EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62020CJ0094

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 10ης Ιουνίου 2021.
Land Oberösterreich κατά KV.
Αίτηση του Landesgericht Linz για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2003/109/ΕΚ – Καθεστώς επί μακρόν διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών – Άρθρο 11 – Δικαίωμα ίσης μεταχείρισης ως προς την κοινωνική ασφάλιση, την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία – Απόκλιση από την αρχή της ίσης μεταχείρισης ως προς την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία – Έννοια του όρου “βασικά πλεονεκτήματα” – Οδηγία 2000/43/ΕΚ – Αρχή της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής – Άρθρο 2 – Η έννοια των διακρίσεων – Άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ρύθμιση κράτους μέλους η οποία εξαρτά τη χορήγηση στεγαστικού επιδόματος σε επί μακρόν διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών από την απόδειξη, με τρόπο οριζόμενο με την εν λόγω νομοθεσία, της κατοχής βασικών γνώσεων της γλώσσας αυτού του κράτους μέλους.
Υπόθεση C-94/20.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2021:477

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 10ης Ιουνίου 2021 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2003/109/ΕΚ – Καθεστώς επί μακρόν διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών – Άρθρο 11 – Δικαίωμα ίσης μεταχείρισης ως προς την κοινωνική ασφάλιση, την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία – Απόκλιση από την αρχή της ίσης μεταχείρισης ως προς την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία – Έννοια του όρου “βασικά πλεονεκτήματα” – Οδηγία 2000/43/ΕΚ – Αρχή της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής – Άρθρο 2 – Η έννοια των διακρίσεων – Άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ρύθμιση κράτους μέλους η οποία εξαρτά τη χορήγηση στεγαστικού επιδόματος σε επί μακρόν διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών από την απόδειξη, με τρόπο οριζόμενο με την εν λόγω νομοθεσία, της κατοχής βασικών γνώσεων της γλώσσας αυτού του κράτους μέλους»

Στην υπόθεση C‑94/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Landesgericht Linz (περιφερειακό δικαστήριο του Linz, Αυστρία) με απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 25 Φεβρουαρίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

Land Oberösterreich

κατά

KV,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, M. Ilešič, E. Juhász, Κ. Λυκούργο και I. Jarukaitis (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Hogan

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

το Land Oberösterreich, εκπροσωπούμενο από την K. Holzinger, Rechtsanwältin,

ο KV, εκπροσωπούμενος από την S. Scheed, Rechtsanwältin,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την C. Cattabriga και τους D. Martin και B.‑R. Killmann,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Μαρτίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 11 της οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες (ΕΕ 2004, L 16, σ. 44), του άρθρου 2 της οδηγίας 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής (ΕΕ 2000, L 180, σ. 22), και του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του KV και του Land Oberösterreich (ομόσπονδου κράτους της Άνω Αυστρίας, Αυστρία), σχετικά με αίτημα αποκατάστασης της ζημίας την οποία υπέστη ο KV λόγω της απόρριψης αιτήματος για τη χορήγηση στεγαστικού επιδόματος (στο εξής: στεγαστικό επίδομα).

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 2000/43

3

Το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/43, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σκοπός», ορίζει τα εξής:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να θεσπισθεί πλαίσιο για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, με στόχο να πραγματωθεί στα κράτη μέλη η αρχή της ίσης μεταχείρισης.»

4

Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Η έννοια των διακρίσεων», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α)

συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για λόγους φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, σε ένα πρόσωπο επιφυλάσσεται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν της οποίας τυγχάνει, έτυχε ή θα ετύγχανε ένα άλλο πρόσωπο, σε ανάλογη κατάσταση·

β)

συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική μπορεί να θέσει πρόσωπα συγκεκριμένης φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα, εκτός εάν η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξης αυτού του σκοπού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

[…]»

5

Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία δεν καλύπτει τη διαφορετική μεταχείριση λόγω υπηκοότητας και δεν θίγει τις διατάξεις και τις προϋποθέσεις που αφορούν την εισδοχή και την παραμονή υπηκόων τρίτων χωρών και απατρίδων στην επικράτεια των κρατών μελών, ούτε τη μεταχείριση που απορρέει από τη νομική κατάσταση των εν λόγω υπηκόων τρίτων χωρών ή απατρίδων.»

Η οδηγία 2003/109

6

Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 4, 12 και 13 της οδηγίας 2003/109 έχουν ως εξής:

«(2)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κατά την ειδική σύνοδό του στο Τάμπερε [(Φινλανδία)] στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999, δήλωσε ότι θα πρέπει να υπάρξει προσέγγιση του νομικού καθεστώτος των υπηκόων τρίτων χωρών προς εκείνο των υπηκόων των κρατών μελών και ότι στα άτομα που έχουν διαμείνει νομίμως σε κράτος μέλος επί περίοδο που θα προσδιορισθεί και τα οποία διαθέτουν άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος, θα πρέπει να χορηγείται εντός του εν λόγω κράτους μέλους, σύνολο ενιαίων δικαιωμάτων κατά το δυνατόν παραπλήσιων προς τα δικαιώματα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[…]

(4)

Η ενσωμάτωση των υπηκόων τρίτων χωρών που είναι επί μακρόν διαμένοντες στα κράτη μέλη αποτελεί στοιχείο-κλειδί για την προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής, θεμελιώδους στόχου της [Ευρωπαϊκής Ένωσης], ο οποίος ορίζεται στη συνθήκη [ΛΕΕ].

[…]

(12)

Προκειμένου να συσταθεί ένα πραγματικό μέσο για την ενσωμάτωση του επί μακρόν διαμένοντος στην κοινωνία στην οποία έχει εγκατασταθεί, οι επί μακρόν διαμένοντες θα πρέπει να απολαύουν ίσης μεταχείρισης με τους πολίτες του κράτους μέλους σε ευρύ φάσμα οικονομικών και κοινωνικών τομέων, δυνάμει των σχετικών όρων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία.

(13)

Όσον αφορά την κοινωνική αρωγή, η δυνατότητα περιορισμού των ωφελημάτων των επί μακρόν διαμενόντων στα βασικά εξ αυτών πρέπει να γίνεται κατανοητή υπό την έννοια ότι καλύπτει τουλάχιστον την ελάχιστη στήριξη του εισοδήματος, την αρωγή σε περίπτωση ασθένειας, κύησης, γονικής μέριμνας και μακροχρόνιας μέριμνας. Οι διαδικασίες χορήγησης των ωφελημάτων αυτών θα πρέπει να καθορισθούν από το εθνικό δίκαιο.»

7

Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής:

«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

α)

“υπήκοος τρίτης χώρας”: κάθε πρόσωπο που δεν είναι πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου [20] παράγραφος 1 [ΣΛΕΕ]·

β)

“επί μακρόν διαμένων”: κάθε υπήκοος τρίτης χώρας που απολαύει του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος που προβλέπεται στα άρθρα 4 έως 7·

[…]».

8

Το άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ίση μεταχείριση», προβλέπει τα εξής:

«1.   Ο επί μακρόν διαμένων απολαύει ίσης μεταχείρισης με τους ημεδαπούς όσον αφορά:

[…]

δ)

την κοινωνική ασφάλιση, την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία, όπως ορίζονται από το εθνικό δίκαιο·

[…]

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την ίση μεταχείριση ως προς την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία στα βασικά πλεονεκτήματα.

[…]»

Το αυστριακό δίκαιο

Ο oöWFG

9

Το ομόσπονδο κράτος της Άνω Αυστρίας χορηγεί το στεγαστικό επίδομα, υπό όρους οι οποίοι διέπονταν από τις ακόλουθες διατάξεις του oberösterreichisches Wohnbauförderungsgesetz (νόμου του ομόσπονδου κράτους της Άνω Αυστρίας για τη στήριξη της ανέγερσης κατοικιών) (LGBl. 6/1993), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: oöWFG). Το άρθρο 6 του oöWFG προέβλεπε τα εξής:

«[…]

9.   Στήριξη βάσει του παρόντος νόμου χορηγείται σε Αυστριακούς πολίτες, σε υπηκόους κράτους μέλους του [Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ)] και σε πολίτες της Ένωσης και στα μέλη της οικογένειάς τους κατά την έννοια της οδηγίας 2004/38/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77)]. Εκτός εάν διεθνής σύμβαση επιβάλλει τη χορήγηση στήριξης με τον ίδιο τρόπο όπως στους Αυστριακούς πολίτες, στήριξη μπορεί να χορηγηθεί σε άλλα πρόσωπα μόνον εφόσον:

1)

έχουν νομίμως την κύρια διαμονή τους στο αυστριακό έδαφος επί συνεχές διάστημα άνω των πέντε ετών,

2)

λαμβάνουν εισόδημα υποκείμενο σε φόρο εισοδήματος στην Αυστρία ή κατέβαλαν εισφορές στο υποχρεωτικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στην Αυστρία καθότι άσκησαν επαγγελματική δραστηριότητα και λαμβάνουν πλέον παροχές από το εν λόγω σύστημα, έλαβαν δε το εν λόγω εισόδημα ή την εν λόγω παροχή επί 54 μήνες κατά τη διάρκεια της προηγούμενης πενταετίας, και

3)

αποδεικνύουν την κατοχή βασικών γνώσεων της γερμανικής γλώσσας, κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 11.

[…]

11.   Η προβλεπόμενη στην παράγραφο 9, σημείο 3, προϋπόθεση λογίζεται πληρωθείσα εφόσον ο αιτών:

1)

προσκομίζει πιστοποιητικό από το Österreichischer Integrationsfonds (ÖIF, αυστριακό ταμείο ενσωμάτωσης, Αυστρία) ή από εξεταστικό φορέα πιστοποιημένο από το ÖIF, το οποίο βεβαιώνει ότι υποβλήθηκε επιτυχώς σε εξετάσεις ενσωμάτωσης, ή

2)

προσκομίζει γενικά αναγνωρισμένο δίπλωμα γλώσσας ή πιστοποιητικό γνώσης της γερμανικής γλώσσας επιπέδου A2 χορηγηθέν από εξεταστικό κέντρο πιστοποιημένο βάσει της Integrationsvereinbarungs-Verordnung (κανονιστικής διάταξης περί σύμβασης ενσωμάτωσης) (BGBl. II, 242/2017), ή

3)

προσκομίζει απόδειξη ότι παρακολούθησε υποχρεωτική εκπαίδευση στην Αυστρία επί τουλάχιστον πέντε έτη και έλαβε επαρκή βαθμολογία στο μάθημα της γερμανικής γλώσσας ή ότι ολοκλήρωσε επιτυχώς το ένατο επίπεδο του μαθήματος της γερμανικής γλώσσας, ή

4)

υποβλήθηκε με επιτυχία σε εξετάσεις κατόπιν περιόδου μαθητείας σύμφωνα με τον Berufsausbildungsgesetz (νόμο περί επαγγελματικής κατάρτισης μαθητευόμενων) (BGBl. 142/1969).

[…]»

10

Το άρθρο 23 του oöWFG προέβλεπε τα εξής:

«Στεγαστικό επίδομα μπορεί να χορηγηθεί στον κύριο ένοικο, στον επικείμενο αγοραστή και στον ιδιοκτήτη κατοικίας σε σχέση με την οποία παρασχέθηκε στήριξη, όταν

1)

το κόστος στέγασης συνιστά υπέρμετρη επιβάρυνση για τον αιτούντα,

2)

ο αιτών διαμένει μόνιμα στη σχετική κατοικία προς κάλυψη των στεγαστικών αναγκών του, και

3)

ο αιτών έχει υποβάλει αίτηση για άλλο επίδομα με σκοπό τη μείωση της στεγαστικής δαπάνης του (άρθρο 24, παράγραφος 1), το οποίο δικαιούται να λάβει, και

4)

έχει ήδη ξεκινήσει η αποπληρωμή του δανείου στήριξης (άρθρο 9) ή επιδοτούμενου ενυπόθηκου δανείου (άρθρο 10).

2.   Το στεγαστικό επίδομα μπορεί να χορηγηθεί στον κύριο ένοικο κατοικίας σε σχέση με την οποία δεν έχει χορηγηθεί καμία παροχή, εφόσον πληρούνται οι προβλεπόμενες στην παράγραφο 1, σημεία 1 έως 3, προϋποθέσεις και η σύμβαση μίσθωσης δεν έχει συναφθεί με συγγενικό πρόσωπο.

[…]»

Η oberösterreichische Wohnbeihilfen-Verordnung

11

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, της oberösterreichische Wohnbeihilfen-Verordnung (κανονιστικής διάταξης της Άνω Αυστρίας περί στεγαστικών επιδομάτων), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο της διαφοράς της κύριας δίκης, το ανώτατο ποσό του στεγαστικού επιδόματος ήταν 300 ευρώ μηνιαίως.

Ο oöBMSG

12

Οι ευρισκόμενοι σε κοινωνικά δυσχερή κατάσταση μπορούσαν να λάβουν εγγυημένους ελάχιστους πόρους για την κάλυψη των αναγκών τους δυνάμει του oberösterreichisches Mindestsicherungsgesetz (νόμου του ομόσπονδου κράτους της Άνω Αυστρίας περί εξασφάλισης των ελάχιστων πόρων) (BGBl. 74/2011), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: oöBMSG), το δε άρθρο 1 του ως άνω νόμου διευκρίνιζε ότι σκοπός της εγγύησης ελάχιστων πόρων ήταν να διασφαλιστεί, για τα πρόσωπα που έχρηζαν κοινωνικής στήριξης, αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, καθώς και η διαρκής ενσωμάτωση στην κοινωνία που συνεπαγόταν η εγγύηση αυτή. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μια τέτοια παροχή μπορούσε επίσης να ληφθεί συμπληρωματικά προς το στεγαστικό επίδομα ή να συμψηφιστεί εν μέρει με αυτό. Το 2018, το βασικό ποσό της παροχής αυτής ήταν 921,30 ευρώ μηνιαίως για άτομο που διέμενε μόνο του και 649,10 ευρώ μηνιαίως για ενήλικα μέλη νοικοκυριού, με συμπληρωματικές παροχές για τα ανήλικα μέλη του νοικοκυριού.

13

Το άρθρο 4 του oöBMSG προέβλεπε τα εξής:

«1.   Εάν δεν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο, η εγγύηση ελάχιστων πόρων για την κάλυψη αναγκών χορηγείται μόνον σε πρόσωπα τα οποία

1)

έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην Άνω Αυστρία […] και

2)

α)

είναι Αυστριακοί πολίτες ή μέλη της οικογένειας Αυστριακών πολιτών·

β)

έχουν δικαίωμα ασύλου ή επικουρικής προστασίας·

γ)

είναι πολίτες της Ένωσης, υπήκοοι κράτους μέλους του [ΕΟΧ], Ελβετοί πολίτες ή μέλη της οικογένειας αυτών, εφόσον η λήψη των παροχών αυτών δεν συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματός τους διαμονής·

δ)

διαθέτουν άδεια παραμονής “επί μακρόν διαμένοντος στην [ΕΕ]” ή “μέλους οικογένειας επί μακρόν διαμένοντος”, ή πιστοποιητικό εγκατάστασης ή άδεια διαμονής αορίστου χρόνου·

ε)

έχουν άλλο δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο έδαφος της Αυστρίας, εφόσον η λήψη των παροχών αυτών δεν συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματός τους διαμονής.»

14

Κατά το άρθρο 5 του oöBMSG:

«Η χορήγηση της εγγύησης ελάχιστων πόρων για την κάλυψη αναγκών τελεί υπό τον όρο ότι ο ενδιαφερόμενος πληροί τις προβλεπόμενες στο άρθρο 4 προϋποθέσεις, ήτοι

1)

βρίσκεται σε κοινωνικά δυσχερή κατάσταση (άρθρο 6) και

2)

είναι διατεθειμένος να καταβάλει προσπάθεια ώστε να αποτρέψει, να μετριάσει ή να αντιμετωπίσει μια κοινωνικά δυσχερή κατάσταση (άρθρο 7).»

15

Το άρθρο 6 του oöBMSG όριζε τα εξής:

«1.   Ένα πρόσωπο βρίσκεται σε κοινωνικά δυσχερή κατάσταση όταν αδυνατεί να καλύψει

1)

τα έξοδα διαβίωσης και στέγασής του ή

2)

τα έξοδα διαβίωσης και στέγασης εξαρτώμενων από αυτό μελών της οικογένειάς του, τα οποία διαμένουν μαζί του στο ίδιο νοικοκυριό,

ή να παράσχει, στο πλαίσιο αυτό, την απαιτούμενη φροντίδα σε περίπτωση ασθένειας, εγκυμοσύνης ή τοκετού.

2.   Τα έξοδα διαβίωσης που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν δαπάνες σχετικές με τις περιοδικές ανάγκες αξιοπρεπούς διαβίωσης, και ειδικότερα τρόφιμα, ένδυση, προσωπική υγιεινή, επίπλωση και εξοπλισμό νοικοκυριού, θέρμανση, ηλεκτρισμό και άλλες προσωπικές ανάγκες, όπως η ανάγκη προσήκουσας συμμετοχής στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή.

3.   Τα έξοδα στέγασης που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν το περιοδικό μίσθωμα, τις εν γένει επιβαρύνσεις και τους φόρους που απαιτούνται για την εξασφάλιση κατάλληλης στέγασης.

[…]»

Ο oöADG

16

Ο oberösterreichisches Antidiskriminierungsgesetz (νόμος του ομόσπονδου κράτους της Άνω Αυστρίας περί απαγορεύσεως των διακρίσεων) (LGBl. 50.2005), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: oöADG), μετέφερε στην αυστριακή έννομη τάξη την οδηγία 2000/43. Το άρθρο 1 του oöADG, το οποίο επιγράφεται «Απαγόρευση διακρίσεων», απαγορεύει κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση εις βάρος φυσικών προσώπων, μεταξύ άλλων, λόγω εθνοτικής προέλευσης. Κατά το άρθρο 3 του oöADG, το άρθρο 1 του νόμου αυτού δεν έχει εφαρμογή όσον αφορά τη διαφορετική μεταχείριση λόγω ιθαγένειας, υπό τον όρο ότι η διαφορετική μεταχείριση επιβάλλεται με νόμο ή είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη και δεν απαγορεύεται από κανόνες του δικαίου της Ένωσης ή διεθνών συμβάσεων που εντάσσονται στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και αφορούν την ισότητα των προσώπων.

17

Κατά το άρθρο 8 του oöADG:

«1.   Σε περίπτωση παράβασης της απαγόρευσης των διακρίσεων για τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 1, ο θιγόμενος […] δικαιούται προσήκουσα αποζημίωση […]

Πλην της αποκατάστασης της περιουσιακής ζημίας, δικαιούται επίσης προσήκουσα ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη. Το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 1000 ευρώ.

[…]»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

18

Ο KV, τουρκικής ιθαγένειας, ζει από το 1997 με τη σύζυγό του και τα τρία τέκνα τους στην Αυστρία όπου απολαύει του «καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/109. Μέχρι τα τέλη του 2017 ελάμβανε το στεγαστικό επίδομα κατ’ εφαρμογήν του oöWFG. Δεδομένου ότι, βάσει του άρθρου 6, παράγραφοι 9 και 11, του oöWFG, η χορήγηση του επιδόματος στους υπηκόους τρίτων χωρών εξαρτήθηκε, από 1ης Ιανουαρίου 2018, από την προϋπόθεση να αποδείξει ο υπήκοος τρίτης χώρας, κατά τρόπο καθοριζόμενο από τη νομοθεσία αυτή, ότι έχει βασικές γνώσεις της γερμανικής γλώσσας, έπαυσε από της προαναφερθείσας ημερομηνίας η χορήγηση στον KV του επιδόματος με την αιτιολογία ότι δεν προσκόμισε την απαιτούμενη απόδειξη.

19

Ο ΚV άσκησε αγωγή ενώπιον του Bezirksgericht Linz (τοπικού δικαστηρίου του Linz, Αυστρία) με αίτημα να υποχρεωθεί το ομόσπονδο κράτος της Άνω Αυστρίας να του καταβάλει αποζημίωση ίση προς το ποσό του μη καταβληθέντος στεγαστικού επιδόματος για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο έως τον Νοέμβριο του 2018, ήτοι 281,54 ευρώ μηνιαίως, καθώς και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ύψους 1000 ευρώ. Προς στήριξη των αιτημάτων του, επικαλέστηκε το άρθρο 8 του oöADG και υποστήριξε, αφενός, ότι το άρθρο 6, παράγραφος 9, σημείο 3, και το άρθρο 6, παράγραφος 11, του oöWFG τον έθεσαν αδικαιολογήτως σε μειονεκτική θέση λόγω της εθνοτικής καταγωγής του και, αφετέρου, ότι το στεγαστικό επίδομα συνιστούσε «βασικό πλεονέκτημα» κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/109.

20

Δεδομένου ότι τα αιτήματα του KV έγιναν δεκτά από το Bezirksgericht Linz (τοπικό δικαστήριο του Linz), το ομόσπονδο κράτος της Άνω Αυστρίας άσκησε έφεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Landesgericht Linz (περιφερειακού δικαστηρίου του Linz, Αυστρία).

21

Το δικαστήριο αυτό επισημαίνει, προκαταρκτικώς, ότι η απάντηση στο πρώτο και στο δεύτερο εκ των ερωτημάτων του, εκτιμώμενων κατά τρόπο ανεξάρτητο μεταξύ τους, είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Συγκεκριμένα, εφόσον το στεγαστικό επίδομα χαρακτηριστεί ως «βασικό πλεονέκτημα» κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/109, θα του ήταν χρήσιμη η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, καθώς ο KV στηρίζει την αγωγή του στο δικαίωμά του αποζημίωσης κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 1, του oöADG και αξιώνει τόσο την καταβολή του μη εισπραχθέντος ποσού του στεγαστικού επιδόματος όσο και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του εξαιτίας της δυσμενούς διάκρισης που υπέστη λόγω της εθνοτικής προέλευσής του. Εφόσον το επίδομα αυτό δεν χαρακτηριστεί ως «βασικό πλεονέκτημα» κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/109, μπορεί πάντως, κατά την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, να θεωρηθεί ότι ο κανόνας του άρθρου 6, παράγραφοι 9 και 11, του oöWFG συνιστά δυσμενή διάκριση η οποία απαγορεύεται δυνάμει της οδηγίας 2000/43 ή έρχεται σε αντίθεση με τον Χάρτη. Εκτιμά ότι, κάνοντας χρήση της δυνατότητας παρέκκλισης την οποία προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής, το ομόσπονδο κράτος της Άνω Αυστρίας όφειλε, κατά την επιλογή των συγκεκριμένων λεπτομερειών χορήγησης του στεγαστικού επιδόματος, να τηρήσει τις λοιπές απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης καθώς και της οδηγίας 2000/43 και του Χάρτη και να μην εφαρμόσει κριτήρια εισάγοντα διακρίσεις. Πρέπει, επομένως, κατά το αιτούν δικαστήριο, να εξεταστεί η ενδεχόμενη αντίθεση του άρθρου 6, παράγραφοι 9 και 11, του oöWFG με την οδηγία 2000/43 ή τον Χάρτη, ανεξαρτήτως του άρθρου 11 της οδηγίας 2003/109.

22

Κατ’ αρχάς, προκειμένου να εξακριβωθεί αν το στεγαστικό επίδομα συνιστά «βασικό πλεονέκτημα» κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/109, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η επιτροπή «για τη στέγαση, τον πολεοδομικό σχεδιασμό και το περιβάλλον» του oberösterreichischer Landtag (Κοινοβουλίου του ομόσπονδου κράτους της Άνω Αυστρίας, Αυστρία) ανέφερε στην έκθεσή της επί σχεδίου νόμου για την τροποποίηση του oöWFG κατά τη διάρκεια του 2013 ότι η στήριξη για την ανέγερση κατοικιών, συμπεριλαμβανομένου του στεγαστικού επιδόματος, δεν συνιστούσε βασικό πλεονέκτημα. Κατά την εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου, η εν λόγω επιτροπή εξέφρασε με τον τρόπο αυτό τη βούληση του Κοινοβουλίου του ομόσπονδου κράτους της Άνω Αυστρίας να κάνει χρήση της δυνατότητας παρέκκλισης που προβλέπει η ως άνω διάταξη. Παρατηρεί ότι οι επί μακρόν διαμένοντες υπήκοοι τρίτων χωρών δεν αποκλείστηκαν μεν εντελώς από το δικαίωμα λήψης στεγαστικού επιδόματος, τέθηκαν όμως ως προς αυτούς συμπληρωματικές προϋποθέσεις. Πάντως, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι δεν δεσμεύεται από την εκ μέρους της εν λόγω επιτροπής ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/109.

23

Παραπέμποντας στην απόφαση της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj (C‑571/10, EU:C:2012:233), το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι η εφαρμογή των αρχών που απορρέουν από την απόφαση αυτή στο στεγαστικό επίδομα δεν είναι προφανής.

24

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι σκοπός της προβλεπόμενης στον oöBMSG εγγύησης ελάχιστων πόρων είναι να παρασχεθεί σε άτομα τα οποία βρίσκονται σε κοινωνικά δυσχερή κατάσταση η δυνατότητα αξιοπρεπούς διαβίωσης εν γένει, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε στέγαση. Η χορήγηση τέτοιας παροχής τελεί υπό προϋποθέσεις σαφώς αυστηρότερες από τις προβλεπόμενες για τη χορήγηση του στεγαστικού επιδόματος, καθόσον η λήψη της επιφυλάσσεται μόνο σε πρόσωπα χωρίς εισόδημα ή με πολύ χαμηλό εισόδημα. Κατά συνέπεια, η εν λόγω παροχή προϋποθέτει την ύπαρξη κατάστασης κοινωνικής ανάγκης σαφώς εντονότερης από εκείνη που μπορεί να δικαιολογήσει τη χορήγηση του στεγαστικού επιδόματος. Ως εκ τούτου, άτομα με χαμηλό εισόδημα, το οποίο όμως μπορεί να καλύψει το ελάχιστο βιοτικό επίπεδο, δικαιούνται να λάβουν το στεγαστικό επίδομα χωρίς να λάβουν τη χορηγούμενη παροχή για την εγγύηση των ελάχιστων πόρων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι δυνατή η ταυτόχρονη λήψη της παροχής για την εγγύηση των ελάχιστων πόρων και του στεγαστικού επιδόματος, στον βαθμό που η πρώτη παροχή συμψηφίζεται εν μέρει με το επίδομα, πλην όμως οι δικαιούχοι της εν λόγω παροχής και του εν λόγω επιδόματος δεν είναι οι ίδιοι.

25

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν πρέπει να χαρακτηριστούν ως «βασικά πλεονεκτήματα» κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/109, μόνον οι προβλεπόμενες στον oöBMSG παροχές ή αν μπορεί να προσλάβει τέτοιο χαρακτηρισμό και το στεγαστικό επίδομα, δεδομένου ότι σκοπός του επιδόματος είναι επιπροσθέτως ο μετριασμός της επιβάρυνσης που απορρέει από τα έξοδα στέγασης όταν αυτή είναι υπέρμετρη και τούτο μολονότι, σε αντίθεση με την εγγύηση ελάχιστων πόρων, το στεγαστικό επίδομα δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος βρίσκεται σε κοινωνικά δυσχερή κατάσταση.

26

Όσον αφορά, εν συνεχεία, την προβαλλόμενη διάκριση λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο oöADG μεταφέρει την οδηγία 2000/43 στο αυστριακό δίκαιο, στο μέτρο που τούτο είναι κρίσιμο για την υπόθεση της κύριας δίκης, μολονότι ο νόμος αυτός χρησιμοποιεί την έκφραση «εθνοτική προέλευση». Το αιτούν δικαστήριο, επισημαίνοντας ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας, η άνιση μεταχείριση με γνώμονα το κριτήριο της ιδιότητας του υπηκόου τρίτης χώρας δεν εμπίπτει, κατ’ αρχήν και αυτή καθεαυτήν, στην οδηγία, διερωτάται αν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, το κριτήριο της ιθαγένειας μπορεί παρά ταύτα να συνιστά «έμμεση διάκριση» λόγω εθνοτικής καταγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της ίδιας οδηγίας. Παρατηρεί, συναφώς, ότι καλείται να αποφανθεί επί κανόνα ο οποίος θέτει ως προϋπόθεση την κατοχή βασικών γνώσεων της γερμανικής γλώσσας και την απόδειξη της κατοχής τους με σαφώς καθορισμένο τρόπο. Προσθέτει ότι, εφόσον απαιτηθεί να εξεταστεί αν ο oöWFG εισάγει έμμεση δυσμενή διάκριση, θα πρέπει να εξακριβώσει αν η δυσμενής διάκριση είναι δικαιολογημένη. Εκτιμά ότι σκοπός του άρθρου 6, παράγραφοι 9 και 11, του oöWFG είναι η παροχή στους υπηκόους τρίτων χωρών πιο περιορισμένης πρόσβασης στο στεγαστικό επίδομα, η δε απαίτηση για κατοχή βασικών γνώσεων της γερμανικής γλώσσας δικαιολογείται από τη σημασία που έχουν οι γνώσεις αυτές για την κοινωνική ένταξη του ενδιαφερομένου. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η απαίτηση για απόδειξη της κατοχής των γνώσεων αυτών είναι συζητήσιμη λαμβανομένων υπόψη των λοιπών προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη λήψη στεγαστικού επιδόματος και των απαιτήσεων που πρέπει να πληροί ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας προκειμένου να αποκτήσει το «καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/109.

27

Τέλος, σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι η οδηγία 2000/43 δεν έχει εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης της κύριας δίκης, τίθεται, κατά το αιτούν δικαστήριο, το ζήτημα αν ο κανόνας του άρθρου 6, παράγραφοι 9 και 11, του oöWFG πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα του άρθρου 21 του Χάρτη. Συγκεκριμένα, εκτιμά ότι οι ακριβείς όροι εφαρμογής ενός τέτοιου κανόνα πρέπει να καθοριστούν λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων του Χάρτη, κρίνοντας ότι η υπόθεση της κύριας δίκης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Χάρτη για τον λόγο ότι υπάρχουν κανόνες του δικαίου της Ένωσης οι οποίοι προβλέπουν την καταβολή κοινωνικών παροχών στους επί μακρόν διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών, και ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικό καθεστώς μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά εφαρμογή των κανόνων αυτών.

28

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landesgericht Linz (τοπικό δικαστήριο του Linz) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 11 της [οδηγίας 2003/109] την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνική ρύθμιση όπως αυτή του άρθρου 6, παράγραφοι 9 και 11, του [oöWFG], βάσει της οποίας χορηγείται στους πολίτες της Ένωσης, στους υπηκόους των κρατών του ΕΟΧ και στα μέλη των οικογενειών τους, κατά την έννοια της [οδηγίας 2004/38], κοινωνική παροχή στεγαστικού επιδόματος χωρίς απόδειξη περί γνώσεως της γλώσσας, ενώ αντίθετα απαιτεί από τους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες, κατά την έννοια της οδηγίας [2003/109], να αποδεικνύουν με συγκεκριμένο τρόπο ότι έχουν βασικές γνώσεις της γερμανικής γλώσσας, σε περίπτωση που το εν λόγω στεγαστικό επίδομα έχει ως σκοπό να μετριάσει τις υπέρμετρες επιβαρύνσεις συνεπεία του κόστους στέγασης, ενώ το ελάχιστο βιοτικό επίπεδο (συμπεριλαμβανομένων των στεγαστικών αναγκών) των προσώπων που βρίσκονται σε κοινωνικά δυσχερή κατάσταση εξασφαλίζεται και μέσω μιας ευρύτερης κοινωνικής παροχής (παροχής των ελάχιστων πόρων για την κάλυψη των αναγκών βάσει [του oöBMSG]);

2)

Έχει η απαγόρευση της “άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως” λόγω “φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής”, βάσει του άρθρου 2 της οδηγίας [2000/43], την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνική ρύθμιση όπως αυτή του άρθρου 6, παράγραφοι 9 και 11, του oöWFG, δυνάμει της οποίας χορηγείται στους πολίτες της Ένωσης, στους υπηκόους των κρατών του ΕΟΧ και στα μέλη των οικογενειών τους, κατά την έννοια της οδηγίας [2004/38], κοινωνική παροχή (στεγαστικό επίδομα σύμφωνα με τον oöWFG) χωρίς απόδειξη περί γνώσεως της γλώσσας, ενώ αντίθετα απαιτεί από τους υπηκόους τρίτων χωρών (συμπεριλαμβανομένων των υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες κατά την έννοια της οδηγίας [2003/109]) να αποδεικνύουν με συγκεκριμένο τρόπο ότι διαθέτουν βασικές γνώσεις της γερμανικής γλώσσας;

3)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα:

Έχει η απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων λόγω εθνοτικής καταγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 21 του [Χάρτη], την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνική ρύθμιση όπως αυτή του άρθρου 6, παράγραφοι 9 και 11, του oöWFG, δυνάμει της οποίας χορηγείται στους πολίτες της Ένωσης, στους υπηκόους των κρατών του ΕΟΧ και στα μέλη των οικογενειών τους, κατά την έννοια της [οδηγίας 2004/38], κοινωνική παροχή (στεγαστικό επίδομα σύμφωνα με τον oöWFG) χωρίς απόδειξη περί γνώσεως της γλώσσας, ενώ αντίθετα απαιτεί από τους υπηκόους τρίτων χωρών (συμπεριλαμβανομένων των υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες κατά την έννοια της [οδηγίας 2003/109]) να αποδεικνύουν με συγκεκριμένο τρόπο ότι έχουν βασικές γνώσεις της γερμανικής γλώσσας;»

Επί του αιτήματος επανάληψης της προφορικής διαδικασίας

29

Μετά την ανάπτυξη των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα, το ομόσπονδο κράτος της Άνω Αυστρίας, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 12 Μαρτίου 2021, ζήτησε να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 83 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Προς στήριξη του αιτήματός του, το ομόσπονδο κράτος της Άνω Αυστρίας υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ο χαρακτηρισμός του στεγαστικού επιδόματος ως «βασικού πλεονεκτήματος» κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/109, στον οποίο προέβη ο γενικός εισαγγελέας, είναι εσφαλμένος. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο χαρακτηρισμός αυτός έρχεται σε αντίθεση τόσο με τη διάταξη της οδηγίας όσο και με τη νομολογία του Δικαστηρίου, καθώς και με τον σκοπό που επιδιώκει η παροχή αυτή. Περαιτέρω, οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα είναι αντιφατικές και στηρίζονται σε στοιχεία τα οποία δεν αποδείχθηκαν ή δεν προβλήθηκαν. Εξάλλου, όσον αφορά την απόδειξη της κατοχής βασικών γνώσεων της γερμανικής γλώσσας που πρέπει να προσκομίσει ο αιτών το στεγαστικό επίδομα, το ομόσπονδο κράτος της Άνω Αυστρίας αμφισβητεί ότι είναι δυνατό να υπάρχουν άλλοι τρόποι απόδειξης από εκείνους που έχουν ήδη γίνει δεκτοί με βάση την εθνική ρύθμιση.

30

Υπενθυμίζεται συναφώς, αφενός, ότι ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο Κανονισμός Διαδικασίας δεν προβλέπουν δυνατότητα των κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού αυτού ενδιαφερομένων να διατυπώνουν παρατηρήσεις σε απάντηση των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα [απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, A.B. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο – Προσφυγές), C‑824/18, EU:C:2021:153, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

31

Αφετέρου, δυνάμει του άρθρου 252, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο γενικός εισαγγελέας διατυπώνει δημόσια, με πλήρη αμεροληψία και ανεξαρτησία, αιτιολογημένες προτάσεις επί των υποθέσεων οι οποίες, σύμφωνα με τον Οργανισμό του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαιτούν την παρέμβασή του. Το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται ούτε από τις προτάσεις αυτές ούτε από την αιτιολογία βάσει της οποίας ο γενικός εισαγγελέας καταλήγει στις εν λόγω προτάσεις. Κατά συνέπεια, η διαφωνία οποιουδήποτε ενδιαφερομένου με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, όποια και αν είναι τα ζητήματα που εξετάζει ο γενικός εισαγγελέας με τις προτάσεις του αυτές, δεν μπορεί να συνιστά αυτή καθεαυτήν λόγο που δικαιολογεί την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας [αποφάσεις της 4ης Δεκεμβρίου 2019, Consorzio Tutela Aceto Balsamico di Modena, C‑432/18, EU:C:2019:1045, σκέψη 21, και της 2ας Μαρτίου 2021, A.B. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο – Προσφυγές), C‑824/18, EU:C:2021:153, σκέψη 64].

32

Ωστόσο, κατά το άρθρο 83 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, ιδίως αν κρίνει ότι δεν έχει διαφωτισθεί επαρκώς, ή όταν ένας διάδικος, μετά τη λήξη της διαδικασίας αυτής, επικαλείται νέο πραγματικό περιστατικό ικανό να ασκήσει καθοριστική επιρροή στην απόφαση που θα εκδώσει το Δικαστήριο, ή ακόμη όταν, προς επίλυση της διαφοράς, το Δικαστήριο χρειάζεται να στηριχθεί σε επιχείρημα επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων ή των ενδιαφερομένων μερών κατά την έννοια του άρθρου 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

33

Εν προκειμένω, ωστόσο, το Δικαστήριο κρίνει, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, ότι διαθέτει, κατόπιν της έγγραφης διαδικασίας, όλα τα αναγκαία στοιχεία για να αποφανθεί επί της υπόθεσης. Επιπλέον, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, προς επίλυση της διαφοράς, δεν χρειάζεται να στηριχθεί σε επιχείρημα επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των ενδιαφερομένων. Κρίνει, τέλος, ότι από την υποβληθείσα ενώπιόν του αίτηση επανάληψης της προφορικής διαδικασίας δεν προκύπτει κανένα νέο πραγματικό περιστατικό δυνάμενο να ασκήσει επιρροή στην απόφαση που καλείται να εκδώσει επί της εν λόγω υπόθεσης. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν απαιτείται να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

34

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, στο πλαίσιο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο εκκινεί από την παραδοχή ότι το στεγαστικό επίδομα εμπίπτει στις παροχές του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109 και ότι οι αρμόδιες για την εφαρμογή της οδηγίας αυτής αρχές εξέφρασαν σαφώς την πρόθεσή τους να κάνουν χρήση της παρέκκλισης που προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής, ζήτημα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διερευνήσει.

35

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται, ακόμη και όταν έχει γίνει χρήση της δυνατότητας παρέκκλισης που προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής, σε ρύθμιση κράτους μέλους βάσει της οποίας η χορήγηση στεγαστικού επιδόματος στους επί μακρόν διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα αυτά αποδεικνύουν, με τρόπο καθοριζόμενο από τη ρύθμιση αυτή, ότι έχουν βασικές γνώσεις της γλώσσας αυτού του κράτους μέλους.

36

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κυρίως αν το στεγαστικό επίδομα πρέπει να χαρακτηριστεί ως «βασικό πλεονέκτημα» κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 11, παράγραφος 4.

37

Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν στα βασικά πλεονεκτήματα, ως προς την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία, την ίση μεταχείριση μεταξύ των «επί μακρόν διαμενόντων» κατά την έννοια της οδηγίας αυτής και των ημεδαπών. Καθόσον η κοινωνική ενσωμάτωση των υπηκόων τρίτων χωρών που είναι επί μακρόν διαμένοντες στα κράτη μέλη και το δικαίωμα των υπηκόων αυτών να τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης στους τομείς που απαριθμούνται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας αποτελούν τον γενικό κανόνα, η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 4, της ίδιας οδηγίας πρέπει να ερμηνεύεται στενά (πρβλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj, C‑571/10, EU:C:2012:233, σκέψη 86).

38

Όσον αφορά την έννοια του «βασικού πλεονεκτήματος» κατά το άρθρο 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/109, υπενθυμίζεται ότι, ελλείψει ορισμού της έννοιας αυτής στην οδηγία και ελλείψει σχετικής παραπομπής στο εθνικό δίκαιο, η σημασία και το περιεχόμενο της εν λόγω έννοιας πρέπει να αναζητηθούν λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή και του σκοπού που επιδιώκει η εν λόγω οδηγία, δηλαδή, όπως προκύπτει ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις 2, 4 και 12 αυτής, της κοινωνικής ενσωμάτωσης των υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα από μακρού χρόνου στα κράτη μέλη. Η εν λόγω διάταξη έχει την έννοια ότι επιτρέπει στα κράτη μέλη να περιορίζουν την αρχή της ίσης μεταχείρισης που ισχύει για όσους έχουν υπαχθεί στο ευεργετικό καθεστώς που προβλέπει η ίδια οδηγία, εκτός αν πρόκειται για παροχές κοινωνικής αρωγής ή κοινωνικής προστασίας τις οποίες χορηγούν οι δημόσιες αρχές σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο και οι οποίες βοηθούν το άτομο να καλύψει τις βασικές ανάγκες του, όπως είναι η τροφή, η κατοικία και η υγεία (πρβλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj, C‑571/10, EU:C:2012:233, σκέψεις 90 και 91).

39

Περαιτέρω, τα κράτη μέλη, όταν καθορίζουν τα μέτρα κοινωνικής ασφάλισης, κοινωνικής αρωγής και κοινωνικής προστασίας σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία τους, τα οποία πρέπει να διέπονται από την αρχή της ίσης μεταχείρισης που κατοχυρώνεται με το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109, οφείλουν να σέβονται τα δικαιώματα και να τηρούν τις αρχές που προβλέπονται από τον Χάρτη, και συγκεκριμένα τα δικαιώματα και τις αρχές που διακηρύσσονται στο άρθρο 34 του Χάρτη. Κατά το τελευταίο αυτό άρθρο, η Ένωση αναγνωρίζει και σέβεται το δικαίωμα κοινωνικής αρωγής και στεγαστικής βοήθειας προς εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης σε όλους εκείνους που δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους. Κατά συνέπεια, στον βαθμό που μια παροχή εξυπηρετεί τον σκοπό που διακηρύσσει το εν λόγω άρθρο του Χάρτη, δεν μπορεί να θεωρηθεί, από την άποψη του δικαίου της Ένωσης, ότι η παροχή αυτή δεν ανήκει στην κατηγορία των «βασικών πλεονεκτημάτων» κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/109 (απόφαση της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj, C‑571/10, EU:C:2012:233, σκέψεις 80 και 92).

40

Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 53 των προτάσεών του, εξ αυτού συνάγεται ότι παροχή η οποία προορίζεται να παράσχει τη δυνατότητα κάλυψης των στεγαστικών αναγκών των προσώπων τα οποία δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους ώστε να διασφαλιστεί η αξιοπρεπής διαβίωσή τους συνιστά «βασικό πλεονέκτημα» κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/109.

41

Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι σκοπός του στεγαστικού επιδόματος είναι η αποφυγή υπέρμετρων επιβαρύνσεων λόγω του κόστους στέγασης. Δεδομένου ότι το επίδομα αυτό ανέρχεται κατ’ ανώτατο όριο στο ποσό των 300 ευρώ, πρόκειται για συμμετοχή στα έξοδα στέγασης η οποία σχεδιάστηκε όχι για να καλύψει πλήρως το κόστος στέγασης του δικαιούχου του επιδόματος, αλλά για να καλύψει μέρος του κόστους αυτού, ώστε οι έχοντες χαμηλό εισόδημα να μη δαπανήσουν πολύ μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους για κατάλληλη στέγαση.

42

Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 59 των προτάσεών του, από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι το στεγαστικό επίδομα συντείνει στη διασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης για τους λήπτες του, καθόσον τους παρέχει τη δυνατότητα να εξεύρουν κατάλληλη κατοικία χωρίς να δαπανούν πολύ μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους, σε βάρος, ενδεχομένως, της κάλυψης άλλων βασικών αναγκών. Προκύπτει, επομένως, ότι το επίδομα αυτό συνιστά παροχή η οποία συμβάλλει στην καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και της φτώχειας, ώστε να διασφαλίζεται αξιοπρεπής διαβίωση για τα άτομα που δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 34, παράγραφος 3, του Χάρτη. Κατά συνέπεια, σε μια τέτοια περίπτωση, η χορήγησή του στους επί μακρόν διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών είναι συν τοις άλλοις αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού της κοινωνικής ενσωμάτωσης τον οποίο επιδιώκει η οδηγία 2003/109. Ως εκ τούτου, το στεγαστικό επίδομα μπορεί να συνιστά «βασικό πλεονέκτημα» κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής.

43

Εναπόκειται, ωστόσο, στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν τούτο πράγματι ισχύει και να προβεί στις αναγκαίες διαπιστώσεις, λαμβάνοντας υπόψη τον σκοπό που επιδιώκει το στεγαστικό επίδομα, τις προϋποθέσεις χορήγησής του και τη θέση που κατέχει εντός του εθνικού συστήματος κοινωνικής αρωγής (πρβλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj, C‑571/10, EU:C:2012:233, σκέψη 92).

44

Συναφώς, το γεγονός και μόνον ότι οι επί μακρόν διαμένοντες υπήκοοι τρίτων χωρών δικαιούνται, εφόσον πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις, και άλλη παροχή κοινωνικής αρωγής, όπως είναι η εγγύηση ελάχιστων πόρων του oöBMSG, προοριζόμενη να παράσχει σε όσους βρίσκονται σε κοινωνικά δυσχερή κατάσταση τη δυνατότητα διαβίωσης υπό αξιοπρεπείς συνθήκες –και από άποψη στέγασης– και δυνάμενη να χαρακτηριστεί ως «βασικό πλεονέκτημα» κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/109, δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο να χαρακτηριστεί κατά τον ίδιο τρόπο και το στεγαστικό επίδομα, εφόσον επίσης πληροί τα κριτήρια που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 38 έως 40 της παρούσας απόφασης.

45

Εφόσον γίνει δεκτό ότι το στεγαστικό επίδομα δεν είναι δυνατό να χαρακτηριστεί ως «βασικό πλεονέκτημα» κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/109, διαπιστώνεται ότι η οδηγία 2003/109 δεν προβλέπει καμία ειδική υποχρέωση για την περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος, το οποίο έκανε χρήση της δυνατότητας παρέκκλισης του άρθρου 11, παράγραφος 4, της οδηγίας, χορηγεί, παρά ταύτα, παροχή στους επί μακρόν διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών μη δυνάμενη να χαρακτηρισθεί ως «βασικό πλεονέκτημα».

46

Η περίπτωση αυτή διαφέρει από την περίπτωση όπου μια πράξη της Ένωσης παρέχει στα κράτη μέλη την ελευθερία επιλογής μεταξύ διαφόρων τρόπων εφαρμογής ή διακριτική ευχέρεια ή εξουσία εκτιμήσεως η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του θεσπιζόμενου με την πράξη αυτή καθεστώτος ή ακόμη από την περίπτωση όπου η οικεία πράξη επιτρέπει τη λήψη, εκ μέρους των κρατών μελών, συγκεκριμένων μέτρων με σκοπό τη συμβολή στην επίτευξη του σκοπού της (πρβλ. απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, TSN και AKT, C‑609/17 και C‑610/17, EU:C:2019:981, σκέψη 50).

47

Επομένως, αν θεωρηθεί ότι το στεγαστικό επίδομα δεν συνιστά «βασικό πλεονέκτημα» κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/109, οι όροι χορήγησης της παροχής αυτής, όπως η απόδειξη της κατοχής βασικών γνώσεων της γερμανικής γλώσσας που πρέπει να προσκομίζεται με συγκεκριμένο τρόπο, και την οποία επιβάλλει το άρθρο 6, παράγραφοι 9 και 11, του oöWFG, εμπίπτουν στην αρμοδιότητα που διατηρούν τα κράτη μέλη, χωρίς να διέπονται από την οδηγία αυτή ή να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, TSN και AKT, C‑609/17 και C‑610/17, EU:C:2019:981, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48

Επομένως, στην περίπτωση αυτή, οι όροι χορήγησης του στεγαστικού επιδόματος που προβλέπονται στο άρθρο 6, παράγραφοι 9 και 11, του oöWFG δεν πρέπει να εκτιμηθούν υπό το πρίσμα της οδηγίας 2003/109.

49

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται, ακόμη και όταν έχει γίνει χρήση της δυνατότητας παρέκκλισης που προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής, σε ρύθμιση κράτους μέλους βάσει της οποίας η χορήγηση στεγαστικού επιδόματος στους επί μακρόν διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα αυτά αποδεικνύουν, με τρόπο καθοριζόμενο από τη ρύθμιση αυτή, ότι έχουν βασικές γνώσεις της γλώσσας αυτού του κράτους μέλους, εφόσον το στεγαστικό επίδομα συνιστά «βασικό πλεονέκτημα» κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, ζήτημα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει.

Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

50

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2000/43 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους βάσει της οποίας η χορήγηση στεγαστικού επιδόματος στους επί μακρόν διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα αυτά αποδεικνύουν, με τρόπο καθοριζόμενο από τη ρύθμιση αυτή, ότι έχουν βασικές γνώσεις της γλώσσας αυτού του κράτους μέλους.

51

Η οδηγία 2000/43, σύμφωνα με το άρθρο 1 και το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, έχει εφαρμογή μόνο στις άμεσες ή έμμεσες διακρίσεις λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής. Με το άρθρο της 3, παράγραφος 2 διευκρινίζεται ότι η οδηγία αυτή δεν καλύπτει τη διαφορετική μεταχείριση λόγω υπηκοότητας και δεν θίγει τις διατάξεις και τις προϋποθέσεις που αφορούν την εισδοχή και την παραμονή υπηκόων τρίτων χωρών και απατρίδων στην επικράτεια των κρατών μελών, ούτε τη μεταχείριση που απορρέει από τη νομική κατάσταση των εν λόγω υπηκόων τρίτων χωρών ή απατρίδων.

52

Εν προκειμένω, όμως, η απορρέουσα από το άρθρο 6, παράγραφοι 9 και 11, του oöWFG διαφορετική μεταχείριση των υπηκόων τρίτων χωρών που έχουν το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος έναντι των ημεδαπών στηρίζεται στο καθεστώς αυτό.

53

Κατά συνέπεια, μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/43 (πρβλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj, C‑571/10, EU:C:2012:233, σκέψη 50).

54

Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, διαφορετική μεταχείριση στηριζόμενη σε κριτήριο ιθαγένειας ή, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, στο καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας μπορεί περαιτέρω να συνιστά «έμμεση διάκριση» λόγω εθνοτικής καταγωγής κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43, δεδομένου ότι το άρθρο 6, παράγραφοι 9 και 11, του oöWFG προβαίνει σε διάκριση όχι μόνο με γνώμονα το κριτήριο της ιδιότητας του επί μακρόν διαμένοντος, αλλά και με γνώμονα το κριτήριο της κατοχής βασικών γνώσεων της εθνικής γλώσσας.

55

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43, έμμεση διάκριση συντρέχει όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να θέσει πρόσωπα συγκεκριμένης φυλής ή εθνοτικής καταγωγής σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα. Η φράση «να θέσει σε μειονεκτική θέση» την οποία χρησιμοποιεί η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι είναι ιδίως τα πρόσωπα συγκεκριμένης εθνοτικής καταγωγής που περιέρχονται σε μειονεκτική θέση λόγω του επίμαχου μέτρου. Η έννοια της «έμμεσης διάκρισης», κατά την εν λόγω διάταξη, έχει εφαρμογή μόνον αν το μέτρο που φέρεται ότι εισάγει δυσμενή διάκριση έχει ως αποτέλεσμα να περιέρχονται σε μειονεκτική θέση πρόσωπα συγκεκριμένης εθνοτικής καταγωγής (αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2015, CHEZ Razpredelenie Bulgaria, C‑83/14, EU:C:2015:480, σκέψη 100, της 6ης Απριλίου 2017, Jyske Finans, C‑668/15, EU:C:2017:278, σκέψεις 27 και 31, και της 15ης Νοεμβρίου 2018, Maniero, C‑457/17, EU:C:2018:912, σκέψεις 47 και 48).

56

Το άρθρο 6, παράγραφοι 9 και 11, του oöWFG, το οποίο εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλους τους υπηκόους τρίτων χωρών, δεν θέτει σε δυσμενή θέση τα πρόσωπα συγκεκριμένης εθνοτικής καταγωγής. Κατά συνέπεια, δεν συνιστά «έμμεση διάκριση» λόγω εθνοτικής καταγωγής κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43.

57

Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/43 ρύθμιση κράτους μέλους η οποία εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλους τους υπηκόους τρίτων χωρών και βάσει της οποίας η χορήγηση στεγαστικού επιδόματος στους επί μακρόν διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα αυτά αποδεικνύουν, με τρόπο καθοριζόμενο από τη ρύθμιση αυτή, ότι έχουν βασικές γνώσεις της γλώσσας αυτού του κράτους μέλους.

Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

58

Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 21 του Χάρτη, καθόσον απαγορεύει κάθε διάκριση λόγω εθνοτικής καταγωγής, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους βάσει της οποίας η χορήγηση στεγαστικού επιδόματος στους επί μακρόν διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα αυτά αποδεικνύουν, με τρόπο καθοριζόμενο από τη ρύθμιση αυτή, ότι έχουν βασικές γνώσεις της γλώσσας αυτού του κράτους μέλους.

59

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη προβλέπει ότι οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται στα κράτη μέλη μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ, όπως και κατά το άρθρο 51, παράγραφος 2, του Χάρτη, οι διατάξεις του Χάρτη δεν συνεπάγονται καμία επέκταση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, όπως αυτές ορίζονται στις Συνθήκες. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καλείται να ερμηνεύσει, υπό το πρίσμα του Χάρτη, το δίκαιο της Ένωσης εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων οι οποίες έχουν απονεμηθεί σε αυτή και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να εκτιμήσει, υπό το πρίσμα του Χάρτη, εθνική ρύθμιση η οποία δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2014, Siragusa, C‑206/13, EU:C:2014:126, σκέψεις 20 και 21, και της 10ης Ιουλίου 2014, Julián Hernández κ.λπ., C‑198/13, EU:C:2014:2055, σκέψη 32).

60

Αφενός, όπως προκύπτει από την απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, ρύθμιση κράτους μέλους όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/43.

61

Αφετέρου, εφόσον δεν είναι δυνατό να χαρακτηριστεί το στεγαστικό επίδομα ως «βασικό πλεονέκτημα» κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/109, υπενθυμίζεται ότι η οδηγία, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 45 και 47 της παρούσας απόφασης, δεν επιβάλλει καμία ειδική υποχρέωση στα κράτη μέλη όταν, ενώ έχουν κάνει χρήση της δυνατότητας παρέκκλισης που προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/109, χορηγούν παρά ταύτα στους επί μακρόν διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών παροχή κοινωνικής αρωγής ή κοινωνικής προστασίας η οποία δεν συνιστά βασικό πλεονέκτημα. Επομένως, οι όροι χορήγησης μιας τέτοιας παροχής, όπως η με συγκεκριμένο τρόπο απόδειξη της κατοχής βασικών γνώσεων της γερμανικής γλώσσας σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφοι 9 και 11, του oöWFG δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

62

Εκ των ανωτέρω απορρέει ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, διάταξη όπως αυτή του άρθρου 6, παράγραφοι 9 και 11, του oöWFG δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Χάρτη και δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των διατάξεων του Χάρτη, ιδίως του άρθρου 21 αυτού (πρβλ. απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, TSN και AKT, C‑609/17 και C‑610/17, EU:C:2019:981, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

63

Αντιθέτως, αν το στεγαστικό επίδομα συνιστά «βασικό πλεονέκτημα» κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/109, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 39 της παρούσας απόφασης, ο Χάρτης έχει εφαρμογή. Εντούτοις, διάταξη όπως αυτή του άρθρου 6, παράγραφοι 9 και 11, του oöWFG, η οποία εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλους τους υπηκόους τρίτων χωρών και από την οποία δεν προκύπτει ότι θέτει σε μειονεκτική θέση τα πρόσωπα συγκεκριμένης εθνοτικής καταγωγής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά διάκριση λόγω εθνοτικής καταγωγής κατά την έννοια του άρθρου 21 του Χάρτη, του οποίου η οδηγία 2000/43 αποτελεί την ειδική έκφανση στους τομείς που καλύπτει η οδηγία αυτή (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, CHEZ Razpredelenie Bulgaria, C‑83/14, EU:C:2015:480, σκέψη 58).

64

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, όταν έχει γίνει χρήση της δυνατότητας παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/109, το άρθρο 21 του Χάρτη δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση ρύθμισης κράτους μέλους βάσει της οποίας η χορήγηση στεγαστικού επιδόματος στους επί μακρόν διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα αυτά αποδεικνύουν, με τρόπο καθοριζόμενο από την εν λόγω ρύθμιση, την κατοχή βασικών γνώσεων της γλώσσας αυτού του κράτους μέλους, εφόσον το εν λόγω στεγαστικό επίδομα δεν συνιστά «βασικό πλεονέκτημα» κατά την έννοια αυτού του άρθρου 11, παράγραφος 4. Εφόσον το εν λόγω στεγαστικό επίδομα συνιστά βασικό πλεονέκτημα, το άρθρο 21 του Χάρτη, στο μέτρο που απαγορεύει κάθε διάκριση λόγω εθνοτικής καταγωγής, δεν αντιτίθεται στη ρύθμιση αυτή.

Επί των δικαστικών εξόδων

65

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται, ακόμη και όταν έχει γίνει χρήση της δυνατότητας παρέκκλισης που προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής, σε ρύθμιση κράτους μέλους βάσει της οποίας η χορήγηση στεγαστικού επιδόματος στους επί μακρόν διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα αυτά αποδεικνύουν, με τρόπο καθοριζόμενο από τη ρύθμιση αυτή, ότι έχουν βασικές γνώσεις της γλώσσας αυτού του κράτους μέλους, εφόσον το στεγαστικό επίδομα συνιστά «βασικό πλεονέκτημα» κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, ζήτημα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει.

 

2)

Δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής, ρύθμιση κράτους μέλους η οποία εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλους τους υπηκόους τρίτων χωρών και βάσει της οποίας η χορήγηση στεγαστικού επιδόματος στους επί μακρόν διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα αυτά αποδεικνύουν, με τρόπο καθοριζόμενο από τη ρύθμιση αυτή, ότι έχουν βασικές γνώσεις της γλώσσας αυτού του κράτους μέλους.

 

3)

Όταν έχει γίνει χρήση της δυνατότητας παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/109, το άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση ρύθμισης κράτους μέλους βάσει της οποίας η χορήγηση στεγαστικού επιδόματος στους επί μακρόν διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα αυτά αποδεικνύουν, με τρόπο καθοριζόμενο από την εν λόγω ρύθμιση, την κατοχή βασικών γνώσεων της γλώσσας αυτού του κράτους μέλους, εφόσον το εν λόγω στεγαστικό επίδομα δεν συνιστά «βασικό πλεονέκτημα» κατά την έννοια αυτού του άρθρου 11, παράγραφος 4. Εφόσον το εν λόγω στεγαστικό επίδομα συνιστά βασικό πλεονέκτημα, το άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, στο μέτρο που απαγορεύει κάθε διάκριση λόγω εθνοτικής καταγωγής, δεν αντιτίθεται στη ρύθμιση αυτή.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top