EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019CC0104

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ρ. Pitruzzella της 4ης Μαρτίου 2020.
Donex Shipping and Forwarding BV κατά Staatssecretaris van Financiën.
Αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Κοινή εμπορική πολιτική – Ντάμπινγκ – Δασμός αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται στις εισαγωγές συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας – Κανονισμός (ΕΚ) 91/2009 – Κύρος – Κανονισμός (ΕΚ) 384/96 – Άρθρο 2, παράγραφοι 10 και 11 – Δικαιώματα άμυνας.
Υπόθεση C-104/19.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2020:159

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

GIOVANNI PITRUZZELLA

της 4ης Μαρτίου 2020 ( 1 )

Υπόθεση C-104/19

Donex Shipping and Forwarding BV

παρισταμένου του:

Staatssecretaris van Financiën

[αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden
(Ανωτάτου Δικαστηρίου των Κάτω Χωρών)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Εμπορική πολιτική – Δασμοί αντιντάμπινγκ – Κύρος του κανονισμού (ΕΚ) 91/2009 – Εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Κίνας – Κανονισμός (ΕΚ) 384/96 – Άρθρο 2, παράγραφος 10 – Άρθρο 6, παράγραφος 7, άρθρα 19 και 20 – Διαδικαστικά δικαιώματα – Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας – Εισαγωγέας της Ένωσης ο οποίος δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία αντιντάμπινγκ»

1. 

Αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως είναι αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβληθείσα από το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών), η οποία αφορά το κύρος του κανονισμού (ΕΚ) 91/2009 ( 2 ) (στο εξής: επίδικος κανονισμός), με τον οποίο το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.

2. 

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ανέκυψε στο πλαίσιο υποθέσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου με αντικείμενο την προσφυγή που άσκησε η εταιρία Donex Shipping and Forwarding BV (στο εξής: Donex) κατά ατομικών ειδοποιήσεων οφειλής δασμών αντιντάμπινγκ σχετικά με την εισαγωγή από την εταιρία αυτή προϊόντων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του επίδικου κανονισμού.

3. 

Η Donex προβάλλει ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου διάφορους λόγους ανισχύρου του επίδικου κανονισμού. Οι παρούσες προτάσεις επικεντρώνονται στο αν εισαγωγέας της Ένωσης, όπως η Donex, ο οποίος δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση κανονισμού επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ, δύναται να προβάλει το ανίσχυρο του κανονισμού αυτού λόγω εικαζόμενης παράλειψης των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να παράσχουν στους παραγωγούς-εξαγωγείς που συνεργάστηκαν στη διαδικασία αυτή τα αναγκαία στοιχεία ώστε να είναι σε θέση να υποβάλουν λυσιτελώς αιτήματα προσαρμογής της κανονικής αξίας που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ.

I. Νομικό πλαίσιο

Α.   Το διεθνές δίκαιο

4.

Η συμφωνία για την ίδρυση του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) περιέχει, στο παράρτημα 1Α, τη συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 ( 3 ) (στο εξής: συμφωνία αντιντάμπινγκ).

5.

Το άρθρο 2, παράγραφος 4, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ προβλέπει τα εξής:

«2.4.   Μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας διεξάγεται εύλογη σύγκριση. Η σύγκριση αυτή αφορά το ίδιο στάδιο εμπορίας, και συνήθως το στάδιο εξόδου εκ του εργοστασίου, και πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν σε χρόνο όσο γίνεται πλησιέστερο. Για κάθε περίπτωση λαμβάνονται δεόντως υπόψη, με βάση τα ατομικά στοιχεία της υπόθεσης, διαφορές που επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών […]. Στις περιπτώσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στην παράγραφο 3, πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη τα έξοδα που ανακύπτουν μεταξύ εισαγωγής και μεταπώλησης (συμπεριλαμβανομένων των δασμών και των φόρων) και τα αντίστοιχα πραγματοποιούμενα κέρδη. Εάν, στις περιπτώσεις αυτές, έχει επηρεασθεί η συγκρισιμότητα των τιμών, οι αρχές καθορίζουν την κανονική αξία για στάδιο εμπορίας αντίστοιχο του σταδίου εμπορίας που ισχύει για την κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής ή συνεκτιμούν δεόντως τους παράγοντες που προβλέπονται από την παρούσα παράγραφο. Οι αρχές οφείλουν να ενημερώνουν τους ενδιαφερομένους σχετικά με τα στοιχεία που απαιτούνται για τη διασφάλιση δίκαιων όρων σύγκρισης, ενώ το βάρος της απόδειξης που επιβάλλουν στους ενδιαφερομένους δεν πρέπει να είναι υπέρμετρο.»

Β.   Το δίκαιο της Ένωσης

1. Ο βασικός κανονισμός

6.

Κατά την ημερομηνία έκδοσης του επίδικου κανονισμού, οι διατάξεις για τη λήψη μέτρων αντιντάμπινγκ από την Ευρωπαϊκή Ένωση περιέχονταν στον κανονισμό (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ( 4 ), όπως τροποποιήθηκε τελευταίως με τον κανονισμό 2117/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 2005 ( 5 ) (στο εξής: βασικός κανονισμός).

7.

Το άρθρο 2 του βασικού κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Καθορισμός του ντάμπινγκ», ορίζει στην παράγραφο 10, με τίτλο «Σύγκριση», τα εξής:

«Μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας διεξάγεται δίκαιη σύγκριση. Η σύγκριση αυτή αφορά το ίδιο στάδιο εμπορίας και πωλήσεις πραγματοποιηθείσες σε ημερομηνίες όσο το δυνατόν εγγύτερες, λαμβάνονται δε δεόντως υπόψη άλλες διαφορές που επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών. Όταν η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής που διαμορφώνεται δεν πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις σύγκρισης, πραγματοποιούνται προσαρμογές για κάθε περίπτωση, με βάση τα ατομικά της στοιχεία προκειμένου να ληφθούν δεόντως υπόψη διαφορές των παραγόντων για τους οποίους προβάλλεται ο [ισχυρισμός] και αποδεικνύεται ότι επηρεάζουν τις τιμές και, κατ’ επέκταση, τη συγκρισιμότητα των τιμών. Πρέπει να αποφεύγεται οποιαδήποτε επανάληψη προσαρμογής που έχει ήδη γίνει, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για εκπτώσεις επί της τιμής και επιστροφές, για τις ποσότητες και για το στάδιο εμπορίας.»

8.

Το άρθρο 6, με τίτλο «Έρευνα», ορίζει στην παράγραφο 7 τα εξής:

«Οι καταγγέλλοντες, οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς και οι αντιπροσωπευτικές ενώσεις τους, οι χρήστες και οι οργανώσεις καταναλωτών, που έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 10, καθώς και οι εκπρόσωποι της χώρας εξαγωγής δύνανται, κατόπιν γραπτής αιτήσεως, να εξετάζουν όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που έχουν διατεθεί από οποιοδήποτε από τα μέρη που μετέχουν στην έρευνα, τα οποία είναι δυνατό να χρησιμεύσουν για την παρουσίαση των απόψεών τους, δεν είναι εμπιστευτικά κατά την έννοια του άρθρου 19 και χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της έρευνας· το δικαίωμα αυτό δεν ισχύει για τα έγγραφα εσωτερικής χρήσης που καταρτίζουν οι αρχές της [Ένωσης] ή των κρατών μελών της. Τα μέρη έχουν τη δυνατότητα να διατυπώσουν παρατηρήσεις σχετικά με τα εν λόγω στοιχεία, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη καθόσον είναι επαρκώς τεκμηριωμένες.»

9.

Το άρθρο 19 του βασικού κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Τήρηση του απορρήτου», ορίζει στις παραγράφους 1 και 4 τα εξής:

«1.   Οι αρχές, όταν αποδεικνύεται η ύπαρξη σοβαρού λόγου, αντιμετωπίζουν ως απόρρητη κάθε πληροφορία η οποία από τη φύση της έχει τέτοιον χαρακτήρα (παραδείγματος χάρη, επειδή η γνωστοποίησή της θα προσπόριζε σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε κάποιον ανταγωνιστή ή επειδή η γνωστοποίησή της θα είχε σοβαρές αρνητικές συνέπειες για το πρόσωπο που έχει προσκομίσει το συγκεκριμένο στοιχείο ή για το πρόσωπο από το οποίο πληροφορήθηκε το συγκεκριμένο στοιχείο αυτός που το υποβάλλει) ή η οποία έχει υποβληθεί από κάποιο μέρος που μετέχει στην έρευνα με την επεξήγηση ότι πρόκειται για πληροφορία εμπιστευτικού χαρακτήρα.

[…]

4.   Το παρόν άρθρο δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται στις αρχές της [Ένωσης] να αποκαλύπτουν πληροφορίες γενικού χαρακτήρα, και ιδίως τους λόγους στους οποίους στηρίζονται οι αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει του παρόντος κανονισμού, ή να αποκαλύπτουν τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχτηκαν οι αρχές της [Ένωσης], στο βαθμό που κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο για την επεξήγηση των λόγων αυτών κατά τις διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου. Κάθε αποκάλυψη αυτής της μορφής πρέπει να λαμβάνει υπόψη το έννομο συμφέρον των ενδιαφερομένων μερών ώστε να μη διαρρέουν τα επιχειρηματικά τους απόρρητα.»

10.

Το άρθρο 20 του βασικού κανονισμού, με τίτλο «Αποκάλυψη», ορίζει στις παραγράφους 2 έως 5 τα εξής:

«2.   [Οι καταγγέλλοντες, οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς, οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις και οι εκπρόσωποι της χώρας εξαγωγής] δύνανται να ζητούν την τελική αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού επί τη βάσει των οποίων πρόκειται να διατυπωθεί εισήγηση για την επιβολή οριστικών μέτρων ή για την περάτωση της έρευνας ή της διαδικασίας άνευ επιβολής μέτρων· εν προκειμένω, λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα για τη γνωστοποίηση εκείνων των πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού που ενδεχομένως διαφέρουν από εκείνα που αποτέλεσαν τη βάση για την επιβολή των προσωρινών μέτρων.

3.   Οι αιτήσεις για την τελική αποκάλυψη στοιχείων, η οποία ορίζεται στην παράγραφο 2, αποστέλλονται γραπτώς στην Επιτροπή […]. Αν δεν έχει επιβληθεί προσωρινός δασμός, παρέχεται στα μέρη η δυνατότητα να ζητήσουν την τελική αποκάλυψη στοιχείων εντός προθεσμίας που τάσσει η Επιτροπή.

4.   Η τελική αποκάλυψη στοιχείων γίνεται γραπτώς· λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ανάγκης προστασίας των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, η τελική αποκάλυψη στοιχείων πρέπει να πραγματοποιείται το συντομότερο δυνατόν και, καταρχήν, το αργότερο ένα μήνα πριν από την οριστική απόφαση ή την υποβολή εκ μέρους της Επιτροπής οποιασδήποτε πρότασης για τη λήψη οριστικών μέτρων βάσει του άρθρου 9. Σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αποκαλύψει ορισμένα πραγματικά περιστατικά ή το σκεπτικό τη δεδομένη στιγμή, αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν σε μεταγενέστερο στάδιο. Η αποκάλυψη αυτή δεν θίγει οποιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση την οποία ενδεχομένως λαμβάνει η Επιτροπή ή το Συμβούλιο, αλλά αν η απόφαση αυτή στηρίζεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και σε διαφορετικό σκεπτικό, αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν.

5.   Τυχόν παραστάσεις των ενδιαφερομένων μετά την τελική αποκάλυψη στοιχείων λαμβάνονται υπόψη εφόσον παραληφθούν εντός προθεσμίας που ορίζει η Επιτροπή κατά περίπτωση, η οποία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των δέκα ημερών, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του επείγοντος του θέματος.»

2. Ο επίδικος κανονισμός και οι επακόλουθοι κανονισμοί σχετικά με τους δασμούς αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα

11.

Στις 9 Νοεμβρίου 2007 η Επιτροπή κίνησε διαδικασία σχετικά με την ύπαρξη πρακτικών ντάμπινγκ για ορισμένους συνδετήρες από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ( 6 ).

12.

Η έρευνα αφορούσε το διάστημα από την 1η Οκτωβρίου 2006 έως την 30ή Σεπτεμβρίου 2007. Στην έρευνα συνεργάστηκαν 110 κινεζικές εταιρίες ή όμιλοι εταιριών εκ των οποίων εννέα επιλέχθηκαν για τον σχηματισμό του δείγματος ( 7 ).

13.

Στο πέρας της έρευνας, στις 26 Ιανουαρίου 2009, το Συμβούλιο εξέδωσε τον επίδικο κανονισμό, ο οποίος επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή ανοξείδωτο χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.

14.

Από τον επίδικο κανονισμό προκύπτει ότι, για τους Κινέζους παραγωγούς‑εξαγωγείς στους οποίους δεν αναγνωρίστηκε καθεστώς οικονομίας της αγοράς, η κανονική αξία καθορίστηκε βάσει στοιχείων που λήφθηκαν από παραγωγό ανάλογης χώρας, εν προκειμένω της Ινδίας ( 8 ).

15.

Όσον αφορά ειδικότερα τις μη συνεργασθείσες εταιρίες, λόγω του χαμηλού επιπέδου συνεργασίας, το περιθώριο ντάμπινγκ καθορίστηκε ως ο μέσος όρος της αξίας που διαπιστώθηκε βάσει των στοιχείων της Eurostat και των μεγαλύτερων περιθωρίων που διαπιστώθηκαν για τους τύπους προϊόντος που πωλήθηκαν σε αντιπροσωπευτική ποσότητα από τον συνεργασθέντα παραγωγό-εξαγωγέα με το ύψιστο περιθώριο ντάμπινγκ. Στη βάση αυτή, το εν λόγω περιθώριο ντάμπινγκ υπολογίστηκε σε 115,4 % ( 9 ).

16.

Εντούτοις, δεδομένου ότι το περιθώριο ζημίας σε εθνική κλίμακα καθορίστηκε σε 85 %, κατ’ εφαρμογήν του «κανόνα ήσσονος δασμού», βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού ( 10 ), ο συντελεστής του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ, για τις εταιρίες που δεν συνεργάστηκαν στην έρευνα, καθορίστηκε σε 85 %.

17.

Στις 28 Ιουλίου 2011 το όργανο επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ (στο εξής: ΟΕΔ) ενέκρινε την έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου της 15ης Ιουλίου 2011 ( 11 ) καθώς και την έκθεση της ειδικής ομάδας, όπως τροποποιήθηκε με την έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου, στην υπόθεση «Ευρωπαϊκές Κοινότητες – Οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ για ορισμένους συνδετήρες από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Κίνας» (WT/DS397). Με τις εν λόγω εκθέσεις διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι, με την έκδοση του επίδικου κανονισμού, η Ένωση είχε ενεργήσει κατά τρόπο αντίθετο προς ορισμένες διατάξεις της συμφωνίας αντιντάμπινγκ.

18.

Κατόπιν των εκθέσεων αυτών, το Συμβούλιο εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 924/2012, της 4ης Οκτωβρίου 2012, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 91/2009 ( 12 ), ο οποίος διατήρησε τα μέτρα αντιντάμπινγκ που λήφθηκαν με τον επίδικο κανονισμό, πλην όμως μείωσε, για το μέλλον, τον μέγιστο δασμό αντιντάμπινγκ από 85 % σε 74,1 % ( 13 ).

II. Τα πραγματικά περιστατικά, η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα

19.

Το 2011, η Donex υπέβαλε διασάφηση για τη θέση συνδετήρων σιδήρου ή χάλυβα σε ελεύθερη κυκλοφορία. Κατόπιν έρευνας της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) διαπιστώθηκε ότι οι συνδετήρες αυτοί κατάγονταν από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και υπέκειντο, επομένως, στην επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ βάσει του επίδικου κανονισμού.

20.

Ως εκ τούτου, στις 4 Ιουνίου 2014, η Donex έλαβε ατομικές ειδοποιήσεις οφειλής δασμών αντιντάμπινγκ, των οποίων το ύψος υπολογίστηκε κατ’ εφαρμογήν του συντελεστή 85 % που καθορίστηκε στον επίδικο κανονισμό για τους Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς που δεν είχαν συνεργαστεί στην έρευνα.

21.

Η Donex άσκησε προσφυγή κατά των ατομικών ειδοποιήσεων οφειλής ενώπιον του rechtbank Noord-Holland (πρωτοδικείου Βόρειας Ολλανδίας, Κάτω Χώρες). Κατόπιν απόρριψης της προσφυγής της, η Donex άσκησε έφεση ενώπιον του Gerechtshof Amsterdam (εφετείου του Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες). Με την απόφασή του, το δικαστήριο αυτό απέρριψε την προσφυγή της Donex και, ειδικότερα, τα επιχειρήματα με τα οποία η εταιρία αμφισβήτησε το κύρος του επίδικου κανονισμού.

22.

Η Donex κατέθεσε αίτηση αναιρέσεως της δευτεροβάθμιας απόφασης ενώπιον του Hoge Raad der Nederlanden (Ανωτάτου Δικαστηρίου των Κάτω Χωρών), αιτούντος δικαστηρίου στην υπό κρίση υπόθεση, στο οποίο εξέθεσε εκ νέου τα επιχειρήματά της σχετικά με το ανίσχυρο του επίδικου κανονισμού.

23.

Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά το κύρος του κανονισμού αυτού ως προς δύο πτυχές: κατά πρώτον, σε σχέση με τον καθορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ στον επίδικο κανονισμό, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 11, του βασικού κανονισμού· κατά δεύτερον, σε σχέση με τη διεξαγωγή δίκαιης σύγκρισης κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού.

24.

Όσον αφορά τη δεύτερη αυτή πτυχή, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, ειδικότερα, το κύρος του επίδικου κανονισμού σε σχέση με το επιχείρημα που προέβαλε η Donex ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης παρέβησαν το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού παραλείποντας να παράσχουν σε εύθετο χρόνο στους Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς που συνεργάστηκαν στην έρευνα όλα τα στοιχεία του Ινδού παραγωγού σχετικά με τον καθορισμό της κανονικής αξίας. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει ρητώς στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Changshu City Standard Parts Factory και Ningbo Jinding Fastener κατά Συμβουλίου (C-376/15 P και C-377/15 P, EU:C:2016:928· στο εξής: προτάσεις στις υποθέσεις Changshu και Ningbo).

25.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1.

Καθίσταται ο κανονισμός (ΕΚ) 91/2009 ανίσχυρος έναντι εισαγωγέα στην Ένωση λόγω παραβάσεως του άρθρου 2, παράγραφος 11, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96, επειδή το Συμβούλιο, κατά τη σύγκριση που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη για τον προσδιορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ για τα υπό εξέταση προϊόντα μη συνεργαζόμενων Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων, δεν έλαβε υπόψη τις εξαγωγικές συναλλαγές που αφορούν ορισμένους τύπους του προϊόντος;

2.

Καθίσταται ο κανονισμός (ΕΚ) 91/2009 ανίσχυρος έναντι εισαγωγέα στην Ένωση λόγω παραβάσεως του άρθρου 2, παράγραφος 10, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96, επειδή, στο πλαίσιο του υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ για τα υπό εξέταση προϊόντα, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, κατά τη σύγκριση της κανονικής αξίας των προϊόντων Ινδού παραγωγού με τις τιμές εξαγωγής ομοειδών κινεζικών προϊόντων, αρνήθηκαν να λάβουν υπόψη προσαρμογές για εισαγωγικούς δασμούς επί των πρώτων υλών και για έμμεσους φόρους στην ανάλογη χώρα, την Ινδία, καθώς και για διαφορές σχετικές με την παραγωγή ή το κόστος παραγωγής και/ή επειδή τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν έθεσαν (σε εύθετο χρόνο) στη διάθεση συνεργαζόμενων Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων κατά τη διάρκεια της έρευνας όλα τα στοιχεία του Ινδού παραγωγού σχετικά με τον καθορισμό της κανονικής αξίας;»

III. Ανάλυση

Α.   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

26.

Με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να εκτιμήσει το κύρος του επίδικου κανονισμού ως προς τρεις καταστάσεις: ενδεχόμενη παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 11, του βασικού κανονισμού κατά τον καθορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ (πρώτο προδικαστικό ερώτημα)· ενδεχόμενη παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 10, του εν λόγω κανονισμού σε σχέση με εικαζόμενη άρνηση των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να λάβουν υπόψη ορισμένες προσαρμογές (πρώτο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος)· και ενδεχόμενη παράβαση της τελευταίας αυτής διάταξης σε σχέση με την προβαλλόμενη παράλειψη των εν λόγω θεσμικών οργάνων να παράσχουν στους Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς που συνεργάστηκαν στην έρευνα όλα τα στοιχεία του Ινδού παραγωγού σχετικά με τον καθορισμό της κανονικής αξίας (δεύτερο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος).

27.

Σύμφωνα με το αίτημα του Δικαστηρίου, οι παρούσες προτάσεις επικεντρώνονται στο δεύτερο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος.

28.

Εντούτοις, προκαταρκτικώς, εκτιμώ ότι είναι σκόπιμο να υπομνησθεί, κατά πρώτον, ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και, ειδικότερα, σε ζητήματα μέτρων εμπορικής άμυνας, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτίμησης λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, και πολιτικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάσουν. Ο δικαστικός έλεγχος της εκτίμησης αυτής πρέπει, συνεπώς, να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τήρησης των διαδικαστικών κανόνων, της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών βάσει των οποίων πραγματοποιήθηκε η αμφισβητούμενη επιλογή, της ύπαρξης πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή κατάχρησης εξουσίας ( 14 ).

29.

Κατά δεύτερον, παρατηρώ ότι, προς στήριξη ορισμένων εκ των αμφιβολιών του όσον αφορά το κύρος του επίδικου κανονισμού, το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει επανειλημμένως στον κανονισμό 924/2012, ο οποίος εκδόθηκε μετά την απόφαση του ΟΕΔ της 28ης Ιουλίου 2011 που μνημονεύθηκε στο σημείο 17. Η Donex παραπέμπει στον κανονισμό αυτό στα υπομνήματά της για να στηρίξει ορισμένα από τα επιχειρήματά της σχετικά με το ανίσχυρο του επίδικου κανονισμού. Εντούτοις, επισημαίνεται συναφώς ότι ο κανονισμός 924/2012 είναι μεταγενέστερος του επίδικου κανονισμού και εκδόθηκε, με σκοπό την τροποποίησή του, κατόπιν διεξαγωγής συγκεκριμένης έρευνας, διαφορετικής από εκείνη η οποία οδήγησε στην έκδοση του επίδικου κανονισμού. Κατά την άποψή μου, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι δεν είναι δυνατόν να προβληθούν ο παράνομος χαρακτήρας του κανονισμού 924/2012 ή πλημμέλειες στην έρευνα που οδήγησε στην έκδοσή του προκειμένου να αμφισβητηθεί το κύρος του επίδικου κανονισμού.

Β.   Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

30.

Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν ο επίδικος κανονισμός είναι ανίσχυρος έναντι εισαγωγέα της Ένωσης, όπως η Donex, λόγω παράβασης του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, καθόσον, κατά την έρευνα που οδήγησε στην έκδοσή του, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν παρείχαν σε εύθετο χρόνο στους Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς που συνεργάστηκαν στην έρευνα αυτή όλα τα στοιχεία του Ινδού παραγωγού που χρησιμοποιήθηκαν για τον καθορισμό της κανονικής αξίας.

31.

Το ερώτημα αυτό ανακύπτει σε ένα πλαίσιο στο οποίο, όπως υπομνήσθηκε στο σημείο 14 ανωτέρω, όσον αφορά τους Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς στους οποίους δεν αναγνωρίστηκε καθεστώς οικονομίας της αγοράς, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης είχαν καθορίσει, στον επίδικο κανονισμό, την κανονική αξία βάσει των στοιχείων που λήφθηκαν από παραγωγό ανάλογης χώρας, εν προκειμένω της Ινδίας.

32.

Το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου βασίζεται στα επιχειρήματα που προέβαλε η Donex ενώπιόν του, τα οποία η εταιρία επανέλαβε ενώπιον του Δικαστηρίου. Κατά την Donex, το γεγονός ότι, κατά την έρευνα, η Επιτροπή δεν παρέσχε σε εύθετο χρόνο στους συνεργασθέντες Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς τα αναγκαία στοιχεία, και ιδίως όλα τα στοιχεία σχετικά με τον Ινδό παραγωγό, τους εμπόδισε να ασκήσουν το δικαίωμά τους να ζητήσουν προσαρμογές κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού.

33.

Πέραν της αμφισβήτησης της ύπαρξης, εν προκειμένω, παραβάσεως του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης προβάλλουν μια ένσταση η οποία έχει προκαταρκτικό χαρακτήρα. Υποστηρίζουν ότι, δεδομένου ότι δεν έλαβε μέρος στην επίμαχη διαδικασία αντιντάμπινγκ, η Donex δεν δύναται να προβάλει την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας τρίτων, ήτοι των Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων που συνεργάστηκαν στην έρευνα.

34.

Επομένως, πρέπει, κατά την άποψή μου, να εξεταστεί καταρχάς η ένσταση που προέβαλαν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, η οποία έχει προκαταρκτικό χαρακτήρα σε σχέση με την επί της ουσίας ανάλυση του ερωτήματος που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο.

2. Επί της δυνατότητας εισαγωγέα να προβάλει την προσβολή διαδικαστικών δικαιωμάτων τρίτων στο πλαίσιο διαδικασίας αντιντάμπινγκ στην οποία αυτός δεν έλαβε μέρος

35.

Στις παρατηρήσεις που κατέθεσαν στο Δικαστήριο, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης υποστηρίζουν ότι, ως εισαγωγέας των υποκείμενων σε δασμό αντιντάμπινγκ προϊόντων ο οποίος δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία που οδήγησε στην επιβολή του εν λόγω δασμού, η Donex δεν δύναται να επικαλεστεί, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων που συνεργάστηκαν στην έρευνα. Συνεπώς, η Donex δεν μπορεί να αντλήσει οποιοδήποτε όφελος από ενδεχόμενη παράβαση, κατά τη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση του επίδικου κανονισμού, εικαζόμενης υποχρέωσης των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να ενημερώσουν τους προμνησθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς ώστε αυτοί να είναι σε θέση να υποβάλουν αιτήματα προσαρμογών. Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται πολλώ δε μάλλον εάν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι Κινέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς από τους οποίους η Donex εισήγαγε τα υποκείμενα σε δασμούς προϊόντα δεν συνεργάστηκαν καν στην έρευνα.

36.

Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης παραπέμπουν στην απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Fliesen‑Zentrum Deutschland (C-687/13, EU:C:2015:573· στο εξής: απόφαση Fliesen-Zentrum).

37.

Στην απόφαση αυτή, όπως και στην υπό κρίση υπόθεση, εθνικό δικαστήριο είχε υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με το κύρος κανονισμού επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας κατά του κανονισμού αυτού από εισαγωγέα των υποκειμένων στον δασμό προϊόντων. Το αιτούν δικαστήριο είχε ζητήσει, μεταξύ άλλων, να διευκρινιστεί αν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης προσέβαλαν τα δικαιώματα άμυνας του εν λόγω εισαγωγέα παρέχοντας αόριστα πληροφοριακά στοιχεία αφορώντα τον ακριβή υπολογισμό της κανονικής αξίας και καθιστώντας κατά τον τρόπο αυτόν αδύνατη την υποβολή προσηκόντως θεμελιωμένων παρατηρήσεων όσον αφορά, συγκεκριμένα, προσαρμογή διενεργηθείσα κατά το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού ( 15 ).

38.

Στην απόφαση αυτή, αφού διαπίστωσε ότι δεν αμφισβητούνταν ότι ο επίμαχος εισαγωγέας δεν είχε μετάσχει στη διαδικασία έρευνας που είχε οδηγήσει στην επιβολή του δασμού αντιντάμπινγκ και ότι ο εν λόγω εισαγωγέας δεν συνδεόταν με κανέναν ενδιαφερόμενο Κινέζο παραγωγό, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο εν λόγω εισαγωγέας δεν μπορούσε να επικαλεστεί προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο διαδικασίας στην οποία δεν είχε μετάσχει ( 16 ).

39.

Χωρίς να αρνείται ότι υπάρχουν ομοιότητες μεταξύ της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η προμνησθείσα απόφαση Fliesen-Zentrum και της υπό κρίση υπόθεσης, η Donex υποστηρίζει, παρ’ όλα αυτά, ότι η παράλειψη των θεσμικών οργάνων να παράσχουν στους Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς που συνεργάστηκαν στην έρευνα τα αναγκαία στοιχεία ώστε να είναι σε θέση να υποβάλουν λυσιτελώς αιτήματα προσαρμογής της κανονικής αξίας δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, αλλά πραγματική πλάνη κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού. Η πλάνη αυτή, η οποία είχε αντίκτυπο στη δίκαιη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής που διενεργήθηκε στον επίδικο κανονισμό κατά την έννοια της διάταξης αυτής, επεκτάθηκε, κατά την Donex, στο περιθώριο ντάμπινγκ που καθορίστηκε για τους παραγωγούς-εξαγωγείς οι οποίοι δεν συνεργάστηκαν στην έρευνα, περιλαμβανομένων εκείνων από τους οποίους η Donex εισήγαγε τα επίμαχα αγαθά ( 17 ). Η Donex στηρίζει την επιχειρηματολογία της στο άρθρο 2.4, τελευταία περίοδος, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, όπως ερμηνεύθηκε από το ΟΕΔ ( 18 ), καθώς και στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στις υποθέσεις Changshu και Ningbo ( 19 ).

40.

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει, επομένως, να διαπιστωθεί αν είναι δυνατόν να συναχθεί από το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού υποχρέωση των θεσμικών οργάνων να παράσχουν στους παραγωγούς-εξαγωγείς που συνεργάστηκαν στην έρευνα –ή γενικότερα στους ενδιαφερομένους– τα αναγκαία στοιχεία ώστε να είναι σε θέση να υποβάλουν λυσιτελώς αιτήματα προσαρμογής και, εν συνεχεία, αν ενδεχόμενη παράβαση της υποχρέωσης αυτής πρέπει να θεωρηθεί ουσιώδης παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού ή προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας ή άλλων διαδικαστικών δικαιωμάτων των εν λόγω παραγωγών-εξαγωγέων.

41.

Συναφώς, πρέπει, καταρχάς, να επισημανθεί ότι το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Σύγκριση», προβλέπει ότι μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας πρέπει να διεξάγεται δίκαιη σύγκριση λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις διαφορές που επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών και, εάν η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής δεν επιδέχονται σύγκριση, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη, υπό μορφή προσαρμογών, τις διαφορές των παραγόντων που επηρεάζουν τις τιμές και, κατ’ επέκταση, τη συγκρισιμότητα των τιμών, παράγοντες οι οποίοι παρατίθενται στα στοιχεία αʹ έως κʹ της διάταξης αυτής.

42.

Επομένως, το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού περιέχει καθεαυτό αποκλειστικά και μόνο διατάξεις ουσιαστικού χαρακτήρα οι οποίες αφορούν τη διεξαγωγή της δίκαιης σύγκρισης μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής. Αντιθέτως, δεν περιέχει καμία διάταξη διαδικαστικού χαρακτήρα η οποία υποχρεώνει ρητώς τα θεσμικά όργανα της Ένωσης να παρέχουν συγκεκριμένα στοιχεία στους ενδιαφερομένους.

43.

Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι η διάταξη του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού είναι προδήλως εμπνευσμένη από το άρθρο 2.4 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ.

44.

Συναφώς, υπογραμμίστηκε ότι το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού χρησιμοποιεί, στην πρώτη περίοδο, ουσιαστικά τους ίδιους όρους που χρησιμοποιούνται στην πρώτη περίοδο του άρθρου 2.4 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. Εξ αυτού μπορεί να συναχθεί ότι, τουλάχιστον όσον αφορά την υποχρέωση διεξαγωγής «δίκαιης σύγκρισης» μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, από το γράμμα της διάταξης αυτής προκύπτει η σαφής βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να εκπληρώσει εντός του δικαίου της Ένωσης τη συγκεκριμένη υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 2.4 της συμφωνίας ( 20 ), κατά την έννοια της απόφασης της 16ης Ιουλίου 2015, Επιτροπή κατά Rusal Armenal (C-21/14 P, EU:C:2015:494) ( 21 ). Ως εκ τούτου, ο δικαστής της Ένωσης θα πρέπει να ελέγξει τη νομιμότητα των πράξεων της Ένωσης βάσει της συμμόρφωσής τους προς τη διάταξη αυτή της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, ερμηνεύοντας τον όρο «δίκαιη σύγκριση» υπό την έννοια που έχει στο δίκαιο του ΠΟΕ ( 22 ).

45.

Εντούτοις, προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της, η Donex παραπέμπει όχι στην πρώτη περίοδο του άρθρου 2.4 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, αλλά στην τελευταία περίοδο του άρθρου αυτού, όπως ερμηνεύθηκε στις αποφάσεις και στις συστάσεις του ΟΕΔ. Κατά την τελευταία αυτή περίοδο, «[ο]ι αρχές οφείλουν να ενημερώνουν τους ενδιαφερομένους σχετικά με τα στοιχεία που απαιτούνται για τη διασφάλιση δίκαιων όρων σύγκρισης, ενώ το βάρος της απόδειξης που επιβάλλουν στους ενδιαφερομένους δεν πρέπει να είναι υπέρμετρο».

46.

Συναφώς, διαπιστώνεται, εντούτοις, ότι το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, εν αντιθέσει προς ό,τι ισχύει για την πρώτη περίοδο του άρθρου 2.4 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, δεν επαναλαμβάνει ειδικώς τη διάταξη που περιέχεται στην τελευταία περίοδο του ίδιου αυτού άρθρου. Η διάταξη αυτή δεν έχει μεταφερθεί ειδικώς σε κανένα άλλο άρθρο του βασικού κανονισμού.

47.

Εξάλλου, το Δικαστήριο διευκρίνισε επανειλημμένως ότι, μολονότι στην αιτιολογική σκέψη 5 του βασικού κανονισμού προβλέπεται ότι οι κανόνες της συμφωνίας αντιντάμπινγκ θα πρέπει να ενσωματωθούν «κατά το δυνατόν» στο δίκαιο της Ένωσης, η φράση αυτή έχει την έννοια ότι, ακόμη και αν η βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να ληφθούν υπόψη οι κανόνες της συμφωνίας αντιντάμπινγκ κατά τη θέσπιση του βασικού κανονισμού, εντούτοις δεν αποτελεί έκφραση της πρόθεσης μεταφοράς εκάστου των κανόνων αυτών στον εν λόγω κανονισμό ( 23 ).

48.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, εκτιμώ ότι, κατ’ εφαρμογήν των κριτηρίων που διατυπώθηκαν στην προμνησθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Rusal Armenal, στο πλαίσιο του βασικού κανονισμού, δεν είναι δυνατόν να συναχθεί από το άρθρο 2, παράγραφος 10, ούτε από οποιαδήποτε άλλη διάταξη του εν λόγω κανονισμού, σαφής βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να θέσει σε εφαρμογή συγκεκριμένη υποχρέωση απορρέουσα από τη διάταξη της τελευταίας περιόδου του άρθρου 2.4 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ.

49.

Ως εκ τούτου, ο δικαστής της Ένωσης δεν δύναται να ελέγξει τη νομιμότητα του επίδικου κανονισμού βάσει της συμμόρφωσής του προς τη διάταξη αυτή και, επομένως, η Donex δεν δύναται να επικαλεστεί τη διάταξη της τελευταίας περιόδου του άρθρου 2.4 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, όπως την ερμήνευσε το ΟΕΔ, προκειμένου να αμφισβητήσει το κύρος του εν λόγω κανονισμού ( 24 ).

50.

Εξάλλου, όσον αφορά τα επιχειρήματα που προέβαλε η Donex σχετικά με το ανίσχυρο του επίδικου κανονισμού βάσει της απόφασης του ΟΕΔ της 28ης Ιουλίου 2011 που μνημονεύεται στο σημείο 17 ανωτέρω, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι, καθόσον είναι μεταγενέστερη του κανονισμού αυτού, η απόφαση αυτή δεν μπορεί να συνιστά τη νομική βάση του ( 25 ).

51.

Από τα προεκτεθέντα συνάγεται επίσης ότι, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η Donex, το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού δεν προβλέπει, αυτό καθεαυτό, οποιαδήποτε θετική υποχρέωση για τα θεσμικά όργανα της Ένωσης περί παροχής συγκεκριμένων στοιχείων στους ενδιαφερομένους.

52.

Αυτό δεν σημαίνει, πάντως, ότι στον βασικό κανονισμό δεν λαμβάνεται υπόψη η απαίτηση, η οποία διατυπώνεται στην τελευταία περίοδο του άρθρου 2.4 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, να ενημερώνονται οι ενδιαφερόμενοι σχετικά με τα στοιχεία που απαιτούνται για τη διασφάλιση δίκαιων όρων σύγκρισης.

53.

Η απαίτηση αυτή περιλαμβάνεται στο διαδικαστικό σύστημα που θέσπισε ο νομοθέτης της Ένωσης στο πλαίσιο των διαδικασιών αντιντάμπινγκ που εφαρμόζουν τα θεσμικά όργανα δυνάμει του κανονισμού αυτού.

54.

Συναφώς, επισημαίνονται, ιδίως, οι διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 7, και του άρθρου 20, παράγραφοι 2 έως 5, του βασικού κανονισμού οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα σε ορισμένους ενδιαφερομένους να λαμβάνουν πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με την εξέλιξη της έρευνας και να διατυπώσουν παρατηρήσεις επ’ αυτών.

55.

Η πρώτη διάταξη παρέχει τη δυνατότητα στους καταγγέλλοντες, στους εισαγωγείς, στους εξαγωγείς και στις αντιπροσωπευτικές ενώσεις τους, στους χρήστες και στις οργανώσεις καταναλωτών καθώς και στους εκπροσώπους της χώρας εξαγωγής να εξετάσουν όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που έχουν διατεθεί από τα μέρη που μετέχουν στην έρευνα τα οποία είναι δυνατό να χρησιμεύσουν για την παρουσίαση των απόψεών τους, εξαιρουμένων των εγγράφων εσωτερικής χρήσης που καταρτίζουν οι αρχές της Ένωσης ή τα κράτη μέλη της, και εφόσον τα πληροφοριακά αυτά στοιχεία δεν είναι εμπιστευτικά κατά την έννοια του άρθρου 19 του βασικού κανονισμού και χρησιμοποιούνται στην έρευνα ( 26 ). Τα μέρη αυτά μπορούν επίσης να απαντήσουν διατυπώνοντας παρατηρήσεις, τις οποίες η Επιτροπή οφείλει να λάβει υπόψη. Εντούτοις, η δυνατότητα αυτή τελεί υπό δύο προϋποθέσεις: τα πρόσωπα αυτά πρέπει, κατά πρώτον, να έχουν αναγγελθεί εντός των προθεσμιών που τάσσονται στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας ( 27 ) και, κατά δεύτερον, να ζητήσουν γραπτώς να εξετάσουν τα εν λόγω πληροφοριακά στοιχεία.

56.

Η δεύτερη ομάδα διατάξεων παρέχει τη δυνατότητα στους καταγγέλλοντες, στους εισαγωγείς, στους εξαγωγείς και στις αντιπροσωπευτικές ενώσεις τους καθώς και στους εκπροσώπους της χώρας εξαγωγής να ζητήσουν την τελική αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού επί τη βάσει των οποίων πρόκειται να διατυπωθεί εισήγηση για την επιβολή οριστικών μέτρων ή για την περάτωση της έρευνας ή της διαδικασίας άνευ επιβολής μέτρων. Πάντως, και στην περίπτωση αυτή, η δυνατότητα λήψης των τελικών πληροφοριακών στοιχείων και, εν συνεχεία, διατύπωσης παρατηρήσεων επ’ αυτών, εξαρτάται από την υποβολή γραπτού αιτήματος στην Επιτροπή ( 28 ).

57.

Διαπιστώνεται εξάλλου ότι, στο σύστημα της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, ο βασικός κανονισμός αναγνωρίζει σε ορισμένους ενδιαφερομένους διαδικαστικά δικαιώματα και διαδικαστικές εγγυήσεις ( 29 ), των οποίων η άσκηση εξαρτάται, εντούτοις, από την ενεργό συμμετοχή των ενδιαφερομένων στην εν λόγω διαδικασία, η οποία πρέπει να συνίσταται, τουλάχιστον, στην υποβολή γραπτού αιτήματος εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών.

58.

Σε αυτό το διαδικαστικό πλαίσιο εντάσσεται η προμνησθείσα απαίτηση, η οποία διατυπώνεται στην τελευταία περίοδο του άρθρου 2.4 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, να ενημερώνονται οι ενδιαφερόμενοι σχετικά με τα στοιχεία που απαιτούνται για τη διασφάλιση δίκαιων όρων σύγκρισης.

59.

Στο ίδιο διαδικαστικό πλαίσιο εντάσσονται επίσης, κατά την άποψή μου, οι παρατηρήσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στις προτάσεις του στις υποθέσεις Changshu και Ningbo, τις οποίες επικαλέστηκε η Donex και μνημόνευσε το αιτούν δικαστήριο, κατά τις οποίες, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της χρηστής διοικήσεως που κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απόκειται στα θεσμικά όργανα να παράσχουν στους παραγωγούς-εξαγωγείς που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας επαρκείς πληροφορίες, ώστε να είναι σε θέση να υποβάλουν αιτήματα προσαρμογών, ιδίως στο πλαίσιο των ερευνών στις οποίες η κανονική αξία καθορίζεται βάσει των τιμών παραγωγού ανάλογης χώρας ( 30 ).

60.

Από το σύστημα της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, όπως περιγράφεται στον βασικό κανονισμό, προκύπτει ότι, δεδομένου ότι εξαρτώνται από ενεργό συμμετοχή στην έρευνα, τα διαδικαστικά δικαιώματα και οι διαδικαστικές εγγυήσεις που αναγνωρίζει ο εν λόγω κανονισμός μπορούν να ασκηθούν και να προβληθούν αποκλειστικά και μόνο από τα πρόσωπα που παρενέβησαν ενεργά στη διαδικασία αυτή. Ως εκ τούτου, ενδεχόμενη προσβολή τους κατά την έρευνα, η οποία λαμβάνει συνήθως τη μορφή παράβασης των απαιτήσεων που σχετίζονται με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας των ενδιαφερομένων ( 31 ), όπως του δικαιώματος ακρόασης ( 32 ), μπορεί να προβληθεί μόνο από το πρόσωπο υπέρ του οποίου υφίσταται το δικαίωμα αυτό ή η εγγύηση αυτή ( 33 ).

61.

Επιπλέον, επισημαίνεται επίσης ότι η πρόσβαση των ενδιαφερομένων στις πληροφορίες που αφορούν την έρευνα αντιντάμπινγκ δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 7, και του άρθρου 20 του βασικού κανονισμού περιορίζεται ρητώς, εν πάση περιπτώσει, από τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών αυτών. Οι αρχές που διέπουν το δικαίωμα πληροφόρησης των ενδιαφερομένων πρέπει, επομένως, να συνδυάζονται με τις επιταγές περί εμπιστευτικότητας, και ιδίως με την υποχρέωση των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να σέβονται το επιχειρηματικό απόρρητο ( 34 ).

62.

Επομένως, ο βασικός κανονισμός περιέχει ορισμένες διατάξεις, περιλαμβανομένου ιδίως του άρθρου 19, οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα συμβιβασμού των απαιτήσεων που σχετίζονται με τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων να προστατεύσουν λυσιτελώς τα συμφέροντά τους με τις απαιτήσεις που ανάγονται στην αναγκαιότητα προστασίας των εμπιστευτικών πληροφοριών ( 35 ). Κατά τα λοιπά, η αναγκαιότητα συμβιβασμού των απαιτήσεων αυτών αποκτά ιδιαίτερη σημασία σε περιπτώσεις στις οποίες, όπως στον επίδικο κανονισμό, η κανονική αξία καθορίζεται κατ’ εφαρμογήν της μεθόδου της ανάλογης χώρας ( 36 ).

3. Επί του λόγου ανισχύρου του επίδικου κανονισμού ο οποίος προβάλλεται στο δεύτερο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

63.

Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται σχετικά με το κύρος του επίδικου κανονισμού έναντι της Donex λόγω της εικαζόμενης παράλειψης των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να παράσχουν στους Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς που συνεργάστηκαν στην έρευνα τα αναγκαία στοιχεία ώστε να είναι σε θέση να υποβάλουν λυσιτελώς αιτήματα προσαρμογής της κανονικής αξίας, και ειδικότερα όλα τα στοιχεία του Ινδού παραγωγού που χρησιμοποιήθηκαν για τον καθορισμό της αξίας αυτής.

64.

Εντούτοις, από την προεκτεθείσα στις παρούσες προτάσεις ανάλυση προκύπτει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι διαπιστώνεται όντως τέτοια παράλειψη, αυτή θα συνιστά ενδεχομένως προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων που άσκησαν τα διαδικαστικά δικαιώματά τους κατά τη διαδικασία αντιντάμπινγκ που οδήγησε στην έκδοση του επίδικου κανονισμού.

65.

Δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το σημείο 60 των παρουσών προτάσεων, τα δικαιώματα αυτά υφίστανται μόνο υπέρ των προσώπων που έλαβαν μέρος στη διαδικασία αντιντάμπινγκ, και δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι η Donex δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία αυτή, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η Donex δεν θα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να επικαλεστεί ενδεχόμενη προσβολή των δικαιωμάτων αυτών προκειμένου να αμφισβητήσει το κύρος του επίδικου κανονισμού.

66.

Επιπλέον, δεδομένου ότι, όπως παρατήρησαν ενώπιον του Δικαστηρίου τα θεσμικά όργανα της Ένωσης χωρίς η Donex να αντικρούσει τα επιχειρήματά τους, εάν όχι το σύνολο, τουλάχιστον η πλειονότητα των στοιχείων που αφορούν τον Ινδό παραγωγό και χρησιμοποιήθηκαν για τον καθορισμό της κανονικής αξίας ήταν εμπιστευτικού χαρακτήρα, τα θεσμικά όργανα δεν θα μπορούσαν, εν πάση περιπτώσει, να παράσχουν «όλα» τα στοιχεία του εν λόγω παραγωγού, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε.

67.

Επικουρικώς, επισημαίνεται επίσης ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι η ύπαρξη παρατυπίας αφορώσας τα δικαιώματα άμυνας δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση του επίδικου κανονισμού παρά μόνον αν λόγω της παρατυπίας αυτής ενδέχεται η διοικητική διαδικασία να μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα, προσβάλλοντας με συγκεκριμένο τρόπο τα δικαιώματα άμυνας του διαδίκου που προβάλλει την προσβολή αυτή ( 37 ).

68.

Στην περίπτωση επίσης που θα υποστηριζόταν, quod non, ότι ο εισαγωγέας μπορεί να υποκατασταθεί στη θέση του παραγωγού-εξαγωγέα από τον οποίο αγόρασε τα αγαθά που υπόκεινται στους δασμούς και μπορεί να επικαλεστεί ενδεχόμενη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση, εν προκειμένω, ότι δεν αμφισβητείται ότι οι Κινέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς από τους οποίους η Donex αγόρασε τα επίμαχα προϊόντα δεν έλαβαν καν μέρος στην έρευνα που οδήγησε στην έκδοση του επίδικου κανονισμού. Επομένως, δεν άσκησαν διαδικαστικά δικαιώματα από τα οποία, ενδεχομένως, θα μπορούσαν να επωφεληθούν στην πορεία της διαδικασίας αυτής.

69.

Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω παρατηρήσεων, πρέπει, κατά την άποψή μου, να δοθεί στο δεύτερο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος η απάντηση –κατ’ αναλογίαν προς την κρίση του Δικαστηρίου στην προμνησθείσα απόφαση Fliesen-Zentrum και χωρίς να είναι απαραίτητο να διαπιστωθεί αν, παραλείποντας να παράσχουν στους παραγωγούς-εξαγωγείς που συνεργάστηκαν στην έρευνα επαρκείς πληροφορίες ώστε να είναι σε θέση να υποβάλουν αιτήματα προσαρμογής, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης προσέβαλαν ενδεχομένως τα δικαιώματα άμυνας αυτών– ότι η Donex δεν δύναται, προκειμένου να αμφισβητήσει ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου το κύρος του επίδικου κανονισμού, να επικαλεστεί προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας τρίτων, ήτοι των εν λόγω Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων, στο πλαίσιο διαδικασίας στην οποία δεν έλαβε μέρος η ίδια. Ως εκ τούτου, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος είναι απαράδεκτο.

IV. Πρόταση

70.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο δεύτερο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος που υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) την ακόλουθη απάντηση:

Εισαγωγέας της Ευρωπαϊκής Ένωσης προϊόντων υποκείμενων σε δασμούς αντιντάμπινγκ δυνάμει κανονισμού όπως ο κανονισμός (ΕΚ) 91/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 2009, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, ο οποίος δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση του κανονισμού αυτού, δεν δύναται να αμφισβητήσει μεταγενέστερα το κύρος του ενώπιον εθνικού δικαστηρίου προβάλλοντας την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας προσώπων που δεν έλαβαν μέρος στην εν λόγω διαδικασία. Ως εκ τούτου, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος είναι απαράδεκτο.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.

( 2 ) Κανονισμός (ΕΚ) 91/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 2009, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2009, L 29, σ. 1).

( 3 ) ΕΕ 1994, L 336, σ. 103

( 4 ) ΕΕ 1996, L 56, σ. 1

( 5 ) ΕΕ 2005, L 340, σ. 17.

( 6 ) ΕΕ 2007, C 267, σ. 31.

( 7 ) Αιτιολογικές σκέψεις 13 και 16 του επίδικου κανονισμού.

( 8 ) Αιτιολογικές σκέψεις 86 έως 98 του επίδικου κανονισμού.

( 9 ) Της τιμής CIF στα σύνορα της Κοινότητας, πριν από την καταβολή δασμού. Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 110 και 111 του επίδικου κανονισμού.

( 10 ) Κατά την τελευταία περίοδο της διάταξης αυτής, «[τ]ο ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το περιθώριο ντάμπινγκ που έχει διαπιστωθεί, αλλά θα πρέπει να είναι κατώτερο του εν λόγω περιθωρίου, αν η επιβολή δασμού χαμηλότερου ύψους κρίνεται επαρκής για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται ο […] κλάδος παραγωγής [της Ένωσης]».

( 11 ) WT/DS397/AB/R.

( 12 ) ΕΕ 2012, L 275, σ. 1.

( 13 ) Κατόπιν δεύτερης καταγγελίας της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, το δευτεροβάθμιο όργανο επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ παρουσίασε, στις 18 Ιανουαρίου 2016, έκθεση η οποία εγκρίθηκε από το ΟΕΔ στις 12 Φεβρουαρίου 2016, το πόρισμα της οποίας ήταν ότι, με την έκδοση του εκτελεστικού κανονισμού 924/2012, η Ένωση παρέβαινε επίσης τη συμφωνία αντιντάμπινγκ. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/278, της 26ης Φεβρουαρίου 2016, για την κατάργηση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, όπως επεκτάθηκε στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα που αποστέλλονται από τη Μαλαισία, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Μαλαισίας είτε όχι (ΕΕ 2016, L 52, σ. 24).

( 14 ) Βλ., προσφάτως, απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Trace Sport (C-251/18, EU:C:2019:766, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 15 ) Βλ. σκέψη 71 της απόφασης Fliesen-Zentrum.

( 16 ) Βλ. σκέψη 73 της απόφασης Fliesen-Zentrum.

( 17 ) Συγκεκριμένα, όπως επισημάνθηκε στο σημείο 15 ανωτέρω, από τις αιτιολογικές σκέψεις 110 και 111 του επίδικου κανονισμού προκύπτει ότι, για τους παραγωγούς-εξαγωγείς που δεν συνεργάστηκαν στην έρευνα, το περιθώριο ντάμπινγκ καθορίστηκε, μεταξύ άλλων, βάσει των υψηλότερων περιθωρίων ντάμπινγκ ενός εκ των παραγωγών-εξαγωγέων που συνεργάστηκαν στην έρευνα.

( 18 ) Ιδίως στην έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου της 15ης Ιουλίου 2011, η οποία μνημονεύθηκε στο σημείο 17 ανωτέρω· βλ. σημείο 489 της έκθεσης αυτής.

( 19 ) Βλ., ιδίως, σημεία 113 έως 120 των προτάσεων αυτών.

( 20 ) Βλ. σημείο 37 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στις υποθέσεις Changshu και Ningbo. Συναφώς, βλ. επίσης, απόφαση της 8ης Ιουλίου 2008, Huvis κατά Συμβουλίου (T‑221/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:258, σκέψη 73).

( 21 ) Βλ., ειδικότερα, σκέψεις 45 και 46 της εν λόγω απόφασης.

( 22 ) Βλ. παραπομπές στην υποσημείωση 20 των παρουσών προτάσεων.

( 23 ) Αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2015, Επιτροπή κατά Rusal Armenal (C-21/14 P, EU:C:2015:494, σκέψη 52), και της 4ης Φεβρουαρίου 2016, C & J Clark International (C-659/13 και C-34/14, EU:C:2016:74, σκέψη 90). Βλ. επίσης, προσφάτως, απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2018, Baby Dan (C-592/17, EU:C:2018:913, σκέψη 72).

( 24 ) Πρβλ. αποφάσεις της 4ης Φεβρουαρίου 2016, C & J Clark International (C-659/13 και C-34/14, EU:C:2016:74, σκέψη 92), και της 15ης Νοεμβρίου 2018, Baby Dan (C-592/17, EU:C:2018:913, σκέψη 75). Όσον αφορά, ειδικότερα, τις αποφάσεις και συστάσεις του ΟΕΔ, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι επιχειρηματίας δεν δύναται να επικαλεστεί ενώπιον δικαστηρίου της Ένωσης ότι πράξη της Ένωσης δεν συνάδει με απόφαση του ΟΕΔ. Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, τουλάχιστον όταν δεν πρόκειται για περίπτωση κατά την οποία, συνεπεία αυτών των αποφάσεων και συστάσεων, η Ένωση θέλησε να αναλάβει μια ειδική υποχρέωση, δεν μπορεί να γίνει επίκληση σύστασης ή απόφασης του ΟΕΔ με την οποία διαπιστώνεται η μη τήρηση των κανόνων του ΠΟΕ, όπως και των κανόνων ουσιαστικού δικαίου τους οποίους περιέχουν οι συμφωνίες ΠΟΕ, ενώπιον δικαστηρίου της Ένωσης προκειμένου να αποδειχθεί αν πράξη της Ένωσης αντιβαίνει προς την εν λόγω σύσταση ή απόφαση. Πρβλ. σκέψη 96 της προμνησθείσας απόφασης C & J Clark International, καθώς και απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2011, X και X BV (C-319/10 και C-320/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:720, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 25 ) Απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2018, Rotho Blaas (C-207/17, EU:C:2018:840, σκέψη 51).

( 26 ) Σχετικά με το άρθρο 6, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, βλ. απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2013, CHEMK και KF κατά Συμβουλίου (C-13/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:780, σκέψεις 32 κ. επ.).

( 27 ) Βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού.

( 28 ) Σχετικά με το περιεχόμενο του άρθρου 20 του βασικού κανονισμού, βλ., επίσης, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Ιουνίου 2016, Jinan Meide Casting κατά Συμβουλίου (T-424/13, EU:T:2016:378, σκέψεις 99 έως 102).

( 29 ) Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της αναγνώρισης των εν λόγω διαδικαστικών δικαιωμάτων και εγγυήσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ και της δυνατότητας άσκησης προσφυγής κατά κανονισμού επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ, βλ., με ειδική μνεία στην περίπτωση ενώσεων που εκπροσωπούν τα συμφέροντα παραγωγών τους οποίους αφορά η επίμαχη διαδικασία, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Συμβούλιο κατά Growth Energy και Renewable Fuels Association (C-465/16 P, EU:C:2019:155, σκέψεις 97 και 106 έως 108).

( 30 ) Βλ., ιδίως, σημεία 116 έως 119 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στις υποθέσεις Changshu και Ningbo.

( 31 ) Συναφώς, βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Συμβούλιο κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP (C-191/09 P και C-200/09 P, EU:C:2012:78, σκέψεις 75 έως 87), όσον αφορά ειδικώς προσαρμογή διενεργηθείσα κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού.

( 32 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής (T-301/16, EU:T:2019:234, σκέψεις 59 έως 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 33 ) Το Γενικό Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει επανειλημμένως στη νομολογία του τον υποκειμενικό χαρακτήρα της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας. Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Freistaat Bayern κατά Επιτροπής (T-683/15, EU:T:2018:916, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 16ης Μαρτίου 2016, Frucona Košice κατά Επιτροπής (T-103/14, EU:T:2016:152, σκέψη 81).

( 34 ) Πρβλ. απόφαση της 20ής Μαρτίου 1985, Timex κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (264/82, EU:C:1985:119, σκέψη 24). Συναφώς, βλ., επίσης, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Ιουνίου 2016, Jinan Meide Casting κατά Συμβουλίου (T-424/13, EU:T:2016:378, σκέψη 94). Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η υποχρέωση των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να τηρούν την αρχή της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που αφορούν τις επιχειρήσεις, κυρίως δε τις επιχειρήσεις τρίτων χωρών οι οποίες έχουν εκδηλώσει διάθεση συνεργασίας στην έρευνα, πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπον ώστε να μην καθίστανται κενά περιεχομένου τα δικαιώματα που απορρέουν για τους ενδιαφερομένους από τον βασικό κανονισμό. Πρβλ. σκέψη 29 της προμνησθείσας απόφασης Timex κατά Συμβουλίου και Επιτροπής.

( 35 ) Ιδίως, άρθρο 6, παράγραφος 7, άρθρο 19, παράγραφοι 2 έως 4, και άρθρο 20, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού. Βλ. αναλυτικότερα απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Ιουνίου 2016, Jinan Meide Casting κατά Συμβουλίου (T-424/13, EU:T:2016:378, σκέψη 105).

( 36 ) Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας P. Mengozzi στο σημείο 113 των προτάσεών του στις υποθέσεις Changshu και Ningbo, στην απαίτηση να παρέχεται στους ενδιαφερομένους που υποβάλλουν αιτήματα προσαρμογής δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού η δυνατότητα να διαθέτουν τα αναγκαία στοιχεία για να αιτιολογήσουν το βάσιμο των αιτημάτων τους αντιπαρατίθεται η απαίτηση προστασίας της εμπιστευτικότητας των στοιχείων των επιχειρήσεων τρίτων ανάλογων χωρών που δέχονται να συνεργαστούν με τα θεσμικά όργανα στο πλαίσιο των ερευνών αντιντάμπινγκ οι οποίες, στις περιπτώσεις εφαρμογής της μεθόδου της ανάλογης χώρας, συνιστούν τη βασική πηγή των στοιχείων στα οποία στηρίζονται, κατά γενικό κανόνα, τα θεσμικά όργανα. Πράγματι, η μη λήψη υπόψη της απαίτησης αυτής θα κινδύνευε να θέσει σοβαρά προσκόμματα στη δυνατότητα πραγματοποίησης τέτοιου είδους ερευνών.

( 37 ) Εντούτοις, δεν μπορεί να επιβληθεί στον διάδικο αυτό να αποδείξει ότι η απόφαση θα ήταν διαφορετική, αλλά μόνον ότι τούτο δεν αποκλείεται απολύτως σε μια τέτοια περίπτωση, διότι ο διάδικος αυτός θα μπορούσε να οργανώσει καλύτερα την άμυνά του εάν δεν υφίστατο η σχετική διαδικαστική παρατυπία. Βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Συμβούλιο κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP (C-191/09 P και C-200/09 P, EU:C:2012:78, σκέψεις 78 και 79).

Top