EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CJ0356

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 12ης Ιανουαρίου 2023.
J.K. κατά TP S.A.
Αίτηση του Sąd Rejonowy dla m.st. Warszawy w Warszawie για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ – Όροι πρόσβασης στην αυτοαπασχόληση – Εργασιακές συνθήκες και όροι απασχόλησης – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω γενετήσιου προσανατολισμού – Ελεύθερος επαγγελματίας που εργάζεται βάσει σύμβασης έργου – Λύση και μη ανανέωση σύμβασης – Ελευθερία επιλογής του αντισυμβαλλομένου.
Υπόθεση C-356/21.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:9

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 12ης Ιανουαρίου 2023 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ – Όροι πρόσβασης στην αυτοαπασχόληση – Εργασιακές συνθήκες και όροι απασχόλησης – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω γενετήσιου προσανατολισμού – Ελεύθερος επαγγελματίας που εργάζεται βάσει σύμβασης έργου – Λύση και μη ανανέωση σύμβασης – Ελευθερία επιλογής του αντισυμβαλλομένου»

Στην υπόθεση C‑356/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sąd Rejonowy dla m. st. Warszawy w Warszawie (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Βαρσοβίας, Πολωνία) με απόφαση της 16ης Μαρτίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Ιουνίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

J. K.

κατά

TP S.A.

παρισταμένης της:

PTPA,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, M. L. Arastey Sahún (εισηγήτρια), F. Biltgen, N. Wahl και J. Passer, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: T. Ćapeta

γραμματέας: M. Siekierzyńska, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 31ης Μαΐου 2022,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο J.K., εκπροσωπούμενος από τον P. Knut, adwokat, την M. R. Oyarzabal Arigita, abogada, και τον B. Van Vooren, advocaat,

η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna, την E. Borawska-Kędzierska και την A. Siwek-Ślusarek,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις C. Pochet, L. Van den Broeck και M. Van Regemorter,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις K. Bulterman και P. Huurnink,

η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις C. Alves, P. Barros da Costa και A. Pimenta,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον D. Martin και την A. Szmytkowska,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ, και του άρθρου 17 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του J. K. (στο εξής: ενάγων) και της TP S.A., σχετικά με αίτημα αποκατάστασης της ζημίας που προέκυψε από την άρνηση της εταιρίας αυτής να ανανεώσει τη σύμβαση έργου που είχε συνάψει με τον ενάγοντα για λόγο στηριζόμενο, κατά την άποψή του, στον γενετήσιο προσανατολισμό του.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 9, 11 και 12 της οδηγίας 2000/78 έχουν ως εξής:

«(9)

Η απασχόληση και η εργασία αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία για τη διασφάλιση των ίσων ευκαιριών για όλους και συντελούν σε μεγάλο βαθμό στην πλήρη συμμετοχή των πολιτών στην οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική ζωή καθώς και στην προσωπική ανέλιξη.

[…]

(11)

Οι διακρίσεις λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού μπορούν να υπονομεύσουν την επίτευξη των στόχων της συνθήκης ΕΚ, ειδικότερα δε την επίτευξη υψηλού επιπέδου απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και της ποιότητας ζωής, την οικονομική και κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη.

(12)

Προς τούτο, πρέπει να απαγορεύεται σε όλη την Κοινότητα κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στους τομείς που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία. Η απαγόρευση των διακρίσεων πρέπει να εφαρμόζεται και σε υπηκόους τρίτων χωρών, αλλά δεν καλύπτει τη διαφορετική μεταχείριση λόγω ιθαγένειας και δεν θίγει τις διατάξεις που ρυθμίζουν την είσοδο και την παραμονή υπηκόων τρίτων χωρών και την πρόσβασή τους στην απασχόληση και την επαγγελματική δραστηριότητα.»

4

Το άρθρο 1 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σκοπός», ορίζει τα εξής:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη.»

5

Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Η έννοια των διακρίσεων», προβλέπει στην παράγραφο 5 τα ακόλουθα:

«Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τα μέτρα που προβλέπει ο εθνικός νόμος και τα οποία σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι αναγκαία για την ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.»

6

Το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει στην παράγραφο 1, στοιχεία αʹ και γʹ, τα εξής:

«Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:

α)

τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, την αυτοαπασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, συμπεριλαμβανομένων των προαγωγών,

[…]

γ)

τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών».

7

Το άρθρο 17 της οδηγίας 2000/78, το οποίο επιγράφεται «Κυρώσεις», ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα εφαρμογής τους. Οι κυρώσεις, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν την καταβολή αποζημίωσης στο θύμα, πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες με την παράβαση και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή έως τις 2 Δεκεμβρίου 2003 το αργότερο και κοινοποιούν κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση το συντομότερο δυνατόν.»

Το πολωνικό δίκαιο

8

Το άρθρο 4 του ustawa o wdrożeniu niektórych przepisów Unii Europejskiej w zakresie równego traktowania (νόμου για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο ορισμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά την ίση μεταχείριση), της 3ης Δεκεμβρίου 2010 (Dz. U αριθ. 254, θέση 1700), στην ενοποιημένη έκδοσή του (Dz. U του 2016, σημείο 1219) (στο εξής: νόμος για την ίση μεταχείριση), ορίζει τα εξής:

«Ο παρών νόμος εφαρμόζεται:

[…]

2) στους όρους ανάληψης και άσκησης οικονομικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας, ιδίως στο πλαίσιο σχέσης εργασίας ή εργασίας παρεχόμενης δυνάμει σύμβασης αστικού δικαίου·

[…]».

9

Το άρθρο 5 του νόμου προβλέπει τα ακόλουθα:

«Ο νόμος δεν εφαρμόζεται [όσον αφορά]:

[…]

3) την ελευθερία επιλογής των συμβαλλομένων μερών, όταν η επιλογή δεν στηρίζεται στο φύλο, τη φυλετική καταγωγή, την εθνοτική καταγωγή ή την ιθαγένεια·

[…]».

10

Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, σημείο 2, του εν λόγω νόμου:

«Απαγορεύεται κάθε άνιση μεταχείριση φυσικού προσώπου λόγω φύλου, φυλετικής καταγωγής, εθνοτικής καταγωγής, ιθαγένειας, θρησκείας, πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού όσον αφορά:

[…]

2) τους όρους ανάληψης και άσκησης οικονομικών ή επαγγελματικών δραστηριοτήτων, ιδίως στο πλαίσιο σχέσης εργασίας ή εργασίας παρεχόμενης δυνάμει σύμβασης αστικού δικαίου».

11

Το άρθρο 13 του ιδίου νόμου ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Κάθε πρόσωπο το οποίο υπέστη άνιση μεταχείριση δικαιούται αποζημίωση.

2.   Στις περιπτώσεις παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης εφαρμόζονται οι διατάξεις του [ustawa – Kodeks cywilny (Αστικού Κώδικα) της 23ης Απριλίου 1964] […].»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

12

Μεταξύ του έτους 2010 και του έτους 2017 ο ενάγων συνήψε, στο πλαίσιο της ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητάς του, διαδοχικές συμβάσεις έργου μικρής διάρκειας με την TP, εταιρία η οποία διαχειρίζεται δημόσιο τηλεοπτικό σταθμό εθνικής εμβέλειας στην Πολωνία και έχει ως μοναδικό μέτοχο το Δημόσιο Ταμείο.

13

Με βάση τις εν λόγω συμβάσεις, ο ενάγων εκτελούσε εβδομαδιαίες βάρδιες στο τμήμα σύνταξης και προώθησης του καναλιού 1 της TP, κατά τη διάρκεια των οποίων προετοίμαζε οπτικοακουστικό υλικό, τρέιλερ και τηλεοπτικά προγράμματα για το προωθητικό υλικό της TP. O W.S., διευθυντής του τμήματος σύνταξης και προώθησης του καναλιού 1, ο οποίος ήταν ο άμεσα ιεραρχικά προϊστάμενος του ενάγοντος, ανέθετε σε αυτόν και σε έναν ακόμη δημοσιογράφο, ο οποίος εκτελούσε τα ίδια καθήκοντα, τις βάρδιες κατά τρόπον ώστε καθένας εξ αυτών να πραγματοποιεί δύο εβδομαδιαίες βάρδιες ανά μήνα.

14

Από τον Αύγουστο του 2017 σχεδιαζόταν η οργανωτική αναδιάρθρωση της TP, στο πλαίσιο της οποίας τα καθήκοντα του ενάγοντος επρόκειτο να μεταφερθούν σε ένα νεοσυσταθέν τμήμα, ήτοι στο τμήμα Δημιουργικού Σχεδιασμού, Σύνταξης και Διαφήμισης.

15

Κατά τη διάρκεια συνάντησης εργασίας που πραγματοποιήθηκε στα τέλη Οκτωβρίου 2017, επισημάνθηκε ότι ο ενάγων συγκαταλεγόταν μεταξύ των συνεργατών που αξιολογήθηκαν θετικώς ενόψει της αναδιάρθρωσης αυτής.

16

Στις 20 Νοεμβρίου 2017 συνήφθη νέα σύμβαση έργου μεταξύ του ενάγοντος και της TP διάρκειας ενός μηνός.

17

Στις 29 Νοεμβρίου 2017 ο ενάγων έλαβε το χρονοδιάγραμμα εργασίας του για τον μήνα Δεκέμβριο του 2017, το οποίο προέβλεπε δύο βάρδιες, που άρχιζαν αντιστοίχως στις 7 και στις 21 Δεκεμβρίου 2017.

18

Στις 4 Δεκεμβρίου 2017 ο ενάγων και ο σύντροφός του ανάρτησαν στο κανάλι τους στο YouTube χριστουγεννιάτικο μουσικό βίντεο το οποίο αποσκοπούσε στην προώθηση της ανοχής προς ομόφυλα ζευγάρια. Το βίντεο αυτό, με τίτλο «Pokochaj nas w święta» («Αγάπησέ μας τα Χριστούγεννα»), παρουσίαζε εορτασμό των Χριστουγέννων από ομόφυλα ζευγάρια.

19

Στις 6 Δεκεμβρίου 2017 ο ενάγων έλαβε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από τον W.S. με το οποίο ενημερωνόταν για την ακύρωση της εβδομαδιαίας βάρδιάς του που επρόκειτο να αρχίσει στις 7 Δεκεμβρίου 2017.

20

Στις 20 Δεκεμβρίου 2017 ο W.S. ενημέρωσε τον ενάγοντα ότι δεν προβλεπόταν πλέον να εργαστεί ούτε στην εβδομαδιαία βάρδια που θα άρχιζε στις 21 Δεκεμβρίου 2017.

21

Επομένως, ο ενάγων δεν εκτέλεσε καμία βάρδια κατά τη διάρκεια του Δεκεμβρίου 2017 και, στη συνέχεια, δεν συνήφθη νέα σύμβαση έργου μεταξύ αυτού και της TP.

22

Ο ενάγων άσκησε αγωγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, Sąd Rejonowy dla m. st. Warszawy w Warszawie (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Βαρσοβίας, Πολωνία), με αίτημα να υποχρεωθεί η TP να του καταβάλει το ποσό των 47924,92 πολωνικών ζλότι (PLN) (περίπου 10130 ευρώ), πλέον νομίμων τόκων, για αποκατάσταση της υλικής ζημίας και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που του προκάλεσε η παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης υπό τη μορφή άμεσης δυσμενούς διάκρισης λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, η οποία αφορούσε τους όρους ανάληψης και άσκησης οικονομικών δραστηριοτήτων στο πλαίσιο σύμβασης αστικού δικαίου.

23

Προς στήριξη της εν λόγω αγωγής, ο ενάγων υποστηρίζει ότι υπέστη άμεση διάκριση καθότι η πιθανότερη αιτία της ακύρωσης των βαρδιών που μνημονεύεται στη σκέψη 17 της παρούσας απόφασης και του τερματισμού της συνεργασίας του με την TP είναι η ανάρτηση του βίντεο που μνημονεύεται στη σκέψη 18 της ως άνω απόφασης.

24

Η TP ζητεί την απόρριψη της αγωγής, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι ο νόμος δεν διασφάλιζε την ανανέωση της σύμβασης έργου που είχε συνάψει με τον ενάγοντα.

25

Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του άρθρου 5, σημείο 3, του νόμου για την ίση μεταχείριση προς το δίκαιο της Ένωσης, καθόσον η διάταξη αυτή εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω νόμου και, κατά συνέπεια, από την προστασία έναντι των διακρίσεων, την οποία παρέχει η οδηγία 2000/78, την ελεύθερη επιλογή του αντισυμβαλλομένου, υπό την προϋπόθεση μόνον ότι η επιλογή αυτή δεν στηρίζεται στο φύλο, τη φυλετική καταγωγή, την εθνοτική καταγωγή ή την ιθαγένεια.

26

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η επίμαχη στην κύρια δίκη περίπτωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ, της οδηγίας 2000/78, το οποίο διασφαλίζει την προστασία από τις διακρίσεις, μεταξύ άλλων λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, όσον αφορά τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, την αυτοαπασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, καθώς και όσον αφορά τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης.

27

Πρώτον, το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται, μεταξύ άλλων, αν η ανεξάρτητη δραστηριότητα του ενάγοντος μπορεί να χαρακτηριστεί ως «αυτοαπασχόληση», κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ.

28

Δεύτερον, διερωτάται αν η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι αποσκοπεί στην κατοχύρωση της προστασίας από τις διακρίσεις λόγω γενετήσιου προσανατολισμού και σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δεδομένου ότι η άρνηση σύναψης σύμβασης με ελεύθερο επαγγελματία αποκλειστικώς λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού του υποδηλώνει περιορισμό των όρων πρόσβασης στην αυτοαπασχόληση.

29

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Rejonowy dla m. st. Warszawy w Warszawie (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Βαρσοβίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ, της οδηγίας [2000/78] την έννοια ότι επιτρέπει τον αποκλεισμό της ελευθερίας επιλογής του αντισυμβαλλομένου από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής και, κατά συνέπεια, τη μη επιβολή κυρώσεων που θεσπίζει, δυνάμει του άρθρου 17 της ίδιας οδηγίας, το εθνικό δίκαιο, όταν η επιλογή αυτή δεν βασίζεται στο φύλο, τη φυλετική καταγωγή, την εθνοτική καταγωγή ή την ιθαγένεια, αλλά η διάκριση εκδηλώνεται ως άρνηση σύναψης σύμβασης αστικού δικαίου δυνάμει της οποίας θα παρεχόταν εργασία από αυτοαπασχολούμενο φυσικό πρόσωπο, και η άρνηση αυτή οφείλεται στον γενετήσιο προσανατολισμό του υποψηφίου αντισυμβαλλομένου;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

30

Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι το αιτούν δικαστήριο, μνημονεύοντας το άρθρο 17 της οδηγίας 2000/78 στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα, επιθυμεί απλώς να υπογραμμίσει ότι, σε περίπτωση εφαρμογής, στη διαφορά της κύριας δίκης, των διατάξεων του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ, της οδηγίας, θα τυγχάνουν επίσης εφαρμογής το άρθρο 17 και, κατά συνέπεια, οι κυρώσεις που προβλέπει το εθνικό δίκαιο προς εκτέλεση του άρθρου αυτού. Κατά το μέτρο αυτό, το εν λόγω ερώτημα δεν απαιτεί ειδική ερμηνεία του άρθρου 17.

31

Πράγματι, με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ, της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία έχει ως αποτέλεσμα να εξαιρείται, δυνάμει της ελεύθερης επιλογής του αντισυμβαλλομένου, από την προστασία κατά των διακρίσεων που πρέπει να παρέχεται δυνάμει της οδηγίας, η άρνηση, λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού ενός προσώπου, σύναψης ή ανανέωσης σύμβασης με το πρόσωπο αυτό για την εκ μέρους του παροχή ορισμένων υπηρεσιών στο πλαίσιο της άσκησης ανεξάρτητης δραστηριότητας.

32

Τίθεται, επομένως, το ερώτημα αν περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78.

Επί του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78

33

Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78, «[ε]ντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην [Ένωση], η [οδηγία αυτή] εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, την αυτοαπασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, συμπεριλαμβανομένων των προαγωγών».

34

Ως προς το ζήτημα αυτό, διαπιστώνεται ότι η εν λόγω οδηγία δεν παραπέμπει στο δίκαιο των κρατών μελών για τον ορισμό της έννοιας «όροι πρόσβασης στην απασχόληση, την αυτοαπασχόληση και την εργασία», η οποία διαλαμβάνεται στη διάταξη αυτή. Πλην όμως, η ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και η αρχή της ισότητας επιβάλλουν, σε περίπτωση που το γράμμα μιας διάταξης του δικαίου της Ένωσης δεν περιέχει καμία ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του πεδίου εφαρμογής της, η διάταξη αυτή να ερμηνεύεται κατά κανόνα με τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο σε ολόκληρη την Ένωση (απόφαση της 2ας Ιουνίου 2022, HK/Danmark και HK/Privat, C‑587/20, EU:C:2022:419, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35

Επιπλέον, δεδομένου ότι η εν λόγω οδηγία δεν δίνει τον ορισμό της φράσης «όροι πρόσβασης στην απασχόληση, την αυτοαπασχόληση και την εργασία», η φράση αυτή πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με το σύνηθες νόημά της στην καθημερινή γλώσσα, λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου χρησιμοποιείται και των σκοπών της ρύθμισης στην οποία εντάσσεται (απόφαση της 2ας Ιουνίου 2022, HK/Danmark και HK/Privat, C‑587/20, EU:C:2022:419, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36

Πρώτον, διαπιστώνεται ότι από τον συνδυασμό των εννοιών της «απασχόλησης», της «αυτοαπασχόλησης» και της «εργασίας» προκύπτει ότι οι όροι πρόσβασης σε κάθε είδους επαγγελματική δραστηριότητα, όποια και αν είναι η φύση και τα χαρακτηριστικά της, εμπίπτουν στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78 και, ως εκ τούτου, στο πεδίο εφαρμογής της. Πράγματι, οι εν λόγω έννοιες πρέπει να ερμηνεύονται ευρέως, όπως προκύπτει από τη σύγκριση των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων της διάταξης αυτής και από τη χρήση σε αυτές γενικών εκφράσεων, όπως, αφενός, όσον αφορά την έννοια της «αυτοαπασχόλησης», των εκφράσεων «actividad por cuenta propia», «selvstændig erhvervsvirksomhed», «selbständiger Erwerbstätigkeit», «self-employment», «arbeid […] als zelfstandige» και «pracy na własny rachunek» και, αφετέρου, όσον αφορά την έννοια της «εργασίας», των εκφράσεων «ejercicio profesional», «erhvervsmæssig beskæftigelse», «unselbständiger Erwerbstätigkeit», «occupation», «beroep» και «zatrudnienia», αντιστοίχως στην απόδοση στην ισπανική, δανική, γερμανική, αγγλική, ολλανδική και πολωνική γλώσσα (πρβλ. απόφαση της 2ας Ιουνίου 2022, HK/Danmark και HK/Privat, C‑587/20, EU:C:2022:419, σκέψη 27).

37

Εξάλλου, πέραν του ότι η ως άνω διάταξη αναφέρεται ρητώς στην αυτοαπασχόληση, από το σύνηθες νόημα των όρων «απασχόληση» και «εργασία» προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε τη βούληση να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78 στις θέσεις που κατέχει «εργαζόμενος», κατά την έννοια του άρθρου 45 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 2ας Ιουνίου 2022, HK/Danmark και HK/Privat, C‑587/20, EU:C:2022:419, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38

Το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78 επιβεβαιώνει ότι το πεδίο εφαρμογής της δεν περιορίζεται μόνο στους όρους πρόσβασης σε θέσεις τις οποίες κατέχουν «εργαζόμενοι» κατά την έννοια του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, καθόσον, κατά το γράμμα της εν λόγω διάταξης, η οδηγία εφαρμόζεται «σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, […] ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας» (πρβλ. απόφαση της 2ας Ιουνίου 2022, HK/Danmark και HK/Privat, C‑587/20, EU:C:2022:419, σκέψη 29).

39

Η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, επιβεβαιώνεται από τους σκοπούς της οδηγίας 2000/78, από τους οποίους προκύπτει ότι η έννοια «όροι πρόσβασης στην απασχόληση, την αυτοαπασχόληση και την εργασία», που οριοθετεί το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, δεν πρέπει να ερμηνεύεται στενά (πρβλ. απόφαση της 2ας Ιουνίου 2022, HK/Danmark και HK/Privat, C‑587/20, EU:C:2022:419, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40

Υπενθυμίζεται επ’ αυτού ότι η οδηγία 2000/78 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 13 ΕΚ, που εν συνεχεία τροποποιήθηκε και πλέον αντιστοιχεί στο άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το οποίο απονέμει στην Ένωση την αρμοδιότητα να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την καταπολέμηση κάθε διάκρισης στηριζόμενης, μεταξύ άλλων, στον γενετήσιο προσανατολισμό (απόφαση της 23ης Απριλίου 2020, Associazione Avvocatura per i diritti LGBTI, C‑507/18, EU:C:2020:289, σκέψη 35).

41

Βάσει του άρθρου 1 της οδηγίας 2000/78 και όπως συνάγεται τόσο από τον τίτλο και το προοίμιο όσο και από το περιεχόμενο και τον σκοπό της, αντικείμενο της οδηγίας αυτής είναι ο καθορισμός ενός γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση, στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, των διακρίσεων που βασίζονται, μεταξύ άλλων, στον γενετήσιο προσανατολισμό, προκειμένου να εφαρμοσθεί, εντός των κρατών μελών, η αρχή της ίσης μεταχείρισης, μέσω της παροχής αποτελεσματικής προστασίας σε όλους κατά των διακρίσεων οι οποίες βασίζονται, μεταξύ άλλων, στον λόγο αυτόν (απόφαση της 23ης Απριλίου 2020, Associazione Avvocatura per i diritti LGBTI, C‑507/18, EU:C:2020:289, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42

Ειδικότερα, στην αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας αυτής υπογραμμίζεται ότι η απασχόληση και η εργασία αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία για τη διασφάλιση των ίσων ευκαιριών για όλους και συντελούν σε μεγάλο βαθμό στην πλήρη συμμετοχή των πολιτών στην οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική ζωή καθώς και στην προσωπική ανέλιξη. Στο ίδιο πνεύμα, στην αιτιολογική σκέψη 11 της ίδιας οδηγίας τονίζεται ότι οι διακρίσεις λόγω γενετήσιου προσανατολισμού μπορούν να υπονομεύσουν την επίτευξη των στόχων της Συνθήκης ΛΕΕ, ιδίως δε την επίτευξη υψηλού επιπέδου απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και της ποιότητας ζωής, την οικονομική και κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη, καθώς και την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων (απόφαση της 23ης Απριλίου 2020, Associazione Avvocatura per i diritti LGBTI, C‑507/18, EU:C:2020:289, σκέψη 37).

43

Ως εκ τούτου, η οδηγία 2000/78 δεν είναι πράξη του παράγωγου δικαίου της Ένωσης όπως εκείνες που έχουν ιδίως ως βάση το άρθρο 153, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και αποσκοπούν στην προστασία μόνο των εργαζομένων ως του ασθενέστερου μέρους της σχέσης εργασίας, αλλά έχει ως σκοπό την εξάλειψη, για λόγους κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος, όλων των οφειλόμενων σε δυσμενείς διακρίσεις εμποδίων που θίγουν τη δυνατότητα απόκτησης των μέσων διαβίωσης και την ικανότητα συμβολής στην κοινωνία μέσω της εργασίας, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής υπό την οποία παρέχεται η εργασία αυτή (απόφαση της 2ας Ιουνίου 2022, HK/Danmark και HK/Privat, C‑587/20, EU:C:2022:419, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44

Επομένως, μολονότι σκοπός της οδηγίας 2000/78 είναι να καλύψει ένα ευρύ φάσμα επαγγελματικών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ασκούνται από ελεύθερους επαγγελματίες προκειμένου να καλυφθούν οι βασικές δαπάνες διαβίωσής τους, εντούτοις πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής και εκείνων που συνίστανται στην απλή παροχή αγαθών ή υπηρεσιών σε έναν ή περισσότερους αποδέκτες και οι οποίες δεν εμπίπτουν στο εν λόγω πεδίο εφαρμογής.

45

Επομένως, για να εμπίπτουν οι επαγγελματικές δραστηριότητες στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78, πρέπει να είναι πραγματικές και να ασκούνται στο πλαίσιο έννομης σχέσης η οποία χαρακτηρίζεται από ορισμένη σταθερότητα.

46

Εν προκειμένω, μολονότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει αν η ασκηθείσα από τον ενάγοντα δραστηριότητα πληροί το κριτήριο αυτό, επισημαίνεται εντούτοις ότι, κατ’ αρχάς, όπως προκύπτει από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, ο ίδιος ο ενάγων, βάσει διαδοχικών συμβάσεων έργου μικρής διάρκειας που συνάπτονταν στο πλαίσιο της ανεξάρτητης δραστηριότητάς του, προετοίμαζε οπτικοακουστικό υλικό, τρέιλερ και τηλεοπτικά προγράμματα για το τμήμα σύνταξης και προώθησης του καναλιού 1 της TP. Εν συνεχεία, όπως επίσης προκύπτει από τη δικογραφία, η άσκηση της δραστηριότητας του ενάγοντoς εξαρτιόταν από την κατανομή των εβδομαδιαίων βαρδιών από τον W.S., ο δε ενάγων είχε προσφάτως αξιολογηθεί θετικώς στο πλαίσιο εσωτερικής οργανωτικής αναδιάρθρωσης της TP.

47

Πλην όμως, καθόσον, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η δραστηριότητα που ασκεί ο ενάγων συνιστά πραγματική και γνήσια επαγγελματική δραστηριότητα, την οποία ασκεί ο ίδιος σε τακτική βάση υπέρ του ίδιου αποδέκτη και η οποία του παρέχει τη δυνατότητα να καλύπτει, εν όλω ή εν μέρει, τις βασικές δαπάνες της διαβίωσής του, το ζήτημα αν οι όροι πρόσβασης σε μια τέτοια δραστηριότητα εμπίπτουν στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78 δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό της δραστηριότητας αυτής ως«απασχόλησης» ή «αυτοαπασχόλησης», δεδομένου ότι το πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής και, κατά συνέπεια, της οδηγίας πρέπει να νοείται υπό ευρεία έννοια, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 36 της παρούσας απόφασης.

48

Δεύτερον, όσον αφορά το ζήτημα αν η σύναψη σύμβασης έργου, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, εμπίπτει στην έννοια των «όρων πρόσβασης» στην αυτοαπασχόληση, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78, η Πολωνική Κυβέρνηση υποστήριξε στις γραπτές παρατηρήσεις της και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι ο ενάγων είχε ήδη ασκήσει πλήρως το δικαίωμά του πρόσβασης στην αυτοαπασχόληση πριν από τη σύναψη της επίμαχης στην κύρια δίκη σύμβασης έργου και ότι μπορούσε να συνεχίσει να ασκεί το δικαίωμα αυτό ανεμπόδιστα εργαζόμενος ιδίως και υπέρ άλλων αποδεκτών εκτός της TP, δεδομένου ότι η TP δεν ήταν σε θέση να περιορίσει το δικαίωμα αυτό το οποίο αφορά την ίδια την απόφαση περί άσκησης δραστηριότητας στο πλαίσιο αυτοαπασχόλησης.

49

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η φράση «όροι πρόσβασης» στην αυτοαπασχόληση παραπέμπει, στην καθημερινή γλώσσα, σε περιστάσεις ή γεγονότα που πρέπει οπωσδήποτε να συντρέχουν για να μπορεί ο ενδιαφερόμενος να ασκήσει συγκεκριμένη δραστηριότητα ως αυτοαπασχολούμενος (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 23ης Απριλίου 2020, Associazione Avvocatura per i diritti LGBTI, C‑507/18, EU:C:2020:289, σκέψη 33).

50

Πρέπει δε να υπογραμμιστεί ότι, για να μπορεί ένα πρόσωπο όπως ο ενάγων να ασκήσει πραγματικά την επαγγελματική του δραστηριότητα, η σύναψη σύμβασης έργου συνιστά περίσταση που, ενδεχομένως, πρέπει οπωσδήποτε να συντρέχει. Επομένως, η έννοια των «όρων πρόσβασης» στην αυτοαπασχόληση, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78, μπορεί να περιλαμβάνει τη σύναψη σύμβασης όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

51

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η άρνηση σύναψης σύμβασης έργου με ασκούντα ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα αντισυμβαλλόμενο για λόγους συνδεόμενους με τον γενετήσιο προσανατολισμό του εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω διάταξης και, ως εκ τούτου, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

Επί του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2000/78

52

Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2000/78, η οδηγία αυτή εφαρμόζεται όσον αφορά «τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών».

53

Πρώτον, διαπιστώνεται βεβαίως ότι, αντιθέτως προς το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας, το εν λόγω άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, δεν αναφέρεται ρητώς στην «αυτοαπασχόληση», αλλά αφορά αποκλειστικώς τις «εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης».

54

Εντούτοις, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου που παρατίθεται στη σκέψη 43 της παρούσας απόφασης, η οδηγία 2000/78 δεν αποσκοπεί στην προστασία μόνον των εργαζομένων ως του ασθενέστερου μέρους της σχέσης εργασίας, αλλά έχει ως σκοπό την εξάλειψη, για λόγους κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος, όλων των οφειλόμενων σε δυσμενείς διακρίσεις εμποδίων που θίγουν τη δυνατότητα απόκτησης των μέσων διαβίωσης και την ικανότητα συμβολής στην κοινωνία μέσω της εργασίας, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής υπό την οποία παρέχεται η εργασία αυτή.

55

Επομένως, η προστασία που παρέχει η οδηγία 2000/78 δεν μπορεί να εξαρτάται από τον τυπικό χαρακτηρισμό μιας σχέσης εργασίας κατά το εθνικό δίκαιο ή από την επιλογή κατά την πρόσληψη του ενδιαφερομένου μεταξύ του ενός ή του άλλου είδους σύμβασης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2010, Danosa, C‑232/09, EU:C:2010:674, σκέψη 69), δεδομένου ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 36 της παρούσας απόφασης, οι όροι της οδηγίας αυτής πρέπει να ερμηνεύονται ευρέως.

56

Στο μέτρο που, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78, η οδηγία αυτή εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά «τους όρους πρόσβασης στην […] αυτοαπασχόληση», ο σκοπός που επιδιώκει η οδηγία δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί αν η προστασία που παρέχει έναντι οιασδήποτε μορφής διάκρισης που βασίζεται σε έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας, όπως μεταξύ άλλων στον γενετήσιο προσανατολισμό, δεν διασφάλιζε την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης μετά την πρόσβαση στην αυτοαπασχόληση και, επομένως, ιδίως όσον αφορά τους όρους άσκησης και παύσης της δραστηριότητας στο πλαίσιο αυτοαπασχόλησης. Επομένως, η προστασία αυτή εκτείνεται στην οικεία επαγγελματική σχέση στο σύνολό της.

57

Η ερμηνεία αυτή εξυπηρετεί τον σκοπό της οδηγίας 2000/78 ο οποίος συνίσταται στη θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων μεταξύ άλλων λόγω γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και στην εργασία, με αποτέλεσμα οι έννοιες που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 3 της οδηγίας για την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής της να μην πρέπει να ερμηνεύονται στενά (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 2ας Ιουνίου 2022, HK/Danmark και HK/Privat, C‑587/20, EU:C:2022:419, σκέψη 51).

58

Επομένως, από την τελολογική ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2000/78 προκύπτει ότι οι «εργασιακές συνθήκες και όροι απασχόλησης» κατά το άρθρο αυτό αφορούν, εν ευρεία εννοία, τους όρους που ισχύουν για κάθε μορφή απασχόλησης και αυτοαπασχόλησης, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής υπό την οποία ασκούνται οι οικείες δραστηριότητες.

59

Δεύτερον, τίθεται το ζήτημα αν η απόφαση της TP να μην τηρήσει και να μην ανανεώσει τη σύμβαση έργου που συνήψε με τον ενάγοντα, τερματίζοντας την επαγγελματική τους σχέση, για λόγους που φέρεται ότι συνδέονται με τον γενετήσιο προσανατολισμό του ενδιαφερομένου, εμπίπτει στην έννοια «εργασιακές συνθήκες και όροι απασχόλησης», κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2000/78.

60

Συναφώς, η Πολωνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, στις σχέσεις του με τον αντισυμβαλλόμενό του, ένας αυτοαπασχολούμενος δεν συνδέεται με σχέση εργασίας στο πλαίσιο της οποίας ένας συμβαλλόμενος μπορεί να «απολύσει» τον άλλο.

61

Βεβαίως, η έννοια της «απόλυσης» αφορά, κατά γενικό κανόνα, τη λύση σύμβασης εργασίας συναφθείσας μεταξύ μισθωτού εργαζομένου και του εργοδότη του.

62

Εντούτοις, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν η γενική εισαγγελέας στο σημείο 102 των προτάσεών της, η «απόλυση» διαλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2000/78 μόνον ως παράδειγμα αναφερόμενο στις «εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης» και αφορά, μεταξύ άλλων, τη μονομερή παύση κάθε μορφής δραστηριότητας που μνημονεύεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ.

63

Πράγματι, πρέπει, μεταξύ άλλων, να υπογραμμιστεί ότι, όπως ένας μισθωτός ενδέχεται να απολέσει ακουσίως τη μισθωτή απασχόλησή του συνεπεία, μεταξύ άλλων, «απόλυσης», πρόσωπο το οποίο έχει ασκήσει ανεξάρτητη δραστηριότητα μπορεί και αυτό επίσης να αναγκαστεί να παύσει τη δραστηριότητα αυτή εξαιτίας του αντισυμβαλλομένου και να βρεθεί, εξ αυτού, σε κατάσταση εξίσου ευάλωτη με εκείνη του απολυθέντος μισθωτού (πρβλ. απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Gusa, C‑442/16, EU:C:2017:1004, σκέψη 43).

64

Εν προκειμένω, η TP ακύρωσε μονομερώς τις εβδομαδιαίες βάρδιες του ενάγοντος οι οποίες άρχιζαν αντιστοίχως στις 7 και 21 Δεκεμβρίου 2017, καμία δε νέα σύμβαση έργου δεν συνήφθη μεταξύ της TP και του ενάγοντος κατόπιν της εκ μέρους του διαδικτυακής ανάρτησης του βίντεο για το οποίο έγινε λόγος στη σκέψη 18 της παρούσας απόφασης.

65

Επομένως, το γεγονός ότι, κατά τον μήνα Δεκέμβριο 2017, ο ενάγων δεν μπόρεσε να εκτελέσει καμία από τις εβδομαδιαίες βάρδιες που προέβλεπε η σύμβαση έργου που είχε συνάψει με την TP φαίνεται να συνιστά, υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου που παρατίθεται στη σκέψη 63 της παρούσας απόφασης, ακούσια παύση της δραστηριότητας μη μισθωτού εργαζομένου δυνάμενη να εξομοιωθεί με απόλυση μισθωτού εργαζομένου, στοιχείο το οποίο εναπόκειται ωστόσο στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

66

Υπό τις συνθήκες αυτές, υπό την επιφύλαξη της εκτίμησης που αναφέρεται στη σκέψη 46 της παρούσας απόφασης, η απόφαση της TP να μην ανανεώσει την ως άνω σύμβαση έργου λόγω, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων, του γενετήσιου προσανατολισμού του και να θέσει κατ’ αυτόν τον τρόπο τέρμα στην υφιστάμενη μεταξύ τους επαγγελματική σχέση, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2000/78.

Επί του άρθρου 2, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/78

67

Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να καθορίσει, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρισίμων περιστάσεων της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί, και ειδικότερα του νόμου για την ίση μεταχείριση, του οποίου η ερμηνεία υπάγεται στην αποκλειστική του αρμοδιότητα, αν η εξαίρεση της ελεύθερης επιλογής του αντισυμβαλλομένου από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω νόμου, υπό την προϋπόθεση ότι η επιλογή αυτή δεν στηρίζεται στο φύλο, τη φυλετική καταγωγή, την εθνοτική καταγωγή ή την ιθαγένεια, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5, σημείο 3, του εν λόγω νόμου, συνιστά άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού του ενάγοντος.

68

Σε περίπτωση που το δικαστήριο αυτό διαπιστώσει την ύπαρξη τέτοιας διάκρισης, πρέπει περαιτέρω να διευκρινιστεί ότι η διάκριση αυτή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, όπως άλλωστε υποστηρίζουν ο ενάγων και η Βελγική Κυβέρνηση, από έναν από τους λόγους που εκτίθενται στο άρθρο 2, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/78.

69

Κατά την εν λόγω διάταξη, η ως άνω οδηγία δεν θίγει τα μέτρα που προβλέπει ο εθνικός νόμος και τα οποία σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι αναγκαία για την ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.

70

Θεσπίζοντας τη διάταξη αυτή, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να αποτρέψει και να επιλύσει τυχόν σύγκρουση στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας μεταξύ, αφενός, της αρχής της ίσης μεταχείρισης και, αφετέρου, της ανάγκης διασφάλισης της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ασφάλειας και της δημόσιας υγείας, της αποτροπής των παραβάσεων, καθώς και της προστασίας των δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών που είναι απαραίτητα για τη λειτουργία μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Ως εκ τούτου, αποφάσισε ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 2, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/78, οι αρχές που αυτή θέτει δεν εφαρμόζονται σε μέτρα τα οποία συνεπάγονται διαφορετική μεταχείριση βάσει ενός από τους λόγους που προβλέπει το άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας, υπό τον όρο όμως ότι τα μέτρα αυτά είναι αναγκαία για την επίτευξη των προαναφερθέντων σκοπών (απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2019, Cafaro, C‑396/18, EU:C:2019:929, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

71

Δεδομένου ότι το εν λόγω άρθρο 2 παράγραφος 5, θεσπίζει παρέκκλιση από την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (απόφαση της 7 Νοεμβρίου 2019, Cafaro, C‑396/18, EU:C:2019:929, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

72

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση, ήτοι το άρθρο 5, σημείο 3, του νόμου για την ίση μεταχείριση, συνιστά μέτρο που προβλέπει ο εθνικός νόμος, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 2, παράγραφος 5.

73

Δεύτερον, το εν λόγω άρθρο 5, σημείο 3, του νόμου για την ίση μεταχείριση φαίνεται βεβαίως, εκ πρώτης όψεως, να επιδιώκει σκοπό που αποβλέπει στην προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, της οδηγίας, και ειδικότερα στην προστασία της συμβατικής ελευθερίας, διασφαλίζοντας την ελευθερία επιλογής του αντισυμβαλλομένου, υπό την προϋπόθεση ότι η επιλογή αυτή δεν στηρίζεται στο φύλο, τη φυλετική καταγωγή, την εθνοτική καταγωγή ή την ιθαγένεια.

74

Πράγματι, η προστασία την οποία παρέχει το άρθρο 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επιχειρηματική ελευθερία», περιλαμβάνει την ελευθερία άσκησης οικονομικής ή εμπορικής δραστηριότητας, τη συμβατική ελευθερία και τον ελεύθερο ανταγωνισμό και αφορά, μεταξύ άλλων, την ελεύθερη επιλογή του οικονομικού εταίρου (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Bank Melli Iran, C‑124/20, EU:C:2021:1035, σκέψη 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

75

Εντούτοις, η επιχειρηματική ελευθερία δεν συνιστά απόλυτο προνόμιο, αλλά πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε σχέση με τη λειτουργία της εντός του κοινωνικού πλαισίου (απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2013, Sky Österreich, C‑283/11, EU:C:2013:28, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

76

Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 111 των προτάσεών της, το γεγονός ότι το άρθρο 5, σημείο 3, του νόμου για την ίση μεταχείριση προβλέπει ορισμένες εξαιρέσεις από την ελευθερία επιλογής του αντισυμβαλλομένου αποδεικνύει ότι ο ίδιος ο πολωνός νομοθέτης έκρινε ότι η ύπαρξη διάκρισης δεν μπορεί να θεωρηθεί αναγκαία για τη διασφάλιση της συμβατικής ελευθερίας σε μια δημοκρατική κοινωνία. Πλήν όμως, δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρηθεί ότι η κατάσταση θα διέφερε αναλόγως του αν η επίμαχη διάκριση στηρίζεται στον γενετήσιο προσανατολισμό ή σε έναν από τους άλλους λόγους που ρητώς μνημονεύει το εν λόγω άρθρο 5, σημείο 3.

77

Κατά τα λοιπά, αν γινόταν δεκτό ότι η συμβατική ελευθερία επιτρέπει την άρνηση σύναψης σύμβασης με ένα πρόσωπο λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού του, τούτο θα στερούσε από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78 την πρακτική του αποτελεσματικότητα, καθόσον η εν λόγω διάταξη απαγορεύει ακριβώς κάθε διάκριση που βασίζεται σε τέτοιο λόγο όσον αφορά την πρόσβαση στην αυτοαπασχόληση.

78

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 5, σημείο 3, του νόμου για την ίση μεταχείριση δεν μπορεί να δικαιολογήσει, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης, αποκλεισμό από την προστασία έναντι των διακρίσεων, την οποία προβλέπει η οδηγία 2000/78, όταν ο αποκλεισμός αυτός δεν είναι αναγκαίος, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5, της οδηγίας, για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων σε μια δημοκρατική κοινωνία.

79

Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ, της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία έχει ως αποτέλεσμα να εξαιρείται, δυνάμει της ελεύθερης επιλογής του αντισυμβαλλομένου, από την προστασία κατά των διακρίσεων που πρέπει να παρέχεται δυνάμει της οδηγίας, η άρνηση, λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού ενός προσώπου, σύναψης ή ανανέωσης σύμβασης με το πρόσωπο αυτό για την εκ μέρους του παροχή ορισμένων υπηρεσιών στο πλαίσιο της άσκησης ανεξάρτητης δραστηριότητας.

Επί των δικαστικών εξόδων

80

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία,

 

έχει την έννοια ότι:

 

αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία έχει ως αποτέλεσμα να εξαιρείται, δυνάμει της ελεύθερης επιλογής του αντισυμβαλλομένου, από την προστασία κατά των διακρίσεων που πρέπει να παρέχεται δυνάμει της οδηγίας, η άρνηση, λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού ενός προσώπου, σύναψης ή ανανέωσης σύμβασης με το πρόσωπο αυτό για την εκ μέρους του παροχή ορισμένων υπηρεσιών στο πλαίσιο της άσκησης ανεξάρτητης δραστηριότητας.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.

Top