ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 28ης Νοεμβρίου 2018 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 2008/48/ΕΚ – Διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής βάσει αποσπάσματος τραπεζικών λογιστικών βιβλίων – Ο δικαστής δεν έχει την εξουσία να διαπιστώσει τον ενδεχόμενο καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών, όταν ο καταναλωτής δεν ασκεί ένδικο βοήθημα»

Στην υπόθεση C-632/17,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sąd Rejonowy w Siemianowicach Śląskich (πρωτοβάθμιο περιφερειακό δικαστήριο Siemianowice Śląskie, Πολωνία) με απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Νοεμβρίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης

Powszechna Kasa Oszczędności (PKO) Bank Polski S.A.

κατά

Jacek Michalski,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο του τρίτου τμήματος, προεδρεύουσα του εβδόμου τμήματος, C. Toader (εισηγήτρια) και A. Rosas, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Powszechna Kasa Oszczędności (PKO) Bank Polski S.A., εκπροσωπούμενη από τον W. Sadowski, adwokat, και την E. Buczkowska, radca prawny,

η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την K. Herbout-Borczak και τον N. Ruiz García,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη κατά το άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29), καθώς και του άρθρου 10 και του άρθρου 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2008, L 133, σ. 66, και διορθωτικά ΕΕ 2009, L 207, σ. 14, ΕΕ 2010, L 199, σ. 40, ΕΕ 2011, L 234, σ. 46, και ΕΕ 2015, L 36, σ. 15).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Powszechna Kasa Oszczędności (PKO) Bank Polski S.A. (στο εξής: PKO), τραπεζικού ιδρύματος με έδρα τη Βαρσοβία (Πολωνία), και του Jacek Michalski όσον αφορά διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε βάσει αποσπάσματος των λογιστικών βιβλίων της PKO λόγω της μη εξοφλήσεως, από τον J. Michalski, των ποσών που δανείστηκε μέσω πιστωτικής κάρτας που εξέδωσε η PKO.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 93/13

3

Η εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13 διευκρινίζει «ότι οι δικαστικές αρχές και τα διοικητικά όργανα [των κρατών μελών] πρέπει να διαθέτουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα ώστε να θέτουν τέρμα στην εφαρμογή των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές».

4

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

5

Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.»

Η οδηγία 2008/48

6

Η αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας 2008/48 διευκρινίζει τα εξής:

«Για να είναι σε θέση ο καταναλωτής να γνωρίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του στο πλαίσιο της σύμβασης πίστωσης, η σύμβαση θα πρέπει να περιέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες με τρόπο σαφή και ευσύνοπτο.»

7

Το άρθρο 10 της ως άνω οδηγίας απαριθμεί, μεταξύ άλλων, τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στις συμβάσεις πίστωσης με τρόπο σαφή και ευσύνοπτο.

8

Το άρθρο 22, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Καθόσον η παρούσα οδηγία περιέχει εναρμονισμένες διατάξεις, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να διατηρούν ή να εισάγουν στο εθνικό τους δίκαιο διατάξεις που παρεκκλίνουν από αυτές που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.»

Το πολωνικό δίκαιο

9

Ο Kodeks postępowania cywilnego (κώδικας πολιτικής δικονομίας), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: kpc), ρυθμίζει τη διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής.

10

Το άρθρο 484, παράγραφοι 2 και 3, του kpc προβλέπει τα εξής:

«2.   Στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής, το δικαστήριο εξετάζει την υπόθεση βάσει εγγράφου αιτήματος του αιτούντος που υποβάλλεται με δικόγραφο.

3.   Η υπόθεση εξετάζεται χωρίς επ’ ακροατηρίου συζήτηση.»

11

Κατά το άρθρο 485, παράγραφοι 1 και 3, του kpc:

«1.   Το δικαστήριο εκδίδει διαταγή πληρωμής όταν ο αιτών προβάλλει χρηματική αξίωση […] και τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αξίωση αποδεικνύονται με [τα έγγραφα] που επισυνάπτ[ονται] στο δικόγραφο […]

[…]

3.   Το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει διαταγή πληρωμής όταν Τράπεζα προβάλλει αξίωση βάσει αποσπάσματος των λογιστικών της βιβλίων, το οποίο έχει υπογραφεί από πρόσωπο εξουσιοδοτημένο να εκπροσωπεί την Τράπεζα και φέρει σφραγίδα της Τράπεζας, και βάσει αποδεικτικού επιδόσεως στον οφειλέτη εγγράφου οχλήσεως προς πληρωμή.»

12

Κατά το άρθρο 486, παράγραφος 1, του kpc:

«Εάν δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να στηρίζουν την έκδοση διαταγής πληρωμής, ο πρόεδρος καθορίζει την ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζήτησης, εκτός εάν η υπόθεση μπορεί να εξετασθεί χωρίς επ’ ακροατηρίου συζήτηση.»

13

Το άρθρο 491, παράγραφος 1, του kpc ορίζει τα εξής:

«Με τη διαταγή πληρωμής, το δικαστήριο υποχρεώνει τον καθού να εξοφλήσει το σύνολο της απαιτήσεως, συμπεριλαμβανομένων των τόκων, εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων από την επίδοση της διαταγής πληρωμής, εκτός εάν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής εντός της αυτής προθεσμίας.»

14

Το άρθρο 492, παράγραφος 1, του kpc ορίζει τα εξής:

«Από τη στιγμή της έκδοσής της, η διαταγή πληρωμής συνιστά τίτλο εξασφάλισης, ο οποίος είναι εκτελεστός χωρίς να απαιτείται περιαφή εκτελεστήριου τύπου. […]»

15

Κατά το άρθρο 493, παράγραφος 1, του kpc:

«Η ανακοπή ασκείται ενώπιον του δικαστηρίου το οποίο εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής. Στο δικόγραφο της ανακοπής ο ανακόπτων πρέπει να επισημαίνει αν προσβάλλει τη διαταγή εν όλω ή εν μέρει, να εκθέτει τους λόγους της ανακοπής, οι οποίοι πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου, να προβάλλονται πριν την προβολή ισχυρισμών επί της ουσίας της υπόθεσης, καθώς και να επικαλείται τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά και να προσκομίζει τις σχετικές αποδείξεις. Το δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψη εκπρόθεσμους ισχυρισμούς και αποδεικτικά μέσα, εκτός εάν, με βάση τους ισχυρισμούς του ανακόπτοντος, πιθανολογείται ότι αυτός ανυπαιτίως δεν τα προέβαλε με την ανακοπή, ότι η λήψη υπόψη των εκπρόθεσμων ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων δεν καθυστερεί τη διαδικασία ή ότι συντρέχουν άλλες εξαιρετικές περιστάσεις […]».

16

Κατά το άρθρο 494, παράγραφος 1, του kpc:

«Το δικαστήριο απορρίπτει την ανακοπή εάν ασκήθηκε μετά την εκπνοή της προθεσμίας, εάν δεν καταβλήθηκε το τέλος ανακοπής, εάν η ανακοπή είναι απαράδεκτη για άλλους λόγους ή εάν δεν διορθώθηκαν οι ελλείψεις της από τον ανακόπτοντα εντός της ταχθείσας προθεσμίας.»

17

Κατά το άρθρο 19, παράγραφος 4, του ustawa o kosztach sądowych w sprawach cywilnych (νόμου περί δικαστικής δαπάνης στις αστικές διαφορές), της 28ης Ιουλίου 2005 (Dz. U. του 2005, αριθ. 167, θέση 1398, στο εξής: νόμος περί δικαστικής δαπάνης):

«Σε περίπτωση ασκήσεως ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής, ο ανακόπτων υποχρεούται να καταβάλει τα τρία τέταρτα των δικαστικών εξόδων.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

18

Στις 21 Δεκεμβρίου 2015, η PKO συνήψε με τον J. Michalski σύμβαση για τη χορήγηση και τη χρήση πιστωτικής κάρτας.

19

Στις 29 Μαρτίου 2017, η PKO όχλησε τον J. Michalski να της καταβάλει τα ποσά που η ίδια εκτιμούσε ότι της οφείλει. Δεδομένου ότι ο J. Michalski δεν κατέβαλε τα εν λόγω ποσά, η PKO κατέθεσε, στις 26 Μαΐου 2017, σύμφωνα με το άρθρο 485, παράγραφος 3, του kpc, αίτηση εκδόσεως διαταγής πληρωμής ενώπιον του Sąd Rejonowy w Siemianowicach Śląskich (πρωτοβάθμιου περιφερειακού δικαστηρίου Siemianowice Śląskie, Πολωνία), για το ποσό των 6788,21 πολωνικών ζλότι (PLN) (περίπου 1580 ευρώ), πλέον των συμβατικών τόκων. Η αίτηση αυτή συνοδευόταν από απόσπασμα των λογιστικών βιβλίων της PKO, το οποίο ήταν υπογεγραμμένο από πρόσωπο εξουσιοδοτημένο να εκπροσωπεί την Τράπεζα, έφερε τη σφραγίδα της και συνοδευόταν από το αποδεικτικό επιδόσεως στον J. Michalski του εγγράφου οχλήσεως.

20

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής με βάση τέτοιο απόσπασμα χρησιμοποιείται συχνά από τις πολωνικές Τράπεζες για να εισπράξουν τις απαιτήσεις τους. Σύμφωνα με την πρακτική αυτή επισυνάπτεται συνήθως στην αίτηση εκδόσεως διαταγής πληρωμής το απόσπασμα των λογιστικών βιβλίων, κατά το άρθρο 485, παράγραφος 3, του kpc, χωρίς να προσκομίζονται άλλα έγγραφα για την απόδειξη της υπάρξεως συμβάσεως καταναλωτικού δανείου και των όρων της συμβάσεως αυτής.

21

Το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει επίσης ότι η διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής περιλαμβάνει, σύμφωνα με το πολωνικό δίκαιο, δύο στάδια. Στο πλαίσιο του πρώτου σταδίου και σε περίπτωση τραπεζικής απαιτήσεως, ο δικαστής, προκειμένου να εκδώσει διαταγή πληρωμής, εξετάζει αυτεπαγγέλτως μόνο την τυπική νομιμότητα του προσκομισθέντος αποσπάσματος, δεδομένου ότι αυτό αποτελεί την ουσιαστική βάση που δικαιολογεί την έκδοση της εν λόγω διαταγής. Τα κριτήρια που μπορούν να δικαιολογήσουν την απόρριψη της αιτήσεως εκδόσεως διαταγής πληρωμής προκύπτουν αποκλειστικά από το γράμμα του άρθρου 485, παράγραφος 3, του kpc. Ο πιστωτής δεν είναι, συνεπώς, υποχρεωμένος να αποδείξει συγκεκριμένα τη βάση της απαιτήσεως που επικαλείται, προσκομίζοντας, μεταξύ άλλων, τη σύμβαση καταναλωτικού δανείου.

22

Το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας έχει ενδεχόμενο χαρακτήρα. Το στάδιο αυτό εισάγεται με την άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής από τον οφειλέτη της Τράπεζας, ο οποίος μπορεί να προβάλει, στο πλαίσιο της ανακοπής, ενδεχόμενες αιτιάσεις αφορώσες την τραπεζική σύμβαση που τον συνδέει με την Τράπεζα. Δυνάμει του άρθρου 493, παράγραφος 1, του kpc, σε συνδυασμό με το άρθρο 491, παράγραφος 1, του kpc, ο καταναλωτής που ασκεί ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής πρέπει να την ασκήσει εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων και η ανακοπή αυτή πρέπει να περιβληθεί τον απαιτούμενο τύπο. Επιπλέον, κατά το άρθρο 19, παράγραφος 4, του νόμου περί δικαστικών εξόδων, ο εν λόγω καταναλωτής υποχρεούται να καταβάλει τα τρία τέταρτα των δικαστικών εξόδων.

23

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει επίσης ότι, όταν η διαταγή πληρωμής καταστεί απρόσβλητη, έχει ισχύ δεδικασμένου και ότι, δυνάμει του άρθρου 492, παράγραφος l, του kpc, συνιστά, ήδη από την έκδοσή της, τίτλο εξασφαλίσεως ο οποίος είναι εκτελεστός, χωρίς να απαιτείται περιαφή εκτελεστήριου τύπου.

24

Κατά το αιτούν δικαστήριο, η υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί διακρίνεται από τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito (C-618/10, EU:C:2012:349), και της 18ης Φεβρουαρίου 2016, Finanmadrid EFC (C-49/14, EU:C:2016:98), στις οποίες τα εθνικά δικαστήρια είχαν στη διάθεσή τους τα έγγραφα της σύμβασης που καθόριζαν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων, οπότε είχαν τη δυνατότητα να αποκλείσουν την εφαρμογή των περιεχομένων στα εν λόγω έγγραφα καταχρηστικών ρητρών.

25

Το αιτούν δικαστήριο, παραπέμποντας στην απόφαση της 21ης Απριλίου 2016, Radlinger και Radlingerová (C-377/14, EU:C:2016:283, σκέψη 50), διερωτάται μήπως η διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής βάσει αποσπάσματος των λογιστικών βιβλίων Τράπεζας έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται υπερβολικά δυσχερής, αν όχι αδύνατη, η άσκηση από τον καταναλωτή των δικαιωμάτων που του απονέμει το καθεστώς προστασίας των καταναλωτών, δυνάμει, μεταξύ άλλων, των οδηγιών 93/13 και 2008/48, λόγω, αφενός, της μη κοινοποιήσεως στον δικαστή στοιχείων σχετικά με τη νομική σχέση που συνδέει τον καταναλωτή με την Τράπεζα και, αφετέρου, της μεταφοράς του βάρους αποδείξεως εξ ολοκλήρου στον καταναλωτή.

26

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Rejonowy w Siemianowicach Śląskich (πρωτοβάθμιο περιφερειακό δικαστήριο Siemianowice Śląskiε) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν οι διατάξεις της οδηγίας [93/13], ιδίως δε τα άρθρα 6, παράγραφος 1, και 7, παράγραφος 1, καθώς και οι διατάξεις της οδηγίας [2008/48], ιδίως δε τα άρθρα 10 και 22, παράγραφος 1, την έννοια ότι αντιτίθενται στην εκ μέρους Τράπεζας (δανειστή) προβολή αξιώσεως κατά καταναλωτή (δανειολήπτη) βάσει αποσπάσματος των λογιστικών βιβλίων της εν λόγω Τράπεζας το οποίο έχει υπογραφεί από πρόσωπο εξουσιοδοτημένο να παρέχει διευκρινίσεις όσον αφορά περιουσιακά δικαιώματα και περιουσιακές υποχρεώσεις της Τράπεζας και φέρει σφραγίδα της Τράπεζας, και βάσει του αποδεικτικού επιδόσεως στον οφειλέτη εγγράφου οχλήσεως προς πληρωμή, στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως διαταγής πληρωμής όπως αυτή που προβλέπουν οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 485, παράγραφος 3 και επ., του kpc […];»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

27

Δυνάμει του άρθρου 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του, το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, όταν, μεταξύ άλλων, η απάντηση σε ερώτημα που υποβάλλεται με αίτηση προδικαστικής αποφάσεως μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη νομολογία ή όταν δεν υπάρχει καμία εύλογη αμφιβολία ως προς την απάντηση που προσήκει στο υποβληθέν ερώτημα.

28

Συναφώς, διαπιστώνεται ότι με την απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Profi Credit Polska (C-176/17, EU:C:2018:711), το Δικαστήριο κλήθηκε να απαντήσει σε παρόμοια ερωτήματα που υπέβαλε το ίδιο αιτούν δικαστήριο. H ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που έγινε δεκτή με την απόφαση εκείνη ασκεί επίσης επιρροή και για την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο προεκτεθέν ερώτημα.

29

Συγκεκριμένα, μολονότι η υπόθεση της κύριας δίκης διαφέρει από εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Profi Credit Polska (C-176/17, EU:C:2018:711), στο μέτρο που η επίμαχη στην κύρια δίκη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε βάσει αποσπάσματος των λογιστικών βιβλίων Τράπεζας, κατά το άρθρο 485, παράγραφος 3, του kpc, και όχι βάσει γραμματίου σε διαταγή, δυνάμει του άρθρου 485, παράγραφος 2, του kpc, εντούτοις οι δύο αυτές υποθέσεις αφορούν τις ίδιες δικονομικές προϋποθέσεις, σχετικά με τις διαδικασίες εκδόσεως διαταγής πληρωμής.

30

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εφαρμοστεί στην υπό κρίση υπόθεση το άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

31

Δεδομένου ότι η οδηγία 2008/48 δεν προέβη σε εναρμόνιση στον τομέα των αποσπασμάτων λογιστικών βιβλίων των Τραπεζών, ως στοιχείων που καθιστούν δυνατή την είσπραξη απαίτησης απορρέουσας από σύμβαση καταναλωτικής πίστης, το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής δεν έχει εφαρμογή υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Profi Credit Polska, C-176/17, EU:C:2018:711, σκέψη 36).

32

Επομένως, στο υποβληθέν ερώτημα θα δοθεί απάντηση μόνον υπό το πρίσμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, καθώς και του άρθρου 10 της οδηγίας 2008/48.

33

Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν το άρθρο 6 και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, καθώς και το άρθρο 10 της οδηγίας 2008/48 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία επιτρέπει την έκδοση διαταγής πληρωμής βάσει αποσπάσματος των λογιστικών βιβλίων Τράπεζας, ως στοιχείου το οποίο πιστοποιεί την ύπαρξη απαίτησης απορρέουσας από σύμβαση καταναλωτικής πίστης, όταν ο δικαστής που επιλήφθηκε της αιτήσεως για την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν έχει την εξουσία να εξετάσει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών της σύμβασης αυτής και να βεβαιωθεί για την ύπαρξη, στην εν λόγω σύμβαση, των πληροφοριών που διαλαμβάνονται στο εν λόγω άρθρο 10.

34

Εισαγωγικά, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές.

35

Δεδομένης της φύσεως και της σπουδαιότητας του δημοσίου συμφέροντος το οποίο συνίσταται στην προστασία των καταναλωτών, οι οποίοι βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους επαγγελματίες, η οδηγία 93/13 επιβάλλει στα κράτη μέλη, όπως προκύπτει από το άρθρο της 7, παράγραφος 1, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με την εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της, την υποχρέωση να προβλέπουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέτρα «προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές» (απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Profi Credit Polska, C-176/17, EU:C:2018:711, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

36

Στο πλαίσιο αυτό, υπογραμμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, μολονότι ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 και, κατά τον τρόπο αυτόν, να αίρει την ανισότητα που υφίσταται μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία, τούτο εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω δικαστής έχει στη διάθεσή του τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία (απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Profi Credit Polska, C-176/17, EU:C:2018:711, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37

Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι ο έλεγχός του, κατά το πρώτο στάδιο της διαδικασίας εκδόσεως διαταγής πληρωμής, περιορίζεται στην εξακρίβωση της τυπικής νομιμότητας του αποσπάσματος του λογιστικού βιβλίου της Τράπεζας. Επομένως, το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν διαθέτει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που απορρέουν από τη συγκεκριμένη δανειακή σύμβαση.

38

Εξ αυτού έπεται ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης, το εθνικό δικαστήριο δεν είναι σε θέση να εξετάσει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας, καθόσον δεν διαθέτει όλα τα κρίσιμα προς τούτο πραγματικά και νομικά στοιχεία (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Profi Credit Polska, C-176/17, EU:C:2018:711, σκέψη 47).

39

Εξάλλου, έστω και αν, όπως επισήμανε η Πολωνική Κυβέρνηση με τις παρατηρήσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου, από το άρθρο 486, παράγραφος 1, του kpc προκύπτει ότι ο πρόεδρος του δικαστικού σχηματισμού που επιλήφθηκε της υποθέσεως μπορεί να ορίσει ημερομηνία επ’ ακροατηρίου συζήτησης, εκτός εάν η υπόθεση μπορεί εν πάση περιπτώσει να εξετασθεί χωρίς επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οπότε θα υπήρχε η δυνατότητα να εξεταστεί η επίμαχη σύμβαση καταναλωτικής πίστης, η εξουσία αυτή του προέδρου του εν λόγω δικαστικού σχηματισμού εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να στηρίζουν την έκδοση διαταγής πληρωμής. Σύμφωνα όμως με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται στην υπόθεση της κύριας δίκης (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Profi Credit Polska, C-176/17, EU:C:2018:711, σκέψεις 48 έως 50).

40

Εν πάση περιπτώσει, μολονότι, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να συναγάγει από το άρθρο 7 της οδηγίας 93/13 τα κριτήρια που καθορίζουν το πλαίσιο βάσει του οποίου μπορεί να εκτιμηθεί αυτεπαγγέλτως αν τηρούνται οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την οδηγία αυτή, εντούτοις απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν διάταξη όπως το άρθρο 486, παράγραφος 1, του kpc είναι ικανή, εφόσον παραστεί ανάγκη, να του παράσχει το πλαίσιο αυτό (απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Profi Credit Polska, C-176/17, EU:C:2018:711, σκέψη 52).

41

Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί επίσης ότι η εξέταση της έννομης σχέσης που απορρέει από τη σύμβαση καταναλωτικής πίστης πραγματοποιείται μόνο στην περίπτωση που ο καταναλωτής ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής.

42

Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, μολονότι η διαδικασία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αφορά μόνον το πρώτο στάδιο της διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής, εντούτοις η διαδικασία αυτή πρέπει να εξετασθεί στο σύνολό της, περιλαμβανομένου τόσο του πρώτου σταδίου που προηγείται της άσκησης της ανακοπής όσο και του δεύτερου σταδίου που ακολουθεί (απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Profi Credit Polska, C-176/17, EU:C:2018:711, σκέψη 54).

43

Όμως, ελλείψει εναρμονίσεως από το δίκαιο της Ένωσης των διαδικασιών εξέτασης του φερόμενου ως καταχρηστικού χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας, οι διαδικασίες αυτές διέπονται από την εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι τηρείται η αρχή της ισοδυναμίας και προβλέπεται το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Profi Credit Polska, C-176/17, EU:C:2018:711, σκέψη 57).

44

Όσον αφορά την αρχή της ισοδυναμίας, διαπιστώνεται ότι το Δικαστήριο δεν διαθέτει στοιχεία που να εγείρουν αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της επίμαχης στην κύρια δίκη ρύθμισης με την εν λόγω αρχή (απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Profi Credit Polska, C-176/17, EU:C:2018:711, σκέψη 58).

45

Όσον αφορά το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής, επισημαίνεται ότι η κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 υποχρέωση θέσπισης δικονομικών προϋποθέσεων που θα διασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων που αντλούν οι ιδιώτες από την οδηγία 93/13 κατά της χρήσης καταχρηστικών ρητρών συνεπάγεται ότι επιβάλλεται η θέσπιση δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής, το οποίο κατοχυρώνεται επίσης στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής πρέπει να ισχύει τόσο ως προς τον καθορισμό των δικαστηρίων τα οποία είναι αρμόδια να εκδικάζουν ένδικα βοηθήματα που στηρίζονται στο δίκαιο της Ένωσης όσο και ως προς τις δικονομικές προϋποθέσεις των εν λόγω ενδίκων βοηθημάτων. Επομένως, προκειμένου να καθοριστεί αν μια διαδικασία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, θίγει το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να προσδιορίσει αν οι προβλεπόμενες από το εθνικό δίκαιο προϋποθέσεις κίνησης της διαδικασίας ανακοπής προκαλούν μη αμελητέο κίνδυνο να μην ασκήσουν οι ενδιαφερόμενοι καταναλωτές την απαιτούμενη ανακοπή (απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Profi Credit Polska, C-176/17, EU:C:2018:711, σκέψεις 59 και 61).

46

Εν προκειμένω, από το άρθρο 491, παράγραφος 1, του kpc προκύπτει ότι η προθεσμία άσκησης ανακοπής είναι δύο εβδομάδες. Επιπλέον, κατά το άρθρο 493, παράγραφος 1, του κώδικα αυτού, ο ανακόπτων πρέπει να επισημαίνει, στο δικόγραφο της ανακοπής, αν προσβάλλει τη διαταγή πληρωμής εν όλω ή εν μέρει και να εκθέτει, επί ποινή απαραδέκτου, τους λόγους ανακοπής και τις ενστάσεις που προβάλλει, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία. Τέτοιου είδους δικονομικές προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να τηρηθούν εντός μιας τόσο σύντομης προθεσμίας, προκαλούν μη αμελητέο κίνδυνο ο καταναλωτής να μην ασκήσει ανακοπή ή η ανακοπή αυτή να κριθεί απαράδεκτη (απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Profi Credit Polska, C‑176/17, EU:C:2018:711, σκέψεις 65 και 66).

47

Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το άρθρο 19, παράγραφος 4, του νόμου περί δικαστικής δαπάνης, σε περίπτωση που ο καθού ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, πρέπει να καταβάλει τα τρία τέταρτα των δικαστικών εξόδων, πράγμα που σημαίνει ότι ο επαγγελματίας οφείλει να καταβάλει μόλις το ένα τέταρτο των εξόδων αυτών. Τα εν λόγω δικαστικά έξοδα είναι αυτά καθαυτά ικανά να αποτρέψουν τον καταναλωτή από την άσκηση ανακοπής. Ο τελευταίος επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο αν πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να καταβάλει τριπλάσια δικαστικά έξοδα σε σχέση με τον αντίδικο (απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Profi Credit Polska, C-176/17, EU:C:2018:711, σκέψεις 67 και 68).

48

Ως εκ τούτου, δικονομικές προϋποθέσεις, όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, στο μέτρο που, αφενός, επιβάλλουν στον καταναλωτή την υποχρέωση να προβεί, εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων από την επίδοση της διαταγής πληρωμής, στην επίκληση των πραγματικών περιστατικών και στην προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων που παρέχουν στον δικαστή τη δυνατότητα να προβεί στην εκτίμηση αυτή και στο μέτρο που, αφετέρου, συνεπάγονται επιβάρυνση του καταναλωτή λόγω του τρόπου υπολογισμού των δικαστικών εξόδων, προκαλούν μη αμελητέο κίνδυνο να μην ασκήσουν οι καταναλωτές την απαιτούμενη ανακοπή (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Profi Credit Polska, C-176/17, EU:C:2018:711, σκέψεις 69 και 70).

49

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε διαδικασία η οποία επιτρέπει την έκδοση διαταγής πληρωμής, όταν ο δικαστής που επιλαμβάνεται αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν έχει την εξουσία να εξετάσει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών της συγκεκριμένης σύμβασης, καθόσον οι προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος ανακοπής κατά της οικείας διαταγής πληρωμής δεν διασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων που αντλεί ο καταναλωτής από την οδηγία αυτή (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Profi Credit Polska, C-176/17, EU:C:2018:711, σκέψη 71).

50

Όσον αφορά το άρθρο 10 της οδηγίας 2008/48, πρέπει να υπομνησθεί ότι η διάταξη αυτή απαριθμεί τις πληροφορίες που πρέπει να αναφέρονται στις δανειακές συμβάσεις για να μπορεί ο καταναλωτής να λαμβάνει την απόφασή του έχοντας γνώση όλων των στοιχείων.

51

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η αυτεπάγγελτη εξέταση από τον εθνικό δικαστή του κατά πόσον τηρήθηκαν οι απαιτήσεις οι οποίες απορρέουν από την οδηγία 2008/48 συνιστά κατάλληλο μέσο για την επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει το άρθρο 10 της οδηγίας αυτής και συμβάλλει στην επίτευξη των σκοπών που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 21ης Απριλίου 2016, Radlinger και Radlingerová, C‑377/14, EU:C:2016:283, σκέψη 68, και, κατ’ αναλογία, διάταξη της 16ης Νοεμβρίου 2010, Pohotovosť, C-76/10, EU:C:2010:685, σκέψη 41 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η εν λόγω υποχρέωση του εθνικού δικαστή να εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν τηρήθηκαν οι απαιτήσεις που απορρέουν από την οδηγία 2008/48 προϋποθέτει ότι αυτός διαθέτει τα αναγκαία προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 21ης Απριλίου 2016, Radlinger και Radlingerová, C‑377/14, EU:C:2016:283, σκέψη 70, και, κατ’ αναλογία, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, Pannon GSM, C‑243/08, EU:C:2009:350, σκέψη 32).

52

Εφόσον, στο πλαίσιο του πρώτου σταδίου της διαδικασίας, το εθνικό δικαστήριο δεν διαθέτει τα στοιχεία που θα του επέτρεπαν να βεβαιωθεί για την τήρηση των υποχρεώσεων πληροφόρησης του καταναλωτή, κατά την έννοια του άρθρου 10 της οδηγίας 2008/48, δεδομένου ότι η έκδοση της διαταγής πληρωμής βασίζεται αποκλειστικά και μόνον στην εξέταση της τυπικής νομιμότητας του αποσπάσματος των λογιστικών βιβλίων της Τράπεζας, και δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος ανακοπής κατά της εν λόγω διαταγής πληρωμής δεν διασφαλίζουν, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 46 έως 48 της παρούσας διατάξεως, τον σεβασμό των δικαιωμάτων που αντλεί ο καταναλωτής από την οδηγία αυτή, το άρθρο 10 της οδηγίας 2008/48 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης.

53

Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, καθώς και το άρθρο 10 της οδηγίας 2008/48 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία παρέχει τη δυνατότητα εκδόσεως διαταγής πληρωμής βάσει αποσπάσματος των λογιστικών βιβλίων Τράπεζας, ως στοιχείου το οποίο πιστοποιεί την ύπαρξη απαίτησης από σύμβαση καταναλωτικής πίστης, όταν ο δικαστής που επιλήφθηκε της αιτήσεως για την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν έχει την εξουσία να εξετάσει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών της σύμβασης αυτής και να βεβαιωθεί για την ύπαρξη, στην εν λόγω σύμβαση, των πληροφοριών που διαλαμβάνονται στο εν λόγω άρθρο 10, καθόσον οι προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος ανακοπής κατά της εν λόγω διαταγής πληρωμής δεν διασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων που αντλεί ο καταναλωτής από τις οδηγίες αυτές.

Επί των δικαστικών εξόδων

54

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, καθώς και το άρθρο 10 της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία παρέχει τη δυνατότητα εκδόσεως διαταγής πληρωμής βάσει αποσπάσματος των λογιστικών βιβλίων Τράπεζας, ως στοιχείου το οποίο πιστοποιεί την ύπαρξη απαίτησης από σύμβαση καταναλωτικής πίστης, όταν ο δικαστής που επιλήφθηκε της αιτήσεως για την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν έχει την εξουσία να εξετάσει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών της σύμβασης αυτής και να βεβαιωθεί για την ύπαρξη, στην εν λόγω σύμβαση, των πληροφοριών που διαλαμβάνονται στο εν λόγω άρθρο 10, καθόσον οι προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος ανακοπής κατά της εν λόγω διαταγής πληρωμής δεν διασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων που αντλεί ο καταναλωτής από τις οδηγίες αυτές.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.