EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62018CJ0041

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 19ης Ιουνίου 2019.
Meca Srl κατά Comune di Napoli.
Αίτηση του Tribunale Amministrativo Regionale della Campania για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Δημόσιες συμβάσεις – Οδηγία 2014/24/ΕΕ – Άρθρο 57, παράγραφος 4, στοιχεία γʹ και ζʹ – Σύναψη δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών – Προαιρετικοί λόγοι αποκλεισμού από τη συμμετοχή σε διαδικασία συνάψεως συμβάσεως – Σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα που θέτει εν αμφιβόλω την ακεραιότητα του οικονομικού φορέα – Λύση προηγούμενης συμβάσεως συνεπεία πλημμελούς εκτελέσεώς της – Δικαστική προσφυγή η οποία εμποδίζει την αναθέτουσα αρχή να αξιολογήσει την αθέτηση συμβατικής υποχρεώσεως έως ότου περατωθεί η δικαστική διαδικασία.
Υπόθεση C-41/18.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2019:507

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 19ης Ιουνίου 2019 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Δημόσιες συμβάσεις – Οδηγία 2014/24/ΕΕ – Άρθρο 57, παράγραφος 4, στοιχεία γʹ και ζʹ – Σύναψη δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών – Προαιρετικοί λόγοι αποκλεισμού από τη συμμετοχή σε διαδικασία συνάψεως συμβάσεως – Σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα που θέτει εν αμφιβόλω την ακεραιότητα του οικονομικού φορέα – Λύση προηγούμενης συμβάσεως συνεπεία πλημμελούς εκτελέσεώς της – Δικαστική προσφυγή η οποία εμποδίζει την αναθέτουσα αρχή να αξιολογήσει την αθέτηση συμβατικής υποχρεώσεως έως ότου περατωθεί η δικαστική διαδικασία»

Στην υπόθεση C‑41/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunale amministrativo regionale della Campania (διοικητικό πρωτοδικείο της Περιφέρειας της Καμπανίας, Ιταλία) με απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Ιανουαρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

Meca Srl

κατά

Comune di Napoli,

παρισταμένης της:

Sirio Srl,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Βηλαρά, πρόεδρο τμήματος, R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, D. Šváby (εισηγητή), S. Rodin και N. Piçarra, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: R. Schiano, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Δεκεμβρίου 2018,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο Comune di Napoli, εκπροσωπούμενος από τους A. Andreottola και A. Cuomo, avvocati,

η Sirio Srl, εκπροσωπούμενη από τους L. Lentini και C. Sito, avvocati,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τις C. Colelli και C. Pluchino, avvocati dello Stato,

η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. Koós και M. Z. Fehér, καθώς και από την A. Pokoraczki,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Gattinara και P. Ondrůšek, καθώς και από την L. Haasbeek,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Μαρτίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 57, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (ΕΕ 2014, L 94, σ. 65, και διορθωτικό ΕΕ 2016, L 135, σ. 120).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Meca Srl και του Comune di Napoli (Δήμου της Νάπολης, Ιταλία) σχετικά με την απόφαση του Δήμου της Νάπολης να επιτρέψει στη Sirio Srl να συνεχίσει να συμμετέχει σε διαγωνισμό.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 101 και 102 της οδηγίας 2014/24 έχουν ως εξής:

«(101)

Οι αναθέτουσες αρχές θα πρέπει […] να έχουν τη δυνατότητα να αποκλείουν οικονομικούς φορείς οι οποίοι έχουν φανεί αναξιόπιστοι, επί παραδείγματι λόγω παραβάσεων περιβαλλοντικών ή κοινωνικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων και των κανόνων σχετικά με τη δυνατότητα πρόσβασης ατόμων με αναπηρίες, ή λόγω άλλων μορφών σοβαρών επαγγελματικών παραπτωμάτων, όπως είναι οι παραβιάσεις των κανόνων περί ανταγωνισμού ή περί δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω την ακεραιότητα του οικονομικού φορέα και, ως εκ τούτου, να καταστήσει τον οικονομικό φορέα ακατάλληλο να λάβει την ανάθεση δημόσιας σύμβασης, ανεξαρτήτως εάν ο οικονομικός φορέας έχει άλλως την τεχνική και οικονομική ικανότητα να εκτελέσει τη σύμβαση.

Δεδομένου ότι η αναθέτουσα αρχή φέρει την ευθύνη για τις συνέπειες πιθανής λανθασμένης της απόφασης, οι αναθέτουσες αρχές θα πρέπει επίσης να παραμένουν ελεύθερες να αποφαίνονται ότι έχει σημειωθεί σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα όταν, πριν την έκδοση τελικής και δεσμευτικής απόφασης για την ύπαρξη λόγων υποχρεωτικού αποκλεισμού, μπορούν να αποδείξουν με ενδεδειγμένα μέσα ότι ο οικονομικός φορέας έχει παραβεί τις υποχρεώσεις του, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων που αφορούν την καταβολή φόρων ή εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, εκτός εάν το εθνικό δίκαιο ορίζει άλλως. Θα πρέπει επίσης να μπορούν να αποκλείουν υποψηφίους ή προσφέροντες των οποίων οι επιδόσεις σε παλαιότερες δημόσιες συμβάσεις παρουσίασαν σοβαρές αδυναμίες σε βασικές απαιτήσεις, όπως η αδυναμία παροχής ή εκτέλεσης, σημαντικές ελλείψεις στο παρασχεθέν προϊόν ή υπηρεσία με αποτέλεσμα να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό για τον οποίο προοριζόταν, ή ανάρμοστη διαγωγή που δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες για την αξιοπιστία του οικονομικού φορέα. Το εθνικό δίκαιο θα πρέπει να προβλέπει τη μέγιστη διάρκεια αυτών των αποκλεισμών.

Όταν βασίζονται σε λόγους προαιρετικού αποκλεισμού, οι αναθέτουσες αρχές θα πρέπει να δίδουν ιδιαίτερη προσοχή στην αρχή της αναλογικότητας. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις θα πρέπει ελάσσονες παρατυπίες να οδηγήσουν στον αποκλεισμό οικονομικού φορέα. Σε περίπτωση όμως επανειλημμένων ελασσόνων παρατυπιών, ενδέχεται να γεννηθούν αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία οικονομικού φορέα, οι οποίες θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τον αποκλεισμό του.

(102)

Θα πρέπει, ωστόσο, να επιτρέπεται στους οικονομικούς φορείς να υιοθετούν μέτρα συμμόρφωσης με στόχο την άρση των συνεπειών τυχόν ποινικών αδικημάτων ή παραπτωμάτων και την αποτελεσματική πρόληψη των παρανομιών. Τα εν λόγω μέτρα μπορεί να συνίστανται ιδίως σε μέτρα που αφορούν το προσωπικό και την οργάνωση, όπως είναι η διακοπή όλων των δεσμών με πρόσωπα ή οργανισμούς που εμπλέκονται στην παράνομη συμπεριφορά, κατάλληλα μέτρα αναδιοργάνωσης προσωπικού, η εφαρμογή συστημάτων υποβολής εκθέσεων και ελέγχου, η δημιουργία δομής εσωτερικού ελέγχου για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης και η έγκριση εσωτερικών κανόνων ευθύνης και αποζημίωσης. Όταν τα εν λόγω μέτρα προσφέρουν επαρκείς εγγυήσεις, ο εν λόγω οικονομικός φορέας δεν θα πρέπει πλέον να αποκλείεται για αυτούς τους λόγους και μόνον. Οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν να εξετάζονται τα μέτρα συμμόρφωσης που λαμβάνονται με σκοπό την πιθανή συμμετοχή τους στη διαδικασία προμήθειας. Θα πρέπει, εντούτοις, να εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν τους ακριβείς διαδικαστικούς και ουσιαστικούς όρους που θα ισχύσουν σε τέτοιες περιπτώσεις. Θα πρέπει ειδικότερα να έχουν την ελευθερία να αποφασίζουν αν επιθυμούν να επιτρέπουν στις επιμέρους αναθέτουσες αρχές να προβαίνουν οι ίδιες στις σχετικές αξιολογήσεις ή να αναθέτουν το καθήκον αυτό σε άλλες αρχές, σε κεντρικό ή μη επίπεδο.»

4

Το άρθρο 57 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Λόγοι αποκλεισμού», ορίζει τα εξής:

«[…]

4.   Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να αποκλείουν ή μπορούν να υποχρεώνονται από τα κράτη μέλη να αποκλείουν από τη συμμετοχή σε διαδικασία σύναψης σύμβασης οποιονδήποτε οικονομικό φορέα σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες καταστάσεις:

[…]

γ)

εάν η αναθέτουσα αρχή μπορεί να αποδείξει, με κατάλληλα μέσα, ότι ο οικονομικός φορέας έχει διαπράξει σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα, το οποίο θέτει εν αμφιβόλω την ακεραιότητά του·

[…]

ζ)

εάν ο οικονομικός φορέας έχει επιδείξει σοβαρή ή επαναλαμβανόμενη πλημμέλεια κατά την εκτέλεση ουσιώδους υποχρεώσεως στο πλαίσιο προηγούμενης δημόσιας σύμβασης, προηγούμενης σύμβασης με αναθέτουσα αρχή ή προηγούμενης σύμβασης παραχώρησης, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την πρόωρη καταγγελία της προηγούμενης σύμβασης, αποζημιώσεις ή άλλες παρόμοιες κυρώσεις·

[…]

5.   Ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να αποκλείσουν έναν οικονομικό φορέα, όταν αποδεικνύεται ότι αυτός βρίσκεται, λόγω πράξεων ή παραλείψεων αυτού, είτε πριν είτε κατά τη διαδικασία, σε μια από τις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2.

Ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να αποκλείουν ή να υποχρεώνονται από τα κράτη μέλη να αποκλείουν οικονομικό φορέα, όταν αποδεικνύεται ότι ο εν λόγω οικονομικός φορέας βρίσκεται, λόγω πράξεων ή παραλείψεων αυτού, είτε πριν είτε κατά τη διαδικασία, σε μια από τις περιπτώσεις της παραγράφου 4.

6.   Οποιοσδήποτε οικονομικός φορέας εμπίπτει σε μια από τις καταστάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 4 μπορεί να προσκομίζει στοιχεία προκειμένου να αποδείξει ότι τα μέτρα που έλαβε επαρκούν για να αποδείξουν την αξιοπιστία του, παρότι συντρέχει ο σχετικός λόγος αποκλεισμού. Εάν τα στοιχεία κριθούν επαρκή, ο εν λόγω οικονομικός φορέας δεν αποκλείεται από τη διαδικασία σύναψης σύμβασης.

Για τον σκοπό αυτόν, ο οικονομικός φορέας αποδεικνύει ότι έχει καταβάλει ή δεσμευθεί να καταβάλει αποζημίωση για τυχόν ζημίες που προκλήθηκαν από το ποινικό αδίκημα ή το παράπτωμα, ότι έχει διευκρινίσει τα γεγονότα και τις περιστάσεις με ολοκληρωμένο τρόπο, μέσω ενεργού συνεργασίας με τις ερευνητικές αρχές, και έχει λάβει συγκεκριμένα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα καθώς και μέτρα σε επίπεδο προσωπικού κατάλληλα για την αποφυγή περαιτέρω ποινικών αδικημάτων ή παραπτωμάτων.

Τα μέτρα που λαμβάνονται από τους οικονομικούς φορείς αξιολογούνται σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του ποινικού αδικήματος ή του παραπτώματος. Σε περίπτωση που τα μέτρα κριθούν ανεπαρκή, γνωστοποιείται στον οικονομικό φορέα το σκεπτικό της απόφασης αυτής.

Οικονομικός φορέας που έχει αποκλειστεί, με τελεσίδικη απόφαση, από τη συμμετοχή σε διαδικασίες σύναψης σύμβασης ή ανάθεσης παραχώρησης δεν μπορεί να κάνει χρήση της δυνατότητας που παρέχεται βάσει της παρούσας παραγράφου κατά την περίοδο του αποκλεισμού που ορίζεται στην εν λόγω απόφαση στο κράτος μέλος στο οποίο ισχύει η απόφαση.

7.   Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους όρους εφαρμογής του παρόντος άρθρου, βάσει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων και τηρουμένου του ενωσιακού δικαίου. Καθορίζουν, ιδίως, τη μέγιστη περίοδο αποκλεισμού σε περίπτωση που ο οικονομικός φορέας δεν λάβει μέτρα για να αποδείξει την αξιοπιστία του, όπως αυτά ορίζονται στην παράγραφο 6. Εάν η περίοδος αποκλεισμού δεν έχει καθοριστεί από τελεσίδικη απόφαση, η περίοδος αυτή δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη από την ημερομηνία της καταδίκης με τελεσίδικη απόφαση στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και τρία έτη από την ημερομηνία του σχετικού γεγονότος στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4.»

Το ιταλικό δίκαιο

5

Το άρθρο 80, παράγραφος 5, στοιχείο c, του decreto legislativo n. 50 Codice dei contratti pubblici (νομοθετικού διατάγματος αριθ. 50 περί κώδικα δημοσίων συμβάσεων), της 18ης Απριλίου 2016 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 91, της 19ης Απριλίου 2016, στο εξής: κώδικας δημοσίων συμβάσεων), ορίζει τα εξής:

«Οι αναθέτουσες αρχές αποκλείουν από τη συμμετοχή στη διαδικασία του διαγωνισμού οικονομικό φορέα σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες καταστάσεις, οι οποίες μπορούν επίσης να αφορούν και υπεργολάβο σε μία από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 105, παράγραφος 6, όταν:

[…]

c)

οι αναθέτουσες αρχές αποδεικνύουν, με κατάλληλα μέσα, ότι ο οικονομικός φορέας έχει υποπέσει σε σοβαρά επαγγελματικά παραπτώματα, ικανά να θέσουν εν αμφιβόλω την ακεραιότητα ή αξιοπιστία του. Στα σοβαρά επαγγελματικά παραπτώματα περιλαμβάνονται οι σοβαρές πλημμέλειες κατά την εκτέλεση προηγούμενης δημόσιας συμβάσεως ή συμβάσεως παραχωρήσεως που οδήγησαν σε πρόωρη λύση των συμβάσεων, μη αμφισβητηθείσα δικαστικώς ή επικυρωθείσα κατά το πέρας δικαστικής διαδικασίας, ή οδήγησαν στην έκδοση καταψηφιστικής αποφάσεως περί καταβολής αποζημιώσεως ή σε άλλες κυρώσεις· η προσπάθεια επιδράσεως με αθέμιτο τρόπο στη διαδικασία λήψεως αποφάσεως της αναθέτουσας αρχής ή η προσπάθεια λήψεως εμπιστευτικών πληροφοριών προς ίδιον όφελος· η παροχή, ακόμη και εξ αμελείας, ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών ικανών να επηρεάσουν τις αποφάσεις αποκλεισμού, την επιλογή ή την ανάθεση, η παράλειψη των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται για την ορθή διεξαγωγή της διαδικασίας επιλογής·

[…]»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

6

Ο Δήμος της Νάπολης προκήρυξε διαγωνισμό για την ανάθεση δημόσιας συμβάσεως υπηρεσιών παροχής σχολικών γευμάτων για το σχολικό έτος 2017/2018. Η εν λόγω σύμβαση υποδιαιρούνταν σε 10 παρτίδες, καθεμία από τις οποίες αντιστοιχούσε σε μία από τις κοινότητες του Δήμου της Νάπολης.

7

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, κατά το προηγούμενο σχολικό έτος, η Sirio είχε συνάψει με τον Δήμο της Νάπολης σύμβαση για την παροχή υπηρεσιών σχολικών γευμάτων για δύο παρτίδες, η οποία λύθηκε τον Μάιο του 2017, λόγω κρουσμάτων τροφικής δηλητηρίασης που προκλήθηκε από την παρουσία κολοβακτηριδίων σε παρασχεθέντα γεύματα σε σχολικό εστιατόριο.

8

Συναφώς, αφού οι αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν από την Agenzia regionale per la protezione ambientale della Campania (ARPAC) [(περιφερειακό οργανισμό για την προστασία του περιβάλλοντος της Καμπανίας, Ιταλία) (ARPAC)] σε δείγματα τροφίμων που φυλάσσονταν από τη διεύθυνση του οικείου σχολείου επιβεβαίωσαν την παρουσία κολοβακτηριδίων, ιδίως σε ψητό βόειο κρέας, η δημόσια σύμβαση για την παροχή σχολικών γευμάτων, όσον αφορά το σχολικό έτος 2016/2017, ανατέθηκε στη Meca, η οποία είχε καταταγεί δεύτερη μετά την περάτωση της διαδικασίας διαγωνισμού που είχε οργανωθεί για τη σύναψη της εν λόγω δημόσιας συμβάσεως.

9

Στο πλαίσιο της συμμετοχής της στον διαγωνισμό που μνημονεύεται στη σκέψη 6 της παρούσας αποφάσεως, η Sirio δήλωσε ρητώς ότι, «με απόφαση […] της 29ης Ιουνίου 2017, ο Δήμος της Νάπολης κήρυξε τη λύση της συμβάσεως […] της 9ης Μαΐου 2017 λόγω κρούσματος τροφικής δηλητηρίασης» και ότι κατά της εν λόγω λύσεως της συμβάσεως ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον του Tribunale di Napoli (τακτικού πρωτοδικείου της Νάπολης, Ιταλία).

10

Με πρακτικό της 1ης Αυγούστου 2017, η αναθέτουσα αρχή επέτρεψε στη Sirio να συνεχίσει να συμμετέχει στον εν λόγω διαγωνισμό για την παρτίδα για την οποία είχε υποβάλει προσφορά. Η Meca αμφισβήτησε τη συμμετοχή της Sirio στον εν λόγω διαγωνισμό ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale della Campania (διοικητικού πρωτοδικείου της Περιφέρειας της Καμπανίας, Ιταλία), χωρίς να αναμείνει την έκδοση της αποφάσεως του Δήμου της Νάπολης για την ανάθεση της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης συμβάσεως, η οποία έλαβε χώρα στις 7 Νοεμβρίου 2017 και με την οποία η σύμβαση ανατέθηκε στη Sirio.

11

Η Meca φρονεί ότι δεν θα έπρεπε να είχε επιτραπεί στη Sirio να συνεχίσει να συμμετέχει στη διαδικασία συνάψεως συμβάσεως, εφόσον η σύμβαση που τη συνέδεε με τον Δήμο της Νάπολης, όσον αφορά την παροχή υπηρεσίας σχολικών γευμάτων για το σχολικό έτος 2016/2017, είχε καταγγελθεί από τον εν λόγω Δήμο μετά από τροφική δηλητηρίαση μαθητών και μελών του προσωπικού του σχολείου.

12

Προς υποστήριξη της προσφυγής της ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η Meca προσάπτει στον Δήμο της Νάπολης ότι δεν προέβη σε αξιολόγηση σχετικά με τη σοβαρότητα της πλημμέλειας στην οποία υπέπεσε η Sirio στο πλαίσιο της εκτελέσεως της δημόσιας συμβάσεως για την παροχή σχολικών γευμάτων, όσον αφορά το σχολικό έτος 2016/2017, παρά τη διάταξη του άρθρου 80, παράγραφος 5, στοιχείο c, του κώδικα δημοσίων συμβάσεων που παρέχει στον εν λόγω Δήμο το δικαίωμα να αποδεικνύει «με κατάλληλα μέσα, ότι ο οικονομικός φορέας έχει υποπέσει σε σοβαρά επαγγελματικά παραπτώματα, ικανά να θέσουν εν αμφιβόλω την ακεραιότητα ή αξιοπιστία του». Κατά τη Meca, η αμφισβήτηση από τη Sirio, ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου, της λύσεως της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών που μνημονεύεται στη σκέψη 7 της παρούσας αποφάσεως δεν μπορεί να στερήσει από την αναθέτουσα αρχή το προνόμιο αυτό. Ως εκ τούτου, κατά την άποψη της Meca, λόγω της εμφάνισης τροφικής δηλητηρίασης τον Μάιο του 2017, ο Δήμος της Νάπολης δεν θα έπρεπε να έχει αυτόματα αποδεχθεί τη συμμετοχή της Sirio στον επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης διαγωνισμό.

13

Αντιθέτως, τόσο ο Δήμος της Νάπολης όσο και η Sirio φρονούν ότι η προσφυγή που άσκησε η δεύτερη ενώπιον του Tribunale di Napoli (τακτικού πρωτοδικείου της Νάπολης) εμπόδιζε την αναθέτουσα αρχή να προβεί σε οποιαδήποτε αξιολόγηση σχετικά με την αξιοπιστία της εταιρίας αυτής.

14

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η θέση του Δήμου της Νάπολης και της Sirio δεν είναι αβάσιμη, δεδομένου ότι, κατά τη νομολογία των ιταλικών δικαστηρίων, από το άρθρο 80, παράγραφος 5, στοιχείο c, του κώδικα δημοσίων συμβάσεων συνάγεται ότι ο διαγωνιζόμενος που έχει υποπέσει σε πλημμέλειες κατά την εκτέλεση προηγούμενης δημόσιας συμβάσεως πρέπει να γίνεται δεκτός προκειμένου να μετάσχει σε μεταγενέστερη διαδικασία διαγωνισμού, εάν έχει ασκήσει προσφυγή, η οποία είναι ακόμη εκκρεμής, κατά της λύσεως της συμβάσεως που επήλθε κατόπιν των εν λόγω πλημμελειών.

15

Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το δίκαιο της Ένωσης είναι δυνατόν να αντιτίθεται σε εθνική διάταξη όπως το άρθρο 80, παράγραφος 5, στοιχείο c, του κώδικα δημοσίων συμβάσεων. Συγκεκριμένα, κατά το εν λόγω δικαστήριο, η διάταξη αυτή θα κατέληγε στο να στερείται αποτελεσμάτων ο προαιρετικός λόγος αποκλεισμού που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη, εφόσον η διακριτική ευχέρεια της αναθέτουσας αρχής αναιρείται σε περίπτωση ένδικης αμφισβητήσεως μιας προγενέστερης λύσεως της συμβάσεως. Συναφώς, καίτοι το Δικαστήριο δεν είχε ακόμη την ευκαιρία να ερμηνεύσει το άρθρο 57, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/24, από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 45, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ 2004, L 134, σ. 114), διάταξη την οποία έχει καταργήσει το άρθρο 57, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/24, προκύπτει, κατά το αιτούν δικαστήριο, ότι το δίκαιο της Ένωσης απορρίπτει την ύπαρξη οποιουδήποτε αυτοματισμού κατά τη λήψη αποφάσεως προαιρετικού αποκλεισμού λόγω σοβαρού επαγγελματικού παραπτώματος, καθώς μια τέτοια απόφαση πρέπει κατ’ ανάγκην να λαμβάνει υπόψη την αρχή της αναλογικότητας.

16

Αντιστοίχως, οι αρχές της αναλογικότητας και της αποτελεσματικότητας θα πρέπει να αποκλείουν οποιονδήποτε αυτοματισμό σε περίπτωση αδυναμίας αποκλεισμού ενός οικονομικού φορέα. Επομένως, κατά την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, το άρθρο 80, παράγραφος 5, του κώδικα δημοσίων συμβάσεων, εμποδίζοντας την αναθέτουσα αρχή να προβεί σε αιτιολογημένη αξιολόγηση σχετικά με τη σοβαρότητα του επαγγελματικού παραπτώματος που έδωσε λαβή για τη λύση προηγούμενης συμβάσεως για τον λόγο ότι η λύση της συμβάσεως έχει προσβληθεί ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου, παραβιάζει τις εν λόγω αρχές και, επομένως, την οδηγία 2014/24. Συγκεκριμένα, κατά το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 57, παράγραφος 4, στοιχείο ζʹ, της εν λόγω οδηγίας ουδόλως απαιτεί οριστική, και επομένως δικαστική, διαπίστωση της ευθύνης του αναδόχου.

17

Επιπλέον, κατά το αιτούν δικαστήριο, από την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Forposta και ABC Direct Contact (C‑465/11, EU:C:2012:801), προκύπτει ότι το «επαγγελματικό παράπτωμα» συνιστά λόγο αποκλεισμού όταν μπορεί αντικειμενικώς να χαρακτηρισθεί σοβαρό. Κατά το ιταλικό δίκαιο, όμως, η έκβαση της συμμετοχής σε έναν διαγωνισμό εξαρτάται από μια περίσταση που παράγει αποτελέσματα βάσει μονομερούς δηλώσεως βουλήσεως, ήτοι από την απόφαση για την άσκηση δικαστικής προσφυγής στρεφόμενης κατά της λύσεως προηγούμενης συμβάσεως.

18

Τέλος, κατά το αιτούν δικαστήριο, η ιταλική νομοθεσία είναι επίσης ασύμβατη προς τους σκοπούς που εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 102 της οδηγίας 2014/24, η οποία εισήγαγε τον μηχανισμό «συμμορφώσεως» των διαγωνιζομένων. Συγκεκριμένα, κατά το εν λόγω δικαστήριο, η αυτόματη αποδοχή της συμμετοχής σε διαγωνισμό, που απορρέει από την άσκηση δικαστικής προσφυγής ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου κατά της λύσεως προηγούμενης συμβάσεως, αποτρέπει την εκ μέρους των επιχειρήσεων λήψη μέτρων συμμορφώσεως, ακόμη και αν τα εν λόγω μέτρα θα ήταν αναγκαία για να αποφευχθεί η επανάληψη των συμπεριφορών που οδήγησαν στην εν λόγω λύση.

19

Στο πλαίσιο αυτό, το Tribunale amministrativo regionale della Campania (διοικητικό πρωτοδικείο της Περιφέρειας της Καμπανίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Μήπως οι κατά το δίκαιο της Ένωσης αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου που διατυπώνονται στη [Συνθήκη ΛΕΕ] και οι αρχές που απορρέουν από αυτές, όπως οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως, της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων, της αναλογικότητας και της αποτελεσματικότητας που διατυπώνονται στην οδηγία [2014/24], καθώς και το άρθρο 57, παράγραφος 4, [στοιχεία γʹ και ζʹ], της οδηγίας αυτής, εμποδίζουν την εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας, όπως η ιταλική ρύθμιση που απορρέει από το άρθρο 80, παράγραφος 5, στοιχείο c, του [κώδικα δημοσίων συμβάσεων], κατά την οποία η ενώπιον δικαστηρίου αμφισβήτηση σοβαρών πλημμελειών που επιδείχθηκαν κατά την εκτέλεση προηγούμενης δημόσιας συμβάσεως, οι οποίες οδήγησαν στην πρόωρη λύση της συμβάσεως αυτής, εμποδίζει την αναθέτουσα αρχή να προβεί σε οποιαδήποτε αξιολόγηση σχετικά με την αξιοπιστία του διαγωνιζόμενου μέχρι τη με αμετάκλητη απόφαση περάτωση της πολιτικής δίκης, και χωρίς ο τελευταίος να έχει αποδείξει τη λήψη μέτρων συμμορφώσεως για τη θεραπεία των πλημμελειών και την αποφυγή της επαναλήψεώς τους;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

20

Πρώτον, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι η εκτιμώμενη αξία της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης συμβάσεως ανέρχεται σε 1127660 ευρώ και ότι υπερβαίνει, συνεπώς, το όριο των 750000 ευρώ που προβλέπεται στο άρθρο 4, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2014/24 για τις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών σχετικά με συγκεκριμένες υπηρεσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα XIV της εν λόγω οδηγίας. Κατά συνέπεια, η εν λόγω οδηγία είναι εφαρμοστέα στη διαφορά της κύριας δίκης και το ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο πρέπει να νοηθεί αποκλειστικά υπό το πρίσμα των διατάξεων της ίδιας οδηγίας.

21

Δεύτερον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η ερμηνεία του άρθρου 80, παράγραφος 5, στοιχείο c, του κώδικα δημοσίων συμβάσεων, την οποία εξέθεσε το αιτούν δικαστήριο στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε, δεν ανταποκρίνεται πλέον στο νέο στάδιο εξελίξεως του ιταλικού δικαίου.

22

Ωστόσο, σε μια κατάσταση όπου φαίνεται να υπάρχουν διαφορετικές απόψεις ως προς την εφαρμοστέα εθνική ρύθμιση, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ, δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποσαφηνίσει τις σχετικές εθνικές διατάξεις που έχουν εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης. Η αρμοδιότητα αυτή ανήκει αποκλειστικά στο αιτούν δικαστήριο το οποίο, σκιαγραφώντας το εσωτερικό νομικό πλαίσιο, δίνει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να παράσχει όλα τα απτόμενα του δικαίου της Ένωσης ερμηνευτικά στοιχεία που μπορούν να δώσουν στο αιτούν δικαστήριο τη δυνατότητα να εκτιμήσει τη συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας με τη ρύθμιση της Ένωσης (απόφαση της 26ης Ιουνίου 2008, Burda, C‑284/06, EU:C:2008:365, σκέψη 39).

23

Υπό τις συνθήκες αυτές, η απάντηση στο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο πρέπει να δοθεί βάσει των πραγματικών και νομικών στοιχείων, όπως αυτά προκύπτουν από την απόφαση περί παραπομπής.

Επί της ουσίας

24

Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 57, παράγραφος 4, στοιχεία γʹ και ζʹ, της οδηγίας 2014/24 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία η άσκηση δικαστικής προσφυγής κατά της αποφάσεως περί λύσεως δημόσιας συμβάσεως που ελήφθη από αναθέτουσα αρχή λόγω σοβαρών πλημμελειών που επιδείχθηκαν κατά την εκτέλεσή της εμποδίζει την αναθέτουσα αρχή που προκηρύσσει νέο διαγωνισμό να προβεί σε οποιαδήποτε αξιολόγηση, κατά το στάδιο της επιλογής των διαγωνιζομένων, σχετικά με την αξιοπιστία του οικονομικού φορέα τον οποίο αφορά η ως άνω λύση.

25

Πρώτον, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 32 των προτάσεών του, το άρθρο 57, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/24 έχει αρκετά όμοια διατύπωση με το άρθρο 45, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/18, το οποίο έχει καταργήσει, οπότε η ζητούμενη από το αιτούν δικαστήριο ερμηνεία να μπορεί να αντλήσει έμπνευση από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την τελευταία διάταξη.

26

Συγκεκριμένα, οσάκις έχει κληθεί να ερμηνεύσει τους προαιρετικούς λόγους αποκλεισμού, όπως είναι οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 45, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ ή ζʹ, της οδηγίας 2004/18, μόνες διατάξεις που δεν περιείχαν παραπομπή στο εθνικό δίκαιο, το Δικαστήριο έχει στηριχθεί στο άρθρο 45, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, δυνάμει του οποίου τα κράτη μέλη καθορίζουν, τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης, τους όρους εφαρμογής της εν λόγω παραγράφου 2, προκειμένου να οριοθετηθεί αυστηρότερα η εξουσία εκτιμήσεως των εν λόγω κρατών και να καθοριστεί, αυτό καθαυτό, το περιεχόμενο του επίμαχου προαιρετικού λόγου αποκλεισμού (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Forposta και ABC Direct Contact, C‑465/11, EU:C:2012:801, σκέψεις 25 έως 31).

27

Συναφώς, είναι αναμφισβήτητο ότι η οδηγία 2014/24 περιορίζει τη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών. Πράγματι, ενώ η παραπομπή στις εθνικές νομοθεσίες και στις εθνικές ρυθμίσεις είχε προβλεφθεί σε πέντε από τις επτά περιπτώσεις που διαλαμβάνονταν στο άρθρο 45, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/18, στο εξής, μεταξύ των εννέα περιπτώσεων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 57, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/24, μόνον η περίπτωση που μνημονεύεται υπό στοιχείο βʹ της εν λόγω παραγράφου 4 περιέχει τέτοια παραπομπή.

28

Δεύτερον, κατά το άρθρο 57, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/24, «[ο]ι αναθέτουσες αρχές μπορούν να αποκλείουν ή μπορούν να υποχρεώνονται από τα κράτη μέλη να αποκλείουν από τη συμμετοχή σε διαδικασία σύναψης σύμβασης οποιονδήποτε οικονομικό φορέα σε οποιαδήποτε από τις καταστάσεις [περί των οποίων γίνεται λόγος στη διάταξη αυτή]». Ως εκ τούτου, από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως προκύπτει ότι η εκτίμηση του κατά πόσον ένας οικονομικός φορέας πρέπει να αποκλειστεί από διαδικασία σύναψης σύμβασης έχει ανατεθεί στις αναθέτουσες αρχές, και όχι σε εθνικό δικαστήριο.

29

Τρίτον, με την παροχή σε κάθε αναθέτουσα αρχή της δυνατότητας να αποκλείει έναν διαγωνιζόμενο από διαδικασία συνάψεως συμβάσεως επιδιώκεται ειδικά να παρασχεθεί στην εν λόγω αρχή η δυνατότητα να αξιολογήσει την ακεραιότητα και την αξιοπιστία καθενός από τους διαγωνιζομένους, όπως μαρτυρούν συναφώς το άρθρο 57, παράγραφος 4, στοιχεία γʹ και ζʹ, καθώς και η αιτιολογική σκέψη 101 της οδηγίας 2014/24.

30

Συγκεκριμένα, όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 42 και 43 των προτάσεών του, αμφότεροι οι λόγοι αποκλεισμού στηρίζονται σε ουσιώδες στοιχείο της σχέσεως του αναδόχου της συμβάσεως με την αναθέτουσα αρχή, ήτοι την αξιοπιστία του αναδόχου, στην οποία ερείδεται η εμπιστοσύνη της αναθέτουσας αρχής προς αυτόν. Συνακόλουθα, στην αιτιολογική σκέψη 101, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας εκτίθεται ότι οι αναθέτουσες αρχές έχουν τη δυνατότητα να αποκλείουν τους «οικονομικούς φορείς οι οποίοι έχουν φανεί αναξιόπιστοι», ενώ το δεύτερο εδάφιό της λαμβάνει υπόψη, κατά την εκτέλεση προηγούμενων δημοσίων συμβάσεων, «ανάρμοστη διαγωγή που δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες για την αξιοπιστία του οικονομικού φορέα».

31

Τέταρτον, κατά το άρθρο 57, παράγραφος 5, της οδηγίας 2014/24, οι αναθέτουσες αρχές πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αποκλείουν οικονομικό φορέα «ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας», και όχι μόνον αφού ένα δικαστήριο εκδώσει την απόφασή του, πράγμα το οποίο αποτελεί πρόσθετη ένδειξη της βουλήσεως του νομοθέτη της Ένωσης να παράσχει τη δυνατότητα στην αναθέτουσα αρχή να προβαίνει σε αξιολόγηση σχετικά με τις πράξεις τις οποίες έχει τελέσει ένας οικονομικός φορέας ή τις οποίες αυτός έχει παραλείψει να τελέσει είτε πριν είτε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας συνάψεως συμβάσεως, σε μια από τις περιπτώσεις του άρθρου 57, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας.

32

Τέλος, εάν μια αναθέτουσα αρχή δεσμεύονταν αυτομάτως από μια αξιολόγηση στην οποία προβαίνει τρίτος, θα ήταν πιθανώς δυσχερές να αποδώσει ιδιαίτερη προσοχή στην αρχή της αναλογικότητας κατά το χρονικό σημείο της εφαρμογής των προαιρετικών λόγων αποκλεισμού. Κατά την αιτιολογική σκέψη 101 της οδηγίας 2014/24, όμως, η εν λόγω αρχή συνεπάγεται ιδίως ότι, πριν από τη λήψη αποφάσεως για αποκλεισμό ενός οικονομικού φορέα, μια τέτοια αναθέτουσα αρχή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον ελάσσονα χαρακτήρα των παρατυπιών που διαπράχθηκαν ή την επανάληψη ελασσόνων παρατυπιών.

33

Ως εκ τούτου, προκύπτει σαφώς, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 35 και 36 των προτάσεών του, ότι η εξουσία εκτιμήσεως των κρατών μελών δεν είναι απόλυτη και ότι, εφόσον οποιοδήποτε κράτος μέλος αποφασίσει να ενσωματώσει στη νομοθεσία του προαιρετικό λόγο αποκλεισμού προβλεπόμενο στην οδηγία 2014/24, πρέπει να σέβεται τα βασικά χαρακτηριστικά του, όπως προβλέπονται στην οδηγία. Το άρθρο 57, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/24, ορίζοντας ότι τα κράτη μέλη καθορίζουν «τους όρους εφαρμογής του παρόντος άρθρου», «τηρουμένου του ενωσιακού δικαίου», απαγορεύει στα κράτη μέλη να αλλοιώνουν τους προαιρετικούς λόγους αποκλεισμού που παρατίθενται στην εν λόγω διάταξη ή να παραβλέπουν τους σκοπούς ή τις αρχές από τις οποίες διαπνέεται καθένας από τους λόγους αυτούς.

34

Όπως επισημάνθηκε, όμως, στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, από το γράμμα του άρθρου 57, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/24 προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε την πρόθεση να αναθέσει αποκλειστικά και μόνο στην αναθέτουσα αρχή, κατά το στάδιο της επιλογής των διαγωνιζομένων, το έργο να εκτιμά κατά πόσον ένας υποψήφιος ή ένας διαγωνιζόμενος πρέπει να αποκλειστεί από διαδικασία συνάψεως συμβάσεως.

35

Βάσει των ανωτέρω σκέψεων πρέπει να δοθεί απάντηση στο αιτούν δικαστήριο.

36

Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το άρθρο 80, παράγραφος 5, στοιχείο c, του κώδικα δημοσίων συμβάσεων παρέχει σε μια αναθέτουσα αρχή την εξουσία να αποκλείει από διαδικασία διαγωνισμού οικονομικό φορέα όταν, μεταξύ άλλων, αποδεικνύει, με κατάλληλα μέσα, πρώτον, ότι ο εν λόγω οικονομικός φορέας έχει υποπέσει σε σοβαρά επαγγελματικά παραπτώματα ικανά να θέσουν εν αμφιβόλω την ακεραιότητα ή την αξιοπιστία του, δεύτερον, ότι τα εν λόγω σοβαρά επαγγελματικά παραπτώματα, που μπορούν να προκύπτουν από σοβαρές πλημμέλειες που επιδείχθηκαν κατά την εκτέλεση προηγούμενης δημόσιας συμβάσεως, οδήγησαν σε πρόωρη λύση της συμβάσεως που τον συνέδεε με την αναθέτουσα αρχή ή οδήγησε στην έκδοση καταψηφιστικής αποφάσεως περί καταβολής αποζημιώσεως ή σε άλλες συγκρίσιμες κυρώσεις και, τρίτον, ότι η ως άνω πρόωρη λύση είτε δεν αμφισβητήθηκε δικαστικώς είτε επικυρώθηκε κατά το πέρας δικαστικής διαδικασίας.

37

Είναι πρόδηλο ότι μια εθνική διάταξη όπως το άρθρο 80, παράγραφος 5, στοιχείο c, του κώδικα δημοσίων συμβάσεων δεν είναι ικανή να διατηρήσει την πρακτική αποτελεσματικότητα του προαιρετικού λόγου αποκλεισμού που προβλέπεται στο άρθρο 57, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ ή ζʹ, της οδηγίας 2014/24.

38

Πράγματι, η εξουσία εκτιμήσεως που παρέχει το άρθρο 57, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/24 στην αναθέτουσα αρχή εξουδετερώνεται από το γεγονός και μόνον ότι ένας υποψήφιος ή ένας διαγωνιζόμενος έχει ασκήσει προσφυγή κατά της λύσεως μιας προηγούμενης δημόσιας συμβάσεως της οποίας ήταν συμβαλλόμενο μέρος, ακόμη και αν η συμπεριφορά του φαίνεται αρκούντως πλημμελής ώστε να δικαιολογεί τη λύση της συμβάσεως.

39

Επιπλέον, είναι πρόδηλον ότι ένας κανόνας όπως αυτός του άρθρου 80, παράγραφος 5, στοιχείο c, του κώδικα δημοσίων συμβάσεων δεν παρέχει κίνητρο σε έναν ανάδοχο, τον οποίο αφορά μια απόφαση περί λύσεως προηγούμενης δημόσιας συμβάσεως, για την εκ μέρους του λήψη διορθωτικών μέτρων. Στο μέτρο αυτό, ένας τέτοιος κανόνας ενδέχεται να προσκρούει στις απαιτήσεις του άρθρου 57, παράγραφος 6, της οδηγίας 2014/24.

40

Πράγματι, η εν λόγω οδηγία εισάγει καινοτομία, ιδίως, καθιερώνοντας, στο άρθρο 57, παράγραφος 6, τον μηχανισμό διορθωτικών μέτρων (self-cleaning). Η εν λόγω ρύθμιση, η οποία έχει εφαρμογή επί των οικονομικών φορέων που δεν έχουν αποκλειστεί με τελεσίδικη απόφαση, κατατείνει στο να παρακινήσει έναν οικονομικό φορέα που βρίσκεται σε μια από τις καταστάσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 57, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας να παράσχει αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να βεβαιώσει ότι τα μέτρα που έχει λάβει είναι επαρκή για να αποδείξουν την αξιοπιστία του, παρά τη συνδρομή συναφούς προαιρετικού λόγου αποκλεισμού. Εάν τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία κριθούν επαρκή, ο οικείος οικονομικός φορέας δεν πρέπει να αποκλειστεί από τη διαδικασία συνάψεως συμβάσεως. Για τον σκοπό αυτόν, ο οικονομικός φορέας πρέπει να αποδείξει ότι έχει καταβάλει ή δεσμευθεί να καταβάλει αποζημίωση για τυχόν ζημίες που προκλήθηκαν από το ποινικό αδίκημα ή το παράπτωμα, ότι έχει διευκρινίσει τα γεγονότα και τις περιστάσεις με ολοκληρωμένο τρόπο, συνεργαζόμενος ενεργά με τις ερευνητικές αρχές, και ότι έχει λάβει συγκεκριμένα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα καθώς και μέτρα σε επίπεδο προσωπικού κατάλληλα για την αποφυγή περαιτέρω ποινικών αδικημάτων ή παραπτωμάτων.

41

Συναφώς, τα διορθωτικά μέτρα υπογραμμίζουν, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 44 των προτάσεών του, τη σημασία που αποδίδεται στην αξιοπιστία του οικονομικού φορέα, λαμβανομένου υπόψη ότι το εν λόγω στοιχείο διαπνέει τους λόγους αποκλεισμού που σχετίζονται με τις προϋποθέσεις που αφορούν το πρόσωπο του υποψηφίου.

42

Κατόπιν των ανωτέρω, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει, επομένως, να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 57, παράγραφος 4, στοιχεία γʹ και ζʹ, της οδηγίας 2014/24 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία η άσκηση δικαστικής προσφυγής κατά της αποφάσεως περί λύσεως δημόσιας συμβάσεως που ελήφθη από αναθέτουσα αρχή λόγω σοβαρών πλημμελειών που επιδείχθηκαν κατά την εκτέλεσή της εμποδίζει την αναθέτουσα αρχή που προκηρύσσει νέο διαγωνισμό να προβεί σε οποιαδήποτε αξιολόγηση, κατά το στάδιο της επιλογής των διαγωνιζομένων, σχετικά με την αξιοπιστία του οικονομικού φορέα τον οποίο αφορά η ως άνω λύση.

Επί των δικαστικών εξόδων

43

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 57, παράγραφος 4, στοιχεία γʹ και ζʹ, της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία η άσκηση δικαστικής προσφυγής κατά της αποφάσεως περί λύσεως δημόσιας συμβάσεως που ελήφθη από αναθέτουσα αρχή λόγω σοβαρών πλημμελειών που επιδείχθηκαν κατά την εκτέλεσή της εμποδίζει την αναθέτουσα αρχή που προκηρύσσει νέο διαγωνισμό να προβεί σε οποιαδήποτε αξιολόγηση, κατά το στάδιο της επιλογής των διαγωνιζομένων, σχετικά με την αξιοπιστία του οικονομικού φορέα τον οποίο αφορά η ως άνω λύση.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

Top