This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62024CC0072
Opinion of Advocate General Norkus delivered on 8 May 2025.###
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Norkus της 8ης Μαΐου 2025.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Norkus της 8ης Μαΐου 2025.
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2025:334
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
RIMVYDAS NORKUS
της 8ης Μαΐου 2025 (1)
Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑72/24 [Κελάδης I] και C‑73/24 [Κελάδης II] (i)
HF (C‑72/24)
WI (C‑73/24)
κατά
Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων
[αίτηση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Ελλάδα)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
« Προδικαστική παραπομπή – Τελωνειακή ένωση – Κανονισμός (ΕΟΚ) 2913/92 – Κοινοτικός τελωνειακός κώδικας – Κανονισμός (ΕΕ) 952/2013 – Ενωσιακός τελωνειακός κώδικας – Εισαγωγές εμπορευμάτων – Απάτη που προκύπτει από την εισαγωγή προϊόντων για τα οποία δηλώνεται δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής – Βοηθητικές μέθοδοι καθορισμού της δασμολογητέας αξίας – Διοικητική πρακτική που χρησιμοποιεί την “ελάχιστη αποδεκτή τιμή για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας” »
I. Εισαγωγή
1. Οι υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, τις οποίες υπέβαλε το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης (Ελλάδα) δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, έχουν ως αντικείμενο την ερμηνεία των κανόνων της Ένωσης στον τελωνειακό και εμπορικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων για την εφαρμογή της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου.
2. Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ δύο φυσικών προσώπων, του HF, ιδιοκτήτη επιχείρησης κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων στα Γρεβενά (Ελλάδα), και της WI, εργαζομένης σε εισαγωγική επιχείρηση, και της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Ελλάδα), σχετικά με πλείονες πράξεις εκ των υστέρων καταλογισμού φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) για εισαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων προελεύσεως Τουρκίας. Με τις πράξεις αυτές, επιβλήθηκαν στους HF και WI, οι οποίοι φέρονται να εμπλέκονται σε πράξεις λαθρεμπορίας, πολλαπλά τέλη λόγω των διαπραχθεισών στο πλαίσιο αυτό παραβάσεων. Με τις προσφυγές τους, οι HF και WI ζητούν την ακύρωση των εν λόγω καταλογιστικών πράξεων, αμφισβητώντας, μεταξύ άλλων, τη μέθοδο με την οποία οι τελωνειακές αρχές υπολόγισαν τη δασμολογητέα αξία των επίμαχων εμπορευμάτων, η οποία συνίσταται κατ’ ουσίαν στη χρήση ορισμένων στατιστικών στοιχείων.
3. Η συμβατότητα προς το δίκαιο της Ένωσης της χρήσης των εν λόγω στατιστικών στοιχείων για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας αποτελεί το κύριο νομικό ζήτημα που εγείρεται στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις (2). Ως εκ τούτου, κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, οι παρούσες προτάσεις μου θα επικεντρωθούν στο ζήτημα αυτό. Μολονότι η υφιστάμενη νομολογία παρέχει ορισμένα στοιχεία αναφοράς, φρονώ ότι η ερμηνεία του Δικαστηρίου είναι αναγκαία για λόγους ασφάλειας δικαίου, κατά μείζονα λόγο διότι η απάντηση που θα δοθεί στο αιτούν δικαστήριο μπορεί να έχει οικονομικές συνέπειες τόσο για τους ενδιαφερομένους όσο και για τον προϋπολογισμό της Ένωσης. Η ερμηνεία αυτή θα πρέπει επίσης να διασφαλίζει την ομοιόμορφη εφαρμογή των μεθόδων καθορισμού της δασμολογητέας αξίας εκ μέρους των εθνικών αρχών (3).
II. Το νομικό πλαίσιο
Α. Το διεθνές δίκαιο
4. Κρίσιμο στο πλαίσιο των υπό κρίση υποθέσεων είναι το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της Συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (4).
Β. Το δίκαιο της Ένωσης
5. Κρίσιμα στο πλαίσιο των υπό κρίση υποθέσεων είναι το άρθρο 85 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ (5), τα άρθρα 29 έως 31 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (6), τα άρθρα 152 και 181α, καθώς και το παράρτημα 23 του κανονισμού (EOK) 2454/93 (7), τα άρθρα 70, 71 και 74 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (8), και τα άρθρα 140, 142 και 144 του εκτελεστικού κανονισμού (EE) 2015/2447 (9).
Γ. Το ελληνικό δίκαιο
6. Το άρθρο 29, παράγραφοι 1 και 6, του νόμου 2960/2001 – Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας (νόμου 2960/2001 περί εθνικού τελωνειακού κώδικα) (ΦΕΚ Αʹ 265, στο εξής: τελωνειακός κώδικας) προβλέπει τα εξής:
«1. Τελωνειακή οφειλή είναι η υποχρέωση κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου έναντι Τελωνειακής Αρχής για καταβολή του συνόλου των δασμών, των φόρων, συμπεριλαμβανομένου του φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.), και των λοιπών δικαιωμάτων του Δημοσίου, που αναλογούν σε εμπορεύματα και τα επιβαρύνουν κατά τις οικείες διατάξεις.
[…]
6. Υπόχρεος για την καταβολή της τελωνειακής οφειλής είναι ο διασαφιστής, το πρόσωπο στο όνομα του οποίου κατατίθεται Δήλωση Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης και Λοιπών Φορολογιών, καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο σε βάρος του οποίου γεννάται η οφειλή κατά τις διατάξεις της τελωνειακής νομοθεσίας. […]»
7. Κατά το άρθρο 33, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα:
«Ο κύριος των εμπορευμάτων ή ο νόμιμος αντιπρόσωπός του, κατά την ισχύουσα νομοθεσία, οφείλει μετά την προσκόμισή τους στην Τελωνειακή Αρχή, να καταθέσει διασάφηση, προκειμένου τα εμπορεύματα αυτά να υπαχθούν σε οποιοδήποτε τελωνειακό καθεστώς ή να λάβουν έναν από τους λοιπούς τελωνειακούς προορισμούς, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα από την Κοινοτική Νομοθεσία.»
8. Το άρθρο 155 του εν λόγω κώδικα ορίζει τα εξής:
«1. Λαθρεμπορία είναι:
[…]
β) οποιαδήποτε ενέργεια, που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση των υπ’ αυτών εισπρακτέων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόμενα ή εξαγόμενα εμπορεύματα, και αν ακόμη αυτά εισπράχθηκαν κατά χρόνο και τρόπο διάφορο εκείνου που ορίζει ο νόμος. Οι παραβάσεις της παραγράφου αυτής επισύρουν κατά των υπευθύνων πολλαπλό τέλος σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντα Κώδικα και αν ακόμη ήθελε κριθεί αρμοδίως ότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας.
2. Ως λαθρεμπορία θεωρείται:
[…]
ζ) η αγορά, πώληση και κατοχή εμπορευμάτων που έχουν εισαχθεί ή τεθεί στην κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας,
[…]
θ) η υποτιμολόγηση ή υπερτιμολόγηση εισαγόμενων ή εξαγόμενων εμπορευμάτων, εφόσον συνεπάγεται απώλεια δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων [στοιχείο θʹ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1, παράγραφος 60, του νόμου 3583/2007].
[…]»
9. Το άρθρο 35, παράγραφος 3, του νόμου 2859/2000 – Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (νόμου περί κώδικα ΦΠΑ) (ΦΕΚ Αʹ 248/7-11-2000, στο εξής: κώδικας ΦΠΑ) ορίζει τα εξής:
«Για την εισαγωγή αγαθών, υπόχρεος στο φόρο είναι ο λογιζόμενος ως κύριος των εισαγόμενων αγαθών, σύμφωνα με τις διατάξεις της τελωνειακής νομοθεσίας.»
III. Το ιστορικό των διαφορών, οι διαδικασίες των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα
Α. Η υπόθεση C‑72/24 (Κελάδης I)
10. Το 2014 ο HF, στο πλαίσιο της εμπορικής του δραστηριότητας, εισήγαγε στην Ελλάδα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα προελεύσεως Τουρκίας.
11. Οι τελωνειακές διασαφήσεις κατατέθηκαν ενώπιον των τελωνειακών αρχών σύμφωνα με την απλουστευμένη διαδικασία διασάφησης που προβλέπεται στο άρθρο 81 του ΚΤΚ, το οποίο προβλέπει ότι οι τελωνειακές αρχές μπορούν, κατόπιν αιτήσεως του διασαφιστή, να δέχονται να επιβληθούν εισαγωγικοί δασμοί στο σύνολο των εμπορευμάτων που απαρτίζουν την αποστολή με βάση τη δασμολογική κατάταξη του εμπορεύματος για το οποίο προβλέπονται οι υψηλότεροι δασμοί.
12. Ωστόσο, δυνάμει της αποφάσεως 1/95 του συμβουλίου σύνδεσης ΕΚ-Τουρκίας, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την εφαρμογή της οριστικής φάσης της τελωνειακής ένωσης (96/142/ΕΚ) (ΕΕ 1996, L 35, σ. 1), δεν εισπράττονται δασμοί στα εμπορεύματα προελεύσεως Τουρκίας. Κατά συνέπεια, τα διασαφισθέντα εκ μέρους της εισαγωγικής εταιρίας εμπορεύματα υπέκειντο μόνο σε ΦΠΑ εισαγωγής, με βάση επιβολής του φόρου τη δασμολογητέα αξία που είχε δηλώσει η εταιρία αυτή στις διασαφήσεις εισαγωγής.
13. Το 2016, κατόπιν καταγγελίας για υποτιμολόγηση εισαγόμενων εμπορευμάτων, οι τελωνειακές αρχές διεξήγαγαν έρευνα από την οποία προέκυψαν βάσιμες ενδείξεις ότι η δηλωθείσα σε πλείονες τελωνειακές διασαφήσεις δασμολογητέα αξία ήταν ανακριβής και ότι ο αναγραφόμενος στις εν λόγω διασαφήσεις παραλήπτης των εμπορευμάτων δεν ήταν ο πραγματικός κύριος των εμπορευμάτων.
14. Λόγω των αμφιβολιών τους, οι τελωνειακές αρχές προέβησαν στις 14 Δεκεμβρίου 2016 σε εκ των υστέρων έλεγχο του συνόλου των τελωνειακών διασαφήσεων, μετά το πέρας του οποίου κατέληξαν στη διαπίστωση περί υφιστάμενου συστήματος λαθρεμπορίας, στο πλαίσιο του οποίου είχαν κατατεθεί 289 ψευδείς διασαφήσεις εισαγωγής. Συναφώς, οι τελωνειακές αρχές διαπίστωσαν ότι, μέσω ενός πολύπλοκου μηχανισμού απάτης, το εν λόγω σύστημα περιλάμβανε τη δήλωση δασμολογητέων αξιών σημαντικά χαμηλότερων από τις ελάχιστες εμπορικά βιώσιμες αξίες.
15. Ωστόσο, οι τελωνειακές αρχές επισήμαναν ότι, λόγω της αδυναμίας διενέργειας εκ των υστέρων φυσικού ελέγχου των εμπορευμάτων και λόγω της γενικόλογης περιγραφής τους στα αντίστοιχα τιμολόγια, δεν μπορούσαν να υπολογίσουν τις πραγματικές τιμές που είχαν πράγματι καταβληθεί στους Τούρκους προμηθευτές για τα εμπορεύματα αυτά.
16. Υπό τις συνθήκες αυτές, προκειμένου να προσδιορίσουν τη δασμολογητέα αξία των επίμαχων εμπορευμάτων, οι τελωνειακές αρχές προέβησαν στον καθορισμό μιας ελάχιστης αποδεκτής τιμής («lowest accebtable price») (στο εξής: ΕΑΤ), χρησιμοποιώντας ένα εργαλείο αξιολόγησης κινδύνων το οποίο βασίζεται σε δεδομένα σε επίπεδο Ένωσης και το οποίο έχει αναπτύξει η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF).
17. Η μέθοδος αυτή συνίσταται, κατ’ αρχάς, στον υπολογισμό μιας «διορθωμένης μέσης τιμής» («cleaned average price») (στο εξής: ΔΜΤ), η οποία αποκαλείται και «δίκαιη τιμή» («fair price» ή «fair value»). Οι ΔΜΤ υπολογίζονται βάσει των μηνιαίων τιμών εισαγωγής των οικείων προϊόντων προελεύσεως Τουρκίας οι οποίες αντλούνται από την Comext, τη βάση δεδομένων αναφοράς για τις αναλυτικές στατιστικές του διεθνούς εμπορίου αγαθών που διαχειρίζεται η Eurostat. Πρόκειται για στατιστικές εκτιμήσεις των τιμών των προϊόντων που κυκλοφορούν στο εμπόριο, οι οποίες υπολογίζονται βάσει στοιχείων από τα οποία αποκλείονται οι ακραίες τιμές.
18. Τέλος, υπολογίζεται μια αξία που αντιστοιχεί στο 50 % των ΔΜΤ, η οποία αποτελεί την ΕΑΤ. Η τιμή αυτή, η οποία εκφράζεται επίσης ως τιμή ανά χιλιόγραμμο, χρησιμοποιείται ως προφίλ ή ως κατώτατο όριο κινδύνου, παρέχοντας στις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών τη δυνατότητα να εντοπίζουν τις ιδιαίτερα χαμηλές αξίες που δηλώνονται κατά την εισαγωγή και, ως εκ τούτου, τις εισαγωγές που ενέχουν σημαντικό κίνδυνο υποτιμολόγησης.
19. Συγκεκριμένα, οι τελωνειακές αρχές όλων των κρατών μελών έχουν στη διάθεσή τους ένα σύστημα επικοινωνίας, το σύστημα πληροφοριών κατά της απάτης (Anti-Fraud Information System – AFIS), στο οποίο συμμετέχει και η OLAF. Μέσω του συστήματος αυτού και ειδικότερα με τη χρήση του αυτοματοποιημένου εργαλείου παρακολούθησης [Automated Monitoring Tool (AMT)], έχουν τη δυνατότητα να εντοπίζουν τις περιπτώσεις υποτιμολόγησης.
20. Στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, με βάση την υπολογισθείσα κατά τον ανωτέρω τρόπο ΕΑΤ, οι τελωνειακές αρχές καθόρισαν την «τιμή μονάδας» κατά την έννοια του άρθρου 30, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του ΚΤΚ. Οι τελωνειακές αρχές ανέφεραν ότι η επιλογή αυτή οφειλόταν στην αδυναμία τους να στηριχθούν, αφενός, στην πλασματική συναλλακτική αξία των επίμαχων, σκοπίμως υποτιμολογημένων, προϊόντων και, αφετέρου, στη συναλλακτική αξία πανομοιότυπων ή ομοειδών προϊόντων, λαμβανομένης υπόψη της ελλιπούς περιγραφής των προϊόντων στα συνημμένα στις τελωνειακές διασαφήσεις τιμολόγια. Επιπλέον, οι εν λόγω αρχές δεν είχαν τη δυνατότητα να διενεργήσουν εκ των υστέρων φυσικό έλεγχο των επίμαχων εμπορευμάτων, δεδομένου ότι αυτά είχαν διαφύγει της κατασχέσεως.
21. Συναφώς, οι τελωνειακές αρχές επισημαίνουν ότι κανείς από τους συμμετέχοντες στο φερόμενο δίκτυο λαθρεμπορίας δεν προσκόμισε, στο πλαίσιο των εξηγήσεών του, στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι οι δασμολογητέες αξίες που ελήφθησαν υπόψη ήταν πολύ υψηλότερες από τις πράγματι πληρωθείσες τιμές.
22. Κατόπιν των ανωτέρω, οι τελωνειακές αρχές διαπίστωσαν ότι το ποσό του παρανόμως διαφυγόντος ΦΠΑ ανερχόταν, για το σύνολο των εμπορευμάτων για τα οποία υποβλήθηκαν ψευδείς διασαφήσεις στο πλαίσιο του εν λόγω συστήματος λαθρεμπορίας, σε 6 211 300,18 ευρώ.
23. Όσον αφορά την εμπλοκή του HF στο εν λόγω σύστημα λαθρεμπορίας, αυτός είχε στην κατοχή του, κατά το έτος 2014, εμπορεύματα για τα οποία υποβλήθηκε ανακριβής δήλωση δασμολογητέας αξίας και, ως εκ τούτου, είναι, βάσει του εθνικού δικαίου, υπόχρεος για την καταβολή του οφειλόμενου επί των εμπορευμάτων αυτών διαφυγόντος ΦΠΑ.
24. Ο HF άσκησε προσφυγή κατά των επίμαχων καταλογιστικών πράξεων ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου. Ισχυρίστηκε ότι ο καθορισμός της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων με βάση τις ΕΑΤ είναι παράνομος, διότι αυτές, ως στατιστικά στοιχεία για τις τιμές εισαγωγής, μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για την αμφισβήτηση της δηλωθείσας αξίας, πλην όμως δεν μπορούν να αποτελέσουν μέθοδο καθορισμού της δασμολογητέας αξίας. Επιπλέον, αναφέρει ότι αθωώθηκε αμετάκλητα για το αδίκημα της λαθρεμπορίας με απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Γρεβενών (Ελλάδα).
25. Προκαταρκτικώς, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι δεσμεύεται από την αμετάκλητη απαλλακτική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Γρεβενών μόνο κατά το μέρος που με τις επίδικες καταλογιστικές πράξεις επιβλήθηκαν σε βάρος του HF πολλαπλά τέλη, τα οποία πρέπει να ακυρωθούν. Αντιθέτως, εκτιμά ότι ο HF εξακολουθεί να είναι υπόχρεος για την καταβολή του διαφυγόντος ΦΠΑ εισαγωγής.
26. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης διατυπώνει αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσον το να χρησιμοποιηθούν τιμές-κατώφλια για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης. Ως εκ τούτου, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Οι στατιστικές αξίες αναφερόμενες ως “τιμές κατώφλια” (threshold values) – “δίκαιες τιμές” (fair prices), οι οποίες βασίζονται στη στατιστική βάση δεδομένων COMEXT της Eurostat και αντλούνται από το [σύστημα AFIS] της OLAF, εφαρμογή του οποίου αποτελεί το αυτοματοποιημένο εργαλείο παρακολούθησης ([AMT]), είναι δε διαθέσιμες στις εθνικές τελωνειακές αρχές, μέσω του οικείου ηλεκτρονικού τους συστήματος, πληρούν την προϋπόθεση προσβασιμότητας από όλους τους οικονομικούς φορείς, η οποία αναφέρεται στην απόφαση του [Δικαστηρίου] της 9ης Ιουνίου 2022, (C‑187/21, [EU:C:2022:458]), Fawkes Kft.; Τα δεδομένα που περιέχουν είναι αμιγώς συγκεντρωτικά, όπως αυτά που ορίζονται στο[ν] ισχύοντ[α], κατά τον κρίσιμο χρόνο, [κανονισμό (ΕΚ) 471/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2009, για τις κοινοτικές στατιστικές του εξωτερικού εμπορίου με τις τρίτες χώρες και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1172/95 του Συμβουλίου (ΕΕ 2009, L 152, σ. 23), και κανονισμό (ΕΕ) 113/2010 της Επιτροπής, της 9ης Φεβρουαρίου 2010, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 471/2009 όσον αφορά την εμπορική κάλυψη, τον ορισμό των στοιχείων, την κατάρτιση των στατιστικών εμπορίου κατά επιχειρηματικά χαρακτηριστικά και κατά λογιστική μονάδα, καθώς και συγκεκριμένα αγαθά ή μετακινήσεις];
2) Στα πλαίσια εκ των υστέρων ελέγχου, κατά τον οποίο δεν υπάρχει η δυνατότητα φυσικού ελέγχου των εισαγόμενων εμπορευμάτων, οι στατιστικές αυτές αξίες της βάσης δεδομένων COMEXT, εφόσον θεωρηθεί ότι είναι γενικώς προσβάσιμες και δεν περιέχουν αμιγώς συγκεντρωτικά δεδομένα, μπορούν να αξιοποιηθούν από τις εθνικές τελωνειακές αρχές, μόνο για τη θεμελίωση των εύλογων αμφιβολιών τους σχετικά με το κατά πόσο η δηλωθείσα στις διασαφήσεις αξία αντιπροσωπεύει τη συναλλακτική αξία, ήτοι το πράγματι πληρωθέν ή πληρωτέο ποσό για τα εμπορεύματα αυτά, ή και για να προσδιοριστεί, βάσει αυτών, η δασμολογητέα αξία τους, κατ’ εφαρμογή της εναλλακτικής μεθόδου του άρθρου 30 παρ. 2 (γ) του [ΚΤΚ] [αντίστοιχα του άρθρου [74] παρ. 2 (γ) του [ΕΤΚ] επονομαζόμενης “επαγωγικής”] ή ενδεχομένως κάποιας άλλης εναλλακτικής μεθόδου; Το γεγονός ότι δεν μπορεί να διακριβωθεί ότι αφορούν πανομοιότυπα ή ομοειδή εμπορεύματα σε επίκαιρες χρονικά συναλλαγές, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 152 παρ. 1 του [κανονισμού εφαρμογής του ΚΤΚ], πώς επιδρά στην απάντηση στο εν λόγω ερώτημα;
3) Σε κάθε περίπτωση, η χρήση των στατιστικών αυτών αξιών για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας συγκεκριμένων εισαγόμενων εμπορευμάτων, η οποία ισοδυναμεί με την εφαρμογή ελάχιστων τιμών, συνάδει με τις δεσμεύσεις, που απορρέουν από τη Διεθνή Συμφωνία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) για τον Προσδιορισμό της Δασμολογητέας Αξίας, άλλως Συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου 1994, στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, ενόψει του ότι η εν λόγω Συμφωνία ρητώς απαγορεύει τη χρήση ελάχιστων τιμών;
4) Συναφώς με το προηγούμενο ερώτημα, η επιφύλαξη υπέρ των γενικών αρχών και ρυθμίσεων της παραπάνω Διεθνούς Συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου 1994, που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 31 του [ΚΤΚ] για την εφεδρική μέθοδο προσδιορισμού δασμολογητέας αξίας και αντίστοιχα ο αποκλεισμός εφαρμογής ελάχιστων αξιών, που προβλέπεται στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου [του ΚΤΚ] (ο οποίος δεν υπάρχει στην αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 3 του [ΕΤΚ]) ισχύει μόνο όταν εφαρμόζεται η εν λόγω μέθοδος ή διέπει όλες τις εναλλακτικές μεθόδους προσδιορισμού δασμολογητέας αξίας;
5) Όταν διαπιστώνεται ότι κατά την εισαγωγή έγινε χρήση της απλούστευσης σύμπτυξης κλάσεων του άρθρου 81 του [ΚΤΚ] (ήδη άρθρου 177 του [ΕΤΚ]), είναι νοητή η εφαρμογή της εναλλακτικής μεθόδου του άρθρου 30 παρ. 2 (γ) του [ΚΤΚ] (αντίστοιχα του άρθρου 70 παρ. 2 (γ) του [ΕΤΚ]), ανεξαρτήτως της ανομοιογένειας των δηλωθέντων υπό τον ίδιο κωδικό Taric εμπορευμάτων της ίδιας διασάφησης και της εξ αυτής πλασματικώς διαμορφωθείσας αξίας για όσα εμπορεύματα δεν ανήκουν στον κωδικό αυτό δασμολογικής κατάταξης;
6) Τέλος, ανεξάρτητα από τα παραπάνω ερωτήματα, οι διαγραφόμενες στην ελληνική νομοθεσία διατάξεις περί καθορισμού των υπόχρεων για την καταβολή του ΦΠΑ εισαγωγής είναι αρκούντως σαφείς, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του [ενωσιακού] δικαίου, κατά το μέρος που ορίζουν ως υπόχρεο τον “λογιζόμενο κύριο των εισαγόμενων αγαθών”;»
Β. Η υπόθεση C‑73/24 (Κελάδης II)
27. Πλην του γεγονότος ότι, αφενός, η WI είναι εργαζόμενη επιχείρησης χονδρικού εμπορίου κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων προελεύσεως Τουρκίας και θεωρήθηκε ότι ήταν εν γνώσει του επίμαχου συστήματος λαθρεμπορίας, δεδομένου ότι ήταν υπεύθυνη για το μεγαλύτερο μέρος της λειτουργίας της εν λόγω επιχείρησης και, αφετέρου, ότι οι επίμαχες τελωνειακές διασαφήσεις κατατέθηκαν μεταξύ Μαρτίου 2014 και Δεκεμβρίου 2016, τα πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής στην υπόθεση C‑73/24 (Κελάδης II) είναι παρόμοια με εκείνα της αποφάσεως περί παραπομπής στην υπόθεση C‑72/24 (Κελάδης I).
28. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία έχουν παρεμφερή διατύπωση με εκείνα της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C‑72/24 (Κελάδης I):
«1) Σε περίπτωση που γεννώνται βάσιμες επιφυλάξεις για το εάν η δηλωθείσα ως δασμολογητέα αξία εισαχθέντων εμπορευμάτων είναι η πραγματική συναλλακτική αξία τους, αλλά κατά τον εκ των υστέρων έλεγχο είναι αδύνατος ο προσδιορισμός της συναλλακτικής αξίας βάσει των μεθόδων των περ. αʹ και βʹ (συναλλακτική αξία πανομοιότυπων και ομοειδών προϊόντων) των άρθρων 30 παρ. 2 του [ΚΤΚ] και 74 παρ. 2 του [ΕΤΚ], διότι αφενός τα εμπορεύματα έχουν διαφύγει της κατάσχεσης και άρα είναι αδύνατος ο φυσικός έλεγχός τους και αφετέρου η περιγραφή τους στα συνοδευτικά της διασάφησης εισαγωγής δικαιολογητικά είναι γενικόλογη και ασαφής, είναι συμβατή με τις διατάξεις της περ. γʹ του άρθρου 30 παρ. 2 του [ΚΤΚ] και της περ. γʹ του άρθρου 74 παρ. 2 του [ΕΤΚ] διοικητική πρακτική, σύμφωνα με την οποία χρησιμοποιούνται, στο πλαίσιο της “επαγωγικής μεθόδου” που προβλέπεται στις εν λόγω διατάξεις, ως βάση για τον προσδιορισμό της συναλλακτικής αξίας των εμπορευμάτων, οι λεγόμενες “τιμές-κατώφλια”, οι οποίες ορίζονται στο σύστημα [(AMT)] του [(ΑFIS)] και καθορίζονται μέσω στατιστικών μεθόδων;
2) Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, είναι επιτρεπτή η χρήση των ως άνω “τιμών-κατώφλια” στο πλαίσιο οποιασδήποτε άλλης από τις μεθόδους που περιγράφονται στις διατάξεις των άρθρων 30 και 31 του [ΚΤΚ] και 74 παρ. 1 έως 3 του [ΕΤΚ]; Τούτο δε ιδίως ενόψει από τη μία μεριά της εύλογης ελαστικότητας που πρέπει να διακρίνει την εφαρμογή της “εφεδρικής μεθόδου” του άρθρου 31 του [ΚΤΚ] και του άρθρου 74 παρ. 3 του [ΕΤΚ] και από την άλλη μεριά της ρητής απαγόρευσης καθορισμού της δασμολογητέας αξίας βάσει ελάχιστων δασμολογητέων αξιών, που προβλέπεται για την ίδια αυτή “εφεδρική μέθοδο” (άρθρο 31 παρ. 2 στοιχείο ζʹ [του ΚΤΚ] και άρθρο 144 παρ. 2 στοιχείο στʹ [του εκτελεστικού κανονισμού του ΕΤΚ]).
3) Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης και στα δύο ως άνω ερωτήματα, γίνεται ανεκτός από το ενωσιακό δίκαιο ο μη καταλογισμός του διαφυγόντος ΦΠΑ σε βάρος εισαγωγέα, ο οποίος διαπιστώνεται εκ των υστέρων ότι έχει εισαγάγει (και μάλιστα συστηματικώς) εμπορεύματα με τιμές χαμηλότερες εκείνων που προσδιορίζονται ως ελάχιστες εμπορικώς βιώσιμες τιμές, εφόσον οι τελωνειακές αρχές αδυνατούν να προσδιορίσουν, κατά τον εκ των υστέρων έλεγχο, τη δασμολογητέα αξία των εισαχθέντων εμπορευμάτων με οποιαδήποτε από τις μεθόδους που περιγράφονται στις διατάξεις των άρθρων 30 και 31 του [ΚΤΚ] και 74 παρ. 1 έως 3 του [ΕΤΚ], ή μήπως επιτρέπεται, στην περίπτωση αυτή, ως τελευταία καταφυγή, ο καταλογισμός τους βάσει των στατιστικώς προσδιοριζόμενων ελάχιστων αποδεκτών τιμών, όπως έχει ήδη γίνει δεκτό για την περίπτωση καταλογισμού από την Επιτροπή διαφυγόντων ιδίων πόρων σε βάρος κράτους μέλους, το οποίο δεν πραγματοποιούσε τους προσήκοντες τελωνειακούς ελέγχους (βλ. απόφαση [του Δικαστηρίου] της 8ης Μαρτίου 2022, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου [(Καταπολέμηση της απάτης που συνίστατο στη δήλωση δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής)], C‑213/19, EU:C:2022:167);
4) Σε περίπτωση θετικής απάντησης στο δεύτερο ή στο τρίτο από τα ως άνω ερωτήματα: Οι στατιστικώς προσδιοριζόμενες ελάχιστες τιμές πρέπει να αντιπροσωπεύουν εισαγωγές που έχουν γίνει κατά την ίδια ή περίπου κατά την ίδια χρονική στιγμή με τις ελεγχόμενες εισαγωγές και, αν ναι, ποιο είναι το μέγιστο ανεκτό χρονικό διάστημα που μπορεί να απέχουν οι εισαγωγές που χρησιμοποιούνται για την εξαγωγή στατιστικού αποτελέσματος από τις ελεγχόμενες εισαγωγές (μπορούν π.χ. να εφαρμοστούν αναλογικώς οι [90] ημέρες που προβλέπονται στο άρθρο 152 παρ. 1 περ. βʹ του [κανονισμού εφαρμογής του ΚΤΚ] και στο άρθρο 142 παρ. 2 του [εκτελεστικού κανονισμού του ΕΤΚ]);
5) Σε περίπτωση θετικής απάντησης σε οποιοδήποτε από τα τρία πρώτα ερωτήματα ως προς τη χρησιμοποίηση των “τιμών-κατώφλια” για τον προσδιορισμό των συναλλακτικών αξιών των εισαγόμενων εμπορευμάτων: Σε περίπτωση που κατά την εισαγωγή έχει ακολουθηθεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 81 του [ΚΤΚ] και στο άρθρο 177 του [ΕΤΚ] διαδικασία απλούστευσης της κατάρτισης των τελωνειακών διασαφήσεων με σύμπτυξη των κωδικών TARIC των εμπορευμάτων, συνάδει με την αρχή της απαγόρευσης προσδιορισμού αυθαίρετων ή πλασματικών δασμολογικών αξιών διοικητική πρακτική, σύμφωνα με την οποία η δασμολογητέα αξία όλων των εμπορευμάτων που εισάγονται με κάθε διασάφηση εισαγωγής υπολογίζεται βάσει της “τιμής-κατώφλι”, που προσδιορίζεται για το συγκεκριμένο προϊόν, ο κωδικός TARIC του οποίου έχει αναγραφεί στη διασάφηση εισαγωγής, επειδή η τελωνειακή αρχή θεωρεί ότι δεσμεύεται, βάσει και του άρθρου 222 παρ. 2 περ. βʹ του [εκτελεστικού κανονισμού του ΕΤΚ], από τη σύμπτυξη που έχει κάνει ο εισαγωγέας, ή αντιθέτως πρέπει να προσδιορίζεται η τιμή κάθε προϊόντος με βάση τη δική του δασμολογική κλάση ακόμη και αν ο κωδικός δεν αναγράφεται στη διασάφηση εισαγωγής, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος καταλογισμού αυθαίρετων δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων;»
IV. Οι διαδικασίες ενώπιον του Δικαστηρίου
29. Οι από 30ής Νοεμβρίου 2023 αποφάσεις περί παραπομπής στις υποθέσεις C‑72/24 (Κελάδης I) και C‑73/24 (Κελάδης II) περιήλθαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Ιανουαρίου 2024.
30. Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 25ης Μαρτίου 2024, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑72/24 (Κελάδης I) και C‑73/24 (Κελάδης II), προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.
31. Οι διάδικοι των κύριων δικών, η Ελληνική, η Τσεχική, η Ισπανική και η Γαλλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις εντός της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
32. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 29ης Ιανουαρίου 2025, ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους οι δικαστικοί πληρεξούσιοι των διαδίκων των κύριων δικών, της Ελληνικής, της Τσεχικής και της Ισπανικής Κυβερνήσεως, καθώς και της Επιτροπής.
V. Νομική ανάλυση
Α. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
33. Οι υπό κρίση συνεκδικαζόμενες υποθέσεις αφορούν, κατ’ ουσίαν, τη δυνατότητα εφαρμογής των διαφόρων μεθόδων καθορισμού της δασμολογητέας αξίας στις περιπτώσεις στις οποίες υφίσταται κίνδυνος υποτιμολόγησης, αλλά ο φυσικός έλεγχος των επίμαχων εμπορευμάτων δεν είναι πλέον δυνατός, δεδομένου ότι τα εν λόγω εμπορεύματα έχουν διαφύγει της κατασχέσεως από τις τελωνειακές αρχές. Λαμβανομένης υπόψη της αδυναμίας προσδιορισμού της πραγματικής δασμολογητέας αξίας, θα μπορούσε να κριθεί σκόπιμη η χρησιμοποίηση στατιστικών αξιών προκειμένου να προσεγγιστεί κατά το δυνατόν η δασμολογητέα αξία. Ως εκ τούτου, εγείρεται το ζήτημα της νομιμότητας της προσέγγισης αυτής, το οποίο θα εξετάσω στις παρούσες προτάσεις υπό το πρίσμα της εφαρμοστέας τελωνειακής νομοθεσίας.
34. Η ανάγκη αποσαφήνισης του ζητήματος αυτού απορρέει, μεταξύ άλλων, από το γεγονός ότι, όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, η λειτουργία της τελωνειακής ένωσης προϋποθέτει κατ’ ανάγκην την ύπαρξη ομοιόμορφων κριτηρίων για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των εισαγόμενων από τρίτες χώρες εμπορευμάτων, διότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος για τη διασφάλιση κοινής εμπορικής πολιτικής (10). Η ομοιομορφία των εν λόγω κριτηρίων αποτρέπει τις στρεβλώσεις που ενδέχεται να προκαλούν οι μη δασμολογικοί φραγμοί στο εμπόριο, διασφαλίζοντας εν τέλει, με τον τρόπο αυτό, τη συμμόρφωση προς τους κανόνες του πολυμερούς συστήματος εμπορικών συναλλαγών (11).
35. Προκαταρκτικώς, σημειώνεται ότι, δυνάμει των άρθρων 286, παράγραφος 2, και 288, παράγραφος 2, του ΕΤΚ, ο ΚΤΚ αντικαταστάθηκε από τον ΕΤΚ, με ισχύ από 1ης Μαΐου 2016. Ωστόσο, δεδομένου ότι τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑73/24 (Κελάδης II) έλαβαν χώρα πριν και μετά την ημερομηνία αυτή, απαιτείται, προκειμένου να δοθεί απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα, να γίνει ερμηνεία των διατάξεων και των δύο αυτών κωδίκων. Συναφώς, τα άρθρα 70 και 74 του ΕΤΚ, τα οποία προβλέπουν τους κανόνες σχετικά με τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων είναι, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυπα με τους κανόνες που προβλέπονται στα άρθρα 29 έως 31 του ΚΤΚ. Κατά συνέπεια, η σχετική με τον ΚΤΚ νομολογία ισχύει, κατ’ αρχήν, και για τον ΕΤΚ.
36. Κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, οι παρούσες προτάσεις θα επικεντρωθούν στο πρώτο, στο δεύτερο, στο τρίτο και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα των υποθέσεων C‑72/24 (Κελάδης I) και C‑73/24 (Κελάδης II). Όπως προκύπτει από τις αποφάσεις περί παραπομπής στις δύο συνεκδικαζόμενες υποθέσεις, τα διάφορα προδικαστικά ερώτημα που υποβάλλονται στο Δικαστήριο εν πολλοίς αλληλοεπικαλύπτονται και, για τον λόγο αυτό, μπορούν να ομαδοποιηθούν σε τρεις θεματικούς άξονες. Τα εν λόγω προδικαστικά ερωτήματα αφορούν, πρώτον, τη δυνατότητα χρήσης στατιστικών αξιών όταν η δασμολογητέα αξία δεν μπορεί να καθοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 29 του ΚΤΚ και με το άρθρο 70 του ΕΤΚ (12), δεύτερον, το κατά πόσον οι τιμές-κατώφλια που προκύπτουν βάσει στατιστικών στοιχείων είναι συμβατές με την απαγόρευση χρήσης ελάχιστων δασμολογικών αξιών (13) και, τρίτον, το μέγιστο ανεκτό χρονικό διάστημα μεταξύ των εισαγωγών που χρησιμοποιούνται για την εξαγωγή του στατιστικού αποτελέσματος και των υπό εκτίμηση εισαγωγών (14). Θα εξετάσω τα υποβληθέντα από το αιτούν δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα στο πλαίσιο της παρουσίασης των τριών αυτών θεματικών αξόνων.
Β. Επί των μεθόδων υπολογισμού της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων
37. Τούτου λεχθέντος, και πριν από την ανάλυση των ως άνω ζητημάτων, είναι σημαντικό να εξηγηθούν η σημασία της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων και ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζεται από τις τελωνειακές αρχές. Η δασμολογητέα αξία χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της αξίας των εμπορευμάτων κατά την υπαγωγή τους στα διάφορα τελωνειακά καθεστώτα. Είναι ουσιώδους σημασίας για τον προσδιορισμό του ορθού ποσού των δασμών που πρέπει να καταβληθούν επί των εμπορευμάτων που τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία. Εντός της Ένωσης, η δασμολογητέα αξία χρησιμοποιείται επίσης για τον υπολογισμό του ΦΠΑ (15). Συγκεκριμένα, το άρθρο 85 της οδηγίας 2006/112 ορίζει ότι «[η] βάση επιβολής του φόρου για τις εισαγωγές αγαθών συνίσταται στο ποσό που καθορίζεται ως δασμολογητέα αξία σύμφωνα με τις ισχύουσες κοινοτικές διατάξεις». Επίσης, πρέπει να ληφθεί υπόψη η ερμηνεία των διατάξεων αυτών στη νομολογία.
38. Όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο στη νομολογία του (16), σκοπός της δικαίου της Ένωσης σχετικά με την τελωνειακή εκτίμηση είναι η διαμόρφωση ενός δίκαιου, ομοιόμορφου και ουδέτερου συστήματος, το οποίο να αποκλείει τη χρησιμοποίηση αυθαιρέτων ή πλασματικών δασμολογικών αξιών. Συνεπώς, η δασμολογητέα αξία πρέπει να αντανακλά την πραγματική οικονομική αξία των εισαγόμενων εμπορευμάτων και, ως εκ τούτου, να λαμβάνει υπόψη όσα στοιχεία των εμπορευμάτων αυτών έχουν οικονομική αξία (17). Συναφώς, σημειώνεται ότι, κατά το άρθρο 29, παράγραφος 1, του ΚΤΚ (18), η βάση για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας είναι κατ’ αρχήν η «συναλλακτική αξία» των εισαγόμενων εμπορευμάτων, δηλαδή η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή, όταν πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, προσαρμοζόμενη ενδεχομένως σύμφωνα με τα άρθρα 32 και 33 του ΚΤΚ. Κατά συνέπεια, για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας, πρέπει να δίδεται προτεραιότητα στη «συναλλακτική αξία». Η μέθοδος υπολογισμού της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων βάσει της «συναλλακτικής αξίας» θεωρείται ως η πλέον πρόσφορη και συχνότερα χρησιμοποιούμενη μέθοδος (19).
39. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις δεν είναι δυνατός ο υπολογισμός της δασμολογητέας αξίας βάσει της συναλλακτικής αξίας. Το άρθρο 181α του κανονισμού εφαρμογής του ΚΤΚ προβλέπει ότι οι τελωνειακές αρχές δεν υποχρεούνται να καθορίζουν τη δασμολογητέα αξία των εισαγόμενων εμπορευμάτων βάσει της μεθόδου της συναλλακτικής αξίας, εφόσον έχουν εύλογες αμφιβολίες σχετικά με το αν η δηλωθείσα αξία αντιπροσωπεύει το πράγματι πληρωθέν ή πληρωτέο ποσό. Στην περίπτωση αυτή, μπορούν να μη δεχθούν τη δηλωθείσα αξία, εφόσον οι αμφιβολίες τους παραμένουν ακόμη και αφού ζητήσουν συμπληρωματικά στοιχεία ή έγγραφα και παράσχουν στον ενδιαφερόμενο την εύλογη δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή του σχετικά με τους λόγους στους οποίους στηρίζονται οι αμφιβολίες αυτές (20). Εάν ο εισαγωγέας δεν κατορθώσει να άρει τις εύλογες αμφιβολίες των τελωνειακών αρχών ή εάν δεν απαντήσει ή δεν προσκομίσει νέα αποδεικτικά στοιχεία, οι τελωνειακές αρχές μπορούν να απορρίψουν τη δηλωθείσα συναλλακτική αξία και να εφαρμόσουν άλλη μέθοδο καθορισμού της δασμολογητέας αξίας. Εάν δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της μεθόδου της συναλλακτικής αξίας ή εάν η δηλωθείσα συναλλακτική αξία απορριφθεί από τις τελωνειακές αρχές, η δασμολογητέα αξία καθορίζεται με μία από τις βοηθητικές μεθόδους εκτιμήσεως. Παρόμοια διάταξη περιλαμβάνεται στο άρθρο 140 του εκτελεστικού κανονισμού του ΕΤΚ.
40. Όσον αφορά τη βασιμότητα των αμφιβολιών σχετικά με τη συναλλακτική αξία, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι οι τελωνειακές αρχές μπορούν να κρίνουν ότι η δηλωθείσα συναλλακτική αξία των εισαγόμενων εμπορευμάτων είναι ασυνήθιστα χαμηλή σε σχέση με τη στατιστική μέση τιμή εισαγωγής ομοειδών εμπορευμάτων. Ειδικότερα, εφόσον η δηλωθείσα τιμή είναι πλέον του 50 % χαμηλότερη από τη στατιστική μέση τιμή, η διαφορά τιμής φαίνεται ότι αρκεί για να δικαιολογήσει τις αμφιβολίες των τελωνειακών αρχών και την απόρριψη της δηλωθείσας δασμολογητέας αξίας. Αυτή ακριβώς η κατάσταση ανέκυψε στις υπό κρίση υποθέσεις (21).
41. Όταν η δασμολογητέα αξία δεν μπορεί να καθοριστεί, σύμφωνα με το άρθρο 29 του ΚΤΚ, βάσει της συναλλακτικής αξίας των εισαγομένων εμπορευμάτων, η τελωνειακή εκτίμηση διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 του ΚΤΚ, διά της διαδοχικής εφαρμογής των μεθόδων που προβλέπονται στο άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ έως δʹ, του ΚΤΚ (22). Εάν ο καθορισμός της δασμολογητέας αξίας των εισαγομένων εμπορευμάτων δεν είναι εφικτός ούτε βάσει του άρθρου 30 του ΚΤΚ, η τελωνειακή εκτίμηση διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του ΚΤΚ (23), κατά την εφεδρική μέθοδο «fall back» (24).
42. Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, τόσο από το γράμμα των άρθρων 29 έως 31 του ΚΤΚ όσο και από τη σειρά κατά την οποία πρέπει να εφαρμόζονται, κατά τις διατάξεις αυτές, τα κριτήρια καθορισμού της δασμολογητέας αξίας προκύπτει ότι οι εν λόγω διατάξεις συνδέονται με σχέση επικουρικότητας μεταξύ τους (25). Μόνον εάν η δασμολογητέα αξία δεν μπορεί να καθοριστεί κατ’ εφαρμογήν μιας συγκεκριμένης διατάξεως χωρεί εφαρμογή της αμέσως επόμενης, κατά την προκαθορισμένη σειρά, διατάξεως (26). Πρέπει να διευκρινιστεί ότι, κατά το σημείο 2 των σχετικών με τη δασμολογητέα αξία ερμηνευτικών σημειώσεων του παραρτήματος 23 του κανονισμού εφαρμογής του ΚΤΚ, σχετικά με το άρθρο 31, παράγραφος 1, του ΚΤΚ, μια «εύλογη ελαστικότητα» κατά την εφαρμογή των μεθόδων αυτών είναι σύμφωνη με τους σκοπούς και τις διατάξεις του άρθρου 31, παράγραφος 1, του εν λόγω κώδικα (27).
43. Το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι, δεδομένης της σχέσεως επικουρικότητας η οποία υφίσταται μεταξύ των διαφόρων μεθόδων καθορισμού της δασμολογητέας αξίας που προβλέπονται στο άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ έως δʹ, του ΚΤΚ, οι τελωνειακές αρχές οφείλουν να εξετάζουν με επιμέλεια το ζήτημα της εφαρμογής καθεμίας από τις διαδοχικές μεθόδους της διατάξεως αυτής πριν μπορέσουν να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι μια συγκεκριμένη μέθοδος δεν μπορεί να εφαρμοσθεί (28). Ως εκ τούτου, όταν η τελωνειακή αρχή προβαίνει στον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 30, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του τελωνειακού κώδικα, οφείλει να στηρίξει την εκτίμησή της σε στοιχεία που αφορούν πανομοιότυπα εμπορεύματα, τα οποία εξάγονται κατά την ίδια ή περίπου κατά την ίδια χρονική στιγμή με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα (29).
44. Όταν η τελωνειακή αρχή, αφού διαπιστώσει ότι η ως άνω μέθοδος δεν έχει εφαρμογή, επιχειρεί να καθορίσει τη δασμολογητέα αξία σύμφωνα με το άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του ΚΤΚ, οφείλει να στηρίξει την εκτίμησή της σε στοιχεία που αφορούν ομοειδή εμπορεύματα, τα οποία εξάγονται προς την Ένωση κατά την ίδια χρονική στιγμή ή περίπου κατά την ίδια χρονική στιγμή με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα. Λαμβανομένης υπόψη της υποχρεώσεως επιμέλειας την οποία υπέχουν κατά την εφαρμογή του άρθρου 30, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του ΚΤΚ, οι τελωνειακές αρχές υποχρεούνται να συμβουλεύονται όλες τις πηγές πληροφοριών και τις βάσεις δεδομένων που έχουν στη διάθεσή τους προκειμένου να καθορίσουν τη δασμολογητέα αξία με τον ακριβέστερο και κατά το δυνατόν πλησιέστερο προς την πραγματικότητα τρόπο (30).
45. Αφενός, η υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχουν οι τελωνειακές αρχές στο πλαίσιο της εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων πρέπει να καθιστά δυνατή την αποτύπωση, κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο, των λόγων για τους οποίους οι αρχές αυτές απέκλεισαν μία ή περισσότερες μεθόδους καθορισμού της δασμολογητέας αξίας· αφετέρου, η υποχρέωση αυτή σημαίνει ότι οι εν λόγω αρχές υποχρεούνται να εκθέτουν, στην απόφασή τους με την οποία καθορίζουν το ύψος των οφειλόμενων εισαγωγικών δασμών, τα στοιχεία βάσει των οποίων εκτιμήθηκε η δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων, τόσο για να παράσχουν στον αποδέκτη της αποφάσεως τη δυνατότητα να υπερασπισθεί τα δικαιώματά του υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες και να κρίνει, έχοντας πλήρη γνώση των δεδομένων, κατά πόσον είναι σκόπιμη η άσκηση προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής όσο και για να παράσχουν στα δικαστήρια τη δυνατότητα να ασκήσουν τον έλεγχο νομιμότητας της εν λόγω αποφάσεως (31).
46. Στις υπό κρίση υποθέσεις, από τις αποφάσεις περί παραπομπής προκύπτει ότι οι ελληνικές τελωνειακές αρχές δεν εφάρμοσαν τις μεθόδους καθορισμού που βασίζονται στη συναλλακτική αξία πανομοιότυπων ή ομοειδών εμπορευμάτων, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του ΚΤΚ και στο άρθρο 74, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του ΕΤΚ, διότι οι συγκεκριμένες μέθοδοι δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν λόγω του ότι τα εμπορεύματα είχαν διαφύγει της κατασχέσεως και η περιγραφή τους στα συνημμένα στις διασαφήσεις εισαγωγής τιμολόγια ήταν γενικόλογη και ασαφής.
47. Υπ’ αυτό το πρίσμα, το εθνικό δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν μπορεί να γίνει χρήση, στο πλαίσιο μιας εκ των βοηθητικών μεθόδων εκτιμήσεως που προβλέπονται στο άρθρο 30, παράγραφος 2, του ΚΤΚ και στο άρθρο 74, παράγραφος 2, του ΕΤΚ, των στατιστικώς υπολογιζόμενων τιμών που περιλαμβάνονται στο AMT. Το εν λόγω ζήτημα εμπίπτει στον πρώτο θεματικό άξονα, στον οποίο εντάσσονται τα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα στην υπόθεση C‑72/24 (Κελάδης I), καθώς και τα τρία πρώτα προδικαστικά ερωτήματα στην υπόθεση C‑73/24 (Κελάδης II), και θα εξεταστεί στη συνέχεια των παρουσών προτάσεων.
Γ. Επί της δυνατότητας χρήσης στατιστικών στοιχείων για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας
1. Φύση των στοιχείων που περιέχονται στο AMT και όρια χρήσης των στατιστικών στοιχείων κατά τη νομολογία
48. Εκ προοιμίου, επισημαίνεται ότι, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, επιτρέπεται η χρήση στατιστικών στοιχείων σε ορισμένους τομείς δραστηριότητας των τελωνειακών αρχών. Για τους σκοπούς της υπό κρίση υποθέσεως, φρονώ ότι είναι σκόπιμο να υπομνησθούν οι περιπτώσεις στις οποίες η χρήση στατιστικών στοιχείων κρίθηκε σύμφωνη με τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης. Με τον τρόπο αυτό θα καταστεί δυνατό να προσδιοριστούν οι περιορισμοί τους οποίους επιβάλλει το εν λόγω δίκαιο σε μια τέτοια προσέγγιση.
49. Στην απόφαση της 16ης Ιουνίου 2016, EURO 2004. Hungary (C‑291/15, EU:C:2016:455), το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διαθέσιμες στο AMT στατιστικές αξίες μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τις τελωνειακές αρχές για την απόρριψη της δηλωθείσας συναλλακτικής αξίας. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι, όταν η δηλωθείσα τιμή είναι χαμηλότερη του 50 % της στατιστικής μέσης τιμής, η σημαντική αυτή διαφορά τιμής αρκεί για να δικαιολογήσει τις αμφιβολίες των τελωνειακών αρχών και την εκ μέρους τους απόρριψη της δηλωθείσας δασμολογικής αξίας των επίμαχων προϊόντων (32).
50. Ειδικότερα, το AMT αποτελεί εργαλείο σχεδιασμένο για την ανάλυση κινδύνων, το οποίο παρέχει στις τελωνειακές αρχές τη δυνατότητα να εντοπίζουν τις διασαφήσεις που είναι πιθανό να ενέχουν υποτιμολόγηση και οι οποίες απαιτούν τη διενέργεια πρόσθετων τελωνειακών ελέγχων. Όπως προανέφερα, οι ελληνικές τελωνειακές αρχές ακολούθησαν αυτήν ακριβώς την προσέγγιση, της οποίας τη νομιμότητα δεν αμφισβητεί κανείς εκ των μετεχόντων στη διαδικασία. Ωστόσο, οι ελληνικές τελωνειακές αρχές δεν περιορίστηκαν στη χρήση στατιστικών στοιχείων για τον εντοπισμό ενδεχόμενης υποτιμολόγησης, αλλά χρησιμοποίησαν τα στοιχεία αυτά για να καθορίσουν τη δασμολογητέα αξία. Φρονώ ότι η υφιστάμενη μέχρι σήμερα νομολογία παρέχει περιορισμένα στοιχεία για την εκτίμηση της νομιμότητας τέτοιας χρήσης των στατιστικών στοιχείων.
51. Με την απόφασή του στην υπόθεση FAWKES, το Δικαστήριο έκρινε ότι, κατά τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας σύμφωνα με τις βοηθητικές μεθόδους που βασίζονται στη συναλλακτική αξία πανομοιότυπων ή ομοειδών εμπορευμάτων και προβλέπονται στο άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του ΚΤΚ, οι τελωνειακές αρχές κράτους μέλους πρέπει να λαμβάνουν υπόψη στοιχεία όπως τα φυσικά χαρακτηριστικά, την ποιότητα, τη φήμη, την εναλλαξιμότητα των εμπορευμάτων και το εμπορικό επίπεδο των πωλήσεων (33).
52. Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης τη σημασία της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως (34), περί της οποίας έγινε λόγος στο σημείο 45 των παρουσών προτάσεων. Υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι, για τη διασφάλιση του δικαιώματος του επιχειρηματία να λάβει γνώση των στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων τα οποία εισήγαγε, ο εν λόγω επιχειρηματίας πρέπει να έχει στη διάθεσή του στοιχεία που να του παρέχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσει οποιοδήποτε ασυνέπεια μεταξύ των δεδομένων αναφοράς που χρησιμοποίησε η τελωνειακή αρχή και των εισαγωγών του, υπό το πρίσμα των απαιτήσεων των άρθρων 30, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, αντιστοίχως, του ΚΤΚ (35). Με άλλα λόγια, ο επιχειρηματίας πρέπει να μπορεί να αμφισβητήσει τη σύγκριση των δικών του εισαγωγών με άλλες πραγματικές εισαγωγές που χρησιμοποιήθηκαν για την εφαρμογή των συμπληρωματικών μεθόδων καθορισμού της δασμολογητέας αξίας, πράγμα το οποίο, εξ ορισμού, δεν είναι δυνατό στην περίπτωση των στατιστικών αξιών, διότι αυτές δεν αντιστοιχούν σε καμία πραγματική εισαγωγή.
53. Ωστόσο, διευκρινίζεται ότι η υπόθεση FAWKES (C‑187/21) αφορούσε τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας αποκλειστικώς και μόνον βάσει του άρθρου 30, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του ΚΤΚ. Οι μέθοδοι που προβλέπονται στις διατάξεις αυτές πράγματι απαιτούν τη σύγκριση ορισμένων στοιχείων, όπως τα απαριθμούμενα στο σημείο 51 των παρουσών προτάσεων (36).
54. Οι δε στατιστικές αξίες που περιέχονται στο AMT, μολονότι είναι χρήσιμες για τον εντοπισμό των κινδύνων απάτης και υποτιμολόγησης των εισαγωγών, δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος της αιτιολογίας μιας τελωνειακής αποφάσεως με την οποία η δασμολογητέα αξία καθορίζεται βάσει των διατάξεων που εφαρμόστηκαν στην υπόθεση FAWKES (C‑187/21).
55. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω στατιστικές αξίες δεν περιέχουν αρκούντως ακριβή στοιχεία για τις συγκρίσιμες εισαγωγές, τα οποία είναι αναγκαία για την εφαρμογή των συμπληρωματικών μεθόδων καθορισμού της δασμολογητέας αξίας βάσει των άρθρου 30 του ΚΤΚ και του άρθρου 74, παράγραφος 2, του ΕΤΚ. Τούτο επιβεβαίωσε η Επιτροπή, η οποία διευκρίνισε στις παρατηρήσεις της ότι οι στατιστικές αξίες που αποκαλούνται «δίκαιες τιμές» και περιέχονται στο AMT αποτελούν μόνο συγκεντρωτικά στοιχεία και δεν λαμβάνουν υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά των οικείων προϊόντων, όπως, για παράδειγμα, την ποιότητά τους. Επιπλέον, πρόκειται για αξίες πιο γενικές και έμμεσες σε σχέση με τις συναλλακτικές αξίες.
56. Όσον αφορά την προσβασιμότητα των στοιχείων που περιέχονται στο AMT, η Επιτροπή αναφέρει στις γραπτές παρατηρήσεις της ότι οι στατιστικώς υπολογιζόμενες τιμές, οι οποίες αποκαλούνται «δίκαιες τιμές» και περιλαμβάνονται στο AMT, μπορούν να γνωστοποιούνται στους επιχειρηματίες στο πλαίσιο της ασκήσεως του δικαιώματος ακροάσεως. Η Επιτροπή επιβεβαίωσε το γεγονός αυτό κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ουδείς δε εκ των παρισταμένων κατά τη συζήτηση μετεχόντων στη διαδικασία το αμφισβήτησε. Αντιθέτως, κατά την Επιτροπή, οι «τιμές-κατώφλια», οι οποίες υπολογίζονται από τα κράτη μέλη ως ποσοστό των στατιστικών αξιών που περιέχονται στο AMT και οι οποίες καθορίζονται με σκοπό να συνδράμουν τις τελωνειακές αρχές στον εντοπισμό των διασαφήσεων που πρέπει να ελεγχθούν, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αποτελούν στοιχεία τα οποία δεν μπορούν να γνωστοποιούνται στους επιχειρηματίες «ανεξέλεγκτα», προκειμένου να μην υπονομευθεί η αποτελεσματικότητα του συστήματος διαχείρισης κινδύνων (37).
57. Υπ’ αυτό το πρίσμα, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών των στατιστικών αξιών που περιέχονται στο AMT, που μνημονεύθηκαν στα προηγούμενα σημεία των παρουσών προτάσεων, καθώς και της υποχρεώσεως των τελωνειακών αρχών «να εκθέτουν, στην απόφασή τους με την οποία καθορίζουν το ύψος των οφειλόμενων εισαγωγικών δασμών, τα στοιχεία βάσει των οποίων εκτιμήθηκε η δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων» (38), τίθεται το ερώτημα κατά πόσον η αιτιολογία η οποία στηρίζεται σε συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία μπορεί να πληροί τις απαιτήσεις αυτές. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό απαιτεί, κατ’ αρχάς, να εξεταστεί εάν η χρήση τέτοιου είδους στοιχείων μπορεί να επιτραπεί στο πλαίσιο οποιασδήποτε βοηθητικής μεθόδου καθορισμού της δασμολογητέας αξίας.
58. Συναφώς, επισημαίνεται ότι στο πλαίσιο της υποθέσεως Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Καταπολέμηση της απάτης που συνίστατο στη δήλωση δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής) (C‑213/19), όσον αφορά τον προσδιορισμό του ποσού των απωλειών ιδίων πόρων της Ένωσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι, ελλείψει επαρκών στοιχείων σχετικών με την ποιότητα των εμπορευμάτων που έχουν ήδη τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία και εφόσον δεν είναι πλέον δυνατόν, λόγω της παραλείψεως των τελωνειακών αρχών να λάβουν τα αναγκαία μέτρα (όπως φυσικοί έλεγχοι, αιτήσεις παροχής πληροφοριών ή εγγράφων ή, ακόμη, συστηματική δειγματοληψία), να καθοριστεί η αξία των εμπορευμάτων με βάση κάποια από τις μεθόδους εκτιμήσεως που προβλέπονται στα άρθρα 29 έως 31 του ΚΤΚ, «μόνο μια στατιστική μέθοδος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκτίμηση της αξίας των εν λόγω εμπορευμάτων» (39). Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο μια τέτοια προσέγγιση να μπορεί, υπό ορισμένες περιστάσεις, να θεωρηθεί ως έσχατο μέσο.
59. Εξάλλου, δεν πρέπει να λησμονείται ότι ο ορθός καθορισμός της τελωνειακής οφειλής αποτελεί επιτακτικό καθήκον προκειμένου να διασφαλιστεί η πραγματική και πλήρης είσπραξη των παραδοσιακών ιδίων πόρων που αποτελούν οι τελωνειακοί δασμοί (40). Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, αφ’ ης στιγμής υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ της είσπραξης των εσόδων από δασμούς και της απόδοσης των αντίστοιχων πόρων στην Επιτροπή, τα κράτη μέλη οφείλουν, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, να προστατεύουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης καταπολεμώντας την απάτη ή οιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα κατά των συμφερόντων αυτών, καθώς και να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν την πλήρη και πραγματική είσπραξη των δασμών και, κατ’ επέκταση, των εν λόγω πόρων (41). Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έκρινε επιτρεπτή τη χρήση στατιστικών αξιών σε υπόθεση που αφορούσε διαδικασία λόγω παραβάσεως την οποία κίνησε η Επιτροπή εις βάρος του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, με την αιτιολογία ότι δεν είχε εκπληρώσει υποχρέωσή του, από το άρθρο 325 ΣΛΕΕ, να εισπράττει ορθά τους παραδοσιακούς ίδιους πόρους.
60. Βεβαίως, σημειώνεται ότι το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί σχετικά με τη νομιμότητα της χρήσης, εκ μέρους της Επιτροπής, των στατιστικών αξιών που προκύπτουν βάσει της μεθόδου που έχει αναπτύξει η OLAF (42), κατά τον υπολογισμό του ποσού των απωλειών των εν λόγω ιδίων πόρων, καθώς και ότι το Δικαστήριο επίσης υπογράμμισε επανειλημμένα τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως (43).
61. Ωστόσο, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο δέχθηκε τη χρήση στατιστικών αξιών για τη διαπίστωση της απώλειας ιδίων πόρων της Ένωσης σε περίπτωση θέσης των επίμαχων εμπορευμάτων σε ελεύθερη κυκλοφορία, λόγω του ότι τα εμπορεύματα αυτά δεν μπορούσαν πλέον να υποβληθούν σε έλεγχο με σκοπό τον καθορισμό της πραγματικής τους αξίας (44), περίσταση η οποία αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, στο πραγματικό πλαίσιο που περιγράφει το αιτούν δικαστήριο στις υπό κρίση υποθέσεις. Μολονότι έχω επίγνωση των ζητημάτων που διαφοροποιούν την υπόθεση Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Καταπολέμηση της απάτης που συνίστατο στη δήλωση δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής) από τις υπό κρίση υποθέσεις (45), είμαι της γνώμης ότι, κατ’ αρχήν, η χρήση στατιστικών αξιών δεν μπορεί να αποκλειστεί ως κατάλληλο μέτρο για την προάσπιση των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, όντας το έσχατο μέσο όταν όλες οι άλλες μέθοδοι έχουν αποτύχει. Πράγματι, εάν επιτρεπόταν η χρήση στατιστικών στοιχείων για τον προσδιορισμό της ευθύνης κράτους μέλους για την απώλεια ίδιων πόρων της Ένωσης, αλλά απαγορευόταν απολύτως η χρήση των ίδιων αυτών αξιών για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων ως προς έναν επιχειρηματία, τούτο θα ενείχε τον κίνδυνο μετάθεσης της ευθύνης για την τελωνειακή οφειλή από τον επιχειρηματία στο κράτος μέλος και, συνεπώς, θα προκαλούσε ρήγμα στο τελωνειακό σύστημα.
62. Όσο σημαντικοί και αν είναι οι σκοποί της πρόληψης της απάτης και της διασφάλισης των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, από τη νομολογία που μνημονεύεται στα προηγούμενα σημεία των παρουσών προτάσεων προκύπτει επίσης ότι η επιδίωξη των σκοπών αυτών δεν μπορεί να γίνεται εις βάρος των δικαιωμάτων του επιχειρηματία. Γι’ αυτόν τον λόγο, η χρήση στατιστικών αξιών θα πρέπει να πραγματοποιείται κατά τρόπο που να εξασφαλίζει «ισορροπία μεταξύ, αφενός, της υποχρέωσης των τελωνειακών αρχών να διασφαλίζουν την ορθή εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας και, αφετέρου, του δικαιώματος των οικονομικών φορέων να τυγχάνουν δίκαιης μεταχείρισης», όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 26 του ΕΤΚ. Ειδικότερα, πρέπει να διασφαλίζεται ότι, ανεξαρτήτως της μεθόδου που χρησιμοποιείται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, οι δασμολογητέες αξίες θα είναι όσο το δυνατόν πλησιέστερες προς την πραγματική οικονομική αξία των εισαγόμενων εμπορευμάτων.
63. Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, με την απόφασή του στην υπόθεση Baltic Master (C‑599/20), το Δικαστήριο έκρινε επιτρεπτή τη χρήση των στοιχείων που είναι διαθέσιμα στις εθνικές βάσεις δεδομένων. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι στοιχεία περιεχόμενα σε εθνική βάση δεδομένων, τα οποία αφορούν εμπορεύματα που υπάγονται στον ίδιο κωδικό TARIC και προέρχονται από τον ίδιο πωλητή με τα επίμαχα εμπορεύματα, συνιστούν «διαθέσιμα στοιχεία εντός της Ένωσης» κατά την έννοια του άρθρου 31, παράγραφος 1, του ΚΤΚ, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βάση για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των εν λόγω εμπορευμάτων. Κατά το Δικαστήριο, η αναφορά στα στοιχεία αυτά συνιστά τρόπο προσδιορισμού της εν λόγω αξίας ο οποίος είναι και «εύλογος», κατά την έννοια του άρθρου 31, παράγραφος 1, του ΚΤΚ, και συμβατός με τις αρχές και τις γενικές διατάξεις των διεθνών συμφωνιών, καθώς και των διατάξεων στις οποίες το άρθρο αυτό παραπέμπει (46).
64. Ωστόσο, τα συμπεράσματα που μπορούν να συναχθούν από την τελευταία αυτή απόφαση όσον αφορά τις υπό κρίση υποθέσεις είναι περιορισμένα, ιδίως, λόγω του ότι η χρήση στοιχείων των εθνικών βάσεων η οποία κρίθηκε νόμιμη από το Δικαστήριο στην υπόθεση Baltic Master (απόφαση της 9ης Ιουνίου 2022, Baltic Master, C‑599/20, EU:C:2022:457) δεν αφορούσε απλώς τα συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία, αλλά ήταν περισσότερο στοχευμένη (εμπορεύματα υπαγόμενα στον ίδιο κωδικό TARIC και προερχόμενα από τον ίδιο πωλητή με τα επίμαχα εμπορεύματα) απ’ ό,τι στις υπό κρίση υποθέσεις. Παρά ταύτα, εκτιμώ ότι η απόφαση αυτή πρέπει να εκληφθεί ως αναγνώριση της χρησιμότητας όλων των βάσεων δεδομένων που βρίσκονται στη διάθεση των τελωνειακών αρχών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων τις οποίες διαχειρίζονται τα ίδια τα κράτη μέλη. Η εν λόγω απόφαση πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με την προπαρατεθείσα απόφαση FAWKES, στην οποία το Δικαστήριο επισήμανε τη δυνατότητα που διαθέτουν τα κράτη μέλη, μέσω της αποστολής κατάλληλων αιτημάτων, να αποκτούν πρόσβαση στα στοιχεία που έχουν στην κατοχή τους οι τελωνειακές αρχές άλλων κρατών μελών καθώς και τα θεσμικά όργανα και οι υπηρεσίες της Ένωσης (47).
2. Συμμόρφωση της στατιστικής προσέγγισης προς το τελωνειακό κανονιστικό πλαίσιο
65. Στη συνέχεια, θα εξετάσω κατά πόσον είναι η δυνατή η χρήση στατιστικών αξιών κατά την εφαρμογή των βοηθητικών μεθόδων καθορισμού της δασμολογητέας αξίας, προκειμένου η προσέγγιση αυτή να πληροί τις μνημονευθείσες στο σημείο 63 των παρουσών προτάσεων νομικές απαιτήσεις. Θα επισημάνω ιδίως τις εγγενείς δυσχέρειες εκάστης μεθόδου, προκειμένου να προτείνω μια προσέγγιση σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης. Για τη διάρθρωση της ανάλυσής μου θα ακολουθήσω τη σειρά επικουρικότητας μεταξύ των διαφόρων μεθόδων, όπως την περιέγραψα στις παρούσες προτάσεις (48).
66. Όπως θα καταδείξω στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής, μόνο μία από τις εν λόγω μεθόδους μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να γίνει δεκτό ότι επιδέχεται τη χρήση στατιστικών στοιχείων, ήτοι η καλούμενη εφεδρική μέθοδος («fall back»). Για τον λόγο αυτό, η ανάλυσή μου θα καλύψει μόνο συνοπτικά τις λοιπές μεθόδους. Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι η δυνατότητα εφαρμογής των μεθόδων αυτών υπονομεύεται κυρίως από δύο παράγοντες, ήτοι, αφενός, από την έλλειψη των αναγκαίων στοιχείων σχετικά με τα επίμαχα εμπορεύματα και, αφετέρου, από το γεγονός ότι οι στατιστικές αξίες που περιλαμβάνονται στο AMT αποτελούν μόνο συγκεντρωτικά στοιχεία, τα οποία δεν λαμβάνουν υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά των οικείων εμπορευμάτων.
α) Συναλλακτική αξία πανομοιότυπων ή ομοειδών εμπορευμάτων
67. Σε συνέχεια όσων προανέφερα (49), σημειώνεται ότι η ίδια η φύση των στατιστικών αξιών είναι ο λόγος για τον οποίο φρονώ ότι αποκλείεται η χρήση τους στο πλαίσιο ενδεχόμενης εφαρμογής της μεθόδου που προβλέπεται στο άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του ΚΤΚ και του άρθρου 74, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του ΕΤΚ. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη μέθοδος περιλαμβάνει σύγκριση μεταξύ των εμπορευμάτων που θεωρούνται πανομοιότυπα (ή ομοειδή) και εκείνων των οποίων ζητείται ο καθορισμός της δασμολογητέας αξίας, είναι απαραίτητα ορισμένα στοιχεία για την αξιολόγηση μιας σειράς κριτηρίων τα οποία απαριθμεί το Δικαστήριο στη νομολογία του, όπως είναι τα φυσικά χαρακτηριστικά, η ποιότητα, η φήμη, η εναλλαξιμότητα των εμπορευμάτων και το εμπορικό επίπεδο των πωλήσεων (50). Ωστόσο, λόγω των χαρακτηριστικών τους, τα δεδομένα που περιέχονται στο AMT δεν παρέχουν ακριβή στοιχεία για τη διενέργεια της εν λόγω σύγκρισης. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι και οι ελληνικές αρχές απέρριψαν την εφαρμογή της συγκεκριμένης μεθόδου στις υπό κρίση περιπτώσεις.
β) Επαγωγική μέθοδος
68. Η επαγωγική μέθοδος που προβλέπεται στο άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του ΚΤΚ και στο άρθρο 74, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του ΕΤΚ βασίζεται στην τιμή μονάδας, η οποία είναι η τιμή στην οποία πωλούνται τα εισαγόμενα εμπορεύματα ή τα πανομοιότυπα ή ομοειδή εισαγόμενα εμπορεύματα εντός της Ένωσης κατά την ίδια ή περίπου κατά την ίδια χρονική στιγμή με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα. Για την εφαρμογή της μεθόδου αυτής, οι τελωνειακές αρχές πρέπει να γνωρίζουν ορισμένα στοιχεία σχετικά με τα προϊόντα, όπως, για παράδειγμα, τις καταβληθείσες ή συμφωνηθείσες προμήθειες, τα ισχύοντα περιθώρια κέρδους και τα γενικά έξοδα, ώστε να μπορούν να τα αφαιρέσουν από την τιμή που χρησιμοποιείται ως δασμολογητέα αξία. Εν προκειμένω, οι ελληνικές τελωνειακές αρχές εφάρμοσαν την επαγωγική μέθοδο λόγω της αδυναμίας να στηριχθούν στη συναλλακτική αξία των επίμαχων προϊόντων, τα οποία είχαν σκοπίμως υποτιμολογηθεί, ή στη συναλλακτική αξία πανομοιότυπων ή ομοειδών προϊόντων, λαμβανομένης υπόψη της ελλιπούς περιγραφής των προϊόντων στα συνημμένα στις διασαφήσεις τιμολόγια.
69. Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή στις παρατηρήσεις της, διάφοροι λόγοι οδηγούν στον αποκλεισμό της δυνατότητας εφαρμογής της συγκεκριμένης μεθόδου στην υπό κρίση περίπτωση. Ειδικότερα, είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό πώς η μέση τιμή η οποία υπολογίζεται με βάση τις αξίες εισαγωγής που έχουν γίνει δεκτές στο παρελθόν μπορεί να χρησιμεύει για την εφαρμογή της επαγωγικής μεθόδου η οποία στηρίζεται στις τιμές πώλησης. Πράγματι, για την εφαρμογή της μεθόδου αυτής, οι τελωνειακές αρχές πρέπει να ανατρέχουν σε συγκεκριμένες τιμές μονάδας που υπολογίζονται σύμφωνα με τους κανόνες του άρθρου 152, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού εφαρμογής του ΚΤΚ και του άρθρου 142, παράγραφος 5, του εκτελεστικού κανονισμού του ΕΤΚ. Σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς, η τιμή μονάδας προσδιορίζεται πάντοτε με βάση την τιμή πώλησης πανομοιότυπων ή ομοειδών εισαγόμενων εμπορευμάτων σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Όπως, όμως, επισημαίνει η Επιτροπή, οι εν λόγω τιμές πώλησης δεν είναι διαθέσιμες στο AMT.
γ) Μέθοδος της υπολογιζόμενης αξίας
70. Όσον αφορά τη μέθοδο της υπολογιζόμενης αξίας, σημειώνεται ότι η εφαρμογή της προϋποθέτει ότι οι τελωνειακές αρχές διαθέτουν συγκεκριμένα στοιχεία για το κόστος ή την αξία των πρώτων υλών και των εργασιών που συντελούν στην παραγωγή των προϊόντων, καθώς και για το ποσό των κερδών και των γενικών εξόδων που ισούται με εκείνο το οποίο λαμβάνεται συνήθως υπόψη στις πωλήσεις εμπορευμάτων της ίδιας κατηγορίας ή της ίδιας φύσεως με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα που κατασκευάζονται από παραγωγούς της χώρας εξαγωγής προς την Ένωση.
71. Ωστόσο, όπως εξηγεί η Επιτροπή στις παρατηρήσεις της, οι στατιστικές αξίες που αποκαλούνται «δίκαιες τιμές» και είναι διαθέσιμες στο AMT δεν περιλαμβάνουν τα στοιχεία αυτά. Κατά συνέπεια, οι στατιστικές αξίες που είναι διαθέσιμες στο AMT δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό της δασμολογητέας αξίας των εισαγόμενων εμπορευμάτων. Εξάλλου, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, σε περίπτωση όπως η κρινόμενη, στην οποία τα εμπορεύματα έχουν διαφύγει της κατασχέσεως και δεν είναι διαθέσιμα για φυσικό έλεγχο, τα διαθέσιμα στις βάσεις δεδομένων των κρατών μελών στοιχεία δεν παρέχουν στις τελωνειακές αρχές τη δυνατότητα να αποκτήσουν αυτές τις πληροφορίες. Επομένως, πρέπει να αποκλειστεί η εφαρμογή και της μεθόδου της υπολογιζόμενης αξίας.
δ) «Τιμές-κατώφλια» και χρήση τους στο πλαίσιο της εφεδρικής μεθόδου
72. Η τελευταία μέθοδος που προβλέπει η νομοθεσία για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας είναι η εφεδρική μέθοδος, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΤΚ και στο άρθρο 74, παράγραφος 3, του ΕΤΚ, με τη διευκρίνιση ότι το τελωνειακό δίκαιο της Ένωσης προβλέπει δύο διαφορετικούς τρόπους εφαρμογής της.
73. Αφενός, η εφεδρική μέθοδος παρέχει τη δυνατότητα χρησιμοποίησης «εύλογης ελαστικότητας», σύμφωνα με το σημείο 2 της ερμηνευτικής σημείωσης στον τομέα της δασμολογητέας αξίας σχετικά με το άρθρο 31, παράγραφος 1, του ΚΤΚ (51). Η έννοια της «εύλογης ελαστικότητας» συνεπάγεται, ειδικότερα, ότι οι βοηθητικές μέθοδοι υπολογισμού της δασμολογητέας αξίας μπορούν να χρησιμοποιηθούν με ορισμένη ευελιξία στα κριτήρια εφαρμογής (52).
74. Αφετέρου, από το άρθρο 31, παράγραφος 1, του ΚΤΚ και από το άρθρο 74, παράγραφος 3, του ΕΤΚ προκύπτει ότι η δασμολογητέα αξία μπορεί να καθοριστεί με «εύλογο τρόπο». Η τελευταία αυτή διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με το άρθρο 144, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού του ΕΤΚ, το οποίο προβλέπει ότι για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας μπορούν να χρησιμοποιούνται «άλλες κατάλληλες μέθοδοι». Μολονότι δεν υφίσταται αντίστοιχη διάταξη στο σύστημα του ΚΤΚ, φρονώ ότι μια τέτοια προσέγγιση είναι δυνατή και υπό το καθεστώς του εν λόγω κώδικα, δεδομένου ότι καμία διάταξη δεν εμποδίζει ρητώς τις τελωνειακές αρχές να χρησιμοποιούν τέτοιες «κατάλληλες μεθόδους». Ειδικότερα, το άρθρο 144, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού του ΕΤΚ παρέχει απλώς ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με το περιεχόμενο των εξουσιών που ανατίθενται στη διοίκηση.
75. Κατ’ αρχήν, και οι δύο αυτοί τρόποι παρέχουν, κατά τη γνώμη μου, τη δυνατότητα χρήσης στατιστικών στοιχείων για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας. Ωστόσο, ο δεύτερος τρόπος, χάρη στην ευρεία διατύπωση των προαναφερθεισών διατάξεων, φαίνεται να είναι ο πλέον κατάλληλος ώστε να αποτελέσει τη βάση για την υιοθέτηση καινοτόμων προσεγγίσεων εκ μέρους της διοίκησης. Επιπλέον, λόγω του επικουρικού του χαρακτήρα, ο τρόπος αυτός αναφέρεται σαφώς σε μέσα έσχατης καταφυγής σε περιπτώσεις οι οποίες χαρακτηρίζονται από την έλλειψη στοιχείων όσον αφορά τα επίμαχα εμπορεύματα.
76. Παρά τις διαφορές που χαρακτηρίζουν τους δύο αυτούς τρόπους, κοινό στοιχείο τους είναι ότι η εφαρμογή τους τελεί υπό την προϋπόθεση ότι οι μέθοδοι που θα χρησιμοποιηθούν δεν εμπίπτουν σε κάποια από τις απαγορεύσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 31, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ έως ηʹ, του ΚΤΚ και στο άρθρο 74, παράγραφος 3, του ΕΤΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 144, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ έως ζʹ, του εκτελεστικού κανονισμού του ΕΤΚ. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, η δασμολογητέα αξία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να καθοριστεί, μεταξύ άλλων, βάσει ελάχιστων δασμολογητέων αξιών και αυθαίρετων ή πλασματικών αξιών.
1) Συμβατότητα προς την απαγόρευση των ελάχιστων δασμολογητέων αξιών
77. Η απαγόρευση καθορισμού της δασμολογητέας αξίας βάσει ελάχιστων δασμολογητέων αξιών, η οποία αποτελεί το αντικείμενο του τρίτου και του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑72/24 (Κελάδης I) καθώς και του δευτέρου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑73/24 (Κελάδης II), συγκροτεί τον δεύτερο θεματικό άξονα που πρόκειται να εξεταστεί στις παρούσες προτάσεις.
78. Η απαγόρευση αυτή προβλέπεται ειδικότερα στο άρθρο 31, παράγραφος 2, στοιχείο ζʹ, του ΚΤΚ και στο άρθρο 144, παράγραφος, στοιχείο στʹ, του εκτελεστικού κανονισμού του ΕΤΚ. Εξάλλου, σημειώνεται ότι το άρθρο 31, παράγραφος 1, του ΚΤΚ και το άρθρο 74, παράγραφος 3, του ΕΤΚ παραπέμπουν στις γενικές αρχές και διατάξεις του άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994, καθώς και της Συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VII της εν λόγω Συμφωνίας, προβλέπουν δε, όπως και οι συμφωνίες αυτές, την απαγόρευση καθορισμού της δασμολογητέας αξίας βάσει ελάχιστων αξιών. Με τον τρόπο αυτό, το δίκαιο της Ένωσης θέτει σε εφαρμογή τις διατάξεις του δικαίου του πολυμερούς εμπορικού συστήματος, οι οποίες απαγορεύουν στα συμβαλλόμενα μέρη να καθορίζουν μονομερώς δασμολογητέες αξίες με σκοπό να προστατεύσουν τις εγχώριες βιομηχανίες τους (53).
79. Συναφώς, εκτιμώ, όπως τόνισε και η Επιτροπή, ότι το να χρησιμοποιηθούν, εκ μέρους των τελωνειακών αρχών, «τιμές-κατώφλια» που βασίζονται σε στατιστικές αξίες για τον καθορισμό των δασμολογητέων αξιών θα μπορούσε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να συνιστά παραβίαση της απαγόρευσης αυτής. Ειδικότερα, τούτο θα συνέβαινε εάν η διοικητική αυτή πρακτική είχε συστηματικό χαρακτήρα και εάν δεν παρεχόταν στον επιχειρηματία η δυνατότητα να δικαιολογήσει τις αναγραφόμενες στη διασάφησή του χαμηλές τιμές. Πράγματι, μια τέτοια πρακτική, η οποία θα απέκλειε την αποδοχή συναλλακτικών αξιών χαμηλότερων από το «κατώφλι» και θα οδηγούσε στην προσαρμογή των δηλούμενων δασμολογικών αξιών προς τα άνω, ήτοι μέχρι το επίμαχο «κατώφλι», θα συνιστούσε στην πραγματικότητα σύστημα ελάχιστων αξιών.
80. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις των διαδίκων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσέγγιση αυτή δεν αντιστοιχεί εν προκειμένω στην πρακτική των τελωνειακών αρχών. Τουναντίον, στις υποθέσεις των κύριων δικών, φαίνεται ότι υπήρξαν πλείονες επικοινωνίες μεταξύ των ελληνικών τελωνειακών αρχών και των προσφευγόντων με σκοπό τον προσδιορισμό τόσο της φύσης όσο και της αξίας των επίμαχων εμπορευμάτων. Για τον λόγο αυτό, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης δεν είχαν τη δυνατότητα να προσκομίσουν συμπληρωματικά στοιχεία ενώπιον των τελωνειακών αρχών στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Επομένως, το ενδεχόμενο για το οποίο διατύπωσε τον προβληματισμό της η Επιτροπή δεν συνέβη εν προκειμένω.
81. Επιπλέον, δεν μπορεί να αγνοηθεί το επιχείρημα της Γαλλικής Κυβερνήσεως ότι οι «τιμές-κατώφλια», εφόσον δεν απορρέουν από κρατική ρύθμιση, δεν είναι δυνατόν να εξομοιωθούν με ελάχιστες δασμολογητέες αξίες. Όπως προαναφέρθηκε, σκοπός της επίμαχης απαγόρευσης είναι να εμποδίσει τα κράτη να επιβάλλουν μονομερώς εμπορικούς περιορισμούς υπό μορφή ελάχιστων αξιών. Ωστόσο, μόνο στην πολύ συγκεκριμένη περίπτωση που περιγράφεται στις παρούσες προτάσεις, οι «τιμές-κατώφλια» θα μπορούσαν ενδεχομένως να έχουν παρόμοιο αποτέλεσμα, και δη μόνο de facto.
82. Επομένως, το να χρησιμοποιηθούν «τιμές-κατώφλια» βασιζόμενες στις ΔΜΤ που είναι διαθέσιμες στο AMT αποτελεί, κατ’ αρχήν, μια δυνατότητα για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των εισαγόμενων εμπορευμάτων η οποία είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης. Οι εν λόγω «τιμές-κατώφλια» θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως «διαθέσιμα στοιχεία εντός της [Ένωσης]», σύμφωνα με το άρθρο 31, παράγραφος 1, του ΚΤΚ και το άρθρο 74, παράγραφος 3, του ΕΤΚ. Επομένως, δεν παραβιάζεται η απαγόρευση των ελάχιστων δασμολογητέων αξιών.
83. Η διαπίστωση αυτή απαντά στο ίδιο κατ’ ουσίαν ερώτημα κατά πόσον η χρήση των ως άνω τιμών για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων συνάδει με τη Συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994, στην οποία παραπέμπουν το άρθρο 31, παράγραφος 1, του ΚΤΚ και το άρθρο 74, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του ΕΤΚ, το οποίο στηρίζεται στην αντίληψη ότι οι τιμές αυτές έχουν τον χαρακτήρα «ελάχιστων τιμών».
84. Δεδομένου ότι η χρήση στατιστικών αξιών είναι δυνατή μόνο κατ’ εφαρμογήν της εφεδρικής μεθόδου που προβλέπεται στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΤΚ και στο άρθρο 74, παράγραφος 3, του ΕΤΚ, το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑72/24 (Κελάδης I), το οποίο αφορά τον αποκλεισμό των ελάχιστων αξιών και την επιφύλαξη υπέρ των γενικών αρχών και διατάξεων της Συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου κατά την εφαρμογή όλων των εναλλακτικών μεθόδων καθορισμού της δασμολογητέας αξίας, καθίσταται αλυσιτελές και παρέλκει η απάντηση σε αυτό.
2) Έμμεση και άμεση εφαρμογή των μέσων στατιστικών τιμών
85. Στις παρατηρήσεις της, η Επιτροπή διατυπώνει την άποψη ότι οι διαθέσιμες στο AMT μέσες στατιστικές τιμές («δίκαιες τιμές») μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για τον εντοπισμό διασαφήσεων που αφορούν ομοειδή εμπορεύματα. Η διασάφηση που λαμβάνεται υπόψη ως σημείο αναφοράς μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των εισαγομένων εμπορευμάτων. Όπως εξηγεί η Επιτροπή, οι στατιστικοί μέσοι όροι των αξιών δεν χρησιμοποιούνται άμεσα ως αξίες που αντικαθιστούν τις δηλωθείσες δασμολογητέες αξίες, αλλά μόνο έμμεσα, προκειμένου να επιλεγεί η διασάφηση που αντιπροσωπεύει τη συναλλακτική αξία ομοειδών εμπορευμάτων η οποία θα χρησιμοποιηθεί για τον καθορισμό της υποτιμολογημένης δασμολογητέας αξίας. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η προσέγγιση αυτή εμπίπτει στην «εύλογη ελαστικότητα» που επιτρέπεται κατά την εφαρμογή της μεθόδου της συναλλακτικής αξίας ομοειδών προϊόντων.
86. Το πλεονέκτημα της προσέγγισης αυτής έγκειται στο ότι αντικατοπτρίζει ακριβέστερα την πραγματική αξία. Επιπλέον, η εν λόγω προσέγγιση φαίνεται να είναι σύμφωνη με την αρχή ότι οι δασμολογητέες αξίες που καθορίζονται κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 31, παράγραφος 1, του ΚΤΚ πρέπει, όσο το δυνατόν περισσότερο, να βασίζονται σε δασμολογητέες αξίες που έχουν καθοριστεί προγενέστερα, όπως προκύπτει από το σημείο 1 της ερμηνευτικής σημείωσης στον τομέα της δασμολογητέας αξίας σχετικά με τη διάταξη αυτή. Η αρχή αυτή προκύπτει επίσης από το άρθρο 144, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού του ΕΤΚ, το οποίο προβλέπει εύλογη ελαστικότητα κατά την εφαρμογή των μεθόδων που προβλέπονται στα άρθρα 70 και 74, παράγραφος 2, του ΕΤΚ.
87. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, η δυνατότητα έμμεσης χρήσης στατιστικών αξιών για τον εντοπισμό διασαφήσεων που αφορούν ομοειδή εμπορεύματα δεν αντιστοιχεί πλήρως στην περίπτωση που περιγράφει το αιτούν δικαστήριο όσον αφορά την παντελή έλλειψη στοιχείων σχετικά με τα χαρακτηριστικά των εισαγομένων εμπορευμάτων, περίσταση η οποία αποτελεί εμπόδιο για τον εντοπισμό της εισαγωγής ομοειδών εμπορευμάτων. Η αδυναμία καθορισμού της δασμολογητέας αξίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 144, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού του ΕΤΚ προβλέπεται και στο άρθρο 144, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, γεγονός που παρέχει τη δυνατότητα χρήσης «άλλων κατάλληλων μεθόδων». Όπως και η Ισπανική και η Γαλλική Κυβέρνηση, εκτιμώ ότι, στην περίπτωση που δεν είναι διαθέσιμο κανένα προσφορότερο στοιχείο, ιδίως λόγω της έλλειψης συνεργασίας εκ μέρους του ενδιαφερόμενου επιχειρηματία, ο οποίος έχει υποβάλει τελωνειακή διασάφηση που περιέχει ανακριβή ή ανεπαρκή στοιχεία, και λόγω της αδυναμίας διενέργειας φυσικού ελέγχου των εμπορευμάτων, η αξιοποίηση συγκεντρωτικών στατιστικών στοιχείων συλλεγόμενων σε επίπεδο Ένωσης φαίνεται να αποτελεί «εύλογο» τρόπο καθορισμού της δασμολογητέας αξίας κατά την έννοια του άρθρου 31, παράγραφος 1, του ΚΤΚ και του άρθρου 74, παράγραφος 3, του ΕΤΚ, ελλείψει άλλης εναλλακτικής επιλογής, και, ως εκ τούτου, εμπίπτει στον όρο «άλλες κατάλληλες μέθοδοι» του άρθρου 144, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού του ΕΤΚ (54).
88. Απομένει να διευκρινιστεί κατά πόσον η απαίτηση αιτιολογήσεως των αποφάσεων των τελωνειακών αρχών που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 3, του ΚΤΚ και στο άρθρο 22, παράγραφος 2, του ΕΤΚ, σε συνδυασμό με τη νομολογία που παρατίθεται στο σημείο 45 των παρουσών προτάσεων, μπορεί να εμποδίζει τη χρήση στατιστικών στοιχείων με σκοπό τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας. Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τα δεδομένα που βασίζονται σε συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τις τελωνειακές αρχές για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας ενός εμπορεύματος μόνον υπό την προϋπόθεση ότι μπορούν να γνωστοποιηθούν στον οικείο επιχειρηματία και, συνακόλουθα, να αποτελέσουν μέρος της επιβαλλόμενης κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, του ΚΤΚ αιτιολογίας. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει ρητώς αποκλείσει από την αιτιολογία που επιβάλλει το άρθρο 6, παράγραφος 3, του ΚΤΚ «εμπιστευτικά στοιχεία προερχόμενα από βάση δεδομένων τα οποία αποσκοπούν, μέσω μεθόδων στατιστικής εξερευνήσεως, στον εντοπισμό εμπορικών μοντέλων δυνάμενων να συνιστούν περιπτώσεις απάτης» (55).
89. Εντούτοις, η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση κάθε τελωνειακής αποφάσεως (56) η οποία, στην εξεταζόμενη περίπτωση, πρέπει να αντανακλά τη χρησιμοποίηση της εφεδρικής μεθόδου για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας. Όπως άλλωστε διευκρίνισε η Επιτροπή, οι στατιστικώς υπολογιζόμενες τιμές που περιλαμβάνονται στο AMT μπορούν να γνωστοποιούνται στους επιχειρηματίες (57). Πέραν αυτού, δεν αποκλείεται η απαίτηση αιτιολογήσεως να ικανοποιείται εφόσον συγκεντρωτικά στοιχεία προερχόμενα από εμπιστευτικές βάσεις δεδομένων χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία, όπως τα προερχόμενα από εθνικές βάσεις δεδομένων τα οποία μπορεί να γνωστοποιούνται στον επιχειρηματία. Επίσης πρέπει να ληφθεί υπόψη η δυνατότητα που παρέχεται σε κάθε επιχειρηματία να δικαιολογήσει άλλη δασμολογητέα αξία από εκείνη που προκύπτει βάσει των στατιστικών αξιών. Εφόσον η τελωνειακή αρχή απορρίψει στοιχεία που προσκομίζει ο επιχειρηματίας, υποχρεούται να αιτιολογήσει την απόρριψη αυτή. Ωστόσο, η έλλειψη συνεργασίας εκ μέρους του επιχειρηματία δεν μπορεί να περιαγάγει την τελωνειακή αρχή σε αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που της επιβάλλει το δίκαιο της Ένωσης. Για τον λόγο αυτό, φρονώ ότι είναι δικαιολογημένο, σε περίπτωση έλλειψης συνεργασίας, να επιτρέπεται στην τελωνειακή αρχή να αιτιολογεί τις αποφάσεις της με βάση τις στατιστικές αξίες που έχει στη διάθεσή της (58).
Δ. Επί του μέγιστου ανεκτού χρονικού διαστήματος μεταξύ των εισαγωγών που χρησιμοποιούνται για την εξαγωγή του στατιστικού αποτελέσματος και των υπό εκτίμηση εισαγωγών
90. Ο τρίτος θεματικός άξονας που πρόκειται να εξεταστεί στη συνέχεια των παρουσών προτάσεων, ο οποίος περιλαμβάνει συγκεκριμένα το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑73/24 (Κελάδης II), αφορά το μέγιστο ανεκτό χρονικό διάστημα που μπορούν να απέχουν μεταξύ τους οι εισαγωγές που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη του στατιστικού αποτελέσματος και οι υπό έλεγχο εισαγωγές και, ειδικότερα, το ζήτημα αν, για τον σκοπό αυτό, μπορεί να εφαρμοστεί αναλογικά το χρονικό διάστημα των 90 ημερών που προβλέπεται στο άρθρο 152, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού εφαρμογής του ΚΤΚ και στο άρθρο 142, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού του ΕΤΚ. Η εξέταση των ζητημάτων αυτών προϋποθέτει λογικά τη δυνατότητα χρήσης στατιστικών αξιών για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των εισαγόμενων εμπορευμάτων, δυνατότητα που επιβεβαιώθηκε στα προηγούμενα σημεία των παρουσών προτάσεων.
91. Συναφώς, σημειώνεται κατ’ αρχάς ότι όλες οι βοηθητικές μέθοδοι λαμβάνουν υπόψη το χρονικό στοιχείο, δεδομένου ότι η ύπαρξη σημαντικών χρονικών αποκλίσεων μπορεί να επηρεάσει την αξία των εμπορευμάτων και να οδηγήσει στη χρήση αξιών που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα της υπό εκτίμηση συναλλαγής. Συνεπώς, το στοιχείο αυτό είναι αναγκαίο να λαμβάνεται υπόψη κατά την εφαρμογή της εφεδρικής μεθόδου που προβλέπεται στο άρθρο 31 του ΚΤΚ και στο άρθρο 74, παράγραφος 3, του ΕΤΚ, δεδομένου ότι και γι’ αυτή τη μέθοδο ισχύουν οι ίδιοι λόγοι που δικαιολογούν τον καθορισμό χρονικού σημείου αναφοράς κοντινού στην ελεγχόμενη συναλλαγή. Τούτο πρέπει να γίνει δεκτό υπό την επιφύλαξη ότι δεν θίγει τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου της «εύλογης ελαστικότητας», ζήτημα με το οποίο θα ασχοληθώ στη συνέχεια των παρουσών προτάσεων.
92. Η ανάλυση της νομολογίας φρονώ ότι επιβεβαιώνει τη σημασία του χρονικού στοιχείου. Ειδικότερα, με την απόφασή του στην υπόθεση FAWKES, το Δικαστήριο έκρινε ότι το χρονικό διάστημα των 90 ημερών, εκ των οποίων 45 ημέρες πριν και 45 ημέρες μετά τον εκτελωνισμό των υπό εκτίμηση εμπορευμάτων, φαινόταν αρκετά κοντινό στην ημερομηνία εξαγωγής ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος ουσιώδους μεταβολής των εμπορικών πρακτικών και των συνθηκών της αγοράς που επηρεάζουν τις τιμές των υπό εκτίμηση εμπορευμάτων (59). Ωστόσο, τίθεται το ζήτημα εάν η εφαρμογή του εν λόγω χρονικού διαστήματος στις υπό κρίση περιπτώσεις μπορεί να δικαιολογηθεί από νομικής απόψεως.
93. Κατά τη γνώμη μου, στο ζήτημα αυτό πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση, ιδίως εφόσον θεωρηθεί ότι η εφαρμογή του εν λόγω χρονικού διαστήματος συνιστά «εύλογη ελαστικότητα». Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι, με την απόφασή του στην υπόθεση Oribalt Rīga, το Δικαστήριο έκρινε ότι το χρονικό διάστημα των 90 ημερών που προβλέπεται στο άρθρο 152, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού εφαρμογής του ΚΤΚ αποτελεί εξαίρεση από την αρχή του άρθρου 152, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού και πρέπει, ως εκ τούτου, να ερμηνεύεται στενά (60).
94. Το παράρτημα 23 του κανονισμού εφαρμογής του ΚΤΚ, το οποίο επιγράφεται «Ερμηνευτικές σημειώσεις στον τομέα της δασμολογητέας αξίας», προβλέπει, όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 31, παράγραφος 1, του ΚΤΚ, ότι οι μέθοδοι εκτιμήσεως των οποίων πρέπει να γίνεται χρήση δυνάμει της εν λόγω διατάξεως θα πρέπει να είναι οι οριζόμενες από τα άρθρα 29 και 30, παράγραφοι 1 και 2, αλλά και ότι μια «εύλογη ελαστικότητα» κατά την εφαρμογή των μεθόδων αυτών θα ήταν σύμφωνη με τους σκοπούς και τις διατάξεις του άρθρου 31 του ΚΤΚ (61). Στο εν λόγω παράρτημα παρατίθενται ορισμένα παραδείγματα με σκοπό να καταδειχθεί τι σημαίνει «εύλογη ελαστικότητα». Συγκεκριμένα, όσον αφορά την επαγωγική μέθοδο που προβλέπεται στο άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, επισημαίνεται ότι το χρονικό διάστημα των 90 ημερών θα ήταν δυνατό να εφαρμοστεί με ελαστικότητα. Το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για τις διατάξεις του ΕΤΚ.
95. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι το χρονικό διάστημα των 90 ημερών είναι κατάλληλο ώστε να ληφθούν υπόψη οι απαιτήσεις του διεθνούς εμπορίου, όπως αυτές προκύπτουν τόσο από τη νομοθεσία περί διεθνούς εμπορίου όσο και από την προπαρατεθείσα νομολογία. Όπως επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το χρονικό αυτό διάστημα φαίνεται κατάλληλο και κατά την εφαρμογή του δεύτερου τρόπου της εφεδρικής μεθόδου που προβλέπεται στο άρθρο 144, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού του ΕΤΚ. Αντιθέτως, διαπιστώνω ότι πολλοί μετέχοντες στη διαδικασία τάχθηκαν με τις παρατηρήσεις τους κατά της εφαρμογής χρονικού διαστήματος τεσσάρων ετών, λόγω του ότι ένα τέτοιο χρονικό διάστημα θα ήταν υπερβολικό (62). Συμμερίζομαι επίσης την άποψη αυτή, δεδομένου ότι ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα φαίνεται ότι μπορεί να υπονομεύσει τον σκοπό που συνίσταται στο να καταστεί δυνατός ο καθορισμός της ακριβέστερης και πλησιέστερης προς την πραγματικότητα δασμολογητέας αξίας.
96. Δεδομένου ότι οι τελωνειακές αρχές οφείλουν να τηρούν τις απαιτήσεις αναλογικότητας κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, ο καθορισμός μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να δικαιολογηθεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ως έσχατο μέσο, ειδικότερα όταν δεν είναι διαθέσιμα περισσότερο αξιόπιστα στοιχεία και όταν ο γενικός σκοπός της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, ο οποίος αναγνωρίζεται στο άρθρο 325 ΣΛΕΕ, δεν μπορεί να επιτευχθεί με διαφορετικό τρόπο, ιδίως εφόσον πρόκειται για τη διασφάλιση της πραγματικής και πλήρους είσπραξης των παραδοσιακών ιδίων πόρων όπως είναι οι τελωνειακοί δασμοί (63).
97. Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, εκτιμώ ότι το άρθρο 31, παράγραφος 1, του ΚΤΚ και το άρθρο 74, παράγραφος 3, του ΕΤΚ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην αναλογική εφαρμογή του χρονικού διαστήματος των 90 ημερών που προβλέπεται στο άρθρο 152, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού εφαρμογής του ΚΤΚ και στο άρθρο 142, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού του ΕΤΚ, για τον προσδιορισμό του μέγιστου ανεκτού χρονικού διαστήματος μεταξύ των εισαγωγών που χρησιμοποιούνται για την εξαγωγή του στατιστικού αποτελέσματος και των υπό έλεγχο εισαγωγών, και ότι το εν λόγω χρονικό διάστημα μπορεί να προσαρμόζεται, πλην όμως χωρίς υπερβολές που υπονομεύουν τον σκοπό που επιδιώκεται με τον συγκεκριμένο χρονικό περιορισμό.
Ε. Ενδιάμεσα συμπεράσματα
98. Από την προεκτεθείσα ανάλυση προέκυψε ότι η χρήση στατιστικών αξιών αποτελεί, κατ’ αρχήν, κατάλληλο μέτρο για την προάσπιση των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, καθόσον παρέχει στη διοίκηση τη δυνατότητα προσδιορισμού των τελωνειακών οφειλών και πρόληψης της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της.
99. Η χρήση στατιστικών αξιών για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας είναι δυνατή ως έσχατο μέσο όταν ο σκοπός αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλες μεθόδους. Μια τέτοια προσέγγιση έχει ιδιαίτερη σημασία σε περιπτώσεις που χαρακτηρίζονται από έλλειψη συνεργασίας εκ μέρους του ενδιαφερόμενου επιχειρηματία, ο οποίος έχει υποβάλει τελωνειακή διασάφηση που περιέχει ανακριβή ή ανεπαρκή στοιχεία, καθώς και από την αδυναμία των τελωνειακών αρχών να διενεργήσουν φυσικό έλεγχο των εμπορευμάτων. Πάντως, η εφαρμογή τους εξαρτάται από την τήρηση ορισμένων απαιτήσεων του δικαίου της Ένωσης.
100. Λόγω της ίδιας της φύσης τους, οι «τιμές-κατώφλια», οι οποίες βασίζονται σε στατιστικώς υπολογιζόμενες αξίες που είναι διαθέσιμες στο AMT, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των εισαγόμενων εμπορευμάτων με βάση κάποια από τις βοηθητικές μεθόδους που προβλέπονται στο άρθρο 30, παράγραφος 2, του ΚΤΚ και στο άρθρο 74, παράγραφος 2, του ΕΤΚ.
101. Ωστόσο, ως μέθοδος έσχατης καταφυγής προβλεπόμενη στο άρθρο 31 του ΚΤΚ και στο άρθρο 74, παράγραφος 3, του ΕΤΚ, και εφόσον κανένα άλλο πιο συγκεκριμένο στοιχείο δεν είναι διαθέσιμο, τα συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία που συλλέγονται σε επίπεδο Ένωσης είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας, υπό τον όρο ότι η απόφαση της τελωνειακής αρχής πληροί την απαίτηση αιτιολογήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 3, του ΚΤΚ και στο άρθρο 22, παράγραφος 6, του ΕΤΚ.
102. Επιπλέον, από την ανάλυσή μου προέκυψε ότι το να χρησιμοποιηθούν «τιμές-κατώφλια» δεν παραβιάζει την απαγόρευση καθορισμού της δασμολογητέας αξίας βάσει ελάχιστων αξιών, εφόσον ο επιχειρηματίας έχει τη δυνατότητα να δικαιολογήσει τις δηλωθείσες στη διασάφηση χαμηλές τιμές.
103. Τέλος, διαπιστώθηκε ότι το χρονικό διάστημα των 90 ημερών που προβλέπεται στο άρθρο 152, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού εφαρμογής του ΚΤΚ και στο άρθρο 142, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού του ΕΤΚ μπορεί να εφαρμοστεί αναλογικά για τον προσδιορισμό του μέγιστου ανεκτού χρονικού διαστήματος μεταξύ των εισαγωγών που χρησιμοποιούνται για την εξαγωγή του στατιστικού αποτελέσματος και των υπό έλεγχο εισαγωγών, και ότι το εν λόγω χρονικό διάστημα μπορεί να προσαρμόζεται, πλην όμως χωρίς υπερβολές που υπονομεύουν τον σκοπό που επιδιώκεται με τον συγκεκριμένο χρονικό περιορισμό.
VI. Πρόταση
104. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης (Ελλάδα) ως εξής:
1) Το άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, και το άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα,
έχουν την έννοια ότι:
αντιτίθεται στο να χρησιμοποιούν οι τελωνειακές αρχές συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία που συλλέγονται σε επίπεδο Ένωσης για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας εισαγόμενων εμπορευμάτων κατά την εφαρμογή των βοηθητικών μεθόδων που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές.
2) Το άρθρο 31 του κανονισμού 2913/92 και το άρθρο 74, παράγραφος 3, του κανονισμού 952/2013
έχουν την έννοια ότι:
δεν αντιτίθενται στο να αξιοποιούν οι τελωνειακές αρχές, χρησιμοποιώντας την εφεδρική μέθοδο που προβλέπεται στις διατάξεις αυτές για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων, συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία που συλλέγονται σε επίπεδο Ένωσης και να κοινοποιούν τα στοιχεία αυτά στους επιχειρηματίες ώστε να διασφαλίζεται το δικαίωμα ακροάσεώς τους, υπό την προϋπόθεση ότι η αξιοποίηση των εν λόγω στοιχείων έχει εξαιρετικό χαρακτήρα και περιορίζεται στις περιπτώσεις στις οποίες η τελωνειακή αρχή, αφού έχει εξαντλήσει όλες τις προβλεπόμενες από τη νομοθεσία διαδικασίες, δεν δύναται να καθορίσει τη δασμολογητέα αξία σύμφωνα με τις λοιπές προβλεπόμενες μεθόδους.
3) Η χρήση συγκεντρωτικών στατιστικών στοιχείων που συλλέγονται σε επίπεδο Ένωσης στο πλαίσιο της εφεδρικής μεθόδου που προβλέπεται στο άρθρο 31 του κανονισμού 2913/92 και στο άρθρο 74, παράγραφος 3, του κανονισμού 952/2013 δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως εφαρμογή συστήματος ελάχιστων τιμών, υπό την προϋπόθεση ότι ο επιχειρηματίας έχει τη δυνατότητα να δικαιολογήσει τις δηλωθείσες στη διασάφηση χαμηλές τιμές.
4) Το χρονικό διάστημα των 90 ημερών που προβλέπεται στο άρθρο 152, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 46/1999 της Επιτροπής, της 8ης Ιανουαρίου 1999, και στο άρθρο 142, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/2447 της Επιτροπής, της 24ης Νοεμβρίου 2015, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013, μπορεί να εφαρμοστεί αναλογικά για τον προσδιορισμό του μέγιστου ανεκτού χρονικού διαστήματος μεταξύ των εισαγωγών που χρησιμοποιούνται για την εξαγωγή του στατιστικού αποτελέσματος και των υπό έλεγχο εισαγωγών, χρονικό διάστημα το οποίο μπορεί να προσαρμόζεται, πλην όμως χωρίς υπερβολές που υπονομεύουν τον σκοπό που επιδιώκεται με τον συγκεκριμένο χρονικό περιορισμό.
1 Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.
i Η ονομασία που έχει δοθεί στην παρούσα υπόθεση είναι πλασματική. Δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό όνομα κανενός διαδίκου.
2 Πρόκειται για ζήτημα το οποίο αποτελεί αντικείμενο συζήτησης στη νομική θεωρία. Ο G. D’Angelo, «Customs valuation adjustment in recent CJEU case law», Aspects of customs control in selected EU member States, Bologna University Press, Μπολόνια, 2023, σ. 172, επισημαίνει ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει επιτρεπτή, υπό ορισμένες περιστάσεις, τη χρήση της μεθόδου της στατιστικής αξίας που παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να προσαρμόζει τις δηλωθείσες τελωνειακές αξίες, προκειμένου να εισπράττει από τα κράτη μέλη τους παραδοσιακούς ιδίους πόρους που περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό της Ένωσης. Ωστόσο, δεν είναι σαφές εάν και υπό ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσαν οι εθνικές τελωνειακές αρχές, στο πλαίσιο της εφεδρικής μεθόδου, να κάνουν χρήση της μεθόδου της στατιστικής αξίας προκειμένου να προσαρμόσουν τις τελωνειακές αξίες που δηλώνουν οι εισαγωγείς.
3 Ο Τ. Lyons (σε EU Customs Law, 3η έκδ., Oxford University Press, Οξφόρδη, 2018, σ. 160) επισημαίνει ότι ο ίδιος ο σκοπός των εν λόγω μεθόδων είναι να διασφαλίσουν την ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων προσδιορισμού των δασμών.
4 ΕΕ 1994, L 336, σ. 119.
5 Οδηγία του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1).
6 Κανονισμός (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 1992, L 302, σ. 1), στο εξής: ΚΤΚ.
7 Κανονισμός της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού 2913/92 (ΕΕ 1993, L 253, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 46/1999 της Επιτροπής, της 8ης Ιανουαρίου 1999 (ΕΕ 1999, L 10, σ. 1), στο εξής: κανονισμός εφαρμογής του ΚΤΚ.
8 Κανονισμός (ΕΕ) 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 2013, L 269, σ. 1), στο εξής: ΕΤΚ.
9 Εκτελεστικός κανονισμός της Επιτροπής, της 24ης Νοεμβρίου 2015, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 2015, L 343, σ. 558), στο εξής: εκτελεστικός κανονισμός του ΕΤΚ.
10 Βλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 1973, Massey-Ferguson (8/73, EU:C:1973:90, σκέψη 3).
11 Fabio, M., Customs Law of the European Union, 5η έκδ., Kluwer Law International, Alphen aan den Rijn, 2020, σ. 140.
12 Βλ. σημεία 48 επ. των παρουσών προτάσεων.
13 Βλ. σημεία 77 επ. των παρουσών προτάσεων.
14 Βλ. σημεία 90 επ. των παρουσών προτάσεων.
15 Albert, J.-L., Le droit douanier de l’Union européenne, κεφάλαιο 3 («L’espèce, l’origine, la valeur»), Bruylant, Βρυξέλλες, 2019, σ. 304 επ.
16 Βλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2008, Carboni e derivati (C‑263/06, EU:C:2008:128, σκέψη 60).
17 Βλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Direktor na Teritorialna direktsiya Yugozapadna Agentsiya «Mitnitsi» (C‑76/19, EU:C:2020:543, σκέψη 34).
18 Βλ., επίσης, την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 70, παράγραφος 1, του ΕΤΚ.
19 Βλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Χριστοδούλου κ.λπ. (C‑116/12, EU:C:2013:825, σκέψη 44).
20 Βλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2008, Carboni e derivati (C‑263/06, EU:C:2008:128, σκέψη 52).
21 Οι ελληνικές τελωνειακές αρχές έκριναν ότι η βασιζόμενη στη συναλλακτική αξία μέθοδος που προβλέπεται στο άρθρο 29 του ΚΤΚ έπρεπε να αποκλειστεί λόγω του ότι οι δηλωθείσες δασμολογητέες αξίες ήταν υπερβολικά χαμηλές σε σχέση με τις «τιμές-κατώφλια», υπολογιζόμενες ως ποσοστό των «δίκαιων τιμών». Η περίσταση αυτή δικαιολογούσε, κατά τις εν λόγω αρχές, τις εύλογες αμφιβολίες τους όσον αφορά τις δηλωθείσες αξίες και, κατά συνέπεια, την απόρριψη των αξιών αυτών.
22 Βλ., επίσης, την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 74, παράγραφος 1, του ΕΤΚ.
23 Βλ., επίσης, την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 74, παράγραφος 3, του ΕΤΚ.
24 Βλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2016, EURO 2004. Hungary (C‑291/15, EU:C:2016:455, σκέψη 28).
25 Ο γενικός εισαγγελέας M. Campos Sánchez-Bordona εξηγεί, στο σημείο 36 των προτάσεών του, της 23ης Ιανουαρίου 2025, στην υπόθεση Tauritus (C‑782/23, EU:C:2025:30), ότι υφίσταται «ιεραρχία» μεταξύ των διαδοχικώς εφαρμοζόμενων μεθόδων καθορισμού της αξίας, την οποία ρητώς επιβάλλει ο ίδιος ο ΕΤΚ.
26 Βλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2016, EURO 2004. Hungary (C‑291/15, EU:C:2016:455, σκέψη 29).
27 Βλ. αποφάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 2008, Carboni e derivati (C‑263/06, EU:C:2008:128, σκέψη 60), και της 9ης Μαρτίου 2017, GE Healthcare (C‑173/15, EU:C:2017:195, σκέψη 80).
28 Βλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2022, FAWKES (C‑187/21, EU:C:2022:458, σκέψη 35).
29 Βλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2022, FAWKES (C‑187/21, EU:C:2022:458, σκέψη 36).
30 Βλ. αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 2017, LS Customs Services (C‑46/16, EU:C:2017:839, σκέψη 56), και της 20ής Ιουνίου 2019, Oribalt Rīga (C‑1/18, EU:C:2019:519, σκέψη 27).
31 Βλ. αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 2017, LS Customs Services (C‑46/16, EU:C:2017:839, σκέψεις 44 και 45), καθώς και της 9ης Ιουνίου 2022, FAWKES (C‑187/21, EU:C:2022:458, σκέψεις 53 και 54).
32 Βλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2016, EURO 2004. Hungary (C‑291/15, EU:C:2016:455, σκέψεις 38 και 39).
33 Βλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2022, FAWKES (C‑187/21, EU:C:2022:458, σκέψη 48).
34 Απόφαση της 9ης Ιουνίου 2022, FAWKES (C‑187/21, EU:C:2022:458, σκέψεις 39, 51, 53 και 55).
35 Απόφαση της 9ης Ιουνίου 2022, FAWKES (C‑187/21, EU:C:2022:458, σκέψη 54).
36 Απόφαση της 9ης Ιουνίου 2022, FAWKES (C‑187/21, EU:C:2022:458, σκέψη 48).
37 Πάντως, η Επιτροπή δεν διευκρινίζει τι εννοεί με τον όρο «ανεξέλεγκτα» και αν, κατά την άποψή της, η πρόσβαση στις τιμές-κατώφλια στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας θα μπορούσε επίσης να θέσει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα του συστήματος διαχείρισης κινδύνων.
38 Απόφαση της 9ης Ιουνίου 2022, FAWKES (C‑187/21, EU:C:2022:458, σκέψη 54).
39 Απόφαση της 8ης Μαρτίου 2022, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Καταπολέμηση της απάτης που συνίστατο στη δήλωση δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής) (C‑213/19, EU:C:2022:167, σκέψη 443). Η υπογράμμιση δική μου.
40 Rijo, J., Customs Law in the European Union, Wolters Kluwer, Alphen aan den Rijn, 2021.
41 Απόφαση της 8ης Μαρτίου 2022, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Καταπολέμηση της απάτης που συνίστατο στη δήλωση δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής) (C‑213/19, EU:C:2022:167, σκέψη 346).
42 Πρόκειται για τη μέθοδο OLAF-JRC (Joint Research Center) [βλ. απόφαση της 8ης Μαρτίου 2022, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Καταπολέμηση της απάτης που συνίστατο στη δήλωση δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής) (C‑213/19, EU:C:2022:167, σκέψη 53)].
43 Απόφαση της 8ης Μαρτίου 2022, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Καταπολέμηση της απάτης που συνίστατο στη δήλωση δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής) (C‑213/19, EU:C:2022:167, σκέψεις 444 και 447).
44 Βλ. απόφαση της 8ης Μαρτίου 2022, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Καταπολέμηση της απάτης που συνίστατο στη δήλωση δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής) (C‑213/19, EU:C:2022:167, σκέψη 443).
45 Ο έλεγχος του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως [υπόθεση Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Καταπολέμηση της απάτης που συνίστατο στη δήλωση δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής)], όσον αφορά τη χρήση της μεθόδου OLAF-JRC, αποσκοπούσε, κατ’ ουσίαν, στο να εξακριβωθεί κατά πόσον η μέθοδος αυτή δικαιολογούνταν λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων των περιστάσεων εκείνης της υποθέσεως, καθώς και το αν ήταν αρκούντως ακριβής και αξιόπιστη, υπό την έννοια, ειδικότερα, ότι στηριζόταν σε κριτήρια τα οποία δεν ήταν ούτε αυθαίρετα ούτε μεροληπτικά και ότι βασιζόταν σε αντικειμενική και συνεπή ανάλυση του συνόλου των διαθέσιμων κρίσιμων στοιχείων, ώστε να μην οδηγεί σε πρόδηλη υπερεκτίμηση του ποσού των απωλειών αυτών [βλ. απόφαση της 8ης Μαρτίου 2022, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Καταπολέμηση της απάτης που συνίστατο στη δήλωση δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής) (C‑213/19, EU:C:2022:167, σκέψη 452)], ενώ σκοπός του προσδιορισμού της δασμολογητέας αξίας είναι να καθοριστούν οι αξίες αυτές όσο το δυνατόν εγγύτερα προς την πραγματική οικονομική αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων.
46 Βλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2022, Baltic Master (C‑599/20, EU:C:2022:457, σκέψεις 54 έως 56).
47 Βλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2022, FAWKES (C‑187/21, EU:C:2022:458, σκέψεις 56 και 57).
48 Βλ. σημεία 38 και 41 των παρουσών προτάσεων.
49 Βλ. σημεία 51 έως 58 των παρουσών προτάσεων.
50 Βλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2022, FAWKES (C‑187/21, EU:C:2022:458, σκέψη 48).
51 Βλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2022, Baltic Master (C‑599/20, EU:C:2022:457, σκέψη 48).
52 Ο M. Niestedt (σε EU-Außenwirthschaftsrecht und Zollrecht, Krenzler/Herrmann/Niestedt, Μόναχο, 2024) (βλ., επίσης, άρθρο 74, σημείο 7, του ΕΤΚ) εξηγεί ότι η «ελαστική» εφαρμογή των λοιπών μεθόδων μπορεί να συνεπάγεται πιο γενναιόδωρη συμμόρφωση προς τις επιμέρους απαιτήσεις των λοιπών μεθόδων. Κατά τον Μ. Niestedt, τα αποτελέσματα των παρατηρήσεων της αγοράς σε επίπεδο Ένωσης, οι εμπορικές στατιστικές και οι έρευνες σχετικά με τις τιμές μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως «εύλογος τρόπος» καθορισμού. Ο καθορισμός της δασμολογητέας αξίας βάσει της εφεδρικής μεθόδου δεν απαιτεί τον καθορισμό τιμής αγοράς. Πρόκειται κατ’ ουσίαν για εκτίμηση των διαφόρων στοιχείων της δασμολογητέας αξίας, κατά την οποία γίνονται δεκτές ορισμένες αποκλίσεις.
53 Οι S. Rosenow και B. O’Shea (σε A Handbook on the WTO Customs Valuation Agreement, Cambridge University Press, Κέιμπριτζ, 2010, σ. 127) εξηγούν ότι, πριν από την έναρξη ισχύος της Συμφωνίας του ΠΟΕ για την εφαρμογή του άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994, ορισμένες χώρες (και ειδικότερα οι αναπτυσσόμενες χώρες) χρησιμοποιούσαν επίσημες ή ελάχιστες αξίες προκειμένου, μεταξύ άλλων λόγων, να προστατεύσουν τις εγχώριες βιομηχανίες τους. Η διαρκής χρήση ελάχιστων τιμών από τις αναπτυσσόμενες χώρες τελεί υπό την επιφύλαξη και τη συμφωνία των λοιπών μελών του ΠΟΕ. Σε διαφορετική περίπτωση, οι ελάχιστες αυτές αξίες απαγορεύονται.
54 Βλ. σημείο 75 των παρουσών προτάσεων.
55 Βλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2022, FAWKES (C‑187/21, EU:C:2022:458, σκέψη 55).
56 Πρβλ. τη σχετική με το άρθρο 296 ΣΛΕΕ νομολογία, κατά την οποία η επιβαλλόμενη από τη διάταξη αυτή αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως. H απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται ανάλογα με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως και ιδίως βάσει του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως της παρατιθέμενης αιτιολογίας και του συμφέροντος για παροχή διευκρινίσεων που ενδέχεται να έχουν οι αποδέκτες της πράξεως ή άλλα πρόσωπα τα οποία αφορά άμεσα και ατομικά η πράξη. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να προσδιορίζει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που ασκούν επιρροή. Το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εν λόγω διατάξεως πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 2009, Επιτροπή κατά Ιταλίας και Wam, C‑494/06 P, EU:C:2009:272, σκέψη 48). Υπ’ αυτό το πρίσμα, εκτιμώ ότι η εφεδρική μέθοδος παρέχει την απαιτούμενη ευελιξία ώστε να καθιστά επιτρεπτή την αιτιολόγηση της τελωνειακής αποφάσεως με βάση στατιστικά στοιχεία.
57 Βλ. σημείο 56 των παρουσών προτάσεων.
58 Ο επιχειρηματίας ο οποίος αρνείται να συνεργαστεί με τις τελωνειακές αρχές, προσκομίζοντας ανεπαρκή στοιχεία σχετικά με τα εμπορεύματα που έχει διασαφήσει, δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η τελωνειακή απόφαση είναι παράνομη απλώς και μόνον διότι, εξαιτίας της ανεπάρκειας των στοιχείων, οι εν λόγω αρχές υποχρεώνονται να στηριχθούν σε στατιστικά στοιχεία. Μια τέτοια συμπεριφορά θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως «venire contra factum proprium».
59 Βλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2022, FAWKES (C‑187/21, EU:C:2022:458, σκέψη 71).
60 Απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, Oribalt Rīga (C‑1/18, EU:C:2019:519, σκέψη 33). Η υπογράμμιση δική μου.
61 Βλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2022, Baltic Master (C‑599/20, EU:C:2022:457, σκέψη 48).
62 Η Επιτροπή διευκρίνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι τα στατιστικά στοιχεία στη βάση AMT αναφέρονται πλέον σε χρονικό διάστημα ενός μηνός αντί 48 μηνών. Η Επιτροπή υποστήριξε επίσης ότι, ως εκ τούτου, είναι δυνατόν να ληφθούν υπόψη πιο ακριβή από χρονική άποψη δεδομένα. Εκτιμώ, ωστόσο, ότι το Δικαστήριο δεν διαθέτει ακριβή στοιχεία σχετικά με τον συγκεκριμένο τρόπο έρευνας, ο οποίος, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να εφαρμοστεί στη διαφορά της κύριας δίκης.
63 Βλ. σημεία 59 και 60 των παρουσών προτάσεων.