Dokument je izvleček s spletišča EUR-Lex.
Dokument 62003CJ0227
Judgment of the Court (Third Chamber) of 7 July 2005.#A. J. van Pommeren-Bourgondiën v Raad van bestuur van de Sociale verzekeringsbank.#Reference for a preliminary ruling: Rechtbank te Amsterdam - Netherlands.#Social security - Regulation (EEC) No 1408/71 - Scope - Invalidity benefit - Continued entitlement to benefits after transfer of residence to another Member State.#Case C-227/03.
Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 7ης Ιουλίου 2005.
A. J. van Pommeren-Bourgondiën κατά Raad van bestuur van de Sociale verzekeringsbank.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Rechtbank te Amsterdam - Κάτω Χώρες.
Κοινωνική ασφάλιση - Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 - Πεδίο εφαρμογής - Σύνταξη αναπηρίας - Διατήρηση του δικαιώματος παροχών μετά τη μεταφορά του τόπου κατοικίας σε άλλο κράτος μέλος.
Υπόθεση C-227/03.
Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 7ης Ιουλίου 2005.
A. J. van Pommeren-Bourgondiën κατά Raad van bestuur van de Sociale verzekeringsbank.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Rechtbank te Amsterdam - Κάτω Χώρες.
Κοινωνική ασφάλιση - Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 - Πεδίο εφαρμογής - Σύνταξη αναπηρίας - Διατήρηση του δικαιώματος παροχών μετά τη μεταφορά του τόπου κατοικίας σε άλλο κράτος μέλος.
Υπόθεση C-227/03.
Συλλογή της Νομολογίας 2005 I-06101
Oznaka ECLI: ECLI:EU:C:2005:431
Υπόθεση C-227/03
A. J. van Pommeren-Bourgondiën
κατά
Raad van bestuur van de Sociale verzekeringsbank
(αίτηση του Rechtbank te Amsterdam για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
«Κοινωνική ασφάλιση — Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 — Πεδίο εφαρμογής — Σύνταξη αναπηρίας — Διατήρηση του δικαιώματος παροχών μετά τη μεταφορά του τόπου κατοικίας σε άλλο κράτος μέλος»
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs της 24ης Φεβρουαρίου 2005
Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 7ης Ιουλίου 2005
Περίληψη της αποφάσεως
1. Κοινωνική ασφάλιση διακινουμένων εργαζομένων — Εφαρμοστέο δίκαιο — Πρόσωπο που έπαυσε κάθε επαγγελματική δραστηριότητα στο έδαφος ενός κράτους μέλους και μετέφερε την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος — Νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους επιτρέπουσα την προαιρετική υπαγωγή σε ορισμένους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως του εν λόγω κράτους — Παραβίαση της αρχής του ενιαίου ασφαλιστικού συστήματος — Δεν υφίσταται
(Κανονισμός 1408/71 του Συμβουλίου, άρθρο 13)
2. Κοινωνική ασφάλιση διακινουμένων εργαζομένων — Αρμοδιότητα των κρατών μελών να διαμορφώνουν τα συστήματά τους κοινωνικής ασφαλίσεως — Περιορισμοί — Τήρηση της κοινοτικής νομοθεσίας — Κανόνες της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων
(Άρθρο 39 ΕΚ)
3. Κοινωνική ασφάλιση διακινουμένων εργαζομένων — Υπαγωγή σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως — Πρόσωπο που έπαυσε κάθε επαγγελματική δραστηριότητα στο έδαφος ενός κράτους μέλους και μετέφερε την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος — Νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους που εξαρτά την υποχρεωτική υπαγωγή σε ορισμένους κλάδους του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως από προϋπόθεση σχετική με τον τόπο κατοικίας — Προϋποθέσεις προαιρετικής υπαγωγής περισσότερο ευνοϊκές από αυτές της υποχρεωτικής υπαγωγής — Απαγορεύονται
(Άρθρο 39 ΕΚ)
1. Η αρχή του ενιαίου συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, την οποία θεσπίζει το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 2195/91, δεν αμφισβητείται λόγω της εφαρμογής νομοθεσίας κράτους μέλους, η οποία παρέχει στους κατοίκους αλλοδαπής, που έπαυσαν κάθε επαγγελματική δραστηριότητα στο εν λόγω κράτος μέλος, τη δυνατότητα να παραμένουν προαιρετικώς ασφαλισμένοι, δυνάμει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους, στους κλάδους στους οποίους η υπαγωγή έπαυσε να είναι υποχρεωτική.
Πράγματι, οι διατάξεις του τίτλου ΙΙ του εν λόγω κανονισμού, τμήμα των οποίων αποτελεί το άρθρο 13, έχουν ως σκοπό όχι μόνον την αποφυγή της ταυτόχρονης εφαρμογής περισσοτέρων εθνικών νομοθεσιών και των εντεύθεν δυναμένων να προκύψουν περιπλοκών, αλλά και την αποφυγή του ενδεχομένου τα υπαγόμενα στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού πρόσωπα να στερούνται προστασίας σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως λόγω ελλείψεως οποιασδήποτε εφαρμοστέας νομοθεσίας. Απόκειται στη νομοθεσία του κάθε κράτους μέλους να καθορίσει τις προϋποθέσεις υπάρξεως του δικαιώματος ή της υποχρεώσεως υπαγωγής σε ένα σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ή σε κάποιον κλάδο τέτοιου συστήματος, περιλαμβανομένης της προϋποθέσεως για την παύση της ασφαλίσεως.
(βλ. σκέψεις 33-34, 37-38)
2. Μολονότι τα κράτη μέλη διατηρούν την αρμοδιότητα οργανώσεως των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, οφείλουν εντούτοις να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρώντας την κοινοτική νομοθεσία και, ιδίως, τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.
(βλ. σκέψη 39)
3. Το άρθρο 39 ΕΚ απαγορεύει νομοθεσία κράτους μέλους δυνάμει της οποίας ένα πρόσωπο το οποίο έπαυσε κάθε επαγγελματική δραστηριότητα στη χώρα του εξακολουθεί να υπάγεται υποχρεωτικώς σε ορισμένους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως μόνον αν διατηρεί την κατοικία του εντός του κράτους αυτού, ενώ η υπαγωγή του προσώπου αυτού σε άλλους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως παραμένει υποχρεωτική, δυνάμει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους, ακόμη και αν η κατοικία του βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον οι προϋποθέσεις της προαιρετικής υπαγωγής στους κλάδους ως προς τους οποίους έπαυσε η υποχρεωτική ασφάλιση είναι λιγότερο ευνοϊκές από αυτές που ισχύουν για την υποχρεωτική υπαγωγή.
Πράγματι, μια τέτοια νομοθεσία θέτει τους κατοίκους αλλοδαπής σε κατάσταση λιγότερο ευνοϊκή σε σχέση με τους κατοίκους του εν λόγω κράτους μέλους, όσον αφορά την υπαγωγή τους σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, και, ως εκ τούτου, παραβιάζει την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας που κατοχυρώνει το άρθρο 39 ΕΚ.
(βλ. σκέψεις 44-45 και διατακτ.)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)
της 7ης Ιουλίου 2005 (*)
«Κοινωνική ασφάλιση – Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 – Πεδίο εφαρμογής – Σύνταξη αναπηρίας – Διατήρηση του δικαιώματος παροχών μετά τη μεταφορά του τόπου κατοικίας σε άλλο κράτος μέλος»
Στην υπόθεση C-227/03,
με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Rechtbank te Amsterdam (Κάτω Χώρες) με απόφαση της 21ης Μαΐου 2003, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Μαΐου 2003, στο πλαίσιο της δίκης
A. J. van Pommeren-Bourgondiën
κατά
Raad van bestuur van de Sociale verzekeringsbank,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, J.‑P. Puissochet (εισηγητή), S. von Bahr, U. Lõhmus και A. Ó Caoimh, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs
γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2004,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η A. J. van Pommeren-Bourgondiën, εκπροσωπούμενη από τον P. de Casparis, advocaat,
– το Raad van bestuur van de Sociale verzekeringsbank, εκπροσωπούμενο από τον G. Vonk,
– η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενη από την H. G. Sevenster και την C. Wissels,
– η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Snoecx και τον M. Wimmer,
– η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Μ. Απέσο και τον Δ. Καλόγηρο, καθώς και την Ι. Πούλη,
– η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον D. Martin, τον H. van Vliet και τον R. Troosters,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Φεβρουαρίου 2005,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 39 ΕΚ και του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2195/91 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 1991 (ΕΕ L 206, σ. 2, στο εξής: κανονισμός 1408/71).
2 Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς μεταξύ της A. J. van Pommeren-Bourgondiën και του Raad van bestuur van de Sociale verzekeringsbank (διοικητικού συμβουλίου του ταμείου κοινωνικής ασφαλίσεως, στο εξής: SVB), με αντικείμενο την απόφαση του SBV να λήξει η υποχρεωτική υπαγωγή της A. J. van Pommeren-Bourgondiën σε ορισμένους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως, με το αιτιολογικό ότι δεν είναι κάτοικος Κάτω Χωρών.
Το νομικό πλαίσιο
Η κοινοτική νομοθεσία
3 Κατά το άρθρο του 4, παράγραφος 1, ο κανονισμός 1408/71
«[...] ισχύει για όλες τις νομοθεσίες που αφορούν τους ακόλουθους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως:
α) παροχές ασθενείας και μητρότητος,
β) παροχές αναπηρίας […],
γ) παροχές γήρατος,
δ) παροχές επιζώντων,
[…]
ζ) παροχές ανεργίας,
η) οικογενειακές παροχές.»
4 Με τα άρθρα 13 έως 17β του τίτλου ΙΙ, «Προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας», ρυθμίζονται οι περιπτώσεις συγκρούσεως κανόνων δικαίου.
5 Κατά το άρθρο 13 του κανονισμού 1408/71:
«1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 14γ, τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο παρών κανονισμός υπόκεινται στη νομοθεσία ενός μόνου κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.
2. Με την επιφύλαξη των άρθρων 14 μέχρι 17:
α) το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, ακόμη και αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους […]
[...]
στ) το άτομο στο οποίο η νομοθεσία κράτους μέλους παύει να έχει εφαρμογή, χωρίς η νομοθεσία άλλου κράτους μέλους να καταστεί εφαρμοστέα […], υπόκειται στη νομοθεσία κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί […]».
6 Κατά το άρθρο 10γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 (ΕΕ L 74, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28 σ. 1):
«Η ημερομηνία και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η νομοθεσία κράτους μέλους παύει να εφαρμόζεται σε ένα άτομο που αναφέρεται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, του κανονισμού [1408/71] προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας αυτής […]».
7 Κατά το άρθρο 15 του κανονισμού 1408/71:
«1. Τα άρθρα 13 έως 14δ δεν ισχύουν για την προαιρετική ασφάλιση ή την προαιρετική συνέχιση της ασφαλίσεως, εκτός αν, για έναν από τους κλάδους που αναφέρονται στο άρθρο 4, υπάρχει σε ένα κράτος μέλος μόνο προαιρετικό σύστημα ασφαλίσεως.
2. Σε περίπτωση κατά την οποία η εφαρμογή των νομοθεσιών δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών συνεπάγεται τη σώρευση υπαγωγής:
– σε σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως και σε ένα ή περισσότερα συστήματα προαιρετικής ασφαλίσεως ή προαιρετικής συνεχίσεως της ασφαλίσεως, ο ενδιαφερόμενος υπάγεται αποκλειστικά στο σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως·
– σε δύο ή περισσότερα συστήματα προαιρετικής ασφαλίσεως ή προαιρετικής συνεχίσεως της ασφαλίσεως, ο ενδιαφερόμενος δύναται να υπαχθεί μόνο στο σύστημα προαιρετικής ασφαλίσεως ή προαιρετικής συνεχίσεως της ασφαλίσεως, το οποίο επέλεξε.
3. Πάντως, ως προς την αναπηρία, το γήρας και το θάνατο (συντάξεις), ο ενδιαφερόμενος δύναται να γίνει δεκτός στην προαιρετική ασφάλιση ή προαιρετική συνέχιση της ασφαλίσεως κράτους μέλους, ακόμη και αν υπόκειται υποχρεωτικώς στη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, κατά το μέτρο που η σώρευση αυτή επιτρέπεται ρητά ή σιωπηρά στο πρώτο κράτος μέλος.»
Εθνική νομοθεσία
8 Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών έχει θεσπίσει δύο διακριτά είδη κοινωνικών ασφαλίσεων, ήτοι, αφενός, το «γενικό σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων» και, αφετέρου, «το σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων μισθωτών».
9 Το γενικό σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων περιλαμβάνει τους εξής νόμους:
– νόμο περί γενικού συστήματος οικογενειακών παροχών (Algemene Kinderbijslagwet, στο εξής: AKW),
– νόμο περί γενικού συστήματος παροχών υπέρ επιζώντων (Algemene Nabestaandenwet, στο εξής: ANW),
– νόμο περί γενικού συστήματος συντάξεων γήρατος (Algemene Ouderdomswet, στο εξής: AOW),
– νόμο περί γενικού συστήματος ειδικών δαπανών ασθενείας (Algemene wet bijzondere ziektekosten, στο εξής: AWBZ).
10 Το σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων μισθωτών διέπεται από τους εξής νόμους:
– νόμο περί ασφαλίσεων κατά ασθένειας (Ziektewet, στο εξής: ZW),
– νόμο περί ταμείων υγείας (Ziekensfondswet, στο εξής: ZFW),
– νόμο περί ασφαλίσεως κατά της ανεργίας (Werkloosheidswet, στο εξής: WW),
– νόμο περί ασφαλίσεως κατά ανικανότητας προς εργασία (Arbeidsongeschiktheidsverzekering , στο εξής: WAO).
11 Όσον αφορά το γενικό σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων, η νομοθεσία των Κάτω Χωρών είχε αρχικώς θεσπίσει ένα σύστημα στο πλαίσιο του οποίου τα πρόσωπα που δεν κατοικούν στις Κάτω Χώρες και λαμβάνουν επί μακρόν ορισμένες παροχές από τις Κάτω Χώρες υπάγονται υποχρεωτικά στο σύστημα αυτό υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
12 Το άρθρο 8 του διατάγματος περί επεκτάσεως και περιορισμού και του κύκλου των υπαγόμενων στην κοινωνική ασφάλιση προσώπων (Besluit uitbreiding en beperking kring verzekerden volksverzekeringen) της 3ης Μαΐου 1989 όριζε:
«1. Η κοινωνική ασφάλιση καλύπτει τα πρόσωπα που μετέφεραν την κατοικία τους εκτός των Κάτω Χωρών και τα οποία, κατά τον χρόνο που επήλθε η μεταβολή αυτή, δικαιούνταν:
α) παροχή στο πλαίσιο του WAO […]
[…]
2. Η κοινωνική ασφάλιση καλύπτει πρόσωπα που δεν κατοικούν στις Κάτω Χώρες και δικαιούνται παροχή […] της παραγράφου 1, εφόσον το δικαίωμα αυτό απορρέει από υποχρεωτική υπαγωγή στην κοινωνική ασφάλιση ή σε προαιρετική υπαγωγή δυνάμει του άρθρου 45 του AOW και του άρθρου 63 του ANW και καθόσον η παροχή […] είναι ίση με το 35 % τουλάχιστον του κατώτατου μισθού.»
13 Με το διάταγμα της 24ης Δεκεμβρίου 1998, το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1999, καταργήθηκε το διάταγμα της 3ης Μαΐου 1989. Με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 26 του διατάγματος του Δεκεμβρίου 1998, διατηρήθηκαν σε ισχύ οι διατάξεις του άρθρου 8 του διατάγματος της 3ης Μαΐου 1989 μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2000. Μετά την ημερομηνία αυτή καταργήθηκε η υποχρεωτική υπαγωγή σε ορισμένους κλάδους της κοινωνικής ασφαλίσεως.
14 Ωστόσο, τα πρόσωπα των οποίων έληξε η υποχρεωτική ασφάλιση την 1η Ιανουαρίου 2000 μπορούσαν να ασφαλιστούν προαιρετικώς βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του διατάγματος της 2ας Ιανουαρίου 1990 (Besluit inzake vrijwillige verzekering). Κατά το εν λόγω άρθρο, η δυνατότητα αυτή υφίσταται επί ένα έτος μετά τη λήξη της υποχρεωτικής ασφαλίσεως η δε εκ νέου υπαγωγή στην κοινωνική ασφάλιση γίνεται με απλή δήλωση προς το Sociale verzekeringbank (ταμείο κοινωνικής ασφαλίσεως).
15 Κατά το άρθρο 35 τουAOW:
«1. Οι παλαιοί ασφαλισμένοι ηλικίας άνω των 15 ετών δύνανται να ασφαλίζονται προαιρετικά, εφόσον δεν έχουν υπερβεί το 65ο έτος της ηλικίας τους, για χρονικό διάστημα μέχρι 10 έτη, το οποίο υπολογίζεται από την επομένη της ημερομηνίας λήξεως της υποχρεωτικής ασφαλίσεως. […]
3. Το χρονικό όριο των 10 ετών της παραγράφου 1 δεν ισχύει για: […] παλαιούς ασφαλισμένους οι οποίοι, κατά την ημερομηνία λήξεως της υποχρεωτικής ασφαλίσεως, έχουν υπερβεί το 50ό έτος της ηλικίας τους, δεν είναι κάτοικοι Κάτω Χωρών και δικαιούνται:
1° παροχή στο πλαίσιο του νόμου περί ασφαλίσεως κατά της ανικανότητας προς εργασία (WAO) […]».
16 Κατά το άρθρο 63 του ANW:
«1. Οι παλαιοί ασφαλισμένοι δύνανται να ασφαλίζονται προαιρετικώς, υπό τις προϋποθέσεις που θα καθοριστούν με κανονισμό της δημόσιας διοικήσεως ή με διατάξεις που θα θεσπιστούν για την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού, για τα χρονικά διαστήματα μεταξύ του 15ου και του 65ου έτους της ηλικίας τους κατά τα οποία δεν είναι ασφαλισμένοι.
2. Στις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο καταλέγεται, μεταξύ άλλων, η ταυτόχρονη χρήση της δυνατότητας προαιρετικής ασφαλίσεως σύμφωνα με το άρθρο 45 του γενικού νόμου περί ασφαλίσεως γήρατος.»
17 Ωστόσο, η υπαγωγή σε ορισμένους κλάδους της κοινωνικής ασφαλίσεως παραμένει υποχρεωτική. Δυνάμει του άρθρου 27 του διατάγματος της 24ης Δεκεμβρίου 1988, η υπαγωγή στον AKW παραμένει υποχρεωτική εφόσον το νεότερο τέκνο δεν έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του. Το άρθρο 7 του διατάγματος αυτού προβλέπει ότι στον AWBZ υπάγεται όποιος δεν κατοικεί στις Κάτω Χώρες, υπάγεται στον ZFW και, κατ’ εφαρμογήν κανονισμού του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, μπορεί να προβάλει εντός του κράτους στο οποίο έχει την κατοικία του δικαίωμα παροχών που του χορηγούνται καταρχήν με επιβάρυνση του ταμείου υγείας.
18 Στο πλαίσιο του συστήματος ασφαλίσεως μισθωτών, ιδίως όσον αφορά τους νόμους WAO, ZW και WW, η υποχρέωση ασφαλίσεως υπόκειται στις εξής προϋποθέσεις:
– Στο σύστημα αυτό υπάγονται οι μισθωτοί που αναφέρονται στο άρθρο 20 ZW. Σύμφωνα με το άρθρο 8α ZW, ως «εργαζόμενος» για σκοπούς εφαρμογής του ZW νοείται αυτός που λαμβάνει παροχή λόγω υποχρεωτικής υπαγωγής στον WAO.
– Το άρθρο 8 WW ορίζει ότι οι μισθωτοί που έχουν καταστεί ανίκανοι προς εργασία από αιτία σχετιζόμενη με την εργασία τους διατηρούν την ιδιότητα του μισθωτού.
– Δεν επιτρέπεται η σώρευση των παροχών που καταβάλλονται δυνάμει του WAO με αυτές που δικαιούνται δυνάμει των ZW και WW οι μισθωτοί που κατοικούν στην αλλοδαπή.
Η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα
19 Η A. J. van Pommeren-Bourgondiën, υπήκοος Κάτω Χωρών, κατοικεί στο Βέλγιο αλλά εργαζόταν στις Κάτω Χώρες καθ’ όλη τη διάρκεια του επαγγελματικού της βίου. Λαμβάνει από το 1997 παροχή λόγω ανικανότητας προς εργασία δυνάμει του WAO, υπολογιζόμενη βάσει του ανώτατου ποσοστού αναπηρίας.
20 Η A. J. van Pommeren-Bourgondiën ενημερώθηκε ότι, από την 1η Ιανουαρίου 2000, έπαυσε η υποχρεωτική ασφάλισή της σε ορισμένους κλάδους του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων των Κάτω Χωρών, οι οποίοι διέπονται από τους AOW, ANW και AKW, διότι δεν κατοικεί στις Κάτω Χώρες. Ενημερώθηκε επίσης, αφενός, ότι, από 1ης Ιανουαρίου 2000, δεν θα γίνεται καμία παρακράτηση εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως επί των παροχών που καταβάλλονται δυνάμει του WAO και, αφετέρου, ότι παρά ταύτα έχει τη δυνατότητα να υπαχθεί προαιρετικώς στον AOW και στον ANW, υποβάλλοντας σχετική αίτηση στο οικείο ταμείο.
21 Η A. J. van Pommeren-Bourgondiën αντιτάχθηκε στον τερματισμό της υποχρεωτικής υπαγωγής της στο εν λόγω ταμείο. Το ταμείο ενέμεινε στη θέση του με έγγραφο της 28ης Αυγούστου 2000.
22 Η προσφεύγουσα υπέβαλε διοικητική ένσταση ενώπιον του ταμείου αυτού. Ελλείψει απαντήσεως του ταμείου, προσέφυγε ενώπιον του Rechtbank te Amsterdam.
23 Κατά το εν λόγω δικαστήριο, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, οι προϋποθέσεις ασφαλίσεως δυνάμει των AOW και ANW, ιδίως δε το ύψος της εισφοράς, διαφέρουν ανάλογα με το αν η ασφάλιση είναι υποχρεωτική ή προαιρετική. Για την υποχρεωτική υπαγωγή στον AOW και στον ANW, η εισφορά υπολογίζεται επί του φορολογητέου εισοδήματος που προκύπτει στις Κάτω Χώρες, ενώ για την προαιρετική υπαγωγή υπολογίζεται επί του φορολογητέου εισοδήματος που προκύπτει παγκοσμίως.
24 Φρονεί, εξάλλου, ότι λόγω συνυπάρξεως συστημάτων υποχρεωτικής και προαιρετικής ασφαλίσεως, ο ασφαλισμένος ενδέχεται να βρεθεί σε αδυναμία τηρήσεως της υποχρεώσεως υπαγωγής σε ένα μόνον οργανισμό κοινωνικών ασφαλίσεων, όπως επιτάσσει ο κανονισμός 1408/71.
25 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Rechtbank te Amsterdam αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Απαγορεύει το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 1408/71 νομοθετική ρύθμιση κράτους μέλους, κατά την οποία ένα πρόσωπο το οποίο έχει παύσει οποιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα στο έδαφός του παραμένει ασφαλισμένο δυνάμει της ρυθμίσεως αυτής μόνον αν διατηρεί εκεί την κατοικία του, ενώ το ίδιο πρόσωπο παραμένει υποχρεωτικώς ασφαλισμένο, δυνάμει της νομοθεσίας αυτού του κράτους μέλους, για ορισμένους άλλους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας του;
2) Έχει σημασία για την απάντηση στο πρώτο ερώτημα το ότι, κατά τη νομοθετική ρύθμιση αυτού του κράτους μέλους, το εν λόγω πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να υπαχθεί προαιρετικώς σε ορισμένους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως, χωρίς η δυνατότητα αυτή να εξαρτάται από την προϋπόθεση διατηρήσεως του τόπου κατοικίας του σ’ αυτό το κράτος μέλος;
Αν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι αρνητική, τίθεται επικουρικώς το ακόλουθο ερώτημα:
3) Έχει το άρθρο 39 ΕΚ, σε μια κατάσταση όπως η προεκτεθείσα, την έννοια ότι δεν συνάδει προς αυτό η αντικατάσταση μιας υποχρεωτικής ασφαλίσεως με μια προαιρετική ασφάλιση, αν η λήξη της υποχρεωτικής ασφαλίσεως οφείλεται στη θέσπιση προϋποθέσεως σχετικής με τον τόπο κατοικίας;».
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
26 Με τα ερωτήματά του, τα οποία επιβάλλεται να εξεταστούν από κοινού, το εθνικό δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν οι διατάξεις του άρθρου 39 ΕΚ ή αυτές του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 1408/71 απαγορεύουν την εφαρμογή από κράτος μέλος μιας νομοθεσίας δυνάμει της οποίας ένα πρόσωπο το οποίο έπαυσε κάθε επαγγελματική δραστηριότητα στη χώρα του υπάγεται υποχρεωτικώς σε ορισμένους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως μόνον εφόσον διατηρεί την κατοικία του εντός του κράτους αυτού, ενώ η υπαγωγή του ίδιου προσώπου σε άλλους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως παραμένει υποχρεωτική, δυνάμει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας του, λαμβανομένου υπόψη ότι το πρόσωπο αυτό, εφόσον παύσει η υποχρεωτική ασφάλισή του, διατηρεί πάντοτε τη δυνατότητα προαιρετικής ασφαλίσεως.
Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο
27 Η Επιτροπή, η Βελγική και η Ελληνική Κυβέρνηση φρονούν ότι η νομοθεσία των Κάτω Χωρών δεν είναι συμβατή με το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, το οποίο ορίζει ότι τα πρόσωπα στα οποία έχει εφαρμογή ο κανονισμός υπόκεινται στη νομοθεσία ενός μόνον κράτους μέλους.
28 Φρονούν ότι, αν παύσει να ισχύει για την A. J. van Pommeren-Bourgondiën η νομοθεσία των Κάτω Χωρών, το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 1408/71 επιβάλλει να εφαρμοστεί η νομοθεσία του κράτους μέλους της κατοικίας της ως προς τους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως στους οποίους η υπαγωγή έπαυσε να είναι υποχρεωτική. Επομένως, η κατάσταση της A. J. van Pommeren-Bourgondiën θα εξαρτιόταν από τις νομοθεσίες περί κοινωνικής ασφαλίσεως δύο κρατών μελών, πράγμα που αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 13, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.
29 Εξάλλου, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 1408/71 δεν απαγορεύει νομοθεσία κράτους μέλους δυνάμει της οποίας ένα πρόσωπο που έπαυσε να ασκεί κάθε επαγγελματική δραστηριότητα στη χώρα του εξακολουθεί να υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού μόνον εφόσον διατηρεί εκεί την κατοικία του (απόφαση της 11ης Ιουνίου 1998, C-275/96, Kuusijärvi, Συλλογή 1998, σ. I‑3419, σκέψη 51). Κατά συνέπεια, ενώ θα ήταν απολύτως νόμιμο οι αρχές των Κάτω Χωρών να μην εφαρμόσουν καθόλου τη νομοθεσία τους στην προσφεύγουσα, εντούτοις δεν μπορούν να διατηρήσουν την υποχρεωτική ασφάλιση σε ορισμένους κλάδους του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως των Κάτω Χωρών και να την καταργήσουν ως προς ορισμένους άλλους.
30 Η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών και το SVB φρονούν αντιθέτως ότι το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 1408/71 δεν απαγορεύει νομοθεσία κράτους μέλους η οποία προβλέπει ασφαλιστική κάλυψη του ενδιαφερομένου για μέρος μόνον των κινδύνων που καλύπτονται από το σύστημά του κοινωνικής ασφαλίσεως, εφόσον δεν γίνεται σχετικά διάκριση μεταξύ ημεδαπών και υπηκόων των άλλων κρατών μελών και εφόσον ο ενδιαφερόμενος έχει τη δυνατότητα να υπάγεται προαιρετικώς στο ίδιο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ως προς τους λοιπούς κινδύνους.
31 Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο, η Επιτροπή και η Ελληνική Κυβέρνηση επισημαίνουν ότι ορισμένες προϋποθέσεις της προαιρετικής ασφαλίσεως είναι δυσμενέστερες από αυτές της υποχρεωτικής. Η κατάσταση αυτή, η οποία είναι πιθανό να επηρεάσει περισσότερο τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών απ’ ό,τι τους υπηκόους των Κάτω Χωρών, δημιουργεί δυσμενείς διακρίσεις και αντιβαίνει στα άρθρα 12 ΕΚ και 39 ΕΚ.
32 Αντιθέτως, η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών φρονεί ότι οι προϋποθέσεις της προαιρετικής ασφαλίσεως ταυτίζονται, αν δεν είναι πιο ευνοϊκές από αυτές της υποχρεωτικής.
Απάντηση του Δικαστηρίου
33 Μοναδικός σκοπός των διατάξεων του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 είναι ο προσδιορισμός της εθνικής νομοθεσίας που πρέπει να εφαρμοστεί στα πρόσωπα που υπάγονται σε μία από τις περιπτώσεις των στοιχείων α΄ έως στ΄ του άρθρου αυτού. Δεν έχουν ως σκοπό τον καθορισμό των προϋποθέσεων υπάρξεως του δικαιώματος ή της υποχρεώσεως υπαγωγής σε ένα σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ή σε κάποιον κλάδο τέτοιου συστήματος. Ο καθορισμός των προϋποθέσεων αυτών, περιλαμβανομένων αυτών της παύσεως της ασφαλίσεως, απόκειται στη νομοθεσία του κάθε κράτους μέλους (απόφαση της 3ης Μαΐου 1990, C-2/89, Kits van Heiningen, Συλλογή 1990, σ. I‑1755, σκέψη 19, και προπαρατεθείσα απόφαση Kuusijärvi, σκέψη 29).
34 Επιπλέον, οι διατάξεις του τίτλου ΙΙ του κανονισμού 1408/71, τμήμα των οποίων αποτελεί το άρθρο 13, έχουν ως σκοπό όχι μόνον την αποφυγή της ταυτόχρονης εφαρμογής περισσοτέρων εθνικών νομοθεσιών και των εντεύθεν δυναμένων να προκύψουν περιπλοκών, αλλά και την αποφυγή του ενδεχομένου τα υπαγόμενα στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού πρόσωπα να στερούνται προστασίας σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως λόγω ελλείψεως οποιασδήποτε εφαρμοστέας νομοθεσίας (προπαρατεθείσες αποφάσεις Kits van Heijningen, σκέψη 12, και Kuusijärvi, σκέψη 28).
35 Ωστόσο, από το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 1408/71 προκύπτει ότι η νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί το οικείο πρόσωπο εφαρμόζεται μόνον εάν καμία άλλη νομοθεσία δεν έχει εφαρμογή και, ειδικότερα, εάν η νομοθεσία στην οποία υπαγόταν προηγουμένως το οικείο πρόσωπο παύει να έχει εφαρμογή (απόφαση της 3ης Μαΐου 2001, C‑347/98, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 2001, σ. I-3327, σκέψεις 28 και 29). Επομένως, αν σε ένα κράτος μέλος παύσει η υποχρεωτική υπαγωγή στην κοινωνική ασφάλιση, η εν λόγω διάταξη επιβάλλει την ασφάλιση στο κράτος μέλος όπου κατοικεί ο ενδιαφερόμενος.
36 Στο πλαίσιο της κύριας δίκης, οι διατάξεις αυτές δεν απαγορεύουν να συνεχίσει η A. J. van Pommeren-Bourgondiën να υπάγεται στη νομοθεσία των Κάτω Χωρών. Πράγματι, σύμφωνα με την άποψη που διατύπωσε το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου, η προσφεύγουσα θα εξακολουθήσει να υπάγεται στους κλάδους του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως των Κάτω Χωρών, στους οποίους υπαγόταν και προηγουμένως. Το ότι η υπαγωγή σε ορισμένους κλάδους κατέστη προαιρετική δεν απαγορεύει τη συνέχιση της υπαγωγής στο σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως.
37 Αυτός είναι, άλλωστε, ο λόγος για τον οποίον η νομοθεσία των Κάτω Χωρών παρέχει στους κατοίκους αλλοδαπής που έπαυσαν κάθε επαγγελματική δραστηριότητα στις Κάτω Χώρες τη δυνατότητα να παραμείνουν προαιρετικώς ασφαλισμένοι, δυνάμει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους, στους κλάδους στους οποίους η υπαγωγή έπαυσε να είναι υποχρεωτική.
38 Επομένως, η αρχή του ενιαίου συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, την οποία θεσπίζει το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, δεν αμφισβητείται λόγω της εφαρμογής της επικρινόμενης στο πλαίσιο της κύριας δίκης νομοθεσίας των Κάτω Χωρών.
39 Ωστόσο, μολονότι τα κράτη μέλη διατηρούν την αρμοδιότητα οργανώσεως των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, οφείλουν εντούτοις να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρώντας την κοινοτική νομοθεσία και, ιδίως, τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων (απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2000, C-135/99, Elsen, Συλλογή 2000, σ. I‑10409, σκέψη 33). Επομένως, το σύστημα των Κάτω Χωρών για προαιρετική ασφάλιση των κατοίκων αλλοδαπής πρέπει να είναι συμβατό με τις διατάξεις του άρθρου 39 ΕΚ.
40 Η προϋπόθεση της κατοικίας που θέτει η νομοθεσία των Κάτω Χωρών, προκειμένου να εξακολουθήσει να ισχύει η υποχρεωτική υπαγωγή σε ορισμένους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως, θα είναι συμβατή με το άρθρο 39 ΕΚ μόνον αν οι προϋποθέσεις προαιρετικής ασφαλίσεως των κατοίκων αλλοδαπής δεν είναι λιγότερο ευνοϊκές από αυτές της υποχρεωτικής που ισχύουν για τους κατοίκους Κάτω Χωρών.
41 Εντούτοις, από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι, δυνάμει της νέας νομοθεσίας των Κάτω Χωρών, οι κάτοικοι αλλοδαπής διαθέτουν μόνον εν μέρει και μεταβατικώς το δικαίωμα να υπαχθούν, έστω προαιρετικώς, στο σύστημα οικογενειακών παροχών. Οι μόνοι κάτοικοι αλλοδαπής που διατηρούν το δικαίωμα σε οικογενειακές παροχές είναι όσοι το απέκτησαν υπό το προηγούμενο σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως. Χάνουν οριστικά τη δυνατότητα ασφαλίσεως όταν το νεότερο τέκνο τους φτάσει την ηλικία των 18 ετών. Επομένως, η μεταχείριση των κατοίκων αλλοδαπής είναι δυσμενέστερη από αυτή των κατοίκων των Κάτω Χωρών.
42 Περαιτέρω, όπως εκτίθεται στη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο υποστηρίζει ότι οι εισφορές που καταβάλλουν οι κάτοικοι των Κάτω Χωρών δεν είναι ίδιες με αυτές που καταβάλλουν οι κάτοικοι αλλοδαπής για την προαιρετική ασφάλιση.
43 Τέλος, το μικρό ποσοστό προαιρετικών ασφαλίσεων των μη κατοίκων, των οποίων η υποχρεωτική ασφάλιση διακόπηκε, αποτελεί ένδειξη του ότι η προαιρετική ασφάλιση δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστική και ότι οι κάτοικοι αλλοδαπής μάλλον συναντούν δυσκολίες να υπαχθούν σε αυτή.
44 Από τις προηγηθείσες σκέψεις προκύπτει ότι η επίδικη στην κύρια δίκη νομοθεσία των Κάτω Χωρών θέτει τους κατοίκους αλλοδαπής σε κατάσταση λιγότερο ευνοϊκή σε σχέση με τους κατοίκους των Κάτω Χωρών, όσον αφορά την κάλυψή τους από το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως των Κάτω Χωρών, και, ως εκ τούτου, παραβιάζει την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας που κατοχυρώνει το άρθρο 39 ΕΚ.
45 Επομένως, στο αιτούν δικαστήριο επιβάλλεται να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 39 ΕΚ απαγορεύει νομοθεσία κράτους μέλους δυνάμει της οποίας ένα πρόσωπο το οποίο έπαυσε κάθε επαγγελματική δραστηριότητα στη χώρα του εξακολουθεί να υπάγεται υποχρεωτικώς σε ορισμένους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως μόνον αν διατηρεί την κατοικία του εντός του κράτους αυτού, ενώ η υπαγωγή του προσώπου αυτού σε άλλους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως παραμένει υποχρεωτική, δυνάμει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους, ακόμη και αν η κατοικία του βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον οι προϋποθέσεις της προαιρετικής υπαγωγής στους κλάδους ως προς τους οποίους έπαυσε η υποχρεωτική ασφάλιση είναι λιγότερο ευνοϊκές από αυτές που ισχύουν για την υποχρεωτική υπαγωγή.
Επί των δικαστικών εξόδων
46 Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, έναντι των διαδίκων της κύριας δίκης, χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, απόκειται σε αυτό να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκαν άλλοι, πλην των εν λόγω διαδίκων, για την υποβολή παρατηρήσεων στο Δικαστήριο δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 39 ΕΚ απαγορεύει νομοθεσία κράτους μέλους δυνάμει της οποίας ένα πρόσωπο το οποίο έπαυσε κάθε επαγγελματική δραστηριότητα στη χώρα του εξακολουθεί να υπάγεται υποχρεωτικώς σε ορισμένους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως μόνον αν διατηρεί την κατοικία του εντός του κράτους αυτού, ενώ η υπαγωγή του προσώπου αυτού σε άλλους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως παραμένει υποχρεωτική, δυνάμει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους, ακόμη και αν η κατοικία του βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον οι προϋποθέσεις της προαιρετικής υπαγωγής στους κλάδους ως προς τους οποίους έπαυσε η υποχρεωτική ασφάλιση είναι λιγότερο ευνοϊκές από αυτές που ισχύουν για την υποχρεωτική υπαγωγή.
(υπογραφές)
* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.