Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019CC0018

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Pikamäe της 27ης Φεβρουαρίου 2020.
    WM κατά Stadt Frankfurt am Main.
    Αίτηση του Bundesgerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Οδηγία 2008/115/ΕΚ – Κοινοί κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών – Προϋποθέσεις κρατήσεως – Άρθρο 16, παράγραφος 1 – Κράτηση σε σωφρονιστικό κατάστημα ενόψει απομακρύνσεως – Υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος αποτελεί σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια.
    Υπόθεση C-18/19.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2020:130

     ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    PRIIT PIKAMÄE

    της 27ης Φεβρουαρίου 2020 ( 1 )

    Υπόθεση C‑18/19

    WM

    κατά

    Stadt Frankfurt am Main

    [αίτηση του Bundesgerichtshof
    (Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία)
    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Οδηγία 2008/115/ΕΚ – Κοινοί κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών – Άρθρο 16, παράγραφος 1 – Κράτηση ενόψει απομακρύνσεως – Κράτηση σε σωφρονιστικό κατάστημα – Υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος αποτελεί σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια – Αρχές της αποτελεσματικότητας και της αναλογικότητας – Ελάχιστες εγγυήσεις – Δυνατότητα κρατήσεως σε σωφρονιστικό κατάστημα με πρόσωπα που τελούν υπό προσωρινή κράτηση – Άρθρο 15 – Δικαστικός έλεγχος – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρα 1 έως 4, 6 και 47»

    1. 

    Υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να γίνει δεκτό ότι υπήκοος τρίτης χώρας εν αναμονή απομακρύνσεως δύναται να κρατηθεί τόσο από νομικής όσο και από πραγματικής απόψεως; Ειδικότερα, δύναται ο υπήκοος αυτός να κρατηθεί σε σωφρονιστικό κατάστημα και όχι σε ειδική εγκατάσταση όπως προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών ( 2 ), για τον λόγο ότι αποτελεί σοβαρή απειλή για τη σωματική ακεραιότητα και τη ζωή τρίτων ή για σημαντικά έννομα αγαθά της εσωτερικής ασφάλειας;

    2. 

    Αυτά είναι, κατ’ ουσίαν, τα ζητήματα που εγείρονται στην υπόθεση C‑18/19.

    3. 

    Το Δικαστήριο καλείται, επομένως, να διευκρινίσει, εκ νέου, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διασφαλίζουν την κράτηση των υπηκόων τρίτων χωρών εν αναμονή απομακρύνσεως σύμφωνα με την οδηγία 2008/115.

    4. 

    Η υπό κρίση υπόθεση έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι συνδυάζει το ζήτημα της μεταχειρίσεως της παράνομης μεταναστεύσεως με την αντιμετώπιση της καταστάσεως ατόμων που θεωρούνται επικίνδυνα.

    I. Το νομικό πλαίσιο

    Α. Το δίκαιο της Ένωσης

    5.

    Το άρθρο 1 της οδηγίας 2008/115, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο», προβλέπει τα εξής:

    «Η παρούσα οδηγία θεσπίζει τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, σύμφωνα με τα θεμελιώδη δικαιώματα, ως γενικές αρχές του κοινοτικού και του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων προστασίας των προσφύγων και των υποχρεώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα.»

    6.

    Το άρθρο 15 της οδηγίας 2008/115, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κράτηση», ορίζει τα εξής:

    «1.   Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση δύνανται να εφαρμοσθούν αποτελεσματικά άλλα επαρκή αλλά λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, τα κράτη μέλη μπορούν να θέτουν απλώς υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν:

    α)

    υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, ή

    β)

    ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης.

    Οιαδήποτε κράτηση έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διατηρείται μόνο καθόσον χρόνο η διαδικασία απομάκρυνσης εξελίσσεται και εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια.

    2.   Η κράτηση διατάσσεται από τις διοικητικές ή δικαστικές αρχές.

    Η κράτηση διατάσσεται εγγράφως και συνοδεύεται από πραγματική και νομική αιτιολόγηση.

    Όταν η διαταγή κράτησης εκδίδεται από διοικητικές αρχές, τα κράτη μέλη:

    α)

    είτε προβλέπουν την ταχεία δικαστική […] εξέταση της νομιμότητας της κράτησης που αποφασίζεται το συντομότερο δυνατό μετά την έναρξη της κράτησης,

    β)

    είτε χορηγούν στο συγκεκριμένο υπήκοο τρίτης χώρας το δικαίωμα να κινήσει διαδικασία για την ταχεία δικαστική […] εξέταση της νομιμότητας της κράτησής του που αποφασίζεται το συντομότερο δυνατό μετά την έναρξη της σχετικής διαδικασίας· εν τοιαύτη περιπτώσει, τα κράτη μέλη ενημερώνουν αμέσως τους ενδιαφερομένους υπηκόους τρίτων χωρών σχετικά με τη δυνατότητα διεξαγωγής τέτοιας διαδικασίας.

    Ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας απολύεται αμέσως εάν η κράτηση δεν είναι νόμιμη.

    3.   Εν πάση περιπτώσει, η απόφαση κράτησης επανεξετάζεται ανά εύλογα χρονικά διαστήματα είτε κατ’ αίτηση του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας είτε αυτεπαγγέλτως. Σε περίπτωση παραταθείσας διάρκειας κράτησης, η επανεξέταση εποπτεύεται από δικαστική αρχή

    4.   Οσάκις καθίσταται πρόδηλο ότι δεν υφίσταται πλέον λογικά προοπτική απομάκρυνσης για νομικούς ή άλλους λόγους ή όταν παύουν να ισχύουν οι όροι της παραγράφου 1, η κράτηση παύει να δικαιολογείται και το συγκεκριμένο πρόσωπο απολύεται αμέσως.

    5.   Η κράτηση εξακολουθεί καθ’ όλη τη χρονική περίοδο κατά την οποία πληρούνται οι όροι της παραγράφου 1 και είναι αναγκαία για να διασφαλισθεί η επιτυχής απομάκρυνση. Κάθε κράτος μέλος καθορίζει περιορισμένη περίοδο κράτησης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το εξάμηνο.

    6.   Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παρατείνουν το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην παράγραφο 5 παρά μόνο για περιορισμένο χρόνο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, παρ’ όλες τις εύλογες προσπάθειές τους, η επιχείρηση απομάκρυνσης είναι πιθανόν να διαρκέσει περισσότερο επειδή:

    α)

    ο συγκεκριμένος υπήκοος της τρίτης χώρας αρνείται να συνεργασθεί, ή

    β)

    καθυστερεί η λήψη αναγκαίων εγγράφων από τρίτες χώρες.»

    7.

    Το άρθρο 16 της οδηγίας 2008/115, το οποίο φέρει τον τίτλο «Όροι κράτησης», ορίζει τα εξής:

    «1.   Η κράτηση λαμβάνει χώρα κατά κανόνα σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης. Οσάκις κράτος μέλος δεν μπορεί να εξασφαλίσει διαμονή σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης και είναι υποχρεωμένο να χρησιμοποιεί σωφρονιστικό κατάστημα, οι υπό κράτηση υπήκοοι τρίτων χωρών κρατούνται χωριστά από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου.

    2.   Επιτρέπεται στους υπό κράτηση υπηκόους τρίτων χωρών, κατόπιν αιτήματος, να έρχονται, εν ευθέτω χρόνω, σε επαφή με τους νόμιμους αντιπροσώπους τους, τα μέλη της οικογένειάς τους και τις αρμόδιες προξενικές αρχές.

    3.   Δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στις περιπτώσεις ευάλωτων ατόμων. Παρέχονται επείγουσα υγειονομική περίθαλψη και η απαραίτητη θεραπευτική αγωγή.

    4.   Οι σχετικές και αρμόδιες, εθνικές, διεθνείς και μη κυβερνητικές οργανώσεις και όργανα έχουν τη δυνατότητα να επισκέπτονται τις εγκαταστάσεις κράτησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στο βαθμό που χρησιμοποιούνται για την κράτηση υπηκόων τρίτων χωρών σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο. Οι επισκέψεις αυτές μπορούν να υπόκεινται σε αδειοδότηση.

    5.   Οι υπό κράτηση υπήκοοι τρίτων χωρών λαμβάνουν συστηματικά πληροφορίες στις οποίες επεξηγείται ο κανονισμός που εφαρμόζεται στην εγκατάσταση και ορίζονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν στοιχεία περί του δικαιώματός τους, κατά το εθνικό δίκαιο, να έρχονται σε επαφή με τις οργανώσεις και τα όργανα που αναφέρονται στην παράγραφο 4.»

    8.

    Το άρθρο 18 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Καταστάσεις έκτακτης ανάγκης», έχει ως εξής:

    «1.   Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο εξαιρετικά υψηλός αριθμός υπηκόων τρίτων χωρών προς επιστροφή δημιουργεί απρόβλεπτο υψηλό φόρτο για το δυναμικό της εγκατάστασης κράτησης κράτους μέλους ή στο διοικητικό ή δικαστικό προσωπικό του, το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί, ενόσω η έκτακτη κατάσταση διαρκεί, […] να λαμβάνει επείγοντα μέτρα όσον αφορά τις συνθήκες κράτησης, κατά παρέκκλιση από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 16, παράγραφος 1 και στο άρθρο 17, παράγραφος 2.

    2.   Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, οσάκις προσφεύγει σε σχετικά έκτακτα μέτρα, ενημερώνει την Επιτροπή. Ενημερώνει επίσης την Επιτροπή μόλις παύσουν να ισχύουν οι λόγοι για την εφαρμογή αυτών των έκτακτων μέτρων.

    3.   Ουδεμία διάταξη του παρόντος άρθρου ερμηνεύεται ως επιτρέπουσα στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τη γενική υποχρέωσή τους να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα, είτε γενικά είτε ειδικά, ώστε να εξασφαλίζεται η εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας.»

    Β. Το γερμανικό δίκαιο

    9.

    Το άρθρο 62a του Gesetz über den Aufenthalt, die Erwerbstätigkeit und die Integration von Ausländern im Bundesgebiet (νόμου περί διαμονής, απασχολήσεως και εντάξεως των αλλοδαπών στο ομοσπονδιακό έδαφος), όπως ίσχυε στις 25 Φεβρουαρίου 2008 (BGBl. I, σ. 162), όπως τροποποιήθηκε με τον Gesetz zur besseren Durchsetzung der Ausreisepflicht (νόμο για την πιο αποτελεσματική εφαρμογή της υποχρεώσεως εγκαταλείψεως της ημεδαπής), της 20ής Ιουλίου 2017 (BGBl. I, σ. 2780) (στο εξής: AufenthG), ορίζει τα εξής:

    «(1)   Η κράτηση ενόψει απομακρύνσεως λαμβάνει χώρα κατ’ αρχήν σε ειδικές εγκαταστάσεις κρατήσεως. Αν δεν υπάρχουν ειδικές εγκαταστάσεις κρατήσεως στο ομοσπονδιακό έδαφος ή αν ο αλλοδαπός αποτελεί σοβαρή απειλή για τη σωματική ακεραιότητα και τη ζωή τρίτων ή για σημαντικά έννομα αγαθά της εσωτερικής ασφάλειας, η κράτηση μπορεί να λάβει χώρα σε άλλο σωφρονιστικό κατάστημα· στην περίπτωση αυτή, οι κρατούμενοι ενόψει απομακρύνσεως πρέπει να κρατούνται χωριστά από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου […].

    (2)   Επιτρέπεται στους κρατουμένους ενόψει απομακρύνσεως να επικοινωνούν με τους δικαστικούς πληρεξουσίους τους, τα μέλη της οικογένειάς τους, τις αρμόδιες προξενικές αρχές και τις οργανώσεις παροχής βοήθειας και υποστήριξης που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτόν.

    […]

    (4)   Στους συνεργάτες οργανώσεων παροχής βοήθειας και υποστήριξης που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτόν επιτρέπεται, κατόπιν αιτήσεως, να επισκέπτονται κρατουμένους ενόψει απομακρύνσεως.

    (5)   Οι κρατούμενοι ενόψει απομακρύνσεως πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και σχετικά με τους κανόνες που ισχύουν εντός της εγκαταστάσεως.»

    II. Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

    10.

    Ο WM, γεννηθείς το 1980, είναι Τυνήσιος υπήκοος που διέμενε στη Γερμανία. Με απόφαση της 1ης Αυγούστου 2017, το αρμόδιο υπουργείο του ομόσπονδου κράτους της Έσσης (Γερμανία) διέταξε την απομάκρυνσή του προς την Τυνησία βάσει του άρθρου 58a, παράγραφος 1, του AufenthG ( 3 ), με την αιτιολογία ότι αποτελούσε ιδιαίτερο κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια.

    11.

    Κατά το αιτούν δικαστήριο, το εν λόγω υπουργείο έκρινε με τη διαταγή αυτή ότι ο WM αποτελεί τέτοιον κίνδυνο λαμβάνοντας υπόψη, ιδίως, την προσωπικότητά του, τη συμπεριφορά του, τις ακραίες ισλαμιστικές πεποιθήσεις του, τον χαρακτηρισμό του από τις υπηρεσίες πληροφοριών ως διακινητή και στρατολογητή της τρομοκρατικής οργανώσεως Ισλαμικό Κράτος, καθώς και τη δραστηριότητά του για την ίδια αυτή οργάνωση στη Συρία.

    12.

    Ο WM άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως της 1ης Αυγούστου 2017 ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακού διοικητικού δικαστηρίου, Γερμανία), υπέβαλε δε ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής. Με απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2017, το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε την άνω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με το σκεπτικό ότι είναι αρκούντως πιθανό ο WM να διαπράξει τρομοκρατική επίθεση στη Γερμανία.

    13.

    Με απόφαση της 18ης Αυγούστου 2017, το Amtsgericht (πρωτοβάθμιο δικαστήριο, Γερμανία), κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας υπηρεσίας μεταναστεύσεως, διέταξε την κράτηση του WM ενόψει απομακρύνσεως, σε σωφρονιστικό κατάστημα, έως τις 23 Οκτωβρίου 2017, σύμφωνα με το άρθρο 62a, παράγραφος 1, του AufenthG ( 4 ).

    14.

    Ο WM άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Landgericht (περιφερειακού δικαστηρίου, Γερμανία), το οποίο την απέρριψε με απόφαση της 24ης Αυγούστου 2017. Ο WM άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αναίρεση κατά της τελευταίας αποφάσεως αυτής με αίτημα να διαπιστωθεί το μη σύννομο της θέσεώς του υπό κράτηση όσον αφορά το χρονικό διάστημα από τις 18 Αυγούστου έως τις 23 Οκτωβρίου 2017.

    15.

    Στη συνέχεια, η κράτηση ενόψει απομακρύνσεως παρατάθηκε επανειλημμένως. Ένδικα μέσα κατά των παρατάσεων αυτών εκκρεμούν ενώπιον του Bundesgerichtshof (Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία).

    16.

    Στις 9 Μαΐου 2018 ο WM απομακρύνθηκε προς την Τυνησία.

    17.

    Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 επιτρέπει σε κράτος μέλος να θέτει παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίοι αποτελούν σοβαρό κίνδυνο για τη σωματική ακεραιότητα και τη ζωή τρίτων ή για την εθνική ασφάλεια, υπό κράτηση, ενόψει απομακρύνσεως, σε σωφρονιστικό κατάστημα, χωριστά από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου.

    18.

    Ακριβώς υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Αποκλείει το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 εθνικό καθεστώς κατά το οποίο η κράτηση ενόψει απομακρύνσεως μπορεί να λάβει χώρα σε κοινό σωφρονιστικό κατάστημα, αν ο αλλοδαπός αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για τη σωματική ακεραιότητα και τη ζωή τρίτων ή για σημαντικά έννομα αγαθά της εσωτερικής ασφάλειας, όπου, επίσης στην περίπτωση αυτή, ο κρατούμενος πρέπει να κρατείται χωριστά από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου [ ( 5 )]

    III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    19.

    Η απόφαση περί παραπομπής, φέρουσα ημερομηνία 22 Νοεμβρίου 2018, περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 11 Ιανουαρίου 2019.

    20.

    Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο WM, η Γερμανική και η Σουηδική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εντός της προθεσμίας που τάχθηκε σύμφωνα με το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    IV. Ανάλυση

    Α. Επί του ζητήματος αν εξακολουθεί να εκκρεμεί η διαφορά στην υπόθεση της κύριας δίκης

    21.

    Τόσο από το γράμμα όσο και από την οικονομία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η προδικαστική διαδικασία προϋποθέτει ότι πράγματι εκκρεμεί διαφορά ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, στο πλαίσιο της οποίας αυτά καλούνται να εκδώσουν απόφαση που θα λάβει υπόψη την εκδοθείσα από το Δικαστήριο προδικαστική απόφαση. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο πρέπει να εξακριβώνει, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, αν η διαφορά στην υπόθεση της κύριας δίκης εξακολουθεί να εκκρεμεί ( 6 ).

    22.

    Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι, κατόπιν της απορρίψεως, με την απόφαση του Landgericht (περιφερειακού δικαστηρίου) της 24ης Αυγούστου 2017, της προσφυγής του κατά της αποφάσεως με την οποία διατάχθηκε η κράτησή του σε κοινό σωφρονιστικό κατάστημα, ο WM άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αναίρεση κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως, με αίτημα να διαπιστωθεί το μη σύννομο της θέσεώς του υπό κράτηση. Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση ( 7 ), ο WM υποστηρίζει ότι η απόφαση περί θέσεώς του υπό κράτηση είναι παράνομη, διότι το άρθρο 62a του AufenthG αντιβαίνει προς το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115.

    23.

    Δεν αμφισβητείται ότι ο WM απομακρύνθηκε προς την Τυνησία στις 9 Μαΐου 2018, πριν από την υποβολή της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στις 22 Νοεμβρίου 2018.

    24.

    Στη σκέψη 8 της αποφάσεως περί παραπομπής, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) διευκρινίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, σημείο 3, του Gesetz über das Verfahren in Familiensachen und in den Angelegenheiten der freiwilligen Gerichtsbarkeit (νόμου περί της διαδικασίας σε θέματα οικογενειακού δικαίου και σε υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας) (στο εξής: FamFG), η αίτηση αναιρέσεως είναι επιτρεπτή κατά το άρθρο 62 του FamFG και επιπλέον είναι παραδεκτή (άρθρο 71 του FamFG), η δε βασιμότητά της εξαρτάται κατ’ ουσίαν από την απάντηση που το Δικαστήριο θα δώσει στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα.

    25.

    Πρέπει να υπομνησθεί ότι δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφανθεί, στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής, επί της ερμηνείας των εθνικών διατάξεων ( 8 ). Κατά συνέπεια, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που παρασχέθηκαν από το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διαφορά της κύριας δίκης εξακολουθεί να εκκρεμεί ενώπιον του δικαστηρίου αυτού και ότι η απάντηση του Δικαστηρίου στο υποβληθέν ερώτημα παραμένει χρήσιμη για τη λύση της διαφοράς αυτής. Επομένως, το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως ( 9 ).

    Β. Επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 16 της οδηγίας 2008/115

    26.

    Η Σουηδική Κυβέρνηση θεωρεί, κυρίως, ότι το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 δεν τυγχάνει εφαρμογής σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης. Συναφώς, υπογραμμίζει ότι, δυνάμει του άρθρου 72 ΣΛΕΕ, κατά το οποίο η κοινή μεταναστευτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θίγει την άσκηση των ευθυνών που εμπίπτουν στα κράτη μέλη για την τήρηση της δημόσιας τάξεως και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας, τα εν λόγω κράτη εξακολουθούν να είναι αρμόδια για τη λήψη αποτελεσματικών μέτρων ασφάλειας στο πλαίσιο της θέσεως υπό κράτηση ενόψει απομακρύνσεως παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας.

    27.

    Εν προκειμένω, η Σουηδική Κυβέρνηση είναι της γνώμης ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση είναι αναγκαία για τη διατήρηση της δημόσιας τάξεως και για τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κατά την έννοια του άρθρου 72 ΣΛΕΕ.

    28.

    Η επιχειρηματολογία αυτή, την οποία δεν υποστηρίζει η Γερμανική Κυβέρνηση και η οποία αμφισβητείται από την Επιτροπή, δεν μπορεί να γίνει δεκτή, δεδομένου ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική διάταξη πράγματι εμπίπτει, κατά τη γνώμη μου, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/115.

    29.

    Η έκταση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2008/115 πρέπει να εκτιμηθεί λαμβανομένης υπόψη της όλης οικονομίας της οδηγίας αυτής, η οποία εκδόθηκε ειδικά βάσει του άρθρου 63, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, στοιχείο βʹ, ΕΚ, διατάξεως η οποία επαναλαμβάνεται στο άρθρο 79, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, το οποίο περιέχεται στον τίτλο V του τρίτου μέρους της ΣΛΕΕ ο οποίος αφορά «τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης» ( 10 ).

    30.

    Όπως προκύπτει τόσο από τον τίτλο της όσο και από το άρθρο της 1, η οδηγία 2008/115 καθιερώνει «τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες» που πρέπει να εφαρμόζονται από κάθε κράτος μέλος για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών. Από την προαναφερθείσα φράση, αλλά και από την όλη οικονομία της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να αποκλίνουν από τους εν λόγω κανόνες και διαδικασίες μόνον υπό τις προϋποθέσεις που αυτή προβλέπει, και, μεταξύ άλλων, υπό αυτές που καθορίζονται στο άρθρο της 2 ( 11 ).

    31.

    Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, το οποίο ορίζει το πεδίο εφαρμογής της, προβλέπει ότι η οδηγία αυτή έχει εφαρμογή στους παρανόμως διαμένοντες στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόους τρίτης χώρας. Η έννοια «παράνομη παραμονή» ορίζεται στο άρθρο 3, σημείο 2, της εν λόγω οδηγίας, ως «παρουσία στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόου τρίτης χώρας που δεν πληροί, ή δεν πληροί πλέον, τις προϋποθέσεις εισόδου, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν ή τις λοιπές προϋποθέσεις εισόδου, παραμονής ή διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος». Από τον ορισμό αυτόν προκύπτει ότι κάθε υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος βρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους χωρίς να πληροί τις προϋποθέσεις εισόδου, παραμονής ή διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος, βρίσκεται εξ αυτού και μόνον του λόγου παρανόμως σε αυτό, χωρίς η παρουσία του να τελεί υπό την προϋπόθεση ελάχιστης διάρκειας ή προθέσεως παραμονής στο συγκεκριμένο κράτος ( 12 ).

    32.

    Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/115, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να μην εφαρμόσουν την οδηγία αυτή στις περιπτώσεις που προβλέπονται ρητώς και περιοριστικώς, ήτοι:

    στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι υπόκεινται σε απαγόρευση εισόδου, σύμφωνα με το άρθρο 13 του κώδικα συνόρων του Σένγκεν, ή συλλαμβάνονται ή παρακολουθούνται από τις αρμόδιες αρχές σε σχέση με παράνομη διέλευση των εξωτερικών συνόρων κράτους μέλους και στους οποίους δεν έχει, εν συνεχεία, χορηγηθεί άδεια ή δικαίωμα να παραμείνουν στο εν λόγω κράτος μέλος,

    στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι υπόκεινται σε απόφαση επιστροφής ως ποινική κύρωση ή ως συνέπεια ποινικής κυρώσεως, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ή υπόκεινται σε διαδικασίες εκδόσεως.

    33.

    Ουδέν στοιχείο της δικογραφίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο υποδηλώνει ότι η κατάσταση του αναιρεσείοντος της κύριας δίκης εμπίπτει στην πρώτη ή στη δεύτερη από τις προαναφερθείσες παρεκκλίσεις.

    34.

    Στις παρατηρήσεις του αναιρεσείοντος της κύριας δίκης και στην απάντηση της Γερμανικής Κυβερνήσεως επί της αιτήσεως παροχής πληροφοριών που της απευθύνθηκε, γίνεται λόγος για διαδικασία εκδόσεως προς την Τυνησία με θέση υπό κράτηση, διαδικασία η οποία περατώθηκε με διάταξη της γενικής εισαγγελίας της Φρανκφούρτης επί του Μάιν (Γερμανία) τον Νοέμβριο του 2016. Επιπλέον, η απόφαση περί παραπομπής αναφέρει την ακύρωση από το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) εντάλματος συλλήψεως που είχε εκδοθεί τον Ιανουάριο του 2017 κατά του ενδιαφερόμενου λόγω υπονοιών συμμετοχής του σε αλλοδαπή τρομοκρατική οργάνωση και τη συνακόλουθη παύση της προσωρινής κρατήσεως του αναιρεσείοντος, η δε επίμαχη ακυρωτική απόφαση εκδόθηκε στις 17 Αυγούστου 2017. Επομένως, στον ενδιαφερόμενο δεν επιβλήθηκε καμία ποινική κύρωση.

    35.

    Μολονότι η απόφαση περί παραπομπής δεν παρέχει τη δυνατότητα να διευκρινιστεί αν ο αναιρεσείων της κύριας δίκης αρχικώς διέμενε νομίμως στη Γερμανία, δεν αμφισβητείται ότι, με απόφαση της 1ης Αυγούστου 2017, το αρμόδιο υπουργείο του ομόσπονδου κράτους της Έσσης διέταξε την απομάκρυνσή του προς την Τυνησία βάσει του άρθρου 58a, παράγραφος 1, του AufenthG, η δε εν λόγω απόφαση επιστροφής, κατά την έννοια της οδηγίας 2008/115, συνιστά a priori διοικητική πράξη εκδοθείσα λόγω της παράνομης διαμονής του ενδιαφερόμενου και όχι ποινική κύρωση ή συνέπεια ποινικής κυρώσεως.

    36.

    Το ενδεχόμενο δικαίωμα διαμονής του ενδιαφερόμενου έπαυσε, επομένως, από τον χρόνο εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως, την οποία ακολούθησε, στις 18 Αυγούστου 2017, η απόφαση θέσεώς του υπό κράτηση σε σωφρονιστικό κατάστημα, η οποία εκδόθηκε βάσει της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής ρυθμίσεως, ήτοι βάσει του άρθρου 62a, παράγραφος 1, του AufenthG το οποίο έχει ως αντικείμενο τη μεταφορά στη γερμανική έννομη τάξη του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115.

    37.

    Επομένως, προκύπτει ότι η κατάσταση του αναιρεσείοντος της κύριας δίκης σαφώς εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/115 και, ειδικότερα, του άρθρου της 16, παράγραφος 1, το οποίο προβλέπει την κατά προτεραιότητα εκτέλεση της κρατήσεως σε ειδική εγκατάσταση.

    38.

    Η απλώς και μόνον επίκληση από τη Σουηδική Κυβέρνηση του άρθρου 72 ΣΛΕΕ δεν αρκεί για να αποκλειστεί, στην παρούσα υπόθεση, η εφαρμογή της οδηγίας 2008/115, έστω και αν η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση αναφέρεται, κατ’ ουσίαν, στην έννοια του ιδιαίτερου κινδύνου για την εθνική ασφάλεια.

    39.

    Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μολονότι στα κράτη μέλη εναπόκειται να θεσπίζουν τα κατάλληλα μέτρα για την προάσπιση της εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειάς τους, εξ αυτού δεν συνάγεται, ωστόσο, ότι τα μέτρα αυτά εκφεύγουν πλήρως της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης ( 13 ).

    40.

    Το ζήτημα της προστασίας της δημόσιας τάξεως, της δημόσιας ασφάλειας και της εθνικής ασφάλειας ρητώς λαμβάνεται υπόψη στο άρθρο 6, παράγραφος 2, στο άρθρο 7, παράγραφος 4, στο άρθρο 11, παράγραφοι 2 και 3, και στο άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 ( 14 ), χωρίς όμως να συνιστά λόγο εξαιρέσεως από την εφαρμογή της. Οι διατάξεις αυτές εκφράζουν επίσης τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να λάβει υπόψη την επιφύλαξη υπέρ της αρμοδιότητας των κρατών μελών στον τομέα της παράνομης μεταναστεύσεως και της παράνομης διαμονής, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 72 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι η κατάσταση στο σύνολό της αντικατοπτρίζει μια «συνύπαρξη» ( 15 ) αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών στον τομέα αυτόν.

    41.

    Το άρθρο 72 ΣΛΕΕ δεν έχει την έννοια, όπως υποστηρίζει η Σουηδική Κυβέρνηση, ότι παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αποκλείσουν απλώς και μόνον την εφαρμογή της οδηγίας 2008/115, και ειδικότερα του άρθρου της 16, πράγμα που θα μπορούσε να θίξει τον δεσμευτικό χαρακτήρα και την ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης ( 16 ).

    42.

    Η εν λόγω διάταξη του πρωτογενούς δικαίου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, αφενός, κατά την έκδοση πράξεων της Ένωσης δυνάμει του σχετικού με «τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης» τίτλου V της ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι η μη τήρησή της από τον νομοθέτη της Ένωσης δύναται, ενδεχομένως, να οδηγήσει στη διαπίστωση, βάσει της διατάξεως αυτής, του ανισχύρου μιας τέτοιας πράξεως, και, αφετέρου, κατά την ερμηνεία των εν λόγω πράξεων, όπως θα δούμε στη συνέχεια όσον αφορά το άρθρο 16 της οδηγίας 2008/115.

    43.

    Πρέπει, τέλος, να υπομνησθεί ότι, παρά το γεγονός ότι ούτε το άρθρο 63, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, στοιχείο βʹ, ΕΚ, διάταξη που επανελήφθη στο άρθρο 79, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, ούτε η οδηγία 2008/115, που εκδόθηκε ειδικά βάσει της εν λόγω διατάξεως της Συνθήκης ΕΚ, αποκλείουν την ποινική αρμοδιότητα των κρατών μελών στον τομέα της παράνομης μεταναστεύσεως και της παράνομης διαμονής, τα εν λόγω κράτη πρέπει να διαρρυθμίζουν τη νομοθεσία τους στον τομέα αυτόν κατά τέτοιον τρόπο ώστε να διασφαλίζουν την τήρηση του δικαίου της Ένωσης. Ειδικότερα, τα εν λόγω κράτη δεν μπορούν να εφαρμόσουν μια ρύθμιση, έστω και ποινικής φύσεως, ικανή να θέσει σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει μια οδηγία και, συνεπώς, να της αφαιρέσουν την πρακτική της αποτελεσματικότητα ( 17 ).

    44.

    Το καθήκον των κρατών μελών, το οποίο απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, είναι να λαμβάνουν κάθε μέτρο ικανό να διασφαλίσει την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία 2008/115 και να απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου ικανού να θέσει σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών της. Οι εφαρμοστέες εθνικές διατάξεις πρέπει να μην είναι ικανές να υπονομεύσουν την ορθή εφαρμογή των κοινών κανόνων και διαδικασιών που καθιερώνει η εν λόγω οδηγία ( 18 ).

    45.

    Κατά συνέπεια, πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της Σουηδικής Κυβερνήσεως με την οποία προβάλλεται μη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 16 της οδηγίας 2008/115 και να εξακριβωθεί αν η επίμαχη εθνική ρύθμιση, η οποία προβλέπει τη δυνατότητα φυλακίσεως υπηκόου τρίτης χώρας εν αναμονή απομακρύνσεως, είναι ικανή να υπονομεύσει την ορθή εφαρμογή των κοινών κανόνων και διαδικασιών που καθιερώνει η εν λόγω οδηγία και, ως εκ τούτου, να θέσει σε κίνδυνο τους σκοπούς της.

    Γ. Επί της ερμηνείας του άρθρου 16 της οδηγίας 2008/115

    46.

    Κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος ( 19 ).

    47.

    Επομένως, πρέπει να γίνει γραμματική, συστηματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, λαμβανομένου υπόψη του σχετικού με την πράξη αυτή νομολογιακού κεκτημένου του Δικαστηρίου ( 20 ).

    48.

    Συναφώς, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η πρώτη περίοδος του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 διατυπώνει την αρχή ότι η κράτηση των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών ενόψει απομακρύνσεώς τους λαμβάνει χώρα σε ειδικές εγκαταστάσεις κρατήσεως. Η δεύτερη περίοδος της διατάξεως αυτής προβλέπει παρέκκλιση από την αρχή αυτή, η οποία, ως τέτοια, πρέπει να ερμηνεύεται στενά ( 21 ).

    1.   Επί της γραμματικής ερμηνείας

    49.

    Δεν αμφισβητείται ότι η δεύτερη περίοδος του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 δεν είναι διατυπωμένη κατά τον ίδιο τρόπο σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις. Πράγματι, στη γερμανική της απόδοση, η διάταξη αυτή αναφέρει ότι, «όταν κράτος μέλος δεν διαθέτει ειδικές εγκαταστάσεις κρατήσεως και όταν η κράτηση πρέπει να λάβει χώρα σε σωφρονιστικό κατάστημα, οι υπήκοοι τρίτης χώρας κρατούνται χωριστά από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου». Στις άλλες γλωσσικές αποδόσεις της, οι οποίες παρουσιάζουν ομοιογένεια, η εν λόγω διάταξη αναφέρεται όχι στην ανυπαρξία ειδικών εγκαταστάσεων κρατήσεως, αλλά στο ότι το κράτος μέλος «δεν μπορεί» να εξασφαλίσει την κράτηση των εν λόγω υπηκόων σε τέτοιες εγκαταστάσεις ( 22 ), χωρίς η εν λόγω διάταξη να διευκρινίζει περαιτέρω τους λόγους για αυτή την αδυναμία του κράτους μέλους ( 23 ).

    50.

    Πάντως, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, μια αποκλίνουσα γλωσσική απόδοση δεν μπορεί μόνη της να υπερισχύσει των άλλων γλωσσικών αποδόσεων ( 24 ) και, επομένως, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη η όλη οικονομία του κειμένου στο οποίο εντάσσεται η συγκεκριμένη διάταξη, καθώς και ο σκοπός που επιδιώκει ο νομοθέτης της Ένωσης ( 25 ). Παρατηρώ μόνον ότι, μολονότι οι γλωσσικές αποδόσεις, πλην της γερμανικής, μπορεί να αφήνουν μεγαλύτερη εξουσία εκτιμήσεως στις εθνικές αρχές, εντούτοις εκφράζουν μια εξίσου στενή προσέγγιση της παρεκκλίσεως από την αρχή της κρατήσεως σε ειδική εγκατάσταση, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη πρέπει να βρίσκονται αντιμέτωπα με μια πιεστική κατάσταση, και εν προκειμένω την κατάσταση να μην έχουν άλλη επιλογή από την εκτέλεση της κρατήσεως σε σωφρονιστικό κατάστημα.

    51.

    Εν πάση περιπτώσει, η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 δεν μπορεί να δώσει μονοσήμαντη απάντηση στο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο.

    2.   Επί της συστηματικής ερμηνείας

    52.

    Μετά την ανάλυση του μέτρου της κρατήσεως υπό το πρίσμα της όλης οικονομίας της οδηγίας 2008/115, πρέπει να εξεταστούν ειδικότερα η σχέση μεταξύ των άρθρων 16 και 18 της εν λόγω οδηγίας καθώς και η χρήση, στο νομοθέτημα αυτό, αλλά και σε άλλες οδηγίες, των εννοιών της «δημόσιας τάξεως» και της «δημόσιας ασφάλειας».

    α)   Επί του μέτρου της κρατήσεως

    53.

    Πρέπει να επισημανθεί ότι, όταν υπήκοος τρίτης χώρας, όπως ο WM, θεωρείται ότι διαμένει παρανόμως σε κράτος μέλος και, επομένως, εμπίπτει, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, στο πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω οδηγίας, αυτός υπόκειται στους προβλεπόμενους σε αυτήν κοινούς κανόνες και διαδικασίες ενόψει της απομακρύνσεώς του ( 26 ).

    54.

    Η οδηγία 2008/115 καθιερώνει επακριβώς τη διαδικασία που πρέπει να εφαρμόζει κάθε κράτος μέλος για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών και καθορίζει τη σειρά διεξαγωγής των διαφόρων σταδίων που περιλαμβάνει διαδοχικώς η διαδικασία αυτή ( 27 ).

    55.

    Η σειρά διεξαγωγής των σταδίων της διαδικασίας επιστροφής την οποία καθιερώνει η οδηγία 2008/115 αντιστοιχεί σε μια διαβάθμιση των μέτρων που πρέπει να ληφθούν προκειμένου να εκτελεσθεί η απόφαση περί επιστροφής, διαβάθμιση που κυμαίνεται από το μέτρο που αφήνει τη μεγαλύτερη ελευθερία στον ενδιαφερόμενο, ήτοι η χορήγηση προθεσμίας για την οικειοθελή αναχώρησή του, έως μέτρα που περιορίζουν περισσότερο την ελευθερία αυτή, ήτοι η κράτηση σε ειδικές εγκαταστάσεις, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας καθ’ όλη τη διάρκεια των σταδίων αυτών. Ακόμη και η χρήση του ως άνω μέτρου, το οποίο συνιστά το επαχθέστερο στερητικό της ελευθερίας μέτρο που επιτρέπει η προαναφερθείσα οδηγία στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής απομακρύνσεως, οριοθετείται αυστηρώς, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 15 και 16 της εν λόγω οδηγίας, ιδίως για να διασφαλίζεται ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων των συγκεκριμένων υπηκόων τρίτων χωρών ( 28 ).

    56.

    Συναφώς, το στερητικό της ελευθερίας μέτρο πρέπει, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2008/115, να έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και να διατηρείται μόνον επί όσο χρόνο η διαδικασία απομακρύνσεως βρίσκεται σε εξέλιξη και διενεργείται με τη δέουσα επιμέλεια. Κατά τις παραγράφους 3 και 4 του προαναφερθέντος άρθρου 15, μια τέτοια στέρηση της ελευθερίας υπόκειται σε επανεξέταση ανά εύλογα χρονικά διαστήματα και αίρεται όταν προκύπτει ότι πλέον δεν υφίσταται εύλογη προοπτική απομακρύνσεως. Οι παράγραφοι 5 και 6 του ίδιου άρθρου καθορίζουν τη μέγιστη διάρκεια της εν λόγω στερήσεως στους 18 μήνες, όριο που επιβάλλεται σε όλα τα κράτη μέλη ( 29 ).

    57.

    Όσον αφορά τις προϋποθέσεις κρατήσεως, στα άρθρα 16 και 17 της οδηγίας 2008/115 προβλέπονται ελάχιστες εγγυήσεις ( 30 ). Το άρθρο 16 της οδηγίας αυτής επιτάσσει οι ενδιαφερόμενοι να κρατούνται κατά προτεραιότητα σε ειδική εγκατάσταση και, σε κάθε περίπτωση, χωριστά από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου, να λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους κατά τη διάρκεια της κρατήσεως και να μπορούν να έρχονται σε επαφή με τις σχετικές και αρμόδιες εθνικές, διεθνείς και μη κυβερνητικές οργανώσεις και όργανα. Το άρθρο 17 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ευνοϊκότερο καθεστώς ειδικής κρατήσεως για ευάλωτα πρόσωπα, ήτοι τους ασυνόδευτους ανηλίκους και τις οικογένειες.

    58.

    Επομένως, προκύπτει ότι, μολονότι έχει σχεδιαστεί ως ύστατο μέτρο, η στέρηση της ελευθερίας υπηκόου τρίτης χώρας εν αναμονή απομακρύνσεως αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του μηχανισμού που θέσπισε ο νομοθέτης της Ένωσης προκειμένου να εξασφαλίσει την ομαλή διεξαγωγή των διαδικασιών επιστροφής που προβλέπονται στην οδηγία 2008/115, σκοπός της οποίας είναι ακριβώς η διασφάλιση μιας αποτελεσματικής πολιτικής περί απομακρύνσεως και επαναπατρισμού με βάση κοινούς κανόνες, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να επαναπατρίζονται με ανθρώπινους όρους και με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειάς τους.

    59.

    Ο ίδιος αυτός νομοθέτης προέβλεψε επίσης, κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση, ότι η στέρηση της ελευθερίας δύναται να εκτελεσθεί στο πλαίσιο κοινού σωφρονιστικού καταστήματος. Η παρατήρηση αυτή, έστω και αν καταλήγει σε κοινοτοπία, δεν πρέπει να λησμονείται στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της συμβατότητας της επίμαχης εθνικής ρυθμίσεως με το δίκαιο της Ένωσης.

    60.

    Το Δικαστήριο έχει, άλλωστε, τονίσει ότι μόνον αν η υπό τη μορφή απομακρύνσεως εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής κινδυνεύει, βάσει της εκτιμήσεως κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως, να εμποδιστεί εξαιτίας της συμπεριφοράς του ενδιαφερομένου, μπορούν τα κράτη μέλη να προχωρήσουν στη στέρηση της ελευθερίας του μέσω κρατήσεως ( 31 ).

    61.

    Η διευκρίνιση αυτή δείχνει αναντίρρητα ότι λαμβάνεται υπόψη η ατομική συμπεριφορά του συγκεκριμένου μετανάστη κατά την εκτίμηση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών επιστροφής και, ειδικότερα, της δυνατότητας υπαγωγής του σε μέτρο στερητικό της ελευθερίας. Πάντως, η επίμαχη εθνική ρύθμιση προβλέπει μέτρο καταναγκασμού το οποίο βασίζεται κατ’ ανάγκην σε εκτίμηση της ατομικής καταστάσεως των συγκεκριμένων υπηκόων τρίτων χωρών προκειμένου να προσδιοριστεί η δυνητική επικινδυνότητά τους.

    β)   Επί της σχέσεως μεταξύ των άρθρων 16 και 18 της οδηγίας 2008/115

    62.

    Οι διατάξεις των άρθρων 16 και 18 της οδηγίας 2008/115, μολονότι εμφανίζονται κατά τρόπο μεμονωμένο και ασυνεχή στο κείμενό της, προφανώς συνδέονται και πρέπει να ερμηνεύονται σε συνδυασμό μεταξύ τους, λαμβανομένου υπόψη ότι στο γράμμα του δεύτερου άρθρου δηλώνεται ότι συνιστά εξαίρεση από το πρώτο. Συναφώς, όταν το κράτος μέλος αντιμετωπίζει «έκτακτες καταστάσεις», όπως αυτές περιγράφονται στο άρθρο 18 της οδηγίας 2008/115, έχει τη δυνατότητα να παρεκκλίνει από την αρχή της εκτελέσεως της κρατήσεως σε ειδική εγκατάσταση, καθόσον τελεί σε ουσιαστική αδυναμία να εφαρμόσει την αρχή αυτή.

    63.

    Το ερώτημα που τίθεται είναι αν το άρθρο 18 της οδηγίας 2008/115 έχει «εξαντλήσει» τους πιθανούς λόγους παρεκκλίσεως από την εν λόγω αρχή.

    64.

    Το γεγονός ότι οι «έκτακτες καταστάσεις», όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 18 της οδηγίας 2008/115, είναι ο μόνος λόγος παρεκκλίσεως που ο νομοθέτης της Ένωσης ρητώς προβλέπει από την κατά προτεραιότητα εκτέλεση της κρατήσεως σε ειδική εγκατάσταση δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι έχει αποκλειστικό χαρακτήρα. Όπως ο γενικός εισαγγελέας Y. Bot τόνισε στις προτάσεις του επί των υποθέσεων Bero και Bouzalmate ( 32 ), το γράμμα της οδηγίας 2008/115 δεν επιτρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση στο προαναφερθέν ερώτημα.

    65.

    Μολονότι από τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 18 της οδηγίας 2008/115 σαφώς προκύπτει σύνδεση με το άρθρο 16, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, το περιεχόμενο της παραπομπής αυτής περιορίζεται, κατά την άποψή μου, αποκλειστικώς στη διατύπωση του κανόνα που μπορεί προσωρινά να μην εφαρμοστεί, ήτοι την κράτηση σε ειδική εγκατάσταση, σε περίπτωση αιφνίδιας αφίξεως μεγάλου αριθμού μεταναστών που χαρακτηρίζει μια έκτακτη κατάσταση. Η παραπομπή στο άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 έχει ως σκοπό μόνον να καθορίσει μία εκ των συνεπειών που απορρέουν από την επέλευση έκτακτης καταστάσεως, στην οποία πρέπει να προστεθεί η παράταση των προθεσμιών δικαστικού ελέγχου, η οποία συνέπεια προβλέπεται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής, και τη δυνατότητα μη τηρήσεως της υποχρεώσεως παροχής χωριστού καταλύματος στις οικογένειες, η οποία υποχρέωση προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 2, της εν λόγω πράξεως ( 33 ).

    66.

    Επισημαίνω, άλλωστε, ότι το νυν άρθρο 18 της οδηγίας 2008/115 δεν υπήρχε στην πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, της 1ης Σεπτεμβρίου 2005 ( 34 ). Η εν λόγω πρόταση οδηγίας περιείχε ήδη, απεναντίας, ένα άρθρο 15, παράγραφος 2, διατυπωμένο με σχεδόν πανομοιότυπο τρόπο με το άρθρο 16, παράγραφος 1, καθόσον προέβλεπε πιθανή παρέκκλιση από την αρχή της κρατήσεως σε ειδική εγκατάσταση, χωρίς να διευκρινίζονται οι λόγοι της παρεκκλίσεως αυτής. Επομένως, η εισαγωγή του άρθρου 18 στην οδηγία 2008/115 ήταν αποτέλεσμα της νομοθετικής διαδικασίας και μπορεί να ερμηνευθεί ως βούληση του νομοθέτη, αφενός, να διατυπώσει έναν ειδικό λόγο παρεκκλίσεως που συνδέεται με το ευαίσθητο για τα κράτη μέλη ζήτημα της μαζικής εισροής παράνομων μεταναστών στο έδαφός τους και, αφετέρου, να εκθέσει τις συνέπειες που έχουν για την εφαρμογή της οδηγίας 2008/115 οι δυσκολίες που δημιουργεί μια τέτοια κατάσταση.

    67.

    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατόπιν της εισαγωγής του άρθρου 18 στην οδηγία 2008/115, το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 έμεινε αμετάβλητο, με τη γενικού χαρακτήρα διατύπωσή του.

    68.

    Πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι, στη σύσταση (ΕΕ) 2017/2338 της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 2017, για την καθιέρωση κοινού «εγχειριδίου περί επιστροφής» προς χρήση από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών κατά την εκτέλεση σχετικών με την επιστροφή καθηκόντων ( 35 ), αναφέρεται: «η παρέκκλιση του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας [2008/115] μπορεί να εφαρμοστεί όταν λόγω μη προβλέψιμων αυξήσεων του αριθμού των κρατουμένων, οι οποίες οφείλονται σε απρόβλεπτες ποσοτικές διακυμάνσεις που είναι εγγενείς του φαινομένου της παράτυπης μετανάστευσης (χωρίς ωστόσο να αγγίζουν το επίπεδο της “κατάστασης έκτακτης ανάγκης” που ρυθμίζεται ρητά στο άρθρο 18 της οδηγίας [2008/115]), δημιουργείται πρόβλημα». Συναφώς, διατυπώνεται σαφώς λόγος παρεκκλίσεως από την κατά προτεραιότητα εκτέλεση της κρατήσεως σε ειδική εγκατάσταση, χωριστός από τον λόγο που περιγράφεται στο άρθρο 18 της οδηγίας 2008/115, ο οποίος επομένως δεν έχει αποκλειστικό χαρακτήρα.

    69.

    Τέλος, φρονώ ότι, λαμβανομένων υπόψη της αυτοτέλειας του άρθρου 18 της οδηγίας 2008/115 και του μη αποκλειστικού χαρακτήρα του προβλεπόμενου σε αυτό λόγου παρεκκλίσεως από την κράτηση σε ειδική εγκατάσταση, η διάταξη αυτή δεν πρέπει να χρησιμεύσει ως υποχρεωτικό σημείο αναφοράς για τον καθορισμό των χαρακτηριστικών μιας καταστάσεως την οποία μπορεί να επικαλεστεί ένα κράτος μέλος για να δικαιολογήσει την εκτέλεση της κρατήσεως σε σωφρονιστικό κατάστημα.

    γ)   Επί των εννοιών της «δημόσιας τάξεως» και της «δημόσιας ασφάλειας»

    70.

    Υπενθυμίζεται ότι η επίμαχη εθνική ρύθμιση προβλέπει τη δυνατότητα να τεθεί υπό κράτηση σε σωφρονιστικό κατάστημα μετανάστης εν αναμονή απομακρύνσεως, ο οποίος αποτελεί «σοβαρή απειλή για τη σωματική ακεραιότητα και τη ζωή τρίτων» ή για «σημαντικά έννομα αγαθά της εσωτερικής ασφάλειας». Η διατύπωση αυτή αποδεικνύει, κατά τη γνώμη μου, ότι λαμβάνονται υπόψη λόγοι συνδεόμενοι με τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια.

    71.

    Οι δύο αυτές έννοιες είναι γνωστότατες στο δίκαιο της Ένωσης, δεδομένου ότι λόγοι δημόσιας τάξεως ή δημόσιας ασφάλειας προβάλλονται σε διάφορες οδηγίες για να δικαιολογήσουν την εφαρμογή παρεκκλίσεως από θεμελιώδη ελευθερία ή θεμελιώδες δικαίωμα, η οποία τότε συνιστά εξαίρεση για λόγους δημόσιας τάξεως ή δημόσιας ασφάλειας. Η συστηματική προσέγγιση του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 οδηγεί σε ανάλυση της διατάξεως αυτής με γνώμονα όχι μόνο την πράξη στην οποία εντάσσεται αλλά και διάφορες οδηγίες που παραπέμπουν στις έννοιες αυτές τις οποίες τακτικά ερμηνεύει το Δικαστήριο.

    72.

    Συναφώς, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι πολίτης της Ένωσης που έχει ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας και ορισμένα μέλη της οικογένειάς του μπορούν να θεωρηθούν ότι συνιστούν απειλή για τη δημόσια τάξη μόνον αν η προσωπική συμπεριφορά τους συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή η οποία θίγει θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας του οικείου κράτους μέλους. Η έννοια της «απειλής για τη δημόσια τάξη» ερμηνεύθηκε, εν συνεχεία, με τον ίδιο τρόπο στο πλαίσιο διάφορων οδηγιών, συμπεριλαμβανομένης της οδηγίας 2008/115, οι οποίες διέπουν την κατάσταση υπηκόων τρίτων χωρών που δεν ανήκουν στην οικογένεια πολίτη της Ένωσης ( 36 ).

    73.

    Όσον αφορά την έννοια της «δημόσιας ασφάλειας», από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι καλύπτει την εσωτερική ασφάλεια κράτους μέλους και την εξωτερική ασφάλειά του και ότι, ως εκ τούτου, η δημόσια ασφάλεια μπορεί να επηρεαστεί από την παρακώλυση της λειτουργίας των κρατικών θεσμών και των βασικών δημόσιων υπηρεσιών και την απειλή της επιβίωσης του πληθυσμού, καθώς και από τον κίνδυνο σοβαρής διαταράξεως των εξωτερικών σχέσεων ή της ειρηνικής συνυπάρξεως των λαών ή ακόμη από την προσβολή των στρατιωτικών συμφερόντων ( 37 ). Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι η καταπολέμηση της εγκληματικότητας που οφείλεται στην παράνομη διακίνηση ναρκωτικών από συμμορίες ( 38 ) ή της τρομοκρατίας ( 39 ) εμπίπτει στην έννοια της «δημόσιας ασφάλειας». Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο απαίτησε να αποδεικνύεται ατομική συμπεριφορά από την οποία να προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους ( 40 ).

    74.

    Ωστόσο, το Δικαστήριο όλως προσφάτως έκρινε ότι κάθε αναφορά του νομοθέτη της Ένωσης στην έννοια της «απειλής για τη δημόσια τάξη» δεν πρέπει κατ’ ανάγκην να νοείται ως παραπέμπουσα αποκλειστικά σε ατομική συμπεριφορά η οποία συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή και θίγει θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας του οικείου κράτους μέλους. Ειδικότερα, όσον αφορά την παραπλήσια έννοια της «απειλής για τη δημόσια ασφάλεια», το Δικαστήριο έκρινε ότι, στο πλαίσιο της οδηγίας 2004/114/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με τις προϋποθέσεις εισδοχής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό τις σπουδές, την ανταλλαγή μαθητών, την άμισθη πρακτική άσκηση ή την εθελοντική υπηρεσία ( 41 ), η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνεύεται ευρύτερα απ’ ό,τι ερμηνεύεται στη νομολογία που αφορά τα πρόσωπα τα οποία απολαύουν του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και ότι η εν λόγω έννοια μπορεί, μεταξύ άλλων, να περιλαμβάνει δυνητικές απειλές για τη δημόσια ασφάλεια. Για να διευκρινίσει το περιεχόμενο της έννοιας της «απειλής για τη δημόσια τάξη», το Δικαστήριο έκρινε, επομένως, ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το γράμμα της διατάξεως του δικαίου της Ένωσης που αναφέρει την έννοια αυτή, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη νομοθεσία της οποίας αποτελεί μέρος ( 42 ).

    75.

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι οι λόγοι δημόσιας τάξεως και δημόσιας ασφάλειας στους οποίους παραπέμπει η εθνική ρύθμιση μπορούν να δικαιολογήσουν παρέκκλιση από την κατά προτεραιότητα προβλεπόμενη στο άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 κράτηση του εν λόγω μετανάστη σε ειδική εγκατάσταση, υπό την προϋπόθεση ότι η συμπεριφορά του συγκεκριμένου μετανάστη παρέχει ενδείξεις για την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής η οποία θίγει θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας ή την εσωτερική ή εξωτερική ασφάλεια του οικείου κράτους μέλους. Η έλλειψη ρητής μνείας των εννοιών της «δημόσιας τάξεως» ή της «δημόσιας ασφάλειας» στο εν λόγω άρθρο, σε αντίθεση με άλλες διατάξεις της ίδιας οδηγίας, δεν μπορεί να αναιρέσει το συμπέρασμα αυτό.

    76.

    Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν από πολλές απόψεις εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας 2008/115, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων του εθνικού δικαίου ( 43 ). Περαιτέρω, όπως διευκρινίστηκε ανωτέρω, το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 72 ΣΛΕΕ το οποίο προβλέπει επιφύλαξη υπέρ της αρμοδιότητας των κρατών μελών για την τήρηση της δημόσιας τάξεως και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας. Ως εκ τούτου, η έλλειψη ρητής μνείας των εννοιών της «δημόσιας τάξεως» ή της «δημόσιας ασφάλειας» στο άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 δεν σημαίνει ότι, κατά τον καθορισμό των προϋποθέσεων παρεκκλίσεως από την κράτηση μετανάστη σε ειδική εγκατάσταση εν αναμονή της απομακρύνσεώς του, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να λάβουν υπόψη εκτιμήσεις που αφορούν θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας ή την εσωτερική ή εξωτερική ασφάλεια.

    77.

    Από συστηματικής απόψεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι το ζήτημα της προστασίας της δημόσιας τάξεως, της δημόσιας ασφάλειας και της εθνικής ασφάλειας ρητώς λαμβάνεται υπόψη στο άρθρο 6, παράγραφος 2, στο άρθρο 7, παράγραφος 4, στο άρθρο 11, παράγραφοι 2 και 3, και στο άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, χωρίς ωστόσο οι έννοιες αυτές να ορίζονται στο εν λόγω νομοθέτημα. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια του «κινδύνου για τη δημόσια τάξη», όπως προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας, προϋποθέτει, εν πάση περιπτώσει, εκτός της διασαλεύσεως της κοινωνικής τάξεως την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ( 44 ). Η απαίτηση μιας τέτοιας απειλής, προκειμένου να θεμελιωθεί η μείωση ή η κατάργηση της προθεσμίας οικειοθελούς αναχωρήσεως επιβάλλεται a fortiori για τη δικαιολόγηση του σαφώς βαρύτερου μέτρου εξαναγκασμού που συνιστά η εκτέλεση της κρατήσεως σε σωφρονιστικό κατάστημα, κατά παρέκκλιση από την αρχή της κρατήσεως σε ειδική εγκατάσταση. Αντίθετη λύση θα εισήγε ρήγμα στην οδηγία 2008/115.

    78.

    Όσον αφορά τον κύριο σκοπό της οδηγίας 2008/115, αυτός συνίσταται, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές της σκέψεις 2 και 4, στην καθιέρωση αποτελεσματικής πολιτικής περί απομακρύνσεως και επαναπατρισμού με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των ενδιαφερομένων ( 45 ). Υπό τις συνθήκες αυτές, εφόσον η κράτηση σε ειδική εγκατάσταση αποτελεί τον κανόνα, το άρθρο 16, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, πρέπει να ερμηνεύεται στενά ( 46 ) και η εξουσία εκτιμήσεως που αναγνωρίζει στα κράτη μέλη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται από αυτά κατά τρόπο που θα μπορούσε να αντιβαίνει προς τον σκοπό της οδηγίας αυτής και προς την πρακτική αποτελεσματικότητά της.

    79.

    Επομένως, όταν η απόφαση κρατήσεως σε σωφρονιστικό κατάστημα υπηκόου τρίτης χώρας εν αναμονή απομακρύνσεως στηρίζεται στην ύπαρξη κινδύνου για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, ο οποίος προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, πέραν της διασαλεύσεως της κοινωνικής τάξεως που συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους, μια τέτοια απόφαση δύναται να συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης.

    80.

    Συναφώς, ερμηνεύοντας το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, το Δικαστήριο έκρινε ότι η απλώς και μόνον υπόνοια ότι υπήκοος τρίτης χώρας μπορεί να έχει τελέσει πράξη η οποία κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα μπορεί από κοινού με άλλα στοιχεία που αφορούν τη συγκεκριμένη υπόθεση να θεμελιώσει την ύπαρξη κινδύνου για τη δημόσια τάξη κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ενώ η ίδια λύση γίνεται δεκτή σε περίπτωση ποινικής καταδίκης ( 47 ). Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η συγκεκριμένη εκτίμηση των συμφερόντων που συνδέονται με τη διαφύλαξη της δημοσίας τάξεως κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως δεν συμπίπτει, κατ’ ανάγκην, με τις εκτιμήσεις που αποτελούν τη βάση ποινικής καταδίκης και, ακόμη πιο σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, ότι, στο πλαίσιο εκτιμήσεως της έννοιας του «κινδύνου για τη δημόσια τάξη», έχει σημασία «κάθε πραγματικό ή νομικό στοιχείο που αφορά την κατάσταση του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας, το οποίο μπορεί να αποσαφηνίσει το ζήτημα εάν η προσωπική συμπεριφορά του συνιστά τέτοιου είδους απειλή» ( 48 ).

    81.

    Η πολύ γενική αυτή διατύπωση εκφράζει, κατά την άποψή μου, την εμπειρική και ανοικτή προσέγγιση του Δικαστηρίου όσον αφορά την απόδειξη της υπάρξεως πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. Υπό τις περιστάσεις αυτές, φρονώ ότι η διαπίστωση και μόνον ότι δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη, ποινική καταδίκη ή ακόμη και υπόνοια τελέσεως αξιόποινης πράξεως δεν αποκλείει αυτόματα το ενδεχόμενο να θεωρηθεί το συγκεκριμένο πρόσωπο ως πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους.

    82.

    Μολονότι τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η εκτίμηση της υπάρξεως της εν λόγω απειλής θα πρέπει να εξεταστούν από το αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο δύναται να παράσχει ενδείξεις ως προς τα στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής.

    83.

    Από τη διαβιβασθείσα στο Δικαστήριο δικογραφία προκύπτει ότι η κατάσταση που ελήφθη υπόψη προκειμένου να διαταχθεί η κράτηση σε σωφρονιστικό κατάστημα ( 49 ) φαίνεται να είναι εκείνη ενός ριζοσπαστικοποιημένου ατόμου, το οποίο παρουσιάζει στοιχεία επικινδυνότητας και είναι γνωστό ως τέτοιο στις αρμόδιες υπηρεσίες ασφαλείας, επικινδυνότητας ικανής να δημιουργήσει υπόνοια εγκληματικών προθέσεων, υπό την έννοια πιθανής τελέσεως βίαιων πράξεων κατά ανθρώπων ή κατά των υπέρτερων συμφερόντων του κράτους, οι οποίες συνιστούν τρομοκρατική βούληση.

    84.

    Μολονότι η ύπαρξη πράξεων διεθνούς τρομοκρατίας αποδιδόμενων στην επίμαχη οργάνωση στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν αμφισβητείται και δικαιολογεί τη δυνατότητα κράτους μέλους να επικαλεστεί την προστασία της δημόσιας τάξεως ή της δημόσιας ασφάλειας, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εξετάσει ποιον ρόλο διαδραμάτισε στην πράξη ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας στο πλαίσιο της στηρίξεως που παρέσχε στην οργάνωση αυτή και να εξετάσει πόσο σοβαρή είναι η απειλή την οποία συνεπάγεται για τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη η συμπεριφορά του ενδιαφερομένου και, ιδίως, την ύπαρξη ατομικής ευθύνης για την υλοποίηση των δράσεων της οργανώσεως αυτής ( 50 ).

    85.

    Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι η αρμόδια εθνική αρχή, προκειμένου να διατάξει την κράτηση του WM σε σωφρονιστικό κατάστημα, διέθετε a priori γραπτά αποδεικτικά στοιχεία, ήτοι έγγραφα που αποδεικνύουν το υποστατό της προσαπτόμενης συμπεριφοράς του ενδιαφερομένου και την απόφασή του να διαπράξει αξιόποινη πράξη, και ειδικότερα να διαπράξει επίθεση στο έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ( 51 ). Το γεγονός αυτό έχει σημασία προκειμένου να εκτιμηθεί αν ο ενδιαφερόμενος αποτελούσε κίνδυνο για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, καθόσον το εν λόγω γεγονός αφορά την αξιοπιστία της υπόνοιας που βαρύνει τον WM και, συνεπώς, δύναται να αποσαφηνίσει το ζήτημα αν η προσωπική συμπεριφορά του αποτελούσε κίνδυνο για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κατά τον χρόνο που διατάχθηκε η κράτησή του σε σωφρονιστικό κατάστημα ( 52 ).

    86.

    Τέλος, στο δικαστήριο αυτό εναπόκειται να διερευνήσει, υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, η οποία έπρεπε να τηρηθεί κατά τη λήψη του μέτρου, αν η συμπεριφορά του συγκεκριμένου υπηκόου αποτελεί πραγματικό και ενεστώτα κίνδυνο για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια του κράτους μέλους και, επομένως, να καθορίσει αν η απειλή την οποία ο ενδιαφερόμενος αποτελούσε, ενδεχομένως, στο παρελθόν για τη δημόσια τάξη ή για τη δημόσια ασφάλεια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας εξακολουθούσε να υφίσταται κατά την ημερομηνία κατά την οποία ελήφθη η επίμαχη στην κύρια δίκη απόφαση ( 53 ), ο δε έλεγχος αυτός πρέπει επίσης να διενεργείται κατά την εκτίμηση του αν πρέπει να συνεχιστεί η κράτηση ( 54 ).

    3.   Επί της τελολογικής ερμηνείας

    87.

    Πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 79, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, σκοπός της οδηγίας 2008/115 είναι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές της σκέψεις 2 και 11, η καθιέρωση μιας αποτελεσματικής πολιτικής περί απομακρύνσεως και επαναπατρισμού, με βάση κοινούς κανόνες και ενιαίες νομικές εγγυήσεις, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να επαναπατρίζονται με ανθρώπινους όρους και με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειάς τους ( 55 ). Ο σκοπός του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 συνάγεται σαφώς από την κατευθυντήρια αρχή που εκφράζεται από τον νομοθέτη της Ένωσης στο άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, καθώς και στις προαναφερθείσες αιτιολογικές σκέψεις.

    88.

    Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 13, 16, 17 και 24 της οδηγίας 2008/115, κάθε κράτηση που εμπίπτει στην οδηγία αυτή υπόκειται στους αυστηρούς όρους που προβλέπουν οι διατάξεις του κεφαλαίου ΙV της εν λόγω οδηγίας, ώστε να εξασφαλίζεται, αφενός, η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας όσον αφορά τα χρησιμοποιούμενα μέσα και τους επιδιωκόμενους σκοπούς ( 56 ) και, αφετέρου, ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων υπηκόων τρίτων χωρών ( 57 ). Άλλωστε, κατά την αιτιολογική σκέψη 13 της ίδιας οδηγίας, η χρησιμοποίηση αναγκαστικών μέτρων ρητώς πρέπει να εξαρτάται από την τήρηση όχι μόνο της αρχής της αναλογικότητας, αλλά και της αρχής της αποτελεσματικότητας ( 58 ).

    89.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξακριβωθεί αν η κράτηση μετανάστη εν αναμονή απομακρύνσεως σε κοινό σωφρονιστικό κατάστημα, η οποία στηρίζεται στην εκτίμηση ότι ο εν λόγω μετανάστης αποτελεί σοβαρή απειλή για τη σωματική ακεραιότητα και τη ζωή τρίτων ή για σημαντικά έννομα αγαθά της εσωτερικής ασφάλειας, είναι μέτρο σύμφωνο προς τις αρχές της αποτελεσματικότητας και της αναλογικότητας, και σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα του ενδιαφερομένου.

    α)   Επί της τηρήσεως της αρχής της αποτελεσματικότητας

    90.

    Η οδηγία 2008/115, μολονότι ευνοεί την οικειοθελή αναχώρηση του υπηκόου τρίτης χώρας που διαμένει παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους, προβλέπει τη χρήση αναγκαστικών μέτρων για την επίτευξη του σκοπού της, ήτοι την εκτέλεση της αποφάσεως επιστροφής. Το ύστατο αναγκαστικό μέτρο είναι η στέρηση της ατομικής ελευθερίας που συνιστά η κράτηση του ενδιαφερόμενου, η οποία μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να λάβει χώρα σε κοινό σωφρονιστικό κατάστημα κατά το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115.

    91.

    Επομένως, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση προβλέπει ένα μέτρο το οποίο σαφώς αποτελεί μέρος του μηχανισμού που θεσπίζει η οδηγία αυτή για να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών επιστροφής, η δε φύση των λόγων που μπορεί να επικαλεστεί το κράτος μέλος για να δικαιολογήσει μια τέτοια φυλάκιση κατά παρέκκλιση από την αρχή της κρατήσεως σε ειδική εγκατάσταση δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την εκτίμηση της αρχής της αποτελεσματικότητας. Επίσης, δεν αμφισβητείται ότι το επίμαχο εθνικό μέτρο αντιστοιχεί σε αναγκαστικό μέτρο, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας 2008/115, καθόσον συμβάλλει στην εκτέλεση αποφάσεως επιστροφής και, κατά συνέπεια, στην υλοποίηση της εν λόγω οδηγίας.

    92.

    Γεγονός παραμένει ότι ο ίδιος ο σκοπός της ειδικής εγκαταστάσεως κρατήσεως είναι να διευκολύνει το σύνολο των ενεργειών που διασφαλίζουν την ταχεία και αποτελεσματική επιστροφή του ατόμου μέχρι τη χώρα καταγωγής του, με σεβασμό των δικαιωμάτων που του αναγνωρίζονται, ιδίως όσον αφορά την επικοινωνία του μετανάστη εν αναμονή απομακρύνσεως με τις αρμόδιες προξενικές αρχές, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/115, ή με μη κυβερνητικές οργανώσεις που παρέχουν στήριξη στους υπό κράτηση μετανάστες. Η εκτέλεση της κρατήσεως σε σωφρονιστικό κατάστημα δεν πρέπει, συνεπώς, να υπονομεύει την επικοινωνία αυτή, με κίνδυνο να θίξει την πρακτική αποτελεσματικότητα της εν λόγω οδηγίας, πράγμα το οποίο στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει.

    β)   Επί της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας

    93.

    Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται σε αυτόν πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό τους περιεχόμενο. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται στην άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών, εν προκειμένω του δικαιώματος ελευθερίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη, μόνον αν είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.

    94.

    Ο επίμαχος περιορισμός, ο οποίος απορρέει από το άρθρο 62a, παράγραφος 1, του AufenthG, έχει νομική βάση. Η διάταξη αυτή δεν θίγει το βασικό περιεχόμενο του δικαιώματος ελευθερίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη. Ειδικότερα, δεν αναιρεί την κατοχύρωση του δικαιώματος αυτού και, όπως προκύπτει από το γράμμα της, επιτρέπει την κράτηση μετανάστη σε σωφρονιστικό κατάστημα μόνον λόγω της ατομικής του συμπεριφοράς και υπό τις εξαιρετικές περιστάσεις που προβλέπει η ίδια διάταξη ( 59 ).

    95.

    Δεδομένου ότι η προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξεως αποτελεί τον σκοπό που επιδιώκεται με την επίμαχη εθνική ρύθμιση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μέτρο εκτελέσεως της κρατήσεως σε σωφρονιστικό κατάστημα, το οποίο στηρίζεται στην εν λόγω προστασία, ανταποκρίνεται a priori σε θεμιτό σκοπό γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση.

    96.

    Όσον αφορά την αναλογικότητα της διαπιστωθείσας επεμβάσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί τα μέτρα να είναι κατάλληλα για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση και να μην υπερβαίνουν τα όρια του αναγκαίου για την επίτευξη των σκοπών αυτών, εξυπακουομένου ότι, όταν προσφέρονται προς επιλογή περισσότερα κατάλληλα μέτρα, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο καταναγκαστικό, οι δε επιβαλλόμενες επιβαρύνσεις δεν πρέπει να είναι υπέρμετρες σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς ( 60 ).

    97.

    Συναφώς, η θέση υπό κράτηση σε σωφρονιστικό κατάστημα υπηκόου τρίτης χώρας εν αναμονή απομακρύνσεως είναι, ως εκ της φύσεώς της, μέτρο πρόσφορο για την προστασία του κοινού από τον κίνδυνο που ενδέχεται να συνιστά η συμπεριφορά του προσώπου αυτού και, επομένως, είναι ικανή να συντείνει στην υλοποίηση του σκοπού που επιδιώκεται με την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση ( 61 ).

    98.

    Όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα του μέτρου, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το γράμμα του άρθρου 62a του AufenthG δείχνει την αυστηρή οριοθέτηση της χρήσεως του επίμαχου μέτρου, με την απαίτηση, αφενός, να αποτελεί το συγκεκριμένο πρόσωπο «σοβαρή» απειλή για τη σωματική ακεραιότητα και τη ζωή τρίτων ή για «σημαντικά» έννομα αγαθά της εσωτερικής ασφάλειας και, αφετέρου, να τηρείται πλήρως η προϋπόθεση που συνδέεται με τον διαχωρισμό του προσώπου αυτού από τους λοιπούς κρατουμένους του κοινού δικαίου.

    99.

    Η επίμαχη εθνική διάταξη αντιστοιχεί σε ειδικό μέτρο εκτελέσεως της κρατήσεως, το οποίο με τη σειρά του οριοθετείται αυστηρά από τα άρθρα 15 και 16 της οδηγίας 2008/115, δεδομένου ότι πρόκειται για ύστατη επιλογή στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής. Συναφώς, η μέγιστη διάρκεια που προβλέπεται στο άρθρο 15, παράγραφοι 5 και 6, της οδηγίας 2008/115 έχει ως σκοπό να περιορίσει τη στέρηση της ελευθερίας των υπηκόων τρίτων χωρών που βρίσκονται σε κατάσταση αναγκαστικής απομακρύνσεως, η δε κράτηση πρέπει να είναι όσο το δυνατόν συντομότερη και να διατηρείται μόνον επί όσο χρόνο η διαδικασία απομακρύνσεως βρίσκεται σε εξέλιξη και διενεργείται με τη δέουσα επιμέλεια σύμφωνα με την παράγραφο 1 της διατάξεως αυτής, πράγμα το οποίο στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει.

    100.

    Η αυστηρή οριοθέτηση της αναγνωριζόμενης στις εθνικές αρχές εξουσίας να θέτουν υπήκοο τρίτης χώρας εν αναμονή απομακρύνσεως υπό κράτηση σε σωφρονιστικό κατάστημα διασφαλίζεται επίσης από την ερμηνεία, στη νομολογία του Δικαστηρίου, των εννοιών της «εθνικής ασφάλειας» και της «δημόσιας τάξεως» ( 62 ).

    101.

    Επομένως, προσβολή της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξεως δύναται να δικαιολογήσει, με γνώμονα την απαίτηση αναγκαιότητας, τη θέση του μετανάστη εν αναμονή απομακρύνσεως υπό κράτηση, ή τη διατήρηση της κρατήσεώς του, σε σωφρονιστικό κατάστημα μόνον υπό την προϋπόθεση ότι από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους ( 63 ), πράγμα το οποίο στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει υπό τις προϋποθέσεις που εκτίθενται στα σημεία 79 έως 86 των παρουσών προτάσεων.

    102.

    Όπως προαναφέρθηκε, ένα μέτρο είναι αναγκαίο όταν ο επιδιωκόμενος θεμιτός σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω ενός επίσης πρόσφορου αλλά λιγότερο καταναγκαστικού μέτρου ( 64 ).

    103.

    Λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων των ειδικών εγκαταστάσεων κρατήσεως ( 65 ) και της υποχρεώσεως που έχουν οι εθνικές αρχές για την προστασία των κρατουμένων ( 66 ), φρονώ ότι η εκτέλεση της κρατήσεως σε τέτοιες εγκαταστάσεις δεν είναι πρόσφορη στην περίπτωση που το μέτρο αυτό αφορά άτομο το οποίο αποτελεί σοβαρή απειλή για τη σωματική ακεραιότητα και τη ζωή τρίτων ή για σημαντικά έννομα συμφέροντα της εσωτερικής ασφάλειας. Η απαίτηση ασφάλειας που προβλέπεται με σκεπτικό τόσο την πρόληψη του κινδύνου διαφυγής του εν λόγω ατόμου, όσο και τη διαφύλαξη της σωματικής ακεραιότητας του προσωπικού των εγκαταστάσεων αυτών, καθώς και των άλλων κρατουμένων δεν μπορεί, υπό τις περιστάσεις αυτές, να θεωρηθεί ότι πληρούται.

    104.

    Οι ειδικές εγκαταστάσεις κρατήσεως, των οποίων ο τρόπος λειτουργίας αντιστοιχεί στη διαβίωση σε κοινότητα, δεν έχουν σχεδιαστεί ώστε να ανταποκρίνονται στις ειδικές ανάγκες ασφάλειας που έχουν σχέση με ορισμένα ιδιαιτέρως επικίνδυνα άτομα ( 67 ). Η ενσωμάτωση των αναγκών αυτών σε ειδικές εγκαταστάσεις χωρίς μεταβολή της δομής τους θα οδηγούσε κατ’ ανάγκην στη συνολική ενίσχυση των μηχανισμών ασφάλειας εις βάρος της ελευθερίας κινήσεως εντός της εγκαταστάσεως των λοιπών κρατουμένων οι οποίοι δεν αποτελούν, a priori, κίνδυνο και, συνεπώς, θα οδηγούσε στη δημιουργία περιβάλλοντος φυλακής για όλους. Η εναλλακτική λύση, η οποία συνίσταται στη δημιουργία ειδικής μονάδας εντός των ειδικών αυτών εγκαταστάσεων, με σκοπό την ειδική διαχείριση ενός ιδιαιτέρως επικίνδυνου ατόμου, νομίζω ότι θα έχει ως αποτέλεσμα οργανωτική επιβάρυνση και δυσανάλογο κόστος λόγω του μικρού αριθμού των συγκεκριμένων ατόμων σε σχέση με το σύνολο των υπηκόων τρίτων χωρών που υπόκεινται σε διαδικασία επιστροφής συνεπαγόμενη κράτηση.

    105.

    Η επίμαχη εθνική διάταξη δεν αποδεικνύεται δυσανάλογη ούτε σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς, υπό την έννοια ότι στη διάταξη αυτή γίνεται ισόρροπη στάθμιση μεταξύ του επιδιωκόμενου σκοπού γενικού συμφέροντος, ήτοι της προστασίας της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξεως, και της επεμβάσεως στο δικαίωμα ελευθερίας την οποία συνιστά μέτρο κρατήσεως που εκτελείται σε σωφρονιστικό κατάστημα, το δε δικαίωμα αξιοπρέπειας του συγκεκριμένου ατόμου πρέπει να γίνεται αντικείμενο απόλυτου σεβασμού. Πράγματι, μέτρα κρατήσεως μπορούν να θεμελιωθούν στη διάταξη αυτή μόνον αν οι αρμόδιες αρχές έχουν προηγουμένως διαπιστώσει, σε κάθε επιμέρους περίπτωση, ότι ο κίνδυνος που τα συγκεκριμένα πρόσωπα αντιπροσωπεύουν για την εθνική ασφάλεια ή για τη δημόσια τάξη αντιστοιχεί τουλάχιστον στη σοβαρότητα της επεμβάσεως που τα μέτρα αυτά συνιστούν στο δικαίωμα ελευθερίας των προσώπων αυτών και ότι έγινε πλήρως σεβαστό το δικαίωμα αξιοπρέπειας των εν λόγω προσώπων ( 68 ).

    γ)   Επί της τηρήσεως των ελάχιστων εγγυήσεων της οδηγίας 2008/115 και επί του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων

    106.

    Όπως διευκρινίστηκε ανωτέρω, ο σκοπός του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 νοείται μόνο σε συνάρτηση και σε συνδυασμό με τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη, και ειδικότερα στα άρθρα του 1 έως 4, τα οποία εγγυώνται τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς και το δικαίωμα στη ζωή και την ακεραιότητα του προσώπου, και απαγορεύουν την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Πράγματι, οι παραπομπές στα άρθρα αυτά εμπεριέχονται κατά λογική αναγκαιότητα στην αναφορά του άρθρου 1 της οδηγίας 2008/115 στα θεμελιώδη δικαιώματα.

    107.

    Κατά συνέπεια, όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας Y. Bot στις προτάσεις του επί των υποθέσεων Bero και Bouzalmate ( 69 ), το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 και, γενικότερα, οι διατάξεις που αφορούν ειδικά τους όρους κρατήσεως των υπό απομάκρυνση αλλοδαπών μπορούν να εφαρμόζονται in concreto και σε συμφωνία με τις εν λόγω διατάξεις μόνον αν εξασφαλίζουν τον σεβασμό αυτών των αρχών.

    108.

    Επομένως, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, των επιταγών της οδηγίας 2008/115 και, αφετέρου, των θεμελιωδών δικαιωμάτων που διακηρύσσονται στο πλαίσιο του Χάρτη πρέπει να καθοριστεί αν, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, η θέση του WM υπό κράτηση σε σωφρονιστικό κατάστημα σέβεται τα δικαιώματα που του αναγνωρίζονται εντός της Ένωσης.

    1) Επί των ελάχιστων εγγυήσεων της οδηγίας 2008/115

    109.

    Μεταξύ των συγκεκριμένων ελάχιστων εγγυήσεων που η οδηγία 2008/115 προβλέπει υπέρ των υπηκόων τρίτων χωρών εν αναμονή απομακρύνσεως περιλαμβάνονται οι όροι κρατήσεως που προβλέπονται στο άρθρο 16 της εν λόγω πράξεως, οι οποίοι πρέπει να τηρούνται κατά τις εθνικές διαδικασίες.

    110.

    Η αντιπαραβολή του γράμματος της διατάξεως αυτής με το κείμενο του άρθρου 62a, παράγραφος 1, του AufenthG δείχνει ότι όλες οι εγγυήσεις που προβλέπονται από την οδηγία επαναλαμβάνονται ρητώς στην εν λόγω διάταξη, με μόνη σημαντική εξαίρεση την υποχρέωση να δίδεται προσοχή στις περιπτώσεις των ευάλωτων ατόμων και την παροχή επείγουσας υγειονομικής περιθάλψεως και της απαραίτητης θεραπευτικής αγωγής ( 70 ).

    111.

    Εν πάση περιπτώσει, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να βεβαιωθεί ότι το σύνολο των εγγυήσεων που αφορούν τους προβλεπόμενους στο άρθρο 16 της οδηγίας 2008/115 όρους κρατήσεως πληρούται, συγκεκριμένα, στην περίπτωση φυλακίσεως του υπό κράτηση προσώπου. Η εκτίμηση αυτή αποδεικνύεται κατά μείζονα λόγο αναγκαία και σημαντική δεδομένης της σχετικά λακωνικής διατυπώσεως των εν λόγω εγγυήσεων, πρέπει δε να διασφαλίζεται το πραγματικό περιεχόμενο των απαιτήσεων που περιέχονται στην προαναφερθείσα διάταξη. Συναφώς, φρονώ ότι πρέπει να διατυπωθούν ορισμένες παρατηρήσεις κατόπιν της απαντήσεως της Γερμανικής Κυβερνήσεως στην αίτηση παροχής πληροφοριών που της απηύθυνε το Δικαστήριο.

    112.

    Πρώτον, οι πληροφορίες που εξηγούν τον κανονισμό του σωφρονιστικού καταστήματος και διευκρινίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των υπηκόων τρίτων χωρών που κρατούνται σε αυτό πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να γνωστοποιούνται στις γλώσσες που συνήθως χρησιμοποιούν οι ενδιαφερόμενοι. Παρατηρώ ότι η απάντηση της Γερμανικής Κυβερνήσεως δεν περιέχει καμία ένδειξη ως προς την τήρηση της εν λόγω υποχρεωτικής ενημερώσεως των υπό κράτηση προσώπων, η οποία πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιλαμβάνει μνεία του δικαιώματος του κρατούμενου να έρχεται σε επαφή με τις σχετικές και αρμόδιες εθνικές, διεθνείς και μη κυβερνητικές, οργανώσεις και όργανα ( 71 ).

    113.

    Δεύτερον, από την απάντηση της Γερμανικής Κυβερνήσεως προκύπτει ότι στο υπό κράτηση άτομο «χορηγήθηκε κατά καιρούς άδεια να πραγματοποιήσει υπό παρακολούθηση τηλεφωνικές συνδιαλέξεις διάρκειας 30 λεπτών με τους συγγενείς του», οι δε συνδιαλέξεις αυτές από τις 4 Οκτωβρίου 2017 έγιναν ωριαίες ανά δίμηνο και στη συνέχεια, από την 1η Δεκεμβρίου 2017, του επετράπη εβδομαδιαία παρακολουθούμενη τηλεφωνική συνδιάλεξη διάρκειας 30 λεπτών. Το αυστηρό αυτό πλαίσιο επικοινωνίας με τους συγγενείς είναι ικανό να δημιουργήσει δυσχέρειες υπό το πρίσμα του γράμματος του άρθρου 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/115, το οποίο κάνει λόγο για την επαφή των υπό κράτηση προσώπων με τα μέλη της οικογένειάς τους «εν ευθέτω χρόνω» και κυρίως «κατόπιν αιτήματος». Η ταυτόχρονη χρήση των δύο αυτών φράσεων απηχεί, κατά τη γνώμη μου, τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να επιτύχει δίκαιη εξισορρόπηση μεταξύ των κανόνων λειτουργίας μιας δομής, ειδικής εγκαταστάσεως κρατήσεως ή σωφρονιστικού καταστήματος, οι οποίοι κατ’ ανάγκην επικεντρώνονται στη διαχείριση μιας κοινότητας εντός ενός πλαισίου ασφάλειας, και των εγγυήσεων που παρέχονται σε κάθε ένα από τα υπό κράτηση πρόσωπα, ώστε να μπορεί να διατηρήσει επαφή με την οικογένειά του ( 72 ).

    114.

    Τρίτον, στην απάντηση της Γερμανικής Κυβερνήσεως γίνεται λόγος για επαφή του κρατούμενου με πρόσωπα που τελούσαν υπό προσωρινή κράτηση, κατά τη μεταφορά γευμάτων στο κελί του και, από τις 4 Οκτωβρίου 2017, στο πλαίσιο ελεύθερου χρόνου διάρκειας μιας ώρας που πέρασε συναναστρεφόμενος κάποια άλλα «κατάλληλα» πρόσωπα υπό προσωρινή κράτηση. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί δυσχέρειες σχετικές με την ερμηνεία των όρων του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115.

    115.

    Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο εκτιμά ότι από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως προκύπτει ότι η διάταξη αυτή επιβάλλει άνευ αιρέσεων υποχρέωση διαχωρισμού των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου όταν κράτος μέλος δεν μπορεί να εξασφαλίσει την κράτηση των υπηκόων αυτών σε ειδικές εγκαταστάσεις κρατήσεως. Το Δικαστήριο προσέθεσε ότι η υποχρέωση διαχωρισμού των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου δεν επιδέχεται καμία εξαίρεση και συνιστά εγγύηση του σεβασμού των δικαιωμάτων τα οποία ο νομοθέτης της Ένωσης ρητώς αναγνωρίζει στους εν λόγω υπηκόους όσον αφορά τις συνθήκες της ενόψει απομακρύνσεως κρατήσεώς τους σε σωφρονιστικά καταστήματα, αφενός, και βαίνει πέραν ενός απλώς και μόνον ειδικού κανόνα εκτελέσεως της κρατήσεως των υπηκόων τρίτων χωρών σε σωφρονιστικά καταστήματα και συνιστά ουσιαστικό όρο της κρατήσεως αυτής, η μη τήρηση του οποίου καθιστά, κατ’ αρχήν, την κράτηση μη σύμφωνη προς την εν λόγω οδηγία, αφετέρου ( 73 ).

    116.

    Ακόμη και αν είναι δυνατόν να γίνει δεκτή η βούληση του Δικαστηρίου για αυστηρή ερμηνεία του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 ( 74 ), εξακολουθούν να παραμένουν ζητήματα σχετικά με το ακριβές περιεχόμενο της εν λόγω υποχρεώσεως διαχωρισμού από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου, όσον αφορά ειδικότερα την έννοια που πρέπει να δοθεί στη φράση αυτή. Στο πλαίσιο των παρατηρήσεών της, η Επιτροπή υπογραμμίζει τη διαφορά μεταξύ της αποδόσεως της προαναφερθείσας διατάξεως στη γερμανική γλώσσα, όπου χρησιμοποιείται ο όρος «Strafgefangenen», ο οποίος ορίζει κατά κανόνα τους κρατούμενους που έχουν καταδικαστεί σε ποινή φυλακίσεως και οποίος χρησιμοποιείται στο προδικαστικό ερώτημα, και άλλων γλωσσικών αποδόσεων, μεταξύ άλλων, στην αγγλική («ordinary prisoners»), στη γαλλική («prisonniers de droit commun»), στην ισπανική («presos ordinarios»), στην ιταλική («detenuti ordinari») και στην εσθονική γλώσσα («tavalistest vangidest»), οι οποίες φαίνεται να συμπεριλαμβάνουν τα πρόσωπα που τελούν υπό προσωρινή κράτηση.

    117.

    Στη σύσταση 2017/2338 της Επιτροπής αναφέρονται τα εξής: «Ο όρος “κρατούμενοι του κοινού δικαίου” καλύπτει τόσο τους κρατουμένους που έχουν καταδικαστεί όσο και τους κρατουμένους υπό προσωρινή κράτηση: αυτό επιβεβαιώνεται από την κατευθυντήρια αρχή 10 παράγραφος 4 των “Είκοσι κατευθυντηρίων αρχών σχετικά με την αναγκαστική επιστροφή” που υιοθέτησε η Επιτροπή υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, στην οποία επισημαίνεται ρητώς ότι “τα πρόσωπα που κρατούνται ενόψει της απομάκρυνσής τους από την επικράτεια δεν πρέπει κατά κανόνα να κρατούνται μαζί με τους κρατουμένους του κοινού δικαίου, είτε έχουν καταδικαστεί είτε βρίσκονται σε προσωρινή κράτηση”. Συνεπώς, οι κρατούμενοι ενόψει απομάκρυνσης πρέπει επίσης να στεγάζονται χωριστά από τους κρατουμένους υπό προσωρινή κράτηση».

    118.

    Πρέπει να υπομνησθεί ότι η οδηγία 2008/115 λαμβάνει υπόψη τις «Είκοσι κατευθυντήριες αρχές σχετικά με την αναγκαστική επιστροφή» της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, στις οποίες παραπέμπει η αιτιολογική της σκέψη 3, πράγμα που θα πρέπει a priori να οδηγήσει σε ερμηνεία της έννοιας των «κρατουμένων του κοινού δικαίου» περιλαμβάνουσα τόσο τα πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί όσο και εκείνα που τελούν υπό προσωρινή κράτηση.

    119.

    Εντούτοις, φρονώ ότι η λύση αυτή δεν είναι πλήρως πειστική τόσο από θεωρητικής όσο και από πρακτικής απόψεως.

    120.

    Η κατά προτεραιότητα εκτέλεση της κρατήσεως σε ειδική εγκατάσταση και η υποχρέωση διαχωρισμού από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου κατά την κατ’ εξαίρεση φυλάκιση του μετανάστη εν αναμονή απομακρύνσεως απορρέουν από το σκεπτικό ότι τα πρόσωπα τα οποία αφορά η επιστροφή δεν είναι «εγκληματίες» και, ως εκ τούτου, πρέπει να τυγχάνουν διαφορετικής μεταχειρίσεως από αυτούς, δεδομένου ότι το μέτρο της κρατήσεως έχει αμιγώς διοικητικό χαρακτήρα. Μολονότι ορθώς έχει θεωρηθεί ότι αυτή η υποχρέωση χωριστής κρατήσεως απορρέει ευθέως από τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του μετανάστη που δεν έχει διαπράξει κάποιο κακούργημα ή πλημμέλημα ( 75 ), η τελευταία αυτή διαπίστωση ισχύει εξίσου για το πρόσωπο που τελεί υπό προσωρινή κράτηση το οποίο δεν έχει ακόμη καταδικαστεί και απολαύει του τεκμηρίου αθωότητας ( 76 ). Είναι δύσκολο το πρόσωπο αυτό να καταστεί, τουλάχιστον από νομικής απόψεως, κρατούμενος «μη δεκτικός συγχρωτισμού».

    121.

    Σε πρακτικό επίπεδο, υπάρχει κίνδυνος η αυστηρή εκτίμηση της υποχρεώσεως διαχωρισμού να οδηγήσει σε μια κατάσταση τουλάχιστον παράδοξη, υπό την έννοια ότι η αποφυγή κάθε επαφής με τους κρατουμένους, ανεξαρτήτως του ποινικού τους καθεστώτος, έχει ως συνέπεια να τεθεί ο μετανάστης σε μια μορφή απομονώσεως δυνάμενη να θίξει την αξιοπρέπειά του, τη στιγμή μάλιστα που η εν λόγω υποχρέωση έχει προβλεφθεί υπό το πρίσμα της προστασίας του ενδιαφερομένου ( 77 ). Το ζήτημα καθίσταται ακόμη πιο περίπλοκο αν ληφθεί υπόψη το ειδικό προφίλ του συγκεκριμένου μετανάστη, που φυλακίστηκε εν αναμονή της απομακρύνσεώς του λόγω της επικινδυνότητάς του, ο οποίος προδήλως δεν είναι εκείνος που ελήφθη υπόψη κατά την επεξεργασία του άρθρου 16 της οδηγίας 2008/115. Επομένως, ο κίνδυνος ασφάλειας για τη σωματική ακεραιότητα προσώπων τον οποίο μπορεί να αντιπροσωπεύει ο εν λόγω μετανάστης, κίνδυνος ο οποίος θεμιτά προβάλλεται για να δικαιολογηθεί η θέση υπό κράτηση σε σωφρονιστικό κατάστημα, συνηγορεί υπέρ της απόλυτης απαγορεύσεως κάθε επικοινωνίας με τους κρατουμένους που έχουν καταδικαστεί ή τελούν εν αναμονή της εκδόσεως αποφάσεως, με το μέλημα προστασίας, αυτή τη φορά, των τελευταίων.

    122.

    Η συλλογιστική επιβάλλει, στο στάδιο αυτό, να διερωτηθούμε για την ενδεχόμενη προσβολή της αξιοπρέπειας του μετανάστη εν αναμονή απομακρύνσεως, ο οποίος έχει φυλακιστεί και στερείται, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη, κάθε επαφής με τους «κρατουμένους του κοινού δικαίου».

    2) Επί του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και επί της απαγορεύσεως της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως

    123.

    Η έννοια και η εμβέλεια του άρθρου 4 του Χάρτη, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, είναι, δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η Σύμβαση αυτή ( 78 ).

    124.

    Όσον αφορά την προβλεπόμενη στο άρθρο 4 του Χάρτη απαγόρευση των απάνθρωπων ή εξευτελιστικών ποινών ή ανάλογης μεταχειρίσεως, η απαγόρευση αυτή είναι απόλυτη καθόσον συνδέεται στενά με τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ο οποίος κατοχυρώνεται στο άρθρο 1 του Χάρτη. Ο απόλυτος χαρακτήρας του δικαιώματος που εγγυάται το άρθρο 4 του Χάρτη επιβεβαιώνεται από το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το άρθρο 15, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ, δεν είναι δυνατή οποιαδήποτε παρέκκλιση από το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ ( 79 ). Τα άρθρα 1 και 4 του Χάρτη, καθώς και το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνουν μία από τις θεμελιώδεις αξίες της Ένωσης και των κρατών μελών της. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος, η ΕΣΔΑ απαγορεύει με απόλυτους όρους τα βασανιστήρια και την απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση, ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς του συγκεκριμένου προσώπου ( 80 ).

    125.

    Από τη νομολογία του ΕΔΔΑ απορρέει ότι το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ συνεπάγεται, για τις αρχές του κράτους στο έδαφος του οποίου πραγματοποιείται η κράτηση, θετική υποχρέωση η οποία συνίσταται στη διασφάλιση ότι κάθε φυλακισμένος κρατείται υπό συνθήκες εξασφαλίζουσες τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ότι ο τρόπος εκτελέσεως του μέτρου δεν θέτει τον ενδιαφερόμενο σε δυστυχία ή σε δοκιμασία τέτοιας εντάσεως η οποία βαίνει πέραν του αναπόφευκτου βαθμού οδύνης που είναι σύμφυτος με την κράτηση και ότι, λαμβανομένων υπόψη των πρακτικών απαιτήσεων της φυλακίσεως, η υγεία και η διαβίωση του φυλακισμένου διασφαλίζονται επαρκώς ( 81 ).

    126.

    Μεταξύ των τρόπων εκτελέσεως που λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως περί υπάρξεως απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως περιλαμβάνεται η απομόνωση του φυλακισμένου. Συναφώς, το ΕΔΔΑ έχει επισημάνει τα εξής: «η πλήρης αισθητηριακή απομόνωση σε συνδυασμό με την απόλυτη κοινωνική απομόνωση μπορεί να καταστρέψει την προσωπικότητα και συνιστά μορφή απάνθρωπης μεταχειρίσεως η οποία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τις απαιτήσεις ασφάλειας ή από οποιονδήποτε άλλο λόγο. Αντιθέτως, η απαγόρευση επαφών με άλλους κρατουμένους για λόγους ασφάλειας, πειθαρχίας και προστασίας δεν συνιστά, από μόνη της, μορφή απάνθρωπης ποινής ή μεταχειρίσεως». Το ΕΔΔΑ έχει επίσης διευκρινίσει ότι, κατά την αξιολόγηση των συνθηκών κρατήσεως, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα σωρευτικά αποτελέσματά τους, πράγμα που το οδηγεί να εξακριβώνει, πέραν των υλικών συνθηκών στεγάσεως στο κελί, τη διάρκεια της απομονώσεως ( 82 ).

    127.

    Η αρμόδια αρχή που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά αποφάσεως περί θέσεως μετανάστη εν αναμονή απομακρύνσεως υπό κράτηση σε σωφρονιστικό κατάστημα οφείλει, συνεπώς, να εκτιμήσει, βάσει αντικειμενικών, αξιόπιστων, συγκεκριμένων και δεόντως επικαιροποιημένων στοιχείων και υπό το πρίσμα του επιπέδου προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων που διασφαλίζεται από το δίκαιο της Ένωσης, αν υφίστανται σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι οι οποίοι πείθουν ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αποτελεί αντικείμενο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως λόγω των συνθηκών κρατήσεώς του ( 83 ).

    128.

    Μολονότι τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η εκτίμηση αυτή θα πρέπει να εξεταστούν από το αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο δύναται να παράσχει ενδείξεις ως προς τα στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής.

    129.

    Από την απάντηση της Γερμανικής Κυβερνήσεως ( 84 ) προκύπτει ότι οι συνθήκες κρατήσεως του συγκεκριμένου μετανάστη δεν δείχνουν, σύμφωνα με τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο και πλην αντίθετων αποδεικτικών στοιχείων του αναιρεσείοντος της κύριας δίκης, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, όπως αυτή ορίζεται στα σημεία 125 και 126 των παρουσών προτάσεων, και τούτο κατά μείζονα λόγο επειδή ο ενδιαφερόμενος δεν τέθηκε σε απομόνωση, δεδομένου ότι μπορούσε να επικοινωνήσει με τον εξωτερικό κόσμο και εντός της φυλακής, μεταξύ άλλων, με κρατουμένους εν αναμονή εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως.

    130.

    Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του ΕΔΔΑ σχετικά με την απαγόρευση μόνον της πλήρους αισθητηριακής απομονώσεως σε συνδυασμό με την απόλυτη κοινωνική απομόνωση, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι το ως άνω συμπέρασμα περί μη απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως εξακολουθεί να ισχύει ακόμη και ελλείψει οποιασδήποτε επαφής του συγκεκριμένου μετανάστη με κρατουμένους του κοινού δικαίου, ανεξαρτήτως του ποινικού καθεστώτος τους, η δε κατάσταση του ενδιαφερομένου μπορεί να χαρακτηριστεί, στην περίπτωση αυτή, μόνον ως μερική και σχετική απομόνωση ( 85 ).

    131.

    Επομένως, αυστηρή ερμηνεία του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 και της υποχρεώσεως διαχωρισμού που περιέχεται σε αυτό, στηριζόμενη σε εκδοχή της έννοιας των «κρατουμένων του κοινού δικαίου» περιλαμβάνουσα τόσο τους καταδικασθέντες όσο και τους προσωρινώς κρατουμένους, θα μπορούσε να γίνει δεκτή, χωρίς να διακυβεύεται ο αναγκαίος σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων του φυλακισμένου μετανάστη εν αναμονή της απομακρύνσεώς του, υπό την επιφύλαξη της εκτιμήσεως των σωρευτικών αποτελεσμάτων των συνθηκών κρατήσεως.

    132.

    Φρονώ, ωστόσο, ότι η συλλογιστική αυτή αποδεικνύεται υπερβολικά θεωρητική και χαρακτηρίζεται από υπέρμετρη αυστηρότητα, υπό την έννοια ότι οδηγεί σε ένα σύστημα που λειτουργεί αμιγώς μηχανιστικά, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ειδική εξέταση κάθε ατομικής καταστάσεως, η οποία όμως επιβάλλεται από την αρχή της αναλογικότητας και απαιτείται σε τακτική βάση από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της ερμηνείας των διατάξεων της οδηγίας 2008/115. Φρονώ ότι το παράδειγμα της διαφοράς της κύριας δίκης είναι, υπό το πρίσμα αυτό, ιδιαίτερα διαφωτιστικό ως προς το εν λόγω σχήμα που μπορεί να καταλήξει σε λύσεις που τείνουν σε παρέκβαση, στο μέτρο που η απλώς και μόνον διαπίστωση της επαφής ενός προσωρινώς κρατούμενου, στον οποίο έχει ανατεθεί η μεταφορά γευμάτων στα κελιά, με τον συγκεκριμένο μετανάστη θα ήταν αρκετή για να στοιχειοθετήσει παράβαση της υποχρεώσεως διαχωρισμού. Υπερβολικά αυστηρή ερμηνεία της υποχρεώσεως διαχωρισμού οδηγεί σε αδυναμία κάθε επαφής, έστω και περιστασιακής, κάτι που στην πράξη είναι ανέφικτο.

    133.

    Επιπλέον, η απομόνωση του μετανάστη, έστω μερική και σχετική, διά της απλώς και μόνον απαγορεύσεως επαφής με το σύνολο των κρατουμένων του κοινού δικαίου, στερεί, ως εκ της φύσεώς της, τον ενδιαφερόμενο από την πρόσβαση στις αθλητικές και πολιτιστικές δραστηριότητες και στην αμειβομένη εργασία που προτείνονται συλλογικώς στους άλλους κρατουμένους, πράγμα που προσδίδει τιμωρητικό χαρακτήρα σε ένα μέτρο που θεωρείται ότι στερείται παντελώς τέτοιου χαρακτήρα και δημιουργεί αδικαιολόγητη διάκριση εις βάρος του μετανάστη όσον αφορά τις συνθήκες διαμονής στο σωφρονιστικό κατάστημα ( 86 ).

    134.

    Κατά συνέπεια, πρέπει να αναζητηθεί δίκαιη εξισορρόπηση μεταξύ της ανάγκης αποτροπής κάθε κινδύνου δυσμενούς διακρίσεως και απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως των μεταναστών που κρατούνται σε σωφρονιστικό κατάστημα και της ανάγκης να διασφαλιστεί, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 16 της οδηγίας 2008/115, ο διαχωρισμός των μεταναστών αυτών από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου, με σκοπό την προστασία της σωματικής και ψυχικής ακεραιότητας των εν λόγω μεταναστών, στην οποία πρέπει να προστεθεί, στην περίπτωση μεταναστών που αποτελούν κίνδυνο για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, η προστασία του πληθυσμού των φυλακών και του σωφρονιστικού προσωπικού. Ο συγκερασμός αυτός, δύσκολος ως προς την εφαρμογή του, μπορεί, κατ’ εμέ, να βασιστεί σε δύο στοιχεία.

    135.

    Το πρώτο στοιχείο είναι να θεωρηθεί ότι η έννοια των «κρατουμένων του κοινού δικαίου» πρέπει να ερμηνευθεί ως αποκλείουσα τους προσωρινώς κρατουμένους, για τους οποίους ισχύει τεκμήριο αθωότητας. Το δεύτερο στοιχείο είναι η συστηματική κράτηση του συγκεκριμένου μετανάστη σε ατομικό κελί, με δυνατότητα να επιτρέπονται επαφές με τους προσωρινώς κρατουμένους στο πλαίσιο των συλλογικών δραστηριοτήτων που προαναφέρθηκαν, οι οποίες διαμορφώνονται από τους υπεύθυνους του σωφρονιστικού καταστήματος με πλήρη γνώση της καθημερινής πραγματικότητας της φυλακής και λαμβανομένων υπόψη του λόγου κρατήσεως, του επιδιωκόμενου σκοπού, καθώς και της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς του συγκεκριμένου μετανάστη. Η λύση αυτή, θεωρητικά νοητή, μου φαίνεται πρακτικώς σκόπιμη.

    3) Επί του δικαιώματος ελευθερίας και του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής

    136.

    Πρέπει, κατ’ αρχάς, να επισημανθεί ότι το άρθρο 16 της οδηγίας 2008/115 δεν αναφέρεται στην έκδοση ειδικής αποφάσεως όσον αφορά τη θέση μετανάστη εν αναμονή απομακρύνσεως υπό κράτηση σε σωφρονιστικό κατάστημα. Καθόσον, στην πραγματικότητα, πρόκειται για ειδικό τρόπο εκτελέσεως του μέτρου κρατήσεως, θα χρειαστεί, με γνώμονα την όλη οικονομία της οδηγίας 2008/115 η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία των διατάξεών της ( 87 ), να ανατρέξουμε στο άρθρο 15 του νομοθετήματος αυτού.

    137.

    Το άρθρο 15 της οδηγίας 2008/115 θέτει αυστηρές ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη θέση υπό κράτηση και τη διατήρηση της κρατήσεως και ορίζει τον δικαστική έλεγχο που συνεπάγεται η λήψη των μέτρων αυτών.

    138.

    Από το άρθρο 15 της οδηγίας 2008/115 προκύπτει ότι η θέση υπό κράτηση δύναται να διαταχθεί από διοικητική ή δικαστική αρχή, τα δε κράτη μέλη υποχρεούνται είτε να προβλέπουν ταχύ δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας της κρατήσεως το συντομότερο δυνατό μετά την έναρξη της κρατήσεως, είτε να παρέχουν στον συγκεκριμένο υπήκοο τρίτης χώρας το δικαίωμα να κινήσει δίκη για τον ταχύ δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας της κρατήσεώς του ο οποίος πρέπει να διενεργηθεί το συντομότερο δυνατό μετά την έναρξη της σχετικής δίκης, ο δε συγκεκριμένος υπήκοος απολύεται αμέσως αν η κράτηση δεν κριθεί νόμιμη.

    139.

    Είτε διατάσσεται από διοικητική αρχή είτε από δικαστική αρχή, η απόφαση κρατήσεως επανεξετάζεται, δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/115, ανά εύλογα χρονικά διαστήματα κατόπιν αιτήσεως του υπηκόου ή αυτεπαγγέλτως, ενώ σε περίπτωση παρατεινόμενης κρατήσεως προβλέπεται δικαστικός έλεγχος. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η επανεξέταση κάθε παρατεινόμενης κρατήσεως υπηκόου τρίτης χώρας πρέπει να αποτελεί το αντικείμενο ελέγχου από δικαστική αρχή, η οποία, αποφαινόμενη επί της δυνατότητας παρατάσεως της αρχικής κρατήσεως, πρέπει υποχρεωτικά να προβεί σε έλεγχο της εν λόγω κρατήσεως, έστω και αν ο έλεγχος αυτός δεν ζητήθηκε ρητώς από τη διοικητική αρχή που ζητεί την παρέμβασή της και έστω και αν η κράτηση του ενδιαφερόμενου αλλοδαπού έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο επανεξετάσεως από την αρχή που διέταξε την αρχική κράτηση ( 88 ).

    140.

    Υπενθυμίζεται ότι η οδηγία 2008/115 πρέπει να ερμηνεύεται, όπως προκύπτει από την αιτιολογική της σκέψη 24 και από το άρθρο της 1, με σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των αρχών που αναγνωρίζονται, ιδίως, από τον Χάρτη. Όσον αφορά ειδικότερα τις προσφυγές κατά των αποφάσεων που συνδέονται με την κράτηση, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 15 της οδηγίας 2008/115, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά τους πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 6 του Χάρτη για το δικαίωμα ελευθερίας κάθε προσώπου και του άρθρου 47 του Χάρτη, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάσθηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπει το εν λόγω άρθρο ( 89 ).

    141.

    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δικαστική αρχή αποφαινόμενη επί αιτήσεως για τη θέση υπό κράτηση ή για την παράταση του μέτρου, συνοδευόμενης με εκτέλεση σε σωφρονιστικό κατάστημα λόγω του κινδύνου για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια που αντιπροσωπεύει ο συγκεκριμένος μετανάστης, πρέπει να είναι σε θέση να αποφανθεί επί κάθε κρίσιμου πραγματικού και νομικού στοιχείου για να προσδιορίσει αν δικαιολογείται το ζητούμενο μέτρο, με γνώμονα τις απαιτήσεις που εκτίθενται στο άρθρο 15 της οδηγίας 2008/115 και εκείνες που συνδέονται με την απόδειξη της υπάρξεως πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους ( 90 ).

    142.

    Όταν η κράτηση δεν είναι δικαιολογημένη ή δεν δικαιολογείται πλέον με γνώμονα τις απαιτήσεις αυτές, η αρμόδια δικαστική αρχή πρέπει να είναι σε θέση να υποκαταστήσει με τη δική της απόφαση εκείνη της διοικητικής αρχής ή, ενδεχομένως, εκείνη της δικαστικής αρχής που διέταξε την αρχική κράτηση και να αποφανθεί επί της δυνατότητας να διαταχθεί άλλο μέτρο αντί της κρατήσεως ή η απόλυση του συγκεκριμένου υπηκόου. Προς τούτο, η δικαστική αρχή πρέπει να είναι σε θέση να λάβει υπόψη τόσο τα πραγματικά στοιχεία και τις αποδείξεις που προβάλλει η διοικητική αρχή που διέταξε την αρχική κράτηση όσο και κάθε ενδεχόμενη παρατήρηση του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας. Επιπλέον, πρέπει να είναι σε θέση να ερευνήσει κάθε άλλο κρίσιμο για την απόφασή της στοιχείο σε περίπτωση που το κρίνει αναγκαίο. Επομένως, οι εξουσίες της δικαστικής αρχής στο πλαίσιο ελέγχου δεν μπορούν να περιορίζονται, σε καμία περίπτωση, μόνο στα στοιχεία που προσκομίστηκαν από την αρμόδια διοικητική αρχή ( 91 ).

    143.

    Αποτέλεσμα κάθε άλλης ερμηνείας του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 θα ήταν να καταστούν τόσο οι παράγραφοι 1, 2, 4 και 6 του άρθρου αυτού όσο και η παράγραφος 1 του άρθρου 16 άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας, ο δε δικαστικός έλεγχος τον οποίο επιβάλλει το άρθρο 15 της οδηγίας αυτής θα καθίστατο άνευ αντικειμένου, με αποτέλεσμα να τεθεί σε κίνδυνο η επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η ως άνω οδηγία ( 92 ).

    144.

    Επιπλέον, οι διατάξεις του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/1159 πρέπει να ερμηνεύονται όχι μόνον υπό το πρίσμα των άρθρων 6 και 47 του Χάρτη αλλά και υπό το πρίσμα των διατάξεων της ΕΣΔΑ στις οποίες παραπέμπει ο Χάρτης, τα δε αντίστοιχα δικαιώματα είναι εν προκειμένω το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, για το δικαίωμα ελευθερίας και ασφάλειας, και τα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ, σχετικά με το δικαίωμα δίκαιης δίκης και πραγματικής προσφυγής ( 93 ).

    145.

    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η υποβληθείσα από τον ενδιαφερόμενο μετανάστη αίτηση ατομικής επανεξετάσεως, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 15, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2008/115, πρέπει, προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση των απαιτήσεων που απορρέουν από τα άρθρα 6 και 47 του Χάρτη, να καταστήσει δυνατή την εξέταση, σε σύντομο χρονικό διάστημα και ανεξάρτητα από την παρέλευση της προθεσμίας που έχει ταχθεί για την αυτεπάγγελτη επανεξέταση της κρατήσεως, των όρων κρατήσεως του ενδιαφερομένου προς εξακρίβωση ενδεχόμενης προσβολής της αξιοπρέπειάς του κατά παράβαση των άρθρων 1 έως 4 του Χάρτη, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ.

    146.

    Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να προβεί στον αναγκαίο έλεγχο, με γνώμονα τις προεκτεθείσες ενδείξεις, όσον αφορά την τήρηση των ελάχιστων εγγυήσεων που προβλέπει η οδηγία 2008/115 και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του υπηκόου τρίτης χώρας που κρατήθηκε σε σωφρονιστικό κατάστημα.

    147.

    Συναφώς, από την απόφαση περί παραπομπής και από την απάντηση της Γερμανικής Κυβερνήσεως προκύπτει ότι οι αποφάσεις περί κρατήσεως και περί παρατάσεως του μέτρου λαμβάνονται, εν γένει, από δικαστήριο και ότι ο ενδιαφερόμενος μετανάστης έχει τη δυνατότητα να ασκήσει ένδικο μέσο κατά των δικαστικών αυτών αποφάσεων. Επιπλέον, αναφέρεται ότι η μέγιστη διάρκεια της αρχικής κρατήσεως ορίζεται σε έξι μήνες, με δυνατότητα παρατάσεως μέγιστης διάρκειας δώδεκα μηνών. Ερωτηθείσα σχετικά με τις λεπτομέρειες του δικαστικού ελέγχου, η Γερμανική Κυβέρνηση επισήμανε ότι η απόφαση με την οποία διατάχθηκε ή παρατάθηκε η στέρηση της ελευθερίας πρέπει να ακυρωθεί αυτεπαγγέλτως πριν από τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας όταν έχει εκλείψει ο λόγος στερήσεως της ελευθερίας και ότι επίσης ο ενδιαφερόμενος ή η αρχή δύναται να ζητήσει την άρση της στερήσεως της ελευθερίας, επί δε της αιτήσεως αυτής το δικαστήριο αποφαίνεται με διάταξη δυνάμενη να προσβληθεί με ένδικο μέσο.

    148.

    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένη ώστε το Δικαστήριο να σχηματίσει ακριβή εικόνα όσον αφορά το δικονομικό πλαίσιο των ενδίκων μέσων που δύναται να ασκήσει ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας, και να παράσχει, επ’ αυτού, περισσότερες ενδείξεις στο αιτούν δικαστήριο.

    V. Πρόταση

    149.

    Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα του Bundesgerichtshof (Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία) ως εξής:

    Το άρθρο 16 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, σε συνδυασμό με το άρθρο 15 της εν λόγω οδηγίας και υπό το πρίσμα των άρθρων 1 έως 4, 6 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που επιτρέπει τη θέση υπό κράτηση σε σωφρονιστικό κατάστημα υπηκόου τρίτης χώρας εν αναμονή απομακρύνσεως, ο οποίος αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή της εσωτερικής ή της εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους, πράγμα που στην αρμόδια εθνική αρχή εναπόκειται να εξακριβώσει, υπό την επιφύλαξη της απαγορεύσεως επαφής με τους κρατουμένους που έχουν καταδικαστεί.

    Επίσης στην αρμόδια εθνική αρχή, η οποία επιλαμβάνεται προσφυγής κατά της αποφάσεως περί θέσεως υπό κράτηση ή παρατάσεως της κρατήσεως σε σωφρονιστικό κατάστημα υπηκόου τρίτης χώρας εν αναμονή απομακρύνσεως, εναπόκειται να ελέγξει κατά τρόπο συγκεκριμένο και ακριβή τους όρους κρατήσεως του υπηκόου αυτού, προκειμένου να βεβαιωθεί για την τήρηση τόσο των αρχών της αποτελεσματικότητας και της αναλογικότητας όσο και των ελάχιστων εγγυήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 16 της οδηγίας 2008/115 καθώς και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του εν λόγω υπηκόου, όπως κατοχυρώνονται στα άρθρα 1 έως 4, 6 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

    ( 2 ) ΕΕ 2008, L 348, σ. 98.

    ( 3 ) Το άρθρο 58a, παράγραφος 1, του AufenthG έχει ως εξής: «H ανώτατη αρχή του ομόσπονδου κράτους δύναται, βάσει προγνώσεως η οποία στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά, να εκδώσει διαταγή απομακρύνσεως αλλοδαπού, χωρίς να έχει προηγηθεί απέλαση, προς τον σκοπό της αποτροπής ιδιαίτερου κινδύνου για την ασφάλεια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ή τρομοκρατικής απειλής. Η διαταγή απομακρύνσεως είναι άμεσα εκτελεστή, μη απαιτουμένης σχετικής προειδοποιήσεως.»

    ( 4 ) Η απόφαση περί παραπομπής δεν διευκρινίζει αν είχε εκδοθεί, προηγουμένως ή συγχρόνως, άλλη απόφαση όσον αφορά ειδικά τη θέση υπό κράτηση του ενδιαφερόμενου βάσει των λόγων που προβλέπονται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 2008/115 ή αν μόνον αυτή η απόφαση του Amtsgericht (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου) έχει ως αντικείμενο τόσο την εν λόγω κράτηση όσο και τον καθορισμό ενός συγκεκριμένου όρου εκτελέσεως του μέτρου, ήτοι τη φυλάκιση του συγκεκριμένου μετανάστη, βάσει χωριστής αιτιολογίας. Δεν αμφισβητείται ότι το άρθρο 62a, παράγραφος 1, του AufenthG, στο οποίο στηρίζεται η προσβαλλόμενη διαταγή, δεν επαναλαμβάνει τις προϋποθέσεις που διέπουν τη θέση υπό κράτηση, οι οποίες ορίζονται στο άρθρο 15 της οδηγίας 2008/115. Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνω ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν αφορά τις προϋποθέσεις που διέπουν τη θέση υπό κράτηση, όπως αυτές προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο, αλλά τις προϋποθέσεις εκτελέσεως της κρατήσεως που καθορίζονται στο άρθρο 16 της εν λόγω οδηγίας. Τέλος, σημειώνω ότι η πρόταση οδηγίας του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Σεπτεμβρίου 2018, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών [COM(2018) 634 τελικό], η οποία εξακολουθεί να εκκρεμεί, προβλέπει έναν νέο λόγο θέσεως υπό κράτηση, ήτοι την περίπτωση υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή την εθνική ασφάλεια.

    ( 5 ) Το αιτούν δικαστήριο χρησιμοποιεί τον όρο «Strafgefangenen», ο οποίος περιλαμβάνεται στο άρθρο 62a, παράγραφος 1, του AufenthG και προσδιορίζει κατά κανόνα τους κρατουμένους που έχουν καταδικαστεί, με αμετάκλητη απόφαση, σε στερητική της ελευθερίας ποινή, σε αντίθεση με τον όρο «Untersuchungsgefangene» ο οποίος αναφέρεται στους τελούντες υπό προσωρινή κράτηση.

    ( 6 ) Απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi (C-181/16, EU:C:2018:465, σκέψη 31).

    ( 7 ) Σημείο 7 των παρατηρήσεων της Γερμανικής Κυβερνήσεως.

    ( 8 ) Απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi (C-181/16, EU:C:2018:465, σκέψη 34).

    ( 9 ) Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Pham (C-474/13, EU:C:2014:2096), τα πραγματικά και νομικά δεδομένα ήταν ανάλογα με αυτά της παρούσας υποθέσεως, καθόσον επρόκειτο για υπήκοο τρίτης χώρας που είχε τεθεί υπό κράτηση σε σωφρονιστικό κατάστημα στη Γερμανία βάσει του άρθρου 62a, παράγραφος 1, του AufenthG, όπως ίσχυε τότε, η οποία στη συνέχεια απελάθηκε προς το Βιετνάμ. Μετά την απομάκρυνση αυτή, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) έθεσε προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 16 της οδηγίας 2008/115, η δε προαναφερθείσα απόφαση αναφέρει ότι με το ένδικο μέσο ενώπιον του Bundesgerichtshof (Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου) το πρόσωπο που κρατήθηκε ζητούσε να αναγνωριστεί ότι οι διατάξεις περί παρατάσεως της κρατήσεώς του στο σωφρονιστικό κατάστημα συνιστούσαν προσβολή των δικαιωμάτων του. Η σκέψη 10 της εν λόγω αποφάσεως αναφέρει τα εξής: «Κατά το Bundesgerichtshof [Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο], λαμβανομένης υπόψη της προσβολής ιδιαιτέρως σημαντικού θεμελιώδους δικαιώματος, τα ένδικα βοηθήματα κατά στερητικού της ελευθερίας μέτρου είναι δυνατόν να ασκηθούν ακόμα και μετά την εκτέλεση του μέτρου, καθόσον το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει άξιο προστασίας συμφέρον στην αναγνώριση του παρανόμου χαρακτήρα ενός στερητικού της ελευθερίας μέτρου έστω και μετά την εκτέλεσή του.» Μολονότι η τελευταία αυτή διευκρίνιση δεν περιλαμβάνεται στην απόφαση περί παραπομπής, αποτελεί αναμφίβολα το υπόβαθρο των εκτιμήσεων του Bundesgerichtshof (Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου) όσον αφορά το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως στην υπό κρίση υπόθεση.

    ( 10 ) Ο τίτλος αυτός περιλαμβάνει το άρθρο 72 ΣΛΕΕ, κατά το οποίο «[ο] παρών τίτλος δεν θίγει την άσκηση των ευθυνών που εμπίπτουν στα κράτη μέλη για την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας».

    ( 11 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Απριλίου 2011, El Dridi (C-61/11 PPU, EU:C:2011:268, σκέψη 32).

    ( 12 ) Απόφαση της 7ης Ιουνίου 2016, Affum (C‑47/15, EU:C:2016:408, σκέψη 48).

    ( 13 ) Απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Δανίας (C‑461/05, EU:C:2009:783, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 14 ) Οι διατάξεις αυτές επιτρέπουν την έκδοση αποφάσεως επιστροφής για υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίοι διαμένουν παρανόμως, αλλά διαθέτουν έγκυρο τίτλο διαμονής ή άλλη άδεια που παρέχει δικαίωμα παραμονής και έχει εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος (άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/115), τη μη χορήγηση χρονικού διαστήματος οικειοθελούς αναχωρήσεως ή τη μείωσή του κάτω των επτά ημερών (άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115), τη μη επιβολή απαγορεύσεως εισόδου ή την αύξηση της διάρκειάς της (άρθρο 11, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2008/115) και τον περιορισμό της μνείας των πραγματικών λόγων στις αποφάσεις επιστροφής, απαγορεύσεως εισόδου και απομακρύνσεως (άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115).

    ( 15 ) Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στις υποθέσεις Επιτροπή κατά Πολωνίας (Προσωρινός μηχανισμός μετεγκαταστάσεως προσώπων που ζητούν διεθνή προστασία), Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Προσωρινός μηχανισμός μετεγκαταστάσεως προσώπων που ζητούν διεθνή προστασία) και Επιτροπή κατά Τσεχικής Δημοκρατίας (Προσωρινός μηχανισμός μετεγκαταστάσεως προσώπων που ζητούν διεθνή προστασία) (C-715/17, C-718/17 και C-719/17, EU:C:2019:917, σημείο 212). Στις προτάσεις αυτές (σημεία 202 έως 223), επισημαίνεται ορθώς ότι «το άρθρο 72 ΣΛΕΕ […] προφανέστατα λειτουργεί ως υπενθύμιση προς τον νομοθέτη της Ένωσης της ανάγκης να μεριμνά, στο πλαίσιο της παράγωγης νομοθεσίας που θεσπίζεται βάσει του τίτλου V, ώστε τα κράτη μέλη να έχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στις εν λόγω ευθύνες», αλλά ότι, κατά την άσκηση των ευθυνών αυτών σε συγκεκριμένο τομέα, τα εν λόγω κράτη οφείλουν να τηρούν τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης.

    ( 16 ) Απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Δανίας (C‑461/05, EU:C:2009:783, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 17 ) Απόφαση της 28ης Απριλίου 2011, El Dridi (C‑61/11 PPU, EU:C:2011:268, σκέψεις 54 και 55).

    ( 18 ) Απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2011, Achughbabian (C‑329/11, EU:C:2011:807, σκέψη 43).

    ( 19 ) Απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2014, Ben Alaya (C‑491/13, EU:C:2014:2187, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 20 ) Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να αποφανθεί δύο φορές επί της ερμηνείας του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 όσον αφορά τους όρους κρατήσεως που προβλέπονται στο γερμανικό δίκαιο, αλλά πρέπει να σημειωθεί ότι η επίμαχη εν προκειμένω ρύθμιση είναι μεταγενέστερη των εν λόγω αποφάσεων. Στην απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Bero και Bouzalmate (C-473/13 και C-514/13, EU:C:2014:2095), το Δικαστήριο έκρινε ότι κράτος μέλος με ομοσπονδιακή δομή υποχρεούται να εκτελεί την κράτηση, κατά κανόνα, σε ειδικές εγκαταστάσεις ακόμη και αν δεν υπήρχαν τέτοιες εγκαταστάσεις στο αρμόδιο ομόσπονδο κράτος. Στην απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Pham (C-474/13, EU:C:2014:2096), το Δικαστήριο έκρινε ότι εθνική ρύθμιση προβλέπουσα την κράτηση παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών σε σωφρονιστικό κατάστημα μαζί με κρατουμένους του κοινού δικαίου αντιβαίνει προς την οδηγία 2008/115 και ότι η συναίνεση των εν λόγω υπηκόων στην κράτηση αυτή δεν ασκεί συναφώς επιρροή.

    ( 21 ) Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Bero και Bouzalmate (C-473/13 και C-514/13, EU:C:2014:2095, σκέψη 25).

    ( 22 ) Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Bero και Bouzalmate (C-473/13 και C-514/13, EU:C:2014:2095, σκέψη 26).

    ( 23 ) Η γερμανική απόδοση του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 εξηγεί προφανώς την επιχειρηματολογία της Γερμανικής Κυβερνήσεως (σημεία 10 έως 13 των παρατηρήσεων), κατά την οποία η επίμαχη εθνική ρύθμιση δεν εμπίπτει στην εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της εν λόγω οδηγίας, στο μέτρο που το επίμαχο ζήτημα δεν έγκειται στην ανυπαρξία ειδικής εγκαταστάσεως κρατήσεως, δηλαδή περίπτωση αδυναμίας, αλλά συνιστά θεμιτή εξαίρεση από την αρχή του άρθρου 16, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας αυτής. Η επιχειρηματολογία αυτή παραγνωρίζει τη δομή και, επομένως, το νόημα της προαναφερθείσας διατάξεως η οποία προβλέπει, σε αναγκαία αλληλουχία, μια αρχή και την εξαίρεσή της, αντιστοίχως, στην πρώτη και στη δεύτερη περίοδο του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, η δε συμβατότητα της επίμαχης εθνικής ρυθμίσεως πρέπει κατ’ ανάγκην να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των όρων της δεύτερης περιόδου της εν λόγω παραγράφου 1.

    ( 24 ) Απόφαση της 17ης Ιουλίου 1997, Ferriere Nord κατά Επιτροπής (C-219/95 P, EU:C:1997:375, σκέψη 15).

    ( 25 ) Απόφαση της 3ης Απριλίου 2008, Endendijk (C-187/07, EU:C:2008:197).

    ( 26 ) Πρβλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2016, Affum (C‑47/15, EU:C:2016:408, σκέψη 61).

    ( 27 ) Απόφαση της 28ης Απριλίου 2011, El Dridi (C‑61/11 PPU, EU:C:2011:268, σκέψη 34).

    ( 28 ) Απόφαση της 28ης Απριλίου 2011, El Dridi (C‑61/11 PPU, EU:C:2011:268, σκέψεις 41 και 42).

    ( 29 ) Απόφαση της 28ης Απριλίου 2011, El Dridi (C‑61/11 PPU, EU:C:2011:268, σκέψη 40).

    ( 30 ) Πρβλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2016, Affum (C-47/15, EU:C:2016:408, σκέψη 62).

    ( 31 ) Απόφαση της 28ης Απριλίου 2011, El Dridi (C‑61/11 PPU, EU:C:2011:268, σκέψη 39).

    ( 32 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στις υποθέσεις Bero και Bouzalmate (C-473/13, C‑474/13 και C-514/13, EU:C:2014:295).

    ( 33 ) Το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/115 προβλέπει ότι στις οικογένειες που κρατούνται εν αναμονή απομακρύνσεως παρέχεται χωριστό κατάλυμα το οποίο εξασφαλίζει επαρκή ιδιωτική ζωή.

    ( 34 ) COM(2005) 391 τελικό.

    ( 35 ) ΕΕ 2017, L 339, σ. 83.

    ( 36 ) Απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2019, E.P. (Απειλή για τη δημόσια τάξη) (C‑380/18, EU:C:2019:1071, σκέψεις 29 και 30).

    ( 37 ) Πρβλ. αποφάσεις της 23ης Νοεμβρίου 2010, Tσακουρίδης (C-145/09, EU:C:2010:708, σκέψεις 43 και 44), της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N. (C-601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψεις 65 και 66), και της 2ας Μαΐου 2018, K. και H. F. (Δικαίωμα διαμονής και ισχυρισμοί περί εγκλημάτων πολέμου) (C-331/16 και C-366/16, EU:C:2018:296, σκέψη 42).

    ( 38 ) Πρβλ. απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2010, Tσακουρίδης (C-145/09, EU:C:2010:708, σκέψεις 45 και 46).

    ( 39 ) Πρβλ. απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2002, Oteiza Olazabal (C-100/01, EU:C:2002:712, σκέψη 35).

    ( 40 ) Απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N. (C-601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 67), σχετικά με το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (ΕΕ 2013, L 180, σ. 96).

    ( 41 ) ΕΕ 2004, L 375, σ. 12.

    ( 42 ) Απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2019, E.P. (Απειλή για τη δημόσια τάξη) (C-380/18, EU:C:2019:1071, σκέψεις 31 έως 33).

    ( 43 ) Απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi (C-146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψη 39).

    ( 44 ) Απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Zh. και O. (C-554/13, EU:C:2015:377, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 45 ) Αποφάσεις της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi (C-181/16, EU:C:2018:465, σκέψη 48), και της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N. (C-601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 46 ) Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Bero και Bouzalmate (C-473/13 και C-514/13, EU:C:2014:2095, σκέψη 25).

    ( 47 ) Απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Zh. και O. (C-554/13, EU:C:2015:377, σκέψεις 51 και 52).

    ( 48 ) Απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Zh. και O. (C-554/13, EU:C:2015:377, σκέψεις 51, 52, 59 και 61).

    ( 49 ) Μολονότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν περιέχει διευκρίνιση ως προς το σκεπτικό της αποφάσεως της 18ης Αυγούστου 2017 του Amtsgericht (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου), με την οποία διατάχθηκε η κράτηση του WM σε σωφρονιστικό κατάστημα, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς το ότι η περιγραφόμενη στα σημεία 10 έως 12 των παρουσών προτάσεων κατάσταση ελήφθη υπόψη προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη σοβαρής απειλής για τη σωματική ακεραιότητα και τη ζωή τρίτων ή για σημαντικά έννομα αγαθά της εσωτερικής ασφάλειας κατά την έννοια του άρθρου 62a, παράγραφος 1, του AufenthG. Η απάντηση της Γερμανικής Κυβερνήσεως στην αίτηση παροχής πληροφοριών αναφέρει το γεγονός ότι, από τις 15 Αυγούστου έως τις 26 Σεπτεμβρίου 2016, ο WM εξέτισε, αντί της κρατήσεως, το υπόλοιπο στερητικής της ελευθερίας ποινής διάρκειας 43 ημερών για εκ προθέσεως πρόκληση σωματικής βλάβης, καταδίκη η οποία δεν αναφέρεται στην απόφαση παραπομπής και δεν φαίνεται να ελήφθη υπόψη για τη θεμελίωση της προσβαλλόμενης πράξεως.

    ( 50 ) Στην απόφαση της 24ης Ιουνίου 2015, T. (C-373/13, EU:C:2015:413), το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός και μόνον ότι πρόσφυγας έχει υποστηρίξει τρομοκρατική οργάνωση δεν πρέπει να επιφέρει αυτοδικαίως την ανάκληση της άδειας παραμονής του. Για άλλη μία φορά, απέρριψε κάθε αυτόματη αιτιώδη σχέση βάσει μίας και μόνης κρίσιμης περιστάσεως, προκειμένου να γίνει «ατομική αξιολόγηση των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών» τόσο υπό το πρίσμα της δραστηριότητας της επίμαχης οργανώσεως όσο και της συμπεριφοράς του συγκεκριμένου προσώπου.

    ( 51 ) Η πρόληψη των τρομοκρατικών ενεργειών αποτελεί σήμερα σημαντικό πολιτικό διακύβευμα και οδηγεί ενίοτε τις εθνικές αρχές να καταστέλλουν το στάδιο που προηγείται της διαπράξεως τρομοκρατικής ενέργειας, με αποτέλεσμα να καθίσταται ασαφής η παραδοσιακή διάκριση μεταξύ διοικητικής και δικαστικής αστυνομίας. Πάντως, η προσέγγιση που ακολουθείται παραδοσιακά στο ποινικό δίκαιο είναι ότι δεν μπορεί να επιβληθεί κύρωση μόνο για την πρόθεση διαπράξεως ποινικού αδικήματος (cogitationis poenam nemo patitur). Ακόμη και αν η επίμαχη εθνική ρύθμιση δεν εμπίπτει στον τομέα του ποινικού δικαίου, δεδομένου ότι το επίμαχο μέτρο είναι διοικητικής φύσεως και δεν έχει τιμωρητικό χαρακτήρα, η αντικειμενικά λεπτή εκτίμηση της επικινδυνότητας του ενδιαφερόμενου υπό το πρίσμα του ψυχολογικού του προφίλ και της εγκληματικής του προθέσεως πρέπει να πραγματοποιηθεί με τη μέγιστη αυστηρότητα, μέσω της συνδρομής συγκεκριμένων, σοβαρών και συγκλινόντων στοιχείων, τη συνδρομή και σημασία των οποίων στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει.

    ( 52 ) Απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Zh. και O. (C-554/13, EU:C:2015:377, σκέψη 64).

    ( 53 ) Αποφάσεις της 11ης Ιουνίου 2015, Zh. και O. (C-554/13, EU:C:2015:377, σκέψη 57), της 24ης Ιουνίου 2015, T. (C-373/13, EU:C:2015:413, σκέψη 92), και της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N. (C-601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 73).

    ( 54 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N. (C-601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 67).

    ( 55 ) Αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi (C-146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψη 38), και της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi (C-181/16, EU:C:2018:465, σκέψη 48).

    ( 56 ) Ειδικότερα, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να διασφαλίζεται καθ’ όλα τα στάδια της διαδικασίας επιστροφής που καθιερώνεται από την εν λόγω οδηγία, όπου περιλαμβάνεται κατ’ ανάγκην το στάδιο για τη θέση υπό κράτηση, συμπεριλαμβανομένου του σταδίου της αποφάσεως επιστροφής, στο πλαίσιο του οποίου το οικείο κράτος μέλος οφείλει να αποφασίσει σχετικά με τη χορήγηση προθεσμίας οικειοθελούς αναχωρήσεως δυνάμει του άρθρου 7 της ίδιας οδηγίας (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Zh. και O., C-554/13, EU:C:2015:377, σκέψη 49).

    ( 57 ) Απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi (C-146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψη 55).

    ( 58 ) Απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2013, G. και R. (C-383/13 PPU, EU:C:2013:533, σκέψη 42).

    ( 59 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N. (C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 52).

    ( 60 ) Βλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1989, Schräder HS Kraftfutter (265/87, EU:C:1989:303, σκέψη 21), της 12ης Ιουλίου 2001, Jippes κ.λπ. (C‑189/01, EU:C:2001:420, σκέψη 81), και της 9ης Μαρτίου 2010, ERG κ.λπ. (C‑379/08 και C‑380/08, EU:C:2010:127, σκέψη 86). Πρβλ., επίσης, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 91).

    ( 61 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N. (C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 55).

    ( 62 ) Απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N. (C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 64).

    ( 63 ) Απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N. (C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 67).

    ( 64 ) Πρβλ. απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, Dansk Jurist- og Økonomforbund (C‑546/11, EU:C:2013:603, σκέψη 69).

    ( 65 ) Πέρα από τις ελάχιστες εγγυήσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 15, 16 και 17 της οδηγίας 2008/115, διάφορα κείμενα που συνιστούν μη δεσμευτική νομική πηγή, ήτοι οι «Είκοσι κατευθυντήριες αρχές σχετικά με την αναγκαστική επιστροφή», που εγκρίθηκαν στις 4 Μαΐου 2005 από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, η ευρωπαϊκή σωφρονιστική νομοθεσία και οι κατευθυντήριες αρχές της Ένωσης για τη μεταχείριση των μεταναστών που τίθενται υπό κράτηση, καθώς και τα πρότυπα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας (στο εξής: ΕΠΒ) καθορίζουν συνθήκες κρατήσεως των μεταναστών εν αναμονή απομακρύνσεως, οι οποίες πρέπει να διαφοροποιούνται κατά το μέγιστο δυνατό από το σύνηθες περιβάλλον των φυλακών, όσον αφορά τόσο την ίδια τη διαμόρφωση των χώρων όσο και τους κανόνες λειτουργίας των εγκαταστάσεων, δεδομένου ότι στο σύνολό τους βασίζονται στη διαβίωση σε κοινότητα και στην έννοια της «μη ελεύθερης διαβίωσης». Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) στηρίζεται στα κείμενα αυτά, προκειμένου να καταρτίσει ενδεικτικό κατάλογο των κριτηρίων με γνώμονα τα οποία εκτιμά την καταλληλότητα του τόπου, των όρων και του καθεστώτος κρατήσεως (βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στις υποθέσεις Bero και Bouzalmate, C-473/13, C-474/13 και C-514/13, EU:C:2014:295, σημεία 87 και 88).

    ( 66 ) Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ), που υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), το οποίο απαγορεύει με απόλυτους όρους τα βασανιστήρια και την απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, το ΕΔΔΑ έχει διευκρινίσει ότι τα πρόσωπα που αποτελούν αντικείμενο εγκλεισμού βρίσκονται σε ευάλωτη θέση και ότι οι αρχές έχουν καθήκον να τα προστατεύουν, μεταξύ άλλων, από βίαιες ή ακατάλληλες συμπεριφορές των συγκρατουμένων τους (απόφαση του ΕΔΔΑ της 15ης Ιανουαρίου 2019, Gjini κατά Σερβίας, CE:ECHR:2019:0115JUD000112816).

    ( 67 ) Το σημείο 28 του αφορώντος την κράτηση των αλλοδαπών κεφαλαίου IV των προτύπων της ΕΠΒ αναφέρει ότι, «[κ]ατ’ εξαίρεση σε ορισμένες περιπτώσεις, ενδέχεται να είναι ενδεδειγμένη η κράτηση του αλλοδαπού σε φυλακή λόγω της γνωστής ροπής του προς τη βία».

    ( 68 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N. (C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψεις 68 και 69).

    ( 69 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στις υποθέσεις Bero και Bouzalmate (C‑473/13, C‑474/13 και C‑514/13, EU:C:2014:295, σημείο 82).

    ( 70 ) Είναι πολύ πιθανό τέτοιες εκτιμήσεις να έχουν ληφθεί υπόψη στη ρύθμιση, την οργάνωση και τη λειτουργία των σωφρονιστικών καταστημάτων. Επισημαίνω, συναφώς, ότι στην εγκατάσταση κρατήσεως δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στον WM κατόπιν συστάσεων της «ψυχολογικής υπηρεσίας», όταν διαπιστώθηκε ότι βρισκόταν σε υπερένταση ή, αντιθέτως, κλεινόταν στον εαυτό του. Επίσης, ο ενδιαφερόμενος υποβλήθηκε σε ψυχιατρική εξέταση στην αρχή της κρατήσεώς του και δεχόταν, σε καθημερινή βάση και στη συνέχεια σε πιο αραιά διαστήματα, επισκέψεις από την ψυχολογική υπηρεσία, προκειμένου να αποφευχθεί κάποια διαταραχή. Τα στοιχεία αυτά μαρτυρούν την παροχή υγειονομικής περιθάλψεως στον κρατούμενο, βάσει της οποίας μπορεί να θεωρηθεί, κατ’ αρχήν, ότι στο σωφρονιστικό κατάστημα μπορούσαν να διασφαλιστούν η επείγουσα υγειονομική περίθαλψη και η απαραίτητη θεραπευτική αγωγή, τουλάχιστον για παθήσεις που δεν ήταν σοβαρές.

    ( 71 ) Εξάλλου, η απάντηση της Γερμανικής Κυβερνήσεως κάνει λόγο για τακτική φροντίδα του WM από τις «υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας» του σωφρονιστικού καταστήματος, ονομασία από την οποία δεν προκύπτει αν πρόκειται για εθνική «μη κυβερνητική» οργάνωση ή όργανο κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115.

    ( 72 ) Μολονότι είναι απόλυτα κατανοητό και αποδεκτό ότι μετανάστης που αντιπροσωπεύει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή για την εσωτερική ή την εξωτερική ασφάλεια του συγκεκριμένου κράτους μέλους δεν μπορεί να διαθέτει κινητό τηλέφωνο ή να χρησιμοποιεί το μέσο επικοινωνίας που έχει τεθεί στη διάθεσή του ανά πάσα στιγμή της ημέρας και της νύχτας, ο αυθαίρετος χρονικός περιορισμός ενός δικαιώματος επικοινωνίας, που φθάνει έως του σημείου το δικαίωμα αυτό να ασκείται σε διμηνιαία ή εβδομαδιαία βάση, ή ακόμη και τυχαία, κατά τη βούληση της διοικήσεως του σωφρονιστικού καταστήματος, δεν φαίνεται να συνάδει προς τις απαιτήσεις και τον σκοπό του άρθρου 16 της οδηγίας 2008/115. Απεναντίας, το γεγονός ότι οι τηλεφωνικές αυτές συνδιαλέξεις παρακολουθούνταν ενδείκνυται κατά τη γνώμη μου λόγω του ειδικού προφίλ του συγκεκριμένου μετανάστη.

    ( 73 ) Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Pham (C‑474/13, EU:C:2014:2096, σκέψεις 17, 19 και 21).

    ( 74 ) Το σκεπτικό του Δικαστηρίου στην απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Pham (C‑474/13, EU:C:2014:2096), εγείρει, κατά την άποψή μου, ζήτημα ως προς τη συστηματική ερμηνεία του άρθρου 16 της οδηγίας 2008/115. Όπως προεκτέθηκε, η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με το άρθρο 18 της οδηγίας αυτής, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα κράτους μέλους να λάβει επείγοντα μέτρα «όσον αφορά τις συνθήκες κράτησης, κατά παρέκκλιση από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 16, παράγραφος 1», της οδηγίας, διατύπωση γενικού χαρακτήρα που μπορεί να καλύψει όχι μόνο την εκτέλεση της κρατήσεως σε ειδικές εγκαταστάσεις, αλλά και, ως αναγκαία συνέπεια, την υποχρέωση διαχωρισμού των κρατουμένων του κοινού δικαίου από τους μετανάστες που τίθενται υπό κράτηση σε σωφρονιστικό κατάστημα στο πλαίσιο επειγόντων μέτρων. Η βασιμότητα της χρήσεως των όρων «άνευ αιρέσεων», οι οποίοι έχουν εφαρμογή όσον αφορά την υποχρέωση διαχωρισμού των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου, είναι, κατά την άποψή μου, αβέβαιη.

    ( 75 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στις υποθέσεις Bero και Bouzalmate (C‑473/13, C‑474/13 και C‑514/13, EU:C:2014:295, σημείο 99).

    ( 76 ) Βλ. άρθρο 48 του Χάρτη, καθώς και οδηγία (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας (ΕΕ 2016, L 65, σ. 1).

    ( 77 ) Βεβαίως, είναι δυνατόν να εξεταστεί το ενδεχόμενο ταυτόχρονης φυλακίσεως περισσότερων μεταναστών εν αναμονή απομακρύνσεως, οι οποίοι μπορούν, ως εκ τούτου, να μοιράζονται ελεύθερο χρόνο δραστηριότητας ή περιπάτου χωρίς να προκύπτει αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115. Είναι πολύ πιθανό η περίπτωση αυτή, χωρίς να είναι θεωρητική, να είναι στατιστικώς περιθωριακή.

    ( 78 ) Πρβλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019, Jawo (C‑163/17, EU:C:2019:218, σκέψη 91).

    ( 79 ) Απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψεις 85 και 86).

    ( 80 ) Απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψη 87).

    ( 81 ) Απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψη 90 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία του ΕΔΔΑ).

    ( 82 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 4ης Ιουλίου 2006, Ramirez Sanchez κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2006:0704JUD005945000, §§ 119 και 123 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 83 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 19ης Μαρτίου 2019, Jawo (C‑163/17, EU:C:2019:218, σκέψη 90), και της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψεις 88 και 89).

    ( 84 ) Ο WM φυλακίστηκε στο σωφρονιστικό κατάστημα της Φρανκφούρτης επί του Μάιν I, εγκατάσταση συνήθους προσωρινής κρατήσεως επιπέδου ασφάλειας 1, η οποία δεν διέθετε «πτέρυγα υψηλής ασφάλειας». Ο ενδιαφερόμενος τοποθετήθηκε σε «συνήθη» ή τελούντα υπό ειδική παρακολούθηση ατομικά κελιά, δηλαδή χωρίς επικίνδυνα αντικείμενα με παρακολούθηση μέσω βιντεοκάμερας, είχε δικαίωμα σε ελεύθερο χρόνο μιας ώρας καθημερινά σε συναναστροφή με άλλους κρατουμένους εν αναμονή εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως, καθώς και στον εξωτερικό χώρο, σε καθημερινό ντους και είχε τη δυνατότητα να αθλείται μία φορά την εβδομάδα και να αγοράζει τρόφιμα. Πέρα από τις επαφές με την υπηρεσία υγείας, τις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας, τους συγγενείς, τους δικηγόρους του Bundesamt für Migration und Flüchtlinge (Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Μεταναστεύσεως και Προσφύγων, Γερμανία), ο WM δεχόταν τακτικές επισκέψεις από ιμάμη. Εξάλλου, δεν γίνεται λόγος για δυσμενή συνέπεια για την υγεία του ενδιαφερομένου, συνδεόμενη με την κράτησή του. Τα στοιχεία αυτά διαψεύδουν τη βασιμότητα των παρατηρήσεων που διατυπώθηκαν επ’ ονόματι του αναιρεσείοντος της κύριας δίκης, όπου γίνεται λόγος για κρατούμενο στον οποίο απαγορευόταν να έλθει σε επαφή με άλλους κρατούμενους και με τον έξω κόσμο.

    ( 85 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 4ης Ιουλίου 2006, Ramirez Sanchez κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2006:0704JUD005945000, § 135). Ωστόσο, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των σωρευτικών αποτελεσμάτων των συνθηκών κρατήσεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια της κρατήσεως σε σχετική απομόνωση, ενδεχομένως σωρευτικώς με τη διάρκεια προηγούμενης προσωρινής κρατήσεως στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας.

    ( 86 ) Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η μέγιστη διάρκεια της κρατήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 15, παράγραφοι 5 και 6, της οδηγίας 2008/115 είναι 18 μήνες. Η κράτηση του WM στο σωφρονιστικό κατάστημα της Φρανκφούρτης επί του Μάιν διήρκεσε 8 μήνες και 21 ημέρες.

    ( 87 ) Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida (C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψη 57).

    ( 88 ) Απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi (C‑146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψη 56).

    ( 89 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi (C‑181/16, EU:C:2018:465, σκέψεις 51 και 52).

    ( 90 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi (C‑146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψη 62), της 11ης Ιουνίου 2015, Zh. και O. (C‑554/13, EU:C:2015:377, σκέψη 57), της 24ης Ιουνίου 2015, T. (C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψη 92), και της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N. (C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψεις 67 και 73).

    ( 91 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi (C‑146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψη 62).

    ( 92 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi (C‑146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψη 63).

    ( 93 ) Από τη νομολογία του ΕΔΔΑ προκύπτει ότι το απαιτούμενο ένδικο βοήθημα πρέπει να υφίσταται με επαρκή βαθμό βεβαιότητας, τόσο στην πράξη όσο και θεωρητικά, χωρίς τον οποίο βαθμό δεν υπάρχει η απαιτούμενη πρόσβαση και αποτελεσματικότητα (αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 11ης Οκτωβρίου 2007, Nasroulloiev κατά Ρωσίας, CE:ECHR:2007:1011JUD000065606, § 86, και της 5ης Απριλίου 2011, Rahimi κατά Ελλάδας, CE:ECHR:2011:0405JUD000868708, §§ 120 και 121, για έλλειψη προσβάσεως σε ένδικη προσφυγή, διότι το φυλλάδιο δεν είχε συνταχθεί σε γλώσσα κατανοητή από τον προσφεύγοντα), και πρέπει να μπορεί να ασκηθεί, εντός σύντομου χρονικού διαστήματος κατά τη διάρκεια της κρατήσεως, ενώπιον ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστικού οργάνου, με δυνατότητα να οδηγήσει, ενδεχομένως, στην απόλυση του ενδιαφερομένου (αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 20ής Ιουνίου 2002, Al-Nashif κατά Βουλγαρίας, CE:ECHR:2002:0620JUD005096399, § 92, και της 11ης Οκτωβρίου 2007, Nasroulloiev κατά Ρωσίας, CE:ECHR:2007:1011JUD000065606, § 86) ή, τουλάχιστον, στην κατάλληλη επανόρθωση με βελτίωση των υλικών συνθηκών κρατήσεως (απόφαση του ΕΔΔΑ της 21ης Μαΐου 2015, Yengo κατά Γαλλίας, CE:ECHR:2015:0521JUD005049412, §§ 58 έως 62).

    Top