EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62017CC0517

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Hogan της 19ης Μαρτίου 2020.
Milkiyas Addis κατά Bundesrepublik Deutschland.
Αίτηση του Bundesverwaltungsgericht για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Πολιτική ασύλου – Κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας – Οδηγία 2013/32/ΕΕ – Άρθρα 14 και 34 – Υποχρέωση παροχής στον αιτούντα διεθνή προστασία της δυνατότητας προσωπικής συνέντευξης πριν από τη λήψη απόφασης περί απαραδέκτου – Παράβαση της υποχρέωσης κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία – Συνέπειες.
Υπόθεση C-517/17.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2020:225

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

GERARD HOGAN

της 19ης Μαρτίου 2020 ( 1 )

Υπόθεση C-517/17

Milkiyas Addis

κατά

Bundesrepublik Deutschland

[αίτηση του Bundesverwaltungsgericht
(Ομοσπονδιακoύ Διοικητικού Δικαστηρίου, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Πολιτική ασύλου – Οδηγία 2013/32/ΕΕ – Κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και την άρνηση χορήγησης διεθνούς προστασίας – Άρθρο 33 – Απαράδεκτες αιτήσεις – Άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ – Απόρριψη αίτησης ασύλου μετά τη χορήγηση διεθνούς προστασίας σε άλλο κράτος μέλος – Άρθρα 14 και 34 – Παράλειψη διενέργειας προσωπικής συνέντευξης – Συνέπειες – Διαδικασίες άσκησης ένδικου βοηθήματος – Άρθρο 46 – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής – Πλήρης και ex nunc εξέταση – Δυνατότητα δικαστηρίου να θεραπεύσει την παράλειψη της αποφαινόμενης αρχής να διενεργήσει προσωπική συνέντευξη»

I. Εισαγωγή

1.

Η εν θέματι αίτηση προδικαστικής απόφασης, υπό την παρούσα μορφή της, έχει ως αντικείμενο την ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας ( 2 ), και της προϊσχύσασας του εν λόγω άρθρου διάταξης, δηλαδή του άρθρου 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα ( 3 ). Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, πριν λάβει απόφαση η αποφαινόμενη αρχή, πρέπει να παρέχεται στον αιτούντα τη χορήγηση διεθνούς προστασίας ή καθεστώτος πρόσφυγα η δυνατότητα προσωπικής συνέντευξης την οποία διενεργεί η ανωτέρω αρχή.

2.

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο πλαίσιο δίκης που εκκρεμεί ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, Γερμανία) μεταξύ του M. Addis και της Bundesrepublik Deutschland (Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας), με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, απόφαση της Bundesamt für Migration und Flüchtlinge (Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Προσφύγων, Γερμανία, στο εξής: Ομοσπονδιακή Υπηρεσία), η οποία εκδόθηκε τον Φεβρουάριο του 2013 και απέρριψε την αίτηση του M. Addis για χορήγηση σε αυτόν του καθεστώτος πρόσφυγα.

3.

Η αίτηση που υπέβαλε στη Γερμανία ο M. Addis για χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα απορρίφθηκε από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία ως απαράδεκτη καθόσον ήδη του είχε χορηγηθεί καθεστώς πρόσφυγα στην Ιταλία. Πάντως, δεν αμφισβητείται ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε κατά παράβαση του δικαιώματος προσωπικής συνέντευξης που απολαύει ο M. Addis, με βάση τόσο το εθνικό όσο και το ενωσιακό δίκαιο, την οποία διενεργεί η αποφαινόμενη αρχή –εν προκειμένω, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία– σχετικά με το παραδεκτό της αίτησής του. Όπως θα δούμε, το κύριο ζήτημα το οποίο τίθεται με την υπό εξέταση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά τις συνέπειες της μη τήρησης μιας σαφούς και επιτακτικής διάταξης της οδηγίας περί των διαδικασιών.

4.

Ακριβώς στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν οι εξαιρέσεις που προβλέπει η οδηγία περί των διαδικασιών, όσον αφορά την υποχρέωση διενέργειας προσωπικής συνέντευξης, απαριθμούνται εξαντλητικά και, ειδικότερα, αν η μη διεξαγωγή της συνέντευξης αυτής πρέπει να επιφέρει την ακύρωση της απόφασης που απέρριψε ως απαράδεκτη την αίτηση του M. Addis να του χορηγηθεί το καθεστώτος πρόσφυγα. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η παράλειψη της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας να διενεργήσει προσωπική συνέντευξη μπορεί –και, αν ναι, υπό ποιες προϋποθέσεις– να θεραπευθεί στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας που κίνησε ο M. Addis αμφισβητώντας τη νομιμότητα της απόφασης που απέρριψε ως απαράδεκτη την αίτησή του χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα.

5.

Το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο) ζήτησε επίσης να διευκρινιστεί αν η περί απαραδέκτου απόφαση της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας πρέπει να ακυρωθεί όταν ο αιτών τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα είχε τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας που ακολούθησε, να προβάλει όλες τις αιτιάσεις και όλα τα επιχειρήματα κατά αυτής της απόφασης απαραδέκτου τα οποία, ακόμη και αν είχαν ληφθεί υπόψη, δεν θα είχαν οδηγήσει στη λήψη διαφορετικής απόφασης.

6.

Πριν παραθέσω τις εφαρμοστέες νομικές διατάξεις και τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης, θα εκθέσω συνοπτικά το κάπως περίπλοκο διαδικαστικό ιστορικό της παρούσας υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι τα ερωτήματα που υπέβαλε το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο) στην παρούσα υπόθεση επικαλύπτονται σε ορισμένο βαθμό –αν και όχι πλήρως– με τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019, Ibrahim κ.λπ. ( 4 ).

II. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

7.

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην παρούσα υπόθεση C-517/17, η οποία περιελάμβανε αρχικώς τρία προδικαστικά ερωτήματα, περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 28 Αυγούστου 2017. Με απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2017, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διέταξε την ένωση των υποθέσεων C-517/17 (η παρούσα υπόθεση), C-540/17 και C-541/17. Στις 4 Απριλίου 2018, αποφασίστηκε να ανασταλεί η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑517/17, C-540/17 και C-541/17 μέχρι την έκδοση απόφασης επί των συνεκδικαζόμενων τότε υποθέσεων C-297/17, C-318/17, C-319/17 και C-438/17.

8.

Στις 26 Μαρτίου 2019, κοινοποιήθηκε στο αιτούν δικαστήριο η απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019, Ibrahim κ.λπ. ( 5 ). Στις 26 Απριλίου 2019, το αιτούν δικαστήριο ανακάλεσε εν μέρει τα προδικαστικά ερωτήματα στις τότε συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-517/17, C-540/17 και C-541/17.

9.

Ειδικότερα, όσον αφορά την υπόθεση C-517/17, το αιτούν δικαστήριο ανακάλεσε το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα που είχε υποβάλει αρχικώς στο Δικαστήριο. Αντικείμενο των ερωτημάτων αυτών ήταν το αν απαγορεύεται σε κράτος μέλος να απορρίψει αίτηση διεθνούς προστασίας ως απαράδεκτη για τον λόγο ότι στον αιτούντα έχει ήδη χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα από άλλο κράτος μέλος, όταν οι συνθήκες διαβίωσης σε αυτό το άλλο κράτος μέλος δεν πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 20 επ. της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας ( 6 ), χωρίς όμως να συνιστούν παράβαση του άρθρου 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

10.

Το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι τα συγκεκριμένα δύο ερωτήματα έλαβαν απάντηση με την απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019, Ibrahim κ.λπ. ( 7 ).

11.

Ωστόσο, με έγγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 2 Μαΐου 2019, το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο) έκρινε ότι με την απόφαση αυτή δεν δόθηκε απάντηση στο τρίτο ερώτημά του στην υπόθεση C-517/17.

12.

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 2019, η υπόθεση C-517/17 χωρίστηκε από τις τότε συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-540/17 και C-541/17 και ήρθη η αναστολή της εκδίκασης όλων των υποθέσεων αυτών. Απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα στις υποθέσεις C-540/17 και C-541/17 δόθηκε με τη διάταξη της 13ης Νοεμβρίου 2019, Hamed κ.λπ. ( 8 ).

13.

Όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση C-517/17, κατόπιν απόφασης του Δικαστηρίου της 1ης Οκτωβρίου 2019, στις 4 Οκτωβρίου 2019 απευθύνθηκε στο αιτούν δικαστήριο αίτηση παροχής διευκρινίσεων. Απάντηση επί της αιτήσεως αυτής περιήλθε στο Δικαστήριο στις 6 Νοεμβρίου 2019 ( 9 ).

14.

Πριν αποφασιστεί η αναστολή εκδίκασης της υπόθεσης C-517/17, γραπτές παρατηρήσεις, επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου) είχαν υποβάλει η Γερμανική, η Γαλλική, η Ουγγρική και η Ολλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Γερμανική, η Ουγγρική και η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή θεωρούν ότι το άρθρο 14, παράγραφος 1, δεν αποκλείει την εφαρμογή εθνικής διάταξης κατά την οποία η παράλειψη προσωπικής συνέντευξης του αιτούντος, σε περίπτωση που η αποφαινόμενη αρχή απορρίπτει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/32, την αίτηση ασύλου ως απαράδεκτη, δεν συνεπάγεται την ακύρωση της απόφασης αυτής, λόγω της ως άνω παράλειψης, αν ο αιτών έχει τη δυνατότητα, στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας, να προβάλει όλες τις περιστάσεις που εναντιώνονται στην απόφαση περί απαραδέκτου οι οποίες, ακόμη και αν λαμβάνονταν υπόψη, δεν θα είχαν οδηγήσει στη λήψη άλλης απόφασης στη συγκεκριμένη υπόθεση.

15.

Αντιθέτως, η Γαλλική Κυβέρνηση θεωρεί, κατ’ ουσίαν, ότι το άρθρο 14 της οδηγίας 2013/32, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της γενικής αρχής του δικαιώματος ακρόασης, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των δικαιωμάτων άμυνας, αποκλείει την εφαρμογή εθνικής διάταξης κατά την οποία η προσβολή του δικαιώματος ακρόασης ενώπιον της αποφαινόμενης, σε πρώτο βαθμό, αρχής, πριν από τη λήψη απόφασης περί απαραδέκτου της αίτησης, βάσει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, δεν συνεπάγεται την ακύρωση της απόφασης αυτής όταν ο αιτών έχει τη δυνατότητα, στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας, να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

16.

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία διεξήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου στις 15 Ιανουαρίου 2020, παρέστησαν ο M. Addis, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή.

III. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

1. Η οδηγία 2013/32

17.

Οι αιτιολογικές σκέψεις 18 και 22 της οδηγίας 2013/32 έχουν ως εξής:

«(18)

Είναι προς το συμφέρον τόσο των κρατών μελών όσο και των αιτούντων διεθνή προστασία να λαμβάνεται απόφαση επί των αιτήσεων το συντομότερο δυνατό, με την επιφύλαξη της διεξαγωγής κατάλληλης και πλήρους εξέτασης.

[…]

(22)

Επίσης, είναι προς το συμφέρον τόσο των κρατών μελών όσο και των αιτούντων να διασφαλίζεται η ορθή αναγνώριση των αναγκών διεθνούς προστασίας ήδη στον πρώτο βαθμό. […]»

18.

Το άρθρο 1 της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι σκοπός της είναι η θέσπιση κοινών διαδικασιών για τη χορήγηση και ανάκληση της διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95 (στο εξής: οδηγία για την αναγνώριση).

19.

Κατά το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/32 ως «αίτηση διεθνούς προστασίας» νοείται η αίτηση παροχής προστασίας από κράτος μέλος που υποβάλλει υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ότι ζητεί καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας και ο οποίος δεν ζητεί ρητώς να του παρασχεθεί άλλη μορφή προστασίας μη εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για την αναγνώριση, δυναμένη να ζητηθεί αυτοτελώς.

20.

Το άρθρο 14 της οδηγίας 2013/32, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προσωπική συνέντευξη», ορίζει:

«1.   Πριν από τη λήψη απόφασης από την αποφαινόμενη αρχή πρέπει να παρέχεται στον αιτούντα η ευκαιρία προσωπικής συνέντευξης σχετικά με την αίτηση διεθνούς προστασίας του με πρόσωπο αρμόδιο, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, για τη διεξαγωγή ανάλογων συνεντεύξεων. Οι προσωπικές συνεντεύξεις επί της ουσίας της αίτησης διεθνούς προστασίας διεξάγονται από το προσωπικό της αποφαινόμενης αρχής. […]

Όταν ταυτόχρονες αιτήσεις διεθνούς προστασίας από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών καθιστούν αδύνατη στην πράξη την έγκαιρη διεξαγωγή συνεντεύξεων επί της ουσίας κάθε αίτησης από την αποφαινόμενη αρχή, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι το προσωπικό διαφορετικής αρχής μπορεί προσωρινά να συμμετάσχει στη διενέργεια των συνεντεύξεων αυτών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το προσωπικό της εν λόγω διαφορετικής αρχής λαμβάνει εκ των προτέρων σχετική κατάρτιση η οποία περιλαμβάνει τα στοιχεία που αναγράφονται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 στοιχεία α) έως ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 439/2010 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 2010, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (ΕΕ 2010, L 132, σ. 11)]. Τα πρόσωπα τα οποία διενεργούν προσωπικές συνεντεύξεις αιτούντων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία διαθέτουν επίσης γενική γνώση των προβλημάτων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την ικανότητα του αιτούντος για συνέντευξη, όπως ενδείξεις ότι ο αιτών μπορεί να έχει υποστεί βασανισμό κατά το παρελθόν.

[…]

2.   Η προσωπική συνέντευξη επί της ουσίας της αίτησης μπορεί να παραλειφθεί όταν:

α)

η αποφαινόμενη αρχή δύναται να λάβει θετική απόφαση όσον αφορά το καθεστώς του πρόσφυγα βάσει των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων· ή

β)

η αποφαινόμενη αρχή θεωρεί ότι ο αιτών είναι ανίκανος ή δεν μπορεί να συμμετάσχει σε συνέντευξη, για λόγους που οφείλονται σε μόνιμες καταστάσεις ανεξάρτητες από τη θέλησή του. Εάν υπάρχουν αμφιβολίες, η αποφαινόμενη αρχή συμβουλεύεται επαγγελματία του τομέα της υγείας για να εξακριβώσει κατά πόσον η κατάσταση λόγω της οποίας ο αιτών είναι ανίκανος ή δεν δύναται να συμμετάσχει σε συνέντευξη είναι προσωρινή ή μόνιμη.

Όταν δεν διεξάγεται προσωπική συνέντευξη σύμφωνα με το στοιχείο β) ή, ενδεχομένως, με τον εξαρτώμενο, πρέπει να καταβάλλονται εύλογες προσπάθειες ώστε να δίνεται η δυνατότητα στον αιτούντα ή στον εξαρτώμενο να υποβάλλουν συμπληρωματικά στοιχεία.

3.   Η έλλειψη προσωπικής συνέντευξης σύμφωνα με το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει την αποφαινόμενη αρχή να λαμβάνει απόφαση επί αιτήσεως διεθνούς προστασίας.

4.   Η έλλειψη προσωπικής συνέντευξης δυνάμει της παραγράφου 2, στοιχείο β) δεν επιδρά δυσμενώς στην απόφαση της αποφαινόμενης αρχής.

[…]»

21.

Το άρθρο 15 της οδηγίας 2013/32, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προϋποθέσεις της προσωπικής συνέντευξης», ορίζει:

«[…]

2.   Η προσωπική συνέντευξη πρέπει να διεξάγεται υπό συνθήκες που να εξασφαλίζουν τη δέουσα εμπιστευτικότητα.

3.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι οι προσωπικές συνεντεύξεις διεξάγονται σε συνθήκες που επιτρέπουν στους αιτούντες να εκθέσουν διεξοδικά τους λόγους των αιτήσεών τους. Για αυτό το σκοπό, τα κράτη μέλη:

[…]

β)

οσάκις είναι εφικτό, προβλέπουν ότι η συνέντευξη με τον αιτούντα διεξάγεται από πρόσωπο του ίδιου φύλου, εφόσον το ζητήσει ο αιτών, εκτός εάν η αποφαινόμενη αρχή θεωρεί ευλόγως ότι η εν λόγω αίτηση βασίζεται σε λόγους που δεν συνδέονται με τη δυσκολία του αιτούντος να παρουσιάσει τους λόγους της αίτησής του κατά τρόπο περιεκτικό·

[…]».

22.

Το άρθρο 25 της οδηγίας 2013/32, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εγγυήσεις για τους ασυνόδευτους ανηλίκους», ορίζει:

«1.   Για όλες τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 14 έως 17, τα κράτη μέλη:

[…]

β)

μεριμνούν ώστε να παρέχεται η ευκαιρία στον εκπρόσωπο να ενημερώνει τον ασυνόδευτο ανήλικο σχετικά με το νόημα και τις πιθανές συνέπειες της προσωπικής συνέντευξης και, εφόσον ενδείκνυται, σχετικά με τον τρόπο που θα πρέπει να προετοιμασθεί για την προσωπική συνέντευξη. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο εκπρόσωπος και/ή ο νομικός ή άλλος σύμβουλος που αναγνωρίζεται ή του επιτρέπεται με την ιδιότητα αυτή βάσει του εθνικού δικαίου να παρίστανται στην εν λόγω προσωπική συνέντευξη και να έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν ερωτήσεις ή παρατηρήσεις, εντός του πλαισίου που ορίζει ο διεξάγων τη συνέντευξη.

[…]

3.   Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε:

α)

εάν ένας ασυνόδευτος ανήλικος έχει κληθεί σε προσωπική συνέντευξη για την αίτησή του για διεθνή προστασία όπως ορίζεται στα άρθρα 14 έως 17 και στο άρθρο 34, η συνέντευξη αυτή να διεξάγεται από πρόσωπο που έχει τις απαραίτητες γνώσεις για τις ειδικές ανάγκες των ανηλίκων·

[…]».

23.

Το άρθρο 33 της οδηγίας 2013/32, το οποίο φέρει τον τίτλο «Περιπτώσεις απαράδεκτων αιτήσεων», ορίζει τα εξής:

«1.   Πέραν των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (ΕΕ 2013, L 180, σ. 31)], τα κράτη μέλη δεν οφείλουν να εξετάζουν εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για διεθνή προστασία σύμφωνα με την [οδηγία για την αναγνώριση] όταν μια αίτηση θεωρείται ως απαράδεκτη δυνάμει του παρόντος άρθρου.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να θεωρήσουν αίτηση για διεθνή προστασία ως απαράδεκτη μόνο εάν:

α)

η διεθνής προστασία έχει χορηγηθεί από άλλο κράτος μέλος·

[…]».

24.

Το άρθρο 34 της οδηγίας 2013/32, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ειδικοί κανόνες σχετικά με τη συνέντευξη για το παραδεκτό της αίτησης», προβλέπει τα εξής:

«1.   Πριν από τη λήψη απόφασης από την αποφαινόμενη αρχή για το παραδεκτό αίτησης διεθνούς προστασίας, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στους αιτούντες να εκθέσουν τις απόψεις τους σχετικά με την εφαρμογή των λόγων που προβλέπει το άρθρο 33 στην περίπτωσή τους. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη προβαίνουν σε προσωπική συνέντευξη σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης. Τα κράτη μέλη δύνανται κατ’ εξαίρεση να μην εφαρμόσουν την παρούσα διάταξη μόνο σύμφωνα με το άρθρο 42 σε περιπτώσεις μεταγενέστερων αιτήσεων.

Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της παρούσας οδηγίας και του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013.

[…]»

25.

Το άρθρο 51, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32 ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με τα άρθρα 1 έως 30, το άρθρο 31 παράγραφοι 1, 2 και 6 έως 9, τα άρθρα 32 έως 46, τα άρθρα 49 και 50 και το παράρτημα I έως τις 20 Ιουλίου 2015 το αργότερο. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο αυτών των μέτρων.»

26.

Κατά το άρθρο 52, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2013/32:

«Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 51 παράγραφος 1 στις αιτήσεις διεθνούς προστασίας που κατατίθενται και στις διαδικασίες ανάκλησης διεθνούς προστασίας που κινούνται μετά την 20ή Ιουλίου 2015 ή σε προηγούμενη ημερομηνία. Αιτήσεις που υποβάλλονται πριν από την 20ή Ιουλίου 2015 και διαδικασίες για την ανάκληση του καθεστώτος του πρόσφυγα που κινούνται πριν από την εν λόγω ημερομηνία διέπονται από τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θεσπίσθηκαν δυνάμει της οδηγίας 2005/85/ΕΚ.»

27.

Το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι η οδηγία 2005/85 καταργείται για τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την οδηγία 2013/32 από τις 21 Ιουλίου 2015, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά την προθεσμία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 2005/85, προθεσμίας που εμφαίνεται στο παράρτημα II, μέρος B, της οδηγίας 2013/32.

28.

Το άρθρο 54 της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι η εν λόγω οδηγία αρχίζει να ισχύει την 20ή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις 29 Ιουνίου 2013.

Β.   Η εθνική νομοθεσία

29.

Κατά το αιτούν το δικαστήριο, τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης της κύριας δίκης διέπονται από τις διατάξεις του Asylgesetz (νόμου περί ασύλου, στο εξής: AsylG), όπως δημοσιεύθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2008 ( 10 ) και τροποποιήθηκε με τον Fünfzigste Gesetz zur Änderung des Strafgesetzbuches – Verbesserung des Schutzes der sexuellen Selbstbestimmung (50ό νόμο για την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα – Βελτίωση της Προστασίας του Σεξουαλικού Αυτοπροσδιορισμού, στο εξής: StrÄndG 50) στις 4 Νοεμβρίου 2016 ( 11 ).

30.

Το άρθρο 24 του AsylG έχει ως εξής:

«(1)   Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία διακριβώνει τα πραγματικά περιστατικά και συλλέγει τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία. [...] Σε αυτήν απόκειται η προσωπική ακρόαση του αλλοδαπού. Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία δύναται να μην προβεί σε ακρόαση όταν σκοπεύει να αναγνωρίσει καθεστώς πρόσφυγα στον αλλοδαπό ή όταν ο αλλοδαπός δηλώνει ότι εισήλθε στο ομοσπονδιακό έδαφος προερχόμενος από ασφαλή τρίτη χώρα […].

[…]»

31.

Το άρθρο 29 του AsylG, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 του Integrationsgesetz (νόμου περί κοινωνικής ένταξης), της 31ης Ιουλίου 2016, με ισχύ από τις 6 Αυγούστου 2016 ( 12 ), ορίζει:

«(1)   Αίτηση ασύλου είναι απαράδεκτη εάν:

[…]

2.

άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ήδη χορηγήσει στον αλλοδαπό διεθνή προστασία […]

[…]».

32.

Το άρθρο 36 του AsylG, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαδικασία σε περίπτωση αίτησης ασύλου η οποία είναι απαράδεκτη βάσει του άρθρου 29, παράγραφος 1, σημεία 2 και 4, ή προδήλως αβάσιμη», ορίζει τα εξής:

«(1)   Στις περιπτώσεις στις οποίες η αίτηση ασύλου είναι απαράδεκτη βάσει του άρθρου 29, παράγραφος 1, σημεία 2 και 4, ή προδήλως αβάσιμη, τάσσεται στον αλλοδαπό προθεσμία μιας εβδομάδας προκειμένου να εγκαταλείψει τη χώρα.

(2)   Κοινοποιώντας την απόφαση, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία διαβιβάζει στους ενδιαφερόμενους αντίγραφο του σχετικού με την αίτηση ασύλου φακέλου τους. Ο διοικητικός φάκελος διαβιβάζεται αμελλητί, μαζί με την απόδειξη κοινοποίησης, στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο.

(3)   Τα κατά το άρθρο 80, παράγραφος 5, του κώδικα διοικητικής δικονομίας ένδικα βοηθήματα κατά της διαταγής να εγκαταλειφθεί η επικράτεια επί ποινή απέλασης ασκούνται εντός προθεσμίας μιας εβδομάδας από την κοινοποίηση· η απόφαση της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας επισυνάπτεται στο δικόγραφο του ένδικου βοηθήματος. Ο αλλοδαπός ενημερώνεται σχετικώς. Το άρθρο 58 του κώδικα διοικητικής δικονομίας έχει κατ’ αναλογίαν εφαρμογή. Η απόφαση λαμβάνεται στο πλαίσιο έγγραφης διαδικασίας· επ’ ακροατηρίου συζήτηση στο πλαίσιο της εξέτασης του ένδικου βοηθήματος δεν επιτρέπεται. Η απόφαση λαμβάνεται εντός προθεσμίας μιας εβδομάδας από το πέρας της προθεσμίας της παραγράφου 1. Το επιληφθέν τμήμα του διοικητικού δικαστηρίου δύναται να παρατείνει κάθε φορά κατά μία εβδομάδα την προθεσμία της πέμπτης περιόδου. Η δεύτερη και κάθε επόμενη παράταση της προθεσμίας επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν το δικαστήριο δεν είναι σε θέση να εκδώσει συντομότερα απόφαση λόγω ασυνήθιστα μεγάλου φόρτου εργασίας. Αν το ένδικο βοήθημα έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, δεν επιτρέπεται απέλαση πριν από την απόφαση του δικαστηρίου. Η απόφαση θεωρείται ότι εκδόθηκε όταν, άπαξ έχουν τεθεί όλες οι υπογραφές, το διατακτικό της έχει περιέλθει στη γραμματεία του τμήματος. Εντός προθεσμίας μιας εβδομάδας από την κοινοποίηση πρέπει να κατατίθενται επίσης οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων κατά της διάρκειας της απαγόρευσης εισόδου και διαμονής που η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία έχει επιβάλει σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του Aufenthaltsgesetz (νόμου περί διαμονής) καθώς και κατά της διαταγής και προθεσμίας του άρθρου 11, παράγραφος 7, του ως άνω νόμου. Η κατάθεση αίτησης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διαταγής να εγκαταλειφθεί η επικράτεια επί ποινή απέλασης.

(4)   Διαταγή αναστολής της απέλασης δύναται να εκδοθεί μόνον αν υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης. Πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δεν είχαν προβάλει οι ενδιαφερόμενοι δεν λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν είναι πασίδηλα ή γνωστά στο δικαστήριο. Στην περίπτωση που η απόφαση θα καθυστερούσε, το δικαστήριο δύναται να μη λάβει υπόψη επιχείρημα το οποίο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 25, παράγραφος 3, δεν ελήφθη υπόψη κατά τη διοικητική διαδικασία, καθώς και πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 25, παράγραφος 2, που ο αλλοδαπός δεν επικαλέστηκε κατά τη διοικητική διαδικασία.»

33.

Το άρθρο 77, παράγραφος 1, του AsylG ορίζει:

«Στις διαφορές που διέπονται από τον παρόντα νόμο, το δικαστήριο στηρίζεται στη νομική και πραγματική κατάσταση που υφίστατο κατά τον χρόνο της τελευταίας επ’ ακροατηρίου συζήτησης· αν της απόφασης δεν προηγήθηκε επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κρίσιμος είναι ο χρόνος έκδοσης της απόφασης […]».

34.

Το άρθρο 46 του Verwaltungsverfahrensgesetz (νόμου περί διοικητικής δικονομίας, στο εξής: VwVfG), της 25ης Μαΐου 1976, του οποίου η πλέον πρόσφατη δημοσίευση πραγματοποιήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2003 ( 13 ), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του Viertes Gesetz zur Änderung verwaltungsverfahrensrechtlicher Vorschriften (τέταρτου νόμου για την τροποποίηση διατάξεων της διοικητικής δικονομίας) της 11ης Δεκεμβρίου 2008 ( 14 ), έχει ως εξής:

«Η ακύρωση διοικητικής πράξης που δεν πάσχει ακυρότητα […] δεν μπορεί να ζητηθεί για τον λόγο και μόνον ότι εκδόθηκε κατά παράβαση των κανόνων που αφορούν τη διαδικασία, τον τύπο ή την κατά τόπον αρμοδιότητα, όταν είναι πρόδηλο ότι η παράβαση αυτή δεν επηρέασε την απόφαση επί της ουσίας.»

35.

Το άρθρο 80 του Verwaltungsgerichtsordnung (κώδικα διοικητικής δικονομίας, στο εξής: VwGo), του οποίου η πλέον πρόσφατη δημοσίευση πραγματοποιήθηκε στις 19 Μαρτίου 1991 ( 15 ), όπως έχει μετά την πρόσφατη τροποποίηση που επήλθε με το άρθρο 9 του Gesetz zur Umsetzung der Dienstleistungsrichtlinie in der Justiz und zur Änderung weiterer Vorschriften (νόμου για τη μεταφορά, στο δικαστικό σύστημα, της οδηγίας περί υπηρεσιών και για την τροποποίηση άλλων διατάξεων) της 22ας Δεκεμβρίου 2010 ( 16 ), ορίζει:

«(1)   Η ανακοπή και η προσφυγή ακυρώσεως έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα ισχύει επίσης για τις διαπλαστικές και για τις διαπιστωτικές διοικητικές πράξεις, καθώς και για τις διοικητικές πράξεις που έχουν διττό αποτέλεσμα (άρθρο 80a).

[…]

(5)   Το δικαστήριο που έχει επιληφθεί επί της ουσίας δύναται, κατόπιν αίτησης, να διατάξει ανασταλτικό αποτέλεσμα εν όλω ή εν μέρει στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2, σημεία 1 έως 3, ενώ δύναται να διατάξει την αποκατάστασή του εν όλω ή εν μέρει στην περίπτωση που προβλέπεται στην παράγραφο 2, σημείο 4. Η αίτηση αναστολής είναι παραδεκτή ακόμη και πριν από την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως. Αν η διοικητική πράξη έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης, το δικαστήριο δύναται να διατάξει την ακύρωση της εφαρμογής. Η αποκατάσταση του ανασταλτικού αποτελέσματος δύναται να εξαρτηθεί από την παροχή εγγύησης ή από άλλους όρους. Δύναται επίσης να διαταχθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα.

[…]»

36.

Το άρθρο 86 του VwGO προβλέπει τα εξής:

«(1)   Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά· επιτρέπει στους διαδίκους να μετάσχουν στην εξέτασή του. Δεν δεσμεύεται από τους ισχυρισμούς και τις αιτήσεις των διαδίκων για τη διεξαγωγή αποδείξεων.

[…]»

IV. Η διαφορά της κύριας δίκης και η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως

37.

Ο M. Addis ισχυρίζεται ότι είναι υπήκοος Ερυθραίας ( 17 ). Το 2009, ωστόσο, υπέβαλε στις ιταλικές αρχές αίτηση ασύλου δηλώνοντας για τον σκοπό της αίτησης διαφορετικά στοιχεία ταυτότητας και διαφορετική ημερομηνία γέννησης και καταχωρίστηκε ως υπήκοος Αιθιοπίας. Η αίτησή του αυτή ευδοκίμησε: του δόθηκε δελτίο ταυτότητας και του χορηγήθηκε άδεια παραμονής μέχρι τον Φεβρουάριο του 2015. Ο προσφεύγων παρέμεινε στην Ιταλία μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2011, όταν ταξίδεψε στη Γερμανία και ζήτησε εκεί καθεστώς πρόσφυγα.

38.

Μολονότι, προηγουμένως, αρνήθηκε ότι είχε εισέλθει σε οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, κατόπιν ανάλυσης των δακτυλικών αποτυπωμάτων του προέκυψε ότι αρχικώς είχε υποβάλει αίτηση στην Ιταλία. Λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες αυτές, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία απέρριψε, στις 18 Φεβρουαρίου 2013, την αίτηση ασύλου του M. Addis, για τον λόγο ότι αυτός εισήλθε στη Γερμανία από ασφαλή τρίτη χώρα, και διέταξε την απέλασή του στην Ιταλία.

39.

Ωστόσο, πριν από την έκδοση της απόφασης αυτής, ο Μ. Addis στερήθηκε τη δυνατότητα προσωπικής συνέντευξης, κατά παράβαση, μεταξύ άλλων, του εφαρμοστέου εθνικού νόμου περί ασύλου. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι ο Μ. Addis δεν ρωτήθηκε «για τους λόγους για τους οποίους διώκεται ούτε για τη διαμονή του στην Ιταλία ούτε για το καθεστώς πρόσφυγα που του χορηγήθηκε εκεί».

40.

Η προσφυγή που ο M. Addis άσκησε κατά της απόφασης της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας απορρίφθηκε από το Verwaltungsgericht Minden (διοικητικό δικαστήριο του Minden, Γερμανία) στις 15 Απριλίου 2013. Στη συνέχεια, κατά της απόφασης αυτής άσκησε έφεση ενώπιον του Oberverwaltungsgericht Münster (ανώτερου διοικητικού δικαστηρίου του Münster, Γερμανία). Στις 19 Μαΐου 2016, το Oberverwaltungsgericht Münster (ανώτερο διοικητικό δικαστήριο του Münster) ακύρωσε τη διαταγή απέλασης για τον λόγο ότι δεν ήταν σαφές αν η Ιταλία θα συναινούσε να αναλάβει τον M. Addis. Το δικαστήριο αυτό εκτίμησε, ωστόσο, ότι πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή κατά της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του M. Addis να του χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα.

41.

Ο M. Addis κατέθεσε αίτηση αναίρεσης της απόφασης του Oberverwaltungsgericht Münster (ανώτερου διοικητικού δικαστηρίου του Münster) ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου). Ενώπιον του τελευταίου δικαστηρίου προέβαλε, ειδικότερα, ότι η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία δεν είχε το δικαίωμα να του στερήσει τη δυνατότητα προσωπικής συνέντευξης πριν εκδώσει την απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 2013.

42.

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστήριξε ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου) ότι η αίτηση του M. Addis να του χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα ήταν, εν πάση περιπτώσει, απαράδεκτη, βάσει του άρθρου 29, παράγραφος 1, σημείο 2, του AsylG, για τον λόγο ότι ήδη του είχε χορηγηθεί το καθεστώτος πρόσφυγα στην Ιταλία. Θεώρησε ότι η παράλειψη διενέργειας προσωπικής συνέντευξης δεν πρέπει να εμποδίζει την αποφαινόμενη αρχή να αποφασίζει επί αίτησης ασύλου.

43.

Το αιτούν δικαστήριο –το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο)– θεωρεί αναγκαίο να προσδιορισθούν οι συνέπειες της παράβασης της υποχρέωσης διενέργειας προσωπικής συνέντευξης όσον αφορά το κύρος της απόφασης με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η αίτηση χορήγησης καθεστώτος πρόσφυγα. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι πρέπει να διευκρινιστεί το ζήτημα αυτό, ιδίως όταν ο αιτών έχει τη δυνατότητα να εκθέσει, στο πλαίσιο δίκης επί προσφυγής, όλα τα νομικά και πραγματικά στοιχεία που αμφισβητούν την προσβαλλόμενη απόφαση και, παρά ταύτα, τα στοιχεία αυτά δεν θα οδηγούσαν στην ακύρωση της εν λόγω απόφασης.

44.

Δεδομένου ότι η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία δεν τήρησε την υποχρέωση διεξαγωγής προσωπικής συνέντευξης, όπως ορίζουν το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85 και τα άρθρα 14, παράγραφος 1, και 34 της οδηγίας 2013/32, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει το πεδίο των εξαιρέσεων του άρθρου 12, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2005/85 και του άρθρου 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32, και να διευκρινίσει αν οι εξαιρέσεις αυτές απαριθμούνται εξαντλητικά ή αν, λαμβανομένης υπόψη της διαδικαστικής αυτοτέλειας των κρατών μελών, το δίκαιο της Ένωσης επιτρέπει να προβλέπουν ρητώς περαιτέρω εξαιρέσεις στο εθνικό δίκαιο.

45.

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, στο εθνικό δίκαιο, κατά το άρθρο 46 του VwVfG η παράλειψη διεξαγωγής προσωπικής συνέντευξης αξιολογείται ως ήσσων πλημμέλεια όταν είναι προφανές ότι η παράλειψη αυτή ουδόλως επηρέασε επί της ουσίας την απόφαση που εκδόθηκε. Υποστηρίζει επίσης ότι η απόφαση απαραδέκτου, η οποία εκδίδεται βάσει του άρθρου 29, παράγραφος 1, σημείο 2, του AsylG, είναι απόφαση σχετικά με την οποία δεν υπάρχει διακριτική ευχέρεια. Στις περιπτώσεις αυτές, η παράλειψη της προσωπικής συνέντευξης δεν έχει συνέπειες, δεδομένου ότι η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία και, ακολούθως, τα διοικητικά δικαστήρια υποχρεούνται να εξετάζουν όλες τις προϋποθέσεις εφαρμογής της επίμαχης νομικής διάταξης. Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στη νομολογία ενός τμήματος του Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, Γερμανία) ( 18 ), κατά την οποία το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 46 του VwVfG περιορίζεται από το γεγονός ότι το άρθρο 14, παράγραφος 2, και το άρθρο 34, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32 προβλέπουν εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσωπικής συνέντευξης και, επομένως, θεσπίζουν συναφώς ένα ειδικό διαδικαστικό κανονιστικό πλαίσιο το οποίο διέπει το ζήτημα κατά τρόπο εξαντλητικό.

46.

Όσον αφορά την ειδική περίπτωση του Μ. Addis, το αιτούν δικαστήριο σημείωσε ότι η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία και, εν συνεχεία, τα διοικητικά δικαστήρια υποχρεούνται να εξετάζουν αν οι συνθήκες διαβίωσης ενός προσώπου στο οποίο έχει χορηγηθεί καθεστώς πρόσφυγα στην Ιταλία πληρούν, μεταξύ άλλων, τις απαιτήσεις του άρθρου 4 του Χάρτη.

47.

Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο εξέθεσε λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο τα κατώτερα δικαστήρια απέρριψαν το αίτημα του M. Addis για ακύρωση της απόφασης της 18ης Φεβρουαρίου 2013 της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας αφότου εξέτασαν αυτεπαγγέλτως το ζήτημα καθώς και τους ισχυρισμούς τόσο του M. Addis όσο και της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας ( 19 ), όσον αφορά τις συνθήκες διαβίωσης που ο αιτών θα αντιμετώπιζε στην Ιταλία.

48.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τρία προδικαστικά ερωτήματα.

49.

Το τρίτο ερώτημα, το οποίο είναι το μοναδικό προδικαστικό ερώτημα που δεν ανακλήθηκε από το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο) υπό το πρίσμα της απόφασης της 19ης Μαρτίου 2019, Ibrahim κ.λπ. ( 20 ), έχει ως εξής:

«Έχουν το άρθρο 14, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας [περί διαδικασιών] ή η προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 12, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας [2005/85] την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτά εθνική διάταξη, σύμφωνα με την οποία η απόρριψη αίτησης ασύλου ως απαράδεκτης, δυνάμει της εξουσιοδότησης του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας [περί διαδικασιών] ή της προϊσχύσασας διάταξης του άρθρου 25, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας [2005/85], χωρίς να έχει προηγηθεί προσωπική συνέντευξη με τον αιτούντα, δεν συνεπάγεται την ακύρωση της απόφασης αυτής λόγω παράλειψης της συνέντευξης, εφόσον ο αιτών έχει την ευκαιρία να προβάλει στο πλαίσιο της διαδικασίας προσφυγής όλα τα στοιχεία που αποκλείουν τη λήψη απορριπτικής απόφασης, χωρίς ωστόσο να μπορούν τα στοιχεία αυτά να οδηγήσουν σε επί της ουσίας τροποποίηση της εν λόγω απόφασης;»

50.

Μπορούμε τώρα να προχωρήσουμε στην εξέταση του συγκεκριμένου ερωτήματος.

V. Eφαρμογή ratione temporis

51.

Πρέπει να υπομνησθεί ότι ο M. Addis ζήτησε να του χορηγηθεί καθεστώς πρόσφυγα στη Γερμανία τον Σεπτέμβριο του 2011 και ότι η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας τον Φεβρουάριο του 2013. Εν προκειμένω, αμφισβητείται ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου η νομιμότητα της απόφασης αυτής.

52.

Στην αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως, το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο) παραπέμπει τόσο στην οδηγία 2005/85 όσο και στην οδηγία 2013/32.

53.

Όσον αφορά την εφαρμογή ratione temporis των σχετικών νομικών διατάξεων του εθνικού δικαίου στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του, το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο) διευκρίνισε ότι, κατά πάγια νομολογία του, οι νομικές εξελίξεις μετά την έκδοση απόφασης επί έφεσης πρέπει, υπό ορισμένες περιστάσεις, να λαμβάνονται υπόψη από το ίδιο. Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ασύλου, το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο) βεβαίωσε ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 77, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του AsylG, πρέπει να στηρίξει την απόφασή του στη νομική και πραγματική κατάσταση που υφίστατο κατά την τελευταία επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου αυτού τον Μάιο του 2016.

54.

Συναφώς, το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο) εξέθεσε ότι το άρθρο 29 του AsylG, όπως τροποποιήθηκε, με ισχύ από τις 6 Αυγούστου 2016, με το άρθρο 6 του Integrationsgesetz (νόμου περί κοινωνικής ένταξης), το οποίο φέρει τον τίτλο «Απαράδεκτες αιτήσεις», έχει εφαρμογή στην ενώπιόν του διαδικασία ( 21 ). Επιπλέον, προκύπτει ότι τα επίμαχα στην κύρια δίκη πραγματικά περιστατικά διέπονται από τις διατάξεις του AsylG, όπως δημοσιεύθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2008 και τροποποιήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2016 ( 22 ).

55.

Το άρθρο 51, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32 επιβάλλει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με τα άρθρα 1 έως 30, το άρθρο 31 παράγραφοι 1, 2 και 6 έως 9, τα άρθρα 32 έως 46, τα άρθρα 49 και 50 και το παράρτημα I της οδηγίας αυτής το αργότερο στις 20 Ιουλίου 2015. Ωστόσο, δυνάμει του άρθρου 52, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2013/32, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 51, παράγραφος 1, στις αιτήσεις διεθνούς προστασίας που κατατίθενται «μετά την 20ή Ιουλίου 2015 ή σε προηγούμενη ημερομηνία». Αποτελεί πάγια νομολογία ότι, προσθέτοντας τις λέξεις «ή σε προηγούμενη ημερομηνία» στο άρθρο 52, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, ο νομοθέτης της Ένωσης επιδίωξε να παράσχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να εφαρμόσουν τις εθνικές διατάξεις μεταφοράς της οδηγίας αυτής αμέσως στις αιτήσεις διεθνούς προστασίας που κατατέθηκαν πριν από τις 20 Ιουλίου 2015 ( 23 ).

56.

Με δεδομένο ότι ο Μ. Addis υπέβαλε αίτηση χορήγησης καθεστώτος πρόσφυγα στη Γερμανία τον Σεπτέμβριο του 2011, η αίτησή του για διεθνή προστασία υποβλήθηκε πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2013/32 στις 19 Ιουλίου 2013, και μάλιστα πολύ πριν από την τελευταία ημερομηνία κατά την οποία η εν λόγω οδηγία έπρεπε να μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο, δηλαδή στις 20 Ιουλίου 2015.

57.

Ωστόσο, υπό την επιφύλαξη της εξακρίβωσης από το αιτούν δικαστήριο, προκύπτει ότι δυνάμει του άρθρου 77, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του AsylG, εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης έχουν οι διατάξεις του εθνικού δικαίου που μεταφέρουν ή μπορούν να μεταφέρουν ( 24 ) την οδηγία 2013/32 στο εσωτερικό δίκαιο ( 25 ).

58.

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στη σκέψη 74 της απόφασης της 19ης Μαρτίου 2019, Ibrahim κ.λπ. ( 26 ), το Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 52, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2013/32, το οποίο θεσπίζει μεταβατικές διατάξεις όσον αφορά την εφαρμογή της νομοθεσίας που μεταφέρει την εν λόγω οδηγία στην εσωτερική έννομη τάξη, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει σε κράτος μέλος να προβλέψει την άμεση εφαρμογή της διάταξης του εθνικού δικαίου, η οποία μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη τη συγκεκριμένη οδηγία, επί των αιτήσεων ασύλου επί των οποίων δεν έχει ακόμη εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση και οι οποίες υποβλήθηκαν πριν από τις 20 Ιουλίου 2015 και πριν από την έναρξη ισχύος της σχετικής εθνικής διάταξης ( 27 ). Μολονότι το Δικαστήριο δεν κλήθηκε να αποσαφηνίσει τι ακριβώς σήμαινε η αναφορά σε «αμετάκλητη απόφαση» στο πλαίσιο αυτό, εντούτοις θα ερμήνευα τη φράση αυτή υπό την έννοια της τελικής απόφασης των αρμόδιων διοικητικών αρχών (εν προκειμένω, της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας) σχετικά με την αίτηση διεθνούς προστασίας, σε αντιδιαστολή με κάθε μεταγενέστερη ένδικη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας αμφισβητήθηκε η απόφαση παροχής ή μη παροχής προστασίας.

59.

Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, επισημαίνεται ότι τελική απόφαση επί της αίτησης ασύλου του M. Addis εκδόθηκε από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία τον Φεβρουάριο του 2013. Με άλλα λόγια, αρκετούς μήνες πριν δημοσιευθεί η οδηγία 2013/32 στην Επίσημη Εφημερίδα τον Ιούνιο του 2013 και πριν από την έναρξη ισχύος της τον επόμενο μήνα ( 28 ). Υπό τις συνθήκες αυτές, θεωρώ ότι η επίσπευση της εφαρμογής της οδηγίας 2013/32, όπως επιτρέπει το άρθρο 52 της οδηγίας αυτής (και όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο στην απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019, Ibrahim κ.λπ.) ( 29 ), απλά δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω. Μολονότι η απόφαση εκείνη επέτρεψε την επίσπευση της εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας σε αποφάσεις οι οποίες ήταν εκκρεμείς πριν από την τελευταία ημέρα μεταφοράς, ήτοι στις 20 Ιουλίου 2015 ( 30 ), εφόσον τούτο προβλεπόταν από το σχετικό εθνικό δίκαιο, η αρχή αυτή δεν έχει εφαρμογή όταν η τελική διοικητική απόφαση εκδόθηκε πριν ακόμη δημοσιευθεί η εν λόγω οδηγία. Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι η προϊσχύσασα μορφή της οδηγίας περί των διαδικασιών, δηλαδή η οδηγία 2005/85, είναι αυτή που έχει εφαρμογή ratione temporis στην παρούσα υπόθεση.

60.

Παρατηρώ, ωστόσο, ότι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση όλοι οι μετέχοντες στην προδικαστική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένου του M. Addis, εκτίμησαν διαφορετικά το ζήτημα της εφαρμογής ratione temporis των εν λόγω οδηγιών και ισχυρίστηκαν ότι η μεταγενέστερη οδηγία, ήτοι η οδηγία 2013/32, είναι αυτή που διέπει, στην πραγματικότητα, την παρούσα υπόθεση. Μολονότι, με όλο τον σεβασμό, διατηρώ την άποψή μου ότι τούτο δεν ισχύει, λαμβανομένης υπόψη της ομόφωνης στάσης των μετεχόντων στην προδικαστική διαδικασία, σε συνδυασμό με την προσέγγιση την οποία ακολούθησε το αιτούν δικαστήριο, προτίθεμαι, ως εκ τούτου, να συνεχίσω, στο υπόλοιπο τμήμα των παρουσών προτάσεων, λαμβάνοντας ως βάση ότι η υπό κρίση υπόθεση διέπεται, όντως, από την οδηγία 2013/32. Επομένως, θα θεωρήσω ότι στο πλαίσιο της κύριας δίκης έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 30, το άρθρο 31, παράγραφοι 1, 2 και 6 έως 9, τα άρθρα 32 έως 46, τα άρθρα 49 και 50 και το παράρτημα I της οδηγίας 2013/32.

VI. Ανάλυση

Α.   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

61.

Το δικαίωμα προσωπικής συνέντευξης υφίσταται όχι μόνον όταν η αποφαινόμενη αρχή προτίθεται να αποφανθεί επί της ουσίας μιας αίτησης διεθνούς προστασίας αλλά και όταν σκοπεύει, όπως στην περίπτωση του M. Addis, να εκδώσει απόφαση περί απαραδέκτου μιας τέτοιας αίτησης, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 33 της οδηγίας 2013/32. Συναφώς, τόσο το άρθρο 14 όσο και το άρθρο 34 της οδηγίας 2013/32 ( 31 ) ρητώς επιβάλλουν στην αποφαινόμενη αρχή ( 32 ) να διενεργήσει προσωπική συνέντευξη του αιτούντος διεθνή προστασία πριν από τη λήψη απόφασης είτε επί της ουσίας είτε επί του παραδεκτού της αίτησης.

62.

Από τον ορισμό της «αποφαινόμενης αρχής» στο άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2013/32 προκύπτει ότι η συνέντευξη αυτή πρέπει να διενεργείται από οιονεί δικαστική ή από διοικητική αρχή, η οποία ορίζεται από κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ( 33 ). Η οδηγία 2013/32 αυτή καθεαυτήν σιωπά ως προς τη διεξαγωγή προσωπικής συνέντευξης από δικαστήριο. Επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο, στη σκέψη 103 της απόφασης της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto ( 34 ), προέβη σε σαφή διάκριση μεταξύ «αποφαινόμενης αρχής», η οποία ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2013/32, και «δικαστηρίου» κατά την έννοια του άρθρου 46 της οδηγίας αυτής. Ως εκ τούτου, η διαδικασία ενώπιον της αποφαινόμενης αρχής διέπεται από τις διατάξεις του κεφαλαίου ΙΙΙ της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαδικασίες σε πρώτο βαθμό», ενώ η διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου διέπεται από τους κανόνες του κεφαλαίου V της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Διαδικασίες άσκησης ένδικου [βοηθήματος]», οι οποίοι περιέχονται στο άρθρο της 46.

63.

Δεν αμφισβητείται ότι εν προκειμένω προσβλήθηκε το δικαίωμα του M. Addis σε προσωπική συνέντευξη, την οποία η αποφαινόμενη αρχή όφειλε να διενεργήσει κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 2013/32 ( 35 ).

64.

Ωστόσο, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, μολονότι ο M. Addis δεν έτυχε προσωπικής ακρόασης από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις συνθήκες που θα αντιμετώπιζε στην Ιταλία αν επρόκειτο να επιστρέψει εκεί, το αιτούν δικαστήριο έκρινε παρά ταύτα ότι η παράλειψη αυτή είχε πλήρως θεραπευθεί ή αποκατασταθεί στο πλαίσιο της εθνικής ένδικης διαδικασίας που διεξήχθη σύμφωνα με το κεφάλαιο V της οδηγίας 2013/32.

65.

Ως εκ τούτου, κατά το αιτούν δικαστήριο, ο M. Addis, στην ένδικη αυτή διαδικασία για ακύρωση της απόφασης περί απαραδέκτου, εξέθεσε λεπτομερώς στο δικόγραφό της προσφυγής του τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε στην Ιταλία. Το Verwaltungsgericht Minden (διοικητικό δικαστήριο του Minden) έκρινε ότι η διαταγή απέλασης που εκδόθηκε σε βάρος του δεν μπορούσε να εκτελεστεί. Στο πλαίσιο της αρμοδιότητας που του παρέχει το άρθρο 86, παράγραφος 1, του VwGO, αποφάσισε αυτεπαγγέλτως να λάβει πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα που ένας αναγνωρισμένος πρόσφυγας έχει στην Ιταλία όσον αφορά τη διαμονή, την κυκλοφορία, την πρόσβαση στην εργασία και την υγειονομική περίθαλψη. Το αιτούν δικαστήριο ανέφερε ότι το διοικητικό δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του M. Addis στηριζόμενο στη δική του εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων. Το διοικητικό δικαστήριο, αφότου εξέτασε τους ισχυρισμούς και τις γενικές περιστάσεις του M. Addis, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, ως νεαρό σε ηλικία άτομο και άγαμος, θα μπορούσε σταδιακά να αποκτήσει έρεισμα στην Ιταλία και ότι ήταν επίσης δυνατόν, τουλάχιστον τον πρώτο καιρό, να στηριχθεί στην αρωγή φιλανθρωπικών οργανώσεων. Υπογράμμισε ότι πολλοί πρόσφυγες –ιδίως νέοι άνδρες– συχνά βρίσκουν εποχιακή εργασία στον γεωργικό τομέα.

66.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, το διοικητικό δικαστήριο επίσης εξέτασε αυτεπαγγέλτως το ζήτημα αν, σε περίπτωση προώθησης στα ιταλικά σύνορα, ενδέχεται να εκτεθεί ο Μ. Addis σε μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ). Λαμβάνοντας υπόψη πληροφορίες σχετικά με τη χώρα καταγωγής που παρέσχε το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών και το ελβετικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, καθώς και ΜΚΟ, όπως η Associazione per gli Studi Giuridici sull’Immigrazione (ένωση μελετών δικαίου αλλοδαπών), κατέλεξε στο συμπέρασμα ότι, ενώ οι ευκαιρίες πρόσβασης των προσφύγων σε δημόσια και ιδιωτική πρόνοια ήταν πιο περιορισμένες από ό,τι στην περίπτωση των Ιταλών, οι περιορισμένες αυτές ευκαιρίες δεν ήταν σε τέτοιο επίπεδο που υπό άλλες συνθήκες θα οδηγούσε σε παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, στερώντας, για παράδειγμα, από τον M. Addis τα απολύτως αναγκαία μέσα για την επιβίωσή του.

67.

Στο πλαίσιο της υπό εξέταση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει αν οι εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσωπικής συνέντευξης των άρθρων 14 και 34 της οδηγίας 2013/32 απαριθμούνται εξαντλητικά και, αν ναι, ποιες είναι οι συνέπειες της προσβολής των διαδικαστικών δικαιωμάτων του M. Addis από την αποφαινόμενη αρχή. Ειδικότερα, το Δικαστήριο ερωτάται αν η παράλειψη διεξαγωγής της συνέντευξης αυτής έχει ως συνέπεια την ακύρωση της απόφασης που απέρριψε ως απαράδεκτη την αίτηση του M. Addis να του χορηγηθεί καθεστώς πρόσφυγα ή αν αυτή η παράλειψη της αποφαινόμενης αρχής μπορεί να θεραπευθεί –και, αν ναι, υπό ποιες προϋποθέσεις– κατά τη διάρκεια ένδικης διαδικασίας βάσει του κεφαλαίου V της οδηγίας 2013/32.

Β.   Απαριθμούνται εξαντλητικά οι εξαιρέσεις των άρθρων 14 και 34 της οδηγίας 2013/32 από το δικαίωμα προσωπικής συνέντευξης;

68.

Το άρθρο 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 περιγράφει τις περιστάσεις υπό τις οποίες η αποφαινόμενη αρχή κράτους μέλους μπορεί να παραλείψει τη διενέργεια προσωπικής συνέντευξης. Επιπλέον, το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι «[η] έλλειψη προσωπικής συνέντευξης σύμφωνα με το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει την αποφαινόμενη αρχή να λαμβάνει απόφαση επί αιτήσεως διεθνούς προστασίας» ( 36 ). Από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 και από τη χρήση της φράσης «η έλλειψη προσωπικής συνέντευξης σύμφωνα με το παρόν άρθρο» προκύπτει ότι η αποφαινόμενη αρχή δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επί της ουσίας μιας αίτησης διεθνούς προστασίας αν προηγουμένως δεν έχει διενεργήσει προσωπική συνέντευξη, εκτός αν συντρέχει μία εκ των δύο ρητών εξαιρέσεων του άρθρου 14. Δεν υποστηρίχθηκε ότι η υπό κρίση υπόθεση εμπίπτει σε μια από τις εξαιρέσεις αυτές.

69.

Από το ίδιο το γράμμα της διάταξης αυτής προκύπτει σαφώς ότι οι εξαιρέσεις του άρθρου 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 απαριθμούνται εξαντλητικά. Επομένως, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να προβλέψουν πρόσθετες εξαιρέσεις στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας τους.

70.

Όσον αφορά την απόφαση επί του παραδεκτού αίτησης διεθνούς προστασίας, το άρθρο 34, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32 ορίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η αποφαινόμενη αρχή ( 37 ) κράτους μέλους προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη προκειμένου να κρίνει το παραδεκτό μιας αίτησης διεθνούς προστασίας πριν αποφασίσει επί της ουσίας της αίτησης. Ορίζει περαιτέρω ότι τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέψουν εξαίρεση από το εν λόγω δικαίωμα, μόνο σύμφωνα με το άρθρο 42 της οδηγίας αυτής σε περιπτώσεις μεταγενέστερης αίτησης. Ως εκ τούτου, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 34, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32 είναι σαφές ότι η εξαίρεση σχετικά με μεταγενέστερη αίτηση προβλέπεται κατά τρόπο εξαντλητικό.

71.

Κατά την άποψή μου, τα κράτη μέλη δεν έχουν εξουσία να εισάγουν περαιτέρω εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσωπικής συνέντευξης, εκτός εκείνων που ρητώς προβλέπονται από τον ενωσιακό νομοθέτη στα άρθρα 14 και 34 της οδηγίας 2013/32.

72.

Ως εκ τούτου, από το σαφές γράμμα του άρθρου 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 προκύπτει ότι η αποφαινόμενη αρχή δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επί της ουσίας μιας αίτησης διεθνούς προστασίας χωρίς να έχει διενεργήσει προσωπική συνέντευξη, εκτός αν συντρέχει μια από τις εξαιρέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 14, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής. Το ίδιο ισχύει, κατά τη γνώμη μου, για απόφαση επί του παραδεκτού αίτησης διεθνούς προστασίας βάσει του άρθρου 33 της οδηγίας 2013/32, εκδοθείσα χωρίς να έχει διεξαχθεί προσωπική συνέντευξη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 34 της οδηγίας αυτής.

73.

Όπως έχω ήδη αναφέρει, από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι στην περίπτωση του M. Addis δεν συντρέχει καμία από τις εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσωπικής συνέντευξης που προβλέπονται στην οδηγία 2013/32. Είναι δίκαιο να προστεθεί ότι ουδείς από τους μετέχοντες στην προδικαστική διαδικασία πρότεινε κάτι διαφορετικό.

Γ.   Οι συνέπειες της μη τήρησης της υποχρέωσης προσωπικής συνέντευξης – μπορεί η παράβαση αυτή να θεραπευθεί κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας;

74.

To ζήτημα αυτό βρίσκεται στο επίκεντρο της παρούσας διαφοράς μεταξύ των διαδίκων. Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι –όπως αναφέρουν συνολικώς οι αιτιολογικές σκέψεις 11 και 12 καθώς και το άρθρο 1 της οδηγίας 2013/32– το πλαίσιο για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας στηρίζεται στην έννοια της ενιαίας διαδικασίας και σε ελάχιστους κοινούς κανόνες ( 38 ). Μολονότι η οδηγία 2013/32 ουδέν διαλαμβάνει ως προς τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει η παράλειψη της αποφαινόμενης αρχής να διενεργήσει προσωπική συνέντευξη του αιτούντος διεθνή προστασία κατά τον τρόπο που επιβάλλεται εκ του νόμου, εντούτοις φαίνεται σύμφυτο με την οικονομία της οδηγίας ότι η ρητή απαίτηση προσωπικής συνέντευξης αποτελεί αναπόσπαστο και ζωτικό μέρος της όλης διαδικασίας ασύλου ( 39 ).

75.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο ερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν, στην περίπτωση που η αποφαινόμενη αρχή δεν διενεργήσει προσωπική συνέντευξη, το δικαστήριο, το οποίο στη συνέχεια προβαίνει σε πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, δύναται, κατ’ αρχήν, να θεραπεύσει από μόνο του την παράβαση διενεργώντας την προσωπική αυτή συνέντευξη και επικυρώνοντας ακολούθως την απόφαση της αποφαινόμενης αρχής. Με άλλα λόγια, οφείλει, παρά ταύτα, το δικαστήριο αυτό να ακυρώσει την απόφαση της αποφαινόμενης αρχής και να αναπέμψει την υπόθεση στην εν λόγω αρχή προκειμένου να διενεργήσει μια τέτοια συνέντευξη και να εκδώσει μια –δυνητικώς διαφορετική– απόφαση;

76.

Το ζήτημα που φέρει προς κρίση το αιτούν δικαστήριο είναι καινοφανές και, παρά το γεγονός ότι παρουσιάζει ορισμένες ομοιότητες, δεν έχει επιλυθεί με τις αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Sacko ( 40 ), της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto ( 41 ), ή της 29ης Ιουλίου 2019, Torubarov ( 42 ), οι οποίες, ομολογουμένως, αφορούν συναφή ζητήματα. Ωστόσο, οι υποθέσεις εκείνες είναι διαφωτιστικές όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των «Διαδικασιών σε πρώτο βαθμό» του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας 2013/32 και των «Διαδικασιών άσκησης ένδικου [βοηθήματος]» του κεφαλαίου V της ίδιας οδηγίας. Για τον λόγο αυτόν, θα εξετάσω εν συντομία τη νομολογία αυτή στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης.

1. Η μέχρι τούδε νομολογία του Δικαστηρίου – Οδηγία 2013/32

α) Απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Sacko (C-348/16, EU:C:2017:591)

77.

Στις σκέψεις 33 έως 35 της απόφασης της 26ης Ιουλίου 2017, Sacko ( 43 ), το Δικαστήριο επανέλαβε πάγια νομολογία του όσον αφορά τις σε πρώτο βαθμό διαδικασίες του κεφαλαίου III της οδηγίας 2013/32. Υπενθύμισε το γεγονός ότι, όταν οι διοικητικές αρχές των κρατών μελών λαμβάνουν μέτρα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, κατά κανόνα έχουν την υποχρέωση να σέβονται τα δικαιώματα άμυνας των αποδεκτών των αποφάσεων οι οποίες θίγουν αισθητώς τα συμφέροντά τους. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το δικαίωμα ακρόασης στο πλαίσιο οποιασδήποτε διαδικασίας, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των δικαιωμάτων άμυνας και συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, εγγυάται σε όλους τη δυνατότητα να καθιστούν γνωστή, με αποτελεσματικό τρόπο, την άποψή τους κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης που θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά τους. Συναφώς, ο κανόνας ότι πρέπει να παρέχεται στον αποδέκτη βλαπτικής απόφασης η δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του πριν ληφθεί η απόφαση αυτή αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην παροχή στο πρόσωπο αυτό της δυνατότητας να διορθώσει ένα λάθος ή να προβάλει στοιχεία σχετικά με την προσωπική του κατάσταση που συνηγορούν υπέρ του να ληφθεί ή να μη ληφθεί η απόφαση ή να έχει αυτή συγκεκριμένο περιεχόμενο.

78.

Στη σκέψη 49 της απόφασης της 26ης Ιουλίου 2017, Sacko ( 44 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία 2013/32, και ιδίως τα άρθρα της 12, 14, 31 και 46, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί προσφυγής κατά απόφασης με την οποία απορρίφθηκε μια προδήλως αβάσιμη αίτηση διεθνούς προστασίας να απορρίψει την εν λόγω προσφυγή χωρίς να προβεί σε ακρόαση του προσφεύγοντος, όταν τα πραγματικά περιστατικά δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ως προς το βάσιμο της απόφασης αυτής. Το συμπέρασμα όμως αυτό εξαρτήθηκε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: πρώτον, κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία πρέπει να παρασχέθηκε στον αιτούντα η δυνατότητα προσωπικής συνέντευξης σχετικά με την αίτησή του διεθνούς προστασίας, σύμφωνα με το άρθρο 14 της ως άνω οδηγίας, και η έκθεση ή το κείμενο της απομαγνητοφώνησης της εν λόγω συνέντευξης, σε περίπτωση που αυτή πραγματοποιήθηκε, περιελήφθη στον φάκελο, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, και, δεύτερον, το επιληφθέν της προσφυγής δικαστήριο δύναται να διατάξει μια τέτοια ακρόαση, αν το κρίνει αναγκαίο για τη διασφάλιση πλήρους και ex nunc εξέτασης τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής.

79.

Συναφώς, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Sacko (C-348/16, EU:C:2017:591), η αποφαινόμενη αρχή είχε πράγματι διενεργήσει προσωπική συνέντευξη ( 45 ) και το διακύβευμα ήταν αν και σε ποιο βαθμό το εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί προσφυγής κατά απόφασης με την οποία απορρίφθηκε μια προδήλως αβάσιμη αίτηση διεθνούς προστασίας θα μπορούσε να στηριχθεί στο κείμενο της απομαγνητοφώνησης της εν λόγω συνέντευξης.

80.

Είμαι της γνώμης ότι η απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Sacko, σαφώς υπογραμμίζει τη σημασία μιας προσωπικής συνέντευξης που η αποφαινόμενη αρχή διενεργεί στο πλαίσιο της οδηγίας 2013/32. Το Δικαστήριο τόνισε περαιτέρω ότι η υποχρέωση αυτή «βαρύνει αποκλειστικώς την αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας και έχει αρμοδιότητα να κρίνει τις αιτήσεις αυτές σε πρώτο βαθμό, και ως εκ τούτου δεν ισχύει για τις διαδικασίες προσφυγής» ( 46 ).

81.

Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Sacko ( 47 ), έχουν σημασία επίσης εν προκειμένω. Στην υπόθεση εκείνη, ο αιτών είχε σε πρώτο βαθμό τη δυνατότητα προσωπικής συνέντευξης από τον τοπικό επίτροπο για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας. Ο επίτροπος συνήγαγε ότι ο αιτών ήταν οικονομικός μετανάστης και ότι, για τον λόγο αυτόν, δεν δικαιούνταν ασύλου. Η κρίση αυτή αμφισβητήθηκε στη συνέχεια ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων, τα οποία υπέβαλαν, ακολούθως, στο Δικαστήριο το προδικαστικό ερώτημα αν ήταν υποχρεωμένα να παράσχουν δυνατότητα προσωπικής ακρόασης στον αιτούντα, στο πλαίσιο της «πλήρους και ex nunc εξέτασης τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων», την οποία τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να διενεργούν δυνάμει του άρθρου 46, παράγραφος 2 ( 48 ).

82.

Όπως εξέθεσα μόλις ανωτέρω, το Δικαστήριο έδωσε στο ερώτημα αυτό αρνητική απάντηση (υπό ορισμένες προϋποθέσεις), ενώ ο γενικός εισαγγελέας M. Campos Sánchez-Bordona είχε σημειώσει:

«Δεδομένου ότι η οδηγία 2013/32 προβλέπει την υποχρεωτική διεξαγωγή συνεντεύξεως κατά το διοικητικό στάδιο εξετάσεως της αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας, εκτιμώ ότι ανάγκη επαναλήψεώς της κατά την ένδικη διαδικασία συντρέχει μόνον εάν η (πρώτη) συνέντευξη δεν ήταν, τελικώς, επαρκώς σαφής για τον δικαστή που εκδικάζει την ένδικη προσφυγή και ο οποίος διατηρεί αμφιβολίες σχετικά με την έκβαση της προσφυγής» ( 49 ).

83.

Η ουσία, ωστόσο, είναι ότι η απόφαση της 26ης Ιούλιου 2017, Sacko ( 50 ), δεν ασχολήθηκε ευθέως με μια κατάσταση όπως η επίμαχη εν προκειμένω, όπου η συνέντευξη δεν διενεργήθηκε σε πρώτο βαθμό από την αποφαινόμενη αρχή που ήταν υπεύθυνη για την εξέταση της αίτησης ασύλου του M. Addis.

β) Απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto (C-585/16, EU:C:2018:584)

84.

Στην απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto ( 51 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι, κατά τρόπο που συνάδει προς το άρθρο 47 του Χάρτη, η απαίτηση πλήρους και ex nunc ( 52 ) εξέτασης, δυνάμει του άρθρου 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, συνεπάγεται ότι το δικαστήριο που έχει επιληφθεί προσφυγής πρέπει να προβεί σε ακρόαση του προσφεύγοντος, εκτός αν το επιληφθέν δικαστήριο κρίνει ότι είναι σε θέση να διενεργήσει την εξέταση στηριζόμενο αποκλειστικά στα στοιχεία του φακέλου, στα οποία περιλαμβάνεται τυχόν έκθεση ή απομαγνητοφώνηση της προσωπικής συνέντευξης που πραγματοποιήθηκε από την εν λόγω αρχή ( 53 ). Σε περίπτωση όμως νέων στοιχείων που ανέκυψαν μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης με την προσφυγή απόφασης, το δικαστήριο οφείλει, σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη, να παράσχει στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να εκφράσει την άποψή του, όταν τα εν λόγω στοιχεία μπορούν να λειτουργήσουν εις βάρος του ( 54 ).

85.

Αν η αποφαινόμενη αρχή δεν εξέτασε λόγο απαραδέκτου και, συνεπώς, δεν προέβη στην προσωπική συνέντευξη του άρθρου 34 της οδηγίας 2013/32, τότε στο δικαστήριο εναπόκειται να προβεί στην ακρόαση αυτή, αν κρίνει ότι ο συγκεκριμένος λόγος έπρεπε να είχε εξετασθεί από την αποφαινόμενη αρχή ή ότι πλέον είναι αναγκαία η εξέτασή του εξαιτίας των νέων στοιχείων που ανέκυψαν ( 55 ). Όπως παρατήρησε το Δικαστήριο στην απόφαση Alheto, «σε περίπτωση που το δικαστήριο που κρίνει την προσφυγή διερευνά το ενδεχόμενο να εξετάσει λόγο απαραδέκτου ο οποίος δεν εξετάστηκε από την αποφαινόμενη αρχή, το δικαστήριο αυτό πρέπει να πραγματοποιήσει ακρόαση του αιτούντος, προκειμένου να του παράσχει τη δυνατότητα να εκθέσει, αυτοπροσώπως και σε γλώσσα που κατέχει, την άποψή του σχετικά με την εφαρμογή του λόγου αυτού στη δική του περίπτωση» ( 56 ).

86.

Κατόπιν αυτών, από τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Alheto ( 57 ) είναι σαφές ότι, στην υπόθεση εκείνη, η αποφαινόμενη αρχή δεν εξέδωσε απόφαση περί απαραδέκτου. Ως εκ τούτου, δεν ήταν υποχρεωμένη να διενεργήσει προσωπική συνέντευξη σύμφωνα με το άρθρο 34 της οδηγίας 2013/32. Δεδομένου ότι ζήτημα του απαραδέκτου ήγειρε για πρώτη φορά ένα δικαστήριο στο πλαίσιο της πλήρους και ex nunc εξέτασης τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, το Δικαστήριο έκρινε ότι σε αυτό το δικαστήριο εναπόκειται να διενεργήσει το ίδιο προσωπική συνέντευξη του προσφεύγοντος για να προστατεύσει τα δικαιώματα που εγγυάται το άρθρο 47 του Χάρτη ( 58 ). Επομένως, όταν δικαστήριο που έχει επιληφθεί προσφυγής εξετάζει αυτεπαγγέλτως ζήτημα παραδεκτού, το οποίο δεν είχε προηγουμένως εξεταστεί από την αποφαινόμενη αρχή, το δικαστήριο αυτό πρέπει το ίδιο να διενεργήσει προσωπική συνέντευξη.

87.

Επιπροσθέτως, στην απόφαση Alheto, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 αφορά μόνον την «εξέταση» της προσφυγής και, συνεπώς, δεν αφορά το ζήτημα του τι ακολουθεί σε περίπτωση ακύρωσης της απόφασης η οποία αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής αυτής ( 59 ). Το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι δικαστήριο που επιλαμβάνεται σε πρώτο βαθμό προσφυγής κατά απόφασης επί αίτησης διεθνούς προστασίας δεν υποχρεούται να κρίνει το ίδιο την αίτηση διεθνούς προστασίας ( 60 ), καθόσον ο νομοθέτης της Ένωσης δεν σκόπευε να θεσπίσει κανόνα βάσει του οποίου η οιονεί δικαστική ή η διοικητική αρχή του άρθρου 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας παύει να είναι αρμόδια μετά την ακύρωση της αρχικής απόφασής της επί αίτησης διεθνούς προστασίας. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη πρέπει να μεριμνούν ώστε, όταν ακυρώνεται μια τέτοια απόφαση, ο φάκελος της υπόθεσης να αναπέμπεται στην οικεία αρχή, προκειμένου αυτή να εκδώσει νέα απόφαση. Ωστόσο, η αρχή αυτή οφείλει να εκδώσει νέα απόφαση εντός σύντομου χρόνου και η απόφαση αυτή πρέπει να είναι σύμφωνη με την εκτίμηση που περιλαμβάνεται στην ακυρωτική δικαστική απόφαση ( 61 ).

88.

Επομένως, η νομολογία αυτή αποδεικνύει ότι το δικαστήριο που επιλαμβάνεται σε πρώτο βαθμό πρέπει, υπό ορισμένες περιστάσεις, να διενεργεί προσωπική συνέντευξη όταν εξετάζει αυτεπαγγέλτως ζήτημα τα οποίο δεν είχε προηγουμένως εξεταστεί από την αποφαινόμενη αρχή. Επιπλέον, πρωτοβάθμιο δικαστήριο που ακυρώνει απόφαση περί του απαραδέκτου αίτησης διεθνούς προστασίας, για τον λόγο ότι η αποφαινόμενη αρχή προσέβαλε το δικαίωμα προσωπικής συνέντευξης, δύναται να αναπέμψει τον φάκελο στην οιονεί δικαστική ή στη διοικητική αρχή του άρθρου 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2013/32 –εν προκειμένω, στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία– προκειμένου αυτή να εκδώσει νέα απόφαση.

89.

Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto ( 62 ), διαφέρει από την παρούσα υπόθεση σε δύο, τουλάχιστον, σημαντικά σημεία. Πρώτον, εν προκειμένω, η αποφαινόμενη αρχή όντως εξέτασε το παραδεκτό σε πρώτο βαθμό, αλλά δεν διενήργησε προσωπική συνέντευξη. Δεύτερον, το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο) βεβαίωσε ότι, ακόμη και όταν προβάλλεται ότι πρέπει να διεξαχθεί συνέντευξη από το δικαστήριο που διενεργεί τον δικαστικό έλεγχο, δεν μπορεί να διασφαλιστεί ότι θα πραγματοποιηθεί προσωπική συνέντευξη όπως αυτή την οποία προβλέπει το άρθρο 15 της οδηγίας 2013/32.

2. Συνέπειες που πρέπει να καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο – αρχή της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας

90.

Η μέχρι τούδε νομολογία δεν έχει ασχοληθεί με το ζήτημα αν το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής, με αίτημα την ακύρωση απόφασης η οποία απέρριψε αίτηση διεθνούς προστασίας ως απαράδεκτη, λόγω προσβολής, από την αποφαινόμενη αρχή, του δικαιώματος του αιτούντος να γίνει προσωπική συνέντευξή του, υποχρεούται να ακυρώσει την απόφαση αυτή και να αναπέμψει τον φάκελο στην εν λόγω αρχή προκειμένου αυτή να εκδώσει νέα απόφαση. Με άλλα λόγια, ανακύπτει το ζήτημα αν το δικαστήριο μπορεί να διενεργήσει το ίδιο την προσωπική συνέντευξη και, έχοντας ακούσει όλα τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος κατά της απόφασης περί απαραδέκτου, να επικυρώσει την απόφαση της αποφαινόμενης αρχής.

91.

Θεωρώ ότι, κατ’ αναλογίαν με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το δικαίωμα ακρόασης ( 63 ), έπεται ότι, όταν, όπως στην κύρια δίκη, οι συνέπειες της προσβολής του δικαιώματος προσωπικής συνέντευξης δεν προσδιορίζονται από την οδηγία 2013/32 ή, όντως, από οποιαδήποτε άλλη διάταξη του δικαίου της Ένωσης, ο καθορισμός των συνεπειών αυτών εναπόκειται εν γένει στο εθνικό δίκαιο. Τούτο, ωστόσο, ισχύει υπό την επιφύλαξη ότι τα μέτρα που θεσπίζονται προς την κατεύθυνση αυτή είναι τα ίδια με εκείνα που ισχύουν για τους ιδιώτες σε ανάλογες καταστάσεις εθνικού δικαίου (αρχή της ισοδυναμίας) και ότι δεν καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται από την έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) ( 64 ).

92.

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η οδηγία 2013/32 επιδιώκει να διασφαλίσει ότι οι αποφάσεις επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας λαμβάνονται «το συντομότερο δυνατό, με την επιφύλαξη της διεξαγωγής κατάλληλης και πλήρους εξέτασης» ( 65 ).

93.

Επιπλέον, πρέπει να τονισθεί ότι στην απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2017, M ( 66 ), το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι ο σκοπός της προσωπικής συνέντευξης είναι να διασφαλίσει ότι η αποφαινόμενη αρχή είναι αντικειμενικώς σε θέση να αποφανθεί με πλήρη γνώση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης αν αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να γίνει δεκτή. Η διενέργεια προσωπικής συνέντευξης καθίσταται επιτακτική όταν ο αιτών βρίσκεται σε ιδιαίτερα ευάλωτη θέση.

94.

Στις σκέψεις 38 επ. της απόφασης της 10ης Σεπτεμβρίου 2013, G. και R. ( 67 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι, κατά το δίκαιο της Ένωσης, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, και ειδικότερα του δικαιώματος ακρόασης, συνεπάγεται την ακύρωση της απόφασης που εκδόθηκε κατά το πέρας της σχετικής διοικητικής διαδικασίας μόνο στην περίπτωση που, αν δεν υπήρχε η πλημμέλεια αυτή, η εν λόγω διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Συνεπώς, κάθε πλημμέλεια κατά την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας δεν θα έχει ως αποτέλεσμα την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

95.

Από τη διαβιβασθείσα στο Δικαστήριο δικογραφία προκύπτει ότι οι εφαρμοστέες σχετικές εθνικές διατάξεις είναι, μεταξύ άλλων, το άρθρο 46 του VwVfG και το άρθρο 29, παράγραφος 1, σημείο 2, του AsylG. Κατά το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 46 του VwVfG χαρακτηρίζει την παράλειψη διενέργειας προσωπικής συνέντευξης ως ήσσονα πλημμέλεια, όταν είναι προφανές ότι η παράλειψη αυτή ουδόλως επηρέασε επί της ουσίας την εκδοθείσα απόφαση. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι απόφαση περί απαραδέκτου που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 29, παράγραφος 1, σημείο 2, του AsylG συνιστά απόφαση σχετικά με την οποία δεν υφίσταται διακριτική ευχέρεια. Στις περιπτώσεις αυτές, η μη διεξαγωγή προσωπικής συνέντευξης δεν έχει συνέπειες, καθόσον η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία και, ακολούθως, τα διοικητικά δικαστήρια οφείλουν να εξετάζουν όλες τις προϋποθέσεις που διέπουν την εφαρμογή της επίμαχης νομικής διάταξης.

96.

Λαμβανομένου υπόψη ότι από τη διαβιβασθείσα στο Δικαστήριο δικογραφία δεν προκύπτουν ενδείξεις ότι η ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων διαδικασία δεν είναι σύμφωνη με την αρχή της ισοδυναμίας, η διαδικασία αυτή πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας.

97.

Το ουσιώδες ζήτημα που τίθεται τώρα είναι αν επίσης το επιληφθέν της προσφυγής εθνικό δικαστήριο είναι σε θέση να διενεργήσει προσωπική συνέντευξη διασφαλίζοντας συγχρόνως ότι θα γίνουν σεβαστές όλες τις κρίσιμες υποχρεωτικές απαιτήσεις και εγγυήσεις που προβλέπονται στην οδηγία 2013/32.

98.

Συναφώς, είναι αναγκαίο να εξεταστεί, πρώτον, αν πράγματι το εθνικό δίκαιο εγγυάται, σε όλες τις περιπτώσεις, τη διενέργεια προσωπικής συνέντευξης από δικαστήριο όταν η αποφαινόμενη αρχή έχει παραλείψει τη διενέργειά της και, δεύτερον, σε περίπτωση κατά την οποία όντως εγγυάται την προσωπική συνέντευξη, αν πληρούνται οι κρίσιμες υποχρεωτικές απαιτήσεις της οδηγίας 2013/32 όσον αφορά τον τρόπο διενέργειας μιας τέτοιας συνέντευξης.

α) Διασφαλίζει το εθνικό δίκαιο τη διενέργεια προσωπικής συνέντευξης;

99.

Το άρθρο 46 παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32 διασφαλίζει στους αιτούντες διεθνή προστασία το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά των αποφάσεων που αφορούν την αίτησή τους. Συναφώς, το άρθρο 46, παράγραφοι 1, στοιχείο αʹ, σημεία ii και iii, της οδηγίας 2013/32 ορίζει, κατ’ ουσίαν, ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο αιτών να έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου σε περίπτωση που η αίτησή του διεθνούς προστασίας κρίνεται απαράδεκτη ( 68 ). Το δικαστήριο πρέπει να πραγματοποιεί πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων.

100.

Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι μία από τις συνέπειες για το πρόσωπο του οποίου η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/32 ( 69 ), είναι ότι, αντιθέτως προς ό,τι ισχύει σε περίπτωση απλής απόρριψης, το πρόσωπο αυτό δεν μπορεί να παραμείνει, εν αναμονή της έκβασης της προσφυγής του, στο έδαφος του κράτους στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση. Τούτο είναι σαφές από τις διατάξεις του άρθρου 46, παράγραφοι 5 και 6, της οδηγίας 2013/32 ( 70 ).

101.

Το Δικαστήριο έκρινε, ωστόσο, στη σκέψη 53 της διάταξης της 5ης Ιουλίου 2018, C κ.λπ. ( 71 ), ότι, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 6, τελευταία περίοδος, της οδηγίας 2013/32, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να μπορεί να προσφύγει σε δικαστήριο το οποίο θα αποφασίσει αν δύναται να παραμείνει στο έδαφος αυτό έως ότου κριθεί η προσφυγή του. Το άρθρο 46, παράγραφος 8, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι, εν αναμονή της έκβασης αυτής της ένδικης διαδικασίας, σχετικά με το αν ο αιτών δύναται να παραμείνει, το εν λόγω κράτος μέλος πρέπει να του επιτρέψει να παραμείνει στο έδαφός του.

102.

Συναφώς, υπό την επιφύλαξη της εξακρίβωσης από το αιτούν δικαστήριο, προκύπτει ότι η προσφυγή κατά απόφασης της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας, με την οποία αίτηση διεθνούς προστασίας υποβληθείσα από υπήκοο τρίτης χώρας απορρίφθηκε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 29 του AsylG, ως απαράδεκτη δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ( 72 ). Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε με την απάντησή του, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Νοεμβρίου 2019, στην αίτηση παροχής διευκρινίσεων που του είχε απευθύνει το Δικαστήριο ( 73 ), ότι, αν δεν υποβληθεί αίτηση προσωρινής ένδικης προστασίας κατά της διαταγής απέλασης της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 80, παράγραφος 5, του VwGO, η διαταγή απέλασης μπορεί να εκτελεστεί πριν καταστεί νομικά δεσμευτική ( 74 ). Το ίδιο ισχύει αν εμπροθέσμως υποβληθεί αίτηση βάσει του άρθρου 80, παράγραφος 5, του VwGO αλλά δεν ευδοκιμήσει. Επιπροσθέτως, το αιτούν δικαστήριο ανέφερε ότι δυνάμει του άρθρου 36, παράγραφοι 3 και 4, του AsylG, όταν αίτηση ασύλου κρίνεται απαράδεκτη, κατά το άρθρο 29 του AsylG, για τον λόγο ότι στον αιτούντα έχει χορηγηθεί διεθνή προστασία σε άλλο κράτος μέλος, η διαδικασία είναι κατά κανόνα έγγραφη και, τουλάχιστον εν γένει, δεν υπάρχει προφορική ακρόαση ούτε δίνεται πραγματική δυνατότητα στον προσφεύγοντα να ακουστεί αυτοπροσώπως με τη μορφή προσωπικής συνέντευξης.

103.

Επομένως, από την απάντηση του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι, όταν η αποφαινόμενη αρχή –εν προκειμένω, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία– παραλείπει τη διενέργεια προσωπικής συνέντευξης και απορρίπτει μια αίτηση ως απαράδεκτη, δεν είναι εγγυημένη η διενέργεια συνέντευξης από το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της προσφυγής. Εξ αυτού συνάγεται, κατ’ ανάγκην, ότι απλώς και μόνο για τον λόγο αυτόν δεν τηρείται η αρχή της αποτελεσματικότητας, καθόσον τα δικαιώματα του αιτούντος δεν έχουν διασφαλισθεί σε κανένα στάδιο της διοικητικής ή δικαστικής διαδικασίας. Διαφορετική κρίση θα ισοδυναμούσε, κατ’ ουσίαν, με δικαστική οιονεί κατάργηση του δικαιώματος προσωπικής συνέντευξης του αιτούντος, το οποίο ρητώς προβλέπει η οδηγία 2013/32, και θα εκμηδένιζε μια ασφαλιστική δικλείδα που θεωρείται θεμελιώδης από τον νομοθέτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

104.

Σε περίπτωση κατά την οποία το επιληφθέν προσφυγής δικαστήριο διενεργεί προσωπική συνέντευξη, την οποία η αποφαινόμενη αρχή δεν είχε πραγματοποιήσει προηγουμένως λόγω του ότι η συγκεκριμένη αίτηση είναι απαράδεκτη, είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν ο τρόπος διεξαγωγής της συνέντευξης αυτής συνάδει με την αρχή της αποτελεσματικότητας.

105.

Πριν δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, μπορεί να είναι σκόπιμο να εξετάσουμε, πρώτα, τους κανόνες διενέργειας προσωπικής συνέντευξης από διοικητική ή οιονεί δικαστική αρχή βάσει της οδηγίας 2013/32.

β) Κανόνες διενέργειας προσωπικής συνέντευξης βάσει της οδηγίας 2013/32

106.

Πρέπει να τονιστεί ότι ο Ευρωπαίος νομοθέτης δεν διευκρίνισε απλώς στα άρθρα 14 και 34 της οδηγίας 2013/32 ότι η αποφαινόμενη αρχή πρέπει να διενεργεί προσωπική συνέντευξη του αιτούντος διεθνή προστασία, αφήνοντας στη συνέχεια τις σχετικές προϋποθέσεις εξ ολοκλήρου στα κράτη μέλη. Τουναντίον: ο Ευρωπαίος νομοθέτης θέσπισε συγκεκριμένους, λεπτομερείς και επιτακτικούς κανόνες σχετικά με τη διενέργεια των συνεντεύξεων αυτών. Τούτο αποδεικνύεται από την επανειλημμένη χρήση στο άρθρο 15 της οδηγίας 2013/32 όρων όπως «Η προσωπική συνέντευξη πρέπει […]» και «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν […]» ( 75 ).

107.

Συναφώς, το άρθρο 15 της οδηγίας 2013/32 θέτει ορισμένες προϋποθέσεις ή εγγυήσεις όσον αφορά τη διεξαγωγή προσωπικής συνέντευξης. Θα ήθελα να υπογραμμίσω, ειδικότερα, την κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 προϋπόθεση ότι η προσωπική συνέντευξη πρέπει να διεξάγεται υπό συνθήκες που εξασφαλίζουν τη δέουσα εμπιστευτικότητα ( 76 ). Το άρθρο 15, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει, ωστόσο, ότι τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν κανόνες όσον αφορά την παρουσία τρίτων σε προσωπική συνέντευξη.

108.

Το άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε το πρόσωπο που διεξάγει τη συνέντευξη να διαθέτει τα προσόντα για να συνεκτιμήσει τις προσωπικές και γενικές συνθήκες που περιβάλλουν την αίτηση, συμπεριλαμβανομένων της πολιτιστικής καταγωγής, του φύλου, του γενετήσιου προσανατολισμού, της ταυτότητας φύλου ή του ευάλωτου του αιτούντος ( 77 ).

γ) Ανάλυση

109.

Στο πλαίσιο αυτό, ειλικρινά δημιουργούνται αμφιβολίες ως προς το αν στις περιπτώσεις αυτές, στις οποίες έχει σημειωθεί παράβαση των άρθρων 14 και 34 της οδηγίας 2013/32, ένα δικαστήριο είναι όντως αρμόδιο σε όλες τις περιπτώσεις να έλθει στη θέση μιας αποφαινόμενης αρχής και να διενεργήσει την προσωπική συνέντευξη σύμφωνα με το άρθρο 15 της οδηγίας 2013/32 ( 78 ). Τελικά, είναι σαφές ότι ο Ευρωπαίος νομοθέτης επιδίωξε να διεξάγεται σε πρώτο βαθμό μια λεπτομερής προσωπική συνέντευξη, σε περιβάλλον εμπιστευτικότητας, από ειδικά εκπαιδευμένους διαχειριστές, σε αντίθεση με την εξέταση από δικαστές (οι οποίοι ενδέχεται να μην έχουν αυτή την εκπαίδευση), η οποία διενεργείται με δικαστικό τρόπο σε δημόσια αίθουσα δικαστηρίου. Η αρχή της αποτελεσματικότητας την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 47 του Χάρτη απαιτεί να μην παραμερίζονται ελαφρά τη καρδία οι εν λόγω υποχρεωτικές απαιτήσεις, δεδομένου ότι ο Ευρωπαίος νομοθέτης έχει σαφώς αναδείξει την τήρηση της συγκεκριμένης ρητής νομοθετικής ρύθμισης σε προϋπόθεση του κύρους οποιασδήποτε μεταγενέστερης αρνητικής απόφασης επί αίτησης ασύλου.

110.

Συναφώς, το άρθρο 4, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν ώστε το προσωπικό της αποφαινόμενης αρχής να είναι καλά καταρτισμένο ( 79 ). Από τον συνδυασμό του άρθρου 4, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 2013/32 και του άρθρου 6, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 439/2010 επιβεβαιώνεται ότι το προσωπικό πρέπει να είναι εκπαιδευμένο σε τεχνικές συνέντευξης ( 80 ).

111.

Το Δικαστήριο έχει, κατ’ επανάληψη, αναγνωρίσει ότι η εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας από το αρμόδιο εθνικό διοικητικό ή οιονεί δικαστικό όργανο, το οποίο διαθέτει ειδικά μέσα και ειδικευμένο προσωπικό, αποτελεί ουσιώδες στάδιο των κοινών διαδικασιών τις οποίες θέσπισε η οδηγία 2013/32 ( 81 ).

112.

Μολονότι ένα δικαστήριο οφείλει να διενεργεί πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, βάσει του άρθρου 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, και μπορεί, κατά την άποψή μου, να θεραπεύει ορισμένα σφάλματα εκ μέρους της αποφαινόμενης αρχής κατά την ενώπιόν της διαδικασία ( 82 ), εντούτοις γεννώνται ερωτηματικά ως προς το αν οι δικαστές που ενδέχεται να κληθούν στη συνέχεια να διεξαγάγουν την προσωπική συνέντευξη της οδηγίας 2013/32 –στην πραγματικότητα, αντί της αποφαινόμενης αρχής– έχουν εκπαιδευθεί ή αποκτήσει δεξιότητες σε τεχνικές συνέντευξης ισοδύναμες με αυτές του προσωπικού της αποφαινόμενης αρχής ( 83 ). Τούτο, ωστόσο, είναι, τελικά, ένα πραγματικό ζήτημα που πρέπει να εξακριβωθεί από το αιτούν δικαστήριο.

113.

Το άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι τα κράτη μέλη, οσάκις είναι εφικτό, προβλέπουν ότι η συνέντευξη με τον αιτούντα διεξάγεται από πρόσωπο του ίδιου φύλου, εφόσον το ζητήσει ο αιτών, εκτός αν η αποφαινόμενη αρχή θεωρεί ευλόγως ότι η εν λόγω αίτηση βασίζεται σε λόγους που δεν συνδέονται με τη δυσκολία του αιτούντος να παρουσιάσει τους λόγους της αίτησής του κατά τρόπο περιεκτικό. Ωστόσο, είναι αμφίβολο αν οι απαιτήσεις του άρθρου 15, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/32 μπορούν να πληρούνται σε ορισμένα κράτη μέλη, καθόσον ενδέχεται να υπάρχουν πολύ αυστηροί κανόνες σχετικά με την ανάθεση των υποθέσεων στους δικαστές και να μην είναι δυνατή η λόγω φύλου εξαίρεση δικαστή.

114.

Πράγματι, πρέπει να σημειωθεί ότι το ίδιο το αιτούν δικαστήριο εξέφρασε την ανησυχία του ως προς το αν όλες οι απαιτήσεις και εγγυήσεις του άρθρου 15 της οδηγίας 2013/32 όσον αφορά τη διεξαγωγή προσωπικής συνέντευξης μπορούν να ικανοποιηθούν στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας στη Γερμανία.

115.

Κατά την άποψή μου, αν δεν πληρούνται όλες οι σχετικές απαιτήσεις και εγγυήσεις που το άρθρο 15 της οδηγίας 2013/32 ( 84 ) προβλέπει όσον αφορά την προσωπική συνέντευξη στο πλαίσιο των κατά το κεφάλαιο V της οδηγίας 2013/32 διαδικασιών άσκησης ένδικου βοηθήματος, δεν τηρείται η αρχή της αποτελεσματικότητας. Δεν πρόκειται για εξέταση in abstracto, αλλά για εξέταση προσαρμοσμένη στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεδομένου ότι ορισμένες από τις απαιτήσεις και εγγυήσεις του άρθρου 15 της οδηγίας 2013/32 μπορεί απλά να μην ασκούν επιρροή σε μια συγκεκριμένη περίπτωση. Υπενθυμίζεται, ωστόσο, ότι πρέπει να διενεργηθεί κατάλληλη και πλήρης εξέταση της περίπτωσης του αιτούντος και ότι παράλειψή της πρέπει, τουλάχιστον κατά κανόνα, να θεωρείται καταλυτική για το κύρος κάθε αρνητικής απόφασης επί οποιασδήποτε αίτησης διεθνούς προστασίας ( 85 ).

116.

Όσον αφορά την υπόθεση της κύριας δίκης, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει αν κατά την προσωπική συνέντευξη του M. Addis που διενέργησε το Verwaltungsgericht Minden (διοικητικό δικαστήριο του Minden) τηρήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 15 της οδηγίας 2013/32. Επισημαίνω, συναφώς, ότι η αίτησή του κρίθηκε απαράδεκτη από την αποφαινόμενη αρχή. Ως εκ τούτου, η έκταση της προσωπικής συνέντευξης που πρέπει να διεξαχθεί μπορεί να είναι πιο περιορισμένη και ορισμένες από τις απαιτήσεις και εγγυήσεις του άρθρο 15 της οδηγίας 2013/32 ενδέχεται να μην ασκούν επιρροή.

117.

Ωστόσο, στο επίκεντρο της αίτησης του M. Addis βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι σε περίπτωση απέλασης ή μεταφοράς του με άλλον τρόπο στην Ιταλία θα περιέλθει, στην πραγματικότητα, σε τέτοια κατάσταση ένδειας και άθλιου βιοτικού επιπέδου ώστε να βρεθεί εκτεθειμένος, όπως αυτολεξεί είπε το Δικαστήριο στην απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019, Ibrahim κ.λπ. ( 86 ) (C-297/17, C‑318/17, C-319/17 και C-438/17, EU:C:2019:219, σκέψη 90), «σε κατάσταση έσχατης υλικής στερήσεως, η οποία θα τον εμπόδιζε να αντιμετωπίσει τις πλέον στοιχειώδεις ανάγκες του», πράγμα που θα συνιστούσε προσβολή των δικαιωμάτων του κατά το άρθρο 4 του Χάρτη. Μολονότι η ανάγνωση εκθέσεων κρατών και εκθέσεων μη κυβερνητικών οργανώσεων αναμφισβήτητα παρέχει σημαντική βοήθεια κατά την αξιολόγηση του ζητήματος αυτού, εντούτοις δεν υποκαθιστά μια προσωπική συνέντευξη στην οποία ο αιτών έχει την ευκαιρία να περιγράψει τις προσωπικές του εμπειρίες και εξατομικευμένες περιστάσεις ( 87 ). Εν πάση περιπτώσει, ακριβώς αυτό έχει ορίσει ο Ευρωπαίος νομοθέτης.

118.

Τελικά, η ανθρώπινη εμπειρία μάς διδάσκει ότι πράγματι αυτό συμβαίνει: συχνά δεν έχουμε διαπιστώσει ότι η προσωπική συζήτηση ή ο διάλογος με έναν άλλον έχει αλλάξει τη γνώμη μας; Ασφαλώς, αυτό είναι κάτι που από όλα τα επαγγέλματα, περισσότερο εμείς ως δικαστές και δικηγόροι πρέπει να γνωρίζουμε: πόσο συχνά άλλωστε δεν αναμετρηθήκαμε με τα αθάνατα λόγια του Άγγλου δικαστή Megarry ότι «η οδός του νόμου είναι διάσπαρτη με παραδείγματα από ανοιχτές και κλειστές υποθέσεις, οι οποίες, κατά κάποιον τρόπο, δεν ήταν εξ αρχής ακριβώς έτσι· [από] ακλόνητες κατηγορίες, οι οποίες, προϊόντος του χρόνου, κατέρρευσαν απολύτως· [από] ανεξήγητες συμπεριφορές που εξηγήθηκαν πλήρως· [από] σταθερές και παγιωμένες αποφάσεις, οι οποίες, υποβλήθηκαν στη βάσανο του διαλόγου και υπέκυψαν στην αλλαγή» ( 88 );

119.

Ομολογουμένως, είναι αληθές ότι, όπως επιβεβαίωσε το Δικαστήριο με την απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2013, G. και R. ( 89 ), τυχόν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας δεν επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης και ότι προς τούτο πρέπει εν γένει να αποδεικνύεται ότι, αν δεν υπήρχε η συγκεκριμένη προσβολή, η διοικητική αυτή διαδικασία θα κατέληγε σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, όταν, όπως εν προκειμένω, η προσβολή αφορά τον ίδιο τον πυρήνα των βασικών διαδικαστικών εγγυήσεων, όπως προσδιορίζονται στο δίκαιο της Ένωσης, τότε, ελλείψει ειδικών και ασυνήθιστων περιστάσεων, είναι σχεδόν πάντοτε δύσκολο να λεχθεί ότι οι διοικητικές αποφάσεις δεν θα ήταν ή δεν θα μπορούσαν να είναι διαφορετικές. Ωστόσο, σε τελική ανάλυση, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να το εκτιμήσει και να το εξακριβώσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης.

120.

Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι το αιτούν δικαστήριο πρέπει να εκτιμήσει αν, σύμφωνα με τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, το εθνικό δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί ένδικου βοηθήματος κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 46 της οδηγίας 2013/32 είναι σε θέση να διενεργήσει πλήρως την προσωπική συνέντευξη που προβλέπει το άρθρα 14 ή το άρθρο 34 της εν λόγω οδηγίας, διασφαλίζοντας παράλληλα όλες τις σχετικές υποχρεωτικές απαιτήσεις και εγγυήσεις που ο Ευρωπαίος νομοθέτης ορίζει στο άρθρο 15 της εν λόγω οδηγίας. Σε περίπτωση που μια τέτοια προσωπική συνέντευξη δεν μπορεί να διενεργηθεί με τον προσήκοντα τρόπο, η απόφαση με την οποία απορρίφθηκε αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να ακυρωθεί για τον λόγο αυτόν και η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στην αποφαινόμενη αρχή προκειμένου να εκδώσει νέα απόφαση.

VII. Πρόταση

121.

Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο, Γερμανία) πρέπει να εκτιμήσει αν, σύμφωνα με τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, το εθνικό δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί ένδικου βοηθήματος κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 46 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, είναι σε θέση να διενεργήσει πλήρως την προσωπική συνέντευξη που προβλέπει το άρθρα 14 ή το άρθρο 34 της εν λόγω οδηγίας, διασφαλίζοντας παράλληλα όλες τις σχετικές υποχρεωτικές απαιτήσεις και εγγυήσεις που ο Ευρωπαίος νομοθέτης ορίζει στο άρθρο 15 της εν λόγω οδηγίας. Σε περίπτωση που μια τέτοια προσωπική συνέντευξη δεν μπορεί να διενεργηθεί με τον προσήκοντα τρόπο, η απόφαση με την οποία απορρίφθηκε αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να ακυρωθεί για τον λόγο αυτόν και η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στην αποφαινόμενη αρχή προκειμένου να εκδώσει νέα απόφαση.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) ΕΕ 2013, L 180, σ. 60.

( 3 ) ΕΕ 2005, L 326, σ. 13. Ενίοτε, χάριν ευκολίας, θα αναφέρομαι στις οδηγίες αυτές συνολικά ως τις «οδηγίες περί των διαδικασιών».

( 4 ) C‑297/17, C‑318/17, C‑319/17 και C‑438/17, EU:C:2019:219.

( 5 ) C‑297/17, C‑318/17, C‑319/17 και C‑438/17, EU:C:2019:219.

( 6 ) ΕΕ 2011, L 337, σ. 9.

( 7 ) C‑297/17, C‑318/17, C-319/17 και C-438/17 (EU:C:2019:219). Σημειωτέον ότι, συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, στη σκέψη 101 της απόφασης εκείνης, ότι «το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της [οδηγίας 2013/32] πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην εκ μέρους κράτους μέλους άσκηση της παρεχόμενης από τη διάταξη αυτή δυνατότητας απορρίψεως ως απαράδεκτης μιας αιτήσεως περί χορηγήσεως του καθεστώτος του πρόσφυγα για τον λόγο ότι έχει ήδη χορηγηθεί στον αιτούντα επικουρική προστασία από άλλο κράτος μέλος, όταν οι προβλέψιμες συνθήκες διαβιώσεως που θα αντιμετωπίσει ο αιτών ως δικαιούχος επικουρικής προστασίας σε αυτό το άλλο κράτος μέλος δεν θα τον εκθέσουν σε σοβαρό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη. Το γεγονός ότι οι δικαιούχοι μιας τέτοιας επικουρικής προστασίας ουδόλως λαμβάνουν, στο εν λόγω κράτος μέλος, παροχές προς εξασφάλιση της στοιχειώδους διαβιώσεως ή λαμβάνουν αισθητά πιο περιορισμένες παροχές τέτοιου είδους σε σύγκριση με τις παροχές άλλων κρατών μελών, χωρίς εντούτοις η μεταχείρισή τους να διαφέρει από εκείνη που επιφυλάσσεται στους υπηκόους του κράτους μέλους αυτού, μπορεί να οδηγήσει στη διαπίστωση ότι ο αιτών αυτός θα εκτεθεί εντός του κράτους μέλους αυτού σε τέτοιον κίνδυνο μόνον εάν η περίσταση αυτή έχει ως συνέπεια να περιέλθει ο αιτών, λόγω της ιδιαιτέρως ευάλωτης θέσεώς του, ανεξαρτήτως της θελήσεώς του και των προσωπικών του επιλογών, σε κατάσταση έσχατης υλικής στερήσεως».

( 8 ) C-540/17 και C-541/17 (μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:964).

( 9 ) Βλ. σημείο 102 των παρουσών προτάσεων.

( 10 ) BGB1. 2008 I, σ. 1798.

( 11 ) BGB1. 2016 I, σ. 2460.

( 12 ) BGB1. 2016 I, σ. 1939.

( 13 ) BGB1 2003 I, σ. 102.

( 14 ) BGB1 2008 I, σ. 2418.

( 15 ) BGB1 1991 I, σ. 686.

( 16 ) BGB1 2010 I, σ. 2248.

( 17 ) Κατά δήλωσή του.

( 18 ) Βλ. απόφαση του Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου), της 17ης Ιανουαρίου 2017, 2 BvR 2013/16, DE:BVerfG:2017:rk20170117.2bvr201316, σημείο 20.

( 19 ) Το αιτούν δικαστήριο υπογράμμισε ότι η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία φέρει το βάρος απόδειξης, σύμφωνα με την απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2015, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C-137/14, EU:C:2015:683, σκέψεις 60 έως 62).

( 20 ) C-297/17, C-318/17, C-319/17 και C-438/17 (EU:C:2019:219).

( 21 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019, Ibrahim κ.λπ. (C‑297/17, C-318/17, C‑319/17 και C-438/17, EU:C:2019:219, σκέψη 67).

( 22 ) Βλ. σημείο 29 των παρουσών προτάσεων.

( 23 ) Απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Torubarov (C-556/17, EU:C:2019:626, σκέψεις 39 και 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 24 ) Βλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto (C-585/16, EU:C:2018:584, σκέψεις 77 έως 81).

( 25 ) Σημειωτέον ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέλειψε να μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη της την οδηγία 2013/32, και ιδίως τις διατάξεις που αφορούν την απαίτηση προσωπικής συνέντευξης. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι η νομοθεσία που τροποποιήθηκε το 2016, και, συνεπώς, μετά τις 20 Ιουλίου 2015, έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης.

( 26 ) C-297/17, C-318/17, C-319/17 και C-438/17 (EU:C:2019:219). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto (C-585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 73), και της 29ης Ιουλίου 2019, Torubarov (C-556/17, EU:C:2019:626, σκέψη 40).

( 27 ) Στις σκέψεις 70 έως 74 της απόφασης της 19ης Μαρτίου 2019, Ibrahim κ.λπ. (C-297/17, C‑318/17, C-319/17 και C-438/17, EU:C:2019:219), το Δικαστήριο, ωστόσο, έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι μια τέτοια άμεση εφαρμογή αντιβαίνει στο άρθρο 52, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2013/32 στην περίπτωση κατά την οποία τόσο η αίτηση ασύλου όσο και το αίτημα εκ νέου ανάληψης, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 343/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας (ΕΕ 2003, L 50, σ. 1), υποβλήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2013/32. Από τη διαβιβασθείσα στο Δικαστήριο δικογραφία ουδόλως προκύπτει ότι για τον M. Addis απευθύνθηκε τέτοιο αίτημα εκ νέου ανάληψης. Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο ανέφερε, στη σκέψη 3 της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, ότι τέτοιο αίτημα δεν θα μπορούσε να υποβληθεί σύμφωνα με τους κανόνες του Δουβλίνου. Συναφώς, το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο) υπογράμμισε ότι ο M. Addis θα μπορούσε να αποσταλεί στην Ιταλία στο πλαίσιο συμφωνίας επανεισδοχής. Στη σκέψη 5 της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο) ανέφερε ωστόσο ότι η διαταγή απέλασης του M. Addis στην Ιταλία ήταν παράνομη, δεδομένου ότι δεν ήταν γνωστό αν η Ιταλία εξακολουθούσε να είναι διατεθειμένη να τoν αναλάβει μετά τη λήξη ισχύος του ταξιδιωτικού εγγράφου που του είχε χορηγηθεί στις 5 Φεβρουαρίου 2015.

( 28 ) Βλ. άρθρο 54 της οδηγίας 2013/32.

( 29 ) C-297/17, C-318/17, C-319/17 και C-438/17 (EU:C:2019:219). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto (C-585/16, EU:C:2018:584, σκέψεις 73 επ.), και της 29ης Ιουλίου 2019, Torubarov (C-556/17, EU:C:2019:626, σκέψεις 40 επ.).

( 30 ) Βλ. άρθρο 51, παράγραφος 1, οδηγίας 2013/32.

( 31 ) Δεδομένου ότι η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά το παραδεκτό αίτησης χορήγησης καθεστώτος πρόσφυγα, έχει εφαρμογή το άρθρο 34 της οδηγίας 2013/32 και όχι το άρθρο 14 της οδηγίας αυτής. Εντούτοις, για λόγους πληρότητας, θα παραπέμπω γενικά στις δύο διατάξεις, εκτός αν χρειάζεται να επισημανθούν ορισμένες κρίσιμες διαφορές.

( 32 ) Εξαίρεση από την αρχή αυτή προβλέπουν το άρθρο 14, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 34, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32. Το άρθρο 14, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ορίζει ότι, «[ό]ταν ταυτόχρονες αιτήσεις διεθνούς προστασίας από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών καθιστούν αδύνατη στην πράξη την έγκαιρη διεξαγωγή συνεντεύξεων επί της ουσίας κάθε αίτησης από την αποφαινόμενη αρχή, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι το προσωπικό διαφορετικής αρχής μπορεί προσωρινά να συμμετάσχει στη διενέργεια των συνεντεύξεων αυτών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το προσωπικό της εν λόγω διαφορετικής αρχής λαμβάνει εκ των προτέρων σχετική κατάρτιση η οποία περιλαμβάνει τα στοιχεία που αναγράφονται στο άρθρο 6, παράγραφος 4 στοιχεία α) έως ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 439/2010. Τα πρόσωπα τα οποία διενεργούν προσωπικές συνεντεύξεις αιτούντων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία διαθέτουν επίσης γενική γνώση των προβλημάτων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την ικανότητα του αιτούντος για συνέντευξη, όπως ενδείξεις ότι ο αιτών μπορεί να έχει υποστεί βασανισμό κατά το παρελθόν». Το άρθρο 34, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η προσωπική συνέντευξη για το παραδεκτό της αίτησης διεθνούς προστασίας διενεργείται από το προσωπικό αρχών διαφορετικών της αποφαινόμενης αρχής. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το προσωπικό αυτό να έχει λάβει εκ των προτέρων την απαραίτητη βασική κατάρτιση, ιδίως όσον αφορά το διεθνές δίκαιο περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το κεκτημένο της Ένωσης για το άσυλο και τις τεχνικές της συνέντευξης». Η υπογράμμιση δική μου.

( 33 ) Για εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν, βλ. άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32.

( 34 ) C-585/16, EU:C:2018:584.

( 35 ) Βλ. άρθρο 34, παράγραφος 1, οδηγίας 2013/32.

( 36 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 37 ) Με την επιφύλαξη του άρθρου 34, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32.

( 38 ) Απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, A (C-404/17, EU:C:2018:588, σκέψη 30).

( 39 ) Πρβλ., επίσης, η απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto (C-585/16, EU:C:2018:584, σκέψεις 145 έως 149), στην οποία παραπέμπει το σημείο 87 των παρουσών προτάσεων.

( 40 ) C-348/16 (EU:C:2017:591).

( 41 ) C-585/16 (EU:C:2018:584).

( 42 ) C-556/17 (EU:C:2019:626).

( 43 ) C‑348/16 (EU:C:2017:591).

( 44 ) C‑348/16 (EU:C:2017:591).

( 45 ) Απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017 (C‑348/16, EU:C:2017:591). Κατά τη σκέψη 18 της απόφασης εκείνης, «[σ]τις 10 Μαρτίου 2016, η τοπική επιτροπή της Prefettura di Milano (Νομαρχίας Μιλάνου, Ιταλία) προχώρησε σε ακρόαση του M. Sacko όσον αφορά την κατάστασή του και τους λόγους της αιτήσεώς του».

( 46 ) Απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Sacko (C-348/16, EU:C:2017:591, σκέψη 26).

( 47 ) C-348/16 (EU:C:2017:591).

( 48 ) Απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Sacko (C-348/16, EU:C:2017:591, σκέψη 50).

( 49 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Campos Sánchez-Bordona στην υπόθεση Sacko (C‑348/16, EU:C:2017:288, σημείο 65).

( 50 ) C 348/16 (EU:C:2017:591).

( 51 ) C-585/16 (EU:C:2018:584).

( 52 ) Στη σκέψη 52 της απόφασης της 29ης Ιουλίου 2019, Torubarov (C-556/17, EU:C:2019:626), το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η έκφραση «ex nunc» αναδεικνύει την υποχρέωση του δικαστή να λαμβάνει υπόψη κατά την εκτίμησή του τυχόν νέα στοιχεία τα οποία ανέκυψαν μετά την έκδοση της απόφασης που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής. Ως προς το επίθετο «πλήρης», η χρήση του επιβεβαιώνει ότι ο δικαστής οφείλει να εξετάζει τόσο τα στοιχεία που έλαβε ή θα μπορούσε να λάβει υπόψη η αποφαινόμενη αρχή όσο και εκείνα που ανέκυψαν μετά την έκδοση της απόφασης της εν λόγω αρχής. Για να διασφαλίσει την κατά το δυνατόν ταχύτερη εξέταση τέτοιων αιτήσεων, χωρίς να θίγεται η διενέργεια κατάλληλης και πλήρους εξέτασης, το δικαστήριο πρέπει να έχει τη δυνατότητα εξέτασης τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων που είναι αναγκαία προκειμένου να προβεί σε επικαιροποιημένη εκτίμηση της συγκεκριμένης υπόθεσης, με αποτέλεσμα η αίτηση διεθνούς προστασίας να μπορεί να τύχει πλήρους εξέτασης, χωρίς να χρειάζεται να αναπεμφθεί ο φάκελος στην αποφαινόμενη αρχή. Βλ. σκέψη 53 της ίδιας απόφασης. Η πλήρης και ex nunc εξέταση εκ μέρους του δικαστή δεν απαιτείται να αφορά την επί της ουσίας εξέταση της ανάγκης διεθνούς προστασίας και μπορεί, συνεπώς, να αφορά το παραδεκτό της αίτησης διεθνούς προστασίας, όταν το εθνικό δίκαιο το επιτρέπει κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 33, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32. Βλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto (C-585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 115).

( 53 ) Βλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto (C-585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 114). Στη σκέψη 126 της απόφασης εκείνης, το Δικαστήριο έκρινε ότι, σε περίπτωση που ο λόγος απαραδέκτου που εξετάζεται από το δικαστήριο που κρίνει την προσφυγή εξετάσθηκε επίσης από την αποφαινόμενη αρχή πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης με την προσφυγή απόφασης, το δικαστήριο αυτό μπορεί να στηριχθεί στην έκθεση της προσωπικής συνέντευξης που διενεργήθηκε από την εν λόγω αρχή, χωρίς να προβεί σε ακρόαση του προσφεύγοντος, εκτός αν το θεωρεί αναγκαίο. Βλ., επίσης, απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Sacko (C-348/16, EU:C:2017:591, σκέψη 48).

( 54 ) Απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto (C-585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 114).

( 55 ) Βλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto (C-585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 127). Επιπλέον, στη σκέψη 128 της απόφασης εκείνης, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, όπως ισχύει, βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/32, για τις προσωπικές συνεντεύξεις που διενεργούνται από την αποφαινόμενη αρχή, στον αιτούντα, κατά την ακρόαση του από τον δικαστή, πρέπει να παρέχονται υπηρεσίες διερμηνέα, εφόσον απαιτείται, προκειμένου να εκθέσει τα επιχειρήματά του. Βλ., επίσης, άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2013/32.

( 56 ) Απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto (C-585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 130). Η υπογράμμιση δική μου.

( 57 ) C-585/16 (EU:C:2018:584).

( 58 ) Βλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto (C-585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 130).

( 59 ) Απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018 (C-585/16, EU:C:2018:584, σκέψεις 145 και 149). Βλ., επίσης, απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Torubarov (C-556/17, EU:C:2019:626, σκέψη 54).

( 60 ) Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε στη σκέψη 69 της απόφασης της 29ης Ιουλίου 2019, Torubarov (C-556/17, EU:C:2019:626), ότι το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να παρέχουν στα δικαστήρια που είναι αρμόδια να εκδικάζουν προσφυγές βάσει της διάταξης αυτής την εξουσία, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, να υποκαθιστούν την απόφαση της αποφαινόμενης αρχής με τη δική τους απόφαση. Πάντως, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν, σε κάθε περίπτωση, τον σεβασμό του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη.

( 61 ) Συναφώς, το Δικαστήριο τόνισε στη σκέψη 58 της απόφασης της 29ης Ιουλίου 2019, Torubarov (C-556/17, EU:C:2019:626), ότι το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 θα καθίστατο άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας αν γινόταν δεκτό ότι, μετά την έκδοση αποφάσεως με την οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο προέβη, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, σε πλήρη και ex nunc εκτίμηση των αναγκών διεθνούς προστασίας του αιτούντος, το οιονεί δικαστικό ή το διοικητικό όργανο του άρθρου 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2013/32 δύναται να λάβει απόφαση αντίθετη προς την εκτίμηση αυτή.

( 62 ) C-585/16 (EU:C:2018:584).

( 63 ) Στην απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2014, Mukarubega (C-166/13, EU:C:2014:2336, σκέψη 45), το Δικαστήριο επισήμανε ότι το εν λόγω δικαίωμα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των δικαιωμάτων άμυνας, τα οποία συνιστούν γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης.

( 64 ) Αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 2013, G. και R. (C-383/13 PPU, EU:C:2013:533, σκέψη 35), της 5ης Νοεμβρίου 2014, Mukarubega (C-166/13, EU:C:2014:2336, σκέψη 51), και της 11ης Δεκεμβρίου 2014, Boudjlida (C-249/13, EU:C:2014:2431, σκέψη 41).

( 65 ) Αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2013/32, η υπογράμμιση δική μου. Βλ., επίσης, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto (C-585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 109).

( 66 ) C-560/14 (EU:C:2017:101, σκέψεις 49 επ.).

( 67 ) C-383/13 PPU (EU:C:2013:533).

( 68 ) Απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto (C-585/16, EU:C:2018:584, σκέψεις 115 και 120).

( 69 ) Πρόκειται για την περίπτωση κατά την οποία η διεθνής προστασία έχει χορηγηθεί από άλλο κράτος μέλος.

( 70 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, A (C-404/17, EU:C:2018:588, σκέψη 27). Βλ., επίσης, διάταξη της 5ης Ιουλίου 2018, C κ.λπ. (C-269/18 PPU, EU:C:2018:544, σκέψη 55).

( 71 ) C-269/18 PPU (EU:C:2018:544).

( 72 ) Βλ. άρθρο 75, παράγραφος 1, του AsylG.

( 73 ) Βλ. σημείο 13 των παρουσών προτάσεων.

( 74 ) Ο δικαστικός πληρεξούσιος του M. Addis τόνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 15ης Ιανουαρίου 2020 ότι στις περιπτώσεις αυτές η αίτηση πρέπει να κατατεθεί εντός προθεσμίας μιας εβδομάδας.

( 75 ) Οι κατά το άρθρο 15 της οδηγίας 2013/32 ακριβείς όροι σχετικά με τη διεξαγωγή προσωπικής συνέντευξης ισχύουν για όλες τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας. Η οδηγία 2013/32 δεν διακρίνει μεταξύ της εφαρμογής των όρων αυτών όσον αφορά την προσωπική συνέντευξη σύμφωνα με το άρθρο 14 της οδηγίας αυτής και σύμφωνα με το άρθρο της 34.

( 76 ) Αυτό θα μπορούσε ίσως να διασφαλιστεί από το δικαστήριο που διεξάγει την προσωπική συνέντευξη κεκλεισμένων των θυρών.

( 77 ) Σημειωτέον ότι η αιτιολογική σκέψη 29 της οδηγίας 2013/32 αναφέρει ότι «[ο]ρισμένοι αιτούντες ενδέχεται να χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων λόγω, μεταξύ άλλων, ηλικίας, φύλου, γενετήσιου προσανατολισμού, ταυτότητας φύλου, ψυχικών διαταραχών ή ως συνέπεια βασανισμού, βιασμού ή άλλων σοβαρών μορφών ψυχολογικής, σωματικής ή σεξουαλικής βίας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσπαθούν να εντοπίζουν ποιοι αιτούντες χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων πριν από τη λήψη απόφασης σε πρώτο βαθμό». Η υπογράμμιση δική μου. Επιπλέον, η αιτιολογική σκέψη 32 της οδηγίας 2013/32 αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «[μ]ε σκοπό τη διασφάλιση ουσιαστικής ισοτιμίας μεταξύ γυναικών και ανδρών αιτούντων, οι διαδικασίες εξέτασης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες εκάστου φύλου. Ειδικότερα, οι προσωπικές συνεντεύξεις θα πρέπει να οργανώνονται έτσι, ώστε τόσο οι γυναίκες όσο και οι άνδρες αιτούντες να μπορούν να μιλήσουν για τις εμπειρίες που έχουν βιώσει σε περιπτώσεις διώξεων με βάση το φύλο».

( 78 ) Τούτο ισχύει ιδίως όταν το δικαστήριο καλείται να εξετάσει επί της ουσίας μια αίτηση διεθνούς προστασίας.

( 79 ) Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 2013/32, η οποία αναφέρει ότι «[ε]ίναι βασικό να λαμβάνονται οι αποφάσεις για όλες τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας με βάση τα γεγονότα και πρωτίστως από αρχές το προσωπικό των οποίων έχει την απαραίτητη γνώση ή κατάρτιση στον τομέα της διεθνούς προστασίας».

( 80 ) Το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 παραπέμπει ειδικά στο άρθρο 6, παράγραφος 4, στοιχεία αʹ έως εʹ, του κανονισμού 439/2010.

( 81 ) Απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Torubarov (C-556/17, EU:C:2019:626, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 82 ) Προκειμένου να μην παραταθεί αδικαιολόγητα η διαδικασία και υπονομευθεί ο συγκεκριμένος σκοπός της οδηγίας 2013/32 να εξασφαλίσει ότι οι αιτήσεις εξετάζονται το συντομότερο δυνατόν.

( 83 ) Κατά την άποψή μου, από την απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto (C-585/16, EU:C:2018:584), είναι σαφές ότι το δικαστήριο δύναται, υπό ορισμένες περιστάσεις, να διενεργήσει προσωπική συνέντευξη, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται ορισμένες εγγυήσεις που προβλέπονται από την οδηγία 2013/32, όπως το δικαίωμα σε διερμηνέα.

( 84 ) Λαμβανομένων υπόψη, επίσης, των διατάξεων του άρθρου 4, παράγραφοι 3 και 4, της εν λόγω οδηγίας.

( 85 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2013/32 και απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto (C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 109).

( 86 ) C-297/17, C‑318/17, C-319/17 και C-438/17 (EU:C:2019:219, σκέψη 90).

( 87 ) Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 15ης Ιανουαρίου 2020, ο δικηγόρος του Μ. Addis ανέφερε ότι η ψυχιατρική κατάστασή του θα τον καταστήσει ιδιαίτερα ευάλωτο αν σταλεί στην Ιταλία, δεδομένου, μεταξύ άλλων, ότι δεν ομιλεί την ιταλική γλώσσα. Είναι σαφές ότι το Δικαστήριο δεν έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει την ακρίβεια του ισχυρισμού αυτού ή της βαρύτητας που πρέπει να αποδοθεί σε έναν τέτοιο ισχυρισμό. Θα ήθελα να επισημάνω, ωστόσο, ότι ακριβώς για τέτοια ζητήματα πρέπει να δίνεται στον αιτούντα διεθνή προστασία η δυνατότητα έκθεσής τους στο πλαίσιο προσωπικής συνέντευξης κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 14 και 34 της οδηγίας 2013/32. Επιπλέον, ένας τέτοιος ισχυρισμός πρέπει να αξιολογείται από το εκπαιδευμένο και πεπειραμένο προσωπικό της αποφαινόμενης αρχής. Το αρμόδιο όργανο για τέτοια ζητήματα δεν είναι σίγουρα το Δικαστήριο ούτε ασφαλώς, κατά την άποψή μου, τα δικαστήρια κράτους μέλους στο πλαίσιο των διαδικασιών άσκησης ένδικου βοηθήματος σύμφωνα με το άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32. Από την απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, C. K. κ.λπ. (C-578/16 PPU, EU:C:2017:127, σκέψη 68), είναι σαφές ότι το γεγονός ότι ο αιτών διεθνή προστασία πάσχει από σωματική ή ψυχική ασθένεια ενδέχεται να είναι κρίσιμο όσον αφορά τη μεταφορά του εν λόγω αιτούντος σε άλλο κράτος μέλος βάσει του κανονισμού 604/2013. Στην ίδια σκέψη της απόφασης εκείνης, το Δικαστήριο υπογράμμισε επίσης ότι από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σχετικά με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία του άρθρου 4 του Χάρτη, προκύπτει ότι η ταλαιπωρία λόγω ασθένειας που οφείλεται σε φυσικά αίτια, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για σωματική ή ψυχική ασθένεια, ενδέχεται να εμπίπτει στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ αν επιδεινώνεται, ή υφίσταται κίνδυνος να επιδεινωθεί, λόγω μεταχείρισης που απορρέει από συνθήκες κράτησης, από απέλαση ή άλλα μέτρα για τα οποία οι αρχές μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνες, τούτο δε υπό τον όρο ότι η προκαλούμενη ταλαιπωρία έχει τον ελάχιστο βαθμό σοβαρότητας που απαιτεί το άρθρο αυτό.

( 88 ) John κατά Rees [1970] Ch. 345, σημείο 402.

( 89 ) C-383/13 PPU (EU:C:2013:533).

Top