Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CJ0243

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 17ης Νοεμβρίου 2022.
    TOYA sp. z o.o. και Polska Izba Informatyki i Telekomunikacji κατά Prezes Urzędu Komunikacji Elektronicznej.
    Αίτηση του Sąd Okręgowy w Warszawie για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Τηλεπικοινωνίες – Οδηγία 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση) – Άρθρο 8, παράγραφος 3 – Οδηγία 2014/61/ΕΕ – Άρθρο 1, παράγραφοι 3 και 4, και άρθρο 3, παράγραφος 5 – Εξουσία της εθνικής ρυθμιστικής αρχής να επιβάλλει εκ των προτέρων ρυθμιστικούς όρους για την πρόσβαση στην υλική υποδομή φορέα εκμετάλλευσης δικτύου ο οποίος δεν έχει σημαντική ισχύ στην αγορά – Ανυπαρξία διαφοράς σχετικά με την πρόσβαση.
    Υπόθεση C-243/21.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:889

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

    της 17ης Νοεμβρίου 2022 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Τηλεπικοινωνίες – Οδηγία 2002/19/ΕΚ (οδηγία για την πρόσβαση) – Άρθρο 8, παράγραφος 3 – Οδηγία 2014/61/ΕΕ – Άρθρο 1, παράγραφοι 3 και 4, και άρθρο 3, παράγραφος 5 – Εξουσία της εθνικής ρυθμιστικής αρχής να επιβάλλει εκ των προτέρων ρυθμιστικούς όρους για την πρόσβαση στην υλική υποδομή φορέα εκμετάλλευσης δικτύου ο οποίος δεν έχει σημαντική ισχύ στην αγορά – Ανυπαρξία διαφοράς σχετικά με την πρόσβαση»

    Στην υπόθεση C‑243/21,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας, Πολωνία) με απόφαση της 6ης Απριλίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Απριλίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

    TOYA sp. z. o.o.,

    Polska Izba Informatyki i Telekomunikacji

    κατά

    Prezes Urzędu Komunikacji Elektronicznej

    παρισταμένου του:

    Polska Izba Komunikacji Elektronicznej,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο, πρόεδρο, L. S. Rossi, J.‑C. Bonichot, S. Rodin, O. Spineanu-Matei (εισηγήτρια), δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins

    γραμματέας: Α. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η TOYA sp. z o.o., εκπροσωπούμενη από τον M. Jankowski, adwokat,

    ο Prezes Urzędu Komunikacji Elektronicznej, εκπροσωπούμενος από τον M. Kołtoński, radca prawny,

    η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

    η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Ζ. Χατζηπαύλου, Μ. Τασσοπούλου και Δ. Τσαγκαράκη,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους S. L. Kalėda και L. Malferrari,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 9ης Ιουνίου 2022,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2002/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους (οδηγία για την πρόσβαση) (ΕΕ 2002, L 108, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/140/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 337, σ. 37) (στο εξής: οδηγία για την πρόσβαση), σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφοι 3 και 4, και το άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας 2014/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για μέτρα μείωσης του κόστους εγκατάστασης υψίρρυθμων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΕΕ 2014, L 155, σ. 1).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της TOYA sp. z o.o. και του Polska Izba Informatyki i Telekomunikacji (πολωνικού επιμελητηρίου τεχνολογιών της πληροφορίας και των τηλεπικοινωνιών, Πολωνία) και, αφετέρου, του Prezes Urzędu Komunikacji Elektronicznej (πρόεδρου της αρχής ηλεκτρονικών επικοινωνιών, Πολωνία) (στο εξής: πρόεδρος της UKE), με αντικείμενο την από 11 Σεπτεμβρίου 2018 απόφαση του τελευταίου με την οποία επιβλήθηκαν στην TOYA εκ των προτέρων ρυθμιστικοί όροι οι οποίοι διέπουν τις προϋποθέσεις και τον τρόπο πρόσβασης στην υλική υποδομή της (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    Η οδηγία για την πρόσβαση

    3

    Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας για την πρόσβαση, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής και σκοπός», είχε ως εξής:

    «Εντός του πλαισίου που θεσπίζει η οδηγία 2002/21/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία πλαίσιο) (ΕΕ 2002, L 108, σ. 33)], η παρούσα οδηγία εναρμονίζει τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη ρυθμίζουν την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και σε συναφείς ευκολίες, καθώς και τη διασύνδεσή τους. Σκοπός είναι η θέσπιση ενός κανονιστικού πλαισίου, σύμφωνα με τις αρχές της εσωτερικής αγοράς, για τη σχέση μεταξύ προμηθευτών δικτύων και υπηρεσιών που θα έχει ως αποτέλεσμα βιώσιμο ανταγωνισμό, διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και οφέλη για τους καταναλωτές.»

    4

    Το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας για την πρόσβαση, με τίτλο «Εξουσίες και καθήκοντα των εθνικών κανονιστικών αρχών όσον αφορά την πρόσβαση και τη διασύνδεση», όριζε τα εξής:

    «1.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές, ενεργώντας με γνώμονα την επίτευξη των στόχων του άρθρου 8 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο), ενθαρρύνουν και, κατά περίπτωση, εξασφαλίζουν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, την κατάλληλη πρόσβαση και διασύνδεση, καθώς και τη διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών, ασκώντας τις αρμοδιότητές τους κατά τρόπο ο οποίος εξασφαλίζει οικονομική απόδοση, βιώσιμο ανταγωνισμό, αποδοτική επένδυση και καινοτομία, και παρέχει το μέγιστο όφελος στους τελικούς χρήστες.

    Ειδικότερα, και με την επιφύλαξη των μέτρων που μπορούν να ληφθούν για τις επιχειρήσεις με σημαντική ισχύ στην αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 8, οι εθνικές κανονιστικές αρχές πρέπει να μπορούν να επιβάλλουν:

    α)

    στο βαθμό που αυτό είναι απαραίτητο για να εξασφαλισθεί η δυνατότητα τελικής διασύνδεσης, υποχρεώσεις σε επιχειρήσεις που ελέγχουν την πρόσβαση στους τελικούς χρήστες, συμπεριλαμβανομένης, σε δικαιολογημένες περιπτώσεις, της υποχρέωσης να διασυνδέουν τα δίκτυά τους όταν αυτό δεν συμβαίνει ήδη·

    αβ)

    σε δικαιολογημένες περιπτώσεις και στο βαθμό που αυτό είναι απαραίτητο, υποχρεώσεις σε επιχειρήσεις που ελέγχουν την πρόσβαση στους τελικούς χρήστες να καθιστούν τις υπηρεσίες τους διαλειτουργικές·

    β)

    στο βαθμό που αυτό είναι απαραίτητο για να εξασφαλίζεται η δυνατότητα πρόσβασης των τελικών χρηστών σε υπηρεσίες ψηφιακών ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών που προσδιορίζει το κράτος μέλος, υποχρεώσεις σε φορείς εκμετάλλευσης να παρέχουν πρόσβαση στις λοιπές ευκολίες οι οποίες αναφέρονται στο παράρτημα Ι, μέρος ΙΙ, υπό δίκαιες, εύλογες και αμερόληπτες προϋποθέσεις.

    […]

    3.   Όσον αφορά την πρόσβαση και τη διασύνδεση που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές να εξουσιοδοτηθούν να παρεμβαίνουν αυτοβούλως εφόσον δικαιολογείται προκειμένου να διασφαλίσουν τους στόχους πολιτικής του άρθρου 8 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο), σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας και τις διαδικασίες οι οποίες αναφέρονται στα άρθρα 6, 7, 20 και 21 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο).»

    5

    Το άρθρο 8, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας για την πρόσβαση, με τίτλο «Επιβολή, τροποποίηση ή άρση υποχρεώσεων», όριζε τα εξής:

    «1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εθνικές κανονιστικές αρχές να έχουν εξουσία επιβολής των υποχρεώσεων, που προσδιορίζονται στα άρθρα 9 έως 13α.

    2.   Εφόσον, έπειτα από ανάλυση της αγοράς η οποία πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 16 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο), ο φορέας εκμετάλλευσης ορίζεται ως έχων σημαντική ισχύ στη συγκεκριμένη αγορά, οι εθνικές κανονιστικές αρχές επιβάλλουν, κατά περίπτωση, τις υποχρεώσεις οι οποίες αναφέρονται στα άρθρα 9, 10, 11, 12 και 13 της παρούσας οδηγίας.

    3.   Με την επιφύλαξη:

    των διατάξεων του άρθρου 5 παράγραφος 1 και του άρθρου 6,

    των διατάξεων των άρθρων 12 και 13 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία πλαίσιο), του όρου 7 του μέρους Β του παραρτήματος της οδηγίας 2002/20/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την αδειοδότηση) (ΕΕ 2002, L 108, σ. 21)], όπως εφαρμόζεται βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1 της οδηγίας αυτής, καθώς και των άρθρων 27, 28 και 30 της οδηγίας 2002/22/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία καθολικής υπηρεσίας) (ΕΕ 2002, L 108, σ. 51)] και των συναφών διατάξεων [της] οδηγία[ς] 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) [(ΕΕ 2002, L 201, σ. 37)] οι οποίες περιέχουν υποχρεώσεις για επιχειρήσεις εκτός από εκείνες οι οποίες έχουν οριστεί ως έχουσες σημαντική ισχύ στην αγορά· ή

    της ανάγκης συμμόρφωσης με διεθνείς υποχρεώσεις,

    οι εθνικές κανονιστικές αρχές δεν επιβάλλουν τις υποχρεώσεις των άρθρων 9 έως 13 σε φορείς εκμετάλλευσης οι οποίοι δεν έχουν οριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 2.

    […]»

    Η οδηγία-πλαίσιο

    6

    Το τιτλοφορούμενο «Στόχοι πολιτικής και κανονιστικές αρχές» άρθρο 8 της οδηγίας 2002/21, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/140 (στο εξής: οδηγία-πλαίσιο), προέβλεπε τα εξής:

    «1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, κατά την άσκηση των κανονιστικών καθηκόντων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και τις ειδικές οδηγίες, οι εθνικές κανονιστικές αρχές λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο που στοχεύει στην επίτευξη των στόχων των παραγράφων 2, 3 και 4. Τα εν λόγω μέτρα είναι ανάλογα προς τους στόχους αυτούς.

    […]

    2.   Οι εθνικές κανονιστικές αρχές προάγουν τον ανταγωνισμό στην παροχή δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφών ευκολιών και υπηρεσιών […]

    […]

    3.   Οι εθνικές κανονιστικές αρχές συμβάλλουν στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς […]

    […]

    4.   Οι εθνικές κανονιστικές αρχές προάγουν τα συμφέροντα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης […]

    […]

    5.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές εφαρμόζουν, προς επίτευξη των στόχων πολιτικής που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3 και 4, αντικειμενικές, διαφανείς, αμερόληπτες και αναλογικές ρυθμιστικές αρχές […]

    […]».

    7

    Το άρθρο 12 της οδηγίας-πλαισίου, με τίτλο «Συνεγκατάσταση και μερισμός στοιχείων των δικτύων και συναφών ευκολιών για τους παρόχους δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών», όριζε τα εξής:

    «1.   Όταν επιχείρηση παροχής δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών έχει το δικαίωμα, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, να εγκαθιστά ευκολίες επί, υπεράνω ή υποκάτω δημόσιου ή ιδιωτικού ακινήτου, ή δύναται να επωφελείται διαδικασίας για την απαλλοτρίωση ή τη χρήση ακινήτου, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές είναι σε θέση να επιβάλουν μερισμό (κοινή χρήση) των ευκολιών ή του ακινήτου αυτού, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, περιλαμβανομένων μεταξύ άλλων κτηρίων ή εισόδων σε κτήρια, καλωδιώσεων κτιρίων, ιστών, κεραιών, πύργων και άλλων φερουσών κατασκευών, αγωγών, σωληνώσεων, φρεατίων και κυτίων σύνδεσης.

    2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τους κατόχους των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 δικαιωμάτων το μερισμό χρήσεων ή ακινήτων (περιλαμβανομένης φυσικής συνεγκατάστασης) ή τη λήψη μέτρων διευκόλυνσης του συντονισμού δημόσιων έργων, λόγω ανάγκης προστασίας του περιβάλλοντος, της δημόσιας υγείας ή της δημόσιας ασφάλειας ή της επίτευξης πολεοδομικών ή χωροταξικών στόχων και μόνον έπειτα από κατάλληλη περίοδο δημόσιας διαβούλευσης, κατά τη διάρκεια της οποίας παρέχεται σε όλους τους ενδιαφερομένους η δυνατότητα διατύπωσης των απόψεών τους. Οι ρυθμίσεις αυτές για μερισμό ή συντονισμό μπορούν να περιλαμβάνουν κανόνες για την κατανομή των δαπανών του μερισμού ευκολιών ή ακινήτου.

    3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εθνικές αρχές, κατόπιν κατάλληλης περιόδου δημόσιας διαβούλευσης κατά τη διάρκεια της οποίας παρέχεται σε όλους τους ενδιαφερόμενους η δυνατότητα έκφρασης των απόψεών τους, να έχουν την εξουσία να επιβάλουν στους κατόχους των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 δικαιωμάτων και/ή στους ιδιοκτήτες των καλωδιώσεων υποχρεώσεις ως προς τον μερισμό (κοινή χρήση) των καλωδιώσεων εντός των κτηρίων ή μέχρι το πρώτο σημείο συγκέντρωσης ή διανομής όταν αυτό βρίσκεται εκτός κτηρίου, σε περίπτωση που δικαιολογείται κάτι τέτοιο διότι η αλληλεπικάλυψη αυτών των υποδομών θα ήταν οικονομικώς αναποτελεσματική ή πρακτικώς ανέφικτη. Οι ρυθμίσεις αυτές για μερισμό ή συντονισμό μπορούν να περιλαμβάνουν κανόνες για την κατανομή των δαπανών του μερισμού ευκολιών ή ακινήτου, προσαρμοσμένων όπου απαιτείται για τον κίνδυνο.

    4.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες εθνικές αρχές να δύνανται να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις την υποχρέωση να παρέχουν τις αναγκαίες πληροφορίες, κατ’ αίτηση των αρμόδιων αρχών, για να μπορούν οι εν λόγω αρχές, από κοινού με τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, να καταρτίσουν λεπτομερή κατάλογο της φύσεως, της διαθεσιμότητας και της γεωγραφικής θέσης των ευκολιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και να τον καταστήσουν διαθέσιμο στους ενδιαφερομένους.

    5.   Τα μέτρα που λαμβάνονται από εθνική ρυθμιστική αρχή σύμφωνα με το παρόν άρθρο είναι αντικειμενικά, διαφανή, αμερόληπτα και αναλογικά. Κατά περίπτωση, τα εν λόγω μέτρα εφαρμόζονται σε συντονισμό με τις τοπικές αρχές.»

    Η οδηγία 2014/61

    8

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 9, 11 και 12 της οδηγίας 2014/61 έχουν ως εξής:

    «(9)

    Τα μέτρα που αποβλέπουν στην αποτελεσματικότερη χρήση των υπαρχουσών υποδομών και στον περιορισμό του κόστους και των εμποδίων κατά την εκτέλεση νέων έργων πολιτικού μηχανικού θα πρέπει να συμβάλουν ουσιαστικά στην εξασφάλιση ταχείας και εκτεταμένης εγκατάστασης υψίρρυθμων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, με παράλληλη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού, χωρίς αρνητικές επιπτώσεις στην ασφαλή και ομαλή λειτουργία των υπαρχουσών δημόσιων υποδομών.

    […]

    (11)

    Η παρούσα οδηγία έχει ως στόχο να θεσπίσει ορισμένα ελάχιστα δικαιώματα και υποχρεώσεις που θα ισχύουν σε ολόκληρη την Ένωση, ώστε να διευκολυνθούν η εγκατάσταση υψίρρυθμων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών και ο διατομεακός συντονισμός. Αυτό δεν θα πρέπει να θίγει τις ισχύουσες βέλτιστες πρακτικές και τα μέτρα σε εθνικό και τοπικό επίπεδο που προβλέπουν λεπτομερέστερες διατάξεις και όρους, καθώς και πρόσθετα μέτρα που συμπληρώνουν τα εν λόγω δικαιώματα και υποχρεώσεις, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, ενώ απαιτείται η ταυτόχρονη διασφάλιση ελάχιστων όρων ισότιμου ανταγωνισμού.

    (12)

    Υπό το πρίσμα της αρχής της ειδικότητας (lex specialis), όταν εφαρμόζονται πιο ειδικά κανονιστικά μέτρα σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, τα μέτρα αυτά υπερισχύουν έναντι των ελάχιστων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει επομένως το κανονιστικό πλαίσιο της Ένωσης για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες το οποίο ορίζεται στην οδηγία 2002/21/ΕΚ […], καθώς και στην οδηγία 2002/19/ΕΚ […], στην οδηγία 2002/20/ΕΚ […], στην οδηγία 2002/22/ΕΚ […] και στην οδηγία 2002/77/ΕΚ της Επιτροπής[, της 16ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΕΕ 2002, L 249, σ. 21)], συμπεριλαμβανομένων των εθνικών μέτρων που έχουν θεσπισθεί δυνάμει του εν λόγω κανονιστικού πλαισίου, όπως συμμετρικά ή ασύμμετρα ειδικά κανονιστικά μέτρα.»

    9

    Το άρθρο 1 της οδηγίας 2014/61, το οποίο τιτλοφορείται «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα εξής:

    «1.   Η παρούσα οδηγία αποβλέπει στη διευκόλυνση και κινητροδότηση της εγκατάστασης υψίρρυθμων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών με την προώθηση της κοινής χρήσης της υπάρχουσας υλικής υποδομής και τη διευκόλυνση της αποτελεσματικότερης εγκατάστασης νέας υλικής υποδομής, προκειμένου η εγκατάσταση των εν λόγω δικτύων να πραγματοποιηθεί με χαμηλότερο κόστος.

    2.   Η παρούσα οδηγία ορίζει στοιχειώδεις απαιτήσεις περί τεχνικών έργων και υλικής υποδομής, με σκοπό την προσέγγιση ορισμένων πτυχών των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών στους τομείς αυτούς.

    3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να διατηρούν ή να θεσπίζουν μέτρα σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης τα οποία υπερβαίνουν τις στοιχειώδεις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας με σκοπό την καλύτερη επίτευξη του οριζόμενου στην παράγραφο 1 στόχου.

    4.   Αν διάταξη της παρούσας οδηγίας αντιβαίνει σε διάταξη της οδηγίας 2002/21/ΕΚ, της οδηγίας 2002/19/ΕΚ, της οδηγίας 2002/20/ΕΚ, της οδηγίας 2002/22/ΕΚ ή της οδηγίας 2002/77/ΕΚ, υπερισχύει η σχετική διάταξη των οδηγιών αυτών.»

    10

    Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/61, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

    «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ορισμοί της οδηγίας 2002/21/ΕΚ.

    Επιπλέον, νοούνται ως:

    1.   “φορέας εκμετάλλευσης δικτύου”: επιχείρηση η οποία παρέχει ή είναι εξουσιοδοτημένη να παρέχει δημόσια δίκτυα επικοινωνιών, καθώς και επιχείρηση που παρέχει υλική υποδομή με σκοπό την παροχή:

    α)

    υπηρεσίας παραγωγής, μεταφοράς ή διανομής:

    i)

    φυσικού αερίου,

    ii)

    ηλεκτρικής ενέργειας, συμπεριλαμβανομένου του δημόσιου φωτισμού,

    iii)

    θέρμανσης,

    iv)

    ύδρευσης, συμπεριλαμβανομένης της διάθεσης ή επεξεργασίας ακαθάρτων και λυμάτων, συστημάτων αποστράγγισης·

    β)

    μεταφορικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων σιδηροδρόμων, οδών, λιμένων και αερολιμένων».

    11

    Το άρθρο 3 της οδηγίας 2014/61, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πρόσβαση σε υπάρχουσα υλική υποδομή», ορίζει τα εξής:

    «1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι φορείς εκμετάλλευσης δικτύου να έχουν δικαίωμα να παρέχουν σε επιχειρήσεις [που] παρέχουν ή είναι εξουσιοδοτημένες να παρέχουν δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών πρόσβαση στην υλική τους υποδομή, με σκοπό την εγκατάσταση στοιχείων υψίρρυθμων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Αντιστοίχως, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν το δικαίωμα των φορέων εκμετάλλευσης δημόσιων δικτύων επικοινωνιών να παρέχουν πρόσβαση στην υλική τους υποδομή με σκοπό την εγκατάσταση άλλων δικτύων εκτός από δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

    2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, μετά από γραπτή αίτηση επιχείρησης εξουσιοδοτημένης να παρέχει δημόσια δίκτυα επικοινωνιών, κάθε φορέας εκμετάλλευσης δικτύου να υποχρεούται να ικανοποιεί κάθε εύλογη αίτηση πρόσβασης στην υλική του υποδομή υπό δίκαιους και εύλογους όρους, συμπεριλαμβανομένης της τιμής, ενόψει της εγκατάστασης στοιχείων υψίρρυθμων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Η γραπτή αίτηση προσδιορίζει τα στοιχεία του έργου για τα οποία ζητείται πρόσβαση, συμπεριλαμβανομένων συγκεκριμένων προθεσμιών.

    […]

    4.   Εφόσον απορριφθεί η πρόσβαση ή δεν επιτευχθεί συμφωνία όσον αφορά συγκεκριμένους όρους, συμπεριλαμβανομένης της τιμής, εντός διμήνου από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης πρόσβασης, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα μέρη να έχουν τη δυνατότητα παραπομπής του ζητήματος στο αρμόδιο εθνικό όργανο επίλυσης διαφορών.

    5.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από το εθνικό όργανο επίλυσης διαφορών της παραγράφου 4, αφού λάβει πλήρως υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, να εκδώσει δεσμευτική απόφαση για την επίλυση της διαφοράς που του υποβλήθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 4, συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού δίκαιων και εύλογων όρων και προϋποθέσεων, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της τιμής.

    Το εθνικό όργανο επίλυσης διαφορών επιλύει τη διαφορά το συντομότερο δυνατόν και οπωσδήποτε εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους αίτησης, πλην έκτακτων περιστάσεων, με την επιφύλαξη της δυνατότητας δικαστικής προσφυγής των μερών.

    Όταν η διαφορά αφορά την πρόσβαση παρόχου δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών στην υποδομή και το εθνικό όργανο επίλυσης διαφορών είναι η εθνική ρυθμιστική αρχή, λαμβάνει υπ’ όψιν, εφόσον ενδείκνυται, τους στόχους του άρθρου 8 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ. Κατά τον καθορισμό των τιμών, το όργανο επίλυσης διαφορών μεριμνά ώστε ο πάροχος της πρόσβασης να έχει την εύλογη δυνατότητα να ανακτήσει τα έξοδά του και συνεκτιμά τις επιπτώσεις της ζητηθείσας πρόσβασης στο επιχειρηματικό σχέδιο του παρόχου, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων που έχουν γίνει από τον φορέα εκμετάλλευσης του δικτύου από τον οποίο ζητείται η πρόσβαση, ιδίως στις υλικές υποδομές που χρησιμοποιούνται για την παροχή υψίρρυθμων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

    […]»

    Η οδηγία (ΕΕ) 2018/1972

    12

    Σύμφωνα με τα άρθρα 124 και 125 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών (ΕΕ 2018, L 321, σ. 36), η οδηγία για την πρόσβαση και η οδηγία-πλαίσιο καταργούνται με ισχύ από τις 21 Δεκεμβρίου 2020, η οποία είναι η ημερομηνία λήξης της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2018/1972 στο εσωτερικό δίκαιο.

    Το πολωνικό δίκαιο

    13

    Το άρθρο 17, παράγραφοι 1 και 2, του ustawa o wspieraniu rozwoju usług i sieci telekomunikacyjnych (νόμου περί προώθησης της ανάπτυξης των υπηρεσιών και δικτύων τηλεπικοινωνιών), της 7ης Μαΐου 2010 (στο εξής: νόμος WRUIST), προβλέπει τα εξής:

    «1.   Ο φορέας εκμετάλλευσης δικτύου παρέχει στις επιχειρήσεις τηλεπικοινωνιών πρόσβαση στην υλική υποδομή, συμπεριλαμβανομένης της από κοινού χρήσης της, για την εγκατάσταση υψίρρυθμου δικτύου τηλεπικοινωνιών.

    2.   Η πρόσβαση στην υλική υποδομή παραχωρείται επί πληρωμή, εκτός αντίθετης συμφωνίας των συμβαλλομένων.»

    14

    Το άρθρο 18, παράγραφοι 1 έως 3 και 6, του νόμου WRUIST έχει ως εξής:

    «1.   Οι όροι πρόσβασης στην υλική υποδομή, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών, λειτουργικών και οικονομικών όρων συνεργασίας, καθορίζονται από τα συμβαλλόμενα μέρη με τη σύμβαση πρόσβασης στην υλική υποδομή, η οποία πρέπει να συνάπτεται εγγράφως επί ποινή ακυρότητας.

    2.   Ο πρόεδρος της UKE δύναται να ζητήσει από τον φορέα εκμετάλλευσης του δικτύου να παράσχει πληροφορίες σχετικά με τους όρους πρόσβασης στην υλική υποδομή.

    3.   Μετά την παροχή από τον φορέα εκμετάλλευσης του δικτύου πληροφοριών σχετικά με τους όρους πρόσβασης στην υλική υποδομή, ο πρόεδρος της UKE, ενεργώντας σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 22, παράγραφοι 1 έως 3, δύναται να καθορίσει τους όρους πρόσβασης στην υλική υποδομή, εκδίδοντας σχετική απόφαση. […]

    […]

    6.   Ο φορέας εκμετάλλευσης δικτύου ως προς τον οποίο έχει εκδοθεί απόφαση για τον καθορισμό των όρων πρόσβασης στην υλική υποδομή υποχρεούται να συνάπτει τις συμβάσεις της παραγράφου 1 υπό όρους όχι λιγότερο ευνοϊκούς από εκείνους που καθορίζονται στην εν λόγω απόφαση.»

    15

    Το άρθρο 22, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου WRUIST ορίζει τα εξής:

    «1.   Ο πρόεδρος της UKE εκδίδει απόφαση σχετικά με την πρόσβαση στην υλική υποδομή εντός προθεσμίας 60 ημερών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος για πρόσβαση, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη την ανάγκη εξασφάλισης αμερόληπτων και αναλογικών όρων πρόσβασης.

    2.   Κατά την έκδοση απόφασης σχετικά με την πρόσβαση στην υλική υποδομή επιχείρησης τηλεπικοινωνιών, ο πρόεδρος της UKE μεριμνά ώστε τα τέλη πρόσβασης να καθιστούν δυνατή την κάλυψη του κόστους που επωμίζεται η επιχείρηση τηλεπικοινωνιών, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των σκοπών του άρθρου 8 της οδηγίας [2002/21] και των συνεπειών της πρόσβασης στην υλική υποδομή επί του επιχειρηματικού σχεδίου της συγκεκριμένης επιχείρησης, ιδίως όσον αφορά τις επενδύσεις που έχει πραγματοποιήσει σε υψίρρυθμα δίκτυα τηλεπικοινωνιών.»

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    16

    Η TOYA είναι πολωνική επιχείρηση τηλεπικοινωνιών και φορέας εκμετάλλευσης δικτύου.

    17

    Στις 11 Σεπτεμβρίου 2018 ο πρόεδρος της UKE εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, κατόπιν διοικητικής διαδικασίας κατά τη διάρκεια της οποίας η TOYA κλήθηκε να παράσχει πληροφορίες σχετικά με τους όρους πρόσβασης στην υλική υποδομή της που απαρτίζεται από καλωδιακό δίκτυο και τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό εντός κτιρίων.

    18

    Η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 18, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 17 του νόμου WRUIST. Καθορίζει τους όρους πρόσβασης στην υλική υποδομή της TOYA όσον αφορά το καλωδιακό δίκτυο και τον τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό εντός κτιρίων. Υποχρεώνει επίσης την TOYA να συνάπτει συμβάσεις-πλαίσια και ειδικές συμβάσεις και να δέχεται αιτήματα πρόσβασης στην υλική υποδομή της σύμφωνα με τους προαναφερθέντες όρους.

    19

    Στην προσβαλλόμενη απόφαση, ο πρόεδρος της UKE διευκρινίζει ότι τα άρθρα 18 και 22 του νόμου WRUIST του παρέχουν την εξουσία να εξασφαλίσει την πρόσβαση των επιχειρήσεων τηλεπικοινωνιών στην υλική υποδομή, η οποία καλύπτει και την κοινή χρήση της εν λόγω υποδομής, για την εγκατάσταση υψίρρυθμου δικτύου τηλεπικοινωνιών.

    20

    Ο πρόεδρος της UKE υπογραμμίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνάδει προς τους σκοπούς της οδηγίας 2014/61, οι οποίοι αφορούν τα οφέλη από την κοινή χρήση των υποδομών και την ανάγκη εξάλειψης των εμποδίων που οδηγούν σε αναποτελεσματική χρήση των υφιστάμενων πόρων.

    21

    Ο πρόεδρος της UKE επισημαίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συμβάλλει στην εναρμόνιση των προθεσμιών, των διαδικασιών και των τιμών της αγοράς που συνδέονται με τη διάθεση των εν λόγω καλωδιακών δικτύων και τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού εντός κτιρίων. Κατά συνέπεια, εξασφαλίζει την ίση μεταχείριση όλων των φορέων, συμβάλλει στον περιορισμό του κόστους απόκτησης υποδομών από τις επιχειρήσεις τηλεπικοινωνιών που χρησιμοποιούν την πρόσβαση στην υλική υποδομή και καθιστά δυνατή την ευρύτερη πρόσβαση στα δίκτυα και στον εξοπλισμό.

    22

    Ο πρόεδρος της UKE επισημαίνει εξάλλου ότι η καθολικότητα των εγκριθέντων όρων πρόσβασης εκδηλώνεται από το γεγονός ότι αυτοί μπορούν να εφαρμοστούν για τη συνεργασία όσον αφορά τη διασύνδεση από επιχειρήσεις τηλεπικοινωνιών με διαφορετικά επιχειρηματικά προφίλ και κλίμακα δραστηριοτήτων. Επιπλέον, η TOYA δεν στερείται τη δυνατότητα να καθορίσει το περιεχόμενο των συμφωνιών-πλαισίων της κατά τρόπον ώστε αυτό να συνάδει προς τις αρχές που η ίδια εφαρμόζει κατά την επιχειρηματική της δράση.

    23

    Όσον αφορά την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, στην προσβαλλόμενη απόφαση εκτίθεται ότι η μόνη δυνατότητα για τον καθορισμό των όρων πρόσβασης στην υλική υποδομή της TOYA είναι η έκδοση διοικητικής απόφασης. Διευκρινίζεται επίσης ότι, κατά τον πρόεδρο της UKE, οι κανόνες πρόσβασης που ορίζονται με την προσβαλλόμενη απόφαση θίγουν μεν το δικαίωμα ιδιοκτησίας της TOYA, αλλά δεν είναι υπερβολικά επαχθείς για αυτήν και λαμβάνουν δεόντως υπόψη τα δικαιώματα και τα συμφέροντά της.

    24

    Στην προσβαλλόμενη απόφαση, επισημαίνεται επίσης ότι οι διατάξεις του νόμου WRUIST, σχετικά με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο πρόεδρος της UKE μπορεί να εκδίδει αποφάσεις για τον καθορισμό των όρων πρόσβασης στην υλική υποδομή, δεν αναφέρονται ούτε στο μέγεθος της διαθέσιμης υποδομής ούτε στον αριθμό των διαφορών που ανακύπτουν όσον αφορά την πρόσβαση σε αυτή.

    25

    Ως προς το ζήτημα αυτό, ο πρόεδρος της UKE επισημαίνει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η TOYA θα έχει την υποχρέωση να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχείρισης έναντι των επιχειρήσεων που ζητούν πρόσβαση βάσει του άρθρου 17 του νόμου WRUIST και ότι, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διασφαλίζονται αναλογικοί όροι πρόσβασης, επέλεξε να καθορίσει τους όρους αυτούς, λαμβάνοντας επαρκή μέτρα τα οποία είναι ταυτοχρόνως τα λιγότερο επαχθή για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με την πρόσβαση.

    26

    Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, εκτός από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο πρόεδρος της UKE εξέδωσε αντίστοιχες ως επί το πλείστον αποφάσεις για έξι ακόμη φορείς τηλεπικοινωνιών.

    27

    Η TOYA προσέβαλε την προσβαλλόμενη απόφαση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακού δικαστηρίου Βαρσοβίας, Πολωνία). Η TOYA υποστηρίζει ότι, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 5, και του άρθρου 1, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/61, καθώς και της αιτιολογικής σκέψης 12 της εν λόγω οδηγίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας για την πρόσβαση και το άρθρο 8, παράγραφος 5, στοιχείο στʹ, της οδηγίας-πλαισίου, η εθνική ρυθμιστική αρχή δύναται να επιβάλλει εκ των προτέρων υποχρέωση εφαρμογής προσφοράς αναφοράς μόνο σε φορείς εκμετάλλευσης με σημαντική ισχύ στην αγορά. Κατά την TOYA, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης, διότι δεν πραγματοποιήθηκε ανάλυση της αγοράς προκειμένου να διαπιστωθεί αν η ίδια κατέχει όντως τέτοια σημαντική ισχύ, και επιπλέον δεν υφίσταται καμία διαφορά σχετικά με την πρόσβαση στην υλική υποδομή της κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 5, της οδηγίας 2014/61.

    28

    Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και της ερμηνείας του άρθρου 18, παράγραφος 3, του νόμου WRUIST επί της οποίας στηρίζεται με τις κρίσιμες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης και ιδίως το άρθρο 1, παράγραφοι 3 και 4, και το άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας 2014/61, καθώς και το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας για την πρόσβαση, καθόσον, με την απόφαση αυτή, ο πρόεδρος της UKE επιβάλλει στην TOYA εκ των προτέρων ρυθμιστικές υποχρεώσεις όσον αφορά την πρόσβαση στην υλική της υποδομή, ενώ δεν έχουν υπάρξει διαφορές σχετικά με τέτοια πρόσβαση και δεν έχει αποδειχθεί ότι η TOYA είχε σημαντική ισχύ στην αγορά.

    29

    Επιπλέον, δεδομένου ότι η οδηγία για την πρόσβαση και η οδηγία-πλαίσιο καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από την οδηγία 2018/1972, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ποιες είναι οι εφαρμοστέες εν προκειμένω ενωσιακές οδηγίες.

    30

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Έχουν το άρθρο 8, παράγραφος 3, της [οδηγίας για την πρόσβαση], σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 5, και το άρθρο 1, παράγραφοι 3 και 4, της [οδηγίας 2014/61], την έννοια ότι δεν επιτρέπουν σε εθνική ρυθμιστική αρχή να επιβάλλει σε φορέα που διαθέτει υλική υποδομή και ταυτόχρονα παρέχει διαθέσιμες στο κοινό υπηρεσίες ή δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, αλλά δεν έχει θεωρηθεί ως φορέας με σημαντική ισχύ στην αγορά, την υποχρέωση εφαρμογής καθορισμένων εκ των προτέρων από την εν λόγω αρχή όρων πρόσβασης στην υλική υποδομή του, συμπεριλαμβανομένων κανόνων και διαδικασιών σύναψης συμβάσεων καθώς και τελών πρόσβασης, ανεξάρτητα από την ύπαρξη διαφοράς σχετικά με την πρόσβαση στην υλική υποδομή του φορέα και την ύπαρξη αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην αγορά;

    Επικουρικώς (εκδοχή II):

    2)

    Έχει το άρθρο 67, παράγραφοι 1 και 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 68, παράγραφοι 2 και 3, της [οδηγίας 2018/1972], καθώς και με το άρθρο 3, παράγραφος 5, και το άρθρο 1, παράγραφοι 3 και 4, της [οδηγίας 2014/61], την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε εθνική ρυθμιστική αρχή να επιβάλλει σε φορέα που διαθέτει υλική υποδομή και ταυτόχρονα παρέχει διαθέσιμες στο κοινό υπηρεσίες ή δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, αλλά δεν έχει θεωρηθεί ως φορέας με σημαντική ισχύ στην αγορά, την υποχρέωση εφαρμογής καθορισμένων εκ των προτέρων από την εν λόγω αρχή όρων πρόσβασης στην υλική υποδομή του, συμπεριλαμβανομένων κανόνων και διαδικασιών σύναψης συμβάσεων καθώς και τελών πρόσβασης, ανεξάρτητα από την ύπαρξη διαφοράς σχετικά με την πρόσβαση στην υλική υποδομή του φορέα και την ύπαρξη αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην αγορά;»

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    31

    Επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι τα δύο προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο είναι, επί της ουσίας, πανομοιότυπα και διαφέρουν μόνον όσον αφορά το νομικό πλαίσιο βάσει του οποίου ζητείται από το Δικαστήριο να απαντήσει. Πράγματι, ενώ με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο διευκρινίσεις σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφοι 3 και 4, και του άρθρου 3, παράγραφος 5, της οδηγίας 2014/61, καθώς και του άρθρου 8, παράγραφος 3, της οδηγίας για την πρόσβαση, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αναφέρεται στις ίδιες διατάξεις της οδηγίας 2014/61, αλλά και στο άρθρο 67, παράγραφοι 1 και 3, και στο άρθρο 68, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2018/1972.

    32

    Διαπιστώνεται συναφώς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 2018. Πλην όμως, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 12 της παρούσας απόφασης, κατά την ημερομηνία αυτή ίσχυαν πλήρως η οδηγία για την πρόσβαση και η οδηγία-πλαίσιο, ενώ η οδηγία 2018/1972 δεν είχε ακόμη εκδοθεί.

    33

    Κατά συνέπεια, μόνον η ερμηνεία των σχετικών διατάξεων της οδηγίας για την πρόσβαση και της οδηγίας-πλαισίου, και όχι η ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 2018/1972, η οποία δεν έχει εφαρμογή ratione temporis, ασκεί επιρροή προκειμένου να κριθεί αν οι εν λόγω σχετικές διατάξεις αποκλείουν πρακτική εθνικής ρυθμιστικής αρχής, όπως αυτή του προέδρου της UKE στην υπόθεση της κύριας δίκης.

    34

    Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

    Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

    35

    Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 1, παράγραφοι 3 και 4, και το άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας 2014/61, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας για την πρόσβαση, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην επιβολή, εκ μέρους εθνικής ρυθμιστικής αρχής αρμόδιας για τον κλάδο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, σε φορέα εκμετάλλευσης δικτύου, ο οποίος δεν έχει οριστεί ως έχων σημαντική ισχύ στην αγορά, της υποχρέωσης να εφαρμόζει όρους, όπως αυτοί καθορίζονται εκ των προτέρων από την εν λόγω αρχή, οι οποίοι διέπουν τον τρόπο παροχής πρόσβασης στην υλική υποδομή του σε άλλες επιχειρήσεις δραστηριοποιούμενες στον συγκεκριμένο κλάδο, συμπεριλαμβανομένων κανόνων και διαδικασιών σύναψης συμβάσεων και πίνακα τιμών που θα εφαρμόζεται για την παροχή της πρόσβασης, τούτο δε ανεξαρτήτως του αν υπάρχει διαφορά σχετικά με την πρόσβαση στην υλική υποδομή και πραγματικός ανταγωνισμός.

    36

    Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019, Rimšēvičs και ΕΚΤ κατά Λεττονίας, C‑202/18 και C‑238/18, EU:C:2019:139, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    37

    Όσον αφορά, πρώτον, το γράμμα των ανωτέρω διατάξεων και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται, επισημαίνεται ευθύς εξαρχής ότι, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 37 των προτάσεών του, από τις διατάξεις της οδηγίας 2014/61 προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής της είναι ευρύ και καλύπτει όλους τους φορείς εκμετάλλευσης δικτύου, ανεξαρτήτως του αν έχουν οριστεί ως έχοντες σημαντική ισχύ στην αγορά.

    38

    Ειδικότερα, το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/61 ορίζει ότι ως «φορέας εκμετάλλευσης δικτύου» νοείται επιχείρηση η οποία παρέχει ή είναι εξουσιοδοτημένη να παρέχει δημόσια δίκτυα επικοινωνιών, καθώς και επιχείρηση που παρέχει υλική υποδομή με σκοπό την παροχή υπηρεσίας παραγωγής, μεταφοράς ή διανομής φυσικού αερίου, ηλεκτρικής ενέργειας, θέρμανσης, ύδρευσης ή την παροχή μεταφορικών υπηρεσιών. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο ορισμός αυτός δεν περιέχει καμία αναφορά στην ισχύ της επιχείρησης αυτής στην αγορά, ούτε στο μέγεθος των μεριδίων αγοράς που κατέχει ή στον ανταγωνιστικό χαρακτήρα της αγοράς στην οποία δραστηριοποιείται.

    39

    Το άρθρο 3 της οδηγίας 2014/61, το οποίο αφορά την πρόσβαση σε υπάρχουσα υλική υποδομή, κατοχυρώνει στην παράγραφο 1 το δικαίωμα των φορέων εκμετάλλευσης δικτύου να παρέχουν πρόσβαση στην υλική τους υποδομή σε επιχειρήσεις που παρέχουν ή είναι εξουσιοδοτημένες να παρέχουν δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Το άρθρο αυτό προβλέπει επίσης, στην παράγραφο 2, υποχρέωση κάθε φορέα εκμετάλλευσης δικτύου, ανεξαρτήτως του αν έχει οριστεί ως έχων σημαντική ισχύ στην αγορά, να ικανοποιεί κάθε εύλογο αίτημα των ανωτέρω επιχειρήσεων για την παροχή πρόσβασης στην υλική υποδομή του υπό δίκαιους και εύλογους όρους, συμπεριλαμβανομένης της τιμής, ενόψει της εγκατάστασης στοιχείων υψίρρυθμων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

    40

    Αν το αίτημα παροχής πρόσβασης απορριφθεί ή αν δεν επιτευχθεί συμφωνία επί των ως άνω συγκεκριμένων όρων μεταξύ του φορέα εκμετάλλευσης δικτύου στον οποίο ανήκει η υλική υποδομή και της επιχείρησης που υπέβαλε το αίτημα, το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/61 επιβάλλει στα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε τα μέρη να έχουν τη δυνατότητα παραπομπής του ζητήματος στο αρμόδιο εθνικό όργανο επίλυσης διαφορών. Το εν λόγω όργανο πρέπει εν συνεχεία, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας, να εκδώσει δεσμευτική απόφαση για την επίλυση της διαφοράς καθορίζοντας, σε περίπτωση παροχής της πρόσβασης, δίκαιους και εύλογους όρους και προϋποθέσεις, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της τιμής.

    41

    Κατά συνέπεια, το άρθρο 3 της οδηγίας 2014/61 ρυθμίζει την εκ των υστέρων επίλυση διαφορών όσον αφορά την επέμβαση εθνικών αρχών σχετικά με την παροχή πρόσβασης σε υπάρχουσα υποδομή δικτύου εντός της Ένωσης σε επιχειρήσεις που παρέχουν ή είναι εξουσιοδοτημένες να παρέχουν δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Η διάταξη αυτή δεν προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα καθορισμού, ως προληπτικού μέτρου και ασχέτως οποιασδήποτε συγκεκριμένης διαφοράς, εκ των προτέρων κανονιστικών υποχρεώσεων σχετικά με την πρόσβαση στην υλική υποδομή ενός φορέα εκμετάλλευσης δικτύου, όπως αυτές που επιβλήθηκαν στην TOYA από τον πρόεδρο της UKE στην υπόθεση της κύριας δίκης.

    42

    Εντούτοις, ούτε το άρθρο 3 ούτε οποιαδήποτε άλλη διάταξη της οδηγίας 2014/61 απαγορεύει ρητώς την επιβολή τέτοιων εκ των προτέρων κανονιστικών υποχρεώσεων σχετικά με την πρόσβαση στην υλική υποδομή ενός φορέα εκμετάλλευσης δικτύου.

    43

    Ως προς το ζήτημα αυτό, η οδηγία 2014/61, όπως προκύπτει από το άρθρο της 1, παράγραφοι 2 και 3, σε συνδυασμό με την αιτιολογική της σκέψη 11, ορίζει μόνο ελάχιστες απαιτήσεις και τα κράτη μέλη δύνανται να διατηρούν ή να θεσπίζουν μέτρα σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης τα οποία υπερβαίνουν τις ελάχιστες αυτές απαιτήσεις με σκοπό την επίτευξη του θεμελιώδους σκοπού της οδηγίας, όπως αυτός καθορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1.

    44

    Από το άρθρο 1, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/61, σε συνδυασμό με την αιτιολογική της σκέψη 12, προκύπτει εντούτοις ότι, αν διάταξή της αντιβαίνει σε διάταξη των οδηγιών οι οποίες μνημονεύονται στο εν λόγω άρθρο 1, παράγραφος 4, μεταξύ των οποίων η οδηγία-πλαίσιο και η οδηγία για την πρόσβαση, υπερισχύει η σχετική διάταξη των τελευταίων αυτών οδηγιών.

    45

    Από τον ως άνω κανόνα σύγκρουσης προκύπτει ότι, για να δοθεί απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, πρέπει επίσης να εξεταστεί αν οι ανωτέρω οδηγίες και συγκεκριμένα η οδηγία-πλαίσιο και η οδηγία για την πρόσβαση αντιτίθενται στη λήψη μέτρων από εθνική ρυθμιστική αρχή όσον αφορά την πρόσβαση στην υλική υποδομή φορέα εκμετάλλευσης δικτύου, όπως αυτά που έλαβε ο πρόεδρος της UKE στην υπόθεση της κύριας δίκης.

    46

    Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται ότι το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας για την πρόσβαση προβλέπει ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές δεν επιβάλλουν, κατ’ αρχήν, υποχρεώσεις διαφάνειας, αμεροληψίας, λογιστικού διαχωρισμού, πρόσβασης και χρήσης ειδικών ευκολιών δικτύου και ελέγχου τιμών και κοστολόγησης, όπως αυτές ορίζονται στα άρθρα 9 έως 13 της οδηγίας αυτής, στους φορείς εκμετάλλευσης δικτύου οι οποίοι δεν έχουν οριστεί, κατόπιν ανάλυσης της αγοράς, ως έχοντες σημαντική ισχύ σε αυτήν.

    47

    Εντούτοις, όπως διαπίστωσε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 33 των προτάσεών του, η κατ’ αρχήν αυτή απαγόρευση που απορρέει από το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας για την πρόσβαση υπόκειται σε πολλές εξαιρέσεις. Βάσει ορισμένων από αυτές τις εξαιρέσεις, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν ιδίως να επιβάλλουν εκ των προτέρων κανονιστικές υποχρεώσεις όσον αφορά την πρόσβαση στην υλική υποδομή εις βάρος φορέων εκμετάλλευσης δικτύου οι οποίοι δεν έχουν κατ’ ανάγκη σημαντική ισχύ στη συγκεκριμένη αγορά.

    48

    Ειδικότερα, το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας για την πρόσβαση προβλέπει ότι, για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 8 της οδηγίας-πλαισίου, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές ενθαρρύνουν και, κατά περίπτωση, εξασφαλίζουν την κατάλληλη πρόσβαση και διασύνδεση, καθώς και τη διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών, ασκώντας τις αρμοδιότητές τους κατά τρόπο ο οποίος, μεταξύ άλλων, εξασφαλίζει οικονομική απόδοση και βιώσιμο ανταγωνισμό και παρέχει το μέγιστο όφελος στους τελικούς χρήστες. Προς τούτο, η διάταξη αυτή επιτρέπει, μεταξύ άλλων, στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές να επιβάλλουν, στον βαθμό που αυτό είναι απαραίτητο για να εξασφαλισθεί η δυνατότητα τελικής διασύνδεσης ή η διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών, υποχρεώσεις σε επιχειρήσεις που ελέγχουν την πρόσβαση στους τελικούς χρήστες, τούτο δε ανεξαρτήτως του αν οι επιχειρήσεις αυτές έχουν σημαντική ισχύ στην αγορά (πρβλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, KPN, C‑85/14, EU:C:2015:610, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    49

    Ως προς το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι, για την επίτευξη των απαριθμούμενων στο άρθρο 8 της οδηγίας-πλαισίου σκοπών στο ειδικό πλαίσιο της πρόσβασης και της διασύνδεσης, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές έχουν δυνατότητα αυτόνομης παρέμβασης και η απαρίθμηση των μέσων δράσης τους δεν είναι εξαντλητική (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑227/07, EU:C:2008:620, σκέψη 65, της 12ης Νοεμβρίου 2009, TeliaSonera Finland, C‑192/08, EU:C:2009:696, σκέψεις 58 έως 60, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, KPN, C‑85/14, EU:C:2015:610, σκέψη 36).

    50

    Το άρθρο 12 της οδηγίας-πλαισίου εξουσιοδοτεί επίσης τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές να επιβάλλουν υποχρεώσεις σχετικά με τη συνεγκατάσταση και τον μερισμό στοιχείων των δικτύων και συναφών ευκολιών, χωρίς να έχουν προηγουμένως διαπιστώσει ότι ο συγκεκριμένος φορέας εκμετάλλευσης έχει σημαντική ισχύ στην αγορά.

    51

    Τέλος, διαπιστώνεται επίσης ότι καμία διάταξη της οδηγίας για την πρόσβαση και της οδηγίας-πλαισίου δεν εξαρτά την επιβολή από εθνική ρυθμιστική αρχή σε φορέα εκμετάλλευσης δικτύου εκ των προτέρων κανονιστικών υποχρεώσεων σχετικά με την πρόσβαση στην υλική υποδομή του από την προϋπόθεση της ύπαρξης συγκεκριμένων διαφορών μεταξύ του εν λόγω φορέα και των επιχειρήσεων που ζητούν την παροχή πρόσβασης.

    52

    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων, από το γράμμα και το πλαίσιο του άρθρου 1, παράγραφοι 3 και 4, και του άρθρου 3, παράγραφος 5, της οδηγίας 2014/61, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 1, το άρθρο 5, παράγραφος 1, και το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας για την πρόσβαση, καθώς και με τα άρθρα 8 και 12 της οδηγίας-πλαισίου, προκύπτει ότι η έλλειψη συγκεκριμένων διαφορών μεταξύ του φορέα εκμετάλλευσης δικτύου ο οποίος κατέχει υλική υποδομή και επιχειρήσεων που ζητούν την παροχή πρόσβασης σε αυτήν καθώς και το γεγονός ότι δεν έχει προηγουμένως διαπιστωθεί ότι ο φορέας εκμετάλλευσης δικτύου έχει σημαντική ισχύ στη συγκεκριμένη αγορά ή ότι στην αγορά αυτή δεν υπάρχει πραγματικός ανταγωνισμός δεν μπορούν να εμποδίσουν την επιβολή, εκ μέρους της αρμόδιας εθνικής ρυθμιστικής αρχής, εκ των προτέρων κανονιστικών υποχρεώσεων σχετικά με την πρόσβαση στην υλική υποδομή του εν λόγω φορέα εκμετάλλευσης δικτύου.

    53

    Δεύτερον, η γραμματική και συστηματική αυτή ερμηνεία επιβεβαιώνεται πλήρως από την τελολογική ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων της οδηγίας 2014/61, της οδηγίας για την πρόσβαση και της οδηγίας-πλαισίου.

    54

    Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται, αφενός, ότι η οδηγία 2014/61 αποσκοπεί, κατά το άρθρο της 1, παράγραφος 1, στη διευκόλυνση και κινητροδότηση της εγκατάστασης υψίρρυθμων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών με την προώθηση της κοινής χρήσης της υπάρχουσας υλικής υποδομής και τη διευκόλυνση της αποτελεσματικότερης εγκατάστασης νέας υλικής υποδομής, προκειμένου η εγκατάσταση των εν λόγω δικτύων να πραγματοποιηθεί με χαμηλότερο κόστος.

    55

    Πλην όμως, διαπιστώνεται ότι πρακτική, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία συνίσταται στον καθορισμό εκ των προτέρων ελάχιστων όρων πρόσβασης στην υλική υποδομή ενός φορέα εκμετάλλευσης δικτύου, ασχέτως οποιασδήποτε συγκεκριμένης διαφοράς, και χωρίς να έχει προηγουμένως διαπιστωθεί ότι ο συγκεκριμένος φορέας εκμετάλλευσης δικτύου έχει σημαντική ισχύ στην αγορά, είναι ικανή να συμβάλει στην επίτευξη του γενικού σκοπού της οδηγίας 2014/61, κατά το μέτρο που προωθεί και διευκολύνει την κοινή χρήση της υπάρχουσας υλικής υποδομής. Ειδικότερα, η πρακτική αυτή συμβάλλει επίσης, όπως αναφέρουν η Πολωνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις τους και όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 43 των προτάσεών του, στην αποφυγή διαφορών σχετικά με την πρόσβαση στην υλική υποδομή του φορέα εκμετάλλευσης δικτύου και συντείνει κατ’ αυτόν τον τρόπο στην επίτευξη του σκοπού επίλυσης των διαφορών ο οποίος διαπνέει το άρθρο 3 της οδηγίας 2014/61, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 41 της παρούσας απόφασης.

    56

    Αφετέρου, επισημαίνεται ότι η πρακτική αυτή συμβάλλει επίσης στην επίτευξη των κύριων σκοπών που ορίζονται στην οδηγία για την πρόσβαση και στην οδηγία-πλαίσιο. Πράγματι, κατά το μέτρο που προωθεί και διευκολύνει την από κοινού χρήση της υπάρχουσας υλικής υποδομής, η εν λόγω πρακτική συμβάλλει στον βιώσιμο ανταγωνισμό, στην ενίσχυση της διαλειτουργικότητας των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς στον συγκεκριμένο κλάδο και στην προώθηση των συμφερόντων των πολιτών και των καταναλωτών της Ένωσης, ήτοι σκοπούς που προβλέπει μεταξύ άλλων το άρθρο 8, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας-πλαισίου και το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας για την πρόσβαση.

    57

    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφοι 3 και 4, και το άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας 2014/61, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 1, το άρθρο 5, παράγραφος 1, και το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας για την πρόσβαση, καθώς και με τα άρθρα 8 και 12 της οδηγίας-πλαισίου, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην επιβολή, εκ μέρους εθνικής ρυθμιστικής αρχής αρμόδιας για τον κλάδο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, σε φορέα εκμετάλλευσης δικτύου, ο οποίος δεν έχει οριστεί ως έχων σημαντική ισχύ στην αγορά, της υποχρέωσης να εφαρμόζει όρους, όπως αυτοί καθορίζονται εκ των προτέρων από την εν λόγω αρχή, οι οποίοι διέπουν τον τρόπο παροχής πρόσβασης στην υλική υποδομή του σε άλλες επιχειρήσεις δραστηριοποιούμενες στον συγκεκριμένο κλάδο, συμπεριλαμβανομένων κανόνων και διαδικασιών σύναψης συμβάσεων και πίνακα τιμών που θα εφαρμόζεται για την παροχή της πρόσβασης, τούτο δε ανεξαρτήτως του αν υπάρχει διαφορά σχετικά με την πρόσβαση στην υλική υποδομή και πραγματικός ανταγωνισμός.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    58

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    Το άρθρο 1, παράγραφοι 3 και 4, και το άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας 2014/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για μέτρα μείωσης του κόστους εγκατάστασης υψίρρυθμων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 1, το άρθρο 5, παράγραφος 1, και το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2002/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους (οδηγία για την πρόσβαση), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/140/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, καθώς και με τα άρθρα 8 και 12 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία-πλαίσιο), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/140,

     

    έχουν την έννοια ότι:

     

    δεν αντιτίθενται στην επιβολή, εκ μέρους εθνικής ρυθμιστικής αρχής αρμόδιας για τον κλάδο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, σε φορέα εκμετάλλευσης δικτύου, ο οποίος δεν έχει οριστεί ως έχων σημαντική ισχύ στην αγορά, της υποχρέωσης να εφαρμόζει όρους, όπως αυτοί καθορίζονται εκ των προτέρων από την εν λόγω αρχή, οι οποίοι διέπουν τον τρόπο παροχής πρόσβασης στην υλική υποδομή του σε άλλες επιχειρήσεις δραστηριοποιούμενες στον συγκεκριμένο κλάδο, συμπεριλαμβανομένων κανόνων και διαδικασιών σύναψης συμβάσεων και πίνακα τιμών που θα εφαρμόζεται για την παροχή της πρόσβασης, τούτο δε ανεξαρτήτως του αν υπάρχει διαφορά σχετικά με την πρόσβαση στην υλική υποδομή και πραγματικός ανταγωνισμός.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.

    Top