Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62020CJ0505

    Απόφαση του Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 12ης Μαΐου 2022.
    Διαδικασία που κίνησε ο/η RR και JG.
    Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Δέσμευση και δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Οδηγία 2014/42/ΕΕ – Άρθρο 4 – Δήμευση – Άρθρο 7 – Δέσμευση – Άρθρο 8 – Δικονομικές εγγυήσεις – Δέσμευση και δήμευση περιουσιακού στοιχείου που ανήκει σε πρόσωπο ξένο προς την ποινική διαδικασία – Εθνική ρύθμιση η οποία δεν προβλέπει ένδικα βοηθήματα για τους τρίτους κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου διαδικασίας και δεν επιτρέπει την ενδεχόμενη επιστροφή του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου πριν από την περάτωση της ποινικής διαδικασίας.
    Υπόθεση C-505/20.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:376

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

    της 12ης Μαΐου 2022 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Δέσμευση και δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Οδηγία 2014/42/ΕΕ – Άρθρο 4 – Δήμευση – Άρθρο 7 – Δέσμευση – Άρθρο 8 – Δικονομικές εγγυήσεις – Δέσμευση και δήμευση περιουσιακού στοιχείου που ανήκει σε πρόσωπο ξένο προς την ποινική διαδικασία – Εθνική ρύθμιση η οποία δεν προβλέπει ένδικα βοηθήματα για τους τρίτους κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου διαδικασίας και δεν επιτρέπει την ενδεχόμενη επιστροφή του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου πριν από την περάτωση της ποινικής διαδικασίας»

    Στην υπόθεση C‑505/20,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Spetsializiran nakazatelen sad (ειδικό ποινικό δικαστήριο, Βουλγαρία) με απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την ίδια ημερομηνία, στο πλαίσιο της διαδικασίας που κίνησαν οι

    RR,

    JG,

    παρισταμένου του:

    Spetsializirana prokuratura,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

    συγκείμενο από τους N. Jääskinen, πρόεδρο τμήματος, M. Safjan (εισηγητή) και M. Gavalec, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

    γραμματέας: Α. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Wasmeier και I. Zaloguin,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/42/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, σχετικά με τη δέσμευση και τη δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2014, L 127, σ. 39), του άρθρου 8 της εν λόγω οδηγίας καθώς και του άρθρου 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά τη διάρκεια της οποίας η RR και ο JG, ως τρίτοι μη μετέχοντες στη διαδικασία αυτή, ζήτησαν, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, την επιστροφή των περιουσιακών τους στοιχείων τα οποία είχαν κατασχεθεί κατά το προκαταρκτικό στάδιο της εν λόγω διαδικασίας.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    3

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 15, 31, 33, 34 και 38 της οδηγίας 2014/42 έχουν ως εξής:

    «(15)

    Υπό την αίρεση οριστικής καταδίκης για ποινικό αδίκημα, θα πρέπει να είναι δυνατή η δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος ή περιουσιακών στοιχείων η αξία των οποίων είναι ισοδύναμη με τα εν λόγω όργανα ή προϊόντα. Η οριστική αυτή καταδίκη μπορεί επίσης να έχει απαγγελθεί ερήμην. Όταν η δήμευση βάσει οριστικής καταδίκης δεν είναι δυνατή, θα πρέπει παρά ταύτα, υπό ορισμένες περιστάσεις, να παραμένει δυνατή η δήμευση οργάνων και προϊόντων, τουλάχιστον σε περιπτώσεις ασθένειας ή φυγής του υπόπτου ή του κατηγορουμένου. Ωστόσο, σε τέτοιες περιπτώσεις ασθένειας και φυγής, η ύπαρξη διαδικασιών για ερήμην αποφάσεις στα κράτη μέλη θα ήταν επαρκής για τη συμμόρφωση προς αυτήν την υποχρέωση. Σε περίπτωση φυγής του υπόπτου ή του κατηγορουμένου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα εύλογα μέτρα και μπορούν να ζητούν να κλητευθεί ο ενδιαφερόμενος στη διαδικασία δήμευσης ή να ενημερωθεί γι’ αυτήν.

    […]

    (31)

    Λόγω του περιορισμού του δικαιώματος ιδιοκτησίας μέσω αποφάσεων δέσμευσης, τέτοια προσωρινά μέτρα δεν θα πρέπει να διατηρούνται επί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από το αναγκαίο, ώστε το περιουσιακό στοιχείο να παραμένει διαθέσιμο προκειμένου να μπορεί στη συνέχεια να δημευθεί. Αυτό μπορεί να απαιτήσει επανεξέταση από το δικαστήριο, ώστε να εξακριβωθεί ότι εξακολουθεί να ισχύει ο σκοπός της αποτροπής του διασκορπισμού των περιουσιακών στοιχείων.

    […]

    (33)

    Η παρούσα οδηγία επηρεάζει ουσιαστικά τα δικαιώματα προσώπων, όχι μόνο υπόπτων ή κατηγορουμένων, αλλά και τρίτων που δεν υπόκεινται σε δίωξη. Είναι επομένως αναγκαίο να προβλέπονται ειδικές διασφαλίσεις και [μέσα ένδικης προστασίας] που να εγγυώνται τη διατήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Αυτό περιλαμβάνει το δικαίωμα ακρόασης για τρίτους οι οποίοι ισχυρίζονται ότι είναι κύριοι του επίδικου περιουσιακού στοιχείου ή ότι έχουν άλλα περιουσιακά δικαιώματα (“εμπράγματα δικαιώματα”, “ius in rem”), όπως το δικαίωμα επικαρπίας. Η απόφαση δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων θα πρέπει να κοινοποιείται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο το συντομότερο δυνατόν μετά την εκτέλεσή της. Ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αναβάλλουν τη γνωστοποίηση τέτοιων αποφάσεων στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο λόγω των αναγκών της έρευνας.

    (34)

    Ο σκοπός της γνωστοποίησης της απόφασης δέσμευσης είναι, μεταξύ άλλων, να επιτραπεί στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο η προσβολή της απόφασης. Γι’ αυτό, η γνωστοποίηση αυτή θα πρέπει να αναφέρει, τουλάχιστον εν συντομία, το σκεπτικό της σχετικής απόφασης, αν και εξυπακούεται ότι αυτή η αναφορά μπορεί να είναι πολύ περιληπτική.

    […]

    (38)

    Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από τον [Χάρτη] και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών[, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950], (“ΕΣΑΔ”) όπως ερμηνεύονται στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει το εθνικό δίκαιο όσον αφορά τη δικαστική συνδρομή και δεν δημιουργεί υποχρεώσεις για τα συστήματα δικαστικής συνδρομής των κρατών μελών, τα οποία θα πρέπει να εφαρμόζονται σύμφωνα με τον Χάρτη και την ΕΣΑΔ.»

    4

    Το άρθρο 1 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

    «Η παρούσα οδηγία θεσπίζει ελάχιστους κανόνες σχετικά με τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων ενόψει πιθανής επακολουθούσας δήμευσης και σχετικά με τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων σε ποινικές υποθέσεις.»

    5

    Το άρθρο 2 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

    «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

    […]

    3)

    ως “όργανα” νοούνται κάθε είδους περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν με οποιονδήποτε τρόπο, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, για να διαπραχθούν ένα ή περισσότερα ποινικά αδικήματα,

    4)

    ως “δήμευση” νοείται η οριστική αποστέρηση του περιουσιακού στοιχείου την οποία διατάσσει δικαστήριο σε σχέση με ποινικό αδίκημα,

    5)

    ως “δέσμευση” νοείται η προσωρινή απαγόρευση της μεταβίβασης, καταστροφής, μετατροπής, διάθεσης ή μετακίνησης περιουσιακού στοιχείου ή η προσωρινή ανάληψη της φύλαξης ή του ελέγχου περιουσιακού στοιχείου,

    […]».

    6

    Το άρθρο 3 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», έχει ως εξής:

    «Η παρούσα οδηγία ισχύει για ποινικά αδικήματα που καλύπτονται από:

    […]

    ζ)

    την απόφαση-πλαίσιο 2004/757/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2004, για τη θέσπιση ελάχιστων διατάξεων σχετικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων και τις ποινές που ισχύουν στον τομέα της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών [(ΕΕ 2004, L 335, σ. 8)],

    η)

    την απόφαση-πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2008, για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος [(ΕΕ 2008, L 300, σ. 42)],

    […]».

    7

    Το άρθρο 4 της οδηγίας 2014/42, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δήμευση», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να καταστεί δυνατή, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, η δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος ή περιουσιακών στοιχείων η αξία των οποίων είναι ισοδύναμη με αυτά τα όργανα ή προϊόντα, υπό την αίρεση οριστικής καταδίκης για ποινικό αδίκημα, που μπορεί επίσης να έχει απαγγελθεί ερήμην.»

    8

    Σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, «[τ]α κράτη μέλη υιοθετούν τα αναγκαία μέτρα ώστε να καταστεί δυνατή, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, η δήμευση περιουσιακού στοιχείου που ανήκει σε πρόσωπο καταδικασθέν για ποινικό αδίκημα, το οποίο μπορεί, αμέσως ή εμμέσως, να οδηγήσει σε οικονομικό όφελος, εφόσον το δικαστήριο κρίνει, βάσει των περιστάσεων της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων, όπως ότι η αξία του περιουσιακού στοιχείου είναι δυσανάλογη προς το νόμιμο εισόδημα του καταδικασθέντος, ότι το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο αποκτήθηκε μέσω εγκληματικής δραστηριότητας».

    9

    Το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δήμευση εις χείρας τρίτου», προβλέπει τα εξής:

    «1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να καταστεί δυνατή η δήμευση προϊόντων εγκλήματος ή άλλων περιουσιακών στοιχείων η αξία των οποίων είναι ισοδύναμη με τα προϊόντα εγκλήματος, τα οποία μεταβιβάστηκαν, άμεσα ή έμμεσα, από ύποπτο ή κατηγορούμενο σε τρίτους ή τα οποία αποκτήθηκαν από τρίτους από ύποπτο ή κατηγορούμενο, τουλάχιστον όταν οι εν λόγω τρίτοι γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι ο σκοπός της μεταβίβασης ή απόκτησης ήταν να αποφευχθεί η δήμευση, με βάση συγκεκριμένα στοιχεία και περιστάσεις, μεταξύ των οποίων ότι η μεταβίβαση ή απόκτηση πραγματοποιήθηκε χωρίς αντάλλαγμα ή με αντάλλαγμα σημαντικά κατώτερο από την αγοραία αξία.

    2.   Η παράγραφος 1 δεν θίγει τα δικαιώματα καλόπιστων τρίτων.»

    10

    Το άρθρο 7 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δέσμευση», προβλέπει:

    «1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να καταστεί δυνατή η δέσμευση περιουσιακού στοιχείου ενόψει πιθανής επακολουθούσας δήμευσης. Τα εν λόγω μέτρα, που διατάσσονται από αρμόδια αρχή, περιλαμβάνουν επείγουσα δράση που αναλαμβάνεται όταν είναι αναγκαίο προκειμένου να διαφυλαχθούν περιουσιακά στοιχεία.

    2.   Περιουσιακό στοιχείο που βρίσκεται στην κατοχή τρίτου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6, μπορεί να υπόκειται σε μέτρα δέσμευσης με σκοπό την πιθανή επακολουθούσα δήμευση.»

    11

    Το άρθρο 8 της οδηγίας 2014/42, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διασφαλίσεις», έχει ως εξής:

    «1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι τα πρόσωπα που επηρεάζονται από τα μέτρα που προβλέπονται βάσει της παρούσας οδηγίας έχουν το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και δίκαιης δίκης για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων τους.

    2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η απόφαση δέσμευσης γνωστοποιείται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο το ταχύτερο δυνατόν μετά την εκτέλεσή της. Η εν λόγω γνωστοποίηση αναφέρει, τουλάχιστον εν συντομία, τον λόγο ή τους λόγους λήψης της σχετικής απόφασης. Όταν κρίνεται αναγκαίο για την προστασία μιας δικαστικής έρευνας, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αναβάλλουν τη γνωστοποίηση στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο της απόφασης δέσμευσης.

    3.   Η απόφαση δέσμευσης παραμένει σε ισχύ μόνο για όσο διάστημα είναι αναγκαίο να διαφυλαχθεί το περιουσιακό στοιχείο ενόψει πιθανής επακολουθούσας δήμευσης.

    4.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν δυνατότητα πραγματικής προσβολής ενώπιον δικαστηρίου της απόφασης δέσμευσης εκ μέρους του προσώπου του οποίου επηρεάζονται περιουσιακά στοιχεία, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει το εθνικό δίκαιο. Οι εν λόγω διαδικασίες μπορούν να προβλέπουν ότι, όταν η αρχική απόφαση δέσμευσης λήφθηκε από αρμόδια αρχή εκτός δικαστικής αρχής, η απόφαση αυτή υποβάλλεται πρώτα για επικύρωση ή επανεξέταση σε δικαστική αρχή προτού μπορέσει να προσβληθεί ενώπιον δικαστηρίου.

    5.   Δεσμευμένα περιουσιακά στοιχεία τα οποία στη συνέχεια δεν δημεύονται επιστρέφονται αμέσως. Οι όροι ή οι δικονομικοί κανόνες υπό τους οποίους επιστρέφονται τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο.

    6.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλίζεται η αιτιολόγηση κάθε απόφασης δήμευσης και η γνωστοποίηση της απόφασης στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την πραγματική δυνατότητα προσβολής της απόφασης ενώπιον δικαστηρίου από πρόσωπο σχετικά με το οποίο διατάσσεται δήμευση.

    […]

    9.   Οι τρίτοι μπορούν να διεκδικήσουν τίτλο ιδιοκτησίας ή άλλα δικαιώματα ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 6.

    […]»

    Το βουλγαρικό δίκαιο

    Ο ποινικός κώδικας

    12

    Το άρθρο 53 του Nakazatelen kodeks (ποινικού κώδικα) ορίζει τα εξής:

    «(1)   Ανεξαρτήτως ποινικής ευθύνης, δημεύονται:

    a)

    τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στον ένοχο και προορίζονταν ή χρησιμοποιήθηκαν για την τέλεση εγκλήματος εκ προθέσεως· εφόσον τα πράγματα αυτά δεν υπάρχουν πλέον ή έχουν μεταβιβαστεί, υπολογίζεται προς δήμευση το ποσό που αντιστοιχεί στην αξία αυτών·

    b)

    τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στον ένοχο και αποτέλεσαν αντικείμενο εγκλήματος εκ προθέσεως, στις περιπτώσεις που προβλέπονται ρητώς στο ειδικό μέρος του παρόντος κώδικα.

    (2)   Δημεύονται επίσης:

    a)

    τα περιουσιακά στοιχεία που αποτέλεσαν αντικείμενο ή όργανο εγκλήματος και των οποίων η κατοχή απαγορεύεται και

    b)

    τα άμεσα ή έμμεσα προϊόντα του εγκλήματος, εφόσον δεν υφίσταται υποχρέωση επιστροφής ή αποκαταστάσεως αυτών· σε περίπτωση που τα εν λόγω προϊόντα δεν υπάρχουν πλέον ή έχουν μεταβιβαστεί, υπολογίζεται προς δήμευση το ποσό που αντιστοιχεί στην αξία αυτών.

    (3)   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, στοιχείο b:

    1.

    “άμεσο προϊόν” συνιστά οποιοδήποτε οικονομικό όφελος αποκτάται ως άμεση συνέπεια της αξιόποινης πράξης·

    2.

    “έμμεσο προϊόν” συνιστά οποιοδήποτε οικονομικό όφελος το οποίο προκύπτει από τη διάθεση άμεσου προϊόντος, καθώς και κάθε περιουσιακό στοιχείο που προκύπτει από τη μεταγενέστερη εν όλω ή εν μέρει μετατροπή άμεσου προϊόντος, συμπεριλαμβανομένης της αναμείξεως αυτού με περιουσιακά στοιχεία από νόμιμες πηγές· το περιουσιακό στοιχείο υπόκειται σε δήμευση έως την αξία του άμεσου προϊόντος που ενσωματώθηκε σε αυτό, καθώς και των επαυξήσεων του περιουσιακού στοιχείου, εφόσον αυτές συνδέονται άμεσα με τη διάθεση ή τη μετατροπή του άμεσου προϊόντος και την ενσωμάτωσή του στο περιουσιακό στοιχείο αυτό.»

    Ο κώδικας ποινικής δικονομίας

    13

    Το άρθρο 111 του Nakazatelno-protsesualen kodeks (κώδικα ποινικής δικονομίας), με τίτλο «Διατήρηση των υλικών αποδεικτικών στοιχείων», ορίζει τα εξής:

    «(1)   Τα υλικά αποδεικτικά στοιχεία διατηρούνται μέχρι την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας.

    (2)   Τα πράγματα που κατασχέθηκαν ως υλικά αποδεικτικά στοιχεία μπορούν να επιστραφούν στους δικαιούχους από τους οποίους κατασχέθηκαν, με άδεια του εισαγγελέα πριν από την περάτωση της ποινικής διαδικασίας, μόνον εφόσον τούτο δεν παρακωλύει την αποκάλυψη της αντικειμενικής αλήθειας και εφόσον τα κατασχεθέντα δεν αποτελούν αντικείμενο διοικητικών παραβάσεων.

    (3)   Ο εισαγγελέας αποφαίνεται επί των αιτημάτων επιστροφής εντός προθεσμίας τριών ημερών. Αρνητική απάντηση του εισαγγελέα δυνάμει της παραγράφου (2) μπορεί να προσβληθεί από τον δικαιούχο ενώπιον του αρμόδιου πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Το δικαστήριο θα αποφανθεί επί του εν λόγω ενδίκου βοηθήματος εντός τριών ημερών από την παραλαβή του, κατά τη διάρκεια συνεδριάσεως κεκλεισμένων των θυρών, και η απόφασή του δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα.

    (4)   Τα φθαρτά αντικείμενα τα οποία κατάσχονται ως υλικά αποδεικτικά στοιχεία και αφαιρούνται από τους δικαιούχους χωρίς δυνατότητα επιστροφής τους, παραδίδονται στα οικεία θεσμικά όργανα και νομικές οντότητες με άδεια του εισαγγελέα ώστε να χρησιμοποιηθούν σύμφωνα με τον προορισμό τους ή πρέπει να πωληθούν, οπότε το προϊόν της πωλήσεως κατατίθεται σε εμπορική τράπεζα, προς όφελος του κρατικού προϋπολογισμού.

    (5)   Τα ναρκωτικά, οι πρόδρομες ουσίες ναρκωτικών και τα ψυχοτρόπα φυτά, καθώς και τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης, μπορούν να καταστρέφονται πριν από την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας σύμφωνα με τους όρους και τις διαδικασίες που προβλέπει ο νόμος. Στην περίπτωση αυτή, διατηρούνται μόνον τα κατασχεθέντα αντιπροσωπευτικά δείγματα μέχρι το πέρας της διαδικασίας.

    […]»

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    14

    Στις 15 Ιανουαρίου 2019, στο πλαίσιο του ελέγχου οχήματος που οδηγούσε ο WE και στο οποίο βρισκόταν επίσης η RR, σύντροφός του και ιδιοκτήτρια του οχήματος αυτού, διαπιστώθηκε η παρουσία ναρκωτικών ουσιών. Στους WE και RR απαγγέλθηκαν κατηγορίες, αλλά ο εισαγγελέας, αφού έκρινε, κατά το πέρας της ανακρίσεως, ότι η RR δεν ήταν ενήμερη για την παρουσία ναρκωτικών, έπαυσε την ποινική δίωξη εις βάρος της. Εντούτοις, το όχημα, η έρευνα του οποίου απέδειξε ότι βρισκόταν μονίμως στη διάθεση του WE, εξακολούθησε να τελεί υπό κατάσχεση ως υλικό αποδεικτικό στοιχείο, σύμφωνα με το άρθρο 111 του κώδικα ποινικής δικονομίας, στο πλαίσιο της διαδικασίας κατά του WE.

    15

    Στις 7 Αυγούστου 2019, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε κατά συμμορίας για διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, διενεργήθηκε έρευνα στην κατοικία του JG κατά τη διάρκεια της οποίας κατασχέθηκαν δύο κινητά τηλέφωνα και χρηματικό ποσό. Ωστόσο, στον JG δεν απαγγέλθηκαν κατηγορίες, δεδομένου ότι ο εισαγγελέας έκρινε ότι δεν είχε εμπλακεί στην αξιόποινη πράξη. Τα δύο κινητά τηλέφωνα και το χρηματικό ποσό εξακολούθησαν να τελούν υπό κατάσχεση ως υλικά αποδεικτικά στοιχεία, σύμφωνα με το άρθρο 111 του κώδικα ποινικής δικονομίας, στο πλαίσιο της διαδικασίας που είχε κινηθεί κατά των μελών της συμμορίας.

    16

    Η RR και ο JG υπέβαλαν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, Spetsializiran nakazatelen sad (ειδικού ποινικού δικαστηρίου, Βουλγαρία), αίτημα για την απόδοση των αντίστοιχων περιουσιακών τους στοιχείων.

    17

    Κατά το δικαστήριο αυτό, μολονότι η εθνική ρύθμιση προβλέπει τη δυνατότητα τρίτου να ζητήσει, κατά το προκαταρκτικό στάδιο της ποινικής διαδικασίας, την επιστροφή του κατασχεθέντος περιουσιακού στοιχείου, εντούτοις δεν παρέχει τη δυνατότητα να ζητηθεί η επιστροφή αυτή κατά το επ’ ακροατηρίου στάδιο της διαδικασίας, το οποίο μπορεί να διαρκέσει πολλά έτη.

    18

    Το εν λόγω δικαστήριο προσθέτει ότι το άρθρο 53 του ποινικού κώδικα δεν επιτρέπει τη δήμευση του περιουσιακού στοιχείου ενός καλόπιστου τρίτου σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, οπότε τα κατασχεθέντα στην κύρια δίκη περιουσιακά στοιχεία πρέπει να επιστραφούν στους ιδιοκτήτες τους κατά το πέρας του επ’ ακροατηρίου σταδίου.

    19

    Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τη συμβατότητα της ρυθμίσεως αυτής με την οδηγία 2014/42, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 17 του Χάρτη.

    20

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Spetsializiran nakazatelen sad (ειδικό ποινικό δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Αντίκειται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2014/42 εθνική νομοθεσία κατά την οποία, μετά τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων που έχουν κατασχεθεί ως εικαζόμενα όργανα ή προϊόντα εγκλήματος, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν έχει δικαίωμα, κατά το επ’ ακροατηρίου στάδιο της ποινικής διαδικασίας, να ζητήσει από το δικαστήριο την απόδοση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων;

    2)

    Συνάδει με τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, σημείο 3, της οδηγίας 2014/42 και με το άρθρο 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης εθνικός νόμος ο οποίος δεν επιτρέπει τη δήμευση “οργάνου” εγκλήματος όσον αφορά πράγμα που ανήκει στην κυριότητα τρίτου προσώπου το οποίο δεν μετέσχε μεν στη διάπραξη της αξιόποινης πράξεως, πλην όμως είχε παραχωρήσει στον κατηγορούμενο για μόνιμη χρήση το πράγμα αυτό κατά τρόπον ώστε, στο πλαίσιο της εσωτερικής τους σχέσης, ο κατηγορούμενος να είναι αυτός που ασκεί τα εκ της κυριότητας δικαιώματα;

    3)

    Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα: επιβάλλει το άρθρο 8, παράγραφος 6, δεύτερη περίοδος, και παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/42 την υποχρέωση ερμηνείας του εθνικού νόμου υπό την έννοια ότι παρέχει τη δυνατότητα σε τρίτο πρόσωπο, του οποίου τα περιουσιακά στοιχεία έχουν δεσμευθεί και δημευθεί ως όργανα εγκλήματος, να μετάσχει στη διαδικασία που ενδέχεται να οδηγήσει σε δήμευση καθώς και να προσβάλει δικαστικώς την απόφαση δημεύσεως;»

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

    21

    Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/42 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας, όταν ο κύριος των περιουσιακών στοιχείων που κατάσχονται ως εικαζόμενα όργανα ή προϊόντα εγκλήματος, ως καλόπιστος τρίτος, δεν έχει, κατά το επ’ ακροατηρίου στάδιο της ποινικής διαδικασίας, κανένα δικαίωμα να ζητήσει από το αρμόδιο δικαστήριο την επιστροφή των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων.

    22

    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι οι αξιόποινες πράξεις που συνδέονται με το οργανωμένο έγκλημα και τη διακίνηση ναρκωτικών, όπως οι πράξεις στην υπόθεση της κύριας δίκης, εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/42.

    23

    Συγκεκριμένα, δυνάμει του άρθρου 3, στοιχεία ζʹ και ηʹ, η οδηγία εφαρμόζεται στα ποινικά αδικήματα που καλύπτονται από τις αποφάσεις-πλαίσια 2004/757 και 2008/841, οι οποίες αφορούν, αντιστοίχως, τα εγκλήματα στον τομέα της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών και την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος.

    24

    Το άρθρο 8 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Διασφαλίσεις», επιβάλλει στα κράτη μέλη, στην παράγραφο 1, να προβλέπουν υπέρ των προσώπων τα οποία επηρεάζονται από τα μέτρα της εν λόγω οδηγίας δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής και δίκαιης δίκης για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων τους. Συνεπώς, η διάταξη αυτή επιβεβαιώνει εκ νέου, στον τομέα τον οποίο αφορά η εν λόγω οδηγία, τα θεμελιώδη δικαιώματα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 47 του Χάρτη, το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης έχει δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο, ιδίως δε έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια (πρβλ. απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2021, Okrazhna prokuratura – Varna, C‑845/19 και C‑863/19, EU:C:2021:864, σκέψη 75).

    25

    Πρώτον, τα μέτρα που προβλέπει η οδηγία 2014/42 αφορούν, ιδίως, τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, η οποία ορίζεται στο άρθρο 2, σημείο 5, της οδηγίας αυτής ως «η προσωρινή απαγόρευση της μεταβίβασης, καταστροφής, μετατροπής, διάθεσης ή μετακίνησης περιουσιακού στοιχείου ή η προσωρινή ανάληψη της φύλαξης ή του ελέγχου περιουσιακού στοιχείου».

    26

    Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι τα επίμαχα στην κύρια δίκη περιουσιακά στοιχεία παρέμειναν υπό την φύλαξη των αρχών που εμπλέκονται στις ποινικές διώξεις. Επομένως, όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη κατάσχεση συνιστά «δέσμευση» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

    27

    Δεύτερον, όσον αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες η οδηγία 2014/42 επιτρέπει τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, το άρθρο 7 της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να καταστεί δυνατή η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων ενόψει πιθανής μεταγενέστερης δήμευσής τους.

    28

    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να εξεταστεί αν τα επίμαχα στην κύρια δίκη περιουσιακά στοιχεία δεσμεύθηκαν ενόψει πιθανής μεταγενέστερης δήμευσής τους, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 7.

    29

    Συναφώς, τη χρονική στιγμή κατά την οποία δεσμεύθηκαν τα επίμαχα στην κύρια δίκη περιουσιακά στοιχεία, ήταν δυνατή η μεταγενέστερη δήμευσή τους.

    30

    Συγκεκριμένα, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, όσον αφορά την RR, της απαγγέλθηκαν αρχικώς κατηγορίες για την αξιόποινη πράξη της διακίνησης ναρκωτικών και ότι μόνον αργότερα αποκλείστηκε η εμπλοκή της στην εν λόγω αξιόποινη πράξη από τον εισαγγελέα και, ως εκ τούτου, η ενδιαφερομένη χαρακτηρίστηκε ως καλόπιστος τρίτος, γεγονός το οποίο, κατά το αιτούν δικαστήριο, εμπόδιζε τη δήμευση των περιουσιακών της στοιχείων δυνάμει της βουλγαρικής νομοθεσίας.

    31

    Όσον αφορά τον JG, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η συμμετοχή του στην επίμαχη εγκληματική δραστηριότητα αποκλείστηκε μόνον κατόπιν εξετάσεως των δύο κατασχεθέντων κινητών τηλεφώνων, με αποτέλεσμα τα εν λόγω κινητά τηλέφωνα καθώς και το χρηματικό ποσό να δεσμευθούν ενόψει πιθανής μεταγενέστερης δήμευσης.

    32

    Ως εκ τούτου, καθόσον τα περιουσιακά στοιχεία των RR και JG μπορούσαν, κατά τη στιγμή της δέσμευσης, να αποτελέσουν αντικείμενο μεταγενέστερης δήμευσης κατά το βουλγαρικό δίκαιο, η περίπτωση των δύο αυτών προσώπων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7 της οδηγίας 2014/42. Κατά συνέπεια, τα πρόσωπα αυτά επηρεάζονται από μέτρο που προβλέπεται από την εν λόγω οδηγία, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1.

    33

    Όσον αφορά, τρίτον, το γεγονός ότι ο κύριος των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων δεν έχει, κατά το επ’ ακροατηρίου στάδιο της ποινικής διαδικασίας, κανένα δικαίωμα να προσφύγει στη δικαιοσύνη για επιστροφή των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων, επισημαίνεται ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/42 επιβάλλει στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής και δίκαιης δίκης προκειμένου οι ενδιαφερόμενοι να μπορούν να διαφυλάσσουν τα δικαιώματά τους.

    34

    Συναφώς, λόγω του γενικού χαρακτήρα του γράμματος της διατάξεως αυτής, τα πρόσωπα υπέρ των οποίων τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν αποτελεσματικά μέσα έννομης προστασίας και δίκαιη δίκη δεν είναι μόνον εκείνα που έχουν καταδικασθεί για ορισμένο ποινικό αδίκημα, αλλά και οι τρίτοι των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία αφορά η απόφαση δέσμευσης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2021, Okrazhna prokuratura– Varna, C‑845/19 και C‑863/19, EU:C:2021:864, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    35

    Η ερμηνεία αυτή προκύπτει επίσης από την αιτιολογική σκέψη 33 της οδηγίας 2014/42, κατά την οποία η συγκεκριμένη οδηγία, κατ’ ουσίαν, επηρεάζει ουσιαστικά τα δικαιώματα προσώπων, όχι μόνον υπόπτων ή κατηγορουμένων, αλλά και τρίτων που δεν υπόκεινται σε δίωξη, πλην όμως διατείνονται ότι είναι οι κύριοι των επίμαχων περιουσιακών στοιχείων. Συνεπώς, είναι αναγκαίο, κατά την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, να προβλέπονται ειδικές διασφαλίσεις και μέσα ένδικης προστασίας που να εγγυώνται την προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσώπων αυτών κατά την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας (απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2021, Okrazhna prokuratura – Varna, C‑845/19 και C‑863/19, EU:C:2021:864, σκέψη 77).

    36

    Επιπλέον, το άρθρο 8 της οδηγίας 2014/42 πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 31 της οδηγίας, κατά την οποία, λαμβανομένου υπόψη του περιορισμού του δικαιώματος ιδιοκτησίας που συνεπάγονται οι αποφάσεις δέσμευσης, τα προσωρινά αυτά μέτρα δεν θα πρέπει να διατηρούνται σε ισχύ για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από το αναγκαίο προκειμένου να διαφυλαχθούν τα περιουσιακά στοιχεία ενόψει ενδεχόμενης μεταγενέστερης δήμευσής τους και, επομένως, το οικείο δικαστήριο μπορεί να υποχρεωθεί για τον λόγο αυτό να ελέγξει αν ο σκοπός της απόφασης περί δέσμευσης εξακολουθεί να υφίσταται.

    37

    Η προσέγγιση αυτή προϋποθέτει ότι ο καλόπιστος τρίτος, κύριος του δεσμευμένου περιουσιακού στοιχείου, μπορεί και κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου διαδικασίας να ζητήσει από το αρμόδιο δικαστήριο να εξετάσει αν εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη δέσμευση του περιουσιακού στοιχείου. Κατά συνέπεια, εθνική ρύθμιση η οποία δεν προβλέπει τέτοια δυνατότητα είναι αντίθετη προς το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/42.

    38

    Κατόπιν των ανωτέρω, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/42 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας, όταν δεσμεύονται περιουσιακά στοιχεία ως εικαζόμενα όργανα ή προϊόντα εγκλήματος, ο κύριος των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων, ως καλόπιστος τρίτος, δεν έχει, κατά το επ’ ακροατηρίου στάδιο της ποινικής διαδικασίας, κανένα δικαίωμα να ζητήσει από το αρμόδιο δικαστήριο την επιστροφή των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων.

    Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

    39

    Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/42 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που αποκλείει τη δήμευση περιουσιακού στοιχείου το οποίο ανήκει σε καλόπιστο τρίτο και έχει χρησιμοποιηθεί ως όργανο εγκλήματος, ακόμη και όταν το περιουσιακό αυτό στοιχείο έχει τεθεί μονίμως από τον τρίτο στη διάθεση του κατηγορουμένου.

    40

    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβάλλει το απαράδεκτο του ερωτήματος αυτού για τον λόγο ότι δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς, δεδομένου ότι από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η δήμευση δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να επιβληθεί στην υπόθεση της κύριας δίκης. Συγκεκριμένα, η δήμευση του επίμαχου στην κύρια δίκη οργάνου εγκλήματος θα ήταν αντίθετη προς την εθνική ρύθμιση και ως εκ τούτου η εισαγγελία δεν επιθυμούσε πλέον ούτε και εξέταζε τη δυνατότητα να δημευθεί μεταγενέστερα το όργανο αυτό.

    41

    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι εναπόκειται αποκλειστικά στα εθνικά δικαστήρια που έχουν επιληφθεί της διαφοράς και φέρουν την ευθύνη της εκδοθησομένης αποφάσεως να εκτιμήσουν, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής τους αποφάσεως όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλουν στο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, εφόσον τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο οφείλει, κατ’ αρχήν, να αποφανθεί (απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2018, Levola Hengelo, C‑310/17, EU:C:2018:899, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    42

    Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, τεκμαίρονται λυσιτελή τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που υποβάλλονται από το εθνικό δικαστήριο εντός του πραγματικού και νομικού πλαισίου το οποίο έχει προσδιορίσει με δική του ευθύνη και του οποίου την ακρίβεια δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο. Το Δικαστήριο δύναται να αρνηθεί να αποφανθεί επί αιτήσεως που έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ζητηθείσα ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2018, Levola Hengelo, C‑310/17, EU:C:2018:899, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    43

    Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η εθνική ρύθμιση δεν επιτρέπει τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων καλόπιστων τρίτων σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί ακριβώς να διευκρινιστεί αν, βάσει της οδηγίας 2014/42, η δήμευση είναι επιβεβλημένη στην περίπτωση αυτή. Επομένως, δεν προκύπτει προδήλως ότι το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα ουδόλως σχετίζεται με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς και, ως εκ τούτου, το ερώτημα αυτό είναι παραδεκτό.

    44

    Επί της ουσίας, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/42 προβλέπει τη δήμευση, μεταξύ άλλων, των «οργάνων» εγκλήματος, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 3, της οδηγίας αυτής, υπό την επιφύλαξη οριστικής καταδίκης για ποινικό αδίκημα.

    45

    Εντούτοις, μολονότι η διάταξη αυτή αφορά ρητώς τα όργανα εγκλήματος και την οριστική καταδίκη για ποινικό αδίκημα, το γράμμα της δεν διευκρινίζει αν το όργανο εγκλήματος που δημεύεται πρέπει οπωσδήποτε να ανήκει στον καταδικασθέντα.

    46

    Για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο οφείλει, κατά πάγια νομολογία του, να λαμβάνει υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και, μεταξύ άλλων, το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται (πρβλ. απόφαση της 24ης Μαρτίου 2021, MCP, C‑603/20 PPU, EU:C:2021:231, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    47

    Εν προκειμένω, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/42, επισημαίνεται ότι το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας, σχετικά με την «εκτεταμένη δήμευση», προβλέπει, στην παράγραφο 1, ότι η δήμευση μπορεί να αφορά μόνο «περιουσιακό στοιχείο που ανήκει σε πρόσωπο καταδικασθέν για ποινικό αδίκημα» και ως εκ τούτου τα αγαθά τρίτων εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου αυτού.

    48

    Όσον αφορά το άρθρο 6 της οδηγίας, μολονότι αναφέρεται αποκλειστικά, όπως επιβεβαιώνεται από τον τίτλο του, στη «δήμευση εις χείρας τρίτου», το εν λόγω άρθρο αναφέρεται μόνο στα «προϊόντα» και όχι στα «όργανα» εγκλήματος και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να αποτελέσει βάση για τη δήμευση οργάνου εγκλήματος σε περίπτωση όπως αυτή την οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης.

    49

    Η δε αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας 2014/42, υπό το πρίσμα της οποίας πρέπει να ερμηνεύεται το άρθρο 4 αυτής, θεσπίζει υποχρέωση ενημέρωσης των υπόπτων και των κατηγορουμένων σχετικά με τη διαδικασία δήμευσης, χωρίς καμία αναφορά σε τρίτους.

    50

    Από τις διάφορες αυτές διατάξεις προκύπτει ότι, δεδομένου ότι η δήμευση των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν σε τρίτους προβλέπεται μόνο στις περιπτώσεις του άρθρου 6 της οδηγίας 2014/42, η δήμευση περιουσιακών στοιχείων που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής μπορεί να αφορά μόνον τα περιουσιακά στοιχεία των υπόπτων και των κατηγορουμένων.

    51

    Το εκτεθέν από το αιτούν δικαστήριο γεγονός ότι το περιουσιακό στοιχείο χρησιμοποιούνταν σε μόνιμη βάση από τον κατηγορούμενο δεν καθιστά δυνατή τη δήμευση του αγαθού αυτού, όταν αυτό ανήκει σε καλόπιστο τρίτο, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/42.

    52

    Εν πάση περιπτώσει και στο μέτρο που η εθνική ρύθμιση δεν επιτρέπει τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων καλόπιστων τρίτων σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μια οδηγία δεν μπορεί αφ’ εαυτής να γεννά υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη και επομένως δεν χωρεί επίκλησή της έναντι αυτού ενώπιον εθνικού δικαστηρίου (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Popławski, C‑573/17, EU:C:2019:530, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    53

    Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/42 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που αποκλείει τη δήμευση περιουσιακού στοιχείου το οποίο ανήκει σε καλόπιστο τρίτο και έχει χρησιμοποιηθεί ως όργανο εγκλήματος, ακόμη και όταν το περιουσιακό αυτό στοιχείο έχει τεθεί μονίμως από τον τρίτο στη διάθεση του κατηγορουμένου.

    Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

    54

    Ενόψει της απαντήσεως που δόθηκε στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    55

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    1)

    Το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/42/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, σχετικά με τη δέσμευση και τη δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας, όταν δεσμεύονται περιουσιακά στοιχεία ως εικαζόμενα όργανα ή προϊόντα αξιόποινης πράξης, ο κύριος των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων, ως καλόπιστος τρίτος, δεν έχει κανένα δικαίωμα, κατά το επ’ ακροατηρίου στάδιο της ποινικής διαδικασίας, να ζητήσει από το αρμόδιο δικαστήριο την επιστροφή των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων.

     

    2)

    Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/42 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που αποκλείει τη δήμευση περιουσιακού στοιχείου το οποίο ανήκει σε καλόπιστο τρίτο και έχει χρησιμοποιηθεί ως όργανο εγκλήματος, ακόμη και όταν το περιουσιακό αυτό στοιχείο έχει τεθεί μονίμως από τον τρίτο στη διάθεση του κατηγορουμένου.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική.

    Top