EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019CJ0900

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 17ης Μαρτίου 2021.
One Voice και Ligue pour la protection des oiseaux κατά Ministre de la Transition écologique et solidaire.
Αίτηση του Conseil d'État (Γαλλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Οδηγία 2009/147/ΕΚ – Διατήρηση των αγρίων πτηνών – Άρθρα 5 και 8 – Απαγόρευση χρήσεως οιασδήποτε μεθόδου συλλήψεως πτηνών – Άρθρο 9, παράγραφος 1 – Άδεια χρήσεως κατ’ εξαίρεση τοιαύτης μεθόδου η οποία έχει καθιερωθεί από την παραδοσιακή χρήση της – Προϋποθέσεις – Έλλειψη άλλης ικανοποιητικής λύσεως – Αιτιολόγηση της ελλείψεως “άλλης ικανοποιητικής λύσεως” χάριν και μόνον της διατηρήσεως της παραδοσιακής αυτής μεθόδου – Επιλεκτικότητα των συλλαμβανομένων πτηνών – Εθνική ρύθμιση που επιτρέπει τη σύλληψη πτηνών διά της χρήσεως ξοβεργών.
Υπόθεση C-900/19.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2021:211

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 17ης Μαρτίου 2021 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Οδηγία 2009/147/ΕΚ – Διατήρηση των αγρίων πτηνών – Άρθρα 5 και 8 – Απαγόρευση χρήσεως οιασδήποτε μεθόδου συλλήψεως πτηνών – Άρθρο 9, παράγραφος 1 – Άδεια χρήσεως κατ’ εξαίρεση τοιαύτης μεθόδου η οποία έχει καθιερωθεί από την παραδοσιακή χρήση της – Προϋποθέσεις – Έλλειψη άλλης ικανοποιητικής λύσεως – Αιτιολόγηση της ελλείψεως “άλλης ικανοποιητικής λύσεως” χάριν και μόνον της διατηρήσεως της παραδοσιακής αυτής μεθόδου – Επιλεκτικότητα των συλλαμβανομένων πτηνών – Εθνική ρύθμιση που επιτρέπει τη σύλληψη πτηνών διά της χρήσεως ξοβεργών»

Στην υπόθεση C-900/19,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Γαλλία) με απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 6 Δεκεμβρίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης

One Voice,

Ligue pour la protection des oiseaux

κατά

Ministre de la Transition écologique et solidaire,

παρισταμένης της:

Fédération nationale des Chasseurs,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen, C. Toader (εισηγήτρια), M. Safjan και N. Jääskinen, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η One Voice, εκπροσωπούμενη από την A. Moreau, avocate,

η Fédération nationale des Chasseurs, εκπροσωπούμενη από τις H. Farge και C. Waquet, avocates,

η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A.-L. Desjonquères και τον E. Leclerc,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους C. Hermes και F. Thiran,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 19ης Νοεμβρίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ 2010, L 20, σ. 7, στο εξής: οδηγία για τα πτηνά).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της One Voice και της Ligue pour la protection des oiseaux, αφενός, και του ministre de la Transition écogique et solidaire (Υπουργού Οικολογικής και Αλληλέγγυας Μεταβάσεως, Γαλλία), αφετέρου, ως προς το κύρος πέντε υπουργικών αποφάσεων της 24ης Σεπτεμβρίου 2018 σχετικά με τη χρήση ξοβεργών για τη σύλληψη τσιχλών και κοτσύφων που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως κράχτες για την περίοδο θήρας 2018-2019 στα διοικητικά διαμερίσματα Alpes-de-Haute-Provence, Alpes-Maritimes, Bouches-du-Rhône, Vaucluse και Var (France) (JORF της 27ης Σεπτεμβρίου 2018, κείμενα 10 έως 13 και 15, στο εξής: υπουργικές αποφάσεις της 24ης Σεπτεμβρίου 2018).

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 202):

«Εφόσον δεν υπάρχουν άλλες ικανοποιητικές λύσεις τα Κράτη μέλη μπορούν να μην εφαρμόσουν τις διατάξεις των άρθρων 5, 6, 7 και 8 για τους εξής λόγους:

[…]

γ)

για να επιτραπεί με αυστηρά ελεγχόμενους όρους και τρόπο επιλεκτικό η σύλληψη, η κράτηση και η ορθολογική εκμετάλλευση ορισμένων πτηνών σε μικρές ποσότητες.»

4

Η οδηγία για τα πτηνά κωδικοποίησε την οδηγία 79/409 και την κατήργησε.

5

Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 3 και 5 της οδηγίας για τα πτηνά:

«(3)

Στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών, ένας μεγάλος αριθμός ειδών πτηνών που ζουν εκ φύσεως σε άγρια κατάσταση υφίσταται μείωση του πληθυσμού του, η οποία είναι ταχύτατη σε ορισμένες περιπτώσεις και η μείωση αυτή αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος, ιδίως εξαιτίας των απειλητικών συνεπειών της για τη βιολογική ισορροπία.

[…]

(5)

Η διατήρηση των πτηνών που ζουν εκ φύσεως σε άγρια κατάσταση στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών είναι αναγκαία για την πραγμάτωση των στόχων της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] στους τομείς της βελτιώσεως των συνθηκών ζωής και της αειφόρου ανάπτυξης.»

6

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

«Η παρούσα οδηγία αφορά τη διατήρηση όλων των ειδών πτηνών που ζουν εκ φύσεως σε άγρια κατάσταση στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών στο οποίο εφαρμόζεται η συνθήκη. Έχει αντικείμενο την προστασία, τη διαχείριση και τη ρύθμιση των ειδών αυτών και κανονίζει την εκμετάλλευσή τους.»

7

Το άρθρο 2 της ως άνω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη υιοθετούν όλα τα αναγκαία μέτρα με σκοπό να διατηρηθεί ή να προσαρμοσθεί ο πληθυσμός όλων των ειδών των πτηνών που αναφέρονται στο άρθρο 1 σε επίπεδο που να ανταποκρίνεται μεταξύ άλλων στις οικολογικές, επιστημονικές και μορφωτικές απαιτήσεις, λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη τις οικονομικές και ψυχαγωγικές απαιτήσεις.»

8

Το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«Με την επιφύλαξη των άρθρων 7 και 9, τα κράτη μέλη υιοθετούν τα αναγκαία μέτρα για να εγκαθιδρύσουν ένα γενικό καθεστώς προστασίας όλων των ειδών πτηνών που αναφέρονται στο άρθρο 1 και περιλαμβάνουν ειδικότερα την απαγόρευση:

α)

τ[ης] εκ προθέσεως [θανατώσεως] ή συλλήψεως πτηνών με οιονδήποτε τρόπο·

[…]».

9

Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας για τα πτηνά προβλέπει τα εξής:

«1.   Ανάλογα με το επίπεδο του πληθυσμού τους, τη γεωγραφική κατανομή και το ρυθμό αναπαραγωγής τους σε όλη την [Ένωση], τα αναφερόμενα στο παράρτημα II είδη είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο θηρευτικών πράξεων στα πλαίσια της εθνικής νομοθεσίας. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η θήρα αυτών των ειδών να μην υπονομεύει τις προσπάθειες διατηρήσεως που αναλαμβάνονται στη ζώνη εξαπλώσεώς τους.

[…]

3.   Τα είδη που απαριθμούνται στο παράρτημα II μέρος Β, είναι δυνατόν να θηρεύονται μόνο στα κράτη μέλη για τα οποία έχουν σημειωθεί.»

10

Το παράρτημα II, μέρος B, της οδηγίας αυτής αναφέρει, μεταξύ άλλων, τον turdus merula (κότσυφα), την turdus pilaris (κεδρότσιχλα), την turdus philomelos (τσίχλα), την turdus iliacus (κοκκινότσιχλα) και την turdus viscivorus (γερακότσιχλα).

11

Το άρθρο 8, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα:

«Όσον αφορά τη θήρα, τη σύλληψη ή τη θανάτωση πτηνών στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη απαγορεύουν τη χρήση οιουδήποτε μέσου, εγκαταστάσεων ή μεθόδων μαζικής ή όχι επιλεκτικής συλλήψεως ή θανατώσεως, ή που μπορεί να προκαλέσει τοπικά την εξαφάνιση ενός είδους, ιδιαίτερα εκείνων των μέσων που αναφέρονται στο παράρτημα IV στοιχείο α).»

12

Οι ξόβεργες περιλαμβάνονται μεταξύ των μέσων συλλήψεως του παραρτήματος IV, στοιχείο αʹ, της ίδιας οδηγίας.

13

Το άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας για τα πτηνά προβλέπει τα εξής:

«1.   Εφόσον δεν υπάρχουν άλλες ικανοποιητικές λύσεις, τα κράτη μέλη μπορούν να μην εφαρμόσουν τις διατάξεις των άρθρων 5 έως 8 για τους εξής λόγους:

[…]

γ)

για να επιτραπεί με αυστηρά ελεγχόμενους όρους και τρόπο επιλεκτικό η σύλληψη, η κράτηση και η ορθολογική εκμετάλλευση ορισμένων πτηνών σε μικρές ποσότητες.

2.   Οι εξαιρέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρέπει να μνημονεύουν:

α)

τα είδη που αποτελούν αντικείμενο εξαιρέσεων·

β)

τα επιτρεπόμενα μέσα, εγκαταστάσεις ή μεθόδους συλλήψεως ή θανατώσεως·

γ)

τις συνθήκες κινδύνου και τις χρονικές και τοπικές περιστάσεις στις οποίες οι εξαιρέσεις μπορούν να εφαρμοσθούν·

δ)

την αρχή η οποία είναι αρμόδια να δηλώσει ότι πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις και να αποφασίσει ποια μέσα, εγκαταστάσεις ή μέθοδοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν, σε ποια όρια και από ποια πρόσωπα·

ε)

τους ελέγχους που θα πραγματοποιηθούν.»

Το γαλλικό δίκαιο

14

Ο τίτλος II του βιβλίου IV του code de l’environnement (κώδικα περιβάλλοντος,) ο οποίος αφορά τη θήρα, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το κεφάλαιο IV, με τίτλο «Θήρευση», το οποίο υποδιαιρείται σε έξι τμήματα, το δε τμήμα 3 αφορά τους «[τ]ρόπους και τα μέσα θήρας». Το άρθρο L. 424-4 του κώδικα αυτού, το οποίο περιλαμβάνεται στο εν λόγω τμήμα, ορίζει τα εξής:

«Κατά την ανοικτή θηρευτική περίοδο, η άδεια παρέχει σε όποιον απέκτησε το δικαίωμα ημερήσιας θήρας, είτε με κυνηγετικό όπλο είτε με κυνηγετικό σκύλο είτε με ηχοπαραγωγικές συσκευές είτε με καταδιωκτικά πτηνά, σύμφωνα με τις διακρίσεις που γίνονται με αποφάσεις του αρμοδίου επί θεμάτων θήρας υπουργού. Ως ημέρα νοείται ο χρόνος που αρχίζει μία ώρα πριν από την ανατολή του ηλίου στην πρωτεύουσα του διοικητικού διαμερίσματος και τελειώνει μία ώρα μετά τη δύση του.

[…]

Προκειμένου να παρασχεθεί δυνατότητα θήρας, με αυστηρά ελεγχόμενους όρους και τρόπο επιλεκτικό, ορισμένων διερχόμενων πτηνών σε μικρές ποσότητες, ο αρμόδιος επί θεμάτων θήρας υπουργός, επιτρέπει, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζει, τη χρήση των παραδοσιακών τρόπων και μέσων θήρας κατά παρέκκλιση από τους επιτρεπόμενους στο πρώτο εδάφιο.

[…]

Οι ξόβεργες τοποθετούνται μία ώρα πριν από την ανατολή του ήλιου και αφαιρούνται πριν από τις ένδεκα προ μεσημβρίας.

Απαγορεύονται όλα τα άλλα μέσα θήρας, συμπεριλαμβανομένου του αεροσκάφους και του αυτοκινήτου, ακόμη και ως ηχοπαραγωγικών μέσων.

[…]»

15

Το άρθρο 1 του διατάγματος του secrétaire d’État auprès du Premier ministre, chargé de l’environnement et de la prévention des risques technologiques et naturels majeurs (Υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ, Αρμόδιου για το Περιβάλλον και την Πρόληψη των Σημαντικών Τεχνολογικών και Φυσικών Κινδύνων), της 17ης Αυγούστου 1989, περί της χρήσεως ξοβεργών για τη σύλληψη τσιχλών και κοτσύφων που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως κράχτες στα διοικητικά διαμερίσματα Alpes-de-Haute-Provence, Alpes-Maritimes, Bouches‑du-Rhône, Var και Vaucluse (JORF της 13ης Σεπτεμβρίου 1989, σ. 11560, στο εξής: διάταγμα της 17ης Αυγούστου 1989), προβλέπει τα εξής:

«Η χρήση ξοβεργών για τη σύλληψη τσιχλών, κεδρότσιχλων, κοκκινότσιχλων και γερακότσιχλων και κοτσύφων, που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για προσωπικούς σκοπούς ως κράχτες, επιτρέπεται στα διοικητικά διαμερίσματα Alpes-de-Haute-Provence, Alpes-Maritimes, Bouches-du-Rhône, Var και Vaucluse, υπό τους αυστηρώς ελεγχόμενους όρους που καθορίζονται κατωτέρω, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα επιλεκτικής συλλήψεως μικρού αριθμού των πτηνών αυτών, καθόσον δεν υπάρχουν άλλες ικανοποιητικές λύσεις.»

16

Το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω διατάγματος ορίζει τα εξής:

«Οι ξόβεργες παραμένουν στη θέση τους μόνον παρουσία του κυνηγού. Κάθε πτηνό που συλλαμβάνεται καθαρίζεται πάραυτα.»

17

Το άρθρο 6 του εν λόγω διατάγματος ορίζει:

«Ο μέγιστος αριθμός πτηνών των οποίων επιτρέπεται η σύλληψη κατά την περίοδο θήρας καθώς και οι τεχνικές προδιαγραφές που ενδεχομένως ισχύουν σε κάθε διοικητικό διαμέρισμα καθορίζονται ετησίως από τον αρμόδιο επί θεμάτων θήρας υπουργό.»

18

Το άρθρο 11 του ιδίου διατάγματος ορίζει:

«Εκτός των τσιχλών, των κεδρότσιχλων, των κοκκινότσιχλων, των γερακότσιχλων και των κοτσύφων κάθε θήραμα που συλλαμβάνεται τυχαία καθαρίζεται και αφήνεται ελεύθερο πάραυτα.»

19

Κατ’ εφαρμογήν του διατάγματος της 17ης Αυγούστου 1989, ο ministre d’État, ministre de la Transition écologique et solidaire (Υπουργός Επικρατείας, Υπουργός Οικολογικής και Αλληλέγγυας Μεταβάσεως), όρισε, με τις υπουργικές αποφάσεις της 24ης Σεπτεμβρίου 2018, αντιστοίχως, σε 2900 στο διοικητικό διαμέρισμα Alpes-de-Haute-Provence, σε 400 στο διοικητικό διαμέρισμα Alpes-Maritimes, σε 11400 στο διοικητικό διαμέρισμα Bouches‑du‑Rhône, σε 15600 στο διοικητικό διαμέρισμα Vaucluse και σε 12200 στο διοικητικό διαμέρισμα Var, τον μέγιστο αριθμό τσιχλών και κοτσύφων των οποίων επιτρέπεται η σύλληψη με τη χρήση ξοβεργών, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως κράχτες για τη θηρευτική περίοδο 2018-2019.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

20

Η One Voice άσκησε ενώπιον του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας, Γαλλία) πέντε αιτήσεις ακυρώσεως με αίτημα να ακυρωθούν οι υπουργικές αποφάσεις της 24ης Σεπτεμβρίου 2018 καθώς και να υποχρεωθεί ο Υπουργός Οικολογικής και Αλληλέγγυας Μεταβάσεως να προβεί σε ανάκληση του διατάγματος της 17ης Αυγούστου 1989. Η Ligue pour la protection des oiseaux άσκησε ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου πέντε αιτήσεις ακυρώσεως με αίτημα την ακύρωση των υπουργικών αποφάσεων της 24ης Σεπτεμβρίου 2018. Το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε τη συνεκδίκαση αυτών των αιτήσεων ακυρώσεως.

21

Προς στήριξη των αιτήσεων ακυρώσεώς τους, οι αιτούσες της κύριας δίκης υποστήριξαν, κατ’ ουσίαν, μεταξύ άλλων, ότι το διάταγμα της 17ης Αυγούστου 1989, κατ’ εφαρμογήν του οποίου εκδόθηκαν οι υπουργικές αποφάσεις της 24ης Σεπτεμβρίου 2018, αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας για τα πτηνά, ιδίως καθόσον επιτρέπει τη χρήση μιας παραδοσιακής μεθόδου θήρας η οποία δεν είναι επιλεκτική, ήτοι τη χρήση ξοβεργών, χωρίς επιπλέον να αιτιολογείται η ανυπαρξία άλλης ικανοποιητικής λύσεως. Επιπλέον, η Ligue pour la protection des oiseaux υποστηρίζει ότι οι υπουργικές αποφάσεις της 24ης Σεπτεμβρίου 2018 παραβιάζουν επίσης την ως άνω οδηγία, καθόσον επιτρέπουν τη θήρευση πτηνών υπό μη αυστηρώς ελεγχόμενες συνθήκες και χωρίς να αποδεικνύεται ότι η επιτρεπόμενη θήρευση περιορίζεται σε μικρές ποσότητες.

22

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, πρώτον, ότι, με την απόφαση της 27ης Απριλίου 1988, Επιτροπή κατά Γαλλίας (252/85, EU:C:1988:202), το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διατάξεις του διατάγματος της 27ης Ιουλίου 1982, οι οποίες δεν διαφέρουν ουσιωδώς από τις διατάξεις του διατάγματος της 17ης Αυγούστου 1989, ήσαν συμβατές με τις απαιτήσεις της οδηγίας 79/409 και, ιδίως, ότι δεν παρέβαιναν την απαίτηση «ορθολογικής εκμεταλλεύσεως ορισμένων πτηνών σε μικρές ποσότητες» λαμβανομένου υπόψη του «απολύτως συγκεκριμένου χαρακτήρα» του συστήματος που προέβλεπαν.

23

Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, με την απόφασή του της 21ης Ιουνίου 2018, Επιτροπή κατά Μάλτας (C-557/15, EU:C:2018:477), η οποία εκδόθηκε μετά την έναρξη ισχύος του άρθρου 3 ΣΕΕ και του άρθρου 37 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), το Δικαστήριο έκρινε ότι εθνική νομοθεσία η οποία επέτρεπε άλλη παραδοσιακή μέθοδο θήρας δεν πληρούσε μία από τις προϋποθέσεις του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας για τα πτηνά προκειμένου να μπορεί να εξαιρεθεί από το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής, ήτοι την προϋπόθεση του επιλεκτικού χαρακτήρα της οικείας μεθόδου συλλήψεως, στηριζόμενο στην ύπαρξη «παρεμπιπτουσών συλλήψεων» χωρίς να διευκρινίσει το εύρος των συλλήψεων αυτών.

24

Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας για τα πτηνά έχει την έννοια ότι εμποδίζει τα κράτη μέλη να επιτρέπουν τη χρήση μέσων, εγκαταστάσεων ή μεθόδων συλλήψεως ή θανατώσεως ικανών να οδηγήσουν σε παρεμπίπτουσα σύλληψη πτηνών, έστω και σε ελάχιστο αριθμό και σε τελείως προσωρινή βάση. Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, θα πρέπει να καθορισθεί ποια κριτήρια, αναγόμενα μεταξύ άλλων στην περιορισμένη αναλογία ή έκταση της παρεμπίπτουσας συλλήψεως πτηνών, στον κατ’ αρχήν μη θανατηφόρο χαρακτήρα της επιτρεπόμενης μεθόδου θήρας και στην υποχρέωση απελευθερώσεως, χωρίς σοβαρή βλάβη, των πτηνών που συλλαμβάνονται τυχαία, μπορούν ενδεχομένως να ληφθούν υπόψη προκειμένου να θεωρηθεί ότι πληρούται το κριτήριο επιλεκτικότητας που προβλέπεται από τις διατάξεις αυτές.

25

Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, μολονότι, με την απόφαση της 27ης Απριλίου 1988, Επιτροπή κατά Γαλλίας (252/85, EU:C:1988:202), το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η χρήση ξοβεργών για τη σύλληψη τσιχλών, που αποτελεί παραδοσιακό τρόπο θήρας σε ορισμένα γαλλικά διοικητικά διαμερίσματα, δεν αντέβαινε στις επιταγές της οδηγίας 79/409, οι οποίες επαναλαμβάνονται στην οδηγία για τα πτηνά, εντούτοις έκρινε, με την απόφαση της 21ης Ιουνίου 2018, Επιτροπή κατά Μάλτας (C-557/15, EU:C:2018:477), ότι οι διατάξεις του άρθρου 9 της τελευταίας αυτής οδηγίας επιβάλλουν ακριβή και επαρκή αιτιολογία περί μη υπάρξεως άλλης ικανοποιητικής λύσεως για την εξαίρεση που χορηγείται από κράτος μέλος.

26

Δεδομένου ότι το διάταγμα της 17ης Αυγούστου 1989 διαλαμβάνει ότι, λαμβανομένου υπόψη ότι η μέθοδος θήρας με ξόβεργες αποτελεί παραδοσιακό τρόπο θήρας στα οικεία διοικητικά διαμερίσματα, «δεν υφίσταται άλλη ικανοποιητική λύση», το αιτούν δικαστήριο ερωτά, ως εκ τούτου, αν η οδηγία για τα πτηνά πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο σκοπός και μόνον της διαφυλάξεως των παραδοσιακών τρόπων και μέσων θήρας ψυχαγωγικού χαρακτήρα, και στο μέτρο που πληρούνται όλες οι λοιπές προϋποθέσεις για μια τέτοια εξαίρεση οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, είναι ικανός να δικαιολογήσει την ανυπαρξία άλλης ικανοποιητικής λύσεως κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας επιτρέποντας τοιουτοτρόπως την παρέκκλιση από την αρχή της απαγορεύσεως της χρήσεως αυτών των τρόπων και μέσων θήρας η οποία τίθεται με το άρθρο 8 της ίδιας οδηγίας.

27

Υπό τις συνθήκες αυτές, το le Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχουν οι διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας για τα πτηνά την έννοια ότι εμποδίζουν τα κράτη μέλη να επιτρέπουν τη χρήση μέσων, εγκαταστάσεων ή μεθόδων συλλήψεως ή θανατώσεως ικανών να προκαλέσουν την παρεμπίπτουσα σύλληψη πτηνών, έστω ελάχιστου αριθμού και σε τελείως προσωρινή βάση; Ποια κριτήρια, αναφερόμενα, μεταξύ άλλων, στην περιορισμένη αναλογία ή έκταση της παρεμπίπτουσας συλλήψεως πτηνών, στον κατ’ αρχήν μη θανατηφόρο χαρακτήρα της επιτρεπόμενης μεθόδου θήρας και στην υποχρέωση ελευθερώσεως χωρίς σοβαρή βλάβη των πτηνών που συλλαμβάνονται τυχαία, μπορούν ενδεχομένως να ληφθούν υπόψη προκειμένου να θεωρηθεί ότι πληρούται το κριτήριο επιλεκτικότητας που προβλέπεται από τις διατάξεις αυτές;

2)

Έχει η οδηγία για τα πτηνά την έννοια ότι ο σκοπός διατηρήσεως της χρήσεως παραδοσιακών τρόπων και μέσων θήρας πτηνών για ψυχαγωγικούς σκοπούς, εφόσον πληρούνται όλες οι λοιπές προϋποθέσεις για μια τέτοια παρέκκλιση οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, μπορεί να δικαιολογήσει την ανυπαρξία άλλων ικανοποιητικών λύσεων κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, επιτρέποντας την παρέκκλιση από την αρχή της απαγορεύσεως χρήσεως αυτών των τρόπων και μεθόδων θήρας που προβλέπεται στο άρθρο 8 της ίδιας οδηγίας;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

28

Με το δεύτερο ερώτημά του, το οποίο πρέπει να εξετασθεί πρώτο, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας για τα πτηνά έχει την έννοια ότι ο παραδοσιακός χαρακτήρας μιας μεθόδου συλλήψεως πτηνών αρκεί, αυτός καθεαυτόν, για να αποδειχθεί ότι η συγκεκριμένη μέθοδος δεν μπορεί να αντικατασταθεί με άλλη ικανοποιητική λύση, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

29

Υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να κάνουν χρήση των εξαιρέσεων του άρθρου 9 της οδηγίας για τα πτηνά μόνον κατά τρόπο σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης, το εθνικό νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο πρέπει να είναι τέτοιο ώστε η εφαρμογή των περιλαμβανόμενων σε αυτό διατάξεων οι οποίες εισάγουν παρέκκλιση να ανταποκρίνεται στην αρχή της ασφάλειας δικαίου. Ως εκ τούτου, η σχετική εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία οφείλει να καθορίζει τα κριτήρια παρεκκλίσεως κατά τρόπο σαφή και ακριβή και να υποχρεώνει τις επιφορτισμένες με την εφαρμογή τους αρχές να τα λαμβάνουν υπόψη. Στην περίπτωση καθεστώτος εξαιρέσεως, το οποίο πρέπει να εφαρμόζεται στενά και να προβλέπει ότι το βάρος αποδείξεως της συνδρομής των απαιτούμενων προϋποθέσεων για κάθε εξαίρεση φέρει η αρχή που λαμβάνει τη σχετική απόφαση, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διασφαλίζουν ότι οποιαδήποτε επέμβαση που θίγει τα προστατευόμενα είδη επιτρέπεται μόνο βάσει αποφάσεων που περιέχουν ακριβή και επαρκή αιτιολογία μνημονεύουσα τους λόγους, τις προϋποθέσεις και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αυτής (απόφαση της 21ης Ιουνίου 2018, Επιτροπή κατά Μάλτας, C‑557/15, EU:C:2018:477, σκέψη 47).

30

Ειδικότερα, τα στοιχεία που αποδεικνύουν τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την εφαρμογή εξαιρέσεως από το προστατευτικό καθεστώς της οδηγίας για τα πτηνά πρέπει να στηρίζονται σε εδραιωμένες επιστημονικές γνώσεις. Επομένως, κατά τον χρόνο χορηγήσεως των αδειών, οι αρχές πρέπει να διαθέτουν τις βέλτιστες συναφείς γνώσεις [απόφαση της 23ης Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Φινλανδίας (Εαρινή θήρα της αρσενικής πουπουλόπαπιας), C-217/19, EU:C:2020:291, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

31

Επιπλέον, μολονότι η εφαρμοστέα στον τομέα της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών εθνική ρύθμιση πρέπει, όταν αποσκοπεί στην εφαρμογή του εξαιρετικού καθεστώτος του άρθρου 9 της οδηγίας για τα πτηνά, να καθορίζει τα κριτήρια εξαιρέσεως κατά τρόπο σαφή και ακριβή και να υποχρεώνει την αρμόδια αρχή να εξακριβώνει ότι δεν υφίσταται άλλη ικανοποιητική λύση κατά την έννοια του άρθρου αυτού, εντούτοις από την αιτιολογία που παρατίθεται κατά την εφαρμογή αυτού του εξαιρετικού καθεστώτος πρέπει να προκύπτει ότι πληρούται η προϋπόθεση περί ανυπαρξίας άλλης ικανοποιητικής λύσεως (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιουνίου 2018, Επιτροπή κατά Μάλτας, C‑557/15, EU:C:2018:477, σκέψεις 48 και 50).

32

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι εθνική κανονιστική ρύθμιση που κάνει χρήση του εξαιρετικού καθεστώτος που προβλέπει το άρθρο 9 της οδηγίας για τα πτηνά πληροί τις σχετικές με την υποχρέωση αιτιολογήσεως προϋποθέσεις, οι οποίες απορρέουν από το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, όταν περιέχει απλώς την επισήμανση ότι δεν υφίσταται άλλη ικανοποιητική λύση, χωρίς η επισήμανση αυτή να τεκμηριώνεται με εμπεριστατωμένη αιτιολογία στηριζόμενη στις βέλτιστες σχετικές επιστημονικές γνώσεις και εκθέτουσα τους λόγους για τους οποίους η αρμόδια αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις ώστε να επιτρέπεται εξαίρεση, κατά την έννοια του άρθρου 9 της εν λόγω οδηγίας, συμπεριλαμβανομένης της προϋπόθεσης περί ανυπαρξίας άλλης ικανοποιητικής λύσεως.

33

Εν συνεχεία, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ασκούμενη χάριν ψυχαγωγίας θήρα αγρίων πτηνών υπό τις προϋποθέσεις που θέτει η οδηγία για τα πτηνά μπορεί να συνιστά «ορθολογική εκμετάλλευση» επιτρεπόμενη από την οδηγία αυτή [απόφαση της 23ης Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Φινλανδίας (Εαρινή θήρα της αρσενικής πουπουλόπαπιας), C-217/19, EU:C:2020:291, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Μπορούν επίσης να εμπίπτουν στην έννοια της «ορθολογικής εκμεταλλεύσεως» οι παραδοσιακές μέθοδοι θήρας, δεδομένου ότι, όπως αναφέρει το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, όταν λαμβάνουν τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, τις ψυχαγωγικές απαιτήσεις.

34

Εντούτοις, μολονότι το άρθρο 2 της οδηγίας για τα πτηνά καλεί τα κράτη μέλη να την εφαρμόσουν λαμβάνοντας υπόψη τις οικολογικές, επιστημονικές και πολιτιστικές απαιτήσεις καθώς και τις οικονομικές και ψυχαγωγικές απαιτήσεις, εντούτοις επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η διατήρηση των πτηνών αποτελεί τον κύριο σκοπό της οδηγίας αυτής.

35

Ως προς το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι η διατήρηση παραδοσιακών δραστηριοτήτων δεν αποτελεί αυτοτελή εξαίρεση από το καθεστώς προστασίας που θεσπίζει η οδηγία για τα πτηνά [πρβλ. αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 1987, Επιτροπή κατά Βελγίου, 247/85, EU:C:1987:339, σκέψη 8, της 28ης Φεβρουαρίου 1991, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C-57/89, EU:C:1991:89, σκέψη 22, και της 23ης Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Φινλανδίας (Εαρινή θήρα της αρσενικής πουπουλόπαπιας), C-217/19, EU:C:2020:291, σκέψη 85].

36

Πράγματι, οι μέθοδοι θήρας ανήκουν συχνά σε τοπικές παραδόσεις ή τοπικά έθιμα, οπότε, αν ο σκοπός της διατηρήσεως των μεθόδων αυτών συνιστούσε αυτοτελή λόγο εξαιρέσεως, τούτο θα είχε ως συνέπεια να επιτρέπεται μεγάλος αριθμός πρακτικών αντίθετων προς τις απαιτήσεις του άρθρου 9 της οδηγίας για τα πτηνά. Μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν αντίθετη προς τη στενή ερμηνεία της διατάξεως αυτής που πρέπει να κατισχύει.

37

Υπενθυμίζεται, ακόμη, ότι, όταν η αρμόδια αρχή καλείται να επαληθεύσει την έλλειψη άλλης ικανοποιητικής λύσεως, είναι σημαντικό να υπάρξει σύγκριση διαφόρων λύσεων που πληρούν τις προϋποθέσεις του εξαιρετικού καθεστώτος που θεσπίζει το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας για τα πτηνά προκειμένου να προσδιορίσει εκείνη η οποία παρίσταται ως η πλέον ικανοποιητική [πρβλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Εαρινή θήρα αρσενικών πτηνών του είδους μπεκάτσα), C-161/19, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:290, σκέψεις 51 έως 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

38

Συναφώς, η Fédération nationale des chasseurs και η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι η εκτροφή των επίμαχων στην κύρια δίκη ειδών δεν μπορεί να αποτελέσει ικανοποιητική λύση, λαμβανομένου υπόψη του κόστους της και της ισχύουσας κανονιστικής ρυθμίσεως, η οποία απαγορεύει το εμπόριο των ειδών αυτών.

39

Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 36 των προτάσεών της, πρέπει να ληφθεί υπόψη το άρθρο 13 ΣΛΕΕ, δυνάμει του οποίου η Ένωση και τα κράτη μέλη οφείλουν να σέβονται απολύτως τις απαιτήσεις καλής διαβιώσεως των ζώων κατά την κατάρτιση και την εφαρμογή της πολιτικής της. Επομένως, ο ικανοποιητικός χαρακτήρας των εναλλακτικών λύσεων πρέπει να εκτιμηθεί με γνώμονα τις εύλογες επιλογές και τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, ERG κ.λπ., C‑379/08 και C‑380/08, EU:C:2010:127, σκέψη 62).

40

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η εκτροφή και η αναπαραγωγή σε αιχμαλωσία προστατευόμενων ειδών μπορούν να αποτελέσουν άλλη ικανοποιητική λύση όταν είναι εφικτές (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1996, LRBPO και AVES, C-10/96, EU:C:1996:504, σκέψη 18 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και ότι η μεταφορά πτηνών που έχουν νομίμως αιχμαλωτισθεί ή κρατηθεί αποτελεί επίσης ορθολογική εκμετάλλευση, κατά την έννοια της οδηγίας 79/409 (απόφαση της 8ης Ιουλίου 1987, Επιτροπή κατά Βελγίου, 247/85, EU:C:1987:339, σκέψη 48). Ομοίως, το γεγονός ότι η εκτροφή και η αναπαραγωγή των εν λόγω ειδών σε αιχμαλωσία δεν είναι ακόμη εφικτές σε μεγάλη κλίμακα λόγω της εθνικής ρυθμίσεως, δεν είναι ικανό, αφ’ εαυτού, να θέσει υπό αμφισβήτηση τον ικανοποιητικό χαρακτήρα αυτών των εναλλακτικών λύσεων (πρβλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1996, LRBPO και AVES, C-10/96, EU:C:1996:504, σκέψη 21).

41

Επομένως, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν η γενική εισαγγελέας στα σημεία 30 και 38 των προτάσεών της, φαίνεται ότι υπάρχουν και άλλες επιλογές που να ικανοποιούν την απαίτηση του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας για τα πτηνά.

42

Εξάλλου, μολονότι η σύλληψη πτηνών με ξόβεργες εμπίπτει στην κυνηγετική δραστηριότητα, δεν αποτελεί παρά το προκαταρκτικό στάδιο άλλων μεθόδων θήρας, δεδομένου ότι τα πτηνά που συλλαμβάνονται με τον τρόπο αυτό προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως κράχτες με σκοπό την προσέλκυση άλλων πτηνών του ίδιου είδους τα οποία εν συνεχεία πυροβολούνται.

43

Ωστόσο, το γεγονός και μόνον ότι μια άλλη μέθοδος συλλήψεως θα απαιτούσε προσαρμογή και, κατά συνέπεια, θα επέβαλλε την απομάκρυνση από ορισμένα χαρακτηριστικά μιας παραδόσεως δεν αρκεί προκειμένου να θεωρηθεί ότι δεν υφίσταται «άλλη ικανοποιητική λύση», κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας για τα πτηνά (πρβλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1996, LRBPO και AVES, C-10/96, EU:C:1996:504, σκέψη 21).

44

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας για τα πτηνά έχει την έννοια ότι ο παραδοσιακός χαρακτήρας μιας μεθόδου συλλήψεως πτηνών δεν αρκεί, αυτός καθεαυτόν, για να αποδειχθεί ότι η συγκεκριμένη μέθοδος δεν μπορεί να αντικατασταθεί με άλλη ικανοποιητική λύση, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

45

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας για τα πτηνά έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής, τη χρήση μεθόδου συλλήψεως πτηνών η οποία συνεπάγεται ολιγάριθμες και προσωρινής διάρκειας παρεμπίπτουσες συλλήψεις πτηνών.

46

Επισημαίνεται ότι το ερώτημα αυτό προϋποθέτει την ερμηνεία της προϋποθέσεως του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας για τα πτηνά, κατά την οποία η σύλληψη, η κράτηση ή η ορθολογική εκμετάλλευση ορισμένων πτηνών πρέπει να γίνεται κατά τρόπο επιλεκτικό.

47

Συναφώς, οι διάδικοι που υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις αναφέρθηκαν στις αποφάσεις της 27ης Απριλίου 1988, Επιτροπή κατά Γαλλίας (252/85, EU:C:1988:202), της 9ης Δεκεμβρίου 2004, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C-79/03, EU:C:2004:782), ή της 21ης Ιουνίου 2018, Επιτροπή κατά Μάλτας (C-557/15, EU:C:2018:477).

48

Συναφώς, υπογραμμίζεται, πρώτον, ότι, στην πρώτη απόφαση, καίτοι το Δικαστήριο διαπίστωσε τον «απολύτως συγκεκριμένο χαρακτήρα» του ισχύοντος εθνικού ρυθμιστικού πλαισίου και, ειδικότερα, την ύπαρξη «σημαντικού αριθμού περιοριστικών όρων» που αφορούν τη χορήγηση αδειών συλλήψεως, εντούτοις αρκέστηκε να κρίνει ότι τα στοιχεία που είχε προσκομίσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν μπορούσαν να τεκμηριώσουν τους ισχυρισμούς του εν λόγω θεσμικού οργάνου ότι η κανονιστική ρύθμιση του οικείου κράτους μέλους αντέβαινε στις απαιτήσεις της οδηγίας 79/409 (πρβλ. απόφαση της 27ης Απριλίου 1988, Επιτροπή κατά Γαλλίας, 252/85, EU:C:1988:202, σκέψεις 29 και 30), χωρίς εντούτοις να εξετάσει ειδικώς και ρητώς το περιεχόμενο της μεθόδου συλλήψεως υπό το πρίσμα του κριτηρίου της επιλεκτικότητας. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η απόφαση αυτή επικύρωσε ρητώς το εν λόγω ρυθμιστικό πλαίσιο υπό το πρίσμα του κριτηρίου αυτού.

49

Εν συνεχεία, όσον αφορά τη δεύτερη απόφαση, η επίμαχη στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση εθνική ρύθμιση, η οποία επέτρεπε μια ιδιαίτερη μορφή θήρας με ξόβεργες, ήταν λιγότερο αυστηρή από την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, οπότε η λύση που δόθηκε με την εν λόγω απόφαση δεν δύναται να ισχύσει εν προκειμένω.

50

Τέλος, με την τρίτη απόφαση, το ίδιο το κράτος μέλος είχε αναγνωρίσει τον μη επιλεκτικό χαρακτήρα της επιτρεπόμενης από τη νομοθεσία του μεθόδου συλλήψεως.

51

Τούτου λεχθέντος, από το γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας για τα πτηνά προκύπτει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από την προβλεπόμενη στο άρθρο 8 της οδηγίας αυτής απαγόρευση χρησιμοποιήσεως των μεθόδων συλλήψεως που απαριθμούνται στο παράρτημα IV, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας, υπό την προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, ότι οι μέθοδοι αυτές επιτρέπουν τη σύλληψη ορισμένων πτηνών «κατά τρόπο επιλεκτικό».

52

Επισημαίνεται ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας για τα πτηνά δεν διευκρινίζει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ερμηνεύεται η προϋπόθεση αυτή. Επιπλέον, ούτε από την ανάλυση των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων της διατάξεως αυτής μπορούν να συναχθούν, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 53 και 54 των προτάσεών της, στοιχεία ως προς τον τρόπο με τον οποίον πρέπει να ερμηνεύεται η έννοια της «επιλεκτικότητας».

53

Στο μέτρο που το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας για τα πτηνά ουδόλως παραπέμπει στα εθνικά δίκαια, διαπιστώνεται ότι η έννοια της «επιλεκτικότητας» συνιστά αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης η οποία πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα στο έδαφος της Ένωσης [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, A κ.λπ. (Εγκατάσταση ανεμογεννητριών στο Aalter και στο Nevele), C‑24/19, EU:C:2020:503, σκέψη 75]. Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται καθώς και οι σκοποί που επιδιώκονται με την πράξη της οποίας αποτελεί μέρος (απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2019, BGL BNP Paribas, C‑548/18, EU:C:2019:848, σκέψη 25).

54

Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, τον όρο «επιλεκτικότητα», επισημαίνεται ότι ο όρος αυτός καλύπτει, κατά την τρέχουσα έννοιά του, οποιαδήποτε μορφή επιλογής, ήτοι διαδικασία με την οποία, στο πλαίσιο ενός δεδομένου συνόλου, ορισμένα στοιχεία επιλέγονται ή διαχωρίζονται αποκλειομένων των υπολοίπων, βάσει συγκεκριμένων χαρακτηριστικών.

55

Όσον αφορά, εν συνεχεία, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας για τα πτηνά, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 5, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής θεσπίζει, υπό την επιφύλαξη των άρθρων 7 και 9, γενική απαγόρευση, ανεξαρτήτως της χρησιμοποιούμενης μεθόδου, της εκ προθέσεως θανατώσεως ή συλλήψεως των ειδών πτηνών που αναφέρονται στο άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας. Στη συνάφεια αυτή, το άρθρο 8, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη απαγορεύουν «τη χρήση οιουδήποτε μέσου, εγκαταστάσεων ή μεθόδων μαζικής ή όχι επιλεκτικής συλλήψεως ή θανατώσεως, ή που μπορεί να προκαλέσει τοπικά την εξαφάνιση ενός είδους, ιδιαίτερα εκείνων των μέσων που αναφέρονται στο παράρτημα IV στοιχείο α)», στα οποία περιλαμβάνονται και οι ξόβεργες.

56

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 21 των προτάσεών της, ότι η οδηγία για τα πτηνά απαγορεύει κατ’ αρχήν την προσφυγή στη μέθοδο συλλήψεως που συνίσταται στη χρήση ξοβεργών.

57

Επομένως, η δυνατότητα παρεκκλίσεως που παρέχεται από το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας για τα πτηνά αποτελεί το συμπλήρωμα της προβλεπόμενης στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής απαγορεύσεως των μη επιλεκτικών μεθόδων θήρας και, ειδικότερα, αυτών οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα IV, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας.

58

Τέλος, όσον αφορά τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία για τα πτηνά, πρέπει να υπογραμμισθεί, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 3 και 5 της οδηγίας αυτής, ότι «[η] διατήρηση των ειδών πτηνών που ζουν εκ φύσεως σε άγρια κατάσταση στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών είναι αναγκαία για την επίτευξη των στόχων της [Ένωσης] στους τομείς της βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης και της αειφόρου ανάπτυξης» και ότι η μείωση ενός μεγάλου αριθμού των ειδών αυτών συνιστά «σοβαρό κίνδυνο για τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος, ιδίως εξαιτίας των απειλητικών συνεπειών της για τη βιολογική ισορροπία».

59

Για την αντιμετώπιση του κινδύνου αυτού, το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας για τα πτηνά διευκρινίζει ότι η εν λόγω οδηγία, η οποία «αφορά τη διατήρηση όλων των ειδών πτηνών που ζουν εκ φύσεως σε άγρια κατάσταση στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών στο οποίο εφαρμόζεται η συνθήκη», έχει ως αντικείμενο «την προστασία, τη διαχείριση και τη ρύθμιση των ειδών αυτών και κανονίζει την εκμετάλλευσή τους.»

60

Επιπλέον, η εν λόγω οδηγία εντάσσεται στο πλαίσιο που προβλέπεται τόσο στο άρθρο 3 ΣΕΕ όσο και στο άρθρο 37 του Χάρτη, κατά τα οποία, κατ’ ουσίαν, η Ένωση εργάζεται για την αειφόρο ανάπτυξη και διασφαλίζει υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος.

61

Άλλωστε, από τις διατάξεις του άρθρου 9 της οδηγίας για τα πτηνά που κάνουν λόγο για αυστηρό έλεγχο της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο αυτό και για συλλήψεις με τρόπο επιλεκτικό, όπως εξάλλου και από τη γενική αρχή της αναλογικότητας, προκύπτει ότι η εν λόγω εξαίρεση την οποία προτίθεται να εφαρμόσει ένα κράτος μέλος πρέπει να είναι ανάλογη των αναγκών που τη δικαιολογούν [απόφαση της 23ης Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Φινλανδίας (Εαρινή θήρα της αρσενικής πουπουλόπαπιας), C-217/19, EU:C:2020:291, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

62

Κατά συνέπεια, κατά την εκτίμηση του επιλεκτικού χαρακτήρα μιας μεθόδου συλλήψεως, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας για τα πτηνά, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον ο τρόπος εφαρμογής της μεθόδου αυτής και η έκταση των συλλήψεων που συνεπάγεται για τα μη στοχευόμενα πτηνά, αλλά και οι ενδεχόμενες συνέπειές της στα είδη που συλλαμβάνονται υπό το πρίσμα των προκαλούμενων βλαβών, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών προστασίας που επιδιώκει η ως άνω οδηγία.

63

Συναφώς, πρέπει να γίνει διάκριση ανάλογα με το αν η μέθοδος συλλήψεως είναι ή όχι θανατηφόρος. Μολονότι, στην πρώτη περίπτωση, πρέπει να γίνει δεκτή μια μάλλον στενή ερμηνεία της προϋποθέσεως του επιλεκτικού χαρακτήρα, αντιθέτως, στη δεύτερη περίπτωση, η προϋπόθεση αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούται όταν πρόκειται για παρεμπίπτουσες συλλήψεις, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι με τη μέθοδο αυτή πραγματοποιούνται ολιγάριθμες και προσωρινής διάρκειας συλλήψεις μη στοχευόμενων ειδών και ότι τα είδη αυτά μπορούν να ελευθερωθούν έχοντας υποστεί αμελητέα μόνο βλάβη.

64

Επομένως, μολονότι το γεγονός ότι μια κατ’ αρχήν μη θανατηφόρος μέθοδος συλλήψεως συνεπάγεται παρεμπίπτουσες συλλήψεις δεν αποδεικνύει, αυτό καθεαυτό, τον μη επιλεκτικό χαρακτήρα της μεθόδου αυτής, εντούτοις ο όγκος των εν λόγω παρεμπιπτουσών συλλήψεων καθώς και η έκταση των ενδεχόμενων επιπτώσεων στα στοχευόμενα και στα μη στοχευόμενα είδη είναι ενδεικτικά του επιπέδου επιλεκτικότητας μιας τέτοιας μεθόδου.

65

Τόσο από το γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας για τα πτηνά, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, όσο και από το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η οδηγία αυτή, όπως συνάγεται από τις διατάξεις του άρθρου 3 ΣΕΕ, του άρθρου 37 του Χάρτη, του άρθρου 191 παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και του άρθρου 13 ΣΛΕΕ σχετικά με την καλή μεταχείριση των ζώων, προκύπτει ότι η προϋπόθεση της επιλεκτικότητας του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της ίδιας οδηγίας πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι μπορεί να πληρούται, στην περίπτωση μιας κατ’ αρχήν μη θανατηφόρου μεθόδου συλλήψεως η οποία συνεπάγεται παρεμπίπτουσες συλλήψεις, μόνον εάν οι συλλήψεις αυτές είναι περιορισμένης κλίμακος, ήτοι αφορούν έναν πολύ περιορισμένο αριθμό πτηνών που συλλαμβάνονται τυχαία για περιορισμένο χρονικό διάστημα, και μόνον εάν τα πτηνά που συλλαμβάνονται μπορούν να ελευθερωθούν έχοντας υποστεί αμελητέα μόνο βλάβη.

66

Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης μέθοδος συλλήψεως είναι «κατ’ αρχήν» μη θανατηφόρος και προκαλεί ολιγάριθμες συλλήψεις πολύ περιορισμένης διάρκειας. Επιπλέον, το άρθρο 11 της διατάγματος της 17ης Αυγούστου 1989 προβλέπει ότι κάθε πτηνό που συλλαμβάνεται παρεμπιπτόντως «καθαρίζεται και αφήνεται ελεύθερο πάραυτα».

67

Εντούτοις, όπως επισήμαναν τόσο οι αιτούσες της κύριας δίκης όσο και η Επιτροπή, και όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 51 και 64 των προτάσεών της, είναι πολύ πιθανόν, υπό την επιφύλαξη των γενόμενων προσφάτως από το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσεων, παρά τον καθαρισμό, τα πτηνά που συλλαμβάνονται να υφίστανται ανεπανόρθωτη βλάβη, δεδομένου ότι οι ξόβεργες μπορούν, εκ φύσεως, να προκαλέσουν βλάβη στο φτέρωμα όλων των πτηνών που συλλαμβάνονται.

68

Συναφώς, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι οι αρμόδιες αρχές πρέπει, κατά τον χρόνο χορηγήσεως των αδειών, να διαθέτουν τις βέλτιστες επιστημονικές γνώσεις από τις οποίες να προκύπτει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εξαιρέσεως από το καθεστώς προστασίας που θεσπίζει η οδηγία για τα πτηνά.

69

Αφετέρου, μετά τη χορήγηση των εξαιρέσεων, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας αυτής, να προβαίνουν στους αναγκαίους ελέγχους προκειμένου να βεβαιώνονται ότι οι παρεμπίπτουσες συλλήψεις αντιστοιχούν όσο το δυνατόν περισσότερο στα προβλεπόμενα επίπεδα και ότι προκαλούν αμελητέα μόνο βλάβη.

70

Επομένως, δεν πληροί την προϋπόθεση του επιλεκτικού χαρακτήρα του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας για τα πτηνά μια μη θανατηφόρος μέθοδος συλλήψεως, η οποία συνεπάγεται παρεμπίπτουσες συλλήψεις, εφόσον αυτές, ακόμη και αν είναι ολιγάριθμες και περιορισμένης διάρκειας, μπορούν να προκαλέσουν στα μη στοχευόμενα είδη τα οποία συλλαμβάνονται μη αμελητέες βλάβες.

71

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας για τα πτηνά έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 8 της εν λόγω οδηγίας, μέθοδο συλλήψεως συνεπαγόμενη παρεμπίπτουσες συλλήψεις, εφόσον αυτές, ακόμη και αν είναι ολιγάριθμες και περιορισμένης διάρκειας, μπορούν να προκαλέσουν στα μη στοχευόμενα είδη τα οποία συλλαμβάνονται μη αμελητέες βλάβες.

Επί των δικαστικών εξόδων

72

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών, έχει την έννοια ότι ο παραδοσιακός χαρακτήρας μιας μεθόδου συλλήψεως πτηνών δεν αρκεί, αυτός καθεαυτόν, για να αποδειχθεί ότι η συγκεκριμένη μέθοδος δεν μπορεί να αντικατασταθεί με άλλη ικανοποιητική λύση, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

 

2)

Το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2009/147 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 8 της εν λόγω οδηγίας, μέθοδο συλλήψεως συνεπαγόμενη παρεμπίπτουσες συλλήψεις, εφόσον αυτές, ακόμη και αν είναι ολιγάριθμες και περιορισμένης διάρκειας, μπορούν να προκαλέσουν στα μη στοχευόμενα είδη τα οποία συλλαμβάνονται μη αμελητέες βλάβες.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top