Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CJ0168

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 2022.
    KL.
    Αίτηση του Cour de cassation για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Άρθρο 2, παράγραφος 4 – Προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου της πράξης – Άρθρο 4, σημείο 1 – Λόγος προαιρετικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης – Έλεγχος εκ μέρους της δικαστικής αρχής εκτέλεσης – Πράξεις εκ των οποίων ορισμένες μόνον συνιστούν ποινικό αδίκημα κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης – Άρθρο 49, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχή της αναλογικότητας αξιόποινων πράξεων και ποινών.
    Υπόθεση C-168/21.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:558

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

    της 14ης Ιουλίου 2022 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Άρθρο 2, παράγραφος 4 – Προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου της πράξης – Άρθρο 4, σημείο 1 – Λόγος προαιρετικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης – Έλεγχος εκ μέρους της δικαστικής αρχής εκτέλεσης – Πράξεις εκ των οποίων ορισμένες μόνον συνιστούν ποινικό αδίκημα κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης – Άρθρο 49, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχή της αναλογικότητας αξιόποινων πράξεων και ποινών»

    Στην υπόθεση C‑168/21,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γαλλία) με απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Μαρτίου 2021, στο πλαίσιο της διαδικασίας σχετικά με την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε κατά του

    KL

    παρισταμένου του:

    Procureur général près la cour d’appel d’Angers,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους K. Jürimäe (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, N. Jääskinen, M. Safjan, N. Piçarra και M. Gavalec, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Α. Ράντος

    γραμματέας: M. Ferreira, κύρια διοικητική υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Ιανουαρίου 2022,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    ο KL, εκπροσωπούμενος από τους A. Barletta, avvocato, C. Glon και P. Mathonnet, avocats,

    η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Daniel και A. L. Desjonquères,

    η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τη W. Ferrante, avvocato dello Stato,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις A. Azéma και S. Grünheid,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 31ης Μαρτίου 2022,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 4, και του άρθρου 4, σημείο 1, της απόφασης‑πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 81, σ. 24) (στο εξής: απόφαση-πλαίσιο 2002/584), καθώς και την ερμηνεία του άρθρου 49, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο της εκτέλεσης, στη Γαλλία, ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος από τις ιταλικές δικαστικές αρχές κατά του KL με σκοπό την εκτέλεση ποινής φυλάκισης δώδεκα ετών και έξι μηνών, για πράξεις χαρακτηριζόμενες ως ληστεία από κοινού, εκτεταμένη υλική καταστροφή και λεηλασία, οπλοφορία και χρήση εκρηκτικών μηχανισμών, οι οποίες διαπράχθηκαν στη Γένοβα (Ιταλία) το 2001.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    3

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 6 και 12 της απόφασης-πλαισίου 2002/584 έχουν ως εξής:

    «(6)

    Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης το οποίο προβλέπει η παρούσα απόφαση‑πλαίσιο αποτελεί την πρώτη περίπτωση συγκεκριμένης εφαρμογής, στον τομέα του ποινικού δικαίου, της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης που έχει χαρακτηρισθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ως “ακρογωνιαίος λίθος” της δικαστικής συνεργασίας.

    […]

    (12)

    Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από το άρθρο 6 [ΣΕΕ] και εκφράζονται στο [Χάρτη], ιδίως δε στο κεφάλαιο VI αυτού. […]»

    4

    Το άρθρο 1 της εν λόγω απόφασης-πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμός και υποχρέωση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», ορίζει τα εξής:

    «1.   Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι δικαστική απόφαση η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς το σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.

    2.   Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο.

    3.   H παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 [ΣΕΕ].»

    5

    Το άρθρο 2 της εν λόγω απόφασης-πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», ορίζει στις παραγράφους 1, 2 και 4 τα ακόλουθα:

    «1.   Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης μπορεί να εκδίδεται για πράξεις που τιμωρούνται από το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης του σχετικού εντάλματος (εφεξής καλούμενο “κράτος έκδοσης του εντάλματος”) με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον δώδεκα μηνών ή, εάν έχει ήδη επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, για απαγγελθείσες καταδίκες διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών.

    2.   Η παράδοση βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης υπό τις προϋποθέσεις της παρούσας απόφασης-πλαισίου και χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου της πράξης χωρεί για τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις, εφόσον τιμωρούνται στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφάλειας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών και όπως ορίζονται από το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος:

    […]

    4.   Η παράδοση, προκειμένου για αξιόποινες πράξεις εκτός αυτών που καλύπτονται από την παράγραφο 2, μπορεί να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι οι πράξεις για τις οποίες εκδίδεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης συνιστούν αξιόποινη πράξη δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους εκτέλεσης, ανεξαρτήτως των στοιχείων αντικειμενικής υποστάσεως ή του νομικού χαρακτηρισμού αυτής.»

    6

    Στα άρθρα 3, 4 και 4α της απόφασης-πλαισίου απαριθμούνται οι λόγοι υποχρεωτικής και προαιρετικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Ειδικότερα, το άρθρο 4 της απόφασης-πλαισίου 2002/584, με τίτλο «Λόγοι προαιρετικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», ορίζει στο σημείο 1 τα εξής:

    «Η δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης:

    1)

    εάν, σε μια από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 4, η πράξη λόγω της οποίας εκδίδεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν συνιστά αξιόποινη πράξη κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης·[…]».

    7

    Το άρθρο 5 της απόφασης-πλαισίου 2002/584 ορίζει τις εγγυήσεις που πρέπει να παρέχει το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος σε ειδικές περιπτώσεις.

    Το γαλλικό δίκαιο

    8

    Το άρθρο 695-23 του code de procédure pénale (Κώδικα Ποινικής Δικονομίας) ορίζει τα εξής:

    «Το αίτημα εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης απορρίπτεται επίσης εάν η πράξη που αποτελεί αντικείμενο του εντάλματος σύλληψης δεν συνιστά ποινικό αδίκημα κατά το γαλλικό δίκαιο.

    Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκτελείται χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου των αποδιδόμενων πράξεων εφόσον η διωκόμενη συμπεριφορά τιμωρείται, κατά το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, με στερητική της ελευθερίας ποινή διάρκειας ίσης ή μεγαλύτερης των τριών ετών ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας αντίστοιχης διάρκειας, και εμπίπτει σε μία από τις κατηγορίες ποινικών αδικημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 694-32.

    Σε περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου, ο νομικός χαρακτηρισμός των πράξεων και η επιμέτρηση της επιβλητέας ποινής επαφίενται αποκλειστικώς στην κρίση της δικαστικής αρχής του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος. […]»

    Η ιταλική νομοθεσία

    9

    Το άρθρο 419 του codice penale (ποινικού κώδικα), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, ορίζει τα εξής:

    «Όποιος διαπράττει, εκτός των περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 285, πράξεις εκτεταμένης υλικής καταστροφής ή λεηλασίας τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως οκτώ έως δεκαπέντε ετών. Η ποινή αυτή είναι βαρύτερη σε περίπτωση τελέσεως του αδικήματος επί όπλων, πυρομαχικών ή τροφίμων σε χώρο πωλήσεως ή αποθήκευσης.»

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    10

    Στις 6 Ιουνίου 2016, οι ιταλικές δικαστικές αρχές εξέδωσαν εις βάρος του KL ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για την εκτέλεση ποινής κάθειρξης δώδεκα ετών και έξι μηνών, την οποία επέβαλε το Corte d’appello di Genova (εφετείο Γένοβας, Ιταλία) με καταδικαστική απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2009, η οποία κατέστη εκτελεστή στις 13 Ιουλίου 2012, κατόπιν απορρίψεως, την ίδια αυτή ημερομηνία, της αιτήσεως αναιρέσεως του ενδιαφερομένου από το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία).

    11

    Η ποινή αυτή αντιστοιχεί στη σώρευση τεσσάρων ποινών που επιβλήθηκαν για τέσσερις αξιόποινες πράξεις, ήτοι για ληστεία από κοινού (φυλάκιση ενός έτους), εκτεταμένη υλική καταστροφή και λεηλασία (κάθειρξη δέκα ετών), οπλοφορία (φυλάκιση εννέα μηνών) και χρήση εκρηκτικών μηχανισμών (φυλάκιση εννέα μηνών).

    12

    Όσον αφορά, ειδικότερα, το αδίκημα της «εκτεταμένης υλικής καταστροφής και λεηλασίας», οι συνθήκες τέλεσής του περιγράφονται στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ως εξής:

    «[Α]πό κοινού με άλλους, συνολικά περισσότερα από πέντε άτομα, ενώ συμμετείχε στη διαδήλωση κατά της συνόδου G 8, [ο KL] τέλεσε πράξεις εκτεταμένης υλικής καταστροφής και λεηλασίας υπό συνθήκες κατά τις οποίες, λαμβανομένων υπόψη του τόπου και του χρόνου, υπήρχε αντικειμενικός κίνδυνος διασάλευσης της δημόσιας τάξης· προκάλεσε βλάβες σε αστικές υποδομές και σε δημόσια περιουσία, με επακόλουθη ζημία μη δυνάμενη να προσδιοριστεί επακριβώς, πλην όμως όχι μικρότερη από εκατοντάδες εκατομμύρια λιρέτες· προέβη επίσης σε φθορά, λεηλασία, εμπρησμό πιστωτικού ιδρύματος, αυτοκινήτων και άλλων εμπορικών καταστημάτων, με την επιβαρυντική περίσταση της πρόκλησης σημαντικής περιουσιακής βλάβης στα ζημιωθέντα πρόσωπα».

    13

    Σύμφωνα με τα στοιχεία που προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο, από την απόφαση του Corte d’appello di Genova (εφετείου Γένοβας), της 9ης Οκτωβρίου 2009, προκύπτει ότι στον KL καταλογίστηκαν, υπό τον νομικό χαρακτηρισμό της «εκτεταμένης υλικής καταστροφής και λεηλασίας» κατ’ άρθρον 419 του ποινικού κώδικα, επτά επιμέρους πράξεις τιμωρούμενες ως μία ενιαία αξιόποινη πράξη, ήτοι πρόκληση ζημιών σε αστικές υποδομές και δημόσια περιουσία, πρόκληση ζημιών και λεηλασία σε εργοτάξιο, ολοσχερής καταστροφή του καταστήματος του πιστωτικού ιδρύματος Credito Italiano SpA, ολοσχερής καταστροφή ενός οχήματος Fiat Uno με εμπρησμό, ολοσχερής καταστροφή του καταστήματος του πιστωτικού ιδρύματος Banca Carige SpA με εμπρησμό, ολοσχερής καταστροφή ενός οχήματος Fiat Brava με εμπρησμό, καθώς και ολοσχερής καταστροφή και λεηλασία ενός σουπερμάρκετ.

    14

    Ο KL δεν συγκατατέθηκε στην παράδοσή του προς εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που μνημονεύεται στη σκέψη 10 της παρούσας απόφασης.

    15

    Με απόφαση της 23ης Αυγούστου 2019, το δικαστικό συμβούλιο του cour d’appel de Rennes (εφετείου Rennes, Γαλλία) διέταξε τη συλλογή συμπληρωματικών στοιχείων, προκειμένου να προσκομιστούν, μεταξύ άλλων, η απόφαση του Corte d’appello di Genova (εφετείου Γένοβας) της 9ης Οκτωβρίου 2009 και η απόφαση του Corte suprema di cassazione (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) της 13ης Ιουλίου 2012, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 10 της παρούσας απόφασης.

    16

    Με απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2019, το δικαστικό συμβούλιο του cour d’appel de Rennes (εφετείου Rennes) αρνήθηκε την παράδοση του KL για διαδικαστικό λόγο. Το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γαλλία) αναίρεσε την απόφαση αυτή και η υπόθεση παραπέμφθηκε στο cour d’appel d’Angers (εφετείο Angers, Γαλλία).

    17

    Με απόφαση της 4ης Νοεμβρίου 2020, το δικαστικό συμβούλιο του cour d’appel d’Angers (εφετείου Angers) αρνήθηκε, αφενός, την παράδοση του KL στις ιταλικές δικαστικές αρχές για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης κατά το μέρος που αυτό είχε εκδοθεί προς εκτέλεση της ποινής κάθειρξης δέκα ετών η οποία επιβλήθηκε για το αδίκημα της «εκτεταμένης υλικής καταστροφής και λεηλασίας» και διέταξε, αφετέρου, τη συλλογή συμπληρωματικών στοιχείων, προκειμένου οι ιταλικές δικαστικές αρχές να διευκρινίσουν εάν επιθυμούσαν να εκτελεστεί στη Γαλλία η ποινή φυλάκισης δύο ετών και έξι μηνών η οποία είχε επιβληθεί για τα άλλα τρία αναγραφόμενα στο εν λόγω ένταλμα ποινικά αδικήματα.

    18

    Ο procureur général près la cour d’appel d’Angers (γενικός εισαγγελέας του εφετείου Angers) και ο KL άσκησαν αναίρεση κατά της συγκεκριμένης απόφασης ενώπιον του Cour de cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου), αιτούντος δικαστηρίου.

    19

    Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του εγείρει ζητήματα ερμηνείας της προϋπόθεσης του διττού αξιοποίνου της πράξης, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 4, και στο άρθρο 4, σημείο 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584 (στο εξής: προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου της πράξης).

    20

    Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, ως αιτιολογία για την άρνηση παράδοσης του KL στις ιταλικές δικαστικές αρχές προς εκτέλεση της ποινής δεκαετούς κάθειρξης η οποία επιβλήθηκε για το αδίκημα της «εκτεταμένης υλικής καταστροφής και λεηλασίας», το δικαστικό συμβούλιο του cour d’appel d’Angers (εφετείου Angers) εξέθεσε ότι δύο από τις πράξεις για τις οποίες επιβλήθηκε η ποινή αυτή δεν στοιχειοθετούσαν ποινικό αδίκημα στη Γαλλία, ήτοι, αφενός, η πρόκληση ζημιών στο κατάστημα του πιστωτικού ιδρύματος Credito Italiano και, αφετέρου, η πρόκληση ζημιών με εμπρησμό σε ένα όχημα Fiat Brava. Το εν λόγω δικαστικό συμβούλιο συνήγαγε ότι, εφόσον το Corte d’appello di Genova (εφετείο Γένοβας) και το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) «εξέφρασαν κατηγορηματικώς τη βούληση» οι επτά πράξεις που διώκονταν υπό τον νομικό χαρακτηρισμό «εκτεταμένη υλική καταστροφή και λεηλασία» να εξεταστούν ως ένα ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο, η εφαρμογή της προϋπόθεσης του διττού αξιοποίνου της πράξης επέβαλλε να μη ληφθεί υπόψη το σύνολο των εν λόγω αδιαίρετων πράξεων.

    21

    Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου που απορρέει από την απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2017, Grundza (C‑289/15, EU:C:2017:4), κατά την εκτίμηση της προϋπόθεσης του διττού αξιοποίνου της πράξης, απόκειται στη δικαστική αρχή εκτέλεσης να εξακριβώσει εάν τα πραγματικά περιστατικά του αδικήματος, όπως περιγράφονται στην απόφαση της αρμόδιας αρχής του κράτους έκδοσης, θα επέσυραν επίσης, αυτά καθεαυτά, ποινικές κυρώσεις στο κράτος εκτέλεσης, εάν είχαν λάβει χώρα στο έδαφός του. Δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει πλήρης ταύτιση ούτε μεταξύ των στοιχείων που συγκροτούν το αδίκημα, όπως αυτό χαρακτηρίζεται στο δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης και στο δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης αντιστοίχως, ούτε ως προς την ονομασία ή τη βαρύτητα του αδικήματος στα αντίστοιχα εθνικά δίκαια.

    22

    Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η εν λόγω νομολογία, μολονότι διαμορφώθηκε στο πλαίσιο της ερμηνείας της απόφασης-πλαισίου 2008/909/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, για τον σκοπό της εκτέλεσής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2008, L 327, σ. 27), μπορεί να εφαρμοστεί στις προϋποθέσεις υπό τις οποίες πρέπει να ελεγχθεί το διττό αξιόποινο στην περίπτωση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, τούτο δε λόγω της ομοιότητας των διατάξεων που αφορούν το διττό αξιόποινο στις δύο αποφάσεις‑πλαίσια.

    23

    Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, στο ιταλικό δίκαιο, το αδίκημα της «εκτεταμένης υλικής καταστροφής και λεηλασίας» αφορά πράξεις με τις οποίες προκαλούνται πολλαπλές καταστροφές και βλάβες σε μαζική έκταση, με συνέπεια όχι μόνον να προκαλείται ζημία στους ιδιοκτήτες των πραγμάτων, αλλά και να διαταράσσεται η δημόσια ειρήνη, με διακινδύνευση της εύρυθμης λειτουργίας της κοινωνικής ζωής. Στο γαλλικό ποινικό δίκαιο, η πράξη της διατάραξης της δημόσιας ειρήνης με μαζικές καταστροφές σε κινητά και ακίνητα πράγματα δεν τυποποιείται ειδικώς ως αξιόποινη πράξη. Αξιόποινες είναι μόνον οι πράξεις της καταστροφής, της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας και της κλοπής με φθορά, οι οποίες τελούνται, ενδεχομένως, από κοινού και προκαλούν ζημία στους ιδιοκτήτες τέτοιων πραγμάτων.

    24

    Μολονότι δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει πλήρης ταύτιση μεταξύ των στοιχείων που συγκροτούν το οικείο αδίκημα στο ιταλικό δίκαιο και των στοιχείων του αντίστοιχου αδικήματος στο γαλλικό δίκαιο, η διατάραξη της δημόσιας ειρήνης συνιστά ωστόσο, κατά το αιτούν δικαστήριο, εμφανώς ουσιώδες στοιχείο για τον χαρακτηρισμό του αδικήματος ως «εκτεταμένης υλικής καταστροφής και λεηλασίας», με αποτέλεσμα, κατά τη γνώμη πάντοτε του αιτούντος δικαστηρίου, η συνδρομή της προϋπόθεσης του διττού αξιόποινου να μην είναι σε τέτοιο βαθμό προφανής ώστε να εκλείπει κάθε περιθώριο εύλογης αμφιβολίας.

    25

    Στην περίπτωση που θεωρηθεί ότι η προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου της πράξης δεν εμποδίζει την παράδοση του KL, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι τίθεται ζήτημα της αναλογικότητας της ποινής για την οποία ζητείται η παράδοση σε σχέση με εκείνα μόνον τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία πληρούται η εν λόγω προϋπόθεση.

    26

    Συναφώς, πρώτον, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 δεν περιέχει καμία διάταξη που να επιτρέπει στη δικαστική αρχή εκτέλεσης να αρνηθεί την παράδοση του ενδιαφερομένου για τον λόγο ότι η ποινή που επιβλήθηκε στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος είναι δυσανάλογη σε σχέση με τις πράξεις για τις οποίες ζητήθηκε η παράδοση.

    27

    Δεύτερον, μολονότι στο άρθρο 5 της απόφασης-πλαισίου ορίζεται ότι η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης μπορεί να εξαρτηθεί κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης από την προϋπόθεση ότι στο νομικό σύστημα του κράτους μέλους έκδοσης προβλέπονται διατάξεις για την επανεξέταση της επιβληθείσας ποινής, τούτο ισχύει μόνο στην περίπτωση που το ποινικό αδίκημα στο οποίο βασίζεται η έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης τιμωρείται με ισόβιας διάρκειας στερητική της ελευθερίας ποινή ή μέτρο ασφαλείας.

    28

    Επομένως, ακόμη και αν η δικαστική αρχή εκτέλεσης εκτιμά ότι υφίστανται σοβαρά ζητήματα ως προς την αναλογικότητα του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, δεν μπορεί να αρνηθεί, για τον λόγο αυτόν, να διατάξει την παράδοση του εκζητούμενου προσώπου προς τον σκοπό της εκτέλεσης της ποινής που επιβλήθηκε στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος. Επιπλέον, δεδομένου ότι εναπόκειται, κατ’ αρχήν, στη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος να βεβαιωθεί για την αναλογικότητα του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης πριν από την έκδοσή του, στην περίπτωση που το ένταλμα εκδίδεται για την εκτέλεση ποινής επιβληθείσας για ενιαίο ποινικό αδίκημα συγκροτούμενο από πλείονες πράξεις, μολονότι μόνον ορισμένες από αυτές συνιστούν ποινικό αδίκημα κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης, ενδέχεται το ένταλμα να μην είναι πλέον αναλογικό κατά το στάδιο της εκτέλεσής του, ενώ ήταν αναλογικό κατά το στάδιο της έκδοσής του.

    29

    Λαμβανομένης υπόψη της υποχρεώσεως σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η οποία απορρέει από το άρθρο 1, παράγραφος 3, της απόφασης‑πλαισίου 2002/584, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επομένως αν το άρθρο 49, παράγραφος 3, του Χάρτη, το οποίο καθιερώνει την αρχή κατά την οποία η αυστηρότητα της ποινής δεν πρέπει να είναι δυσανάλογη προς την οικεία αξιόποινη πράξη, επιβάλλει στη δικαστική αρχή εκτέλεσης να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης όταν, αφενός, τούτο έχει εκδοθεί προς τον σκοπό εκτέλεσης ενιαίας ποινής επιβληθείσας για την τέλεση ενιαίου ποινικού αδικήματος και, αφετέρου, ορισμένες από τις πράξεις για τις οποίες έχει επιβληθεί η ποινή αυτή δεν συνιστούν αδίκημα κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης.

    30

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Πρέπει το άρθρο 2, παράγραφος 4, και το άρθρο 4, [σημείο] 1, της απόφασης‑πλαισίου 2002/584 να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου [της πράξης] πληρούται σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη όπου ζητείται παράδοση για πράξεις χαρακτηρισθείσες νομικώς στο κράτος [μέλος] έκδοσης του εντάλματος ως φθορά ξένης ιδιοκτησίας και λεηλασία συγκείμενη από πράξεις φθοράς ξένης ιδιοκτησίας και λεηλασίας δυνάμενες να διαταράξουν τη δημόσια ειρήνη, ενώ στο κράτος [μέλος] εκτέλεσης προβλέπονται τα ποινικά αδικήματα της κλοπής με φθορά, της καταστροφής και της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, τα οποία δεν απαιτούν τη συνδρομή του στοιχείου αυτού της διατάραξης της δημόσιας ειρήνης;

    2)

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, πρέπει το άρθρο 2, παράγραφος 4, και το άρθρο 4, [σημείο] 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584 να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι το δικαστήριο του κράτους [μέλους] εκτέλεσης δύναται να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος προς εκτέλεση ποινής, στην περίπτωση που διαπιστώσει ότι το πρόσωπο του οποίου ζητείται η παράδοση έχει καταδικασθεί από τις δικαστικές αρχές του κράτους [μέλους] έκδοσης του εντάλματος στην ποινή αυτή για τέλεση ενιαίας αξιόποινης πράξεως, συγκροτούμενης από διαφορετικές επιμέρους πράξεις, και ότι ορισμένες μόνον από τις πράξεις αυτές συνιστούν ποινικό αδίκημα στο κράτος [μέλος] εκτέλεσης; Διαφοροποιείται η απάντηση ανάλογα με το αν οι δικαστικές αρχές του κράτους [μέλους] έκδοσης του εντάλματος θεώρησαν τις επιμέρους αυτές πράξεις ως διακριτές μεταξύ τους ή όχι;

    3)

    Πρέπει το άρθρο 49, παράγραφος 3, του [Χάρτη] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στη δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, στην περίπτωση που, αφενός, τούτο έχει εκδοθεί προς τον σκοπό εκτέλεσης ενιαίας ποινής για την τέλεση ενιαίου ποινικού αδικήματος και, αφετέρου, η παράδοση μπορεί να γίνει για ορισμένες μόνον από τις πράξεις για τις οποίες έχει επιβληθεί η ποινή αυτή, δεδομένου ότι δεν συνιστούν όλες οι πράξεις αυτές αδίκημα κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης;»

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    31

    Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, παράγραφος 4, και το άρθρο 4, σημείο 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584 έχουν την έννοια ότι η προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου της πράξης πληρούται στην περίπτωση κατά την οποία το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται προς τον σκοπό της εκτέλεσης στερητικής της ελευθερίας ποινής επιβληθείσας για πράξεις που συνιστούν, στο κράτος μέλος έκδοσης, ποινικό αδίκημα το οποίο στοιχειοθετείται εφόσον οι σχετικές πράξεις προσβάλλουν έννομο αγαθό που προστατεύεται στο εν λόγω κράτος μέλος, ενώ οι ίδιες πράξεις συνιστούν ποινικό αδίκημα και κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης, χωρίς όμως η προσβολή του προστατευόμενου αυτού έννομου αγαθού να αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος.

    32

    Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να προσδιοριστεί το περιεχόμενο της προϋπόθεσης του διττού αξιοποίνου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 4, και του άρθρου 4, σημείο 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι διατάξεις αυτές και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας οι εν λόγω διατάξεις αποτελούν μέρος [πρβλ. απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2021, Spetsializirana prokuratura (Διακήρυξη δικαιωμάτων), C‑649/19, EU:C:2021:75, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    33

    Πρώτον, από το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 4, της απόφασης-πλαισίου 2002/584 προκύπτει ότι η εκτίμηση της προϋπόθεσης του διττού αξιοποίνου της πράξης απαιτεί να εξακριβωθεί αν οι πράξεις για τις οποίες εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης συνιστούν αξιόποινη πράξη κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης, τούτο δε «ανεξαρτήτως των στοιχείων αντικειμενικής υποστάσεως ή του νομικού χαρακτηρισμού αυτής». Συνακόλουθα, το άρθρο 4 της εν λόγω απόφασης-πλαισίου, σχετικά με τους λόγους προαιρετικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, ορίζει, στο σημείο 1, ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αν, σε μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 2, παράγραφος 4, της εν λόγω απόφασης-πλαισίου, η πράξη για την οποία εκδίδεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν συνιστά αξιόποινη πράξη δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους εκτέλεσης.

    34

    Συνεπώς, προκειμένου να διαπιστωθεί αν πληρούται η προϋπόθεση του διττού αξιόποινου της πράξης, απαιτείται και αρκεί οι πράξεις για τις οποίες εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης να συνιστούν επίσης αξιόποινες πράξεις κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης. Εντεύθεν συνάγεται ότι δεν απαιτείται τα αδικήματα να είναι πανομοιότυπα σε αμφότερα τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη (βλ. κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις, απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2017, Grundza,C‑289/15, EU:C:2017:4, σκέψη 34).

    35

    Πράγματι, από τη φράση «ανεξαρτήτως των στοιχείων αντικειμενικής υποστάσεως ή του νομικού χαρακτηρισμού» της αξιόποινης πράξης, όπως η τελευταία τυποποιείται στο κράτος μέλος εκτέλεσης, προκύπτει σαφώς ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν απαιτεί να υπάρχει πλήρης ταύτιση ούτε μεταξύ της αντικειμενικής υποστάσεως του αδικήματος, όπως αυτό χαρακτηρίζεται, αντιστοίχως, από το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης και του κράτους μέλους εκτέλεσης, ούτε ως προς την ονομασία του αδικήματος, ούτε ως προς τη βαρύτητά του στα αντίστοιχα κράτη μέλη (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2017, Grundza,C‑289/15, EU:C:2017:4, σκέψη 35).

    36

    Επομένως, κατά την εκτίμηση της προϋπόθεσης του διττού αξιοποίνου της πράξης, προκειμένου να διαπιστωθεί αν συντρέχει λόγος μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δυνάμει του άρθρου 4, σημείο 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, εναπόκειται στην αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης να εξακριβώνει εάν τα πραγματικά περιστατικά του αδικήματος για το οποίο εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης θα συνιστούσαν επίσης, αυτά καθεαυτά, συστατικά στοιχεία αδικήματος τυποποιούμενου στην έννομη τάξη του κράτους μέλους εκτέλεσης, στην περίπτωση που είχαν λάβει χώρα στο έδαφός του (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2017, Grundza,C‑289/15, EU:C:2017:4, σκέψη 38).

    37

    Δεύτερον, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται το άρθρο 2, παράγραφος 4, και το άρθρο 4, σημείο 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, καθώς και οι σκοποί της εν λόγω απόφασης-πλαισίου, συνηγορούν επίσης υπέρ της ερμηνείας αυτής.

    38

    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο κατατείνει, μέσω της καθιέρωσης ενός απλουστευμένου και αποτελεσματικού συστήματος παράδοσης των καταδικασθέντων ή υπόπτων για παραβάσεις της ποινικής νομοθεσίας, στη διευκόλυνση και στην επιτάχυνση της δικαστικής συνεργασίας, συμβάλλοντας στην επίτευξη του σκοπού της Ένωσης να συγκροτήσει χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης επί τη βάσει του υψηλού βαθμού εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των κρατών μελών [απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος), C‑562/21 PPU και C‑563/21 PPU, EU:C:2022:100, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    39

    Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, η οποία αποτελεί, κατά την αιτιολογική σκέψη 6 της απόφασης-πλαισίου 2002/584, τον «ακρογωνιαίο λίθο» της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, αποτυπώνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της απόφασης-πλαισίου, το οποίο θεσπίζει τον κανόνα κατά τον οποίο τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της απόφασης-πλαισίου [απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος), C‑562/21 PPU και C‑563/21 PPU, EU:C:2022:100, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    40

    Ως εκ τούτου, οι δικαστικές αρχές εκτέλεσης μπορούν, κατ’ αρχήν, να αρνούνται την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης μόνο για τους λόγους μη εκτέλεσης που προβλέπονται εξαντλητικώς στην απόφαση-πλαίσιο 2002/584, η δε εκτέλεση μπορεί να εξαρτάται μόνον από τη συνδρομή κάποιας από τις προϋποθέσεις οι οποίες απαριθμούνται περιοριστικώς στο άρθρο 5 της απόφασης‑πλαισίου. Συνεπώς, ενώ η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης συνιστά τον κανόνα, η άρνηση εκτέλεσης έχει προβλεφθεί ως εξαίρεση, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται στενά [απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος), C‑562/21 PPU και C‑563/21 PPU, EU:C:2022:100, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    41

    Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, στην οποία στηρίζεται ο μηχανισμός παράδοσης που θεσπίστηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584, υπαγόρευσε, μεταξύ άλλων, την κατάρτιση, στο άρθρο 2, παράγραφος 2, της εν λόγω απόφασης-πλαισίου, καταλόγου ποινικών αδικημάτων για τα οποία χωρεί παράδοση του ενδιαφερομένου δυνάμει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου.

    42

    Για τις αξιόποινες πράξεις που δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτόν, το άρθρο 2, παράγραφος 4, της εν λόγω απόφασης-πλαισίου προβλέπει δυνατότητα του κράτους μέλους εκτέλεσης να εξαρτά την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από την πλήρωση της προϋπόθεσης του διττού αξιοποίνου.

    43

    Η προϋπόθεση αυτή συνιστά, δυνάμει του άρθρου 4, σημείο 1, της απόφασης‑πλαισίου 2002/584, λόγο προαιρετικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και, ως εκ τούτου, αποτελεί εξαίρεση από τον κανόνα της υποχρεωτικής εκτέλεσης, γεγονός που επιβάλλει συσταλτική ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής του συγκεκριμένου λόγου άρνησης εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, προκειμένου να είναι περιορισμένες οι περιπτώσεις μη εκτέλεσης του εντάλματος σύλληψης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2017, Grundza,C‑289/15, EU:C:2017:4, σκέψη 46).

    44

    Ως εκ τούτου, μολονότι το άρθρο 4, σημείο 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584 παρέχει στη δικαστική αρχή εκτέλεσης την εξουσία να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης όταν δεν πληρούται η προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου, η εν λόγω διάταξη, καθόσον θεσπίζει κανόνα που παρεκκλίνει από την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης που τίθεται με το άρθρο 1, παράγραφος 2, της εν λόγω απόφασης-πλαισίου, δεν μπορεί να ερμηνεύεται με τρόπο που να παρεμποδίζει την επίτευξη του σκοπού που υπενθυμίζεται στις σκέψεις 38 έως 40 της παρούσας απόφασης, ο οποίος συνίσταται στη διευκόλυνση και την επιτάχυνση των παραδόσεων μεταξύ των δικαστικών αρχών των κρατών μελών, λαμβανομένης υπόψη της αμοιβαίας εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει μεταξύ τους [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2020, Generalbundesanwalt beim Bundesgerichtshof (Αρχή της ειδικότητας), C‑195/20 PPU, EU:C:2020:749, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    45

    Μια ερμηνεία, ωστόσο, της προϋπόθεσης του διττού αξιοποίνου υπό την έννοια ότι θα πρέπει να υφίσταται πλήρης ταύτιση μεταξύ των στοιχείων συγκρότησης της αξιόποινης πράξης όπως αυτή τυποποιείται στο δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και των στοιχείων συγκρότησης της αξιόποινης πράξης όπως αυτή τυποποιείται στο δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης, καθώς και όσον αφορά το προστατευόμενο στις δικαιικές τάξεις των δύο αυτών κρατών μελών έννομο αγαθό, θα έθιγε την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας παράδοσης.

    46

    Πράγματι, λαμβανομένης υπόψη της ελάχιστης εναρμόνισης στον τομέα του ποινικού δικαίου στο επίπεδο της Ένωσης, μια τέτοια πλήρης ταύτιση ενδέχεται να μην υφίσταται για μεγάλο αριθμό αξιόποινων πράξεων. Κατά συνέπεια, η ερμηνεία η οποία περιγράφεται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας απόφασης θα περιόριζε σημαντικά τις περιπτώσεις στις οποίες θα μπορούσε να πληρούται η προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο τον επιδιωκόμενο με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584 σκοπό.

    47

    Επιπλέον και συνακόλουθα, η ερμηνεία αυτή θα παρέβλεπε επίσης τον σκοπό της καταπολέμησης της ατιμωρησίας εκζητούμενου που βρίσκεται σε έδαφος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο διέπραξε την αξιόποινη πράξη, σκοπό τον οποίο επίσης επιδιώκει η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 [πρβλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Openbaar Ministerie (Ανεξαρτησία της δικαστικής αρχής έκδοσης), C‑354/20 PPU και C‑412/20 PPU, EU:C:2020:1033, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    48

    Πράγματι, μια ερμηνεία της προϋπόθεσης του διττού αξιοποίνου υπό την έννοια ότι το προστατευόμενο έννομο αγαθό του οποίου η προσβολή αποτελεί στοιχείο συγκρότησης του ποινικού αδικήματος κατά το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος πρέπει να αποτελεί υποχρεωτικά στοιχείο συγκρότησης του ποινικού αδικήματος και κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια την άρνηση παράδοσης του ενδιαφερομένου προς εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, ακόμη και όταν το πρόσωπο αυτό έχει καταδικαστεί στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος σύλληψης και οι πράξεις για τις οποίες εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης συνιστούν ποινικό αδίκημα κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης.

    49

    Ως εκ τούτου, η εφαρμογή της προϋπόθεσης του διττού αξιοποίνου δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης οφείλει να ελέγχει αν η προσβολή του εννόμου αγαθού που προστατεύεται από το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος αποτελεί επίσης στοιχείο συγκρότησης του ποινικού αδικήματος κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης.

    50

    Κατά συνέπεια, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι πράξεις που οδήγησαν στην έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης συνιστούν, στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, ποινικό αδίκημα το οποίο στοιχειοθετείται εφόσον οι πράξεις αυτές μπορούν να θίξουν έννομο αγαθό προστατευόμενο δυνάμει του δικαίου του εν λόγω κράτους μέλους, όπως εν προκειμένω η διατάραξη της δημόσιας ειρήνης, ενώ το στοιχείο αυτό δεν απαιτείται κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης για να μπορούν οι ίδιες πράξεις να συνιστούν ποινικό αδίκημα.

    51

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 4, και το άρθρο 4, σημείο 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584 έχουν την έννοια ότι η προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου της πράξης πληρούται στην περίπτωση κατά την οποία το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται προς τον σκοπό εκτέλεσης στερητικής της ελευθερίας ποινής επιβληθείσας για πράξεις που συνιστούν, στο κράτος μέλος έκδοσης, ποινικό αδίκημα το οποίο στοιχειοθετείται εφόσον οι σχετικές πράξεις προσβάλλουν έννομο αγαθό που προστατεύεται στο εν λόγω κράτος μέλος, ενώ οι ίδιες πράξεις συνιστούν ποινικό αδίκημα και κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης, χωρίς όμως η προσβολή του προστατευόμενου έννομου αγαθού να αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος.

    Επί του δευτέρου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

    52

    Με το δεύτερο και το τρίτο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, παράγραφος 4, και το άρθρο 4, σημείο 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 49, παράγραφος 3, του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί να εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδοθέν προς τον σκοπό εκτέλεσης στερητικής της ελευθερίας ποινής, όταν η ποινή αυτή έχει επιβληθεί, στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, για την τέλεση από τον εκζητούμενο ενιαίου ποινικού αδικήματος συγκροτούμενου από πλείονες πράξεις εκ των οποίων ορισμένες μόνον συνιστούν ποινικό αδίκημα στο κράτος μέλος εκτέλεσης.

    53

    Προκαταρκτικώς, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 2, παράγραφος 4, και το άρθρο 4, σημείο 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584 δεν καταλαμβάνουν ρητώς την περίπτωση κατά την οποία η εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης μπορεί να μη χωρήσει με την αιτιολογία ότι ορισμένες μόνον από τις πράξεις που στοιχειοθετούν την τέλεση στο κράτος μέλος έκδοσης του ενιαίου ποινικού αδικήματος για το οποίο εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης συνιστούν ποινικό αδίκημα κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης.

    54

    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να ληφθούν υπόψη τόσο το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι εν λόγω διατάξεις όσο και οι σκοποί που επιδιώκονται με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584.

    55

    Πρώτον, από την απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα συνάγεται ότι, για την εκτίμηση της προϋπόθεσης του διττού αξιοποίνου, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι πράξεις για τις οποίες εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης χαρακτηρίστηκαν ως ενιαίο ποινικό αδίκημα κατά το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος.

    56

    Πράγματι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 51 της παρούσας απόφασης, η εκτίμηση αυτή αφορά μόνον το ερώτημα αν οι επίμαχες πράξεις, σε περίπτωση που λάμβαναν χώρα στο έδαφος του κράτους μέλους εκτέλεσης, θα συνιστούσαν επίσης ποινικό αδίκημα κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης, ανεξαρτήτως των στοιχείων συγκρότησης του αδικήματος αυτού και του χαρακτηρισμού που έγινε δεκτός στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος.

    57

    Δεύτερον, όσον αφορά το ζήτημα αν η δικαστική αρχή εκτέλεσης έχει τη δυνατότητα να επικαλεστεί ως αιτιολογία για τη μη εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης το γεγονός ότι ορισμένες μόνον εκ των πράξεων αυτών συνιστούν ποινικό αδίκημα κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης, πρέπει να υπομνησθεί, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 43 της παρούσας απόφασης, ότι η προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου της πράξης περιλαμβάνεται μεταξύ των λόγων προαιρετικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, που απαριθμούνται στο άρθρο 4 της εν λόγω απόφασης-πλαισίου, οι οποίοι πρέπει να ερμηνεύονται στενά, προκειμένου να περιορίζονται οι περιπτώσεις μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

    58

    Κατά συνέπεια, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 55 των προτάσεών του, το γεγονός ότι ορισμένες μόνον εκ των πράξεων που συγκροτούν το ποινικό αδίκημα στο κράτος μέλος έκδοσης συνιστούν επίσης ποινικό αδίκημα κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης δεν επιτρέπει στη δικαστική αρχή εκτέλεσης να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, διότι άλλως ο προβλεπόμενος στο άρθρο 4, σημείο 1, της απόφασης‑πλαισίου 2002/584 λόγος μη εκτέλεσης θα καταλάμβανε και το μέρος των πράξεων που συνιστούν ποινικό αδίκημα κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης και που, επομένως, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του λόγου αυτού.

    59

    Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από την οικονομία της απόφασης-πλαισίου.

    60

    Πράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, στην περίπτωση η οποία περιγράφεται στη σκέψη 58 της παρούσας απόφασης, παράδοση χωρεί υπό την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος δεν αντιμετωπίζει ποινή στο κράτος μέλος έκδοσης για το μέρος των πράξεων που δεν συνιστούν ποινικό αδίκημα στο κράτος μέλος εκτέλεσης, επισημαίνεται ότι η προϋπόθεση αυτή δεν προβλέπεται στο άρθρο 5 της απόφασης-πλαισίου 2002/584. Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα αποφανθεί ότι η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης μπορεί να εξαρτηθεί μόνον από έναν από τους όρους που προβλέπονται εξαντλητικά στο άρθρο 5 [πρβλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2020, X (Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης – Διττό αξιόποινο), C‑717/18, EU:C:2020:142, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    61

    Η ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 4, και του άρθρου 4, σημείο 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, η οποία εκτίθεται στις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας απόφασης, επιρρωννύεται εξάλλου από την ανάλυση των σκοπών τους οποίους επιδιώκει η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 και οι οποίοι υπενθυμίζονται στις σκέψεις 38 έως 40 και 47 της παρούσας απόφασης, ήτοι, αφενός, του σκοπού που συνίσταται στη διευκόλυνση και επιτάχυνση των παραδόσεων μεταξύ των δικαστικών αρχών των κρατών μελών, λαμβανομένης υπόψη της αμοιβαίας εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ αυτών, και, αφετέρου, του σκοπού καταπολέμησης της ατιμωρησίας εκζητούμενου ευρισκόμενου σε έδαφος κράτους μέλους διαφορετικό από εκείνο στο οποίο φέρεται να τέλεσε αξιόποινη πράξη.

    62

    Όπως υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, η Γαλλική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η ερμηνεία της προϋπόθεσης του διττού αξιοποίνου της πράξης υπό την έννοια ότι χωρεί άρνηση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης για τον λόγο ότι ορισμένες μόνον εκ των πράξεων που είναι αξιόποινες στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δεν συνιστούν ποινικό αδίκημα και στο κράτος μέλος εκτέλεσης θα παρακώλυε την παράδοση του εκζητούμενου και θα οδηγούσε στην ατιμωρησία του για το σύνολο των επίμαχων πράξεων. Πράγματι, η ερμηνεία αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα την άρνηση παράδοσης, μολονότι μέρος των επίμαχων πράξεων πληροί την εν λόγω προϋπόθεση.

    63

    Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου της πράξης πληρούται όταν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται για την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής, έστω και αν η ποινή αυτή έχει επιβληθεί, στο κράτος μέλος έκδοσης, για την τέλεση από τον εκζητούμενο ενιαίου ποινικού αδικήματος συγκροτούμενου από πλείονες πράξεις εκ των οποίων ορισμένες μόνον συνιστούν ποινικό αδίκημα στο κράτος μέλος εκτέλεσης.

    64

    Η ερμηνεία αυτή είναι επίσης σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας αξιόποινων πράξεων και ποινών, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49, παράγραφος 3, του Χάρτη και την οποία αφορούν τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου.

    65

    Πράγματι, αφενός, στο σύστημα που καθιερώνεται με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584, η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας αξιόποινων πράξεων και ποινών διασφαλίζεται από τις δικαστικές αρχές του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η διασφάλιση των δικαιωμάτων του προσώπου του οποίου ζητείται η παράδοση αποτελεί, κατά κύριο λόγο, ευθύνη του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος [αποφάσεις της 23ης Ιανουαρίου 2018, Piotrowski,C‑367/16, EU:C:2018:27, σκέψη 50, και της 6ης Δεκεμβρίου 2018, IK (Εκτέλεση παρεπόμενης ποινής), C‑551/18 PPU, EU:C:2018:991, σκέψη 66].

    66

    Αφετέρου, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 63 των προτάσεών του, ο τυχόν δυσανάλογος χαρακτήρας της ποινής που επιβλήθηκε στο κράτος μέλος έκδοσης δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των λόγων υποχρεωτικής ή προαιρετικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης οι οποίοι προβλέπονται στα άρθρα 3, 4 και 4α της απόφασης-πλαισίου 2002/584.

    67

    Επιπλέον, από τη σκέψη 36 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι η προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου της πράξης σχετίζεται μόνον με την εξακρίβωση του αν τα πραγματικά περιστατικά του ποινικού αδικήματος για το οποίο εκδόθηκε το επίμαχο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης θα συνιστούσαν επίσης, αυτά καθεαυτά, ποινικό αδίκημα κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης, εάν είχαν λάβει χώρα στο έδαφός του.

    68

    Επομένως, δεν απόκειται στη δικαστική αρχή εκτέλεσης, στο πλαίσιο της εκτίμησης της προϋπόθεσης του διττού αξιοποίνου, να εξετάσει την ποινή που επιβλήθηκε στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος υπό το πρίσμα του άρθρου 49, παράγραφος 3, του Χάρτη.

    69

    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 4, και το άρθρο 4, σημείο 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 49, παράγραφος 3, του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν μπορεί να αρνηθεί να εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδοθέν προς τον σκοπό εκτέλεσης στερητικής της ελευθερίας ποινής, όταν η ποινή έχει επιβληθεί, στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, για την τέλεση από τον εκζητούμενο ενιαίου ποινικού αδικήματος συγκροτούμενου από πλείονες πράξεις εκ των οποίων ορισμένες μόνον συνιστούν ποινικό αδίκημα στο κράτος μέλος εκτέλεσης.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    70

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    1)

    Το άρθρο 2, παράγραφος 4, και το άρθρο 4, σημείο 1, της απόφασης‑πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, έχουν την έννοια ότι η προβλεπόμενη στις διατάξεις αυτές προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου πληρούται στην περίπτωση κατά την οποία το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται προς τον σκοπό εκτέλεσης στερητικής της ελευθερίας ποινής επιβληθείσας για πράξεις που συνιστούν, στο κράτος μέλος έκδοσης, ποινικό αδίκημα το οποίο στοιχειοθετείται εφόσον οι σχετικές πράξεις προσβάλλουν έννομο αγαθό που προστατεύεται στο εν λόγω κράτος μέλος, ενώ οι ίδιες πράξεις συνιστούν ποινικό αδίκημα και κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης, χωρίς όμως η προσβολή του προστατευόμενου αυτού έννομου αγαθού να αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος.

     

    2)

    Το άρθρο 2, παράγραφος 4, και το άρθρο 4, σημείο 1, της απόφασης‑πλαισίου 2002/584, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση‑πλαίσιο 2009/299, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 49, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν την έννοια ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν μπορεί να αρνηθεί να εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδοθέν προς τον σκοπό εκτέλεσης στερητικής της ελευθερίας ποινής, όταν η ποινή έχει επιβληθεί, στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, για την τέλεση από τον εκζητούμενο ενιαίου ποινικού αδικήματος συγκροτούμενου από πλείονες πράξεις εκ των οποίων ορισμένες μόνον συνιστούν ποινικό αδίκημα στο κράτος μέλος εκτέλεσης.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Top