EUR-Lex Access to European Union law
This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62021CJ0238
Judgment of the Court (First Chamber) of 17 November 2022.#Porr Bau GmbH v Bezirkshauptmannschaft Graz-Umgebung.#Request for a preliminary ruling from the Landesverwaltungsgericht Steiermark.#Reference for a preliminary ruling – Environment – Waste – Directive 2008/98/EC – Point 1 of Article 3 – Article 5(1) – Article 6(1) – Excavated materials – Concepts of ‘waste’ and of ‘by-product’ – Cessation of waste status.#Case C-238/21.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 17ης Νοεμβρίου 2022.
Porr Bau GmbH κατά Bezirkshauptmannschaft Graz-Umgebung.
Αίτηση του Landesverwaltungsgericht Steiermark για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Απόβλητα – Οδηγία 2008/98/ΕΚ – Άρθρο 3, σημείο 1 – Άρθρο 5, παράγραφος 1 – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Υλικά εκσκαφής – Έννοιες “αποβλήτου” και “υποπροϊόντος” – Αποχαρακτηρισμός αποβλήτου.
Υπόθεση C-238/21.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 17ης Νοεμβρίου 2022.
Porr Bau GmbH κατά Bezirkshauptmannschaft Graz-Umgebung.
Αίτηση του Landesverwaltungsgericht Steiermark για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Απόβλητα – Οδηγία 2008/98/ΕΚ – Άρθρο 3, σημείο 1 – Άρθρο 5, παράγραφος 1 – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Υλικά εκσκαφής – Έννοιες “αποβλήτου” και “υποπροϊόντος” – Αποχαρακτηρισμός αποβλήτου.
Υπόθεση C-238/21.
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:885
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)
της 17ης Νοεμβρίου 2022 ( *1 )
«Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Απόβλητα – Οδηγία 2008/98/ΕΚ – Άρθρο 3, σημείο 1 – Άρθρο 5, παράγραφος 1 – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Υλικά εκσκαφής – Έννοιες “αποβλήτου” και “υποπροϊόντος” – Αποχαρακτηρισμός αποβλήτου»
Στην υπόθεση C‑238/21,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Landesverwaltungsgericht Steiermark (περιφερειακό διοικητικό πρωτοδικείο του ομόσπονδου κράτους της Στυρίας, Αυστρία) με απόφαση της 2ας Απριλίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Απριλίου 2021, στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας
Porr Bau GmbH
κατά
Bezirkshauptmannschaft Graz-Umgebung,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Arabadjiev (εισηγητή), πρόεδρο, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, εκτελούντα καθήκοντα δικαστή του πρώτου τμήματος, P. G. Xuereb, A. Kumin και I. Ziemele, δικαστές,
γενική εισαγγελέας: L. Medina
γραμματέας: S. Beer, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 23ης Μαρτίου 2022,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– |
η Porr Bau GmbH, εκπροσωπούμενη από τον M. Walcher, Rechtsanwalt, |
– |
η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις F. Boldog, A. Kögl, M. A. Posch, J. Schmoll και E. Wolfslehner, |
– |
η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την S. Bourgois, τον C. Hermes και τον M. Ioan, |
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 22ας Ιουνίου 2022,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών (ΕΕ 2008, L 312, σ. 3). |
2 |
Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Porr Bau GmbH (στο εξής: Porr bau) και της Bezirkshauptmannschaft Graz-Umgebung (περιφερειακής διοικητικής αρχής Graz και περιχώρων) σχετικά με τη διαπίστωση της εν λόγω αρχής ότι υλικά εκσκαφής που είχαν αποτεθεί σε γεωργικές εκτάσεις συνιστούσαν απόβλητα. |
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 |
Η οδηγία 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 86), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 1991 (ΕΕ 1991, L 78, σ. 32) (στο εξής: οδηγία 75/442), είχε ως βασικό στόχο –κατά την αιτιολογικής της σκέψη 3– την προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος από τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκέντρωσης, της μεταφοράς, της επεξεργασίας, της εναποθήκευσης και της απόθεσης αποβλήτων. Η οδηγία 75/442 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2006/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2006, περί των στερεών αποβλήτων (ΕΕ 2006, L 114, σ. 9), η οποία, ομοίως, καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2008/98. |
4 |
Οι αιτιολογικές σκέψεις 6, 8, 11, 22 και 29 της οδηγίας 2008/98 έχουν ως εξής:
[…]
[…]
[…]
[…]
|
5 |
Το κεφάλαιο I της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Αντικείμενο, πεδίο εφαρμογής και ορισμοί», περιλαμβάνει τα άρθρα 1 έως 7. |
6 |
Το άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής: «Η παρούσα οδηγία θεσπίζει μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας εμποδίζοντας ή μειώνοντας τις αρνητικές επιπτώσεις της παραγωγής και της διαχείρισης αποβλήτων και περιορίζοντας τον συνολικό αντίκτυπο της χρήσης των πόρων και βελτιώνοντας την αποδοτικότητά της.» |
7 |
Το άρθρο 3 της οδηγίας 2008/98, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα ακόλουθα: «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
[…]
[…]
[…]» |
8 |
Το άρθρο 4 της οδηγίας 2008/98, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ιεράρχηση των αποβλήτων», ορίζει τα εξής: «1. Στη νομοθεσία και την πολιτική για την πρόληψη και τη διαχείριση των αποβλήτων ισχύει ως τάξη προτεραιότητας η ακόλουθη ιεράρχηση όσον αφορά τα απόβλητα:
2. Όταν εφαρμόζουν την ιεράρχηση των αποβλήτων η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα ώστε να προωθούν τις εναλλακτικές δυνατότητες που παράγουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα από περιβαλλοντική άποψη. […] […]» |
9 |
Το άρθρο 5 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Υποπροϊόντα», διαλαμβάνει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα: «Μια ουσία ή αντικείμενο που προκύπτει από διαδικασία παραγωγής, πρωταρχικός σκοπός της οποίας δεν είναι η παραγωγή αυτού του στοιχείου, μπορεί να θεωρείται ότι δεν συνιστά απόβλητο όπως αναφέρεται στο άρθρο 3, σημείο 1) αλλά υποπροϊόν μόνον εάν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:
|
10 |
Το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αποχαρακτηρισμός αποβλήτων», έχει ως εξής: «1. Ορισμένα προσδιορισμένα απόβλητα παύουν να αποτελούν απόβλητα κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1), εάν έχουν υποστεί εργασία ανάκτησης, περιλαμβανομένης της ανακύκλωσης, και πληρούν ειδικά κριτήρια που θα καθοριστούν σύμφωνα με τους ακόλουθους όρους:
Εφόσον απαιτείται, τα κριτήρια περιλαμβάνουν οριακές τιμές για τους ρύπους και συνεκτιμούν ενδεχόμενες δυσμενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις της ουσίας ή του αντικειμένου. […] 4. Εάν δεν έχουν καθορισθεί κριτήρια σε κοινοτικό επίπεδο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στις παραγράφους 1 και 2, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν, κατά περίπτωση, εάν ένα συγκεκριμένο απόβλητο έχει αποχαρακτηρισθεί βάσει της εφαρμοστέας νομολογίας. […]» |
11 |
Το άρθρο 11 της ίδιας αυτής οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση», ορίζει στην παράγραφο 2 τα ακόλουθα: «Για την επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας και τη μετάβαση σε μια Ευρωπαϊκή Κοινωνία Ανακύκλωσης, με υψηλό επίπεδο αποδοτικότητας των πόρων, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλισθεί η επίτευξη των ακόλουθων στόχων: […]
|
12 |
Στις εργασίες ανάκτησης που παρατίθενται στο παράρτημα II της οδηγίας 2008/98 περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η «[ε]πεξεργασία σε χερσαίο χώρο από την οποία προκύπτει όφελος για τη γεωργία ή οικολογικές βελτιώσεις». |
Το αυστριακό δίκαιο
13 |
Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του Abfallwirtschaftsgesetz 2002 (ομοσπονδιακού νόμου του 2002 για τη διαχείριση των αποβλήτων) προβλέπει τα εξής: «Για τους σκοπούς του παρόντος ομοσπονδιακού νόμου, ως απόβλητο νοείται κάθε κινητό,
|
14 |
Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου ορίζει τα ακόλουθα: «Εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε κανονιστική πράξη της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου ή του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/98 για τα απόβλητα, οι ήδη αξιοποιηθείσες ουσίες λογίζονται ως απόβλητα μέχρις ότου οι ίδιες ή οι ουσίες που λαμβάνονται απευθείας από αυτές χρησιμοποιηθούν ως υποκατάστατα πρώτων υλών ή προϊόντων που παράγονται από πρωτογενείς πρώτες ύλες. Στην περίπτωση της προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, σημείο 6, ο αποχαρακτηρισμός των αποβλήτων επέρχεται μετά το πέρας της εργασίας ανάκτησης». |
Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
15 |
Πλείονες γεωργοί απευθύνθηκαν στην Porr Bau προκειμένου να προμηθευτούν από αυτήν υλικά εκσκαφής προς αποκατάσταση εδαφών για καλλιέργεια ή βελτίωση παραγωγικών γεωργικών εκτάσεων. Κατά τον χρόνο εκείνο, δεν ήταν βέβαιο αν η επιχείρηση θα ήταν σε θέση να ικανοποιήσει το αίτημά τους. Βάσει του αιτήματος αυτού, η Porr Bau εντόπισε εν συνεχεία κατασκευαστικό έργο κατάλληλο για την εξαγωγή των οικείων υλικών. Συνακόλουθα, η εταιρία παρέσχε τα ζητηθέντα υλικά, ήτοι μη μολυσμένα υλικά εκσκαφής κατηγορίας A 1, η οποία αποτελεί, κατά το αυστριακό δίκαιο, την ανώτερη ποιοτικά κατηγορία υλικών εκσκαφής. Σύμφωνα με το εν λόγω δίκαιο, η χρήση υλικών όπως τα περιγραφόμενα ανωτέρω είναι κατάλληλη για τέτοιου είδους εδαφικές διαμορφώσεις και νόμιμη. |
16 |
Στις 4 Μαΐου 2018 η Porr Bau ζήτησε από την περιφερειακή διοικητική αρχή Graz και περιχώρων να βεβαιώσει ότι τα υλικά εκσκαφής που είχε παράσχει δεν αποτελούσαν απόβλητα και, επικουρικώς, ότι οι σχεδιαζόμενες εργασίες δεν συνιστούσαν δραστηριότητα υποκείμενη σε υποχρέωση καταβολής του τέλους περί μολυσμένης τοποθεσίας. |
17 |
Με απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2020, η εν λόγω αρχή έκρινε ότι τα οικεία υλικά αποτελούσαν απόβλητα, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, του ομοσπονδιακού νόμου του 2002 για τη διαχείριση των αποβλήτων, και ότι δεν είχαν αποχαρακτηριστεί λόγω, κυρίως, μη τήρησης τυπικών κριτηρίων τα οποία προέβλεπε το ομοσπονδιακό σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων. |
18 |
Κατόπιν προσφυγής ασκηθείσας κατά της αποφάσεως αυτής από την Porr Bau ενώπιόν του, το Landesverwaltungsgericht Steiermark (περιφερειακό διοικητικό πρωτοδικείο του ομόσπονδου κράτους της Στυρίας, Αυστρία) διερωτάται αν τα επίμαχα υλικά εκσκαφής πρέπει να χαρακτηριστούν ως «απόβλητα» κατά την έννοια της οδηγίας 2008/98. Επιπλέον, το δικαστήριο αυτό επισημαίνει ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, θα πρέπει να εξετάσει αν έχει επέλθει αποχαρακτηρισμός των αποβλήτων. |
19 |
Το εν λόγω δικαστήριο υπογραμμίζει ότι τα οικεία υλικά είχαν υποβληθεί σε έλεγχο, οπότε μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν απευθείας. Αναφέρει ότι, εν προκειμένω, τα υλικά χρησιμοποιήθηκαν με σκοπό τη βελτίωση της γεωργικής δομής, ότι συνέτρεχε ανάγκη σε υλικά, ότι τηρήθηκαν οι τεχνικές απαιτήσεις και ότι, επιπλέον, δεν υπήρξαν επιβλαβείς συνέπειες για το περιβάλλον ή την υγεία. Επιπλέον, προσέγγιση όπως η εκτιθέμενη ανωτέρω στοχεύει στην πρόληψη της δημιουργίας αποβλήτων και την υποκατάσταση πρώτων υλών από τέτοια υλικά. |
20 |
Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι, κατά το αυστριακό δίκαιο, μόνον δύο δραστηριότητες επιφέρουν αποχαρακτηρισμό των αποβλήτων, ήτοι, αφενός, η προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση μέσω ελέγχου, καθαρισμού ή επισκευής και, αφετέρου, η πραγματική χρήση των οικείων υλικών προς υποκατάσταση πρώτων υλών. Όσον αφορά τα υλικά εκσκαφής, τα εφαρμοστέα κριτήρια είναι αυστηρότερα, καθόσον η προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση δεν επιφέρει αποχαρακτηρισμό των αποβλήτων. Συνεπώς, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, βάσει του νυν ισχύοντος δικαίου στην Αυστρία και κατά την κοινώς αποδεκτή ερμηνεία, η δυνατότητα αποχαρακτηρισμού αποβλήτων περιστέλλεται κατά τρόπο αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης. |
21 |
Ειδικότερα, μολονότι τα επίμαχα υλικά εκσκαφής εμπίπτουν στην ανώτερη ποιοτικά κατηγορία και είναι κατάλληλα, από τεχνικής και νομικής άποψης, για τη βελτίωση των οικείων γεωργικών εκτάσεων, εντούτοις τα τυπικά κριτήρια που προβλέπει το ομοσπονδιακό σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων, ερμηνευόμενα στενά, είναι δυνατό να εμποδίσουν τον αποχαρακτηρισμό των υλικών αυτών ως αποβλήτων. |
22 |
Κατά το αιτούν δικαστήριο, τούτο έχει ως αποτέλεσμα να αποκλείεται μια δραστηριότητα, όπως η βελτίωση γεωργικών εκτάσεων με χρήση υλικών εκσκαφής, η οποία εξυπηρετεί την υποκατάσταση πρώτων υλών και επιβάλλεται από την ιεράρχηση των αποβλήτων που προβλέπεται στην οδηγία 2008/98. Πλην όμως, τούτο θα ενθάρρυνε –αντιθέτως προς τους σκοπούς που επιδιώκει η προαναφερθείσα οδηγία– τη χρησιμοποίηση πρωτογενών πρώτων υλών και την απόρριψη δευτερογενών πρώτων υλών, όπως τα υλικά εκσκαφής, τα οποία είναι απολύτως δεκτικά ανάκτησης. |
23 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landesverwaltungsgericht Steiermark (περιφερειακό διοικητικό πρωτοδικείο του ομόσπονδου κράτους της Στυρίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα:
Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο και/ή στο δεύτερο ερώτημα:
|
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
24 |
Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο οφείλει να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς που έχει υποβληθεί στην κρίση του. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, το προδικαστικό ερώτημα που του έχει υποβληθεί. Επιπλέον, το Δικαστήριο ενδέχεται να χρειαστεί να λάβει υπόψη κανόνες του δικαίου της Ένωσης στους οποίους δεν αναφέρθηκε ο εθνικός δικαστής με το ερώτημά του (απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Uniqa Asigurări, C‑267/21, EU:C:2022:614, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
25 |
Το Δικαστήριο οφείλει επίσης να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα στηριζόμενο στην εθνική νομοθεσία και στο πραγματικό πλαίσιο, όπως αυτά προσδιορίζονται από το αιτούν δικαστήριο, το οποίο έχει αποκλειστική αρμοδιότητα συναφώς, και να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο όλα τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης βάσει των οποίων θα δυνηθεί αυτό να εκτιμήσει το συμβατό της εθνικής νομοθεσίας με τις διατάξεις της οικείας οδηγίας (πρβλ. απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2022, Philips Orăştie, C‑487/20, EU:C:2022:92, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
26 |
Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το αν τα επίμαχα στην κύρια δίκη υλικά εκσκαφής συνιστούν «απόβλητα», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, της οδηγίας 2008/98. Ειδικότερα, το δικαστήριο αυτό επισημαίνει ότι ένα εκ των αντικειμένων της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί είναι το ζήτημα αν μη μολυσμένα υλικά εκσκαφής, τα οποία εμπίπτουν –κατά την εθνική νομοθεσία– στην ανώτερη ποιοτικά κατηγορία, πρέπει να χαρακτηριστούν ως «απόβλητα». |
27 |
Η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, κατά το αυστριακό δίκαιο, στην περίπτωση υλικών εκσκαφής ή κατεδάφισης που προκύπτουν στο πλαίσιο κατασκευαστικού έργου, ο κύριος σκοπός του κατασκευαστή είναι, κατά κανόνα, να ολοκληρώσει το έργο χωρίς να παρεμποδίζεται από τα υλικά αυτά, οπότε τα υλικά απομακρύνονται από την οικεία τοποθεσία προς απόρριψή τους. |
28 |
Η Porr Bau φρονεί ότι τούτο δεν ισχύει εν προκειμένω και υποστηρίζει ότι τα επίμαχα στην κύρια δίκη υλικά εκσκαφής πληρούν δυνητικώς τις προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98 και μπορούν, συνακόλουθα, να χαρακτηριστούν ως «υποπροϊόντα». |
29 |
Στην περίπτωση που τα ως άνω υλικά πρέπει, παρά ταύτα, να χαρακτηριστούν ως «απόβλητα», το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι θα πρέπει να επιβληθεί τέλος περί μολυσμένης τοποθεσίας όσον αφορά τα εν λόγω υλικά και να εξεταστεί αν και, ενδεχομένως, σε ποιο χρονικό σημείο έπαψαν αυτά να χαρακτηρίζονται ως απόβλητα. |
30 |
Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 11 της οδηγίας 2008/98, ο χαρακτηρισμός ως αποβλήτων των μη μολυσμένων εκσκαφέντων εδαφών και άλλων φυσικώς απαντώμενων υλικών που χρησιμοποιούνται σε μέρη άλλα πλην του μέρους εκσκαφής τους θα πρέπει να κρίνεται σύμφωνα με τον ορισμό του αποβλήτου και τις διατάξεις περί υποπροϊόντων ή περί αποχαρακτηρισμού αποβλήτου σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία. |
31 |
Συνεπώς, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να συνεξεταστούν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, σημείο 1, το άρθρο 5, παράγραφος 1, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας μη μολυσμένα υλικά εκσκαφής, που εντάσσονται, κατά το εθνικό δίκαιο, στην ανώτερη ποιοτικά κατηγορία, αφενός, πρέπει να χαρακτηριστούν ως «απόβλητα» ακόμη και αν διαπιστωθεί ότι εμπίπτουν στην έννοια των «υποπροϊόντων» και, αφετέρου, παύουν να χαρακτηρίζονται ως απόβλητα μόνον εφόσον χρησιμοποιηθούν απευθείας ως υποκατάστατα και ο κάτοχός του πληροί τυπικά κριτήρια μη συνδεόμενα με την προστασία του περιβάλλοντος. |
Επί του χαρακτηρισμού των υλικών εκσκαφής ως «αποβλήτων» ή ως «υποπροϊόντων»
32 |
Το άρθρο 3 της οδηγίας 2008/98 ορίζει ως «απόβλητο» κάθε ουσία ή αντικείμενο το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει. |
33 |
Συναφώς, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι ο χαρακτηρισμός ως «αποβλήτου» προκύπτει πρωτίστως από τη συμπεριφορά του κατόχου του και από τη σημασία του όρου «απορρίπτω» (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2020, Sappi Austria Produktion και Wasserverband Region Gratkorn-Gratwein, C‑629/19, EU:C:2020:824, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
34 |
Όσον αφορά τον όρο «απορρίπτω», κατά πάγια νομολογία, ο όρος αυτός πρέπει να ερμηνεύεται λαμβάνοντας υπόψη τον σκοπό της οδηγίας 2008/98, ο οποίος, σύμφωνα με την αιτιολογική της σκέψη 6, συνίσταται στην ελαχιστοποίηση των αρνητικών συνεπειών της παραγωγής και της διαχείρισης των αποβλήτων για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον, καθώς και υπό το πρίσμα του άρθρου 191, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το οποίο ορίζει ότι η πολιτική της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας και στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης. Κατά συνέπεια, ο όρος «απορρίπτω» και, επομένως, και ο όρος «απόβλητο», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, της οδηγίας 2008/98, δεν πρέπει να ερμηνεύονται στενά (απόφαση της 4ης Ιουλίου 2019, Tronex, C‑624/17, EU:C:2019:564, σκέψη 18 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
35 |
Πιο συγκεκριμένα, το αν υφίσταται «απόβλητο», κατά την έννοια της οδηγίας 2008/98, πρέπει να ελέγχεται υπό το πρίσμα του συνόλου των οικείων περιστάσεων, ορισμένες από τις οποίες μπορεί να συνιστούν ενδείξεις ύπαρξης ενέργειας, πρόθεσης ή υποχρέωσης απόρριψης μιας ουσίας ή ενός αντικειμένου, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, της οδηγίας 2008/98 (πρβλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2020, Sappi Austria Produktion και Wasserverband Region Gratkorn-Gratwein, C‑629/19, EU:C:2020:824, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
36 |
Μεταξύ των περιστάσεων που μπορούν να συνιστούν τέτοιες ενδείξεις περιλαμβάνεται το γεγονός ότι η σχετική ουσία αποτελεί υπόλειμμα παραγωγής ή κατανάλωσης, ήτοι προϊόν που δεν έχει ζητηθεί καθεαυτό, και ότι η ενδεχόμενη χρήση της ουσίας αυτής πρέπει να γίνεται υπό ειδικές προφυλάξεις λόγω του ότι η σύνθεσή της είναι επικίνδυνη για το περιβάλλον (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2020, Sappi Austria Produktion και Wasserverband Region Gratkorn-Gratwein, C‑629/19, EU:C:2020:824, σκέψεις 46 και 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
37 |
Περαιτέρω, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η μέθοδος επεξεργασίας ή ο τρόπος χρήσης μιας ουσίας δεν έχουν καθοριστική σημασία όσον αφορά το αν η ουσία αυτή θα χαρακτηριστεί ως απόβλητο και ότι ο όρος «απόβλητο» δεν αποκλείει ουσίες ή αντικείμενα των οποίων η επαναχρησιμοποίηση είναι δυνατή από οικονομικής απόψεως. Το σύστημα εποπτείας και διαχείρισης που θεσπίζεται με την οδηγία 2008/98 καλύπτει πράγματι όλες τις ουσίες και όλα τα αντικείμενα που απορρίπτει ο ιδιοκτήτης τους, ακόμη και αν έχουν εμπορική αξία και συλλέγονται για εμπορική χρήση με σκοπό την ανακύκλωση, την ανάκτηση ή την επαναχρησιμοποίηση (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2020, Sappi Austria Produktion και Wasserverband Region Gratkorn-Gratwein, C‑629/19, EU:C:2020:824, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
38 |
Πρέπει δε να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο αν η οικεία ουσία ή το οικείο αντικείμενο έχει ή δεν έχει πλέον χρησιμότητα για τον κάτοχό του, οπότε η ουσία ή το αντικείμενο συνιστά βάρος από το οποίο ο κάτοχός του επιθυμεί να απαλλαγεί. Αν τούτο συμβαίνει πράγματι, υφίσταται ο κίνδυνος να απαλλαγεί ο κάτοχος από την ως άνω ουσία ή το ως άνω αντικείμενο με τρόπο που ενδέχεται να βλάψει το περιβάλλον, ιδίως με εγκατάλειψη, απόρριψη ή ανεξέλεγκτη διάθεση. Εφόσον εμπίπτει στην έννοια του «αποβλήτου», όπως αυτό ορίζεται στην οδηγία 2008/98, η εν λόγω ουσία ή το εν λόγω αντικείμενο υπάγεται στις διατάξεις της συγκεκριμένης οδηγίας, οπότε η ανάκτηση ή η διάθεση της ουσίας ή του αντικειμένου πρέπει να πραγματοποιηθεί χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η ανθρώπινη υγεία και χωρίς να χρησιμοποιούνται διαδικασίες ή μέθοδοι που ενδέχεται να βλάψουν το περιβάλλον (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2020, Sappi Austria Produktion και Wasserverband Region Gratkorn-Gratwein, C‑629/19, EU:C:2020:824, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
39 |
Συναφώς, ο βαθμός πιθανότητας επαναχρησιμοποίησης μιας ουσίας ή ενός αντικειμένου χωρίς προηγούμενη μεταποίηση αποτελεί σημαντικό κριτήριο προκειμένου να εκτιμηθεί αν αυτά αποτελούν απόβλητα κατά την έννοια της οδηγίας 2008/98. Αν υφίσταται προς τούτο οικονομικό όφελος για τον κάτοχο, πέραν της απλής δυνατότητας επαναχρησιμοποίησης της συγκεκριμένης ουσίας ή του συγκεκριμένου αντικειμένου, η πιθανότητα μιας τέτοιας επαναχρησιμοποίησης είναι μεγάλη. Στην περίπτωση αυτή, η ουσία ή το αντικείμενο δεν μπορούν πλέον να θεωρούνται βάρος το οποίο ο κάτοχός του επιδιώκει «να απορρίψει», αλλά γνήσιο προϊόν (πρβλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2020, Sappi Austria Produktion και Wasserverband Region Gratkorn-Gratwein, C‑629/19, EU:C:2020:824, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
40 |
Ειδικότερα, σε ορισμένες περιπτώσεις, μια ουσία ή ένα αντικείμενο που προκύπτει από διαδικασία παραγωγής ή εξαγωγής, χωρίς να αποτελεί το κυρίως αντικείμενο της παραγωγικής διαδικασίας, μπορεί να συνιστά όχι υπόλειμμα αλλά υποπροϊόν, το οποίο ο κάτοχος δεν επιθυμεί να «απορρίψει», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, της οδηγίας 2008/98, αλλά προτίθεται να εκμεταλλευθεί ή να εμπορευθεί –ακόμη και για τις ανάγκες άλλων επιχειρήσεων, εκτός αυτής που το παρήγαγε–, υπό ευνοϊκές από οικονομική άποψη συνθήκες, στο πλαίσιο μιας μεταγενέστερης διαδικασίας, υπό την προϋπόθεση ότι η επαναχρησιμοποίηση αυτή δεν είναι απλώς ενδεχόμενη αλλά βέβαιη, δεν απαιτεί προηγούμενη μεταποίηση και εντάσσεται στη συνέχεια της διαδικασίας παραγωγής (πρβλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2020, Sappi Austria Produktion και Wasserverband Region Gratkorn-Gratwein, C‑629/19, EU:C:2020:824, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
41 |
Συγκεκριμένα, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, ουδόλως δικαιολογείται να υπαχθούν στις απαιτήσεις της οδηγίας 2008/98 –οι οποίες αποσκοπούν στο να εξασφαλιστεί ότι οι ενέργειες της ανάκτησης και της διάθεσης των αποβλήτων θα πραγματοποιηθούν με τρόπο που να μη θέτει σε κίνδυνο την ανθρώπινη υγεία και χωρίς να χρησιμοποιούνται διαδικασίες ή μέθοδοι που μπορούν να βλάψουν το περιβάλλον– ουσίες ή αντικείμενα τα οποία ο κάτοχός τους προτίθεται να εκμεταλλευθεί ή να εμπορευθεί υπό ευνοϊκές από οικονομική άποψη συνθήκες, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε πράξης ανάκτησης. Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της υποχρέωσης ευρείας ερμηνείας της έννοιας του «αποβλήτου», πρέπει να γίνει δεκτό ότι καλύπτονται μόνον οι καταστάσεις εκείνες στις οποίες η επαναχρησιμοποίηση της ουσίας ή του αντικειμένου δεν είναι απλώς ενδεχόμενη αλλά βέβαιη, χωρίς δε να απαιτείται να λάβει χώρα προηγουμένως κάποια από τις διαδικασίες ανάκτησης αποβλήτων που αναφέρονται στο παράρτημα II της οδηγίας 2008/98, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει (πρβλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2020, Sappi Austria Produktion και Wasserverband Region Gratkorn-Gratwein, C‑629/19, EU:C:2020:824, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
42 |
Ειδικότερα, από το άρθρο 5 παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98 προκύπτει, αφενός, ότι ως «υποπροϊόν» νοείται μια ουσία ή ένα αντικείμενο που προκύπτει από διαδικασία παραγωγής της οποίας πρωταρχικός σκοπός δεν είναι η παραγωγή της εν λόγω ουσίας ή του εν λόγω αντικειμένου, τηρουμένων περαιτέρω ορισμένων προϋποθέσεων που απαριθμούνται στο ίδιο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως δʹ. |
43 |
Όπως προκύπτει από την ως άνω διάταξη, μια ουσία ή ένα αντικείμενο που προκύπτει από διαδικασία παραγωγής, της οποίας πρωταρχικός σκοπός δεν είναι η παραγωγή της εν λόγω ουσίας ή του εν λόγω προϊόντος, μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν συνιστά «απόβλητο», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, αλλά «υποπροϊόν» μόνον εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να είναι βέβαιη η περαιτέρω χρήση της ουσίας ή του αντικειμένου. Δεύτερον, η ουσία ή το αντικείμενο πρέπει να είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί απευθείας χωρίς άλλη επεξεργασία πέραν της συνήθους βιομηχανικής πρακτικής. Τρίτον, η ουσία ή το αντικείμενο πρέπει να παράγεται ως αναπόσπαστο μέρος μιας παραγωγικής διαδικασίας. Τέταρτον, η περαιτέρω χρήση πρέπει να είναι σύννομη, δηλαδή η ουσία ή το αντικείμενο να πληροί όλες τις σχετικές απαιτήσεις περί προϊόντων και προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας για τη συγκεκριμένη χρήση και να μην πρόκειται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία. |
44 |
Ουσία ή αντικείμενο που συνιστά «υποπροϊόν», κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98, δεν θεωρείται απόβλητο το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Επομένως, κατά την εν λόγω διάταξη, η ιδιότητα του «υποπροϊόντος» και η ιδιότητα του «αποβλήτου» αποκλείονται αμοιβαίως (πρβλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2020, Sappi Austria Produktion και Wasserverband Region Gratkorn-Gratwein, C‑629/19, EU:C:2020:824, σκέψη 71). |
45 |
Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν αποτελούσε απόβλητο, κατά την έννοια της ως άνω οδηγίας, ο οπτάνθρακας πετρελαίου που παράγεται ηθελημένα ή προκύπτει από τη συνδυασμένη παραγωγή άλλων πετρελαϊκών καυσίμων ουσιών σε διυλιστήριο πετρελαίου και που χρησιμοποιείται ως καύσιμο για τις ενεργειακές ανάγκες του διυλιστηρίου και άλλων βιομηχανιών. Περιττώματα κτηνοτροφικής προέλευσης μπορούν, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, να μη χαρακτηριστούν ως «απόβλητα», εφόσον προστίθενται στο έδαφος ως λίπασμα εντός σαφώς καθορισμένων γαιών και αποθηκεύονται μόνον ενόψει της χρήσης τους αυτής (πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑121/03, EU:C:2005:512, σκέψεις 59 και 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
46 |
Το αιτούν δικαστήριο, ως το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης της οποίας έχει επιληφθεί, πρέπει να εξακριβώσει αν, υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 32 έως 39 της παρούσας αποφάσεως, η Porr Bau είχε πράγματι την πρόθεση να «απορρίψει» τα επίμαχα στην κύρια δίκη υλικά εκσκαφής, με αποτέλεσμα αυτά να αποτελούν απόβλητα κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, της οδηγίας 2008/98. |
47 |
Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται ιδίως να εξακριβώσει αν τα εν λόγω υλικά εκσκαφής αποτελούσαν βάρος από το οποίο επιδίωκε να απαλλαγεί η εν λόγω κατασκευαστική επιχείρηση, με αποτέλεσμα να υφίσταται ο κίνδυνος να το πράξει με τρόπο που θα μπορούσε να βλάψει το περιβάλλον, μεταξύ άλλων με εγκατάλειψη, απόρριψη ή ανεξέλεγκτη διάθεση. |
48 |
Το Δικαστήριο πρέπει, ωστόσο, να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο κάθε χρήσιμο στοιχείο για την επίλυση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του (πρβλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2020, Sappi Austria Produktion καιWasserverband Region Gratkorn-Gratwein, C‑629/19, EU:C:2020:824, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
49 |
Εν προκειμένω, από τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, πριν ακόμα από την εκσκαφή των επίμαχων στην κύρια δίκη υλικών, υπήρχε ρητό αίτημα, εκ μέρους των τοπικών φορέων εκμετάλλευσης γεωργικών εκτάσεων, για προμήθεια τέτοιων υλικών. Όταν τα ζητηθέντα υλικά εκσκαφής κατέστησαν διαθέσιμα σε συναφώς κατάλληλα κατασκευαστικά έργα, η Porr Bau ανέλαβε τη δέσμευση, βάσει του εν λόγω αιτήματος, να παράσχει τα οικεία υλικά εκσκαφής, δέσμευση η οποία συνοδευόταν από σύμβαση δυνάμει της οποίας η επιχείρηση αυτή θα εκτελούσε, με χρήση των υλικών εκσκαφής, εργασίες αποκατάστασης για καλλιέργεια ή βελτίωσης δεόντως προσδιορισμένων εδαφών και γεωργικών εκτάσεων. Στοιχεία όπως τα παραπάνω, εφόσον αποδειχθούν –όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει–, δεν αποδεικνύουν πρόθεση της οικείας κατασκευαστικής επιχείρησης να προβεί σε απόρριψη των εν λόγω υλικών. |
50 |
Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν τα επίμαχα στην κύρια δίκη υλικά εκσκαφής πρέπει να χαρακτηριστούν ως «υποπροϊόντα», κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98. |
51 |
Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν πληρούνται όλες οι προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη διάταξη προϋποθέσεις που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως. |
52 |
Όσον αφορά, κατά πρώτον, την προϋπόθεση του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας, κατά την οποία απαιτείται να είναι βέβαιη η περαιτέρω χρήση της ουσίας ή του αντικειμένου, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται εν προκειμένω να εξακριβώσει ότι οι ενδιαφερόμενοι φορείς εκμετάλλευσης γεωργικών εκτάσεων δεσμεύτηκαν πράγματι έναντι της Porr Bau να παραλάβουν τα επίμαχα στην κύρια δίκη υλικά εκσκαφής τα οικεία υλικά και να τα χρησιμοποιήσουν στο πλαίσιο εργασιών αποκατάστασης για καλλιέργεια και βελτίωσης αγροτικών εδαφών και εκτάσεων, αλλά και ότι τα εν λόγω υλικά καθώς και οι παραδοθείσες ποσότητες προορίζονταν όντως για την πραγματοποίηση των προαναφερθεισών εργασιών και περιορίζονταν αυστηρώς στις ανάγκες των εργασιών αυτών. |
53 |
Στην περίπτωση που τα ως άνω υλικά εκσκαφής δεν παρέχονται απευθείας στους οικείους φορείς, επιτρέπεται η αποθήκευση εύλογης διάρκειας επιτρέπουσα την προσωρινή εναπόθεση των υλικών μέχρι την πραγματοποίηση των εργασιών για τις οποίες προορίζονται. Όπως προκύπτει από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 45 της παρούσας αποφάσεως, η διάρκεια της αποθήκευσης δεν μπορεί εντούτοις να υπερβαίνει το χρονικό διάστημα που απαιτείται προκειμένου η οικεία επιχείρηση να είναι σε θέση να εκπληρώσει τις συμβατικές υποχρεώσεις της (πρβλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Brady, C‑113/12, EU:C:2013:627, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
54 |
Όσον αφορά, κατά δεύτερον, την προϋπόθεση του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2008/98, κατά την οποία η ουσία ή το αντικείμενο πρέπει να είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί απευθείας χωρίς άλλη επεξεργασία πέραν της συνήθους βιομηχανικής πρακτικής, υπενθυμίζεται ότι από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι τα επίμαχα στην κύρια δίκη υλικά εκσκαφής υποβλήθηκαν σε ποιοτικό έλεγχο κατόπιν του οποίου πιστοποιήθηκε ότι πρόκειται για μη μολυσμένα υλικά εμπίπτοντα στην ανώτερη ποιοτικά κατηγορία κατά το εθνικό δίκαιο. Εντούτοις, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να βεβαιωθεί ότι τα εν λόγω υλικά δεν χρειάστηκαν καμία μεταποίηση ή επεξεργασία πριν από την περαιτέρω χρήση τους. |
55 |
Κατά τρίτον, όσον αφορά την προϋπόθεση του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2008/98 και το ζήτημα αν τα υλικά αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παραγωγικής διαδικασίας της Porr Bau, επισημαίνεται, όπως ανέφερε και η γενική εισαγγελέας στα σημεία 41 και 47 των προτάσεών της, ότι το χώμα εκσκαφής είναι προϊόν ενός εκ των πρώτων σταδίων που κατά κανόνα αποτελούν μέρος ενός κατασκευαστικού έργου ως οικονομική δραστηριότητα έχουσα ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση εδαφών. |
56 |
Όσον αφορά, κατά τέταρτον, την προϋπόθεση κατά την οποία η περαιτέρω χρήση της ουσίας ή του αντικειμένου απαιτείται να είναι σύννομη, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2008/98 απαιτεί ειδικότερα η ουσία ή το αντικείμενο να πληροί όλες τις σχετικές απαιτήσεις περί προϊόντων και προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας για τη συγκεκριμένη χρήση και να μην πρόκειται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία. |
57 |
Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που περιέχονται στην απόφαση περί παραπομπής, τα επίμαχα στην κύρια δίκη υλικά εκσκαφής εντάχθηκαν, κατόπιν ποιοτικής ανάλυσης στην οποία υποβλήθηκαν πριν από την επαναχρησιμοποίησή τους, στην ανώτερη ποιοτικά κατηγορία μη μολυσμένων υλικών εκσκαφής όπως αυτή καθορίζεται από την αυστριακή νομοθεσία, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο του ομοσπονδιακού σχεδίου διαχείρισης των αποβλήτων το οποίο προβλέπει συγκεκριμένες απαιτήσεις όσον αφορά τη μείωση της ποσότητας των αποβλήτων, των ρύπων τους και των επιβλαβών συνεπειών τους στο περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία. Το εν λόγω σχέδιο ορίζει επίσης ότι η χρήση μη μολυσμένων υλικών εκσκαφής της ανώτερης ποιοτικά κατηγορίας είναι κατάλληλη και επιτρέπεται για την αποκατάσταση για καλλιέργεια και προς βελτίωση εδαφών. |
58 |
Μια τέτοια χρήση είναι, κατ’ αρχήν, σύμφωνη προς τους σκοπούς της οδηγίας 2008/98. Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι η χρησιμοποίηση ύλης προερχόμενης από εκσκαφή και καθαρισμό εδαφών ως οικοδομικού υλικού, στο μέτρο που η ύλη αυτή πληροί αυστηρές απαιτήσεις ποιότητας, είναι ιδιαιτέρως ωφέλιμη για το περιβάλλον, διότι συμβάλλει, όπως απαιτεί το άρθρο 11, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας, στη μείωση των αποβλήτων, στη διατήρηση των φυσικών πόρων καθώς και στην ανάπτυξη κυκλικής οικονομίας. |
59 |
Επιπλέον, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 73 των προτάσεών της, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η χρήση υλικών εκσκαφής που εμπίπτουν στην ανώτερη ποιοτικά κατηγορία προς αποκατάσταση για καλλιέργεια και προς βελτίωση γεωργικών γαιών είναι επίσης σύμφωνη προς την ιεράρχηση των αποβλήτων που προβλέπεται στο άρθρο 4 της οδηγίας. |
60 |
Στην αντίθετη περίπτωση κατά την οποία θα διαπιστωνόταν ότι τα επίμαχα στην κύρια δίκη υλικά εκσκαφής συνιστούν «απόβλητα», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, της οδηγίας 2008/98, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας τέτοια υλικά παύουν να χαρακτηρίζονται ως απόβλητα μόνον εφόσον χρησιμοποιηθούν απευθείας ως υποκατάστατα και εφόσον ο κάτοχός τους πληροί τυπικά κριτήρια μη συνδεόμενα με την προστασία του περιβάλλοντος. |
Επί του αποχαρακτηρισμού των υλικών εκσκαφής ως αποβλήτων
61 |
Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98, ορισμένα απόβλητα παύουν να αποτελούν απόβλητα εάν έχουν υποστεί εργασία ανάκτησης ή ανακύκλωσης. Ο αποχαρακτηρισμός αποβλήτων εξαρτάται επίσης από ειδικά κριτήρια τα οποία καθορίζονται τηρουμένων πλειόνων προϋποθέσεων. Πρώτον, η ουσία ή το αντικείμενο απαιτείται να προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για συγκεκριμένους σκοπούς. Δεύτερον, απαιτείται να υπάρχει αγορά ή ζήτηση για τη συγκεκριμένη ουσία ή το συγκεκριμένο αντικείμενο. Τρίτον, η ουσία ή το αντικείμενο απαιτείται να πληροί τις τεχνικές απαιτήσεις για τους συγκεκριμένους σκοπούς και να συμμορφούται προς την κείμενη νομοθεσία και τα πρότυπα που ισχύουν για τα προϊόντα. Τέταρτον, η χρήση της ουσίας ή του αντικειμένου απαιτείται να μην πρόκειται να έχει δυσμενή αντίκτυπο στο περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία. |
62 |
Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, του ομοσπονδιακού νόμου του 2002 για τη διαχείριση των αποβλήτων προβλέπει ότι οι ήδη αξιοποιηθείσες ουσίες ή οι ουσίες που λαμβάνονται απευθείας από αυτές παύουν να χαρακτηρίζονται ως απόβλητα όταν χρησιμοποιηθούν απευθείας ως υποκατάστατα πρώτων υλών ή προϊόντων που παράγονται από πρωτογενείς πρώτες ύλες, ή κατόπιν προετοιμασίας τους για επαναχρησιμοποίηση. |
63 |
Εντούτοις, όσον αφορά τα υλικά εκσκαφής, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι ο αποχαρακτηρισμός αποβλήτου επέρχεται μόνον όταν τα υλικά αυτά χρησιμοποιηθούν ως υποκατάστατα πρώτων υλών ή προϊόντων που παράγονται από πρωτογενείς πρώτες ύλες. |
64 |
Επιπλέον, το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει, αφενός, ότι δεν επιφέρει αποχαρακτηρισμό των συγκεκριμένων υλικών η ανάκτηση μέσω προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση. Αφετέρου, προκειμένου να επέλθει αποχαρακτηρισμός πρέπει, σύμφωνα με το ομοσπονδιακό σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων, να πληρούνται τυπικές απαιτήσεις –όπως υποχρεώσεις τήρησης αρχείου και τεκμηρίωσης– οι οποίες δεν συνδέονται με την προστασία του περιβάλλοντος. |
65 |
Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98 αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας μη μολυσμένα υλικά εκσκαφής που εμπίπτουν, κατά το εθνικό δίκαιο, στην ανώτερη ποιοτικά κατηγορία παύουν να χαρακτηρίζονται ως απόβλητα μόνον όταν χρησιμοποιηθούν ως υποκατάστατα πρώτων υλών και εφόσον πληρούνται οι εν λόγω τυπικές απαιτήσεις. |
66 |
Κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι, μολονότι μεταξύ των εργασιών ανάκτησης που παρατίθενται στο παράρτημα II της οδηγίας 2008/98 περιλαμβάνεται η «[ε]πεξεργασία σε χερσαίο χώρο από την οποία προκύπτει όφελος για τη γεωργία ή οικολογικές βελτιώσεις», εντούτοις από την αιτιολογική σκέψη 22 της οδηγίας προκύπτει ότι, για τον αποχαρακτηρισμό των αποβλήτων, μια εργασία ανάκτησης μπορεί να είναι τόσο απλή όσο η διαπίστωση ότι τα συγκεκριμένα απόβλητα πληρούν τα κριτήρια αποχαρακτηρισμού. |
67 |
Όπως επισημαίνει η γενική εισαγγελέας στο σημείο 65 των προτάσεών της, η εν λόγω αιτιολογική σκέψη συγκεκριμενοποιείται στο άρθρο 3, σημείο 16, της οδηγίας 2008/98, το οποίο ορίζει ρητώς την «προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση» ως κάθε εργασία ανάκτησης «που συνιστά έλεγχο, καθαρισμό ή επισκευή», με την οποία προϊόντα ή συστατικά στοιχεία προϊόντων που αποτελούν πλέον απόβλητα προετοιμάζονται προκειμένου να επαναχρησιμοποιηθούν χωρίς άλλη προεπεξεργασία. Η διάταξη αυτή χαρακτηρίζει ρητώς τις εργασίες «προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση» ως εργασίες ανάκτησης. |
68 |
Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μια εξέταση προς διαπίστωση της ποιότητας και της τυχόν μόλυνσης των υλικών εκσκαφής μπορεί να θεωρηθεί ως «εργασία που συνιστά έλεγχο» και, συνεπώς, εμπίπτει στην έννοια της «προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση» όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 3, σημείο 16, της οδηγίας 2008/98. Συνακόλουθα, τα απόβλητα που έχουν αποτελέσει αντικείμενο τέτοιας εργασίας «προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση» είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι έχουν υποστεί εργασία ανάκτησης, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας, εφόσον η επαναχρησιμοποίησή τους δεν απαιτεί καμία άλλη προεπεξεργασία. |
69 |
Κατά δεύτερον, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει αν, στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα ειδικά κριτήρια που έχουν τεθεί υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας πληρούνται κατά το πέρας της εργασίας που συνιστά έλεγχο. |
70 |
Όσον αφορά τα τυπικά κριτήρια τα οποία προβλέπει το ομοσπονδιακό σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων και στα οποία υπόκεινται τα επίμαχα στην κύρια δίκη υλικά εκσκαφής, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2008/98, τα κριτήρια αποχαρακτηρισμού αποβλήτου περιλαμβάνουν, εφόσον απαιτείται, οριακές τιμές για τους ρύπους και τη συνεκτίμηση ενδεχόμενων δυσμενών περιβαλλοντικών επιπτώσεων της ουσίας ή του αντικειμένου. Επιπλέον, τα κράτη μέλη διαθέτουν, στο πλαίσιο του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας, περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τον καθορισμό των εν λόγω κριτηρίων. |
71 |
Επομένως, τυπικά κριτήρια όπως αυτά που αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, μολονότι μπορεί να αποδεικνύονται αναγκαία, μεταξύ άλλων, για τη διασφάλιση της ποιότητας και του αβλαβούς χαρακτήρα της οικείας ουσίας, εντούτοις πρέπει να καθορίζονται κατά τρόπον ώστε να εξυπηρετούνται οι σκοποί τους οποίους επιδιώκουν χωρίς να διακυβεύεται η επίτευξη των σκοπών της οδηγίας 2008/98. |
72 |
Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι, κατά την απόφαση που μνημονεύεται στη σκέψη 17 της παρούσας αποφάσεως, η εκτίμηση ότι τα επίμαχα στην κύρια δίκη υλικά εκσκαφής δεν ήταν δυνατόν να αποχαρακτηριστούν οφειλόταν κατ’ ουσίαν στη μη τήρηση τυπικών κριτηρίων μη συνδεόμενων με την προστασία του περιβάλλοντος. |
73 |
Πλην όμως, η επίτευξη των σκοπών της οδηγίας 2008/98 καθίσταται αβέβαιη αν, παρά την τήρηση των ειδικών κριτηρίων που τίθενται υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας, δεν γίνεται δεκτό ότι μη μολυσμένα υλικά εκσκαφής της ανώτερης ποιοτικά κατηγορίας, των οποίων οι ιδιότητες μπορούν να χρησιμεύσουν για τη βελτίωση των γεωργικών δομών, έχουν πάψει να αποτελούν απόβλητα κατόπιν ποιοτικού ελέγχου που καθιστά δυνατή τη διασφάλιση του αβλαβούς για το περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία χαρακτήρα της χρήσης τους. |
74 |
Ειδικότερα, αν, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, η επαναχρησιμοποίηση των ως άνω υλικών εκσκαφής είναι δυνατό να εμποδιστεί από τυπικά κριτήρια μη συνδεόμενα με την προστασία του περιβάλλοντος, τα κριτήρια αυτά θα πρέπει να θεωρηθούν ως αντίθετα προς τους σκοπούς της οδηγίας 2008/98, οι οποίοι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 6, 8 και 29 της οδηγίας, συνίστανται στην ενθάρρυνση της εφαρμογής της ιεράρχησης των αποβλήτων που προβλέπεται στο άρθρο 4 της οδηγίας καθώς και στην ενθάρρυνση της ανάκτησης των αποβλήτων και της χρησιμοποίησης των ανακτηθέντων υλικών με σκοπό τη διαφύλαξη των φυσικών πόρων και την επίτευξη μιας οικονομίας της ανακύκλωσης. Ενδεχομένως, τέτοια μέτρα είναι δυνατόν να θίξουν την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας. |
75 |
Δεν μπορεί να γίνει δεκτό να υπονομεύεται η επίτευξη των σκοπών της οδηγίας 2008/98 από τυπικά κριτήρια μη συνδεόμενα με την προστασία του περιβάλλοντος. Στο αιτούν δικαστήριο, ως το μόνο αρμόδιο να ερμηνεύσει τις διατάξεις του εθνικού δικαίου, εναπόκειται να εξετάσει αν τούτο ισχύει εν προκειμένω. |
76 |
Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, αν τα επίμαχα στην κύρια δίκη υλικά εκσκαφής αποτέλεσαν αντικείμενο εργασίας ανάκτησης και πληρούν το σύνολο των ειδικών κριτηρίων που έχουν τεθεί υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως δʹ, της οδηγίας 2008/98 –όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει–, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα υλικά αυτά δεν μπορούν πλέον να χαρακτηρίζονται ως απόβλητα. |
77 |
Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, σημείο 1, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας μη μολυσμένα υλικά εκσκαφής, που εντάσσονται, κατά το εθνικό δίκαιο, στην ανώτερη ποιοτικά κατηγορία,
|
Επί των δικαστικών εξόδων
78 |
Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται. |
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται: |
Το άρθρο 3, σημείο 1, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών, |
έχουν την έννοια ότι: |
αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας μη μολυσμένα υλικά εκσκαφής, που εντάσσονται, κατά το εθνικό δίκαιο, στην ανώτερη ποιοτικά κατηγορία, |
|
|
(υπογραφές) |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.