EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62020CC0388

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Ράντου της 2ας Σεπτεμβρίου 2021.
Bundesverband der Verbraucherzentralen und Verbraucherverbände - Verbraucherzentrale Bundesverband e.V. κατά Dr. August Oetker Nahrungsmittel KG.
Αίτηση του Bundesgerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Κανονισμός (ΕΕ) 1169/2011 – Παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα στους καταναλωτές – Άρθρο 9, παράγραφος 1, σημείο l – Διατροφική δήλωση – Άρθρο 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο – Υπολογισμός της ενεργειακής αξίας και της ποσότητας των θρεπτικών ουσιών – Δυνατότητα να σχετίζονται οι πληροφορίες με το τρόφιμο μετά την παρασκευή του – Προϋποθέσεις – Άρθρο 33, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο – Έκφραση ανά μερίδα ή ανά μονάδα κατανάλωσης.
Υπόθεση C-388/20.

; Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2021:691

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΡΑΝΤΟΥ

της 2ας Σεπτεμβρίου 2021 ( 1 )

Υπόθεση C‑388/20

Bundesverband der Verbraucherzentralen und Verbraucherverbände – Verbraucherzentrale Bundesverband eV

κατά

Dr. August Oetker Nahrungsmittel KG

[αίτηση του Bundesgerichtshof
(Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Κανονισμός (ΕΕ) 1169/2011 – Παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα στους καταναλωτές – Άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο ιβʹ – Διατροφική δήλωση – Άρθρο 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο – Υπολογισμός της ενεργειακής αξίας και της ποσότητας των θρεπτικών ουσιών – Άρθρο 33, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο – Έκφραση σε βάση ανά μερίδα ή ανά μονάδα κατανάλωσης»

I. Εισαγωγή

1.

Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) 1169/2011 σχετικά με την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα στους καταναλωτές ( 2 ). Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν και υπό ποιες προϋποθέσεις επιτρέπεται να παρέχονται, στο εμπρόσθιο μέρος συσκευασίας τροφίμου, προαιρετικές διατροφικές πληροφορίες όχι σε σχέση με το τρόφιμο όπως πωλείται, αλλά με μερίδες του τροφίμου όπως είναι έτοιμο προς κατανάλωση κατόπιν παρασκευής με την προσθήκη και άλλων συστατικών.

2.

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Bundesverband der Verbraucherzentralen und Verbraucherverbände – Verbraucherzentrale Bundesverband eV (Ομοσπονδίας των οργανώσεων και ενώσεων καταναλωτών, Γερμανία, στο εξής: BVV) και της εταιρίας παραγωγής τροφίμων Dr. August Oetker Nahrungsmittel KG (στο εξής: Dr. Oetker), με αντικείμενο το ζήτημα αν συγκεκριμένη διατροφική επισήμανση στο εμπρόσθιο μέρος συσκευασίας μούσλι (στο εξής: επίμαχο προϊόν) είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις οι οποίες ισχύουν για τις διατροφικές πληροφορίες που παρέχονται σε προαιρετική βάση, και ιδίως με το άρθρο 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 33, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011.

3.

Το Δικαστήριο έχει ήδη κληθεί να ερμηνεύσει τον κανονισμό 1169/2011, όπως επίσης και τις οδηγίες 2000/13/ΕΚ ( 3 ) και 90/496/ΕΟΚ ( 4 ), τις οποίες ο κανονισμός αυτός κατάργησε, εν προκειμένω όμως θα ασχοληθεί για πρώτη φορά με την ερμηνεία των διατάξεων που διέπουν την προαιρετική διατροφική επισήμανση των τροφίμων ( 5 ).

4.

Με τις παρούσες προτάσεις θα υποστηρίξω ότι προαιρετική διατροφική επισήμανση προσυσκευασμένου τροφίμου όπως αυτή του επίμαχου προϊόντος, το οποίο μπορεί να καταναλωθεί με περισσότερους τρόπους παρασκευής, δεν συνάδει με τις απαιτήσεις του κανονισμού 1169/2011 εάν οι πληροφορίες που αφορούν την ενεργειακή αξία και την ποσότητα των θρεπτικών ουσιών παρέχονται για έναν μόνον τρόπο παρασκευής, χωρίς παράλληλη αναφορά των αντίστοιχων δεδομένων ανά 100 γραμμάρια του τροφίμου όπως πωλείται.

II. Το νομικό πλαίσιο

5.

Οι αιτιολογικές σκέψεις 10, 17, 35, 37 και 41 του κανονισμού 1169/2011 έχουν ως εξής:

«(10)

Το ευρύ κοινό έχει συμφέρον στη σχέση μεταξύ διατροφής και υγείας και στην επιλογή κατάλληλης διατροφής που να ανταποκρίνεται στις ατομικές ανάγκες. Στη λευκή βίβλο της Επιτροπής της 30ής Μαΐου 2007για μια Ευρωπαϊκή Στρατηγική για θέματα υγείας που έχουν σχέση με τη Διατροφή, το Υπερβολικό Βάρος και την Παχυσαρκία […] σημειώθηκε ότι η διατροφική επισήμανση αποτελεί μια σημαντική μέθοδο για την πληροφόρηση των καταναλωτών σχετικά με τη σύνθεση των τροφίμων και για να τους βοηθά να επιλέγουν ενήμεροι. Στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 13ης Μαρτίου 2007 με τίτλο “Στρατηγική για την πολιτική καταναλωτών 2007-2013 της ΕΕ – Ενδυνάμωση των καταναλωτών, προώθηση της ευημερίας τους και αποτελεσματική προστασία τους” υπογραμμίσθηκε ότι η παροχή στους καταναλωτές της δυνατότητας να κάνουν τις επιλογές τους ενήμεροι είναι σημαντική τόσο για την αποτελεσματικότητα του ανταγωνισμού όσο και για την ευημερία των καταναλωτών. Η γνώση των βασικών αρχών διατροφής και οι κατάλληλες διατροφικές πληροφορίες στα τρόφιμα θα συμβάλουν σημαντικά στο να μπορεί ο καταναλωτής να κάνει τις επιλογές του ενήμερος. […]

[…]

(17)

Ο κύριος λόγος για τον οποίο απαιτείται η αναγραφή υποχρεωτικών πληροφοριών για τα τρόφιμα θα πρέπει να είναι η παροχή στους καταναλωτές της δυνατότητας να αναγνωρίζουν ένα τρόφιμο και να κάνουν κατάλληλη χρήση του, καθώς και να κάνουν επιλογές οι οποίες ανταποκρίνονται στις ατομικές διαιτητικές τους ανάγκες. Προς επίτευξη του σκοπού αυτού, οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων θα πρέπει να διευκολύνουν την πρόσβαση των ανθρώπων με προβλήματα όρασης στις εν λόγω πληροφορίες.

[…]

(35)

Για να διευκολυνθεί η σύγκριση προϊόντων σε διαφορετικά μεγέθη συσκευασιών, είναι σκόπιμο να διατηρηθεί η απαίτηση σύμφωνα με την οποία η υποχρεωτική διατροφική δήλωση θα πρέπει να αναφέρεται σε ποσότητες 100 g ή 100 ml και, αν χρειάζεται, να επιτρέπονται πρόσθετες δηλώσεις ανά μερίδα. Συνεπώς, στις περιπτώσεις όπου το τρόφιμο είναι προσυσκευασμένο και διατίθενται στην αγορά εξατομικευμένες μερίδες ή μονάδες κατανάλωσης, θα πρέπει να επιτρέπεται διατροφική δήλωση ανά μερίδα ή ανά μονάδα κατανάλωσης, επιπροσθέτως της αναφοράς σε ποσότητες 100 g ή 100 ml. Πέραν αυτών, για να παρέχονται συγκρίσιμες ενδείξεις σχετικά με μερίδες ή μονάδες κατανάλωσης, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτείται να θεσπίζει κανόνες σχετικά με την έκφραση της διατροφικής δήλωσης ανά μερίδα ή μονάδα κατανάλωσης για συγκεκριμένες κατηγορίες τροφίμων.

[…]

(37)

Δεδομένου ότι ένας από τους στόχους που επιδιώκεται με τον παρόντα κανονισμό είναι η παροχή μιας βάσης στον τελικό καταναλωτή προκειμένου να προβαίνει ενήμερος σε επιλογές, είναι σημαντικό να εξασφαλισθεί από αυτήν την άποψη ότι ο τελικός καταναλωτής κατανοεί εύκολα τις πληροφορίες που παρέχονται στην επισήμανση. […]

[…]

(41)

Για να ανταποκρίνονται στον μέσο καταναλωτή και να εξυπηρετούν τον ενημερωτικό σκοπό για τον οποίο προορίζονται, λαμβανομένου δε υπόψη του σημερινού επιπέδου γνώσεων για το θέμα της διατροφής, οι παρεχόμενες διατροφικές πληροφορίες θα πρέπει να είναι απλές και εύκολα κατανοητές. Η αναγραφή των πληροφοριών για τα τρόφιμα εν μέρει στο κύριο οπτικό πεδίο, κοινώς γνωστό ως “εμπρόσθιο μέρος της συσκευασίας”, και εν μέρει σε άλλη όψη της συσκευασίας, παραδείγματος χάριν στο “οπίσθιο μέρος της συσκευασίας”, θα μπορούσε να δημιουργήσει σύγχυση στους καταναλωτές. Συνεπώς, η διατροφική δήλωση θα πρέπει να αναγράφεται στο ίδιο οπτικό πεδίο. Επιπλέον, σε προαιρετική βάση, τα πιο σημαντικά στοιχεία των διατροφικών πληροφοριών μπορούν να επαναλαμβάνονται στο κύριο οπτικό πεδίο, με σκοπό να μπορούν οι καταναλωτές να βλέπουν εύκολα τις ουσιώδεις διατροφικές πληροφορίες όταν αγοράζουν τρόφιμα. Η ελεύθερη επιλογή ως προς τις πληροφορίες που θα μπορούσαν να επαναλαμβάνονται ενδέχεται να δημιουργεί σύγχυση στους καταναλωτές. Είναι επομένως αναγκαίο να διευκρινισθεί ποιες πληροφορίες μπορούν να επαναλαμβάνονται.»

6.

Το άρθρο 9 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κατάλογος υποχρεωτικών ενδείξεων», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 35 και με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο, είναι υποχρεωτική η αναγραφή των ακόλουθων ενδείξεων:

[…]

ιβ) διατροφική δήλωση.»

7.

Το άρθρο 30 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Περιεχόμενο», ορίζει τα εξής:

«1.   Η υποχρεωτική διατροφική δήλωση περιλαμβάνει τα ακόλουθα[:]

α)

ενεργειακή αξία, και

β)

ποσότητες λιπαρών, κορεσμένων, υδατανθράκων, σακχάρων, πρωτεϊνών και αλατιού.

[…]

3.   Αν η επισήμανση ενός προσυσκευασμένου τροφίμου προβλέπει την υποχρεωτική διατροφική δήλωση της παραγράφου 1, οι κάτωθι πληροφορίες μπορούν να επαναλαμβάνονται σε αυτήν:

α)

η ενεργειακή αξία ή

β)

η ενεργειακή αξία μαζί με τις ποσότητες σε λιπαρά, κορεσμένα, σάκχαρα και αλάτι.

4.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 36 παράγραφος 1, εφόσον η επισήμανση των προϊόντων που προβλέπονται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 προβλέπει διατροφική δήλωση, το περιεχόμενο της δήλωσης μπορεί να περιορίζεται μόνο στην ενεργειακή αξία.

5.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 44 και κατά παρέκκλιση από το άρθρο 36 παράγραφος 1, εφόσον η επισήμανση των προϊόντων που προβλέπονται στο άρθρο 44 παράγραφος 1 προβλέπει διατροφική δήλωση, το περιεχόμενο αυτής της δήλωσης μπορεί να περιορίζεται μόνο:

α)

στην ενεργειακή αξία ή

β)

στην ενεργειακή αξία μαζί με τις ποσότητες σε λιπαρά, κορεσμένα, σάκχαρα και αλάτι.

[…]»

8.

Το άρθρο 31 του ίδιου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Υπολογισμός», προβλέπει στην παράγραφο 3 τα ακόλουθα:

«Η ενεργειακή αξία και οι ποσότητες των θρεπτικών ουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφοι 1 ως 5 είναι εκείνες του τροφίμου όπως πωλείται.

Κατά περίπτωση, οι πληροφορίες μπορεί να σχετίζονται με το τρόφιμο μετά την παρασκευή του, με την προϋπόθεση ότι παρέχονται επαρκώς λεπτομερείς οδηγίες παρασκευής και οι πληροφορίες σχετίζονται με το τρόφιμο όπως παρασκευάζεται για κατανάλωση.»

9.

Το άρθρο 32 του κανονισμού 1169/2011, το οποίο φέρει τον τίτλο «Έκφραση ανά 100 g ή ανά 100 ml», ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής:

«Η ενεργειακή αξία και η ποσότητα θρεπτικών ουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφοι 1 ως 5 εκφράζεται ανά 100 g ή ανά 100 ml.»

10.

Το άρθρο 33 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Έκφραση σε βάση ανά μερίδα ή ανά μονάδα κατανάλωσης», προβλέπει στις παραγράφους 1 και 2 τα ακόλουθα:

«1.   Στις κάτωθι περιπτώσεις, η ενεργειακή αξία και οι ποσότητες θρεπτικών ουσιών που προβλέπονται από το άρθρο 30 παράγραφοι 1 έως 5 μπορούν να εκφράζονται ανά μερίδα και/ή ανά μονάδα κατανάλωσης, που αναγνωρίζονται εύκολα από τον καταναλωτή, υπό τον όρο ότι η χρησιμοποιούμενη μερίδα ή η μονάδα ορίζεται ποσοτικά στην ετικέτα και ότι δηλώνεται ο αριθμός των μερίδων ή μονάδων που περιέχονται στη συσκευασία:

α)

επιπλέον της μορφής έκφρασης ανά 100 g ή ανά 100 ml που προβλέπεται στο άρθρο 32 παράγραφος 2·

β)

επιπλέον της μορφής έκφρασης ανά 100 g ή ανά 100 ml που προβλέπεται στο άρθρο 32 παράγραφος 3 σχετικά με τις ποσότητες βιταμινών και ανόργανων συστατικών·

γ)

επιπλέον ή αντί της μορφής έκφρασης ανά 100 g ή ανά 100 ml που προβλέπεται στο άρθρο 32 παράγραφος 4.

2.   Κατά παρέκκλιση του άρθρου 32 παράγραφος 2, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 3 στοιχείο β), η ποσότητα θρεπτικών ουσιών και/ή το ποσοστό των προσλαμβανόμενων ποσοτήτων αναφοράς που καθορίζονται στο μέρος Β του παραρτήματος ΧΙΙΙ μπορούν να εκφράζονται σε βάση ανά μερίδα ή ανά μονάδα κατανάλωσης μόνο.

Όταν οι ποσότητες των θρεπτικών συστατικών εκφράζονται σε βάση ανά μερίδα ή ανά μονάδα κατανάλωσης μόνο, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, η ενεργειακή αξία εκφράζεται ανά 100 g ή ανά 100 ml και σε βάση ανά μερίδα ή ανά μονάδα κατανάλωσης μόνο.»

III. Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

11.

Η Dr. Oetker είναι γερμανική εταιρία τροφίμων η οποία παράγει και εμπορεύεται μούσλι υπό την ονομασία «Dr. Oetker Vitalis Knuspermüsli Schoko+Κeks» (τραγανό μούσλι με σοκολάτα και μπισκότα). Η συσκευασία του προϊόντος αυτού είναι ένα κουτί από χαρτόνι ορθογώνιου σχήματος.

12.

Η ως άνω συσκευασία περιλαμβάνει τις ακόλουθες διατροφικές δηλώσεις:

Στην πλαϊνή όψη της συσκευασίας (τη στενή πλευρά του κουτιού), υπό τον τίτλο «Διατροφικές πληροφορίες», αναγράφονται οι ενδείξεις για την ενεργειακή αξία και τις ποσότητες λιπαρών, κορεσμένων, υδατανθράκων, σακχάρων, πρωτεϊνών και αλατιού, αφενός, ανά 100 γραμμάρια του προϊόντος όπως πωλείται (στο εξής: μερίδα του προϊόντος όπως πωλείται) και, αφετέρου, ανά μερίδα 40 γραμμαρίων μούσλι με την προσθήκη 60 χιλιοστόλιτρων γάλακτος με περιεκτικότητα σε λιπαρά 1,5 % (στο εξής: μερίδα του προϊόντος κατόπιν παρασκευής).

Στην εμφανή όψη της συσκευασίας (το κύριο οπτικό πεδίο του κουτιού) επαναλαμβάνονται οι ενδείξεις για την ενεργειακή αξία και τις ποσότητες λιπαρών, κορεσμένων, σακχάρων και αλατιού, μόνο σε σχέση με τη μερίδα του προϊόντος κατόπιν παρασκευής.

13.

Η BVV υποστηρίζει ότι η διατροφική επισήμανση του επίμαχου προϊόντος αντιβαίνει στις διατάξεις του κανονισμού 1169/2011 οι οποίες διέπουν τη διατροφική δήλωση. Κατά την άποψή της, η Dr. Oetker παρέβη το άρθρο 33, σε συνδυασμό με τα άρθρα 30 και 32 του κανονισμού αυτού, διότι στην εμφανή όψη της συσκευασίας του επίμαχου προϊόντος η ενεργειακή αξία αναγράφεται όχι ανά μερίδα του προϊόντος όπως πωλείται (ήτοι 1880 kJ), αλλά μόνον ανά μερίδα του προϊόντος κατόπιν παρασκευής (ήτοι 872 kJ). Επί της βάσεως αυτής, η BVV απέστειλε στην Dr. Oetker εξώδικη όχληση, ζητώντας της, κατ’ ουσίαν, παράλειψη στο μέλλον, επ’ απειλή ποινικής ρήτρας.

14.

Δεδομένου ότι η όχληση αυτή δεν τελεσφόρησε, η BVV άσκησε αγωγή ενώπιον του Landgericht Bielefeld (πρωτοδικείου του Bielefeld, Γερμανία), το οποίο, με απόφαση της 8ης Αυγούστου 2018, την έκανε δεκτή κρίνοντας, πρώτον, ότι η επισήμανση στην εμφανή όψη της συσκευασίας του επίμαχου προϊόντος αντέβαινε στο άρθρο 33, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011 επειδή δεν αναγραφόταν η ενεργειακή αξία ανά μερίδα του προϊόντος όπως πωλείται και, δεύτερον, ότι το άρθρο 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού δεν ετύγχανε εφαρμογής εφόσον στην προκειμένη περίπτωση δεν προηγούνταν «πολύ σημαντικά στάδια προετοιμασίας».

15.

Κατόπιν εφέσεως που άσκησε η Dr. Oetker, το Oberlandesgericht Hamm (εφετείο του Hamm, Γερμανία), με απόφαση της 13ης Ιουνίου 2019, εξαφάνισε την απόφαση αυτή και απέρριψε την αγωγή της BVV.

16.

Το εφετείο έκρινε ότι αρκούσε η δήλωση της ενεργειακής αξίας ανά μερίδα του επίμαχου προϊόντος κατόπιν παρασκευής. Κατά πρώτον, το άρθρο 33, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011 δεν επιβάλλει να δηλώνεται στο εμπρόσθιο μέρος της συσκευασίας ενός τροφίμου, πέραν από τις ήδη αναγραφόμενες εκεί διατροφικές πληροφορίες, η ενεργειακή αξία του προϊόντος όπως πωλείται. Συγκεκριμένα, η υποχρεωτική διατροφική δήλωση, η οποία ρυθμίζεται στο άρθρο 30, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού, γίνεται μέσω των –μη αμφισβητούμενων εν προκειμένω– ενδείξεων που αναγράφονται στην πλαϊνή όψη της συσκευασίας του επίμαχου προϊόντος. Ως εκ τούτου, οι ενδείξεις οι οποίες αναγράφονται στο εμπρόσθιο μέρος της συσκευασίας αποτελούν επαναλαμβανόμενες πληροφορίες κατά την έννοια του άρθρου 30, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού. Σε μια τέτοια περίπτωση, όπου στις επαναλαμβανόμενες αυτές πληροφορίες η ενεργειακή αξία και οι ποσότητες των θρεπτικών συστατικών εκφράζονται μόνον ανά μερίδα, η ενεργειακή αξία θα πρέπει, βάσει του άρθρου 33, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού, να εκφράζεται ανά 100 γραμμάρια του τροφίμου κατόπιν παρασκευής. Κατά δεύτερον, από το άρθρο 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011 συνάγεται ότι η ένδειξη της ενεργειακής αξίας μπορεί επίσης να παρέχεται για το τρόφιμο ως έχει κατόπιν παρασκευής, με την προϋπόθεση ότι –όπως εν προκειμένω– ο τρόπος παρασκευής περιγράφεται με αρκετές λεπτομέρειες και οι πληροφορίες αφορούν το τρόφιμο όπως είναι πλέον έτοιμο προς κατανάλωση. Επιπλέον, ο κανονισμός δεν περιέχει στοιχεία που να συνηγορούν υπέρ του συμπεράσματος του Landgericht Bielefeld (πρωτοδικείου του Bielefeld) ότι ο όρος «παρασκευή», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, πρέπει να θεωρείται ότι προϋποθέτει «πολύ σημαντικά στάδια προετοιμασίας», όπως το μαγείρεμα ή το ζέσταμα.

17.

Η BVV άσκησε κατά της αποφάσεως του Oberlandesgericht Hamm (εφετείου του Hamm) αναίρεση ενώπιον του Bundesgerichtshof (Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία), που είναι το αιτούν δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση.

18.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, η έκβαση της αιτήσεως αναιρέσεως εξαρτάται, ειδικότερα, από το αν το άρθρο 31, παράγραφος 3, και το άρθρο 33, παράγραφος 2, του κανονισμού 1169/2011 έχουν την έννοια ότι απαγορεύεται, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, να αναγράφονται για διαφημιστικούς σκοπούς στην εμφανή όψη συσκευασίας διατροφικές πληροφορίες σε σχέση με μερίδα του τροφίμου κατόπιν παρασκευής, χωρίς να αναφέρεται παράλληλα η ενεργειακή αξία ανά 100 γραμμάρια του ίδιου τροφίμου όπως πωλείται.

19.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011 την έννοια ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνο σε τρόφιμα για τα οποία απαιτείται παρασκευή και για τα οποία ο τρόπος παρασκευής είναι προκαθορισμένος;

2)

Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα: εννοεί η ακολουθία λέξεων “ανά 100 g”, η οποία χρησιμοποιείται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011, μόνον 100 γραμμάρια του προϊόντος όπως πωλείται ή –τουλάχιστον και– 100 γραμμάρια του τροφίμου μετά την παρασκευή του;»

20.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι διάδικοι της κύριας δίκης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 76, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του, να αποφανθεί χωρίς επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

IV. Ανάλυση

Α.   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

21.

Τα υπό εξέταση προδικαστικά ερωτήματα αφορούν τις απαιτήσεις περί διατροφικής επισήμανσης των τροφίμων οι οποίες ορίζονται στον κανονισμό 1169/2011. Λαμβανομένου υπόψη του τεχνικού χαρακτήρα της ρυθμίσεως αυτής, θεωρώ ότι είναι χρήσιμο να εκθέσω κατ’ αρχάς εν συντομία το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο (1), προκειμένου να διευκολύνω την καλύτερη κατανόηση της διατροφικής επισήμανσης του επίμαχου προϊόντος και των υποβληθέντων προδικαστικών ερωτημάτων (2).

1. Το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο

α) Το ιστορικό θέσπισης και οι επιδιωκόμενοι σκοποί

22.

Το νομικό πλαίσιο που διέπει την επισήμανση των τροφίμων οριοθετήθηκε για πρώτη φορά με την οδηγία 79/112/ΕΟΚ ( 6 ), η οποία αποσκοπούσε στη θέσπιση κοινών κανόνων «προκειμένου να ενισχυθεί η λειτουργία της κοινής αγοράς», καθότι οι διαφορές μεταξύ των εθνικών κανόνων θεωρούνταν εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των τροφίμων μεταξύ των κρατών μελών ( 7 ). Μολονότι στόχος της οδηγίας αυτής ήταν κυρίως η εξάλειψη τέτοιων εμποδίων, ο νομοθέτης αναγνώρισε συγχρόνως ότι οι ως άνω κανόνες πρέπει να βασίζονται, «πριν απ’ όλα, στην αρχή της πληροφορήσεως και της προστασίας των καταναλωτών» ( 8 ). Η αρχή αυτή διατυπώθηκε εκ νέου ( 9 ), με έμφαση ( 10 ), στην οδηγία 2000/13 η οποία, κατόπιν πλειόνων και ουσιωδών τροποποιήσεων της οδηγίας 79/112, την κωδικοποίησε και την αντικατέστησε ( 11 ).

23.

Όταν πλέον η νομοθεσία για την επισήμανση των τροφίμων απλοποιήθηκε και κωδικοποιήθηκε σε ενιαίο κείμενο, ήτοι τον κανονισμό 1169/2011 ( 12 ), ο νομοθέτης της Ένωσης επιβεβαίωσε ότι η ρύθμιση αυτή «αφενός μεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της εσωτερικής αγοράς με την απλοποίηση της νομοθεσίας, την κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και τη μείωση της γραφειοκρατίας και αφετέρου ωφελεί τον πολίτη επιβάλλοντας μια σαφή, κατανοητή και ευανάγνωστη επισήμανση των τροφίμων» ( 13 ). Συγκεκριμένα, ορίστηκε ότι αντικείμενο του κανονισμού αυτού είναι να αποτελέσει «τη βάση για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών όσον αφορά τις πληροφορίες για τα τρόφιμα» καθώς και να καθορίσει «τα μέσα για την κατοχύρωση του δικαιώματος πληροφόρησης των καταναλωτών και των διαδικασιών παροχής πληροφοριών για τα τρόφιμα» ( 14 ). Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού ορίζει ότι ένας από τους «γενικούς στόχους» της εν λόγω ρυθμίσεως είναι να διασφαλίσει «υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας και των συμφερόντων των καταναλωτών, αυτή αποτελεί δε τη βάση για να επιλέγουν οι τελικοί καταναλωτές ενήμεροι και να κάνουν ασφαλή χρήση των τροφίμων, με ιδιαίτερη έμφαση στους υγειονομικούς, οικονομικούς, περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και δεοντολογικούς παράγοντες» ( 15 ).

24.

Επομένως, οι κανόνες που αφορούν την πληροφόρηση για τα τρόφιμα πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα όχι μόνον του αρχικού σκοπού της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, αλλά και, κυρίως εν προκειμένω, του σκοπού της προστασίας της υγείας των καταναλωτών.

β) Οι υποχρεωτικές και οι προαιρετικές ενδείξεις στα τρόφιμα

25.

Πρέπει να τονιστεί εκ προοιμίου ότι στον κανονισμό 1169/2011 γίνεται διάκριση μεταξύ δύο κατηγοριών ενδείξεων: πρόκειται, αφενός, για τις «υποχρεωτικές πληροφορίες», οι οποίες ορίζονται ως «οι ενδείξεις οι οποίες απαιτείται να παρέχονται στον τελικό καταναλωτή βάσει διατάξεων της Ένωσης» ( 16 ), και, αφετέρου, για τις «προαιρετικές πληροφορίες», οι οποίες, όπως υποδηλώνει η ονομασία τους, παρέχονται σε οικειοθελή βάση ( 17 ).

26.

Οι υποχρεωτικές πληροφορίες παρέχονται για να μπορούν οι καταναλωτές να αναγνωρίζουν τα τρόφιμα, να κάνουν κατάλληλη χρήση τους και να προβαίνουν σε επιλογές οι οποίες να ανταποκρίνονται στις ατομικές διατροφικές τους ανάγκες ( 18 ). Οι λεπτομερείς διατάξεις οι οποίες διέπουν τις υποχρεωτικές αυτές πληροφορίες περιέχονται στο κεφάλαιο IV του κανονισμού 1169/2011 ( 19 ). Ο κατάλογος των ενδείξεων που πρέπει υποχρεωτικά να αναγράφονται στα τρόφιμα ορίζεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού και περιλαμβάνει, μεταξύ των διαφόρων ειδών πληροφοριών, τη «διατροφική δήλωση» η οποία προβλέπεται στο στοιχείο ιβʹ. Η δήλωση αυτή πρέπει να συνάδει με τις ειδικές διατάξεις του τμήματος 3 του κεφαλαίου IV και, ιδίως, με τις διατάξεις των άρθρων 29 έως 35 του κανονισμού ( 20 ).

27.

Οι προαιρετικές πληροφορίες παρέχονται, μεταξύ άλλων, για να μπορούν οι παρασκευαστές, εφόσον το επιθυμούν, να επιστήσουν την προσοχή των καταναλωτών στην ποιότητα του προϊόντος τους ( 21 ) ή για να μπορούν οι καταναλωτές να βλέπουν εύκολα τις βασικές διατροφικές πληροφορίες όταν αγοράζουν τρόφιμα, καθώς με τον τρόπο αυτόν τα πιο σημαντικά στοιχεία των υποχρεωτικών διατροφικών πληροφοριών αναγράφονται και στο κύριο οπτικό πεδίο της συσκευασίας ( 22 ). Παρά τον προαιρετικό τους χαρακτήρα, ο νομοθέτης της Ένωσης θεώρησε ότι και αυτές οι ενδείξεις θα πρέπει να υπόκεινται σε εναρμονισμένα κριτήρια ( 23 ). Οι λόγοι μιας τέτοιας εναρμόνισης ποικίλλουν ανάλογα με το είδος των προαιρετικών πληροφοριών. Παραδείγματος χάριν, όσον αφορά την επανάληψη των διατροφικών πληροφοριών, η ελεύθερη επιλογή ως προς το ποιες πληροφορίες επιτρέπεται να επαναλαμβάνονται θα μπορούσε να δημιουργήσει σύγχυση ( 24 ) ή ακόμη και να παραπλανήσει ( 25 ) τους καταναλωτές.

28.

Κατόπιν τούτου, αποφασίστηκε ότι η παρουσίαση των προαιρετικών πληροφοριών έπρεπε επίσης να εναρμονιστεί. Μολονότι η συγκεκριμένη πτυχή της επισήμανσης ρυθμίζεται κυρίως από τις διατάξεις του κεφαλαίου V του κανονισμού 1169/2011, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προαιρετικές πληροφορίες για τα τρόφιμα», οι σχετικές διατάξεις παραπέμπουν σε εκείνες του κεφαλαίου IV, καθώς και στο κεφάλαιο III, ιδίως δε στο άρθρο 7 του κανονισμού αυτού, το οποίο αφορά τις «θεμιτές πρακτικές σχετικά με τις πληροφορίες». Ειδικότερα, οι πληροφορίες για τα τρόφιμα οι οποίες παρέχονται σε προαιρετική βάση πρέπει, αφενός, να πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται για τις υποχρεωτικές πληροφορίες των τμημάτων 2 και 3 του κεφαλαίου IV, δηλαδή τις «λεπτομερείς διατάξεις» και τις διατάξεις για τη «διατροφική δήλωση» ( 26 ), και, αφετέρου, να μην παραπλανούν τους καταναλωτές, να είναι σαφείς και να μην τους προκαλούν σύγχυση, καθώς και να βασίζονται, κατά περίπτωση, στα κατάλληλα επιστημονικά δεδομένα ( 27 ).

γ) Η διατροφική επισήμανση των τροφίμων

29.

Μεταξύ των διαφόρων υποχρεωτικών ενδείξεων που προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1169/2011 περιλαμβάνεται η «διατροφική δήλωση» ( 28 ). Ο τεχνικός χαρακτήρας των κανόνων για τις «διατροφικές δηλώσεις», οι οποίες είναι γνωστές και υπό την ονομασία «διατροφική επισήμανση» ( 29 ), υπογραμμίζεται από το γεγονός ότι είναι η μόνη ένδειξη στην οποία αφιερώνεται ένα ολόκληρο τμήμα του κεφαλαίου IV του κανονισμού, ήτοι το τμήμα 3 ( 30 ), το οποίο κωδικοποιεί, κατ’ ουσίαν, τις διατάξεις της οδηγίας 90/496.

30.

Οι λεπτομερείς διατάξεις του τμήματος 3 ρυθμίζουν το περιεχόμενο των δηλώσεων αυτών, την παρουσίασή τους, καθώς και τον υπολογισμό της ενεργειακής αξίας. Πρόκειται ακριβώς για τους επίμαχους κανόνες στην υπόθεση της κύριας δίκης.

31.

Πρώτον, όσον αφορά τους κανόνες σχετικά με το περιεχόμενο της διατροφικής επισήμανσης, ο κανονισμός 1169/2011 διακρίνει μεταξύ των «υποχρεωτικών» διατροφικών δηλώσεων και των διατροφικών δηλώσεων που «επαναλαμβάνονται», οι οποίες συνιστούν ειδική κατηγορία προαιρετικών ενδείξεων ( 31 ).

32.

Το μεν άρθρο 30, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού προβλέπει ότι η υποχρεωτική διατροφική δήλωση πρέπει να περιλαμβάνει την ενεργειακή αξία και τις ποσότητες λιπαρών, κορεσμένων, υδατανθράκων, σακχάρων, πρωτεϊνών και αλατιού.

33.

Το δε άρθρο 30, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι, επιπροσθέτως της υποχρεωτικής διατροφικής δήλωσης και εφόσον η επισήμανση αφορά προσυσκευασμένο τρόφιμο, ο υπεύθυνος επιχείρησης τροφίμων μπορεί να επιλέξει να επαναλάβει, δηλαδή να αναγράψει μία ακόμη φορά, είτε την ενεργειακή αξία του τροφίμου (στοιχείο αʹ) είτε το σύνολο των πιο σημαντικών στοιχείων που περιέχονται στην υποχρεωτική διατροφική δήλωση ( 32 ), ήτοι όλα τα στοιχεία της δήλωσης αυτής εκτός από τους υδατάνθρακες και τις πρωτεΐνες (στοιχείο βʹ). Σκοπός της δυνατότητας διπλής αναγραφής των ενδείξεων αυτών είναι να μπορούν οι καταναλωτές να βλέπουν εύκολα τις ουσιώδεις διατροφικές πληροφορίες όταν αγοράζουν τρόφιμα ( 33 ).

34.

Δεύτερον, όσον αφορά τους κανόνες σχετικά με την παρουσίαση της διατροφικής επισήμανσης, από τις διατάξεις του κανονισμού 1169/2011 προκύπτει ότι οι υποχρεωτικές δηλώσεις πρέπει να αναγράφονται, όπως άλλωστε και όλες οι άλλες υποχρεωτικές ενδείξεις, σε εμφανές σημείο, κατά τρόπον ώστε να είναι εύκολα ορατές και ευανάγνωστες ( 34 ). Επιπλέον, η υποχρεωτική διατροφική δήλωση πρέπει να περιλαμβάνεται στο ίδιο οπτικό πεδίο –το οποίο ορίζεται ως «όλες οι επιφάνειες μιας συσκευασίας που μπορούν να διαβασθούν από μία οπτική γωνία» ( 35 )– σε σαφή μορφή και, αν το επιτρέπει ο χώρος, σε μορφή πίνακα με τους αριθμούς σε αντιστοίχιση ( 36 ).

35.

Όσον αφορά τις επαναλαμβανόμενες προαιρετικές δηλώσεις, η αναγραφή τους δεν πρέπει να γίνεται εις βάρος του χώρου που διατίθεται για τις υποχρεωτικές πληροφορίες, όπερ ισχύει και για όλες τις άλλες προαιρετικές ενδείξεις ( 37 ). Στην πράξη όμως παρουσιάζονται συνήθως στο κύριο οπτικό πεδίο (το εμπρόσθιο μέρος της συσκευασίας) ( 38 ), με χαρακτήρες του προβλεπόμενου συναφώς μεγέθους γραμματοσειράς ( 39 ), όπως συμβαίνει και εν προκειμένω.

36.

Τρίτον, όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού της ενεργειακής αξίας και της ποσότητας θρεπτικών ουσιών που μνημονεύονται στις διατροφικές δηλώσεις, το άρθρο 32, παράγραφος 2, του κανονισμού 1169/2011 ορίζει ότι οι πληροφορίες αυτές πρέπει, κατ’ αρχήν, να εκφράζονται ανά 100 γραμμάρια ή ανά 100 χιλιοστόλιτρα. Ο κανόνας αυτός προβλέφθηκε με τη λογική ότι ο καταναλωτής πρέπει να είναι σε θέση να συγκρίνει τις διατροφικές πληροφορίες παρόμοιων προϊόντων σε διαφορετικά μεγέθη συσκευασιών ( 40 ), και ισχύει ανεξαρτήτως του υποχρεωτικού ή προαιρετικού χαρακτήρα της διατροφικής δήλωσης, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή καλύπτει όλες τις διατροφικές δηλώσεις που γίνονται δυνάμει του άρθρου 30, παράγραφοι 1 και 3, του ως άνω κανονισμού. Επιπλέον, οι διατροφικές δηλώσεις σχετίζονται, κατ’ αρχήν, με το τρόφιμο «όπως πωλείται» ( 41 ) ή, «[κ]ατά περίπτωση», με το τρόφιμο «μετά την παρασκευή του», με την προϋπόθεση ότι παρέχονται επαρκώς λεπτομερείς οδηγίες παρασκευής και οι πληροφορίες σχετίζονται με το τρόφιμο όπως παρασκευάζεται για κατανάλωση ( 42 ).

2. Η διατροφική επισήμανση του επίμαχου προϊόντος

37.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, θεωρώ ότι είναι χρήσιμο να γίνουν οι ακόλουθες διευκρινίσεις σχετικά με τη διατροφική επισήμανση του επίμαχου προϊόντος.

38.

Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα προδικαστικά ερωτήματα δεν αφορούν την υποχρεωτική διατροφική δήλωση. Οι διάδικοι της κύριας δίκης δεν αμφισβητούν ότι η δήλωση αυτή είναι απολύτως σύμφωνη με τις διατάξεις του κανονισμού 1169/2011. Πράγματι, η υποχρεωτική διατροφική επισήμανση στη συσκευασία του επίμαχου προϊόντος, αφενός, περιλαμβάνει την ενεργειακή αξία ( 43 ) και την ποσότητα λιπαρών, κορεσμένων, υδατανθράκων, σακχάρων, πρωτεϊνών και αλατιού ( 44 ) και, αφετέρου, παρουσιάζει τις πληροφορίες αυτές στο ίδιο οπτικό πεδίο ( 45 ), ήτοι στην πλαϊνή όψη της συσκευασίας, σε μορφή πίνακα ( 46 ).

39.

Εν συνεχεία, όσον αφορά την επαναλαμβανόμενη διατροφική δήλωση, επισημαίνω ότι δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους της κύριας δίκης ότι, προκειμένου για προσυσκευασμένο τρόφιμο του οποίου η επισήμανση περιλαμβάνει υποχρεωτική διατροφική δήλωση, η ενεργειακή αξία καθώς και οι ποσότητες λιπαρών, κορεσμένων, σακχάρων και αλατιού μπορούν να επαναλαμβάνονται, σε προαιρετική βάση, στο εμπρόσθιο μέρος της συσκευασίας ( 47 ), σε μορφή διαφορετική από εκείνη της υποχρεωτικής διατροφικής δήλωσης ( 48 ). Η συμμόρφωση προς τις διατάξεις του κανονισμού 1169/2011 αμφισβητείται μόνον ως προς τον υπολογισμό και την έκφραση της ενεργειακής αξίας καθώς και των ποσοτήτων θρεπτικών ουσιών που αναγράφονται στην επαναλαμβανόμενη διατροφική δήλωση επί του εμπρόσθιου μέρους της συσκευασίας, η δε διαφορά αφορά ιδίως το ζήτημα αν η επαναλαμβανόμενη αυτή δήλωση μπορεί να αναφέρεται μόνο στο τρόφιμο όπως είναι έτοιμο προς κατανάλωση κατόπιν παρασκευής.

Β.   Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

40.

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011 έχει την έννοια ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται αποκλειστικώς στα τρόφιμα για τα οποία απαιτείται οπωσδήποτε παρασκευή πριν από την κατανάλωσή τους και προβλέπεται ένας μόνον τρόπος παρασκευής.

41.

Το ερώτημα αυτό έχει σημασία για την επίλυση της διαφοράς διότι, όπως παρατηρεί το αιτούν δικαστήριο, στην περίπτωση του επίμαχου προϊόντος, είναι δυνατή η παρασκευή του με διάφορους τρόπους, ήτοι με την προσθήκη γάλακτος, γιαουρτιού ή λευκού τυριού, όπως επίσης χυμού φρούτων, ή και φρούτων, μαρμελάδας ή μελιού.

42.

Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί αν, όταν υπάρχουν διάφορες μέθοδοι παρασκευής ενός τροφίμου, ενδεχομένως με την προσθήκη διαφορετικών συστατικών, οι διατροφικές δηλώσεις οι οποίες επαναλαμβάνονται σε προαιρετική βάση στο εμπρόσθιο μέρος της συσκευασίας μπορούν να συναρτώνται με έναν μόνον από αυτούς τους τρόπους παρασκευής.

43.

Κατά το άρθρο 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011, οι διατροφικές πληροφορίες μπορεί, «[κ]ατά περίπτωση», να σχετίζονται «με το τρόφιμο μετά την παρασκευή του», αντί να σχετίζονται με το τρόφιμο «όπως πωλείται» ( 49 ), «με την προϋπόθεση ότι παρέχονται επαρκώς λεπτομερείς οδηγίες παρασκευής και οι πληροφορίες σχετίζονται με το τρόφιμο όπως παρασκευάζεται για κατανάλωση». Η διατύπωση της διατάξεως αυτής είναι ανάλογη με εκείνη της προγενέστερης διατάξεως του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 90/496.

44.

Επισημαίνω εκ προοιμίου ότι η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και τον σκοπό που επιδιώκει η οικεία κανονιστική ρύθμιση ( 50 ).

45.

Πρώτον, όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011, διαπιστώνω, όπως και το αιτούν δικαστήριο, ότι η διατύπωση της διατάξεως αυτής δεν παρέχει κανένα στοιχείο από το οποίο να απορρέει σαφής και κατηγορηματική απάντηση. Πράγματι, τα μόνα συμπεράσματα τα οποία μπορούν να αντληθούν από τη γραμματική ερμηνεία είναι τα ακόλουθα.

46.

Πρώτον, η φράση «το τρόφιμο μετά την παρασκευή του» υποδηλώνει ότι το τρόφιμο στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011 μπορεί να προετοιμαστεί για κατανάλωση με κάποια μορφή παρασκευής. Συνεπώς, η διάταξη δεν καλύπτει τρόφιμα για τα οποία δεν απαιτείται οποιαδήποτε παρασκευή προκειμένου να καταναλωθούν (όπως, παραδείγματος χάριν, οι ράβδοι σοκολάτας). Εν προκειμένω, το μούσλι είναι δυνατόν να καταναλωθεί χωρίς καμία παρασκευή. Θα μπορούσε, επομένως, να υποστηριχθεί ότι το μούσλι δεν συνιστά τρόφιμο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως, εφόσον η διάταξη αυτή καλύπτει αποκλειστικώς τα τρόφιμα τα οποία μπορούν να καταναλωθούν μόνον αν προηγηθεί κάποιο είδος παρασκευής. Ωστόσο, μια τέτοια αυστηρή προσέγγιση δεν προκύπτει προδήλως από το γράμμα της ίδιας διατάξεως. Πράγματι, ούτε ο τρόπος παρασκευής ούτε η σημασία της ασκούν αποφασιστική επιρροή για την εφαρμογή της διατάξεως.

47.

Δεύτερον, παρατηρώ ότι η χρήση της φράσης «κατά περίπτωση», με την οποία αρχίζει το άρθρο 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011, καταδεικνύει ότι η διάταξη αυτή δεν καταλαμβάνει όλα τα τρόφιμα τα οποία θα μπορούσαν να καταναλωθούν κατόπιν προηγούμενης παρασκευής, με συνέπεια να μην είναι υποχρεωτική η παροχή των διατροφικών πληροφοριών που μνημονεύονται στη συγκεκριμένη διάταξη.

48.

Τρίτον, η προϋπόθεση να «παρέχονται επαρκώς λεπτομερείς οδηγίες παρασκευής» θα μπορούσε να συνηγορεί υπέρ της εφαρμογής του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 31, παράγραφος 3, ανεξαρτήτως του πόσοι τρόποι παρασκευής υπάρχουν για ένα τρόφιμο, δεδομένου ότι η προϋπόθεση αυτή θα στερούνταν σημασίας εάν η εφαρμογή της ως άνω διατάξεως περιοριζόταν στα τρόφιμα για τα οποία υπάρχει ένας μόνον τρόπος παρασκευής. Πάντως, μολονότι μια τέτοια περιγραφή ασφαλώς δεν είναι απολύτως απαραίτητη σε περίπτωση που υφίσταται ένας μόνον τρόπος παρασκευής του τροφίμου, εκτιμώ ότι, υπό το πρίσμα του σκοπού της ενημέρωσης του καταναλωτή, η περιγραφή είναι, εν πάση περιπτώσει, δικαιολογημένη, στον βαθμό που είναι αναγκαία για την ορθή χρήση του προϊόντος.

49.

Δεύτερον, από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011 προκύπτει ότι η έννοια του «τρ[οφίμου] μετά την παρασκευή του» περιλαμβάνει, κατ’ αρχήν, όλα τα «τρόφιμα που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή» ( 51 ). Τούτο διότι, μολονότι ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των απαιτήσεων επισήμανσης που προβλέπονται στις ειδικές ενωσιακές ρυθμίσεις οι οποίες αφορούν συγκεκριμένα τρόφιμα ( 52 ), δεν έχουν θεσπιστεί ειδικές διατάξεις για τις πληροφορίες σχετικά με τον υπολογισμό και την παρουσίαση των διατροφικών δηλώσεων που αναγράφονται στο εμπρόσθιο μέρος της συσκευασίας ( 53 ). Σημειώνω εξάλλου ότι ο κανονισμός 1169/2011 δεν περιέχει κανένα στοιχείο προς στήριξη της άποψης ότι ως «παρασκευή» κατά την έννοια του κανονισμού αυτού πρέπει να θεωρούνται μόνον «πολύ σημαντικά στάδια προετοιμασίας», όπως το μαγείρεμα ή το ζέσταμα, δεδομένου ότι ο όρος αυτός ούτε ορίζεται ούτε περιγράφεται στον κανονισμό.

50.

Συνεπώς, ούτε από τη γραμματική ούτε από τη συστηματική ερμηνεία μπορούν να αντληθούν οριστικά συμπεράσματα ως προς το κατά πόσον το άρθρο 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011 καταλαμβάνει μόνον τα τρόφιμα για τα οποία υπάρχει μόνον ένας προκαθαρισμένος τρόπος παρασκευής ή και τα τρόφιμα –όπως το μούσλι– που μπορούν να καταναλωθούν κατόπιν παρασκευής με διαφορετικούς τρόπους, όπως με την προσθήκη άλλων συστατικών. Κατά συνέπεια, μόνον από την τελολογική ερμηνεία μπορούν να συναχθούν στοιχεία απάντησης, ιδίως η σημασία της φράσης «κατά περίπτωση» η οποία αναμφισβήτητα αφήνει περιθώριο νομικής εκτιμήσεως.

51.

Όσον αφορά επομένως, τρίτον, τον σκοπό που επιδιώκεται με το άρθρο 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011, τονίζω εκ προοιμίου ότι πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα τόσο του σκοπού της ίδιας της διατάξεως όσο και των σκοπών της επίμαχης κανονιστικής ρυθμίσεως, και δη του σκοπού να είναι ενήμεροι οι καταναλωτές όταν προβαίνουν σε επιλογή και να κάνουν ασφαλή χρήση των τροφίμων, με ιδιαίτερη έμφαση στους υγειονομικούς παράγοντες ( 54 ).

52.

Σημειώνω ότι ο σκοπός του άρθρου 31 συνάγεται από τις αιτιολογικές σκέψεις 35 και 41 του κανονισμού 1169/2011. Στην αιτιολογική σκέψη 35 δηλώνεται ότι σκοπός των διατάξεων που προβλέπουν αναφορά της διατροφικής δήλωσης σε ποσότητες 100 g ή 100 ml είναι να «διευκολυνθεί η σύγκριση προϊόντων σε διαφορετικά μεγέθη συσκευασιών». Στην ίδια αιτιολογική σκέψη διευκρινίζεται περαιτέρω ότι επιτρέπονται «πρόσθετες δηλώσεις ανά μερίδα», «επιπροσθέτως της αναφοράς σε ποσότητες 100 g ή 100 ml», «αν χρειάζεται», «στις περιπτώσεις όπου το τρόφιμο είναι προσυσκευασμένο και διατίθενται στην αγορά εξατομικευμένες μερίδες ή μονάδες κατανάλωσης».

53.

Στην αιτιολογική σκέψη 41 του κανονισμού αυτού επισημαίνεται ότι οι παρεχόμενες διατροφικές πληροφορίες, «[γ]ια να ανταποκρίνονται στον μέσο καταναλωτή και να εξυπηρετούν τον ενημερωτικό σκοπό για τον οποίο προορίζονται, […] πρέπει να είναι απλές και εύκολα κατανοητές» και ότι «σε προαιρετική βάση, τα πιο σημαντικά στοιχεία των διατροφικών πληροφοριών μπορούν να επαναλαμβάνονται στο κύριο οπτικό πεδίο, με σκοπό να μπορούν οι καταναλωτές να βλέπουν εύκολα τις ουσιώδεις διατροφικές πληροφορίες όταν αγοράζουν τρόφιμα».

54.

Λαμβάνοντας ακριβώς υπόψη αυτούς τους δύο άρρηκτα συνδεδεμένους σκοπούς –ήτοι τη διευκόλυνση της σύγκρισης των τροφίμων και την ενημέρωση των καταναλωτών– καθίσταται δυνατή η εφαρμογή (και η κατανόηση της σχέσης μεταξύ) των δύο εδαφίων του άρθρου 31, παράγραφος 3, του κανονισμού 1169/2011.

55.

Πρώτον, προκειμένου να διευκολύνεται η σύγκριση των ενεργειακών αξιών και των ποσοτήτων θρεπτικών ουσιών, οι τιμές αυτές πρέπει κατ’ αρχήν να σχετίζονται με την κατάσταση του τροφίμου όπως πωλείται (πρώτο εδάφιο). Όταν όμως ένα τρόφιμο δεν είναι έτοιμο προς κατανάλωση παρά μόνον κατόπιν παρασκευής συνεπαγόμενης την προσθήκη άλλων συστατικών, τότε για να διευκολυνθεί η σύγκρισή του με αντίστοιχο τρόφιμο άλλου παρασκευαστή, η διατροφική δήλωση μπορεί να αναφέρεται στο τρόφιμο ως έχει κατόπιν παρασκευής (δεύτερο εδάφιο).

56.

Εντούτοις, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, εάν υπάρχουν διάφοροι πιθανοί τρόποι παρασκευής ενός τροφίμου, οι πληροφορίες οι οποίες αφορούν την ενεργειακή αξία και τις ποσότητες θρεπτικών ουσιών του τροφίμου κατόπιν της παρασκευής του με τον συγκεκριμένο τρόπο που προτείνεται από την εταιρία παραγωγής, δεν επιτρέπουν εν γένει τη σύγκριση με τα αντίστοιχα τρόφιμα άλλων παρασκευαστών για τα οποία η διατροφική δήλωση μπορεί να βασίζεται σε διαφορετικό τρόπο παρασκευής.

57.

Παραδείγματος χάριν, εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι το μούσλι μπορεί να παρασκευαστεί ποικιλοτρόπως, με τη χρήση πρόσθετων συστατικών των οποίων η περιεκτικότητα σε σάκχαρα ή σε λιπαρά μπορεί να διαφέρει. Ως εκ τούτου, μια διατροφική δήλωση στηριζόμενη σε συγκεκριμένη πρόταση παρασκευής –όπως, εν προκειμένω, η προσθήκη 60 χιλιοστόλιτρων γάλακτος με περιεκτικότητα σε λιπαρά 1,5 %– αποτελεί μία μόνον από τις δυνατές παραλλαγές, η οποία δεν θα δώσει στον καταναλωτή γενικές πληροφορίες ως προς τις διατροφικές τιμές του έτοιμου προς κατανάλωση προϊόντος και δεν θα του παράσχει τη δυνατότητα να συγκρίνει τις διατροφικές τιμές με εκείνες αντίστοιχων προϊόντων άλλων παρασκευαστών, ιδίως επειδή η σχέση μεταξύ της ποσότητας του τροφίμου και της ποσότητας του πρόσθετου συστατικού καθορίζεται, στην πράξη, ελεύθερα αναλόγως των προτιμήσεων του καταναλωτή.

58.

Επομένως, ο υπολογισμός της ενεργειακής αξίας και της ποσότητας των θρεπτικών ουσιών ενός προϊόντος που μπορεί να παρασκευαστεί με διάφορους τρόπους θα είναι, εξ ορισμού, αυθαίρετος και θα ποικίλλει αναλόγως του τρόπου παρασκευής, ενώ, εξ αντιδιαστολής, η δυνατότητα σύγκρισης της ενεργειακής αξίας και της ποσότητας των θρεπτικών ουσιών τέτοιου προϊόντος μπορεί να διασφαλιστεί μόνον εφόσον οι αναγραφόμενες πληροφορίες σχετίζονται με το τρόφιμο όπως πωλείται, σύμφωνα με τα όσα ορίζει το άρθρο 31, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011.

59.

Αν όμως, επί τη βάσει του σκοπού της συγκρισιμότητας, γίνει δεκτό ότι τα τρόφιμα που μπορούν να παρασκευαστούν με διάφορους τρόπους πρέπει να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 33, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011, μένει να προσδιοριστεί ποια είναι τα τρόφιμα που χρήζουν παρασκευής και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως.

60.

Ειδικότερα, με μία a contrario ερμηνεία, τα τρόφιμα τα οποία εξετάστηκαν ανωτέρω διακρίνονται από εκείνα που καθίστανται έτοιμα προς κατανάλωση μέσω ενός μόνον προκαθορισμένου τρόπου παρασκευής, όπως η αφυδατωμένη σούπα σε σκόνη για την οποία η προστιθέμενη ποσότητα νερού και η διάρκεια του μαγειρέματος είναι προκαθορισμένες στο πλαίσιο των μόνων υφιστάμενων οδηγιών χρήσης, η σκόνη για την κρέμα πουτίγκας ή ακόμη τα έτοιμα προϊόντα (όπως τα ραβιόλια). Χαρακτηριστικό των τροφίμων αυτών είναι ότι δεν μπορεί να νοηθεί άλλος τρόπος παρασκευής τους προς κατανάλωση πέραν του αναγραφόμενου στη συσκευασία, όπερ καθιστά δυνατή την άμεση σύγκριση με παρόμοια τρόφιμα. Ασφαλώς, η σύγκριση αυτή δεν θα βασίζεται πάντοτε σε πλήρη ισοδυναμία, αν μη τι άλλο επειδή οι διατροφικές τιμές των πρόσθετων συστατικών ενδέχεται να διαφέρουν. Είναι όμως, κατά τη γνώμη μου, βέβαιο ότι το περιθώριο αυθαιρεσίας στην περίπτωση μιας τέτοιας σύγκρισης είναι περιορισμένο.

61.

Δεύτερον, υπό το πρίσμα του ενημερωτικού σκοπού τον οποίο επιτελούν οι διατροφικές δηλώσεις, από το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1169/2011 προκύπτει ότι οι πληροφορίες για τα τρόφιμα δεν πρέπει να παραπλανούν τους καταναλωτές, μεταξύ άλλων, ως προς τα χαρακτηριστικά του τροφίμου και ιδίως ως προς τη φύση και τις ιδιότητές του ( 55 ). Η παράγραφος 2 της διατάξεως αυτής προβλέπει ότι οι «πληροφορίες για τα τρόφιμα πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και κατανοητές για τον καταναλωτή» ( 56 ).

62.

Επ’ αυτού διαπιστώνω, πρώτον, ότι, ως προς τον ενημερωτικό σκοπό, λαμβανομένου υπόψη του αυθαίρετου και μεταβλητού χαρακτήρα του υπολογισμού των προαναφερθεισών διατροφικών τιμών, δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί, εν προκειμένω, ποια χρησιμότητα έχει για τον καταναλωτή η παρουσίαση επαναλαμβανόμενων διατροφικών πληροφοριών που σχετίζονται με το τρόφιμο κατόπιν παρασκευής, πολλώ δε μάλλον όταν, εκ των πραγμάτων, η υποχρεωτική διατροφική δήλωση υποβιβάζεται οπτικώς και περνάει σε δεύτερο πλάνο. Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, για να διασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών όσον αφορά την πληροφόρησή τους χωρίς παράλληλα να θίγονται οι διαφορετικές αντιλήψεις τους ( 57 ), ο καταναλωτής πρέπει να έχει στη διάθεσή του ορθές, ουδέτερες και αντικειμενικές πληροφορίες ( 58 ). Τούτο όμως δεν θα συνέβαινε εάν οι εταιρίες παραγωγής τροφίμων που μπορούν να παρασκευαστούν με διάφορους τρόπους επέλεγαν τη μορφή η οποία τους εξυπηρετεί περισσότερο, και δη τη μορφή που εμφανίζει τη χαμηλότερη ενεργειακή αξία. Μια τέτοια πρακτική δεν θα ήταν ούτε ουδέτερη ούτε αντικειμενική.

63.

Δεύτερον, εάν στην επαναλαμβανόμενη διατροφική δήλωση δεν αναγράφεται η ενεργειακή αξία ανά 100 γραμμάρια του τροφίμου όπως πωλείται, μια τέτοια προαιρετική διατροφική δήλωση θα μπορούσε να παραπλανήσει τον καταναλωτή, έστω και αν η ενεργειακή αυτή αξία αναγράφεται στην υποχρεωτική διατροφική δήλωση, ιδίως όταν οι άλλοι παρασκευαστές παρουσιάζουν συστηματικά, στην επαναλαμβανόμενη διατροφική δήλωση, την ενεργειακή αξία ανά 100 γραμμάρια του προϊόντος όπως πωλείται. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσαν να σημειωθούν σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των τιμών. Ενδεικτικώς αναφέρω ότι η ενεργειακή αξία του επίμαχου προϊόντος ανά μερίδα του προϊόντος όπως πωλείται είναι 1880 kJ, ενώ εκείνη της μερίδας του προϊόντος κατόπιν παρασκευής είναι 872 kJ.

64.

Πάντως, κατ’ αρχήν, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο, στο πλαίσιο της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και της Ένωσης, ούτε να αποφανθεί επί του ζητήματος αν η επισήμανση ορισμένων προϊόντων μπορεί να παραπλανήσει τον αγοραστή ή τον καταναλωτή ούτε να εξετάσει το κατά πόσο μια διατροφική δήλωση ενδέχεται να είναι απατηλή. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να προβεί σε ολοκληρωμένη ανάλυση των διαφόρων στοιχείων που συνθέτουν την επισήμανση, για να κρίνει αν ο καταναλωτής μπορεί να παραπλανηθεί ως προς τις διατροφικές τιμές του επίμαχου προϊόντος. Ωστόσο, το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί της προδικαστικής παραπομπής, μπορεί, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να παράσχει διευκρινίσεις προκειμένου να καθοδηγήσει το εθνικό δικαστήριο στην απόφασή του ( 59 ).

65.

Ως προς το ζήτημα αυτό, κατ’ αρχάς, ο εθνικός δικαστής, για να εκτιμήσει αν η επισήμανση ενός προϊόντος μπορεί να παραπλανήσει τον αγοραστή, θα πρέπει κυρίως να στηριχθεί στις προσδοκίες που τεκμαίρεται ότι έχει ως προς την εν λόγω επισήμανση ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, μεταξύ άλλων, ως προς την ποιότητα του τροφίμου, αφού το βασικό ζητούμενο είναι να μην παραπλανάται ο καταναλωτής και να μην ωθείται να σχηματίσει την εσφαλμένη πεποίθηση ότι το προϊόν είναι, μεταξύ άλλων, διαφορετικής ποιότητας απ’ ό,τι στην πραγματικότητα ( 60 ).

66.

Στη συνέχεια, εφόσον σκοπός της δυνατότητας να επαναλαμβάνονται οι διατροφικές δηλώσεις στο εμπρόσθιο μέρος της συσκευασίας είναι ακριβώς να μπορούν οι καταναλωτές να βλέπουν εύκολα τις ουσιώδεις διατροφικές πληροφορίες όταν αγοράζουν τρόφιμα, πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι ο μέσος καταναλωτής θα διαβάσει πρώτα τις διατροφικές πληροφορίες που επαναλαμβάνονται στην εμφανή όψη της συσκευασίας και όχι τις υποχρεωτικές πληροφορίες στην πλαϊνή όψη ( 61 ).

67.

Τέλος, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι εταιρίες παραγωγής τροφίμων έχουν συμφέρον να εμφανίζουν τα προϊόντα τους όσο το δυνατόν πιο υγιεινά στη διατροφική δήλωση και, επομένως, έχουν συμφέρον να αναγράφουν τις χαμηλότερες δυνατές διατροφικές τιμές στην περίπτωση δεικτών όπως η περιεκτικότητα σε σάκχαρα και η θερμιδική αξία. Πράγματι, στο πλαίσιο επαναλαμβανόμενης διατροφικής δήλωσης, οι διατροφικές τιμές των 100 γραμμαρίων του προϊόντος κατόπιν παρασκευής μπορεί να είναι χαμηλότερες από τις αντίστοιχες των 100 γραμμαρίων του ίδιου προϊόντος όπως πωλείται, εφόσον οι διατροφικές τιμές των συστατικών που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή είναι χαμηλότερες από εκείνες του επίμαχου τροφίμου. Συνεπώς, αν γινόταν δεκτό ότι ένα τρόφιμο όπως το επίμαχο προϊόν μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1169/201, τούτο θα ενείχε τον κίνδυνο διεύρυνσης της κατηγορίας των τροφίμων που καλύπτονται από τη διάταξη αυτή. Μια τέτοια διεύρυνση δεν θα ήταν σκόπιμη, στο μέτρο που η εν λόγω διάταξη, η οποία κανονικά αποτελεί την εξαίρεση, ενδέχεται να καταστεί ο κανόνας, αν πρόκειται για τρόφιμο που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο παρασκευής με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

68.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι το άρθρο 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011 έχει την έννοια ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται αποκλειστικώς στα τρόφιμα για τα οποία απαιτείται παρασκευή πριν από την κατανάλωσή τους και υφίσταται ένας μόνον προκαθορισμένος τρόπος παρασκευής.

Γ.   Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

69.

Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, με το δεύτερο ερώτημά του να διευκρινιστεί αν η φράση «ανά 100 g» στο άρθρο 33, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011 αναφέρεται μόνο σε 100 γραμμάρια του τροφίμου όπως πωλείται ή, τουλάχιστον και, 100 γραμμάρια του τροφίμου μετά την παρασκευή του.

70.

Λαμβανομένης υπόψη της απάντησης που προτείνω να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, φρονώ ότι παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα. Επομένως, η ανάλυση η οποία ακολουθεί γίνεται ως εκ περισσού, μόνο για την περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι είναι αναγκαίο να απαντήσει.

71.

Υπενθυμίζω εκ προοιμίου ότι το άρθρο 33, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011 προβλέπει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι η ποσότητα θρεπτικών ουσιών πρέπει να εκφράζεται ανά 100 γραμμάρια ή ανά 100 χιλιοστόλιτρα. Δυνάμει της προαναφερθείσας διατάξεως, στο πλαίσιο των προαιρετικών πληροφοριών με τις οποίες επαναλαμβάνεται στο κύριο οπτικό πεδίο η ενεργειακή αξία μαζί με τις ποσότητες σε λιπαρά, κορεσμένα, σάκχαρα και αλάτι ( 62 ), η ποσότητα των θρεπτικών αυτών ουσιών μπορεί να εκφράζεται «σε βάση ανά μερίδα ή ανά μονάδα κατανάλωσης μόνο». Σε μια τέτοια περίπτωση όμως, το δεύτερο εδάφιο της ίδιας διατάξεως ορίζει ότι η ενεργειακή αξία πρέπει, πάντως, να εκφράζεται ανά 100 γραμμάρια ή ανά 100 χιλιοστόλιτρα και σε βάση ανά μερίδα ή ανά μονάδα κατανάλωσης. Για την εφαρμογή της παρεκκλίσεως αυτής, πρέπει να πληρούνται οι προϋποθέσεις από τις οποίες το άρθρο 33, παράγραφος 1, του κανονισμού εξαρτά το δικαίωμα να εκφράζονται οι διατροφικές τιμές ανά μερίδα ή ανά μονάδα κατανάλωσης, με άλλα λόγια πρέπει «η χρησιμοποιούμενη μερίδα ή η μονάδα [να] ορίζεται ποσοτικά στην ετικέτα και [να] δηλώνεται ο αριθμός των μερίδων ή μονάδων που περιέχονται στη συσκευασία» ( 63 ).

72.

Εν προκειμένω, αν το Δικαστήριο δώσει αρνητική απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, τούτο θα σημαίνει ότι οι επαναλαμβανόμενες διατροφικές δηλώσεις στη συσκευασία του επίμαχου προϊόντος επιτρέπονται δυνάμει του άρθρου 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011 και ότι η Dr. Oetker οφείλει απλώς να παράσχει τις διατροφικές πληροφορίες που ορίζονται στο άρθρο 30, παράγραφοι 1 έως 5, του κανονισμού αυτού για το τρόφιμο ως έχει κατόπιν παρασκευής. Βάσει του άρθρου 32, παράγραφος 2, του κανονισμού, οι επαναλαμβανόμενες αυτές διατροφικές πληροφορίες πρέπει να εκφράζονται ανά 100 γραμμάρια ή ανά 100 χιλιοστόλιτρα του προϊόντος όπως είναι έτοιμο προς κατανάλωση κατόπιν παρασκευής. Περαιτέρω, δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του ίδιου κανονισμού, η Dr. Oetker θα μπορούσε επίσης να αναγράφει την ενεργειακή αξία και τις ποσότητες θρεπτικών ουσιών ανά μερίδα, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στη διάταξη αυτή ( 64 ), και, δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011, να αναγράφει τις επαναλαμβανόμενες προαιρετικές πληροφορίες στην εμφανή όψη της συσκευασίας, όσον αφορά μεν την ποσότητα των θρεπτικών ουσιών, μόνον ανά μερίδα, όσον αφορά δε την ενεργειακή αξία, τόσο ανά 100 γραμμάρια όσο και ανά μερίδα. Τέλος, υπενθυμίζεται ότι η Dr. Oetker αναγράφει επίσης, στην πλαϊνή όψη της συσκευασίας, τις διατροφικές πληροφορίες ανά 100 γραμμάρια του προϊόντος όπως πωλείται.

73.

Ανεξαρτήτως του πλαισίου των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης της κύριας δίκης, το ζήτημα αν η ακολουθία λέξεων «ανά 100 g» η οποία χρησιμοποιείται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011 σε συνάρτηση με την ενεργειακή αξία αναφέρεται μόνο σε 100 γραμμάρια του προϊόντος όπως πωλείται ή εξίσου και σε 100 γραμμάρια του τροφίμου κατόπιν παρασκευής, μπορεί να ανακύψει σε περίπτωση που η διατροφική δήλωση σχετίζεται με το τρόφιμο ως έχει κατόπιν παρασκευής, κατά την έννοια του άρθρου 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού.

74.

Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν προκύπτει ούτε από το γράμμα της επίμαχης διατάξεως ούτε από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται. Πράγματι, δεν παρέχεται καμία διευκρίνιση ως προς τη σύσταση των 100 γραμμαρίων του τροφίμου με τα οποία πρέπει να σχετίζεται η ένδειξη της ενεργειακής αξίας, όταν οι διατροφικές πληροφορίες παρέχονται, βάσει του άρθρου 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011, για το τρόφιμο κατόπιν παρασκευής. Μόνον εάν ληφθεί υπόψη ο σκοπός της επαναλαμβανόμενης διατροφικής δήλωσης μπορούν να αντληθούν στοιχεία απάντησης.

75.

Επομένως, υπό το πρίσμα του σκοπού διευκόλυνσης της σύγκρισης, ο οποίος μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 35 του κανονισμού 1169/2011 ( 65 ), επισημαίνω ότι το άρθρο 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού αυτού αποσκοπεί κυρίως στη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των διατάξεων σχετικά με την ποσότητα αναφοράς των 100 γραμμαρίων ή των 100 χιλιοστόλιτρων, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 32, παράγραφος 2, του κανονισμού. Το σκεπτικό στο οποίο εδράζεται η διάταξη αυτή είναι ότι, κατά κανόνα, οι μερίδες δεν ζυγίζουν 100 γραμμάρια και ότι, συνεπώς, για την καλύτερη συγκρισιμότητα, πρέπει να αναγράφεται τουλάχιστον η πιο σημαντική πληροφορία, ήτοι η ενεργειακή αξία, για την ποσότητα αναφοράς των 100 γραμμαρίων, οι δε λοιπές διατροφικές τιμές μπορούν να συναρτώνται με το βάρος της μερίδας εάν επαναλαμβάνονται, στη συσκευασία, εκτός του υποχρεωτικού διατροφικού πίνακα.

76.

Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού αυτού, εκτιμώ ότι, όταν οι διατροφικές τιμές αναγράφονται στο εμπρόσθιο μέρος της συσκευασίας για ποσότητα αναφοράς την οποία επιλέγει ο παρασκευαστής σε σχέση με το τρόφιμο ως έχει κατόπιν παρασκευής, μπορεί να γίνει δεκτό, προκειμένου να διασφαλιστεί ένα επίπεδο συγκρισιμότητας, ότι το άρθρο 33, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011 έχει την έννοια ότι υφίσταται υποχρέωση αναγραφής, στην εμφανή όψη, της ενεργειακής αξίας ανά 100 γραμμάρια του προϊόντος όπως πωλείται, επιπροσθέτως των διατροφικών πληροφοριών ανά μερίδα. Κατά τη γνώμη μου, η ως άνω λύση είναι συγχρόνως, υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 41 του κανονισμού, η πλέον «απλή και εύκολα κατανοητή» για να προσελκύσει την προσοχή του μέσου καταναλωτή και να εκπληρώσει τον ενημερωτικό σκοπό των διατροφικών δηλώσεων.

77.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω να δοθεί στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι το άρθρο 33, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011 έχει την έννοια ότι, όταν η ενεργειακή αξία αναγράφεται στη συσκευασία τόσο «ανά 100 g» όσο και «ανά μερίδα ή ανά μονάδα κατανάλωσης», για το τρόφιμο όπως πωλείται και για το τρόφιμο κατόπιν παρασκευής, η ενεργειακή αξία πρέπει να επαναλαμβάνεται και για την ποσότητα αναφοράς των 100 γραμμαρίων ή 100 χιλιοστόλιτρων του τροφίμου όπως πωλείται.

V. Πρόταση

78.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία) ως εξής:

1)

Το άρθρο 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα στους καταναλωτές, την τροποποίηση των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1924/2006 και (ΕΚ) αριθ. 1925/2006 και την κατάργηση της οδηγίας 87/250/ΕΟΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 90/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της οδηγίας 1999/10/ΕΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, των οδηγιών της Επιτροπής 2002/67/ΕΚ και 2008/5/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 608/2004 της Επιτροπής, έχει την έννοια ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται αποκλειστικώς στα τρόφιμα για τα οποία απαιτείται παρασκευή πριν από την κατανάλωσή τους και υφίσταται ένας μόνον προκαθορισμένος τρόπος παρασκευής.

2)

Λαμβανομένης υπόψη της απάντησης που προτείνω να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει, κατά τη γνώμη μου, η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα. Σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει απαντήσει στο ερώτημα αυτό, εκτιμώ ότι πρέπει να δοθεί η εξής απάντηση:

Το άρθρο 33, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011 έχει την έννοια ότι, όταν η ενεργειακή αξία αναγράφεται στη συσκευασία τόσο «ανά 100 g» όσο και «ανά μερίδα ή ανά μονάδα κατανάλωσης», για το τρόφιμο όπως πωλείται και για το τρόφιμο κατόπιν παρασκευής, η ενεργειακή αξία πρέπει να επαναλαμβάνεται και για την ποσότητα αναφοράς των 100 γραμμαρίων ή 100 χιλιοστόλιτρων του τροφίμου όπως πωλείται.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα στους καταναλωτές, την τροποποίηση των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1924/2006 και (ΕΚ) αριθ. 1925/2006 και την κατάργηση της οδηγίας 87/250/ΕΟΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 90/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της οδηγίας 1999/10/ΕΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, των οδηγιών της Επιτροπής 2002/67/ΕΚ και 2008/5/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 608/2004 της Επιτροπής (ΕΕ 2011, L 304, σ. 18, και διορθωτικό ΕΕ 2016, L 266, σ. 7).

( 3 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση, την παρουσίαση και τη διαφήμιση των τροφίμων (ΕΕ 2000, L 109, σ. 29).

( 4 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1990, σχετικά με τους κανόνες επισήμανσης των τροφίμων όσον αφορά τις τροφικές τους ιδιότητες (ΕΕ 1990, L 276, σ. 40).

( 5 ) Για νομολογία σχετική με τον κανονισμό 1169/2011, βλ. αποφάσεις της 4ης Σεπτεμβρίου 2019, Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs Frankfurt am Main (C-686/17, EU:C:2019:659), της 12ης Νοεμβρίου 2019, Organisation juive européenne και Vignoble Psagot (C-363/18, EU:C:2019:954), και της 1ης Οκτωβρίου 2020, Groupe Lactalis (C-485/18, EU:C:2020:763). Όσον αφορά την οδηγία 2000/13, βλ., ειδικότερα, αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Severi (C-446/07, EU:C:2009:530), της 4ης Ιουνίου 2015, Bundesverband der Verbraucherzentralen und Verbraucherverbände (C-195/14, EU:C:2015:361), και της 22ας Σεπτεμβρίου 2016, Breitsamer und Ulrich (C-113/15, EU:C:2016:718). Όσον αφορά την οδηγία 90/496, βλ., ειδικότερα, απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2003, Scherndl (C-40/02, EU:C:2003:584).

( 6 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1978, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των Κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση και την παρουσίαση των τροφίμων που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή καθώς επίσης και τη διαφήμισή τους (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/024, σ. 33).

( 7 ) Πρώτη και δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 79/112.

( 8 ) Έκτη και έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 79/112. Βλ., επίσης, δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής, όπου επισημαίνεται ότι οι κανόνες σήμανσης πρέπει «επίσης να περιέχουν την απαγόρευση παραπλανήσεως του αγοραστή ή αποδόσεως στα τρόφιμα θεραπευτικών ιδιοτήτων». Πάντως έχει υποστηριχθεί και η ερμηνεία ότι η προστασία του καταναλωτή αποτελούσε τον άμεσο και κύριο στόχο της οδηγίας εκείνης (πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Γ. Κοσμά στην υπόθεση Goerres, C-385/96, EU:C:1998:72, σημείο 21). Βλ., επίσης, απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 1995, Piageme κ.λπ. (C-85/94, EU:C:1995:312, σκέψεις 23 και 24).

( 9 ) Αιτιολογικές σκέψεις 6 και 14 της οδηγίας 2000/13.

( 10 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2000/13, κατά την οποία «[μ]ια λεπτομερής επισήμανση που αφορά την ακριβή φύση και τα χαρακτηριστικά των προϊόντων, η οποία επιτρέπει στον καταναλωτή να επιλέγει με πλήρη επίγνωση, είναι το καταλληλότερο μέσο, δεδομένου ότι δημιουργεί τα λιγότερα εμπόδια στην ελευθερία των συναλλαγών».

( 11 ) Για τον κατάλογο των διαδοχικών τροποποιήσεων, βλ. παράρτημα IV, μέρη A και B, της οδηγίας 2000/13.

( 12 ) Αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού 1169/2011.

( 13 ) Αιτιολογική σκέψη 9, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1169/2011 (η υπογράμμιση δική μου). Βλ., επίσης, παραπομπή της αιτιολογικής σκέψης 1 του κανονισμού στο άρθρο 169 ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να συμβάλλει στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών.

( 14 ) Βλ., αντιστοίχως, άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1169/2011. Στο ίδιο πνεύμα επιβεβαιώθηκε επίσης ότι «είναι γενική αρχή της νομοθεσίας για τα τρόφιμα να παρέχεται βάση ώστε οι καταναλωτές να μπορούν να επιλέγουν ενήμεροι τα τρόφιμα που καταναλώνουν και να εμποδίζονται οποιεσδήποτε άλλες πρακτικές που ενδέχεται να παραπλανήσουν τον καταναλωτή» (αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού).

( 15 ) Ο νομοθέτης της Ένωσης συνάρτησε την επισήμανση των τροφίμων με τον σκοπό της επίτευξης υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας των καταναλωτών, διακηρύσσοντας την αμφίδρομη σχέση μεταξύ διατροφής και υγείας, καθώς και τη σημασία της επιλογής κατάλληλης διατροφής που να ανταποκρίνεται στις ατομικές ανάγκες. Πράγματι, κρίθηκε ότι το να μπορούν οι καταναλωτές να κάνουν ενήμεροι τις διατροφικές τους επιλογές είναι ουσιώδες τόσο για την αποτελεσματικότητα του ανταγωνισμού όσο και για την ευημερία των καταναλωτών (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 3 και 10 του κανονισμού 1169/2011).

( 16 ) Άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1169/2011.

( 17 ) Για τον όρο «προαιρετικές πληροφορίες», καίτοι αυτός χρησιμοποιείται (βλ. τίτλο του κεφαλαίου V, άρθρα 36, 37 και αιτιολογική σκέψη 47), δεν περιέχεται ορισμός στον κανονισμό 1169/2011. Επιπλέον, σε ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις του κανονισμού απαντούν και άλλες λέξεις που σημαίνουν «μη υποχρεωτικός» ή «σε οικειοθελή βάση» (βλ. άρθρο 36 και αιτιολογικές σκέψεις 30, 38, 41, 42, 47 και 58 στη γαλλική και την ιταλική γλώσσα). Είναι όμως σαφές ότι χρησιμοποιούνται αδιακρίτως. Στις περισσότερες δε γλώσσες χρησιμοποιείται ο ίδιος όρος (βλ. τη γερμανική, την ελληνική και την αγγλική γλώσσα). Σημειώνω επίσης ότι οι «προαιρετικές» ενδείξεις δεν πρέπει να συγχέονται με τις «πρόσθετες» ενδείξεις. Συγκεκριμένα, μολονότι ο εν λόγω κανονισμός έχει εναρμονίσει τις εθνικές νομοθεσίες των κρατών μελών όσον αφορά τις υποχρεωτικές ενδείξεις, η εναρμόνιση αυτή δεν είναι εξαντλητική, στον βαθμό που τα κράτη μέλη εξακολουθούν να έχουν την ευχέρεια να προβλέπουν πρόσθετες υποχρεωτικές ενδείξεις, υπό τις προϋποθέσεις τις οποίες ορίζει ο ίδιος κανονισμός [βλ., συναφώς, άρθρο 10 και άρθρο 35, παράγραφος 2, του κανονισμού 1169/2011, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Hogan στην υπόθεση Groupe Lactalis (C-485/18, EU:C:2020:592, σημεία 32 έως 34)].

( 18 ) Αιτιολογική σκέψη 17 του κανονισμού 1169/2011.

( 19 ) Ο κανονισμός αυτός αποτελεί εξάλλου, όπως αναφέρεται στο άρθρο του 1, παράγραφος 1, τη «βάση», υπό την έννοια ότι περιέχει τις «γενικές αρχές» του κεφαλαίου II και τις «γενικές απαιτήσεις» του κεφαλαίου III, οι οποίες έχουν επίσης εφαρμογή στις υποχρεωτικές πληροφορίες (πρβλ. απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2019, Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs Frankfurt am Main, C-686/17, EU:C:2019:659, σκέψη 66).

( 20 ) Άρθρο 9, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1169/2011.

( 21 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 30 του κανονισμού 1169/2011.

( 22 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 41 του κανονισμού 1169/2011.

( 23 ) Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 30, 38, 41, 42 και 47 του κανονισμού 1169/2011.

( 24 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 41 του κανονισμού 1169/2011. Στη δε αιτιολογική σκέψη 47 του κανονισμού διευκρινίζεται επ’ αυτού ότι «[η] εμπειρία δείχνει ότι, σε πολλές περιπτώσεις, οι προαιρετικές πληροφορίες για τα τρόφιμα παρέχονται εις βάρος της σαφήνειας των υποχρεωτικών πληροφοριών για τα τρόφιμα. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να προβλεφθούν κριτήρια που θα βοηθήσουν τους υπευθύνους επιχειρήσεων τροφίμων και τις εκτελεστικές αρχές να επιτύχουν ισορροπία μεταξύ της παροχής υποχρεωτικών και προαιρετικών πληροφοριών για τα τρόφιμα».

( 25 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 42 του κανονισμού 1169/2011.

( 26 ) Άρθρο 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 1169/2011.

( 27 ) Άρθρο 36, παράγραφος 2, του κανονισμού 1169/2011.

( 28 ) Βλ. σημείο 26 των παρουσών προτάσεων.

( 29 ) Βλ. παράρτημα I του κανονισμού 1169/2011, το οποίο επιγράφεται «Ειδικοί ορισμοί όπως αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 4», σημείο 1.

( 30 ) Πράγματι, όλες οι διατάξεις οι οποίες αφορούν τις (ένδεκα) λοιπές υποχρεωτικές ενδείξεις περιλαμβάνονται στο τμήμα 2 του κεφαλαίου IV.

( 31 ) Η διάκριση μεταξύ «υποχρεωτικών» και «προαιρετικών» δηλώσεων δεν προκύπτει, αυτή καθεαυτήν, από το γράμμα του άρθρου 30 του κανονισμού 1169/2011, αλλά από τον συνδυασμό της παραγράφου του 1, όπου γίνεται λόγος για «υποχρεωτική διατροφική δήλωση», της παραγράφου του 3, όπου γίνεται λόγος για «πληροφορίες [που] μπορούν να επαναλαμβάνονται», και από την αιτιολογική σκέψη 41, όπου αναφέρεται ότι οι τελευταίες αυτές πληροφορίες μπορούν να επαναλαμβάνονται «σε προαιρετική βάση». Βλ. σημείο 27 των παρουσών προτάσεων.

( 32 ) Αιτιολογική σκέψη 41, τέταρτη περίοδος, του κανονισμού 1169/2011.

( 33 ) Αιτιολογική σκέψη 41, τέταρτη περίοδος, του κανονισμού 1169/2011.

( 34 ) Άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1169/2011.

( 35 ) Άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο ιαʹ, του κανονισμού 1169/2011.

( 36 ) Άρθρο 34, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1169/2011. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 41 του κανονισμού αυτού, «[γ]ια να ανταποκρίνονται στον μέσο καταναλωτή και να εξυπηρετούν τον ενημερωτικό σκοπό για τον οποίο προορίζονται, […] οι παρεχόμενες διατροφικές πληροφορίες θα πρέπει να είναι απλές και εύκολα κατανοητές. Η αναγραφή των πληροφοριών για τα τρόφιμα εν μέρει στο κύριο οπτικό πεδίο, κοινώς γνωστό ως “εμπρόσθιο μέρος της συσκευασίας”, και εν μέρει σε άλλη όψη της συσκευασίας, παραδείγματος χάριν στο “οπίσθιο μέρος της συσκευασίας”, θα μπορούσε να δημιουργήσει σύγχυση στους καταναλωτές. Συνεπώς, η διατροφική δήλωση θα πρέπει να αναγράφεται στο ίδιο οπτικό πεδίο».

( 37 ) Άρθρο 37 του κανονισμού 1169/2011.

( 38 ) Το «κύριο οπτικό πεδίο» ορίζεται ως «το οπτικό πεδίο της συσκευασίας το οποίο είναι το πιο πιθανό να δει ο καταναλωτής με την πρώτη ματιά, κατά τον χρόνο της αγοράς, και το οποίο δίνει τη δυνατότητα στον καταναλωτή να αναγνωρίζει αμέσως ένα προϊόν όσον αφορά τον χαρακτήρα ή τη φύση του και, κατά περίπτωση, την εμπορική του ονομασία. Εάν μια συσκευασία έχει πλείονα ταυτόσημα κύρια οπτικά πεδία, το κύριο οπτικό πεδίο είναι εκείνο που επιλέγει ο υπεύθυνος επιχείρησης τροφίμων» (βλ. άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο ιβʹ, του κανονισμού 1169/2011).

( 39 ) Άρθρο 34, παράγραφος 3, του κανονισμού 1169/2011, το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού.

( 40 ) Αιτιολογική σκέψη 35 του κανονισμού 1169/2011.

( 41 ) Άρθρο 31, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011.

( 42 ) Άρθρο 31, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011.

( 43 ) Σύμφωνα με το άρθρο 30, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1169/2011.

( 44 ) Σύμφωνα με το άρθρο 30, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1169/2011.

( 45 ) Σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 1, του κανονισμού 1169/2011.

( 46 ) Σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 2, του κανονισμού 1169/2011.

( 47 ) Βάσει του άρθρου 30, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο ιβʹ, καθώς και του άρθρου 34, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1169/2011.

( 48 ) Βάσει του άρθρου 34, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011.

( 49 ) Βάσει του άρθρου 31, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1169/2011.

( 50 ) Πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, AFMB κ.λπ. (C-610/18, ΕU:C:2020:565, σκέψη 50).

( 51 ) Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 3, του κανονισμού 1169/2011.

( 52 ) Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 4, του κανονισμού 1169/2011.

( 53 ) Υπενθυμίζεται ότι στην Επιτροπή ανατίθεται η αρμοδιότητα έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων όσον αφορά συμπληρωματικές απαιτήσεις για την εμπορία προϊόντων στον τομέα των οπωροκηπευτικών (βλ. απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2019, Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs Frankfurt am Main, C-686/17, EU:C:2019:659, σκέψεις 63 και 69).

( 54 ) Βλ. σημείο 23 των παρουσών προτάσεων. Πρβλ. αποφάσεις της 22ας Σεπτεμβρίου 2016, Breitsamer und Ulrich (C-113/15, EU:C:2016:718, σκέψη 67), και της 1ης Οκτωβρίου 2020, Groupe Lactalis (C-485/18, EU:C:2020:763, σκέψη 43).

( 55 ) Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 4 και 20 του κανονισμού 1169/2011, καθώς και απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020, Groupe Lactalis (C-485/18, EU:C:2020:763, σκέψη 41). Σχετικά με το προηγούμενο καθεστώς, βλ. αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2015, Bundesverband der Verbraucherzentralen und Verbraucherverbände (C-195/14, EU:C:2015:361, σκέψη 33), και της 30ής Ιανουαρίου 2020, Dr. Willmar Schwabe (C-524/18, EU:C:2020:60, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 56 ) Οι απαιτήσεις αυτές ισχύουν επίσης για τη διαφήμιση ή την παρουσίαση των τροφίμων, περιλαμβανομένης της συσκευασίας τους (βλ. άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1169/2011).

( 57 ) Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 1, και άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1169/2011, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 1, 3 και 4 του κανονισμού αυτού. Πρβλ. αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 2019, Organisation juive européenne και Vignoble Psagot (C-363/18, EU:C:2019:954, σκέψεις 52 και 53), και της 1ης Οκτωβρίου 2020, Groupe Lactalis (C-485/18, EU:C:2020:763, σκέψη 43).

( 58 ) Πρβλ. αποφάσεις της 22ας Σεπτεμβρίου 2016, Breitsamer und Ulrich (C-113/15, EU:C:2016:718, σκέψη 69), και της 1ης Οκτωβρίου 2020, Groupe Lactalis (C-485/18, EU:C:2020:763, σκέψη 44).

( 59 ) Πρβλ. αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2000, Geffroy (C‑366/98, EU:C:2000:430, σκέψεις 18 έως 20), της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Severi (C-446/07, EU:C:2009:530, σκέψη 60), και της 4ης Ιουνίου 2015, Bundesverband der Verbraucherzentralen und Verbraucherverbände (C‑195/14, EU:C:2015:361, σκέψη 35).

( 60 ) Πρβλ. αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Severi (C-446/07, EU:C:2009:530, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 4ης Ιουνίου 2015, Bundesverband der Verbraucherzentralen und Verbraucherverbände (C-195/14, EU:C:2015:361, σκέψη 36).

( 61 ) Πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, Bundesverband der Verbraucherzentralen und Verbraucherverbände (C-195/14, EU:C:2015:361, σκέψεις 39 και 40).

( 62 ) Δυνάμει του άρθρου 30, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1169/2011.

( 63 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 35 του κανονισμού 1169/2011.

( 64 ) Ειδικότερα, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι ναι μεν η Dr. Oetker ορίζει ποσοτικά, στο εμπρόσθιο μέρος, τη χρησιμοποιούμενη μερίδα αναφέροντας «= 100 g», ωστόσο δεν δηλώνεται ρητώς ο «αριθμός των μερίδων» που περιέχονται στη συσκευασία. Ως εκ τούτου, δεν είμαι πεπεισμένος ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 33, παράγραφος 1, του κανονισμού 1169/2011.

( 65 ) Βλ. σημείο 52 των παρουσών προτάσεων.

Top