EUR-Lex Access to European Union law
This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62018CJ0814
Judgment of the Court (Seventh Chamber) of 22 January 2020.#Ursa Major Services BV v Minister van Landbouw, Natuur en Voedselkwaliteit.#Reference for a preliminary ruling — Common fisheries policy — Regulation (EC) No 1198/2006 — Article 55(1) — Financial contribution by the European Fisheries Fund (EFF) — Eligibility of expenditure — Condition — Expenditure actually paid by the beneficiaries — Meaning.#Case C-814/18.
Απόφαση του Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 22ας Ιανουαρίου 2020.
Ursa Major Services BV κατά Minister van Landbouw, Natuur en Voedselkwaliteit.
Προδικαστική παραπομπή – Κοινή αλιευτική πολιτική – Κανονισμός (ΕΚ) 1198/2006 – Άρθρο 55, παράγραφος 1 – Χρηματοδοτική συνεισφορά του Ευρωπαϊκού Ταμείου Αλιείας (ΕΤΑ) – Επιλεξιμότητα δαπανών – Προϋπόθεση – Δαπάνες που έχουν όντως πραγματοποιηθεί από τους δικαιούχους – Έννοια.
Υπόθεση C-814/18.
Απόφαση του Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 22ας Ιανουαρίου 2020.
Ursa Major Services BV κατά Minister van Landbouw, Natuur en Voedselkwaliteit.
Προδικαστική παραπομπή – Κοινή αλιευτική πολιτική – Κανονισμός (ΕΚ) 1198/2006 – Άρθρο 55, παράγραφος 1 – Χρηματοδοτική συνεισφορά του Ευρωπαϊκού Ταμείου Αλιείας (ΕΤΑ) – Επιλεξιμότητα δαπανών – Προϋπόθεση – Δαπάνες που έχουν όντως πραγματοποιηθεί από τους δικαιούχους – Έννοια.
Υπόθεση C-814/18.
Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2020:27
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)
της 22ας Ιανουαρίου 2020 ( *1 )
«Προδικαστική παραπομπή – Κοινή αλιευτική πολιτική – Κανονισμός (ΕΚ) 1198/2006 – Άρθρο 55, παράγραφος 1 – Χρηματοδοτική συνεισφορά του Ευρωπαϊκού Ταμείου Αλιείας (ΕΤΑ) – Επιλεξιμότητα δαπανών – Προϋπόθεση – Δαπάνες που έχουν όντως πραγματοποιηθεί από τους δικαιούχους – Έννοια»
Στην υπόθεση C‑814/18,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το College van Beroep voor het bedrijfsleven (διοικητικό εφετείο αρμόδιο επί οικονομικών υποθέσεων, Κάτω Χώρες) με απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Δεκεμβρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης
Ursa Major Services BV
κατά
Minister van Landbouw, Natuur en Voedselkwaliteit,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),
συγκείμενο από τους P. G. Xuereb, πρόεδρο τμήματος, T. von Danwitz και A. Kumin (εισηγητή), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: E. Tanchev
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– |
η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. K. Bulterman και M. Noort, |
– |
η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις F. Moro και K. Walkerová καθώς και από τον S. Noë, |
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
H αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 55, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1198/2006 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 2006, για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αλιείας (ΕΕ 2006, L 223, σ. 1). |
2 |
Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Ursa Major Services BV (στο εξής: UMS) και του Minister van Landbouw, Natuur en Voedselkwaliteit (Υπουργού Γεωργίας, Φυσικού Περιβάλλοντος και Ποιότητας των Τροφίμων, Κάτω Χώρες) (στο εξής: Υπουργός) σχετικά με αίτηση τροποποιήσεως αποφάσεως περί χορηγήσεως επιδοτήσεως για ένα έργο που εντάσσεται στον αλιευτικό κλάδο. |
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Ο κανονισμός 1198/2006
3 |
Κατά την αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού 1198/2006: «Για την ενίσχυση του πολλαπλασιαστικού αποτελέσματος των κοινοτικών πόρων μέσω της ενθάρρυνσης της προσφυγής όσο το δυνατόν περισσότερο σε ιδιωτικούς πόρους χρηματοδότησης και προκειμένου να λαμβάνεται καλύτερα υπόψη η αποδοτικότητα των δράσεων, θα πρέπει να διαφοροποιούνται τόσο οι τύποι συνδρομής που διατίθενται από το [Ευρωπαϊκό Ταμείο Αλιείας] όσο και τα ποσοστά συνδρομής με στόχο την προώθηση του κοινοτικού συμφέροντος, με την ενθάρρυνση της χρήσης μιας ευρείας κλίμακας χρηματοδοτικών πόρων και τον περιορισμό της συμμετοχής του [Ευρωπαϊκού Ταμείου Αλιείας] με την ενθάρρυνση της χρήσης κατάλληλων τύπων συνδρομής.» |
4 |
Το άρθρο 1 του ως άνω κανονισμού, που φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», έχει ως εξής: «Με τον παρόντα κανονισμό, θεσπίζεται το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αλιείας (εφεξής “ΕΤΑ”) και καθορίζεται το πλαίσιο της κοινοτικής στήριξης για τη βιώσιμη ανάπτυξη του αλιευτικού κλάδου, των αλιευτικών περιοχών και την αλιεία εσωτερικών υδάτων.» |
5 |
Το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού, που φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής: «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι εξής ορισμοί: […]
[…]». |
6 |
Το άρθρο 52 του κανονισμού 1198/2006, που φέρει τον τίτλο «Ένταση της δημόσιας ενίσχυσης», ορίζει τα εξής: «Η μέγιστη ένταση της δημόσιας ενίσχυσης καθορίζεται στον πίνακα του παραρτήματος ΙΙ.» |
7 |
Το άρθρο 54 του ως άνω κανονισμού, που φέρει τον τίτλο «Μη σώρευση», προβλέπει τα εξής: «Δαπάνες που συγχρηματοδοτούνται από το ΕΤΑ δεν λαμβάνουν συνδρομή από άλλα κοινοτικά χρηματοδοτικά μέσα.» |
8 |
Κατά το άρθρο 55 του εν λόγω κανονισμού, που φέρει τον τίτλο «Επιλεξιμότητα δαπανών»: «1. Οι δαπάνες είναι επιλέξιμες για συνεισφορά του ΕΤΑ εάν έχουν όντως πραγματοποιηθεί από τους δικαιούχους μεταξύ της ημερομηνίας υποβολής του επιχειρησιακού προγράμματος στην [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή ή της 1ης Ιανουαρίου 2007, εάν η ημερομηνία αυτή είναι προγενέστερη, και της 31ης Δεκεμβρίου 2015. Οι συγχρηματοδοτούμενες πράξεις δεν θα πρέπει να έχουν περατωθεί πριν από την ημερομηνία έναρξης της επιλεξιμότητας. 2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, στις συνεισφορές σε είδος, το κόστος απόσβεσης και τα πάγια έξοδα μπορούν να αντιμετωπίζονται ως δαπάνες που πραγματοποιούνται από τους δικαιούχους κατά την υλοποίηση πράξεων υπό τους εξής όρους:
[…] 4. Οι κανόνες επιλεξιμότητας των δαπανών καθορίζονται σε εθνικό επίπεδο με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Οι κανόνες αυτοί καλύπτουν το σύνολο των δαπανών που δηλώνονται στα πλαίσια του επιχειρησιακού προγράμματος. […]» |
9 |
Το άρθρο 59 του κανονισμού 1198/2006, που φέρει τον τίτλο «Καθήκοντα της διαχειριστικής αρχής», έχει ως εξής: «Η διαχειριστική αρχή ενός επιχειρησιακού προγράμματος είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση και την εφαρμογή του επιχειρησιακού προγράμματος σύμφωνα με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και ιδίως με στόχο: […]
[…]». |
10 |
Το άρθρο 70 του ως άνω κανονισμού, που φέρει τον τίτλο «Διαχείριση και έλεγχος», προβλέπει τα εξής: «1. Τα κράτη μέλη είναι αρμόδια για να διασφαλίζουν τη διαχείριση και τον έλεγχο των επιχειρησιακών προγραμμάτων, ιδίως λαμβάνοντας τα ακόλουθα μέτρα:
[…]». |
11 |
Το άρθρο 78 του εν λόγω κανονισμού, που φέρει τον τίτλο «Δήλωση δαπανών», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής: «Όλες οι δηλώσεις δαπανών περιλαμβάνουν, για κάθε άξονα προτεραιότητας και για κάθε στόχο, το συνολικό ποσό των επιλέξιμων δαπανών στις οποίες υποβλήθηκαν οι δικαιούχοι για την υλοποίηση των πράξεων καθώς και την αντίστοιχη δημόσια συνεισφορά που έχει καταβληθεί ή οφείλεται στους δικαιούχους σύμφωνα με τους όρους που διέπουν τη δημόσια συνεισφορά. Οι δαπάνες που καταβάλλουν οι δικαιούχοι δικαιολογούνται από εξοφλημένα τιμολόγια ή λογιστικά έγγραφα ισοδύναμης αποδεικτικής αξίας. […]» |
Ο κανονισμός (ΕΕ) 508/2014
12 |
Ο κανονισμός (ΕΕ) 508/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και για την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 2328/2003, (ΕΚ) αριθ. 861/2006, (ΕΚ) αριθ. 1198/2006 και (ΕΚ) αριθ. 791/2007 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1255/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2014, L 149, σ. 1), ορίζει στο άρθρο 128, παράγραφος 1, τα εξής: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 129 παράγραφος 2, οι κανονισμοί (ΕΚ) αριθ. 2328/2003, (ΕΚ) αριθ. 861/2006, (ΕΚ) αριθ. 1198/2006, [(ΕΚ) αριθ. 791/2007], (ΕΕ) αριθ. 1255/2011 και το άρθρο 103 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 καταργούνται με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2014.» |
13 |
Κατά το άρθρο 129, παράγραφος 2, του κανονισμού 508/2014: «Ο παρών κανονισμός δεν επηρεάζει ούτε τη συνέχιση ούτε την τροποποίηση, συμπεριλαμβανομένης της πλήρους ή της μερικής ακύρωσης, των σχετικών έργων μέχρι το κλείσιμό τους ή της συνδρομής που έχει εγκρίνει η Επιτροπή βάσει των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2328/2003, (ΕΚ) αριθ. 861/2006, (ΕΚ) αριθ. 1198/2006, (ΕΚ) αριθ. 791/2007 και (ΕΕ) αριθ. 1255/2011 και του άρθρου 103 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 ή οποιασδήποτε άλλης νομοθετικής πράξης που διέπει τη συνδρομή αυτή στις 31 Δεκεμβρίου 2013, που εξακολουθεί να ισχύει στα εν λόγω έργα ή την εν λόγω συνδρομή.» |
Το ολλανδικό δίκαιο
14 |
Tο άρθρο 1:9 της Regeling houdende regels inzake de verstrekking van subsidies door de Minister van Landbouw, Natuur en Voedselkwaliteit (Regeling LNV-subsidies) (αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας, Φυσικού Περιβάλλοντος και Ποιότητας των Τροφίμων σχετικά με τη χορήγηση επιδοτήσεων), της14ης Φεβρουαρίου 2007, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, τιτλοφορούμενο «Υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση επιδοτήσεως», όριζε τα εξής: «[…] 2. Μια αίτηση για τη χορήγηση επιδοτήσεως για ένα έργο συνοδεύεται από σχέδιο του έργου, στο οποίο περιλαμβάνεται τουλάχιστον: […]
[…]». |
15 |
Το άρθρο 1:13 της ως άνω αποφάσεως, τιτλοφορούμενο «Υποχρεώσεις του δικαιούχου της επιδοτήσεως στο πλαίσιο έργων», είχε ως εξής: 1. Στην περίπτωση που έχει χορηγηθεί επιδότηση για την εκτέλεση έργου, ο δικαιούχος της επιδοτήσεως εκτελεί το έργο αυτό σύμφωνα με το σχέδιο του έργου, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αποφάσεως περί χορηγήσεως της επιδοτήσεως. […] 3. Ο Υπουργός μπορεί να παράσχει την έγκρισή του για τροποποίηση που έχει επέλθει εν τω μεταξύ όσον αφορά ένα σχέδιο έργου, εκτός αν η τροποποίηση:
4. Σε περίπτωση εγκρίσεως κατά την παράγραφο 3, ο Υπουργός μπορεί να τροποποιήσει την απόφαση περί χορηγήσεως της επιδοτήσεως καθώς και τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στον δικαιούχο της επιδοτήσεως. […]» |
16 |
Το άρθρο 1:15 της εν λόγω αποφάσεως, τιτλοφορούμενο «Επιλέξιμες δαπάνες και μη επιλέξιμες δαπάνες», προέβλεπε τα εξής: «1. Οι ακόλουθες δαπάνες δεν είναι επιλέξιμες για επιδότηση:
[…] 4. Συμπληρωματικώς σε σχέση με τους κανόνες που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση, ο Υπουργός μπορεί, κατά το χρονικό σημείο από το οποίο υφίσταται [δυνατότητα υποβολής αιτήσεων για τη χορήγηση επιδοτήσεων], περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 1:3, πρώτο εδάφιο, να καθορίσει πιο λεπτομερείς κανόνες όσον αφορά τις δαπάνες που είναι επιλέξιμες για επιδότηση. […]» |
17 |
Στο κεφάλαιο 4 της ίδιας αποφάσεως, που φέρει τον τίτλο «Αλιεία», περιλαμβανόταν το άρθρο 4:33i της τελευταίας αυτής αποφάσεως, τιτλοφορούμενο «Ύψος της επιδοτήσεως», το οποίο όριζε τα εξής: «1. Η επιδότηση ανέρχεται κατ’ ανώτατο όριο στο 60 % των επιλέξιμων δαπανών. 2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, η επιδότηση ανέρχεται κατ’ ανώτατο όριο στο 40 % των επιλέξιμων δαπανών των έργων που προβλέπονται στην ομάδα 2 και στην ομάδα 4 του παραρτήματος II του κανονισμού 1198/2006. […]» |
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
18 |
Η UMS, θυγατρική της Nederlandse Vissersbond (ολλανδικής ομοσπονδίας αλιέων), συντονίζει επιδοτούμενα έργα στον αλιευτικό κλάδο. Ένα από τα έργα αυτά έχει ως σκοπό την ενθάρρυνση των βιώσιμων επενδύσεων εκ μέρους των δραστηριοποιούμενων στη Friesland (Φρισσία, Κάτω Χώρες) συμμετεχουσών επιχειρήσεων αλιείας γαρίδας στη χρήση ενός νέου αλιευτικού εργαλείου, του seewing (στο εξής: επίμαχο έργο). |
19 |
Κατόπιν αιτήσεως της UMS, η οποία υποβλήθηκε εξ ονόματος ενός ιδρύματος και εννέα αλιευτικών επιχειρήσεων, ο Υπουργός χορήγησε, με απόφαση της 17ης Αυγούστου 2012 (στο εξής: απόφαση περί χορηγήσεως της επιδοτήσεως), επιδότηση ύψους 118056 ευρώ κατ’ ανώτατο όριο για το ως άνω έργο, που αντιστοιχεί στο 60 % των επιλέξιμων δαπανών. Το ποσό αυτό προερχόταν κατά 50 % από την επαρχία Friesland (Κάτω Χώρες) και κατά 50 % από το ΕΤΑ. |
20 |
Οι υπόλοιπες δαπάνες, ήτοι εκείνες στις οποίες είχαν υποβληθεί οι δικαιούχοι της εν λόγω επιδοτήσεως, αλλά οι οποίες δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως επιλέξιμες, καθώς και το υπόλοιπο 40 % των επιλέξιμων δαπανών, έπρεπε να χρηματοδοτηθούν με άλλο τρόπο από τους δικαιούχους της εν λόγω επιδοτήσεως. Αρχικά, οι υπόλοιπες αυτές δαπάνες έπρεπε να χρηματοδοτηθούν από το προαναφερθέν ίδρυμα και τις προαναφερθείσες εννέα αλιευτικές επιχειρήσεις. Ωστόσο, το ίδρυμα καθώς και τρεις από τις εννέα αλιευτικές επιχειρήσεις υπαναχώρησαν από το επίμαχο έργο. Ως εκ τούτου, προκειμένου να συνεχίσει το έργο, η UMS απευθύνθηκε στη Visserijbedrijf J. Seepma (στο εξής: Seepma) και στη VCU TCD BV (στο εξής: VCU), αλιευτικές επιχειρήσεις που συμμετείχαν στο έργο αυτό, υπό την ιδιότητα, αντιστοίχως, του τοπικού εμπειρογνώμονα και του προμηθευτή του seewing, και που ήταν διατεθειμένες να παράσχουν χρηματοδοτική συνεισφορά. Σύμφωνα όμως με την απόφαση περί χορηγήσεως της επιδοτήσεως, μόνον οι έξι λοιπές αλιευτικές επιχειρήσεις τυγχάνουν της επιδοτήσεως, δεδομένου ότι η Seepma και η VCU θεωρούνται ως τρίτοι που συμμετέχουν στο έργο. |
21 |
Στην πράξη, η Seepma παρέσχε τη χρηματοδοτική συνεισφορά της προβαίνοντας σε έκπτωση ως προς τα τιμολόγια που εκδόθηκαν για τις υπηρεσίες που παρέσχε ως τοπικός εμπειρογνώμονας. Επομένως, η απαίτηση της UMS έναντι της Seepma, η οποία προέκυψε από την αναληφθείσα εκ μέρους της εν λόγω εταιρίας δέσμευση να παράσχει χρηματοδοτική συνεισφορά, συμψηφίσθηκε με την απαίτηση της Seepma έναντι της UMS λόγω των υπηρεσιών που παρέσχε. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η UMS κατέβαλε στη Seepma ποσά χαμηλότερα από τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η Seepma για το επίμαχο έργο. Όσον αφορά τη VCU, δεν πραγματοποιήθηκε κανένας συμψηφισμός, αλλά καταρτίστηκαν χωριστά τιμολόγια, εκείνα τα οποία αφορούσαν την παράδοση του seewing και τα οποία η UMS εξόφλησε προς τη VCU, και εκείνα τα οποία αφορούσαν τη χρηματοδοτική συνεισφορά της VCU και τα οποία η τελευταία εξόφλησε προς την UMS. |
22 |
Αφού χορήγησε τη σχετική επιδότηση, ο Υπουργός, κατόπιν αιτήματος της UMS, πλήρωσε προκαταβολή βάσει των τιμολογίων που αυτή είχε προσκομίσει. Μεταξύ των τιμολογίων αυτών περιλαμβάνονταν επίσης εκείνα τα οποία εξέδωσε η Seepma με αποδέκτρια την UMS και τα οποία ελήφθησαν υπόψη για τον προαναφερθέντα συμψηφισμό. |
23 |
Με έγγραφο της 28ης Σεπτεμβρίου 2015, η UMS ζήτησε από τον Υπουργό να προσαρμόσει, κατόπιν της τροποποιήσεως της χρηματοδοτήσεως, τη σύνοψη του προϋπολογισμού και της χρηματοδοτήσεως του επίμαχου έργου, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αποφάσεως περί χορηγήσεως της επιδοτήσεως. |
24 |
Με απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2016, ο Υπουργός απέρριψε την αίτηση αυτή, για τον λόγο ότι η Seepma και η VCU δεν ήταν συναιτούντες ή συναποδέκτες της σχετικής επιδοτήσεως, αλλά μόνον συνεργάτες στο έργο αυτό. Συναφώς, εκτίμησε ότι η συνεισφορά στη χρηματοδότηση από τέτοιους συνεργάτες ή από τρίτους δεν μπορούσε να επιδοτηθεί, δεδομένου ότι οι δαπάνες αυτές δεν βάρυναν τον αιτούντα την εν λόγω επιδότηση. Επομένως, κατά τον Υπουργό, η συνεισφορά στη χρηματοδότηση του εν λόγω έργου από εταίρους του έργου ή από τρίτους πρέπει να αφαιρεθεί από τις επιλέξιμες δαπάνες, όπερ συνεπάγεται μείωση του ποσού της χορηγούμενης επιδοτήσεως. |
25 |
Με απόφαση της 21ης Ιουλίου 2016, ο Υπουργός συμπλήρωσε την αιτιολογία της από 20 Ιανουαρίου 2016 αποφάσεώς του παραπέμποντας στο άρθρο 55, παράγραφος 1, του κανονισμού 1198/2006, από το οποίο συνάγεται, κατά τον Υπουργό, ότι οι δαπάνες είναι επιλέξιμες μόνον εφόσον πραγματοποιήθηκαν και καταβλήθηκαν από τον ίδιο τον δικαιούχο της επιδοτήσεως. |
26 |
Η UMS άσκησε προσφυγή κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του College van Beroep voor het bedrijfsleven (διοικητικού εφετείου αρμόδιου επί οικονομικών υποθέσεων, Κάτω Χώρες). Το εν λόγω δικαστήριο εκθέτει ότι, παλαιότερα, ο Υπουργός περιελάμβανε στις επιλέξιμες δαπάνες τη χρηματοδοτική συνεισφορά τρίτων. Ωστόσο, αυτός μετέβαλε την άποψή του βάσει πληροφοριών προερχομένων από την Επιτροπή. |
27 |
Το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται, πρώτον, ως προς το ζήτημα αν το άρθρο 55, παράγραφος 1, του κανονισμού 1198/2006 εφαρμόζεται στη σχέση μεταξύ του χορηγούντος την επιδότηση, ήτοι, εν προκειμένω, του Υπουργού, και του δικαιούχου επιδοτήσεως ή αν η ως άνω διάταξη αφορά μόνον τη σχέση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του οικείου κράτους μέλους, περίπτωση στην οποία καθοριστική για την επιλεξιμότητα των δαπανών του επίμαχου έργου θα είναι η εθνική ρύθμιση. Η εν λόγω ρύθμιση δεν προβλέπει, όμως, κατά το ίδιο δικαστήριο, ότι οι δαπάνες δεν είναι επιλέξιμες για τον λόγο ότι στις δαπάνες αυτές υποβλήθηκε τρίτος. |
28 |
Σε περίπτωση που το Δικαστήριο δώσει την απάντηση ότι η ως άνω διάταξη εφαρμόζεται στη σχέση μεταξύ του χορηγούντος την επιδότηση και του δικαιούχου, τίθεται, δεύτερον, το ζήτημα αν οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε τρίτος, ενδεχομένως μέσω συμψηφισμού, μπορούν να θεωρηθούν ως δαπάνες που έχουν όντως πραγματοποιηθεί από τον δικαιούχο της επιδοτήσεως, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 55, παράγραφος 1. |
29 |
Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, εάν από τις απαντήσεις του Δικαστηρίου προκύψει ότι η εκ μέρους του Υπουργού ερμηνεία του άρθρου 55 του κανονισμού 1198/2006 είναι ορθή, τότε το Δικαστήριο θα πρέπει επίσης να αποφανθεί επί του ζητήματος αν μπορεί βασίμως να γίνει επίκληση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καθώς και της εθνικής αρχής της ασφάλειας δικαίου, υπό περιστάσεις στις οποίες ο Υπουργός εκτίμησε, κατά τη χορήγηση της προκαταβολής, ότι οι χρηματοδοτικές συνεισφορές τρίτων αποτελούσαν επιλέξιμες δαπάνες, αλλά μετέβαλε την άποψή του λόγω διαφορετικής ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης εκ μέρους της Επιτροπής. |
30 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, το College van Beroep voor het bedrijfsleven (διοικητικό εφετείο αρμόδιο επί οικονομικών υποθέσεων) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
|
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
31 |
Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι ο κανονισμός 1198/2006 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε, από την 1η Ιανουαρίου 2014, από τον κανονισμό 508/2014. Ωστόσο, από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 128, παράγραφος 1, και του άρθρου 129, παράγραφος 2, του κανονισμού 508/2014 συνάγεται ότι ο κανονισμός 1198/2006 εξακολουθεί να εφαρμόζεται επί των έργων που εγκρίθηκαν ενόσω είχε ratione temporis εφαρμογή, μέχρι την περάτωσή τους. Επομένως, το έργο που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης εξακολουθεί να διέπεται από τον κανονισμό 1198/2006. |
Επί του πρώτου ερωτήματος
32 |
Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 55, παράγραφος 1, του κανονισμού 1198/2006 εφαρμόζεται στη σχέση μεταξύ της διαχειριστικής αρχής ενός επιχειρησιακού προγράμματος, όπως ο Υπουργός, και του δικαιούχου επιδοτήσεως χορηγηθείσας στο πλαίσιο του ΕΤΑ, και αν, επομένως, η διάταξη αυτή μπορεί να προβληθεί κατά του ως άνω δικαιούχου. |
33 |
Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ως άνω ερώτημα, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Ως εκ τούτου, ακριβώς λόγω της φύσεώς τους και της λειτουργίας τους εντός του συστήματος των πηγών του δικαίου της Ένωσης, οι διατάξεις των κανονισμών παράγουν, κατά κανόνα, άμεσα αποτελέσματα στις εθνικές έννομες τάξεις, χωρίς να απαιτείται να λάβουν μέτρα εφαρμογής οι εθνικές αρχές (πρβλ. απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, Επιτροπή κατά Δανίας, C‑541/16, EU:C:2018:251, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
34 |
Στο μέτρο που το επιβάλλει η εφαρμογή ορισμένων διατάξεων ενός κανονισμού, τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν μέτρα εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού εφόσον δεν παρακωλύουν την άμεση εφαρμογή του, δεν αποκρύπτουν τη φύση του ως πράξεως του δικαίου της Ένωσης και συγκεκριμενοποιούν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας την οποία τους παρέχει ο εν λόγω κανονισμός, χωρίς ωστόσο να υπερβαίνουν τα όρια που θέτουν οι διατάξεις του (πρβλ. απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, Επιτροπή κατά Δανίας, C‑541/16, EU:C:2018:251, σκέψεις 27 και 28 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
35 |
Συναφώς, κατόπιν εξετάσεως των εφαρμοστέων διατάξεων του συγκεκριμένου κανονισμού, ερμηνευόμενων υπό το πρίσμα των σκοπών του, μπορεί να προσδιοριστεί αν αυτές απαγορεύουν, επιβάλλουν ή παρέχουν τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να λαμβάνουν ορισμένα μέτρα εφαρμογής και, ιδίως στην τελευταία αυτή περίπτωση, να προσδιοριστεί αν κάποιο συγκεκριμένο μέτρο εντάσσεται στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που αναγνωρίζεται σε κάθε κράτος μέλος (απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, Επιτροπή κατά Δανίας, C‑541/16, EU:C:2018:251, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
36 |
Υπενθυμίζεται επίσης ότι κάθε διάταξη του δικαίου της Ένωσης που πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται ώστε να έχει άμεσο αποτέλεσμα επιβάλλεται σε όλες τις αρχές των κρατών μελών, δηλαδή όχι μόνο στα εθνικά δικαστήρια αλλά και σε όλα τα όργανα της διοικήσεως, συμπεριλαμβανομένων των οργάνων της αυτοδιοικήσεως, και οι αρχές αυτές υποχρεούνται να την εφαρμόσουν (απόφαση της 5ης Μαρτίου 2019, Eesti Pagar, C‑349/17, EU:C:2019:172, σκέψη 90 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
37 |
Πράγματι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τόσο οι διοικητικές αρχές όσο και τα εθνικά δικαστήρια τα οποία είναι επιφορτισμένα με την εφαρμογή, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης έχουν την υποχρέωση να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων αυτών (απόφαση της 5ης Μαρτίου 2019, Eesti Pagar, C‑349/17, EU:C:2019:172, σκέψη 91 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
38 |
Όσον αφορά τον κανονισμό 1198/2006, επισημαίνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 70, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, τα κράτη μέλη είναι αρμόδια για τη διαχείριση και τον έλεγχο των επιχειρησιακών προγραμμάτων, ιδίως καθόσον διασφαλίζουν ότι τα συστήματα διαχείρισης και ελέγχου για το επιχειρησιακό πρόγραμμα έχουν οργανωθεί σύμφωνα με τα άρθρα 57 έως 61 του κανονισμού αυτού. |
39 |
Συναφώς, από το άρθρο 59, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι εναπόκειται στη διαχειριστική αρχή ενός επιχειρησιακού προγράμματος να ελέγξει κατά πόσον έχουν όντως πραγματοποιηθεί οι δαπάνες που δηλώνουν οι δικαιούχοι και κατά πόσον οι δαπάνες αυτές συνάδουν προς τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης και τους εθνικούς κανόνες. |
40 |
Όσον αφορά τους κανόνες επιλεξιμότητας των δαπανών, το άρθρο 55, παράγραφος 4, του κανονισμού 1198/2006 προβλέπει ότι οι εν λόγω κανόνες καθορίζονται σε εθνικό επίπεδο, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στον κανονισμό αυτό. Το άρθρο 55, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, που προβλέπει ότι οι δαπάνες είναι επιλέξιμες για συνεισφορά του ΕΤΑ μόνον εάν έχουν όντως πραγματοποιηθεί από τους δικαιούχους μεταξύ της ημερομηνίας υποβολής του επιχειρησιακού προγράμματος στην Επιτροπή ή της 1ης Ιανουαρίου 2007, εάν η ημερομηνία αυτή είναι προγενέστερη, και της 31ης Δεκεμβρίου 2015, συνιστά μια τέτοια εξαίρεση. Πράγματι, με την επιφύλαξη της εφαρμογής κανόνων του δικαίου της Ένωσης που εισάγουν παρέκκλιση, όπως ο κανόνας του άρθρου 55, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, η ως άνω διάταξη αντιτίθεται στο να θεωρούνται ως επιλέξιμες για συνεισφορά του ΕΤΑ οι δαπάνες εκείνες που δεν πληρούν τις εν λόγω απαιτήσεις. |
41 |
Επομένως, καίτοι, δυνάμει του άρθρου 55, παράγραφος 4, του κανονισμού 1198/2006, εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν τους κανόνες επιλεξιμότητας των δαπανών, εντούτοις, η διακριτική ευχέρεια που αναγνωρίζεται στα εν λόγω κράτη μέλη οριοθετείται από το άρθρο 55, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, το οποίο, από την άποψη του περιεχομένου του, είναι ανεπιφύλακτο και αρκούντως σαφές και πληροί, ως εκ τούτου, τις προϋποθέσεις που απαιτούνται ώστε να έχει άμεσο αποτέλεσμα. |
42 |
Πράγματι, στο μέτρο που το άρθρο 55, παράγραφος 1, του κανονισμού 1198/2006 προβλέπει ότι οι δαπάνες είναι επιλέξιμες για συνεισφορά του ΕΤΑ εάν έχουν όντως πραγματοποιηθεί από τους δικαιούχους εντός του χρονικού διαστήματος που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη, η τελευταία αυτή διάταξη θεσπίζει, χωρίς αμφισημία, μια απαίτηση που δεν εξαρτάται από κανένα μέτρο εκτελέσεως λαμβανόμενο κατά διακριτική ευχέρεια και παρέχει στα κράτη μέλη διακριτική ευχέρεια μόνον, ιδίως, στις περιπτώσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 55, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, οι οποίες, ωστόσο, δεν είναι κρίσιμες εν προκειμένω. |
43 |
Επομένως, όταν οι δηλωθείσες δαπάνες διέπονται από το άρθρο 55, παράγραφος 1, του κανονισμού 1198/2006, η αρμόδια εθνική αρχή υποχρεούται να απαιτεί οι δαπάνες αυτές να έχουν όντως πραγματοποιηθεί από τους δικαιούχους, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, στηριζόμενη απευθείας στην εν λόγω διάταξη. |
44 |
Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 55, παράγραφος 1, του κανονισμού 1198/2006 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται στη σχέση μεταξύ της διαχειριστικής αρχής ενός επιχειρησιακού προγράμματος και του δικαιούχου επιδοτήσεως χορηγηθείσας στο πλαίσιο του ΕΤΑ, και, επομένως, η διάταξη αυτή μπορεί να προβληθεί κατά του ως άνω δικαιούχου. |
Επί του δευτέρου ερωτήματος
45 |
Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν ποσό το οποίο έχει χρεωθεί στον δικαιούχο μιας επιδοτήσεως χορηγηθείσας στο πλαίσιο του ΕΤΑ και το οποίο έχει καταβληθεί από τον εν λόγω δικαιούχο μπορεί να θεωρηθεί ως δαπάνη που έχει όντως πραγματοποιηθεί, κατά την έννοια του άρθρου 55, παράγραφος 1, του κανονισμού 1198/2006, ακόμη και αν ο τρίτος που χρέωσε το ποσό αυτό παρέσχε επίσης χρηματοδοτική συνεισφορά για το επιδοτούμενο έργο, είτε συμψηφίζοντας την απαίτησή του έναντι του εν λόγω δικαιούχου με την απαίτηση του δικαιούχου έναντι του ιδίου, η οποία γεννήθηκε από τη δέσμευση που ο εν λόγω τρίτος ανέλαβε ως προς την παροχή συνεισφοράς, είτε εκδίδοντας χωριστό τιμολόγιο. |
46 |
Εκ προοιμίου, διαπιστώνεται ότι το γράμμα του άρθρου 55, παράγραφος 1, του κανονισμού 1198/2006 δεν παρέχει αυτό και μόνο τη δυνατότητα να δοθεί απάντηση στο ως άνω ερώτημα. |
47 |
Πράγματι, κατά τη διάταξη αυτή, και λαμβανομένης υπόψη, μεταξύ άλλων, της χρήσεως των όρων «δαπάνες που έχουν όντως πραγματοποιηθεί», η εν λόγω διάταξη επιδέχεται ερμηνεία σύμφωνα με την οποία, προκειμένου να καθοριστεί ο επιλέξιμος χαρακτήρας δαπάνης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των χρηματικών ροών μεταξύ του δικαιούχου και του προμηθευτή του ή του παρέχοντος υπηρεσίες στον δικαιούχο και, κατά συνέπεια, είναι επιλέξιμο μόνον το ποσό που ο τελευταίος αυτός παρέχων υπηρεσίες χρεώνει κατόπιν αφαιρέσεως της χρηματοδοτικής συνεισφοράς που αυτός παρέσχε. Ως εκ τούτου, η εν λόγω συνεισφορά θα αντιμετωπιζόταν ως έκπτωση επί της τιμής του αγαθού ή της παρεχόμενης υπηρεσίας. |
48 |
Εντούτοις, το γράμμα του άρθρου 55, παράγραφος 1, του κανονισμού 1198/2006 μπορεί επίσης να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το γεγονός ότι υφίσταται απαίτηση του προμηθευτή ή του παρέχοντος υπηρεσίες έναντι του δικαιούχου και ότι αυτή έχει εξοφληθεί από τον τελευταίο αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υφίσταται δαπάνη που «έχ[ει] όντως πραγματοποιηθεί», χωρίς να ασκεί συναφώς επιρροή το γεγονός ότι έχει παρασχεθεί παραλλήλως χρηματοδοτική συνεισφορά. |
49 |
Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 2005, VEMW κ.λπ., C‑17/03, EU:C:2005:362, σκέψη 41 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· της 24ης Ιουνίου 2014, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑658/11, EU:C:2014:2025, σκέψη 51, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Gesamtverband Autoteile-Handel, C‑527/18, EU:C:2019:762, σκέψη 30). |
50 |
Όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 55, παράγραφος 1, του κανονισμού 1198/2006, επισημαίνεται ότι, πλην της περιπτώσεως περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 54 του κανονισμού αυτού, σύμφωνα με την οποία για δαπάνες που συγχρηματοδοτούνται από το ΕΤΑ δεν καταβάλλεται συνδρομή από άλλα χρηματοδοτικά μέσα της Ένωσης, ο εν λόγω κανονισμός δεν εμποδίζει τον δικαιούχο μιας επιδοτήσεως χορηγηθείσας στο πλαίσιο του ΕΤΑ να λαμβάνει συνεισφορές τρίτων, μέσω των οποίων ο εν λόγω δικαιούχος καταβάλλει τις δαπάνες που σχετίζονται με το οικείο έργο. |
51 |
Αντιθέτως προς τα ληφθέντα υπόψη από το αιτούν δικαστήριο, δεν είναι δυνατόν, ιδίως, να συναχθεί από το άρθρο 52 του κανονισμού 1198/2006 ότι ένα έργο μπορεί να χρηματοδοτηθεί μόνο μέσω δημόσιων ενισχύσεων, αφενός, και μέσω ιδίων κεφαλαίων των δικαιούχων επιδοτήσεων που έχουν χορηγηθεί στο πλαίσιο του ΕΤΑ, αφετέρου. Πράγματι, το εν λόγω άρθρο αποσκοπεί μόνον στον περιορισμό του συνολικού ποσού της δημόσιας συνεισφοράς, χωρίς να υπεισέρχεται στον τρόπο χρηματοδότησης του οικείου έργου. |
52 |
Εξάλλου, ο κανονισμός 1198/2006 ουδόλως εξαρτά την επιλεξιμότητα των δαπανών από τη μορφή χρηματοδοτήσεως ενός συγκεκριμένου έργου, και επομένως ο τρόπος τον οποίο επιλέγει ο δικαιούχος τέτοιων επιδοτήσεων για τη χρηματοδότηση των δαπανών του δεν ασκεί επιρροή επί του ζητήματος αν οι τελευταίες είναι επιλέξιμες για συνεισφορά του ΕΤΑ. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι τρίτος παρέχει χρηματοδοτική συνεισφορά δεν είναι κρίσιμο, αφ’ εαυτού, για τον καθορισμό του επιπέδου των δαπανών που έχουν όντως πραγματοποιηθεί από τον εν λόγω δικαιούχο, κατά την έννοια του άρθρου 55, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού. |
53 |
Κάθε άλλη ερμηνεία θα αντέβαινε στους σκοπούς που επιδιώκονται με τον κανονισμό 1198/2006, δεδομένου ότι από την αιτιολογική σκέψη 16 του τελευταίου αυτού κανονισμού προκύπτει ότι πρέπει να ενθαρρυνθεί η προσφυγή όσο το δυνατόν περισσότερο σε ιδιωτικούς πόρους χρηματοδότησης και να προωθηθεί η χρήση μιας ευρείας κλίμακας χρηματοδοτικών πόρων. |
54 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι υφίσταται απαίτηση του προμηθευτή ή του παρέχοντος υπηρεσίες έναντι του δικαιούχου μιας επιδοτήσεως χορηγηθείσας στο πλαίσιο του ΕΤΑ και ότι η απαίτηση αυτή έχει εξοφληθεί από τον εν λόγω δικαιούχο αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υφίσταται δαπάνη που «έχ[ει] όντως πραγματοποιηθεί», κατά την έννοια του άρθρου 55, παράγραφος 1, του κανονισμού 1198/2006, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι ο προαναφερθείς τρίτος παρέσχε επίσης χρηματοδοτική συνεισφορά για το επιδοτούμενο έργο. |
55 |
Στο πλαίσιο αυτό, δεν ασκεί επιρροή ο τρόπος κατά τον οποίο παρασχέθηκε η οικεία χρηματοδοτική συνεισφορά. Η εν λόγω χρηματοδοτική συνεισφορά ενδέχεται, μεταξύ άλλων, να είχε τη μορφή έκπτωσης του ποσού που χρεώθηκε στον εν λόγω δικαιούχο, λαμβανομένου υπόψη του ότι η απαίτηση του δικαιούχου έναντι του τρίτου, η οποία γεννήθηκε από τη δέσμευση που ανέλαβε ο τρίτος, συμψηφίσθηκε με την απαίτηση του προαναφερθέντος τρίτου έναντι του δικαιούχου λόγω της παροχής αγαθού ή υπηρεσίας. Ωστόσο, κάθε δαπάνη και κάθε συνεισφορά πρέπει, όπως απαιτεί το άρθρο 78, παράγραφος 1, του κανονισμού 1198/2006, να δικαιολογείται δεόντως με εξοφλημένα τιμολόγια ή με λογιστικά στοιχεία ισοδύναμης αποδεικτικής αξίας, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. |
56 |
Συναφώς, εναπόκειται μεταξύ άλλων στο ως άνω δικαστήριο να εξετάσει, βάσει των δικαιολογητικών εγγράφων που του υποβλήθηκαν, αν η περίπτωση που έχει υποβληθεί στην κρίση του αφορά όντως συνεισφορά στη χρηματοδότηση του οικείου έργου, η οποία δεν ασκεί επιρροή επί του επιπέδου των δαπανών που έχουν όντως πραγματοποιηθεί, κατά την έννοια του άρθρου 55, παράγραφος 1, του κανονισμού 1198/2006, ή αν πρόκειται, στην πραγματικότητα, για έκπτωση επί της τιμής ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας που παρασχέθηκε, συνεπαγόμενη μείωση των δαπανών που έχουν όντως πραγματοποιηθεί από τον δικαιούχο της επιδοτήσεως που χορηγήθηκε στο πλαίσιο του ΕΤΑ. |
57 |
Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 55, παράγραφος 1, του κανονισμού 1198/2006 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ποσό το οποίο έχει χρεωθεί στον δικαιούχο μιας επιδοτήσεως χορηγηθείσας στο πλαίσιο του ΕΤΑ και το οποίο έχει καταβληθεί από τον εν λόγω δικαιούχο μπορεί να θεωρηθεί ως δαπάνη που έχει όντως πραγματοποιηθεί, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ακόμη και αν ο τρίτος που χρέωσε το ποσό αυτό παρέσχε επίσης χρηματοδοτική συνεισφορά για το επιδοτούμενο έργο, είτε συμψηφίζοντας την απαίτησή του έναντι του δικαιούχου με την απαίτηση του δικαιούχου έναντι του ιδίου, η οποία γεννήθηκε από τη δέσμευση που ο εν λόγω τρίτος ανέλαβε ως προς την εκ μέρους του παροχή συνεισφοράς, είτε εκδίδοντας χωριστό τιμολόγιο, υπό την προϋπόθεση ότι η σχετική δαπάνη και η σχετική συνεισφορά δικαιολογούνται δεόντως με εξοφλημένα τιμολόγια ή με λογιστικά στοιχεία ισοδύναμης αποδεικτικής αξίας, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. |
Επί του τρίτου ερωτήματος
58 |
Κατόπιν της απαντήσεως που δόθηκε στο δεύτερο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο ερώτημα. |
Επί των δικαστικών εξόδων
59 |
Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται. |
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται: |
|
|
(υπογραφές) |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.