This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 31999R1074
Council Regulation (Euratom) No 1074/1999 of 25 May 1999 concerning investigations conducted by the European Anti-Fraud Office (OCAF)
Κανονισμός (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)
Κανονισμός (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)
ΕΕ L 136 της 31.5.1999, p. 8–14
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV) Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση
(CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO, HR)
No longer in force, Date of end of validity: 30/09/2013; καταργήθηκε από 32013R0883
Κανονισμός (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 136 της 31/05/1999 σ. 0008 - 0014
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 1074/1999 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 25ης Μαΐου 1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και ιδίως το άρθρο 203, την πρόταση της Επιτροπής(1), τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου(2), τη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου(3), Εκτιμώντας: (1) ότι τα θεσμικά όργανα και τα κράτη μέλη αποδίδουν μεγάλη σημασία στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων και στην καταπολέμηση της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας που είναι επιζήμια για τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας· ότι η ευθύνη της Επιτροπής για το θέμα αυτό συνδέεται στενά με την αποστολή της όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού δυνάμει του άρθρου 179 της συνθήκης Ευρατόμ· ότι η σημασία αυτής της δράσης επιβεβαιώνεται από το άρθρο 183 Α της συνθήκης Ευρατόμ· (2) ότι η προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων αφορά όχι μόνον τη διαχείριση των πιστώσεων του προϋπολογισμού αλλά και εκτείνεται σε κάθε μέτρο που επηρεάζει ή δύναται να επηρεάσει την περιουσία τους· (3) ότι είναι αναγκαίο να τεθούν σε εφαρμογή όλα τα διαθέσιμα μέτρα για την υλοποίηση αυτού του στόχου, ιδίως από την άποψη της ερευνητικής αποστολής που έχει ανατεθεί στην Κοινότητα, ενώ παράλληλα θα πρέπει να διατηρηθεί η ισχύουσα κατανομή και ισορροπία των αρμοδιοτήτων μεταξύ του εθνικού και του κοινοτικού επιπέδου· (4) ότι, για να ενισχυθούν τα μέτρα καταπολέμησης της απάτης, η Επιτροπή, τηρώντας την αρχή της αυτονομίας κάθε θεσμικού οργάνου ως προς την εσωτερική του οργάνωση, δημιούργησε, με την απόφαση 1999/352/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ(4), στο πλαίσιό της, την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (στο εξής καλείται "Υπηρεσία"), η οποία είναι επιφορτισμένη με την διενέργεια των διοικητικών ερευνών κατά της απάτης· ότι έχει δώσει στην Υπηρεσία πλήρη ανεξαρτησία στην άσκηση των καθηκόντων της για τη διενέργεια ερευνών· (5) ότι η ευθύνη της Υπηρεσίας για την καταπολέμηση της απάτης, όπως αυτή θεσπίστηκε από την Επιτροπή, εκτείνεται, πέραν της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων, προκειμένου να συμπεριλάβει το σύνολο των δραστηριοτήτων που έχουν σχέση με την ανάγκη διαφύλαξης των κοινοτικών συμφερόντων από παρατυπίες οι οποίες μπορούν να επισύρουν διοικητική ή ποινική δίωξη· (6) ότι θα πρέπει να προβλεφθεί ότι, η συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής, με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων, εξασφαλίζεται από την Υπηρεσία· (7) ότι, δεδομένου ότι είναι αναγκαίο να ενισχυθεί η καταπολέμηση της απάτης, της δωροδοκίας, και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας που είναι επιζήμια για τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων, η Υπηρεσία πρέπει να έχει τη δυνατότητα να πραγματοποιεί εσωτερικές έρευνες σε όλα τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμούς που έχουν ιδρυθεί από τις συνθήκες ΕΚ και Ευρατόμ ή βάσει αυτών (στο εξής καλούνται "θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί")· (8) ότι η απόφαση 1999/352/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ προβλέπει, όσον αφορά τις έρευνες, ότι η Υπηρεσία ασκεί τις αρμοδιότητες που έχουν ανατεθεί από τον κοινοτικό νομοθέτη, εντός των ορίων και υπό του όρους που έχουν καθορισθεί από αυτόν· (9) ότι θα πρέπει να ανατεθεί στην Υπηρεσία η άσκηση των αρμοδιοτήτων που έχουν ανατεθεί στην Επιτροπή με τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες(5)· ότι πρέπει, εξάλλου, να δοθεί στην Υπηρεσία η δυνατότητα να ασκεί τις υπόλοιπες αρμοδιότητες που έχουν ανατεθεί στην Επιτροπή για την πραγματοποίηση επιτοπίων ελέγχων και εξακριβώσεων στα κράτη μέλη, με σκοπό ιδίως την αναζήτηση παρατυπιών, σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(6)· (10) ότι οι έρευνες αυτές πρέπει να διεξάγονται σύμφωνα με τη συνθήκη, και ιδίως το πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τηρώντας τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών (στο εξής "κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης"), καθώς και με πλήρη σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, και ιδίως της αρχής της ισότητας, του δικαιώματος του ενδιαφερομένου ατόμου να εκφραστεί για τα γεγονότα που το αφορούν και του δικαιώματος σύμφωνα με το οποίο τα συμπεράσματα μιας έρευνας πρέπει να βασίζονται μόνο σε στοιχεία με αποδεικτική αξία· ότι, για το σκοπό αυτό, τα θεσμικά όργανα, τα όργανα και οι οργανισμοί πρέπει να προβλέψουν τους όρους και τις λεπτομέρειες σύμφωνα με τις οποίες θα διεξάγονται οι εν λόγω εσωτερικές έρευνες· ότι, επομένως, θα πρέπει να τροποποιηθεί ο κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, προκειμένου να προβλεφθούν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού σε θέματα εσωτερικών ερευνών· (11) ότι οι εν λόγω εσωτερικές έρευνες μπορούν να πραγματοποιούνται μόνον εφόσον εξασφαλίζεται στην Υπηρεσία η πρόσβαση σε όλους τους χώρους των θεσμικών οργάνων, οργάνων και οργανισμών και σε κάθε πληροφορία και έγγραφο που έχουν στην κατοχή τους· (12) ότι, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ανεξαρτησία της Υπηρεσίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να δοθεί στο διευθυντή της, η αρμοδιότητα να αποφασίζει για την έναρξη έρευνας με δική του πρωτοβουλία· (13) ότι εναπόκειται στις αρμόδιες εθνικές αρχές ή, αναλόγως των περιπτώσεων, στα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμούς, να αποφασίζουν για τη συνέχεια που θα δίδεται στις ολοκληρωθείσες έρευνες, με βάση την έκθεση που εκπονείται από την Υπηρεσία· ότι θα πρέπει πάντως να προβλεφθεί η υποχρέωση του διευθυντή της Υπηρεσίας να διαβιβάζει απευθείας στις δικαστικές αρχές του ενδιαφερομένου κράτους μέλους τις πληροφορίες που συλλέγει η Υπηρεσία κατά τη διενέργεια εσωτερικών ερευνών για πράξεις που μπορούν να επισύρουν ποινική δίωξη· (14) ότι θα πρέπει να ορισθούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας θα πραγματοποιούν την αποστολή τους καθώς και οι προϋποθέσεις οι σχετικές με την ευθύνη του διευθυντή όσον αφορά την εκτέλεση αυτών των ερευνών από τους υπαλλήλους της Υπηρεσίας· (15) ότι, για την επιτυχία της συνεργασίας μεταξύ της Υπηρεσίας, των κρατών μελών και των οικείων θεσμικών οργάνων, οργάνων και οργανισμών, είναι αναγκαίο να διευκολυνθεί η αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών με παράλληλη τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα αυτών των πληροφοριών όπου καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο, διασφαλίζοντας ότι απολαύουν της προστασίας που παρέχεται στα δεδομένα αυτού του είδους· (16) ότι, για να εξασφαλισθεί πως τα αποτελέσματα των ερευνών που πραγματοποιούν οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας θα λαμβάνονται υπόψη, καθώς και η αναγκαία παρακολούθηση, θα πρέπει να προβλεφθεί ότι οι εκθέσεις μπορούν να συνιστούν αποδεικτικά στοιχεία παραδεκτά στις διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες· ότι, προς τούτο, οι εκθέσεις θα πρέπει να καταρτίζονται κατά τρόπο που να συνάδει με τους κανόνες που διέπουν τις εθνικές διοικητικές εκθέσεις· (17) ότι η Υπηρεσία θα πρέπει να απολαύει ανεξαρτησίας για την εκπλήρωση της αποστολής της· ότι, προς ενίσχυση αυτής της ανεξαρτησίας, η Υπηρεσία θα πρέπει να υπόκειται σε τακτικό έλεγχο των καθηκόντων της για τη διενέργεια ερευνών, από επιτροπή εποπτείας, αποτελούμενη από ανεξάρτητες εξωτερικές προσωπικότητες, με ιδιαίτερη εμπειρογνωμοσύνη στους τομείς αρμοδιότητας της Υπηρεσίας· ότι η επιτροπή θα πρέπει να έχει επίσης ως αποστολή να επικουρεί το διευθυντή της Υπηρεσίας κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του· (18) ότι οι διοικητικές έρευνες θα πρέπει να εκτελούνται υπό τη διεύθυνση του διευθυντή της Υπηρεσίας, με κάθε ανεξαρτησία έναντι των θεσμικών οργάνων, οργάνων και οργανισμών και έναντι της επιτροπής εποπτείας· (19) ότι θα πρέπει να εναπόκειται στο διευθυντή της Υπηρεσίας να μεριμνά για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών που συλλέγονται με τις έρευνες αυτές· ότι, επιπλέον, θα πρέπει να εξασφαλίζεται στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων, νομική προστασία ισοδύναμη με εκείνη που προβλέπεται στα άρθρα 90 και 91 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης· (20) ότι θα πρέπει, μετά από μια τριετία, να αξιολογηθούν οι δραστηριότητες της Υπηρεσίας· (21) ότι ο παρών κανονισμός ουδόλως περιορίζει τις αρμοδιότητες και τις ευθύνες των κρατών μελών όσον αφορά τη λήψη μέτρων για την καταπολέμηση της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων· ότι, επομένως, αναθέτοντας τα καθήκοντα της πραγματοποίησης εξωτερικών διοικητικών ερευνών σε ανεξάρτητη Υπηρεσία, τηρείται πλήρως η αρχή της επικουρικότητας· ότι η λειτουργία της Υπηρεσίας είναι κατάλληλη προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων και, επομένως, τηρεί επίσης την αρχή της αναλογικότητας, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ: Άρθρο 1 Στόχοι και καθήκοντα 1. Προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης, η οποία δημιουργήθηκε με την απόφαση 1999/352/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ της Επιτροπής (στο εξής καλείται "Υπηρεσία"), ασκεί τις αρμοδιότητες διενέργειας ερευνών που ανατίθενται στην Επιτροπή από τους κοινοτικούς κανόνες και κανονισμού καθώς και από τις συμφωνίες που ισχύουν στους τομείς αυτούς. 2. Η Υπηρεσία παρέχει στα κράτη μέλη τη συνδρομή της Επιτροπής για να οργανώσουν στενή και τακτική συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αρχών τους, προκειμένου να συντονίζουν τη δράση τους που έχει σκοπό να προστατεύσει τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας από την απάτη. Η Υπηρεσία συμβάλλει στο σχεδιασμό και στην ανάπτυξη των μεθόδων καταπολέμησης της απάτης καθώς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας που πλήττει τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας. 3. Στο πλαίσιο των θεσμικών οργάνων, οργάνων και οργανισμών που ιδρύθηκαν από τις συνθήκες ή βάσει αυτών (στο εξής καλούνται "θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί"), η Υπηρεσία διενεργεί διοικητικές έρευνες με σκοπό: - την καταπολέμηση της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, - τον εντοπισμό, προς τούτο, σοβαρών πράξεων συνδεδεμένων με την άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων, που μπορεί να συνιστούν παράλειψη των υποχρεώσεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων, η οποία μπορεί να επισύρει πειθαρχική ή, ενδεχομένως, ποινική δίωξη, ή παράλειψη των αναλόγων υποχρεώσεων των μελών των θεσμικών οργάνων και οργάνων, των διευθυντικών στελεχών των οργανισμών ή των μελών του προσωπικού των θεσμικών οργάνων, οργάνων και οργανισμών, που δεν υπόκεινται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης. Άρθρο 2 Διοικητικές έρευνες Κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, ως "διοικητικές έρευνες" (στο εξής "έρευνες") νοούνται: όλοι οι έλεγχοι, εξακριβώσεις και ενέργειες που πραγματοποιούνται από τους υπαλλήλους της Υπηρεσίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4, προκειμένου να επιτυγχάνονται οι στόχοι που ορίζονται στο άρθρο 1 και να αποδεικνύεται, ενδεχομένως, ο παράνομος χαρακτήρας των ελεγχομένων δραστηριοτήτων. Οι έρευνες αυτές δεν θίγουν την αρμοδιότητα των κρατών μελών όσον αφορά την ποινική δίωξη. Άρθρο 3 Εξωτερικές έρευνες Η Υπηρεσία ασκεί την αρμοδιότητα, η οποία ανατίθεται στην Επιτροπή με τον κανονισμό, (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, της πραγματοποίησης επιτοπίων ελέγχων και εξακριβώσεων στα κράτη μέλη και, βάσει των ισχυουσών συμφωνιών συνεργασίας, σε τρίτες χώρες. Στο πλαίσιο των καθηκόντων για τη διεξαγωγή ερευνών, η Υπηρεσία πραγματοποιεί τους ελέγχους και εξακριβώσεις, που προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 και στους τομεακούς κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 του κανονισμού αυτού, στα κράτη μέλη και, βάσει των ισχυουσών συμφωνιών συνεργασίας, σε τρίτες χώρες. Άρθρο 4 Εσωτερικές έρευνες 1. Στους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 1, η Υπηρεσία πραγματοποιεί τις διοικητικές έρευνες εντός των θεσμικών οργάνων, οργάνων και οργανισμών, στο εξής "εσωτερικές έρευνες". Οι εν λόγω εσωτερικές έρευνες διεξάγονται σύμφωνα με τους κανόνες των συνθηκών, και ιδίως του πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς και του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, υπό τους όρους και σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει ο παρών κανονισμός και τις αποφάσεις που λαμβάνει κάθε θεσμικό όργανο, όργανο και οργανισμός. Τα θεσμικά όργανα συνεννοούνται μεταξύ τους ως προς το καθεστώς που θα θεσπίσουν αυτές οι αποφάσεις. 2. Εφόσον τηρούνται οι διατάξεις της παραγράφου 1: - η Υπηρεσία δικαιούται άμεσης πρόσβασης, χωρίς προειδοποίηση, σε κάθε πληροφορία που κατέχουν τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί, καθώς και στις εγκαταστάσεις αυτών. Η Υπηρεσία έχει το δικαίωμα να ελέγχει τα λογιστικά των θεσμικών οργάνων, οργάνων και οργανισμών. Η Υπηρεσία μπορεί να λαμβάνει αντίγραφα και αποσπάσματα κάθε εγγράφου και του υποθέματος κάθε μέσου αποθήκευσης πληροφοριών που κατέχουν τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί και, εάν χρειάζεται, αναλαμβάνει τη διαφύλαξη αυτών των εγγράφων και πληροφοριών, προκειμένου να αποφευχθεί κάθε κίνδυνος εξαφάνισης, - η Υπηρεσία μπορεί να ζητάει προφορικώς πληροφορίες από τα μέλη των θεσμικών οργάνων και οργάνων, από τα διευθυντικά στελέχη των οργανισμών καθώς και από τα μέλη του προσωπικού των θεσμικών οργάνων, οργάνων και οργανισμών. 3. Υπό τις προϋποθέσεις και σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, η Υπηρεσία μπορεί να πραγματοποιεί επιτόπιους ελέγχους σε εγκαταστάσεις οικονομικών φορέων τους οποίους αφορά το θέμα, προκειμένου να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με πιθανές παρατυπίες, που ενδέχεται να έχουν στην κατοχή τους οι φορείς αυτοί. Εξάλλου, η Υπηρεσία μπορεί να ζητά από κάθε ενδιαφερόμενο να της παράσχει τις πληροφορίες που θεωρεί χρήσιμες για τις έρευνές της. 4. Τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί ενημερώνονται όταν οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας διενεργούν έρευνα στις εγκαταστάσεις τους ή όταν συμβουλεύονται κάποιο έγγραφο ή ζητούν πληροφορίες που έχουν στην κατοχή τους τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί. 5. Όταν από τις έρευνες ανακύψει το ενδεχόμενο να ενέχεται προσωπικά κάποιο μέλος, διευθυντικό στέλεχος, υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού, ενημερώνεται σχετικά το οικείο θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμός. Σε περιπτώσεις στις οποίες χρειάζεται η τήρηση απόλυτης μυστικότητας για τους σκοπούς της έρευνας ή απαιτείται η προσφυγή σε μέσα έρευνας που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής, οι πληροφορίες αυτές μπορούν να δίδονται σε μεταγενέστερο στάδιο. 6. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των συνθηκών, και ιδίως του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών, καθώς και του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η απόφαση που λαμβάνει κάθε θεσμικό όργανο, όργανο και οργανισμός, η οποία προβλέπεται στην παράγραφο 1, περιλαμβάνει ειδικότερα κανόνες που αφορούν: α) την υποχρέωση των μελών, των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των θεσμικών οργάνων και οργάνων καθώς και των διευθυντικών στελεχών, υπαλλήλων και λοιπού προσωπικού των οργανισμών να συνεργάζονται και να ενημερώνουν τους υπαλλήλους της Υπηρεσίας· β) τις διαδικασίες που πρέπει να τηρούν οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας κατά την εκτέλεση των εσωτερικών ερευνών, καθώς και την εγγύηση των δικαιωμάτων των ατόμων που αφορά η εσωτερική έρευνα. Άρθρο 5 Έναρξη των ερευνών Η έναρξη των εξωτερικών ερευνών γίνεται με απόφαση του διευθυντή της Υπηρεσίας, ο οποίος ενεργεί ιδία πρωτοβουλία ή μετά από αίτηση ενδιαφερομένου κράτους μέλους. Η έναρξη των εσωτερικών ερευνών γίνεται με απόφαση του διευθυντή της Υπηρεσίας, ο οποίος ενεργεί ιδία πρωτοβουλία ή μετά από αίτηση του θεσμικού οργάνου, του οργάνου ή του οργανισμού όπου πρέπει να πραγματοποιηθεί η έρευνα. Άρθρο 6 Εκτέλεση των ερευνών 1. Ο διευθυντής της Υπηρεσίας διευθύνει την εκτέλεση των ερευνών. 2. Οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας ασκούν τα καθήκοντά τους αφού προσκομίσουν γραπτή εξουσιοδότηση στην οποία αναγράφονται τα στοιχεία ταυτότητας και η ιδιότητά τους. 3. Οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας πρέπει να είναι εφοδιασμένοι, για κάθε παρέμβαση, με γραπτή εντολή χορηγούμενη από το διευθυντή, στην οποία αναφέρεται το αντικείμενο της έρευνας. 4. Οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας υιοθετούν, κατά τη διάρκεια των επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων, στάση σύμφωνη με τους κανόνες και τις πρακτικές που επιβάλλονται στους υπαλλήλους του σχετικού κράτους μέλους, με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, καθώς και με τις αποφάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο. 5. Οι έρευνες διεξάγονται αδιαλείπτως κατά τη διάρκεια χρονικής περιόδου ανάλογης προς τις περιστάσεις και την πολυπλοκότητα της υπόθεσης. 6. Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε οι αρμόδιες αρχές τους, σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις, να παρέχουν στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας την αναγκαία συνδρομή για την εκπλήρωση της αποστολής τους. Τα θεσμικά όργανα και τα όργανα φροντίζουν ώστε τα μέλη και το προσωπικό τους, να παρέχουν στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας την αναγκαία συνδρομή για την εκπλήρωση της αποστολής τους· οι οργανισμοί φροντίζουν ώστε τα διευθυντικά στελέχη και το προσωπικό τους να πράττουν το ίδιο. Άρθρο 7 Υποχρέωση ενημέρωσης της Υπηρεσίας 1. Τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί ενημερώνουν αμελλητί την Υπηρεσία για τις ενδεχόμενες περιπτώσεις απάτης ή δωροδοκίας ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας. 2. Τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί καθώς και τα κράτη μέλη στο μέτρο που το επιτρέπει το εθνικό δίκαιο, διαβιβάζουν στην Υπηρεσία κατόπιν αιτήσεώς της ή με πρωτοβουλία τους, κάθε έγγραφο και πληροφορία που κατέχουν σχετικά με διεξαγόμενη εσωτερική έρευνα. Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν κάθε έγγραφο και πληροφορία σχετικά με τις εξωτερικές έρευνες, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις. 3. Τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί καθώς και τα κράτη μέλη, στο μέτρο που το επιτρέπει το εθνικό δίκαιο, διαβιβάζουν επιπλέον στην Υπηρεσία κάθε κρινόμενο ως σχετικό με την υπόθεση έγγραφο και πληροφορία που κατέχουν, και που αφορά την καταπολέμηση της απάτης, της δωροδοκίας και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων. Άρθρο 8 Εμπιστευτικότητα και προστασία των δεδομένων 1. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται στο πλαίσιο εξωτερικών ερευνών, υπό οποιαδήποτε μορφή, προστατεύονται από τις διατάξεις σχετικά με τις έρευνες αυτές. 2. Οι πληροφορίες που διαβιβάζονται ή λαμβάνονται στο πλαίσιο των εσωτερικών ερευνών, υπό οιαδήποτε μορφή, καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο και απολαύουν της προστασίας που παρέχουν οι διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται στα θεσμικά όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Οι πληροφορίες αυτές δεν επιτρέπεται ιδίως να ανακοινώνονται σε πρόσωπα άλλα από εκείνα τα οποία, λόγω των καθηκόντων τους στο πλαίσιο των θεσμικών οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των κρατών μελών, καλούνται να τις γνωρίζουν, ούτε να χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς, εκτός της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας. 3. Ο διευθυντής φροντίζει ώστε οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας και τα άλλα πρόσωπα που ενεργούν υπό την εποπτεία του να τηρούν τις κοινοτικές και εθνικές διατάξεις σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και ιδίως τις προβλεπόμενες από την οδήγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών(7). 4. Ο διευθυντής της Υπηρεσίας και τα μέλη της επιτροπής εποπτείας του άρθρου 11 μεριμνούν για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου καθώς και του άρθρου 194 της συνθήκης Ευρατόμ. Άρθρο 9 Έκθεση της έρευνας και συνέχεια που δίδεται στις έρευνες 1. Μετά το πέρας της έρευνας που διεξήγαγε, η Υπηρεσία καταρτίζει, υπό την εποπτεία του διευθυντή, έκθεση που προσδιορίζει ιδίως τα διαπιστωθέντα περιστατικά, την ενδεχόμενη οικονομική ζημία, και τα συμπεράσματα της έρευνας, συμπεριλαμβανομένων των συστάσεων του διευθυντή της Υπηρεσίας για τη συνέχεια που θα πρέπει να δοθεί. 2. Οι εκθέσεις αυτές καταρτίζονται, λαμβάνοντας υπόψη τις διαδικαστικές απαιτήσεις που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του οικείου κράτους μέλους. Οι εκθέσεις που καταρτίζονται με τον τρόπο αυτό αποτελούν, όπως οι διοικητικές εκθέσεις που καταρτίζονται από τους εθνικούς διοικητικούς ελεγκτές, και υπό τους ιδίους όρους, αποδεικτικά στοιχεία παραδεκτά στις διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες του κράτους μέλους, στο οποίο η χρησιμοποίησή τους αποβαίνει αναγκαία. Υπόκεινται στους ίδιους κανόνες εκτίμησης με εκείνους που εφαρμόζονται στις διοικητικές εκθέσεις τις καταρτιζόμενες από τους εθνικούς διοικητικούς ελεγκτές και έχουν ισότιμο κύρος με αυτές. 3. Οι εκθέσεις που καταρτίζονται μετά από εξωτερική έρευνα και κάθε συναφές χρήσιμο έγγραφο, διαβιβάζονται στις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις σχετικά με τις εξωτερικές έρευνες. 4. Οι εκθέσεις που καταρτίζονται μετά από εσωτερική έρευνα και κάθε συναφές χρήσιμο έγγραφο, διαβιβάζονται στο οικείο θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό. Τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί δίνουν στις εσωτερικές έρευνες τη συνέχεια, ιδίως πειθαρχική και δικαστική, την οποία απαιτούν τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών, και ενημερώνουν σχετικά το διευθυντή της Υπηρεσίας, εντός προθεσμίας που ορίζει αυτός στα συμπεράσματα της έκθεσής του, για τη συνέχεια που δίνουν στις έρευνες. Άρθρο 10 Διαβίβαση πληροφοριών από την Υπηρεσία 1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 8, 9 και 11 του παρόντος κανονισμού και των διατάξεων του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, η Υπηρεσία δύναται να διαβιβάσει, ανά πάσα στιγμή, στις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών πληροφορίες που έχει συλλέξει κατά τη διάρκεια των εξωτερικών ερευνών. 2. Με την επιφύλαξη των άρθρων 8, 9 και 11 του παρόντος κανονισμού, ο διευθυντής της Υπηρεσίας διαβιβάζει στις δικαστικές αρχές του οικείου κράτους μέλους τις πληροφορίες που συνέλεξε η Υπηρεσία κατά τη διάρκεια των εσωτερικών ερευνών σχετικά με πράξεις που μπορούν να επισύρουν ποινική δίωξη. Υπό την επιφύλαξη των απαιτήσεων της έρευνας, ενημερώνει ταυτόχρονα το οικείο κράτος μέλος. 3. Με την επιφύλαξη των άρθρων 8 και 9 του παρόντος κανονισμού, η Υπηρεσία δύναται να διαβιβάσει, ανά πάσα στιγμή, στο οικείο θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό, τις πληροφορίες που συνέλεξε κατά τη διάρκεια των εσωτερικών ερευνών. Άρθρο 11 Επιτροπή εποπτείας 1. Η επιτροπή εποπτείας, με τον τακτικό έλεγχο που διενεργεί όσον αφορά την εκτέλεση των καθηκόντων διεξαγωγής ερευνών, ενισχύει την ανεξαρτησία της Υπηρεσίας. Κατόπιν αιτήσεως του διευθυντή ή με δική της πρωτοβουλία, η επιτροπή εποπτείας δίνει στο διευθυντή γνώμες σχετικά με τις δραστηριότητες της Υπηρεσίας, χωρίς πάντως να αναμιγνύεται στη διεξαγωγή των τρεχουσών ερευνών. 2. Η επιτροπή εποπτείας αποτελείται από πέντε ανεξάρτητες εξωτερικές προσωπικότητες, οι οποίες πληρούν τους όρους άσκησης, στις αντίστοιχες χώρες τους, ανωτέρων καθηκόντων σχετικών με τους τομείς δραστηριότητας της Υπηρεσίας. Οι προσωπικότητες αυτές διορίζονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή με κοινή συμφωνία. 3. Η διάρκεια της θητείας των μελών είναι τριετής. Η θητεία αυτή μπορεί να ανανεωθεί μία φορά. 4. Μετά τη λήξη της θητείας τους, τα μέλη παραμένουν εν υπηρεσία έως ότου ανανεωθεί η θητεία τους ή αντικατασταθούν. 5. Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν ζητούν ούτε δέχονται εντολές από καμία κυβέρνηση ούτε από κανένα θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό. 6. Η επιτροπή εποπτείας ορίζει τον πρόεδρό της. Θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό. Διεξάγει τουλάχιστον δέκα συνεδριάσεις το χρόνο. Λαμβάνει τις αποφάσεις της με την πλειοψηφία των μελών της και η γραμματεία της εξασφαλίζεται από την Υπηρεσία. 7. Ο διευθυντής διαβιβάζει, κάθε έτος, στην επιτροπή εποπτείας το πρόγραμμα των δραστηριοτήτων της Υπηρεσίας που αναφέρονται στο άρθρο 1 του παρόντος κανονισμού. Ο διευθυντής ενημερώνει τακτικά την επιτροπή εποπτείας σχετικά με τις δραστηριότητες της Υπηρεσίας, τις έρευνές της, τα αποτελέσματά τους και τη συνέχεια που δόθηκε. Όταν μια έρευνα διεξάγεται επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των εννέα μηνών, ο διευθυντής ανακοινώνει στην επιτροπή εποπτείας τους λόγους για τους οποίους η έρευνα δεν έχει μπορέσει ακόμη να περατωθεί και την προβλεπόμενη για την ολοκλήρωσή της αναγκαία προθεσμία. Ο διευθυντής ενημερώνει την επιτροπή εποπτείας στις περιπτώσεις στις οποίες, το οικείο θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμός δεν έδωσε συνέχεια στις συστάσεις που του έγιναν από το διευθυντή. Ο διευθυντής ενημερώνει την επιτροπή εποπτείας σχετικά με τις περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται η διαβίβαση πληροφοριών στις δικαστικές αρχές κράτους μέλους. 8. Η επιτροπή εποπτείας εκδίδει κάθε χρόνο τουλάχιστον μία έκθεση δραστηριοτήτων, την οποία απευθύνει στα θεσμικά όργανα. Μπορεί να υποβάλλει εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και στο Ελεγκτικό Συνέδριο σχετικά με τα αποτελέσματα των ερευνών που διεξήγαγε η Υπηρεσία και τη συνέχεια που δόθηκε σ' αυτές. Άρθρο 12 Διευθυντής 1. Η Υπηρεσία τίθεται υπό τη διεύθυνση διευθυντή, ο οποίος διορίζεται από την Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών, η οποία μπορεί να ανανεωθεί μία φορά. 2. Προκειμένου να προχωρήσει στο διορισμό, μετά από πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων που δημοσιεύεται, ενδεχομένως, στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και μετά από ευνοϊκή γνώμη της επιτροπής εποπτείας, η Επιτροπή καταρτίζει τον κατάλογο των υποψηφίων που διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα. Μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, η Επιτροπή διορίζει το διευθυντή. 3. Ο διευθυντής δεν ζητά ούτε δέχεται εντολές από οιαδήποτε κυβέρνηση και οιοδήποτε θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του που αφορούν την έναρξη και την εκτέλεση των εσωτερικών και εξωτερικών ερευνών ή την κατάρτιση των τελικών εκθέσεων μετά την ολοκλήρωση των εν λόγω ερευνών. Εάν ο διευθυντής κρίνει ότι, κάποιο μέτρο που έλαβε η Επιτροπή θέτει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του, έχει δικαίωμα προσφυγής κατά της Επιτροπής ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ο διευθυντής υποβάλλει τακτικά εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο Ελεγκτικό Συνέδριο σχετικά με τα αποτελέσματα των ερευνών που πραγματοποιούνται από την Υπηρεσία, σεβόμενος τον εμπιστευτικό τους χαρακτήρα, τα νόμιμα δικαιώματα των ενδιαφερομένων ατόμων και, ανάλογα με την περίπτωση, τηρώντας τις εθνικές διατάξεις που εφαρμόζονται στις δικαστικές διαδικασίες. Τα εν λόγω θεσμικά όργανα εξασφαλίζουν την τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των ερευνών που πραγματοποιούνται από την Υπηρεσία, το σεβασμό των νόμιμων δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων ατόμων και, στην περίπτωση που έχουν κινηθεί δικαστικές διαδικασίες, την τήρηση όλων των εθνικών διατάξεων που εφαρμόζονται στις εν λόγω διαδικασίες. 4. Προτού αποφασίσει την επιβολή πειθαρχικής κυρώσεως κατά του διευθυντή, η Επιτροπή ζητά τη γνώμη της επιτροπής εποπτείας. Επιπλέον, τα μέτρα τα σχετικά με πειθαρχικές κυρώσεις κατά του διευθυντή της Υπηρεσίας, πρέπει να αποτελούν αντικείμενο αιτιολογημένων αποφάσεων, οι οποίες διαβιβάζονται προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Άρθρο 13 Χρηματοδότηση Οι πιστώσεις της Υπηρεσίας, το συνολικό ποσό των οποίων εγγράφεται σε ειδική γραμμή του προϋπολογισμού, στο μέρος Α του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης που αφορά την Επιτροπή, αναγράφονται λεπτομερώς στο παράρτημα του εν λόγω μέρους. Οι θέσεις εργασίας που διατίθενται στην Υπηρεσία απαριθμούνται σε παράρτημα του πίνακα προσωπικού της Επιτροπής. Άρθρο 14 Έλεγχος της νομιμότητας Μέχρι να τροποποιηθεί ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης, κάθε υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μπορεί να υποβάλει στο διευθυντή της Υπηρεσίας ένσταση κατά πράξης που θίγει τα συμφέροντά του, η οποία πραγματοποιήθηκε από την Υπηρεσία στο πλαίσιο εσωτερικής έρευνας, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 90 παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Το άρθρο 91 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται στις αποφάσεις που λαμβάνονται για τις εν λόγω ενστάσεις. Οι διαταξεις αυτές εφαρμόζονται κατ' αναλογία στο προσωπικό των θεσμικών οργάνων, των οργάνων και των οργανισμών το οποίο δεν υπάγεται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης. Άρθρο 15 Έκθεση αξιολόγησης Κατά τη διάρκεια του τρίτου έτους από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση αξιολόγησης των δραστηριοτήτων της Υπηρεσίας, συνοδευόμενη από τη γνώμη της επιτροπής εποπτείας και, ενδεχομένως, από προτάσεις με στόχο την τροποποίηση ή τη διεύρυνση των καθηκόντων της Υπηρεσίας. Άρθρο 16 Έναρξη ισχύος Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει από την 1η Ιουνίου 1999. Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Βρυξέλλες, 25 Μαΐου 1999. Για το Συμβούλιο Ο Πρόεδρος H. EICHEL (1) ΕΕ C 21 της 26.1.1999, σ. 10. (2) Γνώμη που διατυπώθηκε στις 6 Μαΐου 1999 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). (3) Γνώμη που διατυπώθηκε στις 15 Απριλίου 1999 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). (4) Βλέπε σελίδα 20 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας. (5) ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2. (6) ΕΕ L 312 της 23.12.1995, σ. 1. (7) ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.