Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019CJ0563

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 3ης Ιουνίου 2021.
    Recylex SA κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά της ανακύκλωσης συσσωρευτών αυτοκινήτου – Ανακοίνωση του 2006 περί συνεργασίας – Σημείο 26 – Μερική απαλλαγή – Πρόσθετα περιστατικά που αυξάνουν τη βαρύτητα ή τη διάρκεια της παράβασης – Στοιχεία γνωστά στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Μείωση του ποσού του προστίμου – Κατάταξη για μείωση του προστίμου – Χρονολογική σειρά.
    Υπόθεση C-563/19 P.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2021:428

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

    της 3ης Ιουνίου 2021 ( *1 )

    «Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά της ανακύκλωσης συσσωρευτών αυτοκινήτου – Ανακοίνωση του 2006 περί συνεργασίας – Σημείο 26 – Μερική απαλλαγή – Πρόσθετα περιστατικά που αυξάνουν τη βαρύτητα ή τη διάρκεια της παράβασης – Στοιχεία γνωστά στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Μείωση του ποσού του προστίμου – Κατάταξη για μείωση του προστίμου – Χρονολογική σειρά»

    Στην υπόθεση C‑563/19 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 23 Ιουλίου 2019,

    Recylex SA, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία),

    Fonderie et Manufacture de Métaux SA, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο),

    Harz-Metall GmbH, με έδρα το Goslar (Γερμανία),

    εκπροσωπούμενες από τον M. Wellinger, avocat, και τις S. Reinart και K. Bongs, Rechtsanwältinnen,

    προσφεύγουσες πρωτοδίκως,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J. Szczodrowski και I. Rogalski, καθώς και την F. van Schaik,

    καθής πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούσα καθήκοντα δικαστή του δευτέρου τμήματος, A. Kumin, T. von Danwitz (εισηγητή) και P. G. Xuereb, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2020,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την αίτηση αναιρέσεως, οι Recylex SA, Fonderie et Manufacture de Métaux SA και Harz-Metall GmbH ζητούν να αναιρεθεί η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 23ης Μαΐου 2019, Recylex κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑222/17, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2019:356), με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά της απόφασης C(2017) 900 τελικό της Επιτροπής, της 8ης Φεβρουαρίου 2017, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (υπόθεση AT.40018 – Ανακύκλωση συσσωρευτών αυτοκινήτου) (στο εξής: επίδικη απόφαση).

    Το νομικό πλαίσιο

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 1/2003

    2

    Το άρθρο 23, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), ορίζει τα εξής:

    «2.   Η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλει σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα, σε περίπτωση που αυτές, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

    α)

    διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου [101 ή 102 ΣΛΕΕ] […]

    […]

    3.   Ο καθορισμός του ύψους του προστίμου γίνεται με βάση τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης.»

    Η ανακοίνωση του 2002 περί συνεργασίας

    3

    Το σημείο 23, στοιχείο βʹ, τελευταίο εδάφιο, της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση του 2002 περί συνεργασίας) είχε ως εξής:

    «Επί πλέον, εάν μια επιχείρηση παράσχει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά τα οποία αγνοούσε προηγουμένως η Επιτροπή και τα οποία έχουν άμεση σχέση με τη βαρύτητα ή τη διάρκεια της πιθανολογούμενης σύμπραξης (καρτέλ), η Επιτροπή δεν θα λάβει υπόψη τα στοιχεία αυτά κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που θα επιβάλει στην επιχείρηση που παρέσχε τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία.»

    Η ανακοίνωση του 2006 περί συνεργασίας

    4

    Τα σημεία 8, 10 και 11, καθώς και το σημείο 12, στοιχείο αʹ, της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2006, C 298, σ. 17, στο εξής: ανακοίνωση του 2006 περί συνεργασίας), τα οποία περιλαμβάνονται στον επιγραφόμενο «Μη επιβολή προστίμων» τίτλο ΙΙ, έχουν ως εξής:

    «(8)

    Η Επιτροπή θα χορηγεί απαλλαγή από την επιβολή προστίμου που σε άλλη περίπτωση θα επιβαλλόταν σε μια επιχείρηση η οποία αποκαλύπτει τη συμμετοχή της σε πιθανολογούμενη σύμπραξη (καρτέλ) που δρα στην [Ένωση], εάν η εν λόγω επιχείρηση υποβάλει πρώτη πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία τα οποία, κατά την άποψη της Επιτροπής, θα της επιτρέψουν:

    α)

    να πραγματοποιήσει στοχευμένο έλεγχο σχετικά με την πιθανολογούμενη σύμπραξη […]· ή

    β)

    να διαπιστώσει παράβαση του άρθρου [101 ΣΛΕΕ] σε σχέση με την πιθανολογούμενη σύμπραξη.

    […]

    (10)

    Η απαλλαγή σύμφωνα με το σημείο 8 στοιχείο α) δεν θα χορηγείται εάν, κατά τον χρόνο υποβολής, η Επιτροπή διέθετε ήδη επαρκείς αποδείξεις ώστε να εκδώσει απόφαση για διεξαγωγή ελέγχου σχετικά με την πιθανολογούμενη σύμπραξη ή είχε ήδη πραγματοποιήσει σχετικό έλεγχο.

    (11)

    Η απαλλαγή σύμφωνα με το σημείο 8 στοιχείο β) θα χορηγείται μόνον εάν, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης, η Επιτροπή δεν διέθετε επαρκείς αποδείξεις για να διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ σχετικά με την πιθανολογούμενη σύμπραξη (καρτέλ) και εφόσον σε καμία επιχείρηση δεν είχε χορηγηθεί υπό όρους απαλλαγή από πρόστιμα βάσει του σημείου 8 στοιχείο α) σε σχέση με την πιθανολογούμενη σύμπραξη (καρτέλ). Για να μπορεί να τύχει απαλλαγής, η επιχείρηση πρέπει να είναι η πρώτη που υποβάλλει ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία για την πιθανολογούμενη σύμπραξη κατά το ίδιο χρονικό πλαίσιο με την παράβαση καθώς και δήλωση που περιέχει το είδος των πληροφοριών που προσδιορίζονται στο σημείο 9 στοιχείο α), που θα επιτρέψουν στην Επιτροπή να διαπιστώσει παράβαση του άρθρου [101 ΣΛΕΕ].

    (12)

    Εκτός από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα σημεία 8 στοιχείο α), 9 και 10 ή στα σημεία 8 στοιχείο β) και 11, για να είναι σε θέση μια επιχείρηση να τύχει απαλλαγής από πρόστιμο, πρέπει σε κάθε περίπτωση να πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    Συνεργάζεται ειλικρινά […], πλήρως, σε διαρκή βάση και με ταχύτητα από τη στιγμή που υποβάλλει την αίτηση και καθ’ όλη τη διεξαγωγή των διοικητικών διαδικασιών της Επιτροπής.»

    5

    Τα σημεία 23 έως 26 της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας, τα οποία περιλαμβάνονται στον επιγραφόμενο «Μείωση του ύψους του προστίμου» τίτλο III, έχουν ως εξής:

    «(23)

    Οι επιχειρήσεις οι οποίες αποκαλύπτουν τη συμμετοχή τους σε πιθανολογούμενη σύμπραξη που θίγει την [Ένωση] και δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που περιέχονται στο τμήμα ΙΙ ανωτέρω, μπορεί να είναι επιλέξιμες για μείωση του προστίμου που θα τους επιβαλλόταν διαφορετικά.

    (24)

    Για να πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις, μια επιχείρηση πρέπει να υποβάλει στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την πιθανολογούμενη παράβαση τα οποία αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή και πρέπει να πληροί σωρευτικά τις προϋποθέσεις που προβλέπονται ανωτέρω στο σημείο 12 α) έως γ).

    (25)

    Η έννοια της “προστιθέμενης αξίας” αναφέρεται στο βαθμό στον οποίο τα παρεχόμενα αποδεικτικά στοιχεία ενισχύουν, λόγω της ίδιας της φύσης τους ή/και του επιπέδου των λεπτομερειών τους, την ικανότητα της Επιτροπής να αποδείξει την πιθανολογούμενη σύμπραξη. Κατά την εκτίμηση αυτή, η Επιτροπή θα θεωρεί κατά κανόνα ότι τα γραπτά αποδεικτικά στοιχεία που χρονολογούνται από τη χρονική περίοδο την οποία αφορούν τα πραγματικά περιστατικά έχουν μεγαλύτερη αξία από τα μεταγενέστερα αποδεικτικά στοιχεία. Ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται άμεσα στα εν λόγω πραγματικά περιστατικά θα θεωρούνται κατά κανόνα ότι έχουν μεγαλύτερη αξία από εκείνα που αναφέρονται έμμεσα μόνο σε αυτά. Επίσης, ο απαιτούμενος βαθμός επιβεβαίωσης των υποβαλλόμενων αποδεικτικών στοιχείων από άλλες πηγές προκειμένου να θεωρηθούν αξιόπιστα έναντι των άλλων επιχειρήσεων που εμπλέκονται στην υπόθεση, επηρεάζει την αξία αυτών των στοιχείων, ούτως ώστε αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία θα έχουν μεγαλύτερη αξία από στοιχεία όπως οι δηλώσεις, που απαιτούν επιβεβαίωση εφόσον αμφισβητηθούν.

    (26)

    Σε κάθε απόφαση που εκδίδει στο τέλος της διοικητικής διαδικασίας, η Επιτροπή θα προσδιορίζει το επίπεδο της μείωσης του προστίμου του οποίου θα τύχει μια επιχείρηση σε σχέση με το πρόστιμο που θα είχε διαφορετικά επιβληθεί. Για την/τις:

    πρώτη επιχείρηση που παράσχει σημαντική προστιθέμενη αξία: μείωση 30-50 %·

    δεύτερη επιχείρηση που παράσχει σημαντική προστιθέμενη αξία: μείωση 20-30 %·

    επόμενες επιχειρήσεις που παρέχουν σημαντική προστιθέμενη αξία: μείωση μέχρι 20 %.

    Προκειμένου να προσδιορίσει το επίπεδο της μείωσης του προστίμου εντός των παραπάνω ορίων, η Επιτροπή θα λάβει υπόψη της τον χρόνο κατά τον οποίο υποβλήθηκαν τα αποδεικτικά στοιχεία που πληρούν την προϋπόθεση του σημείου 24 και τον βαθμό της “προστιθέμενης αξίας” που αυτά τα στοιχεία αντιπροσωπεύουν.

    Εάν η αιτούσα τη μείωση είναι η πρώτη που υποβάλει αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία κατά την έννοια του στοιχείου 25 τα οποία χρησιμοποιεί η Επιτροπή για να αποδείξει πρόσθετα περιστατικά που αυξάνουν τη βαρύτητα ή τη διάρκεια της παράβασης, η Επιτροπή δεν θα λάβει υπόψη τα πρόσθετα στοιχεία αυτά κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που θα επιβάλει στην επιχείρηση η οποία παρέσχε τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία.»

    Το ιστορικό της διαφοράς και η επίδικη απόφαση

    6

    Η Recylex, η Fonderie et Manufacture de Métaux και η Harz-Metall (στο εξής, από κοινού: Recylex) είναι εταιρίες εγκατεστημένες, αντιστοίχως, στη Γαλλία, το Βέλγιο και τη Γερμανία, οι οποίες δραστηριοποιούνται στον τομέα της παραγωγής ανακυκλωμένου μολύβδου και άλλων προϊόντων.

    7

    Κατόπιν αίτησης για απαλλαγή από την επιβολή προστίμου την οποία υπέβαλαν στις 22 Ιουνίου 2012, δυνάμει της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας, οι Johnson Controls Inc., Johnson Controls Tolling GmbH & Co. KG και Johnson Controls Recycling GmbH (στο εξής, από κοινού: JCI), κινήθηκε έρευνα εις βάρος της Recylex, της JCI και δύο ακόμη ομίλων επιχειρήσεων, ήτοι των Campine NV και Campine Recycling NV (στο εξής, από κοινού: Campine) και των Eco-Bat Technologies Ltd, Berzelius Metall GmbH και Société de traitement chimique des métaux SAS (στο εξής, από κοινού: Eco-Bat), σχετικά με σύμπραξη στον τομέα της αγοράς αποβλήτων συσσωρευτών αυτοκινήτου. Στις 13 Σεπτεμβρίου 2012 η Επιτροπή χορήγησε στην JCI απαλλαγή υπό όρους σύμφωνα με το σημείο 18 της εν λόγω ανακοίνωσης.

    8

    Από τις 26 έως τις 28 Σεπτεμβρίου 2012 η Επιτροπή διενήργησε αιφνιδιαστικούς ελέγχους στις εγκαταστάσεις των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στο Βέλγιο, τη Γερμανία και τη Γαλλία.

    9

    Η Eco-Bat και η Recylex υπέβαλαν στις 27 Σεπτεμβρίου 2012 και στις 23 Οκτωβρίου 2012, αντιστοίχως, αιτήσεις απαλλαγής από την επιβολή προστίμου και, επικουρικώς, αιτήσεις μείωσης του προστίμου, στο πλαίσιο των οποίων προσκόμισαν εταιρικές δηλώσεις και αποδεικτικά έγγραφα. Στις 4 Δεκεμβρίου 2012 η Campine, με τη σειρά της, υπέβαλε αίτηση μείωσης του ποσού του προστίμου.

    10

    Στις 24 Ιουνίου 2015 η Επιτροπή κίνησε διοικητική διαδικασία εις βάρος των JCI, Recylex, Eco-Bat και Campine και τους κοινοποίησε τη σχετική ανακοίνωση αιτιάσεων. Με έγγραφο της ίδιας ημερομηνίας, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην Eco-Bat και τη Recylex το προσωρινό συμπέρασμά της, σύμφωνα με το οποίο τα αποδεικτικά στοιχεία που της είχαν προσκομίσει αντιπροσώπευαν σημαντική προστιθέμενη αξία κατά την έννοια των σημείων 24 και 25 της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας και τις ενημέρωσε, ως εκ τούτου, για την πρόθεσή της να μειώσει το ποσό του προστίμου που θα τους επιβαλλόταν. Η Επιτροπή γνωστοποίησε επίσης στην Campine την πρόθεσή της να μην προβεί σε μείωση του ποσού του προστίμου που θα της επιβαλλόταν.

    11

    Με την επίδικη απόφαση που εκδόθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2017, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι Recylex, JCI, Campine και Eco-Bat είχαν συμμετάσχει σε σύμπραξη, κατά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, η οποία συνιστούσε ενιαία και διαρκή παράβαση στον τομέα της αγοράς αποβλήτων συσσωρευτών αυτοκινήτου που διαπράχθηκε κατά την περίοδο από τις 23 Σεπτεμβρίου 2009 έως τις 26 Σεπτεμβρίου 2012 και έλαβε τη μορφή συμφωνιών ή εναρμονισμένων πρακτικών με αντικείμενο τον συντονισμό των τιμών.

    12

    Με την επίδικη απόφαση η Επιτροπή επέβαλε στην Recylex, εις ολόκληρον, πρόστιμο ποσού 26739000 ευρώ για τη συμμετοχή της από τις 23 Σεπτεμβρίου 2009 έως τις 26 Σεπτεμβρίου 2012 στη διαπιστωθείσα παράβαση, η οποία εκτεινόταν στο έδαφος διαφόρων κρατών μελών, μεταξύ των οποίων και στη Γαλλία.

    13

    Στο ως άνω πλαίσιο, η Επιτροπή αποφάνθηκε σχετικά με την εφαρμογή της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας στις επιχειρήσεις που μετείχαν στην παράβαση.

    14

    Πρώτον, το θεσμικό αυτό όργανο χορήγησε απαλλαγή από το πρόστιμο στην JCI, σύμφωνα με το σημείο 8, στοιχείο αʹ, της ανακοίνωσης, αφού διαπίστωσε ότι η συνεργασία της ως άνω επιχείρησης πληρούσε τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο σημείο 12 της ίδιας ανακοίνωσης.

    15

    Δεύτερον, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η Eco-Bat ήταν η πρώτη επιχείρηση που προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία με σημαντική προστιθέμενη αξία, και μείωσε το ποσό του εις βάρος της προστίμου κατά 50 %, το οποίο είναι το μέγιστο ποσοστό μείωσης που προβλέπεται στο σημείο 26, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας.

    16

    Τρίτον, η Επιτροπή μείωσε το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στη Recylex κατά 30 %, σύμφωνα με το σημείο 26, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας, εκτιμώντας ότι η Recylex ήταν η δεύτερη επιχείρηση που προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία με σημαντική προστιθέμενη αξία, ειδικότερα σχετικά με την προέλευση της σύμπραξης, με διάφορες επαφές αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού που δεν αναφέρθηκαν από άλλες επιχειρήσεις, με την πολυμερή συνάντηση στο Windhagen τον Σεπτέμβριο του 2009 (στο εξής: συνάντηση στο Windhagen) η οποία σηματοδότησε την έναρξη της παράβασης και με διάφορες τηλεφωνικές επαφές και ανταλλαγές μηνυμάτων μεταξύ της Recylex και των ανταγωνιστών της.

    17

    Η Επιτροπή απέρριψε τα επιχειρήματα της Recylex που αποσκοπούσαν σε μεγαλύτερη μείωση του προστίμου, από 30 έως 50 %. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή, ενώ εκτίμησε ότι η Recylex παρέσχε πρώτη διευκρινίσεις σχετικά με τη συνάντηση στο Windhagen, επισήμανε ότι τα παρασχεθέντα κατά τα άνω στοιχεία αφορούσαν μόνο οργανωτικά ζητήματα και ότι είχε ήδη αποκτήσει, κατά τη διάρκεια του ελέγχου στις εγκαταστάσεις της Campine, «αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία» σχετικά με την ημερήσια διάταξη και το περιεχόμενο αυτής της συνάντησης. Η Επιτροπή απέρριψε επίσης το επιχείρημα της Recylex ότι αυτή ήταν η πρώτη επιχείρηση που παρέσχε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το γεωγραφικό πεδίο της σύμπραξης, το οποίο εκτεινόταν στη Γαλλία. Ως προς το ζήτημα αυτό, η Επιτροπή επισήμανε ειδικότερα ότι είχε ήδη στη διάθεσή της πληροφορίες σχετικά με τη γεωγραφική έκταση της σύμπραξης, συμπεριλαμβανομένης της γαλλικής επικράτειας.

    18

    Τέλος, τέταρτον, η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση για μείωση του προστίμου που υπέβαλε η Campine.

    Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    19

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Απριλίου 2017, η Recylex άσκησε προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, με αίτημα τη μείωση του ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε με την επίδικη απόφαση. Προς στήριξη της προσφυγής της, η Recylex προέβαλε έξι λόγους ακυρώσεως. Με τους δύο πρώτους λόγους ακυρώσεως προέβαλε εσφαλμένη εφαρμογή του σημείου 26, τρίτο εδάφιο, της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας. Συναφώς, η Recylex υποστήριξε κατ’ ουσίαν ότι θα έπρεπε να είχε τύχει της μερικής απαλλαγής από το πρόστιμο την οποία προβλέπει το τρίτο εδάφιο, όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε παράσχει σχετικά, αφενός, με το γεγονός ότι η παράβαση είχε αρχίσει κατά τη συνάντηση στο Windhagen (πρώτος λόγος ακυρώσεως) και, αφετέρου, με το γεγονός ότι το γεωγραφικό πεδίο της παράβασης κάλυπτε και τη Γαλλία (δεύτερος λόγος ακυρώσεως). Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, η Recylex προέβαλε ότι η Επιτροπή είχε εφαρμόσει εσφαλμένα το σημείο 26, πρώτο εδάφιο, της ανακοίνωσης, επειδή δεν μείωσε το ποσό του επιβληθέντος προστίμου κατά ποσοστό 50 %. Οι τρεις λοιποί λόγοι ακυρώσεως που προβλήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν έχουν σημασία για την εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως.

    20

    Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της.

    Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

    21

    Με την αίτηση αναιρέσεως, η Recylex ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που επιβεβαιώνει το πρόστιμο που της επέβαλε η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση και κατά το μέρος που την καταδικάζει στα δικαστικά έξοδα·

    να ακυρώσει την επίδικη απόφαση κατά το μέρος που η Επιτροπή της επέβαλε πρόστιμο ύψους 26739000 ευρώ·

    να μειώσει το επιβληθέν πρόστιμο, κατ’ αντιστοιχία προς τους λόγους ακυρώσεως που θα δεχθεί, και

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων τής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας.

    22

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τη Recylex στα δικαστικά έξοδα.

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως και επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    23

    Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως το οποίο βάλλει κατά των σκέψεων 79 έως 99 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και αφορά πλάνη περί το δίκαιο, η Recylex υποστηρίζει ότι το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου ήταν αντιφατικό και ασαφές όσον αφορά τα νομικά κριτήρια στα οποία βασίζεται η χορήγηση μερικής απαλλαγής σύμφωνα με το σημείο 26, τρίτο εδάφιο, της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας.

    24

    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, που βάλλει κατά των σκέψεων 100 έως 108 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η Recylex υποστηρίζει επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των κριτηρίων για τη χορήγηση μερικής απαλλαγής κατά το σημείο 26, τρίτο εδάφιο, της εν λόγω ανακοίνωσης, καθόσον έκρινε ότι η ίδια δεν δικαιούνταν μερική απαλλαγή, επειδή η Επιτροπή γνώριζε ήδη τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αφορούσαν οι πληροφορίες που παρέσχε η επιχείρηση αυτή, ήτοι, αφενός, την πραγματοποίηση της συνάντησης στο Windhagen και, αφετέρου, το γεωγραφικό πεδίο της σύμπραξης, το οποίο κάλυπτε και τη Γαλλία. Η Recylex υποστηρίζει ότι εδικαιούτο την ως άνω απαλλαγή, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον τα πραγματικά αυτά περιστατικά μέσω των αποδεικτικών στοιχείων που είχε ήδη στη διάθεσή της. Κατά τη Recylex, δεν έχει σημασία αν η Επιτροπή αγνοούσε προηγουμένως τα πραγματικά αυτά περιστατικά.

    25

    Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της, η Recylex επισημαίνει ότι το γράμμα του σημείου 26, τρίτο εδάφιο, της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας διαφέρει από εκείνο της αντίστοιχης διάταξης της ανακοίνωσης του 2002 περί συνεργασίας, ήτοι του σημείου 23, στοιχείο βʹ, τελευταίο εδάφιο, το οποίο αναφερόταν ρητώς στα «πραγματικά περιστατικά τα οποία αγνοούσε προηγουμένως» η Επιτροπή. Επομένως, το κριτήριο που αφορά το αν τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά ήταν γνωστά στην Επιτροπή το οποίο ήταν κρίσιμο στο πλαίσιο της ανακοίνωσης του 2002 περί συνεργασίας δεν έχει πλέον εφαρμογή βάσει της ανακοίνωσης του 2006. Στο πλαίσιο αυτό, κατά τη Recylex, είναι αναγκαία η σύγκριση μεταξύ της αποδεικτικής ισχύος των πληροφοριών που κοινοποίησε η ενδιαφερόμενη επιχείρηση και της αποδεικτικής αξίας των πληροφοριών που περιλαμβάνονταν ήδη στον φάκελο της Επιτροπής.

    26

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    27

    Διαπιστώνεται ευθύς εξ αρχής ότι η ανακοίνωση του 2006 περί συνεργασίας αντικατέστησε από τις 8 Δεκεμβρίου 2006, ημερομηνία δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την ανακοίνωση του 2002 περί συνεργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, το σημείο 26, τρίτο εδάφιο, της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας αντικατέστησε το σημείο 23, στοιχείο βʹ, τελευταίο εδάφιο, της ανακοίνωσης του 2002 περί συνεργασίας.

    28

    Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι το σημείο 23, στοιχείο βʹ, τελευταίο εδάφιο, της ανακοίνωσης του 2002 περί συνεργασίας προέβλεπε ότι «εάν μια επιχείρηση παράσχει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά τα οποία αγνοούσε προηγουμένως η Επιτροπή και τα οποία έχουν άμεση σχέση με τη βαρύτητα ή τη διάρκεια της πιθανολογούμενης σύμπραξης (καρτέλ), η Επιτροπή δεν θα λάβει υπόψη τα στοιχεία αυτά κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που θα επιβάλει στην επιχείρηση που παρέσχε τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία». Κατά το σημείο 26, τρίτο εδάφιο, της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας, «εάν η αιτούσα τη μείωση είναι η πρώτη που υποβάλει αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία […] τα οποία χρησιμοποιεί η Επιτροπή για να αποδείξει πρόσθετα περιστατικά που αυξάνουν τη βαρύτητα ή τη διάρκεια της παράβασης, η Επιτροπή δεν θα λάβει υπόψη τα πρόσθετα στοιχεία αυτά κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που θα επιβάλει στην επιχείρηση η οποία παρέσχε τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία».

    29

    Συνεπώς, ενώ η ανακοίνωση του 2002 περί συνεργασίας αναφερόταν ρητώς σε «πραγματικά περιστατικά τα οποία αγνοούσε προηγουμένως η Επιτροπή και τα οποία έχουν άμεση σχέση με τη βαρύτητα ή τη διάρκεια της πιθανολογούμενης σύμπραξης», η ανακοίνωση του 2006 περί συνεργασίας κάνει λόγο για «πρόσθετα περιστατικά που αυξάνουν τη βαρύτητα ή τη διάρκεια της παράβασης».

    30

    Το Δικαστήριο έχει κρίνει στη σχετική με το σημείο 23, στοιχείο βʹ, τελευταίο εδάφιο, της ανακοίνωσης του 2002 περί συνεργασίας νομολογία ότι η εκεί προβλεπόμενη μερική απαλλαγή από την επιβολή προστίμου απαιτεί να πληρούνται δύο προϋποθέσεις, και συγκεκριμένα, πρώτον, η επίμαχη επιχείρηση να είναι η πρώτη που αποδεικνύει πραγματικά περιστατικά που αγνοούσε προηγουμένως η Επιτροπή και, δεύτερον, τα περιστατικά αυτά, επειδή έχουν άμεση σχέση με τη σοβαρότητα ή τη διάρκεια της πιθανολογούμενης συμπράξεως, να παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να καταλήξει σε νέα συμπεράσματα επί της παραβάσεως (απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Repsol Lubricantes y Especialidades κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑617/13 P, EU:C:2016:416, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    31

    Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η φράση «πραγματικά περιστατικά τα οποία αγνοούσε […] η Επιτροπή» είναι σαφής και επιτρέπει να γίνει δεκτή η περιοριστική ερμηνεία του σημείου 23, στοιχείο βʹ, τελευταίο εδάφιο, της ανακοίνωσης του 2002 περί συνεργασίας, ούτως ώστε να εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες μια μετέχουσα σε σύμπραξη εταιρία γνωστοποιεί στην Επιτροπή νέα πληροφοριακά στοιχεία, σχετικά με τη σοβαρότητα ή τη διάρκεια της παραβάσεως (απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Repsol Lubricantes y Especialidades κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑617/13 P, EU:C:2016:416, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    32

    Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι η έννοια που πρέπει να δίδεται στην προαναφερθείσα φράση πρέπει να μπορεί να διασφαλίσει την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκονται με το σημείο 23, στοιχείο βʹ, τελευταίο εδάφιο, της εν λόγω ανακοίνωσης και, ειδικότερα, την αποτελεσματικότητα του προγράμματος επιείκειας του οποίου σκοπός είναι να επιτευχθεί η καταγγελία της παραβάσεως από τα πρόσωπα που τη διέπραξαν, προκειμένου αυτή να τερματισθεί ταχέως και πλήρως (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Repsol Lubricantes y Especialidades κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑617/13 P, EU:C:2016:416, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    33

    Ως προς το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι πρέπει να διασφαλίζεται η πρακτική αποτελεσματικότητα της ανωτέρω διατάξεως, η οποία, στην περίπτωση που η επιχείρηση που παρέσχε πρώτη στην Επιτροπή, προκειμένου να της χορηγηθεί πλήρης απαλλαγή από την επιβολή προστίμου βάσει της ανακοίνωσης του 2002 περί συνεργασίας, αποδεικτικά στοιχεία που της δίνουν τη δυνατότητα να διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, αλλά δεν γνωστοποίησε πληροφορίες από τις οποίες προκύπτει ότι η επίμαχη παράβαση είχε μεγαλύτερη διάρκεια από εκείνη που αποδείχθηκε από τα εν λόγω στοιχεία, αποσκοπεί στο να παράσχει κίνητρο, μέσω της χορηγήσεως μερικής απαλλαγής από την επιβολή προστίμου, σε κάθε άλλη επιχείρηση που συμμετείχε στην παράβαση αυτή να γνωστοποιήσει πρώτη τέτοιες πληροφορίες (απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Repsol Lubricantes y Especialidades κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑617/13 P, EU:C:2016:416, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    34

    Διαπιστώνεται ότι από τις διαφορές μεταξύ του γράμματος του σημείου 26, τρίτο εδάφιο, της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας και του γράμματος του σημείου 23, στοιχείο βʹ, τελευταίο εδάφιο, της ανακοίνωσης του 2002 περί συνεργασίας δεν προκύπτει ότι η στενή ερμηνεία που έγινε δεκτή από το Δικαστήριο όσον αφορά τη δεύτερη διάταξη δεν μπορεί να ισχύσει και για το σημείο 26, τρίτο εδάφιο, της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας. Ειδικότερα, το γεγονός ότι η φράση «πραγματικά περιστατικά τα οποία αγνοούσε προηγουμένως», κατά το σημείο 23, στοιχείο βʹ, τελευταίο εδάφιο, της ανακοίνωσης του 2002 περί συνεργασίας, δεν επαναλήφθηκε ρητώς στο σημείο 26, τρίτο εδάφιο, της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας δεν μπορεί να δικαιολογήσει διαφορετική ερμηνεία του εν λόγω σημείου 26, τρίτο εδάφιο.

    35

    Πράγματι, κατά το σημείο 26, τρίτο εδάφιο, της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας, για να τύχει μερικής απαλλαγής, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση πρέπει να προσκομίσει στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πρόσθετα πραγματικά περιστατικά που αυξάνουν τη βαρύτητα ή τη διάρκεια της επίμαχης παράβασης. Πρόκειται για πραγματικά περιστατικά που συμπληρώνουν εκείνα τα οποία ήδη γνωρίζει η Επιτροπή ή προστίθενται σε αυτά και μεταβάλλουν το καθ’ ύλην ή το χρονικό πεδίο της παράβασης, όπως αυτή διαπιστώθηκε από την Επιτροπή. Μερική απαλλαγή από το πρόστιμο μπορεί να χορηγηθεί μόνο σε σχέση με τέτοια περιστατικά τα οποία προστίθενται στο αρχικό πεδίο της παράβασης.

    36

    Όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το γράμμα του σημείου 26, τρίτο εδάφιο, της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας δεν μεταβάλλει τη λογική της μερικής απαλλαγής από την επιβολή προστίμου, όπως αυτή είχε ερμηνευθεί από τη νομολογία υπό το πρίσμα του γράμματος του σημείου 23, στοιχείο βʹ, τελευταίο εδάφιο, της ανακοίνωσης του 2002 περί συνεργασίας.

    37

    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το σημείο 26, τρίτο εδάφιο, της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας έχει την έννοια ότι αφορά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες μια μετέχουσα σε σύμπραξη εταιρία παρέχει στην Επιτροπή αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία της δίνουν τη δυνατότητα να αποδείξει νέα πραγματικά περιστατικά σχετικά με τη σοβαρότητα ή τη διάρκεια της παράβασης, αποκλειομένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες η εταιρία απλώς παρέχει πληροφορίες που ενισχύουν τα στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη της παραβάσεως.

    38

    Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 59 έως 62 των προτάσεών του, η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από τη διάρθρωση του σημείου 26. Πράγματι, όσον αφορά τα πραγματικά στοιχεία τα οποία ήδη γνωρίζει η Επιτροπή, η παροχή αποδεικτικών στοιχείων που αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία μπορεί ήδη να οδηγήσει σε μείωση του ποσού του προστίμου, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του σημείου 26, σε συνδυασμό με τα σημεία 24 και 25 της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας Επομένως, το ευεργέτημα της μερικής απαλλαγής, που προβλέπεται στο τρίτο εδάφιο του σημείου 26, πρέπει να χορηγείται μόνο στην επιχείρηση που προσκομίζει στοιχεία σχετικά με νέα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αγνοούσε προηγουμένως η Επιτροπή.

    39

    Τέλος, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 63 των προτάσεών του, η ερμηνεία αυτή συνάδει επίσης με τον σκοπό του κανόνα περί μερικής απαλλαγής που προβλέπεται στο σημείο 26, τρίτο εδάφιο, της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας, ο οποίος είναι πανομοιότυπος με τον σκοπό που επιδίωκε προηγουμένως το σημείο 23, στοιχείο βʹ, τελευταίο εδάφιο, της ανακοίνωσης του 2002 περί συνεργασίας, όπως αυτός εκτέθηκε στις σκέψεις 32 και 33 της παρούσας απόφασης. Το εν λόγω σημείο 26, τρίτο εδάφιο, αποσκοπεί στην παροχή κινήτρων στις επιχειρήσεις να συνεργαστούν πλήρως με την Επιτροπή, ακόμα και αν δεν τους έχει χορηγηθεί απαλλαγή υπό όρους κατ’ εφαρμογήν του σημείου 8 της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας. Πράγματι, αν δεν υπήρχε ο κανόνας του σημείου 26, τρίτο εδάφιο, της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας, οι επιχειρήσεις αυτές θα μπορούσαν να φοβούνται ότι η υποβολή αποδεικτικών στοιχείων τα οποία επηρεάζουν τη διάρκεια ή τη σοβαρότητα της παράβασης και τα οποία αγνοούσε προηγουμένως η Επιτροπή θα τις εκθέσει στον κίνδυνο αύξησης του ύψους των προστίμων που θα μπορούσαν να τους επιβληθούν.

    40

    Στο πλαίσιο αυτό και όπως υπογράμμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 88 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, υπενθυμίζεται ότι, το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας το σημείο 23, στοιχείο βʹ, τελευταίο εδάφιο, της ανακοίνωσης του 2002 περί συνεργασίας, έχει κρίνει ότι, εφόσον οι πληροφορίες που παρέσχε ορισμένη επιχείρηση αφορούσαν περιστατικά τα οποία δεν αγνοούσε προηγουμένως η Επιτροπή, πρέπει να απορρίπτεται η αίτηση της επιχείρησης αυτής για τη χορήγηση μερικής απαλλαγής, χωρίς να είναι αναγκαία η σύγκριση της αποδεικτικής αξίας των πληροφοριών αυτών με εκείνη των πληροφοριών που είχαν ήδη παράσχει άλλοι ενδιαφερόμενοι (πρβλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 2015, LG Display και LG Display Taiwan κατά Επιτροπής,C‑227/14 P, EU:C:2015:258, σκέψη 81). Η διαπίστωση αυτή ισχύει επίσης, στο πλαίσιο του σημείου 26, τρίτο εδάφιο, της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας, όσον αφορά αποδεικτικά στοιχεία που δεν αφορούν «πρόσθετα περιστατικά» κατά την έννοια της διάταξης αυτής.

    41

    Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του σημείου 26, τρίτο εδάφιο, της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας, δεδομένου ότι η Επιτροπή γνώριζε ήδη την πραγματοποίηση της συνάντησης στο Windhagen και το εδαφικό πεδίο της σύμπραξης πριν η Recylex καταθέσει την αίτησή της για τη χορήγηση μερικής απαλλαγής από την επιβολή προστίμου.

    42

    Όσον αφορά την αιτίαση της Recylex που εκτίθεται στη σκέψη 23 της παρούσας απόφασης σχετικά με τη φερόμενη αντιφατικότητα και ασάφεια του σκεπτικού του Γενικού Δικαστηρίου που εκτίθεται στις σκέψεις 79 έως 99 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 46 έως 56 των προτάσεών του, το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε επαρκώς κατά νόμον, στις εν λόγω σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τους λόγους που δικαιολογούσαν την επικύρωση της επίδικης απόφασης ως προς την απόρριψη της αίτησης για τη χορήγηση μερικής απαλλαγής δυνάμει του σημείου 26, τρίτο εδάφιο, της ως άνω ανακοίνωσης.

    43

    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

    Επί του δευτέρου και του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    44

    Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Recylex προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραμόρφωσε προδήλως τις χειρόγραφες σημειώσεις που είχαν συνταχθεί από υπάλληλο της Campine και κατασχέθηκαν κατά τη διάρκεια ελέγχου που πραγματοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης αυτής, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα των πληροφοριών που παρέσχε η JCI με την από 22 Ιουνίου 2012 αίτησή της για τη χορήγηση απαλλαγής από την επιβολή προστίμων, επειδή έκρινε στη σκέψη 95 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι με βάση τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία η Επιτροπή ήταν σε θέση να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη της συνάντησης στο Windhagen και να προσδιορίσει την ημερομηνία της συνάντησης αυτής ως χρονικό σημείο έναρξης της παράβασης. Αφενός, η Recylex υποστηρίζει ότι στις πληροφορίες που παρέσχε η JCI δεν γίνεται μνεία οποιασδήποτε συνάντησης ή αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού επαφών που έλαβαν χώρα τον Σεπτέμβριο του 2009 και ότι ουδόλως οι πληροφορίες αυτές υποδηλώνουν ότι η σύμπραξη άρχισε σε εκείνο το συγκεκριμένο χρονικό σημείο. Αφετέρου, η Recylex επισημαίνει ότι οι χειρόγραφες σημειώσεις αναφέρουν ημερομηνία διαφορετική από εκείνη την οποία δέχθηκε η Επιτροπή, ήτοι την 24η αντί της 23ης Σεπτεμβρίου 2009, ότι δεν παρέχουν καμία πληροφορία ούτε για τους μετέχοντες στη συνάντηση ούτε για τη φύση της και, τέλος, ότι η Campine αρνήθηκε σταθερά, καθ’ όλη τη διοικητική διαδικασία, ότι οι εν λόγω σημειώσεις είχαν περιεχόμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

    45

    Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Recylex υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν παράβαση. Οι χειρόγραφες σημειώσεις τις οποίες συνέταξε υπάλληλος της Campine, ακόμη και ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με τις πληροφορίες τις οποίες παρέσχε η JCI, δεν συνιστούν ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία περί της ύπαρξης παράβασης που διαπράχθηκε κατά τη συνάντηση στο Windhagen. Καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω σημειώσεις παρείχαν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη της συνάντησης, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη τους κανόνες σχετικά με το βάρος απόδειξης.

    46

    Κατά την Επιτροπή, τα επιχειρήματα που προβάλλει η Recylex στο ως άνω πλαίσιο είναι, αφενός, απαράδεκτα, καθόσον συνιστούν αίτημα επανεξέτασης των αποδεικτικών στοιχείων, και, αφετέρου, αβάσιμα.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    47

    Χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί το ζήτημα αν τα επιχειρήματα της Recylex συνιστούν αίτημα επανεξέτασης των αποδεικτικών στοιχείων και, ως εκ τούτου, να κριθεί αν το αίτημα αυτό είναι παραδεκτό, επισημαίνεται ότι η Recylex στηρίζεται σε προδήλως εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, και ειδικότερα των σκέψεων 85 έως 97, καθόσον θεωρεί δεδομένο ότι το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επί του ζητήματος αν οι χειρόγραφες σημειώσεις οι οποίες κατασχέθηκαν κατά τον έλεγχο που διενεργήθηκε στις εγκαταστάσεις της Campine, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα των πληροφοριών που είχε προηγουμένως παράσχει η JCI, ήταν αφ’ εαυτών επαρκείς προκειμένου να αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμον η ημερομηνία και το περιεχόμενο της συνάντησης στο Windhagen ως σημείο έναρξης της παράβασης.

    48

    Πράγματι, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 81 έως 84 των προτάσεων του, από τις σκέψεις 93 έως 97 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει προδήλως ότι το Γενικό Δικαστήριο απλώς διαπίστωσε ότι οι χειρόγραφες αυτές σημειώσεις, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα των πληροφοριών που παρέσχε η JCI, έδωσαν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να λάβει γνώση της πραγματοποίησης της συνάντησης στο Windhagen και του αντίθετου προς τους κανόνες του ανταγωνισμού χαρακτήρα της. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Recylex, το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως αποφάνθηκε επί του ζητήματος αν καθιστούσαν αφ’ εαυτών δυνατό να αποδειχθούν επαρκώς κατά νόμον η ημερομηνία και το περιεχόμενο της εν λόγω συνάντησης.

    49

    Ως προς το ζήτημα αυτό, υπογραμμίζεται ότι η Recylex δεν αμφισβητεί, με την αίτηση αναιρέσεως, ότι οι χειρόγραφες σημειώσεις και τα πληροφοριακά στοιχεία που προσκόμισε η JCI έδωσαν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να λάβει γνώση της πραγματοποίησης της συνάντησης στο Windhagen.

    50

    Μολονότι η Recylex υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να συγκρίνει τα στοιχεία που είχε ήδη στη διάθεσή της η Επιτροπή με εκείνα που παρέσχε η ίδια, σύγκριση η οποία, κατά την άποψή της, θα το οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία που διέθετε η Επιτροπή κατά την ημερομηνία της αίτησης της Recylex για τη χορήγηση μερικής απαλλαγής δεν της παρείχαν τη δυνατότητα να αποδείξει, επαρκώς κατά νόμον, την ύπαρξη και το περιεχόμενο της συνάντησης αυτής, επιβάλλεται εντούτοις η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 97 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε ως προς το ζήτημα αυτό η Recylex ήταν αλυσιτελή. Για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 40 της παρούσας απόφασης, η διαπίστωση αυτή του Γενικού Δικαστηρίου είναι δικαιολογημένη, δεδομένου ότι δεν απαιτούνταν τέτοιου είδους σύγκριση.

    51

    Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι προδήλως αβάσιμα και, επομένως, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που εκτίθενται στη σκέψη 43 της παρούσας απόφασης, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

    Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    52

    Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως ο οποίος βάλλει κατά των σκέψεων 136 έως 154 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η Recylex διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του σημείου 26, πρώτο εδάφιο, της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας, κρίνοντας ότι ούτε το γράμμα της ανακοίνωσης ούτε η όλη οικονομία της μπορούν να στηρίξουν ερμηνεία κατά την οποία, στην περίπτωση που δύο επιχειρήσεις έχουν προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία με σημαντική προστιθέμενη αξία, η επιχείρηση που τα προσκόμισε δεύτερη μπορεί να υπεισέλθει στη θέση της πρώτης, εάν η συνεργασία της πρώτης δεν είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις του σημείου 12 της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 153 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή ορθώς αρνήθηκε να χορηγήσει στη Recylex μείωση προστίμου από 30 έως 50 %, βάσει του σημείου 26, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, της ανακοίνωσης, μολονότι η Eco-Bat είχε παραβεί, κατά τη Recylex, το καθήκον συνεργασίας, παρέχοντας μόνον ελλιπείς και παραπλανητικές πληροφορίες σχετικά με τις περιοχές τις οποίες αφορούσε η παράβαση.

    53

    Η Recylex υποστηρίζει ότι από το γράμμα, το πνεύμα και τους σκοπούς της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας προκύπτει ότι μια επιχείρηση η συνεργασία της οποίας δεν πληροί τις απαιτήσεις του σημείου 12 της εν λόγω ανακοίνωσης πρέπει να μη λαμβάνεται υπόψη προς τον σκοπό της κατάταξης που προβλέπεται στο σημείο 26, πρώτο εδάφιο, και ότι, επομένως, δεν τίθεται καν το ζήτημα της σειράς της σε αυτή την κατάταξη.

    54

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    55

    Δυνάμει του σημείου 24 της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας, για να τύχει ορισμένη επιχείρηση της προβλεπόμενης στο σημείο 26, πρώτο εδάφιο, μείωσης του προστίμου, πρέπει να υποβάλει στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την πιθανολογούμενη παράβαση τα οποία αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή και πρέπει να πληροί σωρευτικά τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο σημείο 12, όπερ συνεπάγεται ιδίως ότι πρέπει να συνεργάζεται ειλικρινά, πλήρως, σε διαρκή βάση και με ταχύτητα καθ’ όλη τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

    56

    Συνεπώς, ενδέχεται να μη χορηγηθεί η μείωση του προστίμου σε επιχείρηση η οποία δεν υιοθετεί συμπεριφορά σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του σημείου 12 της εν λόγω ανακοίνωσης. Ωστόσο, το γεγονός ότι αποκλείεται η χορήγηση μείωσης στην επιχείρηση αυτή δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις που προσκόμισαν εκ των υστέρων αποδεικτικά στοιχεία με σημαντική προστιθέμενη αξία να μπορούν να υπεισέλθουν στη θέση της όσον αφορά τη σειρά χρονικής προτεραιότητας που καθορίζει το σημείο 26, πρώτο εδάφιο.

    57

    Ως προς το ζήτημα αυτό, διαπιστώνεται ότι καμία διάταξη της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας δεν προβλέπει την ανακατάταξη την οποία επικαλείται εν προκειμένω η Recylex. Το σημείο 26, πρώτο εδάφιο, της ανακοίνωσης καθιερώνει μόνο κριτήριο χρονικής προτεραιότητας, προσδιορίζοντας τα όρια μείωσης του ποσού του προστίμου ανάλογα με τη σειρά κατά την οποία οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις υπέβαλαν στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία με σημαντική προστιθέμενη αξία. Ομοίως, στα σημεία 23, 24, 29 και 30 της ανακοίνωσης δεν υπάρχει κανένα στοιχείο βάσει του οποίου να προβλέπεται τέτοια ανακατάταξη. Στο πλαίσιο αυτό, ούτε από το γράμμα των ως άνω σημείων ούτε από την όλη οικονομία της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας προκύπτει ότι παρέχεται στη δεύτερη κατά σειρά επιχείρηση, ήτοι στη Recylex, το δικαίωμα να υπεισέλθει στη θέση της πρώτης κατά σειρά επιχείρησης, ήτοι της Eco-Bat, για τον λόγο ότι η τελευταία δεν συμμορφώθηκε προς τις προϋποθέσεις του σημείου 12 της ανακοίνωσης.

    58

    Επιπλέον, αντίθετη ερμηνεία, όπως αυτή την οποία προβάλλει η Recylex, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί υπό το πρίσμα του σκοπού των προγραμμάτων επιείκειας τα οποία, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 148 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αποσκοπούν να δημιουργήσουν ένα κλίμα αβεβαιότητας εντός των συμπράξεων, ώστε να ενθαρρύνουν την καταγγελία τους στην Επιτροπή [πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2016, DHL Express (Italy) και DHL Global Forwarding (Italy), C‑428/14, EU:C:2016:27, σκέψη 82 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    59

    Πράγματι, για την επίτευξη του σκοπού αυτού, πρέπει να παρέχονται κίνητρα στις επιχειρήσεις για την όσο το δυνατόν ταχύτερη και αποτελεσματικότερη συνεργασία με την Επιτροπή κατά τη διεξαγωγή των ερευνών της. Η αποδοχή της ανακατάταξης υπέρ των επιχειρήσεων που δεν επέδειξαν τη μεγαλύτερη ταχύτητα όσον αφορά τη συνεργασία, λόγω της μη τήρησης, εκ μέρους άλλης επιχείρησης, των απαιτήσεων του σημείου 12 της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας, θα αντέβαινε στον επιδιωκόμενο από την ανακοίνωση σκοπό της ταχύτερης διάλυσης των συμπράξεων.

    60

    Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 136 έως 154 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Recylex δεν μπορούσε να αξιώσει μεγαλύτερη μείωση του προστίμου, ήτοι από 30 έως 50 %, διότι, κατά την επίδικη απόφαση, ήταν η δεύτερη μόνον επιχείρηση που παρέσχε σημαντική προστιθέμενη αξία, κατά την έννοια του σημείου 26, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, της ανακοίνωσης του 2006 περί συνεργασίας.

    61

    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    62

    Δεδομένου ότι δεν γίνεται δεκτός κανένας από τους τρεις λόγους αναιρέσεως που προέβαλε η Recylex, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    63

    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται στην αναιρετική δίκη δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

    64

    Δεδομένου ότι η Recylex ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

     

    2)

    Καταδικάζει τη Recylex SA, τη Fonderie et Manufacture de Métaux SA και τη Harz-Metall GmbH στα δικαστικά έξοδα.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top