This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 32019L0878
Directive (EU) 2019/878 of the European Parliament and of the Council of 20 May 2019 amending Directive 2013/36/EU as regards exempted entities, financial holding companies, mixed financial holding companies, remuneration, supervisory measures and powers and capital conservation measures (Text with EEA relevance.)
Οδηγία (ΕΕ) 2019/878 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
Οδηγία (ΕΕ) 2019/878 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
PE/16/2019/REV/1
ΕΕ L 150 της 7.6.2019, p. 253–295
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
In force: This act has been changed. Current consolidated version: 28/12/2020
7.6.2019 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 150/253 |
ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2019/878 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
της 20ής Μαΐου 2019
για την τροποποίηση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 53 παράγραφος 1,
Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,
Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),
Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),
Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
H οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) εκδόθηκαν για την αντιμετώπιση των οικονομικών κρίσεων που σημειώθηκαν κατά την περίοδο 2007-2008. Τα εν λόγω νομοθετικά μέτρα έχουν συμβάλει ουσιαστικά στην ενίσχυση του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση και έχουν καταστήσει τα ιδρύματα πιο ανθεκτικά σε ενδεχόμενες μελλοντικές διαταραχές. Αν και εξαιρετικά ολοκληρωμένα, τα εν λόγω μέτρα δεν αντιμετώπισαν όλες τις διαπιστωθείσες αδυναμίες που επηρεάζουν τα ιδρύματα. Επιπλέον, ορισμένα από τα μέτρα που προτάθηκαν αρχικά υπέκειντο σε ρήτρες επανεξέτασης ή δεν ήταν επαρκώς λεπτομερή ώστε να καταστεί δυνατή η ομαλή εφαρμογή τους. |
(2) |
Η παρούσα οδηγία έχει ως στόχο την αντιμετώπιση των θεμάτων που τίθενται όσον αφορά τις διατάξεις της οδηγίας 2013/36/ΕΕ οι οποίες αποδείχτηκε ότι δεν ήταν επαρκώς σαφείς και, ως εκ τούτου, στάθηκαν ανοιχτές σε διαφορετικές ερμηνείες ή διαπιστώθηκε ότι ήταν υπερβολικά επαχθείς για ορισμένα ιδρύματα. Επίσης, περιλαμβάνει προσαρμογές στην οδηγία 2013/36/ΕΕ που απαιτούνται είτε μετά την έκδοση άλλων σχετικών νομικών πράξεων της Ένωσης, όπως η οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), είτε με τις αλλαγές που προτείνονται παράλληλα στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Τέλος, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις ευθυγραμμίζουν καλύτερα το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο με τις διεθνείς εξελίξεις, προκειμένου να προωθήσουν τη συνέπεια και τη συγκρισιμότητα μεταξύ των διάφορων δικαιοδοσιών. |
(3) |
Οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών μπορούν να αποτελούν τις μητρικές επιχειρήσεις τραπεζικών ομίλων και απαιτείται η εφαρμογή απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας βάσει της ενοποιημένης οικονομικής κατάστασης των εν λόγω εταιρειών συμμετοχών. Καθώς το ίδρυμα που ελέγχεται από τις εν λόγω εταιρείες συμμετοχών δεν μπορεί πάντα να διασφαλίζει συμμόρφωση με τις απαιτήσεις σε ενοποιημένη βάση σε ολόκληρο τον όμιλο, είναι απαραίτητο ορισμένες χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών να υπαχθούν στο άμεσο πεδίο εφαρμογής των εποπτικών εξουσιών δυνάμει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 προκειμένου να διασφαλίζεται συμμόρφωση σε ενοποιημένη βάση. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να προβλεφθούν ειδική διαδικασία έγκρισης και άμεσες εποπτικές εξουσίες επί ορισμένων χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι εν λόγω εταιρείες συμμετοχών μπορούν να θεωρηθούν άμεσα υπεύθυνες για τη διασφάλιση της τήρησης των ενοποιημένων απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας, χωρίς να υπόκεινται σε ατομική βάση σε πρόσθετες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας. |
(4) |
Η έγκριση και η εποπτεία ορισμένων χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών δεν θα πρέπει να εμποδίζει τη δυνατότητα ομίλων να αποφασίζουν, κατά την κρίση τους, σχετικά με τις ειδικές εσωτερικές ρυθμίσεις και την κατανομή καθηκόντων στο εσωτερικό του ομίλου, ώστε να διασφαλίζουν την τήρηση των ενοποιημένων απαιτήσεων, και δεν θα πρέπει να εμποδίζει την άμεση εποπτική δράση για εκείνα τα ιδρύματα του ομίλου που δραστηριοποιούνται, ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας σε ενοποιημένη βάση. |
(5) |
Υπό συγκεκριμένες συνθήκες, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών η οποία συνεστήθη με σκοπό την κατοχή συμμετοχών σε επιχειρήσεις μπορεί να απαλλάσσεται από την απαίτηση έγκρισης. Μολονότι αναγνωρίζεται ότι απαλλασσόμενη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις κατά τη συνήθη πορεία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της, δεν θα πρέπει να λαμβάνει διαχειριστικές, επιχειρησιακές ή οικονομικές αποφάσεις που επηρεάζουν τον όμιλο ή τις θυγατρικές του ομίλου οι οποίες είναι ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα. Κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με την εν λόγω απαίτηση, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις σχετικές απαιτήσεις βάσει του εταιρικού δικαίου στο οποίο υπόκειται η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών. |
(6) |
Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι επιφορτισμένη με τις κύριες αρμοδιότητες όσον αφορά την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση. Είναι, συνεπώς, αναγκαίο η αρχή ενοποιημένης εποπτείας να συμμετέχει με τον ενδεδειγμένο τρόπο στην έγκριση και εποπτεία των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών. Σε περίπτωση που η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι διαφορετική από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η έγκριση θα πρέπει να χορηγείται με κοινή απόφαση των εν λόγω δύο αρχών. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κατά την άσκηση του καθήκοντός της όσον αφορά την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση επί των μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (7), θα πρέπει επίσης να ασκεί τα καθήκοντά της σε σχέση με την έγκριση και εποπτεία των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών. |
(7) |
Η έκθεση της Επιτροπής της 28ης Ιουλίου 2016 για την αξιολόγηση των κανόνων σχετικά με τις αποδοχές που προβλέπουν η οδηγία 2013/36/ΕΕ και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 («έκθεση της Επιτροπής της 28ης Ιουλίου 2016») αποκάλυψε ότι ορισμένες από τις αρχές της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, δηλαδή οι απαιτήσεις για την αναβολή και την πληρωμή σε μέσα, όταν εφαρμόζονται σε μικρά ιδρύματα, είναι υπερβολικά επαχθείς και δυσανάλογες ως προς τα προληπτικά τους οφέλη. Κατά τον ίδιο τρόπο, διαπίστωσε ότι το κόστος εφαρμογής των απαιτήσεων αυτών υπερβαίνει τα προληπτικά τους οφέλη για προσωπικό με χαμηλά επίπεδα μεταβλητών αποδοχών, δεδομένου ότι τέτοια επίπεδα μεταβλητών αποδοχών παράγουν μικρό ή μηδενικό κίνητρο ώστε το προσωπικό να αναλάβει υπερβολικούς κινδύνους. Κατά συνέπεια, παρότι όλα τα ιδρύματα θα πρέπει γενικά να υποχρεούνται να εφαρμόζουν όλες τις αρχές προς όλους τους υπαλλήλους τους, των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στα χαρακτηριστικά κινδύνου του ιδρύματος, είναι αναγκαίο να εξαιρεθούν τα μικρά ιδρύματα και το προσωπικό με χαμηλά επίπεδα μεταβλητών αποδοχών από τις αρχές για την αναβολή και την πληρωμή σε μέσα που ορίζονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ. |
(8) |
Απαιτούνται σαφή, συνεκτικά και εναρμονισμένα κριτήρια για τον προσδιορισμό των εν λόγω μικρών ιδρυμάτων, καθώς και των χαμηλών επιπέδων μεταβλητών αποδοχών, ώστε να διασφαλιστεί η εποπτική σύγκλιση και να προωθηθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των ιδρυμάτων και η επαρκής προστασία των καταθετών, των επενδυτών και των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ένωση. Ταυτόχρονα, είναι σκόπιμο να προσφερθεί κάποια ευελιξία στα κράτη μέλη, ώστε να υιοθετούν πιο αυστηρή προσέγγιση σε περίπτωση που το κρίνουν αναγκαίο. |
(9) |
Η αρχή της ισότητας αμοιβής για άνδρες και γυναίκες για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας ορίζεται στο άρθρο 157 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Η αρχή αυτή είναι ανάγκη να εφαρμόζεται με συνεπή τρόπο από τα ιδρύματα. Ως εκ τούτου, τα ιδρύματα θα πρέπει να ακολουθούν πολιτική αποδοχών που να είναι ουδέτερη ως προς το φύλο. |
(10) |
Ο στόχος των απαιτήσεων αποδοχών είναι να προαχθεί η ορθή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων των ιδρυμάτων με την ευθυγράμμιση των μακροπρόθεσμων συμφερόντων των ιδρυμάτων και των υπαλλήλων τους οι επαγγελματικές δραστηριότητες των οποίων έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ του κινδύνου των ιδρυμάτων (πρόσωπα που αναλαμβάνουν σοβαρούς κινδύνους). Ταυτόχρονα, οι θυγατρικές που δεν είναι ιδρύματα και, συνεπώς, δεν υπόκεινται μεμονωμένα στην οδηγία 2013/36/ΕΕ ενδέχεται να υπόκεινται σε άλλες απαιτήσεις αποδοχών σύμφωνα με τις σχετικές νομικές πράξεις που αφορούν ειδικά τον τομέα και οι οποίες θα πρέπει να επικρατούν. Ως εκ τούτου, κατά κανόνα, οι απαιτήσεις αποδοχών που ορίζονται στην παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να ισχύουν σε ενοποιημένη βάση για τέτοιες θυγατρικές. Παρά ταύτα, προκειμένου να αποτραπεί πιθανό αρμπιτράζ, οι απαιτήσεις αποδοχών που ορίζονται στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να ισχύουν σε ενοποιημένη βάση για τους υπαλλήλους που απασχολούνται σε θυγατρικές οι οποίες παρέχουν συγκεκριμένες υπηρεσίες, όπως η διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, η διαχείριση χαρτοφυλακίου ή η εκτέλεση εντολών, όταν οι υπάλληλοι αυτοί έχουν λάβει εντολή, ανεξάρτητα από τη μορφή που αυτή ενδέχεται να πάρει, να εκτελούν επαγγελματικές δραστηριότητες οι οποίες τους κατατάσσουν ως στελέχη που αναλαμβάνουν σημαντικούς κινδύνους στο επίπεδο του τραπεζικού ομίλου. Οι εντολές αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνουν ρυθμίσεις κατ' εξουσιοδότηση άσκησης ή εξωτερικής ανάθεσης που συνάπτονται ανάμεσα στη θυγατρική που απασχολεί τους υπαλλήλους και άλλο ίδρυμα του ίδιου ομίλου. Τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να εμποδίζονται να εφαρμόζουν τις απαιτήσεις αποδοχών που ορίζονται στην παρούσα οδηγία σε ενοποιημένη βάση σε μεγαλύτερο σύνολο θυγατρικών επιχειρήσεων και υπαλλήλων τους. |
(11) |
Η οδηγία 2013/36/ΕΕ απαιτεί η καταβολή σημαντικού μέρους, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον 50 % οιωνδήποτε μεταβλητών αποδοχών, να αποτελείται από μια ισόρροπη αναλογία μετοχών ή ισοδύναμων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, σε συνάρτηση με τη νομική δομή του σχετικού ιδρύματος, ή από μέσα που συνδέονται με μετοχές ή ισοδύναμα μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα, στην περίπτωση μη εισηγμένου ιδρύματος· και, ει δυνατόν, από εναλλακτικά μέσα της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2 που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις. Η αρχή αυτή περιορίζει τη χρήση των μέσων που συνδέονται με μετοχές σε μη εισηγμένα ιδρύματα και απαιτεί από τα εισηγμένα ιδρύματα να χρησιμοποιούν μετοχές. Η έκθεση της Επιτροπής της 28ης Ιουλίου 2016 διαπίστωσε ότι η χρήση των μετοχών μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικό διοικητικό φόρτο και δαπάνες για τα εισηγμένα ιδρύματα. Ταυτόχρονα, ισοδύναμα οφέλη προληπτικής εποπτείας μπορούν να επιτευχθούν μέσω της παροχής της δυνατότητας στα εισηγμένα ιδρύματα να χρησιμοποιούν μέσα που συνδέονται με μετοχές τα οποία παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς την αξία των μετοχών. Η δυνατότητα χρήσης των μέσων που συνδέονται με μετοχές θα πρέπει, κατά συνέπεια, να επεκταθεί στα εισηγμένα ιδρύματα. |
(12) |
Η διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το μέγεθος, τη διάρθρωση και την εσωτερική οργάνωση των ιδρυμάτων και τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους. Όταν διαφορετικά ιδρύματα έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά κινδύνου, παραδείγματος χάριν επειδή έχουν παρόμοια επιχειρηματικά μοντέλα ή γεωγραφική θέση των ανοιγμάτων ή είναι μέλη του ίδιου θεσμικού συστήματος προστασίας, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να προσαρμόζουν τη μεθοδολογία της διαδικασίας ελέγχου και αξιολόγησης για την αποτύπωση των κοινών χαρακτηριστικών και κινδύνων των ιδρυμάτων με τα εν λόγω ίδια χαρακτηριστικά κινδύνου. Η προσαρμογή αυτή, ωστόσο, δεν θα πρέπει ούτε να εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τους ιδιαίτερους κινδύνους που επηρεάζουν το κάθε ίδρυμα, ούτε να αλλοιώνει τον ειδικό για κάθε ίδρυμα χαρακτήρα των επιβαλλόμενων μέτρων. |
(13) |
Η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλεται από τις αρμόδιες αρχές αποτελεί σημαντική κινητήρια δύναμη για το συνολικό επίπεδο ιδίων κεφαλαίων ενός ιδρύματος και έχει σημασία για τους συμμετέχοντες στην αγορά, δεδομένου ότι το επίπεδο της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλεται έχει αντίκτυπο στο σημείο ενεργοποίησης για την επιβολή περιορισμών επί των καταβολών μερισμάτων, πρόσθετων αμοιβών (bonus) και των πληρωμών σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1. Θα πρέπει να δίνεται σαφής ορισμός των όρων υπό τους οποίους θα πρέπει να επιβάλλεται η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων, ώστε να διασφαλίζεται η συνεπής εφαρμογή των κανόνων στο σύνολο των κρατών μελών και η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. |
(14) |
Η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλεται από τις αρμόδιες αρχές θα πρέπει να καθορίζεται σε σχέση με τη συγκεκριμένη κατάσταση του ιδρύματος και θα πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη. Πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων μπορούν να επιβληθούν για την αντιμετώπιση κινδύνων ή στοιχείων κινδύνου που εξαιρούνται ρητά ή δεν καλύπτονται ρητά από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων οι οποίες προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 μόνο στον βαθμό που κρίνεται αναγκαίο σε συνάρτηση με τη συγκεκριμένη κατάσταση ενός ιδρύματος. Οι απαιτήσεις αυτές θα πρέπει να τοποθετούνται στη σχετική σειρά συσσώρευσης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, πάνω από τις σχετικές ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και κάτω από τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας ή την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, όπως κρίνεται σκόπιμο. Ο ειδικός για κάθε ίδρυμα χαρακτήρας των πρόσθετων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων θα πρέπει να εμποδίζει τη χρήση τους ως εργαλείου για την αντιμετώπιση μακροπροληπτικών ή συστημικών κινδύνων. Ωστόσο, αυτό δεν θα πρέπει να εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να αντιμετωπίζουν, μεταξύ άλλων με πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, τους κινδύνους που αναλαμβάνουν τα επιμέρους ιδρύματα λόγω των δραστηριοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένων όσων αντικατοπτρίζουν τις επιπτώσεις ορισμένων οικονομικών εξελίξεων και εξελίξεων της αγοράς στα χαρακτηριστικά κινδύνου επιμέρους ιδρύματος. |
(15) |
Η απαίτηση σχετικά με τον δείκτη μόχλευσης αποτελεί μια παράλληλη απαίτηση με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων με βάση τον κίνδυνο. Ως εκ τούτου, οποιεσδήποτε πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων επιβάλλονται από τις αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης θα πρέπει να προστεθούν στην απαίτηση ελάχιστου δείκτη μόχλευσης και όχι στην απαίτηση ελάχιστων ιδίων κεφαλαίων με βάση τον κίνδυνο. Επιπλέον, τα ιδρύματα θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν οποιοδήποτε κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που χρησιμοποιούν για να εκπληρώσουν τις απαιτήσεις που αφορούν τον δείκτη μόχλευσης, ώστε να καλύψουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων με βάση τον κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένης της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας. |
(16) |
Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να κοινοποιούν σε ένα ίδρυμα υπό τη μορφή καθοδήγησης κάθε προσαρμογή του ποσού των κεφαλαίων που υπερβαίνει τις σχετικές ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, τη σχετική πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και, κατά περίπτωση, τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας ή την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης την οποία αναμένουν από το εν λόγω ίδρυμα να τηρεί, ώστε να αντιμετωπίσει μελλοντικά σενάρια ακραίων καταστάσεων. Δεδομένου ότι η εν λόγω καθοδήγηση αποτελεί κεφαλαιακό στόχο, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι τοποθετείται πάνω από τις σχετικές ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, τις σχετικές πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας ή την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, ανάλογα με την περίπτωση. Η αποτυχία επίτευξης του στόχου αυτού δεν θα πρέπει να συνεπάγεται την ενεργοποίηση των περιορισμών της διανομής κερδών που προβλέπονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ. Δεδομένου ότι η καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια αντικατοπτρίζει εποπτικές προσδοκίες, η οδηγία 2013/36/ΕΕ και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δεν θα πρέπει ούτε να καθορίζουν δεσμευτική υποχρέωση δημοσιοποίησης για την καθοδήγηση ούτε να απαγορεύουν στις αρμόδιες αρχές να ζητούν δημοσιοποίηση της καθοδήγησης. Όταν ένα ίδρυμα επανειλημμένα δεν ικανοποιεί τον κεφαλαιακό στόχο, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να λαμβάνει μέτρα εποπτείας και, κατά περίπτωση, να επιβάλλει πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων. |
(17) |
Οι διατάξεις της οδηγίας 2013/36/ΕΕ σχετικά με τον κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών συνδέονται με τις σχετικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 οι οποίες απαιτούν μεγαλύτερη περίοδο εφαρμογής για τα ιδρύματα. Προκειμένου να ευθυγραμμιστεί η εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με τον κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών, οι διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση με τις σχετικές διατάξεις της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία με τις συναφείς διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. |
(18) |
Προκειμένου να εναρμονίσει τον υπολογισμό του κινδύνου επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου, όταν τα εσωτερικά συστήματα των ιδρυμάτων για τη μέτρηση του εν λόγω κινδύνου δεν είναι ικανοποιητικά, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να θεσπίσει ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναπτύσσει η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (ΕΑΤ), η οποία συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη τυποποιημένης μεθοδολογίας με σκοπό την αξιολόγηση του εν λόγω κινδύνου. Η Επιτροπή θα πρέπει να θεσπίσει τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα μέσω κατ' εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. |
(19) |
Προκειμένου να βελτιωθεί ο εντοπισμός από τις αρμόδιες αρχές των ιδρυμάτων εκείνων που ενδέχεται να υπόκεινται σε υπερβολικές ζημίες στις δραστηριότητές τους εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών λόγω των ενδεχόμενων μεταβολών των επιτοκίων, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να θεσπίσει ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναπτύσσει η ΕΑΤ. Τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα θα πρέπει να διευκρινίζουν: τα έξι εποπτικά σενάρια διαταραχών, τα οποία όλα τα ιδρύματα οφείλουν να εφαρμόζουν για τον υπολογισμό των αλλαγών στην οικονομική αξία των μετοχών· τις κοινές παραδοχές που τα ιδρύματα οφείλουν να εφαρμόσουν στα εσωτερικά τους συστήματα με σκοπό τον υπολογισμό της οικονομικής αξίας των μετοχών και όσον αφορά τον προσδιορισμό της ενδεχόμενης ανάγκης να οριστούν ειδικά κριτήρια για τον εντοπισμό των ιδρυμάτων για τα οποία ενδέχεται να δικαιολογούνται μέτρα εποπτείας μετά τη μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους που αποδίδονται σε μεταβολές των επιτοκίων· και τι σημαίνει «μεγάλη μείωση». Η Επιτροπή θα πρέπει να θεσπίσει τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα μέσω κατ' εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. |
(20) |
Η καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας έχει ουσιώδη σημασία για τη διατήρηση της σταθερότητας και της ακεραιότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος. Η αποκάλυψη ότι ένα ίδρυμα εμπλέκεται σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ενδέχεται να επηρεάσει τη βιωσιμότητά του και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος. Μαζί με τις αρχές και τους φορείς που έχουν επιφορτιστεί με τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τους κανόνες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), ο ρόλος των αρμόδιων αρχών που είναι υπεύθυνες για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και την προληπτική εποπτεία είναι σημαντικός για τον εντοπισμό και τη διόρθωση αδυναμιών. Για τον λόγο αυτό, οι εν λόγω αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνεκτιμούν σταθερά τις πλευρές της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στις σχετικές εποπτικές δραστηριότητές τους, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης, των αξιολογήσεων της επάρκειας των ρυθμίσεων, των διαδικασιών και μηχανισμών διακυβέρνησης των ιδρυμάτων και των αξιολογήσεων της καταλληλότητας των μελών του διοικητικού οργάνου, να ενημερώνουν δεόντως για τυχόν πορίσματα τις σχετικές αρχές και φορείς που είναι υπεύθυνα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τους κανόνες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και να λαμβάνουν, όποτε κρίνεται σκόπιμο, μέτρα εποπτείας σύμφωνα με τις εξουσίες τους δυνάμει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Οι πληροφορίες θα πρέπει να παρέχονται με βάση τα πορίσματα από τις διαδικασίες χορήγησης άδειας λειτουργίας, έγκρισης ή ελέγχου για τις οποίες είναι υπεύθυνες οι εν λόγω αρμόδιες αρχές, καθώς και με βάση τις πληροφορίες που λαμβάνονται από τις αρχές και τους φορείς που είναι υπεύθυνα για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849. |
(21) |
Ένα από τα βασικά διδάγματα από την οικονομική κρίση στην Ένωση ήταν η ανάγκη ύπαρξης επαρκούς θεσμικού πλαισίου και πλαισίου πολιτικής για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των ανισορροπιών εντός της Ένωσης. Υπό το πρίσμα των τελευταίων θεσμικών εξελίξεων στην Ένωση, δικαιολογείται μια συνολική επανεξέταση του μακροπροληπτικού πλαισίου πολιτικής. |
(22) |
Η οδηγία 2013/36/ΕΕ δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν στο εθνικό δίκαιο μέτρα τα οποία αποσκοπούν στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος, όπως, ενδεικτικά, τα όρια δανείου-αξίας, τα όρια χρέους-εισοδήματος, τα όρια εξυπηρέτησης χρέους προς εισόδημα και άλλα μέσα που αφορούν τα πιστοδοτικά κριτήρια. |
(23) |
Για να διασφαλιστεί ότι τα αντικυκλικά κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας αντικατοπτρίζουν σωστά τον κίνδυνο αυξημένης πιστωτικής επέκτασης που αντιμετωπίζει ο τραπεζικός κλάδος, τα ιδρύματα θα πρέπει να υπολογίζουν τα αποθέματα ασφαλείας ειδικά για το ίδρυμά τους ως σταθμισμένο μέσο όρο των ποσοστών αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας που ισχύουν στις χώρες στις οποίες βρίσκονται τα πιστωτικά τους ανοίγματα. Επομένως, κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να ορίζει μια αρχή που θα είναι υπεύθυνη για τον καθορισμό του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για ανοίγματα εντός του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Το εν λόγω ποσοστό αποθέματος ασφαλείας θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ανάπτυξη των επιπέδων πίστωσης και τυχόν αλλαγές στη σχέση της πίστωσης προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕγχΠ) στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες μεταβλητές που αφορούν κινδύνους για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος. |
(24) |
Εκτός από απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου και αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να απαιτούν από ορισμένα ιδρύματα να τηρούν απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου, προκειμένου να αποτρέπονται και να μετριάζονται οι μακροπροληπτικοί ή συστημικοί κίνδυνοι που δεν καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και από την οδηγία 2013/36/ΕΕ, δηλαδή ο κίνδυνος διαταραχής του χρηματοοικονομικού συστήματος με πιθανότητα σοβαρών αρνητικών επιπτώσεων για το χρηματοοικονομικό σύστημα και την πραγματική οικονομία σε συγκεκριμένο κράτος μέλος. Το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλα τα ανοίγματα ή σε υποσύνολο ανοιγμάτων και σε όλα τα ιδρύματα ή σε ένα ή περισσότερα υποσύνολα των εν λόγω ιδρυμάτων, όταν τα ιδρύματα παρουσιάζουν παρόμοια χαρακτηριστικά κινδύνου στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες. |
(25) |
Είναι σημαντικό να εξορθολογιστεί ο μηχανισμός συντονισμού μεταξύ των αρχών, να διασφαλιστεί η σαφής οριοθέτηση των ευθυνών, να απλουστευθεί η ενεργοποίηση των μακροπροληπτικών μέσων πολιτικής και να διευρυνθεί η μακροπροληπτική εργαλειοθήκη, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι αρχές θα έχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίζουν εγκαίρως και αποτελεσματικά τους συστημικούς κινδύνους. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), που συστήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), αναμένεται να διαδραματίζει καίριο ρόλο στον συντονισμό των μακροπροληπτικών μέτρων, καθώς και στη διαβίβαση πληροφοριών σχετικά με τα σχεδιαζόμενα μακροπροληπτικά μέτρα στα κράτη μέλη, ιδίως μέσω της δημοσίευσης των εγκριθέντων μακροπροληπτικών μέτρων στον δικτυακό τόπο του και μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρχών μετά τις κοινοποιήσεις σχεδιαζόμενων μακροπροληπτικών μέτρων. Προκειμένου να διασφαλισθούν κατάλληλες λύσεις πολιτικής μεταξύ των κρατών μελών, το ΕΣΣΚ αναμένεται να παρακολουθεί την επάρκεια και τη συνέπεια των μακροπροληπτικών πολιτικών των κρατών μελών, μεταξύ άλλων παρακολουθώντας αν τα εργαλεία χρησιμοποιούνται με συνέπεια και χωρίς αλληλεπικαλύψεις. |
(26) |
Οι σχετικές αρμόδιες ή εντεταλμένες αρχές θα πρέπει να στοχεύουν στην αποφυγή κάθε επαναληπτικής ή ασυνεπούς χρήσης μακροπροληπτικών μέτρων που προβλέπονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Ειδικότερα, οι αρμόδιες ή εντεταλμένες αρχές θα πρέπει να εξετάσουν δεόντως αν μέτρα που ελήφθησαν δυνάμει του άρθρου 133 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ παρουσιάζουν επανάληψη ή ασυνέπεια όσον αφορά άλλα ισχύοντα ή επικείμενα μέτρα δυνάμει του άρθρου 124, 164 ή 458 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. |
(27) |
Οι αρμόδιες ή εντεταλμένες αρχές θα πρέπει να μπορούν να καθορίζουν το επίπεδο ή τα επίπεδα εφαρμογής του αποθέματος ασφαλείας των άλλων συστημικώς σημαντικών ιδρυμάτων (O-SII), με βάση τη φύση και την κατανομή των κινδύνων που είναι εγγενείς στη δομή του ομίλου. Σε ορισμένες περιστάσεις, ενδεχομένως ενδείκνυται να επιβάλλει η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή απόθεμα ασφαλείας O-SII αποκλειστικά σε επίπεδο κάτω από το υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης. |
(28) |
Σύμφωνα με τη μεθοδολογία αξιολόγησης για τις παγκόσμιες συστημικώς σημαντικές τράπεζες που δημοσιεύθηκε από την Επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία (BCBS), οι διακρατικές απαιτήσεις και υποχρεώσεις ενός ιδρύματος αποτελούν δείκτες της παγκόσμιας συστημικής σημασίας του και του αντικτύπου που μπορεί να έχει τυχόν χρεοκοπία του στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα. Οι εν λόγω δείκτες αντικατοπτρίζουν τις ιδιαίτερες ανησυχίες, για παράδειγμα σχετικά με τις μεγαλύτερες δυσκολίες ως προς τον συντονισμό της εξυγίανσης των ιδρυμάτων με σημαντικές διασυνοριακές δραστηριότητες. Η πρόοδος στο θέμα της κοινής προσέγγισης για την εξυγίανση που προκύπτει από την ενίσχυση του ενιαίου εγχειριδίου κανόνων και από τη δημιουργία του Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης (ΕΜΕ) έχει οδηγήσει σε σημαντική ανάπτυξη της ικανότητας ομαλής εξυγίανσης διασυνοριακών ομίλων στο πλαίσιο της τραπεζικής ένωσης. Ως εκ τούτου και με την επιφύλαξη της δυνατότητας των αρμόδιων ή των εντεταλμένων αρχών για την άσκηση της εποπτικής τους κρίσης, θα πρέπει να οριστεί μια εναλλακτική βαθμολογία που να αντικατοπτρίζει την εν λόγω πρόοδο, ενώ οι αρμόδιες ή εντεταλμένες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την εν λόγω βαθμολογία κατά την αξιολόγηση της συστημικής σημασίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, χωρίς αυτό να επηρεάζει τα στοιχεία που δόθηκαν στην BCBS για τον προσδιορισμό των διεθνών προτύπων αναφοράς. Η ΕΑΤ θα πρέπει να αναπτύξει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινιστεί η πρόσθετη μεθοδολογία προσδιορισμού των παγκόσμιων συστημικώς σημαντικών ιδρυμάτων (G-SII) με σκοπό την αναγνώριση των ιδιαιτεροτήτων του ευρωπαϊκού ολοκληρωμένου πλαισίου εξυγίανσης υπό το πρίσμα του ΕΜΕ. Η εν λόγω μεθοδολογία θα πρέπει να χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τους σκοπούς της βαθμονόμησης του αποθέματος ασφαλείας G-SII. Η Επιτροπή θα πρέπει να θεσπίσει τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα μέσω κατ' εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. |
(29) |
Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η ενίσχυση και η τελειοποίηση ήδη υφιστάμενων νομικών πράξεων της Ένωσης που διασφαλίζουν ομοιόμορφες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων σε ολόκληρη την Ένωση, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων τους, να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των εν λόγω στόχων. |
(30) |
Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής της 28ης Σεπτεμβρίου 2011 όσον αφορά τα επεξηγηματικά έγγραφα (11), τα κράτη μέλη έχουν δεσμευθεί να συνοδεύουν, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς τους με ένα ή περισσότερα έγγραφα που εξηγούν τη σχέση ανάμεσα στα συστατικά στοιχεία μιας οδηγίας και τα αντίστοιχα μέρη των εθνικών πράξεων μεταφοράς. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί ότι η διαβίβαση τέτοιων εγγράφων είναι αιτιολογημένη. |
(31) |
Συνεπώς, η οδηγία 2013/36/ΕΕ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως, |
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
Άρθρο 1
Τροποποιήσεις της οδηγίας 2013/36/ΕΕ
Η οδηγία 2013/36/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:
1) |
Στο άρθρο 2, οι παράγραφοι 5 και 6 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «5. Η παρούσα οδηγία δεν έχει εφαρμογή ως προς:
6. Οι οντότητες που αναφέρονται στο σημείο 1) και στα σημεία 3) έως 24) της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου αντιμετωπίζονται ως χρηματοδοτικά ιδρύματα για τους σκοπούς του άρθρου 34 και του τίτλου VII κεφάλαιο 3. (*1) Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).»." |
2) |
Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:
|
3) |
Στο άρθρο 4, η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «8. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που αρχές, διαφορετικές από αρμόδιες αρχές, έχουν αρμοδιότητες εξυγίανσης, οι εν λόγω διαφορετικές αρχές συνεργάζονται στενά και διαβουλεύονται με τις αρμόδιες αρχές όσον αφορά την προετοιμασία των σχεδίων εξυγίανσης και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις όπου η εν λόγω συνεργασία και διαβούλευση απαιτούνται από την παρούσα οδηγία, την οδηγία 2014/59/ΕΕ ή τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.». |
4) |
Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:
|
5) |
Στο άρθρο 9, προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι: «3. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ τους εθνικούς νόμους που επιτρέπουν ρητά σε επιχειρήσεις πλην των πιστωτικών ιδρυμάτων να ασκούν τη δραστηριότητα της αποδοχής καταθέσεων και άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό. 4. Σύμφωνα με το παρόν άρθρο, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να απαλλάσσουν πιστωτικά ιδρύματα από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.». |
6) |
Το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 10 Πρόγραμμα δραστηριοτήτων, οργανωτική διάρθρωση και ρυθμίσεις διακυβέρνησης 1. Τα κράτη μέλη απαιτούν να συνοδεύονται οι αιτήσεις άδειας λειτουργίας από πρόγραμμα δραστηριοτήτων το οποίο θα περιγράφει τα είδη των σκοπούμενων επιχειρηματικών δράσεων και την οργανωτική διάρθρωση του πιστωτικού ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης της ένδειξης των μητρικών επιχειρήσεων, των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών εντός του ομίλου. Τα κράτη μέλη απαιτούν επίσης να συνοδεύονται οι αιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας από περιγραφή των ρυθμίσεων, των διαδικασιών και των μηχανισμών που αναφέρονται στο άρθρο 74 παράγραφος 1. 2. Οι αρμόδιες αρχές αρνούνται τη χορήγηση άδειας έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, εκτός αν έχουν πειστεί ότι οι ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που αναφέρονται στο άρθρο 74 παράγραφος 1 καθιστούν δυνατή την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων από το εν λόγω ίδρυμα.». |
7) |
Στο άρθρο 14, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Οι αρμόδιες αρχές αρνούνται τη χορήγηση άδειας έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος εφόσον, ενόψει της αναγκαιότητας να διασφαλιστεί η υγιής και συνετή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, δεν έχουν πειστεί για την καταλληλότητα των μετόχων ή εταίρων σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 23 παράγραφος 1. Εφαρμόζεται το άρθρο 23 παράγραφοι 2 και 3 και το άρθρο 24.». |
8) |
Στο άρθρο 18, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
9) |
Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα: «Άρθρο 21α Έγκριση των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών 1. Οι μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών σε κράτος μέλος, οι μητρικές μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών σε κράτος μέλος, οι εγκατεστημένες στην ΕΕ μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι εγκατεστημένες στην ΕΕ μητρικές μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών ζητούν έγκριση σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Άλλες χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών ζητούν έγκριση σύμφωνα με το παρόν άρθρο, όταν απαιτείται συμμόρφωσή τους με την παρούσα οδηγία ή τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε υποενοποιημένη βάση. 2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο παρέχουν στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και, εφόσον είναι διαφορετική, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένες τις ακόλουθες πληροφορίες:
Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η έγκριση χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών συμπίπτει χρονικώς με την εκτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 22, η αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του εν λόγω άρθρου συντονίζεται καταλλήλως με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και, εφόσον είναι διαφορετική, την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών. Στην περίπτωση αυτή, η περίοδος εκτίμησης που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο αναστέλλεται επί χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τις είκοσι εργάσιμες ημέρες, έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία που προβλέπει το παρόν άρθρο. 3. Έγκριση μπορεί να χορηγηθεί σε χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών σύμφωνα με το παρόν άρθρο μόνο εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
4. Δεν απαιτείται έγκριση της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών βάσει του παρόντος άρθρου όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
Χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών απαλλασσόμενες από τις απαιτήσεις έγκρισης σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο δεν αποκλείονται από την περίμετρο της ενοποίησης όπως καθορίζεται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. 5. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας παρακολουθεί τη συμμόρφωση προς τους όρους της παραγράφου 3 ή, κατά περίπτωση, της παραγράφου 4 εξακολουθητικά. Οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή οι μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών παρέχουν στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας τις πληροφορίες που ζητεί για να παρακολουθεί εξακολουθητικά την οργανωτική διάρθρωση του ομίλου και τη συμμόρφωση προς τους όρους της παραγράφου 3 ή, κατά περίπτωση, της παραγράφου 4. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί τις εν λόγω πληροφορίες στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών. 6. Σε περίπτωση που η αρχή ενοποιημένης εποπτείας έχει διαπιστώσει ότι δεν πληρούνται ή έχουν παύσει να πληρούνται οι όροι της παραγράφου 3, η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε ενδεδειγμένα μέτρα εποπτείας για τη διασφάλιση ή την αποκατάσταση, ανάλογα με την περίπτωση, της συνέχειας και της ακεραιότητας της ενοποιημένης εποπτείας και της εξασφάλισης της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένη βάση. Στην περίπτωση μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, τα μέτρα εποπτείας λαμβάνουν, ιδίως, υπόψη τις επιπτώσεις στον χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων. Τα μέτρα εποπτείας που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο μπορούν να περιλαμβάνουν:
7. Εφόσον η αρχή ενοποιημένης εποπτείας έχει διαπιστώσει ότι οι όροι της παραγράφου 4 δεν πληρούνται πλέον, η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ζητεί έγκριση σύμφωνα με το παρόν άρθρο. 8. Για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την έγκριση και την απαλλαγή από την υποχρέωση έγκρισης κατά τις παραγράφους 3 και 4, αντίστοιχα, και τα μέτρα εποπτείας κατά τις παραγράφους 6 και 7, στην περίπτωση που η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι διαφορετική από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, οι δύο αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους, με πλήρη συνεννόηση. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας καταρτίζει αξιολόγηση για τα θέματα που αναφέρονται στις παραγράφους 3, 4, 6 και 7, κατά περίπτωση, την οποία και διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών. Οι δύο αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να λάβουν από κοινού απόφαση εντός δύο μηνών από την παραλαβή της εν λόγω αξιολόγησης. Η κοινή απόφαση είναι δεόντως τεκμηριωμένη και αιτιολογημένη. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί την κοινή απόφαση στη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή στη μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών. Σε περίπτωση διαφωνίας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν προβαίνει στη λήψη απόφασης και παραπέμπει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός μηνός από την παραλαβή της παραπομπής στην ΕΑΤ. Οι εκάστοτε αρμόδιες αρχές λαμβάνουν κοινή απόφαση σε συμφωνία με την απόφαση της ΕΑΤ. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της δίμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης. 9. Στην περίπτωση μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, εφόσον η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών είναι διαφορετική από τον συντονιστή που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, απαιτείται η συγκατάθεση του συντονιστή για τους σκοπούς των αποφάσεων ή των κοινών αποφάσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 3, 4, 6 και 7 του παρόντος άρθρου, κατά περίπτωση. Εφόσον απαιτείται η συγκατάθεση του συντονιστή, οι διαφωνίες παραπέμπονται στη σχετική Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή, δηλαδή την ΕΑΤ ή την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) (EIOPA), που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*3), η οποία αποφασίζει εντός μηνός από την παραλαβή της παραπομπής. Οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο δεν θίγει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην οδηγία 2002/87/ΕΚ ή την οδηγία 2009/138/ΕΚ. 10. Εφόσον η έγκριση χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σύμφωνα με το παρόν άρθρο έχει απορριφθεί, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει τον αιτούντα για την απόφαση και το σκεπτικό της εντός τετραμήνου από την παραλαβή της αίτησης ή, εφόσον η αίτηση είναι ελλιπής, εντός τετραμήνου από την παραλαβή του συνόλου των πληροφοριών που απαιτούνται για την απόφαση. Σε κάθε περίπτωση, εκδίδεται απόφαση χορήγησης ή άρνησης έγκρισης εντός έξι μηνών από την παραλαβή της αίτησης. Η άρνηση μπορεί να συνοδεύεται, εφόσον απαιτείται, από οποιοδήποτε εκ των μέτρων της παραγράφου 6. Άρθρο 21β Ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση 1. Δύο ή περισσότερα ιδρύματα εγκατεστημένα στην Ένωση, τα οποία αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου τρίτης χώρας, έχουν μία μόνο ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση η οποία είναι εγκατεστημένη στην Ένωση. 2. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέπουν στα ιδρύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 να έχουν δύο ενδιάμεσες ενωσιακές μητρικές επιχειρήσεις εάν διαπιστώσουν ότι η εγκατάσταση μίας μόνο ενδιάμεσης ενωσιακής μητρικής επιχείρησης:
3. Η ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση είναι πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 8 ή χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών η οποία έχει λάβει έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 21α. Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, εάν κανένα από τα ιδρύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα ή εάν η δεύτερη ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση πρέπει να συσταθεί σε σχέση με επενδυτικές δραστηριότητες, προκειμένου να συμμορφωθεί με υποχρεωτική απαίτηση, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση ή η δεύτερη ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση μπορεί να είναι επιχείρηση επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και η οποία υπόκειται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ. 4. Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 δεν εφαρμόζονται όταν η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού του ομίλου τρίτης χώρας στην Ένωση είναι χαμηλότερη από 40 δισεκατομμύρια EUR. 5. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού του ομίλου τρίτης χώρας στην Ένωση είναι το άθροισμα των ακολούθων:
6. Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στην ΕΑΤ τις ακόλουθες πληροφορίες για κάθε όμιλο τρίτης χώρας που λειτουργεί στη δικαιοδοσία τους:
7. Η ΕΑΤ δημοσιεύει στον διαδικτυακό τόπο της κατάλογο όλων των ομίλων τρίτης χώρας που δραστηριοποιούνται στην Ένωση και της οικείας ενδιάμεσης ενωσιακής μητρικής επιχείρησης ή των ενδιάμεσων ενωσιακών μητρικών επιχειρήσεων, κατά περίπτωση. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι κάθε ίδρυμα που υπάγεται στη δικαιοδοσία τους και ανήκει σε όμιλο τρίτης χώρας πληροί μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
8. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι όμιλοι τρίτης χώρας που λειτουργούν μέσω περισσότερων του ενός ιδρυμάτων στην Ένωση και με συνολική αξία στοιχείων ενεργητικού ίση ή μεγαλύτερη από 40 δισεκατομμύρια EUR στις 27 Ιουνίου 2019 έχουν ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση ή, αν ισχύει η παράγραφος 2, δύο ενδιάμεσες ενωσιακές μητρικές επιχειρήσεις έως τις 30 Δεκεμβρίου 2023. 9. Έως τις 30 Δεκεμβρίου 2026 η Επιτροπή, κατόπιν διαβούλευσης με την ΕΑΤ, επανεξετάζει τις απαιτήσεις που επιβάλλει στα ιδρύματα το παρόν άρθρο και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Η εν λόγω έκθεση εξετάζει τουλάχιστον:
10. Έως τις 28 Ιουνίου 2021, η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή με θέμα την αντιμετώπιση των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας βάσει του εθνικού δικαίου των κρατών μελών. Η εν λόγω έκθεση εξετάζει τουλάχιστον:
Αν κριθεί σκόπιμο, η Επιτροπή υποβάλλει νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, με βάση τις συστάσεις της ΕΑΤ. (*3) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48)." (*4) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).»." |
10) |
Στο άρθρο 23 παράγραφος 1, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
11) |
Το άρθρο 47 τροποποιείται ως εξής:
|
12) |
Το άρθρο 56 τροποποιείται ως εξής:
|
13) |
Στο άρθρο 57 παράγραφος 1, η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 53, 54 και 55, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στις αρμόδιες αρχές και τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την επίβλεψη:», |
14) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 58α Διαβίβαση πληροφοριών σε διεθνείς οργανισμούς 1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 53 παράγραφος 1 και του άρθρου 54, οι αρμόδιες αρχές δύνανται, υπό την επιφύλαξη των όρων των παραγράφων 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου, να διαβιβάζουν ή να ανταλλάσσουν ορισμένες πληροφορίες με τους ακόλουθους φορείς:
2. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ανταλλάσσουν εμπιστευτικές πληροφορίες μόνο ύστερα από ρητό αίτημα του σχετικού φορέα, εφόσον πληρούνται τουλάχιστον οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
3. Εφόσον το αίτημα υποβάλλεται από οποιαδήποτε από τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να διαβιβάζουν μόνο συγκεντρωτικά ή ανωνυμοποιημένα στοιχεία και δύνανται να ανταλλάσσουν άλλες πληροφορίες μόνο στις εγκαταστάσεις της αρμόδιας αρχής. 4. Στον βαθμό που η γνωστοποίηση πληροφοριών αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τον αιτούντα φορέα συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*6). (*6) Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).»." |
15) |
Στο άρθρο 63 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο: «Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαιτούν την αντικατάσταση προσώπου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, εάν το εν λόγω πρόσωπο παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του πρώτου εδαφίου.». |
16) |
Το άρθρο 64 τροποποιείται ως εξής:
|
17) |
Στο άρθρο 66 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:
|
18) |
Στο άρθρο 67 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:
|
19) |
Το άρθρο 74 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 74 Εσωτερική διακυβέρνηση και σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης 1. Τα ιδρύματα θεσπίζουν άρτιες ρυθμίσεις διακυβέρνησης, οι οποίες περιλαμβάνουν σαφή οργανωτική διάρθρωση με σαφώς καθορισμένες, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνουν ή ενδέχεται να αναλάβουν, επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων των κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών, καθώς και πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που συνάδουν προς τις αρχές της ορθής και αποτελεσματικής διαχείρισης κινδύνων και τις προωθούν. Οι πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο είναι ουδέτερες ως προς το φύλο. 2. Οι ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου είναι εκτενή και αναλογικά προς τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που ενέχουν το επιχειρηματικό μοντέλο και οι δραστηριότητες του ιδρύματος. Λαμβάνονται υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που ορίζονται στα άρθρα 76 έως 95. 3. Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, λαμβάνοντας υπόψη την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου. Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σχετικά με τις ουδέτερες ως προς το φύλο πολιτικές αποδοχών για τα ιδρύματα. Εντός δύο ετών από την ημερομηνία δημοσίευσης των κατευθυντήριων γραμμών που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο και με βάση τις πληροφορίες που συλλέγουν οι αρμόδιες αρχές, η ΕΑΤ εκδίδει έκθεση με θέμα την εφαρμογή ουδέτερων ως προς το φύλο πολιτικών αποδοχών από τα ιδρύματα.». |
20) |
Στο άρθρο 75, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Οι αρμόδιες αρχές συλλέγουν τις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με τα κριτήρια για δημοσιοποίηση που ορίζονται στο άρθρο 450 παράγραφος 1 στοιχεία ζ), η), θ) και ια) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και τις πληροφορίες που παρέχουν τα ιδρύματα σχετικά με τη διαφορά αποδοχών μεταξύ των φύλων, και χρησιμοποιούν τις εν λόγω πληροφορίες για τη συγκριτική αξιολόγηση των τάσεων και των πρακτικών ως προς τις αποδοχές. Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν αυτές τις πληροφορίες στην ΕΑΤ.». |
21) |
Το άρθρο 84 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 84 Κίνδυνος επιτοκίου από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών 1. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα εφαρμόζουν εσωτερικά συστήματα και χρησιμοποιούν την τυποποιημένη μεθοδολογία ή την απλουστευμένη τυποποιημένη μεθοδολογία για τον εντοπισμό, την εκτίμηση, τη διαχείριση και τον μετριασμό των κινδύνων που προκύπτουν από δυνητικές μεταβολές επιτοκίων που επηρεάζουν τόσο την οικονομική αξία των μετοχών όσο και τα καθαρά έσοδα από τόκους από τις δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών του ιδρύματος. 2. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα εφαρμόζουν συστήματα για την εκτίμηση και την παρακολούθηση των κινδύνων που προκύπτουν από δυνητικές μεταβολές πιστωτικών περιθωρίων που επηρεάζουν τόσο την οικονομική αξία των μετοχών, όσο και τα καθαρά έσοδα από τόκους από τις δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών του ιδρύματος. 3. Μια αρμόδια αρχή δύναται να απαιτεί από ίδρυμα να χρησιμοποιεί την τυποποιημένη μεθοδολογία που αναφέρεται στην παράγραφο 1, όταν τα εσωτερικά συστήματα που εφαρμόζει αυτό το ίδρυμα για τον σκοπό αξιολόγησης των κινδύνων που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο δεν είναι ικανοποιητικά. 4. Μια αρμόδια αρχή δύναται να απαιτεί από μικρό και μη πολύπλοκο ίδρυμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 145) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, να χρησιμοποιεί την τυποποιημένη μεθοδολογία, εφόσον κρίνει ότι η απλουστευμένη τυποποιημένη μεθοδολογία δεν επαρκεί για την αποτύπωση του κινδύνου επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών του εν λόγω ιδρύματος. 5. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, μια τυποποιημένη μεθοδολογία που μπορούν να χρησιμοποιούν τα ιδρύματα για τον σκοπό της αξιολόγησης των κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένης της απλουστευμένης τυποποιημένης μεθοδολογίας για τα μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 145) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η οποία είναι κατ' ελάχιστον εξίσου συντηρητική με την τυποποιημένη μεθοδολογία. Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2020. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. 6. Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές που διευκρινίζουν τα κριτήρια για:
Η ΕΑΤ εκδίδει τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές έως τις 28 Ιουνίου 2020.». |
22) |
Στο άρθρο 85, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα εφαρμόζουν πολιτικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση και τη διαχείριση των ανοιγμάτων σε λειτουργικό κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένων του κινδύνου υποδείγματος και των κινδύνων που απορρέουν από την εξωτερική ανάθεση, και για την κάλυψη του κινδύνου που απορρέει από γεγονότα με χαμηλή συχνότητα και σοβαρές επιπτώσεις. Τα ιδρύματα διατυπώνουν με σαφήνεια τι συνιστά λειτουργικό κίνδυνο για τους σκοπούς των εν λόγω πολιτικών και διαδικασιών.». |
23) |
Στο άρθρο 88 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο: «Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα δεδομένα σχετικά με δάνεια προς τα μέλη του διοικητικού οργάνου και τα συνδεδεμένα μέρη τους είναι δεόντως τεκμηριωμένα και τίθενται στη διάθεση των αρμοδίων αρχών κατόπιν αιτήματος. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, με τον όρο “συνδεδεμένο μέρος” νοείται:
|
24) |
Στο άρθρο 89, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος: «6. Έως την 1η Ιανουαρίου 2021, η Επιτροπή, έπειτα από διαβούλευση με την ΕΑΤ, την ΕΑΑΕΣ και την ΕΑΚΑΑ, εξετάζει κατά πόσο οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) έως στ) εξακολουθούν να είναι επαρκείς, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη προηγούμενες εκτιμήσεις επιπτώσεων, διεθνείς συμφωνίες και νομοθετικές εξελίξεις στην Ένωση, και κατά πόσο μπορούν να προστεθούν περαιτέρω σχετικές απαιτήσεις για πληροφορίες στην παράγραφο 1. Έως τις 30 Ιουνίου 2021, η Επιτροπή, βάσει της διαβούλευσης με την ΕΑΤ, την ΕΑΑΕΣ και την ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εκτίμηση που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, υποβάλλει νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.». |
25) |
Το άρθρο 91 τροποποιείται ως εξής:
|
26) |
Το άρθρο 92 τροποποιείται ως εξής:
|
27) |
Το άρθρο 94 τροποποιείται ως εξής:
|
28) |
το άρθρο 97 τροποποιείται ως εξής:
|
29) |
Το άρθρο 98 τροποποιείται ως εξής:
|
30) |
Στο άρθρο 99 παράγραφος 2, το στοιχείο β) διαγράφεται. |
31) |
Το άρθρο 103 διαγράφεται. |
32) |
Το άρθρο 104 τροποποιείται ως εξής:
|
33) |
Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα: «Άρθρο 104α Πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων 1. Οι αρμόδιες αρχές επιβάλλουν την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) εάν, βάσει των ελέγχων που διενεργούνται σύμφωνα με τα άρθρα 97 και 101, διαπιστώνουν οποιαδήποτε από τις ακόλουθες καταστάσεις για ένα επιμέρους ίδρυμα:
Οι αρμόδιες αρχές επιβάλλουν την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) μόνο για την κάλυψη των κινδύνων που αντιμετωπίζουν μεμονωμένα ιδρύματα λόγω των δραστηριοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένων όσων αντικατοπτρίζουν τις επιπτώσεις ορισμένων οικονομικών εξελίξεων και εξελίξεων της αγοράς στα χαρακτηριστικά κινδύνου επιμέρους ιδρύματος. 2. Για τους σκοπούς του στοιχείου α) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, οι κίνδυνοι ή τα στοιχεία κινδύνου θεωρούνται ότι δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο τρίτο, τέταρτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 μόνο όταν τα ποσά, τα είδη και η κατανομή των κεφαλαίων που κρίνονται επαρκή από την αρμόδια αρχή λαμβανομένης υπόψη της εποπτικής επανεξέτασης της εκτίμησης που διενεργείται από τα ιδρύματα σύμφωνα με το άρθρο 73 πρώτο εδάφιο της παρούσας οδηγίας, είναι υψηλότερα από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο τρίτο, τέταρτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402. Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά κινδύνου κάθε επιμέρους ιδρύματος, τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται το ίδρυμα, μεταξύ άλλων:
Στον βαθμό που οι κίνδυνοι ή τα στοιχεία κινδύνων υπόκεινται σε μεταβατικές ρυθμίσεις ή διατάξεις αποδοχής του προϋφιστάμενου καθεστώτος της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, δεν θεωρούνται κίνδυνοι ή στοιχεία τέτοιων κινδύνων που ενδέχεται να υποτιμώνται παρά τη συμμόρφωση προς τις ισχύουσες απαιτήσεις που ορίζονται στο τρίτο, τέταρτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402. Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, τα κεφάλαια που θεωρούνται επαρκή καλύπτουν όλους τους κινδύνους ή τα στοιχεία κινδύνων που προσδιορίζονται ως σημαντικοί σύμφωνα με την αξιολόγηση που ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου οι οποίοι δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο τρίτο, τέταρτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402. Κίνδυνος επιτοκίου που προκύπτει από θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών μπορεί να θεωρηθεί σημαντικός τουλάχιστον στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 98 παράγραφος 5, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές, κατά την εκτέλεση του ελέγχου και της αξιολόγησης, καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η διαχείριση από το ίδρυμα του κινδύνου επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών είναι επαρκής και ότι το ίδρυμα δεν είναι υπερβολικά εκτεθειμένο στον κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών. 3. Όταν απαιτούνται πρόσθετα ίδια κεφάλαια για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτονται επαρκώς από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν το επίπεδο των πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται βάσει του στοιχείου α) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ως τη διαφορά μεταξύ του κεφαλαίου που κρίνεται ότι επαρκεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και των σχετικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο τρίτο και τέταρτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402. Όταν απαιτούνται πρόσθετα ίδια κεφάλαια για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν το επίπεδο των πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται βάσει του στοιχείου α) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ως τη διαφορά μεταξύ του κεφαλαίου που κρίνεται ότι επαρκεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και των σχετικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο τρίτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. 4. Το ίδρυμα συμμορφώνεται προς την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων την οποία επιβάλλει η αρμόδια αρχή βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) με ίδια κεφάλαια που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, η αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτήσει από το ίδρυμα να πληροί την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων με υψηλότερο ποσοστό κεφαλαίου της κατηγορίας 1 ή κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, όπου χρειάζεται και λαμβανομένων υπόψη των ειδικών συνθηκών του ιδρύματος. Ίδια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας και επιβάλλεται από τις αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη οποιουδήποτε εκ των ακολούθων:
Ίδια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας και επιβάλλεται από τις αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη οποιουδήποτε εκ των ακολούθων:
5. Η αρμόδια αρχή αιτιολογεί δεόντως γραπτώς προς κάθε όργανο την απόφαση της επιβολής πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α), τουλάχιστον παρέχοντας σαφή εικόνα για την πλήρη εκτίμηση των στοιχείων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 4 του παρόντος άρθρου. Η εν λόγω αιτιολόγηση περιλαμβάνει, στην περίπτωση που προβλέπεται στο στοιχείο ε) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ειδική έκθεση των λόγων για τους οποίους η επιβολή καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια δεν θεωρείται πλέον επαρκής. Άρθρο 104β Καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια 1. Σύμφωνα με τις στρατηγικές και τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 73, τα ιδρύματα καθορίζουν το εσωτερικό τους κεφάλαιο σε κατάλληλο επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που επαρκεί ώστε να καλύπτονται όλοι οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται ένα ίδρυμα και να διασφαλίζεται ότι τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος μπορούν να απορροφήσουν δυνητικές ζημιές που απορρέουν από σενάρια ακραίων καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένων όσων προσδιορίζονται σύμφωνα με τις εποπτικές προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 100. 2. Οι αρμόδιες αρχές επανεξετάζουν τακτικά το επίπεδο του εσωτερικού κεφαλαίου που καθορίζεται από κάθε ίδρυμα, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου στο πλαίσιο των ελέγχων και των αξιολογήσεων που διενεργούνται σύμφωνα με τα άρθρα 97 και 101, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 100. Σύμφωνα με την εν λόγω επανεξέταση, οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν για κάθε ίδρυμα το συνολικό επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων που κρίνουν κατάλληλο. 3. Οι αρμόδιες αρχές ανακοινώνουν στα ιδρύματα την καθοδήγησή τους ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια. Τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια τα οποία αφορά η καθοδήγηση είναι τα ίδια κεφάλαια που υπερβαίνουν το σχετικό ποσό των ιδίων κεφαλαίων που απαιτείται σύμφωνα με το τρίτο, τέταρτο και έβδομο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και το άρθρο 128 σημείο 6) της παρούσας οδηγίας ή σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 1α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, κατά περίπτωση, τα οποία είναι αναγκαία για την επίτευξη του συνολικού επιπέδου των ιδίων κεφαλαίων που θεωρείται κατάλληλο από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου. 4. Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου ειδικά για κάθε ίδρυμα. Η καθοδήγηση μπορεί να καλύπτει κινδύνους οι οποίοι αντιμετωπίζονται από την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) μόνο στον βαθμό που καλύπτει πτυχές των κινδύνων αυτών οι οποίες δεν καλύπτονται ήδη βάσει της εν λόγω απαίτησης. 5. Ίδια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που ανακοινώνεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη οποιουδήποτε εκ των ακολούθων:
Ίδια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που ανακοινώνεται βάσει της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης δεν χρησιμοποιούνται με σκοπό την κάλυψη της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που ορίζεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, της απαίτησης του άρθρου 104α της παρούσας οδηγίας που επιβάλλεται από τις αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης και της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. 6. Η μη κάλυψη της καθοδήγησης που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, όταν ένα ίδρυμα πληροί τις σχετικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων του τρίτου, τέταρτου και έβδομου μέρους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και του κεφαλαίου 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, τη σχετική πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας και, κατά περίπτωση, τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας ή την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δεν συνεπάγεται την εφαρμογή των περιορισμών του άρθρου 141 ή 141β της παρούσας οδηγίας. Άρθρο 104γ Συνεργασία με τις αρχές εξυγίανσης Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στις σχετικές αρχές εξυγίανσης την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλεται σε ιδρύματα βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και κάθε καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που ανακοινώνεται σε ιδρύματα σύμφωνα με το άρθρο 104β παράγραφος 3. (*7) Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με τη θέσπιση γενικού πλαισίου για την τιτλοποίηση και σχετικά με τη δημιουργία ειδικού πλαισίου για απλή, διαφανή και τυποποιημένη τιτλοποίηση και σχετικά με την τροποποίηση των οδηγιών 2009/65/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ και 2011/61/ΕΕ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 347 της 28.12.2017, σ. 35).»." |
34) |
Στο άρθρο 105, το στοιχείο δ) διαγράφεται. |
35) |
Στο άρθρο 108, η παράγραφος 3 διαγράφεται. |
36) |
Το άρθρο 109 τροποποιείται ως εξής:
|
37) |
Το άρθρο 111 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 111 Καθορισμός της αρχής ενοποιημένης εποπτείας 1. Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος ή μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που εποπτεύει το εν λόγω μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στο κράτος μέλος ή το εν λόγω μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ σε ατομική βάση. Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην ΕΕ και καμία από τις θυγατρικές της δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που εποπτεύει την εν λόγω μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στο κράτος μέλος ή την εν λόγω μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην ΕΕ σε ατομική βάση. Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην ΕΕ και τουλάχιστον μία εκ των θυγατρικών της είναι πιστωτικό ίδρυμα, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος ή, όταν υπάρχουν περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα, του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού. 2. Όταν το μητρικό ίδρυμα είναι μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που εποπτεύει το ίδρυμα σε ατομική βάση. 3. Όταν δύο ή περισσότερα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση έχουν την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από:
4. Όταν απαιτείται ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 3 ή 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού ή, όταν ο όμιλος δεν περιλαμβάνει πιστωτικό ίδρυμα, από την αρμόδια αρχή της επιχείρησης επενδύσεων με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού. 5. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 τρίτο εδάφιο, από την παράγραφο 3 στοιχείο β) και από την παράγραφο 4, όταν μια αρμόδια αρχή εποπτεύει σε ατομική βάση περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα εντός ομίλου, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι η αρμόδια αρχή που εποπτεύει σε ατομική βάση ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα εντός του ομίλου, όταν το άθροισμα των συνόλων ισολογισμού των εν λόγω εποπτευόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων είναι μεγαλύτερο από αυτό των πιστωτικών ιδρυμάτων που εποπτεύονται σε ατομική βάση από οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3 στοιχείο γ), όταν η αρμόδια αρχή εποπτεύει σε ατομική βάση περισσότερες από μία επιχειρήσεις επενδύσεων εντός ομίλου, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι η αρμόδια αρχή που εποπτεύει σε ατομική βάση μία ή περισσότερες επιχειρήσεις επενδύσεων εντός του ομίλου με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού συγκεντρωτικά. 6. Σε ειδικές περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να μην εφαρμόσουν, με κοινή συμφωνία, τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 3 και 4 και να αναθέσουν σε διαφορετική αρμόδια αρχή την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, όταν η εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων δεν θα ήταν εν προκειμένω σκόπιμη, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων ιδρυμάτων και της σχετικής σημασίας των δραστηριοτήτων τους στα οικεία κράτη μέλη, ή της ανάγκης να εξασφαλιστεί η συνέχεια της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση από την ίδια αρμόδια αρχή. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό ίδρυμα, η εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, η εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή το ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, κατά περίπτωση, έχει δικαίωμα ακρόασης πριν από τη λήψη της απόφασης από τις αρμόδιες αρχές. 7. Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν αμελλητί στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ τις συμφωνίες που υπάγονται στην παράγραφο 6.». |
38) |
Το άρθρο 113 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 113 Κοινές αποφάσεις για τις ειδικές για κάθε ίδρυμα απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας 1. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι αρμόδιες αρχές που ευθύνονται για την εποπτεία των θυγατρικών ενός εγκατεστημένου στην ΕΕ μητρικού ιδρύματος ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών πράττουν ό,τι είναι δυνατό προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση όσον αφορά τα εξής:
2. Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 λαμβάνονται:
Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου λαμβάνουν, επίσης, δεόντως υπόψη την εκτίμηση κινδύνου των θυγατρικών που διενεργείται από τις συναφείς αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 73, 97, 104α και 104β. Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) παρουσιάζονται σε έγγραφα που περιέχουν πλήρη αιτιολόγηση που θα δοθεί στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Σε περίπτωση διαφωνίας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας συμβουλεύεται την ΕΑΤ κατόπιν αιτήματος οποιασδήποτε άλλης ενδιαφερόμενης αρμόδιας αρχής. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί, επίσης, να συμβουλευτεί την ΕΑΤ με δική της πρωτοβουλία. 3. Αν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός των χρονικών περιόδων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 73, 86 και 97, του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και των άρθρων 104β και 105 της παρούσας οδηγίας λαμβάνεται σε ενοποιημένη βάση από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας έπειτα από τη δέουσα συνεκτίμηση της αξιολόγησης κινδύνου για τις θυγατρικές που έχει πραγματοποιηθεί από τις συναφείς αρμόδιες αρχές. Αν, κατά τη λήξη των χρονικών περιόδων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Οι χρονικές περίοδοι που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου θεωρούνται οι περίοδοι συμβιβασμού κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός από την παραλαβή της παραπομπής στην ΕΑΤ. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης. Η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 73, 86 και 97, του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και των άρθρων 104β και 105 της παρούσας οδηγίας λαμβάνεται από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των θυγατρικών ενός εγκατεστημένου στην ΕΕ μητρικού πιστωτικού ιδρύματος ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση, έπειτα από τη δέουσα εξέταση των απόψεων και των επιφυλάξεων που διατυπώθηκαν από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Αν στο τέλος οποιασδήποτε από τις περιόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρμόδια αρχή αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει τυχόν απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού και στη συνέχεια λαμβάνει απόφαση που συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ. Οι χρονικές περίοδοι που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου θεωρούνται οι περίοδοι συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός από την παραλαβή της παραπομπής στην ΕΑΤ. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης. Οι αποφάσεις παρουσιάζονται σε έγγραφο που περιέχει πλήρη αιτιολόγηση και λαμβάνει υπόψη την εκτίμηση κινδύνου, τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμόδιων αρχών, όπως αυτές εκφράστηκαν κατά τις χρονικές περιόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Το έγγραφο υποβάλλεται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας σε όλες τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές και στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ. Σε περίπτωση που έχει ληφθεί η γνώμη της ΕΑΤ, όλες οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τις συστάσεις της και εξηγούν τυχόν ουσιώδη απόκλιση από αυτές. 4. Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές, όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3, αναγνωρίζονται ως καθοριστικές και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου επικαιροποιούνται σε ετήσια βάση ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ, ή μιας εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή εγκατεστημένης στην ΕΕ μητρικής μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών υποβάλλει γραπτό και πλήρως αιτιολογημένο αίτημα προς την αρχή ενοποιημένης εποπτείας προκειμένου να επικαιροποιήσει την απόφαση για την εφαρμογή του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και των άρθρων 104β και 105. Στις εν λόγω εξαιρετικές περιπτώσεις, η επικαιροποίηση μπορεί να αντιμετωπίζεται σε διμερή βάση μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και της αιτούσας αρμόδιας αρχής. 5. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να διασφαλίσει ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της διαδικασίας κοινής απόφασης στην οποία αναφέρεται το παρόν άρθρο, όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 73, 86 και 97, του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) και των άρθρων 104β και 105 με σκοπό τη διευκόλυνση της λήψης κοινών αποφάσεων. Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Ιουλίου 2014. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.». |
39) |
Στο άρθρο 115, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος: «3. Όταν η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι διαφορετική από την αρμόδια αρχή στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η οποία έχει λάβει έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 21α, οι ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου συνάπτονται επίσης με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η μητρική επιχείρηση.». |
40) |
Το άρθρο 116 τροποποιείται ως εξής:
|
41) |
Στο άρθρο 117, προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι: «5. Οι αρμόδιες αρχές, οι μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών και οι αρχές στις οποίες έχει ανατεθεί το δημόσιο καθήκον της εποπτείας των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημεία 1) και 2) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, ως προς τη συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία, συνεργάζονται στενά στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους και διαβιβάζουν μεταξύ τους τις απαραίτητες πληροφορίες για τα αντίστοιχα καθήκοντά τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, υπό την προϋπόθεση ότι η συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών δεν επηρεάζουν διεξαγόμενη έρευνα, διερεύνηση ή διαδικασία σύμφωνα με το ποινικό ή διοικητικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η αρμόδια αρχή, η μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών ή η αρχή στην οποία έχει ανατεθεί το δημόσιο καθήκον της εποπτείας των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημεία 1) και 2) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849. Η ΕΑΤ μπορεί να συνδράμει τις αρμόδιες αρχές στην περίπτωση διαφωνίας σχετικά με το συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων δυνάμει του παρόντος άρθρου ιδία πρωτοβουλία, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. 6. Έως την 1η Ιανουαρίου 2020, η ΕΑΤ δημοσιεύει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, διευκρινίζοντας τον τρόπο της συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρχών που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, ιδίως όσον αφορά τις διασυνοριακές ομάδες και στο πλαίσιο του εντοπισμού σοβαρών παραβιάσεων των κανόνων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.». |
42) |
Στο άρθρο 119, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 21α, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα μέτρα που ενδεχομένως απαιτούνται για την υπαγωγή των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών σε ενοποιημένη εποπτεία.». |
43) |
Στο άρθρο 120, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Σε περίπτωση που μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και δυνάμει της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τους κινδύνους, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας δύναται, κατόπιν συμφωνίας με τον επόπτη του ομίλου στον ασφαλιστικό τομέα, να εφαρμόσει στην εν λόγω μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών μόνον τις διατάξεις της οδηγίας όσον αφορά τον πλέον σημαντικό χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ.». |
44) |
Στο άρθρο 125 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο: «Όταν, σύμφωνα με το άρθρο 111 της παρούσας οδηγίας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενός ομίλου με μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών είναι διαφορετική από τον συντονιστή που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και ο συντονιστής συνεργάζονται με σκοπό την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένη βάση. Προκειμένου να διευκολυνθεί και να καταστεί αποτελεσματική η συνεργασία, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και ο συντονιστής συνάπτουν γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας.». |
45) |
Στο άρθρο 128, παρεμβάλλονται τα ακόλουθα εδάφια μετά το πρώτο εδάφιο: «Τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, το οποίο τηρείται προκειμένου να πληρούνται η συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που προβλέπεται στο σημείο 6) του πρώτου εδαφίου του παρόντος άρθρου, οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις του άρθρου 92 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 104α της παρούσας οδηγίας για την αντιμετώπιση άλλων κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης και την καθοδήγηση που κοινοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 104β παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης. Τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το οποίο τηρείται προκειμένου να πληρούται ένα εκ των στοιχείων της οικείας συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ώστε να πληρούν άλλα εφαρμοστέα στοιχεία της οικείας συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας. Τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το οποίο τηρείται προκειμένου να πληρούται η συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που αναφέρεται στο σημείο 6) του πρώτου εδαφίου του παρόντος άρθρου, ώστε να πληρούν τις βάσει κινδύνου συνιστώσες των απαιτήσεων των άρθρων 92α και 92β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και των άρθρων 45γ και 45δ της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.». |
46) |
Τα άρθρα 129 και 130 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 129 Απαιτήσεις τήρησης αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου 1. Πέραν του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρείται για την εκπλήρωση οποιασδήποτε από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων του άρθρου 92 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα να τηρούν απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ίσο με το 2,5 % του συνολικού ποσού ανοιγμάτων τους σε κίνδυνο υπολογισμένο σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, σε ατομική και ενοποιημένη βάση, όπως εφαρμόζεται σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος II του εν λόγω κανονισμού. 2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, κράτος μέλος δύναται να εξαιρεί μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις επενδύσεων από τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις της παραγράφου 1, εφόσον η εξαίρεση αυτή δεν απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος του εν λόγω κράτους μέλους. Οι αποφάσεις σχετικά με την εφαρμογή της εξαίρεσης του πρώτου εδαφίου είναι πλήρως αιτιολογημένες, εξηγούν για ποιους λόγους η εξαίρεση δεν απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος του κράτους μέλους και περιέχουν τον ακριβή ορισμό των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων επενδύσεων οι οποίες πρόκειται να εξαιρεθούν. Το κράτος μέλος που αποφασίζει να εφαρμόσει την εξαίρεση του πρώτου εδαφίου το γνωστοποιεί στο ΕΣΣΚ. Το ΕΣΣΚ προωθεί τις εν λόγω γνωστοποιήσεις χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών. 3. Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη ορίζουν αρχή υπεύθυνη για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Η εν λόγω αρχή είναι είτε η αρμόδια είτε η εντεταλμένη αρχή. 4. Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, οι επιχειρήσεις επενδύσεων καταχωρίζονται ως μικρές ή μεσαίες σύμφωνα με τη σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής (*8). 5. Αν κάποιο ίδρυμα δεν τηρεί πλήρως την απαίτηση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, του επιβάλλονται οι περιορισμοί της διανομής κερδών που αναφέρονται στο άρθρο 141 παράγραφοι 2 και 3. Άρθρο 130 Απαίτηση τήρησης αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα 1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα να τηρούν αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας ειδικά για κάθε ίδρυμα, ίσο με το συνολικό ποσό ανοιγμάτων τους σε κίνδυνο υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και πολλαπλασιαζόμενο με τον σταθμισμένο μέσο όρο των ποσοστών αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 140 της παρούσας οδηγίας σε ατομική και ενοποιημένη βάση, όπως εφαρμόζεται σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος II του εν λόγω κανονισμού. Το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας συνίσταται σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1. 2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, κράτος μέλος δύναται να εξαιρεί μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις επενδύσεων από τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις της παραγράφου 1, εφόσον η εξαίρεση αυτή δεν απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος του εν λόγω κράτους μέλους. Οι αποφάσεις σχετικά με την εφαρμογή της εξαίρεσης του πρώτου εδαφίου είναι πλήρως αιτιολογημένες, εξηγούν για ποιους λόγους η εξαίρεση δεν απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος του κράτους μέλους και περιέχουν τον ακριβή ορισμό των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων επενδύσεων οι οποίες πρόκειται να εξαιρεθούν. Το κράτος μέλος που αποφασίζει να εφαρμόσει την εξαίρεση του πρώτου εδαφίου το γνωστοποιεί στο ΕΣΣΚ. Το ΕΣΣΚ προωθεί τις εν λόγω γνωστοποιήσεις χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών. 3. Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη ορίζουν αρχή υπεύθυνη για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Η εν λόγω αρχή είναι είτε η αρμόδια είτε η εντεταλμένη αρχή. 4. Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, οι επιχειρήσεις επενδύσεων καταχωρίζονται ως μικρές και μεσαίες σύμφωνα με τη σύσταση 2003/361/ΕΚ. 5. Αν κάποιο ίδρυμα δεν τηρεί πλήρως την απαίτηση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, του επιβάλλονται οι περιορισμοί της διανομής κερδών που αναφέρονται στο άρθρο 141 παράγραφοι 2 και 3. (*8) Σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36).»." |
47) |
Το άρθρο 131 τροποποιείται ως εξής:
|
48) |
Το άρθρο 132 διαγράφεται. |
49) |
Τα άρθρα 133 και 134 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 133 Απαιτήσεις τήρησης αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου 1. Κάθε κράτος μέλος δύναται να εισαγάγει απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου από κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 για τον χρηματοπιστωτικό τομέα ή για ένα ή περισσότερα υποσύνολα του εν λόγω τομέα σε όλα ή σε υποσύνολο ανοιγμάτων, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, ώστε να αποτρέπονται και να μετριάζονται οι μακροπροληπτικοί ή συστημικοί κίνδυνοι που δεν καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και από τα άρθρα 130 και 131 της παρούσας οδηγίας, κατά την έννοια κινδύνου διαταραχής του χρηματοοικονομικού συστήματος με πιθανότητα σοβαρών αρνητικών επιπτώσεων για το χρηματοοικονομικό σύστημα και την πραγματική οικονομία σε συγκεκριμένο κράτος μέλος. 2. Τα ιδρύματα υπολογίζουν το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου ως εξής:
όπου: BSR = το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου, rT = το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας που εφαρμόζεται στο συνολικό ποσό ανοιγμάτων σε κίνδυνο ενός ιδρύματος, ET = το συνολικό ποσό ανοιγμάτων σε κίνδυνο ενός ιδρύματος υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, i= ο δείκτης που δηλώνει το υποσύνολο των ανοιγμάτων και αναφέρεται στην παράγραφο 5, ri = το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας που εφαρμόζεται στο ποσό ανοιγμάτων σε κίνδυνο του υποσυνόλου ανοιγμάτων i και Ei = το ποσό ανοιγμάτων σε κίνδυνο ενός ιδρύματος για το υποσύνολο ανοιγμάτων i υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. 3. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη ορίζουν την αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για τον καθορισμό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου και τον προσδιορισμό των ανοιγμάτων και των υποσυνόλων ιδρυμάτων στα οποία εφαρμόζεται. Η εν λόγω αρχή είναι είτε η αρμόδια είτε η εντεταλμένη αρχή. 4. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η σχετική αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, δύναται να απαιτεί από τα ιδρύματα να τηρούν απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου από κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 υπολογιζόμενο σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, σε ατομική, ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τον τίτλο II του πρώτου μέρους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. 5. Το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου μπορεί να εφαρμόζεται στα εξής:
6. Η ΕΑΤ, κατόπιν διαβούλευσης με το ΕΣΣΚ, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, έως τις 30 Ιουνίου 2020, σχετικά με τους ενδεδειγμένους υποτομείς ανοιγμάτων στους οποίους η αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή δύναται να εφαρμόζει απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με το στοιχείο στ) της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου. 7. Ένα απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου εφαρμόζεται σε όλα τα ανοίγματα ή σε υποσύνολο ανοιγμάτων κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου όλων των ιδρυμάτων ή σε ένα ή περισσότερα υποσύνολα αυτών των ιδρυμάτων, για τα οποία είναι αρμόδιες οι αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και ορίζεται και αναπροσαρμόζεται σε πολλαπλάσια του 0,5 %. Είναι δυνατόν να εισαχθούν διαφορετικές απαιτήσεις για διαφορετικά υποσύνολα ιδρυμάτων και ανοιγμάτων. Το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν αντιμετωπίζει κινδύνους που καλύπτονται από τα άρθρα 130 και 131. 8. Η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, όταν απαιτεί την τήρηση αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου, συμμορφώνεται προς τα ακόλουθα:
9. Η αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, ειδοποιεί το ΕΣΣΚ πριν από τη δημοσίευση της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 13. Το ΕΣΣΚ προωθεί τις εν λόγω ειδοποιήσεις στην Επιτροπή, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών χωρίς καθυστέρηση. Όταν το ίδρυμα στο οποίο εφαρμόζονται ένα ή περισσότερα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου αποτελεί θυγατρική μητρικής εταιρείας εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή ειδοποιεί επίσης τις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους. Όταν ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου εφαρμόζεται σε ανοίγματα σε τρίτες χώρες, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, ειδοποιεί επίσης το ΕΣΣΚ. Το ΕΣΣΚ προωθεί τις εν λόγω ειδοποιήσεις χωρίς καθυστέρηση στις εποπτικές αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών. Οι εν λόγω ειδοποιήσεις καθορίζουν αναλυτικά:
Σε περίπτωση που η απόφαση να καθοριστεί ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου συνεπάγεται μείωση ή δεν συνεπάγεται αλλαγή σε σύγκριση με το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας που είχε καθοριστεί προηγουμένως, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, συμμορφώνεται μόνο με την παρούσα παράγραφο. 10. Όταν ο καθορισμός ή ανακαθορισμός ποσοστού ή ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου σε οποιαδήποτε κατηγορία ή υποκατηγορία ανοιγμάτων της παραγράφου 5 που υπόκειται σε ένα ή περισσότερα αποθέματα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν έχει ως αποτέλεσμα συνδυασμένο ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου υψηλότερο του 3 % για οποιοδήποτε από τα ανοίγματα αυτά, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, ειδοποιεί το ΕΣΣΚ σύμφωνα με την παράγραφο 9 ένα μήνα πριν από τη δημοσίευση της απόφασης της παραγράφου 13. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η αναγνώριση ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που ορίζει άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 134 δεν προσμετράται για το όριο του 3 %. 11. Όταν ο καθορισμός ή ανακαθορισμός ποσοστού ή ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου σε οποιαδήποτε κατηγορία ή υποκατηγορία ανοιγμάτων της παραγράφου 5 που υπόκειται σε ένα ή περισσότερα αποθέματα ασφαλείας συστημικού κινδύνου έχει ως αποτέλεσμα συνδυασμένο ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου υψηλότερο του 3 % και έως 5 %, για οποιοδήποτε από τα ανοίγματα αυτά, η αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή του κράτους μέλους που ορίζει το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας ζητεί στην ειδοποίηση που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 9 γνωμοδότηση της Επιτροπής. Η Επιτροπή γνωμοδοτεί εντός ενός μηνός από την παραλαβή της ειδοποίησης. Όταν η γνωμοδότηση της Επιτροπής είναι αρνητική, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, του κράτους μέλους που ορίζει το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου συμμορφώνεται με τη γνώμη αυτή ή αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν το πράττει. Όταν ένα ίδρυμα στο οποίο εφαρμόζονται ένα ή περισσότερα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου αποτελεί θυγατρική μητρικής εταιρείας εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή ζητεί στην ειδοποίηση που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 9 σύσταση από την Επιτροπή και το ΕΣΣΚ. Η Επιτροπή και το ΕΣΣΚ παρέχουν το καθένα τις οικείες συστάσεις εντός έξι μηνών από την παραλαβή της ειδοποίησης. Όταν οι αρχές της θυγατρικής και της μητρικής διαφωνούν ως προς το ποσοστό ή τα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που είναι εφαρμοστέα στο εν λόγω ίδρυμα και στην περίπτωση αρνητικής σύστασης τόσο της Επιτροπής όσο και του ΕΣΣΚ, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η απόφαση καθορισμού του ποσοστού ή των ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου για τα εν λόγω ανοίγματα αναστέλλεται έως ότου λάβει απόφαση η ΕΑΤ. 12. Όταν ο καθορισμός ή ανακαθορισμός ποσοστού ή ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου σε οποιαδήποτε κατηγορία ή υποκατηγορία ανοιγμάτων της παραγράφου 5 που υπόκειται σε ένα ή περισσότερα αποθέματα ασφαλείας συστημικού κινδύνου έχει ως αποτέλεσμα συνδυασμένο ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου άνω του 5 %, για οποιοδήποτε από τα ανοίγματα αυτά, η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, ζητεί την έγκριση της Επιτροπής πριν από την εφαρμογή του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου. Εντός έξι εβδομάδων από την παραλαβή της ειδοποίησης της παραγράφου 9 του παρόντος άρθρου, το ΕΣΣΚ παρέχει στην Επιτροπή γνώμη στην οποία εκτιμά αν το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου κρίνεται κατάλληλο. Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να παράσχει γνωμοδότηση στην Επιτροπή σχετικά με το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Εντός τριών μηνών από την παραλαβή της ειδοποίησης της παραγράφου 9, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την εκτίμηση του ΕΣΣΚ και της ΕΑΤ, κατά περίπτωση, και εφόσον είναι πεπεισμένη ότι το ποσοστό ή τα ποσοστά αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν προκαλούν δυσανάλογες δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοοικονομικού συστήματος άλλων κρατών μελών ή της Ένωσης συνολικά, σχηματίζοντας ή δημιουργώντας εμπόδιο στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, εκδίδει πράξη με την οποία εξουσιοδοτείται η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, να θεσπίσει το προτεινόμενο μέτρο. 13. Κάθε αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, ανακοινώνει τον καθορισμό ή τον ανακαθορισμό ενός ή περισσότερων ποσοστών αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου με δημοσίευση σε κατάλληλο ιστότοπο. Η εν λόγω δημοσίευση περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:
Όταν η αιτιολόγηση των πληροφοριών που αναφέρεται στο στοιχείο δ) του πρώτου εδαφίου θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, οι εν λόγω πληροφορίες δεν περιλαμβάνονται στη δημοσίευση. 14. Αν κάποιο ίδρυμα δεν τηρεί πλήρως την απαίτηση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, του επιβάλλονται οι περιορισμοί της διανομής κερδών που αναφέρονται στο άρθρο 141 παράγραφοι 2 και 3. Αν η εφαρμογή των περιορισμών της διανομής κερδών οδηγεί σε ανεπαρκή βελτίωση του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος υπό το πρίσμα του οικείου συστημικού κινδύνου, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να λαμβάνουν πρόσθετα μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 64. 15. Αν η αρμόδια ή η εντεταλμένη αρχή, κατά περίπτωση, αποφασίσει να καθορίσει το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου βάσει των ανοιγμάτων σε άλλα κράτη μέλη, το απόθεμα καθορίζεται στο ίδιο ποσοστό σε όλα τα ανοίγματα εντός της Ένωσης, εκτός αν το απόθεμα ασφαλείας καθορίζεται προκειμένου να αναγνωριστεί το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που έχει καθορίσει άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 134. Άρθρο 134 Αναγνώριση ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου 1. Άλλα κράτη μέλη δύνανται να αναγνωρίζουν ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 133 και να εφαρμόζουν το εν λόγω ποσοστό στα ιδρύματα με εγχώρια άδεια για ανοίγματα στο κράτος μέλος που καθορίζει το εν λόγω ποσοστό. 2. Όταν τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου για τα ιδρύματα με εγχώρια άδεια, σύμφωνα με την παράγραφο 1, ειδοποιούν το ΕΣΣΚ. Το ΕΣΣΚ προωθεί αμελλητί τις εν λόγω ειδοποιήσεις στην Επιτροπή, την ΕΑΤ και το κράτος μέλος που καθορίζει το εν λόγω ποσοστό. 3. Όταν ένα κράτος μέλος αποφασίζει την αναγνώριση ποσοστού αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με την παράγραφο 1, λαμβάνει υπόψη του τις πληροφορίες που έχει υποβάλει το κράτος μέλος το οποίο έχει καθορίσει το εν λόγω ποσοστό σύμφωνα με το άρθρο 133 παράγραφοι 9 και 13. 4. Όταν τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου για τα ιδρύματα με εγχώρια άδεια, το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δύναται να είναι σωρευτικό με το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου που εφαρμόζεται κατά το άρθρο 133, υπό τον όρο ότι τα αποθέματα ασφαλείας καλύπτουν διαφορετικούς κινδύνους. Όταν τα αποθέματα ασφαλείας καλύπτουν τους ίδιους κινδύνους, εφαρμόζεται μόνο το υψηλότερο απόθεμα ασφαλείας. 5. Το κράτος μέλος που καθορίζει το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 133 της παρούσας οδηγίας δύναται να ζητεί από το ΕΣΣΚ να εκδίδει σύσταση κατά την έννοια του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 προς ένα ή περισσότερα κράτη μέλη τα οποία ενδέχεται να αναγνωρίσουν το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου.». |
50) |
Το άρθρο 136 τροποποιείται ως εξής:
|
51) |
Στο άρθρο 141, οι παράγραφοι 1 έως 6 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Ίδρυμα που πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας δεν προβαίνει σε διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, στον βαθμό που μια τέτοια διανομή θα μείωνε το κεφάλαιο κοινών μετοχών του κατηγορίας 1 σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να μην ικανοποιείται πλέον η συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας. 2. Ένα ίδρυμα που δεν ικανοποιεί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, υπολογίζει το μέγιστο διανεμητέο ποσό (“ΜΔΠ”) σύμφωνα με την παράγραφο 4 και το κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή. Σε περίπτωση εφαρμογής του πρώτου εδαφίου, το ίδρυμα δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε από τις κάτωθι ενέργειες πριν υπολογίσει το ΜΔΠ:
3. Στην περίπτωση που ένα ίδρυμα δεν ικανοποιεί ή δεν υπερβαίνει τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, δεν διανέμει περισσότερο από το ΜΔΠ που έχει υπολογιστεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 μέσω οποιασδήποτε ενέργειας από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ). 4. Τα ιδρύματα υπολογίζουν το ΜΔΠ πολλαπλασιάζοντας το ποσό που υπολογίσθηκε βάσει της παραγράφου 5 με τον συντελεστή που ορίζεται βάσει της παραγράφου 6. Το ΜΔΠ μειώνεται κατά οποιοδήποτε ποσό που προέρχεται από οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α), β) ή γ). 5. Το ποσό που πρέπει να πολλαπλασιαστεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 περιλαμβάνει:
6. Ο συντελεστής καθορίζεται ως εξής:
Το κατώτατο και το ανώτατο όριο του κάθε τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας υπολογίζονται ως εξής:
όπου: Qn = ο τακτικός αριθμός του σχετικού τεταρτημόριου.». |
52) |
Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα: «Άρθρο 141α Μη τήρηση της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας Ένα ίδρυμα θεωρείται ότι δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τους σκοπούς του άρθρου 141, εφόσον δεν διαθέτει ίδια κεφάλαια στην ποσότητα και την ποιότητα που απαιτούνται για να επιτευχθεί ταυτόχρονα η συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας και καθεμία από τις ακόλουθες απαιτήσεις:
Άρθρο 141β Περιορισμός στις διανομές σε περίπτωση μη τήρησης της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης 1. Ίδρυμα που πληροί την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης κατά το άρθρο 92 παράγραφος 1α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δεν προβαίνει σε διανομή που αφορά το κεφάλαιο της κατηγορίας 1, στον βαθμό που μια τέτοια διανομή θα μείωνε το οικείο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να μην ικανοποιείται πλέον η απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης. 2. Ίδρυμα που δεν ικανοποιεί την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης υπολογίζει το μέγιστο διανεμητέο ποσό που αφορά τον δείκτη μόχλευσης (Μ-ΜΔΠ) σύμφωνα με την παράγραφο 4 και το κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή. Σε περίπτωση εφαρμογής του πρώτου εδαφίου, το ίδρυμα δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε από τις κάτωθι ενέργειες προτού υπολογίσει το Μ-ΜΔΠ:
3. Στην περίπτωση που ένα ίδρυμα δεν ικανοποιεί ή δεν υπερβαίνει την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, δεν διανέμει περισσότερο από το Μ-ΜΔΠ που έχει υπολογιστεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 μέσω οποιασδήποτε ενέργειας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ). 4. Τα ιδρύματα υπολογίζουν το Μ-ΜΔΠ πολλαπλασιάζοντας το ποσό που υπολογίσθηκε βάσει της παραγράφου 5 με τον συντελεστή που προσδιορίζεται βάσει της παραγράφου 6. Το Μ-ΜΔΠ μειώνεται κατά οποιοδήποτε ποσό που προέρχεται από οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α), β) ή γ). 5. Το ποσό που πρέπει να πολλαπλασιαστεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 περιλαμβάνει:
6. Ο συντελεστής που αναφέρεται στην παράγραφο 4 καθορίζεται από τα κράτη μέλη ως εξής:
Το κατώτατο και το ανώτατο όριο κάθε τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης υπολογίζονται ως εξής:
όπου: Qn = ο τακτικός αριθμός του σχετικού τεταρτημόριου. 7. Οι περιορισμοί που επιβάλλει το παρόν άρθρο εφαρμόζονται μόνο στις πληρωμές που προκαλούν μείωση του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 ή μείωση των κερδών και όπου η παύση πληρωμών ή η μη πληρωμή δεν αποτελεί γεγονός αθέτησης ή προϋπόθεση για την έναρξη διαδικασιών πτώχευσης βάσει του καθεστώτος που ισχύει για το ίδρυμα. 8. Όταν ένα ίδρυμα δεν πληροί την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης και σκοπεύει να προβεί σε διανομή οποιωνδήποτε διανεμητέων κερδών του ή σε ενέργεια που αναφέρεται στα στοιχεία α), β) και γ) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, οφείλει να ειδοποιήσει την αρμόδια αρχή και να υποβάλει τα στοιχεία που παρατίθενται στο άρθρο 141 παράγραφος 8, με εξαίρεση το στοιχείο α) σημείο iii) αυτής, και το Μ-ΜΔΠ που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου. 9. Τα ιδρύματα εφαρμόζουν ρυθμίσεις ώστε να διασφαλίζουν ότι το ποσό των διανεμητέων κερδών και το Μ-ΜΔΠ υπολογίζονται με ακρίβεια και είναι σε θέση να αποδεικνύουν αυτήν την ακρίβεια στην αρμόδια αρχή εάν τους ζητείται. 10. Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου, η διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 περιλαμβάνει οποιοδήποτε από τα στοιχεία που παρατίθενται στο άρθρο 141 παράγραφος 10. Άρθρο 141γ Μη τήρηση της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης Ένα ίδρυμα πρέπει να θεωρείται ότι δεν πληροί την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης για τους σκοπούς του άρθρου 141β της παρούσας οδηγίας, εφόσον δεν διαθέτει κεφάλαιο της κατηγορίας 1 στο ποσό που απαιτείται ώστε να πληροί ταυτοχρόνως την απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και την απαίτηση του άρθρου 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του εν λόγω κανονισμού και του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας κατά την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.». |
53) |
Στο άρθρο 142 παράγραφος 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Όταν ένα ίδρυμα δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας ή, κατά περίπτωση, την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, καταρτίζει σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου και το υποβάλλει στην αρμόδια αρχή το αργότερο εντός πέντε εργάσιμων ημερών αφότου διαπίστωσε ότι δεν πληροί την ανωτέρω απαίτηση, εκτός εάν η αρμόδια αρχή εγκρίνει μεγαλύτερη προθεσμία που δεν υπερβαίνει τις 10 ημέρες.». |
54) |
Στο άρθρο 143 παράγραφος 1, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
55) |
Το άρθρο 146 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 146 Εκτελεστικές πράξεις Σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 147 παράγραφος 2, η τροποποίηση του ύψους του αρχικού κεφαλαίου το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 12 και στον τίτλο IV προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές και νομισματικές εξελίξεις εγκρίνεται με εκτελεστική πράξη.». |
56) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο κεφάλαιο μετά το άρθρο 159: «ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1Α Μεταβατικές διατάξεις σχετικά με τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών Άρθρο 159α Μεταβατικές διατάξεις σχετικά με την έγκριση των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών Οι μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μητρικές μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που υφίστανται ήδη στις 27 Ιουνίου 2019 υποβάλλουν αίτηση για έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 21α έως τις 28 Ιουνίου 2021. Εάν χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν υποβάλει αίτηση για έγκριση έως τις 28 Ιουνίου 2021, λαμβάνονται τα ενδεδειγμένα μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 21α παράγραφος 6. Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου η οποία προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν όλες τις αναγκαίες εποπτικές εξουσίες που τους ανατίθενται μέσω της παρούσας οδηγίας σε σχέση με τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που υπόκεινται σε έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 21α για τους σκοπούς της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.». |
57) |
Στο άρθρο 161, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος: «10. Έως την 31η Δεκεμβρίου 2023, η Επιτροπή εξετάζει και υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή και την εκτέλεση των εποπτικών εξουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχεία ι) και ιβ) και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.». |
Άρθρο 2
Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο
1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, έως τις 28 Δεκεμβρίου 2020, τα αναγκαία μέτρα για συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά με αυτά.
Εφαρμόζουν τα εν λόγω μέτρα από τις 29 Δεκεμβρίου 2020. Ωστόσο, οι διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση με τις τροποποιήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 σημείο 21) και στο άρθρο 1 σημείο 29) στοιχεία α), β) και γ) της παρούσας οδηγίας όσον αφορά το άρθρο 84 και το άρθρο 98 παράγραφοι 5 και 5α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ εφαρμόζονται από τις 28 Ιουνίου 2021, οι δε διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση με τις τροποποιήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 σημεία 52) και 53) της παρούσας οδηγίας όσον αφορά τα άρθρα 141β και 141γ και το άρθρο 142 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2022.
Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα εν λόγω μέτρα, αυτά περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την εν λόγω αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Τα κράτη μέλη προσδιορίζουν τον τρόπο με τον οποίο θα γίνεται η εν λόγω αναφορά.
2. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.
Άρθρο 3
Έναρξη ισχύος
Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 4
Παραλήπτες
Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.
Βρυξέλλες, 20 Μαΐου 2019.
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Ο Πρόεδρος
A. TAJANI
Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος
G. CIAMBA
(1) ΕΕ C 34 της 31.1.2018, σ. 5.
(2) ΕΕ C 209 της 30.6.2017, σ. 36.
(3) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 14ης Μαΐου 2019.
(4) Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).
(5) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).
(6) Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).
(7) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).
(8) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).
(9) Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).
(10) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1).