ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PRIIT PIKAMÄE

της 3ης Δεκεμβρίου 2020 ( 1 )

Υπόθεση C‑739/19

VK

κατά

An Bord Pleanála,

παρισταμένων των:

General Council of the Bar of Ireland,

Law Society of Ireland και Attorney General

[αίτηση του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ιρλανδία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών από δικηγόρους – Οδηγία 77/249/ΕΟΚ – Άρθρο 5 – Υποχρέωση δικηγόρου εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος ο οποίος εκπροσωπεί πελάτη στο πλαίσιο ένδικων διαδικασιών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων να ενεργεί κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο της ημεδαπής – Δυνατότητα διαδίκου εκπροσωπούμενου από δικηγόρο της αλλοδαπής στο πλαίσιο διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής να εκπροσωπηθεί από τον ίδιο δικηγόρο στο επόμενο στάδιο της εθνικής διαδικασίας»

I. Εισαγωγή

1.

Στην υπό κρίση υπόθεση, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο, Ιρλανδία) υποβάλλει στο Δικαστήριο τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 5 της οδηγίας 77/249/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1977, περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους ( 2 ). Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του VK, εκκαλούντος της κύριας δίκης, και της An Bord Pleanála (αρχής εξετάσεως προσφυγών σχετικών με θέματα σχεδιασμού), σχετικά με την υποχρέωση της αλλοδαπής δικηγόρου του εν λόγω εκκαλούντος να ενεργεί κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο εγγεγραμμένο στον ιρλανδικό δικηγορικό σύλλογο με σκοπό την εκπροσώπηση του εν λόγω εκκαλούντος ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

2.

Το άρθρο 5 της οδηγίας 77/249 δεν διευκρινίζει τι ακριβώς συνεπάγεται η προβλεπόμενη από την εν λόγω διάταξη υποχρέωση συμπράξεως για τον δικηγόρο που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος και παρέχει υπηρεσίες, καταλείποντας, επομένως, στα κράτη μέλη ορισμένη διακριτική ευχέρεια κατά τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. Η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να διευκρινίσει την έκταση της εν λόγω ευχέρειας και, ειδικότερα, να προσδιορίσει τις περιστάσεις υπό τις οποίες δικαιολογείται η επιβολή της εν λόγω υποχρεώσεως. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στο πώς πρέπει να συμβιβαστεί η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 56, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, με άλλα θεμιτά συμφέροντα, όπως η ανάγκη διασφαλίσεως της προστασίας του διαδίκου στον οποίο παρέχονται νομικές υπηρεσίες και η ανάγκη διασφαλίσεως της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, τα οποία επιδιώκει να προστατεύσει η εν λόγω διάταξη.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α. Το δίκαιο της Ένωσης

3.

Το άρθρο 1 της οδηγίας 77/249 προβλέπει τα εξής:

«1.   Η παρούσα οδηγία ισχύει, εντός των ορίων και με τις προϋποθέσεις που η ίδια προβλέπει, για τις δραστηριότητες του δικηγόρου κατά την παροχή υπηρεσιών.

[…]

2.   Ως “δικηγόρος” νοείται κάθε πρόσωπο που δικαιούται να ασκεί τις επαγγελματικές του δραστηριότητες υπό μια από τις ακόλουθες ονομασίες:

[…]

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας: Rechtsanwalt,

[…]».

4.

Το άρθρο 5 της οδηγίας 77/249 προβλέπει τα εξής:

«Για την άσκηση των δραστηριοτήτων οι οποίες αφορούν την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση πελάτου ενώπιον δικαστηρίου, κάθε Κράτος μέλος δύναται να επιβάλει στους δικηγόρους που αναφέρονται στο άρθρο 1 ως προϋπόθεση:

να εμφανίζονται ενώπιον του προέδρου του δικαστηρίου και, κατά περίπτωση ενώπιον του προέδρου του αρμοδίου δικηγορικού συλλόγου στο Κράτος μέλος υποδοχής, σύμφωνα με τους τοπικούς κανόνες ή τις τοπικές συνήθειες,

να ενεργούν κατόπιν συμφωνίας, είτε με δικηγόρο που ασκεί την δραστηριότητά του ενώπιον του δικαστηρίου που επελήφθη της υποθέσεως και ο οποίος θα είναι υπεύθυνος, ενδεχομένως έναντι του δικαστηρίου αυτού, είτε με “ avoué” ή “procuratore” που ασκεί την δραστηριότητά του ενώπιον του δικαστηρίου αυτού.»

Β. Το ιρλανδικό δίκαιο

5.

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του European Communities (Freedom to Provide Services) (Lawyers) Regulations 1979 [κανονιστική απόφαση του 1979 (περί ελευθερίας παροχής υπηρεσιών) (από δικηγόρους), στο εξής: κανονιστική απόφαση του 1979], με την οποία μεταφέρθηκαν στο ιρλανδικό δίκαιο οι διατάξεις της οδηγίας 77/249, ορίζει τον «παρέχοντα υπηρεσίες δικηγόρο της αλλοδαπής» («visiting lawyer»), ο οποίος ασκεί την δραστηριότητά του ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους, παραπέμποντας στον κατάλογο του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 77/249.

6.

Το άρθρο 6 της κανονιστικής απόφασης του 1979 προβλέπει τα εξής:

«Όταν ένας δικηγόρος της αλλοδαπής ασκεί εντός της εθνικής επικράτειας δραστηριότητες οι οποίες αφορούν την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση πελάτη ενώπιον δικαστηρίου, ενεργεί κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο που ασκεί τη δραστηριότητά του ενώπιον του δικαστηρίου που επελήφθη της υποθέσεως και ο οποίος θα είναι υπεύθυνος, ενδεχομένως, έναντι του δικαστηρίου αυτού.»

III. Το ιστορικό της διαφοράς, η διαδικασία της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

7.

Ο εκκαλών της κύριας δίκης, VK, άσκησε έφεση ενώπιον του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου) σχετικά με τον καθορισμό των εξόδων της ένδικης διαδικασίας που κινήθηκε κατά της άδειας που εκδόθηκε με σκοπό την ανέγερση, πλησίον του αγροκτήματός του, εγκαταστάσεως επιθεωρήσεως ζώων τα οποία βρέθηκαν νεκρά.

8.

Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως εντάσσεται στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς η οποία είχε προηγουμένως αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως και επί της οποίας εκδόθηκε εν συνεχεία η απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2018, Klohn (C‑167/17, EU:C:2018:833).

9.

Ο VK αποφάσισε να αυτοεκπροσωπηθεί ενώπιον του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου).

10.

Ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο VK εκπροσωπήθηκε από την O, Γερμανίδα δικηγόρο εγκατεστημένη στη Γερμανία («Rechtsanwältin»).

11.

Μετά την έκδοση της αποφάσεως της 17ης Οκτωβρίου 2018, Klohn (C‑167/17, EU:C:2018:833), η υπόθεση αναπέμφθηκε ενώπιον του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου) προκειμένου το τελευταίο να αποφανθεί επί της εφέσεως που άσκησε ο VK, υπό το πρίσμα της ερμηνείας των σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης η οποία απορρέει από την απόφαση του Δικαστηρίου.

12.

Στο πλαίσιο αυτό, ο VK είχε την πρόθεση να αναθέσει στην O, δικηγόρο η οποία δεν διαθέτει νόμιμη άδεια ασκήσεως του οικείου λειτουργήματος στην Ιρλανδία, την εκπροσώπηση των συμφερόντων του ενώπιον του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου).

13.

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τον συμβατό χαρακτήρα του άρθρου 6 της κανονιστικής αποφάσεως του 1979 με το δίκαιο της Ένωσης, άρθρου το οποίο επιβάλλει στον παρέχοντα υπηρεσίες δικηγόρο «της αλλοδαπής» την υποχρέωση να απευθυνθεί σε δικηγόρο της ημεδαπής στο πλαίσιο διαδικασίας στην οποία ο διάδικος δικαιούται να παρίσταται ο ίδιος.

14.

Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο θέτει το ζήτημα της ερμηνείας που πρέπει να δοθεί στην απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1988, Επιτροπή κατά Γερμανίας (427/85, EU:C:1988:98), με την οποία το Δικαστήριο εξέτασε το δικαίωμα κράτους μέλους να επιβάλλει σε παρέχοντα υπηρεσίες δικηγόρο την υποχρέωση να ενεργεί κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο της ημεδαπής. Το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν η εν λόγω απόφαση έχει ως αποτέλεσμα να καθιστά ανίσχυρη την υποχρέωση αυτή συμπράξεως στην περίπτωση κατά την οποία επιτρέπεται στον διάδικο, τον οποίο ο παρέχων υπηρεσίες δικηγόρος προτίθεται να εκπροσωπήσει, να παρίσταται ο ίδιος σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

15.

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η απαίτηση ενέργειας «κατόπιν συμφωνίας» είναι περιορισμένη. Επομένως, δεν είναι αναγκαίο ο δικηγόρος της ημεδαπής να είναι ο εντεταλμένος δικηγόρος ή ο δικηγόρος ο οποίος υπερασπίζεται την υπόθεση ενώπιον δικαστηρίου. Πρέπει να αφεθεί στους δύο ενδιαφερόμενους δικηγόρους, ήτοι στον παρέχοντα υπηρεσίες δικηγόρο και στον δικηγόρο που ασκεί την δραστηριότητά του σύμφωνα με το ιρλανδικό δίκαιο, η μέριμνα για τη διευκρίνιση των καθηκόντων του ενός και του άλλου δικηγόρου. Η αποστολή του δικηγόρου που ασκεί την δραστηριότητά του σύμφωνα με το ιρλανδικό δίκαιο συνίσταται στον διορισμό του ως επικουρούντος τον παρέχοντα υπηρεσίες δικηγόρου, σε περίπτωση κατά την οποία η προσήκουσα εκπροσώπηση του πελάτη και η ορθή εκπλήρωση των υποχρεώσεων έναντι του επιληφθέντος της υποθέσεως δικαστηρίου απαιτούν γνώσεις ή συμβουλές οι οποίες θα μπορούσαν να αποδειχθούν αναγκαίες ακριβώς λόγω της ενδεχομένως περιορισμένης γνώσεως, εκ μέρους του παρέχοντος υπηρεσίες δικηγόρου, των δυνητικώς σημαντικών πτυχών του δικαίου, της εθνικής δικηγορικής πρακτικής και δικονομίας ή των κανόνων δεοντολογίας σε εθνικό επίπεδο. Επομένως, η έκταση της εν λόγω συνεργασίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης υποθέσεως, εξυπακουομένου ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος ο παρέχων υπηρεσίες δικηγόρος να παραλείψει, εκ παραδρομής, να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι του πελάτη ή του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της υποθέσεως, αν δεν έχει, τουλάχιστον, ορίσει δικηγόρο που ασκεί την δραστηριότητά του σύμφωνα με το ιρλανδικό δίκαιο προκειμένου ο τελευταίος να τον συνδράμει στους προαναφερθέντες τομείς.

16.

Τέλος, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι μία από τις υποχρεώσεις δεοντολογίας τις οποίες πρέπει να τηρεί κάθε δικηγόρος που εκπροσωπεί διάδικο ενώπιον των ιρλανδικών δικαστηρίων συνίσταται στην υποχρέωσή του να διεξάγει έρευνες σε όλους τους σχετικούς τομείς του δικαίου και να εφιστά την προσοχή του δικαστηρίου σε κάθε νομικό, νομοθετικό ή νομολογιακό στοιχείο το οποίο μπορεί να επηρεάσει την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας. Η εν λόγω υποχρέωση ισχύει ακόμη και αν το επίμαχο στοιχείο δεν είναι ευνοϊκό για τη θέση την οποία υπερασπίζεται ο εν λόγω δικηγόρος. Η υποχρέωση αυτή θεωρείται χαρακτηριστικό των διαδικασιών στις χώρες του κοινοδικαίου (common law) όπου το ουσιώδες μέρος των ερευνών οι οποίες είναι αναγκαίες προκειμένου το δικαστήριο να αποφανθεί ορθώς επί νομικών ζητημάτων διεξάγεται από τους διαδίκους και όχι από το ίδιο το δικαστήριο. Είναι προφανές ότι δεν ισχύει το ίδιο στις περιπτώσεις στις οποίες οι διάδικοι εκπροσωπούν οι ίδιοι τον εαυτό τους. Στις εν λόγω περιπτώσεις, τα δικαστήρια οφείλουν να πράττουν ό,τι μπορούν προκειμένου να χειριστούν τα νομικά ζητήματα χωρίς τη συνδρομή δικηγόρου είτε για έναν από τους δύο διαδίκους είτε για αμφότερους τους διαδίκους.

17.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Αποκλείεται η προβλεπόμενη στο άρθρο 5 της [οδηγίας 77/249] δυνατότητα κράτους μέλους να επιβάλλει σε δικηγόρο ο οποίος αναλαμβάνει την εκπροσώπηση και υπεράσπιση πελάτη ενώπιον δικαστηρίου “να ενεργεί κατόπιν συμφωνίας [...] με δικηγόρο που ασκεί τη δραστηριότητά του ενώπιον του δικαστηρίου που επελήφθη της υποθέσεως”, σε κάθε περίπτωση στην οποία προβλέπεται δικαίωμα του διαδίκου, τον οποίο προτίθεται να εκπροσωπήσει ο παρέχων υπηρεσίες δικηγόρος, να εκπροσωπήσει ο ίδιος τον εαυτό του ενώπιον του οικείου δικαστηρίου;

2)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, βάσει ποιων κριτηρίων θα πρέπει το εθνικό δικαστήριο να κρίνει αν επιτρέπεται η επιβολή προϋποθέσεως ενέργειας “κατόπιν συμφωνίας”;

3)

Ειδικότερα, αποτελεί η επιβολή περιορισμένης υποχρεώσεως ενέργειας “κατόπιν συμφωνίας”, κατά τα εκτιθέμενα [...] στη [διάταξη] περί παραπομπής, σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας περιορισμό της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών εκ μέρους των δικηγόρων ούτως ώστε να δικαιολογείται, λαμβανομένου υπόψη του γενικού συμφέροντος, το οποίο συνίσταται, αφενός, στην ανάγκη προστασίας όσων κάνουν χρήση νομικών υπηρεσιών και, αφετέρου, στην ανάγκη διασφαλίσεως της ορθής απονομής της δικαιοσύνης;

4)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα, ισχύει το ίδιο σε κάθε περίπτωση, και αν όχι, βάσει ποιων κριτηρίων θα πρέπει το εθνικό δικαστήριο να κρίνει αν επιτρέπεται η επιβολή της οικείας προϋποθέσεως σε συγκεκριμένη περίπτωση;»

IV. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

18.

Η απόφαση περί παραπομπής, με ημερομηνία 4 Οκτωβρίου 2019, περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 8 Οκτωβρίου 2019.

19.

Ο VK, o General Council of the Bar of Ireland [επαγγελματικός σύλλογος ο οποίος εκπροσωπεί τους barristers], o Law Society of Ireland [επαγγελματικός σύλλογος ο οποίος εκπροσωπεί τους solicitors], η Ιρλανδική και η Ισπανική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις εντός της προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

20.

Στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας της 14ης Ιουλίου 2020, το Δικαστήριο έθεσε στην Ιρλανδική Κυβέρνηση ερωτήσεις προς γραπτή απάντηση. Οι γραπτές παρατηρήσεις επί των ερωτήσεων που αποτέλεσαν αντικείμενο των εν λόγω μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας κατατέθηκαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

21.

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 23ης Σεπτεμβρίου 2020, οι εκπρόσωποι του VK, του General Council of the Bar of Ireland, της Law Society of Ireland, της Ιρλανδικής και της Ισπανικής Κυβέρνησης, καθώς και της Επιτροπής, ανέπτυξαν τις παρατηρήσεις τους.

V. Νομική ανάλυση

Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

22.

Η ενιαία αγορά της Ένωσης αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης και της απασχόλησης, που προβλέπει, μεταξύ άλλων, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 56, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Η παροχή νομικών υπηρεσιών –πιο συγκεκριμένα, η παροχή νομικών συμβουλών, καθώς και η εκπροσώπηση και η υπεράσπιση ενώπιον των δικαστικών αρχών– από δικηγόρους, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο της υπό κρίση υποθέσεως ( 3 ), εμπίπτει, επομένως, στις θεμελιώδεις ελευθερίες τις οποίες εγγυώνται οι Συνθήκες.

23.

Η παροχή νομικών υπηρεσιών χαρακτηρίζεται από ιδιαιτερότητες οι οποίες συνδέονται εγγενώς με τις ποικίλες παραδόσεις των κρατών μελών. Συγκεκριμένα, η άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος απαιτεί εν γένει εξαιρετική γνώση του συνόλου των κανόνων που απορρέουν από τις εν λόγω παραδόσεις. Τούτου λεχθέντος, η Ευρώπη, λόγω της μακράς και περίπλοκης ιστορίας της, διατηρεί πολυάριθμες παραδόσεις, οι οποίες μπορούν να αποδοθούν στην ποικιλομορφία των νομικών παραδόσεων, καθεμιά από τις οποίες έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες ( 4 ). Πράγματι, παρά τις διάφορες πολιτισμικές ανταλλαγές μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνών ( 5 ) και την προσέγγιση των νομοθεσιών που προήχθη στο πλαίσιο της διαδικασίας ολοκληρώσεως, τα νομικά και δικαστικά συστήματα των κρατών μελών εξακολουθούν να είναι ριζωμένα στις αντίστοιχες παραδόσεις τους, στοιχείο που αντανακλάται στο θεσμικό επίπεδο, αλλά και στο επίπεδο του δικαίου καθώς και των κανόνων δεοντολογίας. Όσο σημαντική και αν είναι η διαφύλαξη της εν λόγω ποικιλομορφίας των νομικών παραδόσεων, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι μπορεί να δημιουργήσει εμπόδια στην άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος. Ο δικηγόρος υποχρεούται εν γένει να εξοικειωθεί με τους κανόνες που ισχύουν σε άλλο κράτος μέλος πριν μπορέσει να παράσχει τις υπηρεσίες του στο εν λόγω κράτος μέλος, στοιχείο που συνεπάγεται κάποια προσπάθεια προσαρμογής.

24.

Προκειμένου να καταστήσει δυνατή, στο μέτρο του εφικτού, τη διασυνοριακή παροχή νομικών υπηρεσιών και προκειμένου να υπερκερασθούν τα εμπόδια που οφείλονται στις διαφορές μεταξύ των εθνικών εννόμων τάξεων, ο νομοθέτης της Ένωσης έχει εκδώσει διάφορες πράξεις παραγώγου δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της οδηγίας 77/249, οι οποίες αποσκοπούν στη διευκόλυνση της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους. Η εν λόγω οδηγία προβλέπει την αμοιβαία και αυτόματη αναγνώριση των επαγγελματικών τίτλων των δικηγόρων στους οποίους έχει χορηγηθεί η σχετική άδεια ασκήσεως επαγγέλματος εντός των κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένοι, καθώς και τη δυνατότητα ασκήσεως της δραστηριότητας αυτής σε άλλα κράτη μέλη υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Μεταξύ των προϋποθέσεων τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν δυνάμει του άρθρου 5 της εν λόγω οδηγίας περιλαμβάνεται η υποχρέωση του παρέχοντος υπηρεσίες δικηγόρου «να ενεργεί κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο που ασκεί την δραστηριότητά του ενώπιον του δικαστηρίου που επελήφθη της υποθέσεως και ο οποίος θα είναι υπεύθυνος, ενδεχομένως, έναντι του δικαστηρίου αυτού».

25.

Η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να διευκρινίσει την έκταση της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν τα κράτη μέλη όσον αφορά τους λεπτομερείς όρους εφαρμογής της ως άνω προϋποθέσεως. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στο πώς μπορεί να συμβιβασθεί η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών με άλλα θεμιτά και αναγνωρισμένα στον εν λόγω τομέα συμφέροντα, όπως η ανάγκη διασφαλίσεως της προστασίας του διαδίκου ο οποίος κάνει χρήση των υπηρεσιών αυτών, καθώς και η ανάγκη διασφαλίσεως της ορθής απονομής της δικαιοσύνης την οποία η ως άνω προϋπόθεση έχει, κατ’ αρχήν, ως σκοπό να προστατεύσει.

26.

Υπό το πρίσμα αυτό, η υποχρέωση ενέργειας κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο που ασκεί τη δραστηριότητά του ενώπιον του δικαστηρίου που επελήφθη της υποθέσεως, έχουσα ως σκοπό τη διασφάλιση της τηρήσεως των εφαρμοστέων κανόνων, μπορεί να αποδειχθεί υπέρμετρα περιοριστική, λαμβανομένων υπόψη των επιδιωκόμενων σκοπών. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι η εν λόγω προϋπόθεση συνεπάγεται, εν τέλει, ότι ο διάδικος θα πρέπει να φέρει το κόστος της εκ παραλλήλου προσφυγής στις υπηρεσίες δύο δικηγόρων, πράγμα που μπορεί να τον αποθαρρύνει από την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του. Το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όμως, προστατεύει το δικαίωμα κάθε προσώπου να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την υπεράσπιση και εκπροσώπησή του ενώπιον δικαστηρίου. Το εν λόγω δικαίωμα διασφαλίζει την αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη, κάτι που αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του κράτους δικαίου ( 6 ). Οι ως άνω εισαγωγικές παρατηρήσεις έχουν σκοπό να καταδείξουν τον αντίκτυπο που θα έχουν οι απαντήσεις του Δικαστηρίου στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο.

Β. Επί του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

27.

Με τα τρία πρώτα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το δικαίωμα δικηγόρου να εκπροσωπεί διάδικο σε άλλο κράτος μέλος βάσει της οδηγίας 77/249 μπορεί να εξαρτάται από την υποχρέωση που επιβάλλει το κράτος αυτό στον εν λόγω δικηγόρο να ενεργεί κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο της ημεδαπής, σε περίπτωση κατά την οποία ο διάδικος τον οποίο ο δικηγόρος προτίθεται να εκπροσωπήσει ενώπιον δικαστηρίου μπορεί να παραστεί ο ίδιος ενώπιον του επιληφθέντος δικαστηρίου και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, με ποιον τρόπο μπορεί να διατυπωθεί η εν λόγω υποχρέωση.

1.   Η υποχρέωση ενέργειας κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο της ημεδαπής συνιστά αφ’ εαυτής περιορισμό της ελεύθερης παροχής νομικών υπηρεσιών

28.

Η οδηγία 77/249 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 59 ΕΟΚ, νυν άρθρου 56 ΣΛΕΕ. Όπως επισήμανα με τις εισαγωγικές παρατηρήσεις μου, η οδηγία 77/249 θέτει σε εφαρμογή την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών καθόσον επιδιώκει να διευκολύνει την πραγματική άσκηση της εν λόγω ελευθερίας από δικηγόρους. Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το άρθρο 56 ΣΛΕΕ επιτάσσει όχι μόνον την εξάλειψη κάθε δυσμενούς διακρίσεως που υφίσταται πάροχος υπηρεσιών είτε λόγω της ιθαγένειάς του είτε λόγω του ότι είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος εντός του οποίου παρέχεται η υπηρεσία, αλλά και την κατάργηση κάθε περιορισμού, ακόμα και αν ισχύει αδιακρίτως τόσο για τους ημεδαπούς παρόχους υπηρεσιών όσο και για εκείνους των άλλων κρατών μελών, εφόσον μπορεί να αποκλείσει, να παρακωλύσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστικές τις υπηρεσίες του παρόχου ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, όπου νομίμως παρέχει ανάλογες υπηρεσίες ( 7 ).

29.

Στο πλαίσιο αυτό, θεωρώ σκόπιμο να επισημάνω ότι κάθε υποχρέωση ενέργειας «κατόπιν συμφωνίας» με δικηγόρο της ημεδαπής συνιστά αφ’ εαυτής περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους κατά την έννοια της προμνημονευθείσας νομολογίας, στο μέτρο που επιβάλλει στον διάδικο, ο οποίος προτίθεται να χρησιμοποιήσει πάροχο υπηρεσιών εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, πρόσθετα έξοδα που συνδέονται με την εκ παραλλήλου ανάθεση της εκπροσώπησής του σε δικηγόρο της ημεδαπής. Η εν λόγω περίσταση ενδέχεται να έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα για τον διάδικο, ιδίως σε υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, οι οποίες συχνά απαιτούν την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και των νόμων διαφόρων εννόμων τάξεων. Όχι μόνον ο διάδικος δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες δικηγόρου «της αλλοδαπής», αλλά ο εν λόγω δικηγόρος θίγεται επίσης λόγω του ότι δεν μπορεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος καταγωγής του. Όσον αφορά ειδικότερα τη θέση του εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος δικηγόρου, πρέπει να σημειωθεί ότι, αντιθέτως προς ό,τι προβλέπει το άρθρο 57 ΣΛΕΕ, ο τελευταίος δεν είναι σε θέση να ασκήσει προσωρινά τη δραστηριότητά του στο κράτος μέλος όπου παρέχεται η υπηρεσία υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνες τις οποίες το κράτος αυτό επιβάλλει στους δικούς του υπηκόους.

30.

Τούτου λεχθέντος, πρέπει να υπομνησθεί ότι η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, η οποία καταλέγεται μεταξύ των θεμελιωδών αρχών που κατοχυρώνουν οι Συνθήκες, μπορεί να περιοριστεί μόνον από κανόνες οι οποίοι δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, είναι κατάλληλοι για τη διασφάλιση της επιτεύξεως του επιδιωκόμενου σκοπού και αναλογικού χαρακτήρα προς τον εν λόγω σκοπό ( 8 ). Το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης παρέσχε στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να εισαγάγουν τον εν λόγω περιορισμό δυνάμει του άρθρου 5 της οδηγίας 77/249 δεν σημαίνει ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν απεριόριστη διακριτική ευχέρεια κατά την άσκηση της εν λόγω δυνατότητας. Αντιθέτως, ο εν λόγω περιορισμός πρέπει να συμμορφώνεται προς τις προαναφερθείσες απαιτήσεις, όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο με την απόφαση την οποία εξέδωσε στην υπόθεση Επιτροπή κατά Γερμανίας ( 9 ) και η οποία είναι ιδιαιτέρως σημαντική για την ανάλυση της υπό κρίση υποθέσεως.

31.

Η υπόθεση Επιτροπή κατά Γερμανίας είχε ως αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως η οποία ασκήθηκε από την Επιτροπή, στο πλαίσιο της οποίας το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει λεπτομερώς τη συμμόρφωση προς τα άρθρα 59 και 60 ΕΟΚ, καθώς και προς την οδηγία 77/249, γερμανικής νομοθεσίας η οποία υποχρέωνε τους εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος δικηγόρους οι οποίοι παρείχαν υπηρεσίες σχετικές με την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση πελάτη ενώπιον δικαστηρίου να ενεργούν μόνον κατόπιν συμφωνίας με Γερμανό δικηγόρο. Με την απόφασή του, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των εν λόγω κανόνων. Με την εν λόγω απόφαση, η εξέταση στην οποία προέβη το Δικαστήριο επικεντρώθηκε στην ανάλυση της δικαιολογήσεως και της αναλογικότητας του περιορισμού που εισήγαγε η γερμανική νομοθεσία. Στο μέτρο που το παράγωγο δίκαιο, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του πρωτογενούς δικαίου, αποτελεί το κριτήριο αναφοράς προκειμένου να διαπιστωθεί ο συμβατός χαρακτήρας της επίμαχης ιρλανδικής νομοθεσίας με το δίκαιο της Ένωσης, προτείνεται να ακολουθηθεί η εκτεθείσα στο προηγούμενο σημείο δομή αναλύσεως.

32.

Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι, παρά τις ομοιότητες, η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από την υπόθεση Επιτροπή κατά Γερμανίας από διαδικαστικής απόψεως. Συγκεκριμένα, οι κανόνες που διέπουν την προσφυγή λόγω παραβάσεως βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, ιδίως δε τις αρμοδιότητες του Δικαστηρίου, δεν τυγχάνουν εφαρμογής. Με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το αιτούν δικαστήριο ζητεί ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης με σκοπό την εφαρμογή του στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί μόνον εμμέσως επί του ζητήματος του συμβατού χαρακτήρα της ιρλανδικής νομοθεσίας με το δίκαιο της Ένωσης, περιοριζόμενο να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τα αναγκαία ερμηνευτικά στοιχεία προκειμένου το εν λόγω δικαστήριο να μπορέσει να αποφανθεί επί του εν λόγω ζητήματος ( 10 ).

33.

Προκειμένου να δοθεί συγκεκριμένη απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα, πρέπει να προσδιοριστεί ευθύς εξαρχής το ακριβές περιεχόμενο της επίμαχης ιρλανδικής νομοθεσίας, λαμβανομένης συγχρόνως υπόψη της εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων ερμηνείας. Όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην υπόθεση Επιτροπή κατά Γερμανίας, η οδηγία 77/249 δεν παρέχει καμία διευκρίνιση ως προς τις εκφράσεις «να ενεργούν κατόπιν συμφωνίας» και «ευθύνη […] έναντι [του] δικαστηρίου» ( 11 ), αφήνοντας, επομένως, στα κράτη μέλη ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η ιρλανδική νομοθεσία επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, το γράμμα του άρθρου 5 της οδηγίας 77/249. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, το οποίο παραπέμπει προφανώς στις «πρακτικές οδηγίες» του, οι οποίες προβλέπουν λεπτομερείς δικονομικές απαιτήσεις σχετικά με την άσκηση των δικαιωμάτων που αντλούνται από την οδηγία 77/249, η διάταξη που επιβάλλει την εν λόγω υποχρέωση, ήτοι το άρθρο 6 της κανονιστικής απόφασης του 1979, «ακολουθεί πιστά τη διατύπωση που προβλέπεται στο άρθρο 5 της οδηγίας 77/249».

34.

Εντούτοις, φαίνεται ότι η ως άνω διάταξη εφαρμόζεται γενικώς κατά τρόπο ελαστικό. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, η ιρλανδική νομοθεσία «προβλέπει την ελάχιστη υποχρέωση πρόσβασης σε δικηγόρο ο οποίος ασκεί την δραστηριότητά του σύμφωνα με το ιρλανδικό δίκαιο και παρέχει, εν ανάγκη, αρωγή όσον αφορά ζητήματα που άπτονται του εθνικού δικαίου, της εθνικής δικηγορικής πρακτικής και δικονομίας ή των κανόνων δεοντολογίας». Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο υποστηρίζει ότι «η έκταση της υποχρεώσεως που υφίστατο στο γερμανικό δίκαιο κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση 427/85, Επιτροπή κατά Γερμανίας, έβαινε κατά πολύ πέραν της υποχρεώσεως που θα προβλεπόταν στο ιρλανδικό δίκαιο, αν επιτρεπόταν στην Ιρλανδία να επιβάλει την υποχρέωση ενέργειας κατόπιν συμφωνίας». Βάσει των στοιχείων αυτών πρέπει να εξεταστεί η επίμαχη ιρλανδική νομοθεσία υπό το πρίσμα του άρθρου 56 ΣΛΕΕ και της οδηγίας 77/249.

35.

Ανεξαρτήτως του βαθμού προσβολής που ενδέχεται να επιφέρει η προβλεπόμενη από την ιρλανδική νομοθεσία υποχρέωση ενέργειας κατόπιν συμφωνίας, είναι αναμφισβήτητο ότι η εν λόγω προϋπόθεση συνιστά αφ’ εαυτής περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών για τους λόγους που εκτίθενται στις παρούσες προτάσεις ( 12 ). Το ουσιώδες ζήτημα που εγείρεται στην υπό κρίση υπόθεση είναι αν υφίστανται επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος που δικαιολογούν τέτοιον περιορισμό και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν ο εν λόγω περιορισμός έχει χαρακτήρα αναλογικό προς τους σκοπούς που επιδιώκει ο εθνικός νομοθέτης. Ο βαθμός προσβολής της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στο πλαίσιο της αναλύσεως περί αναλογικότητας και πρέπει να καθοριστεί σε συνάρτηση με τους λεπτομερείς όρους περί συμπράξεως που προβλέπει η ιρλανδική νομοθεσία.

2.   Η ορθή απονομή της δικαιοσύνης και η προστασία του διαδίκου συνιστούν επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος

36.

Όσον αφορά τους επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος που μπορούν να δικαιολογήσουν τέτοιον περιορισμό, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η ιρλανδική νομοθεσία αποσκοπεί στην προστασία δύο συμφερόντων, ήτοι της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και της προστασίας του διαδίκου ως καταναλωτή. Εν συνεχεία, πρέπει να εξακριβωθεί αν οι εν λόγω σκοποί αναγνωρίζονται ως επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος στην έννομη τάξη της Ένωσης.

37.

Συναφώς, παρατηρώ κατ’ αρχάς ότι το Δικαστήριο επισήμανε στη σκέψη 23 της αποφάσεως Επιτροπή κατά Γερμανίας ότι, «μολονότι η [οδηγία 77/249] επιτρέπει στις εθνικές νομοθεσίες να επιβάλλουν στον παρέχοντα υπηρεσίες δικηγόρο την υποχρέωση να ενεργεί κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο [της ημεδαπής], σκοπός της είναι να δώσει στον πρώτο τη δυνατότητα να φέρει σε πέρας το έργο που του ανέθεσε ο πελάτης του, τηρώντας τους κανόνες για την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης» ( 13 ). Το Δικαστήριο επισήμανε, επίσης, ότι «[υ]π’ αυτό το πρίσμα επομένως η υποχρέωση που του επιβάλλεται να ενεργεί κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο [της ημεδαπής] έχει ως σκοπό να του παράσχει την αναγκαία βοήθεια προκειμένου να ενεργήσει εντός ενός δικαιοδοτικού συστήματος διαφορετικού από αυτό που του είναι οικείο και να παράσχει στο επιληφθέν δικαστήριο τη βεβαιότητα ότι ο παρέχων υπηρεσίες δικηγόρος διαθέτει πράγματι τη βοήθεια αυτή και επομένως είναι σε θέση να τηρεί πλήρως τους ισχύοντες διαδικαστικούς και δεοντολογικούς κανόνες».

38.

Ερμηνεύω το ως άνω απόσπασμα της εν λόγω αποφάσεως, στο οποίο το Δικαστήριο εξηγεί τον νομοθετικό σκοπό του άρθρου 5 της οδηγίας 77/249, ως ρητή παραδοχή ότι η ορθή απονομή της δικαιοσύνης συνιστά επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος δυνάμενο να δικαιολογήσει, κατ’ αρχήν, την επιβολή στον παρέχοντα υπηρεσίες δικηγόρο της υποχρεώσεως να ενεργεί κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο της ημεδαπής.

39.

Όσον αφορά την προστασία του διαδίκου ως καταναλωτή, διαπιστώνω ότι το εν λόγω συμφέρον συμπίπτει, κατά κάποιον τρόπο, με το συμφέρον που συνδέεται με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η υπεράσπιση και η πραγματική εκπροσώπηση του πελάτη ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων εξαρτώνται επίσης, σε μεγάλο βαθμό, από την κατάλληλη επαγγελματική προετοιμασία του εντεταλμένου δικηγόρου. Δικηγόρος που επιδεικνύει εις βάθος γνώση του δικαίου και των εφαρμοστέων κανόνων δεοντολογίας θα είναι ασφαλώς σε θέση να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις τόσο του δικαιοδοτικού συστήματος όσο και του αποδέκτη των νομικών υπηρεσιών ( 14 ). Τα εν λόγω συμφέροντα είναι αρρήκτως συνδεδεμένα και αποτελούν, κατά κάποιον τρόπο, τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, όπως καταδεικνύουν διάφορες υποθέσεις επί των οποίων έχει αποφανθεί το Δικαστήριο και οι οποίες αφορούν τους όρους που διέπουν την παροχή νομικών υπηρεσιών εντός των κρατών μελών. Στις εν λόγω υποθέσεις, τα δύο συμφέροντα προβλήθηκαν ταυτοχρόνως ως επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος δυνάμενοι να δικαιολογήσουν περιορισμό της θεμελιώδους αυτής ελευθερίας, τους οποίους ενέκρινε το Δικαστήριο.

40.

Κατ’ αρχάς, εφιστώ την προσοχή στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση Cipolla κ.λπ. ( 15 ), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι «η προστασία, αφενός, των καταναλωτών και ιδίως των αποδεκτών των νομικών υπηρεσιών που παρέχουν δικηγόροι, και, αφετέρου, της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης αποτελούν σκοπούς που περιλαμβάνονται σ’ αυτούς που μπορούν να θεωρηθούν ως επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος, ικανοί να δικαιολογήσουν έναν περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών». Εν συνεχεία, υπενθυμίζω ότι στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Reisebüro Broede ( 16 ), το Δικαστήριο παρατήρησε ότι «η εφαρμογή επαγγελματικών κανόνων στους δικηγόρους, ιδίως των κανόνων περί οργανώσεως, προσόντων, δεοντολογίας, ελέγχου και ευθύνης, παρέχει την απαραίτητη εγγύηση ακεραιότητας και πείρας στους τελικούς αποδέκτες των νομικών υπηρεσιών και στην εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης». Πιο πρόσφατα, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Lahorge ( 17 ), το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι «η προστασία του προσφεύγοντος στη δικαιοσύνη ως τελικού καταναλωτή των νομικών υπηρεσιών και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης συνδέονται, ιδίως, με απαιτήσεις ελέγχου του παρέχοντος την υπηρεσία». Η υπό κρίση υπόθεση δεν παρουσιάζει καμία ιδιαιτερότητα η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα. Συνεπώς, οι αρχές που απορρέουν από την εν λόγω νομολογία πρέπει να τύχουν εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση.

41.

Επομένως, η ορθή απονομή της δικαιοσύνης και η προστασία του διαδίκου ως καταναλωτή συνιστούν επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος στην έννομη τάξη της Ένωσης, δυνάμενους να δικαιολογήσουν την επιβολή στον παρέχοντα υπηρεσίες δικηγόρο της υποχρεώσεως ενέργειας κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο της ημεδαπής.

3.   Η εξέταση των λεπτομερών όρων που προβλέπει η ιρλανδική νομοθεσία όσον αφορά την υποχρέωση ενέργειας κατόπιν συμφωνίας λαμβανομένων υπόψη των προβαλλόμενων συμφερόντων

42.

Πρέπει να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αν η υποχρέωση ενέργειας κατόπιν συμφωνίας με τον δικηγόρο της ημεδαπής δικαιολογείται πράγματι λαμβανομένων υπόψη των συμφερόντων των οποίων γίνεται επίκληση βάσει της εξετάσεως των λεπτομερών όρων που προβλέπει η ιρλανδική νομοθεσία υπό το πρίσμα συγκεκριμένων αντικειμενικών κριτηρίων. Όπως προαναφέρθηκε, στην οδηγία 77/249 ουδόλως διευκρινίζεται η έννοια της «ενέργειας κατόπιν συμφωνίας», καταλείποντας, επομένως, στα κράτη μέλη ορισμένη διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, σε περίπτωση που τα κράτη μέλη αποφασίσουν να κάνουν χρήση της δυνατότητας που τους παρέχει το άρθρο 5 της οδηγίας 77/249. Επομένως, μπορούν θεωρητικώς να προβλεφθούν διάφοροι τρόποι ενέργειας κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο της ημεδαπής, μεταξύ των οποίων ορισμένοι μπορούν να είναι πιο περιοριστικοί για την παροχή υπηρεσιών απ’ ό,τι άλλοι.

43.

Λαμβανομένης υπόψη της ως άνω περίστασης, η εξέταση των εν λόγω όρων περί συμπράξεως υπό το πρίσμα αντικειμενικών κριτηρίων είναι αναγκαία προκειμένου να αποτραπεί η πιθανότητα ενδεχομένως ανυπέρβλητα εμπόδια να καταστήσουν άνευ αντικειμένου την άσκηση της εν λόγω θεμελιώδους ελευθερίας. Μεταξύ των αντικειμενικών κριτηρίων τα οποία έχει αναγνωρίσει η νομολογία του Δικαστηρίου και τα οποία θεωρώ κρίσιμα στην υπό κρίση υπόθεση συγκαταλέγονται οι απαιτήσεις περί συνέπειας και αναλογικότητας οι οποίες πρέπει να τύχουν εφαρμογής στη συνέχεια ( 18 ). Κατά πάγια νομολογία, εθνική νομοθεσία είναι κατάλληλη να διασφαλίσει την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού μόνον αν αποσκοπεί πράγματι στην επίτευξή του κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό ( 19 ). Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, οι περιορισμοί των θεμελιωδών ελευθεριών δεν μπορούν να βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού ( 20 ). Θα εξετάσω στη συνέχεια ορισμένες πτυχές των όρων συμπράξεως που προβλέπει η ιρλανδική νομοθεσία, οι οποίες, κατά τη γνώμη μου, εγείρουν αμφιβολίες ως προς τον συμβατό με το δίκαιο της Ένωσης χαρακτήρα τους.

α)   Επί της ελλείψεως συνέπειας ως προς την απαίτηση ενέργειας κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο της ημεδαπής παρά τη δυνατότητα του διαδίκου να παραστεί χωρίς εκπροσώπηση

44.

Η υποχρέωση ενέργειας κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο της ημεδαπής παρά τη δυνατότητα του διαδίκου να παραστεί χωρίς εκπροσώπηση αποτελεί μία από τις πιο αξιοσημείωτες πτυχές της επίμαχης νομοθεσίας. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η εν λόγω δυνατότητα προέρχεται από θεμελιώδες δικαίωμα πρόσβασης στα δικαστήρια, και ιδίως στα ανώτατα δικαστήρια, το οποίο εγγυάται το ιρλανδικό συνταγματικό δίκαιο. Τα φυσικά πρόσωπα, σε αντίθεση με τα νομικά πρόσωπα, μπορούν να ενεργούν ως «διάδικοι οι οποίοι παρίστανται αυτοπροσώπως» σε όλες τις διαδικασίες, αλλά, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις στις οποίες ο διάδικος πρέπει (στην περίπτωση των εταιριών) ή επιθυμεί (στην περίπτωση των φυσικών προσώπων) να εκπροσωπηθεί, οφείλει να ορίσει ως εκπρόσωπο δικηγόρο ο οποίος ασκεί νομίμως το οικείο λειτούργημα στην Ιρλανδία.

45.

Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ιρλανδική νομοθεσία εμφανίζει έντονη ομοιότητα με τη γερμανική νομοθεσία την οποία εξέτασε το Δικαστήριο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, στο μέτρο που η εθνική έννομη τάξη επέτρεπε στον διάδικο να παρίσταται ο ίδιος, σε ορισμένες περιπτώσεις, ενώπιον των δικαστηρίων του εν λόγω κράτους μέλους ( 21 ). Μια άλλη ομοιότητα την οποία θεωρώ σκόπιμο να επισημάνω στο παρόν πλαίσιο έγκειται στο ότι η γερμανική νομοθεσία προέβλεπε, ανεξαιρέτως, υποχρέωση του διαδίκου να ορίσει ως εκπρόσωπο δικηγόρο της ημεδαπής στην περίπτωση κατά την οποία ο διάδικος παραιτούνταν από το δικαίωμά του να υπερασπιστεί εαυτόν ενώπιον δικαστηρίου και επέλεγε τις υπηρεσίες δικηγόρου εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος.

46.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, κανένας λόγος γενικού συμφέροντος δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την υποχρέωση που επιβάλλεται σε δικηγόρο εγγεγραμμένο στον δικηγορικό σύλλογο άλλου κράτους μέλους, ο οποίος παρέχει τις υπηρεσίες του στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας, να ενεργεί κατόπιν συμφωνίας με Γερμανό δικηγόρο ( 22 ). Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο παρέχων υπηρεσίες δικηγόρος, ο οποίος έπρεπε επιπλέον να τηρεί σε όλες τις δραστηριότητές του ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων τους επαγγελματικούς κανόνες που ισχύουν στο εν λόγω κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 77/249, δεν μπορούσε να υποχρεωθεί από τη γερμανική νομοθεσία να ενεργεί κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο ασκούντα το λειτούργημά του ενώπιον του επιληφθέντος δικαστηρίου στην περίπτωση διαφορών για τις οποίες η νομοθεσία αυτή δεν επιβάλλει την υποχρεωτική συνδρομή δικηγόρου ( 23 ). Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, στο μέτρο που η γερμανική νομοθεσία, λόγω της γενικής διατυπώσεώς της, διεύρυνε την ως άνω υποχρέωση ώστε να καταλαμβάνει και τις εν λόγω διαφορές, ήταν αντίθετη προς την οδηγία 77/249 και προς τα άρθρα 59 και 60 ΕΟΚ (νυν άρθρα 56 και 57 ΣΛΕΕ) ( 24 ).

47.

Πρέπει να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την ως άνω νομολογία στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας ( 25 ), με αντικείμενο γαλλική νομοθεσία η οποία υποχρέωνε επίσης τον παρέχοντα υπηρεσίες δικηγόρο να ενεργεί κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο εγγεγραμμένο σε δικηγορικό σύλλογο στη Γαλλία για την άσκηση δραστηριοτήτων για τις οποίες το γαλλικό δίκαιο δεν απαιτούσε την υποχρεωτική συνδρομή δικηγόρου ( 26 ). Διατυπωμένα κατά τρόπο απλό, τα ουσιώδη χαρακτηριστικά που μόλις εξέθεσα και στα οποία επικεντρώθηκε το Δικαστήριο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας ( 27 ) υφίσταντο και στη γαλλική έννομη τάξη. Λαμβανομένης υπόψη της εν λόγω περίστασης, η απόφαση του Δικαστηρίου δεν μπορούσε να είναι διαφορετική. Παραπέμποντας στο σκεπτικό της προμνημονευθείσας αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Γαλλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των άρθρων 59 και 60 ΕΟΚ (νυν άρθρων 56 και 57 ΣΛΕΕ) και δυνάμει της οδηγίας 77/249 ( 28 ).

48.

Το Δικαστήριο στήριξε, προδήλως, το σκεπτικό στην έλλειψη συνέπειας της επίμαχης εθνικής νομοθεσίας. Πράγματι, φαίνεται παράλογο να υποστηρίζεται ότι, ενώ ο σκοπός της προστασίας των καταναλωτών και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης δεν εμποδίζει τον διάδικο να παρίσταται ο ίδιος ενώπιον των δικαστηρίων, στον εν λόγω διάδικο δεν επιτρέπεται, εντούτοις, να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες δικηγόρου ο οποίος ασκεί νομίμως το λειτούργημά του σε άλλο κράτος μέλος και υπόκειται σε όλες τις δεοντολογικές υποχρεώσεις που συνδέονται με την επαγγελματική του ιδιότητα.

49.

Κατά συνέπεια, προτείνω να τύχουν εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση οι αρχές που απορρέουν από τις αποφάσεις της 25ης Φεβρουαρίου 1988, Επιτροπή κατά Γερμανίας (427/85, EU:C:1988:98), και της 10ης Ιουλίου 1991, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑294/89, EU:C:1991:302), και να υποδειχθεί στο αιτούν δικαστήριο ότι οφείλει να εξετάσει αυστηρά την επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία υπό το πρίσμα του κριτηρίου της συνέπειας, παρέχοντάς του τα αναγκαία προς τούτο ερμηνευτικά στοιχεία. Οι εκτιμήσεις που εκτίθενται στις παρούσες προτάσεις αποσκοπούν στην παροχή συνδρομής στο Δικαστήριο προκειμένου να αναπτύξει ακριβώς τα εν λόγω ερμηνευτικά στοιχεία.

β)   Η έλλειψη πρόβλεψης στο εθνικό δίκαιο δυνατότητας του διαδίκου να εκπροσωπείται από πρόσωπο το οποίο δεν είναι δικηγόρος δεν αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την απόδειξη της συνέπειας του εν λόγω δικαίου

50.

Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν ορισμένοι από τους μετέχοντες στη διαδικασία, ήτοι η Law Society of Ireland και το General Council of the Bar of Ireland, δεν είμαι πεπεισμένος ότι το γεγονός ότι εθνική νομοθεσία δεν προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα του διαδίκου να εκπροσωπείται από πρόσωπο το οποίο δεν είναι δικηγόρος αποτελεί καθοριστικό παράγοντα προκειμένου να αποδειχθεί η συνέπεια της εν λόγω νομοθεσίας.

51.

Το επιχείρημα το οποίο προβάλλουν οι εν λόγω μετέχοντες στη διαδικασία και με το οποίο επιδιώκεται να αποκλειστεί η εφαρμογή των αρχών που απορρέουν από την απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1988, Επιτροπή κατά Γερμανίας (427/85, EU:C:1988:98), στην υπό κρίση υπόθεση, στηρίζεται σε ερμηνεία της αποφάσεως αυτής, κατά την οποία το Δικαστήριο έκρινε καθοριστικό το γεγονός ότι η γερμανική νομοθεσία επέτρεπε στον διάδικο είτε να παρίσταται ο ίδιος ενώπιον των δικαστηρίων είτε να εκπροσωπείται από πρόσωπο το οποίο δεν έχει καμία δικηγορική κατάρτιση. Σύμφωνα με την εν λόγω επιχειρηματολογία, η εφαρμογή των ως άνω αρχών στην υπό κρίση υπόθεση δεν θα ήταν παραδεκτή δεδομένου ότι το ιρλανδικό δίκαιο δεν επιτρέπει την τελευταία περίπτωση. Ο διάδικος έχει μόνο την επιλογή να παραστεί ο ίδιος ενώπιον των δικαστηρίων ή να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο.

52.

Εντούτοις, όπως εξέθεσα ανωτέρω ( 29 ), η απαίτηση περί ενέργειας κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο της ημεδαπής, παρά τη δυνατότητα του διαδίκου να παραστεί ενώπιον των δικαστηρίων χωρίς εκπροσώπηση, οδήγησε το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι η γερμανική νομοθεσία δεν ήταν σύμφωνη με την απαίτηση περί συνέπειας. Από το σκεπτικό της αποφάσεως Επιτροπή κατά Γερμανίας προκύπτει ότι η προβλεπόμενη στο γερμανικό δίκαιο δυνατότητα εκπροσωπήσεως από πρόσωπο το οποίο δεν ασκεί το δικηγορικό λειτούργημα αποτελούσε απλώς συμπληρωματικό στοιχείο, το οποίο ενίσχυσε την πεποίθηση του Δικαστηρίου ( 30 ). Το πρώτο χαρακτηριστικό αρκεί για να συναχθεί η έλλειψη συνέπειας των κανόνων του εθνικού συστήματος.

53.

Η ως άνω ερμηνεία επιβεβαιώνεται περαιτέρω από το σκεπτικό της αποφάσεως Επιτροπή κατά Γαλλίας, από το οποίο προκύπτει ότι η γαλλική νομοθεσία που εξετάστηκε από το Δικαστήριο παρουσίαζε, μεταξύ άλλων, τα δύο προαναφερθέντα στοιχεία, δεδομένου ότι η απαίτηση συνίστατο στη σύμπραξη του παρέχοντος υπηρεσίες δικηγόρου με δικηγόρο της ημεδαπής παρά τη δυνατότητα του διαδίκου να παρίσταται ο ίδιος ενώπιον των δικαστηρίων, καθόσον το Δικαστήριο επικεντρώθηκε, επιπλέον, στο εν λόγω στοιχείο. Συγκεκριμένα, η κατ’ επανάληψην μνεία της εν λόγω ιδιαιτερότητας της γαλλικής νομοθεσίας καταδεικνύει ποιος ήταν ο καθοριστικός παράγοντας στην ανάλυση ( 31 ).

54.

Επομένως, η επιχειρηματολογία των εν λόγω μετεχόντων στη διαδικασία φαίνεται να στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της νομολογίας του Δικαστηρίου, η οποία πρέπει να απορριφθεί. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι η ιρλανδική νομοθεσία διακρίνεται, ως προς το σημείο αυτό, από τη νομοθεσία που αποτέλεσε το αντικείμενο της εξετάσεως στις προαναφερθείσες υποθέσεις δεν εμποδίζει την εφαρμογή των αρχών που έχουν καθιερωθεί με τη νομολογία του Δικαστηρίου και, συνεπώς, το συμπέρασμα ότι η ιρλανδική νομοθεσία δεν επιδιώκει κατά τρόπο συνεπή τους μνημονευόμενους στο σημείο 36 των παρουσών προτάσεων σκοπούς.

γ)   Το ιρλανδικό νομικό πλαίσιο φαίνεται να προβλέπει κατ’ εξαίρεσην τη δυνατότητα εκπροσωπήσεως του διαδίκου από πρόσωπο το οποίο δεν είναι δικηγόρος

55.

Ανεξαρτήτως των προεκτεθέντων, θα ήθελα να επισημάνω ότι το ιρλανδικό νομικό πλαίσιο δεν φαίνεται να είναι τόσο προφανές όσο το περιγράφουν οι εν λόγω μετέχοντες στη διαδικασία. Ορισμένες αντιφάσεις στην έκθεση του νομικού πλαισίου, όσον αφορά τη δυνατότητα του διαδίκου να εκπροσωπείται από πρόσωπο το οποίο δεν ασκεί το δικηγορικό λειτούργημα, με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το εν λόγω στοιχείο μπορεί επίσης να ληφθεί υπόψη κατά την εξέταση της συνέπειας της επίμαχης εθνικής νομοθεσίας.

56.

Αφενός, από τις γραπτές παρατηρήσεις των εν λόγω μετεχόντων προκύπτει ότι ο αμύητος στα νομικά διάδικος μπορεί να τύχει περιορισμένης συνδρομής, καθόσον, παραδείγματος χάριν, πρόσωπο το οποίο δεν έχει την εξουσία να τον εκπροσωπεί ενώπιον δικαστηρίου θα μπορούσε να του παράσχει συμβουλές ή να κρατήσει σημειώσεις. Ωστόσο, το εν λόγω πρόσωπο, καλούμενο «McKenzie friend» στο ιρλανδικό δίκαιο, δεν έχει το δικαίωμα να ενεργεί ως δικηγόρος ή να χειρίζεται την υπόθεση. Η εν λόγω πληροφορία ενισχύεται από τις πληροφορίες που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, κατά τις οποίες το εν λόγω πρόσωπο ενεργεί μόνον ως διοικητικός βοηθός, προκειμένου να παράσχει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να υπερασπισθεί την υπόθεσή του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. O εν λόγω «McKenzie friend» δεν έχει, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα να παρίσταται ενώπιον του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου) ως εκπρόσωπος του διαδίκου. Εντούτοις, ο «McKenzie friend» μπορεί να επεμβαίνει σε περιορισμένες περιπτώσεις, αλλά μόνον όταν ο ίδιος ο διάδικος που αυτοεκπροσωπείται πάσχει από αναπηρία η οποία τον εμποδίζει να εκθέσει και να υπερασπίσει τα συμφέροντά του.

57.

Αφετέρου, ο εκκαλών της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι η εκπροσώπηση αμύητου στα νομικά διαδίκου από μη επαγγελματία είναι όντως δυνατή στην Ιρλανδία, μολονότι πρόκειται για εξαίρεση από τον κανόνα. Πιο συγκεκριμένα, φαίνεται ότι τέτοια εκπροσώπηση μπορεί να επιτραπεί σε σπάνιες περιπτώσεις, εφόσον ο διάδικος ο οποίος παρίσταται αυτοπροσώπως υποβάλει σχετικό αίτημα ενώπιον του επιληφθέντος δικαστηρίου. Κατά τον εκκαλούντα της κύριας δίκης, η ως άνω δυνατότητα δεν προβλέπεται στον νόμο, αλλά υπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή. Θα ήθελα να επισημάνω ότι οι εν λόγω παρατηρήσεις στηρίζονται στις πληροφορίες που παρέσχε ο Attorney General (γενικός εισαγγελέας, Ιρλανδία) ως μετέχων, μεταξύ άλλων, στη διαδικασία η οποία αφορά την υπό κρίση υπόθεση. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι οι εν λόγω πληροφορίες σχετικά με το ιρλανδικό δικαιοδοτικό σύστημα επιβεβαιώθηκαν ρητώς από την Ιρλανδική Κυβέρνηση στη γραπτή απάντησή της στην ερώτηση που έθεσε το Δικαστήριο στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας ( 32 ). Συνεπώς, πρέπει να ληφθεί ως δεδομένο ότι οι εν λόγω παρατηρήσεις αντικατοπτρίζουν ορθώς το ιρλανδικό νομικό πλαίσιο.

58.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω διαπιστώσεων, κλίνω προς την εκτίμηση του εκκαλούντος της κύριας δίκης, η οποία εφιστά την προσοχή του Δικαστηρίου στο γεγονός ότι το ιρλανδικό δίκαιο, όπως συνέβη και στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1988, Επιτροπή κατά Γερμανίας (427/85, EU:C:1988:98), επιτρέπει σε διάδικο να εκπροσωπείται από πρόσωπο το οποίο δεν είναι δικηγόρος. Το γεγονός ότι η δυνατότητα αυτή επιτρέπεται μόνον κατ’ εξαίρεσην στην Ιρλανδία δεν εμποδίζει τη σύγκριση των εθνικών εννόμων τάξεων. Αντιθέτως, όπως ορθώς επισημαίνει ο εκκαλών της κύριας δίκης, η εκπροσώπηση από μη επαγγελματίες του νομικού κλάδου αποτελεί επίσης εξαίρεση από τον κανόνα στη Γερμανία και, στην περίπτωση αυτή επίσης, επιτρέπεται μόνον όταν το δημόσιο συμφέρον για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης δεν απαιτεί εκπροσώπηση από επαγγελματία του νομικού κλάδου ( 33 ).

59.

Κατά συνέπεια, υπό την επιφύλαξη της εκτιμήσεως του εθνικού δικαίου, η οποία απόκειται στο αιτούν δικαστήριο, πρέπει να συναχθεί ότι η ενδεχόμενη δυνατότητα του διαδίκου να εκπροσωπηθεί από πρόσωπο το οποίο δεν είναι δικηγόρος συνιστά στοιχείο δυνάμενο να ληφθεί επίσης υπόψη κατά την εξέταση της συνέπειας της ιρλανδικής νομοθεσίας.

δ)   Η σημασία των δικονομικών κανόνων στο σύστημα του common law για την εξέταση του συμβατού με το δίκαιο της Ένωσης

1) Σύνοψη της επιχειρηματολογίας του αιτούντος δικαστηρίου και ορισμένων από τους μετέχοντες στη διαδικασία

60.

Το αιτούν δικαστήριο εγείρει το ζήτημα αν το ιρλανδικό δικαιοδοτικό σύστημα, το οποίο βασίζεται στο common law, μπορεί να εμποδίσει την εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση των αρχών που απορρέουν από την απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1988, Επιτροπή κατά Γερμανίας (427/85, EU:C:1988:98), όπως ισχυρίζονται ορισμένοι από τους μετέχοντες στη διαδικασία. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, σύμφωνα με το ιρλανδικό δικαιοδοτικό σύστημα, εναπόκειται στους δικηγόρους των διαδίκων να διεξάγουν τις αναγκαίες νομικές έρευνες και να υποδεικνύουν στον δικαστή τα ευνοϊκά (και μη ευνοϊκά) για τον διάδικο νομικά ζητήματα, ενώ ο δικαστής έχει μάλλον παθητικό ρόλο. Με άλλα λόγια, οι δικονομικοί κανόνες επιβαρύνουν τους διαδίκους με σημαντικό μέρος των νομικών ερευνών, όπως φαίνεται να συνηθίζεται στις χώρες του common law. Αντιθέτως, όταν ο διάδικος δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο, η εν λόγω αποστολή ανήκει στον δικαστή. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει τη δυσκολία που παρουσιάζει η τελευταία αυτή περίπτωση για το επιληφθέν της υποθέσεως δικαστήριο και εκφράζει τις επιφυλάξεις του ως προς τη δυνατότητα του διαδίκου να παραιτηθεί από τη δυνατότητα εκπροσωπήσεως από δικηγόρο, είτε διά της αυτοεκπροσωπήσεώς του είτε διά της εκπροσωπήσεώς του από πρόσωπο το οποίο δεν ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα.

2) Απάντηση στα επιχειρήματα περί προβαλλόμενης ιδιαιτερότητας της ιρλανδικής έννομης τάξεως

i) Σύνθεση των συμπερασμάτων της αναλύσεως της νομολογίας

61.

Διαπιστώνω ευθύς εξαρχής ότι η εν λόγω επιχειρηματολογία, η οποία στηρίζεται στην προβαλλόμενη ιδιαιτερότητα της ιρλανδικής έννομης τάξεως, σκοπεί στην πραγματικότητα να θέσει εν αμφιβόλω αυτό ακριβώς που μόλις αποδείχθηκε από την ανάλυση της νομολογίας του Δικαστηρίου στις παρούσες προτάσεις. Κατά τη γνώμη μου, όμως, είναι προφανές ότι η ιρλανδική νομοθεσία έχει τα ίδια ουσιώδη χαρακτηριστικά με εκείνα που οδήγησαν το Δικαστήριο να διαπιστώσει την έλλειψη συνοχής της γερμανικής και της γαλλικής νομοθεσίας στις προαναφερθείσες υποθέσεις, ήτοι την απαίτηση συμπράξεως με δικηγόρο της ημεδαπής, παρά τη δυνατότητα του διαδίκου να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου χωρίς εκπροσώπηση ( 34 ). Περαιτέρω, δεν μπορώ να εντοπίσω καμία ιδιαιτερότητα της ιρλανδικής έννομης τάξεως σε σχέση με τις άλλες έννομες τάξεις η οποία θα μπορούσε να δικαιολογήσει διαφορετικό συμπέρασμα από αυτό των προμνημονευθεισών υποθέσεων όσον αφορά την τήρηση της επιταγής περί συνέπειας.

62.

Παρατηρώ, επίσης, ότι η ως άνω επιχειρηματολογία σκοπεί κατ’ ουσίαν να τονίσει το γεγονός ότι η ιρλανδική νομοθεσία δεν προβλέπει τη δυνατότητα του διαδίκου να εκπροσωπείται από πρόσωπο το οποίο δεν είναι δικηγόρος. Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί, όπως έχει ήδη καταδειχθεί, ότι, πρώτον, το γεγονός αυτό δεν είναι καθοριστικό για την απόδειξη της συνέπειας της εθνικής νομοθεσίας ( 35 ) και, δεύτερον, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζεται, το ιρλανδικό νομικό πλαίσιο φαίνεται να προβλέπει κατ’ εξαίρεσην την εν λόγω δυνατότητα, όπως και η γερμανική έννομη τάξη ( 36 ). Στο μέτρο που η ως άνω επιχειρηματολογία δεν αναιρεί τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξα στο πλαίσιο της αναλύσεώς μου, η εν λόγω επιχειρηματολογία πρέπει να απορριφθεί. Προς αποφυγήν επαναλήψεων, παραπέμπω στις σχετικές παρατηρήσεις μου.

ii) Επί των προβαλλομένων ιδιομορφιών του δικαιοδοτικού συστήματος του common law

63.

Τούτου λεχθέντος, παρατηρώ ότι το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να υπαινίσσεται ότι το αξίωμα «iura novit curia» ουδόλως έχει εφαρμογή στο δικαιοδοτικό σύστημα του common law ή, τουλάχιστον, έχει αρκετά περιορισμένη εμβέλεια σε σχέση με το σύστημα του ηπειρωτικού ευρωπαϊκού δικαίου στην περίπτωση κατά την οποία η εκπροσώπηση από δικηγόρο προβλέπεται στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς. Εντούτοις, αμφιβάλλω αν μπορεί κάποιος να υποστηρίξει τέτοια άποψη τόσο κατηγορηματικά. Για τον λόγο αυτόν θεωρώ απαραίτητο να κάνω μερικές σύντομες παρατηρήσεις σχετικά με το εν λόγω θέμα.

64.

Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας F. G. Jacobs με τις προτάσεις του στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑430/93 και C‑431/93, van Schijndel και van Veen ( 37 ), «[θ]α έμπαινα στον πειρασμό να υπενθυμίσω την υποστηριζόμενη άποψη ότι υφίσταται βασική διαφορά μεταξύ δύο θεμελιωδώς διαφορετικών δικονομικών συστημάτων ισχυόντων εντός των κρατών μελών: και συγκεκριμένα, ότι υφίσταται διαφορά, σε γενικές γραμμές, μεταξύ, αφενός, των ηπειρωτικών συστημάτων και, αφετέρου, του αγγλικού, του ιρλανδικού και του σκωτικού συστήματος. Κατά την άποψη αυτή, στα ηπειρωτικά συστήματα θεωρείται ότι το δικαστήριο γνωρίζει το δίκαιο (“iura novit curia” ή “curia novit legem”)· οφείλει να εφαρμόζει τους συναφείς νομικούς κανόνες στα πραγματικά περιστατικά όπως αυτά υποβάλλονται στην κρίση του από τους διαδίκους (“da mihi factum, dabo tibi ius”) και, εν ανάγκη, το ίδιο το δικαστήριο αποδύεται σε νομική έρευνα προς τούτο. Αντίθετα, στο αγγλικό, ιρλανδικό και σκωτικό σύστημα, το δικαστήριο έχει λιγότερο ενεργητικό αν όχι παθητικό ρόλο να διαδραματίσει: η δίκη βασίζεται εν γένει στην παραδοχή ότι το δικαστήριο δεν έχει ανεξάρτητη γνώση του δικαίου, ότι εξαρτάται από τους ισχυρισμούς που προβάλλουν οι δικηγόροι για λογαριασμό των διαδίκων και ότι βασικό έργο του είναι να αποφαίνεται αποκλειστικώς βάσει των ισχυρισμών των δικηγόρων. Κατά έναν σχολιαστή, “ίσως το πλέον εντυπωσιακό χαρακτηριστικό γνώρισμα της αγγλικής δίκης είναι ότι ο κανόνας ‘curia novit legem’ ουδέποτε αποτέλεσε ούτε αποτελεί μέρος του αγγλικού δικαίου”» ( 38 ). Φρονώ ότι η επιχειρηματολογία του αιτούντος δικαστηρίου, κατά την οποία ο δικαστής δεν μπορεί να στηριχθεί στις δικές του νομικές γνώσεις στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς λόγω των δικονομικών κανόνων του, στηρίζεται ακριβώς στην εν λόγω παραδοχή.

65.

Εντούτοις, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι ο γενικός εισαγγελέας F. G. Jacobs διευκρίνισε ότι «[σ]υχνά, τέτοιες αντιθέσεις μεταξύ διαφορετικών δικαιϊκών συστημάτων αποδεικνύονται, μετά από προσεκτικότερη εξέταση, υπερβολικές». Εξήγησε ότι «[α]κόμη και στην περίπτωση των ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων δικών όπου η αντίθεση των συστημάτων είναι σχεδόν απόλυτη –η αντίθεση μπορεί να είναι ανεπαίσθητη στις ποινικές δίκες ή στις δίκες ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, όπου τυγχάνουν εφαρμογής διαφορετικές αρχές– η διάκριση μεταξύ των δύο απόψεων μετά βίας μπορεί να γίνει δεκτή» ( 39 ). Ο γενικός εισαγγελέας F. G. Jacobs παρέθεσε συναφώς μερικά συγκεκριμένα παραδείγματα, αντικρούοντας, επομένως, την άποψη περί προβαλλομένων διαφορών μεταξύ του δικαιοδοτικού συστήματος του common law και των ηπειρωτικών δικαιοδοτικών συστημάτων.

66.

Γενικώς, όσον αφορά τις προβαλλόμενες ιδιαιτερότητες του ιρλανδικού δικαιοδοτικού συστήματος, υπενθυμίζω ότι οι έννομες τάξεις όλων των κρατών μελών έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Συναφώς, παραπέμπω στις εισαγωγικές παρατηρήσεις μου, στις οποίες αναφέρομαι στην πλούσια πολιτιστική κληρονομιά της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων των νομικών παραδόσεων ( 40 ). Λαμβανομένης υπόψη της υποχρεώσεως της Ένωσης να σέβεται τον πλούτο της πολιτιστικής ποικιλομορφίας της, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, εδάφιο 4, ΣΕΕ, θεωρώ απρόσφορη την επιδίωξη αναγνωρίσεως «προνομιακού» καθεστώτος σε συγκεκριμένο εθνικό δικαιοδοτικό σύστημα σε σχέση με τα άλλα δικαιοδοτικά συστήματα. Η εν λόγω προσέγγιση αντιβαίνει σαφώς στην αρχή της ισότητας των κρατών μελών ενώπιον των Συνθηκών την οποία οφείλει να τηρεί η Ένωση, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ.

67.

Εκτιμώ, ωστόσο, ότι η εν λόγω προσέγγιση δεν είναι αναγκαία ούτε για τους σκοπούς της υπό κρίση υποθέσεως, δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έλαβε ήδη υπόψη τις προκλήσεις τις οποίες δημιουργεί η ως άνω ποικιλομορφία για την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς στον τομέα της παροχής νομικών υπηρεσιών, παρέχοντας στα κράτη μέλη, δυνάμει του άρθρου 5 της οδηγίας 77/249, την ευχέρεια να απαιτήσουν από τον παρέχοντα υπηρεσίες δικηγόρο που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος να ενεργεί κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο της ημεδαπής. Ο σκοπός της εν λόγω συνεργασίας μεταξύ των επαγγελματιών του νομικού κλάδου διαφόρων κρατών μελών συνίσταται ακριβώς στη διασφάλιση της τηρήσεως των επιταγών τις οποίες επιβάλλουν τα αντίστοιχα δικαιοδοτικά συστήματα, καθιστώντας συγχρόνως δυνατή την πραγματικά ελεύθερη παροχή νομικών υπηρεσιών στο μέτρο του δυνατού. Συγκεκριμένα, η δυνατότητα του παρέχοντος υπηρεσίες δικηγόρου που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος να στηρίζεται –σε περίπτωση ανάγκης και οσάκις τούτο φαίνεται αντικειμενικώς αιτιολογημένο– στις συμβουλές δικηγόρου της ημεδαπής, ο οποίος έχει την αναγκαία γνώση του οικείου δικαιοδοτικού συστήματος, συνιστά πλεονέκτημα δυνάμενο να διευκολύνει την προσαρμογή του στον νέο επαγγελματικό κύκλο και, κατά συνέπεια, να καταστήσει δυνατή τη διασυνοριακή παροχή νομικών υπηρεσιών ( 41 ). Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το άρθρο 5 της οδηγίας 77/249 έχει ως αποτέλεσμα τη θέσπιση μηχανισμού ο οποίος παρέχει τη δυνατότητα να λαμβάνονται επαρκώς υπόψη οι ενδεχόμενες ιδιαιτερότητες που συνδέονται με τις εθνικές νομικές παραδόσεις, οι ανησυχίες τις οποίες εκφράζει το αιτούν δικαστήριο καθώς και ορισμένοι από τους μετέχοντες στη διαδικασία είναι, κατά τη γνώμη μου, αδικαιολόγητες.

68.

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, εκτιμώ ότι δεν είναι σκόπιμο να προσδοθεί στις προβαλλόμενες διαφορές μεταξύ των δικαιοδοτικών συστημάτων των οικείων κρατών μελών δυσανάλογη σημασία. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο σε υπόθεση όπως η υπό κρίση υπόθεση, στην οποία αποδείχθηκε ότι οι εξετασθέντες δικονομικοί κανόνες αποκαλύπτουν τις ίδιες ανακολουθίες. Φρονώ ότι το Δικαστήριο πρέπει μάλλον να εστιάσει την προσοχή του στην εξέταση της συνέπειας και της αναλογικότητας της επίμαχης ιρλανδικής νομοθεσίας.

ε)   Η ιρλανδική νομοθεσία ενέχει τον κίνδυνο να περιαγάγει τον διάδικο σε επισφαλή θέση, δυνάμενη να θίξει τα δικαιώματα άμυνας και προσβάσεως στη δικαιοσύνη

69.

Περαιτέρω, εκτιμήσεις σχετικές με το κριτήριο της αναλογικότητας γεννούν αμφιβολίες ως προς τον συμβατό χαρακτήρα της επίμαχης ιρλανδικής νομοθεσίας. Πιο συγκεκριμένα, παρατηρώ ότι ο διάδικος αντιμετωπίζει αναπόφευκτα την επιλογή είτε να παραστεί αυτοπροσώπως ενώπιον δικαστηρίου είτε να ορίσει ως εκπρόσωπο δικηγόρο της ημεδαπής. Πράγματι, δεν μπορεί να υποστηριχθεί σοβαρά ότι ο διάδικος δεν κωλύεται να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες του δικηγόρου «της αλλοδαπής» τον οποίον εμπιστεύεται (πέραν του ότι πρέπει να ορίσει ως εκπρόσωπο δικηγόρο της ημεδαπής). Από πρακτικής απόψεως, είναι πολύ πιθανό η υποχρέωση του διαδίκου να επιβαρυνθεί με τα έξοδα που συνδέονται με την εκ παραλλήλου ανάθεση της εκπροσώπησής του σε δύο δικηγόρους να αναγκάσει τον ίδιο να υπερασπιστεί εαυτόν. Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο τούτο να οδηγήσει σε καταστάσεις οι οποίες δεν είναι ανεκτές από πλευράς δικαιωμάτων άμυνας και προσβάσεως στη δικαιοσύνη. Όπως προκύπτει από τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, ήτοι από την αδυναμία του εκκαλούντος να διασφαλίσει την υπεράσπισή του και να καταβάλει αμοιβή σε δύο δικηγόρους, ο διάδικος κινδυνεύει να περιέλθει σε σοβαρά μειονεκτική θέση, ιδίως σε διοικητικές ένδικες διαφορές στις οποίες πρέπει να αντιμετωπίσει το κράτος και τους σημαντικούς πόρους του.

70.

Συμφωνώ με το επιχείρημα του εκκαλούντος της κύριας δίκης ότι ο διάδικος βρίσκεται σε ιδιαιτέρως επισφαλή θέση, από πλευράς προστασίας των χρηστών νομικών υπηρεσιών, εάν, λόγω της πρακτικής αδυναμίας να επωφεληθεί των υπηρεσιών παρόχου διασυνοριακών υπηρεσιών, είναι υποχρεωμένος να παραστεί αυτοπροσώπως ενώπιον δικαστηρίου και να αντιμετωπίσει όλες τις προκλήσεις που συνεπάγεται η διασφάλιση της υπεράσπισής του από τον ίδιο. Όπως ορθώς επισημαίνει ο εκκαλών της κύριας δίκης, οι εν λόγω διάδικοι βρίσκονται σε δυσχερή θέση στο πλαίσιο των χωρών δικαιοδοτικού συστήματος του common law, όπου αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στην προφορική επιχειρηματολογία ενώπιον των δικαστηρίων ( 42 ).

71.

Αν ο μη επαγγελματίας νομικός προσφεύγων στη δικαιοσύνη πρέπει να επιλέξει μεταξύ της διασφάλισης της υπεράσπισής του από τον ίδιο και της εκπροσώπησής του από δικηγόρο τον οποίο εμπιστεύεται και ο οποίος τον έχει ικανοποιήσει πλήρως κατά το παρελθόν, είναι προφανής η απάντηση στο ζήτημα ποια είναι η επιλογή που προσφέρει την καλύτερη προστασία. Είναι προφανές ότι τόσο το συμφέρον της προστασίας των χρηστών νομικών υπηρεσιών όσο και το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης υπηρετούνται καλύτερα όταν το δικαστήριο μπορεί να επωφεληθεί από την παρουσία δικηγόρου, είτε πρόκειται για δικηγόρο της ημεδαπής είτε για δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, ο οποίος είναι σε καλύτερη θέση να προβάλει σαφή και συναφή νομικά επιχειρήματα και να διακριβώσει ότι οι κατάλληλες πληροφορίες τίθενται υπόψη του δικαστηρίου ( 43 ).

72.

Στο πλαίσιο αυτό, θεωρώ προφανές ότι η ιδανική περίπτωση η οποία λαμβάνει καλύτερα υπόψη τα προαναφερθέντα συμφέροντα είναι εκείνη κατά την οποία ο διάδικος μπορεί να βασιστεί στις υπηρεσίες του δικηγόρου της επιλογής του. Στην εν λόγω περίπτωση τηρούνται οι αρχές που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του, ήτοι η συμβατική τους ελευθερία, αλλά κυρίως η αμοιβαία εμπιστοσύνη ( 44 ). Αν ο δικηγόρος αυτός δεν είναι δικηγόρος της ημεδαπής, ήτοι αν είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, πράγμα που μπορεί να συμβεί σε υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, πρέπει, κατ’ αρχήν, να αρκεί να διασφαλιστεί ότι ο εν λόγω δικηγόρος πληροί αντικειμενικά κριτήρια από τα οποία είναι δυνατόν να συναχθεί ότι είναι ικανός να αναλάβει την εκπροσώπηση του διαδίκου. Θεωρώ το εν λόγω μέτρο κατά πολύ λιγότερο περιοριστικό, από πλευράς αναλογικότητας, σε σύγκριση με την υποχρέωση του παρέχοντος υπηρεσίες δικηγόρου να ενεργεί κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο της ημεδαπής. Θα επανέλθω στο ζήτημα της αναλογικότητας αναλυτικότερα. Στο μέτρο που ο εν λόγω δικηγόρος της ημεδαπής τούς είναι συχνά εντελώς άγνωστος, η υποχρέωση συμπράξεως απαιτεί από τον διάδικο και τον παρέχοντα υπηρεσίες δικηγόρο σημαντική προσπάθεια συντονισμού, δυνάμενη να αποτελέσει σύνθετο και δαπανηρό διοικητικό εμπόδιο για όλα τα μέρη, και το οποίο μπορεί να αποδειχθεί υπέρμετρο σε ορισμένες περιπτώσεις. Ωστόσο, το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας δεν πρέπει να εξαρτάται από τα οικονομικά μέσα του ατόμου.

73.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η επίμαχη ιρλανδική νομοθεσία ενέχει τον κίνδυνο επιζήμιων συνεπειών για τον σκοπό τον οποίο επιδιώκει, θεωρητικώς, να επιτύχει. Αντί να διασφαλίσει την αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη, είναι μάλλον ικανή να την περιορίσει, μέσω του περιορισμού των επιλογών του διαδίκου, θίγοντας με τον τρόπο αυτό ενδεχομένως τα δικαιώματα άμυνας.

74.

Βεβαίως, το ενδεχόμενο επελεύσεως της ως άνω καταστάσεως εξαρτάται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Ο τρόπος με τον οποίο τα εθνικά δικαστήρια εφαρμόζουν την ιρλανδική νομοθεσία αποτελεί καθοριστικό παράγοντα. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί με βεβαιότητα αν η ιρλανδική νομοθεσία πράγματι προσβάλλει τα δικαιώματα άμυνας. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει την ιρλανδική νομοθεσία, λαμβανομένου επίσης υπόψη του εν λόγω ζητήματος.

στ)   Η ιρλανδική νομοθεσία έχει γενική ισχύ και δεν λαμβάνει αρκούντως υπόψη τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως

75.

Η επίμαχη ιρλανδική νομοθεσία χαρακτηρίζεται επίσης από το γεγονός ότι έχει γενική ισχύ, καθόσον η υποχρέωση ενέργειας κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο της ημεδαπής δεν φαίνεται να προβλέπει καμία εξαίρεση από τον κανόνα. Η υπέρμετρη αυστηρότητα της ίδιας της νομοθεσίας ή της εφαρμογής της από τα εθνικά δικαστήρια μπορεί να είναι προβληματική υπό το πρίσμα του κριτηρίου της αναλογικότητας. Το εν λόγω ζήτημα χρήζει ενδελεχούς εξέτασης.

76.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, ο παρέχων υπηρεσίες δικηγόρος οφείλει να γνωστοποιήσει στα εθνικά δικαστήρια το όνομα δικηγόρου που ασκεί την δραστηριότητά του σύμφωνα με το ιρλανδικό δίκαιο, ο οποίος είναι διαθέσιμος να τον συνδράμει σε περίπτωση κατά την οποία ο παρέχων υπηρεσίες δικηγόρος χρειαστεί βοήθεια όσον αφορά ζητήματα που άπτονται του εθνικού δικαίου, της εθνικής δικηγορικής πρακτικής και δικονομίας ή των κανόνων δεοντολογίας σε εθνικό επίπεδο. Φαίνεται ότι η νομοθεσία καταλείπει στον παρέχοντα υπηρεσίες δικηγόρο και στον δικηγόρο της ημεδαπής τη μέριμνα να καθορίζουν τον ρόλο τους σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, στοιχείο που επιτρέπει στους εν λόγω επαγγελματίες να διαχειρίζονται τη συνεργασία τους κατά τρόπο σχετικώς ελαστικό. Στο πλαίσιο αυτό, ο περιορισμός της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δεν φαίνεται να υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών γενικού συμφέροντος.

77.

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου μπορεί να συναχθεί ένα πρόσθετο επιχείρημα υπέρ της αναλογικότητας εθνικής νομοθεσίας όπως η επίμαχη εν προκειμένω, η οποία καθιστά δυνατή την ευέλικτη διαχείριση της συνεργασίας μεταξύ του παρέχοντος υπηρεσίες δικηγόρου της αλλοδαπής και του δικηγόρου της ημεδαπής. Πράγματι, από τις αποφάσεις Επιτροπή κατά Γερμανίας ( 45 ) και Επιτροπή κατά Γαλλίας ( 46 ) προκύπτει ότι «ο παρέχων υπηρεσίες δικηγόρος και ο [τοπικός] δικηγόρος, οι οποίοι υπόκεινται αμφότεροι στους κανόνες δεοντολογίας του κράτους μέλους υποδοχής, πρέπει να θεωρηθούν ότι είναι σε θέση να καθορίσουν από κοινού, τηρούντες αυτούς τους κανόνες δεοντολογίας και απολαύοντες επαγγελματικής ανεξαρτησίας, τους κατάλληλους τρόπους συνεργασίας για να φέρουν σε πέρας την εντολή που τους έχει δοθεί». Ερμηνεύω το προηγούμενο απόσπασμα υπό την έννοια ότι το Δικαστήριο τάσσεται ουσιωδώς υπέρ της θεσπίσεως εθνικού νομοθετικού πλαισίου το οποίο σέβεται την αυτονομία της οποίας παραδοσιακώς απολαύει το δικηγορικό επάγγελμα, καθώς και τα συμφέροντα του διαδίκου. Τούτου δοθέντος, η προστασία των εν λόγω συμφερόντων απαιτεί σημαντικό βαθμό ευελιξίας, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης υποθέσεως. Τα νομικά ζητήματα κάθε υποθέσεως, η εξειδίκευση και η πείρα των δικηγόρων, καθώς και η εμπιστοσύνη την οποία ο διάδικος δείχνει στους δικηγόρους, απαιτούν κατάλληλη παρέμβαση προσαρμοσμένη στην αντίστοιχη κατάσταση.

78.

Μολονότι το Δικαστήριο προσέθεσε ότι «[τ]ο συμπέρασμα αυτό δεν σημαίνει ότι οι εθνικοί νομοθέτες δεν έχουν τη δυνατότητα να καθορίζουν το γενικό πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ των δύο δικηγόρων», πρέπει να διευκρινιστεί ότι, πρώτον, τούτο αφορά μόνον το «γενικό πλαίσιο της συνεργασίας» και ότι, δεύτερον, η άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι «οι υποχρεώσεις που θα επέβαλλαν ενδεχομένως οι διατάξεις αυτές δεν πρέπει να είναι δυσανάλογες σε σχέση με τους σκοπούς του καθήκοντος της από συμφώνου ενέργειας» ( 47 ). Στο μέτρο που η ιρλανδική νομοθεσία φαίνεται να μη ρυθμίζει λεπτομερώς την προαναφερθείσα σύμπραξη μεταξύ των δικηγόρων, καταλείποντάς τους τη μέριμνα να αναλάβουν τη σχετική ευθύνη, φρονώ ότι παρέλκει η εξέταση της εν λόγω νομοθεσίας υπό το πρίσμα των ως άνω προϋποθέσεων.

79.

Πρέπει να γίνει δεκτό ως προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι η ιρλανδική νομοθεσία ανταποκρίνεται, γενικώς, στις επιταγές της αρχής της αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, η ιρλανδική νομοθεσία θέτει ακριβώς σε εφαρμογή την προσέγγιση την οποία το Δικαστήριο είχε χαρακτηρίσει τότε ως ιδανική προσέγγιση που έπρεπε να ακολουθηθεί, καταλείποντας στους δικηγόρους τη μέριμνα να καθορίζουν από κοινού, τηρώντας τους εν λόγω κανόνες δεοντολογίας στο πλαίσιο της ασκήσεως της επαγγελματικής τους αυτονομίας, τους κατάλληλους τρόπους συνεργασίας τους στο πλαίσιο της εντολής που τους έχει δοθεί.

80.

Παρά την ευελιξία την οποία αποδεδειγμένα έχει η εφαρμογή της ως άνω ρυθμίσεως, συμμερίζομαι την άποψη πολλών μετεχόντων στη διαδικασία, ιδίως δε του εκκαλούντος και της Επιτροπής, ότι ενδέχεται να υπάρχουν περιστάσεις δυνάμενες να καταστήσουν περιττή την υποχρέωση του παρέχοντος υπηρεσίες δικηγόρου να ενεργεί κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο της ημεδαπής. Αναφέρομαι ιδίως στην περίπτωση κατά την οποία ο δικηγόρος «της αλλοδαπής», χάρη στην κατάρτιση ή την επαγγελματική του πείρα, διαθέτει τις αναγκαίες γνώσεις για την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του διαδίκου σε ένδικες διαφορές που εκκρεμούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Επιπλέον, είναι επίσης δυνατόν να νοηθούν υποθέσεις με ελάχιστη περιπλοκότητα, τις οποίες ο δικηγόρος «της αλλοδαπής» μπορεί να χειριστεί ο ίδιος.

81.

Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι η απαίτηση χρησιμοποίησης των υπηρεσιών δικηγόρου της ημεδαπής θα είχε ως αποτέλεσμα ο τελευταίος να διαδραματίσει ρόλο καθαρά «συμβολικό», ήτοι ουδόλως αναγκαίο για τις ανάγκες της δικαιοσύνης και του διαδίκου. Εντούτοις, τα οικονομικά και πρακτικά μειονεκτήματα για τον διάδικο και τον παρέχοντα υπηρεσίες δικηγόρο, τα οποία έχουν εκτεθεί ανωτέρω στις παρούσες προτάσεις, παραμένουν τα ίδια. Επομένως, καθόσον η εν λόγω απαίτηση, υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες, βαίνει σαφώς πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των θεμιτών συμφερόντων που προστατεύονται από την ιρλανδική νομοθεσία, πρέπει να θεωρηθεί δυσανάλογη.

82.

Οι ως άνω εκτιμήσεις επιβάλλονται ιδίως σε περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, όπου δεν αμφισβητείται ότι η δικηγόρος που εκπροσωπεί τον εκκαλούντα, μολονότι πραγματοποίησε την επαγγελματική της εκπαίδευση στη Γερμανία, άσκησε επί περισσότερα από δέκα έτη το δικηγορικό επάγγελμα στην Ιρλανδία, δυνάμει των δικαιωμάτων που της παρέχει η οδηγία 98/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος ( 48 ). Πρέπει να σημειωθεί ότι η οδηγία 98/5 αποσκοπεί στην εφαρμογή του δικαιώματος εγκατάστασης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 57 ΕΟΚ, νυν άρθρο 53 ΣΛΕΕ. Αντιθέτως προς την ελευθερία παροχής υπηρεσιών, η οποία επιτρέπει στο πρόσωπο που παρέχει υπηρεσία να ασκεί προσωρινά τη δραστηριότητά του εντός του κράτους μέλους όπου παρέχεται η υπηρεσία, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνες που επιβάλλει το κράτος μέλος στους δικούς του υπηκόους, το δικαίωμα εγκαταστάσεως καλύπτει το δικαίωμα προσβάσεως σε ανεξάρτητες δραστηριότητες και ασκήσεώς τους, καθώς και το δικαίωμα δημιουργίας και διαχειρίσεως επιχειρήσεων με σκοπό την άσκηση μόνιμης δραστηριότητας σε σταθερό και συνεχές πλαίσιο, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνες που θέτει το δίκαιο του κράτους μέλους εγκαταστάσεως για τους δικούς του υπηκόους.

83.

Φρονώ ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, μπορεί ευλόγως να αναμένεται ότι ο δικηγόρος «της αλλοδαπής» απέκτησε ορισμένη εξοικείωση με την έννομη τάξη του κράτους μέλους υποδοχής, συμπεριλαμβανομένων του εθνικού δικαίου και των κανόνων δεοντολογίας. Επομένως, μπορεί να υποτεθεί ότι είναι σε θέση να ασκήσει το δικηγορικό επάγγελμα κατά τρόπο σχετικώς αυτόνομο.

84.

Στο πλαίσιο αυτό, θα ήθελα να επισημάνω ότι η αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 98/5 επιβεβαιώνει την ως άνω εκτίμηση, δεδομένου ότι από την εν λόγω σκέψη προκύπτει σαφώς ότι, αφενός, «το κράτος μέλος υποδοχής είναι πάντοτε υποχρεωμένο να λαμβάνει υπόψη του την επαγγελματική πείρα που έχει αποκτηθεί στην επικράτειά του» και ότι, αφετέρου, «μετά από τριετή πραγματική και τακτική δραστηριότητα στο κράτος μέλος υποδοχής και σε θέματα δικαίου του εν λόγω κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένου του δικαίου [της Ένωσης], είναι εύλογο να τεκμαίρεται ότι [οι προερχόμενοι από άλλο κράτος μέλος δικηγόροι] έχουν αποκτήσει τα προσόντα που απαιτούνται για την πλήρη ένταξή της στο δικηγορικό επάγγελμα του κράτους μέλους υποδοχής». Στην περίπτωση κατά την οποία η δικηγόρος του εκκαλούντος πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπει η οδηγία 98/5, δεν πρέπει να υφίσταται αμφιβολία ως προς την ένταξή της στο δικηγορικό επάγγελμα στην Ιρλανδία.

85.

Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η εν λόγω δικηγόρος εκπροσώπησε ήδη τον εκκαλούντα ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου η ουσία της υποθέσεως αφορούσε το δίκαιο της Ένωσης ( 49 ), και όχι το εθνικό δίκαιο, και όπου τα ζητήματα που έπρεπε να επιλυθούν αφορούσαν τα έξοδα και, ενδεχομένως, την αποζημίωση λόγω παραβάσεως διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, ήτοι ζητήματα τα οποία δεν απαιτούν την ουσιαστική συνδρομή δικηγόρου της ημεδαπής.

86.

Ως εκ τούτου, υπό την επιφύλαξη των διαπιστώσεων επί των πραγματικών περιστατικών στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, οι περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης φαίνεται να δικαιολογούν μια λιγότερο κατηγορηματική προσέγγιση. Το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να εξακριβώσει αν η επίμαχη ιρλανδική νομοθεσία λαμβάνει πράγματι υπόψη τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως και, ενδεχομένως, αν η ελαστικότερη εφαρμογή της εν λόγω νομοθεσίας, ακόμη και η απαλλαγή από την υποχρέωση ενέργειας κατόπιν συμφωνίας, επιβάλλεται υπό το πρίσμα των εν λόγω περιστάσεων.

87.

Όσον αφορά το ζήτημα ποια είναι τα συγκεκριμένα κριτήρια που θα πρέπει να εφαρμόσει το αιτούν δικαστήριο προκειμένου να καθορίσει αν η υποχρέωση συμπράξεως μπορεί να επιβληθεί σε συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το εν λόγω ζήτημα αποτελεί το αντικείμενο του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος. Επομένως, για λόγους σαφήνειας, είναι σκόπιμο να εξεταστεί σε βάθος το εν λόγω ζήτημα στο πλαίσιο της αντίστοιχης αναλύσεως.

88.

Στο παρόν στάδιο της αναλύσεως, αρκεί να γίνει δεκτό ότι η υποχρέωση συμπράξεως δεν φαίνεται δυσανάλογη, καθόσον απαιτεί απλώς τη γνωστοποίηση στα εθνικά δικαστήρια του ονόματος δικηγόρου ασκούντος την δραστηριότητά του σύμφωνα με το ιρλανδικό δίκαιο, ο οποίος είναι διαθέσιμος για την παροχή συνδρομής στον παρέχοντα υπηρεσίες δικηγόρο σε περίπτωση ανάγκης, καταλείποντας στους επαγγελματίες τη μέριμνα να καθορίζουν τον ρόλο τους κατά περίπτωση.

89.

Εντούτοις, διατηρώ αμφιβολίες ως προς την αναλογικότητα της εν λόγω υποχρεώσεως, εάν η υποχρέωση αυτή αποδειχθεί υπέρμετρα αυστηρή για να λαμβάνει αρκούντως υπόψη διάφορες πτυχές της συγκεκριμένης υποθέσεως, όπως εκείνες τις οποίες ανέφερα στις προηγούμενες παρατηρήσεις μου. Ερμηνεία της ιρλανδικής νομοθεσίας σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας από το αιτούν δικαστήριο μπορεί να συμβάλει στην αποφυγή ενδεχόμενης ελλείψεως συμβατότητας με το δίκαιο της Ένωσης.

4.   Απάντηση στο πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα

90.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, εκτιμώ ότι κράτος μέλος μπορεί να κάνει χρήση της ευχέρειας που προβλέπει το άρθρο 5 της οδηγίας 77/249 μόνον αν ο περιορισμός που επιβάλλεται στον ενδιαφερόμενο τον οποίον αφορά η εν λόγω οδηγία δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος και είναι κατάλληλος και αναλογικός προς την επίτευξη του σκοπού αυτού. Μολονότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει αν συντρέχει τέτοια περίπτωση, όταν ο ενδιαφερόμενος τον οποίον αφορά η οδηγία 77/249 προτίθεται να εκπροσωπήσει πρόσωπο το οποίο δικαιούται να παρίσταται χωρίς εκπροσώπηση ενώπιον του επιληφθέντος της υποθέσεως δικαστηρίου, ο ως άνω περιορισμός δεν φαίνεται να καθιστά δυνατή την επίτευξη του εν λόγω σκοπού κατά τρόπο συνεπή.

91.

Επιπλέον, φρονώ ότι, στην περίπτωση κατά την οποία είναι, κατ’ αρχήν, σκόπιμο να γίνει χρήση της δυνατότητας που προβλέπει το άρθρο 5 της οδηγίας 77/249, σύστημα όπως το προβλεπόμενο από το ιρλανδικό δίκαιο, το οποίο απαιτεί απλώς τη γνωστοποίηση στα εθνικά δικαστήρια του ονόματος δικηγόρου ασκούντος τη δραστηριότητά του σύμφωνα με το ιρλανδικό δίκαιο, ο οποίος είναι διαθέσιμος για την παροχή συνδρομής στον παρέχοντα υπηρεσίες δικηγόρο σε περίπτωση ανάγκης, καταλείποντας στον παρέχοντα υπηρεσίες δικηγόρο και στον δικηγόρο της ημεδαπής τη μέριμνα καθορισμού της αντίστοιχης αποστολής τους κατά περίπτωση, συνιστά αναλογικού χαρακτήρα περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

Γ. Επί του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος

1.   Επί της ανάγκης σύμφωνης ερμηνείας της εθνικής νομοθεσίας προκειμένου να τηρηθεί η αρχή της αναλογικότητας

92.

Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις όσον αφορά την υποχρέωση του παρέχοντος υπηρεσίες δικηγόρου εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος να ενεργεί κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο της ημεδαπής. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν επιτρέπεται, λαμβανομένου υπόψη του δικαίου της Ένωσης, η επιβολή της εν λόγω υποχρεώσεως σε κάθε περίπτωση και, σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, ποιοι είναι οι παράγοντες τους οποίους πρέπει να λάβει υπόψη το εθνικό δικαστήριο προκειμένου να κρίνει αν η εν λόγω υποχρέωση μπορεί να επιβληθεί σε συγκεκριμένη περίπτωση.

93.

Όπως διευκρινίστηκε με την ανάλυση των τριών πρώτων προδικαστικών ερωτημάτων, σύστημα όπως το προβλεπόμενο από το ιρλανδικό δίκαιο συνιστά, λαμβανομένων υπόψη των λεπτομερειών της επιβαλλόμενης συνεννοήσεως, αναλογικού χαρακτήρα περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Εντούτοις, πρέπει να διευκρινίσω ότι το εν λόγω συμπέρασμα στηρίζεται στην παραδοχή ότι είναι απολύτως αναγκαία η χρήση της προβλεπόμενης στο άρθρο 5 της οδηγίας 77/249 δυνατότητας για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η επίμαχη νομοθεσία, ήτοι της ανάγκης διασφαλίσεως της προστασίας του διαδίκου και της ανάγκης διασφαλίσεως της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

94.

Η ιρλανδική νομοθεσία που μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη το άρθρο 5 της οδηγίας 77/249, το οποίο επιβάλλει την υποχρέωση συμπράξεως, δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την αναλογικότητά της, διότι η εν λόγω υποχρέωση φαίνεται να εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις χωρίς να λαμβάνει επαρκώς υπόψη τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Έχω ήδη επιστήσει την προσοχή στο γεγονός ότι ορισμένες περιστάσεις μπορούν να καταστήσουν άνευ αντικειμένου την εν λόγω υποχρέωση. Λαμβανομένου υπόψη του βαθμού του περιορισμού που επιφέρει το ως άνω μέτρο στην άσκηση της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, είναι προφανές ότι το εν λόγω μέτρο πρέπει να θεωρηθεί δυσανάλογο και, κατά συνέπεια, μη συμβατό με το άρθρο 5 της οδηγίας 77/249, όπως αυτό ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του άρθρου 56 ΣΛΕΕ, αν πρέπει να εφαρμόζεται αυστηρά, χωρίς δυνατότητα εξαιρέσεων οσάκις οι εφαρμοστέοι επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος δεν τίθενται σε κίνδυνο από υπηρεσίες παρεχόμενες από δικηγόρο ο οποίος προτίθεται να παραστεί σε υπόθεση χωρίς να συνοδεύεται από δικηγόρο της ημεδαπής.

95.

Μεταξύ των περιστάσεων αυτών, μνημονεύεται ιδίως η περίπτωση κατά την οποία ο παρέχων υπηρεσίες δικηγόρος, χάρη στην κατάρτιση ή την επαγγελματική του πείρα, διαθέτει τις αναγκαίες γνώσεις για την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του διαδίκου σε ένδικες διαφορές που εκκρεμούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Επιπλέον, γίνεται μνεία υποθέσεων ελάχιστα περίπλοκου χαρακτήρα, οι οποίες δεν απαιτούν την παρέμβαση δικηγόρου της ημεδαπής. Όλες αυτές οι περιπτώσεις έχουν ως κοινό σημείο ότι ο παρέχων υπηρεσίες δικηγόρος είναι εν γένει σε θέση να εκπροσωπεί ο ίδιος τον διάδικο ικανοποιώντας τα προαναφερθέντα θεμιτά συμφέροντα.

96.

Θεωρώ ουσιώδη την ανάπτυξη σειράς αντικειμενικών κριτηρίων βάσει των ανωτέρω, προκειμένου να παρασχεθεί στο αιτούν δικαστήριο η δυνατότητα να προσδιορίσει με βεβαιότητα ποιες είναι οι περιπτώσεις οι οποίες απαιτούν ελαστικότερη εφαρμογή της υποχρεώσεως συμπράξεως, ή ακόμη και απαλλαγή από την εν λόγω υποχρέωση, ανάλογα με την περίπτωση. Τούτο θα έχει ως αποτέλεσμα να παρασχεθεί στο αιτούν δικαστήριο η δυνατότητα να εφαρμόσει την αρχή της αναλογικότητας όπου κρίνεται σκόπιμο. Η σύμφωνη ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας η οποία θα προκύψει από την εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων θα εξασφαλίσει τη συμμόρφωση της εν λόγω νομοθεσίας προς το δίκαιο της Ένωσης.

2.   Επί των κριτηρίων τα οποία θα πρέπει να εφαρμόσει το αιτούν δικαστήριο κατά την εκτίμηση του αν πρέπει να επιβληθεί υποχρέωση συμπράξεως

97.

Μια πρώτη κατηγορία κριτηρίων βάσει των οποίων το αιτούν δικαστήριο μπορεί να καθορίσει αν η υποχρέωση συμπράξεως είναι ανάλογη προς τα θεμιτά συμφέροντα που επιδιώκει η εθνική νομοθεσία συνδέεται με την κατάρτιση και την επαγγελματική πείρα του παρέχοντος υπηρεσίες δικηγόρου εντός της Ιρλανδίας. Σπουδές και πρακτική άσκηση που ενδεχομένως πραγματοποιούνται σε σχέση με το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους μπορούν να παρέχουν χρήσιμες ενδείξεις για την επαγγελματική ικανότητα του παρέχοντος υπηρεσίες δικηγόρου σε θέματα ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, νομικής ορολογίας και κανόνων δεοντολογίας. Το γεγονός ότι ο παρέχων υπηρεσίες δικηγόρος έλαβε ήδη άδεια από άλλα δικαστήρια του ίδιου κράτους μέλους να εκπροσωπήσει τον διάδικο στην υπό κρίση υπόθεση (ή σε συναφείς υποθέσεις) μπορεί επίσης να αποδειχθεί χρήσιμο.

98.

Μια δεύτερη κατηγορία συναφών κριτηρίων περιλαμβάνει τη φύση της διαδικασίας, την περιπλοκότητα της υποθέσεως, καθώς και τον τομέα του εφαρμοστέου δικαίου. Επομένως, υποθέσεις οι οποίες δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερη περιπλοκότητα και δεν απαιτούν οπωσδήποτε την παρέμβαση δικηγόρου της ημεδαπής θα μπορούσαν να ανατεθούν μόνο στον παρέχοντα υπηρεσίες δικηγόρο. Ομοίως, για υποθέσεις οι οποίες εμπίπτουν στο διεθνές δίκαιο ή στο δίκαιο της Ένωσης θα ήταν δυνατό να μην προβλέπεται κατ’ ανάγκην η συμμετοχή δικηγόρου της ημεδαπής, υπό το πρίσμα του ότι οι εν λόγω τομείς του δικαίου υπερβαίνουν το αμιγώς εθνικό πλαίσιο, λαμβανομένης υπόψη της φύσεώς τους. Αντιθέτως, υπόθεση η οποία αφορά αποκλειστικά το ιρλανδικό δίκαιο και ενδεχομένως απαιτεί ορισμένη εξειδίκευση μπορεί να απαιτεί ουσιώδη παρέμβαση δικηγόρου της ημεδαπής.

99.

Ο ως άνω κατάλογος αντικειμενικών κριτηρίων ουδόλως είναι εξαντλητικός, αλλά χρησιμεύει στην περιγραφή των περιστάσεων οι οποίες δύνανται να δικαιολογήσουν μια πιο ευέλικτη προσέγγιση προκειμένου να καθοριστεί αν πρέπει να επιβληθεί υποχρέωση συμπράξεως στη συγκεκριμένη περίπτωση. Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι τα εφαρμοστέα κριτήρια έχουν ενδεικτική αξία, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να χρησιμοποιήσει το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει προκειμένου να προσδιορίσει το ίδιο τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως. Όσον αφορά τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί, θεωρώ σκόπιμο να ανατεθεί η ρύθμιση των λεπτομερών όρων της επιβαλλόμενης συμπράξεως στις αρμόδιες εθνικές αρχές. Υπό την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του αιτούντος δικαστηρίου δυνάμει του ιρλανδικού δικαίου, φρονώ ότι το εν λόγω δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να διαμορφώσει διαδικασία ανάλογη με εκείνη την οποία έχει αναπτύξει νομολογιακώς, οσάκις ο αμύητος στα νομικά διάδικος ζητεί να εκπροσωπηθεί από μη επαγγελματία ( 50 ).

100.

Επιπλέον, η προτεινόμενη προσέγγιση έχει ως πλεονέκτημα ότι λαμβάνει δεόντως υπόψη τις ανησυχίες που εξέφρασε το αιτούν δικαστήριο σχετικά με τον κίνδυνο να πρέπει να επιτραπεί η παρέμβαση προσώπου το οποίο δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις περί ορθής απονομής της δικαιοσύνης και αποτελεσματικής προστασίας του διαδίκου. Το αιτούν δικαστήριο, ελέγχοντας το ίδιο αν ο παρέχων υπηρεσίες δικηγόρος ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος πληροί πράγματι τα κριτήρια που μπορούν να πιστοποιήσουν επαρκή ικανότητα προκειμένου να μπορεί να αναλάβει την εκπροσώπηση του διαδίκου στο πλαίσιο εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς, θα είναι σε θέση να βεβαιωθεί ότι λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα προαναφερθέντα θεμιτά συμφέροντα.

3.   Απάντηση στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα

101.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι, ακόμη και αν το Δικαστήριο κρίνει ότι επιτρέπεται, στο πλαίσιο του ιρλανδικού συστήματος, να επιβληθεί η υποχρέωση του άρθρου 5 της οδηγίας 77/249, θα ήταν, εντούτοις, δυσανάλογο να εφαρμόζεται η εν λόγω προσέγγιση κατά τρόπο αυστηρό, χωρίς δυνατότητα εξαιρέσεων όταν οι εφαρμοστέοι επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος δεν τίθενται σε κίνδυνο από υπηρεσίες παρεχόμενες από δικηγόρο ο οποίος προτίθεται να παραστεί σε υπόθεση ενώπιον δικαστηρίου χωρίς να συμπράττει με δικηγόρο της ημεδαπής. Αντιθέτως, το σύστημα πρέπει να μπορεί να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως, λαμβάνοντας υπόψη την ειδική κατάρτιση και πείρα του οικείου παρέχοντος υπηρεσίες δικηγόρου, καθώς και τη φύση της διαδικασίας στην οποία προτίθεται να μετάσχει ο παρέχων υπηρεσίες δικηγόρος, την περιπλοκότητα της υποθέσεως και τον τομέα του εφαρμοστέου δικαίου.

VI. Πρόταση

102.

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο, Ιρλανδία) ως εξής:

κράτος μέλος μπορεί να κάνει χρήση της ευχέρειας που προβλέπει το άρθρο 5 της οδηγίας 77/249/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1977, περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους, μόνον εάν ο περιορισμός που επιβάλλεται στον ενδιαφερόμενο τον οποίον αφορά η εν λόγω οδηγία δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος και είναι κατάλληλος και αναλογικός προς την επίτευξη του σκοπού αυτού. Μολονότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει αν τούτο συμβαίνει όταν ο ενδιαφερόμενος τον οποίον αφορά η οδηγία 77/249 προτίθεται να εκπροσωπήσει πρόσωπο το οποίο δικαιούται να παρίσταται χωρίς εκπροσώπηση ενώπιον του επιληφθέντος της υποθέσεως δικαστηρίου, ο περιορισμός δεν φαίνεται να καθιστά δυνατή την επίτευξη του εν λόγω σκοπού κατά τρόπο συνεπή.

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι κατ’ αρχήν σκόπιμο να γίνει χρήση της δυνατότητας που προβλέπει το άρθρο 5 της οδηγίας 77/249, σύστημα όπως το προβλεπόμενο από το ιρλανδικό δίκαιο, το οποίο απαιτεί απλώς μνεία του δικηγόρου ο οποίος έχει δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον του επιληφθέντος εθνικού δικαστηρίου και έχει δεχθεί να συμμετάσχει στη διαδικασία, συνιστά αναλογικού χαρακτήρα περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

Εντούτοις, θα ήταν δυσανάλογο να εφαρμόζεται η εν λόγω προσέγγιση κατά τρόπο αυστηρό, χωρίς δυνατότητα εξαιρέσεων όταν οι εφαρμοστέοι επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος δεν τίθενται σε κίνδυνο από τη σκοπούμενη παροχή υπηρεσιών. Σύστημα, όπως το προβλεπόμενο από το ιρλανδικό δίκαιο, πρέπει, αντιθέτως, να μπορεί να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως, λαμβάνοντας υπόψη την ειδική κατάρτιση και πείρα του οικείου παρέχοντος υπηρεσίες δικηγόρου, καθώς και τη φύση της διαδικασίας στην οποία προτίθεται να μετάσχει ο παρέχων υπηρεσίες δικηγόρος, την περιπλοκότητα της υποθέσεως και τον τομέα του εφαρμοστέου δικαίου.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 249.

( 3 ) Πρέπει να διευκρινιστεί ποιες είναι οι επίμαχες υπηρεσίες στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι οι δραστηριότητες που ασκεί δικηγόρος μπορούν να περιλαμβάνουν ευρύ φάσμα καθηκόντων. Όπως επισημαίνει ο γενικός εισαγγελέας P. Léger στις προτάσεις του στην υπόθεση Wouters κ.λπ. (C‑309/99, EU:C:2001:390, σημείο 50), οι δραστηριότητες που ασκεί ο δικηγόρος επικεντρώνονται συνήθως σε δύο ουσιώδεις λειτουργίες: αφενός, στην παροχή νομικών συμβουλών (που περιλαμβάνει την παροχή νομικών συμβουλών, τη διαπραγμάτευση και τη σύνταξη ορισμένων εγγράφων) και, αφετέρου, στην παροχή βοήθειας και την εκπροσώπηση του πελάτη ενώπιον των δικαστικών και μη δικαστικών αρχών.

( 4 ) Βλ., συναφώς, Visegrády, A., «Legal Cultures in the European Union», Acta Juridica Hungarica, τόμος 42, αριθ. 3‑4, 2001, σ. 203, ο οποίος διακρίνει, κατά τρόπο πολύ γενικό, μεταξύ των ρωμαϊκών, των γερμανικών και των βόρειων νομικών οικογενειών, αφενός, και του common law, αφετέρου.

( 5 ) Ο συγγραφέας, φιλόσοφος και μουσικός από τη Γενεύη Jean-Jacques Rousseau έγραψε τον 18ο αιώνα: «Σήμερα δεν υπάρχουν πλέον Γάλλοι, Γερμανοί, Ισπανοί, ούτε Άγγλοι, ό,τι και αν λεχθεί· υπάρχουν μόνο Ευρωπαίοι».

( 6 ) Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Cruz Villalón στην υπόθεση Samba Diouf (C‑69/10, EU:C:2011:102, σημεία 37 και 39) και απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, DEB (C‑279/09, EU:C:2010:811, σκέψεις 31 και 59). Όσον αφορά, ειδικότερα, τον ρόλο του δικηγόρου, ο «Καταστατικός χάρτης των θεμελιωδών αρχών του ευρωπαϊκού νομικού επαγγέλματος και κώδικας δεοντολογίας για τους Ευρωπαίους δικηγόρους», Συμβούλιο των Δικηγορικών Συλλόγων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΔΣΕΕ), 2019, προβλέπει, στο άρθρο 1.1, ότι «[σ]ε κοινωνία η οποία βασίζεται στην τήρηση της δικαιοσύνης, ο δικηγόρος διαδραματίζει εξέχοντα ρόλο. Η αποστολή του δεν περιορίζεται στην πιστή εκτέλεση εντολής στο πλαίσιο του νόμου. Ο δικηγόρος πρέπει να μεριμνά για την τήρηση του κράτους δικαίου και για τα συμφέροντα εκείνων των οποίων προασπίζει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες. Είναι καθήκον του δικηγόρου όχι μόνο να υπερασπίζει την υπόθεση του πελάτη του αλλά και να είναι ο σύμβουλός του. Ο σεβασμός της αποστολής του δικηγόρου αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για το κράτος δικαίου και για μια δημοκρατική κοινωνία».

( 7 ) Αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2020, Stanleyparma και Stanleybet Malta (C‑788/18, EU:C:2020:110, σκέψη 17), της 10ης Μαρτίου 2016, Safe Interenvíos (C‑235/14, EU:C:2016:154, σκέψη 98), της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Κωνσταντινίδης (C‑475/11, EU:C:2013:542, σκέψη 44), της 18ης Μαρτίου 2014, International Jet Management (C‑628/11, EU:C:2014:171, σκέψη 57), και της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Βελγίου (C‑577/10, EU:C:2012:814, σκέψη 38).

( 8 ) Απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Τέλος ταξινομήσεως) (C‑552/15, EU:C:2017:698, σκέψη 74).

( 9 ) Απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1988, Επιτροπή κατά Γερμανίας (427/85, EU:C:1988:98, σκέψεις 12 και 13).

( 10 ) Αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1993, Hünermund κ.λπ. (C‑292/92, EU:C:1993:932, σκέψη 8), της 31ης Ιανουαρίου 2008, Centro Europa 7 (C‑380/05, EU:C:2008:59, σκέψη 50), και της 26ης Ιανουαρίου 2010, Transportes Urbanos y Servicios Generales (C‑118/08, EU:C:2010:39, σκέψη 23).

( 11 ) Απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1988 (427/85, EU:C:1988:98, σκέψη 22).

( 12 ) Βλ. σημείο 29 των παρουσών προτάσεων.

( 13 ) Απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1988 (427/85, EU:C:1988:98). Η υπογράμμιση δική μου.

( 14 ) Με τις προτάσεις του στην υπόθεση Lahorgue (C‑99/16, EU:C:2017:107, σημείο 56), ο γενικός εισαγγελέας M. Wathelet επισήμανε ότι υπάρχει κοινή αντίληψη περί της αποστολής του δικηγόρου στην έννομη τάξη της Ένωσης: αυτή του αρωγού της δικαιοσύνης, ο οποίος καλείται να παράσχει με πλήρη ανεξαρτησία και προς το υπέρτερο συμφέρον της δικαιοσύνης τη νομική προστασία που χρειάζεται ο εντολέας. Η προστασία αυτή αντισταθμίζεται από την επαγγελματική δεοντολογία και πειθαρχία, η οποία επιβάλλεται και ελέγχεται χάριν του γενικού συμφέροντος.

( 15 ) Απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2006 (C‑94/04 και C‑202/04, EU:C:2006:758, σκέψη 64).

( 16 ) Απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1996 (C‑3/95, EU:C:1996:487, σκέψη 38).

( 17 ) Απόφαση της 18ης Μαΐου 2017 (C‑99/16, EU:C:2017:391, σκέψη 35).

( 18 ) Καθόσον, πρώτον, οι παρατηρήσεις του αιτούντος δικαστηρίου, καθώς και των μετεχόντων στη διαδικασία αφορούν αποκλειστικά τις απαιτήσεις περί συνέπειας και αναλογικότητας και, δεύτερον, ουδείς αμφισβητεί την ικανότητα της ιρλανδικής νομοθεσίας να επιτύχει τους σκοπούς που μνημονεύθηκαν στο σημείο 36 των παρουσών προτάσεων, θα εστιάσω την προσοχή μου στην ανάλυση των δύο αυτών κριτηρίων.

( 19 ) Αποφάσεις της 19ης Ιουλίου 2012, Garkalns (C‑470/11, EU:C:2012:505, σκέψη 37), της 30ής Απριλίου 2014, Pfleger κ.λπ. (C‑390/12, EU:C:2014:281, σκέψη 43), της 12ης Ιουνίου 2014, Digibet και Albers (C‑156/13, EU:C:2014:1756, σκέψη 26), και της 14ης Νοεμβρίου 2018, Memoria και Dall’Antonia (C‑342/17, EU:C:2018:906, σκέψη 52).

( 20 ) Αποφάσεις της 6ης Νοεμβρίου 2003, Gambelli κ.λπ. (C‑243/01, EU:C:2003:597), της 27ης Οκτωβρίου 2005, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑158/03, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2005:642, σκέψη 48), και της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Stanley International Betting και Stanleybet Malta (C‑375/17, EU:C:2018:1026, σκέψη 76).

( 21 ) Απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1988 (427/85, EU:C:1988:98, σκέψη 13).

( 22 ) Απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1988, Επιτροπή κατά Γερμανίας (427/85, EU:C:1988:98, σκέψη 14).

( 23 ) Απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1988, Επιτροπή κατά Γερμανίας (427/85, EU:C:1988:98, σκέψη 15).

( 24 ) Απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1988, Επιτροπή κατά Γερμανίας (427/85, EU:C:1988:98, σκέψη 15).

( 25 ) Απόφαση της 10ης Ιουλίου 1991 (C‑294/89, EU:C:1991:302).

( 26 ) Απόφαση της 10ης Ιουλίου 1991, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑294/89, EU:C:1991:302, σκέψη 18).

( 27 ) Απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1988 (427/85, EU:C:1988:98, σκέψη 13).

( 28 ) Απόφαση της 10ης Ιουλίου 1991, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑294/89, EU:C:1991:302, σκέψεις 17 έως 20).

( 29 ) Βλ. σημεία 44 έως 49 των παρουσών προτάσεων.

( 30 ) Βλ. απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1988 (427/85, EU:C:1988:98, σκέψη 13 και διατακτικό), στην οποία το Δικαστήριο περιγράφει απλώς ότι το γερμανικό δίκαιο «δεν προβλέπει ως υποχρεωτική την πρόσληψη δικηγόρου», χωρίς να παρέχει περαιτέρω διευκρινίσεις.

( 31 ) Βλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 1991, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑294/89, EU:C:1991:302, σκέψεις 18 και 19 και διατακτικό), στην οποία το Δικαστήριο περιγράφει ότι το γαλλικό δίκαιο «δεν επιβάλλει την υποχρεωτική πρόσληψη δικηγόρου», χωρίς να διευκρινίζει τα χαρακτηριστικά του εν λόγω δικαίου.

( 32 ) Ο εκκαλών της κύριας δίκης καθώς και η Ιρλανδική Κυβέρνηση παραπέμπουν στην απόφαση του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου) την οποία εξέδωσε στην υπόθεση Coffey κατά The Environmental Protection Agency [2014] 2 IR 125. Η δυνατότητα χορηγήσεως άδειας για την εκπροσώπηση αμύητου στα νομικά διαδίκου από μη επαγγελματία φαίνεται να απορρέει από τη σκέψη 38 της εν λόγω αποφάσεως.

( 33 ) Το γερμανικό δίκαιο στον τομέα της πολιτικής δικονομίας διακρίνει μεταξύ των όρων «Bevollmächtigte» και «Beistand», οι οποίοι ρυθμίζονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 79, παράγραφος 2, και στο άρθρο 90 του Zivilprozessordnung (κώδικα πολιτικής δικονομίας). Το έργο τους συνίσταται, γενικώς, στην εκπροσώπηση και υποστήριξη του προσφεύγοντος στη δικαιοσύνη ενώπιον των δικαστηρίων, ενώ αμφότεροι έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν σε δηλώσεις εξ ονόματός του, έστω και αν υφίστανται ασφαλώς σημαντικές διαφορές ως προς τις αρμοδιότητες που έχουν αντιστοίχως. Δεν πρόκειται κατ’ ανάγκην για επαγγελματίες του νομικού κλάδου. Προβλέπεται ρητώς ότι ενήλικα μέλη της οικογένειας μπορούν να αναλάβουν τους εν λόγω ρόλους. Μόνον ο «Bevollmächtigte» πρέπει να είναι δικηγόρος όταν το απαιτεί ο νόμος. Ο «Beistand» είναι εν γένει πρόσωπο το οποίο βρίσκεται ιδιαιτέρως κοντά στον διάδικο, το οποίο απολαύει της πλήρους εμπιστοσύνης του τελευταίου και είναι ικανό να εκθέτει την υπόθεση. Το δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί την παρέμβασή τους, εφόσον δεν πληρούν τα κριτήρια που προβλέπει ο νόμος ή δεν είναι σε θέση να εκθέτουν προσηκόντως την υπόθεση [βλ. Krüger, W., και Rauscher, T. (επιμ.), Münchener Kommentar zur Zivilprozessordnung, 6η έκδ., C. H. Beck, Μόναχο, 2020]. Παρόμοιες διατάξεις υπάρχουν στους λοιπούς κώδικες δικονομίας, παραδείγματος χάριν, στο άρθρο 67, παράγραφοι 2 και 7, του Verwaltungsgerichtsordnung (κώδικα διοικητικής δικονομίας) και στο άρθρο 22, παράγραφος 1, του Bundesverfassungsgerichtsgesetz (νόμου περί του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου) [βλ. Posser, H., και Wolff, H. A. (επιμ.), Kommentar zur Verwaltungsgerichtsordnung, 54η έκδ., C. H. Beck, Μόναχο, 2020].

( 34 ) Βλ. σημεία 46 έως 49 των παρουσών προτάσεων.

( 35 ) Βλ. σημεία 50 έως 54 των παρουσών προτάσεων.

( 36 ) Βλ. σημεία 57 έως 58 των παρουσών προτάσεων.

( 37 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις van Schijndel και van Veen (C‑430/93 και C‑431/93, EU:C:1995:185).

( 38 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις van Schijndel και van Veen (C‑430/93 και C‑431/93, EU:C:1995:185, σημείο 33).

( 39 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις van Schijndel και van Veen (C‑430/93 και C‑431/93, EU:C:1995:185, σημείο 34). Η υπογράμμιση δική μου.

( 40 ) Βλ. σημείο 23 των παρουσών προτάσεων.

( 41 ) Βλ. σημεία 23 και 24 των παρουσών προτάσεων.

( 42 ) Πρβλ. Bakshi, P. M., «Pleadings: Role and Significance», Journal of the Indian Law Institute, τόμος 34, αριθ. 3 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1992), σ. 355, ο οποίος επισήμανε ότι ο τρόπος υπερασπίσεως της υποθέσεως είχε αποκτήσει κάποτε μεγάλη σημασία στην Αγγλία, στοιχείο το οποίο είχε προσελκύσει την προσοχή δικαστών και δικηγόρων· Clark, C. E., «History, Systems and Functions of Pleading», Virginia Law Review, αριθ. 11, 1925, σ. 525 επ., ο οποίος επισήμαινε ότι το σύστημα των αγορεύσεων καθιερώθηκε στην Αγγλία μετά τη νορμανδική κατάκτηση και κατέστη πραγματική «επιστήμη» η οποία αξίζει να καλλιεργηθεί· και Thornburg, E. G., «Defining Civil Disputes: Lessons from Two Jurisdictions», Melbourne University Law Review, τόμος 35, αριθ. 1, Νοέμβριος 2011, σελ. 211, η οποία εξηγεί ότι η δικονομία στο αγγλικό σύστημα του common law αρχικά προέβλεπε μόνο προφορικό στάδιο. Από τον 15ο αιώνα προβλέφθηκε επίσης στάδιο το οποίο παρέχει στους διαδίκους τη δυνατότητα να υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις.

( 43 ) Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας M. Bobek στις προτάσεις του στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Uniwersytet Wrocławski και Πολωνία κατά REA (C‑515/17 P και C‑561/17 P, EU:C:2019:774, σημείο 103), «η νομική εκπροσώπηση διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Δίχως την προσήκουσα νομική εκπροσώπηση, ο προσφεύγων ενδεχομένως να μην είναι σε θέση να προβάλει όλα τα αναγκαία επιχειρήματα υπέρ των θέσεών του, ούτε και ο δικαστής να λάβει γνώση των επιχειρημάτων αυτών». Πρβλ. «Καταστατικός χάρτης των θεμελιωδών αρχών του ευρωπαϊκού νομικού επαγγέλματος και κώδικας δεοντολογίας για τους Ευρωπαίους δικηγόρους», όπ.π, σημείωση 11, σ. 7, σημείο 6, στο οποίο ο δικηγόρος περιγράφεται ως, μεταξύ άλλων «απαραίτητος συμμετέχων στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης». Βλ., επίσης, σ. 9, «Αρχή θʹ – Σεβασμός του κράτους δικαίου και της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης».

( 44 ) Όπως υπενθύμισε ο γενικός εισαγγελέας M. Bobek στις προτάσεις του στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Uniwersytet Wrocławski και Πολωνία κατά REA (C‑515/17 P και C‑561/17 P, EU:C:2019:774, σημείο 111), «αν υπάρχει κάποιο κοινό σημείο όσον αφορά την πρακτική που ακολουθείται στα κράτη μέλη […], αυτό είναι ότι η νομική εκπροσώπηση αποτελεί κυρίως ζήτημα ιδιωτικής επιλογής και (αμφιμερούς) συμβατικής ελευθερίας. Ο εντολέας είναι ελεύθερος να επιλέξει τον δικηγόρο του και ο δικηγόρος είναι ελεύθερος, κατ’ αρχήν, να επιλέξει τους πελάτες του. Η σχέση βασίζεται στην εμπιστοσύνη. Η όποια παρέμβαση στην εν λόγω σχέση πρέπει να οφείλεται σε σοβαρούς λόγους από τους οποίους προκύπτει σαφής και επιτακτική ανάγκη “προστασίας του προσφεύγοντος από τον δικηγόρο του”. Επιπλέον, αν εντοπιστούν προβληματικά ζητήματα αυτά αντιμετωπίζονται προσηκόντως από τα αντίστοιχα ρυθμιστικά όργανα στο πλαίσιο πειθαρχικών ή άλλων διαδικασιών». Η υπογράμμιση δική μου.

( 45 ) Απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1988 (427/85, EU:C:1988:98, σκέψη 24). Η υπογράμμιση δική μου.

( 46 ) Απόφαση της 10ης Ιουλίου 1991 (C‑294/89, EU:C:1991:302, σκέψη 31).

( 47 ) Αποφάσεις της 25ης Φεβρουαρίου 1988, Επιτροπή κατά Γερμανίας (427/85, EU:C:1988:98, σκέψη 25), και της 10ης Ιουλίου 1991, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑294/89, EU:C:1991:302, σκέψη 32).

( 48 ) ΕΕ 1998, L 77, σ. 36.

( 49 ) Επισημαίνω ότι η υπόθεση C‑167/17, Klohn, στην οποία η δικηγόρος εκπροσώπησε τον εκκαλούντα της κύριας δίκης ενώπιον του Δικαστηρίου, είχε ως αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο), ήτοι το αιτούν δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση, και αφορούσε την ερμηνεία της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ 1985, L 175, σ. 40), όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 2003/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003 (ΕΕ 2003, L 156, σ. 17).

( 50 ) Βλ. σημείο 57 των παρουσών προτάσεων.