EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document L:2018:157:FULL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, L 157, 20 Ιουνίου 2018


Display all documents published in this Official Journal
 

ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 157

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

61ό έτος
20 Ιουνίου 2018


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2018/884 της Επιτροπής, της 16ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με το μέτρο ενίσχυσης SA.32874 (2012/C) [πρώην SA.32874 (2011/NN)] που τέθηκε σε εφαρμογή στη Δανία [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2017) 4461]  ( 1)

1

 

 

Διορθωτικά

 

*

Διορθωτικό στην απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2018/726 της Επιτροπής Πολιτικής και Ασφάλειας, της 2ας Μαΐου 2018, για τον διορισμό αρχηγού της αποστολής ΚΠΑΑ της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Νίγηρα (EUCAP Sahel Niger) (EUCAP Sahel Niger/1/2018) ( ΕΕ L 122 της 17.5.2018 )

27

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

20.6.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 157/1


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2018/884 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 16ης Οκτωβρίου 2017

σχετικά με το μέτρο ενίσχυσης SA.32874 (2012/C) [πρώην SA.32874 (2011/NN)] που τέθηκε σε εφαρμογή στη Δανία

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2017) 4461]

(Το κείμενο στη δανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο (1),

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 17ης Μαρτίου 2011, η μόνιμη αντιπροσωπεία της Δανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση κοινοποίησε προκαταρκτικά στην Επιτροπή το υπό εξέταση μέτρο (μείωση του φόρου σχετικά με την προστασία του πόσιμου νερού και απαλλαγή από τον εν λόγω φόρο).

(2)

Στο πλαίσιο εξέτασης αυτής της προκαταρκτικής κοινοποίησης, οι υπηρεσίες της Επιτροπής ζήτησαν συμπληρωματικές πληροφορίες από τις δανικές αρχές την 27η Απριλίου 2011.

(3)

Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 16ης Σεπτεμβρίου 2011, οι δανικές αρχές απέστειλαν τις συμπληρωματικές πληροφορίες που ζητήθηκαν από τις υπηρεσίες της Επιτροπής την 27η Απριλίου 2011.

(4)

Μετά την παραλαβή των προαναφερθεισών πληροφοριών έλαβαν χώρα δύο τεχνικές συναντήσεις ανάμεσα στις δανικές αρχές και τις υπηρεσίες της Επιτροπής στις 3 Οκτωβρίου και στις 10 Νοεμβρίου 2011. Μετά τη συνάντηση της 10ης Νοεμβρίου 2011, οι δανικές αρχές παρείχαν νέες συμπληρωματικές πληροφορίες στην Επιτροπή.

(5)

Σε συνέχεια της συνάντησης της 10ης Νοεμβρίου 2011, η μόνιμη αντιπροσωπεία της Δανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 17ης Νοεμβρίου 2011, ανακοίνωσε την ανάκληση της προκαταρκτικής κοινοποίησης του επίμαχου μέτρου.

(6)

Με φαξ της 14ης Δεκεμβρίου 2011, οι υπηρεσίες της Επιτροπής ανακοίνωσαν στις δανικές αρχές το άνοιγμα φακέλου για την ενίσχυση που δεν κοινοποιήθηκε αριθ. SA.32874 (2011/NN), διότι ο φόρος εφαρμόσθηκε πριν από την προκαταρκτική κοινοποίηση και χωρίς την έγκριση της Επιτροπής.

(7)

Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 27ης Δεκεμβρίου 2011, η μόνιμη αντιπροσωπεία της Δανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση γνωστοποίησε στην Επιτροπή επιστολή των δανικών αρχών στην οποία αυτές ανακοίνωναν τη λήξη του εν λόγω φορολογικού καθεστώτος την 31η Δεκεμβρίου 2011 και την αντικατάστασή του από αύξηση της γενικής φορολόγησης του νερού, της οποίας ο μηχανισμός είχε ήδη εξετασθεί από την Επιτροπή στα πλαίσια του φακέλου ενίσχυσης αριθ. NN 1/2005 (2).

(8)

Με επιστολή της 22ας Μαρτίου 2012 (3), η Επιτροπή ενημέρωσε τη Δανία για την απόφασή της, με ημερομηνία 21 Μαρτίου 2012, να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 108, παράγραφος 2, της ΣΛΕΕ (εφεξής «επίσημη διαδικασία έρευνας») σε σχέση με το επίμαχο μέτρο. Η Επιτροπή κάλεσε τις δανικές αρχές να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εντός προθεσμίας ενός μηνός.

(9)

Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία (εφεξής η «απόφαση κίνησης της διαδικασίας») δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (4). Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το επίμαχο μέτρο.

(10)

Η Επιτροπή έλαβε τις παρατηρήσεις εκ μέρους ενός ενδιαφερόμενου μέρους («Landbrug & Fødevarer» — εφεξής «το ενδιαφερόμενο μέρος»). Τις διαβίβασε στη Δανία παρέχοντάς της τη δυνατότητα να τις σχολιάσει.

(11)

Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 16ης Μαΐου 2012, η μόνιμη αντιπροσωπεία της Δανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση γνωστοποίησε στην Επιτροπή επιστολή των δανικών αρχών με την οποία αυτές ζητούσαν παράταση της προθεσμίας έως τις 11 Ιουνίου 2012 για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Η εν λόγω παράταση της προθεσμίας χορηγήθηκε με φαξ της 24ης Μαΐου 2012.

(12)

Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 12ης Ιουνίου 2012, η μόνιμη αντιπροσωπεία της Δανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση γνωστοποίησε τις παρατηρήσεις των δανικών αρχών σχετικά με την έναρξη της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

(13)

Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 2ας Ιουλίου 2012, η μόνιμη αντιπροσωπεία της Δανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση γνωστοποίησε την απάντηση των δανικών αρχών στις παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν από το ενδιαφερόμενο μέρος.

(14)

Με επιστολή της 10ης Σεπτεμβρίου 2013, οι υπηρεσίες της Επιτροπής ζήτησαν από τις δανικές αρχές διευκρινίσεις σχετικά με τις παρατηρήσεις τους όσον αφορά την έναρξη της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

(15)

Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 7ης Νοεμβρίου 2013, οι δανικές αρχές γνωστοποίησαν τις ζητούμενες διευκρινίσεις. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 19ης Απριλίου 2016 προσκόμισαν νέες συμπληρωματικές πληροφορίες, σε απάντηση επιστολής της Επιτροπής με ημερομηνία 10 Νοεμβρίου 2015.

II.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

(16)

Στις 27 Δεκεμβρίου 2008, το δανικό κοινοβούλιο ενέκρινε διάταξη για τη θέσπιση φόρου επί των αδειών άντλησης υπόγειων υδάτων, του οποίου τα έσοδα προορίζονται για τη χρηματοδότηση του προσδιορισμού και του σχεδιασμού της διαχείρισης των ζωνών ιδιαίτερης σημασίας για την παροχή πόσιμου νερού. Η διάταξη αυτή έχει μεταφερθεί στο κεφάλαιο IVα (άρθρο 24) του κωδικοποιημένου νόμου αριθ. 935 της 24ης Σεπτεμβρίου 2009.

(17)

Ο φόρος, που υπολογίζεται σε συνάρτηση με τον όγκο νερού που μπορεί να αντληθεί ετησίως βάσει της άδειας, ανέρχεται σε 0,305 DKK (περίπου 0,04 EUR) ανά m3 για το 2009, σε 0,315 DKK για το 2010 και σε 0,310 DKK για το 2011.

(18)

Ο φόρος, του οποίου η είσπραξη ήταν αρχικά προγραμματισμένη έως το τέλος του 2017, θα πρέπει να καταβληθεί πλήρως από τους ιδιοκτήτες των γενικών συστημάτων ύδρευσης (5) (άρθρο 24α του κωδικοποιημένου νόμου). Οι χρήστες οι οποίοι κατέχουν άδεια άντλησης για τα δικά τους πηγάδια πληρώνουν μόνο το ένα τρίτο του φόρου, υπολογιζόμενου επί του όγκου που δύναται να αντληθεί ετησίως. Όταν η άδεια αφορά ποσότητα μεγαλύτερη των 25 000 m3, ο κάτοχός της πληρώνει φόρο για ποσότητα 25 000 m3 (άρθρο 24β του κωδικοποιημένου νόμου). Χορηγείται πλήρης φοροαπαλλαγή στους κατόχους άδειας υδροληψίας για όγκο νερού που δεν υπερβαίνει τα 6 000 m3 ετησίως (άρθρο 24γ του κωδικοποιημένου νόμου).

(19)

Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, έχουν εκδοθεί στη Δανία 85 000 ιδιωτικές άδειες άντλησης. Η πλειοψηφία αυτών αφορά τον γεωργικό τομέα. Ο αριθμός των αδειών για όγκο που δεν υπερβαίνει τα 6 000 m3 υπολογίζεται σε 75 000. Οι δανικές αρχές δεν μπορούν να εγγυηθούν ότι όλες οι δανικές επιχειρήσεις του γεωργικού τομέα είναι κάτοχοι δικής τους άδειας άντλησης και συνεπώς δεν εξαρτώνται από τη δημόσια παροχή, αλλά, κατά την άποψή τους, τα αγροκτήματα που θα μπορούσαν να είναι συνδεδεμένα με κάποιο σύστημα δημόσιας ύδρευσης, συνήθως κατέχουν άδεια άντλησης και δεν καταφεύγουν στο δημόσιο σύστημα παρά μόνο για τις οικιακές τους ανάγκες.

(20)

Οι αριθμοί που παρείχαν οι δανικές αρχές για το έτος 2009 δείχνουν ότι 12 275 κάτοχοι άδειας έχουν επωφεληθεί από μείωση φόρου για μέσο ετήσιο ποσό που ανέρχεται σε 1 080 EUR, για άδειες που κατά μέσο όρο αφορούν ποσότητα νερού 35 500 m3. Τα σχετικά στοιχεία της περιόδου 2009-2011 δείχνουν ότι στον γεωργικό τομέα 1 091 επιχειρήσεις επωφελήθηκαν από φορολογικές μειώσεις που υπερέβαιναν το ανώτατο όριο. Οι δανικές αρχές διευκρίνισαν ότι 106 κάτοχοι άδειας είναι εγγεγραμμένοι ως επιχειρήσεις μεταποίησης τροφίμων.

ΙΙΙ.   ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

(21)

Η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας για τους ακόλουθους λόγους:

κατά την εξέταση του φακέλου, η Επιτροπή κατέληξε στο πόρισμα ότι το επίμαχο μέτρο ανταποκρινόταν prima facie στον ορισμό της κρατικής ενίσχυσης καθώς χορηγούνταν από το κράτος (το οποίο στερούνταν πόρους επειδή χορηγούσε μείωση φόρου ή φοροαπαλλαγή), ευνοούσε ορισμένες επιχειρήσεις (στο πλαίσιο του φακέλου, σε συντριπτική πλειονότητα τους επιχειρηματίες του αγροτικού τομέα με ιδιωτική άδεια άντλησης και, ανάμεσά τους, αυτούς που ωφελούνταν από απαλλαγή περισσότερο από αυτούς που ωφελούνταν από μείωση, ενώ όλοι ωφελούνταν από ελάφρυνση από το οικονομικό βάρος που θα έπρεπε να φέρουν), μπορούσε να επηρεάσει τις συναλλαγές και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό,

από τις εξηγήσεις που παρείχαν οι δανικές αρχές δεν μπορούσε να συναχθεί συμπέρασμα ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής των κανονισμών de minimis που καλύπτουν αντίστοιχα τις δραστηριότητες της πρωτογενούς παραγωγής [Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1535/2007 της Επιτροπής (6)] και τη μεταποίηση/εμπορευματοποίηση των γεωργικών προϊόντων [Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1998/2006 της Επιτροπής (7)], ούτε να αιτιολογηθεί η διαφοροποίηση των επιπέδων φορολόγησης βάσει της λογικής του φορολογικού συστήματος,

το στοιχείο της ενίσχυσης δεν φαινόταν να συνάδει με τις οικείες διατάξεις του κοινοτικού πλαισίου σχετικά τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (εφεξής, «κατευθυντήριες γραμμές για το περιβάλλον») (8), στις οποίες παραπέμπουν οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας και της δασοκομίας 2007-2013 (9), ούτε με τις διατάξεις του προσωρινού πλαισίου της Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις με σκοπό να στηριχθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης (εφεξής, «προσωρινό πλαίσιο για τις ενισχύσεις της κρίσης») (10), που προβάλλουν οι δανικές αρχές.

IV.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΑΝΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ

(22)

Στην επιστολή τους που γνωστοποιήθηκε μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 12ης Ιουνίου 2012, οι δανικές αρχές παρείχαν νέα λεπτομερή περιγραφή του επίμαχου μέτρου και του πλαισίου στο ποίο εντάσσεται, και στη συνέχεια παρουσίασαν τη δική τους ανάλυση του μέτρου. Αυτή η ανάλυση, λεπτομερώς παρακάτω, λαμβάνει ως δεδομένο ότι το μέτρο δεν εμπεριέχει στοιχεία κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, όχι μόνο διότι δεν είναι επιλεκτικό, αλλά και διότι δικαιολογείται από τη φύση του δανικού φορολογικού συστήματος. Ακολουθείται από μια ακόμα παραδοχή σύμφωνα με την οποία, ακόμα και αν το μέτρο εμπεριείχε στοιχεία κρατικής ενίσχυσης, αυτή η ενίσχυση θα ήταν συμβατή με την εσωτερική αγορά. Τέλος κλείνει με το επιχείρημα ότι, ακόμη και αν η Επιτροπή εκτιμούσε ότι το επίμαχο μέτρο εμπεριέχει κρατικές ενισχύσεις ασύμβατες με την εσωτερική αγορά, διάφοροι παράγοντες συνηγορούν υπέρ της μη ανάκτησης των ενισχύσεων.

Απουσία κρατικής ενίσχυσης

(23)

Οι δανικές αρχές δεν ασπάζονται την άποψη της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία το επίμαχο μέτρο εμπεριέχει στοιχεία κρατικής ενίσχυσης που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, εκτιμούν ότι ο φόρος που εισπράττεται δυνάμει του άρθρου 24β του κωδικοποιημένου νόμου (βλέπε αιτιολογική σκέψη 18) δεν ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένες παραγωγές. Σε ό,τι αφορά την απαλλαγή που προβλέπεται από το άρθρο 24γ του κωδικοποιημένου νόμου, οι δανικές αρχές επισημαίνουν ότι ακόμη και αν αυτή παρέχει ένα επιλεκτικό πλεονέκτημα, αυτό είναι τόσο περιορισμένο που δεν μπορεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

(24)

Προς στήριξη του πρώτου τους επιχειρήματος, ήτοι ότι ο φόρος δεν ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή κλάδους παραγωγής, οι δανικές αρχές κάνουν αναφορά στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο διευκρινίζει καταρχάς ότι πρέπει να εξεταστεί αν ένα κρατικό μέτρο που έχει ληφθεί «στο πλαίσιο ενός δεδομένου νομικού πλαισίου […] συνιστά πλεονέκτημα για ορισμένες επιχειρήσεις σε σχέση προς άλλες οι οποίες τελούν σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση» (11), αλλά επίσης ότι οι φόροι που εισάγουν διαφοροποίηση και οι οποίοι, κατά συνέπεια, είναι επιλεκτικοί prima facie, δεν εντάσσονται στον ορισμό των κρατικών ενισχύσεων εφόσον η εν λόγω διαφοροποίηση προκύπτει από τη φύση και την οικονομία του εν λόγω φορολογικού συστήματος (12). Σύμφωνα με τις δανικές αρχές, πάντα στη βάση της νομολογίας του Δικαστηρίου, πρέπει πρώτα από όλα να καθοριστεί ποιο θα πρέπει να είναι το ορθό σύστημα ή σύστημα αναφοράς που χρησιμοποιείται για τη μελέτη της επιλεκτικότητας ενός μέτρου, και εν συνεχεία να επαληθευθεί εάν ορισμένες επιχειρήσεις που καλύπτονται από αυτό το σύστημα αναφοράς αποκτούν πλεονέκτημα συγκριτικά με τις άλλες επιχειρήσεις που συμμετέχουν στο ίδιο σύστημα.

(25)

Βασιζόμενες σε αυτές τις αναφορές στη νομολογία, οι δανικές αρχές επισημαίνουν ότι, στην αιτιολογική σκέψη 15 της απόφασης ενάρξεως, η Επιτροπή περιορίστηκε να επιβεβαιώσει ότι το επίμαχο μέτρο ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις (τους γεωργούς δικαιούχους ιδιωτικών αδειών υδροληψίας και, μεταξύ αυτών εκείνους που επωφελούνται όχι τόσο από μειώσεις αλλά από απαλλαγές, ενώ όλοι επωφελούνται από μια ελάφρυνση της οικονομικής επιβάρυνσης που θα έπρεπε να έχουν), χωρίς να παράσχει περαιτέρω αιτιολόγηση, και ότι επομένως φαίνεται να θεωρεί ότι ο φόρος που θεσπίστηκε με το άρθρο 24α του κωδικοποιημένου νόμου, άλλως ο φόρος που πρέπει να καταβάλλουν οι ιδιοκτήτες γενικών συστημάτων ύδρευσης, θα πρέπει να λειτουργεί ως πλαίσιο αναφοράς για όλους τους άλλους ιδιοκτήτες εγκαταστάσεων υδροληψίας, και ότι αυτοί οι τελευταίοι ιδιοκτήτες βρίσκονται σε πραγματικά και νομικά συγκρίσιμη κατάσταση με αυτήν των πρώτων αναφερθέντων και των επιχειρήσεων που λαμβάνουν νερό από κάποιο γενικό σύστημα ύδρευσης, με αποτέλεσμα οι μειώσεις και οι απαλλαγές που προβλέπονται από τα άρθρα 24β και γ να φέρουν ένα επιλεκτικό πλεονέκτημα.

(26)

Οι δανικές αρχές δεν ασπάζονται την άποψη της Επιτροπής. Σύμφωνα με αυτές, ο φόρος που προβλέπεται από το άρθρο 24α του κωδικοποιημένου νόμου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως το αρμόζον πλαίσιο αναφοράς για τον απλό λόγο ότι ο είναι πιο υψηλός από αυτούς που προβλέπονται από τα άρθρα 24β και γ. Επιπλέον, ο αριθμός των ιδιοκτητών γενικών εγκαταστάσεων που υπάγονται στον προβλεπόμενο φόρο από το άρθρο 24α του κωδικοποιημένου νόμου είναι σαφώς μικρότερος από αυτόν των ιδιοκτητών εγκαταστάσεων που υπάγονται στον φόρο που προβλέπεται από το άρθρο 24β. Σύμφωνα με τις δανικές αρχές, η θέσπιση του συστήματος φορολόγησης το 2009 οδήγησε στην εμφάνιση δύο συστημάτων αναφοράς: το πρώτο, sui generis, για τους ιδιοκτήτες των γενικών συστημάτων ύδρευσης (και, έμμεσα, για τις επιχειρήσεις που έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν το νερό που παρέχεται από αυτά) και το άλλο για όλους τους άλλους ιδιοκτήτες εγκαταστάσεων άντλησης υπόγειων υδάτων.

(27)

Για τις δανικές αρχές, η συνύπαρξη δύο συστημάτων αναφοράς σημαίνει ότι αυτοί που πληρώνουν τον φόρο που προβλέπεται από το άρθρο 24α του κωδικοποιημένου νόμου δεν βρίσκονται σε νομικά συγκρίσιμη κατάσταση με αυτή των επιχειρήσεων που πληρώνουν τον φόρο που προβλέπεται από το άρθρο 24β ή που επωφελούνται απαλλαγής δυνάμει του άρθρου 24γ αυτού του ιδίου νόμου, για τους ακόλουθους λόγους:

οι ιδιοκτήτες γενικών εγκαταστάσεων ύδρευσης υποχρεούνται, σε αντίθεση με τους άλλους, να παρέχουν πόσιμο νερό και μπορούν να ενσωματώσουν το ποσό του φόρου στην τιμή που χρεώνεται στους καταναλωτές,

οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις που βρίσκονται στη ζώνη εφοδιασμού μιας γενικής εγκατάστασης ύδρευσης δεν μπορούν να αλλάξουν πάροχο,

οι ιδιοκτήτες γενικών εγκαταστάσεων ύδρευσης δεν είναι επιχειρήσεις, όπως οι τελευταίες ορίζονται από το Δικαστήριο ως κάθε οντότητα, οποιασδήποτε μορφής ή νομικού καθεστώτος, που ασκεί οικονομική δραστηριότητα (αυτή η τελευταία οριζόμενη ως η προσφορά αγαθών και υπηρεσιών σε μια αγορά)· καθώς οι πάροχοι νερού δεν μπορούν να διευρύνουν το πελατολόγιό τους λόγω αδυναμίας των καταναλωτών να αλλάξουν πάροχο, δεν υπάρχει αγορά εκτιθέμενη στον ανταγωνισμό,

στο πλαίσιο αυτό, αυτοί που έχουν φορολογηθεί σύμφωνα με τα άρθρα 24β και γ του κωδικοποιημένου νόμου δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι έχουν επωφεληθεί από ένα πλεονέκτημα εν σχέσει προς αυτούς που πλήρωσαν τον φόρο που προβλέπεται από το άρθρο 24α του κωδικοποιημένου νόμου, δεδομένου ότι οι τελευταίοι δεν είναι επιχειρήσεις,

οι επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες μιας γενικής εγκατάστασης ύδρευσης πληρώνουν τον φόρο με έμμεσο τρόπο (βλέπε πρώτη περίπτωση) και φορολογούνται βάσει της πραγματικής τους κατανάλωσης σε νερό, εν αντιθέσει προς τις επιχειρήσεις που συλλέγουν οι ίδιες το νερό τους, οι οποίες φορολογούνται επί του επιτρεπόμενου όγκου υδροληψίας, χωρίς να λαμβάνει υπ' όψιν ο νόμος την πραγματική τους κατανάλωση,

οι ιδιοκτήτες που στερούνται εγκατάστασης υδροληψίας οφείλουν να ζητούν τακτικά δικαίωμα υδροληψίας, δεδομένου ότι οι άδειες έχουν διάρκεια από δέκα έως δεκαπέντε έτη (για την άρδευση η διάρκεια είναι δεκαπέντε έτη), κάτι που συνεπάγεται κίνδυνο υπερφορολόγησης, εφόσον ο φόρος εφαρμόζεται στον όγκο νερού δυνάμενου να ληφθεί και όχι στον όγκο που έχει όντως καταναλωθεί,

δεδομένου ότι υπάρχει διαφορά φορολογικής βάσης μεταξύ των γενικών εγκαταστάσεων ύδρευσης και των ιδιωτικών εγκαταστάσεων υδροληψίας, ενδέχεται ο λιγότερο υψηλός φόρος που πληρώνεται από τις ιδιοκτήτριες επιχειρήσεις ιδιωτικών εγκαταστάσεων να μην έχει κανένα οικονομικό πλεονέκτημα, για παράδειγμα όταν κατά τη διάρκεια ενός έτους οι βροχοπτώσεις μειώνουν τις ανάγκες άρδευσης και έτσι την κατανάλωση νερού, σε ποσότητα κατώτερη εκείνης που μπορεί να ληφθεί και υπόκειται σε φόρο· σύμφωνα με τα παρεχόμενα στοιχεία από τη βάση Jupiter, που διαχειρίζεται το Εθνικό Γραφείο Γεωλογικών Σπουδών για τη Δανία και τη Γροιλανδία, κατά τη διάρκεια της περιόδου 2009-2011 οι αγροτικές επιχειρήσεις κατανάλωσαν μόλις το 34 % περίπου της ποσότητας που καλύπτεται από τις άδειες υδροληψίας (αυτοί οι αριθμοί ωστόσο ενέχουν έναν βαθμό αβεβαιότητας εφόσον οι πρωτογενείς παραγωγοί δεν υποχρεούνται να μετρούν την ακριβή ποσότητα του νερού που έχει ληφθεί), με αυτό το ποσοστό να είναι 48 % για τις επιχειρήσεις μεταποίησης τροφίμων,

οι επιχειρήσεις που βρίσκονται εντός της ζώνης που εξυπηρετείται από μια γενική εγκατάσταση ύδρευσης έχουν τη δυνατότητα να συνδεθούν με την τελευταία, ενώ εκείνες που βρίσκονται εκτός της ζώνης έχουν το δικαίωμα να εγκαταστήσουν το δικό τους σύστημα άντλησης νερού, αλλά το κόστος της εγκατάστασης και της συντήρησης αυτού του ιδιωτικού συστήματος καθώς επίσης και ο δυνητικός καθαρισμός του νερού, βαρύνει την επιχείρηση ακριβώς όπως το κόστος των ελέγχων ποιότητας που μπορεί να ζητήσουν οι κοινότητες.

(28)

Οι δανικές αρχές υπογραμμίζουν επίσης ότι αυτοί που πληρώνουν τον φόρο που προβλέπεται στο άρθρο 24α του κωδικοποιημένου νόμου δεν βρίσκονται σε πραγματική κατάσταση συγκρίσιμη με αυτή των επιχειρήσεων που πληρώνουν τον φόρο που προβλέπεται από το άρθρο 24β ή που επωφελούνται από κάποια φοροαπαλλαγή δυνάμει του άρθρου 24γ αυτού του ιδίου νόμου, για τους ακόλουθους λόγους:

οι αγροτικές επιχειρήσεις που συλλέγουν οι ίδιες το νερό τους δεν εισέρχονται σε άμεσο ανταγωνισμό με τις επιχειρήσεις που είναι συνδεδεμένες σε μια γενική εγκατάσταση ύδρευσης· η γεωγραφική τους θέση συνεπάγεται ότι σχεδόν στο σύνολό τους διαθέτουν το δικό τους σύστημα παροχής νερού και ακόμα και αν υπάρχουν επιχειρήσεις συνδεδεμένες με ένα γενικό σύστημα ύδρευσης, αυτές που καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες νερού οφείλουν να κατέχουν επιπλέον άδεια υδροληψίας για να διατηρούν το πόσιμο νερό που προέρχεται από τη γενική εγκατάσταση ύδρευσης για οικιακή κατανάλωση,

πολυάριθμες γεωργικές εκμεταλλεύσεις και επιχειρήσεις κατέχουν άδεια για συλλογή επιφανειακών υδάτων και επομένως δεν πρέπει να υπόκεινται στον φόρο που αφορά την άντληση υπόγειων υδάτων (13)· η εφαρμογή ενός χαμηλότερου φόρου στις αγροτικές επιχειρήσεις που αντλούν υπόγεια ύδατα χρησίμευσε στο να εξαλειφθεί η διαφορά αντιμετώπισης μεταξύ των επιχειρήσεων που αντλούν υπόγεια ύδατα και αυτών που συλλέγουν επιφανειακά ύδατα μη υποκείμενων στον φόρο,

η ποιότητα του νερού δεν είναι η ίδια ανάλογα με το αν εξετάζουμε τις επιχειρήσεις που είναι συνδεδεμένες με μια γενική εγκατάσταση ύδρευσης ή τις επιχειρήσεις που κατέχουν άδεια άντλησης· το νερό που παρέχεται από τις γενικές εγκαταστάσεις πρέπει να είναι πόσιμο ενώ το νερό που προέρχεται από ιδιωτικές υδροληψίες συχνά ξεπερνά τις μέγιστες αποδεκτές περιεκτικότητες σε φυτοφάρμακα, νιτρικά και βακτήρια και οι κάτοχοι αδειών άντλησης πρέπει να επενδύουν από 10 000 έως 50 000 DKK για να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της νομοθεσίας σχετικά με το πόσιμο νερό.

(29)

Οι δανικές αρχές υπογραμμίζουν ότι το δανικό σύστημα φορολόγησης κάνει διάκριση, όχι μεταξύ επιχειρήσεων διαφορετικών τομέων που βρίσκονται σε όμοια κατάσταση, αλλά μεταξύ επιχειρήσεων που διαθέτουν ή δεν διαθέτουν εγκατάσταση υδροληψίας. Αντίθετα, δεν θεσπίζει διάκριση ανάμεσα στις διαδικασίες ή τα προϊόντα που ενδεχομένως να είναι υποκαταστάσιμα και τίθενται στην αγορά ανταγωνιστικά, καθώς το νερό που αντλείται δεν διατίθεται στη συνέχεια στην αγορά. Ομοίως, το γεγονός ότι οι πρωτογενείς παραγωγοί δεν μπορούν να επιλέξουν ελεύθερα μεταξύ υδροληψίας και παροχής από μια γενική εγκατάσταση ύδρευσης λόγω της γεωγραφικής τους κατάστασης, συνεπάγεται ότι δεν υπάρχει ενδεχόμενη σχέση ανταγωνισμού ούτε οποιαδήποτε μορφή υποκατάστασης μεταξύ υπόγειων υδάτων που έχουν αντληθεί για άρδευση και πόσιμου νερού που διανέμεται στις επιχειρήσεις και τους πολίτες από τις γενικές εγκαταστάσεις ύδρευσης.

(30)

Σύμφωνα με τις δανικές αρχές όλα αυτά τα στοιχεία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο φόρος που εφαρμόζεται στους ιδιοκτήτες γενικών εγκαταστάσεων ύδρευσης δεν παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις που έχουν δικαίωμα υδροληψίας, δεδομένου ότι, λαμβάνοντας υπ' όψιν το στόχο που επιδιώκεται από το φορολογικό καθεστώς (προστασία του πόσιμου νερού), καμία άλλη επιχείρηση ή παραγωγή δε βρίσκεται σε πραγματικά και νομικά συγκρίσιμη κατάσταση και δεν έχει υποστεί διάκριση.

(31)

Σε ό,τι αφορά τη σχέση μεταξύ των επιχειρήσεων που πληρώνουν τον φόρο που προβλέπεται από το άρθρο 24β του κωδικοποιημένου νόμου και αυτών που απαλλάσσονται από τον φόρο δυνάμει του άρθρου 24γ του ιδίου νόμου, οι δανικές αρχές αναγνωρίζουν ότι οι επιχειρήσεις που ασκούν οικονομική δραστηριότητα και έχουν επωφεληθεί από κάποια φοροαπαλλαγή έχουν αποκτήσει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους οι οποίοι έπρεπε να καταβάλουν φόρο δυνάμει του άρθρου 24β. Ωστόσο οι δανικές αρχές εκτιμούν ότι αυτή η επιλεκτικότητα της φοροαπαλλαγής ισχύει μόνο σε σχέση με αυτούς τους ανταγωνιστές και όχι σε σχέση με τις επιχειρήσεις που φορολογούνται άμεσα δυνάμει του άρθρου 24α του κωδικοποιημένου νόμου ή έμμεσα, διαμέσου του λογαριασμού νερού τους αφού εφοδιάστηκαν από μια γενική εγκατάσταση ύδρευσης, καθώς αυτές δε βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση.

Αιτιολόγηση με βάση τη φύση ή την οικονομία του φορολογικού συστήματος

(32)

Σύμφωνα με τις δανικές αρχές, μολονότι η Επιτροπή εμμένει στην άποψη ότι ο δανικός φόρος, όπως έχει εφαρμοστεί, ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις παρά τις διαφορές πραγματικής και νομικής κατάστασης που αναφέρθηκαν, οι εξαιρέσεις που προβλέπονται από το σύστημα φορολόγησης αιτιολογούνται από τη φύση και τη διαχείριση του δανικού φορολογικού συστήματος και συνεπώς το φορολογικό καθεστώς δεν περιέχει κανένα στοιχείο κρατικής ενίσχυσης, παρόλο που εκείνες αναγνωρίζουν για μια ακόμη φορά ότι πράγματι υπάρχει διαφορά μεταχείρισης μεταξύ των επιχειρήσεων που πληρώνουν τον φόρο που έχει θεσπιστεί με το άρθρο 24β του κωδικοποιημένου νόμου και αυτών που απαλλάσσονται δυνάμει του άρθρου 24γ. Μολονότι η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι διατάξεις του άρθρου 24α του κωδικοποιημένου νόμου αποτελούν το κανονικό καθεστώς φορολογίας και ότι τα μέτρα που προβλέπονται από τα άρθρα 24β και 24γ του ιδίου νόμου αποτελούν επιλεκτικές εξαιρέσεις, αυτές οι τελευταίες αιτιολογούνται βάσει της φύσης ή της οικονομίας του δανικού φορολογικού συστήματος.

(33)

Επ' αυτού, οι δανικές αρχές υποστηρίζουν ότι ο πιο χαμηλός φόρος που πληρώνεται από τους επιχειρηματίες εκτός των ιδιοκτητών γενικών εγκαταστάσεων ύδρευσης αιτιολογείται μεταξύ άλλων από το ότι οι αγρότες και οι άλλοι ιδιώτες ιδιοκτήτες εγκαταστάσεων ύδρευσης πρέπει να χρηματοδοτούν οι ίδιοι το κόστος υδροληψίας και δεν έχουν το δικαίωμα να συνδεθούν με μια γενική εγκατάσταση αν βρίσκονται εκτός της ζώνης που εξυπηρετείται από τις προαναφερθείσες εγκαταστάσεις. Σε αυτό το επιχείρημα προστίθεται και αυτό σύμφωνα με το οποίο ο φόρος χρησιμεύει στο να χρηματοδοτεί την προστασία και τη συντήρηση των πόρων πόσιμου νερού και όχι στο να επιτρέπει στους αγρότες να αρδεύουν τις καλλιέργειές τους με πόσιμο νερό. Σύμφωνα με τις δανικές αρχές, αυτά τα επιχειρήματα αρκούν για να αιτιολογηθεί η διαφοροποίηση που θεσπίζει το καθεστώς φορολόγησης και η οποία βασίζεται σε μια σειρά πραγματικών και νομικών διαφορών, συνεπών με το σκοπό του καθεστώτος.

(34)

Όσον αφορά τη μείωση του φόρου και τον καθορισμού του ανώτατου ορίου των 25 000 m3 που προβλέπονται από το άρθρο 24β του κωδικοποιημένου νόμου, οι δανικές αρχές προβάλλουν διάφορα επιχειρήματα:

αυτό το μέτρο αφορούσε όλες τις επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως μεγέθους, θέσης και συγκεκριμένου τομέα,

η μείωση καθορίστηκε στα δύο τρίτα του ποσού του φόρου με βάση τις εκτιμήσεις που πραγματοποιήθηκαν τη στιγμή της θέσπισης του φόρου, που αναφέρονταν στην πραγματική χρήση του ενός τρίτου των καταγεγραμμένων ποσοτήτων στις άδειες υδροληψίας· αυτές οι εκτιμήσεις επιβεβαιώθηκαν από τα δεδομένα που συλλέχθηκαν μετά την έναρξη ισχύος του φόρου, τα οποία έδειξαν ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου 2009-2011, οι αγροτικές επιχειρήσεις του τομέα πρωτογενούς παραγωγής χρησιμοποίησαν κατά 34 % τις ποσότητες νερού που είναι καταγεγραμμένες στις άδειες υδροληψίας τους (σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις μεταποίησης και εμπορίας αγροτικών προϊόντων, το ποσοστό χρησιμοποίησης των αδειών άγγιξε το 48 % κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, αλλά καθώς οι αγροτικές επιχειρήσεις του τομέα πρωτογενούς παραγωγής αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 90 % των αδειών που έχουν δοθεί, αποφασίστηκε να ληφθεί υπ' όψιν το ποσοστό χρησιμοποίησης του 34 % για το σύνολο των δικαιούχων, ούτως ώστε το σύστημα να είναι διοικητικά διαχειρίσιμο),

χωρίς όριο, ο φόρος που προβλέπεται από το άρθρο 24β του κωδικοποιημένου νόμου θα είχε αποφέρει 60 εκατομμύρια DKK, ποσό που είναι μεγαλύτερο του διπλάσιου του προβλεπόμενου ποσού για τον εν λόγω φόρο στη χρηματοδότηση των προβλεπόμενων δραστηριοτήτων σχεδιασμού, και το βάρος του φόρου θα ήταν λιγότερο καλά κατανεμημένο ανάμεσα στους αγρότες (κατώτατο όριο από 80 έως 335 EUR προς πληρωμή με το ανώτατο όριο και από 40 έως 35 000 EUR, χωρίς ανώτατο όριο)· επιπλέον, αν οι αγροτικές επιχειρήσεις όφειλαν να πληρώσουν το σύνολο του φόρου, και όχι το ένα τρίτο, το ποσό που θα είχε συλλεχθεί θα ήταν 138 εκατομμύρια DKK μόνο για την πρωτογενή παραγωγή,

ο καθορισμός του ανώτατου ορίου επιτρέπει τη διατήρηση ενός επιπέδου ισότητας μεταξύ των επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν επιφανειακά ύδατα (μη φορολογήσιμα) και αυτών που χρησιμοποιούν υπόγεια ύδατα,

καθώς ο φόρος υπολογίζεται επί της βάσης της ποσότητας που μπορεί να ληφθεί και όχι επί της πραγματικής κατανάλωσης, η απουσία καθορισμού ανώτατου ορίου θα υποχρέωνε ορισμένες επιχειρήσεις να πληρώσουν δυσανάλογα ποσά,

το ανώτατο όριο επιτρέπει τη θέσπιση ενός σταθερού ποσού που καταβάλλουν οι επιχειρήσεις που διαθέτουν άδειες για περισσότερα από 25 000 m3, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 61 % των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, και το πλεονέκτημα στην πραγματικότητα βρίσκεται στο επίπεδο του 39 % των επιχειρήσεων που κατέχουν άδεια άντλησης για λιγότερα από 25 000 m3, οι οποίες έχουν πληρώσει μόνο ένα τμήμα του εν λόγω κατ' αποκοπή φόρου και επωφελούνται από το μέγιστο του πλεονεκτήματος, περίπου 250 EUR ετησίως, ή αλλιώς ένα ποσό πολύ χαμηλότερο του ορίου de minimis,

ο καθορισμός του ανώτατου ορίου επιτρέπει να μετριαστούν οι επιπτώσεις των φυσικών συνθηκών (για παράδειγμα κλιματικοί παράγοντες που επηρεάζουν τις ανάγκες άρδευσης και ποικίλλουν από τη μία περιοχή στην άλλη) στις επιχειρήσεις που παραγάγουν τα ίδια προϊόντα,

εν προκειμένω το νερό αποτελεί ένα συντελεστή της παραγωγής και όχι προϊόν αυτό καθαυτό· όμως η Επιτροπή, στα πλαίσια του φακέλου N 472/02 (14), σχετικά με τον μόνιμο καθορισμό ανώτατου ορίου του φόρου ακίνητης περιουσίας «τοις χιλίοις», είχε αποφανθεί ότι το σταθερό ανώτατο όριο αιτιολογούνταν από τη λογική του φορολογικού συστήματος, κυρίως λόγω του κεντρικού ρόλου των γαιών ως συντελεστή της γεωργικής παραγωγής,

το ανώτατο όριο δεν είναι επιλεκτικό ούτε σε υλικό ούτε σε τοπικό επίπεδο, διότι ίσχυε για τις επιχειρήσεις όλων των κλάδων ανεξαρτήτως μεγέθους ή κατανάλωσης νερού, δεν συνοδευόταν από κανένα κριτήριο (συμπεριλαμβανομένου του γεωγραφικού) που θα απέκλειε οποιαδήποτε επιχείρηση και οι αρχές που δεν είχαν καμία διακριτική ευχέρεια που θα τους επέτρεπε να παρεκκλίνουν από τους κανόνες υπολογισμού του φόρου (επ' αυτού αναφέρονται στις αποφάσεις της Επιτροπής στους φακέλους N 159/2009 και N 480/2007),

εάν η Επιτροπή εκτιμά παρ' όλα αυτά ότι το ανώτατο όριο είναι επιλεκτικό, αυτό αιτιολογείται από τη φύση του δανικού φορολογικού συστήματος, δεδομένου ότι ένα 61 % των κατόχων ιδιωτικών αδειών υδροληψίας καταβάλλει το μέγιστο προβλεπόμενο φόρο από το άρθρο 24β του κωδικοποιημένου νόμου και ότι η καταβολή αυτού του μέγιστου ποσού πρέπει επομένως να θεωρηθεί ως κανόνας. ο στόχος του φόρου ήταν να αντλήσει έσοδα για τη χρηματοδότηση των κοινοτικών δράσεων για την προστασία του νερού και η θέσπιση ενός ανώτατου ορίου αποσκοπούσε στην αποφυγή μιας παράλογης οικονομικής επιβάρυνσης του τομέα, ενώ παράλληλα εξασφάλιζε δίκαιο καταμερισμό αυτής της επιβάρυνσης μεταξύ των επιχειρήσεων που παρήγαγαν ίδια προϊόντα αλλά αντιμετώπιζαν ανάγκες σε νερό που επηρεάζονταν από φυσικές παραμέτρους (φύση εδάφους, ύψος βροχοπτώσεων),

η ύπαρξη ανώτατου ορίου μπορεί να αιτιολογηθεί βάσει των διατάξεων της ανακοίνωσης της Επιτροπής ως προς την εφαρμογή των σχετικών κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με τον άμεσο φόρο των επιχειρήσεων (15), διότι το ανώτατο όριο εγγράφεται σε μια αναδιανεμητική λογική του φόρου (σημείο 24 της ανακοίνωσης της Επιτροπής), δεν αφήνει κανένα περιθώριο για διακριτική ευχέρεια και είναι συνδεδεμένο με ένα συντελεστή ιδιαίτερης σημασίας στις διαδικασίες παραγωγής (σημείο 27 της ανακοίνωσης της Επιτροπής), ενώ όλες αυτές οι παράμετροι επιτρέπουν να συναχθεί το συμπέρασμα μιας αιτιολόγησης με βάση τη φύση και την οικονομία του φορολογικού συστήματος· επ' αυτού, οι δανικές αρχές αναφέρονται ξανά στην απόφαση της Επιτροπής στο φάκελο N 472/02 προκειμένου να επιμείνουν στη σημασία του νερού ως συντελεστή παραγωγής.

(35)

Όσον αφορά τη φοροαπαλλαγή που προβλέπεται από το άρθρο 24γ του κωδικοποιημένου νόμου και τη διάκριση μεταξύ επιχειρήσεων του ίδιου τομέα που αναφέρεται στην απόφαση επίσημης έναρξης της έρευνας, οι δανικές αρχές υποστηρίζουν ότι η οικονομία του φορολογικού συστήματος καθιστά λογική μια φοροαπαλλαγή της μεγάλης κατηγορίας των μικρών αδειών υδροληψίας λόγω των χαμηλών εσόδων που μπορούν να αντληθούν από τον φόρο και τη χαμηλή πίεση που ασκείται από την υδροληψία στους υδατικούς πόρους. Επισημαίνουν ότι, καθώς ο φόρος υπολογίζεται επί της βάσεως της ποσότητας νερού που θεωρητικά μπορεί να ληφθεί λαμβάνοντας υπ' όψιν την άδεια, οι επιχειρήσεις θα πλήρωναν μόλις περίπου 81 EUR το 2009, 84 EUR το 2010 και 83 EUR το 2011. Επιπλέον, καθώς η μεγάλη πλειοψηφία των χορηγηθέντων αδειών υδροληψίας αφορούσε μόνο μέση ποσότητα 1 000 m3 ετησίως, το ποσό της φοροαπαλλαγής δεν ήταν παρά 40 EUR για το σύνολο της περιόδου. Επίσης, οι μικρές άδειες (που αφορούν ποσότητα που δεν ξεπερνά τα 6 000 m3) ξεχωρίζουν από τις άλλες ως προς το ότι η έκδοσή τους δεν συνοδεύεται από υποχρέωση δήλωσης, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι δεν υπάρχει μητρώο αδειών που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τις δανικές φορολογικές αρχές.

(36)

Οι δανικές αρχές κλείνουν την ανάλυσή τους ως προς την επιλεκτικότητα επισημαίνοντας ότι μόνο η φοροαπαλλαγή που προβλέπεται από το άρθρο 24γ του κωδικοποιημένου νόμου θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επιλεκτική, επειδή ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις, αλλά ότι αιτιολογείται εν πάση περιπτώσει από τη φύση και την οικονομία του δανικού φορολογικού συστήματος. Προσθέτουν ότι εάν η Επιτροπή επιμένει να πιστεύει ότι το καθεστώς φορολόγησης που προβλέπεται από το άρθρο 24α του κωδικοποιημένου νόμου αποτελεί το αρμόζων σύστημα αναφοράς, δεν υπάρχει ούτως ή άλλως διάκριση μέσα στο σύστημα αυτό, λαμβάνοντας υπ' όψιν τα διαφορετικά νομικά και πραγματικά συμφραζόμενα που περιγράφονται.

Στρέβλωση ανταγωνισμού και επιπτώσεις στις συναλλαγές

(37)

Στις επιστολές τους σε μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις 12 Ιουνίου 2012 και στις 7 Νοεμβρίου 2013, οι δανικές αρχές εξετάζουν αυτά τα ζητήματα από δύο πλευρές: καταρχάς το καθεστώς φορολόγησης που προβλέπεται από το άρθρο 24α του κωδικοποιημένου νόμου συγκρίνεται με αυτά που προβλέπονται από τα άρθρα 24β και γ· εν συνεχεία, γίνεται σύγκριση ανάμεσα στο καθεστώς φορολόγησης που προβλέπεται από το άρθρο 24β αφενός, και σε αυτό που προβλέπεται από το άρθρο 24γ, αφετέρου.

(38)

Όσον αφορά την πρώτη σύγκριση, οι δανικές αρχές υπογραμμίζουν ότι, αν το κριτήριο επιλεκτικότητας δεν πληρούται από ένα εθνικό μέτρο, αυτό το μέτρο δεν μπορεί να αλλοιώσει τον ανταγωνισμό ούτε να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών-μελών. Καθώς εκτιμούν ότι έχουν καταδείξει ότι η μείωση φόρου ή η απαλλαγή από αυτόν δεν επιφέρει κανένα πλεονέκτημα σε όσους επωφελούνται από αυτές, σε σχέση με τις άλλες επιχειρήσεις που βρίσκονται στην ίδια νομική ή πραγματική κατάσταση, δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα στρέβλωσης του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(39)

Όσον αφορά τη δεύτερη σύγκριση, οι δανικές αρχές αναγνωρίζουν ότι οι δικαιούχοι φοροαπαλλαγής έχουν αποκτήσει ένα πλεονέκτημα απέναντι στις άλλες επιχειρήσεις, αλλά υπογραμμίζουν ότι η αξία αυτής της φοροαπαλλαγής είναι τόσο μικρή ώστε δεν έχει καμία επίπτωση στις συνθήκες ανταγωνισμού της εσωτερικής αγοράς, και απόδειξη για αυτό είναι ότι καμία επιχείρηση δεν έχει προβεί σε καταγγελία. Επιπλέον εκτιμούν ότι η Επιτροπή είναι εκείνη που οφείλει να καταδείξει ότι ένα μέτρο ενίσχυσης είναι ικανό να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Επ' αυτού, οι δανικές αρχές αναφέρονται στην απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου 1996 στην υπόθεση C-329/93, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και Hanseatische Industrie-Beteiligungen GmbH και Bremer Vulkan Verbund AG κατά Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (16), και ειδικότερα στο σημείο 52, όπου επισημαίνεται αυτό που ακολουθεί: «…μολονότι, σε ορισμένες περιπτώσεις είναι δυνατό να προκύπτει από τις συνθήκες υπό τις οποίες χορηγήθηκε μια ενίσχυση ότι η ενίσχυση αυτή μπορεί να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο και να νοθεύσει ή να απειλήσει να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, η Επιτροπή οφείλει τουλάχιστον να προσδιορίσει τις συνθήκες αυτές στις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεώς της…». Σύμφωνα με αυτές, η Επιτροπή αρκέστηκε απλώς να αναφέρει τους όγκους των συναλλαγών γεωργικών προϊόντων της Δανίας στην απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία, και επομένως δεν αιτιολόγησε επαρκώς τους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι το δανικό καθεστώς φορολόγησης μπορεί να απειλήσει τον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές στην εσωτερική αγορά. Για να δείξουν τη μέθοδο της φοροαπαλλαγής, επισημαίνουν ότι μια επιχείρηση απαλλασσόμενη για τη μέγιστη ποσότητα (6 000 m3) επωφελήθηκε από ενίσχυση 610 DKK (περίπου 81 EUR) το 2009, 630 DKK (περίπου 84 EUR) το 2010, και 620 DKK (περίπου 83 EUR) το 2011, σε σχέση με όσες είχαν μείωση φόρου δυνάμει του άρθρου 24β του κωδικοποιημένου νόμου. Επιπλέον, η συντριπτική πλειοψηφία των απαλλασσόμενων γεωργικών εκμεταλλεύσεων δεν διαθέτει άδεια υδροληψίας παρά μόνο για ποσότητα 1 000 m3, κάτι που μειώνει περισσότερο το ποσό της φοροαπαλλαγής. Καθώς ο φόρος υδροληψίας καταργήθηκε την 1η Ιανουαρίου 2012, οι απαλλασσόμενες γεωργικές εκμεταλλεύσεις μπόρεσαν να λάβουν ενίσχυση έως 250 EUR σε σχέση με όσες επωφελήθηκαν μόνο με μείωση. Όλα τα προαναφερθέντα ποσά εμπίπτουν στα θεσπιζόμενα όρια από τους κανονισμούς de minimis που αφορούν τόσο την πρωτογενή γεωργική παραγωγή όσο και τη μεταποίηση τροφίμων, και επομένως δεν μπορούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό.

Συμβατότητα

α)   Τομέας πρωτογενούς παραγωγής

(40)

Οι δανικές αρχές συνεχίζουν την ανάλυσή τους επισημαίνοντας ότι μια δυνητική ενίσχυση, συνδεδεμένη με τα καθεστώτα φορολόγησης που προβλέπονται από τα άρθρα 24β και γ του κωδικοποιημένου νόμου θα ήταν ούτως η άλλως συμβατή με την εσωτερική αγορά.

(41)

Όσον αφορά τη μείωση φόρου που προβλέπεται από το άρθρο 24β του κωδικοποιημένου νόμου, οι δανικές αρχές εκτιμούν ότι οι διατάξεις των σημείων 151 έως 159 των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον έχουν γίνει σεβαστές, με την έννοια ότι ο εισπραττόμενος φόρος είναι περιβαλλοντικός φόρος, του οποίου η μείωση είναι απαραίτητη και αναλογική, σε κάθε περίπτωση, (δηλαδή μια ανάλυση στα πλαίσια της οποίας το χρησιμοποιούμενο σενάριο αναφοράς θα ήταν ο φόρος που προβλέπεται από το άρθρο 24α του κωδικοποιημένου νόμου ή μια ανάλυση στα πλαίσια της οποίας το χρησιμοποιούμενο σενάριο αναφοράς θα ήταν ο φόρος που επίσης προβλέπεται από το άρθρο 24β του κωδικοποιημένου νόμου, αλλά όπου το ανώτατο όριο των 25 000 m3 θα θεωρούνταν ικανό να επιφέρει πλεονέκτημα σε όσους διαθέτουν άδεια υδροληψίας για περισσότερα από 25 000 m3).

Περιβαλλοντικός φόρος (σημείο 151 των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον)

(42)

Οι δανικές αρχές δείχνουν τον περιβαλλοντικό χαρακτήρα του φόρου παραπέμποντας στο γενικό στόχο του καθεστώτος φορολόγησης, δηλαδή την προστασία των πόρων πόσιμου νερού, και υπογραμμίζοντας ότι η δράση της Δανίας στο ζήτημα πηγαίνει πέρα από τις υποχρεώσεις του ευρωπαϊκού κατευθυντήριου πλαισίου για το νερό και ίσως δεν συναντάται απαραιτήτως σε άλλα κράτη-μέλη. Προσθέτουν ότι το σύστημα σχεδιάστηκε έτσι ώστε αυτοί που συνεισφέρουν περισσότερο (ιδιοκτήτες γενικών συστημάτων ύδρευσης) να μπορούν να μετακυλούν τον φόρο στους καταναλωτές μέσω της κατανάλωσής τους και έτσι να τους ενθαρρύνουν να καταναλώνουν λιγότερο. Σύμφωνα με αυτές, η πρόβλεψη φορολογικών μειώσεων και απαλλαγών για όσους συλλέγουν οι ίδιοι το νερό τους επέτρεψε να φορολογούνται παραπάνω αυτοί που χρησιμοποιούν περισσότερο το πόσιμο νερό.

Αναγκαιότητα της ενίσχυσης (σημείο 158 των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον)

(43)

Σε ό,τι αφορά το κριτήριο που ορίζεται στο σημείο 158 α) των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον (κριτήριο σύμφωνα με το οποίο η επιλογή των δικαιούχων πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια και η ενίσχυση πρέπει να χορηγείται καταρχήν με τον ίδιο τρόπο για όλους τους ανταγωνιστές του ίδιου επίμαχου τομέα/αγοράς αν βρίσκονται σε πράγματι παρόμοια κατάσταση), οι δανικές αρχές αμφισβητούν το επιχείρημα της Επιτροπής ότι θα έπρεπε να πραγματοποιήσουν σύγκριση μεταξύ μη γεωργικών επιχειρήσεων που διαθέτουν άδεια υδροληψίας και επιχειρήσεων του γεωργικού τομέα. Σύμφωνα με αυτές, το καθεστώς φορολόγησης δεν εισάγει διάκριση μεταξύ επιχειρήσεων που βρίσκονται εντός και εκτός συγκεκριμένων τομέων, αλλά, αντιθέτως, κάθε ιδιοκτήτης μη γενικού συστήματος ύδρευσης εξουσιοδοτημένος να αντλεί πάνω από 6 000 m3 υπόγειων υδάτων ετησίως, ανεξαρτήτως τομέα δραστηριοποίησης, υπόκειται στον φόρο που θεσπίζεται από το άρθρο 24β του κωδικοποιημένου νόμου. Στην περίπτωση όπου το ανώτατο όριο των 25 000 m3 θα θεωρούνταν ότι προσφέρει πλεονέκτημα σε όσους διαθέτουν άδεια υδροληψίας για πάνω από 25 000 m3, οι απαιτήσεις της αντικειμενικότητας και της διαφάνειας στην επιλογή των δικαιούχων γίνονται σεβαστές, εφόσον η μείωση φόρου εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο σε όλες τις επιχειρήσεις του ίδιου τομέα που βρίσκονται στην ίδια πραγματική κατάσταση (κατοχή άδειας υδροληψίας για πάνω από 25 000 m3).

(44)

Οι δανικές αρχές επίσης διερωτώνται, επικαλούμενες τα αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια που πρέπει να υπαγορεύουν την επιλογή των δικαιούχων, γιατί η Επιτροπή εξετάζει τις επιχειρήσεις άλλων κρατών-μελών που δεν επωφελούνται από το ίδιο πλεονέκτημα με τις δανικές επιχειρήσεις που πληρώνουν μειωμένο φόρο ή απαλλάσσονται από αυτόν, εφόσον οι ξένες επιχειρήσεις δεν υπόκεινται στο δανικό σύστημα φορολόγησης. Επ' αυτού, παραπέμπουν στην απόφαση C30/2009 (17) της Επιτροπής, στην οποία η τελευταία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα προαναφερθέντα κριτήρια επιλογής ήταν αντικειμενικά και σαφή.

(45)

Όσον αφορά το κριτήριο που ορίζεται στο σημείο 158 β) των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον (κριτήριο σύμφωνα με το οποίο ο περιβαλλοντικός φόρος χωρίς μείωση πρέπει να οδηγεί σε ουσιαστική αύξηση του κόστους παραγωγής για κάθε τομέα ή κατηγορία μεμονωμένων δικαιούχων), οι δανικές αρχές εξηγούν ότι, σύμφωνα με τη δανική εφορία, οι επιχειρήσεις του πρωτογενούς τομέα πλήρωσαν το συνολικό ποσό των 26 εκατομμυρίων DKK ετησίως, δυνάμει του φόρου που προβλέπεται από το άρθρο 24β του κωδικοποιημένου νόμου κατά την περίοδο 2009-2010 και θα έπρεπε να πληρώσουν περίπου 138 εκατομμύρια DKK ετησίως αν υπάγονταν στον ίδιο φόρο με τους ιδιοκτήτες γενικών συστημάτων ύδρευσης, κάτι που θα αντιπροσώπευε επιπλέον δαπάνη 430 % για τον τομέα. Σε επίπεδο του καθαυτού κόστους παραγωγής, οι δανικές αρχές παρέχουν ένα αριθμητικό παράδειγμα που δείχνει ότι η επιπλέον δαπάνη ανά εκτάριο εκτιμάται στα 347 DKK, δηλαδή μια αύξηση του κόστους παραγωγής κατά 4,3 έως 7,7 % ανάλογα με την καλλιέργεια (ο υπολογισμός αυτός στηρίζεται στην υπόθεση γεωργικής εκμετάλλευσης που καλλιεργεί 100 εκτάρια, ενώ διαθέτει άδεια υδροληψίας 1 200 m3 ανά εκτάριο και πληρώνει φόρο 0,31 DKK ανά εκτάριο, το οποίο θα έδινε, στην περίπτωση καταβολής ολόκληρου του φόρου, συνολικό κόστος 37 200 DKK (100 × 1 200 × 0,31), δηλαδή επιπλέον δαπάνη 34 700 DKK ή 347 DKK επιπλέον ανά εκτάριο, με τη γεωργική εκμετάλλευση να είναι υπόχρεη για φόρο 2 500 DKK δυνάμει του άρθρου 24β του κωδικοποιημένου νόμου, με το ανώτατο όριο των 25 000 m3). Σύμφωνα με αυτές, μια αύξηση του κόστους παραγωγής που θα μπορούσε να φτάσει σχεδόν το 8 % είναι σημαντική (σχετικά, αναφέρονται στην απόφαση της Επιτροπής στο φάκελο κρατικής ενίσχυσης αριθ. 327/2008 (18), στον οποίο μια αύξηση του κόστους παραγωγής του 3 % κρίθηκε σημαντική) και επιτρέπει να θεωρηθεί ότι πληρούται το κριτήριο του σημείου 158 β) των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον. Εκτιμούν επίσης ότι η ίδια λογική θα επικρατούσε κατά την εξέταση της αίτησης του ανώτατου ορίου των 25 000 m3. Χωρίς αυτό το όριο, ο πρόσθετος φόρος προς καταβολή θα οδηγούσε σε αύξηση του κόστους παραγωγής από 1,25 μέχρι 2,20 %. Αυτή η αύξηση είναι σίγουρα κατώτερη αυτής που αναφέρεται στην απόφαση αριθ. 327/2008, αλλά πρέπει να εξετάζεται σε σύνδεση με την αδυναμία να μετακυλιστεί στον καταναλωτή.

(46)

Τέλος, όσον αφορά το κριτήριο που ορίζεται στο σημείο 158 γ) των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον (κριτήριο σύμφωνα με το οποίο η ουσιαστική αύξηση του κόστους παραγωγής δεν μπορεί να μετακυλιστεί στους πελάτες χωρίς να προκαλέσει σημαντική μείωση πωλήσεων), οι δανικές αρχές εκτιμούν ότι, όποιο και αν είναι το σενάριο αναφοράς (βλέπε αιτιολογική σκέψη 41), οι παραγωγοί του πρωτογενούς τομέα δεν μπορούν να μετακυλήσουν την αύξηση του κόστους παραγωγής στους καταναλωτές, αλλά πρέπει οι ίδιοι να υποστούν αυτή την απώλεια καθώς το νερό που χρησιμοποιείται από τους παραγωγούς για τις καλλιέργειες σε εδάφη που χρειάζονται άρδευση χρησιμεύει σε ευρέως καλλιεργούμενες καλλιέργειες που δεν είναι καλύτερης ποιότητας από τις μη αρδευόμενες, λόγω του ότι καλλιεργούνται σε εδάφη που δεν χρειάζονται άρδευση και τα προϊόντα που εξετάζονται εισάγονται επίσης σε μεγάλες ποσότητες, καθώς οι τιμές τους είναι παγιωμένες από τις διεθνείς αγορές και οι δανικοί φορείς εκμετάλλευσης, των οποίων το τμήμα της αγοράς είναι πολύ αδύναμο δεδομένου του μικρού μεγέθους των καλλιεργειών τους, δεν μπορούν να επηρεάσουν με επιπλέον κόστος. Σύμφωνα με αυτές, η καταβολή του συνόλου του φόρου θα ανάγκαζε τους φορείς εκμετάλλευσης να μειώσουν το αρδευόμενο από αυτούς νερό, με αποτέλεσμα να υποστούν απώλεια συγκομιδής και εισοδήματος, με τις επιπτώσεις δε της οικονομικής κρίσης, που έχουν εκθέσει ακόμη περισσότερο τους φορείς εκμετάλλευσης στην επίδραση της αύξησης του κόστους παραγωγής, αυτή θα προκαλούσε στρέβλωση του ανταγωνισμού ανάμεσα στους καλλιεργητές που έχουν μεγάλη ανάγκη άρδευσης και σε αυτούς που έχουν μικρότερη ή καθόλου.

Αναλογικότητα της ενίσχυσης (σημείο 159 των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον)

(47)

Οι δανικές αρχές υπογραμμίζουν ότι, σύμφωνα με το σημείο 159 των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον, μία από τις τρεις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εν λόγω σημείο πρέπει να πληρούται ώστε το κριτήριο της αναλογικότητας να γίνεται σεβαστό και προσθέτουν ότι θα επικεντρωθούν στην προϋπόθεση του σημείου 159 β), καθώς δεν είναι εφικτή η επιβεβαίωση ex post της πλήρωσης των προϋποθέσεων α) ή γ). Σύμφωνα με την προϋπόθεση που προβλέπεται στο σημείο 159 β), οι δικαιούχοι της ενίσχυσης πρέπει να καταβάλλουν τουλάχιστον το 20 % του εθνικού φόρου, εκτός εάν μπορεί να δικαιολογηθεί χαμηλότερο ποσοστό λόγω περιορισμένης στρέβλωσης του ανταγωνισμού.

(48)

Οι δανικές αρχές αναφέρουν ότι, αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο φόρος που προβλέπεται στο άρθρο 24β του κωδικοποιημένου νόμου αντιστοιχεί στο ένα τρίτο αυτού που προβλέπεται στο άρθρο 24α, καθώς και το όριο των 25 000 m3 που απαλλάσσει τις επιχειρήσεις από τον φόρο για κάθε ποσότητα που ξεπερνά αυτό το όριο, οι επιχειρήσεις που έχουν άδεια άντλησης ύδατος για τουλάχιστον 41 666 m3 κατέβαλαν τουλάχιστον το 20 % του φόρου που προβλέπεται από το άρθρο 24α του κωδικοποιημένου νόμου. Ωστόσο, υποστηρίζουν ότι οι πάροχοι νερού δεν αποτελούν επιχειρήσεις υπό την έννοια της νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων και δεν μπορεί να υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ των αγροτικών φορέων εκμετάλλευσης και των επιχειρήσεων μεταποίησης τροφίμων αφενός και των ιδιοκτητών γενικών συστημάτων ύδρευσης αφετέρου. Η σύγκριση έπρεπε να γίνει ανάμεσα στις επιχειρήσεις με άδεια άντλησης υδάτων και σε εκείνες που επειδή δεν έχουν άδεια πρέπει να προμηθεύονται νερό από το γενικό σύστημα. Όμως οι πρώτες φορολογούνται επί του όγκου που μπορεί να αντληθεί και οι δεύτερες επί της πραγματικής κατανάλωσής τους, καθιστώντας δύσκολη την επαλήθευση της πληρωμής του 20 % του φόρου. Ωστόσο, συνδυάζοντας το ποσοστό της πραγματικής αξιοποίησης των αδειών στους φορείς εκμετάλλευσης (34 %) και στις επιχειρήσεις μεταποίησης (48 %) με το μέσο όρο των αδειών (37 000 και 243 000 m3 αντίστοιχα) και το ποσοστό αξιοποίησης των δυνατοτήτων άντλησης των γενικών συστημάτων ύδρευσης (80 %), είναι εμφανές ότι ένας παραγωγός του πρωτογενούς τομέα, στη βάση της πραγματικής κατανάλωσης, κατέβαλε κατά μέσο όρο περίπου 45 % του φόρου που κατέβαλαν οι επιχειρήσεις οι οποίες δεν έχουν άδεια άντλησης υδάτων, ενώ αυτό το ποσό πέφτει στο 6 % για τις επιχειρήσεις μεταποίησης. Επιπλέον, λαμβάνοντας ως σενάριο αναφοράς τον φόρο που προβλέπεται στο άρθρο 24β του κωδικοποιημένου νόμου και συγκρίνοντας αυτούς που έχουν άδεια άντλησης υδάτων για μέγιστο όγκο 25 000 m3 και αυτούς που έχουν άδεια για όγκο μεγαλύτερο των 25 000 m3, φαίνεται ότι το 97,5 % των ενδιαφερομένων έχουν καταβάλει τουλάχιστον 20 % του κανονικού φόρου. Οι δανικές αρχές αναγνωρίζουν ότι η τήρηση του κριτηρίου του 20 % πρέπει να βεβαιωθεί στο επίπεδο του κάθε φορέα ανά περίπτωση, αλλά εκτιμούν ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να λάβει υπόψη τους μέσους όρους στην αξιολόγησή της για το κριτήριο της αναλογικότητας, καθώς και το ότι πριν το 2009 δεν υπήρχε φόρος για την άντληση υδάτων. Σύμφωνα με αυτές, αν δεν είχε θεσπιστεί ανώτατο όριο, το καθεστώς φορολόγησης θα είχε δημιουργήσει πολύ πιο έντονες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στον αγροτικό τομέα, καθώς οι επιχειρήσεις που είχαν αποκτήσει άδεια για μεγάλους όγκους νερού, εφόσον δεν υπήρχε όριο, θα έπρεπε να πληρώνουν το σύνολο του φόρου για αυτόν τον όγκο, όποια κι αν ήταν η πραγματική τους κατανάλωση. Τέλος, οι αγροτικές επιχειρήσεις των άλλων κρατών μελών δεν υπόκεινται στους ίδιους φόρους με τις δανικές επιχειρήσεις και κατά συνέπεια είναι δύσκολο να καθοριστεί πώς οι τελευταίες θα μπορούσαν να επωφεληθούν ενός ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος.

(49)

Το γενικό συμπέρασμα που εξάγουν οι δανικές αρχές είναι ότι η μείωση του φόρου είναι αναλογική, ακόμη κι αν δεν έχουν καταβάλει όλες οι επιχειρήσεις τουλάχιστον 20 % του φόρου.

β)   Τομέας μεταποίησης των αγροτικών προϊόντων

(50)

Οι δανικές αρχές αναγνωρίζουν ότι δεν μπορούν να αποδείξουν ότι η ενίσχυση που ελήφθη μέσω της μείωσης του φόρου που προβλέπεται στο άρθρο 24β του κωδικοποιημένου νόμου από τις επιχειρήσεις μεταποίησης που διαθέτουν τη δική τους άδεια άντλησης υδάτων πληροί το κριτήριο της αναγκαιότητας που καθορίζεται στο σημείο 158 των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον. Προσκομίζουν ωστόσο δεδομένα που δείχνουν ότι οι πέντε επιχειρήσεις που έχουν τις πιο σημαντικές άδειες άντλησης έχουν επωφεληθεί, χάρη στη μείωση του φόρου, από ενίσχυση της οποίας η αντίστοιχη μέση ετήσια επιχορήγηση κυμαίνεται από 245 417 DKK (περίπου 32 700 EUR) μέχρι 456 217 DKK (περίπου 60 000 EUR), σε σχέση με τις επιχειρήσεις που προμηθεύονται νερό από ένα γενικό σύστημα ύδρευσης, υπογραμμίζοντας ότι οι αριθμοί δεν δίνουν ακριβή εικόνα του πραγματικού πλεονεκτήματος που φέρει η εν λόγω ενίσχυση στους δικαιούχους και πως πρέπει να διορθωθούν βάσει της πραγματικής κατανάλωσης νερού από τις επιχειρήσεις μεταποίησης (το ποσοστό αξιοποίησης των αδειών των οποίων υπολογίζεται σε 48 %). Λαμβάνοντας υπόψη αυτή τη στάθμιση, η ανάλογη επιχορήγηση κυμαίνεται από 143 337 DKK (περίπου 19 100 EUR) μέχρι 267 369 DKK (περίπου 35 650 EUR) ετησίως και είναι ακόμη χαμηλότερη αν λάβουμε υπόψη ως σενάριο αναφοράς τον φόρο που προβλέπεται από το άρθρο 24β του κωδικοποιημένου νόμου.

(51)

Όσον αφορά τους αριθμούς, οι δανικές αρχές υπογραμμίζουν ότι ατομικά είναι κατώτεροι από το κατώτερο όριο της ενίσχυσης de minimis των 200 000 EUR που θα μπορούσε να χορηγηθεί στον τομέα της μεταποίησης των αγροτικών προϊόντων. Δέχονται ότι δεν είναι αδύνατο ορισμένες επιχειρήσεις να ξεπεράσουν αυτό το κατώτατο όριο αν λάβουμε υπόψη όλες τις άλλες ενισχύσεις de minimis που χορηγήθηκαν κατά τη διάρκεια μιας περιόδου τριών φορολογικών χρήσεων, αλλά αναφέρουν ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να λάβει υπόψη τα ποσά ενίσχυσης που θα μπορούσαν να θεωρηθούν συμβατά με την εσωτερική αγορά δυνάμει των διατάξεων του προσωρινού πλαισίου για τις ενισχύσεις της κρίσης. Αυτές οι διατάξεις προβλέπουν τη δυνατότητα χορήγησης ενίσχυσης που μπορεί να φτάσει τα 500 000 EUR προς τις επιχειρήσεις μεταποίησης αγροτικών προϊόντων αλλά η δανική κυβέρνηση δεν τις έχει αξιοποιήσει. Σύμφωνα με τις δανικές αρχές, μια επιχείρηση που έχει ήδη λάβει 200 000 EUR μέσω μιας ενίσχυσης de minimis μπορεί να λάβει ακόμα 300 000 EUR μέσω του προσωρινού πλαισίου ενισχύσεων της κρίσης.

Απαλλαγή

(52)

Οι δανικές αρχές υπολογίζουν ότι η απαλλαγή που προβλέπει το άρθρο 24γ του κωδικοποιημένου νόμου αποτελεί παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 24β, που πρέπει να εξυπηρετεί το σύστημα φορολόγησης αναφοράς, αλλά ότι αν η Επιτροπή έπρεπε να δεχτεί ότι πρόκειται περισσότερο για μια παρέκκλιση από το άρθρο 24β του κωδικοποιημένου νόμου, η απαλλαγή δεν θα ενείχε σε κάθε περίπτωση στοιχείο κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ ή, αν έπρεπε παρ' όλα αυτά να θεωρηθεί ότι εμπεριέχει στοιχείο κρατικής ενίσχυσης, αυτό θα ήταν συμβατό με την εσωτερική αγορά.

(53)

Για να στηρίξουν τη θέση τους, οι δανικές αρχές προβάλλουν ότι οι επιχειρήσεις που μπορούσαν να αντλήσουν μέχρι 6 000 m3 δεν έχουν επωφεληθεί από βοήθεια μεγαλύτερη των 250 EUR αν σκεφτούμε ότι η απαλλαγή αποτελεί παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 24β, ή των 750 EUR αν σκεφτούμε ότι η απαλλαγή αποτελεί παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 24α (ο φόρος που προβλέπεται στο άρθρο 24β του κωδικοποιημένου νόμου αποτελεί μόνο το ένα τρίτο αυτού που προβλέπεται στο άρθρο 24α). Υπενθυμίζουν στη συνέχεια ότι το μέτρο πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο του ισχύοντος κανόνα de minimis και ότι η συμβατότητα μιας παράνομης ενίσχυσης πρέπει να εξετάζεται βάσει του κανονιστικού πλαισίου που εφαρμόζεται κατά τη στιγμή που χορηγείται. Επ' αυτού, αναφέρονται ακόμη μια φορά στο προσωρινό πλαίσιο για τις ενισχύσεις της κρίσης και υπογραμμίζουν ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να αρνηθεί να θεωρήσει ότι εφαρμόζεται εν προκειμένω λόγω το ότι η ενίσχυση δεν χορηγήθηκε υπό το πλαίσιο εγκεκριμένου καθεστώτος και οι δανικές αρχές δεν ζήτησαν από τους δικαιούχους δήλωση για τις ενισχύσεις de minimis που είχαν πράγματι λάβει πριν επωφεληθούν από το επίμαχο μέτρο. Σύμφωνα με αυτές, αν η Επιτροπή εμμείνει στην αυστηρή τήρηση των τυπικών κριτηρίων, οι αρχές που διέπουν την αξιολόγηση των παράνομων ενισχύσεων χάνουν κάθε λόγο ύπαρξης εφόσον το χαρακτηριστικό μιας μη κοινοποιημένης ενίσχυσης είναι ακριβώς το ότι δεν πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις νομιμότητας. Προσθέτουν επ' αυτού ότι μια ενίσχυση που δεν κοινοποιείται δεν θα μπορούσε ποτέ να θεωρηθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά, ενώ αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για τις ενισχύσεις που εξαιρούνται από την κοινοποίηση βάσει ρύθμισης εξαίρεσης ανά κατηγορία.

(54)

Στη βάση των επιχειρημάτων τους, οι δανικές αρχές καταλήγουν ότι η απαλλαγή πρέπει να κηρυχθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά αν αποδειχθεί ότι τα ανώτατα όρια της ενίσχυσης που θεσπίζονται στο προσωρινό πλαίσιο για τις ενισχύσεις της κρίσης (500 000 EUR για τις επιχειρήσεις μεταποίησης και 15 000 EUR για τους παραγωγούς της πρωτογενούς παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των ενισχύσεων de minimis) δεν έχουν ξεπεραστεί και ότι η Επιτροπή πρέπει de facto να επισημάνει το όριο de minimis κατά την εξέταση της συμβατότητας της απαλλαγής. Σύμφωνα με τις δανικές αρχές, αν ληφθούν υπόψη τα ποσά των 250 και των 750 EUR που αναφέρθηκαν στην παραπάνω αιτιολογική σκέψη, τα ανώτατα όρια ενίσχυσης που θεσπίζονται στο προσωρινό πλαίσιο για τις ενισχύσεις της κρίσης δεν μπορούν να ξεπεραστούν κατά τη διάρκεια της απαλλαγής (2009-2011), ακόμη και αν οι επιχειρήσεις μεταποίησης και οι παραγωγοί του πρωτογενούς τομέα έχουν ήδη λάβει το μέγιστο ποσό ενισχύσεων de minimis που θα μπορούσαν να τους έχουν χορηγηθεί κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου. Οι δανικές αρχές αναγνωρίζουν ασφαλώς ότι οι τυπικές προϋποθέσεις χορήγησης μιας ενίσχυσης de minimis ή μιας ενίσχυσης συμβατής βάσει του προσωρινού πλαισίου για τις ενισχύσεις της κρίσης δεν έχουν τηρηθεί, αλλά επειδή η Δανία δεν χρησιμοποίησε τις δυνατότητες που προσφέρθηκαν από αυτό το πλαίσιο εκείνη την εποχή και επειδή τα ποσά ενίσχυσης που λήφθηκαν δεν ξεπερνούν τα 750 EUR, δεν υπάρχει κίνδυνος να ξεπεραστούν τα όρια από το προσωρινό πλαίσιο σε περίπτωση εφαρμογής αυτών των διατάξεων ex post.

Ανάκτηση

(55)

Οι δανικές αρχές υποστηρίζουν ότι, ακόμη και αν η Επιτροπή δεν δεχτεί τα στοιχεία που επικαλούνται για να εξηγήσουν την απουσία παράνομων και μη συμβατών ενισχύσεων στο καθεστώς φορολόγησης, δεν θα έπρεπε να ζητά την ανάκτηση των ενισχύσεων από τους δικαιούχους γιατί η επίδρασή τους στον ανταγωνισμό είναι ελάχιστη, η ανάκτηση δεν θα επανέφερε μια κανονική κατάσταση, οι δικαιούχοι έτρεφαν θεμιτές προσδοκίες και μια ανάκτηση που θα εξασφάλιζε ισότιμες συνθήκες για όλες τις επιχειρήσεις είναι εντελώς αδύνατο να υλοποιηθεί.

(56)

Προς στήριξη του πρώτου τους επιχειρήματος, αναφέρουν ότι όλες οι επιχειρήσεις που βρίσκονται στην ίδια πραγματική κατάσταση έχουν αντιμετωπιστεί με τον ίδιο τρόπο, κάτι που καθιστά ελάχιστο, ακόμη και θεωρητικό τον κίνδυνο στρέβλωσης του ανταγωνισμού. Επιπροσθέτως, το ανώτατο όριο των ενισχύσεων για τους κατόχους άδειας άντλησης υδάτων διατήρησε ομοιόμορφες τις προϋποθέσεις του ανταγωνισμού στο πλαίσιο, για παράδειγμα, του τομέα πρωτογενούς παραγωγής, καθώς απέτρεψε τη δυσανάλογη αύξηση των εξόδων παραγωγής στους παραγωγούς που χρειαζόταν να αρδεύσουν περισσότερο.

(57)

Αναφορικά με το δεύτερό τους επιχείρημα, οι δανικές αρχές υπογραμμίζουν ότι η ανάκτηση του ποσού της ενίσχυσης δε θα επέτρεπε την επαναφορά της πρότερης κατάστασης του ανταγωνισμού του 2009 καθώς οι παραγωγοί του πρωτογενούς τομέα δεν έχουν λάβει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των εθνικών ανταγωνιστών τους ή των ανταγωνιστών από άλλα κράτη μέλη, έχουν απλώς λάβει ένα πλεονέκτημα έναντι επιχειρήσεων σε άλλους κλάδους, που προμηθεύονται νερό από γενικά συστήματα ύδρευσης. Αυτοί που θα επηρεαστούν περισσότερο από την ανάκτηση θα είναι αυτοί που χρειάζεται να αρδεύσουν περισσότερο λόγω των κλιματικών κινδύνων και της φύσης του εδάφους, δηλαδή αυτό που θα κρίνει τον καθορισμό του ποσού προς ανάκτηση δεν είναι η πιθανή επίπτωση της ενίσχυσης στον ανταγωνισμό αλλά εξωγενείς παράγοντες. Η ανάκτηση θα δημιουργούσε επιπλέον στρέβλωση του ανταγωνισμού υπέρ αυτών που μπορούν να χρησιμοποιήσουν νερό της επιφάνειας (που απαλλάσσονται από τον φόρο) και όχι υπόγεια ύδατα, για να παράξουν τα ίδια προϊόντα, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις του άρθρου 14, παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου (19). Τέλος, η ανάκτηση θα είχε μη αναστρέψιμες και δυσανάλογες συνέπειες σε σχέση με την περιορισμένη επίπτωση στον ανταγωνισμό.

(58)

Επί των θεμιτών προσδοκιών των δικαιούχων, οι δανικές αρχές υπογραμμίζουν ότι η μεγάλη πλειοψηφία των πιθανών δικαιούχων δεν μπορεί πραγματικά να αναμένει να τους αποφέρει το καθεστώς ένα πλεονέκτημα με βάση το δίκαιο του ανταγωνισμού, κυρίως επειδή δεν υπάρχουν ανάλογοι φόροι στα άλλα κράτη μέλη. Επιπλέον, καμία δανική ή αλλοδαπή επιχείρηση δεν κατήγγειλε ποτέ το επίμαχο καθεστώς φορολόγησης. Τέλος, επειδή οι άδειες άντλησης υδάτων χορηγούνται κατά κανόνα για περίοδο από δέκα έως δεκαπέντε έτη, η πλειοψηφία των δικαιούχων δεν είχαν τη δυνατότητα να λάβουν υπόψη ζητήματα φορολόγησης εφόσον αιτήθηκαν άδεια και ανάκτηση βασισμένη στο μέγεθος της άδειας μη λαμβάνοντας υπόψη τις απρόβλεπτες περιστάσεις.

Αδυναμία ύπαρξης διαδικασίας αποτελεσματικής ανάκτησης που να θέτει όλες τις επιχειρήσεις σε ίση βάση.

(59)

Τέλος, όσον αφορά την αδυναμία ύπαρξης διαδικασίας αποτελεσματικής ανάκτησης που να θέτει όλες τις επιχειρήσεις σε ίση βάση, οι δανικές αρχές υπογραμμίζουν ότι θα είναι δύσκολη η υλοποίηση αποτελεσματικής ανάκτησης καθώς δεν θα είναι εφικτό να καθοριστεί η ανάλογη με την επίμαχη ενίσχυση επιχορήγηση για κάθε δικαιούχο, εφόσον η κατανάλωσή τους για την περίοδο 2009-2011 είναι αδύνατο να καθοριστεί ex post. Επιπροσθέτως, στη Δανία δεν υπάρχει πλαίσιο αναφοράς που να επιτρέπει τον υπολογισμό της αντίστοιχης επιχορήγησης για όλες τις επιχειρήσεις και ο φόρος που καταβάλλεται έμμεσα από τις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν το γενικό σύστημα ύδρευσης ποικίλλει ανάλογα με το βαθμό αξιοποίησης του συστήματος, κάτι που σημαίνει ότι επιχειρήσεις της ίδιας κατηγορίας μπορεί να υπόκεινται σε διαφορετικά ποσοστά φορολόγησης. Για μια αποτελεσματική αναπροσαρμογή, θα έπρεπε να υπολογιστεί εκ νέου ο φόρος επί της άντλησης υδάτων για όλες τις επιχειρήσεις, βάσει της πραγματικής κατανάλωσης της κάθε μιας από αυτές για τη διάρκεια της περιόδου 2009-2011 και σύμφωνα με ένα ποσοστό φορολόγησης ομοιόμορφο αλλά αυθαίρετο, με τρόπο ώστε αυτό που ελήφθη επιπλέον να επιστραφεί ή οι επιχειρήσεις που δεν πλήρωσαν αρκετά να ρυθμίσουν το υπόλοιπό τους. Σε κάθε περίπτωση, αυτό το μοντέλο θα ήταν αδύνατο, καθώς στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι αδύνατο να καθοριστεί η ακριβής κατανάλωση των επιχειρήσεων που διαθέτουν το δικό τους σημείο άντλησης.

V.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟ ΜΕΡΟΣ

(60)

Σε αυτές τις παρατηρήσεις, το ενδιαφερόμενο μέρος εκτιμά ότι το επίμαχο σύστημα φορολόγησης δεν εμπεριέχει στοιχείο κρατικής ενίσχυσης για τις επιχειρήσεις επειδή οι χορηγούμενες μειώσεις ή απαλλαγές από τον φόρο δεν είναι επιλεκτικές και ο ανταγωνισμός δεν επηρεάζεται. Σύμφωνα με αυτό, ακόμη και αν συμπεράνουμε ότι το σύστημα φορολόγησης εμπεριέχει στοιχείο ενίσχυσης, αυτή θα ήταν συμβατή με τις διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον. Επιπλέον, η ανάκτηση ενισχύσεων που θα κηρυχθούν παράνομες και μη συμβατές αντιβαίνει στις γενικές αρχές του δικαίου. Οι αγρότες δεν μπορούσαν να προβλέψουν ότι θα λάμβαναν παράνομη κρατική ενίσχυση και η ίδια η ανάκτηση θα ήταν δυσανάλογο μέτρο, καθώς η πλειοψηφία των παραγωγών δεν αντλεί το σύνολο της ποσότητας νερού που αναγράφεται στην άδεια άντλησης. Τέλος, καμία δανική ή αλλοδαπή επιχείρηση ή οργάνωση δεν έχει προβεί σε καταγγελία για στρέβλωση του ανταγωνισμού από τη διαφοροποίηση της φορολόγησης.

VI.   ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΩΝ ΔΑΝΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

(61)

Στην επιστολή τους της 2ας Ιουλίου 2012 που εστάλη με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, οι δανικές αρχές δήλωσαν ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υποστηρίζει τη δική τους άποψη και υπογραμμίζει ότι το γεγονός ότι καμία άλλη επιχείρηση ή οργάνωση δεν έχει διατυπώσει παρατηρήσεις δείχνει ότι το καθεστώς δεν είχε καμία επίπτωση στις συνθήκες ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά.

VII.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

VII.1.   Ύπαρξή ενίσχυσης

(62)

Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη μέλη με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές.

(63)

Στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας εξέτασης, η Επιτροπή, βάσει των πληροφοριών που είχε στη διάθεσή της, υπογράμμισε την πιθανή ύπαρξη στοιχείου κρατικής ενίσχυσης στο επίμαχο μέτρο, καθώς το εν λόγω μέτρο χορηγούνταν από το κράτος (το οποίο στερείται πόρους επειδή χορηγεί μείωση φόρου ή απαλλαγή από αυτόν), ευνοούσε ορισμένες επιχειρήσεις (σε μεγάλη πλειοψηφία τις επιχειρήσεις του αγροτικού τομέα με ιδιωτική άδεια άντλησης και, ανάμεσά τους, αυτούς που ωφελούνταν από απαλλαγή περισσότερο από αυτούς που ωφελούνταν από μείωση, ενώ όλοι ωφελούνταν από μια ελάφρυνση από το οικονομικό βάρος που θα έπρεπε να φέρουν), μπορούσε να επηρεάσει τις συναλλαγές (20) και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (21). Επιπλέον, η Επιτροπή είχε αναφέρει ότι δεν ήταν σίγουρο ότι το μέτρο μπορούσε να θεωρηθεί σχετικό με τις ενισχύσεις de minimis (βλέπε αιτιολογική σκέψη 21). Επί αυτού του τελευταίου σημείου, η Επιτροπή δεν μπορεί ακόμη να αποφανθεί, με βάση τις πληροφορίες που παρείχαν οι δανικές αρχές, ότι το επίμαχο μέτρο θα μπορούσε να θεωρηθεί σχετικό με ένα καθεστώς ενισχύσεων de minimis. Πράγματι, όσον αφορά τον τομέα μεταποίησης των αγροτικών προϊόντων, οι ίδιες οι δανικές αρχές ανέφεραν ότι ήταν πιθανό να μην πληρούνται οι προϋποθέσεις που διέπουν τη χορήγηση ενισχύσεων de minimis (βλέπε αιτιολογική σκέψη 51). Στον τομέα της πρωτογενούς παραγωγής, οι δανικές αρχές δεν παρείχαν κανένα αποδεικτικό στοιχείο για να αποδείξουν ότι τα ποσά ενίσχυσης από τις χορηγούμενες μειώσεις/απαλλαγές δεν μπόρεσαν να επιφέρουν την υπέρβαση των ανώτατων ορίων που έπρεπε να τηρηθούν για μια περίοδο τριών φορολογικών χρήσεων. Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις παρατηρήσεις, δεν μπορεί να αποφανθεί ως προς τη δυνατότητα να τεθεί το επίμαχο μέτρο υπό καθεστώς de minimis. Πρέπει συνεπώς να καθοριστεί οριστικά αν το επίμαχο μέτρο εμπεριέχει στοιχείο κρατικής ενίσχυσης, υπό το φως των λοιπών εφαρμοστέων ρυθμίσεων για τις κρατικές ενισχύσεις.

Α. Ύπαρξη επιλεκτικού πλεονεκτήματος

(64)

Προκειμένου να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση, το μέτρο πρέπει να είναι επιλεκτικό και να χορηγεί πλεονέκτημα ευνοώντας ορισμένες επιχειρήσεις ή την παραγωγή ορισμένων αγαθών.

(65)

Στα πλαίσια ενός φορολογικού μέτρου, η επιλεκτικότητα υλοποιείται μέσω εξαίρεσης στο φορολογικό σύστημα αναφοράς. Εν προκειμένω, η δανική νομολογία προβλέπει ειδική φορολογική μεταχείριση (μείωση φόρου ή φοροαπαλλαγή) στις επιχειρήσεις που κατέχουν άδεια υδροληψίας η οποία ξεπερνά ή δεν αγγίζει ορισμένα επίπεδα υδροληψίας.

Επιλεκτικότητα prima facie της μείωσης του φόρου στο ένα τρίτο για τους κατόχους άδειας άντλησης υδάτων (24α και 24β)

(66)

Από την αιτιολογική σκέψη 64 προκύπτει ότι, για να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση, το μέτρο πρέπει να είναι επιλεκτικό και να ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή την παραγωγή ορισμένων αγαθών.

(67)

Το σημείο 128 της ανακοίνωσης της Επιτροπής που σχετίζεται με την έννοια της «κρατικής ενίσχυσης» που αναφέρεται στο άρθρο 107, παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (22), η οποία αντικατέστησε την ανακοίνωση της Επιτροπής για την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων, ενσωματώνει τις αρχές που ορίζονται στη νομολογία, σύμφωνα με τις οποίες, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ένα μέτρο αποτελεί ή όχι κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, θα πρέπει να προσδιοριστεί ένα σύστημα αναφοράς, εν συνεχεία να επαληθευτεί εάν το προτεινόμενο μέτρο αποτελεί παρέκκλιση από το σύστημα αυτό, με το να εισαγάγει διαφοροποιήσεις μεταξύ επιχειρήσεων σε σχέση με τους στόχους του συστήματος, και τέλος να διαπιστωθεί εάν αυτή η παρέκκλιση αιτιολογείται από τη φύση ή τη γενική οικονομία του συστήματος αναφοράς.

(68)

Η νομολογία του Δικαστηρίου (23), αποφάνθηκε επίσης ότι «σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση του κριτηρίου της επιλεκτικής μεταχείρισης, που αποτελεί συστατικό στοιχείο της έννοιας της κρατικής ενίσχυσης, προκύπτει από μία πάγια νομολογία, ότι το άρθρο 87, παράγραφος 1, απαιτεί να εξετασθεί εάν, στο πλαίσιο ενός δεδομένου νομικού καθεστώτος, ένα εθνικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής σε σχέση με άλλους που βρίσκονται σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση, έχοντας υπόψη τον στόχο που επιδιώκει το εν λόγω καθεστώς» (24). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό οδηγεί στον καθορισμό του εάν οι φορείς (σε μεγάλη πλειοψηφία του αγροτικού τομέα), που έχουν άδεια άντλησης υδάτων και έχουν επωφεληθεί από μείωση φόρου βάσει του άρθρου 24β του κωδικοποιημένου νόμου βρίσκονται σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση με τους φορείς που είναι συνδεδεμένοι με γενική εγκατάσταση ύδρευσης και έχουν πληρώσει τον φόρο που τους έχει μετακυλιστεί από τους ιδιοκτήτες γενικών εγκαταστάσεων ύδρευσης, που οφείλουν να πληρώσουν το σύνολο του φόρου που ορίζεται από το άρθρο 24 του κωδικοποιημένου νόμου βάσει του άρθρου 24β του ίδιου νόμου. Στα πλαίσια της επίσημης διαδικασίας έρευνας, οι δανικές αρχές έκαναν ξεκάθαρη αναφορά στην πραγματική και νομική υπόσταση των καταστάσεων, επικαλούμενες απόφαση του Δικαστηρίου (βλέπε αιτιολογική σκέψη 24 και υποσημείωση σελίδας 11) η οποία δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των αναφερομένων στη σημείωση 23, αλλά η οποία διατυπώνει την ίδια αρχή που αυτό περιγράφει στην προαναφερθείσα αιτιολογική σκέψη. Εξάλλου, οι δανικές αρχές προέβαλαν ότι οι διαφορές της βάσης υπολογισμού και οι μέθοδοι είσπραξης του φόρου (φόρου επί της ποσότητας που έχει όντως καταναλωθεί και εισπραχθεί εμμέσως από τις επιχειρήσεις, στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 24α του κωδικοποιημένου νόμου, και άμεσου φόρου επί της ποσότητας για την οποία έχει χορηγηθεί άδεια υδροληψίας, ανεξαρτήτως πραγματικής κατανάλωσης, στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 24β του κωδικοποιημένου νόμου, τροποποιημένου από το άρθρο 24γ, έχουν ως αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις που υπόκεινται εμμέσως στον φόρο που αναφέρεται στο άρθρο 24α του κωδικοποιημένου νόμου και αυτές που υπόκεινται άμεσα στον φόρο που αναφέρεται στο άρθρο 24β του κωδικοποιημένου νόμου να μην βρίσκονται σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση. Έτσι, οι εν λόγω διαφορές θα οδηγήσουν στη συνύπαρξη δύο ξεχωριστών συστημάτων φορολόγησης (το ένα συνδεδεμένο με το άρθρο 24α του κωδικοποιημένου νόμου και το άλλο συνδεδεμένο με τα άρθρα 24β και γ του κωδικοποιημένου νόμου) και το σύστημα αναφοράς για τον καθορισμό της ύπαρξης ενίσχυσης θα πρέπει να είναι αυτό που προκύπτει από το άρθρο 24β του κωδικοποιημένου νόμου.

(69)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ο σκοπός του φόρου ήταν να συγκεντρώσει επαρκείς πόρους ώστε να πραγματοποιήσει τον προσδιορισμό και το σχεδιασμό της διαχείρισης των ζωνών ιδιαίτερης σημασίας για την παροχή πόσιμου νερού στη Δανία. Όλες οι επιχειρήσεις που καταναλώνουν νερό οφείλουν επομένως a priori να υπόκεινται στους ίδιους όρους πληρωμής. Ως εκ τούτου, είναι η ίδια η θέσπιση του φόρου από το άρθρο 24 του κωδικοποιημένου νόμου, σε συνδυασμό με την υποχρέωση καταβολής ολόκληρου του φόρου για αυτούς που είναι συνδεδεμένοι με μια γενική εγκατάσταση διανομής νερού, που προβλέπεται από το άρθρο 24α του κωδικοποιημένου νόμου, η οποία πρέπει να χρησιμεύσει ως αρχικό σημείο αναφοράς για τον προσδιορισμό της ύπαρξης στοιχείου κρατικής ενίσχυσης στα σενάρια που προβλέπονται από τα άρθρα 24β και 24γ του κωδικοποιημένου νόμου, όποια και αν είναι τα συμπεράσματα που μπορούν κατόπιν να εξαχθούν ως προς την αναγκαιότητα χρήσης άλλων σημείων αναφοράς για την ανάλυση των στοιχείων κρατικής ενίσχυσης που εμφανίζονται τελικώς σε ένα δεδομένο σενάριο.

(70)

Όσον αφορά το άρθρο 24β του κωδικοποιημένου νόμου, η επιλεκτικότητα πρέπει να προσδιοριστεί σε δύο επίπεδα: από τη μία πλευρά ως προς την καταβολή του ενός τρίτου του φόρου που αναφέρεται στο άρθρο 24α, και από την άλλη ως προς τον καθορισμό ανώτατου ορίου του όγκου των 25 000 m3 που υπόκεινται στο μειωμένο φόρο καθώς επίσης και τη φοροαπαλλαγή για τις άδειες που δεν ξεπερνούν τα 6 000 m3.

(71)

Όπως έχει ήδη επισημανθεί, προκειμένου ένα μέτρο να μπορέσει να θεωρηθεί ότι αποτελεί στοιχείο κρατικής ενίσχυσης θα πρέπει να είναι επιλεκτικό και να ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής (βλέπε αιτιολογική σκέψη 64). Επίσης θα πρέπει, όπως υποστήριξαν οι δανικές αρχές (βλέπε αιτιολογική σκέψη 24), να αναρωτηθούμε εάν το επίμαχο μέτρο εισάγει διαφοροποιήσεις μεταξύ επιχειρήσεων που βρίσκονται, ως προς τον στόχο του επίμαχου μέτρου, σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση, όπως το ορίζει η νομολογία του Δικαστηρίου (25).

(72)

Επ' αυτού, η Επιτροπή σημειώνει ειδικότερα ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρείχαν οι δανικές αρχές, το σύστημα που περιγράφεται στο άρθρο 24α του κωδικοποιημένου νόμου προβλέπει φορολόγηση στη βάση της πραγματικής κατανάλωσης, ενώ αυτό που προβλέπεται από το άρθρο 24β προβλέπει φορολόγηση βασισμένη στη δυνατότητα υδροληψίας (αν και η ποσότητα που αναγράφεται στην άδεια σε καμία περίπτωση δεν χρησιμοποιείται στο σύνολό της, όπως δείχνουν τα στοιχεία που παρέχονται στην αιτιολογική σκέψη 27, έβδομη περίπτωση). Επιπλέον, όπως επισημαίνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 27, τελευταία περίπτωση, και 28, δεύτερη και τρίτη περίπτωση, οι διαφορές γεωγραφικής θέσης (εντός ή εκτός της ζώνης που εξυπηρετείται από γενικά συστήματα ύδρευσης) μπορούν να καταστήσουν απαραίτητη τη χρήση διαφορετικών μεθόδων παροχής νερού και η αναφερόμενη ποιότητα νερού δεν είναι η ίδια σύμφωνα με το προτεινόμενο σενάριο, εφόσον σε αυτό που προβλέπεται από το άρθρο 24α του κωδικοποιημένου νόμου το νερό που φορολογείται είναι πόσιμο, ενώ στη δεύτερη περίπτωση οι επιχειρήσεις που οφείλουν να καταβάλλουν τον φόρο για υπόγεια ύδατα συνυπάρχουν, λόγω της γεωγραφικής τους θέσης, με πολυάριθμες γεωργικές εκμεταλλεύσεις που δεν υπόκεινται στον φόρο επειδή συλλέγουν επιφανειακά ύδατα, και οφείλουν να αναλάβουν οι ίδιες το κόστος των ελέγχων ποιότητας του νερού και της κατάστασης των σημείων υδροληψίας, το οποίο ενσωματώνεται στο λογαριασμό των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στο πρώτο σενάριο.

(73)

Ωστόσο η επιλεκτικότητα ενός μέτρου πρέπει να αξιολογείται με βάση τον επιδιωκόμενο στόχο (βλέπε αιτιολογική σκέψη 68 και σημείωση 24), άλλως, εν προκειμένω, τον προσδιορισμό και το σχεδιασμό της διαχείρισης των ζωνών ιδιαίτερης σημασίας για την παροχή πόσιμου νερού. Από αυτή την άποψη επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λαμβάνοντας υπ' όψιν τη σταθερή φύση του στόχου, όλες οι επιχειρήσεις θα έπρεπε να φορολογούνται κατά τον ίδιο τρόπο ούτως ώστε το μέτρο να μη θεωρείται επιλεκτικό (βλέπε αιτιολογική σκέψη 69). Επομένως η Επιτροπή δεν μπορεί παρά να συμπεράνει ότι η μείωση των δύο τρίτων του φόρου, που προβλέπεται από το άρθρο 24β του κωδικοποιημένου νόμου, είναι επιλεκτική.

(74)

Τα άλλα επιχειρήματα που προέβαλαν οι δανικές αρχές δεν αποτελούν στοιχεία που αναιρούν αυτό το συμπέρασμα: ειδικότερα, το επιχείρημα της διαφοράς στον αριθμό των ιδιοκτητών γενικών εγκαταστάσεων παροχής νερού και των ιδιωτών ιδιοκτητών εγκαταστάσεων, που εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 26, δεν αρκεί από μόνο του για να αιτιολογήσει την ύπαρξη διαφοράς στην πραγματική ή νομική κατάσταση μεταξύ των αναφερθέντων συστημάτων φορολόγησης, εφόσον, στις δύο περιπτώσεις οι καταναλωτές είναι αυτοί που πληρώνουν τον φόρο, εμμέσως μέσω χρέωσης λογαριασμού στην πρώτη περίπτωση ή άμεσα στη δεύτερη· ομοίως, το επιχείρημα ότι οι ιδιοκτήτες γενικών εγκαταστάσεων δεν είναι επιχειρήσεις διότι δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα —βλέπε αιτιολογική σκέψη 27, τρίτη και τέταρτη περίπτωση— δεν είναι ούτε αυτό έγκυρο, εφόσον οι δανικές αρχές υπογραμμίζουν οι ίδιες ότι η οικονομική δραστηριότητα ορίζεται ως η παροχή αγαθών ή υπηρεσιών και η ύδρευση αποτελεί ακριβώς μια υπηρεσία, άλλως οικονομική δραστηριότητα, και εν προκειμένω η ύπαρξη διαφοράς πραγματικής και νομικής κατάστασης δεν πρέπει να κρίνεται ανάμεσα στους ιδιοκτήτες δημόσιων εγκαταστάσεων και τους ιδιοκτήτες ιδιωτικών εγκαταστάσεων, αλλά ανάμεσα στις επιχειρήσεις που είναι συνδεδεμένες με μια δημόσια εγκατάσταση και αυτές που δραστηριοποιούνται στον ίδιο κλάδο, οι οποίες διαθέτουν τη δική τους εγκατάσταση).

(75)

Παρ' όλα αυτά, θα πρέπει να εξεταστεί εάν το μέτρο, παρά την επιλεκτικότητα του, άλλως, την εφαρμογή του σε ορισμένες επιχειρήσεις, επιφέρει οικονομικό πλεονέκτημα στις τελευταίες. Επ' αυτού η Επιτροπή διαπιστώνει ότι όσοι επωφελούνται από τη μείωση των δύο τρίτων του φόρου φορολογούνται επί της θεωρητικής κατανάλωσης που καταγράφεται στην άδεια υδροληψίας, ενώ όσοι καταβάλλουν ολόκληρο τον φόρο φορολογούνται επί της βάσεως της ποσότητας νερού που έχει όντως καταναλωθεί. Επίσης σημειώνει ότι, σύμφωνα με τις δανικές αρχές, οι ιδιοκτήτες ιδιωτικών εγκαταστάσεων δε χρησιμοποίησαν παρά μέχρι το ένα τρίτο (34 % — βλέπε αιτιολογική σκέψη 34) των ποσοτήτων νερού που καλύπτονται από τις άδειες υδροληψίας. Λαμβάνοντας υπ' όψιν αυτά τα στοιχεία, η Επιτροπή θεωρεί ότι η μείωση των δύο τρίτων του φόρου χρησιμεύει στην εξισορρόπηση των επιπτώσεων της διαφοράς ανάμεσα στη φορολόγηση επί της όντως καταναλωθείσας ποσότητας και στη φορολόγηση επί της βάσεως του καταγεγραμμένου όγκου στις άδειες υδροληψίας. Επιπλέον, χωρίς αυτή τη μείωση τα ποσά που θα συγκεντρώνονταν θα ξεπερνούσαν κατά πολύ τις ανάγκες χρηματοδότησης του προσδιορισμού και του σχεδιασμού της διαχείρισης των ζωνών ιδιαίτερης σημασίας για την παροχή πόσιμου νερού. Λαμβάνοντας υπ' όψιν αυτά τα στοιχεία, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι η μείωση των δύο τρίτων του φόρου, που προβλέπεται από το άρθρο 24β του κωδικοποιημένου νόμου, δεν παρέχει κανένα οικονομικό πλεονέκτημα στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις και ως εκ τούτου δεν εμπεριέχει στοιχεία κρατικής ενίσχυσης με την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(76)

Πρέπει τώρα να προσδιοριστεί εάν, στο σενάριο του άρθρου 24β του κωδικοποιημένου νόμου, υπάρχει στοιχείο κρατικής ενίσχυσης στον καθορισμό ανώτατου ορίου του φόρου όγκου νερού 25 000 m3 και στη φοροαπαλλαγή για τις άδειες που δεν ξεπερνούν τα 6 000 m3.

Ανώτατο όριο φόρου των 25 000 m3

(77)

Όσον αφορά τον καθορισμό του ανώτατου ορίου είσπραξης του φόρου για όγκο 25 000 m3, οι δανικές αρχές δεν μπορούν να επικαλεστούν διαφορές νομικής και πραγματικής κατάστασης, διότι οι επιχειρήσεις που διαθέτουν άδεια υδροληψίας για όγκο μεγαλύτερο των 25 000 m3 και επωφελούνται από το ανώτατο όριο, υπόκεινται στο ίδιο καθεστώς φορολόγησης βάσης με τις επιχειρήσεις που διαθέτουν άδεια υδροληψίας για όγκο που δεν ξεπερνά τα 25 000 m3 (καταβολή του ενός τρίτου του φόρου που προβλέπεται από το άρθρο 24 του κωδικοποιημένου νόμου) και βρίσκονται στις ίδιες ζώνες. Επιπλέον, το επιχείρημα των δανικών αρχών σύμφωνα με το οποίο η ύπαρξη ενός τελικού πλεονεκτήματος πρέπει να επαληθεύεται στο επίπεδο αυτών που πληρώνουν φόρο για όγκο νερού που δεν ξεπερνά τα 25 000 m3 περισσότερο από ό,τι στο επίπεδο αυτών που διαθέτουν άδεια υδροληψίας για περισσότερα από 25 000 m3 νερού αλλά πληρώνουν φόρο μόνο για τα 25 000 m3, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, διότι όπως το δείχνει ξεκάθαρα η αιτιολογική σκέψη 18, το πρότυπο που καθορίζεται από το άρθρο 24β του κωδικοποιημένου νόμου είναι η πληρωμή από όλους του ενός τρίτου του φόρου που προβλέπεται από το άρθρο 24, και ο καθορισμός ενός ανώτατου ορίου των 25 000 m3 αποτελεί lex specialis που παρεκκλίνει de facto από την αρχή της καταβολής του ενός τρίτου του φόρου (εφόσον όσο θα αυξάνεται η ποσότητα νερού που είναι καταγεγραμμένη στην άδεια τόσο θα μειώνεται το ποσοστό του φόρου). Η εξαίρεση που δημιουργείται κατ' αυτόν τον τρόπο εισάγει επομένως ένα στοιχείο επιλεκτικότητας prima facie στο καθεστώς και επιφέρει πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις που διαθέτουν άδεια υδροληψίας για πάνω από 25 000 m3 σε σχέση με αυτές που διαθέτουν άδεια υδροληψίας για ποσότητα που δεν ξεπερνά τα 25 000 m3, ενώ όλες οι επιχειρήσεις που καλύπτονται από το άρθρο 24β του κωδικοποιημένου νόμου βρίσκονται στην ίδια πραγματική και νομική κατάσταση, εφόσον διαθέτουν άδεια υδροληψίας για ιδιωτική εγκατάσταση και υπόκεινται, πριν από τον καθορισμό του ανώτατου ορίου, στην ίδια φορολόγηση.

(78)

Δεδομένου αυτού, επιβάλλεται να εξεταστούν τα επιχειρήματα που προβάλλονται από τις δανικές αρχές σε ό,τι αφορά την αιτιολόγηση του καθορισμού του ανώτατου ορίου με βάση τη λογική του φορολογικού συστήματος. Η νομολογία αυτή τη στιγμή συνοψίζεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά τη στιγμή που συμφωνήθηκε η ενίσχυση, προβλεπόταν στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων (εφεξής «προηγούμενη ανακοίνωση»).

(79)

Το σημείο 23 της προηγούμενης ανακοίνωσης επισημαίνει ότι η διαφοροποιητική φύση ορισμένων μέτρων δεν πρέπει υποχρεωτικά να τα καθιστά εννοούμενα ως κρατικές ενισχύσεις. Το σημείο 24 της ανακοίνωσης αναπτύσσει αυτή την προσέγγιση υπογραμμίζοντας ότι η προοδευτικότητα μιας φορολογικής κλίμακας επί των εσόδων ή επί των κερδών αιτιολογείται από την αναδιανεμητική λογική του φόρου. Οι δανικές αρχές εκτιμούν ότι το ανώτατο όριο του φόρου για όγκο νερού 25 000 m3 απορρέει από αυτή τη λογική mutatis mutandis.

(80)

Η Επιτροπή δεν μπορεί να κάνει δεκτή την άποψη αυτή. Πράγματι, στην εν λόγω περίπτωση, η θέσπιση ανώτατου ορίου φορολόγησης για άδειες για μεγαλύτερο όγκο νερού που μπορεί να αντληθεί δεν δημιουργεί σίγουρα κλίμακα υψηλότερης φορολόγησης για αυτούς που είναι κάτοιχοι των εν λόγω αδειών. Αντίθετα, οι παραπάνω, χάρη στο ανώτατο όριο, μπορούν να καταβάλλουν ένα (καθαρό) ποσό χαμηλότερο από αυτό που θα όφειλαν να καταβάλλουν αν δεν υπήρχε το ανώτατο όριο. Η λογική αναδιανομής, ακόμη κι αν ερμηνευθεί mutatis mutandis,, ανατρέπεται από το ανώτατο όριο, καθώς εντέλει οι κάτοχοι αδειών άντλησης υδάτων για περισσότερα από 6 000 m3 αλλά όχι για περισσότερα από 25 000 m3 είναι αυτοί που οφείλουν να πληρώσουν περισσότερο αναλογικά. Δε θα έπρεπε να γίνεται λόγος, εν προκειμένω, για εφαρμογή βαθμιαίας κλίμακας φορολόγησης.

(81)

Η Επιτροπή δεν μπορεί πλέον να θεωρεί, εν προκειμένω, ως βάσιμη την αναφορά των δανικών αρχών στην παράγραφο 27 της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων (σύμφωνα με την οποία ορισμένες ειδικές διατάξεις οι οποίες δεν εισάγουν διακρίσεις μπορούν να δικαιολογούνται από τη φύση και την οικονομία του συστήματος όταν λαμβάνουν ιδίως υπόψη ιδιαίτερες λογιστικές απαιτήσεις ή τη σημασία των έγγειων περιουσιακών στοιχείων στο ενεργητικό ορισμένων τομέων, και κατά συνέπεια, οι διατάξεις αυτές δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις), ούτε, επομένως, την αναφορά στο φάκελο της ενίσχυσης αριθ. 472/2002 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 34 τελευταίο εδάφιο). Κατ' αρχάς, η απουσία του στοιχείου διακριτικής ευχέρειας δεν συνεπάγεται άμεσα την απουσία επιλεκτικής μεταχείρισης. Στη συνέχεια, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι ο στόχος της θέσπισης ανώτατου ορίου στον φόρο ακίνητης περιουσίας που μελετάται στο πλαίσιο του φακέλου αριθ. 472/2002 ήταν ο περιορισμός της επίδρασης της αύξησης της αξίας της γης στη Δανία, ο οποίος μετακυλιόταν στο επίπεδο επιβολής του φόρου σε όλους τους φορείς του αγροτικού τομέα, ενώ εν προκειμένω, μόνο ένα μέρος των φορέων του αγροτικού τομέα (όσοι έχουν άδειες άντλησης υδάτων για όγκο μεγαλύτερο των 25 000 m3) μπόρεσε να επωφεληθεί του μέτρου. Λαμβανομένων υπόψη των παραπάνω στοιχείων, η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρήσει ότι οι προϋποθέσεις των παραγράφων 24 και 27 της προηγούμενης ανακοίνωσης πληρούνται επαρκώς. Καταλήγει λοιπόν ότι το ανώτατο όριο της φορολογίας που προβλέπεται από το άρθρο 24β του κωδικοποιημένου νόμου δεν δικαιολογείται από τη φύση και την οικονομία του συστήματος φορολόγησης και κατά συνέπεια είναι επιλεκτικό.

Απαλλαγή από τον φόρο για άδειες άντλησης που δεν ξεπερνούν τα 6 000 m3

(82)

Αναφορικά με την πλήρη απαλλαγή που χορηγείται σε αυτούς που κατέχουν άδεια άντλησης για όγκο νερού που δεν ξεπερνά τα 6 000 m3 ετησίως, οι δανικές αρχές αναγνωρίζουν οι ίδιες πως το μέτρο είναι επιλεκτικό και υπό αυτή την έννοια ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις. Επιμένουν, ωστόσο, στο χαμηλό ύψος των ποσών που θα μπορούσαν να εισπραχθούν (βλέπε αιτιολογική σκέψη 35) για να δικαιολογήσουν μια παρέκκλιση λαμβάνοντας υπόψη τη διοικητική διαχείριση του συστήματος. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι πράγματι τα ποσά που δεν καταβάλλονται από τους δικαιούχους είναι χαμηλά και δέχεται ότι η είσπραξη ιδιαίτερα χαμηλών ποσών, όπως αυτά που προβλέπονται εν προκειμένω, θα επέβαλε ένα αναλογικά υψηλό κόστος διοικητικής διαχείρισης (θα έπρεπε να κινηθούν διοικητικές διεργασίες για περίπου 75 000 άδειες για την είσπραξη ενός ποσού περίπου 40 EUR ανά άδεια ετησίως — βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 19 και 35). Όμως, ένα σύστημα φορολόγησης έχει ως εγγενή στόχο το να επιτρέπει σε ένα κράτος να εισπράττει έσοδα και όχι να σπαταλά πόρους, με αποτέλεσμα να μην έχει έσοδα, ή ακόμη και να σημειώνει, τελικά, ζημίες. Επιπλέον, η απουσία υποχρέωσης δήλωσης των μικρών αδειών θα απαιτούσε πολύπλοκες διοικητικές έρευνες, που θα επέφεραν με τη σειρά τους σημαντικό κόστος. Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή μπορεί να θεωρήσει ότι η πλήρης απαλλαγή από τον φόρο που χορηγήθηκε για τις άδειες άντλησης για ποσότητα που δεν υπερβαίνει τις 6 000 m3 ετησίως δικαιολογείται από τη φύση και τη γενική οικονομία του δανικού φορολογικού συστήματος, συνεπώς δεν παρουσιάζει στοιχείο επιλεκτικότητας και δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

Ύπαρξη κρατικών πόρων, δυνατότητα καταλογισμού και επηρεασμός των συναλλαγών και του ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών μελών για το ανώτατο όριο φορολόγησης των 25 000 m3

(83)

Τα λοιπά χαρακτηριστικά στοιχεία ώστε να υφίσταται κρατική ενίσχυση, που αναφέρθηκαν κατά την εκκίνηση της επίσημης διαδικασίας εξέτασης, εξακολουθούν να υφίστανται στο ανώτατο όριο φορολόγησης των 25 000 m3: η ενίσχυση χρηματοδοτείται μέσω κρατικών πόρων, καθώς το κράτος στερείται κεφάλαια, θεσπίζοντας ανώτατο όριο φορολόγησης για ένα συγκεκριμένο όγκο νερού, ευνοεί συγκεκριμένες επιχειρήσεις (αυτές που έχουν άδεια άντλησης για περισσότερα από 25 000 m3), δύναται να επηρεάσει της συναλλαγές, λαμβάνοντας υπόψη την έκταση των τελευταίων (βλέπε σημείωση 20) και δύναται να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό (βλέπε σημείωση 21), ιδίως καθώς τα ποσά που δεν καταβάλλονται ως φόρος θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για άλλους σκοπούς σε σχέση με την οικονομική δραστηριότητα των δικαιούχων.

(84)

Αυτά τα πορίσματα, και ειδικά η παραπομπή στη νομολογία που αναφέρεται στη σημείωση 21, καθιστούν επιπλέον κενή περιεχομένου την παρατήρηση των δανικών αρχών για το βάρος της απόδειξης (βλέπε αιτιολογική σκέψη 39).

(85)

Για να είναι απόλυτα σαφής, η Επιτροπή προσθέτει ότι δεν μπορεί να κάνει δεκτό το επιχείρημα των δανικών αρχών, σύμφωνα με το οποίο, οι επιχειρήσεις των λοιπών κρατών μελών δεν υπόκεινται στους ίδιους φόρους με τις δανικές επιχειρήσεις και είναι κατά συνέπεια δύσκολο να καθοριστεί πώς οι τελευταίες θα μπορούσαν να επωφεληθούν από ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα (βλέπε αιτιολογική σκέψη 48). Πράγματι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, «κατ' εφαρμογή του άρθρου 92, παράγραφος 1 (26), πρέπει οπωσδήποτε να ληφθεί ως αφετηρία η υπάρχουσα κατάσταση του ανταγωνισμού εντός της κοινής Αγοράς (27) πριν από τη λήψη του επίμαχου μέτρου» (28). Εν προκειμένω, είναι σκόπιμο να γίνει αναφορά στην προτέρα της θέσπισης του φόρου και του ανώτατου ορίου που εισήχθη ταυτόχρονα κατάστασης. Επ' αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η θέσπιση του φόρου επέφερε πλεονέκτημα με τη μορφή ενός ανώτατου ορίου (το οποίο ισοδυναμεί de facto με μείωση του φόρου και δεν υπήρχε πριν τη θέσπιση του), για τους δικαιούχους που απαλλάχθηκαν από την καταβολή ποσού που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για να χρηματοδοτήσουν τη δραστηριότητά τους σε ανταγωνισμό με άλλους φορείς της αγοράς. Πάντα σύμφωνα με τη νομολογία, η συνθήκη προβλέπει όρους για την εξάλειψη των γενικών στρεβλώσεων που προέρχονται από τις αποκλίσεις μεταξύ των φορολογικών συστημάτων των διαφόρων κρατών μελών. Η τροποποίηση ενός συγκεκριμένου στοιχείου του κόστους παραγωγής σε έναν οικονομικό τομέα ενός κράτους μέλους μπορεί να διαταράξει την υπάρχουσα ισορροπία (δηλαδή, εν προκειμένω, να ευνοήσει ορισμένους φορείς έναντι άλλων). Το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι κράτος μέλος επιχειρεί, μέσω μονομερών μέτρων, να επιτύχει την προσέγγιση των όρων ανταγωνισμού εντός ορισμένου οικονομικού τομέα με αυτούς που ισχύουν σε άλλα κράτη μέλη δεν αναιρεί τον χαρακτηρισμό των μέτρων αυτών ως ενισχύσεων.

(86)

Δεδομένου ότι διαπιστώθηκε η ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης στο ανώτατο όριοφόρου, πρέπει να διαπιστωθεί εάν η εν λόγω ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά.

VII.2.   Συμβατότητά της ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά, που συνδέεται με το ανώτατο όριο φορολόγησης των 25 000 m3

(87)

Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 107 παράγραφοι 2 και 3 της ΣΛΕΕ, ορισμένα μέτρα μπορούν να θεωρηθούν, κατά παρέκκλιση, ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά.

(88)

Στην υπό εξέταση περίπτωση, η μοναδική παρέκκλιση που θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί είναι αυτή που προβλέπεται από το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γ), της ΣΛΕΕ, βάσει της οποίας είναι δυνατόν να θεωρούνται συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά οι ενισχύσεις που προορίζονται για τη διευκόλυνση ορισμένων δραστηριοτήτων ή ορισμένων οικονομικών περιφερειών, πάντοτε με τον όρο ότι δεν νοθεύουν τις συνθήκες των συναλλαγών ενάντια στο κοινό συμφέρον.

(89)

Για να εφαρμοστεί αυτή η παρέκκλιση, η επίμαχη μη κοινοποιημένη ενίσχυση, που αφορά το περιβάλλον στον αγροτικό τομέα, πρέπει να αναλυθεί με βάση τη νομοθεσία που ισχύει κατά τη στιγμή της χορήγησης (29), ήτοι, εν προκειμένω, υπό το φως των διατάξεων των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας και της δασοκομίας 2007-2013 (30).

(90)

Το σημείο 62 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών διευκρινίζει κατ' ουσία ότι η Επιτροπή θα εξετάσει τα μέτρα ενίσχυσης που δεν καλύπτονται από τις διατάξεις τους βάσει των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (31) (εφεξής, «κατευθυντήριες γραμμές για το περιβάλλον»).

(91)

Στις κατευθυντήριες γραμμές για το περιβάλλον, οι ενισχύσεις υπό τη μορφήεκπτώσεων ή απαλλαγών από περιβαλλοντικούς φόρους όπως των επίμαχων, εν προκειμένω, διέπονται από τις διατάξεις των σημείων 151, 154 και 155 έως 159. Το σημείο 13 των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον ορίζει τον περιβαλλοντικό φόρο ως φόρο του οποίου η ειδική βάση έχει σαφώς αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον ή στόχος του οποίου είναι η φορολόγηση ορισμένων δραστηριοτήτων, αγαθών ή υπηρεσιών ώστε να μπορεί να περιλαμβάνεται το σχετικό περιβαλλοντικό κόστος στην τιμή τους ή/και ώστε οι παραγωγοί και οι καταναλωτές να προσανατολίζονται σε δραστηριότητες που σέβονται περισσότερο το περιβάλλον. Στην υπό εξέταση περίπτωση, ο φόρος που επιβάλλεται ανταποκρίνεται σε αυτόν τον ορισμό, υπό την έννοια ότι η χρήση των υδάτινων πόρων μπορεί να αποτελέσει περιβαλλοντικό πρόβλημα αν δεν γίνει σωστή διαχείριση (γι' αυτό τον λόγο το προϊόν του φόρου προορίζεται στη δημιουργία αποθέματος πόρων). Επιπλέον, η θέσπιση ορίου στον φόρο πρέπει να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται μείωση του ποσού που θα έπρεπε υπό κανονικές συνθήκες να καταβληθεί.

(92)

Το σημείο 151 των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον αναφέρει ότι οι ενισχύσεις υπό τη μορφή εκπτώσεων ή απαλλαγών από περιβαλλοντικούς φόρους θεωρείται ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά εφόσον συμβάλλουν, έστω και έμμεσα, στην αύξηση του επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας και εφόσον οι εν λόγω εκπτώσεις ή οι απαλλαγές δεν υπονομεύουν τον γενικότερο επιδιωκόμενο στόχο.

(93)

Ακόμη και εάν η Επιτροπή κάνει δεκτό το επιχείρημα των δανικών αρχών στην αιτιολογική σκέψη 42, ήτοι ότι ο γενικός μηχανισμός της είσπραξης φόρου αναμένεται να συμβάλει στη βελτίωση του επιπέδου της προστασίας του περιβάλλοντος φορολογώντας περισσότερο τους μεγαλύτερους καταναλωτές πόσιμου νερού, οδηγώντας τους έτσι να μειώσουν την κατανάλωσή τους, εκτιμά, ωστόσο, ότι, στο περιορισμένο πλαίσιο του άρθρου 24β του κωδικοποιημένου νόμου (το οποίο είναι συναφές, εν προκειμένω, δεδομένου ότι, στο σύνολο του μηχανισμού φορολόγησης το μόνο στοιχείο ενίσχυσης του οποίου η συμβατότητα με την εσωτερική αγορά πρέπει να αξιολογηθεί βρίσκεται στο εν λόγω άρθρο), η θέσπιση ανώτατου ορίου θα μπορούσε να θίξει τον γενικό στόχο που επιδιώκει ο φόρος (είσπραξη εσόδων που επαρκούν για τη χρηματοδότηση αποθέματος υδάτινων πόρων — βλέπε αιτιολογική σκέψη 69) επειδή το ανώτατο όριο δεν έχει ως αποτέλεσμα τη μετακίνηση του βάρους του φόρου στους πιο μεγάλους καταναλωτές νερού αλλά αντίθετα, το να αποφύγουν οι κάτοχοι αδειών άντλησης για τους μεγαλύτερους όγκους νερού την πληρωμή (σημαντικού) τμήματος του φόρου. Ωστόσο, καθώς οι διατάξεις του άρθρου 24β του κωδικοποιημένου νόμου δεν είναι παρά ένα στοιχείο του μηχανισμού φορολόγησης και βάσει των ενδείξεων που παρέχουν οι δανικές αρχές (βλέπε αιτιολογική σκέψη 34, τρίτο εδάφιο), η απουσία ορίου θα επέφερε την είσπραξη τουλάχιστον διπλάσιου ποσού από αυτό που θα έπρεπε να αναπαριστά τον φόρο που προβλέπεται στο άρθρο 24β του κωδικοποιημένου νόμου στη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων σχεδιασμού, η Επιτροπή μπορεί να θεωρήσει ότι ένα σωστά θεσπισμένο ανώτατο όριο, μολονότι φέρει στοιχείο ενίσχυσης όπως αυτό έχει διαπιστωθεί, δεν βλάπτει τον γενικό σκοπό που επιδιώκει ο φόρος και οι διατάξεις του σημείου 151 των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον τηρούνται.

(94)

Το σημείο 154 των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον αναφέρει κατ' ουσία ότι οι χορηγούμενες ενισχύσεις υπό τη μορφή εκπτώσεων ή απαλλαγών από περιβαλλοντικούς φόρους που δεν καλύπτονται από την οδηγία 2003/96/ΕΚ (32), θεωρούνται συμβατές με την εσωτερική αγορά για μια περίοδο δέκα ετών, υπό την προϋπόθεση ότι οι πληρούνται οι προϋποθέσεις των σημείων 155 και 159.

(95)

Όπως αναφέρεται κατά την εκκίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, το κριτήριο της δεκαετίας δεν είναι σχετικό εν προκειμένω. Μάλιστα, ο φόρος θεσπίστηκε το 2009, δεν έπρεπε να εισπραχθεί μέχρι το 2017 και καταργήθηκε την 31η Δεκεμβρίου 2011.

(96)

Το σημείο 155 των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον αναφέρει κατ' ουσία ότι, κατά την ανάλυση των φορολογικών καθεστώτων που περιέχουν κρατικές ενισχύσεις υπό τη μορφή εκπτώσεων ή απαλλαγών από περιβαλλοντικούς φόρους, η Επιτροπή θα αναλύσει ιδίως την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα της ενίσχυσης και τον αντίκτυπό της στο επίπεδο των σχετικών οικονομικών τομέων.

(97)

Το σημείο 156 των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον ορίζει ότι προς αυτό το σκοπό, η Επιτροπή θα βασιστεί στις πληροφορίες που παρέχουν τα κράτη μέλη. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να περιλαμβάνουν, αφενός, τον σχετικό τομέα και τις κατηγορίες δικαιούχων που καλύπτονται από τις μειώσεις/απαλλαγές και, αφετέρου, την κατάσταση των κύριων δικαιούχων σε κάθε σχετικό τομέα και τον τρόπο με τον οποίο η επιβολή του φόρου μπορεί να συμβάλει στην προστασία του περιβάλλοντος. Οι τομείς που απαλλάσσονται πρέπει να περιγράφονται σωστά και να κοινοποιείται κατάλογος των μεγαλύτερων δικαιούχων ανά τομέα. Για κάθε τομέα, πρέπει να παρέχονται πληροφορίες για τις τεχνικές με τη βέλτιστη απόδοση στον ΕΟΧ όσον αφορά τη μείωση της περιβαλλοντικής ζημίας στην οποία αποσκοπεί ο συγκεκριμένος φόρος.

(98)

Η Επιτροπή δηλώνει ότι η πλειοψηφία των απαιτήσεων που απαριθμούνται δεν είναι σχετικές ως προς το πλαίσιο εντός του οποίου θεσπίζεται το εν λόγω ανώτατο όριο. Η Δανία παρείχε πληροφορίες για τους δικαιούχους του ανώτατου ορίου ανάλογα με τις ποσότητες που αναγράφονται στις άδειες. Από αυτές συνάγεται ότι στον τομέα της πρωτογενούς παραγωγής, ο μέσος όγκος που καλύπτεται από τις άδειες άντλησης ήταν περίπου 35 600 m3 το 2009, 36 300 m3 το 2010 και 39 000 m3 το 2011· στον τομέα μεταποίησης αγροτικών προϊόντων, ο μέσος όγκος ήταν περίπου 262 000 m3 το 2009, 250 000 m3 το 2010 και 217 000 m3 το 2011. Η Δανία επίσης κοινοποίησε κατάλογο ορισμένων επιχειρήσεων μεταποίησης οι οποίες κατέχουν άδειες που επιτρέπουν την άντληση του μεγαλύτερου όγκου, αλλά οι επιχειρήσεις αυτές δεν μπορούν απαραίτητα να θεωρηθούν ως οι πλέον ευνοημένοι δικαιούχοι ως προς το ανώτατο όριο, καθώς αυτό εφαρμόζεται, όχι ως προς τον όγκο που καταναλώνεται, αλλά ως προς τον όγκο που θα μπορούσε, θεωρητικά να αντληθεί, κάτι που σημαίνει ότι μια επιχείρηση που κατανάλωσε μικρή ποσότητα κατά τη διάρκεια δεδομένου έτους είναι απίθανο να είναι, στην πραγματικότητα, ευνοημένος δικαιούχος του ανώτατου ορίου, αν πληρώνει τον φόρο για τον όγκο που θα μπορούσε να αντληθεί. Επιπλέον, ούτε η μελέτη των πλέον αποτελεσματικών τεχνικών στον ΕΟΧ σε ό,τι αφορά τη μείωση της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης ενδεδειγμένη εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι γενικές συμφωνίες που διέπουν τον ΕΟΧ δεν εφαρμόζονται στον αγροτικό τομέα και στη δεδομένη περίπτωση δεν είναι ζήτημα ούτε εφαρμογής τεχνικών, καθώς πρόκειται για δημιουργία αποθέματος υδάτινων πόρων με στόχο την καλύτερη διαχείριση των τελευταίων, ούτε μείωσης της ρύπανσης, καθώς είναι ζήτημα άντλησης υδάτων.

(99)

Πράγματι, το μοναδικό κριτήριο που θα μπορούσε να εκτιμηθεί στον κατάλογο του σημείου 156 των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον είναι ο τρόπος με τον οποίο η φορολογία μπορεί να συμβάλει στην προστασία του περιβάλλοντος.

(100)

Σχετικά, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ο φόρος, αυτός καθαυτός, μπορεί να συμβάλει στην προστασία του περιβάλλοντος, επιτρέποντας τη χρηματοδότηση αποθέματος υδάτινων πόρων με στόχο την καλύτερη διαχείριση αυτών.

(101)

Επιπλέον, όπως αναφέρεται στο σημείο 157 των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον, οι ενισχύσεις υπό τη μορφή εκπτώσεων ή απαλλαγών από περιβαλλοντικούς φόρους πρέπει να είναι αναγκαίες και αναλογικές.

(102)

Το σημείο 158 των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον ορίζει ότι η Επιτροπή θα θεωρεί την ενίσχυση αναγκαία εφόσον πληρούνται οι κάτωθι σωρευτικοί όροι:

α)

η επιλογή των δικαιούχων πρέπει να πραγματοποιείται βάσει αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων και η ενίσχυση πρέπει να χορηγείται καταρχήν με τον ίδιο τρόπο σε όλους τους ανταγωνιστές του ίδιου τομέα/της σχετικής αγοράς εφόσον βρίσκονται στην ίδια πραγματική κατάσταση·

β)

ο περιβαλλοντικός φόρος χωρίς έκπτωση πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής για κάθε τομέα ή κατηγορία μεμονωμένων δικαιούχων·

γ)

η σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής δεν μπορεί να μετακυλιστεί στους καταναλωτές χωρίς σημαντική μείωση των πωλήσεων· Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη μπορούν να υποβάλλουν εκτιμήσεις σχετικά με στοιχεία όπως η ελαστικότητα της τιμής του προϊόντος στον οικείο τομέα στη σχετική γεωγραφική αγορά, καθώς και εκτιμήσεις σχετικά με την απώλεια πωλήσεων και/ή τη μείωση των κερδών των επιχειρήσεων των συγκεκριμένων τομέων/κατηγοριών.

(103)

Το σημείο 159 των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον ορίζει ότι η Επιτροπή θα θεωρήσει πως η ενίσχυση είναι αναλογική αν πληρούται μία από τις παρακάτω προϋποθέσεις:

α)

το καθεστώς ενίσχυσης προβλέπει κριτήρια που εξασφαλίζουν ότι κάθε μεμονωμένος δικαιούχος καταβάλλει ένα μέρος του εθνικού φόρου που να αντιστοιχεί γενικότερα στις περιβαλλοντικές επιδόσεις κάθε μεμονωμένου δικαιούχου σε σύγκριση με τις επιδόσεις της βέλτιστης τεχνικής που εφαρμόζεται εντός του ΕΟΧ· στο πλαίσιο του καθεστώτος ενίσχυσης, εφόσον μια επιχείρηση εφαρμόσει τη βέλτιστη τεχνική, της χορηγείται, το πολύ, έκπτωση η οποία αντιστοιχεί στην αύξηση του κόστους παραγωγής λόγω του φόρου (με εφαρμογή της τεχνικής με τη βέλτιστη απόδοση) και εφόσον το κόστος δεν μπορεί να μετακυλήσει στους πελάτες. στις επιχειρήσεις με τις χειρότερες περιβαλλοντικές επιδόσεις χορηγούνται χαμηλότερες μειώσεις, ανάλογα με τις περιβαλλοντικές τους επιδόσεις·

β)

οι δικαιούχοι της ενίσχυσης καταβάλλουν το 20 % τουλάχιστον του εθνικού φόρου, εκτός εάν μπορεί να δικαιολογηθεί χαμηλότερο ποσοστό λόγω περιορισμένης στρέβλωσης του ανταγωνισμού·

γ)

οι εκπτώσεις ή οι απαλλαγές παρέχονται υπό την προϋπόθεση ότι το κράτος μέλος και οι δικαιούχες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων θα συνάψουν συμφωνία, βάσει της οποίας οι επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων δεσμεύονται να επιτύχουν στόχους για την προστασία του περιβάλλοντος οι οποίοι έχουν τα ίδια αποτελέσματα με την εφαρμογή των στοιχείων α) ή β) της παρούσας παραγράφου ή με το ελάχιστο κοινοτικό φορολογικό επίπεδο. Οι συμφωνίες ή οι δεσμεύσεις αυτές μπορούν να αποσκοπούν, μεταξύ άλλων, στη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, στη μείωση των εκπομπών αερίων ή σε άλλα μέτρα υπέρ του περιβάλλοντος και πρέπει να πληρούν τους ακόλουθους όρους:

i)

το περιεχόμενο των συμφωνιών πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης με κάθε κράτος μέλος και πρέπει, ιδίως, να διευκρινίζει τους στόχους και να καθορίζει ένα χρονοδιάγραμμα για την επίτευξή τους·

ii)

τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν ανεξάρτητη και έγκαιρη παρακολούθηση των δεσμεύσεων που αναλήφθηκαν στο πλαίσιο αυτών των συμφωνιών·

iii)

οι συμφωνίες αυτές πρέπει να αναθεωρούνται περιοδικά με βάση τις τεχνολογικές και λοιπές εξελίξεεις και να προβλέπουν την επιβολή αποτελεσματικών κυρώσεων σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων.

(104)

Όσον αφορά το σημείο 158 α) των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον, η Επιτροπή, απαντώντας στην παρατήρηση των δανικών αρχών που διερωτώνται γιατί εξετάζει τις επιχειρήσεις των άλλων κρατών μελών που δεν επωφελούνται από το ίδιο πλεονέκτημα με αυτό των δανικών επιχειρήσεων που καταβάλλουν μειωμένο φόρο ή έχουν φοροαπαλλαγή, διευκρινίζει ότι το ανώτατο όριο του φόρου που εφαρμόζεται σε έναν συντελεστή της γεωργικής παραγωγής (το νερό) επιτρέπει στους δικαιούχους να αποφύγουν την καταβολή ενός ποσού που μπορούν να χρησιμοποιήσουν για την παραγωγή προϊόντων που παράγονται επίσης σε άλλα κράτη μέλη, γεγονός το οποίο δύναται να προκαλέσει στρέβλωση του ανταγωνισμού. Επιπροσθέτως, εξοικονόμηση αυτού του ποσούτους επιτρέπει να βελτιώσουν το κόστος παραγωγής τους, γεγονός το οποίο, in fine μπορεί να διαταράξει το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων σε ευρωπαϊκό ή παγκόσμιο επίπεδο. Η απόφαση C 30/2009 που επικαλούνται οι δανικές αρχές (βλέπε αιτιολογική σκέψη 44) ακολουθεί την ίδια λογική καθώς υπογραμμίζει, στην παράγραφο 35, ότι η φοροαπαλλαγή που χορηγείται στο αντίστοιχο προϊόν (τσιμέντο) νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό στις αγορές όπου το εν λόγω προϊόν ανταγωνίζεται άλλα προϊόντα, και δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών καθώς το τσιμέντο αποτελεί αντικείμενο εμπορίου σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Αυτές οι παρατηρήσεις, που σχετίζονται περισσότερο με την απόδειξη ύπαρξης ενίσχυσης παρά με τη συμβατότητά της, δεν εμποδίζουν την Επιτροπή να διαπιστώσει ότι η επιλογή των δικαιούχων βασίζεται σε αντικειμενικό και διαφανές κριτήριο, συγκεκριμένα στην κατοχή άδειας άντλησης για όγκο που ξεπερνά τα 25 000 m3 νερού, εφόσον εφαρμόζεται σε όλους τους κατόχους αυτής της άδειας, δηλαδή σε όσους βρίσκονται στην ίδια πραγματική κατάσταση.

(105)

Όσον αφορά το σημείο 158 β) των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον, η Επιτροπή μπορεί να κάνει δεκτή την άποψη των δανικών αρχών, σύμφωνα με την οποία, η αύξηση του κόστους παραγωγής που θα προκαλούνταν από την καταβολή του συνόλου του φόρου (περίπου 4 % έως 7,7 %, βλέπε αιτιολογική σκέψη 45) στον τομέα της πρωτογενούς παραγωγής, μπορεί να θεωρηθεί σημαντική με βάση την αύξηση που έχει ήδη θεωρηθεί ως σημαντική σε άλλο φάκελο. Ωστόσο, αυτό το σκεπτικό δεν μπορεί να εφαρμοστεί ως προς το όριο των 25 000 m3 καθώς, κατ' ομολογία των δανικών αρχών, η απουσία του θα επέφερε αύξηση του κόστους παραγωγής μόνο κατά 1,25 έως 2,20 %, γεγονός το οποίο τοποθετεί την αύξηση σε επίπεδο σαφώς κατώτερο από αυτό που θεωρείται ως σημαντική αύξηση στο πλαίσιο του φακέλου αριθ. 327/08 που επικαλούνται οι δανικές αρχές. Εξάλλου, το επιχείρημα των τελευταίων αναφορικά με την ανάγκη σύνδεσης του κριτηρίου ουσιαστικής αύξησης του κόστους παραγωγής με το κριτήριο της πτώσης των πωλήσεων λόγω της μετακύλισης αυτής της αύξησης στους πελάτες, δεν ευσταθεί, γιατί το σημείο 158 των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον αναφέρει ξεκάθαρα ότι καθεμία από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται σε αυτές, (επιλογή των δικαιούχων με βάση αντικειμενικά κριτήρια, σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής απουσία μείωσης του φόρου και πτώση των πωλήσεων σε περίπτωση μετακύλισης αυτής της αύξησης στους πελάτες), πρέπει να πληρούται, και η αδυναμία μετακύλισης αυτής της αύξησης στους πελάτες, που προβάλλουν οι δανικές αρχές (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 45 και 102), δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ότι επιτρέπει να καθοριστεί αν η αύξηση του κόστους παραγωγής είναι σημαντική ή όχι.

(106)

Όσον αφορά το σημείο 158 γ) των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι δανικές αρχές δεν έχουν γνωστοποιήσει τους υπολογισμούς που αναφέρονται στο εν λόγω σημείο. Εντούτοις, τα εν λόγω δεδομένα, θα επέτρεπαν να διαπιστωθεί αν η αύξηση του κόστους παραγωγής στους πελάτες θα είχε πράγματι επιφέρει πτώση των πωλήσεων, ακόμη και αν η αύξηση αυτή δεν είναι σημαντική, σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι τα επιχειρήματα των δανικών αρχών, (βλέπε προηγούμενη αιτιολογική σκέψη). Το επιχείρημα της μείωσης της άντλησης υδάτων σε περίπτωση καταβολής του συνόλου του φόρου (βλέπε αιτιολογική σκέψη 46) δεν μπορεί να θεωρηθεί έγκυρο, καθώς ο φόρος εφαρμόζεται με βάση ένα θεωρητικό επίπεδο κατανάλωσης (ποσότητα που αναγράφεται στην άδεια) και όχι με βάση την πραγματική κατανάλωση του φορέα εκμετάλλευσης. Εξάλλου, εφόσον οι ίδιες οι δανικές αρχές αναφέρουν ότι οι τιμές είναι σταθερές σε μια κλίμακα διαφορετική από αυτή του φορέα εκμετάλλευσης, η αδυναμία, για τον παραγωγό του πρωτογενούς τομέα, να μετακυλήσει την αύξηση του κόστους παραγωγής στο επίπεδό της δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έγκυρο επιχείρημα για να αποδειχθεί ότι πληρούται το κριτήριο σύμφωνα με το οποίο η ουσιαστική αύξηση του κόστους παραγωγής δεν μπορεί να μετακυλιστεί στους πελάτες χωρίς να προκαλέσει σημαντική πτώση πωλήσεων.

(107)

Από αυτό το σκεπτικό προκύπτει ότι, σε επίπεδο πρωτογενούς παραγωγής οι δανικές αρχές δεν μπορούν να αποδείξουν την τήρηση όλων των κριτηρίων του σημείου 158 των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον, που πρέπει να πληρούνται ώστε η ενίσχυση να κριθεί αναγκαία. Σε ό,τι αφορά τον τομέα μεταποίησης των αγροτικών προϊόντων, η Επιτροπή, δεδομένου ότι έχει ήδη διαπιστώσει ότι η μείωση του φόρου κατά δύο τρίτα δεν εμπεριέχει στοιχείο κρατικής ενίσχυσης, πρέπει να καθορίσει επίσης αν το ανώτατο όριο του φόρου πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον. Επ' αυτού, υπογραμμίζει ότι το σκεπτικότων αιτιολογικών σκέψεων 90 έως 100 ισχύουν εξίσου για τις επιχειρήσεις μεταποίησης αγροτικών προϊόντων. Σημειώνει επίσης ότι οι δανικές αρχές έχουν αναγνωρίσει οι ίδιες ότι δεν είναι σε θέση να αποδείξουν σε όλες τις περιπτώσεις την τήρηση του κριτηρίου της αναγκαιότητας που ορίζεται στο σημείο 158 των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον (βλέπε αιτιολογική σκέψη 50) και ότι τα αριθμητικά δεδομένα που παρέχονται από τις δανικές αρχές δεν αλλάζουν σε τίποτα αυτό το συμπέρασμα των προαναφερόμενων αρχών, καθώς τα εν λόγω δεδομένα (δηλαδή η επιχορήγηση που αντιστοιχεί στην ενίσχυση που έχει ληφθεί) δεν επιτρέπουν να διαπιστωθεί εάν ο περιβαλλοντικός φόρος χωρίς μείωση (εν προκειμένω, χωρίς ανώτατο όριο) θα οδηγούσε σε σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής στον τομέα μεταποίησης αγροτικών προϊόντων.

(108)

Όσον αφορά το σημείο 159 α) των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον, η Επιτροπή θεωρεί ότι το κριτήριο της σύγκρισης με τη βέλτιστη τεχνική που εφαρμόζεται εντός του ΕΟΧ, δεν είναι σχετικό εν προκειμένω, δεδομένου ότι, όπως ήδη αναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη 98, οι γενικές συμφωνίες που διέπουν τον ΕΟΧ δεν εφαρμόζονται στον αγροτικό τομέα, και στη δεδομένη περίπτωση δεν είναι ζήτημα ούτε εφαρμογής τεχνικών, καθώς πρόκειται για δημιουργία αποθέματος υδάτινων πόρων με στόχο την καλύτερη διαχείριση των τελευταίων, ούτε μείωσης της ρύπανσης, καθώς είναι ζήτημα άντλησης υδάτων.

(109)

Όσον αφορά το σημείο 159 β) των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι ίδιες οι δανικές αρχές αναγνωρίζουν ότι ορισμένες επιχειρήσεις είναι δυνατόν να μην πλήρωναν ποσοστό τουλάχιστον 20 % του φόρου. Το επιχείρημα των δανικών αρχών σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή έπρεπε να βασιστεί σε μέσους όρους δεν γίνεται δεκτό καθώς η διατύπωση του σημείου 159 β), προβλέπει ως μόνη εξαίρεση για την πληρωμή του 20 % του εθνικού φόρου την ύπαρξη περιορισμένης στρέβλωσης του ανταγωνισμού και η χρήση των μέσων όρων δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποδείξει από μόνη της τον περιορισμένο χαρακτήρα της στρέβλωσης του ανταγωνισμού.

(110)

Τέλος, όσον αφορά το σημείο 159 γ) των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον, οι δανικές αρχές δεν παρείχαν καμία πληροφορία που να αποδεικνύει την ύπαρξη χορηγήσεων που επικεντρώνονται στην υλοποίηση περιβαλλοντικών δεσμεύσεων.

(111)

Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που εκτέθηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 89 έως 109, η Επιτροπή δεν μπορεί να καταλήξει σε συμπέρασμα όσον αφορά το σύνολο των σχετικών προϋποθέσεων των κατευθυντήριων γραμμών για το περιβάλλον ούτε, κατά συνέπεια, να άρει τις αμφιβολίες που εξέφρασε κατά την εκκίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

(112)

Όσον αφορά την αναφορά των δανικών αρχών στο προσωρινό πλαίσιο για τις ενισχύσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης, η Επιτροπή, στο αρχικό πλαίσιο που εφαρμόζεται από την 17η Δεκεμβρίου 2008, έκρινε, κατ' αρχάς, απαραίτητο να επιτρέψει προσωρινά τη χορήγηση ενός περιορισμένου ποσού ενίσχυσης που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ (γιατί ξεπέρασε το όριο de minimis), κρίνοντάς τη συμβατή με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, σημείο γ της ΣΛΕΕ εφόσον πληρούνται όλες οι παρακάτω προϋποθέσεις:

α)

η ενίσχυση δεν υπερβαίνει επιχορήγηση σε μετρητά ύψους 500 000 EUR ανά επιχείρηση. Όλα τα αριθμητικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται είναι ακαθάριστα, δηλαδή προ της αφαίρεσης φόρων ή λοιπών επιβαρύνσεων. Εφόσον η ενίσχυση καταβάλλεται με μορφή άλλη εκτός από επιχορήγηση, το ποσό της ενίσχυσης είναι το ισοδύναμο επιχορήγησης της ενίσχυσης·

β)

η ενίσχυση χορηγείται υπό τη μορφή καθεστώτος·

γ)

η ενίσχυση χορηγείται σε επιχειρήσεις που δεν αντιμετώπιζαν δυσκολίες την 1η Ιουλίου 2008 [η έκφραση «επιχείρηση που αντιμετωπίζει δυσκολίες» σημαίνει, για τις μεγάλες επιχειρήσεις, επιχείρηση όπως αυτή ορίζεται στο σημείο 2.1 των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση της επιχείρησης που αντιμετωπίζει δυσκολίες (33), και για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 800/2008 της Επιτροπής (34). Μπορεί να χορηγείται σε επιχειρήσεις που δεν ήταν προβληματικές την ημερομηνία αυτή αλλά κατέστησαν προβληματικές αργότερα λόγω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης·

δ)

το καθεστώς ενισχύσεων δεν εφαρμόζεται σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της αλιείας·

ε)

η ενίσχυση δεν αποτελεί εξαγωγική ενίσχυση ούτε ενίσχυση που ευνοεί τα εγχώρια προϊόντα έναντι των εισαγομένων·

στ)

η ενίσχυση χορηγείται μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2010·

ζ)

πριν από τη χορήγηση της ενίσχυσης, το κράτος μέλος λαμβάνει δήλωση από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση, σε γραπτή ή ηλεκτρονική μορφή, σχετικά με οποιαδήποτε άλλη ενίσχυση de minimis και ενίσχυση βάσει του εν λόγω πλαισίου, η οποία ελήφθη εντός του τρέχοντος φορολογικού έτους. Το κράτος μέλος επιβεβαιώνει ότι η ενίσχυση δεν θα οδηγήσει το συνολικό ποσό των ενισχύσεων που ελήφθησαν από την επιχείρηση κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2008 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010 σε επίπεδο υψηλότερο του ορίου των 500 000 EUR·

η)

το καθεστώς ενίσχυσης δεν εφαρμόζεται σε επιχειρήσεις που εξειδικεύονται στην πρωτογενή αγροτική παραγωγή όπως ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 της Επιτροπής (35)· μπορεί να εφαρμόζεται σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη μεταποίηση και στην εμπορία γεωργικών προϊόντων, όπως ορίζει το άρθρο 2, παράγραφοι 3 και 4 του ιδίου κανονισμού, εκτός εάν το ύψος της ενίσχυσης καθορίζεται βάσει της τιμής ή της ποσότητας των προϊόντων αυτών, τα οποία αγοράζονται από πρωτογενείς παραγωγούς ή κυκλοφορούν στην αγορά από τις οικείες επιχειρήσεις, ή εάν η ενίσχυση χορηγείται υπό την προϋπόθεση ότι μετακυλίεται εν όλω ή εν μέρει στους πρωτογενείς παραγωγούς.

(113)

Αυτές οι προϋποθέσεις συνοδεύονται από μια άλλη, σύμφωνα με την οποία, τα μέτρα ενίσχυσης που προβλέπονται στο εν λόγω πλαίσιο δεν μπορούν να σωρευτούν με ενισχύσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού de minimis για τις ίδιες επιλέξιμες δαπάνες. Αν η επιχείρηση έχει ήδη λάβει ενίσχυση de minimis πριν από την έναρξη ισχύος του πλαισίου, η ενίσχυση που λαμβάνεται στο προαναφερθέν πλαίσιο και η ληφθείσα ενίσχυση de minimis δεν πρέπει να υπερβαίνουν το ποσό των 500 000 EUR μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2008 και της 31ης Δεκεμβρίου 2010.

(114)

Το προσωρινό πλαίσιο για τις ενισχύσεις της κρίσης επεκτάθηκε στην πρωτογενή αγροτική παραγωγή με έναρξη ισχύος από την 28η Οκτωβρίου 2009 (36). πριν από τη χορήγηση της ενίσχυσης, το κράτος μέλος πρέπει να λάβει δήλωση από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση, σε γραπτή ή ηλεκτρονική μορφή, σχετικά με οποιαδήποτε άλλη ενίσχυση de minimis και ενίσχυση βάσει του εν λόγω πλαισίου, η οποία ελήφθη εντός του τρέχοντος φορολογικού έτους. Το κράτος μέλος επιβεβαιώνει ότι η ενίσχυση δεν θα οδηγήσει το συνολικό ποσό των ενισχύσεων που ελήφθησαν από την επιχείρηση κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2008 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010 σε επίπεδο υψηλότερο του ορίου των 15 000 EUR. Το ποσό της ενίσχυσης που χορηγείται στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην πρωτογενή παραγωγή αγροτικών παραγωγών δεν μπορεί να καθοριστεί σε σχέση με την τιμή ή την ποσότητα των προϊόντων που τίθενται στην αγορά. Τα μέτρα ενίσχυσης που προβλέπονται στο εν λόγω πλαίσιο δεν μπορούν να περιλαμβάνουν ενισχύσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού de minimis για τις ίδιες επιλέξιμες δαπάνες. Αν η επιχείρηση έχει ήδη λάβει ενίσχυση de minimis για δραστηριότητα αγροτικής παραγωγής πρωτογενούς τομέα πριν από την έναρξη ισχύος του πλαισίου, το ποσό της ληφθείσας ενίσχυσης στο πλαίσιο του φακέλου που προβλέπεται για την αγροτική παραγωγή πρωτογενούς τομέα και η ληφθείσα ενίσχυση de minimis δεν πρέπει να υπερβαίνουν το ποσό των 15 000 EUR μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2008 και της 31ης Δεκεμβρίου 2010.

(115)

Το προσωρινό πλαίσιο που διευρύνθηκε στην πρωτογενή αγροτική παραγωγή επεκτάθηκε μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2011. Για να μπορεί να επωφεληθεί από τις εν λόγω διατάξεις, ο δικαιούχος δεν πρέπει μόνο να πληροί τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 112 (με εξαίρεση την προϋπόθεση του σημείου η)), 113, και 114, αλλά επίσης να έχει υποβάλει πλήρη φάκελο αιτήματος για καθεστώς κρατικής ενίσχυσης που έχει εγκριθεί από την Επιτροπή το αργότερο την 31η Δεκεμβρίου 2010 σύμφωνα με το προσωρινό πλαίσιο (το αργότερο την 31η Μαρτίου 2011 για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην πρωτογενή παραγωγή των αγροτικών προϊόντων). Επιπροσθέτως, το καθεστώς των κρατικών ενισχύσεων που επιτρέπουν τη χορήγηση της ενίσχυσης μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2010 πρέπει να γνωστοποιηθεί από το κράτος μέλος και να εγκριθεί από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ.

(116)

Λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που παρείχαν οι δανικές αρχές στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή δεν μπορεί να συμπεράνει ότι όλες οι προϋποθέσεις του προσωρινού πλαισίου ενισχύσεων της κρίσης έχουν τηρηθεί για τους παρακάτω λόγους:

α)

μεταξύ της 17ης Δεκεμβρίου 2008 και της 28ης Οκτωβρίου 2009, το πλαίσιο δεν εφαρμοζόταν στον τομέα της αγροτικής παραγωγής πρωτογενούς τομέα, δεν μπορεί λοιπόν να γίνει επίκληση αυτού για να δικαιολογηθεί η συμβατότητα της απαλλαγής που χορηγήθηκε στον εν λόγω τομέα·

β)

οι πληροφορίες που παρέχονται από τις δανικές αρχές δεν επιτρέπουν ακόμη να διαπιστωθεί η πλήρωση του κριτηρίου της εξαίρεσης των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν δυσκολίες·

γ)

δεν καταδεικνύεται, με βάση τις ίδιες πληροφορίες, ότι τηρήθηκε το κριτήριο της αποστολής δήλωσης αναφορικά με τις ενισχύσεις που έχουν ήδη ληφθεί στο πλαίσιο ενός καθεστώτος de minimis ή προσωρινού καθεστώτος που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 107·

δ)

απουσία δηλώσεων, είναι αδύνατον να επιβεβαιωθεί η τήρηση του ανώτατου ορίου που θεσπίζεται από το πλαίσιο σε περίπτωση σώρευσης με ενίσχυση de minimis, όποιο κι αν είναι το ισοδύναμο επιχορήγησης της απαλλαγής, δεδομένου μάλιστα ότι διατυπώνονται αμφιβολίες και όσον αφορά τον έλεγχο της τήρησης των ορίων de minimis (βλέπε ιδίως την αιτιολογική σκέψη 63)·

ε)

για τη θεμελίωση δικαιώματος ενίσχυσης το 2011, βάσει του προσωρινού πλαισίου για τις ενισχύσεις της κρίσης, ο δικαιούχος έπρεπε να είχε υποβάλει πλήρη φάκελο βάσει καθεστώτος κρατικών ενισχύσεων το οποίο έπρεπε να είχε εγκριθεί από την Επιτροπή το αργότερο την 30ή Δεκεμβρίου 2010 (ή την 31η Μαρτίου 2011 όσον αφορά την αγροτική παραγωγή πρωτογενούς τομέα), και το καθεστώς που θα επέτρεπε τη χορήγηση των ενισχύσεων το 2011 έπρεπε να είχε κοινοποιηθεί στην Επιτροπή και να είχε εγκριθεί από αυτήν· όμως οι δανικές αρχές αναγνωρίζουν οι ίδιες ότι δεν εκμεταλλεύτηκαν, εκείνη την εποχή, τις προσφερόμενες δυνατότητες από το προσωρινό πλαίσιο για τις ενισχύσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης.

(117)

Η μη τήρηση των προϋποθέσεων του προσωρινού πλαισίου για τις ενισχύσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης ξεπερνά την απλή μη κοινοποίηση ενίσχυσης που επικαλέστηκαν οι δανικές αρχές (βλέπε αιτιολογική σκέψη 53).

(118)

Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις παρατηρήσεις, το ανώτατο όριο φόρου για όγκο άντλησης 25 000 m3 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θα μπορούσε να τύχει παρέκκλισης που προβλέπει η Συνθήκη (παρέκκλιση, η οποία, ούτως ή άλλως, θα ήταν εκείνη του άρθρου 107, παράγραφος 3, σημείο β) και όχι εκείνη του άρθρου 107, παράγραφος 3, σημείο γ) βάσει των διατάξεων του προσωρινού πλαισίου).

Λοιπά επιχειρήματα των δανικών αρχών

(119)

Το ζήτημα των θεμιτών προσδοκιών των δικαιούχων (βλέπε αιτιολογική σκέψη 58) δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να επηρεάσει την αξιολόγηση για τη συμβατότητα του ανώτατου ορίου με την εσωτερική αγορά. Επαφίεται στις δανικές αρχές να λάβουν την έγκριση της Επιτροπής πριν υλοποιήσουν το καθεστώς. Η απουσία παρόμοιου φόρου στα άλλα κράτη μέλη (βλέπε αιτιολογική σκέψη 58), δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι δικαιούχοι του ορίου έτυχαν πλεονεκτήματος. Αυτό το πλεονέκτημα τους επέτρεπε, σε απόλυτες τιμές, να διαθέτουν πρόσθετους πόρους για να διεξάγουν τις δραστηριότητές τους σε μια αγορά που διέπεται από ανταγωνισμό. Το γεγονός ότι κανείς δεν κατήγγειλε την ύπαρξη του συστήματος φορολόγησης δε σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι το ανώτατο όριο δεν εμπεριέχει στοιχείο κρατικής ενίσχυσης μη συμβατό με την εσωτερική αγορά.

VIII.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(120)

Η επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μείωση κατά δύο τρίτα του ποσού του φόρου προς καταβολή, που προβλέπεται από το άρθρο 24β του κωδικοποιημένου νόμου, δεν εμπεριέχει το στοιχείο της κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, καθώς οι δικαιούχοι δεν επωφελούνται από ένα πλεονέκτημα σε σχέση με αυτούς που καταβάλλουν το σύνολο του φόρου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 24α του κωδικοποιημένου νόμου και η συνολική απαλλαγή που προβλέπεται από το άρθρο 24γ του κωδικοποιημένου νόμου δεν εμπεριέχει το στοιχείο της κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, για λόγους που συνδέονται με τη χρηστή διοίκηση του συστήματος φορολόγησης (πολύ χαμηλά ποσά προς είσπραξη).

(121)

Αντίθετα, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το ανώτατο όριο φόρου για όγκο νερού 25 000 m3, που προβλέπεται από το άρθρο 24β του κωδικοποιημένου νόμου, αποτελεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ και ότι η Δανία εφάρμοσε παράνομα το εν λόγω ανώτατο όριο, κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ. Η ανάλυση που έγινε δείχνει ότι η ενίσχυση που συνδέεται με αυτό το όριο δεν μπορεί να κριθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά, καθώς οι δανικές αρχές δεν απέδειξαν την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα του ορίου φόρου για όγκο νερού 25 000 m3, ούτε την τήρηση όλων των προϋποθέσεων του προσωρινού πλαισίου για τις ενισχύσεις της κρίσης. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να άρει τις αμφιβολίες τις οποίες είχε διατυπώσει κατά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, και οφείλει να συμπεράνει ότι η επίμαχη ενίσχυση είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

IX.   ΑΝΑΚΤΗΣΗ

(122)

Το επίμαχο επίμαχο μέτρο εφαρμόστηκε χωρίς να κοινοποιηθεί προηγουμένως στην Επιτροπή, όπως προβλέπει το άρθρο 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ. Επομένως, το μέτρο συνιστά παράνομη ενίσχυση.

(123)

Σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 σχετικά με τις αρνητικές αποφάσεις στις περιπτώσεις παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει ότι το εμπλεκόμενο κράτος μέλος πρέπει να λάβει όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία για την ανάκτηση της εν λόγω ενίσχυσης από τους δικαιούχους (σε αυτή την περίπτωση από όσους έχουν επωφεληθεί από το ανώτατο όριο φόρου για όγκο νερού 25 000 m3).

(124)

Οι δανικές αρχές επικαλέστηκαν σειρά επιχειρημάτων (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 55 έως 59) για να αμφισβητήσουν την αρχή της ανάκτησης. Η Επιτροπή δεν μπορεί να τα κάνει δεκτά.

(125)

Πράγματι, το ζήτημα δεν είναι αν η στρέβλωση του ανταγωνισμού είναι ελάχιστη (βλέπε αιτιολογική σκέψη 55) αλλά αν υφίσταται. Από τη στιγμή που υφίσταται πρέπει να τερματιστεί, δηλαδή να αποκατασταθεί η κατάσταση του ανταγωνισμού όπως ήταν πριν από τη χορήγηση της ενίσχυσης. Το ίδιο το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει την αρχή βάσει της οποίας ο στόχος της ανάκτησης είναι ακριβώς η αποκατάσταση της κατάστασης που υπήρχε στην αγορά πριν από τη χορήγηση της ενίσχυσης. Αποφάνθηκε επίσης ότι η ανάκτηση δεν είναι παρά η λογική συνέπεια της παρανομίας (37) της ενίσχυσης η οποία δεν πρέπει να θεωρηθεί ως δυσανάλογη σε σχέση με τις διατάξεις της συνθήκης στο ζήτημα των κρατικών ενισχύσεων (38), αντίθετα σε ό,τι διατείνονται οι δανικές αρχές. Το επιχείρημα της έλλειψης πλεονεκτήματος σε σχέση με τους ανταγωνιστές (βλέπε αιτιολογική σκέψη 57) ανατρέπεται από το σκεπτικό σχετικά με την ύπαρξη πλεονεκτήματος (βλέπε αιτιολογική σκέψη 64) και τη χρήση που θα μπορούσε να γίνει στο ποσό που δεν καταβλήθηκε από τους δικαιούχους (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 85 και 119). Τέλος, οι δανικές αρχές δεν πρέπει να ισχυρίζονται ότι η ανάκτηση θα δημιουργούσε στρέβλωση του ανταγωνισμού σε σχέση με τις επιχειρήσεις που αντλούν νερό από την επιφάνεια. Πράγματι, η εφαρμογή του φόρου περιορίζεται στην άντληση υπογείων υδάτων και δεν αφορά την άντληση νερού από την επιφάνεια.

(126)

Όσον αφορά το ζήτημα των θεμιτών προσδοκιών που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 58, η Επιτροπή έχει ήδη απορρίψει το επιχείρημα των δανικών αρχών σύμφωνα με το οποίο, η συντριπτική πλειοψηφία των δυνητικών δικαιούχων δεν μπορεί πραγματικά να αναμένει να τους αποφέρει το καθεστώς ένα πλεονέκτημα με βάση το δίκαιο του ανταγωνισμού, επειδή δεν υπάρχουν ανάλογοι φόροι στα άλλα κράτη μέλη (βλέπε αιτιολογική σκέψη 119). Δεδομένου ότι οι δανικές αρχές επικαλούνται το ζήτημα της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και ότι αυτή η τελευταία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη νομιμότητα της ενίσχυσης, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, οι δικαιούχοι μίας ενίσχυσης, δεν μπορούν να έχουν, καταρχήν, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα της εν λόγω ενίσχυσης και στο ότι έχει χορηγηθεί τηρουμένης της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 88 ΕΕ (άρθρο 108 της ΣΛΕΕ) και ότι ένας επιμελής οικονομικός φορέας πρέπει να είναι σε θέση να βεβαιωθεί αν η εν λόγω διαδικασία τηρήθηκε. Ειδικότερα, όταν η ενίσχυση χορηγείται χωρίς προηγουμένη κοινοποίηση στην Επιτροπή, «…, πράγμα που την καθιστά παράνομη κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, τότε ο δικαιούχος της ενισχύσεως δεν μπορεί να έχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη νομιμότητα της χορηγήσεως της ενισχύσεως αυτής» (39).

(127)

Η Δανία οφείλει επομένως, παρά τις παρατηρήσεις της, να θεσπίσει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση από τον δικαιούχο της χορηγηθείσας ενίσχυσης. Εν προκειμένω, πρόκειται για διαφορά μεταξύ του ποσού του φόρου που θα έπρεπε να έχει καταβληθεί βάσει της ποσότητας που αναγράφεται στην άδεια άντλησης και του ποσού που καταβλήθηκε για όγκο άντλησης 25 000 m3.

(128)

Σύμφωνα με τις διατάξεις του σημείου 42 της ανακοίνωσης της Επιτροπής «Για μια αποτελεσματική εφαρμογή των αποφάσεων της Επιτροπής με τις οποίες τα κράτη μέλη διατάσσονται να ανακτήσουν παράνομες και ασυμβίβαστες κρατικές ενισχύσεις» (40) η Δανία διαθέτει προθεσμία τεσσάρων μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης για να προβεί σε συμμόρφωση με αυτήν. Η ενίσχυση προς ανάκτηση προσαυξάνεται με τους τόκους που θα υπολογιστούν σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 794/2004 (41).

(129)

Η παρούσα απόφαση πρέπει να εκτελεστεί άμεσα, πλην του τμήματος που αφορά τις ενισχύσεις οι οποίες κατά τη στιγμή της χορήγησής τους πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις των ρυθμίσεων de minimis που ισχύουν δυνάμει του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98 του Συμβουλίου (42)

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η μείωση των δύο τρίτων του φόρου που θεσπίστηκε με το άρθρο 24 του κωδικοποιημένου νόμου αριθ. 935 της 24ης Σεπτεμβρίου 2009 που προβλέπεται από το άρθρο 24 του ιδίου νόμου, δεν εμπεριέχει στοιχεία κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 2

Η φορολόγηση για ανώτατο όριο όγκου 25 000 m3 βάσει του άρθρου 24β του κωδικοποιημένου νόμου αριθ. 935 της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 3

Η ενίσχυση που συνδέεται με την απαλλαγή από τον φόρο, που προβλέπεται από το άρθρο 24γ του κωδικοποιημένου νόμου 935 της 24ης Σεπτεμβρίου 2009 για τις άδειες άντλησης υδάτων που δεν ξεπερνούν τις 6 000 m3, δεν εμπεριέχει στοιχεία κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Η ενίσχυση που συνδέεται με φορολόγηση για ανώτατο όριο όγκου 25 000 m3 βάσει του άρθρου 24β του κωδικοποιημένου νόμου αριθ. 935 της 24ης Σεπτεμβρίου 2009 τέθηκε σε εφαρμογή από τη Δανία παράνομα, κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συνιστά κρατική ενίσχυση ασύμβατη με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 5

Η ενίσχυση που συνδέεται με τη φορολόγηση για ανώτατο όριο όγκου 25 000 m3 βάσει του άρθρου 24β του κωδικοποιημένου νόμου αριθ. 935 της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση αν, κατά τη στιγμή χορήγησής της, πληρούσε τις σταθερές προϋποθέσεις ενός από τους κανονισμούς που υιοθετήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98 που ίσχυε κατά τη χορήγηση της ενίσχυσης.

Άρθρο 6

1.   Η Δανία οφείλει να ανακτήσει από τους δικαιούχους τις ενισχύσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4.

2.   Τα ανακτώμενα ποσά περιλαμβάνουν τόκους από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι τον χρόνο της πραγματικής τους ανάκτησης.

3.   Οι τόκοι υπολογίζονται με βάση τη μέθοδο του ανατοκισμού σύμφωνα με το κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004.

Άρθρο 7

Η ανάκτηση της ενίσχυσης που προβλέπεται στο άρθρο 4 είναι άμεση και πραγματική.

Η Δανία εξασφαλίζει την εκτέλεση της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της.

Άρθρο 8

1.   Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Δανία υποβάλλει τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τον κατάλογο των δικαιούχων που έλαβαν την ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 4 και το συνολικό ποσό που έλαβε καθένας από αυτούς·

β)

το συνολικό ποσό (από κεφάλαιο και τόκους) που θα πρέπει να ανακτηθεί από κάθε δικαιούχο, οι ενισχύσεις του οποίου δεν μπορούν να καλυφθούν από τον κανόνα για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας·

γ)

αναλυτική περιγραφή των μέτρων που έχει ήδη λάβει και αυτών που προτίθεται να λάβει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση·

δ)

έγγραφα που αποδεικνύουν ότι έχει δοθεί εντολή στους δικαιούχους να επιστρέψουν την ενίσχυση.

2.   Η Δανία ενημερώνει την Επιτροπή για την πρόοδο των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης μέχρι να ολοκληρωθεί η ανάκτηση των ενισχύσεων που αναφέρονται άρθρο 4. Υποβάλλει άμεσα, μετά από απλή αίτηση της Επιτροπής, κάθε πληροφορία σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει και αυτά που προτίθεται να λάβει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση. Παρέχει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά των ενισχύσεων και των τόκων που έχουν ήδη ανακτηθεί από τους δικαιούχους.

Άρθρο 9

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο της Δανίας.

Βρυξέλλες, 16 Οκτωβρίου 2017.

Για την Επιτροπή

Phil HOGAN

Μέλος της Επιτροπής


(1)  Από την 1η Δεκεμβρίου 2009, τα άρθρα 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα αντίστοιχα άρθρα 107 και 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ»). Και στις δύο περιπτώσεις, οι διατάξεις είναι ουσιαστικά ταυτόσημες. Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, οι παραπομπές στα άρθρα 107 και 108 της ΣΛΕΕ θεωρούνται, κατά περίπτωση, παραπομπές στα άρθρα 87 και 88 αντιστοίχως της Συνθήκης ΕΚ. Η ΣΛΕΕ εισήγαγε επίσης ορισμένες αλλαγές στην ορολογία, όπως η αντικατάσταση του όρου «Κοινότητα» από τον όρο «Ένωση», του όρου «κοινή αγορά» από τον όρο «εσωτερική αγορά» και του όρου «Πρωτοδικείο» από τον όρο «Γενικό Δικαστήριο». Στην παρούσα απόφαση χρησιμοποιείται η ορολογία της ΣΛΕΕ.

(2)  Στο πλαίσιο αυτού του φακέλου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο μηχανισμός φορολόγησης δεν περιείχε στοιχεία κρατικής ενίσχυσης.

(3)  Επιστολή SG-Greffe (2012) D/5011.

(4)  ΕΕ C 114 της 19.4.2012, σ. 4.

(5)  Η φράση «γενικό σύστημα ύδρευσης» προσδιορίζει τις δημόσιες ή ιδιωτικές εγκαταστάσεις που εφοδιάζουν τουλάχιστον 10 νοικοκυριά με πόσιμο νερό.

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1535/2007 της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2007, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (de minimis) στον τομέα της παραγωγής γεωργικών προϊόντων (ΕΕ L 337 της 21.12.2007, σ. 35).

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1998/2006 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (de minimis) (ΕΕ L 379 της 28.12.2006, σ. 5).

(8)  ΕΕ C 82 της 1.4.2008, σ. 1.

(9)  ΕΕ C 319 της 27.12.2006, σ. 1.

(10)  ΕΕ C 16 της 22.1.2009, σ. 1. Το πλαίσιο αυτό επεκτάθηκε το 2009 στην πρωτογενή παραγωγή γεωργικών προϊόντων (ΕΕ C 261 της 31.10.2009, σ. 2) και στη συνέχεια παρατάθηκε έως τα τέλη του 2011 σε όλους τους τομείς για τους οποίους ισχύει (ΕΕ C 6 της 11.1.2011, σ. 5).

(11)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Commission, C-487/06 P, ECLI:EU:C:2008:757, σκέψη 82.

(12)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Νοεμβρίου 2001, Adria Wien Pipeline GmbH και Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke GmbH κατά Finanzlandesdirektion für Kärnten, C-143/99, ECLI:EU:C:2001:598, σκέψη 42, και απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Commission/Pays-Bas, C-279/08, ECLI:EU:C:2011:551, σκέψη 62.

(13)  Η συνολική ποσότητα επιφανειακών υδάτων που μπορεί να ληφθεί είναι περίπου 188 εκατομμύρια m3 ανά έτος, εκ των οποίων 13 εκατομμύρια m3 για τους πρωτογενείς παραγωγούς (περίπου 500 αγροτικές επιχειρήσεις), κυρίως χρησιμοποιούμενα για άρδευση. Η μεγαλύτερη άδεια που εκδόθηκε για άρδευση κατά την περίοδο 2009-2011 ήταν 270 000 m3 ανά έτος, και για εκτροφή 511 000 m3 ανά έτος.

(14)  Απόφαση C(2003) 777 τελικό COM τροποποιημένη [πρβλ. έγγραφο C(2003) 1224 τελικό].

(15)  ΕΕ C 384 της 10.12.1998, σ. 3.

(16)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου 1996, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, Hanseatische Industrie-Beteiligungen GmbH και Bremer Vulkan Verbund AG κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, C-329/93, C-62/95 και C-63/95, ECLI:EU:C:1996:394.

(17)  ΕΕ C 105 της 24.4.2010, σ. 3.

(18)  Έγγραφο C(2009) 8093 τελικό.

(19)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1). Αυτός ο κανονισμός καταργήθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2015 περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 248 της 24.9.2015, σ. 9).

(20)  Οι στατιστικές των ενδοκοινοτικών συναλλαγών δείχνουν ότι το 2011 οι δανικές εισαγωγές αγροτικών προϊόντων αυξήθηκαν σε 6,886 δισεκατομμύρια EUR και οι εξαγωγές σε 9,223 δισεκατομμύρια EUR. Το 2013, οι αριθμοί ήταν αντίστοιχα 7,811 και 9,408 δισεκατομμύρια EUR. Όσον αφορά τα ποτά, ανήλθαν αντίστοιχα σε 271,9 και 547,3 εκατομμύρια EUR.

(21)  Βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου, το γεγονός και μόνο ότι η επιχείρηση αποκτά ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το οποίο δεν θα μπορούσε να αποκτήσει υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς και εκ του οποίου δεν επωφελούνται οι άλλες ανταγωνίστριες επιχειρήσεις, αποτελεί επαρκή απόδειξη της στρέβλωσης του ανταγωνισμού (υπόθεση 730/79), Philip Morris κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:1980:209.

(22)  ΕΕ C 262 της 19.7.2016, σ. 1.

(23)  Βλέπε υπόθεση C-143/99, Adria Wien (σημείωση 13), αιτιολογική σκέψη 41, απόφαση της 29ης Απριλίου 2004 στην υπόθεση C-308/01, GIL Insurance, ECLI:EU:C:2004:252, σκέψη 68, απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 2015 στην υπόθεση C-172/03 Heiser, ECLI:EU:C:2005:130, σκέψη 40, και απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, στην υπόθεση C-88/03, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2006:511, σκέψη 54.

(24)  Βλέπε, υπό αυτή την έννοια, την απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, στην υπόθεση C-88/03, Πορτογαλία κατά Επιτροπής (βλέπε σημείωση 26).

(25)  Βλέπε σημείωση 23.

(26)  Σήμερα, το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(27)  Σήμερα ονομάζεται εσωτερική αγορά.

(28)  Υπόθεση C 173/73, Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:1974:71, παράγραφος 36.

(29)  Βλέπε σημείο 733 των κατευθυντήριων γραμμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις στον γεωργικό και τον δασοκομικό τομέα και στις αγροτικές περιοχές για την περίοδο 2014-2020 (ΕΕ C 204 της 1.7.2014, σ. 1).

(30)  ΕΕ C 319 της 27.12.2006, σ. 1. Η διάρκεια ισχύος τους έχει επεκταθεί μέχρι την 30ή Ιουνίου 2014 με την ανακοίνωση της Επιτροπής της 20ής Νοεμβρίου 2013 (ΕΕ C 339 της 20.11.2013, σ. 1).

(31)  ΕΕ C 82 της 1.4.2008, σ. 1.

(32)  Οδηγία 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ L 283 της 31.10.2003, σ. 51).

(33)  ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2.

(34)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 800/2008 της Επιτροπής, της 6ης Αυγούστου 2008, για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την κοινή αγορά κατ' εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης (Γενικός κανονισμός απαλλαγής κατά κατηγορία) (ΕΕ L 214 της 9.8.2008, σ. 3).

(35)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της παραγωγής γεωργικών προϊόντων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 70/2001 (ΕΕ L 358 της 16.12.2006, σ. 3).

(36)  Το ποσό της ενίσχυσης περιορίστηκε στα 15 000 EUR ανά επιχείρηση.

(37)  Υπόθεση C-183/91 της 10ης Ιουνίου 1993 Επιτροπή κατά Ελλάδος, ECLI:EU:C:1993:233,σκέψη 16.

(38)  Υπόθεση C-348/93 της 4ης Απριλίου 1995, Επιτροπή κατά Ιταλίας, ECLI:EU:C:1995:95, σκέψη 27.

(39)  Απόφαση της 22ας Απριλίου 2016 στις υποθέσεις T-50/06 RENV II και T-69/06 RENV II, παράγραφος 230, ECLI:EU:T:2016:227,

(40)  ΕΕ C 272 της 15.11.2007, σ. 4.

(41)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1).

(42)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 994/98 του Συμβουλίου της 7ης Μαΐου 1998 για την εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ορισμένες κατηγορίες οριζόντιων κρατικών ενισχύσεων (ΕΕ L 142 της 14.5.1998, σ. 1).


Διορθωτικά

20.6.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 157/27


Διορθωτικό στην απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2018/726 της Επιτροπής Πολιτικής και Ασφάλειας, της 2ας Μαΐου 2018, για τον διορισμό αρχηγού της αποστολής ΚΠΑΑ της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Νίγηρα (EUCAP Sahel Niger) (EUCAP Sahel Niger/1/2018)

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 122 της 17ης Μαΐου 2018 )

Στη σελίδα 33, άρθρο 2:

αντί:

«Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημερομηνία της έκδοσής της.»

διάβαζε:

«Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημερομηνία της έκδοσής της.

Εφαρμόζεται από την 1η Μαΐου 2018.».


Top