Υπόθεση C-186/06

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Βασίλειο της Ισπανίας

«Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγία 79/409/ΕΟΚ — Διατήρηση των αγρίων πτηνών — Ζώνη αρδεύσιμη από το κανάλι Segarra-Garrigues (Lérida)»

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 26ης Απριλίου 2007 

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 2007 

Περίληψη της αποφάσεως

1.     Προσφυγή λόγω παραβάσεως — Αντικείμενο της διαφοράς — Καθορισμός του κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

(Άρθρο 226 ΕΚ)

2.     Προσφυγή λόγω παραβάσεως — Αντικείμενο της διαφοράς — Καθορισμός του κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

(Άρθρο 226 ΕΚ)

3.     Περιβάλλον — Διατήρηση των αγρίων πτηνών — Οδηγία 79/409 — Μέτρα ειδικής διατηρήσεως

(Οδηγίες του Συμβουλίου 79/409, άρθρο 4 § 4, και 92/43, άρθρα 6 § 2 και 7)

4.     Περιβάλλον — Διατήρηση των αγρίων πτηνών — Οδηγία 79/409 — Κατάταξη στις ζώνες ειδικής προστασίας

(Οδηγία 79/409 του Συμβουλίου, άρθρο 4)

5.     Περιβάλλον — Διατήρηση των αγρίων πτηνών — Οδηγία 79/409 — Μέτρα ειδικής διατηρήσεως

(Οδηγία 79/409 του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 4)

1.     Στο πλαίσιο προσφυγής που ασκείται δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, το έγγραφο οχλήσεως που η Επιτροπή απευθύνει σε κράτος μέλος και, ακολούθως, η αιτιολογημένη γνώμη που εκδίδει οριοθετούν το αντικείμενο της διαφοράς το οποίο, επομένως, δεν μπορεί μεταγενέστερα να διευρυνθεί. Πράγματι, η δυνατότητα του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του αποτελεί, ακόμη και αν αποφασίσει να μην τη χρησιμοποιήσει, βασική εγγύηση την οποία παρέχει η Συνθήκη, η δε τήρησή της συνιστά ουσιώδη τύπο για τη νομιμότητα της διαδικασίας αναγνωρίσεως παραβάσεως κράτους μέλους. Κατά συνέπεια, η αιτιολογημένη γνώμη και η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να στηρίζονται στις ίδιες αιτιάσεις που προβάλλονται με το έγγραφο οχλήσεως, με το οποίο η Επιτροπή κινεί την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία. Σε αντίθετη περίπτωση, μια τέτοια παρατυπία δεν αίρεται από το γεγονός ότι το καθού κράτος μέλος διατύπωσε παρατηρήσεις επί της αιτιολογημένης γνώμης.

Επομένως, η προσφυγή λόγω παραβάσεως η οποία στηρίζεται σε αιτιάσεις που δεν περιέχονταν στο έγγραφο οχλήσεως είναι απαράδεκτη.

(βλ. σκέψεις 15-17)

2.     Η αιτιολογημένη γνώμη και η προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ πρέπει να στηρίζονται στους ίδιους λόγους και ισχυρισμούς και να περιέχουν αιτιάσεις προβαλλόμενες με συνοχή και σαφήνεια για να παράσχουν τόσο στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος όσο και στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αντιληφθούν επακριβώς το περιεχόμενο της προσαπτόμενης παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου, καθόσον τούτο είναι απαραίτητο προκειμένου το μεν κράτος μέλος να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς του ισχυρισμούς, το δε Δικαστήριο να εξακριβώσει την ύπαρξη της προβαλλόμενης παραβάσεως.

Επομένως, η προσφυγή λόγω παραβάσεως είναι απαράδεκτη, στο μέτρο που κάποιος από τους ισχυρισμούς στηρίζεται σε λόγους διαφορετικούς από εκείνους που προβλήθηκαν στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας και, ως εκ τούτου, δεν πληροί τις προαναφερθείσες απαιτήσεις της συνοχής και της σαφήνειας των αιτιάσεων.

(βλ. σκέψεις 18, 22-23)

3.     Το άρθρο 4, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 79/409, περί της διατηρήσεως των άγριων πτηνών, επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προς αποτροπή, εντός των ζωνών ειδικής προστασίας (στο εξής: ΖΕΠ), της ρυπάνσεως ή της υποβαθμίσεως των οικοτόπων, καθώς και των επιζήμιων για τα πτηνά διαταράξεων, στο μέτρο που επηρεάζουν σημαντικά τους σκοπούς που επιδιώκει το άρθρο αυτό.

Τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη διάταξη αυτή, ακόμη και αν οι οικείες ζώνες δεν έχουν χαρακτηρισθεί ως ΖΕΠ, μολονότι θα έπρεπε.

Αντιθέτως, όσον αφορά τις ζώνες που χαρακτηρίζονται ως ΖΕΠ, το άρθρο 7 της οδηγίας 92/43, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, προβλέπει ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής αντικαθιστούν τις υποχρεώσεις που επιβάλλει το άρθρο 4, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 79/409, είτε από της ημερομηνίας εφαρμογής της οδηγίας 92/43 είτε από της ημερομηνίας ταξινομήσεως δυνάμει της οδηγίας 79/409, σε περίπτωση που αυτή η ημερομηνία είναι μεταγενέστερη. Επομένως, οι ζώνες που δεν έχουν ταξινομηθεί στις ΖΕΠ, ενώ έπρεπε να χαρακτηριστούν ως τέτοιες, συνεχίζουν να υπόκεινται στο ειδικό καθεστώς του άρθρου 4, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 79/409.

(βλ. σκέψεις 26-28)

4.     Ο κατάλογος «Important Bird Areas» του 1998 συνιστά ενημερωμένο κατάλογο των σημαντικών για τη διατήρηση των πτηνών ζωνών των κρατών μελών, ο οποίος, ελλείψει επιστημονικών αποδείξεων περί του αντιθέτου, αποτελεί στοιχείο αναφοράς προκειμένου να εκτιμηθεί αν το οικείο κράτος μέλος έχει ταξινομήσει στις ΖΕΠ επαρκή σε αριθμό και επιφάνεια εδάφη ώστε να παράσχει προστασία σε όλα τα είδη πτηνών που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 79/409, περί της διατηρήσεως των άγριων πτηνών, καθώς και στα αποδημητικά είδη που δεν μνημονεύονται στο εν λόγω παράρτημα.

(βλ. σκέψη 30)

5.     Ένα κράτος μέλος, το οποίο εγκρίνει σχέδιο αρδεύσεως, όπως το επίμαχο εν προκειμένω, χωρίς να λάβει τα κατάλληλα μέτρα προς αποτροπή των απαγορευομένων διαταράξεων στις ζώνες που επηρεάζονται από το σχέδιο αυτό και θα έπρεπε να έχουν χαρακτηρισθεί ως ΖΕΠ, παραβαίνει την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 79/409, περί της διατηρήσεως των άγριων πτηνών. Συναφώς, η υποχρέωση αυτή υφίσταται και πριν διαπιστωθεί μείωση του αριθμού των πτηνών ή καταστεί υπαρκτός ο κίνδυνος εξαφανίσεως προστατευομένου είδους.

Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται για τον λόγο και μόνον ότι το επίμαχο σχέδιο συμβάλλει σημαντικά στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της περιοχής την οποία αφορά. Πράγματι, η ευχέρεια των κρατών μελών να περιορίζουν σημαντικά την έκταση των ζωνών που θα έπρεπε να έχουν χαρακτηρισθεί ως ΖΕΠ και υπόκεινται στο ειδικό καθεστώς του άρθρου 4, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 79/409 δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να δικαιολογείται από οικονομικές και κοινωνικές απαιτήσεις.

(βλ. σκέψεις 36-37)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 18ης Δεκεμβρίου 2007 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Οδηγία 79/409/ΕΟΚ – Διατήρηση των άγριων πτηνών – Ζώνη αρδεύσιμη από το κανάλι Segarra-Garrigues (Lérida)»

Στην υπόθεση C‑186/06,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, η οποία ασκήθηκε στις 18 Απριλίου 2006,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τις D. Recchia και A. Alcover San Pedro, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Βασιλείου της Ισπανίας, εκπροσωπούμενου από τον F. Díez Moreno, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθού,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen (εισηγητή), K. Schiemann, P. Kūris και J.-C. Bonichot, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 26ης Απριλίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Με την προσφυγή της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, εγκρίνοντας σχέδιο αρδεύσεως για την αρδεύσιμη ζώνη του καναλιού Segarra-Garrigues, στην επαρχία Lérida, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2 έως 4, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί της διατηρήσεως των άγριων πτηνών (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 202, στο εξής: οδηγία για τα πτηνά).

 Το νομικό πλαίσιο

2       Κατά το άρθρο 2 της οδηγίας για τα πτηνά, τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για τη διατήρηση ή την προσαρμογή του πληθυσμού όλων των ειδών των πτηνών που ζουν εκ φύσεως σε άγρια κατάσταση στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών στο οποίο εφαρμόζεται η Συνθήκη σε επίπεδο που να ανταποκρίνεται ιδίως στις οικολογικές, επιστημονικές και μορφωτικές απαιτήσεις, συνεκτιμωμένων των οικονομικών και ψυχαγωγικών απαιτήσεων.

3       Το άρθρο 3 της οδηγίας για τα πτηνά έχει ως εξής:

«1.      Λαμβάνοντας υπόψη τις αναφερόμενες στο άρθρο 2 απαιτήσεις τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα με σκοπό να διαφυλαχθεί, διατηρηθεί ή αποκατασταθεί για όλα τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 είδη πτηνών μία επαρκής ποικιλία και επιφάνεια οικοτόπων.

2.      Η διαφύλαξη, η συντήρηση και η αποκατάσταση των βιοτόπων και των οικοτόπων περιλαμβάνουν προπάντων τα ακόλουθα μέτρα:

α)      δημιουργία ζωνών προστασίας·

β)      συντήρηση και διευθέτηση σύμφωνα με τις οικολογικές απαιτήσεις των οικοτόπων που βρίσκονται στο εσωτερικό και στο εξωτερικό των ζωνών προστασίας·

γ)      αποκατάσταση των κατεστραμμένων βιοτόπων·

δ)      δημιουργία βιοτόπων.»

4       Το άρθρο 4 της οδηγίας για τα πτηνά ορίζει:

«1.      Για τα είδη που αναφέρονται στο παράρτημα Ι προβλέπονται μέτρα ειδικής διατηρήσεως, που αφορούν τον οικότοπό τους, για να εξασφαλισθεί η επιβίωση και η αναπαραγωγή των ειδών αυτών στη ζώνη εξαπλώσεώς τους.

Για τον σκοπό αυτό λαμβάνονται υπόψη:

α)      τα είδη που απειλούνται με εξαφάνιση·

β)      τα είδη που είναι ευπαθή σε ορισμένες μεταβολές των οικοτόπων τους·

γ)      τα είδη που θεωρούνται σπάνια διότι οι πληθυσμοί τους είναι μικροί ή η τοπική τους εξάπλωση περιορισμένη και

δ)      άλλα είδη που έχουν ανάγκη ιδιαίτερης προσοχής, λόγω ιδιοτυπίας του οικοτόπου τους.

Για να πραγματοποιηθούν οι εκτιμήσεις θα ληφθούν υπόψη οι τάσεις και οι μεταβολές των επιπέδων του πληθυσμού.

Τα κράτη μέλη κατατάσσουν κυρίως σε ζώνες ειδικής προστασίας τα εδάφη τα πιο κατάλληλα, σε αριθμό και επιφάνεια, για τη διατήρηση των ειδών αυτών στη γεωγραφική θαλάσσια και χερσαία ζώνη στην οποία έχει εφαρμογή η παρούσα οδηγία.

[…]

4.      Τα κράτη μέλη υιοθετούν κατάλληλα μέτρα για να αποφύγουν στις ζώνες προστασίας που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 τη ρύπανση ή τη φθορά των οικοτόπων, καθώς και τις επιζήμιες για τα πτηνά διαταράξεις, όταν αυτές έχουν σημαντικές συνέπειες σε σχέση με τους αντικειμενικούς στόχους του παρόντος άρθρου. Τα κράτη μέλη θα προσπαθήσουν επίσης, να αποφύγουν τη ρύπανση ή τη φθορά των οικοτόπων και έξω από τις ζώνες προστασίας.»

5       Το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ L 206, σ. 7, στο εξής: οδηγία για τους οικοτόπους) ορίζει:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε στις ειδικές ζώνες διατήρησης να αποφεύγεται η υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων ειδών, καθώς και οι ενοχλήσεις που έχουν επιπτώσεις στα είδη για τα οποία οι ζώνες έχουν ορισθεί, εφόσον οι ενοχλήσεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις σημαντικές όσον αφορά τους στόχους της παρούσας οδηγίας.»

 Τα πραγματικά περιστατικά και η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

6       Το 2001, περιήλθε στην Επιτροπή καταγγελία σύμφωνα με την οποία το σχέδιο αρδεύσεως της αρδεύσιμης ζώνης του καναλιού Segarra-Garrigues θα έπληττε τις δύο μοναδικές σημαντικές ζώνες για τη διατήρηση των πτηνών της στέπας στην Καταλονία, οι οποίες καλούνται επίσης «Important Bird Areas» (στο εξής: IBA) και εξατομικεύονται υπό τους αριθμούς 142 και 144 στον κατάλογο των IBA για το 1998.

7       Με έγγραφο της 22ας Νοεμβρίου 2001, η Επιτροπή ζήτησε από το Βασίλειο της Ισπανίας πληροφορίες σχετικές, ιδίως, με το επίμαχο σχέδιο και τον χαρακτηρισμό των εδαφών που εμπίπτουν στις IBA 142 και 144 ως ζωνών ειδικής προστασίας (στο εξής: ΖΕΠ).

8       Η Επιτροπή, κρίνοντας ότι οι απαντήσεις και οι πληροφορίες που της διαβίβασαν οι ισπανικές αρχές δεν ήταν πειστικές, απέστειλε στο Βασίλειο της Ισπανίας, την 1η Απριλίου 2004, έγγραφο οχλήσεως προσάπτοντάς του εσφαλμένη εφαρμογή της οδηγίας για τα πτηνά λόγω ανεπαρκούς, από απόψεως τόσο αριθμού όσο και επιφάνειας, χαρακτηρισμού εδαφών ως ΖΕΠ, ιδίως στη ζώνη του καναλιού Segarra-Garrigues που επηρεάζεται από το σχέδιο αρδεύσεως, και λόγω του ότι ενέκρινε αυτό το σχέδιο, το οποίο συνεπάγεται υποβάθμιση, ή ακόμη και καταστροφή, του οικοτόπου πλειόνων ειδών πτηνών που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της οδηγίας αυτής.

9       Οι ισπανικές αρχές απάντησαν στο έγγραφο οχλήσεως με επιστολή της 21ης Ιουνίου 2004.

10     Η Επιτροπή, κρίνοντας ότι η παράβαση των διατάξεων της οδηγίας για τα πτηνά δεν είχε παύσει, εξέδωσε, στις 14 Δεκεμβρίου 2004, αιτιολογημένη γνώμη, με την οποία κάλεσε το Βασίλειο της Ισπανίας να λάβει, εντός δύο μηνών από της κοινοποιήσεώς της, τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωσή του προς την οδηγία αυτή.

11     Η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή, καθόσον δεν ικανοποιήθηκε από τη σταλείσα στις 4 Μαρτίου 2005 απάντηση των ισπανικών αρχών στην αιτιολογημένη γνώμη της.

 Επί της προσφυγής

12     Η Επιτροπή διευκρινίζει με το δικόγραφό της ότι η προσφυγή δεν αφορά τον ανεπαρκή χαρακτηρισμό εδαφών ως ΖΕΠ, αλλά την έγκριση του σχεδίου αρδεύσεως της αρδεύσιμης ζώνης του καναλιού Segarra-Garrigues και τις επιπτώσεις του σχεδίου αυτού σε ορισμένα είδη πτηνών που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της οδηγίας για τα πτηνά.

 Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

13     Το Βασίλειο της Ισπανίας ισχυρίζεται, πρώτον, ότι η Επιτροπή διεύρυνε με την αιτιολογημένη γνώμη της και με το δικόγραφο της προσφυγής της το αντικείμενο της δίκης, καθόσον με το έγγραφό της οχλήσεως κάλεσε το Βασίλειο της Ισπανίας να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί ζητήματος που αφορούσε αποκλειστικώς και μόνον παράβαση του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας για τα πτηνά, και όχι των άρθρων 2 και 3 της οδηγίας αυτής. Δεύτερον, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι το δικόγραφο της προσφυγής δεν περιέχει συγκεκριμένους ισχυρισμούς από τους οποίους να προκύπτει ποιες από τις υποχρεώσεις που υπείχε από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας για τα πτηνά παρέβη εν προκειμένω.

14     Η Επιτροπή υπογραμμίζει μεν, αφενός, ότι τα άρθρα 2 έως 4 της οδηγίας για τα πτηνά συνδέονται στενά μεταξύ τους και, αφετέρου, ότι οι παράγραφοι 1 και 4 του άρθρου 4 της οδηγίας αυτής αλληλοσυμπληρώνονται, πλην όμως επαφίεται στην κρίση του Δικαστηρίου όσον αφορά το αν οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί πρέπει να εξετασθούν αποκλειστικώς και μόνον υπό το πρίσμα του άρθρου 4, παράγραφος 4, της οδηγίας για τα πτηνά.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

15     Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα του καθού κράτους μέλους, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το έγγραφο οχλήσεως που η Επιτροπή απευθύνει σε κράτος μέλος και, ακολούθως, η αιτιολογημένη γνώμη που εκδίδει οριοθετούν το αντικείμενο της διαφοράς το οποίο, επομένως, δεν μπορεί μεταγενέστερα να διευρυνθεί. Πράγματι, η δυνατότητα του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του αποτελεί, ακόμη και αν αποφασίσει να μη τη χρησιμοποιήσει, βασική εγγύηση την οποία παρέχει η Συνθήκη, η δε τήρησή της συνιστά ουσιώδη τύπο για τη νομιμότητα της διαδικασίας αναγνωρίσεως παραβάσεως κράτους μέλους. Κατά συνέπεια, η αιτιολογημένη γνώμη και η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να στηρίζονται στις ίδιες αιτιάσεις που προβάλλονται με το έγγραφο οχλήσεως, με το οποίο η Επιτροπή κινεί την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία (βλ. αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑191/95, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1998, σ. I‑5449, σκέψη 55, και της 14ης Ιουνίου 2007, C‑422/05, Επιτροπή κατά Βελγίου, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 25). Σε αντίθετη περίπτωση, μια τέτοια παρατυπία δεν αίρεται από το γεγονός ότι το καθού κράτος μέλος διατύπωσε παρατηρήσεις επί της αιτιολογημένης γνώμης (βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 1984, 51/83, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1984, σ. 2793, σκέψεις 6 και 7).

16     Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι το έγγραφο οχλήσεως δεν περιείχε καμία μνεία περί παραβάσεως εκ μέρους του Βασιλείου της Ισπανίας των άρθρων 2 και 3 της οδηγίας για τα πτηνά.

17     Συνεπώς, η προσφυγή είναι απαράδεκτη ως προς τις αιτιάσεις που αντλούνται από παράβαση των άρθρων 2 και 3 της οδηγίας αυτής.

18     Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα του Βασιλείου της Ισπανίας, υπενθυμίζεται ότι η αιτιολογημένη γνώμη και η προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ πρέπει να στηρίζονται στους ίδιους λόγους και ισχυρισμούς και να περιέχουν αιτιάσεις προβαλλόμενες με συνοχή και σαφήνεια για να παράσχουν τόσο στο κράτος μέλος όσο και στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αντιληφθούν επακριβώς το περιεχόμενο της προσαπτόμενης παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου, καθόσον τούτο είναι απαραίτητο προκειμένου το μεν κράτος μέλος να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς του ισχυρισμούς, το δε Δικαστήριο να εξακριβώσει την ύπαρξη της προβαλλόμενης παραβάσεως (βλ. αποφάσεις της 1ης Δεκεμβρίου 1993, C‑234/91, Επιτροπή κατά Δανίας, Συλλογή 1993, σ. I‑6273, σκέψη 16, και της 4ης Μαΐου 2006, C-98/04, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 2006, σ. I‑4003, σκέψη 18).

19     Εν προκειμένω, η Επιτροπή προσήψε στο Βασίλειο της Ισπανίας, τόσο με το έγγραφο οχλήσεως όσο και με την αιτιολογημένη γνώμη, ότι παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας για τα πτηνά, καθόσον οι περιοχές που χαρακτηρίσθηκαν ως ΖΕΠ από τις ισπανικές αρχές, ιδίως στη ζώνη που επηρεάζεται από το σχέδιο αρδεύσεως από το κανάλι Segarra-Garrigues, δεν καλύπτουν και, επομένως, δεν προστατεύουν τα πλέον πρόσφορα, από απόψεως αριθμού και επιφάνειας, εδάφη για τη διατήρηση πλειόνων ειδών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας αυτής. Η Επιτροπή προσήψε, ταυτοχρόνως, στο Βασίλειο της Ισπανίας ότι παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας για τα πτηνά, καθόσον η εκτέλεση αυτού του σχεδίου ενέχει προδήλως τον κίνδυνο υποβαθμίσεως του οικοτόπου ορισμένων ειδών πτηνών της στέπας που διαβιούν στην οικεία ζώνη.

20     Πάντως, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 12 της παρούσας αποφάσεως, η προσφυγή δεν αφορά τον ανεπαρκή χαρακτηρισμό ΖΕΠ, αλλά την έγκριση του σχεδίου αρδεύσεως της αρδεύσιμης ζώνης του καναλιού Segarra-Garrigues και τις επιπτώσεις του σε ορισμένα προστατευόμενα είδη πτηνών.

21     Εντούτοις, η Επιτροπή εμμένει στον ισχυρισμό της ότι το Βασίλειο της Ισπανίας παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας για τα πτηνά καθόσον ενέκρινε το επίμαχο σχέδιο αρδεύσεως, και όχι λόγω ανεπαρκούς χαρακτηρισμού εδαφών ως ΖΕΠ.

22     Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η υπό κρίση προσφυγή δεν πληροί, όσον αφορά τον συγκεκριμένο ισχυρισμό, ο οποίος στηρίζεται σε λόγους διαφορετικούς από εκείνους που προβλήθηκαν στο πλαίσιο της προ της ασκήσεώς της διαδικασίας, την υπομνησθείσα με την ανωτέρω σκέψη 18 απαίτηση συνοχής και σαφήνειας των αιτιάσεων.

23     Επομένως, η προσφυγή είναι απαράδεκτη ως προς την αιτίαση περί παραβάσεως εκ μέρους του Βασιλείου της Ισπανίας του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας για τα πτηνά.

 Επί της ουσίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

24     Προς στήριξη της προσφυγής της, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το σχέδιο αρδεύσεως της αρδεύσιμης ζώνης του καναλιού Segarra-Garrigues αφορά εδάφη που εμπίπτουν στις IBA 142 και 144 και έχει επιπτώσεις σε ορισμένα είδη πτηνών της στέπας που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας για τα πτηνά. Συναφώς, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι το γεγονός ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν ταξινόμησε στις ΖΕΠ ορισμένα εδάφη των IBA 142 και 144, τα οποία καλύπτονται από το επίμαχο σχέδιο, δεν απαλλάσσει αυτό το κράτος μέλος από την υποχρέωση να τηρεί τις επιταγές του άρθρου 4, παράγραφος 4, της οδηγίας για τα πτηνά.

25     Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το σχέδιο αρδεύσεως της ζώνης του καναλιού Segarra-Garrigues αντιβαίνει προς την οδηγία για τα πτηνά. Εν πάση περιπτώσει, το σχέδιο αυτό προβλέπει μέτρα προστασίας κατάλληλα προς αποτροπή των διαλαμβανόμενων στο άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής επιπτώσεων στη ζώνη την οποία καλύπτει.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

26     Το άρθρο 4, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, της οδηγίας για τα πτηνά επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προς αποτροπή, εντός των ΖΕΠ, της ρυπάνσεως ή της υποβαθμίσεως των οικοτόπων, καθώς και των επιζήμιων για τα πτηνά διαταράξεων, στο μέτρο που επηρεάζουν σημαντικά τους σκοπούς που επιδιώκει το άρθρο αυτό.

27     Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να τηρούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 4, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, της οδηγίας για τα πτηνά, ακόμη και αν οι οικείες ζώνες δεν έχουν χαρακτηρισθεί ως ΖΕΠ, μολονότι θα έπρεπε (βλ. αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 1999, C‑166/97, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1999, σ. Ι‑1719, σκέψη 38, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, C-388/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 18).

28     Αντιθέτως, όσον αφορά τις ζώνες που χαρακτηρίζονται ως ΖΕΠ, το άρθρο 7 της οδηγίας για τους οικοτόπους προβλέπει ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής αντικαθιστούν τις υποχρεώσεις που επιβάλλει το άρθρο 4, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, της οδηγίας για τα πτηνά, είτε από της ημερομηνίας εφαρμογής της οδηγίας για τους οικοτόπους είτε από της ημερομηνίας ταξινομήσεως δυνάμει της οδηγίας για τα πτηνά, σε περίπτωση που αυτή η ημερομηνία είναι μεταγενέστερη (βλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2002, C-117/00, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, Συλλογή 2002, σ. I-5335, σκέψη 25). Επομένως, οι ζώνες που δεν έχουν ταξινομηθεί στις ΖΕΠ, ενώ έπρεπε να χαρακτηριστούν ως τέτοιες, συνεχίζουν να υπόκεινται στο ειδικό καθεστώς του άρθρου 4, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, της οδηγίας για τα πτηνά (βλ. απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2000, C-374/98, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2000, σ. I-10799, σκέψη 47).

29     Δεδομένου ότι η Επιτροπή στήριξε την προσφυγή της στο άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας για τα πτηνά, η υπό κρίση υπόθεση αφορά μόνον εκείνες τις ζώνες οι οποίες, αφενός, επηρεάζονται από το σχέδιο αρδεύσεως από το κανάλι Segarra-Garrigues και, αφετέρου, έπρεπε να χαρακτηρισθούν ως ΖΕΠ πριν τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας.

30     Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο IBA 98 συνιστά ενημερωμένο κατάλογο των σημαντικών για τη διατήρηση των πτηνών ζωνών στην Ισπανία, ο οποίος, ελλείψει επιστημονικών αποδείξεων περί του αντιθέτου, αποτελεί στοιχείο αναφοράς προκειμένου να εκτιμηθεί αν το κράτος μέλος αυτό έχει ταξινομήσει στις ΖΕΠ επαρκή σε αριθμό και επιφάνεια εδάφη ώστε να παράσχει προστασία σε όλα τα είδη πτηνών που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 79/409, καθώς και στα αποδημητικά είδη που δεν μνημονεύονται στο εν λόγω παράρτημα (βλ. απόφαση της 28ης Ιουνίου 2007, C-235/04, Επιτροπή κατά Ισπανίας, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 27).

31     Πάντως, από τη δικογραφία προκύπτει ότι ορισμένα εδάφη που εμπίπτουν στις IBA 142 και 144 και επηρεάζονται από το επίμαχο σχέδιο αρδεύσεως, όπως οι ζώνες «Plans de Sió», «Belianes-Preixana» και «Secans del Segrià-Garrigues», στις οποίες διαβιούν μεταξύ άλλων πληθυσμοί χαμωτίδας (Tetrax tetrax), ιβηροσταρήθρας (Chersophilus duponti), χαλκοκουρούνας (Coracias garrulus) και σπιζαετού (Hieraætus fasciatus), είχαν εξαρχής χαρακτηριστεί ή χαρακτηρίστηκαν εκ των υστέρων ως ΖΕΠ δυνάμει της από 5 Σεπτεμβρίου 2006 αποφάσεως της Generalitat της Καταλονίας, περί καθορισμού των ΖΕΠ και περί εγκρίσεως της προτάσεως για τους τόπους κοινοτικής σημασίας.

32     Εντεύθεν προκύπτει ότι τέτοιες ζώνες, οι οποίες θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως ΖΕΠ πριν τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, υπόκεινται στο ειδικό καθεστώς προστασίας του άρθρου 4, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, της οδηγίας για τα πτηνά, σύμφωνα με την υπομνησθείσα στις σκέψεις 27 και 28 της παρούσας αποφάσεως νομολογία.

33     Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, σύμφωνα με την έκθεση περιβαλλοντικών επιπτώσεων που δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθ. 3757 φύλλο της επίσημης εφημερίδας της Generalitat της Καταλονίας, στις 8 Νοεμβρίου 2002, το σχέδιο αρδεύσεως της αρδεύσιμης ζώνης του καναλιού Segarra-Garrigues θα έχει σοβαρές συνέπειες, ιδίως επί των οικοτόπων των πτηνών της στέπας, παρά τα προτεινόμενα με τη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων προληπτικά, διορθωτικά και αντισταθμιστικά μέτρα και παρά τα σχεδιαζόμενα με την έκθεση αυτή πρόσθετα μέτρα.

34     Στο παράρτημα 3 της εν λόγω εκθέσεως επισημαίνεται ότι η πραγματοποίηση ενός τόσο ευρέος σχεδίου αρδεύσεως μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στους πληθυσμούς των απειλούμενων ειδών πτηνών και ότι, επομένως, θα χρειαστεί να εγκριθούν και να εφαρμοσθούν σχέδια αποκαταστάσεως των πληθυσμών των ειδών που απαριθμούνται στο παράρτημα αυτό με σκοπό τη διασφάλιση της διατηρήσεως και, ει δυνατόν, της αποκαταστάσεώς τους.

35     Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι οι αναγκαίες για την υλοποίηση του επίμαχου σχεδίου εργασίες, οι οποίες προβλέπεται ότι θα διαρκέσουν δέκα έτη, άρχισαν τον Ιούνιο του 2002.

36     Υπ’ αυτές τις συνθήκες, διαπιστώνεται ότι το οικείο κράτος μέλος, εγκρίνοντας το σχέδιο αρδεύσεως της αρδεύσιμης ζώνης του καναλιού Segarra-Garrigues, παρέβη την υποχρέωση που υπείχε από το άρθρο 4, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, της οδηγίας για τα πτηνά, ήτοι να λάβει τα κατάλληλα μέτρα προς αποτροπή των απαγορευόμενων διαταράξεων στις ζώνες που επηρεάζονται από το σχέδιο αυτό και θα έπρεπε να έχουν χαρακτηρισθεί ως ΖΕΠ, καθόσον η εν λόγω υποχρέωση υφίσταται, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, και πριν διαπιστωθεί μείωση του αριθμού των πτηνών ή καταστεί υπαρκτός ο κίνδυνος εξαφανίσεως προστατευομένου είδους (βλ. απόφαση της 2ας Αυγούστου 1993, C‑355/90, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 1993, σ. Ι-4221, σκέψη 15).

37     Η διαπίστωση αυτή δεν ανατρέπεται για τον λόγο και μόνον ότι το επίμαχο σχέδιο, όπως ισχυρίσθηκε κατ’ ουσίαν το Βασίλειο της Ισπανίας, συμβάλλει σημαντικά στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της περιοχής την οποία αφορά. Πράγματι, η ευχέρεια των κρατών μελών να περιορίζουν σημαντικά την έκταση των ζωνών που θα έπρεπε να έχουν χαρακτηρισθεί ως ΖΕΠ και, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στις σκέψεις 27 και 28 της παρούσας αποφάσεως, υπόκεινται στο ειδικό καθεστώς του άρθρου 4, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, της οδηγίας για τα πτηνά δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να δικαιολογείται από οικονομικές και κοινωνικές απαιτήσεις (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 1991, C‑57/89, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1991, σ. I‑883, σκέψεις 21 και 22).

38     Κατόπιν αυτού, η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να γίνει δεκτή.

39     Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι το Βασίλειο της Ισπανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, της οδηγίας για τα πτηνά, όσον αφορά τα εδάφη που επηρεάζονται από το σχέδιο αρδεύσεως της αρδεύσιμης ζώνης του καναλιού Segarra-Garrigues και θα έπρεπε να έχουν χαρακτηρισθεί ως ΖΕΠ.

40     Η προσφυγή είναι απορριπτέα κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

41     Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Εντούτοις, κατά το άρθρο 69, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, το Δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει τα έξοδα ολικώς ή μερικώς σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Δεδομένου ότι τα αιτήματα της Επιτροπής έγιναν μόνον εν μέρει δεκτά, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Το Βασίλειο της Ισπανίας, εγκρίνοντας σχέδιο αρδεύσεως της αρδεύσιμης ζώνης του καναλιού Segarra-Garrigues, στην επαρχία Lérida (Καταλονία), παρέβη την υποχρέωση που υπείχε από το άρθρο 4, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί της διατηρήσεως των άγριων πτηνών, ήτοι να λάβει τα κατάλληλα μέτρα προς αποτροπή των απαγορευόμενων διαταράξεων στις επηρεαζόμενες από το σχέδιο αυτό ζώνες οι οποίες θα έπρεπε να έχουν χαρακτηρισθεί ως ΖΕΠ.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.