EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019TJ0854

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 2ας Ιουνίου 2021 (Αποσπάσματα).
Franz Schröder GmbH & Co. KG κατά Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας – Λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης MONTANA – Απόλυτος λόγος απαραδέκτου – Περιγραφικός χαρακτήρας – Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 [νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001] – Δικαίωμα ακροάσεως – Άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001 – Αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών – Αποδοχή των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζονται για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών – Άρθρο 95, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2017/1001.
Υπόθεση T-854/19.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2021:309

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 2ας Ιουνίου 2021 ( *1 )

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας – Λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης MONTANA – Απόλυτος λόγος απαραδέκτου – Περιγραφικός χαρακτήρας – Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 [νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001] – Δικαίωμα ακροάσεως – Άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001 – Αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών – Αποδοχή των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζονται για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών – Άρθρο 95, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2017/1001»

Στην υπόθεση T‑854/19,

Franz Schröder GmbH & Co. KG, με έδρα το Delbrück (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον L. Pechan και την N. Fangmann, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από τον D. Gája,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

RDS Design ApS, με έδρα το Allerød (Δανία), εκπροσωπούμενη από τον J. Viinberg, δικηγόρο,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 14ης Οκτωβρίου 2019 (υπόθεση R 2393/2018-4), αφορώσας διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας μεταξύ της Franz Schröder και της RDS Design,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. M. Collins, πρόεδρο, V. Kreuschitz και G. De Baere (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: J. Pichon, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Δεκεμβρίου 2019,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του EUIPO, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Μαρτίου 2020,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Μαρτίου 2020,

έχοντας υπόψη τις έγγραφες ερωτήσεις τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο έθεσε στους διαδίκους και τις αντίστοιχες απαντήσεις τους, οι οποίες κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 και στις 16 Οκτωβρίου 2020,

έχοντας υπόψη την απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2020 με την οποία αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑854/19 έως T‑856/19 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 26ης Νοεμβρίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση ( 1 )

[παραλειπόμενα]

Αιτήματα των διαδίκων

10

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να δεχθεί την αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας και να κρίνει το βαλλόμενο σήμα άκυρο για τα επίμαχα προϊόντα και υπηρεσίες·

να καταδικάσει το EUIPO και την παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

11

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η προσφεύγουσα δήλωσε ότι παραιτείται από το δεύτερο αίτημά της, παραίτηση η οποία σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

12

Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

13

Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.

Σκεπτικό

[παραλειπόμενα]

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 95, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2017/1001

17

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως η προσφεύγουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο τμήμα προσφυγών, αφενός, ότι δέχθηκε τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία η παρεμβαίνουσα προσκόμισε εκπροθέσμως κατά την έννοια του άρθρου 95, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001 και, αφετέρου, ότι εξέτασε αυτεπαγγέλτως ορισμένα πραγματικά περιστατικά κατά παράβαση του άρθρου 95, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001. Ο πρώτος λόγος μπορεί επομένως να υποδιαιρεθεί σε δύο αυτοτελείς αιτιάσεις, με τις οποίες προβάλλεται παράβαση των δύο προαναφερθεισών διατάξεων.

Επί της πρώτης αιτιάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με την οποία προβάλλεται παράβαση του άρθρου 95, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001

[παραλειπόμενα]

23

Κατά το άρθρο 95, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001, το EUIPO «μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη πραγματικά περιστατικά των οποίων δεν έγινε επίκληση ή αποδείξεις που δεν προσεκόμισαν εγκαίρως οι διάδικοι».

24

Από το γράμμα του άρθρου 95, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001 απορρέει ότι, κατά κανόνα και εκτός αν ορίζεται άλλως, η επίκληση πραγματικών περιστατικών και η προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων από τους διαδίκους παραμένει δυνατή και μετά την πάροδο των προθεσμιών τις οποίες προβλέπουν προς τούτο οι διατάξεις του κανονισμού, καθώς και ότι ουδόλως απαγορεύεται στο EUIPO να λαμβάνει υπόψη πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που έχουν προβληθεί ή προσκομιστεί εκπροθέσμως [αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2007, ΓΕΕΑ κατά Kaul, C‑29/05 P, EU:C:2007:162, σκέψη 42, της 19ης Απριλίου 2018, EUIPO κατά Group, C‑478/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:268, σκέψη 34, και της 21ης Μαρτίου 2019, Pan κατά EUIPO – Entertainment One UK (TOBBIA), T‑777/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:180, σκέψη 21].

25

Διευκρινίζοντας ότι το EUIPO «μπορεί», σε παρόμοιες περιπτώσεις, να αποφασίσει να μη λάβει υπόψη τέτοιες αποδείξεις, το άρθρο 95, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001 παρέχει στο EUIPO ευρεία διακριτική ευχέρεια ώστε να κρίνει, αιτιολογώντας την απόφασή του επ’ αυτού, αν πρέπει ή δεν πρέπει να τις λάβει υπόψη (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2007, ΓΕΕΑ κατά Kaul, C‑29/05 P, EU:C:2007:162, σκέψη 43· της 24ης Ιανουαρίου 2018, EUIPO κατά European Food, C‑634/16 P, EU:C:2018:30, σκέψη 56, και της 21ης Μαρτίου 2019, TOBBIA, T‑777/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:180, σκέψη 22).

26

Εξάλλου, το άρθρο 27, παράγραφος 4, του κανονισμού 2018/625 οριοθετεί την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 95, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001 όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά των οποίων γίνεται επίκληση ή τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή ορίζει τα ακόλουθα:

«Σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 2 του κανονισμού [2017/1001], το τμήμα προσφυγών μπορεί να λαμβάνει υπόψη πραγματικά περιστατικά των οποίων γίνεται επίκληση ή αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται για πρώτη φορά ενώπιόν του μόνον εφόσον τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

έχουν, εκ πρώτης όψεως, πιθανόν σημασία για την έκβαση της υπόθεσης· και

β)

δεν παρατέθηκαν εμπρόθεσμα για βάσιμους λόγους, ιδίως σε περίπτωση που απλώς συμπληρώνουν σχετικά πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που έχουν ήδη υποβληθεί εμπρόθεσμα, ή κατατίθενται προς αντίκρουση διαπιστώσεων που διατυπώθηκαν ή πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων που εξετάστηκαν αυτεπαγγέλτως από το πρωτοβάθμιο όργανο λήψης αποφάσεων στην προσβαλλόμενη απόφαση.»

[παραλειπόμενα]

Επί της δεύτερης αιτιάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με την οποία προβάλλεται παράβαση του άρθρου 95, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001

34

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, κατά το άρθρο 95, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, στις διαδικασίες κηρύξεως ακυρότητας που στηρίζονται σε λόγους απόλυτης ακυρότητας, το EUIPO περιορίζει την εξέτασή του στους λόγους και τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι. Δεδομένου ότι τεκμαίρεται ότι το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει καταχωρισθεί είναι έγκυρο, εναπόκειται στον υποβαλόντα την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας να επικαλεστεί ενώπιον του EUIPO τα συγκεκριμένα στοιχεία που θέτουν υπό αμφισβήτηση το κύρος του.

35

Επομένως, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι το τμήμα προσφυγών δεν μπορούσε να στηριχθεί στις δικές του πραγματικές διαπιστώσεις. Στην προσβαλλόμενη απόφαση, óμως, το τμήμα προσφυγών έλαβε ως βάση «συμπληρωματικά πραγματικά περιστατικά» που δεν είχαν προβάλει οι διάδικοι.

36

Κατά την προσφεύγουσα, τα περιστατικά αυτά αφορούν, πρώτον, τον πληθυσμό της πολιτείας της Montana (σημείο 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως), δεύτερον, τον δημοφιλή χαρακτήρα άλλων τουριστικών προορισμών όπως οι πολιτείες της Καλιφόρνιας ή της Φλόριντα (σημείο 31 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τρίτον, την αναφορά σε όρους που συνδέονται με τη λέξη «montana» σε ορισμένες ευρωπαϊκές γλώσσες και τον προκαλούμενο από τη λέξη αυτή συνειρμό σχετικά με την ελβετική κοινότητα Crans-Montana (σημεία 32 και 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τέταρτον, το ποσοστό δασοκάλυψης της επιφάνειας των Ηνωμένων Πολιτειών και ορισμένων κρατών μελών της Ένωσης (σημεία 42 και 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως) καθώς και, πέμπτον, πληροφορίες προερχόμενες από την εγκυκλοπαίδεια Britannica σχετικά με την χλωρίδα της πολιτείας της Montana και την οικονομία της (σημεία 40, 51 και 52 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

37

Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

38

Κατά πάγια νομολογία, σύμφωνα με το άρθρο 95, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, στο πλαίσιο της εξετάσεως των απόλυτων λόγων απαραδέκτου, οι εξεταστές του EUIPO και, κατόπιν προσφυγής, τα τμήματα προσφυγών του EUIPO πρέπει να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά προκειμένου να προσδιορίσουν αν υφίσταται ως προς το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση κάποιος από τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου που παρατίθενται στο άρθρο 7 του κανονισμού αυτού. Επομένως, τα αρμόδια όργανα του EUIPO ενδέχεται εν τέλει να στηρίξουν τις αποφάσεις τους σε πραγματικά περιστατικά που δεν προέβαλε ο αιτών [πρβλ. αποφάσεις της 29ης Μαρτίου 2019, All Star κατά EUIPO – Carrefour Hypermarchés (Σχήμα σόλας υποδήματος), T‑611/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:210, σκέψη 43, και της 10ης Ιουνίου 2020, Louis Vuitton Malletier κατά EUIPO – Wisniewski (Αναπαράσταση σχεδίου σκακιέρας), T‑105/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:258, σκέψη 21].

39

Εντούτοις, στο πλαίσιο διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας στηριζόμενης σε απόλυτο λόγο απαραδέκτου, το τμήμα προσφυγών δεν μπορεί να υποχρεωθεί να εξετάσει εκ νέου αυτεπαγγέλτως τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που είχαν εξεταστεί κατά τον χρόνο της καταχωρίσεως από τα αρμόδια όργανα του EUIPO. Πράγματι, από τις διατάξεις των άρθρων 59 και 62 του κανονισμού 2017/1001 προκύπτει ότι το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεωρείται έγκυρο μέχρις ότου κηρυχθεί άκυρο από το EUIPO κατόπιν διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας. Κατά συνέπεια, καλύπτεται από τεκμήριο εγκυρότητας που αποτελεί λογική συνέπεια του ελέγχου στον οποίο προβαίνει το EUIPO στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήσεως καταχωρίσεως (πρβλ. αποφάσεις της 29ης Μαρτίου 2019, Σχήμα σόλας υποδήματος, T‑611/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:210, σκέψη 44, και της 10ης Ιουνίου 2020, Αναπαράσταση σχεδίου σκακιέρας, T‑105/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:258, σκέψη 22).

40

Το ως άνω τεκμήριο εγκυρότητας συνεπάγεται ότι η κατά το άρθρο 95, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 2017/1001 υποχρέωση του EUIPO να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων θα μπορούσε να εφαρμόσει τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου περιορίζεται στην εξέταση της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διενεργείται από τους εξεταστές και, κατόπιν προσφυγής, από τα τμήματα προσφυγών του EUIPO στο πλαίσιο της διαδικασίας καταχωρίσεως του οικείου σήματος. Όταν πρόκειται λοιπόν για διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας στηριζόμενη σε απόλυτο λόγο απαραδέκτου, δεδομένου ότι τεκμαίρεται ότι το καταχωρισμένο σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι έγκυρο, εναπόκειται στον υποβαλόντα την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας να επικαλεστεί ενώπιον του EUIPO τα συγκεκριμένα στοιχεία που θέτουν υπό αμφισβήτηση το κύρος του. Ως εκ τούτου, κατά τη δεύτερη περίοδο του άρθρου 95, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, περίοδος η οποία επιβεβαιώνει την προγενέστερη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου [απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, Fürstlich Castell’sches Domänenamt κατά ΓΕΕΑ – Castel Frères (CASTEL), T‑320/10, EU:T:2013:424, σκέψη 28], στις διαδικασίες κηρύξεως ακυρότητας δυνάμει του άρθρου 59 του ίδιου κανονισμού, το EUIPO περιορίζει την εξέτασή του στους λόγους και τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι (βλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2020, Αναπαράσταση σχεδίου σκακιέρας, T‑105/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:258, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41

Εντούτοις, καίτοι το τεκμήριο εγκυρότητας της καταχωρίσεως περιορίζει την υποχρέωση του EUIPO να εξετάζει τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, δεν το εμποδίζει ωστόσο, ιδίως λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που προβάλλει ο διάδικος ο οποίος αμφισβητεί το κύρος του σήματος, να στηριχθεί σε παγκοίνως γνωστά πραγματικά περιστατικά (πρβλ. αποφάσεις της 29ης Μαρτίου 2019, Σχήμα σόλας υποδήματος, T‑611/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:210, σκέψη 46, και της 10ης Ιουνίου 2020, Αναπαράσταση σχεδίου σκακιέρας, T‑105/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:258, σκέψη 24).

42

Εξάλλου, μολονότι στις διαδικασίες κηρύξεως ακυρότητας που στηρίζονται σε απόλυτο λόγο απαραδέκτου το EUIPO περιορίζει την εξέτασή του στους λόγους και τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι, τούτο δεν σημαίνει ότι το τμήμα προσφυγών δεν μπορεί, στο πλαίσιο της δικής του εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, των επιχειρημάτων και των αποδεικτικών στοιχείων που προβάλλει ο αιτών την κήρυξη ακυρότητας, να καταλήξει σε συμπέρασμα διαφορετικό από εκείνο που προτείνει ο τελευταίος [πρβλ. απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2019, Rubik’s Brand κατά EUIPO – Simba Toys (Σχήμα κύβου του οποίου οι έδρες έχουν δομή πλέγματος), T‑601/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:765, σκέψη 82]. Συναφώς, από το άρθρο 71, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001 προκύπτει ότι, συνεπεία της ασκήσεως της προσφυγής επί της οποίας πρέπει να αποφανθεί, το τμήμα προσφυγών μπορεί να ασκήσει τις αρμοδιότητες του τμήματος που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και, ως εκ τούτου, καλείται στο πλαίσιο αυτό να προβεί σε νέα πλήρη επί της ουσίας εξέταση της προσφυγής, τόσο από νομικής όσο και από πραγματικής απόψεως [πρβλ. αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2007, ΓΕΕΑ κατά Kaul, C‑29/05 P, EU:C:2007:162, σκέψη 57, της 4ης Μαρτίου 2020, Tulliallan Burlington κατά EUIPO, C‑155/18 P έως C‑158/18 P, EU:C:2020:151, σκέψη 97, και της 28ης Μαρτίου 2019, Robert Bosch κατά EUIPO (Simply. Connected.), T‑251/17 και T‑252/17, EU:T:2019:202, σκέψη 27].

43

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η διαφορά εντάσσεται στο πλαίσιο διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας στηριζόμενης σε απόλυτο λόγο ακυρότητας. Επομένως, το τμήμα προσφυγών όφειλε να εξετάσει μόνον τους λόγους και τα επιχειρήματα των διαδίκων, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας να λάβει υπόψη παγκοίνως γνωστά πραγματικά περιστατικά.

44

Δεν μπορεί όμως να διαπιστωθεί ότι το τμήμα προσφυγών υπερέβη τα όρια της εξετάσεώς του κατά παράβαση του άρθρου 95, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001.

45

Πράγματι, πρέπει να σημειωθεί ότι το τμήμα προσφυγών απλώς εξέτασε αν ο απόλυτος λόγος που προέβαλε η προσφεύγουσα ήταν ικανός να επιφέρει την κήρυξη της ακυρότητας του βαλλόμενου σήματος.

[παραλειπόμενα]

47

Επιπλέον, με την προσβαλλόμενη απόφαση το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι ορθώς είχε καταχωριστεί το σήμα MONTANA, επιβεβαιώνοντας με τον τρόπο αυτόν την εγκυρότητά του.

48

Επομένως, το τμήμα προσφυγών δεν εξέτασε αυτεπαγγέλτως κρίσιμα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων θα μπορούσε να εφαρμόσει άλλους απόλυτους λόγους απαραδέκτου ικανούς να θέσουν υπό αμφισβήτηση την εγκυρότητα του βαλλόμενου σήματος, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 40 ανωτέρω.

49

Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών, κατά την εκτίμηση του επίμαχου απόλυτου λόγου απαραδέκτου, προέβη αυτεπαγγέλτως σε εξέταση ορισμένων «συμπληρωματικών πραγματικών περιστατικών» (βλ. σκέψεις 35 και 36 ανωτέρω).

50

Πράγματι, πρέπει να σημειωθεί ότι οι διαπιστώσεις του τμήματος προσφυγών που απαριθμούνται στη σκέψη 36 ανωτέρω εντάσσονται στην εκ μέρους του εκτίμηση των στοιχείων που προέβαλε η προσφεύγουσα προς στήριξη της αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας, καθώς και των αιτιολογιών της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων. Οι διαπιστώσεις αυτές συνίστανται στην εκ νέου αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών, των αποδεικτικών στοιχείων και των επιχειρημάτων τα οποία είχε προβάλει η προσφεύγουσα με την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας και τα οποία το τμήμα προσφυγών έκρινε ως ανακριβή ή ως έχοντα ανεπαρκή αποδεικτική αξία και στην απόρριψη των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε το τμήμα ακυρώσεων δεχόμενο την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας.

[παραλειπόμενα]

56

Επομένως, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 42 ανωτέρω, οι διαπιστώσεις του τμήματος προσφυγών αποτελούν απλώς αντανάκλαση της νέας πλήρους επί της ουσίας εξετάσεως της προσφυγής, τόσο από νομικής όσο και πραγματικής απόψεως, μετά την ολοκλήρωση της οποίας κατέληξε σε συμπέρασμα διαφορετικό από εκείνο που επιθυμούσε η προσφεύγουσα.

57

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί η δεύτερη αιτίαση του πρώτου λόγου ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

[παραλειπόμενα]

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Η Franz Schröder GmbH & Co. KG φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα δικαστικά έξοδα του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO).

 

3)

Η RDS Design ApS φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

 

Collins

Kreuschitz

De Baere

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 2 Ιουνίου 2021.

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

( 1 ) Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.

Top