ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤOY ΓΕΝΙΚOY ΕΙΣΑΓΓΕΛΈA

MICHAL BOBEK

της 21ης Δεκεμβρίου 2016 ( 1 )

Υπόθεση C‑213/15 P

Επιτροπή

κατά

Patrick Breyer

«Αίτηση αναιρέσεως — Πρόσβαση στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης — Άρθρο 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ — Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 — Πεδίο εφαρμογής — Έγγραφα στην κατοχή της Επιτροπής — Έγγραφα που υποβάλλει κράτος μέλος κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου — Περατωθείσα διαδικασία — Πρόσβαση τρίτων — Μέθοδοι — Ανοικτός χαρακτήρας των διαδικασιών ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την άσκηση δικαιοδοτικών καθηκόντων»

Περιεχόμενα

 

I – Εισαγωγή

 

II – Νομικό πλαίσιο

 

Α – Πρωτογενές δίκαιο

 

1. Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

 

2. Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης)

 

Β – Παράγωγο δίκαιο

 

1. Κανονισμός 1049/2001

 

2. Απόφαση σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα που κατέχει το Δικαστήριο στο πλαίσιο της ασκήσεως των διοικητικών λειτουργιών του

 

III – Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

 

IV – Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

 

V – Εκτίμηση

 

Α – Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

 

1. Το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού

 

2. Η επίδραση του άρθρου 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ στην ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 1049/2001

 

Β – Λειτουργικά και πρακτικά προβλήματα της λύσεως που υιοθετήθηκε με την απόφαση API

 

Γ – Η αρχή του ανοιχτού χαρακτήρα των διαδικασιών και τα δικαστήρια

 

1. Ανοιχτός χαρακτήρας των διαδικασιών ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

 

2. Ελευθερία πληροφορήσεως

 

3. Οι αξίες που διέπουν τον ανοικτό χαρακτήρα των δικαιοδοτικών διαδικασιών

 

α) Δημοκρατική απονομή δικαιοσύνης

 

β) Ποιότητα της απονομής δικαιοσύνης

 

4. Συγκριτική ανάλυση

 

Δ – Επανεξέταση της προσβάσεως στα (εξωτερικά) δικαστικά έγγραφα του Δικαστηρίου

 

1. Πρόσβαση τρίτων σε μεμονωμένα έγγραφα της δικογραφίας, στις εγκαταστάσεις του Δικαστηρίου

 

2. Πρόσβαση τρίτων σε μεμονωμένα έγγραφα της δικογραφίας, μέσω αποστολής αντιγράφων

 

3. Πρόσβαση σε επιλεγμένα δικαστικά έγγραφα μέσω διαδικτύου

 

4. Εν κατακλείδι

 

Ε – Επί των δικαστικών εξόδων

 

VI – Πρόταση

I – Εισαγωγή

1.

Ο Patrick Breyer (στο εξής: αναιρεσίβλητος) ζήτησε από την Επιτροπή (στο εξής: αναιρεσείουσα) πρόσβαση σε έγγραφα που υποβλήθηκαν από κράτος μέλος κατά τη διάρκεια διαδικασίας λόγω παραβάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου. Μετά το πέρας της διαδικασίας, ο αναιρεσίβλητος ζήτησε από την αναιρεσείουσα να του επιτρέψει την πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (στο εξής: κανονισμός) ( 2 ). Η Επιτροπή αρνήθηκε. Ο P. Breyer άσκησε προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής, κρίνοντας ότι η Επιτροπή πρέπει να επιτρέψει την πρόσβαση στα αιτούμενα έγγραφα.

2.

Με την παρούσα αίτηση αναιρέσεως, η Επιτροπή αμφισβητεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Η υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου έχει πολλές πτυχές. Η πρώτη αφορά το ειδικό ζήτημα που τίθεται με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως: εμπίπτουν τα υπομνήματα των κρατών μελών, τα οποία βρίσκονται στην κατοχή της Επιτροπής, στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού; Μπορούν να δημοσιοποιούνται αφού περατωθεί η διαδικασία κατά την οποία υποβλήθηκαν;

3.

Σύμφωνα με την προσέγγιση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής (στο εξής: απόφαση ΑΡΙ) ( 3 ), δεν μπορώ παρά να προτείνω να δοθεί καταφατική απάντηση στα δύο αυτά ερωτήματα. Έτσι, ωστόσο, αναδεικνύονται οι βαθύτερες πτυχές του προβλήματος, οι οποίες είναι πρακτικές και κανονιστικές. Στην πράξη, θα πρέπει όντως να εναπόκειται σε διάδικο ή σε παρεμβαίνοντα σε μια υπόθεση να δημοσιοποιεί τα υπομνήματα έτερου διαδίκου, εάν του ζητηθεί; Δεν είναι αυτό ευθύνη του Δικαστηρίου; Γενικότερα, στο κανονιστικό επίπεδο, σε ποιον βαθμό πρέπει να είναι ανοικτός ο χαρακτήρας των διαδικασιών ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών του καθηκόντων;

II – Νομικό πλαίσιο

Α – Πρωτογενές δίκαιο

1. Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

4.

Σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, «[π]ροκειμένου να προωθήσουν τη χρηστή διακυβέρνηση και να διασφαλίσουν τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών, τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης διεξάγουν τις εργασίες τους όσο το δυνατόν πιο ανοιχτά».

5.

Το άρθρο 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ορίζει τα ακόλουθα:

«Κάθε πολίτης της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο κατοικεί ή έχει την καταστατική έδρα του σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, ανεξαρτήτως υποθέματος, με την επιφύλαξη των αρχών και των προϋποθέσεων που θα καθορισθούν σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

Οι γενικές αρχές και τα όρια, εκ λόγων δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος, που διέπουν αυτό το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα, καθορίζονται, μέσω κανονισμών, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία.

Καθένα από τα θεσμικά ή λοιπά όργανα ή οργανισμούς εξασφαλίζει τη διαφάνεια των εργασιών του και εισάγει, στον εσωτερικό του κανονισμό, ειδικές διατάξεις για την πρόσβαση στα δικά του έγγραφα, σύμφωνα με τους κανονισμούς που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο.

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων υπόκεινται στην παρούσα παράγραφο μόνον κατά την άσκηση των διοικητικών τους καθηκόντων.

[...]»

2. Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης)

6.

Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του Χάρτη ορίζει τα εξής: «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία γνώμης και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, χωρίς την ανάμειξη δημοσίων αρχών και αδιακρίτως συνόρων».

7.

Σύμφωνα με το άρθρο 42 του Χάρτη, με τίτλο «Δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα», «[κ]άθε πολίτης της Ένωσης καθώς και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την καταστατική έδρα του σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, ανεξαρτήτως υποθέματος».

Β – Παράγωγο δίκαιο

1. Κανονισμός 1049/2001

8.

Ο κανονισμός 1049/2001 διέπει την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

9.

Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 2, ο κανονισμός θέτει ως στόχο τη «μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και, παράλληλα, εγγυάται μεγαλύτερη νομιμότητα, αποτελεσματικότητα και υπευθυνότητα της διοίκησης έναντι του πολίτη σε ένα δημοκρατικό σύστημα». Στην αιτιολογική σκέψη 4 ορίζεται ότι ο κανονισμός αποσκοπεί «να προσδώσει όσο το δυνατόν πληρέστερη πρακτική ισχύ στο δικαίωμα της πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα».

10.

Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 10, «[π]ροκειμένου να βελτιωθεί η διαφάνεια των εργασιών των θεσμικών οργάνων, το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα θα πρέπει να χορηγείται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή όχι μόνο για έγγραφα που συντάσσονται από τα θεσμικά όργανα αλλά και για έγγραφα που παραλαμβάνονται από αυτά. Στο πλαίσιο αυτό υπενθυμίζονται τα προβλεπόμενα στη δήλωση αριθ. 35, που επισυνάπτεται στη συνθήκη του Άμστερνταμ, σύμφωνα με τα οποία ένα κράτος μέλος δύναται να ζητήσει από την Επιτροπή ή το Συμβούλιο να μην κοινοποιήσει ένα έγγραφο προς τρίτους όταν το εν λόγω έγγραφο προέρχεται από το κράτος μέλος αυτό, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεσή του».

11.

Δυνάμει της αιτιολογικής σκέψεως 11, «[κ]ατ’ αρχήν, θα πρέπει να δοθεί στο κοινό πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα των θεσμικών οργάνων. Εντούτοις, ορισμένα δημόσια και ιδιωτικά συμφέροντα θα πρέπει να προστατεύονται μέσω εξαιρέσεων. Θα πρέπει να επιτραπεί στα θεσμικά όργανα να προστατεύουν τις εσωτερικές γνωμοδοτήσεις και διαβουλεύσεις τους όταν κρίνεται απαραίτητο να προστατευθεί η δυνατότητα λειτουργίας τους. Για τον καθορισμό των εξαιρέσεων, τα θεσμικά όργανα θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις αρχές της κοινοτικής νομοθεσίας σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων σε όλους τους τομείς δραστηριοτήτων της Ένωσης».

12.

Το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού προβλέπει ότι ο «κανονισμός εφαρμόζεται σε όλα τα έγγραφα εις χείρας θεσμικού οργάνου, δηλαδή σε όσα συντάσσονται ή παραλαμβάνονται από αυτό και βρίσκονται στην κατοχή του, σε όλους τους τομείς δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

13.

Για τους σκοπούς του κανονισμού, η έννοια του εγγράφου ορίζεται στο άρθρο 3, στοιχείο αʹ, ως «οποιοδήποτε περιεχόμενο ανεξάρτητα από το χρησιμοποιηθέν υπόθεμα (γραμμένο σε χαρτί ή αποθηκευμένο υπό ηλεκτρονική μορφή, ή με ηχητική, οπτική ή οπτικοακουστική εγγραφή) που αφορά τις πολιτικές, τις δράσεις και τις αποφάσεις αρμοδιότητας του θεσμικού οργάνου».

14.

Με το άρθρο 4 του κανονισμού προβλέπονται ορισμένες εξαιρέσεις για την πρόσβαση σε έγγραφα και τα σχετικά πρακτικά ζητήματα. Σύμφωνα ιδίως με το άρθρο 4, παράγραφος 2, «[τ]α θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σ’ ένα έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία [...] των δικαστικών διαδικασιών και της παροχής νομικών συμβουλών, [...] εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον».

15.

Το άρθρο 4, παράγραφος 4, ορίζει ότι «[σ]την περίπτωση εγγράφων τρίτων, το θεσμικό όργανο διαβουλεύεται με τον τρίτο προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον μπορεί να εφαρμοσθεί [...] εξαίρεση [...], εκτός εάν είναι σαφές ότι το έγγραφο θα δημοσιοποιηθεί ή όχι», ενώ η παράγραφος 5 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι «κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από το θεσμικό όργανο να μην δημοσιοποιήσει ένα έγγραφο προερχόμενο από αυτό χωρίς προηγούμενη συμφωνία του».

16.

Το άρθρο 4, παράγραφος 7, θέτει χρονικά όρια για τη χρήση των εξαιρέσεων: «Οι εξαιρέσεις που περιέχονται στις παραγράφους 1 έως 3 εφαρμόζονται μόνον ενόσω η προστασία δικαιολογείται ως εκ του περιεχομένου του εγγράφου. Οι εξαιρέσεις μπορούν να εφαρμοστούν για μέγιστη περίοδο 30 ετών. Στην περίπτωση εγγράφων που καλύπτονται από τις εξαιρέσεις οι οποίες σχετίζονται με το σεβασμό της ιδιωτικής ζωής ή τα εμπορικά συμφέροντα, και στην περίπτωση ευαίσθητων εγγράφων, οι εξαιρέσεις μπορούν εν ανάγκη να εξακολουθήσουν και μετά την περίοδο αυτή».

2. Απόφαση σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα που κατέχει το Δικαστήριο στο πλαίσιο της ασκήσεως των διοικητικών λειτουργιών του ( 4 )

17.

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως ορίζει ότι «εφαρμόζεται σε όλα τα έγγραφα που κατέχει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι στα έγγραφα που έχουν καταρτιστεί ή παραληφθεί από αυτό και βρίσκονται στην κατοχή του, στο πλαίσιο της ασκήσεως των διοικητικών λειτουργιών του».

18.

Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, «[η] πρόσβαση σε έγγραφο που το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει καταρτίσει για εσωτερική του χρήση ή έχει παραλάβει και το οποίο αφορά ζήτημα επί του οποίου το Δικαστήριο δεν έχει ακόμα λάβει απόφαση δεν επιτρέπεται, στην περίπτωση κατά την οποία η κοινοποίησή του θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πρόσβαση σε έγγραφο περιέχον γνωμοδοτήσεις προοριζόμενες για εσωτερική χρήση στο πλαίσιο διασκέψεων και προκαταρκτικών διαβουλεύσεων εντός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επιτρέπεται ακόμη και μετά τη λήψη της αποφάσεως, στην περίπτωση κατά την οποία η κοινοποίησή του θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

III – Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

19.

Με επιστολή της 30ής Μαρτίου 2011, ο αναιρεσίβλητος ζήτησε από την Επιτροπή να του επιτρέψει την πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα σύμφωνα με τον κανονισμό 1049/2001. Τα έγγραφα αφορούσαν διαδικασία λόγω παραβάσεως που κινήθηκε το 2007 από την Επιτροπή κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Δημοκρατίας της Αυστρίας σχετικά με τη μεταφορά της οδηγίας 2006/24/ΕΚ για τη διατήρηση δεδομένων ( 5 ).

20.

Η Επιτροπή απέρριψε αρχικά την αίτηση και στη συνέχεια αποφάσισε, μετά από επιβεβαιωτική αίτηση, να επιτρέψει την πρόσβαση, αλλά μόνο σε ορισμένα από τα έγγραφα που ζητήθηκαν. Η Επιτροπή κυρίως αρνήθηκε να επιτρέψει την πρόσβαση στα υπομνήματα ( 6 ) που κατέθεσε η Δημοκρατία της Αυστρίας στην υπόθεση Επιτροπή κατά Αυστρίας ( 7 ), με την αιτιολογία ότι τα εν λόγω έγγραφα δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1049/2001.

21.

Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι τα υπομνήματα συνιστούν έγγραφα του Δικαστηρίου και ότι το Δικαστήριο υπόκειται στους κανόνες σχετικά με την πρόσβαση στα έγγραφα μόνο κατά την άσκηση των διοικητικών καθηκόντων του. Εξάλλου, ο Οργανισμός του Δικαστηρίου δεν προβλέπει κοινοποίηση αντιγράφων γραπτών υπομνημάτων σε τρίτους. Η Επιτροπή δήλωσε επίσης ότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε, στην απόφαση API ( 8 ), το ζήτημα του εάν τα θεσμικά όργανα πρέπει να επιτρέπουν την πρόσβαση σε υπομνήματα αντιδίκου. Σε κάθε περίπτωση, μια τέτοια ερμηνεία θα ήταν αντίθετη προς το γεγονός ότι το άρθρο 15 ΣΛΕΕ αποκλείει ερμηνεία του κανονισμού 1049/2001 κατά τρόπο που να περιλαμβάνει τα υπομνήματα των κρατών μελών.

IV – Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

22.

Στις 30 Απριλίου 2012, ο P. Breyer κατέθεσε προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ζητώντας τη μερική ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής καθόσον απέρριπτε την πρόσβαση στα υπομνήματα. Ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού. Η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας παρενέβησαν προς στήριξη της προσφυγής του.

23.

Η Επιτροπή υποστήριξε ότι τα υπομνήματα των κρατών μελών δεν συνιστούν «έγγραφα» εις χείρας θεσμικού οργάνου, υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού. Επίσης, υποστήριξε ότι θα πρέπει να θεωρηθούν έγγραφα του Δικαστηρίου, τα οποία, ως εκ της φύσεώς τους, εξαιρούνται από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα βάσει του κανονισμού 1049/2001.

24.

Στην απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2015, Breyer κατά Επιτροπής (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση) ( 9 ), το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση API. Έκρινε, αφενός, ότι τα υπομνήματα που συντάσσονται από τρίτους και βρίσκονται στην κατοχή της Επιτροπής πρέπει να χαρακτηρίζονται έγγραφα εις χείρας του εν λόγω θεσμικού οργάνου. Περιήλθαν στην κατοχή της Επιτροπής κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της και των δραστηριοτήτων της που αφορούν επίλυση διαφορών, και τούτο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού ( 10 ).

25.

Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε την επίδραση του άρθρου 15, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού. Έκρινε ότι «από τη νομολογία περί της εξαιρέσεως η οποία αφορά την προστασία των ενδίκων διαδικασιών υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 προκύπτει σαφώς ότι τα υπομνήματα της Επιτροπής εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού, ενώ [...] αφορούν τη δικαιοδοτική δραστηριότητα των δικαστηρίων της Ένωσης και ότι η τελευταία αυτή δραστηριότητα δεν εμπίπτει, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, στο δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα» ( 11 ). Ως εκ τούτου, κατά το Γενικό Δικαστήριο, «[π]ρέπει να γίνει δεκτό, κατ’ αναλογία, ότι τα κατατιθέμενα από κράτος μέλος στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως υπομνήματα, όπως είναι τα επίδικα, δεν καλύπτονται, όπως ούτε και εκείνα της Επιτροπής, από τον αποκλεισμό του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα τον οποίο προβλέπει, όσον αφορά τη δικαιοδοτική δραστηριότητα του Δικαστηρίου, το άρθρο 15, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ» ( 12 ).

26.

Σε αυτή τη βάση, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «τα επίδικα υπομνήματα δεν είναι έγγραφα του Δικαστηρίου τα οποία να πρέπει να εξαιρεθούν, για τον λόγο αυτόν, από το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα και, επομένως, από εκείνο του κανονισμού 1049/2001, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 15, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ» ( 13 ). Ως εκ τούτου, «εκτιμώντας, στην απόφαση της 3ης Απριλίου 2012, ότι τα επίδικα υπομνήματα δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1049/2001, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού» ( 14 ).

27.

Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής καθόσον με την απόφαση αυτή η Επιτροπή αρνήθηκε στον νυν αναιρεσίβλητο την πρόσβαση στα γραπτά υπομνήματα της Αυστρίας.

28.

Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας και τη Γαλλική Δημοκρατία, προβάλλει, βάσει ενός μόνο λόγου αναιρέσεως, ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα το άρθρο 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Υποστηρίζει ότι η εν λόγω διάταξη, λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα της δικαιοδοτικής δραστηριότητας, πρέπει να γίνει αντιληπτή ως αποκλείουσα τα υπομνήματα των κρατών μελών από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού.

29.

Σε απάντηση, ο P. Breyer, υποστηριζόμενος από τη Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας, προβάλλει κατ’ ουσίαν ότι το άρθρο 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ αποκλείει μόνο τα έγγραφα τα οποία καταρτίζει το Δικαστήριο στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής του δραστηριότητας, και όχι τα δικαστικά έγγραφα. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι ο κανονισμός είχε εφαρμογή.

30.

Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η Επιτροπή, ο P. Breyer και οι τέσσερις προαναφερθείσες παρεμβαίνουσες, ήτοι η Ισπανία, η Γαλλία, η Φινλανδία και η Σουηδία, και όλοι αγόρευσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που πραγματοποιήθηκε την 26η Σεπτεμβρίου 2016.

V – Εκτίμηση

31.

Οι ανά χείρας προτάσεις διαρθρώνονται ως εξής: πρώτον, προτείνω ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να γίνει δεκτή ως φυσική συνέπεια τόσο του κανονισμού, όσο και της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση API. Αυτά δεν μεταβλήθηκαν σε καμία περίπτωση από τη θέσπιση, μετά τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, του άρθρου 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ (Ενότητα Α). Μολονότι η προτεινόμενη έκβαση είναι εύλογη και αναγκαία συνέχεια της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση API, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι συνεπάγεται ορισμένες μάλλον αμφιλεγόμενες πρακτικές συνέπειες (Ενότητα Β).

32.

Δεύτερον, προτείνω, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο να δει την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ως μια καλή ευκαιρία να επανεξετάσει τις θεσμικές ρυθμίσεις του περί προσβάσεως σε ορισμένα από τα έγγραφα που αφορούν τη δικαιοδοτική του δραστηριότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, θα εξετάσω πρώτα την αρχή του ανοικτού χαρακτήρα των (δικαιοδοτικών) διαδικασιών, από κανονιστική και συγκριτική σκοπιά (Ενότητα Γ). Στη συνέχεια, θα περιγράψω συνοπτικά τις δυνατότητες υλοποιήσεως της αρχής του ανοικτού χαρακτήρα των διαδικασιών ενώπιον του Δικαστηρίου, όσον αφορά την πρόσβαση σε ορισμένα δικαστικά του έγγραφα (Ενότητα Δ). Τέλος, θα κλείσω με την εξέταση των δικαστικών εξόδων της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως (Ενότητα Ε).

Α – Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

33.

Κατ’ ουσίαν, το ερώτημα που βρίσκεται στο επίκεντρο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως είναι το εξής: υποχρεώνει ο κανονισμός την Επιτροπή να επιτρέψει την πρόσβαση τρίτων στα υπομνήματα που υποβλήθηκαν από κράτος μέλος σε ήδη περατωθείσα υπόθεση; Φρονώ ότι εάν το Δικαστήριο επιθυμεί να παραμείνει εντός των ορίων της τρέχουσας νομολογίας του και, ειδικότερα, σε ευθυγράμμιση με την απόφασή του στην υπόθεση API, η απάντηση είναι βέβαιο ότι θα είναι καταφατική.

34.

Στην απόφαση API, το Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσον το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού καλύπτει τα υπομνήματα της Επιτροπής στο πλαίσιο εκκρεμούσας ενώπιον του Δικαστηρίου δίκης. Το Δικαστήριο αφενός αναγνώρισε ότι οι δικαιοδοτικές δραστηριότητες καθεαυτές εξαιρούνταν από το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος προσβάσεως σε έγγραφα ( 15 ). Αφετέρου, το Δικαστήριο διέκρινε μεταξύ των υποθέσεων που εκκρεμούν και εκείνων που έχουν περατωθεί, βάσει της εξαιρέσεως σχετικά με την προστασία των δικαστικών διαδικασιών κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού.

35.

Με βάση τη διάκριση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι η δημοσιοποίηση των υπομνημάτων της Επιτροπής στο πλαίσιο εκκρεμών διαδικασιών θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι θίγει την προστασία των εν λόγω διαδικασιών. Ωστόσο, η κατάσταση διαφέρει στις υποθέσεις που έχουν ήδη περατωθεί, ήτοι σε εκείνες που η διαδικασία έχει ολοκληρωθεί με την έκδοση αποφάσεως του Δικαστηρίου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, δεν απαιτείται πλέον να τεκμαίρεται ότι η γνωστοποίηση των υπομνημάτων θα προσβάλει τη δικαιοδοτική δραστηριότητα του Δικαστηρίου, καθότι η εν λόγω δραστηριότητα έχει ήδη τερματιστεί ( 16 ).

36.

Είναι σημαντικό να υπομνησθεί ότι στην απόφαση API το Δικαστήριο δεν απέκλεισε κατ’ αρχήν την πρόσβαση στα υπομνήματα της Επιτροπής στις εκκρεμείς υποθέσεις (και σίγουρα όχι στις περατωθείσες). Το Δικαστήριο έπλασε απλώς ένα γενικό τεκμήριο κινδύνου για την προστασία των δικαστικών διαδικασιών σε εκκρεμείς υποθέσεις ( 17 ). Τούτο σημαίνει ότι η Επιτροπή δεν χρειάζεται να προβαίνει σε ειδική αξιολόγηση κάθε εγγράφου στο οποίο έχει ζητηθεί πρόσβαση, προκειμένου να την αρνηθεί. Αποτέλεσμα του τεκμηρίου είναι η αντιστροφή του βάρους αποδείξεως.

37.

Το τεκμήριο αυτό, όμως, δεν έχει καμία επίπτωση στον ορισμό των προσβάσιμων εγγράφων, κατά την έννοια του κανονισμού. Τουναντίον: στην πράξη, η απόφαση API σημαίνει ότι, τόσο στις εκκρεμείς όσο και στις περατωθείσες υποθέσεις, όταν ζητηθεί από την Επιτροπή η πρόσβαση στα υποβληθέντα ενώπιον του Δικαστηρίου υπομνήματα της Επιτροπής, αυτά εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού και στον ορισμό του «εγγράφου» που αυτός περιέχει.

38.

Όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, δεν βλέπω κανέναν λόγο για τον οποίο η ίδια συλλογιστική δεν θα έπρεπε να ισχύει και για τα υπομνήματα των κρατών μελών που βρίσκονται στην κατοχή της Επιτροπής. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει σαφώς από το γράμμα και τη ratio του κανονισμού (υποενότητα 1) και σε καμία περίπτωση δεν επηρεάζεται από το νέο άρθρο 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ (υποενότητα 2).

1. Το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού

39.

Όπως υποδηλώνει ο τίτλος του, ο κανονισμός εφαρμόζεται «ratione institutionae» στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, η εφαρμογή «ratione institutionae» δεν υποδηλώνει παρά το όργανο προς το οποίο μπορεί να υποβληθεί αίτηση για πρόσβαση σε έγγραφο. Το ποια έγγραφα μπορούν όντως να ζητηθούν από το οικείο θεσμικό όργανο είναι διαφορετικό ζήτημα, το οποίο άπτεται της καθ’ ύλην εφαρμογής του κανονισμού.

40.

Όσον αφορά το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του, ο κανονισμός, στο άρθρο 3, στοιχείο αʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 3, περιλαμβάνει έναν ευρύτατο ορισμό της έννοιας του «εγγράφου»: πρόκειται για «οποιοδήποτε περιεχόμενο ανεξάρτητα από το χρησιμοποιηθέν υπόθεμα [...] που αφορά τις πολιτικές, τις δράσεις και τις αποφάσεις αρμοδιότητας του θεσμικού οργάνου».

41.

Όπως προκύπτει από τη σαφή διατύπωση του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού, τα έγγραφα στα οποία μπορεί να επιτραπεί η πρόσβαση σε καμία περίπτωση δεν είναι μόνο εκείνα που συντάσσονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή την Επιτροπή. Το άρθρο 2, παράγραφος 3, συμπεριλαμβάνει τα έγγραφα που βρίσκονται «εις χείρας θεσμικού οργάνου», υπό την έννοια ότι «παραλαμβάνονται από αυτό και βρίσκονται στην κατοχή του, σε όλους τους τομείς δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης» ( 18 ). Ως εκ τούτου, η ταυτότητα του συντάκτη του εγγράφου δεν περιορίζει το σύνολο των προσβάσιμων δυνάμει του κανονισμού εγγράφων.

42.

Το γεγονός ότι το ζητηθέν έγγραφο δεν συντάχθηκε από θεσμικό όργανο δεν ασκεί επιρροή για τον ορισμό του «εγγράφου» στο πλαίσιο του κανονισμού. Ο λεγόμενος «κανόνας του συντάκτη» έχει σαφώς καταργηθεί από τον κανονισμό ( 19 ). Το μόνο καθοριστικό στοιχείο είναι ότι ένα από τα τρία θεσμικά όργανα που διέπονται από την εν λόγω πράξη παράγωγου δικαίου έχει στην κατοχή του τα αρχεία.

43.

Το γεγονός ότι μπορεί να ζητείται πρόσβαση και σε έγγραφα τα οποία σαφώς δεν έχουν συνταχθεί από θεσμικό όργανο επιβεβαιώνεται περαιτέρω από την οικονομία του κανονισμού. Το άρθρο 4, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού προβλέπει μηχανισμούς για τη συμμετοχή τρίτων και κρατών μελών στη δημοσιοποίηση εγγράφων που δεν προέρχονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή την Επιτροπή. Επομένως, ο νομοθέτης προέβλεψε σαφώς ότι ο κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται σε έγγραφα τρίτων.

44.

Η μόνη άλλη προϋπόθεση του ορισμού του άρθρου 3, στοιχείο αʹ, για την έννοια του «εγγράφου» είναι ότι αφορά «τις πολιτικές, τις δράσεις και τις αποφάσεις αρμοδιότητας του θεσμικού οργάνου».

45.

Εν προκειμένω, τα έγγραφα για τα οποία απευθύνθηκε αίτημα προσβάσεως προς την Επιτροπή είναι υπομνήματα κράτους μέλους που βρίσκονται στην κατοχή της Επιτροπής, η οποία είναι η αντίδικος στη σχετική δίκη. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η κίνηση διαδικασίας λόγω παραβάσεως από την Επιτροπή είναι δραστηριότητα που εμπίπτει στην αρμοδιότητά της ( 20 ). Ως εκ τούτου, όλα τα έγγραφα που σχετίζονται με τη διαδικασία αυτή και βρίσκονται στην κατοχή της Επιτροπής ευλόγως καλύπτονται από τον κανονισμό. Τούτο ισχύει, ιδίως, για τα υπομνήματα που υποβάλλονται από οποιονδήποτε διάδικο ή παρεμβαίνοντα.

46.

Συνεπώς, δεν χωρεί αμφιβολία ότι τα υπομνήματα των κρατών μελών που βρίσκονται στην κατοχή της Επιτροπής είναι έγγραφα, κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο αʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού.

47.

Αφετέρου, είναι επίσης σαφές ότι σε μια μεμονωμένη περίπτωση η δημοσιοποίηση μπορεί να απορριφθεί με βάση κάποια από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4 του κανονισμού. Η ύπαρξη μιας τέτοιας εξαιρέσεως σε μια συγκεκριμένη περίπτωση ουδόλως επηρεάζει τον ορισμό της εννοίας του «εγγράφου» καθεαυτόν. Η απόδοση της ιδιότητας του εγγράφου και η χορήγηση προσβάσεως είναι δύο σαφώς διακριτά ζητήματα ( 21 ). Έτσι, ειδικότερα, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού, θεσμικό όργανο το οποίο έχει στην κατοχή του ένα έγγραφο μπορεί να αρνηθεί την πρόσβαση σε αυτό, σε περίπτωση που η γνωστοποίησή του θα έθιγε την προστασία των δικαστικών διαδικασιών, εκτός εάν συντρέχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.

48.

Για τους λόγους αυτούς, δεν μπορώ να συμμεριστώ το επιχείρημα που προέβαλε στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Ισπανική Κυβέρνηση. Κατ’ ουσίαν υποστήριξε ότι η δημοσιοποίηση των υπομνημάτων των κρατών μελών δεν υπόκειται στις διατάξεις του κανονισμού, αλλά εξακολουθεί να διέπεται από τους κανόνες του εκάστοτε κράτους μέλους. Τούτο θα σήμαινε, επί παραδείγματι, ότι κάποιος που επιθυμεί πρόσβαση σε υπομνήματα της Δημοκρατίας της Αυστρίας θα πρέπει να τα ζητήσει από την Αυστριακή Κυβέρνηση, κατά το αυστριακό δίκαιο.

49.

Το πρόβλημα με το ως άνω επιχείρημα είναι διπλό. Πρώτον, δεν λαμβάνει υπόψη το γράμμα του κανονισμού, όπως προαναφέρθηκε στην παρούσα ενότητα (σημεία 40 έως 43), η οποία καλύπτει σαφώς τα εν λόγω έγγραφα. Δεύτερον, τα υπομνήματα των κρατών μελών, μολονότι έχουν συνταχθεί από κράτη μέλη, συνιστούν εκ της φύσεώς τους έγγραφα της Ένωσης: έχουν καταρτιστεί για τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και περιέρχονται στην κατοχή των άλλων θεσμικών οργάνων της Ένωσης, λόγω της συμμετοχής τους στην εν λόγω διαδικασία. Δεν έχουν συνταχθεί για αποκλειστική και εσωτερική χρήση του κράτους μέλους, ώστε να πρέπει να τηρούνται εντός του. Η πρόσβαση σε μια κατηγορία εγγράφων που προφανώς εμπίπτουν στο πλαίσιο του κανονισμού δεν μπορεί να διέπεται από 28 διαφορετικά εθνικά καθεστώτα.

50.

Τέλος, όπως προαναφέρθηκε στο σημείο 35 των ανά χείρας προτάσεων, με την απόφαση API το Δικαστήριο διέκρινε σαφώς μεταξύ εκκρεμών και περατωθεισών υποθέσεων, με κριτήριο την προστασία των δικαστικών διαδικασιών. Στις εκκρεμείς υποθέσεις, η δημοσιοποίηση των υπομνημάτων μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την προστασία της οικείας διαδικασίας. Στις περατωθείσες υποθέσεις δεν συντρέχει πλέον κανένας λόγος να θεωρείται ότι η δημοσιοποίηση των υπομνημάτων θα είναι βλαπτική για τη δικαιοδοτική δραστηριότητα του Δικαστηρίου.

51.

Η υπό κρίση υπόθεση είναι περατωθείσα, χωρίς καμία εμφανή σύνδεση με τυχόν άλλες εκκρεμείς υποθέσεις. Εκτός αποδείξεως του αντιθέτου, μπορεί να υποτεθεί ότι η δημοσιοποίηση των υπομνημάτων δεν θίγει πλέον την προστασία των δικαστικών διαδικασιών. Εναπόκειται στο θεσμικό όργανο το οποίο έχει στην κατοχή του το ζητούμενο έγγραφο, εν προκειμένω στην Επιτροπή, να αιτιολογήσει συγκεκριμένα την από μέρους της άρνηση της δημοσιοποιήσεως, βάσει εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2. Ελλείψει τέτοιας εξαιρέσεως, τα υπομνήματα των κρατών μελών που βρίσκονται στην κατοχή της Επιτροπής πρέπει να δημοσιοποιούνται βάσει του κανονισμού.

2. Η επίδραση του άρθρου 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ στην ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 1049/2001

52.

Ο πυρήνας του μοναδικού λόγου αναιρέσεως της Επιτροπής αφορά την ερμηνεία μιας διατάξεως που θεσπίστηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας: του άρθρου 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και ιδίως του τέταρτου εδαφίου της.

53.

Η Επιτροπή κατ’ ουσίαν υποστηρίζει ότι ο κανονισμός πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του άρθρου 15, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το πρώτο εδάφιο. Σύμφωνα με την Επιτροπή, το άρθρο 15, παράγραφος 3, περιόρισε το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, εξαιρώντας όχι μόνο τα έγγραφα του Δικαστηρίου, αλλά, ευρύτερα, όλα τα έγγραφα δικαστικού χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να αποκλείεται η πρόσβαση στα υπομνήματα των κρατών μελών που βρίσκονται στην κατοχή της Επιτροπής.

54.

Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ισπανική και τη Γαλλική Κυβέρνηση, διακρίνει, ωστόσο, μεταξύ των διαφόρων τύπων δικαστικών εγγράφων. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι θα επέτρεπε την πρόσβαση σε υπομνήματα που έχουν συνταχθεί από θεσμικό όργανο που διέπεται από τον κανονισμό (ήτοι από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή), διότι τα εν λόγω υπομνήματα έχουν διττό χαρακτήρα: είναι δικαστικά έγγραφα, αλλά επίσης είναι έγγραφα θεσμικού οργάνου. Η Επιτροπή, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, εξήγησε περαιτέρω τη διάκριση αυτή, δηλώνοντας ότι για τους σκοπούς του δημοκρατικού ελέγχου των δραστηριοτήτων των θεσμικών οργάνων θα επέτρεπε την πρόσβαση στα υπομνήματά της ή σε υπομνήματα άλλου θεσμικού οργάνου που διέπεται από τον κανονισμό, μετά από διαβούλευση με το εκάστοτε όργανο.

55.

Ο P. Breyer, η Φινλανδική και η Σουηδική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι το άρθρο 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ δεν θα έπρεπε να ασκεί καμία επίδραση στην ερμηνεία του κανονισμού. Φρονούν ότι το άρθρο 15, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ διέπει μόνο τη δικαιοδοτική δραστηριότητα του Δικαστηρίου και δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως αφορών δικαστικά έγγραφα εν γένει. Επίσης, αμφισβητούν τη διάκριση της Επιτροπής βάσει της θεωρίας του «διττού χαρακτήρα».

56.

Δεν μπορώ να συμμεριστώ την ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ που προτείνει η Επιτροπή. Φαίνεται να βασίζεται σε μια κάπως επιλεκτική εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως.

57.

Το άρθρο 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ θεσπίζει γενικό δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Η γενική αυτή διάταξη ορίζεται ακριβέστερα στο τέταρτο εδάφιο της ίδιας παραγράφου ως εξής: «Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων υπόκεινται στην παρούσα παράγραφο μόνον κατά την άσκηση των διοικητικών τους καθηκόντων».

58.

Ως εκ τούτου, η εν λόγω διάταξη περιορίζει πράγματι το δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα σε ένα τμήμα της δραστηριότητας του Δικαστηρίου: στην άσκηση των διοικητικών του καθηκόντων. Κατά την ερμηνεία της διατάξεως αυτής, ενδέχεται να εμφιλοχωρήσουν ορισμένες ορολογικές αμφιβολίες ( 22 ). Επίσης, σε μεμονωμένες περιπτώσεις, μπορεί να προκύψει ζήτημα ορίων: ένα συγκεκριμένο καθήκον που ασκεί το Δικαστήριο είναι δικαστικό ή διοικητικό; Ένα καθήκον είναι πάντα μόνο διοικητικό ή μόνο δικαστικό;

59.

Δεν υπάρχει, ωστόσο, καμία αμφιβολία ότι από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως προκύπτει ότι η εξαίρεση του άρθρου 15, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ είναι πρωτίστως οργανική, εντός της οποίας εισάγεται μια δεύτερη, λειτουργική εξαίρεση. Η διάταξη αυτή περιέχει έναν ορισμό που λειτουργεί σε δύο επίπεδα: το Δικαστήριο (όργανο) υπόκειται στη διάταξη μόνο κατά την άσκηση των διοικητικών του καθηκόντων (είδος δραστηριότητας).

60.

Στην πράξη, η εν λόγω διάταξη της Συνθήκης ορίζει απλώς ότι καμία αίτηση για πρόσβαση σε πληροφορίες δεν μπορεί να απευθύνεται στο Δικαστήριο ως θεσμικό όργανο, εάν το περιεχόμενο του αιτήματος σχετίζεται με την άσκηση των δικαστικών του καθηκόντων. Αντιθέτως, τέτοια αιτήματα μπορούν να απευθύνονται στο Δικαστήριο ως θεσμικό όργανο, εάν αφορούν την άσκηση των διοικητικών του καθηκόντων ( 23 ).

61.

Είναι όμως εξίσου προφανές ότι η εφαρμογή του λειτουργικού στοιχείου του ορισμού περιορίζεται σαφώς από τον κύριο οργανικό ορισμό. Με άλλα λόγια, το λειτουργικό στοιχείο πρέπει να ενεργοποιείται μόνο στον βαθμό που υποβάλλεται αίτηση προς το Δικαστήριο ως θεσμικό όργανο. Από καμία διάταξη της Συνθήκης δεν προκύπτει ότι ο ορισμός θα έπρεπε να επεκταθεί πέραν της οργανικής διαστάσεώς του, δημιουργώντας έτσι μια νέα, de facto, εξαίρεση στο δικαίωμα προσβάσεως.

62.

Ωστόσο, αυτό είναι, κατ’ ουσίαν, το επιχείρημα που προέβαλε η Επιτροπή στην υπό κρίση υπόθεση. Κατά την Επιτροπή, το άρθρο 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ πρέπει να νοείται ως προστατεύον τη δικαιοδοτική δραστηριότητα καθεαυτήν. Ωστόσο, εάν αποσπαστεί από την πρωταρχική οργανική του διάσταση, ο αποκλεισμός, στην πράξη, θα είναι υπερβολικά εκτεταμένος: θα μπορούσε να αποκλειστεί η πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο σχετίζεται με τη δικαιοδοτική δραστηριότητα του Δικαστηρίου, ανεξάρτητα από το ποιος το έχει συντάξει και σε ποιου την κατοχή βρίσκεται. Κατά συνέπεια, κάθε έγγραφο που προέρχεται από θεσμικό όργανο ή βρίσκεται στην κατοχή θεσμικού οργάνου και άπτεται της δικαιοδοτικής δραστηριότητας του Δικαστηρίου, κατά κανόνα, εάν όχι πάντοτε, θα εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού.

63.

Το γιατί δεν μπορεί να υιοθετηθεί μια τέτοια προσέγγιση προκύπτει και από τις αντιφάσεις που εμφιλοχωρούν στη συνολική επιχειρηματολογία της Επιτροπής. Στην πιο ακραία της εκδοχή, η ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, που προέβαλε η Επιτροπή, τελικά θα είχε ως αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται στην ίδια την Επιτροπή να δημοσιοποιεί δικά της υπομνήματα ή παραδείγματος χάρη υπομνήματα του Συμβουλίου ή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Τα υπομνήματα αυτά σχετίζονται επίσης με τα δικαστικά καθήκοντα του Δικαστηρίου, και άρα, εάν προκριθεί το επιχείρημα της Επιτροπής, εξαιρούνται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

64.

Για τους λόγους αυτούς, η ερμηνεία που προέβαλε η Επιτροπή στην υπό κρίση υπόθεση προσκρούει τόσο στη γραμματική όσο και στη συστημική ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

65.

Εξάλλου, και ο γενικός σκοπός της Συνθήκης της Λισσαβώνας, του οποίου έχει γίνει πολλές φορές επίκληση κατά τη διάρκεια της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με την ερμηνεία της Επιτροπής. Υπό το πρίσμα άλλων διατάξεων των Συνθηκών, μεταγενέστερων της Συνθήκης της Λισσαβώνας, όπως το άρθρο 1 ΣΕΕ και το άρθρο 298 ΣΛΕΕ, καθώς και των άρθρων 11 και 42 του Χάρτη, τα οποία αναφέρονται όλα στον ανοικτό χαρακτήρα των διαδικασιών και στη διαφάνεια, ο γενικός σκοπός του άρθρου 15, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν είναι να αποκλείσει, αλλά μάλλον να συμπεριλάβει ρητά κάτι: να υποβάλει σαφώς το Δικαστήριο στην αρχή της προσβάσεως στην πληροφόρηση κατά την άσκηση των διοικητικών καθηκόντων του.

66.

Επομένως, εξ όσων αντιλαμβάνομαι, ούτε από τη γραμματική, συστημική ή διακειμενική ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η εν λόγω διάταξη θα μπορούσε να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να περιορίζει το υφιστάμενο εύρος της προσβάσεως σε έγγραφα του κανονισμού, συμπεριλαμβανομένης της προσβάσεως στα υπομνήματα εις χείρας της Επιτροπής.

67.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως.

Β – Λειτουργικά και πρακτικά προβλήματα της λύσεως που υιοθετήθηκε με την απόφαση API

68.

Κατά τη γνώμη μου, η προτεινόμενη λύση στην υπό κρίση υπόθεση που σκιαγραφείται ανωτέρω είναι η μόνη νοητή στο τρέχον νομικό πλαίσιο, εάν υποτεθεί ότι το Δικαστήριο επιθυμεί να παραμείνει εντός των ορίων της αποφάσεως API, σεβόμενο ταυτοχρόνως το πνεύμα του κανονισμού –λύση που ενισχύεται περαιτέρω από τη θεσμική διαφάνεια που προάγει γενικώς η Συνθήκη της Λισσαβώνας.

69.

Δεν χωρεί, ωστόσο, καμία αμφιβολία ότι ορισμένες από τις πρακτικές συνέπειες της λύσεως, στην οποία θα αναφέρομαι στο εξής ως «προσέγγιση API», μπορεί να θεωρηθούν προβληματικές ως προς τη λειτουργία τους. Πριν προβώ στην περιγραφή τριών τέτοιων συνεπειών, θα ήθελα να τονίσω ότι οι πρακτικές αυτές δυσκολίες θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον σχεδιασμό τυχόν μελλοντικών λύσεων για το ζήτημα της προσβάσεως σε ορισμένα δικαστικά έγγραφα του Δικαστηρίου. Ωστόσο, δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για να περιοριστεί το ισχύον πεδίο εφαρμογής της προσβάσεως σε έγγραφα.

70.

Πρώτον, η προσέγγιση API, που ενδεχομένως επεκτείνεται με την υπό κρίση υπόθεση, δημιουργεί ανισορροπία μεταξύ των διαδίκων. Η Επιτροπή ή κάποιο άλλο θεσμικό όργανο της Ένωσης καλείται να δημοσιοποιήσει τα υπομνήματα άλλου διαδίκου ή παρεμβαίνοντα σε μια διαδικασία. Ως εκ τούτου, ένας διάδικος που θα έπρεπε να τελεί σε ισοτιμία με τους λοιπούς διαδίκους της εκάστοτε υποθέσεως, περιέρχεται αίφνης σε θέση de facto δικαστή που αποφασίζει (εμμέσως, φυσικά) για τα συμφέροντα των λοιπών διαδίκων όσον αφορά τη δημοσιοποίηση των υπομνημάτων του. Χωρίς να θέλω να υπαινιχθώ κακοπιστία ή οποιουδήποτε είδους κατάχρηση από τον διάδικο που έχει το πλεονέκτημα αυτό, μια τέτοια θέση είναι εγγενώς προβληματική.

71.

Δεύτερον, εμφιλοχωρεί κίνδυνος υπάρξεως κενών όσον αφορά την πρόσβαση. Βάσει της αποφάσεως API, η πρόσβαση σε έγγραφα τρίτων, όπως τα υπομνήματα, φαίνεται να εξαρτάται από το εάν η Επιτροπή –ή τυχόν άλλο θεσμικό όργανο που διέπεται από τον κανονισμό– ήταν διάδικος στη δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου. Εάν αυτό δεν ισχύει, ο κανονισμός, εκ των πραγμάτων, δεν έχει εφαρμογή. Άρα, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα υπομνήματα στα οποία μπορεί να χορηγηθεί πρόσβαση εν γένει, και σίγουρα όταν η υπόθεση έχει περατωθεί, δεν θα είναι προσβάσιμα, απλώς και μόνο επειδή τα αντίστοιχα θεσμικά όργανα δεν συμμετείχαν στη διαδικασία.

72.

Τρίτον, η προσέγγιση API υποχρεώνει την Επιτροπή –και, ενδεχομένως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο, όταν είναι διάδικοι σε διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου– να αξιολογεί την εκάστοτε αίτηση για πρόσβαση σε έγγραφο. Κατά την αξιολόγηση αυτή, το οικείο όργανο υποχρεούται να προβεί σε μια σειρά εκτιμήσεων, και, μεταξύ άλλων, να εξετάσει κατά πόσον έχει εφαρμογή κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 4 του κανονισμού ή κατά πόσον υπάρχει συνάφεια με άλλες υποθέσεις, οπότε πρέπει να εφαρμοστεί η (χρονική) εξαίρεση που εισήχθη με την απόφαση API. Χωρίς να θέλω κατά κανέναν τρόπο να αμφισβητήσω το υψηλό επίπεδο εμπειρογνωσίας των θεσμικών οργάνων που διέπονται από τον κανονισμό, η αλήθεια είναι ότι ένας διάδικος ή παρεμβαίνων είναι απίθανο να διαθέτει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με την οικεία δικογραφία ή με άλλες, ενδεχομένως συναφείς, εκκρεμείς υποθέσεις.

73.

Όλοι αυτοί οι προβληματισμοί οδηγούν σε ένα προφανές, αλλά σημαντικό και αναγκαίο συμπέρασμα: η απόφαση σχετικά με την πρόσβαση σε δικαστικά έγγραφα θα πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως από το Δικαστήριο και όχι από διαδίκους ή παρεμβαίνοντες. Για διάφορους πρακτικούς αλλά και κανονιστικούς λόγους, το όργανο που χειρίζεται αποκλειστικά τη δικογραφία είναι εκείνο που πρέπει πρωτίστως να αποφασίζει για την πρόσβαση στα έγγραφα που την απαρτίζουν ( 24 ).

74.

Γενικότερα, διευρυμένη ερμηνεία του κανονισμού με ευρύ ορισμό του «εγγράφου» και η εγκατάλειψη του κανόνα του συντάκτη, οδηγούν αναγκαστικά στο συμπέρασμα που διατυπώνεται ανωτέρω στην Ενότητα Α. Σε κάθε περίπτωση, όπως αναλύεται στην παρούσα ενότητα, σε έναν κριτικό παρατηρητή παραμένει ομολογουμένως η αίσθηση ότι ένα θεσμικό όργανο, εν προκειμένω η Επιτροπή, στην πράξη υποχρεούται να αναλάβει ένα έργο το οποίο ακριβώς αναλογεί στο ίδιο το Δικαστήριο.

75.

Ως εκ τούτου, στην επόμενη Ενότητα Γ, θα σκιαγραφήσω ορισμένους ευρύτερους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο θα πρέπει να αναλάβει το έργο αυτό και στη συνέχεια, στην Ενότητα Δ, θα περιγράψω συνοπτικά το πώς μπορεί να επιτευχθεί πρακτικά.

Γ – Η αρχή του ανοιχτού χαρακτήρα των διαδικασιών και τα δικαστήρια

76.

Το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να παρέχει πρόσβαση σε έγγραφα, εκτός εάν άπτονται της ασκήσεως των διοικητικών καθηκόντων του. Τούτο, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι το Δικαστήριο δεν υπόκειται στη γενική αρχή του ανοιχτού χαρακτήρα (υποενότητα 1). Ομοίως, ορισμένα στοιχεία του (δικαστικού) ανοιχτού χαρακτήρα άπτονται και του δικαιώματος της ελευθερίας πληροφορήσεως, όπως προβλέπεται από τον Χάρτη (υποενότητα 2). Γενικότερα, ο ανοιχτός χαρακτήρας των καθημερινών δικαστικών δραστηριοτήτων αποτελεί πλέον θέμα αρχής για τα δικαστήρια (υποενότητα 3), όπως προκύπτει σαφώς και από συγκριτική εξέταση (υποενότητα 4).

1. Ανοιχτός χαρακτήρας των διαδικασιών ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

77.

Το Δικαστήριο ως θεσμικό όργανο δεν υπόκειται στην υποχρέωση να παρέχει πρόσβαση σε έγγραφα κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών καθηκόντων του. Τούτο, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι το Δικαστήριο δεν υπόκειται στη γενική αρχή του ανοιχτού χαρακτήρα ( 25 ), η οποία κατοχυρώνεται με μια σειρά διατάξεων των Συνθηκών ( 26 ).

78.

Πρώτον, το άρθρο 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ (όπως προαναφέρθηκε στα σημεία 52 έως 66 των ανά χείρας προτάσεων) υποχρεώνει το Δικαστήριο να επιτρέπει την πρόσβαση σε έγγραφα μόνον κατά την άσκηση των διοικητικών καθηκόντων του. Εντούτοις, το άρθρο 15, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, που θεσπίστηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, διεύρυνε σαφώς το πεδίο εφαρμογής της αρχής του ανοιχτού χαρακτήρα σε όλα τα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Ειδικότερα, ορίζει ότι «[π]ροκειμένου να προωθήσουν τη χρηστή διακυβέρνηση και να διασφαλίσουν τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών, τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης διεξάγουν τις εργασίες τους όσο το δυνατόν πιο ανοιχτά». Στο άρθρο 13, παράγραφος 1, ΣΕΕ, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαριθμείται ως ένα από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο υπόκειται στην αρχή του ανοιχτού χαρακτήρα.

79.

Δεύτερον, άλλες διατάξεις των Συνθηκών, όπως διατυπώθηκαν μετά τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, κατοχυρώνουν περαιτέρω την αρχή του ανοιχτού χαρακτήρα. Στο προοίμιο της ΣΕΕ ορίζονται οι γενικοί στόχοι της Ένωσης, όπως τίθενται από τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη. Δίνεται έμφαση στην συνολική ανάγκη «να ενισχ[υθεί] περαιτέρω [η] δημοκρατική και αποτελεσματική λειτουργία των θεσμικών οργάνων», χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ των θεσμικών οργάνων. Περαιτέρω, το άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ προβλέπει ότι η «Συνθήκη διανοίγει νέα φάση στη διαδικασία μιας διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης, στην οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο ανοικτά και όσο το δυνατόν εγγύτερα στους πολίτες» ( 27 ).

80.

Τρίτον, όπως επιβεβαιώνεται και από το Δικαστήριο, «η αρχή της διαφάνειας [...] εξασφαλίζει μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων και, παράλληλα, εγγυάται μεγαλύτερη νομιμότητα, αποτελεσματικότητα και υπευθυνότητα της διοικήσεως έναντι του πολίτη σε ένα δημοκρατικό σύστημα» ( 28 ).

81.

Εν ολίγοις, η γενική υποχρέωση διαφάνειας εφαρμόζεται σε όλα τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, αδιακρίτως. Οι Συνθήκες περιλαμβάνουν σαφείς απαιτήσεις βάσει των οποίων το Δικαστήριο, όπως και κάθε άλλο θεσμικό όργανο, υπόκειται στην αρχή του ανοιχτού χαρακτήρα.

2. Ελευθερία πληροφορήσεως

82.

Η υποχρέωση του Δικαστηρίου να εξασφαλίζει σε εύλογο βαθμό τον ανοικτό χαρακτήρα της ασκήσεως των δικαιοδοτικών καθηκόντων του θα μπορούσε επίσης να συναχθεί από τις διατάξεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη. Κατά τη γνώμη μου, η συναφής προς τούτο διάταξη δεν είναι το άρθρο 42 του Χάρτη (δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα), αλλά μάλλον το άρθρο 11 (ελευθερία εκφράσεως και πληροφορήσεως).

83.

Το άρθρο 42 του Χάρτη, που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο V, με τίτλο «Δικαιώματα των πολιτών», ορίζει ένα γενικό δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Επομένως, εάν εξεταστεί μεμονωμένα, το άρθρο 42 του Χάρτη θα μπορούσε να ερμηνευθεί ωσάν να επιβάλλει σε όλα τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του Δικαστηρίου, την υποχρέωση να ικανοποιούν το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα.

84.

Ωστόσο, το άρθρο 15, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ επιβάλλει στο Δικαστήριο την ως άνω υποχρέωση μόνο όταν αυτό ασκεί τα διοικητικά του καθήκοντα. Από το άρθρο 52, παράγραφος 2, του Χάρτη προκύπτει ότι «[τ]α δικαιώματα που αναγνωρίζονται από τον παρόντα Χάρτη και τα οποία αποτελούν αντικείμενο διατάξεων των Συνθηκών ασκούνται υπό τους όρους και εντός των ορίων που καθορίζονται σε αυτές». Συναφώς, οι επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη παρέχουν κατευθύνσεις για την ερμηνεία του άρθρου 42 και ορίζουν ότι το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα ασκείται υπό τους όρους και εντός των ορίων που προβλέπονται με το άρθρο 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

85.

Συνεπώς, το άρθρο 42 του Χάρτη εξακολουθεί να έχει εφαρμογή στο Δικαστήριο μόνον κατά την άσκηση των διοικητικών καθηκόντων του και δεν έχει εφαρμογή στο Δικαστήριο όταν ασκεί τα δικαιοδοτικά του καθήκοντα.

86.

Ωστόσο, το γεγονός ότι το συγκεκριμένο δικαίωμα δεν τυγχάνει εφαρμογής δεν αποκλείει την εφαρμογή άλλων, γενικότερων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη. Στην υπό κρίση υπόθεση, η ελευθερία πληροφορήσεως καλύπτεται επίσης από το άρθρο 11 του Χάρτη. Η διάταξη αυτή ορίζει ότι το δικαίωμα στην ελευθερία εκφράσεως περιλαμβάνει την ελευθερία λήψεως και μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών. Το δικαίωμα αυτό είναι ευρύτερο από την πρόσβαση σε έγγραφα. Με άλλα λόγια, το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα είναι λογικό υποσύνολο ή μία από τις εκφάνσεις του δικαιώματος λήψεως πληροφοριών. Ο καθένας έχει δικαίωμα να λαμβάνει πληροφορίες, προκειμένου να είναι σε θέση να ασκεί την ελευθερία εκφράσεώς του ( 29 ).

87.

Το άρθρο 11 του Χάρτη αντιστοιχεί στο άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ). Η τελευταία αυτή διάταξη τείνει, ολοένα και περισσότερο, να ερμηνεύεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) ως μία ευρεία εγγύηση της ελευθερίας πληροφορήσεως, που προσεγγίζει την αναγνώριση δικαιώματος προσβάσεως στην πληροφόρηση ( 30 ).

88.

Όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα της προσβάσεως στα έγγραφα του δικαστηρίου, το ΕΔΔΑ, στην υπόθεση Társaság a Szabadságjogokért κατά Ουγγαρίας ( 31 ), έκρινε ότι η Ουγγαρία παρέβη το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, αρνούμενη να επιτρέψει σε μη κυβερνητική οργάνωση (ΜΚΟ) την πρόσβαση σε καταγγελία που εκκρεμούσε ενώπιον του συνταγματικού δικαστηρίου σχετικά με τη συνταγματικότητα τροποποιήσεων του ποινικού κώδικα. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι επρόκειτο για περιττή παρέμβαση στην ελευθερία πληροφορήσεως ( 32 ). Αξίζει ενδεχομένως να τονιστεί ότι το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό σε σχέση με εκκρεμούσα υπόθεση, ενώπιον του συνταγματικού δικαστηρίου, κατά την οποία ζητήθηκε πρόσβαση σε υπόμνημα (στην αρχική προσφυγή), πριν από την έκδοση αποφάσεως του συνταγματικού δικαστηρίου.

89.

Το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη προβλέπει ότι η έννοια και η εμβέλεια των δικαιωμάτων του Χάρτη είναι ίδιες με εκείνες που ορίζονται από την ΕΣΔΑ. Άρα, το νομοθετικό πρότυπο της Ένωσης δεν θα πρέπει να υπολείπεται του προτύπου που έθεσε το ΕΔΔΑ. Μένει να διαπιστωθεί προς πού ακριβώς θα γύρει την πλάστιγγα το ΕΔΔΑ σε μελλοντικές υποθέσεις που αφορούν το ίδιο θέμα ( 33 ). Είναι, ωστόσο, ήδη αρκετά σαφές ότι, όσον αφορά τον ανοικτό χαρακτήρα των δικαιοδοτικών διαδικασιών και την πρόσβαση στα υπομνήματα που υποβάλλουν οι διάδικοι ενώπιον των δικαστηρίων, η τάση είναι υπέρ του ανοιχτού χαρακτήρα και της προσβάσεως.

90.

Εν συνόψει: το Δικαστήριο υπόκειται στην αρχή του ανοικτού χαρακτήρα των διαδικασιών, η οποία διέπει και τις δικαιοδοτικές του δραστηριότητες. Η ελευθερία πληροφορήσεως, που κατοχυρώνεται με το άρθρο 11, παράγραφος 1, του Χάρτη, και όπως ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ υπό το πρίσμα του άρθρου 52, παράγραφος 3, του Χάρτη και του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, παραπέμπει επίσης, σαφώς, στη διεύρυνση του ανοιχτού χαρακτήρα.

91.

Εντούτοις, η απαρίθμηση καθηκόντων, υποχρεώσεων, καθώς και ένας κατάλογος διατάξεων βάσει των οποίων το Δικαστήριο υποχρεούται να πράξει κάτι δεν είναι ο καλύτερος τρόπος προσέγγισης του ζητήματος. Θα ήταν πιο πρόσφορο να τεθεί το ερώτημα διαφορετικά: τι θα μπορούσε, στις αρχές του 21ου αιώνα, να επιθυμεί για τον εαυτό του ένα δικαστήριο, προκειμένου να εγκαθιδρύσει διάλογο με το ευρύτερο κοινό;

92.

Στα επόμενα δύο μέρη της ενότητας αυτής επιδιώκεται να εξεταστεί το εν λόγω ζήτημα σε δύο επίπεδα: αφενός, αναφορικά με τις αξίες (υποενότητα 3) και, αφετέρου, βάσει συγκριτικής αναλύσεως (υποενότητα 4). Ποια είναι η πρακτική των δικαστηρίων όσον αφορά θέματα απτόμενα του ανοιχτού χαρακτήρα και γιατί;

3. Οι αξίες που διέπουν τον ανοικτό χαρακτήρα των δικαιοδοτικών διαδικασιών

93.

Ο ανοιχτός χαρακτήρας δεν είναι ένα νέο σημείο προβληματισμού στη δικαιοσύνη. Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, ο Jeremy Bentham τόνισε ότι η δημοσιότητα είναι η «ψυχή της δικαιοσύνης» ( 34 ). Δήλωσε ότι «Χωρίς δημοσιότητα, κανένα καλό δεν είναι μόνιμο. Υπό την αιγίδα της δημοσιότητας, κανένα κακό δεν μπορεί να εξακολουθήσει» και ότι «Η αποτελεσματικότητα αυτού του σπουδαίου μέσου εκτείνεται σε όλα – νομοθεσία, διοίκηση, δικαιοσύνη» ( 35 ). Συνεπώς, η δημοσιότητα των ακροάσεων και η δημοσίευση των δικαστικών αποφάσεων μπορεί να θεωρηθεί έκφανση της αρχής του ανοιχτού χαρακτήρα ( 36 ), αλληλένδετη με το στοιχείο του δημόσιου ελέγχου επί του δικαστικού σώματος.

94.

Με την εξέλιξη της δικαιοδοτικής διαδικασίας συν τω χρόνω, κατέστη αναγκαία η περαιτέρω διεύρυνση του ανοιχτού χαρακτήρα. Σήμερα, τα δικαστήρια διαδραματίζουν βασικό ρόλο στις δημοκρατικές κοινωνίες. Η εξουσία συνοδεύεται από την ανάλογη ευθύνη. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο για ένα υπερεθνικό δικαστήριο όπως το Δικαστήριο, λόγω του ότι είναι αναμφισβήτητα πιο «απομακρυσμένο από τον πολίτη» ( 37 ) και διαφέρει από τις πιο παραδοσιακές μορφές εξουσίας που έχουν τα εθνικά δικαστήρια.

95.

Στις συνταγματικές δημοκρατίες, προκειμένου οι αποφάσεις που λαμβάνονται να είναι κοινωνικά αποδεκτές, το επίπεδο νομιμότητας πρέπει να αντιστοιχεί στο επίπεδο της εξουσίας και των αρμοδιοτήτων. Βεβαίως, υπάρχουν διάφορες πηγές νομιμότητας. Επί παραδείγματι, μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ θεσμικής νομιμότητας και νομιμότητας της αιτιολογήσεως ( 38 ). Εξίσου έγκυρη είναι η διάκριση μεταξύ νομιμότητας της διαδικασίας (των δικογράφων) και νομιμότητας του αποτελέσματος (της αποφάσεως) ( 39 ). Όποιος χαρακτηρισμός και αν αποδοθεί τελικά στην έννοια, το ερώτημα παραμένει το ίδιο: πώς και από πού αντλούν τη νομιμότητά τους οι πράξεις ενός θεσμικού οργάνου;

96.

Στην αναζήτηση του μέσου για την ενίσχυση της νομιμότητας των δικαστηρίων στις συνταγματικές δημοκρατίες, ο ανοιχτός χαρακτήρας φαίνεται να είναι η αυτονόητη επιλογή. Ο ανοικτός χαρακτήρας των διαδικασιών ενισχύει τη συνολική νομιμότητα των δικαστηρίων. Αφενός, ισχυροποιεί τα δημοκρατικά τους διαπιστευτήρια, ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στις προσδοκίες των πολιτών (κατωτέρω, στοιχείο αʹ). Αφετέρου, βελτιώνει την ποιότητα της απονομής της δικαιοσύνης, με τη δημιουργία κινήτρων για τη βελτίωση του δικαστικού έργου και του αποτελέσματος της δικαιοδοτικής διαδικασίας (στοιχείο βʹ).

α) Δημοκρατική απονομή δικαιοσύνης ( 40 )

97.

Όσον αφορά τα δικαστήρια, η λαϊκή νομιμοποίηση δεν μπορεί να εξασφαλίζεται με τα ίδια παραδοσιακά μέσα που ισχύουν για την κυβέρνηση ή το κοινοβούλιο. Πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στον συγκεκριμένο και ιδιαίτερο ρόλο των ανεξάρτητων δικαστηρίων.

98.

Ως εκ τούτου, τα δικαστήρια καθίστανται πιο υπεύθυνα έναντι των πολιτών κυρίως μέσω του ανοικτού χαρακτήρα των διαδικασιών τους. Ο ανοικτός χαρακτήρας των δικαστηρίων ενισχύει τη δημοκρατική φύση τους, επιτρέποντας στους πολίτες να παρακολουθούν την άσκηση της δικαστικής εξουσίας, εξασφαλίζοντας τη συμμετοχή τους μέσω του δημόσιου διαλόγου και, τέλος, προάγοντας την κατανόηση των δικαστικών κρίσεων. Με τον τρόπο αυτό, ο ανοικτός χαρακτήρας της δικαιοδοτικής λειτουργίας εν τέλει προωθεί τη νομιμότητα της διαδικασίας (των δικογράφων).

99.

Πρώτον, ο εν λόγω ανοιχτός χαρακτήρας εξασφαλίζει κάποιον βαθμό δημοκρατικού ελέγχου επί των δικαστηρίων. Σύμφωνα με την περίφημη ρήση του Lord Chief Justice Hewart, «η δικαιοσύνη δεν πρέπει απλώς να απονέμεται· πρέπει, προδήλως και αναμφιβόλως, να φαίνεται ότι απονέμεται» ( 41 ). Ένας τρόπος να υλοποιηθεί ο δημοκρατικός αυτός έλεγχος είναι μέσω της προσβάσεως στα έγγραφα. Τα έγγραφα είναι απαραίτητα για την κατανόηση μιας αποφάσεως, του περιεχομένου της και της συλλογιστικής που κατέληξε στην έκδοσή της. Τα δικαστήρια φαίνεται πιο αξιόπιστα, υπεύθυνα και αποτελεσματικά, όταν δημοσιοποιούν τουλάχιστον ορισμένα από τα έγγραφα επί των οποίων βασίζονται, προκειμένου να εκδώσουν απόφαση. Το κοινό μπορεί να διαπιστώσει ότι ένα δικαστήριο εξέτασε και μελέτησε διεξοδικά τα διάφορα επιχειρήματα των διαδίκων. Έτσι, το κοινό μπορεί να κατανοήσει τη λογική που στηρίζει μια δικαστική κρίση και τους λόγους για τους οποίους ένα επιχείρημα επικράτησε έναντι άλλου.

100.

Δεύτερον, ο ανοικτός χαρακτήρας των διαδικασιών ενθαρρύνει τον δημόσιο διάλογο. Προάγει τη συμμετοχή των πολιτών στην οικοδόμηση, μέσα από τον διάλογο και την ανταλλαγή ιδεών, μιας ευρωπαϊκής κοινής γνώμης ( 42 ). Δημόσια συζήτηση μπορεί κυρίως να προκληθεί από μη κυβερνητικές οργανώσεις, ενώσεις πολιτών, δημοσιογράφους, κοινωνικούς θεματοφύλακες, ερευνητές ή πληροφοριοδότες, που συμβάλλουν στην ευαισθητοποίηση των πολιτών σχετικά με συγκεκριμένα θέματα δημοσίου συμφέροντος ( 43 ). Έτσι, ο ευρύτερος ανοιχτός χαρακτήρας είναι πιθανό να αυξήσει την εμπιστοσύνη του κοινού στο δικαστικό σώμα ( 44 ).

101.

Πρέπει να τονιστεί σαφώς ότι η δυνατότητα κριτικής είναι εκ των ων ουκ άνευ ενός ουσιαστικού διαλόγου. Τυχόν κριτική δεν πρέπει να θεωρείται ότι υπονομεύει τα δικαστήρια ως θεσμικά όργανα. Επιπλέον, ο φόβος της κριτικής σίγουρα δεν είναι καλός λόγος για την απόκρυψη πληροφοριών. Αντιθέτως, η κριτική συνιστά βασικό χαρακτηριστικό των δημοκρατικών κοινωνιών, οι οποίες αποδίδουν αξία στην ελευθερία εκφράσεως και στον πλουραλισμό των απόψεων.

102.

Τρίτον, ο ανοικτός χαρακτήρας των δικαιοδοτικών διαδικασιών έχει και μια ευρετική αξία ( 45 ). Επιτρέπει την καλύτερη κατανόηση της εκβάσεως της υποθέσεως. Καθένας μπορεί να διαπιστώσει, αν όχι το γιατί, τουλάχιστον το πώς ένα δικαστήριο κατέληξε σε μια συγκεκριμένη απόφαση, εφόσον κατ’ αρχήν επιτρέπεται η πρόσβαση στα υπομνήματα των διαδίκων, δεδομένου ότι αυτά συνιστούν την απαρχή του δικανικού συλλογισμού. Ομοίως, τα υπομνήματα μπορεί να φωτίσουν ορισμένες ασαφείς κρίσεις και να αποκαλύψουν τυχόν συστημικά πρότυπα της συλλογιστικής του δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, οι αποφάσεις των δικαστηρίων μπορεί να καταστούν περισσότερο προβλέψιμες.

β) Ποιότητα της απονομής δικαιοσύνης

103.

Ο ανοιχτός χαρακτήρας των διαδικασιών βελτιώνει τόσο το αποτέλεσμα όσο και τη διεξαγωγή του δικαιοδοτικού έργου, ήτοι την ποιότητα των αποφάσεων, αλλά και των υπομνημάτων που υποβάλλουν οι διάδικοι. Μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες για ευγενή άμιλλα στο νομικό έργο, δεδομένου ότι ο δημόσιος έλεγχος και η πιθανή κριτική μπορεί να αποτελέσουν αποτελεσματικό κίνητρο για τα δικαστήρια, αλλά και για τους λοιπούς συμμετέχοντες στη διαδικασία, προκειμένου να βελτιώσουν την ποιότητα του επαγγελματικού τους έργου. Επίσης, μπορεί να ευνοήσει μελλοντικούς διαδίκους, καθώς μπορεί να αποκαλύπτει στρατηγικές ή πρότυπα νομικού συλλογισμού. Ως εκ τούτου, είναι πιθανόν να βελτιωθεί η ποιότητα του έργου των διαφόρων εμπλεκόμενων νομικών φορέων, καθώς και η συνολική τήρηση του κράτους δικαίου.

104.

Εν ολίγοις, στο κανονιστικό επίπεδο, ο ανοικτός χαρακτήρας των διαδικασιών είναι βέβαιο ότι ενισχύει τη συνολική θεσμική νομιμότητα των δικαστηρίων. Δεν συντρέχει κανένας λόγος να θεωρηθεί ότι το Δικαστήριο εξαιρείται αυτής της γενικής παραδοχής. Πώς λοιπόν, ειδικότερα, μπορούν να τεθούν σε εφαρμογή τέτοια ευρύτερα κανονιστικά προτάγματα; Επί του ζητήματος αυτού, ίσως έχει ενδιαφέρον η συγκριτική ανάλυση άλλων εθνικών και διεθνών συστημάτων.

4. Συγκριτική ανάλυση

105.

Η πρακτική όσον αφορά την πρόσβαση στα δικαστικά έγγραφα στα κράτη μέλη της Ένωσης ποικίλλει εξαιρετικά ( 46 ). Ειδικοί κανόνες σχετικά με την πρόσβαση στα δικαστικά έγγραφα έχουν θεσπιστεί μόνο σε μια μειονότητα των κρατών μελών, όπως η Σουηδία και η Φινλανδία. Σε άλλα κράτη, η πρόσβαση στα δικαστικά έγγραφα διέπεται από γενικούς κανόνες σχετικά με την πρόσβαση στα δημόσια έγγραφα. Σε άλλα πάλι, η πρόσβαση στα δικαστικά έγγραφα επιτρέπεται βάσει των συναφών διατάξεων των εθνικών κωδίκων δικονομίας (πολιτικής, διοικητικής, ποινικής) που διέπουν την πρόσβαση τρίτων στη δικογραφία, ως τμήμα των ισχυόντων δικονομικών κανόνων.

106.

Τα περισσότερα κράτη μέλη φαίνεται ότι έχουν επιλέξει κάποιο είδος συστήματος ατομικής αιτήσεως. Συχνά, αν και όχι πάντα, η πρόσβαση φαίνεται να εξαρτάται από την απόδειξη σχετικού έννομου συμφέροντος. Αναλόγως της φύσεως της υποθέσεως, τα έγγραφα μπορεί να διατίθενται ενόσω η υπόθεση εκκρεμεί ή μετά την έκδοση της αποφάσεως. Σε ορισμένες ευαίσθητες υποθέσεις, δημοσιοποιούνται μόνο μετά την παρέλευση της προσήκουσας περιόδου εμπιστευτικότητας.

107.

Εκτός Ευρώπης, διάφορες χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και ο Καναδάς, είναι μάλλον ανοικτές όσον αφορά την πρόσβαση τρίτων στα δικαστικά έγγραφα και ιδίως στα υπομνήματα ( 47 ).

108.

Εξετάζοντας τις διεθνείς δικαιοδοσίες, και λαμβάνοντας ως πρώτο παράδειγμα το ΕΔΔΑ, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ ορίζει ότι «[τ]ο κοινό έχει πρόσβαση στα έγγραφα που κατατίθενται στην Γραμματεία, εκτός αν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφασίσει διαφορετικά». Επίσης, στον κανόνα 33, παράγραφος 1, του κανονισμού λειτουργίας του ΕΔΔΑ ορίζεται ότι «όλα τα έγγραφα που έχουν κατατεθεί στη Γραμματεία από τους διαδίκους ή από οποιονδήποτε τρίτο σε σχέση με προσφυγή [...] πρέπει να είναι προσβάσιμα στο κοινό, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που ορίζονται από τη Γραμματεία, εκτός εάν ο Πρόεδρος του τμήματος, [...] αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως διαδίκου ή τρίτου ενδιαφερομένου, αποφασίσει διαφορετικά». Βάσει αυτού, τα σχετικά με περατωθείσες δίκες έγγραφα διατίθενται κατόπιν συγκεκριμένου αιτήματος, ενώ στα έγγραφα που αφορούν εκκρεμείς υποθέσεις παρέχεται πρόσβαση εντός των εγκαταστάσεων του ΕΔΔΑ. Εντούτοις, προβλέπεται επίσης εξαντλητική απαρίθμηση των περιορισμών στην πρόσβαση του κοινού στη δικογραφία ( 48 ).

109.

Στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (στο εξής: ΕΖΕΣ), τα πρόσωπα που έχουν έννομο συμφέρον στην υπό κρίση υπόθεση μπορούν να συμβουλεύονται τα πρακτικά, τα οποία περιέχουν κυρίως υπομνήματα, στη Γραμματεία. Οι τρίτοι μπορούν να λαμβάνουν αντίγραφα ή αποσπάσματα επί πληρωμή ( 49 ). Εξάλλου, η έκθεση ακροατηρίου που περιλαμβάνει το πραγματικό και νομικό πλαίσιο, μαζί με περίληψη των λόγων και των ισχυρισμών, διατίθεται στο διαδίκτυο μόλις καταρτιστεί, άρα και για τις εκκρεμείς υποθέσεις.

110.

Τα έγγραφα που κατατίθενται ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου διατίθενται στο κοινό, αφού ληφθεί η συγκατάθεση των διαδίκων, κατά ή μετά την έναρξη της προφορικής διαδικασίας ( 50 ).

111.

Το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας δημοσιοποιεί τα υπομνήματα των διαδίκων κατά την έναρξη της προφορικής διαδικασίας ή και νωρίτερα, αφού όμως ληφθεί η συγκατάθεση των διαδίκων ( 51 ).

112.

Τέλος, στο πλαίσιο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ειδικότερα του Γενικού Δικαστηρίου, το ζήτημα της προσβάσεως στα δικαστικά έγγραφα ρυθμιζόταν αρχικά από το άρθρο 5, παράγραφος 8, των οδηγιών προς τον γραμματέα του Γενικού Δικαστηρίου. Η πρόσβαση τρίτων στη δικογραφία μπορούσε να επιτραπεί, με τη συγκατάθεση των διαδίκων, κατόπιν ρητής εγκρίσεως του Προέδρου ή, επί εκκρεμούς ακόμα υποθέσεως, του προέδρου του δικαστικού σχηματισμού. Το ζήτημα πλέον ρυθμίζεται από το άρθρο 38, παράγραφος 2, του νέου Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου ( 52 ), το οποίο απηχεί τον κανόνα που ίσχυε ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης ( 53 ). Τούτο ορίζει ότι «[ο]υδείς τρίτος, είτε πρόκειται για ιδιώτη είτε για δημόσιο φορέα, έχει δικαίωμα προσβάσεως στη δικογραφία εκτός αν ρητώς το επιτρέψει ο πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, αφού ακούσει τους διαδίκους. Η άδεια μπορεί να χορηγηθεί, εν όλω ή εν μέρει, μόνον κατόπιν γραπτής αιτήσεως, που πρέπει να συνοδεύεται από λεπτομερή αιτιολόγηση του θεμιτού συμφέροντος για πρόσβαση στη δικογραφία».

113.

Ποια τυχόν διδάγματα θα μπορούσαν να αντληθούν από μια τέτοια, διαφοροποιημένη (και εξ ορισμού επιλεκτική) επισκόπηση συγκριτικών δειγμάτων; Αντί συμπεράσματος, στην παρούσα ενότητα θα επισημάνω τέσσερα σημεία.

114.

Πρώτον, ο ανοικτός χαρακτήρας των δικαιοδοτικών διαδικασιών είναι πανταχού παρών ( 54 ). Εάν υπάρχει οποιοσδήποτε κοινός παρονομαστής στις σημαντικά διαφορετικές πρακτικές σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, είναι ότι τα δικαστήρια ως θεσμικά όργανα, τα τελευταία 10-20 έτη, τείνουν να καταστήσουν τις διαδικασίες τους περισσότερο και όχι λιγότερο ανοικτές στο κοινό.

115.

Δεύτερον, ανεξαρτήτως των ατομικών ή δικονομικών ρυθμίσεων στο εκάστοτε σύστημα, η τυχόν δημοσιοποίηση των υπομνημάτων κατά κανόνα απόκειται στα ίδια τα δικαστήρια. Αναμφισβήτητα, δεν υπάρχουν πολλά συστήματα στα οποία δεν παρέχεται καθόλου πρόσβαση στα υπομνήματα.

116.

Τρίτον, η σύγκριση μπορεί να μην έχει σημασία μόνο στο επίπεδο των κανονιστικών λύσεων, αλλά και στο επίπεδο του κοινωνικού αντίκτυπου και των συνεπειών που μπορεί να έχουν ορισμένοι νομοθετικοί κανόνες ή λύσεις. Από τη σκοπιά αυτή, στα συστήματα με ευρύτερο ανοιχτό χαρακτήρα και μεγαλύτερη πρόσβαση στα δικαστικά έγγραφα δεν προκύπτει ότι επήλθαν συγκεκριμένα οι συχνά προβαλλόμενες αρνητικές συνέπειες, όπως η εκμετάλλευση ή η κατάχρηση των πληροφοριών από τρίτους ή από εντεταλμένους των διαδίκων, ή η άσκηση πιέσεως ή επιρροής καθ’ οιονδήποτε τρόπο μέλους του δικαστηρίου. Βέβαια, μπορεί κάλλιστα να ισχύει ότι τέτοια κρούσματα απλώς δεν έχουν αναφερθεί. Εντούτοις, στο παρόν στάδιο, από τα διαθέσιμα συγκριτικά στοιχεία δεν επιβεβαιώνεται η επέλευση κανενός από τους κινδύνους που συχνά προβάλλονται ως αιτία για τη μη διεύρυνση του ανοικτού χαρακτήρα της λειτουργίας των δικαστηρίων.

117.

Το τέταρτο και τελευταίο σημείο είναι ότι, φυσικά, ισχύει ότι οι κανονιστικές επιλογές και λύσεις που υιοθετούνται σε ένα σύστημα δεν είναι μεταβιβάσιμες eo ipso σε ένα άλλο. Το συγκριτικό επιχείρημα μπορεί να χρησιμοποιηθεί απλώς ως έμπνευση. Το γεγονός ότι αλλού τα πράγματα γίνονται με έναν ορισμένο τρόπο δεν σημαίνει ότι μπορούν να αντιγραφούν. Εξάλλου, βλέποντας την ισχυρή τάση προς μια σαφή κατεύθυνση, θωρακισμένη με ισχυρά κανονιστικά επιχειρήματα υπέρ του ευλόγως ανοικτού χαρακτήρα των δικαστηρίων, θα χρειαζόταν μια πολύ πειστική εξήγηση για να υποστηριχθεί ότι το Δικαστήριο διαφέρει, και ότι πρέπει να διαφέρει, από αυτή την άποψη.

Δ – Επανεξέταση της προσβάσεως στα (εξωτερικά) δικαστικά έγγραφα του Δικαστηρίου

118.

Βάσει των προεκτεθέντων, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η υφιστάμενη κατάσταση όσον αφορά τον ανοιχτό χαρακτήρα των διαδικασιών ενώπιον του Δικαστηρίου αναφορικά με τη δικαιοδοτική του δραστηριότητα ( 55 ) δεν είναι η βέλτιστη. Οι ενδιαφερόμενοι τρίτοι δεν έχουν πρόσβαση στη δικογραφία. Ενδεχομένως επιτρέπεται η πρόσβαση σε ορισμένα γραπτά υπομνήματα, σε περατωθείσες υποθέσεις και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της αποφάσεως API.

119.

Συναφώς, έχει επίσης σημασία το ευρύτερο πλαίσιο και η εξέλιξη της δικαστικής πρακτικής. Μολονότι υπήρξαν ορισμένες θετικές εξελίξεις ως προς την πρόσβαση σε (παλαιότερα) δικαστικά έγγραφα του Δικαστηρίου ( 56 ), γεγονός παραμένει ότι, όσον αφορά τη συνολική πρόσβαση σε περαιτέρω πληροφόρηση σχετικά με το εν εξελίξει δικαιοδοτικό έργο του Δικαστηρίου, μάλλον έκλεισαν δίαυλοι πληροφορήσεως, παρά διανοίχθηκαν νέοι. Έως τα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι ενδιαφερόμενοι τρίτοι μπορούσαν να λαμβάνουν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση και τα επιχειρήματα των διαδίκων, μέσω της εκθέσεως ακροατηρίου, η οποία δημοσιευόταν στην Συλλογή νομολογίας, μαζί με την απόφαση του Δικαστηρίου και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα. Τούτο δεν είναι πλέον δυνατό, δεδομένου ότι η δημοσίευση των εκθέσεων ακροατηρίου καταργήθηκε. Από το 2012, με την έναρξη ισχύος του νέου Κανονισμού Διαδικασίας, έπαψαν να καταρτίζονται εκθέσεις ακροατηρίου. Σε αυτό προστίθεται η αυξανόμενη συνοπτικότητα τόσο των αποφάσεων του Δικαστηρίου όσο και των προτάσεων των γενικών εισαγγελέων ως προς την αναδιατύπωση των επιχειρημάτων των διαδίκων ή των παρεμβαινόντων, για προφανείς και ευνόητους λόγους που αφορούν το μεταφραστικό κόστος.

120.

Εν ολίγοις, είναι κάπως παράδοξο ότι σε μια εποχή γενικευμένης διαδικτυακής υπερπληροφορήσεως ο ενδιαφερόμενος έξω κόσμος λαμβάνει στην πράξη όλο και λιγότερη πληροφόρηση σχετικά με τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων του Δικαστηρίου. Είναι η κατάλληλη στιγμή για να αντιστραφεί αυτή η τάση. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, η παροχή περισσότερης προσβάσεως σε ορισμένα δικαστικά έγγραφα του Δικαστηρίου θα ήταν ορθότερο να θεωρηθεί ως αποκατάσταση της ισορροπίας όσον αφορά την αντίληψη της δικαστικής διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου από το κοινό: ορισμένοι δίαυλοι πληροφορήσεως, για λειτουργικούς λόγους, έχουν κλείσει· συνεπώς, πρέπει να ανοίξουν άλλοι, όπως η ευρύτερη πρόσβαση στα υπομνήματα που κατατίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου.

121.

Πριν διατυπώσω ορισμένες προτάσεις στο πλαίσιο αυτό, θα ήθελα να επισημάνω εξ αρχής τρία προκαταρκτικά σημεία.

122.

Πρώτον, όλες οι προτάσεις που διατυπώνονται στην παρούσα ενότητα βασίζονται στην αρχή του ανοιχτού χαρακτήρα του άρθρου 15, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Θα πρέπει να επαναληφθεί με σαφήνεια ότι το Δικαστήριο, κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων του, δεν υποχρεούται να εξασφαλίζει την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα. Η ανάλυση που ακολουθεί αφορά το τι θα όφειλε να επιθυμεί για τον εαυτό του ένα δικαστικό όργανο το οποίο ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των πολιτών και αλληλεπιδρά ευλόγως με το ευρύ κοινό.

123.

Η προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (στο εξής: ΕΚΤ) μπορεί να είναι ενδεικτική συναφώς. Η ΕΚΤ είναι σε παρόμοια θέση με εκείνη του Δικαστηρίου. Δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η ΕΚΤ υπόκειται στο δικαίωμα της προσβάσεως στα έγγραφα μόνον κατά την άσκηση των διοικητικών καθηκόντων της ( 57 ). Το γεγονός αυτό, ωστόσο, δεν εμπόδισε την ΕΚΤ να επιτρέψει οικειοθελώς ευρύτερη πρόσβαση στα έγγραφά της, πριν από λίγο καιρό, με βάση την ευρεία έννοια του ανοιχτού χαρακτήρα που ορίζεται με το άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ ( 58 ).

124.

Δεύτερον, και σε συνέχεια του προηγούμενου σημείου, ούτε το Δικαστήριο καλύπτεται από τον κανονισμό 1049/2001. Ωστόσο, ακόμη και αν δεν είναι εφαρμοστέες, οι αρχές του κανονισμού και η βάσει αυτού νομολογία μπορούν να παρέχουν κάποια καθοδήγηση στη διαμόρφωση της κατάλληλης νομοθετικής λύσεως, όπως όντως συνέβη με την απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 2012.

125.

Τρίτον, όσον αφορά την πρόσβαση, πρέπει να διακρίνουμε δύο κατηγορίες δικαστικών εγγράφων ( 59 ) του Δικαστηρίου: τα «εσωτερικά δικαστικά έγγραφα» και τα «εξωτερικά δικαστικά έγγραφα».

126.

Εσωτερικά δικαστικά έγγραφα είναι εκείνα που συντάσσονται εντός του Δικαστηρίου και για λογαριασμό του, όπως σχέδια προτάσεων και αποφάσεων, προκαταρκτικές εκθέσεις, σημειώματα για την έκδοση αποφάσεως επί της διαδικασίας ή σημειώματα των διασκέψεων του Δικαστηρίου. Τα έγγραφα αυτά αφορούν την πεμπτουσία της διαδικασίας της δικαιοδοτικής κρίσεως. Ο ανοιχτός χαρακτήρας δεν μπορεί να αφορά τα έγγραφα αυτά, χωρίς να αλλοιωθεί σημαντικά η φύση της δικαιοδοτικής λειτουργίας ( 60 ).

127.

Εξωτερικά δικαστικά έγγραφα του Δικαστηρίου είναι είτε εκείνα που συντάσσονται από το Δικαστήριο για τη δικαστική επικοινωνία του με εξωτερικούς φορείς (διαδίκους, παρεμβαίνοντες ή εθνικά δικαστήρια) ή εκείνα που υποβάλλονται από τρίτους προς το Δικαστήριο, στο πλαίσιο δικαιοδοτικής διαδικασίας, όπως τα υπομνήματα των διαδίκων, αλλά και οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως που υποβάλλουν τα εθνικά δικαστήρια. Η πρόσβαση σε αυτά, κατ’ αρχήν μπορεί να επιτρέπεται (εκτός εάν συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις που απαγορεύει τη δημοσιοποίηση στη συγκεκριμένη περίπτωση), ώστε να ενισχυθεί ο ανοικτός χαρακτήρας των διαδικασιών ενώπιον του Δικαστηρίου.

128.

Όσα ακολουθούν στην παρούσα ενότητα αφορούν αποκλειστικά τα εξωτερικά δικαστικά έγγραφα του Δικαστηρίου. Ως προς τις πρακτικές μεθόδους της προσβάσεως, κατά τη γνώμη μου, το Δικαστήριο θα πρέπει να επιτρέπει την πρόσβαση στα εξωτερικά δικαστικά έγγραφα, κατόπιν αιτήματος, στις εγκαταστάσεις του Δικαστηρίου (υποενότητα 1) και μέσω αποστολής αντιγράφων (υποενότητα 2). Ιδανικά, θα μπορούσε επίσης να παρέχει πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα με δική του πρωτοβουλία (υποενότητα 3).

1. Πρόσβαση τρίτων σε μεμονωμένα έγγραφα της δικογραφίας, στις εγκαταστάσεις του Δικαστηρίου

129.

Η πρόσβαση τρίτων στη δικογραφία, ή μάλλον στο κατάλληλο τμήμα της που περιέχει εξωτερικά δικαστικά έγγραφα, θα πρέπει να καταστεί δυνατή στις εγκαταστάσεις του Δικαστηρίου, κατόπιν αιτήματος, τόσο στις περατωθείσες όσο και στις εκκρεμείς υποθέσεις ( 61 ).

130.

Αναλόγως με το εάν η υπόθεση είναι περατωθείσα ή εκκρεμής, μπορεί να επιλεγεί διαφοροποιημένο καθεστώς προσβάσεως στη δικογραφία. Υπάρχει μια διαφορά στη στάθμιση των συμφερόντων. Πρέπει να επιτευχθεί η σωστή ισορροπία μεταξύ δύο ανταγωνιστικών στόχων: αφενός του ανοικτού χαρακτήρα και αφετέρου της προστασίας των διαδικασιών ενώπιον του Δικαστηρίου. Πριν από την έκδοση της αποφάσεως (ή, εν πάση περιπτώσει, έως την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ή έως την ολοκλήρωση της έγγραφης διαδικασίας, στις υποθέσεις χωρίς διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως), ο νομικός διάλογος πρέπει να επικεντρώνεται εντός του Δικαστηρίου και να διεξάγεται στην αίθουσά του και όχι στα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Επιπλέον, μολονότι δεν πρέπει να υπερεκτιμάται ο κίνδυνος επιρροής ή απειλής των διαδίκων ή των εκπροσώπων τους, δεν μπορεί ούτε να αποκλειστεί εντελώς.

131.

Δεν συντρέχει, ωστόσο, κανένας λόγος για τον οποίο να θεωρείται αναγκαία η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως τεκμηρίου, όπως στην απόφαση API, ότι η δημοσιοποίηση των δικαστικών εγγράφων σε εκκρεμείς υποθέσεις αντιβαίνει αυτομάτως στην απαίτηση προστασίας των δικαστικών διαδικασιών. Απαιτείται να αξιολογείται μεμονωμένα κάθε περίπτωση, δεδομένης ιδίως της οργανικής διαστάσεως της προτάσεως που εξετάζεται στο σημείο αυτό: εάν η δημοσιοποίηση αποφασίζεται από το Δικαστήριο, ίσως είναι λιγότερο αναγκαίο η διοικητική εξουσία εκτιμήσεως να καθοδηγείται από τεκμήρια.

132.

Ως εκ τούτου, θα μπορούσε να επιτρέπεται η πρόσβαση στα εξωτερικά δικαστικά έγγραφα και σε υποθέσεις που εκκρεμούν, έστω και με περιορισμένο τρόπο σε σύγκριση με τις περατωθείσες. Σε εκκρεμείς υποθέσεις, τρίτος που αποδεικνύει έννομο συμφέρον να εξετάσει ένα έγγραφο πρέπει να έχει δικαίωμα προσβάσεως σε αυτό, κατόπιν ατομικής αιτήσεως, στις εγκαταστάσεις του Δικαστηρίου. Η απόφαση περί προσβάσεως πρέπει να λαμβάνεται από τον πρόεδρο του τμήματος, ο οποίος αναμφισβήτητα βρίσκεται στην καλύτερη θέση προκειμένου να σταθμίσει τα υφιστάμενα ανταγωνιστικά συμφέροντα με τις συγκεκριμένες λεπτομέρειες κάθε υποθέσεως. Επίσης, πρέπει να ζητείται η συγκατάθεση των διαδίκων στην εν εξελίξει διαδικασία.

133.

Σε περατωθείσες υποθέσεις, όταν δεν υπάρχει σύνδεση με τυχόν εκκρεμείς υποθέσεις, θα πρέπει να εφαρμόζεται ένα συνολικά χαλαρότερο καθεστώς προσβάσεως. Δεν πρέπει πλέον να απαιτείται η ύπαρξη έννομου συμφέροντος. Πράγματι, σε θέματα σταθμίσεως συμφερόντων, το γενικό δημόσιο συμφέρον για την ύπαρξη ανοιχτού χαρακτήρα μπορεί να θεωρηθεί ότι υπερισχύει και επιτρέπεται η πρόσβαση, εκτός εάν συντρέχει νόμιμος λόγος που μπορεί να την αποτρέψει, όπως είναι η προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η προστασία ανηλίκων ή επιχειρηματικών μυστικών. Για τους ίδιους, αλλά και για διάφορους άλλους, πρακτικούς λόγους, στις περατωθείσες υποθέσεις δεν θα πρέπει πλέον να απαιτείται διαβούλευση με τους διαδίκους.

2. Πρόσβαση τρίτων σε μεμονωμένα έγγραφα της δικογραφίας, μέσω αποστολής αντιγράφων

134.

Επίσης, πρέπει να δίνεται η δυνατότητα υποβολής αιτημάτων για μακρόθεν πρόσβαση σε μεμονωμένα εξωτερικά δικαστικά έγγραφα που περιέχονται σε δικογραφία, προκειμένου να διευκολύνεται η πρόσβαση σε ατομικό επίπεδο. Τέτοιου είδους πρόσβαση είναι αρκετά πιθανό να παρουσιάζει ενδιαφέρον σε σχέση με τα τυποποιημένα έγγραφα, που συνήθως περιλαμβάνονται στις δικογραφίες, όπως τα υπομνήματα τα οποία υποβάλλουν σε μια υπόθεση οι διάδικοι ή οι παρεμβαίνοντες.

135.

Η δυνατότητα κάποιου είδους μακρόθεν προσβάσεως είναι προς το συμφέρον αμφοτέρων: τόσο του ενδιαφερόμενου τρίτου, όσο και του ίδιου του θεσμικού οργάνου. Όσον αφορά τον ενδιαφερόμενο τρίτο, υπέρ της προσβάσεως μέσω αποστολής αντιγράφων συνηγορούν κοινωνικές εκτιμήσεις και λόγοι ισότητας: δεν μπορούν όλοι να καταβάλουν τη δαπάνη της αυτοπρόσωπης μεταβάσεως στο Λουξεμβούργο για να εξετάσουν τη δικογραφία στις εγκαταστάσεις του Δικαστηρίου. Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο σε διαφορετικό πλαίσιο και σε αρκετές περιπτώσεις, πρέπει να διασφαλίζεται η ουσία και η ικανότητα γνήσιας ασκήσεως ενός ορισμένου δικαιώματος και όχι μόνον απλώς η τυπική ύπαρξη δικαιώματος ή ενδίκου βοηθήματος ( 62 ).

136.

Σε κάθε περίπτωση, οι προϋποθέσεις για την πρόσβαση μέσω αποστολής αντιγράφων θα πρέπει να είναι κατ’ ουσίαν οι ίδιες με εκείνες που προβλέπονται για την πρόσβαση στη δικογραφία στις εγκαταστάσεις του Δικαστηρίου, οι οποίες περιγράφονται στα σημεία 130 έως 133 ανωτέρω. Ωστόσο, ο ενδιαφερόμενος πρέπει βεβαίως να καθορίζει επακριβώς τα έγγραφα που επιθυμεί να λάβει. Επίσης, θα μπορούσαν να επιβληθούν εύλογα όρια στον αριθμό των αντιγράφων, καθώς και κατάλληλο τέλος για τα αντίγραφα αυτά.

3. Πρόσβαση σε επιλεγμένα δικαστικά έγγραφα μέσω διαδικτύου

137.

Τέλος, ως συμπλήρωμα του εκάστοτε ατομικού αιτήματος αλλά και ως προέκτασή του, θα μπορούσε να προβλεφθεί μια πιο δυναμική στάση ως προς τη δημοσίευση επιλεγμένων εξωτερικών δικαστικών εγγράφων για τις περατωθείσες υποθέσεις (ή τουλάχιστον για ορισμένες από αυτές). Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι σημαντικότεροι τύποι εξωτερικών δικαστικών εγγράφων –όπως οι αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, τα υπομνήματα των διαδίκων και, κατά περίπτωση, η τελική απόφαση του εθνικού δικαστηρίου– θα μπορούσαν να αναρτώνται στον διαδικτυακό τόπο του Δικαστηρίου, σε τακτική βάση. Αυτά τα έγγραφα θα μπορούσαν να συναποτελούν, μαζί με την απόφαση του Δικαστηρίου και, ενδεχομένως, με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, έναν επιγραμμικό ηλεκτρονικό φάκελο της υποθέσεως.

138.

Η πρόταση που διατυπώθηκε δεν είναι σε καμία περίπτωση τόσο επαναστατική όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως: και οι τρεις τύποι εγγράφων τείνουν ήδη, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, να αποκτήσουν δημόσιο χαρακτήρα. Το κείμενο των προδικαστικών ερωτημάτων που υποβάλλουν τα εθνικά δικαστήρια με τις αιτήσεις τους προδικαστικής αποφάσεως έχουν ήδη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εκτός αυτού, στα περισσότερα νομικά συστήματα των κρατών μελών, οι εν λόγω αιτήσεις είναι κοινές δικαστικές αποφάσεις (διατάξεις) που μάλλον είναι προσβάσιμες ούτως ή άλλως, στις αντίστοιχες ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων των εθνικών δικαστηρίων ( 63 ). Το ίδιο ισχύει και για την τελική απόφαση του εθνικού δικαστηρίου η οποία, στις περισσότερες δικαιοδοσίες, είναι και αυτή προσβάσιμη στο διαδίκτυο. Εξάλλου, η λήψη των υπομνημάτων της Επιτροπής στις περατωθείσες υποθέσεις είναι ήδη δυνατή δυνάμει της αποφάσεως API και, εάν το Δικαστήριο ακολουθήσει την προσέγγιση που προτείνεται στο πρώτο μέρος των ανά χείρας προτάσεων (Ενότητα Α), η Επιτροπή θα είναι υποχρεωμένη να δημοσιοποιεί τις γραπτές παρατηρήσεις και των λοιπών διαδίκων.

139.

Επομένως, όλες αυτές οι πληροφορίες έχουν ήδη αποκτήσει, κατά κάποιον τρόπο, δημόσιο χαρακτήρα. Όμως, είναι δύσκολο να εντοπιστούν και να προσπελαστούν, δεδομένου ότι είναι διάσπαρτες σε διάφορες βάσεις δεδομένων, σε πολυάριθμα κράτη μέλη και όργανα της Ένωσης. Μια τέτοια δυναμική στάση θα ενισχύσει σίγουρα τον διάλογο και την ευαισθητοποίηση των πολιτών σχετικά με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτι που φυσικά είναι προς το συμφέρον του ίδιου του Δικαστηρίου. Μάλιστα, θα εξοικονομήσει χρόνο και πόρους για το θεσμικό όργανο, καθώς και για τον πολίτη: δεν θα απαιτείται να υποβληθεί καμία ειδική αίτηση για πρόσβαση και κανείς δεν θα πρέπει να την επεξεργαστεί.

140.

Στην παρούσα ενότητα εξετάζονται τρεις τελικές παρατηρήσεις, σχετικά με τις τρεις μεθόδους προσβάσεως: πρώτον, κατά τη γνώμη μου, ο ανοικτός χαρακτήρας όσον αφορά τα εξωτερικά δικαστικά έγγραφα σημαίνει γνώση του περιεχομένου του φακέλου ή μακρόθεν πρόσβαση στα έγγραφα στη μορφή στην οποία διαβιβάστηκαν στο Δικαστήριο από τον εκάστοτε διάδικο, συμπεριλαμβανομένης της γλώσσας στην οποία παρελήφθη αρχικώς το έγγραφο.

141.

Δεύτερον, εάν το Δικαστήριο ασπαστεί οποιαδήποτε από τις προτάσεις που διατυπώνονται στην ενότητα αυτή, η σταδιακή εφαρμογή τους θα πρέπει να επιτρέπει στους ενδιαφερομένους να προσαρμόσουν τις ενέργειές τους, εάν το επιθυμούν. Ειδικότερα, θα πρέπει να επισημαίνεται με σαφείς οδηγίες προς τους διαδίκους, εκ των προτέρων, ότι τρίτοι μπορούν να ζητήσουν πρόσβαση στη δικογραφία. Εάν τούτο υλοποιηθεί, ο συντάκτης του εγγράφου (του υπομνήματος) θα μπορούσε να έχει τη δυνατότητα να υποδείξει στο Δικαστήριο ποιο μέρος των παρατηρήσεών του δεν πρέπει να δημοσιοποιηθεί.

142.

Τρίτον, οι προτάσεις της ενότητας αυτής, απαιτούν, φυσικά, πολλές άλλες τεχνικές προσαρμογές. Ωστόσο, τα τεχνικά και λειτουργικά ζητήματα δεν πρέπει να επισκιάσουν τη θεμελιώδη αξία, η οποία αντικατοπτρίζει σε βάθος το όραμα για το τι είδους δικαιοδοτικό όργανο επιθυμεί να είναι το Δικαστήριο. Δεν νοείται μεταρρύθμιση χωρίς αλλαγή.

4. Εν κατακλείδι

143.

Τέλος, για λόγους πληρότητας: πώς συνδέονται οι προτάσεις που διατυπώνονται στην παρούσα ενότητα με την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση API, όπως ενδεχομένως θα συμπληρωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπό κρίση υπόθεση;

144.

Όπως έγινε δεκτό ανωτέρω (Ενότητα Β), η προσέγγιση στην απόφαση API, της οποίας τα εύλογα και αναγκαία μεν συμπεράσματα ωθούνται πέραν των ορίων τους με την υπό κρίση υπόθεση, δεν είναι ιδανική. Εντούτοις, έως ότου το Δικαστήριο επιτρέψει την πρόσβαση σε ορισμένα από τα δικαστικά του έγγραφα, η εν λόγω προσέγγιση και η συνακόλουθα παρεχόμενη δυνατότητα εξακολουθούν να ισχύουν. Άπαξ, όμως, το Δικαστήριο θεσπίσει κανόνες σχετικά με την πρόσβαση στα δικαστικά του έγγραφα, οι κανόνες αυτοί θα υπερισχύουν, ως ειδικότεροι, της νομολογιακής προσεγγίσεως που υιοθετήθηκε με την απόφαση API, και η οποία ενδεχομένως θα διευρυνθεί με την παρούσα υπόθεση.

145.

Εφόσον καθιερωθεί ένα τέτοιο σύστημα, τυχόν αιτήματα για τη δημοσιοποίηση δικαστικών εγγράφων θα πρέπει να απευθύνονται πρωτίστως στο Δικαστήριο. Στην πράξη, εάν γίνει προσέγγιση του Δικαστηρίου πριν από κάποιο άλλο θεσμικό όργανο της Ένωσης, η απόφασή του περί χορηγήσεως της προσβάσεως δεσμεύει την Επιτροπή και κάθε άλλο θεσμικό όργανο. Αυτό σημαίνει ότι τα θεσμικά αυτά όργανα δεν μπορούν να δημοσιοποιήσουν τα ζητούμενα έγγραφα, ακόμη και αν τα έχουν στην κατοχή τους, εάν το Δικαστήριο αρνηθεί να επιτρέψει την πρόσβαση. Εάν η αίτηση για πρόσβαση σε έγγραφα τρίτου απευθυνθεί πρώτα στην Επιτροπή ή σε άλλο θεσμικό όργανο που διέπεται από τον κανονισμό, ταπεινή μου πρόταση είναι ότι θα πρέπει να διαβιβαστεί στο Δικαστήριο. Μολαταύτα, εξ αυτού δεν αποκλείεται η δημοσιοποίηση ιδίων εγγράφων ενός θεσμικού οργάνου, ήτοι των οικείων του υπομνημάτων. Οι διάδικοι παραμένουν ελεύθεροι να δημοσιοποιούν τα δικά τους υπομνήματα, σύμφωνα με την προγενέστερη νομολογία ( 64 ).

Ε – Επί των δικαστικών εξόδων

146.

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο να διατάξει τον P. Breyer, βάσει του άρθρου 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, να φέρει τα δικά του έξοδα, ακόμη και στην περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεως αναιρέσεως.

147.

Ο P. Breyer ζήτησε από το Δικαστήριο να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας. Επίσης, κάλεσε το Δικαστήριο να διευκρινίσει εν γένει το ζήτημα του κατά πόσον διάδικος μπορεί να χρησιμοποιεί τα έγγραφα που λαμβάνει μόνο για την υπεράσπιση των δικών του ιδιωτικών συμφερόντων ή μπορεί επίσης να τα δημοσιεύει ελεύθερα στο διαδίκτυο και να τα σχολιάζει.

148.

Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δικαίωσε τον P. Breyer επί της ουσίας. Ωστόσο, τον υποχρέωσε να καταβάλει το ήμισυ των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή λόγω του γεγονότος ότι ο ίδιος δημοσίευσε στον διαδικτυακό τόπο του, ενόσω οι δικαστικές διαδικασίες ήταν ακόμη σε εξέλιξη, το υπόμνημα απαντήσεως, το υπόμνημα αντικρούσεως, το υπόμνημα παρεμβάσεως της Σουηδίας, καθώς και τα έγγραφα που αντάλλαξαν η Επιτροπή και ο προσφεύγων σχετικά με το θέμα της δημοσιεύσεως των εν λόγω εγγράφων. Η δημοσίευση των εγγράφων συνοδεύθηκε από την παρεχόμενη στους χρήστες του Διαδικτύου δυνατότητα σχολιασμού και οδήγησε όντως στη διατύπωση επικριτικών σχολίων κατά της Επιτροπής ( 65 ).

149.

Πρέπει να τονιστεί ότι η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τα δικαστικά έξοδα δεν αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως. Το ζήτημα αυτό δεν τίθεται τυπικά ως διακριτός λόγος αναιρέσεως από την Επιτροπή. Επίσης, δεν ήταν αντικείμενο της αιτήσεως αναιρέσεως του P. Breyer.

150.

Αντ’ αυτού, στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή κάλεσε το Δικαστήριο να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων της αιτήσεως αναιρέσεως με παρόμοιο τρόπο, όπως το Γενικό Δικαστήριο. Εμμέσως, άρα, το Δικαστήριο καλείται να εγκρίνει την προσέγγιση του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ ουσίαν αναπαράγοντάς την στο στάδιο της αναιρέσεως.

151.

Δεν θα συνιστούσα στο Δικαστήριο να το πράξει. Η πρόταση μου προς το Δικαστήριο, όσον αφορά την απόφαση περί των εξόδων τής υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως είναι να ακολουθήσει τον συνήθη κανόνα του άρθρου 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας και να διατάξει την Επιτροπή, ως ηττηθέντα διάδικο, να καταβάλει εξ ολοκλήρου τα έξοδα του αναιρεσίβλητου, για δύο λόγους.

152.

Πρώτον, ακόμη και αν ενέκρινε την προσέγγιση του Γενικού Δικαστηρίου σε σχέση με τα δικαστικά έξοδα σε παρόμοια κατάσταση, ο αναιρεσίβλητος έχει ήδη καταδικαστεί στο ήμισυ των δικαστικών του εξόδων από το Γενικό Δικαστήριο. Ως προς το ζήτημα αυτό, δεν μπορώ να αντιληφθώ γιατί πρέπει να καταδικαστεί για δεύτερη φορά, προφανώς για την ίδια προβαλλόμενη παράβαση, και κατ’ αναίρεση.

153.

Δεύτερον, οφείλω να ομολογήσω ότι έχω επίσης γενικές επιφυλάξεις ως προς την προσέγγιση του Γενικού Δικαστηρίου. Για την απόφασή του επί των δικαστικών εξόδων στην υπόθεση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε σε προηγούμενη απόφασή του στην υπόθεση Svenska ( 66 ) . Εντούτοις, η υπό κρίση υπόθεση μου δίνει την εντύπωση ότι είναι μάλλον διαφορετική, τόσο ως προς τα πραγματικά περιστατικά της όσο και δικονομικώς.

154.

Ως προς τα πραγματικά περιστατικά, στην υπόθεση Svenska, κρίθηκε ότι η προσφεύγουσα δημοσίευσε επεξεργασμένα –ήτοι τροποποιημένα– κείμενα των σχετικών δικαστικών εγγράφων στο διαδίκτυο, με μνεία των αριθμών τηλεφώνου και τηλεομοιοτυπίας των εκπροσώπων του Συμβουλίου, καλώντας ρητά το κοινό να τους απευθύνει σχόλια με σκοπό να ασκήσουν πίεση στο Συμβούλιο και να προκαλέσουν το κοινό να ασκήσει κριτική στους εκπροσώπους του θεσμικού οργάνου ( 67 ). Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα έλαβε μόνο τα δύο τρίτα των εξόδων της από το Συμβούλιο, αν και είχε νικήσει απολύτως στην υπόθεση. Στην προκειμένη περίπτωση, προκύπτει ότι ο P. Breyer αρκέστηκε στο να δημοσιεύσει στο διαδίκτυο την πλήρη έκδοση των ληφθέντων εγγράφων, χωρίς αλλοιώσεις, και αφού απέκρυψε όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Και για αυτό, το οποίο αναμφισβήτητα μπορεί να θεωρηθεί πολύ μικρότερη παρέμβαση, στον αναιρεσίβλητο επιστράφηκε μόνο το ήμισυ των εξόδων του.

155.

Παρατηρείται επίσης και μία δικονομική διαφορά. Στην υπόθεση Svenska, το ζήτημα της δημοσιοποιήσεως των δικαστικών εγγράφων στο διαδίκτυο αντιμετωπίστηκε ως παρεμπίπτον ζήτημα από το Γενικό Δικαστήριο, επί του οποίου οι διάδικοι κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους· το περιστατικό συζητήθηκε και εκτιμήθηκε ο αντίκτυπος της δημοσιεύσεως επί της διαδικασίας ( 68 ). Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν είναι εντελώς σαφές πώς ακριβώς η (εκ των πραγμάτων αρκετά διαφορετική) δημοσιοποίηση προσβάλλει το δικαίωμα της Επιτροπής να υπερασπιστεί τη θέση της και συνιστά μη ενδεδειγμένη χρήση των διαδικαστικών εγγράφων ( 69 ).

156.

Για όλους αυτούς τους λόγους, προτείνω στο Δικαστήριο να ακολουθήσει τον γενικό κανόνα που ισχύει για την κατανομή των εξόδων των αιτήσεων αναιρέσεως: ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Το Δικαστήριο πρέπει να επιφυλάξει (τυχόν) ευρύτερη απόφασή του, σχετικά με το εάν και πώς διάδικος μπορεί να δημοσιεύει στο διαδίκτυο τα υπομνήματα έτερου διαδίκου ή παρεμβαίνοντος, για άλλη υπόθεση, στην οποία το ζήτημα θα εξεταστεί προσηκόντως και πλήρως, με τήρηση της ακροαματικής διαδικασίας.

VI – Πρόταση

157.

Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά της έξοδα και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο P. Breyer,

το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001 (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43).

( 3 ) Απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής και ΑΡΙ κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά ΑΡΙ (C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, EU:C:2010:541).

( 4 ) Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Δεκεμβρίου 2012 σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα που κατέχει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της ασκήσεως των διοικητικών λειτουργιών του (ΕΕ 2013, C 38, σ. 2).

( 5 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη διατήρηση δεδομένων που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίων δικτύων επικοινωνιών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/58/ΕΚ (ΕΕ 2006, L 105, σ. 54).

( 6 ) Στις ανά χείρας προτάσεις μου, θα χρησιμοποιώ τον όρο «υπομνήματα» ως γενικό όρο, ο οποίος αναφέρεται σε οποιαδήποτε έγγραφα διαδίκου ή παρεμβαίνοντα σε διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και ο οποίος, ως εκ τούτου, περιλαμβάνει την έννοια των (γραπτών) «παρατηρήσεων».

( 7 ) Απόφαση της 29ης Ιουλίου 2010 (C‑189/09, EU:C:2010:455).

( 8 ) Απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής και ΑΡΙ κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά ΑΡΙ (C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, EU:C:2010:541).

( 9 ) T‑188/12, EU:T:2015:124.

( 10 ) Σκέψεις 47 έως 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 11 ) Σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 12 ) Σκέψη 80 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 13 ) Σκέψη 112 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 14 ) Σκέψη 113 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 15 ) Βλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής και ΑΡΙ κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά ΑΡΙ (C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, EU:C:2010:541, σκέψεις 79 επ.).

( 16 ) Βλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής και ΑΡΙ κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά ΑΡΙ (C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, EU:C:2010:541, σκέψεις 130 έως 131).

( 17 ) Βλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής και ΑΡΙ κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά ΑΡΙ (C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, EU:C:2010:541, σκέψεις 92 επ.).

( 18 ) Βλ. αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Σουηδία κατά Επιτροπής (C‑64/05 P, EU:C:2007:802, σκέψη 55) και της 21ης Ιουλίου 2011, Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής (C‑506/08 P, EU:C:2011:496, σκέψη 88). Επίσης, βλ. αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού.

( 19 ) Βλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Σουηδία κατά Επιτροπής (C‑64/05 P, EU:C:2007:802, σκέψη 56).

( 20 ) Σημειωτέον ότι το ίδιο ισχύει και για άλλους τύπους διαδικασιών ενώπιον του Δικαστηρίου στις οποίες συμμετέχει η Επιτροπή, όπως η διαδικασία προδικαστικής αποφάσεως. Εξάλλου, σε αυτούς τους τύπους διαδικασιών, εάν η Επιτροπή αποφασίσει να παρέμβει δυνάμει του άρθρου 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, ενεργεί σαφώς εντός της σφαίρας των αρμοδιοτήτων της, κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού.

( 21 ) Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Typke κατά Επιτροπής (C‑491/15 P, EU:C:2016:711, σημείο 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 22 ) Αξίζει ίσως να σημειωθεί ότι το άρθρο 15, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ αναφέρεται σε άσκηση «διοικητικών καθηκόντων». Εντούτοις, ούτε η διάταξη αυτή ούτε ο κανονισμός χρησιμοποιούν τον όρο «δικαιοδοτική δραστηριότητα» στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2. Αφετέρου, εάν υποτεθεί ότι το Δικαστήριο μπορεί να ενεργεί μόνο κατά την άσκηση των «διοικητικών» ή, εξ αντιδιαστολής, των «δικαστικών καθηκόντων» του (και ότι δεν χωρεί τρίτη περίπτωση), τότε πρακτικά, η άσκηση των «δικαστικών καθηκόντων» θα μπορούσε να εξομοιωθεί με «δικαιοδοτική δραστηριότητα» και η άσκηση «διοικητικών καθηκόντων» με «διοικητική δραστηριότητα».

( 23 ) Όπως εφαρμόστηκε από το Δικαστήριο στην απόφασή του της 11ης Δεκεμβρίου 2012.

( 24 ) Συντάσσομαι έτσι, εν γένει, με τη θέση που έχει ήδη διατυπώσει ως προς την πρόσβαση σε δικαστικά έγγραφα σε εκκρεμείς υποθέσεις ο γενικός εισαγγελέας M. Poiares Maduro με τις προτάσεις του στις υποθέσεις Σουηδία κατά API και API κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά ΑΡΙ (C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, EU:C:2009:592, σημείο 14).

( 25 ) Όσον αφορά το Δικαστήριο και τα δικαιοδοτικά όργανα, θα χρησιμοποιήσω τον όρο «ανοιχτός χαρακτήρας» και όχι «διαφάνεια». Η δικαιοδοτική δραστηριότητα, πλην σημαντικής αλλαγής της φύσεώς της, ουδέποτε μπορεί να είναι διαφανής. Μπορεί ωστόσο να καταστεί ευλόγως ανοιχτή υπό την έννοια ότι θα καταστεί προσβάσιμη στους πολίτες, τόσο διανοητικώς όσο και φυσικώς.

( 26 ) Επί παραδείγματι, βλ. Alemanno, A., Stefan, O., «Openness at the Court of Justice of the European Union: Toppling a Taboo», Common Market Law Review, τόμος 51, Kluwer Law International, 2014, σ. 97 έως 139. Γενικότερα, σε σχέση με τον ανοικτό χαρακτήρα των διαδικασιών και τη διαφάνεια στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βλ. Prechal, S., De Leeuw, M.E., «Transparency: A General Principle of EU Law?», στο Bernitz, U. et alia (επιμ.), General Principles of EC Law in a Process of Development, Kluwer Law International, Λονδίνο, 2008, σ. 201 έως 242· Dyrberg, P., «Accountability and Legitimacy: What is the Contribution of Transparency?», στο Arnull, A., Wincott, D. (επιμ.), Accountability and Legitimacy in the European Union, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2002, σ. 81 έως 96· Rideau, J. (διεύθ.), La transparence dans l’Union européenne – Mythe ou principe juridique?, L.G.D.J, Παρίσι, 1999· Curtin, D., Executive Power of the European Union. Law, Practices, and the Living Constitution, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2009, σ. 204 έως 245· Coudray, L., «La transparence et l’accès aux documents», στο Auby, J.-B., Dutheil de la Rochère, J. (διεύθ.), Traité de droit administratif européen, 2η έκδοση, Bruylant, Βρυξέλλες, 2014, σ. 699 έως 712.

( 27 ) Επίσης, βλ. το άρθρο 10, παράγραφος 3, ΣΕΕ, το οποίο υπάγεται στον τίτλο ΙΙ, που επιγράφεται «Διατάξεις περί δημοκρατικών αρχών», καθώς και, ευρύτερα, το άρθρο 298, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

( 28 ) Βλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, Volker und Markus Schecke και Eifert (C‑92/09 και C‑93/09, EU:C:2010:662, σκέψη 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 29 ) Επιπλέον, λόγω των ιδιαίτερων πραγματικών δεδομένων, θα μπορούσαν δυνητικά να είναι συναφή και άλλα δικαιώματα, όπως του άρθρου 13, με τίτλο «Ελευθερία της τέχνης και της επιστήμης». Τούτο ορίζει ότι «η τέχνη και η επιστημονική έρευνα είναι ελεύθερες. Η ακαδημαϊκή ελευθερία είναι σεβαστή».

( 30 ) Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση του ΕΔΔΑ της 10ης Ιουλίου 2006, Sdružení Jihočeské Matky κατά Τσεχικής Δημοκρατίας (ECLI:CE:ECHR:2006:0710DEC001910103)· της 14ης Απριλίου 2009, Társaság a Szabadságjogokért κατά Ουγγαρίας (ECLI:CE:ECHR:2009:0414JUD003737405, § 35)· της 3ης Απριλίου 2012, Gillberg κατά Σουηδίας (ECLI:CE:ECHR:2012:0403JUD004172306, §§ 82 και 83)· της 17ης Φεβρουαρίου 2015, Guseva κατά Βουλγαρίας (ECLI:CE:ECHR:2015:0217JUD000698707, § 53).

( 31 ) Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 14ης Απριλίου 2009, Társaság a Szabadságjogokért κατά Ουγγαρίας (ECLI:CE:ECHR:2009:0414JUD003737405).

( 32 ) Κρίνοντας, με μάλλον απόλυτο τρόπο, ότι «η παρούσα υπόθεση αφορά κατ’ ουσίαν, παρέμβαση –δυνάμει της λογοκριτικής εξουσίας ενός ενημερωτικού μονοπωλίου– στην άσκηση της λειτουργίας ενός κοινωνικού θεματοφύλακα, όπως ο Τύπος, και όχι απλώς άρνηση του γενικού δικαιώματος προσβάσεως σε επίσημα έγγραφα» –απόφαση του ΕΔΔΑ της 14ης Απριλίου 2009, Társaság a Szabadságjogokért κατά Ουγγαρίας (ECLI:CE:ECHR:2009:0414JUD003737405, § 36).

( 33 ) Βλ., ενδεικτικά, την εκκρεμή υπόθεση που αφορά την πρόσβαση σε δικογραφία: ΕΔΔΑ, Studio Monitor και Zuriashvili κατά Γεωργίας, προσφυγή υπ’ αριθ. 44920/09.

( 34 ) Bentham, J., «Draught of a Code for the Organization of the Judicial Establishment in France, in Works IV (1790)», The Works of Jeremy Bentham, 1838-1843, Bowring, J., (επιμ.), Russell & Russell, Νέα Υόρκη, 1962, σ. 316.

( 35 ) Bentham, J., «Essay on Political Tactics, in Works II (1791)», The Works of Jeremy Bentham, 1838-1843, Bowring, J., (επιμ.), Russell & Russell, Νέα Υόρκη, 1962, σ. 314.

( 36 ) Γενικότερα, βλ. Dawson, J.P., The Oracles of Law, University of Michigan Law School, Ann Arbor, 1968, ιδίως σ. 50 έως 64.

( 37 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro, στις υποθέσεις Σουηδία κατά API και ΑΡΙ κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά ΑΡΙ (C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, EU:C:2009:592, σημείο 26, τελευταίο εδάφιο).

( 38 ) Βλ. De S.-O.l’E. Lasser, M., Judicial Deliberations. A Comparative Analysis of Judicial Transparency and Legitimacy, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2009, σ. 299 επ.

( 39 ) Βλ. Scharpf, F., Regieren in Europa. Effektiv und demokratisch?, Campus Verlag, Φρανκφούρτη/Νέα Υόρκη, 1999, σ. 16 έως 28.

( 40 ) Βλ. Ewing, K.D., «A Theory of Democratic Adjudication: Towards a Representative, Accountable and Independent Judiciary»Alberta Law Review, τόμος 38, 2000, σ. 708 έως 733. Στο πλαίσιο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βλ. de Witte, B., «Democratic Adjudication in Europe – How Can the European Court of Justice be Responsive to the Citizens?», στο Dougan, M., Nic Shuibhne, N., Spaventa, E. (επιμ.), Empowerment and Disempowerment of the European Citizen, Hart Publishing, Οξφόρδη και Πόρτλαντ, 2012, σ. 129 έως 144.

( 41 ) «[J]ustice should not only be done, but should manifestly and undoubtedly be seen to be done», στην απόφαση R v Sussex Justices, Ex parte McCarthy ([1924] 1 KB 256, [1923] All ER Rep 233). Η υπογράμμιση δική μου.

( 42 ) Βλ. Habermas. J., Faktizität und Geltung. Beiträge zur Diskurstheorie des Rechts und des demokratischen Rechtsstaats. Suhrkamp, Frankfurt am Main, 1992, σ. 435 επ.

( 43 ) Βλ., αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 25ης Ιουνίου 2013, Youth Initiative for Human Rights κατά Σερβίας (ECLI:CE:ECHR:2013:0625JUD004813506, § 24), και της 28ης Νοεμβρίου 2013, Österreichische Vereinigung Zur Erhaltung, Stärkung und Schaffung Eines Wirtschaftlich Gesunden Land- und Forstwirtschaftlichen κατά Αυστρίας (ECLI:CE:ECHR:2013:1128JUD003953407, § 33), στις οποίες δίνεται έμφαση στη σχέση μεταξύ της προσβάσεως των κοινωνικών θεματοφυλάκων στην πληροφόρηση και της συμβολής στον δημόσιο διάλογο.

( 44 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro στις υποθέσεις Σουηδία κατά API και ΑΡΙ κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά ΑΡΙ (C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, EU:C:2009:592, σημείο 33).

( 45 ) Βλ., επί παραδείγματι, Sharpston, E., «Transparency and Clear Legal Language in the European Union: Ambiguous Legislative Texts, Laconic Pronouncements and the Credibility of the Judicial System», Cambridge Yearbook of European Legal Studies, τόμος 12, 2010, σ. 409 έως 423.

( 46 ) Για μια σύνοψη επιλεγμένων εθνικών συστημάτων, βλ. National practices with regard to the accessibility of court documents, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Γενική Διεύθυνση Εσωτερικών Πολιτικών, Τμήμα Πολιτικής Γ: Δικαιώματα των πολιτών και συνταγματικές υποθέσεις, 2013, ή Report on Access to Judicial Information, Open Society Justice Initiative, Μάρτιος 2009.

( 47 ) Συναφώς, βλ. Model Policy for Access to Court Records in Canada, πολιτική που καταρτίστηκε από την Judges Technology Advisory Committee του Canadian Judicial Council, τον Σεπτέμβριο του 2005, καθώς και Policy for Access to Supreme Court of Canada Court Records της 17ης Μαρτίου 2015 (στη διεύθυνση http://www.scc-csc.ca/case-dossier/rec-doc/pol-eng.aspx).

( 48 ) Κανόνας 33, παράγραφος 2, του κανονισμού λειτουργίας του ΕΔΔΑ.

( 49 ) Άρθρο 14, παράγραφος 5, του κανονισμού του Δικαστηρίου της ΕΖΕΣ.

( 50 ) Άρθρο 53 του κανονισμού λειτουργίας του Διεθνούς Δικαστηρίου.

( 51 ) Άρθρο 67 του κανονισμού του Διεθνούς Δικαστηρίου για το Δίκαιο της Θάλασσας.

( 52 ) ΕΕ 2015, L 105, σ. 1.

( 53 ) Άρθρο 22, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (ΕΕ 2014, L 206, σ. 1).

( 54 ) Ένας σκεπτικιστής θα μπορούσε να επισημάνει ότι κάποτε η αγάπη ήταν παντού. Προφανώς όμως κάτι έχει αλλάξει (σίγουρα, τουλάχιστον, ως προς την αντίληψη του κοινού για τα δικαστήρια).

( 55 ) Αφήνω κατά μέρος, σε αυτή την ενότητα, την πρόσβαση στα έγγραφα του Δικαστηρίου που αφορούν τις διοικητικές του δραστηριότητες, όπως προβλέπεται στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 11ης Δεκεμβρίου 2012.

( 56 ) Βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 10ης Ιουνίου 2014, σχετική με την κατάθεση των ιστορικών αρχείων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα Ιστορικά Αρχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο) (ΕΕ 2015, C 406, σ. 2).

( 57 ) Μολονότι δεν υπήρχε, τότε, διάταξη της Συνθήκης που να της επιβάλλει να παραχωρήσει πρόσβαση στα διοικητικά της έγγραφα, η ΕΚΤ κατοχύρωσε την εν λόγω πρόσβαση ήδη με την απόφαση ΕΚΤ/1998/12, της 3ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα και τα αρχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΕ 1999, L 110, σ. 30).

( 58 ) Απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 4ης Μαρτίου 2004, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΕ 2004, L 80, σ. 42).

( 59 ) Σε αντιδιαστολή με τα διοικητικά έγγραφα του Δικαστηρίου.

( 60 ) Εκτός εάν κάποια από αυτά καταστούν προσβάσιμα στα Ιστορικά Αρχεία (βλ. ανωτέρω, υποσημείωση 56).

( 61 ) Συνεπώς, ακολουθώντας, με κάποιες τροποποιήσεις, το παράδειγμα του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου και του πλέον καταργηθέντος Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (βλ. ανωτέρω, σημείο 112 των ανά χείρας προτάσεων).

( 62 ) Για μια ευρύτερη αναλογία με υποθέσεις που σχετίζονται με την αποτελεσματική δικαστική προστασία, βλ. αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Star Storage κ.λπ. (C‑439/14 και C‑488/14, EU:C:2016:688, σκέψη 44), ή της 22ας Δεκεμβρίου 2010, DEB (C‑279/09, EU:C:2010:811, σκέψη 28).

( 63 ) Επιπλέον, ορισμένες εθνικές δικαιοδοσίες, ιδίως ανώτερα δικαστήρια, βαίνουν ακόμη μακρύτερα και αναρτούν τα ίδια, στους οικείους διαδικτυακούς τόπους, τις αιτήσεις προδικαστικών αποφάσεων που έχουν υποβάλει στο Δικαστήριο: συνήθως δημοσιεύουν την αρχική τους αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, την απάντηση του Δικαστηρίου, και τη δική τους τελική εθνική απόφαση.

( 64 ) Βλ. διάταξη της 3ης Απριλίου 2000, Γερμανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑376/98, EU:C:2000:181, σκέψη 10).

( 65 ) Σκέψη 126 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπό το πρίσμα των σκέψεων 120 και 122.

( 66 ) Απόφαση της 17ης Ιουνίου 1998, Svenska Journalistförbundet κατά Συμβουλίου (T‑174/95, EU:T:1998:127).

( 67 ) Απόφαση της 17ης Ιουνίου 1998, Svenska Journalistförbundet κατά Συμβουλίου (T‑174/95, EU:T:1998:127, σκέψη 138).

( 68 ) Απόφαση της 17ης Ιουνίου 1998, Svenska Journalistförbundet κατά Συμβουλίου (T‑174/95, EU:T:1998:127, σκέψεις 22 έως 24).

( 69 ) Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σκέψεις 123 και 124· η αξίωση της Επιτροπής περί των δικαστικών εξόδων προφανώς διατυπώθηκε μόνο στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση (σκέψη 25 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).