EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CO0337

Διάταξη του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2022.
Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά Nowhere Co. Ltd.
Αίτηση αναιρέσεως – Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Έγκριση της εξετάσεως των αιτήσεων αναιρέσεως – Άρθρο 170β του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Αίτηση με την οποία τεκμηριώνεται η σημασία ενός ζητήματος για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης – Έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως.
Υπόθεση C-337/22 P.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:908

 ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα εγκρίσεως της εξετάσεως των αναιρέσεων)

της 16ης Νοεμβρίου 2022 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Έγκριση της εξετάσεως των αιτήσεων αναιρέσεως – Άρθρο 170β του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Αίτηση με την οποία τεκμηριώνεται η σημασία ενός ζητήματος για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης – Έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως»

Στην υπόθεση C‑337/22 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 23 Μαΐου 2022,

Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενο από τους D. Gája, D. Hanf, Ε. Μαρκάκη και V. Ruzek,

αναιρεσείον,

αντίδικος κατ’ αναίρεση:

Nowhere Co. Ltd, με έδρα το Τόκυο (Ιαπωνία),

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα εγκρίσεως της εξετάσεως των αναιρέσεων)

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, Δ. Γρατσία (εισηγητή) και I. Jarukaitis, δικαστές,

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την πρόταση του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, T. Ćapeta,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1

Με την αίτηση αναιρέσεως, το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Μαρτίου 2022, Nowhere κατά EUIPO – Ye (APE TEES) (T‑281/21, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2022:139), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, ακύρωσε την απόφαση του δεύτερου τμήματος προσφυγών του EUIPO, της 10ης Φεβρουαρίου 2021 (υπόθεση R 2474/2017‑2), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Nowhere Co. Ltd και του Junguo Ye (στο εξής: επίδικη απόφαση), και, αφετέρου, απέρριψε την προσφυγή της Nowhere κατά τα λοιπά.

Επί της αιτήσεως για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως

2

Κατά το άρθρο 58α, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς προηγούμενη έγκριση του Δικαστηρίου, δεν χωρεί εξέταση αιτήσεως αναιρέσεως που ασκείται κατά αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου η οποία αφορά απόφαση ανεξάρτητου τμήματος προσφυγών του EUIPO.

3

Κατά το άρθρο 58α, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού, η εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως εγκρίνεται, εν όλω ή εν μέρει, κατά τα προβλεπόμενα λεπτομερώς στον Κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αυτή εγείρει σημαντικό ζήτημα για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης.

4

Κατά το άρθρο 170α, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, στις περιπτώσεις του άρθρου 58α, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού, ο αναιρεσείων επισυνάπτει στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως αίτηση για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως στην οποία εκτίθεται το σημαντικό ζήτημα που εγείρει η αναίρεση για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης και στην οποία περιλαμβάνονται όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου το Δικαστήριο να είναι σε θέση να αποφανθεί επί της εν λόγω αιτήσεως εγκρίσεως.

5

Κατά το άρθρο 170β, παράγραφοι 1 και 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο αποφασίζει επί της αιτήσεως εγκρίσεως το συντομότερο δυνατόν με αιτιολογημένη διάταξη.

Επιχειρήματα του αναιρεσείοντος

6

Προς στήριξη της αιτήσεώς του για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, το EUIPO υποστηρίζει ότι ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως τον οποίο προβάλλει εγείρει σημαντικά ζητήματα για την ενότητα, τη συνοχή και την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης.

7

Συναφώς, κατά πρώτον, το EUIPO υπενθυμίζει το περιεχόμενο του μοναδικού λόγου αναιρέσεως και των έξι σκελών που τον αποτελούν.

8

Πρώτον, το EUIPO παρατηρεί ότι, με τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως τον οποίο προβάλλει, υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1). Αφενός, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε, στις σκέψεις 28 έως 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, δεδομένου ότι το εφαρμοστέο ratione temporis ουσιαστικό δίκαιο προσδιορίζεται βάσει της ημερομηνίας καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος και ότι η αίτηση καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος είχε κατατεθεί πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου την οποία θεσπίζουν τα άρθρα 126 και 127 (στο εξής: μεταβατική περίοδος) της Συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΕ 2020, L 29, σ. 7, στο εξής: Συμφωνία αποχώρησης), που συνήφθη στις 17 Οκτωβρίου 2019 και άρχισε να ισχύει την 1η Φεβρουαρίου 2020, το τμήμα προσφυγών όφειλε να λάβει υπόψη τα μη καταχωρισμένα προγενέστερα βρετανικά σήματα τα οποία επικαλέστηκε η πρωτοδίκως προσφεύγουσα. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο κακώς απέρριψε, στη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τον ισχυρισμό ότι η κρίσιμη ημερομηνία για την επίλυση της υπό εξέταση διαφοράς είναι η ημερομηνία έκδοσης της επίδικης αποφάσεως.

9

Δεύτερον, το EUIPO εκθέτει ότι, με το πρώτο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως, προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στις σκέψεις 28 έως 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, συγχέει το προκαταρκτικό ζήτημα του προσδιορισμού του εφαρμοστέου ratione temporis δικαίου με το δικονομικό και ουσιαστικό ζήτημα της ισχύος του προγενέστερου δικαιώματος κατά την ημερομηνία της έκδοσης της αποφάσεως επί της ανακοπής.

10

Τρίτον, το EUIPO επισημαίνει ότι, με το δεύτερο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως, υποστηρίζει ότι, στις σκέψεις 29 και 30 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε εσφαλμένως σε νομολογία η οποία δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω, καθόσον αυτή αφορά την ενδεχόμενη εξαφάνιση του προγενέστερου δικαιώματος μετά την έκδοση της αποφάσεως κατά της οποίας βάλλει η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, εξαφάνιση η οποία δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της αποφάσεως αυτής.

11

Τέταρτον, το EUIPO αναφέρει ότι, με το τρίτο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως, προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι εσφαλμένως στηρίχθηκε στο γεγονός ότι η Συμφωνία αποχώρησης δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη περί των ανακοπών οι οποίες ασκούνται πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, αντί να εφαρμόσει τον γενικό κανόνα κατά τον οποίο το προγενέστερο δικαίωμα πρέπει να είναι σε ισχύ κατά τον χρόνο της έκδοσης της τελικής αποφάσεως επί της ανακοπής.

12

Πέμπτον, το EUIPO επισημαίνει ότι, με το τέταρτο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως, υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τη διάκριση μεταξύ των αγωγών λόγω προσβολής σήματος και των διοικητικών διαδικασιών οι οποίες αφορούν τα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αυτή εκτίθεται, μεταξύ άλλων, στη σκέψη 47 της αποφάσεως της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Fédération Cynologique Internationale (C‑561/11, EU:C:2013:91), και στις σκέψεις 61 και 62 της αποφάσεως της 21ης Ιουλίου 2016, Apple and Pear Australia και Star Fruits Diffusion κατά EUIPO (C‑226/15 P, EU:C:2016:582), τεκμαίροντας εσφαλμένως ότι η άρνηση καταχώρισης του επίμαχου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα εξασφάλιζε την προστασία των προγενέστερων δικαιωμάτων έναντι της παράνομης χρήσης του σήματος αυτού, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας καταθέσεως του σήματος και της λήξης της μεταβατικής περιόδου. Κατά συνέπεια, κατά το EUIPO, λόγω του ως άνω νομικού σφάλματος το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εσφαλμένως, στη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, αφενός, υφίστατο σύγκρουση μεταξύ της εν λόγω αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των επίμαχων προγενέστερων βρετανικών δικαιωμάτων κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και, αφετέρου, ότι η πρωτοδίκως προσφεύγουσα είχε έννομο συμφέρον για την ευδοκίμηση της ανακοπής της.

13

Έκτον, το EUIPO εκθέτει ότι, με το πέμπτο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως, προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης, όπως αυτή αντανακλάται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, ούτε την αρχή της εδαφικότητας των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, καθόσον έκρινε, στη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ενδεχόμενη μετατροπή της αιτήσεως καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αιτήσεις καταχωρίσεως εθνικών σημάτων δεν θα επηρέαζε το συμφέρον της πρωτοδίκως προσφεύγουσας για την ευδοκίμηση της ανακοπής ούτε την ύπαρξη σύγκρουσης μεταξύ των προγενέστερων βρετανικών δικαιωμάτων και του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο αφορούσε η αίτηση, καθώς και μεταξύ των δικαιωμάτων αυτών και των εθνικών σημάτων που ενδεχομένως θα προέκυπταν από τη μετατροπή της αιτήσεως.

14

Έβδομον, το EUIPO επισημαίνει ότι, με το έκτο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως, προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν ερμήνευσε, στις σκέψεις 30, 31, 34 και 36 έως 39 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 υπό το πρίσμα του γράμματός του, του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται και των σκοπών του, αντιθέτως προς τις απαιτήσεις της νομολογίας του Δικαστηρίου, και ιδίως ότι παρέβη τον επιδιωκόμενο από τη συγκεκριμένη διάταξη σκοπό της προστασίας των συμφερόντων των δικαιούχων των προγενέστερων δικαιωμάτων διά της διαφυλάξεως της ουσιώδους λειτουργίας των δικαιωμάτων αυτών έναντι συγκρούσεων με τυχόν μεταγενέστερα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

15

Κατά δεύτερον, το EUIPO υποστηρίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως εγείρει το ζήτημα της επιρροής που ασκεί η ex nunc εξαφάνιση του προγενέστερου δικαιώματος, εκκρεμούσης της διοικητικής διαδικασίας, επί του σκοπού της διαδικασίας ανακοπής, επί του συμφέροντος του ανακόπτοντος για την ευδοκίμηση της ανακοπής και επί του ζητήματος αν το EUIPO υποχρεούται να λάβει υπόψη το εν λόγω δικαίωμα, το δε ζήτημα αυτό είναι σημαντικό για την ενότητα, τη συνοχή και την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 58α, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

16

Συναφώς, πρώτον, το EUIPO υποστηρίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως εγείρει ένα οριζόντιο ζήτημα, ήτοι το ζήτημα αν η θεμελιώδης προϋπόθεση του εννόμου συμφέροντος για την άσκηση προσφυγής και για τη συνέχιση της διαδικασίας ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, η οποία διατυπώθηκε, μεταξύ άλλων, στη σκέψη 42 της αποφάσεως της 7ης Ιουνίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής (C‑362/05 P, EU:C:2007:322), και η οποία υπομνήσθηκε στα σημεία 63 έως 68 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα G. Pitruzzella στην υπόθεση Izba Gospodarcza Producentów i Operatorów Urządzeń Rozrywkowych (C‑560/18 P, EU:C:2019:1052), είναι κρίσιμη για την ερμηνεία διατάξεων, όπως το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, οι οποίες διέπουν τις διοικητικές διαδικασίες που αφορούν τα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, το ζήτημα αυτό άπτεται του σκοπού της διαδικασίας ανακοπής, υπό το πρίσμα της ουσιώδους λειτουργίας του προγενέστερου δικαιώματος, λειτουργίας η οποία αποτελεί ένα από τα θεμέλια των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και του συστήματος του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

17

Δεύτερον, το EUIPO ισχυρίζεται ότι το ζήτημα που εγείρεται με την αίτηση αναιρέσεως βαίνει πέραν των λόγων αναιρέσεως αυτών καθεαυτούς, με αποτέλεσμα η παροχή διευκρινίσεων από το Δικαστήριο να είναι αναγκαία τόσο για τους ιδιώτες όσο και για τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Ειδικότερα, κατ’ αρχάς, το ζήτημα αυτό δεν συνδέεται αποκλειστικά με την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ένωση, αλλά αφορά επίσης κάθε άλλη περίπτωση ex nunc εξαφάνισης του προγενέστερου δικαιώματος κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, ιδίως στο πλαίσιο των συχνών περιπτώσεων λήξης της ισχύος του οικείου δικαιώματος, έκπτωσης ή παραίτησης από αυτό κατά τη διάρκεια της ως άνω διαδικασίας. Περαιτέρω, το εν λόγω ζήτημα δεν περιορίζεται στην ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 ή στην εξαφάνιση των μη καταχωρισθέντων προγενέστερων σημάτων, αλλά αφορά όλους τους προβλεπόμενους στα άρθρα 8 και 53 του κανονισμού σχετικούς λόγους απαραδέκτου και ακυρότητας, καθώς και την εξαφάνιση κάθε προγενέστερου δικαιώματος του οποίου γίνεται επίκληση στο πλαίσιο των λόγων αυτών, δεδομένου ότι το εν λόγω προγενέστερο δικαίωμα μπορεί να είναι δικαίωμα του οποίου η ισχύς δεν είναι μόνον τοπική, σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εθνικό σήμα, πνευματικό δικαίωμα ή ακόμη σχέδιο, υπόδειγμα ή δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Τέλος, το συγκεκριμένο ζήτημα δεν αφορά μόνον τις διαδικασίες ενώπιον του EUIPO, αλλά όλες τις διαδικασίες ενώπιον των εθνικών διοικητικών ή δικαστικών αρχών οι οποίες αφορούν τους σχετικούς λόγους απαραδέκτου και τους λόγους ακυρότητας που στηρίζονται σε προγενέστερα δικαιώματα, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2436 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 2015, L 336, σ. 1), ιδίως δε του άρθρου 5 αυτής.

18

Τρίτον, το EUIPO εκτιμά ότι το ζήτημα που εγείρεται με την αίτηση αναιρέσεως άπτεται της ήδη εξετασθείσας από το Δικαστήριο προβληματικής περί της θεμελιώδους διαφοράς μεταξύ των διοικητικών διαδικασιών οι οποίες αφορούν τα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των αγωγών λόγω προσβολής σήματος, περίσταση η οποία δεν ελήφθη υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

19

Τέταρτον, το EUIPO υποστηρίζει ότι το ως άνω ζήτημα αφορά τη θεμελιώδη αρχή της εδαφικότητας των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, την οποία το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι υπάρχει δυνητική σύγκρουση μεταξύ των προγενέστερων βρετανικών δικαιωμάτων και των εθνικών σημάτων που θα προέκυπταν από ενδεχόμενη μετατροπή της αιτήσεως καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

20

Πέμπτον, το EUIPO φρονεί ότι το ζήτημα αυτό δεν έχει τύχει ενιαίας αντιμετώπισης στη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου. Ειδικότερα, μέχρι πρόσφατα προέκυπτε παγίως από τις αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου, μεταξύ δε άλλων από τις αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2006, MIP Metro κατά ΓΕΕΑ – Tesco Stores (METRO) (T‑191/04, EU:T:2006:254, σκέψεις 30 έως 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 2ας Ιουνίου 2021, Style & Taste κατά EUIPO – The Polo/Lauren Company (Αναπαράσταση παίκτη του πόλο) (T‑169/19, EU:T:2021:318, σκέψεις 22 έως 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), καθώς και από τη διάταξη της 20ής Ιουλίου 2021, Coravin κατά EUIPO – Cora (CORAVIN) (T‑500/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:493, σκέψεις 32 έως 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), ότι το προγενέστερο δικαίωμα πρέπει να είναι σε ισχύ κατά τον χρόνο κατά τον οποίο το EUIPO αποφαίνεται επί της ανακοπής ή της αίτησης για την κήρυξη ακυρότητας. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο απέκλινε από τη νομολογία αυτή σε σειρά αποφάσεων που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση, μεταξύ άλλων στις αποφάσεις της 30ής Ιανουαρίου 2020, Grupo Textil Brownie κατά EUIPO – The Guide Association (BROWNIE) (T‑598/18, EU:T:2020:22), και της 23ης Σεπτεμβρίου 2020, Bauer Radio κατά EUIPO – Weinstein (MUSIKISS) (T‑421/18, EU:T:2020:433), από τις οποίες προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι κρίσιμη συναφώς είναι μόνον η ισχύς του προγενέστερου δικαιώματος κατά την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πλην όμως, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε την ύπαρξη των αποκλινουσών αυτών νομολογιακών γραμμών και δεν εξήγησε την προσέγγιση που υιοθέτησε με τη συγκεκριμένη απόφαση, όπερ εγείρει, αφ’ εαυτού, σημαντικό ζήτημα για την ενότητα, τη συνοχή και την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης.

21

Έκτον, το EUIPO διατείνεται ότι η αίτηση αναιρέσεως άπτεται της θεμελιώδους αρχής του ενιαίου χαρακτήρα των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία απηχεί τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να θεσπίσει ενιαίο σύστημα των σημάτων της Ένωσης, ως εναλλακτική λύση έναντι των εθνικών σημάτων, για τις επιχειρήσεις που επιθυμούν να αναπτύξουν τη δραστηριότητά τους στο επίπεδο της Ένωσης, και εγείρει το ζήτημα της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ της νομοθετικής εξουσίας και της δικαστικής εξουσίας, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο αντικατέστησε με νέο κανόνα τον γενικό κανόνα κατά τον οποίο το προγενέστερο δικαίωμα πρέπει να είναι σε ισχύ κατά τον χρόνο της έκδοσης της αποφάσεως του EUIPO επί της ανακοπής.

22

Έβδομον, το EUIPO υποστηρίζει ότι η προσέγγιση την οποία υιοθέτησε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση συνεπάγεται κίνδυνο ανασφάλειας δικαίου και έλλειψης αμοιβαιότητας, καθόσον αντιβαίνει προς τα αποτελέσματα του άρθρου 50, παράγραφος 3, ΣΕΕ και των άρθρων 126 και 127 της Συμφωνίας αποχώρησης και του επιβάλλει την υποχρέωση να εξετάσει σχετικό λόγο απαραδέκτου σε σχέση με επικράτεια εντός της οποίας το επίμαχο σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θα τυγχάνει καμίας προστασίας. Ειδικότερα, μια τέτοια προσέγγιση ενδέχεται να προκαλέσει για τον λόγο αυτόν αθέμιτη ανισορροπία υπέρ των βρετανικών δικαιωμάτων, τα οποία θα προστατεύονται καλύτερα στην Ένωση απ’ ό,τι τα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

23

Προκαταρκτικώς, τονίζεται ότι στον αναιρεσείοντα απόκειται να τεκμηριώσει ότι τα ζητήματα που εγείρονται με την αίτηση αναιρέσεως είναι σημαντικά για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης (διάταξη της 10ης Δεκεμβρίου 2021, EUIPO κατά The KaiKai Company Jaeger Wichmann, C‑382/21 P, EU:C:2021:1050, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

24

Επιπλέον, όπως προκύπτει από το άρθρο 58α, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με το άρθρο 170α, παράγραφος 1, και το άρθρο 170β, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, η αίτηση για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να έχει το Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφανθεί επί της αιτήσεως εγκρίσεως και να προσδιορίσει, σε περίπτωση εν μέρει εγκρίσεως, τους λόγους αναιρέσεως ή τα σκέλη των λόγων αναιρέσεως τα οποία θα πρέπει να αφορά το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως. Ειδικότερα, δεδομένου ότι ο μηχανισμός της προηγούμενης εγκρίσεως της εξετάσεως των αιτήσεων αναιρέσεως, που προβλέπεται στο άρθρο 58α του εν λόγω Οργανισμού, αποσκοπεί στον περιορισμό του ελέγχου του Δικαστηρίου μόνο στα ζητήματα που έχουν σημασία για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης, μόνον οι λόγοι αναιρέσεως που εγείρουν τέτοια ζητήματα, την ύπαρξη των οποίων αποδεικνύει ο αναιρεσείων, πρέπει να εξετάζονται από το Δικαστήριο κατ’ αναίρεση (διατάξεις της 10ης Δεκεμβρίου 2021, EUIPO κατά The KaiKai Company Jaeger Wichmann, C‑382/21 P, EU:C:2021:1050, σκέψη 21, και της 7ης Ιουνίου 2022, Magic Box Int. Toys κατά EUIPO, C‑194/22 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2022:463, σκέψη 14).

25

Επομένως, η αίτηση για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να παραθέτει σαφώς και επακριβώς τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η αίτηση αναιρέσεως, να προσδιορίζει με την ίδια ακρίβεια και σαφήνεια το νομικό ζήτημα που εγείρει κάθε λόγος αναιρέσεως, να διευκρινίζει αν το ζήτημα αυτό είναι σημαντικό για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης και να εκθέτει ειδικώς τους λόγους για τους οποίους το εν λόγω ζήτημα είναι σημαντικό υπό το πρίσμα του κριτηρίου του οποίου γίνεται επίκληση. Όσον αφορά, ιδίως, τους λόγους αναιρέσεως, η αίτηση εγκρίσεως της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να προσδιορίζει τη διάταξη του δικαίου της Ένωσης ή τη νομολογία στην οποία αντιβαίνει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ή διάταξη, να εκθέτει συνοπτικώς σε τι συνίσταται η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία φέρεται να υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο και να επισημαίνει σε ποιο βαθμό η πλάνη αυτή επηρέασε το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ή διάταξη. Όταν η προβαλλόμενη πλάνη περί το δίκαιο απορρέει από παράβαση της νομολογίας, η αίτηση για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να εκθέτει συνοπτικώς, αλλά σαφώς και επακριβώς, πρώτον, πού έγκειται η προβαλλόμενη αντίφαση, προσδιορίζοντας τόσο τις σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ή διατάξεως κατά των οποίων βάλλει ο αναιρεσείων όσο και τις σκέψεις της αποφάσεως του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου που παραβιάστηκαν, και, δεύτερον, τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους η αντίφαση αυτή εγείρει σημαντικό ζήτημα για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης (διάταξη της 10ης Δεκεμβρίου 2021, EUIPO κατά The KaiKai Company Jaeger Wichmann, C‑382/21 P, EU:C:2021:1050, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26

Εν προκειμένω, από τις σκέψεις 28 έως 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις οποίες παραθέτει το EUIPO, προκύπτει ότι, κατά το Γενικό Δικαστήριο, από την «πάγια πλέον» νομολογία του προκύπτει ότι, κατ’ αντιστοιχία προς τη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία καθοριστικής σημασίας για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου είναι η ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος κατά της οποίας ασκείται ανακοπή, η ύπαρξη σχετικού λόγου απαραδέκτου πρέπει να εκτιμάται κατά τον χρόνο καταθέσεως της εν λόγω αιτήσεως καταχωρίσεως. Συνεπώς, το ενδεχόμενο να απολέσει το προγενέστερο σήμα την ιδιότητα του καταχωρισμένου σε κράτος μέλος σήματος σε χρόνο μεταγενέστερο της καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παραδείγματος χάριν λόγω πιθανής αποχώρησης του οικείου κράτους μέλους από την Ένωση, είναι κατ’ αρχήν άνευ σημασίας. Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού, αφενός, ότι, δεδομένου ότι η αίτηση καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος είχε κατατεθεί πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, ειδικότερα δε πριν ακόμη από την έναρξη ισχύος της Συμφωνίας αποχώρησης, τα μη καταχωρισμένα προγενέστερα σήματα των οποίων έγινε επίκληση προς στήριξη της ανακοπής κατά της εν λόγω αιτήσεως ήταν, αφ’ ης στιγμής είχαν χρησιμοποιηθεί στις συναλλαγές στο Ηνωμένο Βασίλειο, κατ’ αρχήν ικανά να στηρίξουν μια τέτοια ανακοπή και, αφετέρου, ότι το τμήμα προσφυγών όφειλε να έχει λάβει υπόψη την περίσταση αυτή στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς του, όπερ, ωστόσο, αρνήθηκε να πράξει στηριζόμενο αποκλειστικώς στο γεγονός ότι κατά τον χρόνο έκδοσης της αποφάσεως είχε λήξει η μεταβατική περίοδος.

27

Επιπλέον, στη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την οποία επίσης παραθέτει το EUIPO, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι μετά το πέρας της μεταβατικής περιόδου δεν θα μπορούσε πλέον να υπάρξει σύγκρουση μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων, εντούτοις, στην περίπτωση καταχωρίσεως του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, μια τέτοια σύγκρουση θα μπορούσε να υπάρξει κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της λήξης της μεταβατικής περιόδου. Συνακόλουθα, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε, όπως υπενθυμίζει το EUIPO, ότι η πρωτοδίκως προσφεύγουσα είχε έννομο συμφέρον για την ευδοκίμηση της ανακοπής της όσον αφορά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.

28

Συνεπώς, εντός του πλαισίου της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση και της λήξης της μεταβατικής περιόδου κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον του EUIPO, το Γενικό Δικαστήριο, όπως υπενθυμίζει το EUIPO, έκρινε στη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε το EUIPO δεν ήταν ικανό να στηρίξει τη θέση του σύμφωνα με την οποία η ημερομηνία έκδοσης της επίδικης αποφάσεως, ήτοι το μοναδικό στοιχείο της υπό κρίση υπόθεσης που ήταν μεταγενέστερο της λήξης της μεταβατικής περιόδου, ήταν η κρίσιμη ημερομηνία για την επίλυση της διαφοράς και ότι, ως εκ τούτου, έπρεπε να γίνει δεκτός ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως και να ακυρωθεί η επίδικη απόφαση, σύμφωνα με το πρώτο αίτημα που υπέβαλε η πρωτοδίκως προσφεύγουσα.

29

Κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι το EUIPO περιγράφει με ακρίβεια και σαφήνεια τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, διευκρινίζοντας, κατ’ αρχάς, ότι το Γενικό Δικαστήριο συγχέει το προκαταρκτικό ζήτημα του προσδιορισμού της εφαρμοστέας ratione temporis νομοθεσίας με το δικονομικό και ουσιαστικό ζήτημα της ισχύος του προγενέστερου δικαιώματος κατά την ημερομηνία της έκδοσης της αποφάσεως επί της ανακοπής, εν συνεχεία, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την καθιερωθείσα από τη νομολογία του Δικαστηρίου διάκριση μεταξύ των αγωγών λόγω προσβολής σήματος και των διοικητικών διαδικασιών οι οποίες αφορούν τα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τεκμαίροντας ότι η άρνηση καταχώρισης του επίμαχου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα εξασφάλιζε την προστασία των προγενέστερων δικαιωμάτων έναντι της παράνομης χρήσης του σήματος αυτού, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της καταθέσεως της εν λόγω αίτησης καταχωρίσεως και της λήξης της μεταβατικής περιόδου, και τέλος, ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη, κατ’ αντίθεση προς τη νομολογία του Δικαστηρίου, τον επιδιωκόμενο από το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 σκοπό της προστασίας των συμφερόντων των δικαιούχων προγενέστερων σημάτων διά της διαφυλάξεως της ουσιώδους λειτουργίας των δικαιωμάτων αυτών έναντι συγκρούσεων με τυχόν μεταγενέστερα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

30

Ειδικότερα, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τα επιχειρήματα κατά τα οποία το Γενικό Δικαστήριο παρέβη τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τη διάκριση μεταξύ των αγωγών λόγω προσβολής σήματος και των διοικητικών διαδικασιών οι οποίες αφορούν τα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αυτή προκύπτει από τις αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Fédération Cynologique Internationale (C‑561/11, EU:C:2013:91, σκέψη 47), και της 21ης Ιουλίου 2016, Apple and Pear Australia και Star Fruits Diffusion κατά EUIPO (C‑226/15 P, EU:C:2016:582, σκέψεις 61 και 62), την πάγια νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου περί των αποτελεσμάτων της εξαφάνισης του προγενέστερου δικαιώματος κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ανακοπής και της διαδικασίας για την κήρυξη ακυρότητας ενώπιον του EUIPO, όπως αυτή προκύπτει από τις αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2006, MIP Metro κατά OHMI – Tesco Stores (METRO) (T‑191/04, EU:T:2006:254, σκέψεις 30 και 34), και της 2ας Ιουνίου 2021, Style & Taste κατά EUIPO – The Polo κατά Lauren Company (Αναπαράσταση παίκτη του πόλο) (T‑169/19, EU:T:2021:318, σκέψεις 22 έως 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), καθώς και τον σκοπό του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, με τον οποίον επιδιώκεται η προστασία της ουσιώδους λειτουργίας του προγενέστερου σήματος, διαπιστώνεται ότι το EUIPO προσδιόρισε τόσο τις βαλλόμενες σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όσο και τα σημεία των αποφάσεων και τις διατάξεις που παραβιάστηκαν κατά τη γνώμη του.

31

Κατά δεύτερον, το EUIPO προσάπτει, ιδίως, στο Γενικό Δικαστήριο ότι κακώς κατέληξε, στη σκέψη 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο συμπέρασμα κατά το οποίο τα επίμαχα μη καταχωρισμένα βρετανικά προγενέστερα σήματα ήταν, κατ’ αρχήν, ικανά να στηρίξουν την ανακοπή της πρωτοδίκως προσφεύγουσας και, επομένως, το τμήμα προσφυγών όφειλε να τα έχει λάβει υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς του, παρά το γεγονός ότι η μεταβατική περίοδος είχε λήξει κατά τον χρόνο της έκδοσης της επίδικης αποφάσεως, και ότι κακώς διευκρίνισε, στη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απαντώντας σε επιχείρημα του EUIPO, ότι η πρωτοδίκως προσφεύγουσα είχε έννομο συμφέρον για την ευδοκίμηση της ανακοπής της όσον αφορά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ημερομηνίας λήξεως της μεταβατικής περιόδου. Όπως υπενθυμίζει το EUIPO, βάσει αυτών ιδίως των εκτιμήσεων ακύρωσε το Γενικό Δικαστήριο την επίδικη απόφαση. Επομένως, από την αίτηση εγκρίσεως της αιτήσεως αναιρέσεως προκύπτει σαφώς ότι η φερόμενη ως εσφαλμένη ερμηνεία των διαδικαστικών και ουσιαστικών απαιτήσεων που ισχύουν στο πλαίσιο των διαδικασιών ανακοπής ενώπιον του EUIPO, στην οποία στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο, άσκησε καθοριστική επιρροή στο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

32

Κατά τρίτον, σύμφωνα με το βάρος αποδείξεως που φέρει ο αιτών την έγκριση της εξετάσεως αιτήσεως αναιρέσεως, ο αναιρεσείων πρέπει να τεκμηριώσει ότι, ανεξαρτήτως των νομικών ζητημάτων που προβάλλει με την αίτηση αναιρέσεως, η τελευταία αυτή αίτηση εγείρει ένα ή περισσότερα σημαντικά ζητήματα για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης δεδομένου ότι το περιεχόμενο του συγκεκριμένου κριτηρίου υπερβαίνει το πλαίσιο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και, εν τέλει, της αιτήσεως αναιρέσεως (διάταξη της 10ης Δεκεμβρίου 2021, EUIPO κατά The KaiKai Company Jaeger Wichmann, C‑382/21 P, EU:C:2021:1050, σκέψη 27).

33

Προς τούτο, πρέπει να αποδεικνύεται τόσο η ύπαρξη όσο και η σπουδαιότητα τέτοιων ζητημάτων, μέσω συγκεκριμένων και ιδιαίτερων στοιχείων της υπό κρίση περίπτωσης, και όχι απλώς μέσω γενικής φύσεως επιχειρημάτων (διάταξη της 10ης Δεκεμβρίου 2021, EUIPO κατά The KaiKai Company Jaeger Wichmann, C‑382/21 P, EU:C:2021:1050, σκέψη 28).

34

Πλην όμως, εν προκειμένω, το EUIPO προσδιορίζει το ζήτημα που εγείρεται με τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως, το οποίο συνίσταται, κατ’ ουσίαν, στον καθορισμό της ημερομηνίας και των περιστάσεων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση του εννόμου συμφέροντος του δικαιούχου προγενέστερου δικαιώματος για την ευδοκίμηση ανακοπής κατά αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για την εκτίμηση της υποχρέωσης του EUIPO να λάβει υπόψη το εν λόγω προγενέστερο δικαίωμα, όταν, αφενός, η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαφορά αφορά απόφαση εκδοθείσα κατόπιν διαδικασίας ανακοπής στηριζόμενης σε προγενέστερο δικαίωμα προστατευόμενο μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο και όταν, αφετέρου, η μεταβατική περίοδος έχει λήξει κατά την ημερομηνία της έκδοσης της εν λόγω αποφάσεως. Γενικότερα, το επίμαχο ζήτημα αφορά, κατά το EUIPO, τις συνέπειες που έχει η ex nunc εξαφάνιση του προγενέστερου δικαιώματος, κατά τη διάρκεια διαδικασίας ανακοπής ή διαδικασίας για την κήρυξη ακυρότητας ενώπιον του EUIPO, επί της έκβασης της διαδικασίας αυτής.

35

Επιπλέον, το EUIPO εκθέτει τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους το ζήτημα αυτό είναι σημαντικό για την ενότητα, τη συνοχή και την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης.

36

Το EUIPO επισημαίνει ειδικότερα ότι το ανωτέρω ζήτημα αφορά το κατά πόσον ισχύει στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών οι οποίες αφορούν τα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης η θεμελιώδης προϋπόθεση του εννόμου συμφέροντος για την άσκηση προσφυγής και για τη συνέχιση της διαδικασίας, καθώς και τις αρχές που συνιστούν τους πυλώνες του δικαίου της διανοητικής ιδιοκτησίας, ήτοι την αρχή της εδαφικότητας, την αρχή του ενιαίου χαρακτήρα του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη θεμελιώδη έννοια της ουσιώδους λειτουργίας του σήματος, εντός του πλαισίου της λήξεως της μεταβατικής περιόδου. Επιπλέον, το ζήτημα αυτό αφορά τη διαπιστωθείσα από τη νομολογία ουσιώδη διαφορά μεταξύ, αφενός, των διοικητικών διαδικασιών οι οποίες αφορούν τα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, αφετέρου, των αγωγών λόγω προσβολής σήματος.

37

Συναφώς, κατ’ αρχάς, το EUIPO υπογραμμίζει τον οριζόντιο χαρακτήρα του ζητήματος αν η προϋπόθεση του εννόμου συμφέροντος για την άσκηση προσφυγής και για τη συνέχιση της διαδικασίας, η οποία ισχύει στο πλαίσιο των ενδίκων διαδικασιών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου, ασκεί επιρροή στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών οι οποίες αφορούν τα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αν, εν τέλει, το έννομο συμφέρον για την ευδοκίμηση διοικητικής προσφυγής πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς της ερμηνείας του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 και, κατ’ επέκταση, για τους σκοπούς της ερμηνείας άλλων διατάξεων του κανονισμού αυτού που αφορούν τέτοιες διαδικασίες.

38

Εν συνεχεία, επισημαίνει ότι η παροχή διευκρινίσεων από το Δικαστήριο είναι αναγκαία τόσο για τους χρήστες του συστήματος του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και για τα εθνικά δικαστήρια, λαμβανομένου, μεταξύ άλλων, υπόψη ότι το ζήτημα που εγείρεται δεν αφορά μόνον τις συνέπειες της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση, αλλά και όλες τις συχνές, στον τομέα της διανοητικής ιδιοκτησίας, περιπτώσεις εξαφάνισης προγενέστερου δικαιώματος κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, ιδίως σε περίπτωση έκπτωσης από δικαίωμα επί του σήματος ή λήξης της ισχύος του δικαιώματος αυτού. Συναφώς, όσον αφορά το ζήτημα αν το προγενέστερο δικαίωμα πρέπει να είναι σε ισχύ κατά τον χρόνο της έκδοσης της τελικής απόφασης του EUIPO ή μόνον κατά την ημερομηνία της αιτήσεως καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το EUIPO εκθέτει την αντιφατική νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου στον τομέα αυτό και υπογραμμίζει τη συνάφεια μεταξύ του εν λόγω ζητήματος και του ζητήματος της ex nunc εξαφάνισης ενός τέτοιου προγενέστερου δικαιώματος κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας, τονίζοντας ότι προέβαλε το τελευταίο αυτό ζήτημα στο πλαίσιο υπόθεσης που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου.

39

Τέλος, το EUIPO επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, ότι το ζήτημα το οποίο εγείρει αφορά τη θεμελιώδη αρχή του ενιαίου χαρακτήρα του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον οποίο επιδίωξε ο νομοθέτης της Ένωσης κατά τη θέσπιση του σήματος αυτού στην έννομη τάξη της Ένωσης, σε ένα πλαίσιο όπου, ελλείψει ειδικών κανόνων προβλεπόμενων από τον κανονισμό 207/2009 ή από τη Συμφωνία αποχώρησης, το Γενικό Δικαστήριο διατύπωσε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κανόνα ο οποίος δεν λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα του άρθρου 50, παράγραφος 3, ΣΕΕ και των άρθρων 126 και 127 της Συμφωνίας αποχώρησης και υποχρεώνει το EUIPO να εξετάσει σχετικό λόγο απαραδέκτου σε σχέση με επικράτεια εντός της οποίας, εν πάση περιπτώσει, το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν θα τυγχάνει καμίας προστασίας. Τονίζει επιπλέον ότι, πέραν των κινδύνων τους οποίους συνεπάγεται η προσέγγιση αυτή υπό το πρίσμα της αρχής της ασφάλειας δικαίου, μια τέτοια προσέγγιση συνεπάγεται επίσης κινδύνους υπό το πρίσμα της αρχής της αμοιβαιότητας, δεδομένου ότι είναι ικανή να προκαλέσει ανισορροπία μεταξύ της προστασίας των προγενέστερων βρετανικών δικαιωμάτων εντός της Ένωσης και της προστασίας των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Ηνωμένο Βασίλειο.

40

Επομένως, από την αίτηση εγκρίσεως της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως προκύπτει ότι το ζήτημα που τίθεται με την αίτηση αναιρέσεως βαίνει πέραν του πλαισίου της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και, εν τέλει, της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως.

41

Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που εξέθεσε το EUIPO, διαπιστώνεται ότι με την αίτησή του για την έγκριση της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως τεκμηριώνεται επαρκώς κατά νόμον ότι η αίτηση αναιρέσεως εγείρει σημαντικό ζήτημα για την ενότητα, τη συνοχή και την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης.

42

Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να εγκριθεί η εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

43

Κατά το άρθρο 170β, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, εφόσον η εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως εγκριθεί, εν όλω ή εν μέρει, υπό το πρίσμα των κριτηρίων του άρθρου 58α, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η διαδικασία συνεχίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 171 έως 190α του εν λόγω κανονισμού.

44

Κατά το άρθρο 137 του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην κατ’ αναίρεση διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο αποφασίζει για τα έξοδα με την απόφαση ή τη διάταξη που περατώνει τη δίκη.

45

Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως εγκρίθηκε, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα εγκρίσεως της εξετάσεως των αναιρέσεων) διατάσσει:

 

1)

Εγκρίνει την εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως.

 

2)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top