 του παρόντος Παραρτήματος:

α) Οι όροι «ομάδα καθηκόντων» αντικαθίσταται από τον όρο «κατηγορία»:

i) Στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης:

 στο άρθρο 5, παράγραφος 5,

 στο άρθρο 6, παράγραφος 1,

 στο άρθρο 7, παράγραφος 2,

 στο άρθρο 31, παράγραφος 1,

 στο άρθρο 32, τρίτο εδάφιο,

 στο άρθρο 39, στοιχείο στ),

 στο άρθρο 40, παράγραφος 4,

 στο άρθρο 41, παράγραφος 3,

 στο άρθρο 51, παράγραφοι 1, 2, 8 και 9,

 στο άρθρο 78, πρώτο εδάφιο,

ii) στο Παράρτημα II του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, άρθρο 1, τέταρτο εδάφιο,

iii) στο Παράρτημα III του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης:

 στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο γ),

 στο άρθρο 3, τέταρτο εδάφιο,

iv) στο Παράρτημα IX του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης:

 στο άρθρο 5,

 στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχεία στ) και ζ)·

β) οι όροι «ομάδα καθηκόντων AD» αντικαθίστανται από τους όρους «κατηγορία A*»:

i) στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης:

 στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο γ),

 στο άρθρο 48, τρίτο εδάφιο,

 στο άρθρο 56, δεύτερο εδάφιο,

ii) στο Παράρτημα II του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, άρθρο 10, παράγραφος 1·

γ) οι όροι «ομάδα καθηκόντων AST» αντικαθίστανται από τους όρους «κατηγορίες B*, C* και D*»:

i) Στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης:

 στο άρθρο 43, δεύτερο εδάφιο,

 στο άρθρο 48, τρίτο εδάφιο,

ii) στο Παράρτημα VI του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, άρθρα 1 και 3·

δ) οι όροι «του βαθμού AST 1 έως AST 4»αντικαθίστανται από τους όρους «των κατηγοριών C* και D* βαθμοί 1 έως 4», στο άρθρο 56, τρίτο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης·

ε) στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο (α) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι όροι «την ομάδα καθηκόντων AST» αντικαθίστανται από τους όρους «τις κατηγορίες B* και C*»·

στ) το άρθρο 29, παράγραφος 4 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο οργανώνει τουλάχιστον ένα διαγωνισμό για τις κατηγορίες C*, B* και A* πριν από την 1η Μαΐου 2006»·

ζ) στο άρθρο 43, δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι όροι «καθηκόντων υπαλλήλου διοικήσεως» αντικαθίστανται από τους όρους «καθηκόντων στην αμέσως ανώτερη κατηγορία»·

η) στο άρθρο 45α, παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι όροι «ομάδας καθηκόντων AST» αντικαθίστανται από τους όρους «κατηγορίας Β*» και οι όροι «ομάδας καθηκόντων AST» αντικαθίστανται από τους όρους «θέσης στην κατηγορία Α*»·

θ) στο άρθρο 46 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι όροι «AD 9 έως AD 14» αντικαθίστανται από τους όρους «A *9 έως A *14»·

ι) στο άρθρο 29, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι όροι «βαθμών AD 16 ή AD 15» αντικαθίστανται από τους όρους «βαθμών A *16 ή A* 15» και οι όροι «βαθμών AD 15 ή AD 14» από τους όρους «βαθμών A *15 ή A* 14»·

ια) στο Παράρτημα II του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, στο άρθρο 12, πρώτο εδάφιο, ο όρος «AD 14» αντικαθίσταται από τον όρο «A *14»·

ιβ) στο Παράρτημα IX του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, στο άρθρο 5:

i) στην παράγραφο 2, ο όρος «AD 13» αντικαθίσταται από τον όρο «A *13»,

ii) στην παράγραφο 3, ο όρος «AD 14» αντικαθίσταται από τους όρους «A *14 ή ανώτερο βαθμό» και οι όροι «AD 16 ή AD 15» από τους όρους «A *16 ή A *15»,

iii) στην παράγραφο 4, ο όρος «AD 16» αντικαθίσταται από τους όρους «A *16» και ο όρος «AD 15» από τον όρο «A *15»·

ιγ) στο άρθρο 43, δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι όροι «και από τον τέταρτο βαθμό» διαγράφονται·

ιδ) στο άρθρο 5, παράγραφος 4 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η παραπομπή στο «Παράρτημα I, σημείο A», αντικαθίσταται από την παραπομπή στο «Παράρτημα XIII.1»·

ιε) οπουδήποτε στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης γίνεται αναφορά στο βασικό μηνιαίο μισθό υπαλλήλου βαθμού AST 1, αντικαθίσταται από αναφορά στο βασικό μηνιαίο μισθό υπαλλήλου βαθμού D *1.

Άρθρο 5

1.  Παρά το άρθρο 45 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι υπάλληλοι που είχαν σειρά προαγωγής την 1η Μαΐου 2004 εξακολουθούν να έχουν σειρά προαγωγής, έστω και αν δεν έχουν ακόμη συμπληρώσει ελάχιστη περίοδο δύο ετών στο βαθμό τους.

2.  Οι υπάλληλοι που είναι εγγεγραμμένοι σε πίνακα υποψηφίων ικανών να μεταφερθούν σε άλλη κατηγορία πριν από την 1η Μαΐου 2006 κατατάσσονται, εάν η μετάβαση πραγματοποιηθεί μετά την 1η Μαΐου 2004, στον ίδιο βαθμό και στο ίδιο κλιμάκιο με αυτό που κατείχαν στην παλαιά κατηγορία ή, ελλείψει αυτών, στο πρώτο κλιμάκιο του εισαγωγικού βαθμού της νέας κατηγορίας.

3.  Τα άρθρα 1 έως 11 του παρόντος Παραρτήματος ισχύουν, για τους έκτακτους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται πριν από την 1η Μαΐου 2004, οι οποίοι στη συνέχεια προσλαμβάνονται ως υπάλληλοι σύμφωνα με την παράγραφο 4.

4.  Οι έκτακτοι υπάλληλοι που είναι εγγεγραμμένοι σε πίνακα υποψηφίων ικανών να μεταφερθούν σε άλλη κατηγορία ή σε πίνακα επιτυχόντων υποψηφίων εσωτερικού διαγωνισμού πριν από την 1η Μαΐου 2006 κατατάσσονται, εάν η πρόσληψη πραγματοποιηθεί μετά την 1η Μαΐου 2004 στον ίδιο βαθμό και στο ίδιο κλιμάκιο με αυτό που κατείχαν ως έκτακτοι υπάλληλοι στην παλαιά κατηγορία ή, ελλείψει αυτών, στο πρώτο κλιμάκιο του εισαγωγικού βαθμού της νέας κατηγορίας.

5.  Ο υπάλληλος βαθμού A3 την 30ή Απριλίου 2004 πρέπει, εάν διορισθεί μετά την εν λόγω ημερομηνία ως διευθυντής, να προάγεται στον επόμενο ανώτερο βαθμό, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 5 του παρόντος Παραρτήματος. Το άρθρο 46, τελευταία πρόταση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης δεν εφαρμόζεται.

Άρθρο 6

Με την επιφύλαξη των άρθρων 9 και 10 του παρόντος Παραρτήματος, για την πρώτη προαγωγή των υπαλλήλων που προσλαμβάνονται πριν από την 1η Μαΐου 2004, τα ποσοστά που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 2 και στο Παράρτημα I, σημείο B του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης προσαρμόζονται, για να καταστούν σύμφωνα με τις διευθετήσεις που ισχύουν σε κάθε όργανο πριν από την ημερομηνία αυτή.

Όταν η προαγωγή ενός υπαλλήλου παράγει αποτελέσματα πριν από την 1η Μαΐου 2004, διέπεται από τις διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που ισχύουν την ημερομηνία κατά την οποία η προαγωγή παράγει αποτελέσματα.

Άρθρο 7

Ο μηνιαίος βασικός μισθός των υπαλλήλων που προσλαμβάνονται πριν από την 1η Μαΐου 2004, καθορίζεται σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:

1. Ο μηνιαίος βασικός μισθός που καταβάλλεται σε κάθε υπάλληλο δεν υφίσταται καμία μεταβολή λόγω της αλλαγής της ονομασίας των βαθμών σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1 του παρόντος Παραρτήματος.

2. Για κάθε υπάλληλο υπολογίζεται, την 1η Μαΐου 2004, ένας συντελεστής πολλαπλασιασμού. Ο εν λόγω συντελεστής πολλαπλασιασμού ισούται με τον λόγο που υπάρχει μεταξύ του μηνιαίου βασικού μισθού που καταβάλλεται στον υπάλληλο πριν από την 1η Μαΐου 2004 και του ποσού εφαρμογής που ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2 του παρόντος Παραρτήματος.

Ο μηνιαίος βασικός μισθός που καταβάλλεται στον υπάλληλο κατά την 1η Μαΐου 2004 ισούται με το γινόμενο του ποσού εφαρμογής επί τον συντελεστή πολλαπλασιασμού.

Ο συντελεστής πολλαπλασιασμού χρησιμοποιείται για τον καθορισμό του μηνιαίου βασικού μισθού του υπαλλήλου κατά την προαγωγή κατά κλιμάκιο ή κατά την προσαρμογή των αποδοχών.

3. Παρά τις ανωτέρω διατάξεις, για τις περιόδους μετά την 1η Μαΐου 2004, ο μηνιαίος βασικός μισθός που καταβάλλεται στον υπάλληλο δεν είναι μικρότερος από τον μηνιαίο βασικό μισθό που θα είχε εισπράξει δυνάμει του συστήματος που ίσχυε πριν από την ημερομηνία αυτή επ' ευκαιρία της αυτόματης προαγωγής κατά κλιμάκιο στον βαθμό που κατείχε προηγουμένως. Για κάθε βαθμό και για κάθε κλιμάκιο, ο παλαιός βασικός μισθός που λαμβάνεται υπόψη ισούται με το ποσό εφαρμογής μετά την 1η Μαΐου 2004, πολλαπλασιαζόμενο επί τον συντελεστή που ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2 του παρόντος Παραρτήματος.

4. Ο υπάλληλος βαθμού A*10 έως A*16 και AD10 έως 16 αντίστοιχα, ο οποίος την 30ή Απριλίου 2004 είναι προϊστάμενος μονάδας, διευθυντής ή γενικός διευθυντής ή, στη συνέχεια διορίζεται προϊστάμενος μονάδας, διευθυντής ή γενικός διευθυντής και έχει ασκήσει τα νέα του καθήκοντα κατά τους πρώτους εννέα μήνες, δικαιούται αύξηση του μηνιαίου βασικού μισθού αντίστοιχη με τη διαφορά κατά ποσοστό μεταξύ του πρώτου και του δευτέρου κλιμακίου των βαθμών που αναφέρονται στον πίνακα του άρθρου 2, παράγραφος 1 και στον πίνακα του άρθρου 8, παράγραφος 1 του παρόντος Παραρτήματος.

5. Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 3, για κάθε υπάλληλο, η πρώτη προαγωγή που λαμβάνεται μετά την 1η Μαΐου 2004, πρέπει, ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκε πριν από την 1η Μαΐου 2004 και ανάλογα με το κλιμάκιο που κατέχει τη στιγμή που παράγει αποτελέσματα η προαγωγή του, να συνεπάγεται αύξηση του μηνιαίου βασικού μισθού που καθορίζεται βάσει του ακόλουθου πίνακα:



Κλιμάκια

Βαθμοί

1

2

3

4

5

6

7

8

A

13,1 %

11,0 %

6,8 %

5,7 %

5,5 %

5,2 %

5,2 %

4,9 %

B

11,9 %

10,5 %

6,4 %

4,9 %

4,8 %

4,7 %

4,5 %

4,3 %

C

8,5 %

6,3 %

4,6 %

4,0 %

3,9 %

3,7 %

3,6 %

3,5 %

D

6,1 %

4,6 %

4,3 %

4,1 %

4,0 %

3,9 %

3,7 %

3,6 %

Για να καθορισθεί το εφαρμοστέο ποσοστό, κάθε βαθμός διαιρείται σε μια σειρά πλασματικών κλιμακίων που αντιστοιχούν σε δύο μήνες υπηρεσίας και σε πλασματικά ποσοστά μειωμένα κατά ένα δωδέκατο της διαφοράς μεταξύ του ποσοστού του συγκεκριμένου κλιμακίου και εκείνου του αμέσως ανώτερου κλιμακίου για κάθε πλασματικό κλιμάκιο.

Για τον υπολογισμό του μισθού προ της προαγωγής, όταν ο υπάλληλος δεν βρίσκεται στο τελευταίο κλιμάκιο του βαθμού του, λαμβάνεται υπόψη η αξία του πλασματικού κλιμακίου. Για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης, κάθε βαθμός διαιρείται επίσης σε πλασματικούς μισθούς που προχωρούν, από το πρώτο έως το τελευταίο πραγματικό κλιμάκιο, κατά ένα δωδέκατο της διετούς αύξησης κατά κλιμάκιο στο βαθμό αυτό.

6. Κατά την εν λόγω πρώτη προαγωγή, καθορίζεται νέος συντελεστής πολλαπλασιασμού. Αυτός ο συντελεστής πολλαπλασιασμού ισούται με τον λόγο μεταξύ των νέων βασικών μισθών που προκύπτουν από την εφαρμογή της παραγράφου 5 και του ποσού εφαρμογής που αναφέρεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του παρόντος Παραρτήματος. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 7, ο εν λόγω συντελεστής πολλαπλασιασμού εφαρμόζεται επί του μισθού κατά την προαγωγή κατά κλιμάκιο και κατά την αναπροσαρμογή των αποδοχών.

7. Εάν, μετά από μια προαγωγή, ο συντελεστής πολλαπλασιασμού είναι κατώτερος της μονάδας, ο υπάλληλος, κατά παρέκκλιση του άρθρου 44 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, παραμένει στο πρώτο κλιμάκιο του νέου βαθμού του, για όσο διάστημα ο συντελεστής πολλαπλασιασμού παραμένει κατώτερος της μονάδας ή ο ενδιαφερόμενος δεν λαμβάνει νέα προαγωγή. Υπολογίζεται νέος συντελεστής πολλαπλασιασμού, για να ληφθεί υπόψη η αξία της προαγωγής κατά κλιμάκιο, στην οποία θα είχε δικαίωμα ο υπάλληλος δυνάμει του εν λόγω άρθρου. Όταν ο συντελεστής φθάσει τη μονάδα, ο υπάλληλος αρχίζει να προχωρεί από το ένα κλιμάκιο στο άλλο σύμφωνα με το άρθρο 44 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Εξάλλου, εάν ο συντελεστής πολλαπλασιασμού υπερβεί τη μονάδα, το υπόλοιπο που, ενδεχομένως, απομένει, μετατρέπεται σε αρχαιότητα στο κλιμάκιο.

8. Ο συντελεστής πολλαπλασιασμού εφαρμόζεται κατά τις μεταγενέστερες προαγωγές.

Άρθρο 8

1.  Οι βαθμοί που εισάγονται δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1 αλλάζουν ονομασία, με ισχύ από την 1η Μαΐου 2006 ως εξής:



Παλαιός βαθμός (ενδιάμεσος)

Νέος βαθμός

Παλαιός βαθμός (ενδιάμεσος)

Νέος βαθμός

A*16

AD 16

 
 

A*15

AD 15

 
 

A*14

AD 14

 
 

A*13

AD 13

 
 

A*12

AD 12

 
 

A*11

AD 11

B*11

AST 11

A*10

AD 10

B*10

AST 10

A*9

AD 9

B*9

AST 9

A*8

AD 8

B*8

AST 8

A*7

AD 7

B*7/C*7

AST 7

A*6

AD 6

B*6/C*6

AST 6

A*5

AD 5

B*5/C*5/D*5

AST 5

 
 

B*4/C*4/D*4

AST 4

 
 

B*3/C*3/D*3

AST 3

 
 

C*2/D*2

AST 2

 
 

C*1/D*1

AST 1

2.  Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 7 του παρόντος Παραρτήματος, οι μηνιαίοι βασικοί μισθοί καθορίζονται για κάθε βαθμό και κάθε κλιμάκιο βάσει του πίνακα που περιλαμβάνεται στο άρθρο 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Όσον αφορά τους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται πριν από την 1η Μαΐου 2004, ο πίνακας που εφαρμόζεται έως ότου παραγάγει αποτελέσματα η πρώτη προαγωγή τους μετά την ημερομηνία αυτή, είναι ο εξής:

▼M122



1.7.2008

ΚΛΙΜΑΚΙΟ

ΒΑΘΜΟΣ

1

2

3

4

5

6

7

8

16

16 299,08

16 983,99

17 697,68

17 697,68

17 697,68

17 697,68

 
 

15

14 405,66

15 011,01

15 641,79

16 076,97

16 299,08

16 983,99

 
 

14

12 732,20

13 267,22

13 824,73

14 209,36

14 405,66

15 011,01

15 641,79

16 299,08

13

11 253,14

11 726,01

12 218,75

12 558,70

12 732,20

 
 
 

12

9 945,89

10 363,83

10 799,33

11 099,79

11 253,14

11 726,01

12 218,75

12 732,20

11

8 790,51

9 159,90

9 544,81

9 810,36

9 945,89

10 363,83

10 799,33

11 253,14

10

7 769,34

8 095,82

8 436,01

8 670,72

8 790,51

9 159,90

9 544,81

9 945,89

9

6 866,80

7 155,35

7 456,03

7 663,46

7 769,34

 
 
 

8

6 069,10

6 324,13

6 589,88

6 773,22

6 866,80

7 155,35

7 456,03

7 769,34

7

5 364,07

5 589,48

5 824,35

5 986,40

6 069,10

6 324,13

6 589,88

6 866,80

6

4 740,94

4 940,16

5 147,76

5 290,97

5 364,07

5 589,48

5 824,35

6 069,10

5

4 190,20

4 366,28

4 549,76

4 676,34

4 740,94

4 940,16

5 147,76

5 364,07

4

3 703,44

3 859,06

4 021,22

4 133,10

4 190,20

4 366,28

4 549,76

4 740,94

3

3 273,22

3 410,76

3 554,09

3 652,97

3 703,44

3 859,06

4 021,22

4 190,20

2

2 892,98

3 014,55

3 141,22

3 228,61

3 273,22

3 410,76

3 554,09

3 703,44

1

2 556,91

2 664,35

2 776,31

2 853,56

2 892,98

 
 
 

▼M112

Άρθρο 9

Από την 1η Μαΐου 2004 έως την 30ή Απριλίου 2011 και κατά παρέκκλιση του Παραρτήματος Ι, σημείο B του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, όσον αφορά τους υπαλλήλους των βαθμών AD 12 και 13 και του βαθμού AST 10, τα ποσοστά που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, είναι τα εξής:



Βαθμός

1η Μαΐου 3004 μέχρι

 

30.4.2005

30.4.2006

30.4.2007

30.4.2008

30.4.2009

30.4.2010

30.4.2011

A*/AD 13

5 %

10 %

15 %

20 %

20 %

A*/AD 12

5 %

5 %

5 %

10 %

15 %

20 %

25 %

B*/AST 10

5 %

5 %

5 %

10 %

15 %

20 %

20 %

Άρθρο 10

1.  Οι υπάλληλοι που υπηρετούν στις κατηγορίες C ή D πριν από την 1η Μαΐου 2004, τοποθετούνται από την 1η Μαΐου 2006 στις σταδιοδρομίες που επιτρέπουν προαγωγές:

α) στην παλαιά κατηγορία C, έως το βαθμό AST 7·

β) στην παλαιά κατηγορία D, έως το βαθμό AST 5.

2.  Για τους υπαλλήλους αυτούς, από την 1η Μαΐου 2004 και κατά παρέκκλιση του Παραρτήματος I, σημείο B του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, τα ποσοστά που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, είναι τα εξής:



Σταδιοδρομία C

Βαθμός

1η Μαΐου 2004 μέχρι

Μετά τις 30.4.2010

 

30.4.2005

30.4.2006

30.4.2007

30.4.2008

30.4.2009

30.4.2010

C*/AST 7

C*/AST 6

5 %

5 %

5 %

10 %

15 %

20 %

20 %

C*/AST 5

22 %

22 %

22 %

22 %

22 %

22 %

22 %

C*/AST 4

22 %

22 %

22 %

22 %

22 %

22 %

22 %

C*/AST 3

25 %

25 %

25 %

25 %

25 %

25 %

25 %

C*/AST 2

25 %

25 %

25 %

25 %

25 %

25 %

25 %

C*/AST 1

25 %

25 %

25 %

25 %

25 %

25 %

25 %



Σταδιοδρομία D

Βαθμός

1η Μαΐου 2004 μέχρι

Μετά τις 30.4.2010

 

30.4.2005

30.4.2006

30.4.2007

30.4.2008

30.4.2009

30.4.2010

 

D*/AST 5

D*/AST 4

5 %

5 %

5 %

10 %

10 %

10 %

10 %

D*/AST 3

22 %

22 %

22 %

22 %

22 %

22 %

22 %

D*/AST 2

22 %

22 %

22 %

22 %

22 %

22 %

22 %

D*/AST 1

3.  Υπάλληλος στον οποίο εφαρμόζεται η παράγραφος 1 μπορεί να καθίσταται μέλος της ομάδας καθηκόντων των βοηθών χωρίς περιορισμό, αφού επιτύχει σε γενικό διαγωνισμό ή βάσει διαδικασίας πιστοποίησης. Η διαδικασία πιστοποίησης βασίζεται στην αρχαιότητα, την εμπειρία, τα προσόντα και το επίπεδο κατάρτισης των υπαλλήλων και τη διαθεσιμότητα των θέσεων στην ομάδα καθηκόντων AST. Οι υποψηφιότητες των υπαλλήλων για την πιστοποίηση εξετάζονται από επιτροπή ίσης εκπροσώπησης. Τα όργανα θεσπίζουν τους κανόνες εφαρμογής της εν λόγω διαδικασίας πριν από την 1η Μαΐου 2004. Εάν χρειασθεί, τα όργανα θεσπίζουν ειδικές διατάξεις για να ληφθούν υπόψη οι αλλαγές που έχουν ως αποτέλεσμα να τροποποιούνται τα εφαρμοστέα ποσοστά προαγωγής.

4.  Με την έκθεση που προσκομίζεται από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η Επιτροπή παρέχει επίσης πληροφορίες σχετικά με το δημοσιονομικό αντίκτυπο των ποσοστών προαγωγών που προβλέπει το παρόν Παράρτημα, και με την ένταξη των υπαλλήλων που υπηρετούν πριν από την 1η Μαΐου 2004 στο νέο σύστημα για τις σταδιοδρομίες, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας πιστοποίησης.

5.  Το παρόν άρθρο δεν ισχύει για τους υπαλλήλους οι οποίοι θα αλλάξουν κατηγορία μετά την 1η Μαΐου 2004.

Άρθρο 11

Το άρθρο 45, παράγραφος 2 δεν εφαρμόζεται για προαγωγές που παράγουν αποτελέσματα πριν από την 1η Μαΐου 2006.



Τμήμα 2

Άρθρο 12

1.  Κατά το διάστημα από την 1η Μαΐου 2004 έως την 30ή Απριλίου 2006, η αναφορά στους βαθμούς των ομάδων καθηκόντων AST και AD στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 31 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, γίνεται ως εξής:

 AST1 έως AST4: C*1 έως C*2 και B*3 έως B*4,

 AD5 έως AD8: A*5 έως A*8,

 AD9, AD10, AD11, AD12: A*9, A*10, A*11, A*12.

2.  Το άρθρο 5, παράγραφος 3 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης δεν εφαρμόζεται στους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται από πίνακες ικανότητας που συντάσσονται κατόπιν διαγωνισμών που έχουν δημοσιευθεί πριν από την 1η Μαΐου 2004.

3.  Οι υπάλληλοι που έχουν εγγραφεί σε πίνακα ικανότητας πριν από την 1η Μαΐου 2006 και προσλαμβάνονται μεταξύ 1ης Μαΐου 2004 και 30ής Απριλίου 2006, κατατάσσονται:

 εάν ο πίνακας έχει συνταχθεί για την κατηγορία A*, B* ή C*, στον βαθμό του διαγωνισμού που δημοσιεύθηκε,

 εάν ο πίνακας έχει συνταχθεί για την κατηγορία A, LA, B ή C, στο βαθμό που προβλέπει ο κατωτέρω πίνακας:

 



Βαθμός του διαγωνισμού

Βαθμός πρόσληψης

A8/LA8

A*5

A7/LA7 και A6/LA6

A*6

A5/LA5 και A4/LA4

A*9

A3/LA3

A*12

A2

A*14

A1

A*15

 
 

B5 και B4

B*3

B3 και B2

B*4

 
 

C5 και C4

C*1

C3 και C2

C*2

Άρθρο 13

1.  Οι υπάλληλοι που έχουν εγγραφεί σε πίνακα ικανότητας πριν από την 1η Μαΐου 2006 και προσλαμβάνονται μετά την ημερομηνία αυτή, κατατάσσονται σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:



Βαθμός του διαγωνισμού

Βαθμός πρόσληψης

A8/LA8

A*5

AD5

A7/LA7 και A6/LA6

A*6

AD6

 

A*7

AD7

 

A*8

AD8

A5/LA5 και A4/LA4

A*9

AD9

 

A*10

AD10

 

A*11

AD11

A3/LA3

A*12

AD12

A2

A*14

AD14

A1

A*15

AD15

 
 
 

B5 και B4

B*3

AST3

B3 και B2

B*4

AST4

C5 και C4

C*1

AST1

C3 και C2

C*2

AST2

 

2.  Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 3 του άρθρου 12 και της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα όργανα μπορούν να προσλαμβάνουν υπαλλήλους επιφορτισμένους με καθήκοντα γλωσσομαθούς νομικού στο βαθμό Α*7 ή ΑD 7 αντίστοιχα, οι οποίοι είχαν εγγραφεί σε πίνακα ικανότητας κατόπιν διαγωνισμού στο βαθμό LA 7 και LΑ 6 ή Α*6 πριν από την 1η Μαΐου 2006. ◄ Εντούτοις, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, λαμβάνοντας υπόψη την κατάρτιση και την ειδική πείρα για τη θέση εκ μέρους του συγκεκριμένου προσώπου, μπορεί να χορηγεί πρόσθετη αρχαιότητα στον βαθμό του/της· η αρχαιότητα αυτή δεν υπερβαίνει τους 48 μήνες.



Τμήμα 3

Άρθρο 14

Παρά το άρθρο 2, παράγραφος 1 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το ποσό του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου αντικαθίσταται από τα ακόλουθα ποσά:

▼M122

1.7.2008-31.12.2008

344,55

▼M112

Τα ποσά αυτά αναπροσαρμόζονται κάθε έτος κατά ποσοστό ίδιο με το ποσοστό της ετήσιας αναπροσαρμογής που ορίζεται στο Παράρτημα XI του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 15

Παρά το άρθρο 3, παράγραφος 2 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το ποσό του επιδόματος για κάθε συντηρούμενο τέκνο το οποίο είναι μικρότερο των πέντε ετών ή το οποίο δεν φοιτά ακόμα πλήρως και κανονικά σε σχολείο στοιχειώδους ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αντικαθίσταται από τα ακόλουθα ποσά:

▼M122

1.7.2008-31.8.2008

70,14

▼M112

Τα ποσά αυτά αναπροσαρμόζονται κάθε έτος κατά ποσοστό ίδιο με το ποσοστό της ετήσιας αναπροσαρμογής που προβλέπεται στο Παράρτημα XI του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 16

Παρά το άρθρο 3 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο υπάλληλος που λαμβάνει κατ' αποκοπή σχολικό επίδομα εξακολουθεί να το λαμβάνει, εφόσον πληρούνται οι όροι υπό τους οποίους του είχε χορηγηθεί και το αργότερο έως τις 31 Αυγούστου 2008. Εντούτοις, τα ποσά των κατ' αποκοπή πληρωμών θα μειωθούν στο 80 % της αξίας που είχαν στις 30 Απριλίου 2004, την 1η Σεπτεμβρίου 2004, στο 60 % της εν λόγω αξίας την 1η Σεπτεμβρίου 2005, στο 40 % της εν λόγω αξίας την 1η Σεπτεμβρίου 2006 και στο 20 % της εν λόγω αξίας την 1η Σεπτεμβρίου 2007.

Άρθρο 17

Κατά την περίοδο από 1ης Μαΐου 2004 έως 31 Δεκεμβρίου 2008, παρά το άρθρο 17, παράγραφος 2 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, είναι δυνατόν να μεταφερθεί ένα συμπληρωματικό ποσό, υπό τους ακόλουθους όρους:

α) το ποσό πρέπει να έχει μεταφερθεί κανονικά πριν από την 1η Μαΐου 2004 και οι όροι βάσει των οποίων δόθηκε η έγκριση για τη μεταφορά πρέπει να εξακολουθούν να πληρούνται·

β) το εν λόγω συμπληρωματικό ποσό δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να αυξάνεται το σύνολο των μεταφερόμενων κάθε μήνα ποσό, πέραν των κατωτέρω ορίων, εκφραζόμενων ως ποσοστό του συνολικού ποσού που μεταφέρεται κάθε μήνα πριν από την 1η Μαΐου 2004:



1η Μαΐου 2004-31 Δεκεμβρίου 2004:

100 %

1η Ιανουαρίου 2005-31 Δεκεμβρίου 2005:

80 %

1η Ιανουαρίου 2006-31 Δεκεμβρίου 2006:

60 %

1η Ιανουαρίου 2007-31 Δεκεμβρίου 2007:

40 %

1η Ιανουαρίου 2008-31 Δεκεμβρίου 2008:

20 %.

Άρθρο 18

1.  Οι δικαιούχοι οι οποίοι, το μήνα που προηγήθηκε της 1ης Μαΐου 2004, είχαν δικαίωμα στην κατ' αποκοπή αποζημίωση που αναφέρεται στο παλαιό άρθρο 4α του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το διατηρούν «ad personam» έως τον 6ο βαθμό. Τα ποσά της αποζημίωσης προσαρμόζονται κάθε έτος κατά ποσοστό ίδιο με αυτό που χρησιμοποιείται για την ετήσια αναπροσαρμογή των αποδοχών που αναφέρεται στο Παράρτημα XI του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Εάν, λόγω της διακοπής της κατ' αποκοπήν αποζημίωσης, οι καθαρές αποδοχές υπαλλήλου ο οποίος έχει προαχθεί στον 7ο βαθμό, είναι κατώτερες από τις καθαρές αποδοχές που εισέπραττε, με όλες τις λοιπές συνθήκες αμετάβλητες, τον μήνα που προηγήθηκε της προαγωγής, ο εν λόγω υπάλληλος δικαιούται αντισταθμιστικής αποζημίωσης ίσης προς τη διαφορά έως την προαγωγή του στο επόμενο κλιμάκιο του βαθμού.

2.  Οι υπάλληλοι των κατηγοριών C και D πριν από την 1η Μαΐου 2004, οι οποίοι δεν έχουν καταστεί μέλη της ομάδας καθηκόντων των βοηθών AST, χωρίς περιορισμό σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 3 του παρόντος Παραρτήματος, εξακολουθούν να δικαιούνται είτε συμψηφιστικής άδειας είτε αμοιβής, όταν οι υπηρεσιακές ανάγκες δεν επιτρέπουν την συμψηφιστική άδεια πριν από τη λήξη του μήνα που έπεται εκείνου, κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιήθηκαν οι υπερωρίες, όπως προβλέπεται στο Παράρτημα VI.

Άρθρο 19

Εάν, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου από 1ης Μαΐου 2004 έως 31 Δεκεμβρίου 2008, οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές υπαλλήλου πριν από την εφαρμογή οποιουδήποτε διορθωτικού συντελεστή, είναι κατώτερες από τις καθαρές αποδοχές που θα εισέπραττε με την ίδια προσωπική κατάσταση τον μήνα πριν από την 1η Μαΐου 2004, ο εν λόγω υπάλληλος δικαιούται αντισταθμιστικής αποζημίωσης ίσης προς τη διαφορά. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται, όταν η μείωση των καθαρών αποδοχών απορρέει από την ετήσια προσαρμογή των αποδοχών που αναφέρεται στο Παράρτημα XI του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Αυτή η εγγύηση διατήρησης του καθαρού εισοδήματος δεν καλύπτει την επίπτωση της ειδικής εισφοράς, τις αλλαγές στο ποσοστό των συνταξιοδοτικών εισφορών ή τις αλλαγές στις ρυθμίσεις που αφορούν τη μεταφορά μέρους του μισθού.



Τμήμα 4

Άρθρο 20

1.  Στις συντάξεις των υπαλλήλων που συνταξιοδοτούνται πριν από την 1η Μαΐου 2004 εφαρμόζεται ο διορθωτικός συντελεστής που αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, στοιχείο β), του Παραρτήματος ΧΙ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, για τα κράτη μέλη, στα οποία αποδεικνύουν ότι έχουν την κύρια διαμονή τους.

Ο ελάχιστος εφαρμοστέος διορθωτικός συντελεστής ισούται με 100.

Εάν ορίσουν τη διαμονή τους σε τρίτη χώρα, ο εφαρμοστέος διορθωτικός συντελεστής ισούται με 100.

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 45 του Παραρτήματος VIII, η σύνταξη των δικαιούχων που διαμένουν σε ένα κράτος μέλος καταβάλλεται στο νόμισμα του κράτους μέλους διαμονής, υπό τους όρους που ορίζονται στο άρθρο 63, δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

2.  Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, πρώτο εδάφιο, από την 1η Μαΐου 2004 έως την 1η Μαΐου 2009 οι συντάξεις που καθορίζονται πριν από την 1η Μαΐου 2004 προσαρμόζονται με εφαρμογή του μέσου όρου των διορθωτικών συντελεστών που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 5 στοιχεία α) και β) του Παραρτήματος XI του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι οποίοι χρησιμοποιούνται για το κράτος μέλος όπου ο δικαιούχος της σύνταξης αποδεικνύει ότι έχει την κύρια διαμονή του. Ο εν λόγω μέσος όρος υπολογίζεται με βάση τον διορθωτικό συντελεστή που προβλέπεται στον ακόλουθο πίνακα:



Από την

1.5.2004

1.5.2005

1.5.2006

1.5.2007

1.5.2008

%

80 % στοιχείο α)

20 % στοιχείο β)

60 % στοιχείο α)

40 % στοιχείο β)

40 % στοιχείο α)

60 % στοιχείο β)

20 % στοιχείο α)

80 % στοιχείο β)

100 % στοιχείο β)

Εάν τροποποιηθεί τουλάχιστον ένας από τους συντελεστές του άρθρου 3, παράγραφος 5 του Παραρτήματος ΧΙ, ο μέσος όρος τροποποιείται επίσης με ισχύ από την ίδια ημερομηνία.

3.  Για τους υπαλλήλους που συνταξιοδοτούνται πριν από την 1η Μαΐου 2004 και δεν λαμβάνουν σύνταξη από την 1η Μαΐου 2004, εφαρμόζεται η μέθοδος υπολογισμού των προηγούμενων παραγράφων κατά τον καθορισμό των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων:

α) στα έτη συντάξιμης υπηρεσίας κατά την έννοια του άρθρου 3 του Παραρτήματος VIII που έχουν αποκτηθεί πριν από την 1η Μαΐου 2004 και

β) στα έτη συντάξιμης υπηρεσίας που προκύπτουν από μεταφορά δυνάμει του άρθρου 11 του Παραρτήματος VIII σχετική με τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο του συστήματος του τόπου καταγωγής πριν από την 1η Μαΐου 2004 από τον εν ενεργεία υπάλληλο πριν από την 1η Μαΐου 2004.

Στις συντάξεις τους εφαρμόζεται ο διορθωτικός συντελεστής, μόνον εάν η διαμονή του υπαλλήλου συμπίπτει με τη χώρα του τόπου καταγωγής τους κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 3 του Παραρτήματος VII. Ωστόσο, για οικογενειακούς ή ιατρικούς λόγους, οι δικαιούχοι συντάξεως υπάλληλοι μπορούν κατ' εξαίρεση να υποβάλλουν αίτηση στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή για αλλαγή του τόπου καταγωγής τους. Η απόφαση αυτή λαμβάνεται κατόπιν προσκομίσεως από τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο των κατάλληλων δικαιολογητικών στοιχείων.

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 45 του Παραρτήματος VIII, η σύνταξη των δικαιούχων που διαμένουν σε ένα κράτος μέλος καταβάλλεται στο νόμισμα του κράτους μέλους διαμονής, υπό τους όρους που ορίζονται στο άρθρο 63, δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

4.  Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται κατ' αναλογία στα επιδόματα αναπηρίας και στα επιδόματα των άρθρων 41 και 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 1857/89, (ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 2688/95 ( 6 ), (ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 2689/95 ( 7 ), (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1746/2002, (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1747/2002 ή (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1748/2002. Ωστόσο, το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στους δικαιούχους του επιδόματος που αναφέρονται στο άρθρο 41 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι οποίοι διαμένουν στη χώρα όπου βρίσκεται ο τελευταίος τόπος υπηρεσίας τους.

Άρθρο 21

Παρά τη δεύτερη πρόταση του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 77, ο υπάλληλος ο οποίος εισήλθε στην υπηρεσία πριν από την 1η Μαΐου 2004 δικαιούται 2 % του μισθού που αναφέρεται στην εν λόγω πρόταση ανά έτος συντάξιμης υπηρεσίας που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 3 του Παραρτήματος VIII.

Άρθρο 22

1.  Υπάλληλοι που είναι ηλικίας 50 ετών ή μεγαλύτερης ή έχουν 20 ή περισσότερα έτη υπηρεσίας, την 1η Μαΐου 2004 δικαιούνται σύνταξης αρχαιότητας όταν φθάσουν στην ηλικία των 60 ετών.

Υπάλληλοι που είναι ηλικίας μεταξύ 30 και 49 ετών την 1η Μαΐου 2004, δικαιούνται σύνταξης αρχαιότητας στην ηλικία που καθορίζεται στον κατωτέρω πίνακα:



Ηλικία την 1η Μαΐου 2004

Ηλικία συνταξιοδότησης

49 ετών

60 έτη

2 μήνες

48 ετών

60 έτη

4 μήνες

47 ετών

60 έτη

6 μήνες

46 ετών

60 έτη

8 μήνες

45 ετών

60 έτη

10 μήνες

44 ετών

61 έτη

0 μήνες

43 ετών

61 έτη

2 μήνες

42 ετών

61 έτη

4 μήνες

41 ετών

61 έτη

6 μήνες

40 ετών

61 έτη

8 μήνες

39 ετών

61 έτη

10 μήνες

38 ετών

61 έτη

11 μήνες

37 ετών

62 έτη

0 μήνες

36 ετών

62 έτη

1 μηνός

35 ετών

62 έτη

2 μήνες

34 ετών

62 έτη

4 μήνες

33 ετών

62 έτη

5 μήνες

32 ετών

62 έτη

6 μήνες

31 ετών

62 έτη

7 μήνες

30 ετών

62 έτη

8 μήνες

Υπάλληλοι που είναι ηλικίας κάτω των 30 ετών την 1η Μαΐου 2004, δικαιούνται σύνταξης αρχαιότητας στην ηλικία των 63 ετών.

Για υπαλλήλους που υπηρετούν πριν από την 1η Μαΐου 2004, η ηλικία συνταξιοδότησης που λαμβάνεται υπόψη για όλες τις αναφορές που γίνονται στην ηλικία συνταξιοδότησης στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ορίζεται σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, εκτός αν άλλως ορίζεται στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

2.  Παρά το άρθρο 2 του Παραρτήματος VIII, εάν ο υπάλληλος που εισήλθε στην υπηρεσία πριν από την 1η Μαΐου 2004 παραμείνει στην υπηρεσία μετά την ηλικία κατά την οποία θα είχε αποκτήσει το δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας, δικαιούται προσαυξήσεως του ποσοστού της βασικής συντάξεώς του για κάθε έτος εργασίας μετά την ηλικία αυτή, υπό την προϋπόθεση ότι το σύνολο της συντάξεως να δεν υπερβαίνει το 70 % του τελευταίου βασικού μισθού κατά την έννοια του δεύτερου ή του τρίτου εδαφίου, ανάλογα με την περίπτωση, του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Η προσαύξηση χορηγείται επίσης σε περίπτωση θανάτου, εάν ο υπάλληλος έχει παραμείνει στην υπηρεσία πέραν της ηλικίας κατά την οποία είχε αποκτήσει το δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας.

Εάν, κατ' εφαρμογή του Παραρτήματος IVα, ο υπάλληλος που εισήλθε στην υπηρεσία πριν από την 1η Μαΐου 2004 και εργάζεται με μειωμένο ωράριο, συνεισφέρει στο συνταξιοδοτικό σύστημα κατ' αναλογία του χρόνου που εργάζεται, η προσαύξηση στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, εφαρμόζονται μόνον κατά την ίδια αναλογία.

Για υπαλλήλους που είναι ηλικίας 50 ετών ή μεγαλύτερης ή έχουν 20 ή περισσότερα έτη υπηρεσίας, η προσαύξηση της σύνταξης που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο ισούται με 5 % του ποσού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχαν αποκτήσει στην ηλικία των 60 ετών. Για υπαλλήλους που είναι ηλικίας μεταξύ 40 και 49 ετών, το ανώτατο όριο προσαύξησης της σύνταξης καθορίζεται σε 3,0 % του μισθού που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξης, το οποίο όμως δεν μπορεί να υπερβαίνει το 4,5 % των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτούν οι υπάλληλοι αυτοί στην ηλικία των 60 ετών. Για υπαλλήλους που είναι ηλικίας μεταξύ 35 και 39 ετών, το ανώτατο όριο προσαύξησης της σύνταξης καθορίζεται σε 2,75 % του μισθού που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξης, το οποίο όμως δεν μπορεί να υπερβαίνει το 4,0 % των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτούν οι υπάλληλοι αυτοί στην ηλικία των 60 ετών. Για υπαλλήλους που είναι ηλικίας μεταξύ 30 και 34 ετών, το ανώτατο όριο προσαύξησης της σύνταξης καθορίζεται σε 2,5 % του μισθού που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξης, το οποίο όμως δεν μπορεί να υπερβαίνει το 3,5 % των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτούν οι υπάλληλοι αυτοί στην ηλικία των 60 ετών. Για υπαλλήλους που είναι ηλικίας κάτω των 30 ετών, το ανώτατο όριο προσαύξησης της σύνταξης καθορίζεται σε 2,0 % του μισθού που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξης.

3.  Εάν, σε επί μέρους εξαιρετικές περιπτώσεις, η εισαγωγή των νέων συνταξιοδοτικών διατάξεων παράγει άνισα αποτελέσματα για τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα ορισμένων υπαλλήλων σε βαθμό που αποκλίνει σημαντικά από τις κατά μέσον όρο μειώσεις, η Επιτροπή προτείνει κατάλληλα αντισταθμιστικά μέτρα στο Συμβούλιο. Το Συμβούλιο αποφασίζει επί της προτάσεως αυτής με την ειδική πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 205, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση της Συνθήκης ΕΚ.

4.  Υπάλληλοι, οι οποίοι έχουν εισέλθει στην υπηρεσία πριν από την 1η Μαΐου 2004 και οι οποίοι, κατόπιν εφαρμογής των άρθρων 2, 3 και 11 του Παραρτήματος VIII, δεν δύνανται να φθάσουν στην ηλικία των 65 ετών το ανώτατο ποσοστό σύνταξης αρχαιότητας που προβλέπεται στο άρθρο 77, δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, μπορούν να αποκτούν συμπληρωματικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα, υπό την επιφύλαξη του εν λόγω ανωτάτου ορίου.

Οι εισφορές που πρέπει να καταβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι αντιστοιχούν στο σύνολο του ποσού των εισφορών που βαρύνει τους ίδιους και τον εργοδότη τους, σύμφωνα με το άρθρο 83, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Η Επιτροπή, μέσω γενικών εκτελεστικών διατάξεων, καθορίζει τη μέθοδο υπολογισμού των εισφορών που πρέπει να καταβάλλονται από τους ενδιαφερόμενους υπαλλήλους κατά τρόπο που να εξασφαλίζεται ότι, με την απόκτηση αυτή, διαφυλάσσεται η αναλογιστική ισορροπία και ότι η μέθοδος εφαρμόζεται χωρίς δημοσιονομικές επιδοτήσεις από το συνταξιοδοτικό σύστημα των ευρωπαϊκών οργάνων. Η Επιτροπή θεσπίζει αυτές τις γενικές εκτελεστικές διατάξεις πριν από την 1η Ιανουαρίου 2005.

Οι ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι μπορούν να επωφεληθούν από τη διευθέτηση αυτή για διάστημα πέντε ετών από την 1η Μαΐου 2004, υπό την επιφύλαξη ενός ανωτάτου διαστήματος εισφορών διαρκείας: τριών μηνών για τους υπαλλήλους ηλικίας μεταξύ 45 και 49 ετών την 1η Μαΐου 2004· εννέα μηνών για τους υπαλλήλους ηλικίας μεταξύ 38 και 44 ετών την ημερομηνία αυτή· δεκαπέντε μηνών για τους υπαλλήλους ηλικίας μεταξύ 30 και 37 ετών την ημερομηνία αυτή· και δύο ετών για τους υπαλλήλους ηλικίας κάτω των 30 ετών την ημερομηνία αυτή.

Άρθρο 23

1.  Παρά το άρθρο 52 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, μπορεί να ζητείται η εφαρμογή του άρθρου 9, δεύτερη περίπτωση, του Παραρτήματος VIII από τους υπαλλήλους, οι οποίοι έχουν εισέλθει στην υπηρεσία πριν από την 1η Μαΐου 2004 και οι οποίοι αποχωρούν από την υπηρεσία πριν από την ηλικία κατά την οποία θα είχαν αποκτήσει το δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας, σύμφωνα με το άρθρο 22 του παρόντος Παραρτήματος:

α) από την ηλικία των 50 ετών, για τους υπαλλήλους που είναι ηλικίας τουλάχιστον 45 ετών ή έχουν 20 έτη υπηρεσίας ή περισσότερα, την 1η Μαΐου 2004·

β) από την ηλικία που καθορίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα, για τους υπαλλήλους ηλικίας μέχρι 45 ετών την 1η Μαΐου 2004:



Ηλικία την 1η Μαΐου 2004

Ηλικία άμεσης συνταξιοδότησης

45 ετών και άνω

50 έτη

0 μήνες

44 ετών

50 έτη

6 μήνες

43 ετών

51 έτη

0 μήνες

42 ετών

51 έτη

6 μήνες

41 ετών

52 έτη

0 μήνες

40 ετών

52 έτη

6 μήνες

39 ετών

53 έτη

0 μήνες

38 ετών

53 έτη

6 μήνες

37 ετών

54 έτη

0 μήνες

36 ετών

54 έτη

6 μήνες

35 ετών και κάτω

55 έτη

0 μήνες

2.  Στις περιπτώσεις αυτές, στη μείωση των δικαιωμάτων σύνταξης αρχαιότητας που αναφέρεται στο άρθρο 9 του Παραρτήματος VIII για τους υπαλλήλους που αποχωρούν από την υπηρεσία τουλάχιστον στην ηλικία των 55 ετών, προστίθεται μια συμπληρωματική μείωση κατά 4,483 % των κτηθέντων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, εάν η καταβολή της σύνταξης αρχίζει στην ηλικία των 54 ετών· κατά 8,573 %, εάν αρχίζει στην ηλικία των 53 ετών· κατά 12,316 %, εάν αρχίζει στην ηλικία των 52 ετών· κατά 15,778 %, εάν αρχίζει στην ηλικία των 51 ετών· και κατά 18,934 %, εάν η καταβολή της σύνταξης αρχαιότητας αρχίζει στην ηλικία των 50 ετών.

Άρθρο 24

1.  Στην περίπτωση σύνταξης που καθορίζεται πριν από την 1η Μαΐου 2004, το δικαίωμα σύνταξης του δικαιούχου παραμένει καθορισμένο μετά την ημερομηνία αυτή σύμφωνα με τους κανόνες που εφαρμόζονταν όταν καθορίσθηκε αρχικά το δικαίωμα. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά την κάλυψη στο πλαίσιο του κοινού συστήματος υγειονομικής ασφάλισης. Εντούτοις, οι κανόνες σχετικά με τα οικογενειακά επιδόματα και τους διορθωτικούς συντελεστές που ισχύουν μετά την 1η Μαΐου 2004, εφαρμόζονται αμέσως, υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 20 του παρόντος Παραρτήματος.

Παρά το πρώτο εδάφιο, οι δικαιούχοι σύνταξης αναπηρίας ή σύνταξης επιζώντων μπορούν να ζητήσουν να υπαχθούν στις διατάξεις που εφαρμόζονται από την 1η Μαΐου 2004.

2.  Όταν οι παρούσες διατάξεις αρχίσουν να ισχύουν, το ονομαστικό ποσό της καθαρής σύνταξης που εισπράττεται πριν από την 1η Μαΐου 2004 είναι εγγυημένο. Αυτό το εγγυημένο ποσό προσαρμόζεται, ωστόσο, σε περίπτωση μεταβολής της οικογενειακής κατάστασης ή της χώρας διαμονής του δικαιούχου. Για τα άτομα που συνταξιοδοτούνται μεταξύ 1ης Μαΐου 2004 και 31ης Δεκεμβρίου 2007, είναι εγγυημένο το ονομαστικό ποσό της καθαρής σύνταξης που εισπράττεται κατά τη συνταξιοδότησή τους, λαμβάνοντας ως στοιχείο αναφοράς τις διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που ισχύουν την ημερομηνία της συνταξιοδότησής τους.

Για τους σκοπούς εφαρμογής του πρώτου εδαφίου, εάν η σύνταξη που υπολογίζεται βάσει των ισχυουσών διατάξεων είναι κατώτερη από την ονομαστική σύνταξη, όπως ορίζεται κατωτέρω, χορηγείται αντισταθμιστικό ποσό ίσο προς τη διαφορά.

Για τους δικαιούχους σύνταξης πριν από την 1η Μαΐου 2004, η ονομαστική σύνταξη υπολογίζεται κάθε μήνα, λαμβάνοντας υπόψη την οικογενειακή κατάσταση και τη χώρα διαμονής τη στιγμή του υπολογισμού, καθώς και τους κανόνες του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που ισχύουν την προηγουμένη της 1ης Μαΐου 2004.

Για τους υπαλλήλους που συνταξιοδοτούνται μεταξύ της 1ης Μαΐου 2004 και της 31ης Δεκεμβρίου 2007, η ονομαστική σύνταξη υπολογίζεται κάθε μήνα, λαμβάνοντας υπόψη την οικογενειακή κατάσταση και τη χώρα διαμονής τη στιγμή του υπολογισμού, καθώς και τους κανόνες του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που ισχύουν την ημερομηνία που συνταξιοδοτούνται.

Σε περίπτωση θανάτου μετά την 1η Μαΐου 2004 δικαιούχου σύνταξης που έχει καθορισθεί πριν από την ημερομηνία αυτή, η σύνταξη επιζώντων καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την εγγυημένη ονομαστική σύνταξη, της οποίας επωφελείτο ο θανών.

3.  Εφόσον οι δικαιούχοι σύνταξης αναπηρίας δεν έχουν ζητήσει να υπαχθούν στις διατάξεις που εφαρμόζονται μετά την 1η Μαΐου 2004, και δεν έχουν κηρυχθεί ικανοί να επανέλθουν στα καθήκοντά τους, οι συντάξεις αναπηρίας που διατηρούν με τον τρόπο αυτό θεωρούνται συντάξεις αρχαιότητας, όταν οι δικαιούχοι φθάνουν την ηλικία των 65 ετών.

4.  Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται στους δικαιούχους μιας από τις αποζημιώσεις που καταβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 41 ή 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1857/89, τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 2688/1995, τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 2689/1995, τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1746/2002, τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1747/2002 ή τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1748/2002. Ωστόσο, οι συντάξεις αρχαιότητας που λαμβάνουν καθορίζονται σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν την ημερομηνία που αρχίζουν να καταβάλλονται.

Άρθρο 25

1.  Για τις συντάξεις που καθορίζονται πριν από την 1η Μαΐου 2004, ο βαθμός που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της σύνταξης καθορίζεται σύμφωνα με τους πίνακες του άρθρου 2, παράγραφος 1 και του άρθρου 8, παράγραφος 1 του παρόντος Παραρτήματος.

Ο βασικός μισθός που λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της σύνταξης του δικαιούχου ισούται με τον μισθό του πίνακα του άρθρου 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, για τον νέο βαθμό που καθορίζεται με τον τρόπο αυτό, στο ίδιο κλιμάκιο, σταθμιζόμενο με ποσοστό ίσο προς τον λόγο μεταξύ του βασικού μισθού της παλαιάς κλίμακας και του μισθού της κλίμακας του άρθρου 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης για το ίδιο κλιμάκιο.

Για τα κλιμάκια της παλαιάς κλίμακας για τα οποία δεν υπάρχει αντιστοιχία στην κλίμακα του άρθρου 66 του, κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, για τον υπολογισμό του ποσοστού που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, χρησιμοποιείται ως στοιχείο αναφοράς το τελευταίο κλιμάκιο του ίδιου βαθμού.

Για τα κλιμάκια του βαθμού D4 της παλαιάς κλίμακας, για τον υπολογισμό του ποσοστού που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, χρησιμοποιείται ως στοιχείο αναφοράς το πρώτο κλιμάκιο του πρώτου βαθμού.

2.  Μεταβατικά, ο βασικός μισθός κατά την έννοια των άρθρων 77 και 78 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του Παραρτήματος VIII καθορίζεται με εφαρμογή του αντίστοιχου συντελεστή πολλαπλασιασμού που ορίζεται στο άρθρο 7, στον μισθό που αντιστοιχεί στην κατάταξη του δικαιούχου, η οποία λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του δικαιώματος σύνταξης αρχαιότητας ή επιδόματος αναπηρίας, σύμφωνα με τον πίνακα του άρθρου 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Για τα κλιμάκια της παλαιάς κλίμακας που δεν έχουν αντιστοιχία στην κλίμακα του άρθρου 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, για τον υπολογισμό του συντελεστή πολλαπλασιασμού, χρησιμοποιείται ως στοιχείο αναφοράς το τελευταίο κλιμάκιο του ίδιου βαθμού.

Για τις συντάξεις αρχαιότητας και τα επιδόματα αναπηρίας που καθορίζονται μεταξύ της 1ης Μαΐου 2004 και της 30ής Απριλίου 2006, εφαρμόζεται το άρθρο 8, παράγραφος 1.

3.  Για τους δικαιούχους σύνταξης επιζώντων, εφαρμόζονται οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος άρθρου σε σχέση με τον αποβιώσαντα υπάλληλο ή πρώην υπάλληλο.

4.  Οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται κατ' αναλογία στους δικαιούχους μιας από τις αποζημιώσεις που καταβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 41 ή 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1857/89, τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 2688/1995, τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 2689/1995, τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1746/2002, τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1747/2002 ή τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1748/2002.

Άρθρο 26

1.  Οι αιτήσεις που αφορούν τη χρήση των δυνατοτήτων μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2 του Παραρτήματος VIII, οι οποίες υποβάλλονται πριν από την 1η Μαΐου 2004, εξετάζονται σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν κατά τον χρόνο υποβολής τους.

2.  Εφόσον η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 2 του Παραρτήματος VIII δεν έχει ακόμη εκπνεύσει την 1η Μαΐου 2004, οι ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι, οι οποίοι δεν είχαν υποβάλει σχετική αίτηση εντός των προθεσμιών που προβλέπονταν προηγουμένως ή των οποίων η αίτηση είχε απορριφθεί λόγω εκπρόθεσμης υποβολής, μπορούν να υποβάλλουν ακόμη ή να υποβάλλουν εκ νέου αίτηση μεταφοράς δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2 του Παραρτήματος VIII.

3.  Υπάλληλοι οι οποίοι είχαν υποβάλει αίτηση μεταφοράς εμπροσθέτως, αλλά είχαν απορρίψει την πρόταση που τους είχε γίνει, οι οποίοι δεν είχαν υποβάλει αίτηση μεταφοράς εντός των προθεσμιών που προβλέπονταν προηγουμένως ή των οποίων η αίτηση είχε απορριφθεί λόγω εκπρόθεσμης υποβολής, μπορούν να υποβάλλουν ακόμη ή να υποβάλλουν εκ νέου σχετική αίτηση το αργότερο έως τις 31 Οκτωβρίου 2004.

4.  Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, το όργανο όπου υπηρετεί ο υπάλληλος καθορίζει τον αριθμό συντάξιμων ετών που λαμβάνει υπόψη σύμφωνα με το δικό του καθεστώς, κατ' εφαρμογή των γενικών εκτελεστικών διατάξεων που θεσπίζονται βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2 του Παραρτήματος VIII, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τις διατάξεις του παρόντος Παραρτήματος. Εντούτοις, για την εφαρμογή της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η ηλικία και ο βαθμός του υπαλλήλου κατά τον χρόνο μονιμοποίησης.

5.  Υπάλληλοι που έχουν αποδεχθεί μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τους κατ' εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 2 του Παραρτήματος VIII πριν από την 1η Μαΐου 2004, μπορούν να ζητήσουν νέο υπολογισμό της προσαύξησης που έχει ήδη πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο του συνταξιοδοτικού συστήματος των κοινοτικών οργάνων κατ' εφαρμογή του εν λόγω άρθρου. Ο νέος υπολογισμός βασίζεται στις παραμέτρους που ίσχυαν κατά τη λήψη προσαύξησης, προσαρμοσμένες σύμφωνα με το άρθρο 22 του παρόντος Παραρτήματος.

6.  Υπάλληλοι που έχουν τύχει προσαύξησης κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1, μπορούν να ζητήσουν την εφαρμογή της παραγράφου 5, από της κοινοποιήσεως της προσαύξησης στο πλαίσιο του συνταξιοδοτικού συστήματος των κοινοτικών οργάνων.

Άρθρο 27

1.  Κατά τον υπολογισμό του αναλογιστικού ισοδυνάμου που αναφέρεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1 και στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο β), του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι μόνιμοι και έκτακτοι υπάλληλοι απολαύουν, για το τμήμα των δικαιωμάτων τους που σχετίζονται με περιόδους υπηρεσίας προγενέστερες της 1ης Μαΐου 2004, των ακόλουθων διατάξεων.

Το αναλογιστικό ισοδύναμο της σύνταξης αρχαιότητας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το άθροισμα:

α) του ποσού των κρατήσεων που έγιναν στο βασικό μισθό ως συνταξιοδοτικές εισφορές, προσαυξημένου με τόκους ανατοκισμού που υπολογίζονται με ετήσιο επιτόκιο 3,5 %·

β) επιδόματος αποχώρησης ανάλογου προς τον πραγματικό χρόνο υπηρεσίας που έχει συμπληρωθεί, το οποίο υπολογίζεται με βάση ένα μήνα και μισό του τελευταίου βασικού μισθού στον οποίο έγιναν κρατήσεις για κάθε έτος υπηρεσίας·

γ) του συνολικού ποσού που καταβλήθηκε στις Κοινότητες σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, προσαυξημένου με τόκους ανατοκισμού που υπολογίζονται με ετήσιο επιτόκιο 3,5 %.

2.  Ωστόσο, εάν οι μόνιμοι ή έκτακτοι υπάλληλοι αποχωρήσουν διότι οι συμβάσεις τους ανακλήθηκαν ή λύθηκαν, το επίδομα αποχώρησης που πρέπει να καταβάλλεται ή, το αναλογιστικό ισοδύναμο που πρέπει να μεταφέρεται, καθορίζονται βάσει της απόφασης που λαμβάνεται βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο η) του Παραρτήματος IX του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

3.  Εκτός εάν έχει τύχει εφαρμογής το άρθρο 11, παράγραφοι 2 ή 3 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης οι υπάλληλοι που υπηρετούν την 1η Μαΐου 2004 και οι οποίοι, εν απουσία της δυνατότητας μεταφοράς σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, θα είχαν δικαίωμα καταβολής επιδόματος αποχώρησης σύμφωνα με τους κανόνες του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που ίσχυαν πριν από την 1η Μαΐου 2004, διατηρούν το δικαίωμα καταβολής επιδόματος αποχώρησης, το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με τους κανόνες που ίσχυαν πριν από την εν λόγω ημερομηνία.

Άρθρο 28

Οι υπάλληλοι που αναφέρονται στο άρθρο 2 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, οι οποίοι απασχολούνται με σύμβαση την 1η Μαΐου 2004 και διορίζονται ως υπάλληλοι μετά την ημερομηνία αυτή, κατά τη συνταξιοδότηση, έχουν δικαίωμα αναλογιστικής αναπροσαρμογής των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απέκτησαν ως έκτακτοι υπάλληλοι, στο οποίο συνεκτιμάται η αλλαγή στην ηλικία τους συνταξιοδότησης κατά την έννοια του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 29

Για έκτακτους υπαλλήλους που έχουν προσληφθεί πριν από την 1η Μαΐου 2004, σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο (γ) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, με σκοπό να επικουρήσουν μία πολιτική ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δεν ισχύει η απαίτηση που ορίζει το άρθρο 29, παράγραφοι 3 και 4 του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ότι ο έκτακτος υπάλληλος έχει επιτύχει σε διαδικασία επιλογής σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 4 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIII.1

Θέσεις — τύποι κατά τη μεταβατική περίοδο

Θέσεις — τύποι κάθε κατηγορίας, όπως προβλέπονται στο άρθρο 4, στοιχείο ιδ) του παρόντος Παραρτήματος.



Κατηγορία A

Κατηγορία C

A*5

Διοικητικός υπάλληλος/

C*1

Γραμματέας/Βοηθός γραφείου

 

Διοικητικός υπάλληλος έρευνας/

C*2

Γραμματέας/Βοηθός γραφείου

 

Διοικητικός υπάλληλος γλωσσικών καθηκόντων/

C*3

Γραμματέας/Βοηθός γραφείου

A*6

Διοικητικός υπάλληλος/

C*4

Γραμματέας/Βοηθός γραφείου

 

Διοικητικός υπάλληλος έρευνας/

C*5

Γραμματέας/Βοηθός γραφείου

 

Διοικητικός υπάλληλος γλωσσικών καθηκόντων/

C*6

Γραμματέας/Βοηθός γραφείου

A*7

Διοικητικός υπάλληλος/

C*7

Γραμματέας/Βοηθός γραφείου

 

Διοικητικός υπάλληλος έρευνας/

 
 
 

Διοικητικός υπάλληλος γλωσσικών καθηκόντων/

 
 

A*8

Διοικητικός υπάλληλος/

 
 
 

Διοικητικός υπάλληλος έρευνας/

 
 
 

Διοικητικός υπάλληλος γλωσσικών καθηκόντων/

 
 

A*9

Προϊστάμενος μονάδας/

 
 
 

Διοικητικός υπάλληλος/

 
 
 

Διοικητικός υπάλληλος έρευνας/

 
 
 

Διοικητικός υπάλληλος γλωσσικών καθηκόντων/

 
 

A*10

Προϊστάμενος μονάδας

 
 
 

διοικητικός υπάλληλος/

 
 
 

Διοικητικός υπάλληλος έρευνας/

 
 
 

Διοικητικός υπάλληλος γλωσσικών καθηκόντων/

 
 

A*11

Προϊστάμενος μονάδας

 
 
 

διοικητικός υπάλληλος/

 
 
 

Διοικητικός υπάλληλος έρευνας/

 
 
 

Διοικητικός υπάλληλος γλωσσικών καθηκόντων/

 
 

A*12

Προϊστάμενος μονάδας

 
 
 

διοικητικός υπάλληλος/

 
 
 

Διοικητικός υπάλληλος έρευνας/

 
 
 

Διοικητικός υπάλληλος γλωσσικών καθηκόντων/

 
 

A*13

Προϊστάμενος μονάδας

 
 
 

διοικητικός υπάλληλος/

 
 
 

Διοικητικός υπάλληλος έρευνας/

 
 
 

Διοικητικός υπάλληλος γλωσσικών καθηκόντων/

 
 

A*14

Διοικητικός υπάλληλος έρευνας/

 
 
 

Διοικητικός υπάλληλος γλωσσικών καθηκόντων/

 
 
 

Προϊστάμενος μονάδας

 
 
 

διευθυντής

 
 

A*15

Διευθυντής/Γενικός Διευθυντής

 
 

A*16

Γενικός διευθυντής

 
 



Κατηγορία B

Κατηγορία D

B*3

Βοηθός διοικήσεως/Βοηθός διοικήσεως έρευνας

D*1

Υπάλληλος

B*4

Βοηθός διοικήσεως/Βοηθός διοικήσεως έρευνας

D*2

Υπάλληλος

B*5

Βοηθός διοικήσεως/Βοηθός διοικήσεως έρευνας

D*3

Υπάλληλος

B*6

Βοηθός διοικήσεως/Βοηθός διοικήσεως έρευνας

D*4

Υπάλληλος

B*7

Βοηθός διοικήσεως/Βοηθός διοικήσεως έρευνας

D*5

Υπάλληλος

B*8

Βοηθός διοικήσεως/Βοηθός διοικήσεως έρευνας

 
 

B*9

Βοηθός διοικήσεως/Βοηθός διοικήσεως έρευνας

 
 

B*10

Βοηθός διοικήσεως/Βοηθός διοικήσεως έρευνας

 
 

B*11

Βοηθός διοικήσεως/Βοηθός διοικήσεως έρευνας

 
 

▼B




ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ ΕΠΙ ΤΟΥ ΛΟΙΠΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΤΙΤΛΟΣ Ι.

Γενικές διατάξεις

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ.

Έκτακτοι υπάλληλοι

Κεφάλαιο 1:

Γενικές διατάξεις

Κεφάλαιο 2:

Δικαιώματα και υποχρεώσεις

Κεφάλαιο 3:

Όροι προσλήψεως

Κεφάλαιο 4:

Όροι εργασίας

Κεφάλαιο 5:

Αποδοχές και επιστροφή εξόδων

Κεφάλαιο 6:

Κοινωνική ασφάλιση

Τμήμα Α

Κάλυψη έναντι των κινδύνων ασθενειών και ατυχημάτων. Επιδόματα κοινωνικού χαρακτήρος

Τμήμα Β

Κάλυψη έναντι των κινδύνων αναπηρίας και θανάτου

Τμήμα Γ

Σύνταξη αρχαιότητος και επίδομα αποχωρήσεως

Τμήμα Δ

Χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος κατά των κινδύνων αναπηρίας και θανάτου, καθώς και του συνταξιοδοτικού συστήματος

Τμήμα Ε

Εκκαθάριση των δικαιωμάτων των εκτάκτων υπαλλήλων

Τμήμα ΣΤ

Καταβολή παροχών

Τμήμα Ζ

Υποκατάσταση των Κοινοτήτων

Κεφάλαιο 7:

Επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων

Κεφάλαιο 8:

Προσφυγές

Κεφάλαιο 9:

Λύση της υπαλληλικής σχέσεως

ΤΙΤΛΟΣ III.

Επικουρικοί υπάλληλοι

Κεφάλαιο 1:

Γενικές διατάξεις

Κεφάλαιο 2:

Δικαιώματα και υποχρεώσεις

Κεφάλαιο 3:

Όροι προσλήψεως

Κεφάλαιο 4:

Όροι εργασίας

Κεφάλαιο 5:

Αποδοχές και επιστροφή εξόδων

Κεφάλαιο 6:

Κοινωνική ασφάλιση

Κεφάλαιο 7:

Επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων

Κεφάλαιο 8:

Προσφυγές

Κεφάλαιο 9:

Λύση της υπαλληλικής σχέσεως

ΤΙΤΛΟΣ IV:

Συμβασιούχοι υπάλληλοι

Κεφάλαιο 1:

Γενικές διατάξεις

Κεφάλαιο 2:

Δικαιώματα και υποχρεώσεις

Κεφάλαιο 3:

Όροι πρόσληψης

Κεφάλαιο 4:

Ειδικές διατάξεις για τους συμβασιούχους υπαλλήλους που αναφέρονται στο άρθρο 3α

Κεφάλαιο 5:

Ειδικές διατάξεις για τους συμβασιούχους υπαλλήλους που αναφέρονται στο άρθρο 3β

Κεφάλαιο 6:

Όροι εργασίας

Κεφάλαιο 7:

Αποδοχές και έξοδα

Κεφάλαιο 8:

Παροχές κοινωνικής ασφάλισης

Τμήμα Α

Ασφάλιση ασθενείας και ατυχήματος, παροχές κοινωνικής ασφάλισης

Τμήμα Β

Ασφάλιση κινδύνων αναπηρίας και θανάτου

Τμήμα Γ

Σύνταξη αρχαιότητας και επίδομα αποχώρησης

Τμήμα Δ

Χρηματοδότηση του συστήματος ασφάλισης αναπηρίας και ασφάλειας ζωής, καθώς και του συνταξιοδοτικού συστήματος

Τμήμα Ε

Διακανονισμός διεκδικήσεων συμβασιούχων υπαλλήλων

Τμήμα ΣΤ

Καταβολή των παροχών

Τμήμα Ζ

Υποκατάσταση της Κοινότητας

Κεφάλαιο 9:

Επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων

Κεφάλαιο 10:

Προσφυγές

Κεφάλαιο 11:

Ειδικές και εξαιρετικές διατάξεις που εφαρμόζονται στους συμβασιούχους υπαλλήλους που υπηρετούν σε τρίτη χώρα

Κεφάλαιο 12:

Λύση της υπαλληλικής σχέσης

ΤΙΤΛΟΣ V:

Τοπικοί υπάλληλοι

ΤΙΤΛΟΣ VI:

Ειδικοί σύμβουλοι

ΤΙΤΛΟΣ VII:

Μεταβατικές διατάξεις

ΤΙΤΛΟΣ VΙΙΙ:

Τελικές διατάξεις

Παράρτημα

Μεταβατικές διατάξεις που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που υπάγονται στο καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό

ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Το παρόν καθεστώς εφαρμόζεται σε κάθε υπάλληλο ο οποίος έχει προσληφθεί με σύμβαση από ►M15  τις Κοινότητες ◄ .

Ο υπάλληλος αυτός έχει την ιδιότητα:

 του εκτάκτου υπαλλήλου,

 του επικουρικού υπαλλήλου ►M112  μέχρι την ημερομηνία που ορίζεται στο άρθρο 52 ◄ ,

▼M112

 του συμβασιούχου υπαλλήλου,

▼B

 του τοπικού υπαλλήλου,

 του ειδικού συμβούλου.

▼M33 —————

▼M112

Κάθε αναφορά στο παρόν καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό σε πρόσωπο άρρεν νοείται ως εξίσου υποδηλώνουσα πρόσωπο θήλυ και αντιστρόφως, εκτός εάν από τα συμφραζόμενα συνάγεται σαφώς άλλως.

▼B

Άρθρο 2

Θεωρείται «έκτακτος υπάλληλος» κατά την έννοια του παρόντος καθεστώτος:

α) ο υπάλληλος ο οποίος προσλαμβάνεται για να καταλάβει θέση που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων, ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται σε κάθε όργανο και στον οποίο οι αρμόδιες για τον προϋπολογισμό αρχές έχουν προσδώσει προσωρινό χαρακτήρα·

β) ο υπάλληλος ο οποίος προσλαμβάνεται για να καταλάβει προσωρινά μόνιμη θέση που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων, ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται σε κάθε όργανο·

γ) ο υπάλληλος ο οποίος προσλαμβάνεται για να υπηρετήσει παρά προσώπω το οποίο εκτελεί καθήκοντα τα οποία προβλέπονται από τις συνθήκες περί ιδρύσεως των Κοινοτήτων ►M15  ή τη συνθήκη περί ιδρύσεως ενιαίου Συμβουλίου και ενιαίας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ◄ ►M112  ή παρ' εκλεγμένω προέδρω οργάνου ή οργανισμού των Κοινοτήτων ή παρά πολιτική ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή της Επιτροπής των Περιφερειών ή παρ' ομάδα της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής ◄ και ο οποίος δεν περιλαμβάνεται στους υπαλλήλους των Κοινοτήτων·

▼M33

δ) ο υπάλληλος ο οποίος προσλαμβάνεται για να καταλάβει προσωρινά μόνιμη θέση αμείβεται από τις πιστώσεις ερευνών και επενδύσεων και περιλαμβάνεται στον πίνακα προσωπικού και προσαρτάται στον προϋπολογισμό του οικείου θεσμικού οργάνου.

▼B

Άρθρο 3

Θεωρείται «επικουρικός υπάλληλος» κατά την έννοια του παρόντος καθεστώτος ο υπάλληλος ο οποίος προσλαμβάνεται:

α) για να ασκήσει, με μειωμένο ή πλήρες ωράριο, εντός των ορίων τα οποία καθορίζονται από το άρθρο 52, καθήκοντα σε όργανο, χωρίς να τοποθετηθεί σε θέση που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού, που αναφέρεται στο όργανο αυτό·

β) για να αντικαταστήσει, αφού εξετασθούν οι δυνατότητες εξευρέσεως προσωρινού αντικαταστάτη μεταξύ των υπαλλήλων του οργάνου, κάθε φορά που βρίσκεται προσωρινά σε αδυναμία να εκτελεί τα καθήκοντά του:

 υπάλληλο ή έκτακτο υπάλληλο, ►M112  της ομάδας καθηκόντων των βοηθών (AST) ◄ ,

 κατ' εξαίρεση, υπάλληλο, ή έκτακτο υπάλληλο ►M112  της ομάδας καθηκόντων των διοικητικών υπαλλήλων (AD), εκτός από το ανώτερο στελεχικό δυναμικό (Γενικός διευθυντής ή ισοδύναμος των βαθμών AD 16 ή AD 15 και διευθυντής ή ισοδύναμος των βαθμών AD 15 ή AD 14) ◄ και κατέχει πολύ εξειδικευμένη θέση,

και αμειβόμενο από τις συνολικές πιστώσεις που ανοίγονται για τον σκοπό αυτό στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται στο όργανο.

▼M112

Άρθρο 3α

1.  Για τους σκοπούς του παρόντος καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, ως «συμβασιούχοι υπάλληλοι» νοούνται οι υπάλληλοι οι οποίοι δεν τοποθετούνται σε θέση προβλεπόμενη στον πίνακα θέσεων, ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται στο αντίστοιχο όργανο, και οι οποίοι προσλαμβάνονται για να εκτελούν καθήκοντα είτε με μειωμένο ωράριο είτε με πλήρες ωράριο:

α) σε ένα όργανο για την εκτέλεση χειρωνακτικής εργασίαςή την παροχή υπηρεσιών διοικητικής υποστήριξης·

β) στις Υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 1α, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης·

γ) σε άλλους οργανισμούς που έχουν συσταθεί εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, με ειδική νομική πράξη που εκδίδεται από ένα ή περισσότερα όργανα και επιτρέπει την προσφυγή σ' αυτό το είδος προσωπικού·

δ) στις αντιπροσωπείες και τα γραφεία των κοινοτικών οργάνων·

ε) σε άλλους οργανισμούς που βρίσκονται εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.  Βάσει των πληροφοριών που παρέχουν όλα τα όργανα, η Επιτροπή υποβάλλει κάθε έτος έκθεση προς την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σχετικά με την απασχόληση των συμβασιούχων υπαλλήλων, η οποία αναφέρει εάν ο συνολικός αριθμός των εν λόγω συμβασιούχων υπαλλήλων παρέμεινε εντός του ορίου του 75 % των συνολικά απασχολουμένων σε Υπηρεσίες, σε άλλους οργανισμούς εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε αντιπροσωπείες και γραφεία των κοινοτικών οργάνων και σε άλλους οργανισμούς που βρίσκονται εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντίστοιχα. Σε περίπτωση μη τήρησης αυτού του ορίου, η Επιτροπή προτείνει στις Υπηρεσίες, σε άλλους οργανισμούς εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις αντιπροσωπείες και στα γραφεία των κοινοτικών οργάνων ή σε άλλους οργανισμούς που βρίσκονται εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντίστοιχα, τη λήψη κατάλληλων διορθωτικών μέτρων.

Άρθρο 3β

Για τους σκοπούς του παρόντος καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, ως «συμβασιούχοι υπάλληλοι επιφορτισμένοι με επικουρικά καθήκοντα», νοούνται οι υπάλληλοι που προσλαμβάνονται σε ένα όργανο για το διάστημα που ορίζεται στο άρθρο 88, σε μια από τις ομάδες καθηκόντων που ορίζονται στο άρθρο 89:

α) για να εκτελούν, με μειωμένο ωράριο ή με πλήρες ωράριο, καθήκοντα άλλα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 3α, παράγραφος 1, στοιχείο α), χωρίς να τοποθετούνται σε θέση που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων, ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται στο αντίστοιχο όργανο·

β) για να αντικαθιστούν, αφού εξετασθούν οι δυνατότητες προσωρινής τοποθέτησης υπαλλήλου εντός του οργάνου, ορισμένα πρόσωπα που βρίσκονται προσωρινά σε αδυναμία να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους, και συγκεκριμένα:

i) μόνιμους ή έκτακτους υπαλλήλους της ομάδας καθηκόντων AST,

ii) κατ' εξαίρεση, μόνιμους ή έκτακτους υπαλλήλους της ομάδας καθηκόντων AD, οι οποίοι κατέχουν πολύ εξειδικευμένη θέση, εκτός από προϊσταμένους μονάδας, διευθυντές, γενικούς διευθυντές και υπαλλήλους ισοδύναμων καθηκόντων.

Η χρησιμοποίηση συμβασιούχων υπαλλήλων για επικουρικά καθήκοντα αποκλείεται στις περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 3α.

▼M112

Άρθρο 4

Για τους σκοπούς του παρόντος καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό ως «τοπικοί υπάλληλοι», νοούνται οι υπάλληλοι οι οποίοι προσλαμβάνονται σε τόπους υπηρεσίας εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τις τοπικές συνήθειες για την εκτέλεση χειρωνακτικής ή βοηθητικής εργασίας σε θέση που δεν προβλέπεται στον πίνακα θέσεων, ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται στο αντίστοιχο όργανο, και αμείβονται από τις συνολικές πιστώσεις που ανοίγονται για τον σκοπό αυτό στο εν λόγω τμήμα του προϋπολογισμού. Ως τοπικοί υπάλληλοι νοούνται επίσης οι υπάλληλοι οι οποίοι έχουν προσληφθεί σε τόπους υπηρεσίας που βρίσκονται εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εκτέλεση καθηκόντων διαφορετικών από αυτά που αναφέρονται ανωτέρω και τα οποία δεν θα εδικαιολογείτο, προς το συμφέρον της υπηρεσίας, να εκτελούνται από υπάλληλο ή από μέλος του προσωπικού άλλης ιδιότητας κατά την έννοια του άρθρου 1.

▼B

Άρθρο 5

Θεωρείται «ειδικός σύμβουλος», κατά την έννοια του παρόντος καθεστώτος ο υπάλληλος ο οποίος, λόγω των εξαιρετικών προσόντων του και παρά την ύπαρξη άλλων επαγγελματικών απασχολήσεών του, προσλαμβάνεται για να συνδράμει στο έργο ►M15  ενός από τα όργανα των Κοινοτήτων ◄ είτε κατά τακτικές είτε σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους και αμείβεται από τις συνολικές πιστώσεις που ανοίγονται για το σκοπό αυτό στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται στο όργανο στο οποίο ανήκει.

Άρθρο 6

Κάθε όργανο προσδιορίζει τις αρχές οι οποίες είναι εξουσιοδοτημένες να συνάπτουν τις συμβάσεις προσλήψεως που αναφέρονται στο άρθρο 1.

Αι διατάξεις ►M112  του άρθρου 1α, παράγραφος 2, του άρθρου 1β ◄ και ►M112  του άρθρου 2, παράγραφος 2 ◄ , του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

Άρθρο 7

Ο υπάλληλος ο οποίος έχει συνάψει σύμβαση διαρκείας μεγαλύτερης από έτος ή αόριστης διαρκείας έχει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στην επιτροπή προσωπικού που προβλέπεται στο άρθρο 9 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως υπαλλήλων.

▼M23

Εξ άλλου το δικαίωμα του εκλέγειν έχει επίσης ο υπάλληλος ο οποίος έχει συνάψει σύμβαση διαρκείας μικρότερης από ένα έτος εφ' όσον ασκεί τα καθήκοντά του τουλάχιστον επί έξι μήνες.

▼B

Η Επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 9 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων δύναται να διαβουλεύεται με το όργανο ή με την επιτροπή προσωπικού για κάθε ζήτημα γενικής φύσεως που ενδιαφέρει τους υπαλλήλους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

▼M23

Άρθρο 7α

Οι διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο ►M112  24β ◄ του κανονισμού εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που αναφέρονται στο άρθο 1.

▼B



ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ

ΕΚΤΑΚΤΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

Γενικές διατάξεις

▼M112

Άρθρο 8

Η πρόσληψη εκτάκτου υπαλλήλου για τον οποίο ισχύει το άρθρο 2, στοιχείο α) μπορεί να γίνεται για ορισμένο ή αόριστο χρόνο. Η σύμβαση του εν λόγω υπαλλήλου που προσλαμβάνεται για ορισμένο χρόνο μπορεί να ανανεωθεί μία μόνο φορά για ορισμένο χρόνο. Κάθε μεταγενέστερη ανανέωση γίνεται για αόριστο χρόνο.

Η πρόσληψη εκτάκτου υπαλλήλου για τον οποίο ισχύει το άρθρο 2, στοιχεία β) ή δ) δεν υπερβαίνει την τετραετία και η διάρκειά της μπορεί να περιορίζεται σε συντομότερο διάστημα. Η σύμβαση μπορεί να ανανεωθεί μία μόνο φορά για διάστημα δύο ετών το πολύ, εφόσον η αρχική σύμβαση προβλέπει δυνατότητα ανανέωσης και εντός των ορίων που προβλέπονται στη σύμβαση αυτή. Κατά τη λήξη της περιόδου αυτής, λύεται η υπαλληλική σχέση του υπαλλήλου ως εκτάκτου με βάση τις παρούσες διατάξεις. Μετά τη λήξη της σύμβασής του, ο υπάλληλος μπορεί να τοποθετηθεί σε μόνιμη θέση στα όργανα, μόνο εάν μονιμοποιηθεί σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

Η πρόσληψη έκτακτου υπαλλήλου για τον οποίο ισχύει το άρθρο 2, στοιχείο γ) δύναται να είναι μόνο αορίστου χρόνου.

▼B

Άρθρο 9

Κάθε πρόσληψη εκτάκτου υπαλλήλου δύναται να έχει σαν αντικείμενο μόνο την πλήρωση, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον παρόντα τίτλο, κενής θέσεως που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων που προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται σε κάθε όργανο.

▼M112

Άρθρο 9α

Η Επιτροπή υποβάλλει ετήσια έκθεση σχετικά με τη χρησιμοποίηση έκτακτων υπαλλήλων, η οποία αναφέρει ιδίως τον αριθμό των υπαλλήλων, το επίπεδο και τον τύπο των θέσεων, τη γεωγραφική ισορροπία, και τους δημοσιονομικούς πόρους για κάθε ομάδα καθηκόντων.

▼M112

Άρθρο 10

Τα άρθρα 1δ, και 1ε, το άρθρο 5, παράγραφοι 1, 2, 3 και 4, καθώς και το άρθρο 7 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

Η σύμβαση του εκτάκτου υπαλλήλου πρέπει να καθορίζει επακριβώς τον βαθμό και το κλιμάκιο στους οποίους προσλαμβάνεται ο έκτακτος υπάλληλος.

Η τοποθέτηση εκτάκτου υπαλλήλου σε θέση που αντιστοιχεί σε βαθμό ανώτερο από τον βαθμό στον οποίο έχει προσληφθεί, καθιστά αναγκαία τη σύναψη συμπληρωματικής συμφωνίας στη σύμβαση προσλήψεώς του.

Ο τίτλος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ' αναλογία στους έκτακτους υπαλλήλους που μισθοδοτούνται από τις πιστώσεις έρευνας και επενδύσεων του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο τίτλος VIIIA του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ' αναλογία στους έκτακτους υπαλλήλους που υπηρετούν σε τρίτες χώρες.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Δικαιώματα και υποχρεώσεις

Άρθρο 11

▼M60

Οι διατάξεις των άρθρων 11 μέχρι 26 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των υπαλλήλων εφαρμόζονται κατ' αναλογία. Εντούτοις, για τον έκτακτο υπάλληλο που προσλαμβάνεται με σύμβαση ορισμένου χρόνου, η διάρκεια της άδειας για προσωπικούς λόγους που προβλέπεται στο άρθρο 15 δεύτερο εδάφιο περιορίζεται μέχρι το εναπομένον χρονικό διάστημα ισχύος της σύμβασης πρόσληψης.

▼B

Η απόφαση να ζητηθεί αποκατάσταση της ζημίας που έχουν υποστεί οι Κοινότητες λόγω βαρέων προσωπικών παραπτωμάτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 του κανονισμού, λαμβάνεται από την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτη παράγραφος, αφού τηρηθούν οι διατυπώσεις που προβλέπονται σε περίπτωση απολύσεως λόγω βαρέως παραπτώματος.

Οι ατομικές αποφάσεις που αφορούν τους έκτακτους υπαλλήλους δημοσιεύονται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 25 παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Όροι προσλήψεως

Άρθρο 12

1.  Η πρόσληψη των εκτάκτων υπαλλήλων πρέπει να αποβλέπει στην εξασφάλιση για το όργανο της συνεργασίας προσώπων που έχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, αποδόσεως και ακεραιότητας και επιλέγονται με την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών των Κοινοτήτων.

▼M93

Οι έκτακτοι υπάλληλοι, επιλέγονται χωρίς διάκριση φυλής, φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων, και ανεξάρτητα από την προσωπική ή οικογενειακή τους κατάσταση.

▼B

2.  Κανείς δεν δύναται να προσληφθεί ως έκτακτος υπάλληλος:

α) αν δεν είναι υπήκοος ενός από τα κράτη μέλη των Κοινοτήτων, εκτός αν επιτρέψει παρέκκλιση η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτη παράγραφος και αν δεν απολαύει των πολιτικών του δικαιωμάτων·

β) αν δεν έχει τακτοποιηθεί στρατολογικά κατά τη νομοθεσία περί στρατολογίας που εφαρμόζεται στην περίπτωσή του·

γ) αν δεν παρέχει τα εχέγγυα ήθους που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του·

δ) αν δεν πληροί τους όρους υγείας που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του·

ε) αν δεν αποδεικνύει ότι διαθέτει σε βάθος γνώση μίας από τις γλώσσες των Κοινοτήτων και ικανοποιητική γνώση άλλης γλώσσας των Κοινοτήτων στο μέτρο που είναι αναγκαίο για τα καθήκοντα που καλείται να ασκήσει.

▼M112

3.  Η Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εφεξής «Υπηρεσία», παρέχει υποστήριξη στα διάφορα όργανα, κατόπιν αιτήματός τους, για την επιλογή εκτάκτων υπαλλήλων, προσδιορίζοντας ιδίως το περιεχόμενο των δοκιμασιών και διοργανώνοντας τους διαγωνισμούς. Η Υπηρεσία εξασφαλίζει τη διαφάνεια των διαδικασιών επιλογής για το έκτακτο προσωπικό που προσλαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 2, στοιχεία α), β) και δ).

4.  Κατόπιν αιτήματος οργάνου, η Υπηρεσία εξασφαλίζει την εφαρμογή των ίδιων προτύπων που ισχύουν για την επιλογή των υπαλλήλων, στις διαδικασίες επιλογής που διοργανώνονται για την πρόσληψη των εκτάκτων υπαλλήλων.

5.  Εφόσον χρειάζεται, κάθε όργανο εκδίδει γενικές διατάξεις σχετικά με τις διαδικασίες πρόσληψης εκτάκτων υπαλλήλων σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼B

Άρθρο 13

Πριν από την πρόσληψή του, ο έκτακτος υπάλληλος υποβάλλεται σε ιατρική εξέταση από ιατρό-σύμβουλο που ορίζεται από το όργανο για να επιτραπεί σ' αυτό το τελευταίο να εξακριβώσει ότι ο υπάλληλος πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από το άρθρο 12, παράγραφος 2, περίπτωση δ).

▼M62

Το άρθρο 33 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται αναλογικά.

▼B

Άρθρο 14

Ο έκτακτος υπάλληλος δύναται να υποχρεωθεί να πραγματοποιήσει περίοδο δοκιμασίας η διάρκεια της οποίας δεν δύναται να υπερβαίνει τους έξι μήνες.

▼M39

Αν ο υπάλληλος κατά τη διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του επί ένα τουλάχιστον μήνα, λόγω ασθένειας ή ατυχήματος, η αρχή που είναι αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων πρόσληψης μπορεί να παρατείνει την περίοδο δοκιμασίας για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα.

▼M112

Το αργότερο ένα μήνα πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, συντάσσεται για τον έκτακτο υπάλληλο, έκθεση σχετικά με τις ικανότητες που διαθέτει για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, καθώς και σχετικά με την απόδοσή του και τη συμπεριφορά του στην υπηρεσία. Η έκθεση αυτή διαβιβάζεται στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος έχει το δικαίωμα να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του. Ο έκτακτος υπάλληλος ο οποίος δεν επιδεικνύει επαρκή προσόντα για να διατηρηθεί στη θέση του απολύεται. Εντούτοις, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, μπορεί, κατ' εξαίρεση, να παρατείνει την περίοδο δοκιμασίας για μέγιστο διάστημα έξι μηνών, ενδεχομένως με τοποθέτηση του εκτάκτου υπαλλήλου σε άλλη υπηρεσία.

▼M60

Σε περίπτωση έκδηλης ανικανότητας εκτάκτου υπαλλήλου που διανύει την περίοδο δοκιμασίας, είναι δυνατόν να συνταχθεί έκθεση σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο της περιόδου αυτής. Η έκθεση διαβιβάζεται στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος είναι σε θέση να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του. Βάσει της έκθεσης αυτής, η αρχή που είναι αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων πρόσληψης είναι δυνατόν να αποφασίσει να απολύσει τον έκτακτο υπάλληλο πριν τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, με προειδοποίηση ενός μηνός ►M112  ————— ◄ .

Ο δόκιμος υπάλληλος που απολύεται δικαιούται αποζημίωση ίση με το ένα τρίτο του βασικού μισθού του για κάθε μήνα της περιόδου δοκιμασίας που έχει συμπληρώσει.

▼B

Άρθρο 15

►M62  1. ◄   Η αρχική κατάταξη του εκτάκτου υπαλλήλου καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

Σε περίπτωση τοποθετήσεως του υπαλλήλου σε θέση που αντιστοιχεί σε ανώτερο βαθμό σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 τρίτη παράγραφος η κατάταξή του καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 46 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

▼M62

2.  Οι διατάξεις του άρθρου 43 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που αφορούν τη βαθμολόγηση εφαρμόζονται αναλογικά ►M112  ————— ◄ .

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Όροι εργασίας

Άρθρο 16

▼M112

Τα άρθρα 42α, 42β και 55 έως 61 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με τη διάρκεια και το ωράριο εργασίας, τις υπερωρίες, τη συνεχή υπηρεσία, την υποχρέωση επιφυλακής στον τόπο εργασίας ή στην οικία, τις άδειες και τις αργίες εφαρμόζονται κατ' αναλογία. Η ειδική άδεια, η γονική άδεια και η άδεια για οικογενειακούς λόγους δεν μπορούν να παρατείνονται πέρα από τη διάρκεια της σύμβασης.

▼M62

Εντούτοις, το δικαίωμα της αναρρωτικής άδειας με αποδοχές, που προβλέπεται στο άρθρο 59 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, περιορίζεται στο χρόνο υπηρεσίας του υπαλλήλου με ελάχιστο όριο τρεις μήνες. Η άδεια αυτή δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τη διάρκεια της σύμβασης του ενδιαφερομένου.

▼B

Κατά τη λήξη των ανωτέρω προθεσμιών, ο υπάλληλος, του οποίου σύμβαση δεν έχει λυθεί παρά το γεγονός ότι δεν δύναται ακόμη να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά του, παίρνει άδεια χωρίς αποδοχές.

Εν τούτοις, σε περίπτωση επαγγελματικής ασθένειας ή ατυχήματος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο υπάλληλος εξακολουθεί να λαμβάνει καθ' όλη τη διάρκεια της ανικανότητάς του προς εργασία, το σύνολο των αποδοχών του, εφ' όσον δεν απολαύει της συντάξεως αναπηρίας που προβλέπεται στο άρθρο 33.

Άρθρο 17

Κατ' εξαίρεση, ο έκτακτος υπάλληλος δύναται, κατόπιν αιτήσεώς του, να πάρει άδεια χωρίς αποδοχές για σοβαρούς προσωπικούς λόγους. ►M60  Η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο καθορίζει τη διάρκεια αυτής της άδειας, η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει το ένα τέταρτο του χρόνου υπηρεσίας που έχει συμπληρώσει ο ενδιαφερόμενος ούτε να υπερβαίνει:

 τους τρεις μήνες όταν ο χρόνος υπηρεσίας είναι μικρότερος από τέσσερα χρόνια,

 τους ►M112  δώδεκα ◄ μήνες σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.

 ◄

Η διάρκεια της αδείας που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο δεν λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 20, τρίτη παράγραφος.

▼M60

Κατά τη διάρκεια της άδειας του έκτακτου υπαλλήλου αναστέλλεται η κάλυψη έναντι των κινδύνων ασθενειών και ατυχημάτων που προβλέπεται στο άρθρο 28.

Εντούτοις, ►M112  αν ο υπάλληλος δεν ασκεί επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα ◄ , είναι δυνατόν, μετά από αίτηση του, που πρέπει να υποβληθεί το αργότερο ένα μήνα μετά την έναρξη της άδειας χωρίς αποδοχές, να συνεχίζει να απολαύει της κάλυψης ►M112  έναντι των κινδύνων που αναφέρονται στο άρθρο 28 ◄ , υπό την προϋπόθεση ότι θα συνεχίσει να καταβάλλει κατά τη διάρκεια της άδειάς του το ήμισυ του ποσού των εισφορών ►M112  που προβλέπονται από το άρθρο αυτό ◄ · οι εισφορές υπολογίζονται βάσει του τελευταίου βασικού μισθού του έκτακτου υπαλλήλου.

Επιπλέον, αν ο έκτακτος υπάλληλος που αναφέρεται στο άρθρο 2 στοιχείο γ) ή δ) αποδείξει ότι δεν δύναται να αποκτήσει δικαιώματα σύνταξης από άλλο συνταξιοδοτικό καθεστώς, είναι δυνατόν, μετά από αίτηση του, να συνεχίσει να αποκτά δικαιώματα σύνταξης κατά τη διάρκεια της άδειας χωρίς αποδοχές, υπό την προϋπόθεση ότι καταβάλλει εισφορά ίση με το τριπλάσιο του ποσοστού που προβλέπεται στο άρθρο 41· οι εισφορές υπολογίζονται βάσει του βασικού μισθού που ισχύει για το βαθμό και το κλιμάκιο του έκτακτου υπαλλήλου.

▼M60

Άρθρο 18

Στον έκτακτο υπάλληλο που στρατεύεται για να εκπληρώσει τη νόμιμη θητεία του, καλείται να πραγματοποιήσει εναλλακτική θητεία, υποχρεούται να συμπληρώσει περίοδο στρατιωτικής εκπαίδευσης ή ανακαλείται υπό τα όπλα, παρέχεται άδεια για εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων· στην περίπτωση εκτάκτου υπαλλήλου που έχει προσληφθεί με σύμβαση ορισμένου χρόνου, η διάρκεια αυτής της άδειας δεν δύναται να υπερβαίνει τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης.

Ο έκτακτος υπάλληλος που στρατεύεται για να εκπληρώσει τη νόμιμη θητεία του ή καλείται να πραγματοποιήσει εναλλακτική θητεία παύει να εισπράττει τις αποδοχές του, αλλά εξακολουθεί να απολαύει των διατάξεων του παρόντος καθεστώτος σχετικά με την προαγωγή κατά κλιμάκιο. Διατηρεί επίσης τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα του εφόσον, αφού αποδεσμευθεί από τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις ή αφού πραγματοποιήσει εναλλακτική θητεία, καταβάλει αναδρομικά τις συνταξιοδοτικές εισφορές του.

Ο έκτακτος υπάλληλος που υποχρεούται να συμπληρώσει περίοδο στρατιωτικής εκπαίδευσης ή ανακαλείται υπό τα όπλα εξακολουθεί, κατά τη διάρκεια της περιόδου της στρατιωτικής εκπαίδευσης ή της ανάκλησής του, να εισπράττει τις αποδοχές του, οι οποίες, εντούτοις, μειώνονται κατά το ποσό του στρατιωτικού μισθού που εισπράττεται από τον ενδιαφερόμενο.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Αποδοχές και επιστροφή εξόδων

Άρθρο 19

Οι αποδοχές του εκτάκτου υπαλλήλου περιλαμβάνουν βασικό μισθό, οικογενειακά επιδόματα και αποζημιώσεις.

▼M112

Άρθρο 20

1.  Τα άρθρα 63, 64, 65 και 65α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης περί του νομίσματος στο οποίο εκφράζονται οι αποδοχές, καθώς και περί των όρων συναλλαγματικής προσαρμογής και τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των εν λόγω αποδοχών, εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

2.  Τα άρθρα 66, 67, 69 και 70 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με τους βασικούς μισθούς, τα οικογενειακά επιδόματα, το επίδομα αποδημίας και το επίδομα θανάτου εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

3.  Το άρθρο 66α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης για την ειδική εισφορά εφαρμόζεται κατ' αναλογία όσον αφορά τους έκτακτους υπαλλήλους.

4.  Ο έκτακτος υπάλληλος που έχει συμπληρώσει δύο έτη αρχαιότητας σε κλιμάκιο του βαθμού του ανέρχεται αυτόματα στο επόμενο κλιμάκιο του βαθμού του.

▼B

Άρθρο 21

Οι διατάξεις των άρθρων 1, 2, ►M112  3 και 4 ◄ του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως ►M112  των οικογενειακών επιδομάτων και του επιδόματος αποδημίας ◄ ισχύουν κατ' αναλογία.

Άρθρο 22

Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 23 έως 26, ο έκτακτος υπάλληλος δικαιούται, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στα άρθρα 5 έως 15 του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως της επιστροφής των εξόδων στα οποία έχει υποβληθεί κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, τη μετάθεσή του ή τη λήξη των καθηκόντων του, καθώς και εκείνων, στα οποία έχει υποβληθεί κατά την άσκηση ή λόγω της ασκήσεως των καθηκόντων του.

Άρθρο 23

Ο έκτακτος υπάλληλος που έχει προσληφθεί για ορισμένο χρόνο τουλάχιστον δώδεκα μηνών ή που θεωρείται από την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτη παράγραφος, ότι οφείλει να συμπληρώσει ισοδύναμο χρόνο υπηρεσίας, αν έχει συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου, δικαιούται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9 του παραρτήματος VII του κανονισμού, της επιστροφής των εξόδων μετακομίσεως.

Άρθρο 24

1.  Ο έκτακτος υπάλληλος που έχει προσληφθεί για ορισμένο χρόνο τουλάχιστον ενός έτους, ή που θεωρείται από την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο, 6 πρώτη παράγραφος ότι οφείλει να συμπληρώσει ισοδύναμο χρόνο υπηρεσίας αν έχει συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου, δικαιούται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 5 του παραρτήματος VII του κανονισμού, αποζημιώσεως εγκαταστάσεως, το ποσό της οποίας καθορίζεται, για προβλεπόμενο χρόνο υπηρεσίας,



—  ίσο ή μεγαλύτερο από ένα έτος αλλά μικρότερο από δύο έτη στο 1/3

right accolade του ποσού που καθορίζεται στο άρθρο 5 του παραρτήματος VII του κανονισμού

—  ίσο ή μεγαλύτερο από δύο έτη αλλά μικρότερο από τρία έτη στα 2/3

—  ίσο ή μεγαλύτερο από 3 έτη στα 3/3

2.  Η αποζημίωση επανεγκαταστάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 6 του παραρτήματος VII του κανονισμού χορηγείται στον έκτακτο υπάλληλο που έχει συμπληρώσει τέσσερα έτη υπηρεσίας. Ο υπάληληλος που έχει συμπληρώσει περισσότερα από ένα αλλά λιγότερα από τέσσερα έτη υπηρεσίας δικαιούται αποζημιώσεως επανεγκαταστάσεως, το ποσό της οποίας είναι ανάλογο με το χρόνο υπηρεσίας του, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα κλάσματα έτους.

▼M112

3.  Εντούτοις, η αποζημίωση εγκατάστασης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 και η αποζημίωση επανεγκατάστασης που προβλέπεται στην παράγραφο 2 δεν μπορούν να είναι μικρότερες από:

▼M122

 1 074,14 ευρώ, για υπαλλήλους που δικαιούνται οικογενειακού επιδόματος,

 638,68 ευρώ για υπαλλήλους που δεν δικαιούνται οικογενειακού επιδόματος.

▼M112

Όταν δύο σύζυγοι, μόνιμοι ή άλλοι υπάλληλοι των Κοινοτήτων, δικαιούνται και οι δύο της αποζημίωσης εγκατάστασης ή επανεγκατάστασης, αυτή καταβάλλεται μόνο στο σύζυγο που έχει τον υψηλότερο βασικό μισθό.

▼B

Άρθρο 25

▼M23

Εφαρμόζονται οι διατάξεις περί της ημερησίας αποζημιώσεως που προβλέπονται στο άρθρο 10 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως. ►M60  Εντούτοις, ο έκτακτος υπάλληλος που προσλαμβάνεται για ορισμένο χρόνο μικρότερο των δώδεκα μηνών, ή ο οποίος θεωρείται από την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο ότι οφείλει να συμπληρώσει ισοδύναμο χρόνο υπηρεσίας αν έχει συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου, και αποδεικνύει ότι δεν είναι δυνατόν να συνεχίσει να διαμένει στην παλαιά του κατοικία, δικαιούται να λαμβάνει ημερήσια αποζημίωση καθ' όλη τη διάρκεια της σύμβασης του και για δώδεκα μήνες κατ' ανώτατο όριο. ◄

▼B

Άρθρο 26

Οι διατάξεις του άρθρου 8 του παραρτήματος VII του κανονισμού περί επιστροφής των εξόδων ετησίου ταξιδίου από τον τόπο τοποθετήσεως στον τόπο καταγωγής εφαρμόζονται μόνο στον έκτακτο υπάλληλο που έχει συμπληρώσει χρόνο υπηρεσίας εννέα τουλάχιστον μηνών.

Άρθρο 27

Οι διατάξεις των άρθρων 16 και 17 του παραρτήματος VII του κανονισμού περί διακανονισμού των οφειλομένων ποσών ισχύουν κατ' αναλογία.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Κοινωνική ασφάλιση



Τμήμα Α

ΚΑΛΥΨΗ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΑΣΘΕΝΕΙΩΝ ΚΑΙ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ. ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΟΣ

Άρθρο 28

►M60  Τα άρθρα 72 και 73 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, σχετικά με το καθεστώς κάλυψης έναντι των κινδύνων ασθενειών και ατυχημάτων, εφαρμόζονται κατ' αναλογία στον έκτακτο υπάλληλο κατά την περίοδο της υπηρεσίας του, κατά τη διάρκεια αναρρωτικής άδειας και κατά τη διάρκεια των περιόδων άδειας χωρίς αποδοχές που προβλέπονται στα άρθρα 11 και 17 με τις προβλεπόμενες σ' αυτά προϋποθέσεις· το άρθρο 72 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με το καθεστώς κάλυψης έναντι των κινδύνων ασθενειών εφαρμόζεται κατ' αναλογία στον υπάλληλο που είναι δικαιούχος ►M112  επιδόματος αναπηρίας ◄ καθώς και στο δικαιούχο σύνταξης επιζώντων. ◄ ►M33  Το άρθρο 72 ισχύει επίσης για τον υπάλληλο τον οποίο αναφέρει το άρθρο 39 παράγραφος 2 και ο οποίος είναι δικαιούχος σύνταξης λόγω συμπλήρωσης συντάξιμου χρόνου. ◄

Αν εν τούτοις, η ιατρική εξέταση στην οποία υποβάλλεται ο υπάλληλος δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 13, δείξει ότι ο ενδιαφερόμενος έχει προσβληθεί από ασθένεια ή αναπηρία, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτη παράγραφος, δύναται να αποφασίσει να αποκλεισθούν από την επιστροφή των εξόδων που προβλέπεται στο άρθρο 72 του κανονισμού αυτές οι δαπάνες που προκλήθηκαν σαν επακόλουθα και συνέπειες αυτής της ασθένειας ή αναπηρίας.

▼M62

Αν ο έκτακτος υπάλληλος αποδείξει ότι δεν δικαιούται απόδοσης των δαπανών από άλλη υγειονομική ασφάλιση βάσει νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων, μπορεί να ζητήσει, το αργότερο εντός μηνός μετά τη λήξη της σύμβασής του, να συνεχίσει να απολαύει της υγειονομικής ασφάλισης που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, για ένα εξάμηνο, το πολύ, μετά τη λήξη της σύμβασής του. Η εισφορά που προβλέπεται στο άρθρο 72 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης υπολογίζεται με βάση τον τελευταίο βασικό μισθό του υπαλλήλου, τον οποίο και βαρύνει κατά το ήμισυ.

Μετά από σχετική απόφαση της αρμόδιας αρχής για τη σύναψη των συμβάσεων εργασίας και αφού δώσει τη γνώμη του ο ιατρός-σύμβουλος του οργάνου, η προθεσμία ενός μηνός για την υποβολή της αίτησης καθώς και ο περιορισμός των έξι μηνών του προηγούμενου εδαφίου δεν ισχύουν εφόσον ο ενδιαφερόμενος προσεβλήθη κατά το χρόνο υπηρεσίας του από βαριά ή παρατεινόμενη ασθένεια, την οποία και δήλωσε στο όργανο πριν από τη λήξη της προαναφερόμενης εξάμηνης περιόδου, υπό τη προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος θα υποβληθεί στην ιατρική εξέταση που διεξάγει το κοινοτικό όργανο.

▼M62

Άρθρο 28α

1.  Ο πρώην έκτακτος υπάλληλος, ο οποίος βρίσκεται χωρίς απασχόληση μετά την έξοδο από την υπηρεσία του σε όργανο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εάν:

 δεν δικαιούται συντάξεως λόγω συμπλήρωσης συντάξιμου χρόνου ή σύνταξη αναπηρίας από τις Κοινότητες,

 η έξοδός του από την υπηρεσία δεν οφείλεται σε παραίτηση ή σε διακοπή της σύμβασης του για πειθαρχικούς λόγους,

 έχει συμπληρώσει τουλάχιστον εξάμηνη υπηρεσία, και

 είναι κάτοικος ενός κράτους μέλους των Κοινοτήτων,

δικαιούται μηνιαίου επιδόματος ανεργίας υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις.

Αν δικαιούται επιδόματος ανεργίας δυνάμει εθνικού συστήματος, υποχρεούται να το δηλώσει στο σχετικό όργανο στο οποίο υπαγόταν, το οποίο και ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή. Στην περίπτωση αυτή, το ποσό του επιδόματος αυτού αφαιρείται από το επίδομα που καταβάλλεται δυνάμει της παραγράφου 3.

2.  Για να δικαιούται επιδόματος ανεργίας, ο πρώην έκτακτος υπάλληλος:

α) εγγράφεται, τη αιτήσει του, ως άνεργος στις αρμόδιες υπηρεσίες απασχόλησης του κράτους μέλους όπου διαμένει·

β) θα πρέπει να τηρεί τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η νομοθεσία του κράτους μέλους αυτού στον δικαιούχο παροχών ανεργίας βάσει των διατάξεών της·

γ) υποχρεούται να διαβιβάζει κάθε μήνα στο όργανο που υπαγόταν, το οποίο και τη διαβιβάζει αμέσως στην Επιτροπή, βεβαίωση της αρμόδιας εθνικής υπηρεσίας η οποία αναφέρει αν τηρεί ή όχι τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στα στοιχεία α) και β).

Η Κοινότητα μπορεί να αποφασίσει τη χορήγηση ή τη συνέχιση της χορήγησης του επιδόματος, έστω και αν δεν πληρούνται οι ειδικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στο στοιχείο β), σε περίπτωση ασθένειας, ατυχήματος, μητρότητας, αναπηρίας ή άλλης κατάστασης που θεωρείται ανάλογη, καθώς και όταν η αρμόδια εθνική υπηρεσία απαλλάσσει τον ενδιαφερόμενο από τις υποχρεώσεις αυτές.

Η Επιτροπή, αφού λάβει τη γνώμη επιτροπής εμπειρογνωμόνων, καθορίζει τις απαραίτητες διατάξεις για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

▼M112

3.  Το επίδομα ανεργίας καθορίζεται σε σχέση με το βασικό μισθό που είχε ο πρώην έκτακτος υπάλληλος κατά την έξοδό του από την υπηρεσία. Το εν λόγω επίδομα ανεργίας ανέρχεται στο:

α) 60 % του βασικού μισθού επί μια αρχική περίοδο δώδεκα μηνών,

β) 45 % του βασικού μισθού από τον δέκατο τρίτο έως τον εικοστό τέταρτο μήνα,

γ) 30 % του βασικού μισθού από τον εικοστό πέμπτο έως τον τριακοστό έκτο μήνα.

Εκτός από την αρχική περίοδο των έξι μηνών, κατά τη διάρκεια της οποίας εφαρμόζεται το κατώτερο όριο που ορίζεται παρακάτω, ενώ δεν εφαρμόζεται το ανώτερο όριο, τα ποσά που ορίζονται κατ' αυτόν τον τρόπο δεν μπορούν να είναι κατώτερα από ευρώ ►M122  1 288,19 ευρώ ◄ ούτε μεγαλύτερα από ευρώ ►M122  2 576,39 ευρώ ◄ . Τα όρια αυτά προσαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο όπως και οι κλίμακες μισθών που περιλαμβάνονται στο άρθρο 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, σύμφωνα με το άρθρο 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

4.  Η περίοδος κατά την οποία το επίδομα ανεργίας καταβάλλεται στον πρώην έκτακτο υπάλληλο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 36 μήνες από την ημερομηνία εξόδου του από την υπηρεσία και δεν υπερβαίνει σε καμμία περίπτωση το ένα τρίτο του πραγματικού χρόνου υπηρεσίας που έχει συμπληρώσει. Εάν όμως, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, ο πρώην έκτακτος υπάλληλος παύσει να πληροί τους όρους των παραγράφων 1 και 2, διακόπτεται η καταβολή του επιδόματος ανεργίας. Η καταβολή του επιδόματος ανεργίας επαναλαμβάνεται, εάν, πριν από τη λήξη της περιόδου αυτής, ο πρώην έκτακτος υπάλληλος πληροί και πάλι τους εν λόγω όρους χωρίς όμως να έχει αποκτήσει δικαίωμα σε εθνικό επίδομα ανεργίας.

▼M62

5.  Ο πρώην έκτακτος υπάλληλος στον οποίο χορηγείται επίδομα ανεργίας δικαιούται των οικογενειακών επιδομάτων που προβλέπει το άρθρο 67 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Το επίδομα στέγης υπολογίζεται βάσει του επιδόματος ανεργίας και υπό τους όρους του άρθρου 1 του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να δηλώσει τα ανάλογα επιδόματα που καταβάλλονται από άλλη πηγή στον ίδιο ή στον ή τη σύζυγό του, τα οποία και αφαιρούνται από τα επιδόματα που καταβάλλονται βάσει του παρόντος άρθρου.

Ο πρώην έκτακτος υπάλληλος στον οποίο χορηγείται επίδομα ανεργίας δικαιούται της καλύψεως των κινδύνων ασθενείας χωρίς να επιβαρύνεται με εισφορές, υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 72 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼M112

6.  Το επίδομα ανεργίας και τα οικογενειακά επιδόματα καταβάλλονται από την Επιτροπή σε ευρώ. Δεν εφαρμόζεται κανένας διορθωτικός συντελεστής.

7.  Όλοι οι έκτακτοι υπάλληλοι συμμετέχουν κατά το ένα τρίτο στη χρηματοδότηση του συστήματος ασφάλισης κατά της ανεργίας. Η συνεισφορά αυτή καθορίζεται σε 0,81 % του βασικού μισθού του ενδιαφερομένου, μετά την έκπτωση ποσού ευρώ ►M122  1 171,09 ευρώ ◄ , και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι διορθωτικοί συντελεστές που προβλέπονται στο άρθρο 64 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Η συνεισφορά αυτή αφαιρείται κάθε μήνα από τον μισθό του ενδιαφερομένου και αφού αυξηθεί κατά τα δύο τρίτα που βαρύνουν το όργανο, καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο ανεργίας. Το ταμείο αυτό είναι κοινό για όλα τα όργανα, τα οποία καταβάλλουν κάθε μήνα τις συνεισφορές τους στην Επιτροπή, το αργότερο οκτώ ημέρες μετά την πληρωμή των αποδοχών. Η εντολή πληρωμής και η καταβολή κάθε δαπάνης που απορρέει από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, γίνονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τις διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού που διέπει τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

▼M62

8.  Το επίδομα ανεργίας που καταβάλλεται στον άνεργο πρώην έκτακτο υπάλληλο ρυθμίζεται από τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68 περί καθορισμού των όρων και της διαδικασίας επιβολής του φόρου του θεσπισθέντος υπέρ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

9.  Οι αρμόδιες υπηρεσίες σε θέματα απασχόλησης και ανεργίας, ενεργώντας στο πλαίσιο της εθνικής τους νομοθεσίας, και η Επιτροπή συνεργάζονται αποτελεσματικά για την καλή εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

10.  Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου ρυθμίζονται, με κοινή συμφωνία των οργάνων της Κοινότητας, αφού προηγουμένως δώσει τη γνώμη της η Επιτροπή Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2.

▼M112

11.  Ένα έτος μετά την καθιέρωση του παρόντος συστήματος ασφάλισης κατά της ανεργίας και, στη συνέχεια, ανά διετία, η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο έκθεση για την οικονομική κατάσταση του συστήματος. Εκτός από την έκθεση αυτή, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει στο Συμβούλιο προτάσεις αναπροσαρμογής των συνεισφορών που προβλέπονται στην παράγραφο 7, εάν το απαιτεί η ισορροπία του συστήματος. Το Συμβούλιο αποφασίζει επί των προτάσεων αυτών σύμφωνα με την παράγραφο 3.

▼B

Άρθρο 29

Οι διατάξεις του άρθρου 74 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως περί του επιδόματος τοκετού ως και αυτές του άρθρου 75 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως περί της αναλήψεως από το όργανο των εξόδων που αναφέρονται εδώ, εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

Άρθρο 30

Οι διατάξεις του άρθρου 76 του κανονισμού, υπηρεσιακής καταστάσεως περί της χορηγήσεως δωρεών, δανείων ή προκαταβολών, εφαρμόζονται ανάλογα επί του εκτάκτου υπαλλήλου κατά τη διάρκεια της συμβάσεώς του ή μετά τη λύση αυτής, εάν ο υπάλληλος είναι ανίκανος προς εργασία συνεπεία βαρείας ή παρατεταμένης ασθένειας ►M112  ή αναπηρίας ◄ ή ατυχήματος, που συνέβησαν κατά την διάρκεια της προσλήψεώς του, και αποδεικνύει ότι δεν καλύπτεται από άλλο καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως.



Τμήμα Β

ΚΑΛΥΨΗ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥ

Άρθρο 31

Ο έκτακτος υπάλληλος ασφαλίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις κατά των κινδύνων θανάτου και αναπηρίας, που είναι δυνατό να επέλθουν κατά την διάρκεια της υπηρεσίας του.

Οι παροχές και οι εγγυήσεις που προβλέπονται σ' αυτό το μέρος αναστέλλονται αν τα χρηματικά αποτελέσματα της προσλήψεως του υπαλλήλου έχουν ανασταλεί πρόσκαιρα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος καθεστώτος.

Άρθρο 32

Εάν η ιατρική εξέταση που προηγήθηκε της προσλήψεως του υπαλλήλου δείξει ότι αυτός έχει προσβληθεί από ασθένεια ή αναπηρία, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτη παράγραφος δύναται να αποφασίσει την υπαγωγή του στο ευεργέτημα των εγγυήσεων που προβλέπονται για τηνπερίπτωση αναπηρίας ή θανάτου, μόνο στο τέλος περιόδου πέντε ετών που αρχίζει από την ημερομηνία αναλήψεως υπηρεσίας στο όργανο για τα επακόλουθα και τις συνέπειες αυτής της ασθενείαςή αναπηρίας.

▼M62

Ο υπάλληλος μπορεί να προσβάλει την απόφαση αυτή στην Υγειονομική Επιτροπή Αναπηρίας που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼M112

Άρθρο 33

1.  Υπάλληλος ο οποίος έχει προσβληθεί από αναπηρία που θεωρείται ολική και ο οποίος είναι υποχρεωμένος, για τον λόγο αυτό, να διακόψει την υπηρεσία του στο όργανο, δικαιούται, για όσο χρόνο διαρκεί η ανικανότητα αυτή, επιδόματος αναπηρίας, του οποίου το ποσό καθορίζεται ως εξής.

Το άρθρο 52 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ' αναλογία στους δικαιούχους επιδόματος αναπηρίας. Εάν ο δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας συνταξιοδοτηθεί πριν από το 65 έτος της ηλικίας του χωρίς να έχει φθάσει στο ανώτατο ποσοστό συντάξεως, εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες της συντάξεως αρχαιότητας. Το ποσό της σύνταξης αρχαιότητας καθορίζεται με βάση τον μισθό που αντιστοιχεί στον βαθμό και το κλιμάκιο που κατείχε ο υπάλληλος όταν κατέστη ανάπηρος.

Το ποσό του επιδόματος αναπηρίας ορίζεται στο 70 % του τελευταίου βασικού μισθού του εκτάκτου υπαλλήλου. Ωστόσο, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης που ορίζεται στο άρθρο 6 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Το επίδομα αναπηρίας υπόκειται σε εισφορές υπέρ του συνταξιοδοτικού καθεστώτος, που υπολογίζονται βάσει του εν λόγω επιδόματος.

Εφόσον η αναπηρία του υπαλλήλου προέρχεται από ατύχημα το οποίο συνέβη κατά την άσκηση ή επ' ευκαιρία της άσκησης των καθηκόντων του, από επαγγελματική ασθένεια ή από πράξη αυτοθυσίας προς δημόσιο όφελος ή από το γεγονός ότι ο υπάλληλος εξέθεσε τη ζωή του σε κίνδυνο προκειμένου να διασώσει ανθρώπινη ζωή, το επίδομα αναπηρίας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το 120 % του ελάχιστου ορίου διαβίωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, ο προϋπολογισμός του πρώην εργοδότη του βαρύνεται με τις εισφορές υπέρ του συνταξιοδοτικού καθεστώτος.

Εάν η αναπηρία έχει προκληθεί σκόπιμα από τον υπάλληλο, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, μπορεί να αποφασίσει ότι ο υπάλληλος θα πρέπει να λάβει μόνο το επίδομα που προβλέπεται στο άρθρο 39.

Ο δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας δικαιούται επίσης, υπό τους όρους που προβλέπονται στο Παράρτημα VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, των οικογενειακών επιδομάτων που αναφέρονται στο άρθρο 67 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Το επίδομα στέγης υπολογίζεται με βάση το επίδομα του δικαιούχου.

2.  Η κατάσταση αναπηρίας κρίνεται από την επιτροπή αναπηρίας που προβλέπεται στο άρθρο 9 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

3.  Το όργανο που αναφέρεται στο άρθρο 40 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης μπορεί να υποβάλει περιοδικά σε εξετάσεις τον δικαιούχο επιδόματος αναπηρίας, για να βεβαιωθεί ότι εξακολουθεί να πληροί τους απαιτούμενους όρους για τη λήψη του εν λόγω επιδόματος. Εάν η επιτροπή αναπηρίας διαπιστώσει ότι δεν πληρούνται πλέον οι όροι αυτοί, ο υπάλληλος αναλαμβάνει και πάλι υπηρεσία στο όργανο, εφόσον δεν έχει λήξει η σύμβασή του.

Ωστόσο, εάν ο ενδιαφερόμενος δεν είναι δυνατόν επαναπροσληφθεί στην υπηρεσία των Κοινοτήτων, η σύμβαση μπορεί να λυθεί με την καταβολή αποζημίωσης ύψους αντίστοιχου με τις αποδοχές που θα είχε εισπράξει κατά το διάστημα της προθεσμίας καταγγελίας και, ενδεχομένως, με την αποζημίωση λύσης της σύμβασης που προβλέπεται στο άρθρο 47. Το άρθρο 39 τυγχάνει επίσης εφαρμογής.

▼B

Άρθρο 34

Οι έλκοντες δικαίωμα από αποβιώσαντα υπάλληλο, όπως αυτοί καθορίζονται στο κεφάλαιο 4 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, δικαιούνται συντάξεως επιζώντων σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 35 έως 38. ►M62  ————— ◄

▼M62 —————

▼M33

Σε περίπτωση θανάτου πρώην υπαλλήλου ►M62  δικαιούχου ►M112  επιδόματος αναπηρίας ◄ όπως και σε περίπτωση θανάτου πρώην έκτακτου υπαλλήλου ◄ που αναφέρει το άρθρο 2 ►M62  α), γ) ή δ) ◄ και ο οποίος δικαιούτο σύνταξη λόγω συμπλήρωσης συντάξιμου χρόνου ή είχε αποχωρήσει από την υπηρεσία πριν από την ηλικία των ►M112  63 ◄ ετών, είχε δε ζητήσει να αρχίσει η καταβολή της σύνταξης την πρώτη ημέρα μετά το τέλος του μήνα, κατά τη διάρκεια του οποίου θα συμπλήρωνε ηλικία ►M112  63 ◄ ετών, οι έλκοντες δικαιώματα, όπως ορίζονται στο κεφάλαιο 4 του παραρτήματος VIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης δικαιούνται σύνταξη επιζώντων με τους όρους που προβλέπει το παράρτημα αυτό.

▼M62

Σε περίπτωση που έχει περάσει πάνω από ένας χρόνος από τότε που είναι αγνώστου διαμονής είτε ένας υπάλληλος είτε ένας πρώην υπάλληλος δικαιούχος ►M112  επιδόματος αναπηρίας ◄ ή σύνταξης λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου, είτε ένας πρώην υπάλληλος που είχε εξέλθει από την υπηρεσία πριν γίνει ►M112  63 ◄ ετών και είχε ζητήσει αναβολή της έναρξης καταβολής της σύνταξης του μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα μετά από εκείνον κατά τον οποίο θα συμπλήρωνε την ηλικία των ►M112  63 ◄ ετών, οι διατάξεις των κεφαλαίων 5 και 6 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με τις προσωρινές συντάξεις ισχύουν κατ' αναλογία για το σύζυγο και τα πρόσωπα που θεωρούνται ως συντηρούμενα από τον υπάλληλο αγνώστου διαμονής.

▼B

Άρθρο 35

Το δικαίωμα συντάξεως αρχίζει να ισχύει από την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί το μήνα του θανάτου, αν συντρέχει περίπτωση, από την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την περίοδο κατά την οποία ►M112  ο επιζών σύζυγος ◄ , τα ορφανά ή τα συντηρούμενα πρόσωπα του αποβιώσαντος υπαλήλλου δικαιούνται αυτών των απολαβών κατ' εφαρμογή του άρθρου 70 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

Άρθρο 36

▼M62

►M112  Ο επιζών σύζυγος ◄ υπαλλήλου δικαιούται ►M112  σύνταξης επιζώντων ◄ υπό τους όρους που προβλέπονται στο κεφάλαιο 4 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Το ποσό της ►M112  σύνταξης επιζώντων ◄ δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 35 % του τελευταίου μηνιαίου βασικού μισθού που εισέπραξε ο υπάλληλος ούτε από το κατώτερο όριο διαβίωσης όπως καθορίζεται στο άρθρο 6 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Σε περίπτωση θανάτου ενός υπαλλήλου από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχεία α), γ) ή δ), το ποσό της σύνταξης χήρας προσαυξάνεται μέχρι το 60 % της σύνταξης λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου που θα είχε καταβληθεί στον υπάλληλο, αν μπορούσε να την αξιώσει, ανεξάρτητα από το χρόνο υπηρεσίας και την ηλικία του, την ημέρα του θανάτου του.

▼M23

►M112  Ο δικαιούχος ◄ ►M112  συντάξεως επιζώντων ◄ δικαιούται, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο Παράρτημα VII του κανονισμού, των οικογενειακών επιδομάτων που αναφέρονται στο άρθρο 67 του κανονισμού. Εν τούτοις το ποσό του επιδόματος συντηρουμένου τέκνου είναι ίσο με το διπλάσιο του επιδόματος που προβλέπεται στο άρθρο 67 παράγραφος 1 περίπτωση β) του κανονισμού.

▼M62 —————

▼M112

Άρθρο 37

Εάν ο υπάλληλος ή ο δικαιούχος σύνταξης αρχαιότητας ή επιδόματος αναπηρίας αποβιώσει και δεν καταλείπει σύζυγο που να δικαιούται σύνταξη επιζώντων, τα συντηρούμενα κατά τον χρόνο του θανάτου τέκνα, δικαιούνται σύνταξης ορφανού σύμφωνα με το άρθρο 80 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται στα τέκνα που πληρούν τους ίδιους όρους, σε περίπτωση θανάτου ή σύναψης νέου γάμου του συζύγου που δικαιούται σύνταξης επιζώντων.

Εφόσον ο υπάλληλος ή ο δικαιούχος σύνταξης αρχαιότητας ή επιδόματος αναπηρίας έχει αποβιώσει χωρίς να πληρούνται οι όροι που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, εφαρμόζονται οι διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 80, τρίτο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Σε περίπτωση θανάτου ενός πρώην εκτάκτου υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχεία α), γ) ή δ), ο οποίος είχε αποχωρήσει από την υπηρεσία πριν από την ηλικία των 63 ετών και είχε ζητήσει να αναβληθεί η έναρξη καταβολής της σύνταξης αρχαιότητας μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που έπεται εκείνου κατά τον οποίο θα συμπλήρωνε την ηλικία των 63 ετών, τα τέκνα, που αναγνωρίζονται ως συντηρούμενα σύμφωνα με το άρθρο 2 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης δικαιούνται σύνταξης ορφανού με τους ίδιους όρους με εκείνους που προβλέπονται στα προηγούμενα εδάφια.

Η σύνταξη ορφανού προσώπου που εξομοιούται με συντηρούμενο τέκνο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2, παράγραφος 4 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δεν μπορεί να υπερβαίνει το διπλάσιο του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου.

Ο θάνατος φυσικού γονέως, τον οποίο έχει υποκαταστήσει εξ υιοθεσίας γονέας, δεν γεννά δικαίωμα συντάξεως ορφανού.

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το ορφανό δικαιούται σχολικού επιδόματος.

▼B

Άρθρο 38

Σε περίπτωση διαζυγίου ή συνυπάρξεως πολλών ομάδων επιζώντων οι οποίες δύνανται να αξιώσουν σύνταξη επιζώντων, αυτή η σύνταξη κατανέμεται σύμφωνα με τον τρόπο που προβλέπεται στο κεφάλαιο 4 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

▼M62

Άρθρο 38α

Οι κανόνες για τα ανώτατα όρια και την κατανομή που προβλέπονται στο άρθρο 81α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται αναλογικά και στην περίπτωση αυτή.

▼B



Τμήμα Γ

▼M23

ΣΥΝΤΑΞΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΠΟΧΩΡΗΣΕΩΣ

▼M112

Άρθρο 39

1.  Κατά την έξοδό του από την υπηρεσία, ο υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 2 δικαιούται σύνταξης αρχαιότητας, μεταφοράς του αναλογιστικού ισοδυνάμου ή καταβολής του επιδόματος αποχώρησης, σύμφωνα με το κεφάλαιο 3 του τίτλου V και του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Εφόσον ο υπάλληλος δικαιούται σύνταξης αρχαιότητας, τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα μειώνονται κατ' αναλογία προς τα ποσά που καταβάλλονται δυνάμει του άρθρου 42.

Το άρθρο 9, παράγραφος 2 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ισχύει υπό τις ακόλουθες συνθήκες:

Προς το συμφέρον της υπηρεσίας, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και διαφανών διαδικασιών που καθορίζονται μέσω γενικών εκτελεστικών διατάξεων, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να αποφασίσει να μην εφαρμόσει μείωση στη σύνταξη έκτακτου υπαλλήλου, μέχρι τον αριθμό των οκτώ έκτακτων υπαλλήλων κατ' ανώτατο όριο, σε όλα τα όργανα, για κάθε έτος. Ο αριθμός αυτός μπορεί να κυμαίνεται ετησίως, υπό την επιφύλαξη του μέσου όρου των δέκα ανά διετία, και της αρχής του ουδέτερου προϋπολογισμού. Πριν από την πάροδο πενταετίας, η Επιτροπή υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση αξιολόγησης της εφαρμογής του μέτρου αυτού. Εφόσον χρειάζεται, η Επιτροπή υποβάλει πρόταση μεταβολής, μετά από πέντε έτη, του μέγιστου ετήσιου αριθμού, βάσει του άρθρου 283 της Συνθήκης ΕΚ.

2.  Το άρθρο 11, παράγραφοι 2 και 3 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ' αναλογία στους υπαλλήλους κατά την έννοια του άρθρου 2 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

3.  Ο δικαιούχος σύνταξης λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου δικαιούται, των οικογενειακών επιδομάτων που αναφέρονται στο άρθρο 67 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Το ανάλογο τμήμα του επιδόματος στέγης υπολογίζεται με βάση τη σύνταξη του δικαιούχου.

▼B

Άρθρο 40

Αν ο ενδιαφερόμενος διορίσθηκε υπάλληλος ►M15  των Κοινοτήτων ◄ , δεν εισπράττει το επίδομα που προβλέπεται στο άρθρο 39, πρώτη παράγραφος.

Ο χρόνος υπηρεσίας του ως εκτάκτου υπαλλήλου ►M15  των Κοινοτήτων ◄ , λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των συνταξίμων ετών της συντάξεως αρχαιότητος, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο παράρτημα VIII του κανονισμού.

Αν ο υπάλληλος άσκησε το δικαίωμα επιλογής που προβλέπεται στο άρθρο 42, τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα μειούνται ανάλογα με την διάρκεια της περιόδου που αντιστοιχεί σ' αυτές τις εισφορές.

▼M112

Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στον υπάλληλο, ο οποίος εντός τριών μηνών από την υπαγωγή του στις διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ζητεί να προβεί στην επιστροφή των εν λόγω ποσών, με τόκους ανατοκισμού που υπολογίζονται με επιτόκιο ►M113  3,9 % ◄ ετησίως· το επιτόκιο μπορεί να αναθεωρηθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12 του Παραρτήματος XII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼B



Τμήμα Δ

▼M62

ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

▼B

Άρθρο 41

▼M62

Για τη χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που προβλέπεται στα προηγούμενα τμήματα Β και Γ, ισχύουν κατ' αναλογία οι διατάξεις του άρθρου 83 ►M112  και του άρθρου 83α ◄ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης καθώς και των άρθρων 36 και 38 του παραρτήματος VIII του ίδιου κανονισμού.

▼B

Άρθρο 42

Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που πρέπει να καθορισθούν από το όργανο ο υπάλληλος έχει την ευχέρεια να ζητήσει από το όργανο την πραγματοποίηση των πληρωμών, στις οποίες ενδεχομένως υποχρεούται να προβεί, για να συστήσει ή να διατηρήσει τα δικαιώματα συνταξιοδοτήσεώς του στην χώρα καταγωγής του.

Αυτές οι πληρωμές δεν δύνανται να υπερβούν ►M112  δύο φορές το ποσοστό που προβλέπεται στο άρθρο 83, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ◄ και βαρύνουν ►M15  τον προϋπολογισμό των Κοινοτήτων ◄ .

▼M62



Τμήμα Ε

ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΕΚΤΑΚΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

Άρθρο 43

Οι διατάξεις των άρθρων 40 έως 44 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ισχύουν κατ' αναλογία.



Τμήμα ΣΤ

ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΠΑΡΟΧΩΝ

Άρθρο 44

Οι διατάξεις των άρθρων 81α και 82 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του άρθρου 45 του παραρτήματος VIII του ίδιου κανονισμού εφαρμόζονται αναλογικά.

Όλα τα υπόλοιπα ποσά που οφείλει ο υπάλληλος στις Κοινότητες, σύμφωνα με το παρόν σύστημα προνοίας, κατά το χρόνο της γέννεσης των δικαιωμάτων επί των παροχών, αφαιρούνται από το ποσό των παροχών που αποδίδεται στον υπάλληλο ή τους έλκοντες δικαιώματα από αυτόν, με τρόπο που θα καθορίσει το όργανο που αναφέρεται στο άρθρο 45 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Η απόδοση αυτή μπορεί να γίνει σε μηνιαίες δόσεις.

▼M62



Τμήμα Ζ

ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

Άρθρο 44α

Εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις του άρθρου 85α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης περί υποκαταστάσεως των Κοινοτήτων.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων

Άρθρο 45

▼M23

Εφαρμόζονται διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 85 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Προσφυγές

Άρθρο 46

Οι διατάξεις του τίτλου VII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως περί προσφυγών εφαρμόζονται κατ' αναλογία.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Λύση υπαλληλικής σχέσεως

▼M112

Άρθρο 47

Εκτός από την περίπτωση θανάτου, η υπαλληλική σχέση του εκτάκτου υπαλλήλου λύεται:

α) στο τέλος του μήνα, κατά τη διάρκεια του οποίου ο υπάλληλος φθάνει στην ηλικία των 65 ετών· ή

β) όταν υφίσταται σύμβαση ορισμένου χρόνου:

i) κατά την ημερομηνία που καθορίζεται στη σύμβαση,

ii) στο τέλος της προθεσμίας καταγγελίας που καθορίζεται στη σύμβαση και παρέχει στον υπάλληλο ή στο όργανο την ευχέρεια να λύσει τη σύμβαση πριν από τη λήξη της. Η προθεσμία καταγγελίας δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα μήνα ανά έτος υπηρεσίας, με ελάχιστο όριο τον ένα μήνα και ανώτατο όριο τους τρεις μήνες. Όσον αφορά τον έκτακτο υπάλληλο του οποίου ανανεώθηκε η σύμβαση, το ανώτατο όριο είναι έξι μήνες. Πάντως, η προθεσμία καταγγελίας δεν μπορεί να αρχίσει κατά τη διάρκεια άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, εφόσον αυτή η αναρρωτική άδεια δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, η προθεσμία αναστέλλεται, τηρουμένων πάντοτε των ανωτέρω ορίων. Σε περίπτωση λύσης της σύμβασης εκ μέρους του οργάνου, ο υπάλληλος δικαιούται αποζημίωσης ίσης με το ένα τρίτο του βασικού του μισθού για την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας λήξης των καθηκόντων του και της ημερομηνίας κατά την οποία θα έληγε η σύμβασή του,

iii) στην περίπτωση που ο υπάλληλος παύσει να πληροί τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο α) και με την επιφύλαξη της προσφυγής στην παρέκκλιση που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη. Σε περίπτωση που δεν εγκριθεί η παρέκκλιση αυτή, εφαρμόζεται η προθεσμία καταγγελίας που προβλέπεται στο σημείο (ii) του παρόντος στοιχείου β)· ή

γ) όταν υφίσταται σύμβαση αορίστου χρόνου:

i) στο τέλος της προθεσμίας καταγγελίας που προβλέπεται στη σύμβαση· η προθεσμία καταγγελίας δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα μήνα για κάθε πλήρες έτος υπηρεσίας, με ελάχιστο όριο τους τρεις μήνες και ανώτατο όριο τους δέκα μήνες. Πάντως, η προθεσμία καταγγελίας δεν μπορεί να αρχίσει κατά τη διάρκεια άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, εφόσον αυτή η αναρρωτική άδεια δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, η προθεσμία αναστέλλεται, τηρουμένων των ανωτέρω ορίων,

ii) στην περίπτωση που ο υπάλληλος παύσει να πληροί τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο α) και με την επιφύλαξη της προσφυγής στην παρέκκλιση που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη. Σε περίπτωση που δεν εγκριθεί η παρέκκλιση αυτή, εφαρμόζεται η προθεσμία καταγγελίας που προβλέπεται στο σημείο ii) του παρόντος στοιχείου γ).

▼M60

Άρθρο 48

Η υπαλληλική σχέση ορισμένου ή αορίστου χρόνου λύεται εκ μέρους του οργάνου χωρίς προειδοποίηση:

α) κατά τη διάρκεια ή μετά τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 14·

▼M112 —————

▼M60

►M112  β) ◄  στην περίπτωση που ο υπάλληλος δεν είναι δυνατό να αναλάβει εκ νέου υπηρεσία μετά τη λήξη αναρρωτικής άδειας μετ' αποδοχών που προβλέπεται στο άρθρο 16. Στην περίπτωση αυτή, ο υπάλληλος λαμβάνει αποζημίωση ίση με το βασικό μισθό του και τα οικογενειακά του επιδόματα με βάση δύο ημέρες ανά μήνα παρασχεθείσας υπηρεσίας.

▼B

Άρθρο 49

▼M62

1.  Μετά την ολοκλήρωση της πειθαρχικής διαδικασίας που προβλέπεται στο παράρτημα IX του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και η οποία εφαρμόζεται αναλογικά, η σύμβαση εργασίας μπορεί να λυθεί χωρίς προειδοποίηση για πειθαρχικούς λόγους, σε περίπτωση σοβαρής παράλειψης εκπλήρωσης του υπηρεσιακού καθήκοντος εκ προθέσεως ή εξ αμελείας του έκτακτου υπαλλήλου. Η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση, αφού προηγουμένως παρέχεται στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να υπερασπίσει τον εαυτό του.

Πριν από τη λύση της σύμβασης εργασίας, ο υπάλληλος μπορεί να τεθεί σε αργία με τους όρους που προβλέπονται στα ►M112  άρθρα 23 και 24 του Παραρτήματος IX ◄ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, τα οποία εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

▼B

2.   ►M62  Σε περίπτωση λύσης της σύμβασης εργασίας σύμφωνα με την παράγραφο 1, ◄ η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτη παράγραφος, δύναται να αποφασίσει:

α) τον περιορισμό του επιδόματος που προβλέπεται στο άρθρο 39, στο ύψος της επιστροφής της συνεισφοράς που προβλέπεται στο άρθρο 83 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως προσαυξημένης κατά το ποσό των τόκων προς 3,5 % το έτος·

β) την αφαίρεση ολοκλήρου ή μέρους του δικαιώματος του ενδιαφερομένου επί του επιδόματος επανεγκαταστάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 24 παράγραφος 2.

Άρθρο 50

1.  Η υπαλληλική σχέση εκτάκτου υπαλλήλου λύεται από το όργανο, χωρίς καταγγελία, μόλις η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτη παράγραφος διαπιστώσει:

α) ότι ο ενδιαφερόμενος σκόπιμα παρουσίασε κατά την πρόσληψή του ψευδή στοιχεία σχετικά με τις επαγγελματικές του ικανότητες ή τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2·

β) ότι τα ανωτέρω ψευδή στοιχεία είχαν καθοριστική σημασία για την πρόσληψη του ενδιαφερομένου.

▼M62

2.  Στην περίπτωση αυτή, η λύση απαγγέλλεται από την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο, αφού ακουστεί ο ενδιαφερόμενος και αφού ολοκληρωθεί η πειθαρχική διαδικασία που προβλέπεται στο παράρτημα IX του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η οποία εφαρμόζεται κατ' αναλογία.

Πριν από τη λύση της σύμβασης εργασίας, ο υπάλληλος μπορεί να τεθεί σε αργία, με τους όρους που προβλέπονται στα ►M112  άρθρα 23 και 24 του Παραρτήματος IX ◄ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης τα οποία εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

Οι διατάξεις του άρθρου 49 παράγραφος 2 ισχύουν και στην περίπτωση αυτή.

▼M62

Άρθρο 50α

Ανεξαρτήτως των διατάξεων των άρθρων 49 και 50, αν ο έκτακτος υπάλληλος ή ο πρώην έκτακτος υπάλληλος παραλείψει, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, την εκπλήρωση υπηρεσιακού καθήκοντος σύμφωνα με το παρόν καθεστώς, μπορεί να του επιβληθεί πειθαρχική κύρωση, υπό τους όρους που προβλέπονται στον τίτλο VI του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και, ενδεχομένως, στο παράρτημα IX του ίδιου κανονισμού, του οποίου οι διατάξεις εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

▼B



ΤΙΤΛΟΣ III

ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Γενικές διατάξεις

▼M112

Άρθρο 51

Οι συμβάσεις επικουρικών υπαλλήλων συνάπτονται για ορισμένο χρόνο και είναι ανανεώσιμες.

Άρθρο 52

Η πραγματική διάρκεια της σύμβασης επικουρικού υπαλλήλου, συμπεριλαμβανομένης της διάρκειας ενδεχόμενης ανανέωσής της, δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία έτη ή να παραταθεί πέραν της 31ης Δεκεμβρίου 2007. Δεν μπορούν να προσληφθούν νέοι επικουρικοί υπάλληλοι μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2006.

▼B

Άρθρο 53

Οι επικουρικοί υπάλληλοι διαιρούνται σε τέσσερις κατηγορίες οι οποίες υποδιαιρούνται σε ομάδες που αντιστοιχούν στα καθήκοντα που καλούνται να ασκήσουν.

Οι επικουρικοί υπάλληλοι κάθε ομάδας κατατάσσονται σε τέσσερις τάξεις. Για την κατάταξη των ενδιαφερομένων λαμβάνονται υπόψη τα προσόντα και η επαγγελματική εμπειρία.

Η αντιστοιχία μεταξύ των θέσεων-τύπων και των ομάδων καθορίζεται στον ακόλουθο πίνακα:



Κατηγορία

Ομάδα

Περιγραφή θέσεως

A

I

Υπάλληλος επιφορτισμένος με μελέτες που απαιτούν μεγάλη εμπειρία σε έναν ή περισσοτέρους τομείς.

Έμπειρος αναθεωρητής μεταφράσεων.

Ιδιαίτερα έμπειρος διερμηνέας.

II

Υπάλληλος επιφορτισμένος με μελέτες που απαιτούν ορισμένη εμπειρία.

Αναθεωρητής μεταφράσεων.

Έμπειρος μεταφραστής ή διερμηνέας.

III

Υπάλληλος επιφορτισμένος με μελέτες

Μεταφραστής ή διερμηνέας.

B

IV

Υπάλληλος επιφορτισμένος με σύνθετα καθήκοντα (σύνταξη, διόρθωση, τήρηση λογιστικών βιβλίων ή τεχνικές εργασίες),

V

Υπάλληλος επιφορτισμένος με απλά καθήκοντα (σύνταξη, τήρηση λογιστικών βιβλίων ή τεχνικές εργασίες).

C

VI

Έμπειρος γραμματέας.

Υπάλληλος επιφορτισμένος με την εκτέλεση εργασιών γραφείου.

VII

Γραμμματέας, δακτυλογράφος ή τηλεφωνητής.

Υπάλληλος επιφορτισμένος με απλές εργασίες γραφείου.

D

VIII

Ειδικευμένος εργάτης.

Κλητήρας ή οδηγός

IX

Ανειδίκευτος εργάτης, αγγελιαφόρος.

▼M93

Οι διατάξεις ►M112  του άρθρου 1δ ◄ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που αφορούν την ίση μεταχείριση μεταξύ υπαλλήλων εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Δικαιώματα και υποχρεώσεις

Άρθρο 54

Οι διατάξεις των άρθρων 11 ως 25 του κανονισμού περί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των υπαλλήλων εφαρμόζονται κατ' αναλογία, πλην των διατάξεων του άρθρου 13 περί ασκήσεως κερδοσκοπικής δραστηριότητος από τον/τη σύζυγο του υπαλλήλου, του άρθρου 15 περί καταστάσεως των υπαλλήλων που είναι υπόψηφιοι ή έχουν εκλεγεί σε δημόσια λειτουργήματα, του άρθρου 23, τρίτη παράγραφος περί αδειών διελεύσεως και του άρθρου 25 δεύτερη παράγραφος περί δημοσιεύσεως των ατομικών αποφάσεων.

Η απόφαση περί επανορθώσεως των ζημιών που υπέστησαν οι Κοινότητες λόγω βαρέων προσωπικών παραπτωμάτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 του κανονισμού, λαμβάνεται από την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτη παράγραφος, κατόπιν τηρήσεως των διατυπώσεων που προβλέπονται για την περίπτωση της απολύσεως λόγω βαρέος παραπτώματος.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Όροι προσλήψεως

Άρθρο 55

1.  Κανείς δεν δύναται να προσληφθεί ως επικουρικός υπάλληλος:

α) αν δεν είναι υπήκοος ενός από τα κράτη μέλη των Κοινοτήτων, εκτός αν επιτρέψει παρέκκλιση ή αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτη παράγραφος, και αν δεν απολαύει των πολιτικών δικαιωμάτων του·

β) αν δεν έχει τακτοποιήσει στρατολογικά κατά την νομοθεσία περί στρατολογίας που εφαρμόζεται στην περίπτωσή του·

γ) αν δεν παρέχει τα εχέγγυα ήθους που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του·

δ) αν δεν πληροί τους όρους υγείας που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του.

2.  Η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτη παράγραφος, δύναται να μην κάνει χρήση του δικαιώματος να απαιτήσει από τον ενδιαφερόμενο την υποβολή δικαιολογητικών που αποδεικνύουν ότι πληροί τους ανωτέρω όρους, εφ' όσον η διάρκεια της συμβάσεως δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες.

Άρθρο 56

Η σύμβαση του επικουρικού υπαλλήλου πρέπει κατά κύριο λόγο να περιλαμβάνει:

α) τη διάρκεια της συμβάσεως·

β) την ημερομηνία αναλήψεως των καθηκόντων του·

γ) τα καθήκοντα τα οποία καλείται να ασκήσει ο ενδιαφερόμενος·

δ) την κατάταξη του ενδιαφερομένου·

ε) τον τόπο της υπηρεσίας του.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Όροι εργασίας

Άρθρο 57

▼M22

Οι διατάξεις των άρθρων 55 έως 56β του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης σχετικά με τη διάρκεια και το ωράριο εργασίας, τη συνεχή υπηρεσία, την υποχρέωση επιφυλακής στον τόπο εργασίας ή την οικία, τις άδειες και τις αργίες εφαρμόζονται κατ' αναλογία ►M112  , πλην του άρθρου 55α, παράγραφος 2, στοιχεία δ) και ε) ◄ .

▼B

Άρθρο 58

Ο επικουρικός υπάλληλος δικαιούται αδείας μετ' αποδοχών δύο εργασίμων ημερών για κάθε μήνα υπηρεσίας. Για υπηρεσία που διαρκεί λιγότερο από 15 ημέρες ή μισό μήνα δεν παρέχεται δικαίωμα αδείας.

Αν υπηρεσιακές ανάγκες δεν επιτρέπουν να χορηγηθεί στον υπάλληλο κατά τα χρόνο της απασχολήσεώς του η άδεια που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο, οι μη λαμβανόμενες ημέρες της αδείας αποζημιώνονται ως ημέρες πραγματικής υπηρεσίας.

Εκτός από την άδεια αυτή, είναι δυνατό σε εξαιρετικές περιπτώσεις να χορηγηθεί σε υπάλληλο, κατόπιν αιτήσεώς του, ειδική άδεια υπό όρους που καθορίζονται από το όργανο, βάσει των αρχών του άρθρου 57 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως και του άρθρου 6 του παραρτήματος V του τελευταίου.

Άρθρο 59

Οι διατάξεις του άρθρου 16 περί αναρρωτικών αδειών εφαρμόζονται και στους επικουρικούς υπαλλήλους. Το άρθρο 58 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως περί αδείας μητρότητας εφαρμόζεται κατ' αναλογία. ►M62  Ωστόσο, το δικαίωμα αναρρωτικής άδειας με αποδοχές περιορίζεται στο χρόνο υπηρεσίας που έχει συμπληρώσει ο επικουρικός υπάλληλος, με κατώτατο όριο ένα μήνα. ◄

Άρθρο 60

Οι διάταξεις των άρθρων 60 και 61 του κανονισμού, υπηρεσιακής καταστάσεως περί αδικαιολόγητης απουσίας και ημερών αργίας, εφαρμόζονται κατ' αναλογία.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Αποδοχές και επιστροφή εξόδων

Άρθρο 61

Οι αποδοχές του επικουρικού υπαλλήλου του προσωπικού περιλαμβάνουν βασικό μισθό, οικογενειακά επιδόματα και αποζημιώσεις.

Ο επικουρικός υπάλληλος παραμένει καθ' όλη τη διάρκεια της συμβάσεώς του στο μισθολογικό κλιμάκιο που καθορίζεται από τη σύμβασή του.

Άρθρο 62

Οι επικουρικοί υπάλληλοι αμείβονται ημερησίως ή κατά μήνα.

Στην περίπτωση ημερησίως καθοριζομένων αποδοχών, αμειβόμενες είναι μόνο οι πραγματικά εργάσιμες ημέρες.

Άρθρο 63

▼M16

The basic salary scale is determined as provided in the following Table:

▼M122



1.7.2008

 

ΚΛΙΜΑΚΙΟ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΟΜΑΔΑ

1

2

3

4

A

I

6 565,32

7 378,56

8 191,80

9 005,04

II

4 765,00

5 229,31

5 693,62

6 157,93

III

4 004,25

4 182,62

4 360,99

4 539,36

B

IV

3 846,60

4 223,18

4 599,76

4 976,34

V

3 021,43

3 220,60

3 419,77

3 618,94

C

VI

2 873,61

3 042,79

3 211,97

3 381,15

VII

2 571,98

2 659,49

2 747,00

2 834,51

D

VIII

2 324,67

2 461,59

2 598,51

2 735,43

IX

2 238,75

2 269,94

2 301,13

2 332,32

▼M50

Άρθρο 63α

Οι διατάξεις του άρθρου 66α του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

▼B

Άρθρο 64

Οι διατάξεις των άρθρων 63, 64 και 65 του κανονισμού, υπηρεσιακής καταστάσεως περί του νομίσματος στο οποίο εκφράζονται οι αποδοχές, καθώς και περί των όρων συναλλαγματικής προσαρμογής και τιμαριθμικής προσαρμογής των τελευταίων, εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

▼M112

Άρθρο 65

Εκτός από το άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχείο γ), τα άρθρα 67 και 69 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, και τα άρθρα 1, 2 και 4 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, σχετικά με τη χορήγηση των οικογενειακών επιδομάτων και του επιδόματος αποδημίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

Άρθρο 66

Στην περίπτωση υπαλλήλου που αμείβεται ημερησίως, οι αποδοχές που οφείλονται για κάθε αμειβόμενη ημέρα είναι ίσες με το ένα εικοστό των μηνιαίων αποδοχών. Οι αποδοχές καταβάλλονται στο τέλος κάθε τρέχουσας εβδομάδας.

Άρθρο 67

Τα άρθρα 7, 11, 12, 13 και 13α του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, που αφορούν την επιστροφή των εξόδων ταξιδίου και αποστολής, καθώς και τη χορήγηση των αποζημιώσεων στέγασης και μεταφοράς, εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

Άρθρο 68

Εάν ο υπάλληλος αμείβεται κατά μήνα, οι αποδοχές καταβάλλονται το αργότερο την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μηνός.

Όταν οι αποδοχές δεν οφείλονται για πλήρη μήνα, τα ποσά διαιρούνται σε τριακοστά, και:

α) εάν ο πραγματικός αριθμός αμειβόμενων ημερών είναι ίσος ή κατώτερος των δεκαπέντε, ο αριθμός των οφειλόμενων τριακοστών ισούται με τον πραγματικό αριθμό αμειβόμενων ημερών,

β) εάν ο πραγματικός αριθμός αμειβόμενων ημερών είναι μεγαλύτερος των δεκαπέντε, ο αριθμός των οφειλόμενων τριακοστών ισούται με τη διαφορά μεταξύ τριάντα και του πραγματικού αριθμού των μη αμειβόμενων ημερών.

Εάν το δικαίωμα στα οικογενειακά επιδόματα και στο επίδομα αποδημίας γεννάται μετά την ημερομηνία εισόδου του υπαλλήλου στην υπηρεσία, ο υπάλληλος λαμβάνει τα επιδόματα αυτά από την πρώτη ημέρα του μηνός στη διάρκεια του οποίου γεννήθηκε το δικαίωμα αυτό. Κατά τη λήξη του εν λόγω δικαιώματος, οι υπάλληλοι τα λαμβάνουν έως την τελευταία ημέρα του μηνός στη διάρκεια του οποίου λήγει το δικαίωμα.

▼B

Άρθρο 69

▼M23

Ο επικουρικός υπάλληλος που αποδεδειγμένα δεν δύναται να κατοικεί στον παλαιό τόπο διαμονής του απολαύει κατ' ανώτατο όριο επί ένα έτος της ημερησίας αποζημιώσεως που προβλέπεται στο άρθρο 10 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Κοινωνική ασφάλιση

Άρθρο 70

1.  Για την κάλυψη των κινδύνων ασθενείας, ατυχήματος, αναπηρίας ►M112  , ανεργίας ◄ και θανάτου και προκειμένου να δοθεί στους ενδιαφερομένους η δυνατότητα να εξασφαλίσουν σύνταξη γήρατος, κάθε επικουρικός υπάλληλος υπάγεται σε ένα υποχρεωτικό καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως, κατά προτίμηση στο καθεστώς της χώρας που ανήκε τελευταία ή στο καθεστώς της χώρας καταγωγής του.

Το όργανο αναλαμβάνει τις εργοδοτικές εισφορές που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία εφ' όσον ο υπάλληλος υπάγεται υποχρεωτικά σε καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως ►M112  ή προστασίας από την ανεργία ◄ ή τα δύο τρίτα των εισφορών που βαρύνουν τον ενδιαφερόμενο εφ' όσον ο εν λόγω υπάλληλος συνεχίζει να υπάγεται εθελοντικά στο εθνικό καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως στο οποίο ανήκε προ της αναλλήψεως υπηρεσίας ►M15  στις Κοινότητες ◄ ή εφ' όσον υπαχθεί εθελοντικά σε ένα εθνικό καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως.

2.  Κατά το μέτρο που δεν δύνανται να εφαρμοσθούν οι διατάξεις της ανωτέρω παραγράφου 1, ο επικουρικός υπάλληλος ασφαλίζεται, με δαπάνη του οργάνου στο οποίο ανήκει και το οποίο καλύπτει τα δυο τρίτα της εισφοράς που προβλέπεται στην ανωτέρω παράγραφο 1, για τους κινδύνους ασθενείας, ατυχήματος, αναπηρίας και θανάτου και προκειμένου ο ενδιαφερόμενος να αποκτήσει σύνταξη γήρατος. Οι όροι εφαρμογής της παρούσας διατάξεως καθορίζονται με κοινή συμφωνία των οργάνων κατόπιν γνωμοδοτήσεως της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 10 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 71

Οι διατάξεις του άρθρου 76 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως δωρεών, δανείων ή προκαταβολών, εφαρμόζονται κατ' αναλογία και για τους επικουρικούς υπαλλήλους κατά τη διάρκεια της συμβάσεώς τους.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων

Άρθρο 72

▼M23

Εφαρμόζονται οι διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 85 του κανονισμού περί αναζητήσεως αχρεωστήτου.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Προσφυγές

Άρθρο 73

Οι διατάξεις του τίτλου VII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, περί προσφυγών εφαρμόζονται κατ' αναλογία.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Λύση της υπαλληλικής σχέσεως

▼M112

Άρθρο 74

Εκτός από την περίπτωση θανάτου, η υπαλληλική σχέση του επικουρικού υπαλλήλου, λύεται:

α) κατά την ημερομηνία που καθορίζεται στη σύμβαση·

β) στο τέλος του μήνα κατά τη διάρκεια του οποίου ο υπάλληλος φθάνει στην ηλικία των 65 ετών·

γ) στο τέλος της προθεσμίας καταγγελίας που καθορίζεται στη σύμβαση και παρέχει στον υπάλληλο ή στο όργανο την ευχέρεια να λύσει τη σύμβαση πριν από τη λήξη της. Η προθεσμία καταγγελίας δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα μήνα ανά έτος υπηρεσίας, με ελάχιστο όριο τον ένα μήνα και ανώτατο όριο τους τρεις μήνες. Πάντως, η προθεσμία καταγγελίας δεν μπορεί να αρχίσει κατά τη διάρκεια άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, εφόσον αυτή η αναρρωτική άδεια δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, η προθεσμία αναστέλλεται, τηρουμένων των ανωτέρω ορίων. Σε περίπτωση λύσης της σύμβασης εκ μέρους του οργάνου, ο υπάλληλος δικαιούται αποζημίωσης ίσης με το ένα τρίτο του βασικού του μισθού για την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας λήξης των καθηκόντων του και της ημερομηνίας κατά την οποία θα έληγε η σύμβασή του·

δ) στην περίπτωση που ο υπάλληλος παύσει να πληροί τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο α), και με την επιφύλαξη της προσφυγής στην παρέκκλιση που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη. Σε περίπτωση που δεν εγκριθεί η παρέκκλιση αυτή, εφαρμόζεται η προθεσμία καταγγελίας που προβλέπεται στο στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου.

▼B

Άρθρο 75

Η υπαλληλική σχέση ►M112  ————— ◄ ενός επικουρικού υπαλλήλου:

1. λύεται εκ μέρους του οργάνου χωρίς καταγγελία, σε περίπτωση στρατεύσεως του εν λόγω υπαλλήλου:

2. δύναται να λυθεί εκ μέρους του οργάνου χωρίς καταγγελία:

α) σε περίπτωση που ο υπάλληλος καλείται από τα όπλα και εφ' όσον το είδος των καθηκόντων που ασκούσε δυνάμει της εν λόγω συμβάσεως, δεν επιτρέπει την επαναναφορά του στην θέση του μετά τη λήξη της στρατιωτικής υπηρεσίας του. Ο επικουρικός υπάλληλος λαμβάνει στην περίπτωση αυτή αποζημίωση ίση προς το βασικό του μισθό και προς τα οικογενειακά του επιδόματα για δύο ημέρες ανά μήνα παρασχεθείσης υπηρεσίας·

β) σε περίπτωση εκλογής επικουρικού υπαλλήλου σε δημόσιο λειτούργημα και εφ' όσον η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτη παράγραφος κρίνει ότι το εν λόγω δημόσιο λειτούργημα είναι ασυμβίβαστο με την ομαλή άσκηση των καθηκόντων του ►M15  στις Κοινότητες ◄ ·

▼M112

γ) σε περίπτωση που ο υπάλληλος παύσει να πληροί τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο δ). Εντούτοις, η σύμβασή του μπορεί να λυθεί μόνον αν ο ενδιαφερόμενος δικαιούται επιδόματος αναπηρίας·

▼B

δ) σε περίπτωση που ο υπάλληλος δεν δύναται να αναλάβει εκ νέου υπηρεσία μετά τη λήξη της αναρρωτικής αδείας μετ' αποδοχών που προβλέπεται στο άρθρο 59. Ο υπάλληλος λαμβάνει στην περίπτωση αυτή αποζημίωση ίση με το βασικό του μισθό και τα οικογενειακά του επιδόματα για δύο ημέρες ανά μήνα παρασχεθείσης υπηρεσίας.

Άρθρο 76

Η υπαλληλική σχέση επικουρικού υπαλλήλου δύναται να λυθεί χωρίς καταγγελία για πειθαρχικούς λόγους, σε περίπτωση σοβαράς παραλείψεως εκπληρώσεως των υποχρεώσεών του σκοπίμως ή εξ αμελείας. Η αιτιολογημένη απόφαση λαμβάνεται από την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτη παράγραφος αφού προηγουμένως δοθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να απολογηθεί.

Άρθρο 77

Η υπαλληλική σχέση επικουρικού υπαλλήλου λύεται από το όργανο χωρίς καταγγελία, μόλις η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτη παράγραφος διαπιστώσει:

α) ότι ο ενδιαφερόμενος σκόπιμα παρουσίασε κατά την πρόσληψή του, ψευδή στοιχεία σχετικά με τις επαγγελματικές του ικανότητες ή τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 55 παράγραφος 1·

β) ότι τα ανωτέρω ψευδή στοιχεία είχαν αποφασιστική σημασία για την πρόσληψη του ενδιαφερομένου.

Στην περίπτωση αυτή η υπαλληλική σχέση λύεται από την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτη παράγραφος κατόπιν ακροάσεως του ενδιαφερομένου.

Άρθρο 78

Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του παρόντος τίτλου, οι επικουρικοί υπάλληλοι που προσλαμβάνονται από την Ευρωπαϊκή Κοινοβουλευτική Συνέλευση για το χρόνο κατά τον οποίο διαρκούν οι εργασίες των συνεδριάσεων υπόκεινται στους όρους προσλήψεως και αποδοχών που προβλέπονται στη συμφωνία μεταξύ του ανωτέρω οργάνου, του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Συνελεύσεως της Ενώσεως Δυτικής Ευρώπης, που αφορά την πρόσληψη του εν λόγω προσωπικού.

Οι διατάξεις της συμφωνίας αυτής καθώς και κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση των διατάξεων αυτών γνωστοποιούνται στις αρμόδιες για τον προϋπολογισμό αρχές ένα μήνα πριν τεθούν σε ισχύ.

▼M102

Οι ίδιοι όροι πρόσληψης και αποδοχών που ισχύουν για τους διερμηνείς συνεδρίων που προσλαμβάνονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εφαρμόζονται και όσον αφορά τους επικουρικούς υπαλλήλους που προσλαμβάνονται από την Επιτροπή υπό την ιδιότητα του διερμηνέα συνεδρίων για λογαριασμό των κοινοτικών οργάνων και οργανισμών.

▼M112

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006, ημερομηνία από την οποία το οικείο προσωπικό υπάγεται στους όρους που καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 90.



ΤΙΤΛΟΣ IV

ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 79

1.  Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι μισθοδοτούνται από τις συνολικές πιστώσεις που ανοίγονται προς το σκοπό αυτό στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται στο όργανο.

2.  Εφόσον χρειάζεται, κάθε όργανο εκδίδει γενικές εκτελεστικές διατάξεις που διέπουν τη χρησιμοποίηση των συμβασιούχων υπαλλήλων, σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

3.  Η Επιτροπή υποβάλλει ετήσια έκθεση σχετικά με τη χρησιμοποίηση συμβασιούχων υπαλλήλων, η οποία αναφέρει τον αριθμό των υπαλλήλων, το επίπεδο και τον τύπο των θέσεων, τη γεωγραφική ισορροπία, και τους δημοσιονομικούς πόρους για κάθε ομάδα καθηκόντων.

4.  Τα όργανα, οι Υπηρεσίες και οι άλλοι οργανισμοί που απασχολούν συμβασιούχους υπαλλήλους παρέχουν ετησίως ενδεικτικές προβλέψεις για τη χρησιμοποίηση συμβασιούχων υπαλλήλων ανά ομάδα καθηκόντων, στο πλαίσιο της διαδικασίας του προϋπολογισμού.

Άρθρο 80

1.  Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι υποδιαιρούνται σε τέσσερις ομάδες καθηκόντων που αντιστοιχούν στα καθήκοντα που καλούνται να ασκήσουν. Κάθε ομάδα καθηκόντων υποδιαιρείται σε βαθμούς και σε κλιμάκια.

2.  Η αντιστοιχία μεταξύ καθηκόντων-τύπων και των αντίστοιχων ομάδων καθηκόντων εμφαίνεται στον ακόλουθο πίνακα:



Ομάδα καθηκόντων

Βαθμοί

Καθήκοντα

IV

13 έως 18

Διοικητικές, συμβουλευτικές, γλωσσικές και ισοδύναμες τεχνικές εργασίες, εκτελούμενες υπό την επίβλεψη μονίμων ή εκτάκτων υπαλλήλων.

III

8 έως 12

Εργασίες εκτέλεσης, σύνταξης κειμένων, λογιστηρίου και άλλες ισοδύναμες τεχνικές εργασίες, εκτελούμενες υπό την επίβλεψη μονίμων ή εκτάκτων υπαλλήλων.

II

4 έως 7

Εργασίες γραφείου και γραμματείας, διεύθυνση γραφείου και άλλες ισοδύναμες εργασίες, εκτελούμενες υπό την επίβλεψη μονίμων ή εκτάκτων υπαλλήλων.

I

1 έως 3

Εργασίες χειρωνακτικές και διοικητικής υποστήριξης, εκτελούμενες υπό την επίβλεψη μονίμων ή εκτάκτων υπαλλήλων.

3.  Με βάση τον πίνακα αυτό, κάθε όργανο ή οργανισμός που αναφέρεται στο άρθρο 3α αποφασίζει, κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, την περιγραφή των αρμοδιοτήτων για κάθε καθήκον-τύπο.

4.  Το άρθρο 1ε του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με τα μέτρα κοινωνικής φύσεως και τις συνθήκες εργασίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ

Άρθρο 81

Το άρθρο 11 εφαρμόζεται κατ' αναλογία.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΟΡΟΙ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ

Άρθρο 82

1.  Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι προσλαμβάνονται με την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών, χωρίς διάκριση φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, πολιτικών φρονημάτων, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων, ηλικίας ή αναπηρίας, φύλου ή γενετήσιου προσανατολισμού και ανεξάρτητα από την προσωπική ή την οικογενειακή τους κατάσταση.

2.  Πρόσληψη συμβασιούχου υπαλλήλου απαιτεί τουλάχιστον:

α) Στην ομάδα καθηκόντων I, επιτυχή ολοκλήρωση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης.

β) Στις ομάδες καθηκόντων II και III:

i)  ►C7  μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση ◄ που πιστοποιείται με δίπλωμα, ή

ii) δευτεροβάθμια εκπαίδευση που πιστοποιείται με δίπλωμα, το οποίο δίνει δικαίωμα εισόδου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, και κατάλληλη επαγγελματική πείρα τουλάχιστον τριών ετών, ή

iii) όταν δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας, επαγγελματική κατάρτιση ή επαγγελματική πείρα ισοδύναμου επιπέδου.

γ) Στην ομάδα καθηκόντων IV:

i) εκπαίδευση που αντιστοιχεί σε πλήρεις πανεπιστημιακές σπουδές τουλάχιστον τριών ετών πιστοποιούμενες με δίπλωμα, ή

ii) όταν δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας, επαγγελματική κατάρτιση ισοδύναμου επιπέδου.

3.  Συμβασιούχος υπάλληλος μπορεί να προσλαμβάνεται μόνον εάν:

α) είναι υπήκοος ενός από τα κράτη μέλη, εκτός εάν εγκριθεί παρέκκλιση από την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, και απολαύει των πολιτικών του δικαιωμάτων·

β) έχει τακτοποιηθεί στρατολογικά κατά τη νομοθεσία περί στρατολογίας που εφαρμόζεται στην περίπτωσή του,

γ) παρέχει τα εχέγγυα ήθους που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του·

δ) πληροί τους όρους υγείας που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του και

ε) προσκομίζει αποδείξεις ότι διαθέτει εις βάθος γνώσεις μιας από τις γλώσσες των Κοινοτήτων και ικανοποιητικής γνώση μιας άλλης γλώσσας των Κοινοτήτων στον βαθμό που είναι αναγκαίος για την εκτέλεση των καθηκόντων του.

4.  Στην αρχική σύμβαση, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, μπορεί να μη ζητεί από τον ενδιαφερόμενο την προσκόμιση δικαιολογητικών σχετικών με την εκπλήρωση των όρων που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ), των παραγράφων 2 και 3, εάν η πρόσληψη του ενδιαφερομένου δεν πρόκειται να υπερβεί τους τρεις μήνες.

5.  Η Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, παρέχει υποστήριξη στα διάφορα όργανα, κατόπιν αιτήματός τους, για την επιλογή συμβασιούχων υπαλλήλων, ιδίως προσδιορίζοντας το περιεχόμενο των δοκιμασιών και διοργανώνοντας τους διαγωνισμούς. Η Υπηρεσία εξασφαλίζει τη διαφάνεια των διαδικασιών επιλογής για τους συμβασιούχους υπάλληλους.

6.  Εφόσον χρειάζεται, κάθε όργανο εκδίδει γενικές διατάξεις σχετικά με την πρόσληψη συμβασιούχων υπαλλήλων σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 83

Πριν από την πρόσληψή του, ο συμβασιούχος υπάλληλος υποβάλλεται σε ιατρική εξέταση από έναν από τους ιατρούς-συμβούλους του οργάνου, για να δοθεί η δυνατότητα στο όργανο να εξακριβώσει ότι εάν ο υπάλληλος πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 82, παράγραφος 3, στοιχείο δ).

Το άρθρο 33 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ' αναλογία.

Άρθρο 84

1.  Ο συμβασιούχος υπάλληλος, η σύμβαση του οποίου συνάπτεται για διάστημα τουλάχιστον ενός έτους, διανύει περίοδο δοκιμασίας κατά τους έξι πρώτους μήνες της υπηρεσίας του, εάν ανήκει στην ομάδα καθηκόντων I, και κατά τους εννέα πρώτους μήνες, εάν ανήκει σε μία από τις άλλες ομάδες καθηκόντων.

2.  Εάν, στη διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας, ο συμβασιούχος υπάλληλος κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του, λόγω ασθενείας ή ατυχήματος, για διάστημα τουλάχιστον ενός μηνός, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, μπορεί να παρατείνει την περίοδο δοκιμασίας για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα.

3.  Το αργότερο ένα μήνα πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, συντάσσεται για τον συμβασιούχο υπάλληλο, έκθεση σχετικά με τις ικανότητες που διαθέτει για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, καθώς και για την απόδοσή του και τη συμπεριφορά του στην υπηρεσία. Η έκθεση διαβιβάζεται στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος έχει το δικαίωμα να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του. Ο συμβασιούχος υπάλληλος ο οποίος δεν επιδεικνύει επαρκή προσόντα για να διατηρηθεί στη θέση του απολύεται. Εντούτοις, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, μπορεί, κατ' εξαίρεση, να παρατείνει την περίοδο δοκιμασίας για διάστημα το πολύ έξι μηνών, ενδεχομένως με τοποθέτηση του συμβασιούχου υπαλλήλου σε άλλη υπηρεσία.

4.  Σε περίπτωση έκδηλης ανικανότητας του δόκιμου συμβασιούχου υπαλλήλου, είναι δυνατόν να συντάσσεται έκθεση σε οποιαδήποτε στιγμή της περιόδου δοκιμασίας. Η έκθεση διαβιβάζεται στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος έχει το δικαίωμα να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του. Βάσει της έκθεσης αυτής, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, μπορεί να αποφασίσει να απολύσει τον συμβασιούχο υπάλληλο πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, με προειδοποίηση ενός μηνός.

5.  Ο δόκιμος συμβασιούχος υπάλληλος που απολύεται δικαιούται αποζημίωσης ίσης με το ένα τρίτο του βασικού του μισθού για κάθε μήνα της περιόδου δοκιμασίας που έχει συμπληρώσει.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΟΥΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 3Α

Άρθρο 85

1.  Οι συμβάσεις πρόσληψης συμβασιούχων υπαλλήλων που αναφέρονται στο άρθρο 3α μπορούν να συνάπτονται για ορισμένο χρόνο τουλάχιστον τριών μηνών και πέντε ετών το πολύ. Μπορούν να ανανεωθούν το πολύ για μια φορά για ορισμένη περίοδο όχι άνω των πέντε ετών. Η αρχική σύμβαση και η πρώτη ανανέωση πρέπει να έχουν συνολική διάρκεια 6 μηνών τουλάχιστον για την ομάδα καθηκόντων Ι και 9 μηνών τουλάχιστον για τις άλλες ομάδες καθηκόντων. Τυχόν μεταγενέστερη ανανέωση μπορεί να γίνεται μόνο για αόριστο χρόνο.

Οι περίοδοι που καλύπτονται από σύμβαση συμβασιούχου υπαλλήλου που αναφέρεται στο άρθρο 3β δεν προσμετρώνται, όταν πρόκειται για τη σύναψη ή την ανανέωση συμβάσεων δυνάμει του παρόντος άρθρου.

2.  Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, πρώτο εδάφιο, τελευταία πρόταση, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίσει ότι μόνο η τέταρτη ανανέωση μιας σύμβασης για μέλος της ομάδας καθηκόντων Ι θα είναι αορίστου χρόνου, υπό την προϋπόθεση ότι η συνολική διάρκεια της απασχόλησής του για ορισμένη περίοδο δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη.

3.  Ο συμβασιούχος υπάλληλος για την ομάδα καθηκόντων IV υποχρεούται, πριν από την ανανέωση συμβάσεως αορίστου χρόνου, να αποδεικνύει την ικανότητά του να εργάζεται σε τρίτη γλώσσα μεταξύ εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 314 της Συνθήκης ΕΚ. Οι κοινοί κανόνες για την πρόσβαση σε κατάρτιση και οι λεπτομέρειες για την αξιολόγηση που αναφέρονται στο άρθρο 45, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

4.  Ο συμβασιούχος υπάλληλος πρέπει να έχει διανύσει περίοδο δοκιμασίας σύμφωνα με το άρθρο 84 πριν από την ανανέωση συμβάσεως αορίστου χρόνου.

Άρθρο 86

1.  Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι που αναφέρονται στο άρθρο 3α μπορούν να προσλαμβάνονται μόνο:

i) στους βαθμούς 13, 14, ή 16, για την ομάδα καθηκόντων IV,

ii) στους βαθμούς 8, 9 ή 10, για την ομάδα καθηκόντων III,

iii) στους βαθμούς 4 ή 5, για την ομάδα καθηκόντων II,

iv) στο βαθμό 1, για την ομάδα καθηκόντων I.

Για την κατάταξη σε βαθμό των εν λόγω συμβασιούχων υπαλλήλων σε κάθε ομάδα καθηκόντων, λαμβάνονται υπόψη τα προσόντα και η πείρα των ενδιαφερομένων. Για την κάλυψη των ειδικών αναγκών των οργάνων, μπορούν επίσης να λαμβάνονται υπόψη οι συνθήκες της αγοράς εργασίας που επικρατούν στην Κοινότητα. Οι εν λόγω συμβασιούχοι υπάλληλοι κατά την πρόσληψη κατατάσσονται στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού τους.

2.  Όταν ένας συμβασιούχος υπάλληλος που αναφέρεται στο άρθρο 3α μετακινείται σε νέα θέση της ίδιας ομάδας καθηκόντων, δεν μπορεί να κατατάσσεται σε βαθμό ή σε κλιμάκιο κατώτερα από τα προβλεπόμενα στην προηγούμενη θέση του.

Όταν ο εν λόγω συμβασιούχος υπάλληλος ανέρχεται σε υψηλότερη ομάδα καθηκόντων, κατατάσσεται σε βαθμό και κλιμάκιο που του αποφέρουν αποδοχές τουλάχιστον ίσες με εκείνες που ελάμβανε με την προηγούμενη σύμβαση.

Οι ίδιες διατάξεις εφαρμόζονται, όταν ο εν λόγω συμβασιούχος υπάλληλος συνάπτει νέα σύμβαση με όργανο ή οργανισμό αμέσως μετά από προηγούμενη σύμβαση του ίδιου είδους με άλλο όργανο ή οργανισμό.

Άρθρο 87

1.  Το άρθρο 43, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που αφορά τις εκθέσεις εφαρμόζεται κατ' αναλογία στους συμβασιούχους υπαλλήλους, που αναφέρονται στο άρθρο 3α, οι οποίοι προσλαμβάνονται για διάστημα τουλάχιστον ενός έτους.

2.  Ο αναφερόμενος στο άρθρο 3α συμβασιούχος υπάλληλος που έχει συμπληρώσει δύο έτη αρχαιότητας σε κλιμάκιο του βαθμού του, ανέρχεται αυτόματα στο επόμενο κλιμάκιο του βαθμού αυτού.

3.  Στην περίπτωση συμβασιούχου υπαλλήλου αναφερομένου στο άρθρο 3α, η κατάταξη στον αμέσως ανώτερο βαθμό της ίδιας ομάδας καθηκόντων γίνεται με απόφαση της αρχής που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο. Συνεπάγεται για τον εν λόγω συμβασιούχο υπάλληλο την κατάταξη στο πρώτο κλιμάκιο του αμέσως ανώτερου βαθμού. Αυτή η κατάταξη γίνεται αποκλειστικά με επιλογή, μεταξύ των αναφερομένων στο άρθρο 3α συμβασιούχων υπαλλήλων που έχουν προσληφθεί για διάστημα τουλάχιστον τριών ετών και έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον δύο έτη στο βαθμό τους, μετά από συγκριτική εξέταση των προσόντων των εν λόγω συμβασιούχων υπαλλήλων που είναι επιλέξιμοι για κατάταξη σε υψηλότερο βαθμό, καθώς και των εκθέσεων για τους υπαλλήλους αυτούς. Το άρθρο 45, παράγραφος 1, τελευταία πρόταση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ'αναλογία.

4.  Συμβασιούχος υπάλληλος που αναφέρεται στο άρθρο 3α μπορεί να μετακινείται σε υψηλότερη ομάδα καθηκόντων, μόνο μέσω συμμετοχής σε γενική διαδικασία επιλογής.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΟΥΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 3Β

Άρθρο 88

Στην περίπτωση των αναφερομένων στο άρθρου 3β συμβασιούχων υπαλλήλων:

α) η σύμβαση συνάπτεται για ορισμένο χρόνο και είναι ανανεώσιμη·

β) η πραγματική διάρκεια της απασχόλησης σε ένα όργανο, συμπεριλαμβανομένης της διάρκειας ενδεχόμενης ανανέωσης, δεν υπερβαίνει τα τρία έτη.

Οι περίοδοι που καλύπτονται από σύμβαση συμβασιούχου υπαλλήλου που αναφέρεται στο άρθρο 3α δεν προσμετρώνται, όταν πρόκειται για τη σύναψη ή την ανανέωση συμβάσεων δυνάμει του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 89

1.  Οι αναφερόμενοι στο άρθρο 3β συμβασιούχοι υπάλληλοι μπορούν να προσλαμβάνονται σε οποιοδήποτε βαθμό των ομάδων καθηκόντων II, III και IV που αναφέρονται στο άρθρο 80, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων και της πείρας των ενδιαφερομένων. Για την κάλυψη των ειδικών αναγκών των οργάνων, μπορούν να λαμβάνονται επίσης υπόψη οι συνθήκες της αγοράς εργασίας που επικρατούν στην Κοινότητα. Οι εν λόγω συμβασιούχοι υπάλληλοι κατά την πρόσληψη κατατάσσονται στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού τους.

2.  Συμβασιούχος υπάλληλος που αναφέρεται στο άρθρο 3β που έχει συμπληρώσει δύο έτη αρχαιότητας σε κλιμάκιο του βαθμού του, ανέρχεται αυτόματα στο επόμενο κλιμάκιο του βαθμού αυτού.

Άρθρο 90

Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του παρόντος τίτλου, οι διερμηνείς συνεδριάσεων που προσλαμβάνονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή την Επιτροπή για λογαριασμό των κοινοτικών οργάνων και οργανισμών υπόκεινται στους όρους που καθορίζονται στη συμφωνία της 28ης Ιουλίου 1999 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της Επιτροπής και του Δικαστηρίου, εξ ονόματος των οργάνων, αφενός, και των αντιπροσωπευτικών επαγγελματικών ενώσεών τους, αφετέρου.

Οι τροποποιήσεις της εν λόγω συμφωνίας που απαιτούνται για την έναρξη ισχύος του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 723/2004 του Συμβουλίου ( 8 ) υιοθετούνται πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2006 σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 78. Οι τροποποιήσεις της εν λόγω συμφωνίας μετά την 31η Δεκεμβρίου 2006 υιοθετούνται με συμφωνία μεταξύ των οργάνων.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΟΡΟΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Άρθρο 91

Τα άρθρα 16 έως 18 εφαρμόζονται κατ' αναλογία.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΚΑΙ ΕΞΟΔΑ

Άρθρο 92

Τα άρθρα 19 έως 27 εφαρμόζονται κατ' αναλογία, με την επιφύλαξη των τροποποιήσεων που προβλέπονται στα άρθρα 90 και 94.

Άρθρο 93

Η κλίμακα των βασικών μισθών καθορίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

▼M122



ΟΜΑΔΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ

1.7.2008

ΚΛΙΜΑΚΙΟ

ΒΑΘΜΟΣ

1

2

3

4

5

6

7

IV

18

5 618,70

5 735,55

5 854,82

5 976,58

6 100,87

6 227,74

6 357,25

17

4 965,96

5 069,23

5 174,64

5 282,26

5 392,10

5 504,24

5 618,70

16

4 389,04

4 480,31

4 573,49

4 668,59

4 765,68

4 864,79

4 965,96

15

3 879,15

3 959,82

4 042,17

4 126,23

4 212,03

4 299,63

4 389,04

14

3 428,49

3 499,79

3 572,57

3 646,87

3 722,70

3 800,12

3 879,15

13

3 030,19

3 093,21

3 157,53

3 223,19

3 290,22

3 358,65

3 428,49

III

12

3 879,08

3 959,75

4 042,09

4 126,14

4 211,95

4 299,53

4 388,94

11

3 428,46

3 499,75

3 572,53

3 646,82

3 722,65

3 800,06

3 879,08

10

3 030,18

3 093,19

3 157,51

3 223,17

3 290,20

3 358,62

3 428,46

9

2 678,17

2 733,86

2 790,71

2 848,74

2 907,98

2 968,45

3 030,18

8

2 367,05

2 416,27

2 466,52

2 517,81

2 570,17

2 623,61

2 678,17

II

7

2 678,11

2 733,81

2 790,67

2 848,71

2 907,97

2 968,45

3 030,19

6

2 366,93

2 416,16

2 466,42

2 517,72

2 570,08

2 623,54

2 678,11

5

2 091,91

2 135,42

2 179,84

2 225,18

2 271,46

2 318,70

2 366,93

4

1 848,85

1 887,30

1 926,56

1 966,63

2 007,53

2 049,29

2 091,91

I

3

2 277,64

2 324,91

2 373,16

2 422,41

2 472,69

2 524,01

2 576,39

2

2 013,53

2 055,32

2 097,98

2 141,52

2 185,96

2 231,33

2 277,64

1

1 780,05

1 816,99

1 854,70

1 893,20

1 932,49

1 972,59

2 013,53

▼M112

Άρθρο 94

Παρά το άρθρο 24, παράγραφος 3, η αποζημίωση εγκατάστασης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 και η αποζημίωση επανεγκατάστασης που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου, δεν μπορούν να είναι κατώτερες από:

▼M122

 807,93 ευρώ, για υπαλλήλους που δικαιούνται οικογενειακού επιδόματος,

 479,00 ευρώ για υπαλλήλους που δεν είναι δικαιούχοι οικογενειακού επιδόματος.

▼M112



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

ΠΑΡΟΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ



Τμήμα Α

Ασφάλιση ασθενείας και ατυχήματος, παροχές κοινωνικής ασφάλισης

Άρθρο 95

Το άρθρο 28 εφαρμόζεται κατ' αναλογία. Εντούτοις, το άρθρο 72, παράγραφοι 2 και 2α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης δεν εφαρμόζεται στον συμβασιούχο υπάλληλο ο οποίος έχει παραμείνει στην υπηρεσία των Κοινοτήτων μέχρι την ηλικία των 63 ετών, εκτός εάν έχει εργασθεί ως συμβασιούχος υπάλληλος για διάστημα μεγαλύτερο των 3 ετών.

Άρθρο 96

1.  Ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος, ο οποίος βρίσκεται άνεργος μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία του σε κοινοτικό όργανο, και:

α) δεν δικαιούται σύνταξης αρχαιότητας ή επιδόματος αναπηρίας από τις Κοινότητες·

β) η αποχώρησή του από την υπηρεσία δεν οφείλεται σε παραίτηση ή σε διακοπή της σύμβασής του για πειθαρχικούς λόγους·

γ) έχει συμπληρώσει τουλάχιστον εξάμηνη υπηρεσία·

δ) διαμένει σε κράτος μέλος,

δικαιούται μηνιαίου επιδόματος ανεργίας υπό τους όρους που καθορίζονται κατωτέρω.

Εάν δικαιούται παροχών ανεργίας στο πλαίσιο ενός εθνικού συστήματος, υποχρεούται να το δηλώνει στο όργανο στο οποίο υπαγόταν, το οποίο ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή. Στην περίπτωση αυτή, το ποσό των εν λόγω παροχών αφαιρείται από το επίδομα που καταβάλλεται δυνάμει της παραγράφου 3.

2.  Για να δικαιούται του επιδόματος ανεργίας, ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος:

α) εγγράφεται, με αίτησή του, ως επιζητών εργασία στις υπηρεσίες απασχόλησης του κράτους μέλους όπου διαμένει·

β) τηρεί τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η νομοθεσία του κράτους μέλους αυτού στον δικαιούχο παροχών ανεργίας βάσει των διατάξεών της·

γ) διαβιβάζει κάθε μήνα στο όργανο που υπαγόταν, το οποίο και τη διαβιβάζει αμέσως στην Επιτροπή, βεβαίωση της αρμόδιας εθνικής υπηρεσίας απασχόλησης, η οποία αναφέρει εάν τηρεί ή όχι τις υποχρεώσεις και τους όρους που καθορίζονται στα στοιχεία α) και β).

Η Κοινότητα μπορεί να αποφασίσει τη χορήγηση ή τη συνέχιση της χορήγησης του επιδόματος, έστω και αν δεν πληρούνται οι εθνικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στο στοιχείο β), σε περίπτωση ασθένειας, ατυχήματος, μητρότητας, αναπηρίας ή άλλης κατάστασης που θεωρείται ανάλογη, καθώς και όταν η εθνική υπηρεσία, η οποία είναι αρμόδια για την εκπλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεων, τον απαλλάσσει.

Η Επιτροπή, αφού λάβει τη γνώμη επιτροπής εμπειρογνωμόνων, καθορίζει τις διατάξεις που κρίνει απαραίτητες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

3.  Το επίδομα ανεργίας καθορίζεται σε σχέση με τον βασικό μισθό που ελάμβανε ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος κατά την αποχώρησή του από την υπηρεσία. Το εν λόγω επίδομα ανεργίας ανέρχεται στο:

α) 60 % του βασικού μισθού επί μια αρχική περίοδο δώδεκα μηνών·

β) 45 % του βασικού μισθού από τον δέκατο τρίτο έως τον εικοστό τέταρτο μήνα·

γ) 30 % του βασικού μισθού από τον εικοστό πέμπτο έως τον τριακοστό έκτο μήνα.

Εκτός της αρχικής εξάμηνης περιόδου, στη διάρκεια της οποίας εφαρμόζεται το κατώτερο όριο που ορίζεται κατωτέρω, ενώ το ανώτερο όριο δεν εφαρμόζεται, τα ποσά που υπολογίζονται κατ' αυτόν τον τρόπο, δεν μπορούν να είναι κατώτερα από ευρώ ►M122  966,15 ευρώ ◄ ούτε ανώτερα από ευρώ ►M122  1 932,29 ευρώ ◄ . Τα όρια αυτά προσαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο όπως και οι κλίμακες μισθών που περιλαμβάνονται στο άρθρο 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, σύμφωνα με το άρθρο 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

4.  Το επίδομα ανεργίας καταβάλλεται στον πρώην συμβασιούχο υπάλληλο από την ημέρα εξόδου του από την υπηρεσία για μέγιστο διάστημα τριάντα έξι μηνών και σε κάθε περίπτωση για διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα τρίτο του πραγματικού χρόνου υπηρεσίας που έχει συμπληρώσει. Εάν όμως, κατά το χρονικό αυτό διάστημα, ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος παύσει να πληροί τους όρους που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2, διακόπτεται η καταβολή του επιδόματος ανεργίας. Η καταβολή του επιδόματος επαναλαμβάνεται, εάν, πριν από τη λήξη του χρονικού διαστήματος αυτού, ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος πληροί και πάλι τους εν λόγω όρους, χωρίς να έχει αποκτήσει δικαίωμα σε εθνική παροχή ανεργίας.

5.  Ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος στον οποίο χορηγείται το επίδομα ανεργίας δικαιούται των οικογενειακών επιδομάτων που προβλέπει το άρθρο 67 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Το επίδομα στέγης υπολογίζεται βάσει του επιδόματος ανεργίας και υπό τους όρους που καθορίζονται στο άρθρου 1 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να δηλώνει τα ανάλογα επιδόματα που καταβάλλονται από άλλη πηγή στον ίδιο ή στη σύζυγό του· τα επιδόματα αυτά αφαιρούνται από τα επιδόματα που καταβάλλονται κατ' εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος στον οποίο χορηγείται το επίδομα ανεργίας δικαιούται, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 72 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, κάλυψης των κινδύνων ασθενείας χωρίς να επιβαρύνεται με εισφορές.

6.  Το επίδομα ανεργίας και τα οικογενειακά επιδόματα καταβάλλονται από την Επιτροπή σε ευρώ. Δεν εφαρμόζεται διορθωτικός συντελεστής.

7.  Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι συμμετέχουν κατά το ένα τρίτο στη χρηματοδότηση του συστήματος ασφάλισης κατά της ανεργίας. Η συνεισφορά αυτή καθορίζεται σε 0,81 % του βασικού μισθού του ενδιαφερομένου, μετά την έκπτωση ποσού ευρώ ►M122  878,32 ευρώ ◄ , και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι διορθωτικοί συντελεστές που προβλέπονται στο άρθρο 64 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Η συνεισφορά αυτή αφαιρείται κάθε μήνα από τον μισθό του ενδιαφερομένου και, αφού αυξηθεί κατά τα δύο τρίτα που βαρύνουν το όργανο, καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο ανεργίας. Το ταμείο αυτό είναι κοινό για τα όργανα, τα οποία καταβάλλουν κάθε μήνα τις συνεισφορές τους στην Επιτροπή, το αργότερο οκτώ ημέρες μετά την πληρωμή των αποδοχών. Η εντολή πληρωμής και η καταβολή κάθε δαπάνης που απορρέει από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, γίνονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τις διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού που διέπει τον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

8.  Το επίδομα ανεργίας που καταβάλλεται στον άνεργο πρώην συμβασιούχο υπάλληλο υπόκειται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68 του Συμβουλίου.

9.  Οι εθνικές υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για θέματα απασχόλησης και ανεργίας, ενεργώντας στο πλαίσιο της εθνικής τους νομοθεσίας, και η Επιτροπή συνεργάζονται μεταξύ τους αποτελεσματικά προκειμένου να εξασφαλίζουν την καλή εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

10.  Οι λεπτομέρειες εφαρμογής που εκδίδονται βάσει του άρθρου 28α, παράγραφος 10 εφαρμόζονται και στο παρόν άρθρο, με την επιφύλαξη των διατάξεων του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

11.  Ένα έτος μετά την καθιέρωση του παρόντος συστήματος ασφάλισης κατά της ανεργίας και, στη συνέχεια, ανά διετία, η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο έκθεση για την οικονομική κατάσταση του συστήματος. Εκτός από την έκθεση αυτή, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει στο Συμβούλιο προτάσεις αναπροσαρμογής των συνεισφορών που προβλέπονται στην παράγραφο 7, εάν το απαιτεί η ισορροπία του συστήματος. Το Συμβούλιο αποφασίζει επί των προτάσεων αυτών σύμφωνα με την παράγραφο 3.

Άρθρο 97

Το άρθρο 74 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με το επίδομα τοκετού και το άρθρο 75 του του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με την ανάληψη εκ μέρους του οργάνου των εξόδων που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

Άρθρο 98

Το άρθρο 76 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με τη χορήγηση δωρεών, δανείων ή προκαταβολών εφαρμόζονται κατ' αναλογία στον συμβασιούχο υπάλληλο κατά τη διάρκεια της σύμβασής του ή μετά τη λήξη της, εάν ο συμβασιούχος υπάλληλος είναι ανίκανος προς εργασία συνεπεία βαρείας παρατεταμένης ασθένειας ή αναπηρίας ή ατυχήματος που συνέβη κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του και εφόσον αποδεικνύει ότι η εν λόγω ασθένεια ή ατύχημα δεν καλύπτεται από άλλο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης.



Τμήμα Β

Ασφάλιση κινδύνων αναπηρίας και θανάτου

Άρθρο 99

Ο συμβασιούχος υπάλληλος ασφαλίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις κατά των κινδύνων θανάτου ή αναπηρίας που επέρχονται κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του.

Οι πληρωμές και οι παροχές που προβλέπονται στο παρόν τμήμα αναστέλλονται, εάν η αμοιβή που λαμβάνει ο συμβασιούχος υπάλληλος λόγω της εργασίας του, έχει ανασταλεί δυνάμει του παρόντος καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

Άρθρο 100

Εάν η ιατρική εξέταση που προηγείται της πρόσληψης συμβασιούχου υπαλλήλου, αποκαλύψει ότι ο ενδιαφερόμενος πάσχει από ασθένεια ή από αναπηρία, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, μπορεί να αποφασίζει την υπαγωγή του στο ευεργέτημα των παροχών που προβλέπονται για την περίπτωση αναπηρίας ή θανάτου μόνο στο τέλος περιόδου πέντε ετών που αρχίζει από την ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας στο όργανο, για τους κινδύνους που απορρέουν από αυτή την ασθένεια ή αναπηρία.

Ο συμβασιούχος υπάλληλος μπορεί να προσβάλει την απόφαση αυτή ενώπιον της επιτροπής αναπηρίας που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο β) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 101

1.  Συμβασιούχος υπάλληλος ο οποίος έχει προσβληθεί από αναπηρία που θεωρείται ολική και ο οποίος υποχρεούται, για τον λόγο αυτό, να διακόψει την υπηρεσία του στο όργανο, δικαιούται, για όσο χρόνο διαρκεί η ανικανότητα αυτή, επιδόματος αναπηρίας, του οποίου το ποσό καθορίζεται ως ακολούθως.

Το άρθρο 52 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ' αναλογία στους δικαιούχους επιδόματος αναπηρίας. Εάν ο δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας συνταξιοδοτηθεί πριν από το 65 έτος της ηλικίας του χωρίς να έχει φθάσει στο ανώτατο ποσοστό συντάξεως, εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες της συντάξεως αρχαιότητας. Το ποσό της σύνταξης αρχαιότητας καθορίζεται με βάση τον μισθό που αντιστοιχεί στον βαθμό και το κλιμάκιο που κατείχε ο συμβασιούχος υπάλληλος, όταν κατέστη ανάπηρος.

2.  Το ποσό του επιδόματος αναπηρίας καθορίζεται στο 70 % του τελευταίου βασικού μισθού του συμβασιούχου υπαλλήλου. Ωστόσο, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τον μηνιαίο βασικό μισθό συμβασιούχου υπαλλήλου της ομάδας καθηκόντων Ι, βαθμός 1, κλιμάκιο 1. Το επίδομα αναπηρίας υπόκειται σε εισφορές υπέρ του συνταξιοδοτικού καθεστώτος, που υπολογίζονται, βάσει του επιδόματος αυτού.

3.  Εφόσον η αναπηρία του συμβασιούχου υπαλλήλου προέρχεται από ατύχημα το οποίο συνέβη κατά την άσκηση ή επ' ευκαιρία της άσκησης των καθηκόντων του, από επαγγελματική ασθένεια ή από πράξη αυτοθυσίας προς δημόσιο όφελος ή από το γεγονός ότι ο υπάλληλος εξέθεσε τη ζωή του σε κίνδυνο προκειμένου να διασώσει ανθρώπινη ζωή, το επίδομα αναπηρίας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το 120 % του μηνιαίου βασικού μισθού συμβασιούχου υπαλλήλου της ομάδας καθηκόντων Ι, βαθμός 1, κλιμάκιο 1. Στις περιπτώσεις αυτές ο προϋπολογισμός του πρώην εργοδότη βαρύνεται με τις εισφορές υπέρ του συνταξιοδοτικού καθεστώτος.

4.  Εάν η αναπηρία έχει προκληθεί σκόπιμα από τον συμβασιούχο υπάλληλο, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, μπορεί να αποφασίζει ότι ο υπάλληλος θα πρέπει να λάβει μόνο το επίδομα που προβλέπεται στο άρθρο 109.

5.  Ο υπάλληλος που λαμβάνει επίδομα αναπηρίας δικαιούται, των οικογενειακών επιδομάτων που προβλέπονται στο άρθρο 67 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σύμφωνα με το Παράρτημα VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης· το επίδομα στέγης υπολογίζεται με βάση το επίδομα του υπαλλήλου.

Άρθρο 102

1.  Η κατάσταση αναπηρίας κρίνεται από την επιτροπή αναπηρίας που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο β) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

2.  Το δικαίωμα επιδόματος αναπηρίας αρχίζει να ισχύει από την επόμενη ημέρα της λύσεως της υπαλληλικής σχέσης του ενδιαφερομένου συμβασιούχου υπαλλήλου σύμφωνα με τα άρθρα 47 και 48 που εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

3.  Το όργανο που αναφέρεται στο άρθρο 40 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης μπορεί να υποβάλλει περιοδικά σε εξετάσεις τον δικαιούχο επιδόματος αναπηρίας, για να βεβαιωθεί ότι εξακολουθεί να πληροί τους απαιτούμενους όρους για τη λήψη του εν λόγω επιδόματος. Εάν η επιτροπή αναπηρίας διαπιστώσει ότι δεν πληρούνται πλέον οι όροι αυτοί, ο συμβασιούχος υπάλληλος αναλαμβάνει και πάλι υπηρεσία στο όργανο, εφόσον δεν έχει λήξει η σύμβασή του.

Ωστόσο, εάν ο ενδιαφερόμενος δεν είναι δυνατόν να επαναπροσληφθεί στην υπηρεσία των Κοινοτήτων, η σύμβαση μπορεί να λυθεί με την καταβολή αποζημίωσης ύψους αντίστοιχου με τις αποδοχές που θα είχε εισπράξει κατά το διάστημα της προθεσμίας καταγγελίας και, ενδεχομένως, με την αποζημίωση λύσης της σύμβασης που προβλέπεται στο άρθρο 47. Το άρθρο 109 τυγχάνει επίσης εφαρμογής.

Άρθρο 103

1.  Οι έλκοντες δικαίωμα από αποβιώσαντα συμβασιούχο υπάλληλο, όπως ορίζονται στο κεφάλαιο 4 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δικαιούνται σύνταξης επιζώντων κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 104 έως 107.

2.  Σε περίπτωση θανάτου ενός πρώην συμβασιούχου υπαλλήλου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας, ή πρώην συμβασιούχου υπαλλήλου δικαιούχου σύνταξης λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου, ο οποίος είχε αποχωρήσει από την υπηρεσία πριν από την ηλικία των 63 ετών, είχε δε ζητήσει να αναβληθεί η έναρξη καταβολής της σύνταξης αρχαιότητας μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που έπεται εκείνου κατά τον οποίο θα συμπλήρωνε την ηλικία των 63 ετών, οι έλκοντες δικαίωμα, από τον αποβιώσαντα πρώην συμβασιούχο υπάλληλο, όπως ορίζονται στο κεφάλαιο 4 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δικαιούνται σύνταξης επιζώντων κατά τα προβλεπόμενα στο εν λόγω Παράρτημα.

3.  Σε περίπτωση αφάνειας για διάστημα μεγαλύτερο του έτους, συμβασιούχου υπαλλήλου ή πρώην συμβασιούχου υπαλλήλου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας ή σύνταξης αρχαιότητας ή πρώην συμβασιούχου υπαλλήλου ο οποίος είχε αποχωρήσει από την υπηρεσία πριν από την ηλικία των 63 ετών, είχε δε ζητήσει να αναβληθεί η έναρξη της καταβολής της σύνταξης αρχαιότητας μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που έπεται εκείνου κατά τον οποίο θα συμπλήρωνε την ηλικία των 60 ετών, οι διατάξεις των κεφαλαίων 5 και 6 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που αφορούν τις προσωρινές συντάξεις εφαρμόζονται κατ' αναλογία στον/στην σύζυγο του/της και στα πρόσωπα που θεωρούνται συντηρούμενα από τον άφαντο.

Άρθρο 104

Το δικαίωμα σύνταξης αρχίζει να ισχύει από την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί το μήνα του θανάτου ή, εάν συντρέχει περίπτωση, από την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την περίοδο κατά την οποία ο επιζών σύζυγος, τα ορφανά ή τα συντηρούμενα πρόσωπα του αποβιώσαντος υπαλλήλου δικαιούνται των απολαβών του κατ' εφαρμογή του άρθρου 70 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 105

Ο επιζών σύζυγος συμβασιούχου υπαλλήλου δικαιούται, σύμφωνα με το κεφάλαιο 4 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, σύνταξης επιζώντων. Το ποσό της σύνταξης δεν είναι κατώτερο από το 35 % του τελευταίου μηνιαίου βασικού μισθού που εισέπραξε ο συμβασιούχος υπάλληλος ούτε από το μηνιαίο βασικό μισθό συμβασιούχου υπαλλήλου της ομάδας καθηκόντων Ι, βαθμός 1, κλιμάκιο 1. Σε περίπτωση θανάτου συμβασιούχου υπαλλήλου, το ποσό της σύνταξης επιζώντων προσαυξάνεται μέχρι το 60 % της σύνταξης αρχαιότητας που θα είχε καταβληθεί στον συμβασιούχο υπάλληλο, εάν μπορούσε να την αξιώσει, ανεξάρτητα από τον χρόνο υπηρεσίας ή την ηλικία του, τον χρόνο του θανάτου.

Ο δικαιούχος σύνταξης επιζώντων δικαιούται, υπό τους όρους που προβλέπονται στο Παράρτημα VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, των οικογενειακών επιδομάτων που αναφέρονται στο άρθρο 67 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Εντούτοις, το ποσό του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου είναι ίσο με το διπλάσιο του επιδόματος που προβλέπεται στο άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχείο β) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 106

1.  Εάν ο συμβασιούχος υπάλληλος ή ο δικαιούχος σύνταξης αρχαιότητας ή επιδόματος αναπηρίας αποβιώσει και δεν καταλείπει σύζυγο που να δικαιούται σύνταξης επιζώντων, τα τέκνα που θεωρούνται συντηρούμενα, δικαιούνται σύνταξης ορφανού σύμφωνα με το άρθρο 80 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

2.  Το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται στα τέκνα που πληρούν τους ίδιους όρους, σε περίπτωση θανάτου ή σύναψης νέου γάμου του συζύγου που δικαιούται σύνταξης επιζώντων.

3.  Εάν ο συμβασιούχος υπάλληλος ή ο δικαιούχος σύνταξης αρχαιότητας ή επιδόματος αναπηρίας έχει αποβιώσει χωρίς να πληρούνται οι όροι που προβλέπονται στην παράγραφο 1, εφαρμόζονται οι διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 80, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

4.  Σε περίπτωση θανάτου ενός πρώην συμβασιούχου υπαλλήλου, ο οποίος είχε αποχωρήσει από την υπηρεσία πριν από την ηλικία των 63 ετών, είχε δε ζητήσει να αναβληθεί η έναρξη καταβολής της σύνταξης αρχαιότητας μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που έπεται εκείνου κατά τον οποίο θα συμπλήρωνε την ηλικία των 63 ετών, τα τέκνα που αναγνωρίζονται ως συντηρούμενα κατά την έννοια του άρθρου 2 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δικαιούνται σύνταξης ορφανού με τους ίδιους όρους με εκείνους που προβλέπονται αντίστοιχα στις προηγούμενες παραγράφους.

5.  Η σύνταξη ορφανού προσώπου που εξομοιούται με συντηρούμενο τέκνο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2, παράγραφος 4 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δεν μπορεί να υπερβαίνει το διπλάσιο του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου. Εντούτοις, το δικαίωμα σύνταξης λήγει, εάν τρίτος έχει υποχρέωση διατροφής σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

6.  Ο θάνατος φυσικού γονέως, τον οποίο έχει υποκαταστήσει εξ υιοθεσίας γονέας, δεν γεννά δικαίωμα σύνταξης ορφανού.

7.  Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το ορφανό δικαιούται σχολικού επιδόματος.

Άρθρο 107

Σε περίπτωση διαζυγίου ή οσάκις συνυπάρχουν περισσότερες από μία ομάδες επιζώντων που δύνανται να αξιώσουν σύνταξη επιζώντων, η σύνταξη αυτή κατανέμεται σύμφωνα με τον τρόπο που προβλέπεται στο κεφάλαιο 4 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 108

Οι κανόνες για τα ανώτατα όρια και την κατανομή που προβλέπονται στο άρθρο 81α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ' αναλογία.



Τμήμα Γ

Σύνταξη αρχαιότητας και επίδομα αποχώρησης

Άρθρο 109

1.  Κατά την έξοδο από την υπηρεσία, ο συμβασιούχος υπάλληλος δικαιούται σύνταξης αρχαιότητας, μεταφοράς του αναλογιστικού ισοδυνάμου ή καταβολής του επιδόματος αποχώρησης σύμφωνα με το κεφάλαιο 3 του τίτλου V και του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Εάν ο συμβασιούχος υπάλληλος δικαιούται σύνταξης αρχαιότητας, τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα δεν καλύπτουν περιόδους που αντιστοιχούν σε εισφορές οι οποίες έχουν πληρωθεί βάσει του άρθρου 112 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

2.  Το άρθρο 11, παράγραφοι 2 και 3 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ' αναλογία στους συμβασιούχους υπαλλήλους.

3.  Πρόσωπο που καθίσταται δικαιούχος σύνταξης αρχαιότητος, δικαιούται, εάν έχει εργασθεί για διάστημα μεγαλύτερο των τριών ετών ως συμβασιούχος υπάλληλος, των οικογενειακών επιδομάτων που αναφέρονται στο άρθρο 67 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης· το επίδομα στέγης υπολογίζεται με βάση τη σύνταξη του δικαιούχου.

Άρθρο 110

1.  Εάν συμβασιούχος υπάλληλος διορισθεί μόνιμος ή έκτακτος υπάλληλος των Κοινοτήτων, δεν λαμβάνει το επίδομα που προβλέπεται στο άρθρο 109, παράγραφος 1.

Περίοδοι υπηρεσίας συμβασιούχου υπαλλήλου των Κοινοτήτων λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των συντάξιμων ετών κατά τα προβλεπόμενα στο Παράρτημα VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

2.  Εάν το όργανο άσκησε το δικαίωμα επιλογής που προβλέπεται στο άρθρο 112, τα δικαιώματα του συμβασιούχου υπαλλήλου επί της σύνταξης αρχαιότητας μειώνονται αναλογικά με την περίοδο που αντιστοιχεί στα ποσά που εισπράχθησαν.

3.  Η προηγούμενη παράγραφος δεν εφαρμόζεται στον συμβασιούχο υπάλληλο ο οποίος, εντός τριών μηνών από την υπαγωγή του στον κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ζητεί να του επιτραπεί να επιστρέψει τα εν λόγω ποσά, προσαυξημένα με τόκους ανατοκισμού, οι οποίοι υπολογίζονται με ►M113  3,9 % ◄ ετήσιο επιτόκιο· το επιτόκιο μπορεί να αναθεωρηθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12 του Παραρτήματος XII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.



Τμήμα Δ

Χρηματοδότηση του συστήματος ασφάλισης αναπηρίας και ασφάλειας ζωής, καθώς και του συνταξιοδοτικού συστήματος

Άρθρο 111

Για τη χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που προβλέπεται στα Τμήματα Β και Γ, εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι διατάξεις των άρθρων 83 και 83α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, καθώς και των άρθρων 36 και 38 του Παραρτήματος VIII του ίδιου κανονισμού.

Άρθρο 112

Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από το όργανο, ο συμβασιούχος υπάλληλος μπορεί να ζητήσει από το όργανο την πραγματοποίηση των πληρωμών, στις οποίες υποχρεούται να προβεί, για να συστήσει ή να διατηρήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα, ασφάλιση κατά της ανεργίας, ασφάλιση αναπηρίας, ασφάλεια ζωής και ασφάλιση ασθενείας στην τελευταία χώρα όπου καλυπτόταν από παρόμοια καθεστώτα. Κατά τη διάρκεια καταβολής των εν λόγω εισφορών, ο συμβασιούχος υπάλληλος δεν απολαύει του κοινοτικού καθεστώτος ασφάλισης ασθενείας. Επιπλέον, κατά το διάστημα που αντιστοιχεί στις εν λόγω εισφορές, ο συμβασιούχος υπάλληλος δεν καλύπτεται από τα καθεστώτα ασφάλειας ζωής και ασφάλισης αναπηρίας της Κοινότητας και δεν αποκτά δικαιώματα στο πλαίσιο των κοινοτικών καθεστώτων ασφάλισης κατά της ανεργίας και συντάξεων

Η πραγματική διάρκεια των πληρωμών αυτών για κάθε συμβασιούχο υπάλληλο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες. Εντούτοις, το όργανο μπορεί να αποφασίζει να παρατείνει το διάστημα αυτό σε ένα έτος. Οι πληρωμές βαρύνουν τον προϋπολογισμό των Κοινοτήτων. Οι πληρωμές για τη σύσταση ή διατήρηση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων δεν υπερβαίνουν το διπλάσιο του ποσοστού που προβλέπεται στο άρθρο 83, παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.



Τμήμα Ε

Διακανονισμός διεκδικήσεων συμβασιούχων υπαλλήλων

Άρθρο 113

Τα άρθρα 40 έως 44 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ' αναλογία.



Τμήμα ΣΤ

Καταβολή των παροχών

Άρθρο 114

1.  Τα άρθρα 81α και 82 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και το άρθρο 45 του Παραρτήματος VIII του ίδιου κανονισμού σχετικά με την καταβολή των παροχών εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

2.  Όλα τα ποσά που οφείλει ο συμβασιούχος υπάλληλος στις Κοινότητες, σύμφωνα με το παρόν σύστημα προνοίας, κατά την ημερομηνία καταβολής των παροχών, αφαιρούνται από το ποσό των παροχών που αποδίδεται στον υπάλληλο ή στους έλκοντες δικαιώματα από αυτόν, με τρόπο που καθορίζει το όργανο που αναφέρεται στο άρθρο 45 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Η απόδοση μπορεί να κλιμακωθεί σε μηνιαίες δόσεις.



Τμήμα Ζ

Υποκατάσταση της Κοινότητας

Άρθρο 115

Οι διατάξεις του άρθρου 85α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με την υποκατάσταση της Κοινότητας εφαρμόζονται κατ' αναλογία.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΩΣ ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΝΤΩΝ

Άρθρο 116

Εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 85 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Άρθρο 117

Οι διατάξεις του τίτλου VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης περί προσφυγών εφαρμόζονται κατ' αναλογία.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΟΥΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΠΟΥ ΥΠΗΡΕΤΟΥΝ ΣΕ ΤΡΙΤΗ ΧΩΡΑ

Άρθρο 118

Οι διατάξεις των άρθρων 6 έως 16 και 19 έως 25 του Παραρτήματος X του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ' αναλογία στους συμβασιούχους υπαλλήλους που υπηρετούν σε τρίτες χώρες. Εντούτοις, το άρθρο 21 του εν λόγω Παραρτήματος εφαρμόζεται μόνον εάν η διάρκεια της σύμβασης δεν είναι μικρότερη από ένα έτος.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ

Άρθρο 119

Τα άρθρα 47 έως 50α, εφαρμόζονται κατ' αναλογία στους συμβασιούχους υπαλλήλους.

Σε περίπτωση πειθαρχικής διαδικασίας κατά συμβασιούχου υπαλλήλου, το Πειθαρχικό Συμβούλιο που αναφέρεται στο Παράρτημα ΙΧ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και στο άρθρο 49 του παρόντος καθεστώτος, που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, περιλαμβάνει δύο συμπληρωματικά μέλη της ίδιας ομάδας καθηκόντων και του ίδιου βαθμού με τον ενδιαφερόμενο συμβασιούχο υπάλληλο. Τα εν λόγω δύο συμπληρωματικά μέλη διορίζονται με ειδική προς τούτο διαδικασία, η οποία συμφωνείται μεταξύ της αρχής που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο του παρόντος καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό και της επιτροπής προσωπικού.

▼B



ΤΙΤΛΟΣ ►M112  V ◄

ΤΟΠΙΚΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ

Άρθρο ►M112  120 ◄

Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος τίτλου, οι συνθήκες εργασίας των τοπικών, υπαλλήλων ιδίως σχετικά με:

α) τον τρόπο προσλήψεως και απολύσεως·

β) τις άδειες·

γ) τις αποδοχές τους·

καθορίζονται από κάθε όργανο, βάσει της ρυθμίσεως και των συνηθειών που υφίστανται στον τόπο όπου ο υπάλληλος καλείται να ασκήσει τα καθήκοντά του.

Άρθρο ►M112  121 ◄

Το όργανο αναλαμβάνει, στα θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, τις υποχρεώσεις που βαρύνουν τους εργοδότες, δυνάμει της ρυθμίσεως που υφίσταται στον τόπο όπου ο υπάλληλος εκλήθη να ασκήσει τα καθηκοντά του.

▼M112

Άρθρο 122

Οι διαφορές μεταξύ του οργάνου και του τοπικού υπαλλήλου που υπηρετεί σε τρίτη χώρα υπάγονται σε διαιτητική αρχή, υπό τους όρους που καθορίζονται στη ρήτρα διαιτησίας που περιλαμβάνεται στη σύμβαση του τοπικού υπαλλήλου.

▼B



ΤΙΤΛΟΣ ►M112  VI ◄

ΕΙΔΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ

Άρθρο ►M112  123 ◄

1.  Οι αποδοχές του ειδικού συμβούλου καθορίζονται με άμεση συμφωνία μεταξύ του ενδιαφερομένου και της αρχής που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτη παράγραφος. Η διάρκεια της συμβάσεως του ειδικού συμβούλου δεν δύναται να υπερβεί τα δύο έτη. Αυτή η σύμβαση είναι ανανεώσιμη.

2.  Όταν το όργανο σκοπεύει να προσλάβει ειδικό σύμβουλο ή να ανανεώσει τη σύμβασή του, πληροφορεί την αρμοδία για τον προϋπολογισμό αρχή, καθορίζοντας το ύψος των αποδοχών που προβλέπονται για τον ενδιαφερόμενο.

Πριν από την οριστική σύναψη αυτής της συμβάσεως, αυτές οι αποδοχές αποτελούν αντικείμενο ανταλλαγής απόψεων με την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή, αν, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την κοινοποίηση που προβλέπεται ανωτέρω, ένα μέλος αυτής της αρχής ή το ενδιαφερόμενο όργανο εκδηλώσει την επιθυμία.

▼M112

Άρθρο 124

Τα άρθρα 1γ, 1δ, 11, 11α, 12 και 12α, το άρθρο 16, πρώτο εδάφιο, τα άρθρα 17 και 17α, 19, 22, 22α και 22β, το άρθρο 23, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης περί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των υπαλλήλων, καθώς και τα άρθρα 90 και 91 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης περί προσφυγών, εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

▼M112 —————

▼B



ΤΙΤΛΟΣ VII

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

▼M112 —————

▼M112

Άρθρο 125

Με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό ΙΙ, το Παράρτημα περιλαμβάνει τις μεταβατικές διατάξεις που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται με σύμβαση στο πλαίσιο του παρόντος καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

▼B



ΤΙΤΛΟΣ VΙΙΙ

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο ►M112  126 ◄

Με την επιφύλαξη των διατάξεων ►M112  του άρθρου 127 ◄ , οι γενικές διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος καθεστώτος, εκδίδονται από κάθε όργανο κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή προσωπικού και γνωμοδοτήσεως της επιτροπής κανονισμού που προβλέπεται στο άρθρο 10 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων.

Οι διοικήσεις των οργάνων των Κοινοτήτων διαβουλεύονται για να εξασφαλίσουν ομοιόμορφη εφαρμογή του παρόντος καθεστώτος.

Άρθρο ►M112  127 ◄

Οι γενικές διατάξεις εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που αναφέρονται στο παρόν καθεστώς στο μέτρο που οι διατάξεις του κανονισμού καθίστανται, με το παρόν καθεστώς, εφαρμόσιμοι στους εν λόγω υπαλλήλους.

▼M112




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Μεταβατικές διατάξεις που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που υπάγονται στο καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό

Άρθρο 1

1.  Οι διατάξεις του Παραρτήματος XIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ' αναλογία στο λοιπό προσωπικό που τελεί εν ενεργεία στις 30 Απριλίου 2004.

2.  Κατά τη διάρκεια της περιόδου από 1ης Μαΐου 2004 έως τις 30 Απριλίου 2006, στο καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό αντικαθίστανται:

α) στο άρθρο 3, στοιχείο β), πρώτη περίπτωση, οι όροι «της ομάδας καθηκόντων των βοηθών (AST)» από τους όρους «των κατηγοριών Β και Γ»·

β) στο άρθρο 3, στοιχείο β), δεύτερη περίπτωση, οι όροι «της ομάδας καθηκόντων των διοικητικών υπαλλήλων (AD)» από τους όρους«της κατηγορίας Α», οι όροι «AD 16 ή AD 15» από τους όρους «A*16 ή A*15» και οι όροι «AD 15 ή AD 14» από τους όρους «A*15 ή A*14».

Άρθρο 2

1.  Σύμφωνα με το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6, πρώτο εδάφιο του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, προσφέρει απασχόληση συμβασιούχου υπαλλήλου αορίστου χρόνου σε κάθε πρόσωπο που απασχολείται από τις Κοινότητες την 1η Μαΐου 2004, δυνάμει σύμβασης τοπικού υπαλλήλου αορίστου χρόνου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, σε μία από τις Υπηρεσίες ή σε έναν από τους οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 3α, παράγραφος 1, στοιχεία β) και γ) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό. Η προσφορά απασχόλησης βασίζεται σε αξιολόγηση των καθηκόντων που θα εκτελεί ο υπάλληλος ως συμβασιούχος. Η οικεία σύμβαση παράγει αποτελέσματα το αργότερο από την 1η Μαΐου 2005. Το άρθρο 84 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό δεν εφαρμόζεται στη σύμβαση αυτή.

2.  Στην περίπτωση που η κατάταξη του υπαλλήλου ο οποίος αποδέχεται την προσφορά της σύμβασης θα οδηγούσε σε μείωση των αποδοχών του, το όργανο μπορεί να καταβάλει ένα συμπληρωματικό ποσό, λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα διαφορά μεταξύ της νομοθεσίας του κράτους μέλους υπηρεσίας στον τομέα της φορολογίας, της κοινωνικής ασφάλισης και των συντάξεων και των σχετικών διατάξεων που εφαρμόζονται στον συμβασιούχο υπάλληλο.

3.  Εφόσον χρειάζεται, κάθε όργανο εκδίδει γενικές διατάξεις για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

4.  Ο υπάλληλος που δεν αποδέχεται την προσφορά που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να διατηρήσει τη συμβατική του σχέση με το όργανο.

Άρθρο 3

Επί μια πενταετία από την 1η Μαΐου 2004, οι τοπικοί υπάλληλοι ή οι συμβασιούχοι υπάλληλοι της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου που τελούσαν υπό καθεστώς τοπικού υπαλλήλου αυτής της Γενικής Γραμματείας πριν από την 1η Μαΐου 2004, μπορούν να συμμετέχουν σε εσωτερικούς διαγωνισμούς του Συμβουλίου υπό τους ίδιους όρους με τους μονίμους και τους εκτάκτους υπαλλήλους του οργάνου.

Άρθρο 4

Οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου εκτάκτων υπαλλήλων, στους οποίους εφαρμόζεται το άρθρο 2, στοιχείο δ) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό και οι οποίες δεν έχουν λήξει την 1η Μαΐου 2004, μπορούν να ανανεωθούν. Εάν η σύμβαση έχει ήδη ανανεωθεί άπαξ η νέα σύμβαση συνάπτεται για αόριστο χρόνο. Οι συμβάσεις αορίστου χρόνου εκτάκτων υπαλλήλων, στους οποίους εφαρμόζεται το άρθρο 2, στοιχείο δ) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό και οι οποίες δεν έχουν λήξει, παραμένουν αμετάβλητες.

Άρθρο 5

1.  Οι πρώην έκτακτοι υπάλληλοι, οι οποίοι την 1η Μαΐου 2004 είναι άνεργοι και υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 28α του παρόντος καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, οι οποίες είχαν εφαρμογή πριν από την 1η Μαΐου 2004, εξακολουθούν να υπάγονται σε αυτές τις διατάξεις έως τη λήξη της περιόδου ανεργίας τους.

2.  Οι έκτακτοι υπάλληλοι, η σύμβαση των οποίων δεν έχει λήξει την 1η Μαΐου 2004, μπορούν, με αίτησή τους, να υπαχθούν στο άρθρο 28α του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, οι οποίες είχαν εφαρμογή πριν από την 1η Μαΐου 2004. Η αίτηση αυτή πρέπει να υποβάλλεται το αργότερο 30 ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία λήξης της οικείας σύμβασης εκτάκτου υπαλλήλου.



( 1 ) ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 8. Κανονισμός ο οποίος τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1750/2002 (ΕΕ L 264, 2.10.2002, σ. 15).

( 2 ) ΕΕ L 181 της 28.6.1989, σ. 2. Κανονισμός ο οποίος τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 2458/98 (ΕΕ L 307 της 17.11.1998, σ. 1).

( 3 ) ΕΕ L 264 της 2.10.2002, σ. 1.

( 4 ) ΕΕ L 264 της 2.10.2002, σ. 5.

( 5 ) ΕΕ L 264 της 2.10.2002, σ. 9.

( 6 ) ΕΕ L 280 της 23.11.1995, σ. 1 Κανονισμός ο οποίος τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 2458/98 (ΕΕ L 307 της 17.11.1998, σ. 1).

( 7 ) ΕΕ L 280 της 23.11.1995, σ. 4 Κανονισμός ο οποίος τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 2458/98.

( 8 ) ΕΕ L 124 της 27.4.2004, σ. 1.