EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32006H0026

Σύσταση της Επιτροπής, της 18ης Ιανουαρίου 2006 , σχετικά, αφενός, με ένα συντονισμένο κοινοτικό πρόγραμμα επίβλεψης για το 2006 με σκοπό να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τις ανώτατες περιεκτικότητες για τα υπολείμματα φυτοφαρμάκων μέσα και επάνω στα σιτηρά και σε ορισμένα άλλα προϊόντα φυτικής προέλευσης και, αφετέρου, με τα εθνικά προγράμματα επίβλεψης για το 2007 [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 11] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

OJ L 19, 24.1.2006, p. 23–29 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)
OJ L 118M, 8.5.2007, p. 79–85 (MT)

ELI: http://data.europa.eu/eli/reco/2006/26/oj

24.1.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 19/23


ΣΫΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 18ης Ιανουαρίου 2006

σχετικά, αφενός, με ένα συντονισμένο κοινοτικό πρόγραμμα επίβλεψης για το 2006 με σκοπό να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τις ανώτατες περιεκτικότητες για τα υπολείμματα φυτοφαρμάκων μέσα και επάνω στα σιτηρά και σε ορισμένα άλλα προϊόντα φυτικής προέλευσης και, αφετέρου, με τα εθνικά προγράμματα επίβλεψης για το 2007

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 11]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2006/26/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 211,

την οδηγία 86/362/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1986, που αφορά τον καθορισμό των ανωτάτων περιεκτικοτήτων για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων μέσα και πάνω στα σιτηρά (1), και ιδίως το άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχείο β),

την οδηγία 90/642/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1990, που αφορά τον καθορισμό των ανώτατων περιεκτικοτήτων για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων επάνω ή μέσα σε ορισμένα προϊόντα φυτικής προέλευσης, συμπεριλαμβανομένων των οπωροκηπευτικών (2), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο β),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις οδηγίες 86/362/ΕΟΚ και 90/642/ΕΟΚ προβλέπεται ότι η Επιτροπή θα εφαρμόσει σταδιακά ένα σύστημα που θα επιτρέπει την εκτίμηση της διατροφικής έκθεσης στα φυτοφάρμακα. Για να μπορούν να διατυπωθούν εκτιμήσεις που να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, πρέπει να υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με την επίβλεψη των υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων σε διάφορα τρόφιμα που αποτελούν βασικά συστατικά του ευρωπαϊκού διαιτολογίου. Αναγνωρίζεται εν γένει ότι τα βασικά συστατικά του ευρωπαϊκού διαιτολογίου περιλαμβάνουν περίπου 20-30 προϊόντα τροφίμων. Λαμβανομένων υπόψη των διαθέσιμων πόρων σε εθνικό επίπεδο για την επίβλεψη των υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων, τα κράτη μέλη είναι σε θέση να προβαίνουν στην ανάλυση οκτώ μόνον δειγμάτων προϊόντων ετησίως, στο πλαίσιο του προγράμματος συντονισμένης επίβλεψης. Οι χρήσεις φυτοφαρμάκων εμφανίζουν μεταβολές στο πλαίσιο τριετών χρονικών κύκλων. Συνεπώς κάθε φυτοφάρμακο πρέπει γενικά να παρακολουθείται σε 20-30 προϊόντα τροφίμων επί σειρά τριετών κύκλων.

(2)

Η επίβλεψη των υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων που καλύπτονται από την παρούσα σύσταση πρέπει να συνεχιστεί κατά το 2006, δεδομένου ότι έτσι θα δοθεί η δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν τα συλλεχθέντα στοιχεία για την εκτίμηση της πραγματικής διατροφικής έκθεσης σε αυτά.

(3)

Απαιτείται συστηματική στατιστική προσέγγιση ως προς τον αριθμό των δειγμάτων που θα πρέπει να λαμβάνονται σε κάθε συντονισμένη ενέργεια επίβλεψης. Η εν λόγω προσέγγιση έχει καθοριστεί από την επιτροπή του Codex Alimentarius (3). Βάσει διωνυμικής κατανομής πιθανοτήτων, μπορεί να υπολογιστεί ότι η εξέταση 613 δειγμάτων επιτρέπει με βεβαιότητα μεγαλύτερη του 99 % την ανίχνευση δείγματος που περιέχει υπολείμματα φυτοφαρμάκων άνω του ορίου προσδιορισμού (LOD), με την προϋπόθεση ότι λιγότερο από το 1 % των προϊόντων φυτικής προέλευσης περιέχει υπολείμματα άνω του ορίου αυτού. Η συλλογή των εν λόγω δειγμάτων πρέπει να κατανεμηθεί μεταξύ των κρατών μελών με βάση τον πληθυσμό και τον αριθμό των καταναλωτών, με ελάχιστο όριο 12 δείγματα ανά προϊόν και ανά έτος.

(4)

Στον ιστοχώρο της Επιτροπής έχουν δημοσιευθεί κατευθυντήριες γραμμές με θέμα τις «διαδικασίες ποιοτικού ελέγχου για την ανάλυση» των υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων (4). Έχει συμφωνηθεί ότι οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές πρέπει να εφαρμόζονται όσο το δυνατόν περισσότερο από τα εργαστήρια ανάλυσης των κρατών μελών και να αναθεωρούνται συνεχώς υπό το φως της πείρας που αποκτάται από τα προγράμματα επίβλεψης.

(5)

Την οδηγία 2002/63/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Ιουλίου 2002, για την καθιέρωση κοινοτικών μεθόδων δειγματοληψίας για τον επίσημο έλεγχο των υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων μέσα και πάνω σε προϊόντα φυτικής και ζωικής προέλευσης και την κατάργηση της οδηγίας 79/700/ΕΟΚ (5). Οι μέθοδοι και οι διαδικασίες δειγματοληψίας που καθορίζονται στην εν λόγω οδηγία ενσωματώνουν τις προτεινόμενες από την Επιτροπή του Codex Alimentarius.

(6)

Οι οδηγίες 86/362/ΕΟΚ και 90/642/ΕΟΚ απαιτούν από τα κράτη μέλη να διευκρινίζουν τα κριτήρια που εφαρμόζουν κατά την κατάρτιση των εθνικών προγραμμάτων επίβλεψης. Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να περιλαμβάνουν τα κριτήρια που εφαρμόζονται για τον καθορισμό του αριθμού των δειγμάτων που πρέπει να λαμβάνονται και των αναλύσεων που πρέπει να διενεργούνται, καθώς και τα ισχύοντα όρια αναφοράς, τα κριτήρια βάσει των οποίων έχουν καθοριστεί τα εν λόγω όρια και τα στοιχεία σχετικά με τη διαπίστευση δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων (6). Πρέπει επίσης να επισημαίνονται ο αριθμός και το είδος των παραβάσεων, καθώς και τα ληφθέντα μέτρα.

(7)

Τα ανώτατα όρια καταλοίπων για τις παιδικές τροφές έχουν καθοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 91/321/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 14ης Μαΐου 1991, σχετικά με τα παρασκευάσματα για βρέφη και τα παρασκευάσματα δεύτερης βρεφικής ηλικίας (7), και με το άρθρο 6 της οδηγίας 96/5/ΕΚ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 16ης Φεβρουαρίου 1996, για τις μεταποιημένες τροφές με βάση τα δημητριακά και τις παιδικές τροφές για βρέφη και μικρά παιδιά (8).

(8)

Τα στοιχεία σχετικά με τα αποτελέσματα των προγραμμάτων επίβλεψης ενδείκνυνται ιδιαίτερα για επεξεργασία, αποθήκευση και διαβίβαση με ηλεκτρονικές/ μηχανογραφικές μεθόδους. Έχουν αναπτυχθεί μορφότυποι για τη διαβίβαση δεδομένων μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από τα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη πρέπει επομένως να είναι σε θέση να αποστέλλουν τις εκθέσεις τους στην Επιτροπή στον εν λόγω τυποποιημένο μορφότυπο. Η περαιτέρω ανάπτυξη αυτού του είδους τυποποιημένου μορφοτύπου πραγματοποιείται αποτελεσματικότερα με την κατάρτιση κατευθυντήριων γραμμών από την Επιτροπή.

(9)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα σύσταση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής τροφικής αλυσίδας και υγείας των ζώων,

ΣΥΝΙΣΤΑ:

1)

Τα κράτη μέλη καλούνται να προβαίνουν, στη διάρκεια του 2006, σε δειγματοληψία και ανάλυση για τους συνδυασμούς προϊόντος/υπολείμματος φυτοφαρμάκου που καθορίζονται στο παράρτημα I, με βάση τον αριθμό των δειγμάτων κάθε προϊόντος που έχει κατανεμηθεί σε αυτά στο παράρτημα ΙΙ, ο οποίος αντανακλά, κατά περίπτωση σε επίπεδο εθνικό, κοινοτικό και τρίτης χώρας, το μερίδιο της αγοράς του κράτους μέλους.

Η δειγματοληπτική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού των μονάδων, πρέπει να είναι σύμφωνη με την οδηγία 2002/63/ΕΚ.

2)

Για φυτοφάρμακα που ενέχουν έντονο κίνδυνο, δηλαδή στις περιπτώσεις όπου ορίζεται ArfD (δόση αναφοράς οξείας επίδρασης) [π.χ. τους οργανοφωσφορικούς εστέρες (OP-esters), το endosulfan και τις N-μεθυλκαρβαμιδικές ενώσεις (Ν-methylcarbamates)], η δειγματοληψία πρέπει να διενεργείται με τρόπο ώστε να επιτρέπεται η επιλογή δύο εργαστηριακών δειγμάτων. Εάν το πρώτο εργαστηριακό δείγμα περιέχει ανιχνεύσιμο υπόλειμμα ενός από τα στοχευόμενα φυτοφάρμακα, οι μονάδες του δεύτερου δείγματος πρέπει να αναλύονται μεμονωμένα. Αυτό ισχύει για τα ακόλουθα προϊόντα:

Μελιτζάνες

Σταφύλια (9)

Μπανάνες

Πιπεριές.

Ένα επαρκές δείγμα των ανωτέρω προϊόντων πρέπει επίσης να υπόκειται σε ατομική ανάλυση της εκάστοτε μονάδας στο δεύτερο εργαστηριακό δείγμα σε περίπτωση που ανιχνευτούν φυτοφάρμακα στο πρώτο δείγμα, ιδιαίτερα εάν πρόκειται για παραγωγή ενός και μόνο παραγωγού.

3)

Από το συνολικό αριθμό δειγμάτων, όπως ορίζεται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ, κάθε κράτος μέλος λαμβάνει και αναλύει:

α)

τουλάχιστον δέκα δείγματα από παιδικές τροφές με βάση, κυρίως, τα λαχανικά, τα φρούτα και τα δημητριακά·

β)

έναν αριθμό δειγμάτων (τουλάχιστον ένα δείγμα, εφόσον είναι διαθέσιμο) από προϊόντα βιολογικής καλλιέργειας που να αντανακλά το μερίδιο των βιολογικών προϊόντων στην αγορά κάθε κράτους μέλους.

4)

Τα κράτη μέλη καλούνται να υποβάλλουν, έως τις 31 Αυγούστου 2007 το αργότερο, εκθέσεις σχετικά με τα αποτελέσματα των αναλύσεων των δειγμάτων τα οποία υποβλήθηκαν σε δοκιμές για τον συνδυασμό προϊόντων/υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων που αναφέρονται στο παράρτημα Ι· στις εκθέσεις αυτές θα αναφέρονται τα εξής:

α)

οι μέθοδοι ανάλυσης που χρησιμοποιήθηκαν και τα επίπεδα αναφοράς που επιτεύχθηκαν, σύμφωνα με τις διαδικασίες ποιοτικού ελέγχου που καθορίζονται στις «Διαδικασίες ποιοτικού ελέγχου για την ανάλυση των υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων»·

β)

ο αριθμός και τα είδη των παραβάσεων καθώς και τα μέτρα που ελήφθησαν σχετικά.

5)

Η έκθεση θα πρέπει να συνταχθεί σε μορφότυπο –συμπεριλαμβανομένου του ηλεκτρονικού– που να συμμορφώνεται με τις οδηγίες οι οποίες έχουν δοθεί στα κράτη μέλη από τη μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων, όσον αφορά την εφαρμογή των συστάσεων της Επιτροπής σχετικά με τα συντονισμένα κοινοτικά προγράμματα επίβλεψης.

Το αποτέλεσμα των δειγμάτων παιδικών τροφών και των δειγμάτων που ελήφθησαν από προϊόντα βιολογικής καλλιέργειας πρέπει να αναφέρεται σε χωριστά δελτία.

6)

Τα κράτη μέλη καλούνται να στείλουν στην Επιτροπή και σε όλα τα άλλα κράτη μέλη, έως τις 31 Αυγούστου 2006 το αργότερο, τα στοιχεία που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 3 της οδηγίας 86/362/ΕΟΚ και του άρθρου 4 παράγραφος 3 της οδηγίας 90/642/ΕΟΚ σχετικά με την περίοδο επίβλεψης 2005, για να εξασφαλιστεί, τουλάχιστον με δειγματοληπτικό έλεγχο, η τήρηση των ανώτατων περιεκτικοτήτων σε υπολείμματα φυτοφαρμάκων· στα στοιχεία αυτά πρέπει να περιλαμβάνονται τα εξής:

α)

τα αποτελέσματα των εθνικών τους προγραμμάτων όσον αφορά τα υπολείμματα φυτοφαρμάκων·

β)

στοιχεία σχετικά με τις διαδικασίες ποιοτικού ελέγχου που εφαρμόζουν τα εργαστήριά τους και ιδιαίτερα στοιχεία σχετικά με πτυχές των κατευθυντήριων γραμμών για τις διαδικασίες ποιοτικού ελέγχου που αφορούν την ανάλυση των υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων, τις οποίες δεν ήταν σε θέση να εφαρμόσουν ή των οποίων η εφαρμογή ήταν προβληματική·

γ)

στοιχεία για τη διαπίστευση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΚ) αρθ. 882/2004 (μαζί με την κατηγορία διαπίστευσης, το φορέα διαπίστευσης και αντίγραφο του πιστοποιητικού διαπίστευσης), των εργαστηρίων που πραγματοποιούν τις αναλύσεις·

δ)

στοιχεία σχετικά με τις δοκιμές ικανότητας και τις δοκιμές δακτυλίου στις οποίες συμμετείχε το εργαστήριο.

7)

Τα κράτη μέλη καλούνται να στείλουν στην Επιτροπή, έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2006 το αργότερο, το προτεινόμενο εθνικό πρόγραμμά τους για τον έλεγχο των ανώτατων ορίων περιεκτικότητας σε υπολείμματα φυτοφαρμάκων τα οποία καθορίζονται με τις οδηγίες 90/642/ΕΟΚ και 86/362/ΕΟΚ για το 2007, συμπεριλαμβανομένων των εξής στοιχείων:

α)

τα κριτήρια που εφαρμόζονται για τον καθορισμό του αριθμού δειγμάτων που πρέπει να ληφθούν και των αναλύσεων που πρέπει να διεξαχθούν·

β)

τα ισχύοντα όρια αναφοράς και τα κριτήρια βάσει των οποίων καθορίστηκαν τα εν λόγω όρια, και

γ)

λεπτομερή στοιχεία για τη διαπίστευση, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004, των εργαστηρίων που διεξάγουν τις αναλύσεις.

Βρυξέλλες, 18 Ιανουαρίου 2006.

Για την Επιτροπή

Μάρκος ΚΥΠΡΙΑΝΟΫ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 221 της 7.8.1986, σ. 37· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2005/76/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 293 της 9.11.2005, σ. 14).

(2)  ΕΕ L 350 της 14.12.1990, σ. 71· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2005/76/ΕΚ.

(3)  Codex Alimentarius, Pesticide Residues in Foodstuffs (Υπολείμματα φυτοφαρμάκων στα τρόφιμα), Ρώμη 1994, ISBN 92-5-203271-1· τόμος 2, σ. 372.

(4)  Έγγραφο SANCO/10476/2003, http://europa.eu.int/comm/food/plant/protection/resources/qualcontrol_en.pdf

(5)  ΕΕ L 187 της 16.7.2002, σ. 30.

(6)  ΕΕ L 165 της 30.4.2004, σ. 1· διορθώθηκε στην ΕΕ L 191 της 28.5.2004, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 175 της 4.7.1991, σ. 35· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2003/14/ΕΚ (ΕΕ L 41 της 14.2.2003, σ. 37).

(8)  ΕΕ L 49 της 28.2.1996, σ. 17· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2003/13/ΕΚ (ΕΕ L 41 της 14.2.2003, σ. 33).

(9)  Για σταφύλια η μονάδα (π.χ. κανονικό τσαμπί) θεωρείται ότι έχει βάρος περίπου 500 g.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΙ ΦΥΤΟΦΑΡΜΑΚΩΝ/ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΠΡΟΣ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ

Υπολείμματα φυτοφαρμάκων προς ανάλυση για εντοπισμό

 

2006

2007 (1)

2008 (1)

Acephate

β)

γ)

α)

Acetamiprid

 

γ)

α)

Aldicarb

β)

γ)

α)

Azinphos-methyl

β)

γ)

α)

Azoxystrobin

β)

γ)

α)

ομάδα Benomyl

β)

γ)

α)

Bifenthrin

β)

γ)

α)

Bromopropylate

β)

γ)

α)

Bupirimate

β)

γ)

α)

Buprofezin

 

γ)

α)

Captan + Folpet

Captan

Folpet

β)

γ)

α)

Carbaryl

β)

γ)

α)

Chlormequat (2)

β)

γ)

α)

Chlorothalonil (Χλωροθαλονίλη)

β)

γ)

α)

Chlorpropham

β)

γ)

α)

Chlorpyriphos

β)

γ)

α)

Chlorpyriphos-methyl

β)

γ)

α)

Cypermethrin

β)

γ)

α)

Cyprodinil

β)

γ)

α)

Deltamethrin (Δελταμεθρίνη)

β)

γ)

α)

Diazinon

β)

γ)

α)

Dichlofluanid (Διχλωφλουανίδη)

β)

γ)

α)

Dichlorvos

 

γ)

α)

Dicofol

β)

γ)

α)

Dimethoate + Omethoate

Dimethoate

Omethoate

β)

γ)

α)

Diphenylamine

β)

γ)

α)

Endosulfan

β)

γ)

α)

Fenhexamid

β)

γ)

α)

Fenitrothion

 

γ)

α)

Fludioxonil

β)

γ)

α)

Hexythiazox

 

γ)

α)

Imazalil

β)

γ)

α)

Imidacloprid

β)

γ)

α)

Indoxacarb

 

γ)

α)

Iprodione (Ιπροδιόνη)

β)

γ)

α)

Iprovalicarb

 

γ)

α)

Kresoxim-methyl

β)

γ)

α)

λ-cyhalothrin

β)

γ)

α)

Malathion

β)

γ)

α)

Maneb Ομάδα

β)

γ)

α)

Mepanipyrim

 

γ)

α)

Metalaxyl

β)

γ)

α)

Methamidophos

β)

γ)

α)

Methidathion (Μεθειδαθείον)

β)

γ)

α)

Methiocarb

β)

γ)

α)

Methomyl

β)

γ)

α)

Myclobutanil

β)

γ)

α)

Oxydemeton-methyl

β)

γ)

α)

Παραθείο

β)

γ)

α)

Penconazole

 

γ)

α)

Phosalone

β)

γ)

α)

Pirimicarb

β)

γ)

α)

Pirimiphos-methyl

β)

γ)

α)

Prochloraz

 

γ)

α)

Procymidone (Προκυμιδόνη)

β)

γ)

α)

Profenofos

 

γ)

α)

Propargite

β)

γ)

α)

Pyretrins

β)

γ)

α)

Pyrimethanil

β)

γ)

α)

Pyriproxyfen

 

γ)

α)

Quenoxifen

 

γ)

α)

Spiroxamine

β)

γ)

α)

Tebuconazole

 

γ)

α)

Tebufenozide

 

γ)

α)

Thiabendazole

β)

γ)

α)

Tolcloflos-methyl

β)

γ)

α)

Tolylfluanid

β)

γ)

α)

Triademefon + Triadimenol

Triademefon

Triadimenol

β)

γ)

α)

Vinclozolin

β)

γ)

α)

α)

φασόλια (νωπά ή κατεψυγμένα), καρότα, αγγούρια, πορτοκάλια ή μανταρίνια, αχλάδια, γεώμηλα, ρύζι, σπανάκι (νωπό ή κατεψυγμένο)·

β)

μελιτζάνες, μπανάνες, κουνουπίδια, σταφύλια, χυμός πορτοκαλιού (), μπιζέλια (νωπά ή κατεψυγμένα χωρίς τους λοβούς), πιπεριές (γλυκές), σιτάρι·

γ)

μήλα, κεφαλωτά λάχανα, πράσα, μαρούλια, τομάτες, ροδάκινα συμπεριλαμβανομένων των νεκταρινιών και παρόμοιων υβριδίων· σίκαλη ή βρώμη, φράουλες.


(1)  Ενδεικτικά για το 2007 και το 2008, με την επιφύλαξη των προγραμμάτων που θα συστηθούν για τα έτη αυτά.

(2)  Η ουσία Chlormequat πρέπει να αναλύεται στα δημητριακά, τα καρότα, τα καρποφόρα λαχανικά και τα αχλάδια.

(3)  Όσον αφορά το χυμό πορτοκαλιού τα κράτη μέλη πρέπει να προσδιορίζουν την πηγή (συμπυκνωμένος ή φρέσκος).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Αριθμός δειγμάτων κάθε προϊόντος που πρέπει να λαμβάνεται και να αναλύεται από κάθε κράτος μέλος

Κωδικός χώρας

Δείγματα

AT

12 (1)

15 (2)

BE

12 (1)

15 (2)

CY

12 (1)

15 (2)

CZ

12 (1)

15 (2)

DE

93

DK

12 (1)

15 (2)

ES

45

EE

12 (1)

15 (2)

EL

12 (1)

15 (2)

FR

66

FI

12 (1)

15 (2)

HU

12 (1)

15 (2)

IT

65

IE

12 (1)

15 (2)

LU

12 (1)

15 (2)

LT

12 (1)

15 (2)

LV

12 (1)

15 (2)

MT

12 (1)

15 (2)

NL

17

PT

12 (1)

15 (2)

PL

45

SE

12 (1)

15 (2)

SI

12 (1)

15 (2)

SK

12 (1)

15 (2)

UK

66

Συνολικός ελάχιστος αριθμός δειγμάτων: 613


(1)  Ελάχιστος αριθμός δειγμάτων για κάθε μέθοδο που εφαρμόζεται σε ένα μεμονωμένο υπόλειμμα.

(2)  Ελάχιστος αριθμός δειγμάτων για κάθε μέθοδο που εφαρμόζεται σε πολλά υπολείμματα.


Top