52012DC0342

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ Κοινές αρχές για τους εθνικούς δημοσιονομικούς διορθωτικούς μηχανισμούς /* COM/2012/0342 final */


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Κοινές αρχές για τους εθνικούς δημοσιονομικούς διορθωτικούς μηχανισμούς

Το πλαίσιο

Η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να θεωρούν τις οικονομικές τους πολιτικές θέμα κοινού ενδιαφέροντος και ότι οι δημοσιονομικές τους πολιτικές πρέπει να κατευθύνονται από την ανάγκη χρηστής διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών.

Οι παγκόσμιες οικονομικές και χρηματοπιστωτικές κρίσεις αποκάλυψαν αδυναμίες στην οικονομική και τη δημοσιονομική διακυβέρνηση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Ήδη, τον περασμένο Δεκέμβριο εγκρίθηκε και τέθηκε σε ισχύ μια νέα δέσμη μεταρρυθμίσεων —η λεγόμενη «εξάδα μέτρων». Καθώς η κρίση δεν έχει παρέλθει, η έκταση και οι πιθανές συνέπειες της ευρύτερης διάχυσης των αρνητικών επιπτώσεων στην οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ είναι πλέον προφανείς.

Με βάση το σκεπτικό αυτό, η Επιτροπή πρότεινε στις 23 Νοεμβρίου 2011 δύο ακόμη νομοθετικές πράξεις που αποσκοπούν στην ενίσχυση των μηχανισμών εποπτείας στη ζώνη του ευρώ, πέραν της πράσινης βίβλου για τα ευρωομόλογα σταθερότητας. Αυτή η λεγόμενη «δέσμη δύο μέτρων» περιλαμβάνει δύο προτάσεις:

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση κοινών διατάξεων για την παρακολούθηση και την αξιολόγηση των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων και για την εξασφάλιση της διόρθωσης των υπερβολικών ελλειμμάτων των κρατών μελών στη ζώνη του ευρώ. Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ενίσχυση τη οικονομικής και δημοσιονομικής εποπτείας των κρατών μελών που αντιμετωπίζουν ή υπάρχει κίνδυνος να αντιμετωπίσουν σοβαρές δυσκολίες όσον αφορά τη δημοσιονομική τους σταθερότητα στη ζώνη του ευρώ.

Επιπλέον, με βάση αυτά τα στοιχεία και για να εξασφαλιστεί η σταθερότητα της ζώνης του ευρώ συνολικά, η Συνθήκη για τη Σταθερότητα, τον Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΣΣΣΔ), η οποία υπογράφηκε στις 2 Μαρτίου 2012 από 25 κράτη μέλη, περιλαμβάνει ένα δημοσιονομικό σύμφωνο (Τίτλος III). Ο στόχος είναι να ενσωματωθούν οι δεσμεύσεις αυτές στο δίκαιο της ΕΕ εντός πέντε ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της ΣΣΣΔ.

Βάσει του εν λόγω δημοσιονομικού συμφώνου, τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεούνται να εισαγάγουν στο εθνικό τους δίκαιο κανόνες για έναν διορθωτικό μηχανισμό ο οποίος θα τίθεται αυτομάτως σε λειτουργία σε περίπτωση που παρατηρούνται σημαντικές αποκλίσεις από τον μεσοπρόθεσμο στόχο ή την πορεία προσαρμογής σ’ αυτόν [άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο ε) και άρθρο 3 παράγραφος 2].

Επιπλέον, σύμφωνα με τη ΣΣΣΔ (άρθρο 3 παράγραφος 2), οι διορθωτικοί μηχανισμοί θα θεσπιστούν «βάσει κοινών αρχών που πρέπει να προταθούν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όσον αφορά κυρίως τον χαρακτήρα, την έκταση και το χρονοδιάγραμμα της διορθωτικής δράσης που πρέπει να αναληφθεί, ακόμη και σε περίπτωση που συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, καθώς και τον ρόλο και την ανεξαρτησία των οργάνων που είναι αρμόδια, σε εθνικό επίπεδο, για την παρακολούθηση της τήρησης των κανόνων».

Στο πλαίσιο της εφαρμογής της ΣΣΣΔ, η παρούσα ανακοίνωση εκδίδεται για να εξυπηρετηθεί το γενικό συμφέρον της Ένωσης και για να διευκολυνθεί η ομαλή λειτουργία της οικονομικής και νομισματικής ένωσης.

Η παρούσα ανακοίνωση παρουσιάζει τις κοινές αρχές που πρέπει να διέπουν τους εθνικούς διορθωτικούς μηχανισμούς. Οι επτά αρχές παρατίθενται στο παράρτημα. Καλύπτουν τα βασικά θέματα που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον σχεδιασμό των διορθωτικών μηχανισμών, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων παραμέτρων: νομικό καθεστώς των διορθωτικών μηχανισμών, συνοχή τους με το πλαίσιο της ΕΕ, ενεργοποίηση των μηχανισμών, χαρακτήρας της διόρθωσης από πλευράς έκτασης και χρονοδιαγράμματος, επιχειρησιακά μέσα εφαρμογής της, πρόβλεψη πιθανών ρητρών διαφυγής, ρόλος και ανεξαρτησία των οργάνων παρακολούθησης.

Το άρθρο 3 της ΣΣΣΔ καλεί επίσης την Επιτροπή να προτείνει ένα χρονοδιάγραμμα για την ταχεία σύγκλιση των συμβαλλόμενων μερών προς τους μεσοπρόθεσμους στόχους τους, λαμβανομένων υπόψη των ανά χώρα κινδύνων βιωσιμότητας. Αυτό το χρονοδιάγραμμα θα υποβληθεί από την Επιτροπή εντός του τρέχοντος έτους. Τα σχέδια δημοσιονομικής εξυγίανσης που υποβάλλουν τα κράτη μέλη κατά την πιο πρόσφατη επικαιροποίηση του προγράμματος σταθερότητας ή σύγκλισης θα είναι η φυσική αφετηρία για τον καθορισμό του ρυθμού σύγκλισης προς τους μεσοπρόθεσμους στόχους. Αυτά τα σχέδια εξυγίανσης θα πρέπει να επαναξιολογούνται με γνώμονα τις διατάξεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένης της καταλληλότητας των μεσοπρόθεσμων στόχων, και τις αρχές της στρατηγικής εξόδου υπό το πρίσμα των μακροοικονομικών προοπτικών, και ιδίως της διαφοροποίησης ανάλογα με τη δημοσιονομική ευπάθεια.

1. Νομικό καθεστώς των κανόνων για τους διορθωτικούς μηχανισμούς και σχέση τους με το πλαίσιο της ΕΕ

Σύμφωνα με τη ΣΣΣΔ, οι κανόνες που θα διέπουν τους διορθωτικούς μηχανισμούς πρέπει να εισαχθούν στο εθνικό δίκαιο «μέσω διατάξεων δεσμευτικού και μόνιμου χαρακτήρα, κατά προτίμηση συνταγματικού, ή άλλως διατάξεων των οποίων η πλήρης τήρηση και εκπλήρωση κατοχυρώνονται μέσω των διαδικασιών που διέπουν τον εθνικό προϋπολογισμό». Κατά συνέπεια, το νομικό καθεστώς των διορθωτικών μηχανισμών πρέπει να είναι τέτοιο ώστε οι διατάξεις τους να μην μπορούν να τροποποιηθούν με τη συνήθη δημοσιονομική νομοθεσία. Συγχρόνως, όπως επίσης καθίσταται σαφές στην ΣΣΣΔ και επαναλαμβάνεται στην αρχή 1, οι διορθωτικοί μηχανισμοί πρέπει να «σέβονται απόλυτα τις εξουσίες των εθνικών κοινοβουλίων». Με τα χαρακτηριστικά αυτά επιδιώκεται να εξασφαλιστεί ότι οι δημοσιονομικοί κανόνες υποστηρίζουν αποτελεσματικά τις εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές, αναγνωρίζοντας συγχρόνως τα θεμελιώδη κοινοβουλευτικά δικαιώματα.

Η αρχή 2 επιβεβαιώνει την αναγκαία συνοχή των εθνικών διορθωτικών μηχανισμών με τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ. Οι απαιτήσεις του δημοσιονομικού συμφώνου εντάσσονται σε μια ευρύτερη διαδικασία, που άρχισε ήδη με την πρόσφατη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (τη λεγόμενη «εξάδα μέτρων»), αυξάνοντας τον βαθμό αποδοχής του συμφωνηθέντος ενωσιακού πλαισίου εποπτείας από τα κράτη μέλη. Ως εκ τούτου, η ίδια η ΣΣΣΔ αναφέρεται σε ήδη υπάρχουσες έννοιες δημοσιονομικής εποπτείας, όπως «ο μεσοπρόθεσμος στόχος» και η «πορεία προσαρμογής προς αυτόν», η «σημαντική απόκλιση» και οι «εξαιρετικές περιστάσεις». Η αρχή 2 επισημαίνει ότι οι έννοιες και οι κανόνες της ΕΕ πρέπει να τηρούνται αυστηρά κατά τον σχεδιασμό των εθνικών μηχανισμών, αν και μπορεί να επιτραπεί κάποιος βαθμός ευελιξίας όσον αφορά τις ακριβείς εθνικές μεθοδολογίες, ούτως ώστε να συνεκτιμώνται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε χώρας.

2. Η ουσία των διορθωτικών μηχανισμών: ενεργοποίηση, χαρακτήρας της διόρθωσης, επιχειρησιακά μέσα, ρήτρες διαφυγής

Όπως ορίζει η αρχή 3, οι διορθωτικοί μηχανισμοί πρέπει να ενεργοποιούνται σε σαφώς καθορισμένες περιστάσεις σημαντικής απόκλισης από τον μεσοπρόθεσμο στόχο ή από την πορεία προσαρμογής σ’ αυτόν. Αυτό συνεπάγεται την πρόβλεψη διατάξεων που καθορίζουν εκ των προτέρων τα κριτήρια που πρέπει να εφαρμόζονται για την αξιολόγηση της ύπαρξης σημαντικής απόκλισης. Η αρχή 3 ορίζει επίσης ότι, υπό την επιφύλαξη αυτών των όρων, τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να χρησιμοποιήσουν ποικίλους μηχανισμούς και κριτήρια. Ειδικότερα, τα σημεία ενεργοποίησης μπορεί να στηρίζονται είτε σε κριτήρια επιπέδου ΕΕ, είτε σε ειδικά κριτήρια ανά χώρα, είτε και στα δύο: οι αποφάσεις επιπέδου ΕΕ που διαπιστώνουν την ύπαρξη σημαντικής απόκλισης θα είναι φυσικός παράγοντας ενεργοποίησης των διορθωτικών μηχανισμών. Συγχρόνως, τα ειδικά ανά χώρα κριτήρια, στον βαθμό που ενσωματώνουν την έννοια της σημαντικής απόκλισης, μπορούν να λειτουργήσουν ως στοιχεία ενεργοποίησης των μηχανισμών, παρουσιάζοντας μάλιστα το πιθανό πρόσθετο πλεονέκτημα της ενωρίτερης ενεργοποίησης.

Ο χαρακτήρας της διόρθωσης από την άποψη της έκτασης και του χρονοδιαγράμματος αποτελεί αντικείμενο της αρχής 4. Η προτεινόμενη αρχή παρέχει συγκεκριμένες επιχειρησιακές οδηγίες, αποφεύγοντας μια υπερβολικά άκαμπτη προσέγγιση.

Ως εκ τούτου, η αρχή 4 περιλαμβάνει πέντε επιμέρους αρχές:

-   Πρώτον, οι προκαθορισμένοι κανόνες πρέπει να οριοθετούν την έκταση και το χρονοδιάγραμμα της διόρθωσης, περιορίζοντας με τον τρόπο αυτόν, χωρίς όμως να αποκλείουν παντελώς, το πεδίο διακριτικής ευχέρειας κατά τον σχεδιασμό του τρόπου αντιμετώπισης μιας σημαντικής δημοσιονομικής απόκλισης.

-   Δεύτερον, οι μεγαλύτερες αποκλίσεις πρέπει να οδηγούν σε μεγαλύτερες διορθώσεις, σύμφωνα με έναν κοινής λογικής κανόνα αναλογικότητας.

-   Τρίτον, το σημείο αναφοράς για τον καθορισμό της διόρθωσης θα είναι η προσήλωση στον μεσοπρόθεσμο στόχο και στην πορεία προσαρμογής σ’ αυτόν, πράγμα που απηχεί το πνεύμα του δημοσιονομικού συμφώνου, η πεμπτουσία του οποίου είναι η τήρηση του μεσοπρόθεσμου στόχου και της πορείας προσαρμογής σ’ αυτόν. Ειδικότερα, ένα κράτος μέλος που παρεκκλίνει από τον μεσοπρόθεσμο στόχο, κατά την πορεία προσαρμογής του προς αυτόν, θα πρέπει κατά κανόνα να διατηρήσει αμετάβλητο το χρονοδιάγραμμα επιστροφής του σ’ αυτόν. Αν το κράτος βρισκόταν αρχικά εντός του μεσοπρόθεσμου στόχου, αλλά παρεξέκλινε αργότερα απ’ αυτόν, θα πρέπει να επανέλθει στον μεσοπρόθεσμο στόχο μέσα στο ευλόγως ταχύτερο χρονικό διάστημα, πράγμα που κατά κανόνα σημαίνει είτε το αμέσως μετά την απόκλιση έτος είτε το επόμενο έτος. Ωστόσο, αυτό το σενάριο αναφοράς δεν αποκλείει εξ ολοκλήρου κάποια περιθώρια ευελιξίας, ανάλογα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις.

-   Τέταρτον, οι διορθωτικοί μηχανισμοί πρέπει να συμβάλουν αποφασιστικά στην ενσωμάτωση κρίσιμων στοιχείων σταθερότητας στο δημοσιονομικό πλαίσιο, ώστε να αποτρέπεται το «σύνδρομο του κινούμενου στόχου», που εμφανίζεται συστηματικά σε περιπτώσεις δημοσιονομικών αποκλίσεων. Προς τον σκοπό αυτόν, οι διορθωτικοί μηχανισμοί πρέπει να εξασφαλίζουν την προσήλωση στους βασικούς δημοσιονομικούς στόχους που είχαν τεθεί πριν από τη σημαντική απόκλιση.

-   Πέμπτον, στην αρχή της διόρθωσης θα πρέπει να υιοθετείται ένα διορθωτικό σχέδιο που θα είναι δεσμευτικό για τους επόμενους προϋπολογισμούς που καλύπτουν την περίοδο της διόρθωσης, πράγμα που ενισχύει την αξιοπιστία των μηχανισμών.

Η επιχειρησιακή λειτουργία των διορθωτικών μηχανισμών αποτελεί επίσης σημαντική πτυχή του σχεδιασμού τους. Η αρχή 5 αναγνωρίζει τον βασικό ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν από την άποψη αυτή οι κανόνες για τις δημόσιες δαπάνες και τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι αυτά τα συγκεντρωτικά μεγέθη αντανακλούν αμεσότερα τις αποφάσεις που λαμβάνουν κατά τη διακριτική τους ευχέρεια οι δημοσιονομικές αρχές απ’ ότι τα τελικά δημοσιονομικά αποτελέσματα ή τα διορθωμένα από κυκλικές διακυμάνσεις (κυκλικά προσαρμοσμένα) αποτελέσματα. Ένα άλλο κρίσιμο στοιχείο που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα κράτη μέλη κατά τον σχεδιασμό των συστημάτων τους αφορά τον συντονισμό μεταξύ μερικών ή όλων των υποεπιπέδων της γενικής κυβέρνησης κατά την αντιμετώπιση σημαντικής δημοσιονομικής απόκλισης, πράγμα που ενισχύει την αξιοπιστία των μηχανισμών τους. Αυτοί οι μηχανισμοί συντονισμού δεν συνεπάγονται απαραιτήτως την προκαθορισμένη κατανομή της διόρθωσης μεταξύ της κεντρικής κυβέρνησης και των οντοτήτων υποεθνικού επιπέδου. Αλλά πρέπει να υπάρχουν ισχυρές ασφαλιστικές δικλίδες που να εγγυώνται ότι η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων της γενικής κυβέρνησης, για τους οποίους η κεντρική κυβέρνηση είναι υπεύθυνη έναντι του επιπέδου της ΕΕ, δεν τίθεται σε κίνδυνο από τη συμπεριφορά των υποτομέων.

Η αντίληψη ότι οι δημοσιονομικοί κανόνες πρέπει να είναι σε θέση να ανταποκρίνονται σε ιδιαίτερα δυσμενείς περιστάσεις έχει αναγνωριστεί από καιρό στο πλαίσιο εποπτείας της ΕΕ και αναγνωρίζεται επίσης και από τη ΣΣΣΔ. Σύμφωνα με την αρχή 6, οι πιθανές ρήτρες διαφυγής πρέπει να στηρίζονται αυστηρά σε έννοιες που έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο της ΕΕ, ώστε να προαχθεί η συνοχή και να αποτραπούν οι υπερβολικά χαλαροί ορισμοί των εξαιρετικών περιστάσεων. Προβλέπεται επίσης ότι η πιθανή αναστολή του διορθωτικού μηχανισμού, την οποία επιτρέπει μια ρήτρα διαφυγής, πρέπει να εφαρμόζεται για καθορισμένο χρονικό διάστημα και ότι μετά την έξοδο από τη ρήτρα διαφυγής πρέπει να ακολουθήσει ένας ελάχιστος ρυθμός προσαρμογής, σύμφωνα και με τη σχετική απαίτηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Επίσης, μετά την έξοδο από τη ρήτρα διαφυγής θα αναμένεται η εφαρμογή ενός διορθωτικού σχεδίου που θα είναι δεσμευτικό για τους μελλοντικούς προϋπολογισμούς.

3. Ρόλος και ανεξαρτησία των οργάνων παρακολούθησης

Ενώ η ευθύνη για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης με τους διορθωτικούς μηχανισμούς βαρύνει πρωτίστως τις δημοσιονομικές αρχές, τα εθνικά όργανα παρακολούθησης θα είναι βασικός παράγοντας για την προώθηση της αξιοπιστίας και της διαφάνειας, όπως αναγνωρίζεται στην τελευταία προτεινόμενη αρχή (αρχή 7). Αυτοί οι φορείς θα αξιολογούν τη λειτουργία των διορθωτικών μηχανισμών, σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες, στα διάφορα στάδια ενεργοποίησης και εκτέλεσης της διόρθωσης, περιλαμβανομένης και της πιθανής προσφυγής σε ρήτρες διαφυγής.

Η εφαρμογή της αρχής «Συμμορφωθείτε ή εξηγήστε» —σύμφωνα με την οποία είτε θα ακολουθούνται οι συμβουλές αυτών των οργάνων παρακολούθησης είτε τα οικεία κράτη μέλη θα εξηγούν γιατί δεν τις εφαρμόζουν— θα εξασφαλίσει τη συμμόρφωση με τις αξιολογήσεις, χωρίς καταστρατήγηση των ευθυνών χάραξης πολιτικής των δημοσιονομικών αρχών.

Η ανεξαρτησία της επιχειρησιακής αυτονομίας αυτών των φορέων αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο που τους επιτρέπει να παίξουν αποτελεσματικά τον ρόλο τους στο πλαίσιο της εθνικής δημοσιονομικής πολιτικής. Η αρχή 7 εμπεριέχει διάφορες διατάξεις προς τον σκοπό αυτόν. Πρώτον, για να εξασφαλιστεί ευρεία αποδοχή, ο σχεδιασμός των οργάνων παρακολούθησης πρέπει να συνάδει με το ήδη υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο και με τη διοικητική δομή κάθε χώρας. Δεύτερον, προτείνονται διάφορα κριτήρια για την εξασφάλιση υψηλού βαθμού επιχειρησιακής αυτονομίας. Το νομικό καθεστώς, η εντολή και η λογοδοσία αυτών των φορέων πρέπει να στηρίζονται σε νομικές διατάξεις. Πρέπει επίσης να θεσπιστούν ισχυρές ασφαλιστικές δικλίδες όσον αφορά τους διορισμούς των μελών και την επάρκεια των πόρων, καθώς επίσης και την πρόσβαση σε πληροφορίες που αφορούν τα καθήκοντα του φορέα. Αυτοί οι όροι είναι απαραίτητοι για να μπορούν τα όργανα παρακολούθησης να εργάζονται αποτελεσματικά και να ενεργούν ως θεματοφύλακες της διαφάνειας και της αξιοπιστίας των μηχανισμών. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στη δυνατότητα ανεμπόδιστης επικοινωνίας με το κοινό.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κοινές αρχές για τους εθνικούς δημοσιονομικούς διορθωτικούς μηχανισμούς

(1) [Νομικό καθεστώς] Ο διορθωτικός μηχανισμός θα εισαχθεί στο εθνικό δίκαιο μέσω διατάξεων δεσμευτικού και μόνιμου χαρακτήρα, κατά προτίμηση συνταγματικού, ή άλλως διατάξεων των οποίων η πλήρης τήρηση και εκπλήρωση κατοχυρώνονται μέσω των διαδικασιών που διέπουν τον εθνικό προϋπολογισμό. Ο μηχανισμός θα σέβεται απόλυτα τις εξουσίες των εθνικών κοινοβουλίων.

(2) [Συνοχή με το πλαίσιο της ΕΕ] Οι εθνικοί διορθωτικοί μηχανισμοί θα στηρίζονται αυστηρά στις έννοιες και τους κανόνες του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου. Αυτό ισχύει ιδίως για την έννοια της «σημαντικής απόκλισης» και για τον ορισμό πιθανών ρητρών διαφυγής. Η διόρθωση, από πλευράς έκτασης και χρονοδιαγράμματος, θα συνάδει με τις συστάσεις που ενδέχεται να γίνουν στο οικείο κράτος μέλος βάσει του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.

(3) [Ενεργοποίηση] Ο διορθωτικός μηχανισμός θα ενεργοποιείται σε σαφώς καθορισμένες περιστάσεις σημαντικής απόκλισης από τον μεσοπρόθεσμο στόχο ή από την πορεία προσαρμογής σ’ αυτόν. Οι παράγοντες ενεργοποίησης μπορεί να περιλαμβάνουν κριτήρια επιπέδου ΕΕ ή κριτήρια ειδικά ανά χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι τηρείται ο ανωτέρω όρος. Υπό τον ίδιο όρο, τόσο οι εκ των προτέρων μηχανισμοί που θέτουν δημοσιονομικούς στόχους οι οποίοι αποτρέπουν την εμφάνιση αποκλίσεων όσο και οι εκ των υστέρων μηχανισμοί που συνεπάγονται διορθώσεις για την αντιμετώπιση προγενέστερων αποκλίσεων, είναι δυνατόν να πληρούν τις απαιτήσεις.

(4) [Χαρακτήρας της διόρθωσης] Η έκταση και το χρονοδιάγραμμα της διόρθωσης πρέπει να διέπονται από προκαθορισμένους κανόνες. Οι μεγαλύτερες αποκλίσεις από τον μεσοπρόθεσμο στόχο ή από την πορεία προσαρμογής προς αυτόν θα οδηγούν σε μεγαλύτερες διορθώσεις. Η επάνοδος του διαρθρωτικού ισοζυγίου στο επίπεδο του μεσοπρόθεσμου στόχου ή πάνω από το επίπεδο αυτό εντός της προγραμματισμένης προθεσμίας, και η διατήρησή του στο εν λόγω επίπεδο στη συνέχεια, θα αποτελούν το σημείο αναφοράς για τον διορθωτικό μηχανισμό. Ο διορθωτικός μηχανισμός πρέπει να εξασφαλίζει την προσήλωση στους κρίσιμους δημοσιονομικούς στόχους που είχαν τεθεί πριν από τη σημαντική απόκλιση, αποτρέποντας έτσι κάθε μακροχρόνια απόκλιση από τους γενικούς δημοσιονομικούς στόχους που είχαν τεθεί πριν από την εμφάνιση της σημαντικής απόκλισης. Από την αρχή της διόρθωσης τα κράτη μέλη πρέπει να υιοθετήσουν ένα διορθωτικό σχέδιο που θα είναι δεσμευτικό για τους προϋπολογισμούς που καλύπτονται από την περίοδο της διόρθωσης.

(5) [Μέσα παρακολούθησης] Ο διορθωτικός μηχανισμός μπορεί να δώσει εξέχοντα επιχειρησιακό ρόλο στους κανόνες για τις δημόσιες δαπάνες και στα φορολογικά μέτρα διακριτικής ευχέρειας, μεταξύ άλλων σε ό,τι αφορά την ενεργοποίηση του μηχανισμού και την εκτέλεση της διόρθωσης, στον βαθμό που οι κανόνες αυτοί συνάδουν με την επίτευξη των μεσοπρόθεσμων στόχων και με την πορεία προσαρμογής προς αυτούς. Ο σχεδιασμός του διορθωτικού μηχανισμού πρέπει να λαμβάνει υπόψη του διατάξεις που αφορούν, σε περίπτωση ενεργοποίησης, τον συντονισμό των δημοσιονομικών προσαρμογών σε μερικούς ή όλους τους υποτομείς της γενικής κυβέρνησης.

(6) [Ρήτρες διαφυγής] Ο καθορισμός πιθανών ρητρών διαφυγής πρέπει να γίνεται με γνώμονα την έννοια των «εξαιρετικών περιστάσεων», όπως αυτή έχει συμφωνηθεί στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Η έννοια αυτή αναφέρεται σε περίπτωση ασυνήθιστου γεγονότος που εκφεύγει από τον έλεγχο του οικείου κράτους μέλους και το οποίο έχει σημαντική επίπτωση στη δημοσιονομική κατάσταση της γενικής κυβέρνησης, ή σε περιόδους σοβαρής οικονομικής κάμψης, όπως ορίζεται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, μεταξύ άλλων και στο επίπεδο της ζώνης του ευρώ. Η αναστολή του διορθωτικού μηχανισμού σε περίπτωση εφαρμογής ρήτρας διαφυγής θα είναι προσωρινή. Ο διορθωτικός μηχανισμός πρέπει να προβλέπει έναν ελάχιστο ρυθμό διαρθρωτικής προσαρμογής μετά την έξοδο από τη ρήτρα διαφυγής, με τη σχετική απαίτηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης να αποτελεί το κατώτατο όριο. Κατά την έξοδο από τη ρήτρα διαφυγής, την κράτη μέλη πρέπει να υιοθετήσουν ένα διορθωτικό σχέδιο που θα είναι δεσμευτικό για τους προϋπολογισμούς που καλύπτονται από την περίοδο της διόρθωσης.

(7) [Ρόλος και ανεξαρτησία των οργάνων παρακολούθησης] Η αξιοπιστία και η διαφάνεια του διορθωτικού μηχανισμού θα υποστηρίζεται από ανεξάρτητους φορείς ή από φορείς με επιχειρησιακή αυτονομία που θα λειτουργούν ως όργανα παρακολούθησης. Αυτά τα όργανα θα προβαίνουν σε δημόσιες αξιολογήσεις για τα ακόλουθα θέματα: ύπαρξη περιστάσεων που δικαιολογούν την ενεργοποίηση του διορθωτικού μηχανισμού· εκτέλεση της διόρθωσης σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες και σχέδια· ύπαρξη περιστάσεων που δικαιολογούν την ενεργοποίηση, την επέκταση και τη λήξη ρητρών διαφυγής. Το οικείο κράτος μέλος θα είναι υποχρεωμένο να συμμορφώνεται με τις αξιολογήσεις αυτών των φορέων ή, διαφορετικά, να εξηγεί δημόσια γιατί δεν τις ακολουθεί. Ο σχεδιασμός των ανωτέρω φορέων θα λαμβάνει υπόψη το ήδη υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο και τη διοικητική δομή κάθε χώρας. Οι εν λόγω φορείς θα υποστηρίζονται από εθνικές νομικές διατάξεις που εξασφαλίζουν υψηλό βαθμό επιχειρησιακής αυτονομίας, περιλαμβανομένων των εξής στοιχείων: i) το νομικό καθεστώς τους θα εδράζεται σε νομική πράξη· ii) θα είναι ελεύθεροι από παρεμβάσεις, πράγμα που σημαίνει ότι οι εν λόγω φορείς δεν θα λαμβάνουν οδηγίες και θα είναι σε θέση να επικοινωνούν έγκαιρα με το κοινό· iii) οι διαδικασίες ορισμού των μελών τους θα βασίζονται στην εμπειρία και την ικανότητα· iv) θα έχουν επάρκεια πόρων και κατάλληλη πρόσβαση στις πληροφορίες που χρειάζονται για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.