EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013TO0327

Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 16ης Οκτωβρίου 2014  .
Κωνσταντίνος Μαλλής και Έλλη Κωνσταντίνου Μαλλή κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής και Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Προσφυγή ακυρώσεως — Πρόγραμμα στηρίξεως σταθερότητας της Κύπρου — Δήλωση της Ευρωομάδας σχετικά με την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα στην Κύπρο — Εσφαλμένος προσδιορισμός του καθού στο δικόγραφο της προσφυγής — Απαράδεκτο.
Υπόθεση T‑327/13.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2014:909

ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 16ης Οκτωβρίου 2014 ( *1 )

«Προσφυγή ακυρώσεως — Πρόγραμμα στηρίξεως σταθερότητας της Κύπρου — Δήλωση της Ευρωομάδας σχετικά με την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα στην Κύπρο — Εσφαλμένος προσδιορισμός του καθού στο δικόγραφο της προσφυγής — Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑327/13,

Κωνσταντίνος Μαλλής, κάτοικος Λάρνακας (Κύπρος),

Έλλη Κωνσταντίνου Μαλλή, κάτοικος Λάρνακας,

εκπροσωπούμενοι από τους Ε. Ευσταθίου, Κ. Ευσταθίου και Κ. Λιασίδου, δικηγόρους,

προσφεύγοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους B. Smulders, J.‑P. Keppenne και Μ. Κωνσταντινίδη,

και

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), εκπροσωπούμενης από τους A. Sáinz de Vicuña Barroso, N. Lenihan και Φ. Αθανασίου, επικουρούμενους από τους W. Bussian, W. Devroe και D. Arts, δικηγόρους,

καθών,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της δηλώσεως της Ευρωομάδας της 25ης Μαρτίου 2013 σχετικά, μεταξύ άλλων, με την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα στην Κύπρο,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen (εισηγητή), πρόεδρο, I. Pelikánová και E. Buttigieg, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Ιστορικό της διαφοράς

Η Συνθήκη για τον ΕΜΣ

1

Στις 2 Φεβρουαρίου 2012, υπογράφηκε στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) η Συνθήκη για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας από το Βασίλειο του Βελγίου, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, τη Δημοκρατία της Εσθονίας, την Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας, τη Γαλλική Δημοκρατία, την Ιρλανδία, την Ιταλική Δημοκρατία, την Κυπριακή Δημοκρατία, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, τη Δημοκρατία της Μάλτας, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, τη Δημοκρατία της Αυστρίας, την Πορτογαλική Δημοκρατία, τη Δημοκρατία της Σλοβενίας, τη Σλοβακική Δημοκρατία και τη Δημοκρατία της Φινλανδίας (στο εξής: Συνθήκη για τον ΕΜΣ). Κατά τα άρθρα 1 και 2 και κατά το άρθρο 32, παράγραφος 2, τα συμβαλλόμενα στην ως άνω Συνθήκη μέρη, ήτοι τα κράτη με νόμισμα το ευρώ, συστήνουν μεταξύ τους διεθνή χρηματοδοτικό οργανισμό με νομική προσωπικότητα, ο οποίος καλείται Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ΕΜΣ). Η Συνθήκη για τον ΕΜΣ άρχισε να ισχύει στις 27 Σεπτεμβρίου 2012.

2

Η αιτιολογική σκέψη 1 της Συνθήκης για τον ΕΜΣ έχει ως εξής:

«Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε στις 17 Δεκεμβρίου 2010 για την ανάγκη θέσπισης μόνιμου μηχανισμού σταθερότητας από τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ. [Ο ΕΜΣ] θα αναλάβει το έργο το οποίο διεκπεραιώνουν επί του παρόντος η Ευρωπαϊκή Διευκόλυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (“ΕΔΧΣ”) και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοοικονομικής Σταθεροποίησης (“ΕΜΧΣ”) παρέχοντας, όπου είναι αναγκαίο, χρηματοπιστωτική συνδρομή σε κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ.»

3

Το άρθρο 3 της Συνθήκης για τον ΕΜΣ ορίζει ως εξής τον σκοπό του ΕΜΣ:

«Ο σκοπός του ΕΜΣ είναι η κινητοποίηση της χρηματοδότησης και η παροχή στήριξης σταθερότητας, υπό αυστηρούς όρους, κατάλληλους για το επιλεγμένο μέσο χρηματοδοτικής συνδρομής, προς όφελος των μελών του ΕΜΣ που αντιμετωπίζουν ή απειλούνται από σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης, εφόσον είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη της χρηματοοικονομικής σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της και των κρατών μελών της. Προς τον σκοπό αυτό, ο ΕΜΣ έχει το δικαίωμα να αντλεί κεφάλαια με την έκδοση χρηματοπιστωτικών τίτλων ή με τη σύναψη χρηματοοικονομικών ή λοιπών συμφωνιών ή ρυθμίσεων με μέλη του ΕΜΣ, χρηματοοικονομικά ιδρύματα ή άλλα τρίτα μέρη.»

4

Το άρθρο 4 της Συνθήκης για τον ΕΜΣ ορίζει τα εξής:

«1.   Ο ΕΜΣ διαθέτει συμβούλιο διοικητών και συμβούλιο διευθυντών, καθώς και διευθύνοντα σύμβουλο και λοιπό ειδικό προσωπικό, ανάλογα με τις ανάγκες.

[…]

3.   Η έγκριση μιας απόφασης με αμοιβαία συμφωνία απαιτεί την ομοφωνία των μελών που συμμετέχουν στην ψηφοφορία. Οι αποχές δεν εμποδίζουν τη λήψη απόφασης με αμοιβαία συμφωνία.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, ενεργοποιείται διαδικασία έκτακτης ψηφοφορίας εφόσον τόσο η Επιτροπή όσο και η [Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα] συμπεραίνουν ότι η μη επείγουσα έκδοση μιας απόφασης για τη χορήγηση ή την υλοποίηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής, όπως καθορίζεται στα άρθρα 13 έως 18, θα απειλούσε την οικονομική και χρηματοπιστωτική βιωσιμότητα της ζώνης του ευρώ […]».

5

Το άρθρο 5, παράγραφος 3, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ ορίζει ότι «[σ]τις συνεδριάσεις του συμβουλίου διοικητών [του ΕΜΣ] δύνανται να συμμετέχουν ως παρατηρητές το μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που είναι αρμόδιο για τις οικονομικές και νομισματικές υποθέσεις και ο Πρόεδρος της [Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας], καθώς και ο πρόεδρος της Ευρωομάδας (εάν δεν είναι ο πρόεδρος ή διοικητής)».

6

Το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ ορίζει ότι «[τ]ο μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που είναι αρμόδιο για τις οικονομικές και νομισματικές υποθέσεις και ο Πρόεδρος της [Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας] δύνανται να ορίσουν έκαστος έναν παρατηρητή [στο συμβούλιο διοικητών του ΕΜΣ]».

7

Το άρθρο 12 της Συνθήκης για τον ΕΜΣ ορίζει τις αρχές που διέπουν τη στήριξη σταθερότητας και προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Εφόσον είναι απαραίτητο για τη διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της και των κρατών μελών της, ο ΕΜΣ δύναται να παρέχει στήριξη σταθερότητας σε μέλος του ΕΜΣ, κάτω από αυστηρούς όρους, κατάλληλους για το επιλεγμένο μέσο χρηματοπιστωτικής συνδρομής. Οι εν λόγω όροι μπορούν να καλύπτουν το φάσμα από ένα πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής έως τη συνεχή τήρηση προκαθορισμένων όρων επιλεξιμότητας.»

8

Η διαδικασία για τη χορήγηση στήριξης σταθερότητας προς μέλος του ΕΜΣ ορίζεται στο άρθρο 13 της Συνθήκης για τον ΕΜΣ ως εξής:

«1.   Μέλος του ΕΜΣ μπορεί να ζητήσει στήριξη σταθερότητας με αίτηση προς τον πρόεδρο του συμβουλίου διοικητών. Η εν λόγω αίτηση αναφέρει τα μέσα χρηματοπιστωτικής συνδρομής που πρέπει να εξεταστούν. Με την παραλαβή της αίτησης, ο πρόεδρος του συμβουλίου διοικητών αναθέτει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε συνεργασία με την [Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα], τα ακόλουθα:

α)

να εκτιμήσει την ύπαρξη κινδύνου για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της ή των κρατών μελών της, εκτός εάν η [Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα] έχει ήδη υποβάλει σχετική ανάλυση βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 2,

β)

να εκτιμήσει εάν το δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο. Εφόσον κρίνεται χρήσιμο και εφικτό, η εν λόγω εκτίμηση αναμένεται να διενεργείται από κοινού με το [Διεθνές Νομισματικό Ταμείο],

γ)

να εκτιμήσει τις πραγματικές ή δυνητικές ανάγκες χρηματοδότησης του συγκεκριμένου μέλους του ΕΜΣ.

2.   Βάσει της αίτησης του κράτους μέλους του ΕΜΣ και της κατά την παράγραφο 1 εκτίμησης, το συμβούλιο διοικητών δύναται να αποφασίσει να χορηγήσει, κατ’ αρχήν, στήριξη σταθερότητας στο ενδιαφερόμενο μέλος του ΕΜΣ με τη μορφή διευκόλυνσης χρηματοπιστωτικής συνδρομής.

3.   Εάν εκδοθεί απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2, το συμβούλιο διοικητών αναθέτει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή —σε συνεργασία με την [Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα] και, εφόσον είναι εφικτό, από κοινού με το [Διεθνές Νομισματικό Ταμείο]— να διαπραγματευθεί με το ενδιαφερόμενο μέλος του ΕΜΣ μνημόνιο κατανόησης (“ΜΚ”) όπου θα περιγράφονται αναλυτικά οι όροι που θα συνδέονται με τη διευκόλυνση χρηματοπιστωτικής συνδρομής. Το περιεχόμενο του ΜΚ αντικατοπτρίζει τις αδυναμίες που πρέπει να αντιμετωπιστούν και το μέσο χρηματοπιστωτικής συνδρομής που έχει επιλεγεί. Παράλληλα, ο διευθύνων σύμβουλος του ΕΜΣ καταρτίζει πρόταση συμφωνίας για διευκόλυνση χρηματοπιστωτικής συνδρομής, περιλαμβάνουσα τους όρους και τις προϋποθέσεις χρηματοδότησης, καθώς και την επιλογή των μέσων, που υποβάλλεται στο συμβούλιο διοικητών προς έγκριση.

Το ΜΚ συνάδει πλήρως με τα μέτρα συντονισμού των οικονομικών πολιτικών που προβλέπονται στη ΣΛΕΕ, ιδίως με τυχόν πράξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε γνώμης, προειδοποίησης, σύστασης ή απόφασης απευθυνόμενης στο ενδιαφερόμενο μέλος του ΕΜΣ.

4.   Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπογράφει το ΜΚ εξ ονόματος του ΕΜΣ, υπό τον όρο της προηγούμενης τήρησης των προϋποθέσεων που καθορίζονται στην παράγραφο 3 και της προηγούμενης έγκρισης από το συμβούλιο διοικητών.

5.   Το συμβούλιο διευθυντών εγκρίνει τη συμφωνία για διευκόλυνση χρηματοπιστωτικής συνδρομής στην οποία παρουσιάζονται αναλυτικά οι χρηματοοικονομικές πτυχές της στήριξης σταθερότητας που πρόκειται να χορηγηθεί και, κατά περίπτωση, την εκταμίευση της πρώτης δόσης της συνδρομής.

[…]

7.   Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή —σε συνεργασία με την [Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα] και, εφόσον είναι εφικτό, από κοινού με το [Διεθνές Νομισματικό Ταμείο]— επιφορτίζεται με την παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τους όρους που συνοδεύουν τη διευκόλυνση χρηματοπιστωτικής συνδρομής.»

Οικονομικές δυσχέρειες της Κυπριακής Δημοκρατίας και μέτρα που λήφθηκαν αρχικώς

9

Κατά τους πρώτους μήνες του 2012, ορισμένες Τράπεζες εγκατεστημένες στην Κύπρο, μεταξύ των οποίων η Cyprus Popular Bank Public Co Ltd (Λαϊκή), χρεοκόπησαν. Η Κυπριακή Δημοκρατία έκρινε αναγκαία την ανακεφαλαιοποίησή τους και υπέβαλε στον πρόεδρο της Ευρωομάδας σχετικό αίτημα χρηματοδοτικής συνδρομής από την Ευρωπαϊκή Διευκόλυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΔΧΣ) ή από τον ΕΜΣ.

10

Με δήλωση της 27ης Ιουνίου 2012, η Ευρωομάδα επισήμανε ότι η χρηματοδοτική συνδρομή θα χορηγούνταν είτε από την ΕΔΧΣ είτε από τον ΕΜΣ, στο πλαίσιο προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής το οποίο θα συγκεκριμενοποιούταν από μνημόνιο συναντίληψης για το οποίο θα διεξάγονταν διαπραγματεύσεις μεταξύ, αφενός, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, από κοινού με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), και, αφετέρου, των κυπριακών αρχών.

11

Η Κυπριακή Δημοκρατία και τα λοιπά κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ κατέληξαν σε πολιτική συμφωνία επί σχεδίου μνημονίου συναντίληψης τον Μάρτιο του 2013. Με δήλωση της 16ης Μαρτίου 2013, η Ευρωομάδα χαιρέτισε τη συμφωνία αυτή και αναφέρθηκε σε ορισμένα από τα προβλεπόμενα μέτρα προσαρμογής, μεταξύ των οποίων και η θέσπιση εισφοράς επί των τραπεζικών καταθέσεων. Η Ευρωομάδα επισήμανε ότι, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου αυτού, εκτιμούσε ότι ήταν κατ’ αρχήν δικαιολογημένη η χορήγηση χρηματοδοτικής συνδρομής ικανής να εξασφαλίσει την οικονομική σταθερότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ζώνης του ευρώ και κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να επιταχύνουν τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις.

12

Στις 18 Μαρτίου 2013, η Κυπριακή Δημοκρατία προέβλεψε ειδική αργία των τραπεζών για τις 19 και 20 Μαρτίου 2013. Με δήλωση της ίδιας ημέρας, ο πρόεδρος της Ευρωομάδας επισήμανε ότι η εισφορά επί των τραπεζικών καταθέσεων, σε συνδυασμό με την ζητηθείσα χρηματοδοτική συνδρομή, θα χρησιμοποιούταν για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του κυπριακού τραπεζικού τομέα και, άρα, για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της Κύπρου. Επισήμανε, εντούτοις, ότι κατά την άποψη της Ευρωομάδας οι μικροκαταθέτες θα έπρεπε να τύχουν διαφορετικής μεταχειρίσεως σε σχέση με τους μεγαλοκαταθέτες και τόνισε ότι ήταν σημαντικό να υπάρξει πλήρης διασφάλιση των καταθέσεων κάτω των 100000 ευρώ. Τέλος, ο πρόεδρος της Ευρωομάδας παρότρυνε, εξ ονόματος της Ευρωομάδας, τις κυπριακές αρχές και την κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων να θέσουν ταχύτατα σε εφαρμογή τα συμφωνηθέντα μέτρα.

13

Οι κυπριακές αρχές αποφάσισαν να παρατείνουν την αργία των τραπεζών έως τις 28 Μαρτίου 2013 προκειμένου να αποφευχθούν μαζικές αναλήψεις από τους καταθέτες.

14

Στις 19 Μαρτίου 2013, η κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων καταψήφισε το σχέδιο νόμου της Κυπριακής Κυβερνήσεως για τη θέσπιση εισφοράς επί όλων των τραπεζικών καταθέσεων στην Κύπρο. Ως εκ τούτου, η Κυπριακή Κυβέρνηση κατάρτισε νέο σχέδιο νόμου το οποίο προέβλεπε την αναδιάρθρωση δύο μόνον τραπεζών, της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρία Λτδ (Τράπεζα Κύπρου) και της Λαϊκής.

15

Στις 22 Μαρτίου 2013, η κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε τον περί εξυγίανσης πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων νόμο [στο εξής: νόμος της 22ας Μαρτίου 2013, ΕΕ, παράρτημα I(I), αριθ. 4379, 22.3.2013, σ. 117]. Δυνάμει του άρθρου 3 (1) και του άρθρου 5 (1) του νόμου αυτού, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου (ΚΤΚ) δύναται να αποφασίζει από κοινού με τον Υπουργό Οικονομικών τη λήψη μέτρων για την εξυγίανση των ιδρυμάτων που εμπίπτουν στον εν λόγω νόμο. Προς τον σκοπό αυτό, το άρθρο 12 (1) του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013 προβλέπει, αφενός, ότι η ΚΤΚ μπορεί, μέσω διατάγματος, να απαιτεί την αναδιάρθρωση των χρεών και υποχρεώσεων, υφιστάμενων ή μελλοντικών, οποιουδήποτε τύπου, του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, συμπεριλαμβανομένης της μειώσεως, τροποποιήσεως, διευθετήσεως ή αντικαταστάσεως του αρχικού κεφαλαίου ή του υπολειπόμενου ποσού, ή την ολική ή μερική μετατροπή χρεωστικών τίτλων ή υποχρεώσεων σε μετοχικό κεφάλαιο. Το άρθρο αυτό προβλέπει, αφετέρου, ότι οι «εγγυημένες καταθέσεις», κατά την έννοια του άρθρου 2, πέμπτο εδάφιο, του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013, εξαιρούνται από τα μέτρα αυτά. Δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι πρόκειται για τις καταθέσεις ποσού κατώτερου των 100000 ευρώ.

Η προσβαλλόμενη δήλωση

16

Με δήλωση της 25ης Μαρτίου 2013 (στο εξής: προσβαλλόμενη δήλωση), η Ευρωομάδα ανακοίνωσε την επίτευξη συμφωνίας με τις κυπριακές αρχές επί των ουσιωδών στοιχείων του μελλοντικού προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής το οποίο είχε την υποστήριξη όλων των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ, καθώς και της Επιτροπής, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ. Επιπλέον, η Ευρωομάδα χαιρέτισε τα σχεδιαζόμενα μέτρα αναδιαρθρώσεως του χρηματοπιστωτικού τομέα για τα οποία γινόταν λόγος στο παράρτημα της δηλώσεως αυτής.

17

Το παράρτημα της προσβαλλομένης δηλώσεως έχει ως εξής:

«Μετά από την παρουσίαση των πολιτικών σχεδίων των αρχών [της Κυπριακής Δημοκρατίας], για τα οποία η Ευρωομάδα εξέφρασε σε γενικές γραμμές την ικανοποίησή της, συμφωνήθηκαν τα εξής:

1.

Θα υπάρξει άμεση εκκαθάριση της Λαϊκής —με πλήρη συμμετοχή των μετόχων, των ομολογιούχων και των μη εξασφαλισμένων καταθετών— με απόφαση της [ΚΤΚ] η οποία θα εκδοθεί βάσει του προσφάτως θεσπισθέντος πλαισίου για την εξυγίανση των τραπεζών.

2.

Η Λαϊκή θα χωριστεί σε τράπεζα επισφαλειών και σε υγιή τράπεζα. Η τράπεζα επισφαλειών θα εκκαθαριστεί.

3.

Η υγιής τράπεζα θα ενσωματωθεί στην [Τράπεζα Κύπρου] με χρήση του πλαισίου για την εξυγίανση των τραπεζών και κατόπιν διαβουλεύσεως με τα διοικητικά συμβούλια της Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής. Θα λάβει [επείγουσα ενίσχυση υπό μορφή ρευστότητας (ELA)] ύψους [εννέα] δισεκατομμυρίων ευρώ. Μόνο οι μη εξασφαλισμένες καταθέσεις της Τράπεζας Κύπρου θα παραμείνουν δεσμευμένες έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία ανακεφαλαιοποιήσεως, ενώ ενδέχεται στη συνέχεια να υποβληθούν σε κατάλληλους όρους.

4.

Το Συμβούλιο Διοικητών της ΕΚΤ θα παράσχει ρευστότητα στην Τράπεζα Κύπρου σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες.

5.

Η ανακεφαλαιοποίηση της Τράπεζας Κύπρου θα γίνει με μετατροπή των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων σε ίδια κεφάλαια με πλήρη συμμετοχή των μετόχων και των ομολογιούχων.

6.

Η μετατροπή θα γίνει με τρόπο ώστε να διασφαλιστεί δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας 9 % μέχρι το τέλος του προγράμματος.

7.

Όλοι οι εξασφαλισμένοι καταθέτες όλων των τραπεζών προστατεύονται σύμφωνα με την σχετική νομοθεσία της [Ένωσης].

8.

Τα χρήματα του προγράμματος (έως [δέκα] δισεκατομμύρια ευρώ) δεν θα χρησιμοποιηθούν για την ανακεφαλαιοποίηση της Λαϊκής ή της [Τράπεζας Κύπρου].»

Μέτρα αναδιαρθρώσεως για τις τράπεζες τα οποία λήφθηκαν στην Κύπρο

18

Στις 25 Μαρτίου 2013, ο διοικητής της ΚΤΚ αποφάσισε να κινήσει διαδικασία εξυγιάνσεως για την Τράπεζα Κύπρου και τη Λαϊκή. Προς τον σκοπό αυτό εκδόθηκαν στις 29 Μαρτίου 2013 δύο διατάγματα βάσει του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013, ήτοι:

το περί Διάσωσης με Ίδια Μέσα της Τράπεζας Κύπρου […] Διάταγμα του 2013, Κανονιστική Διοικητική Πράξη αριθ. 103 [στο εξής: διάταγμα 103, ΕΕ, παράρτημα III(I), αριθ. 4645, 29.3.2013, σ. 769 έως 780]·

το περί της Πώλησης Ορισμένων Εργασιών της [Λαϊκής] Διάταγμα του 2013, Κανονιστική Διοικητική Πράξη αριθ. 104 [στο εξής: διάταγμα 104, ΕΕ, παράρτημα III(I), αριθ. 4645, 29.3.2013, σ. 781 έως 788].

19

Το διάταγμα 103 προβλέπει ότι η ανακεφαλαιοποίηση της Τράπεζας Κύπρου υποστηρίζεται από τους μη εξασφαλισμένους καταθέτες, τους μετόχους και τους ομολογιούχους της, προκειμένου να καταστεί δυνατό η Τράπεζα Κύπρου να συνεχίσει την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών. Έτσι, οι μη εξασφαλισμένες καταθέσεις μετατράπηκαν σε μετοχές της Τράπεζας Κύπρου σε ποσοστό 37,5 %, σε τίτλους μετατρέψιμους από την Τράπεζα Κύπρου σε μετοχές ή σε καταθέσεις σε ποσοστό 22,5 %, και σε τίτλους μετατρέψιμους από την ΚΤΚ σε καταθέσεις σε ποσοστό 40 %. Το διάταγμα 103 άρχισε να ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο του 10, στις 6:00 της 29ης Μαρτίου 2013.

20

Οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 2 και 5 του διατάγματος 104 προβλέπουν τη μεταβίβαση την 29η Μαρτίου 2013, στις 6:10, ορισμένων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της Λαϊκής προς την Τράπεζα Κύπρου, συμπεριλαμβανομένων των καταθέσεων ποσού κάτω των 100000 ευρώ. Οι καταθέσεις ποσού άνω των 100000 ευρώ παρέμειναν στη Λαϊκή, εν αναμονή της εκκαθαρίσεώς της.

21

Κατά την έναρξη ισχύος των διαταγμάτων 103 και 104, οι προσφεύγοντες, Κ. Μαλλής και Ε. Μαλλή, διατηρούσαν τραπεζικές καταθέσεις στη Λαϊκή.

22

Η εφαρμογή των μέτρων που προβλέπει το διάταγμα 104 επέφερε σημαντική μείωση της αξίας των καταθέσεων αυτών. Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι απώλεσαν εξ ολοκλήρου τα πέραν των 100000 ευρώ ποσά και προσδιορίζουν με ακρίβεια τη ζημία που υπέστησαν.

23

Μετά την έκδοση των διαταγμάτων 103 και 104, η Επιτροπή προχώρησε σε περαιτέρω συζητήσεις με τις κυπριακές αρχές ώστε να ολοκληρώσει τις διαπραγματεύσεις σχετικά με το μνημόνιο συναντίληψης.

Χορήγηση χρηματοδοτικής συνδρομής στην Κυπριακή Δημοκρατία

24

Κατά τη συνεδρίαση της 24ης Απριλίου 2013 το συμβούλιο διοικητών του ΕΜΣ:

επιβεβαίωσε, αφενός, ότι η Επιτροπή και η ΕΚΤ είχαν επιφορτιστεί με τη διαμόρφωση των εκτιμήσεων σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή, σε συνεργασία με την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, είχε επιφορτιστεί με το καθήκον της διαπραγματεύσεως του εν λόγω μνημονίου συναντίληψης με την Κυπριακή Δημοκρατία·

αποφάσισε να χορηγήσει στήριξη σταθερότητας, με τη μορφή χρηματοδοτικής διευκολύνσεως προς την Κυπριακή Δημοκρατία, υπό μορφή διευκολύνσεως χρηματοπιστωτικής συνδρομής (στο εξής: ΔΧΣ), σύμφωνα με την πρόταση του διευθύνοντος συμβούλου του ΕΜΣ·

ενέκρινε το σχέδιο μνημονίου συναντίληψης, και

ανέθεσε στην Επιτροπή να το υπογράψει εξ ονόματος του ΕΜΣ.

25

Το μνημόνιο συναντίληψης υπογράφηκε στις 26 Απριλίου 2013 από τον Υπουργό Οικονομικών της Κυπριακής Δημοκρατίας, από τον διοικητή της ΚΤΚ και από τον αντιπρόεδρο της Επιτροπής O. Rehn, ο οποίος ενεργούσε εξ ονόματος της Επιτροπής.

26

Στις 8 Μαΐου 2013 το διοικητικό συμβούλιο του ΕΜΣ ενέκρινε τη σύμβαση για τη ΔΧΣ καθώς και πρόταση για τους όρους καταβολής της πρώτης δόσεως της συνδρομής προς την Κυπριακή Δημοκρατία. Η δόση αυτή έπρεπε να χορηγηθεί σε δύο χωριστές εκταμιεύσεις εκ των οποίων η πρώτη, ποσού δύο δισεκατομμυρίων ευρώ, πραγματοποιήθηκε στις 13 Μαΐου 2013 και η δεύτερη ποσού ενός δισεκατομμυρίου ευρώ στις 26 Ιουνίου 2013. Η δεύτερη δόση, ποσού ενάμισι δισεκατομμυρίου ευρώ, εκταμιεύθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2013.

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

27

Με προσφυγή, που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Ιουνίου 2013, οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη δήλωση, «η οποία έλαβε την τελική της μορφή με [το διάταγμα 104] του διοικητή της [ΚΤΚ], ως εκπροσωπούντος και/ή ως αντιπροσώπου του [Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών], με την οποία αποφασίσθηκε η “πώληση ορισμένων εργασιών” της [Λαϊκής] και η οποία στην ουσία αποτελεί κοινή απόφαση της [ΕΚΤ] αλλά και της […] Επιτροπής»·

επικουρικώς, να κηρύξει ότι η προσβαλλόμενη δήλωση, ανεξαρτήτως της μορφής και του τύπου που περιεβλήθη, αποτελεί κατ’ ουσίαν «απόφαση της [ΕΚΤ] και/ή της […] Επιτροπής από κοινού»·

έτι επικουρικότερον, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη δήλωση, «ανεξαρτήτως της μορφής και του τύπου που αυτή περιεβλήθη»·

όλως επικουρικότερον, «να ακυρώσει την μέσω της πιο πάνω αποφάσεως [της Ευρωομάδας] κοινή απόφαση της [ΕΚΤ] και/ή της […] Επιτροπής, ανεξαρτήτως της μορφής και του τύπου που αυτή περιεβλήθη»·

να καταδικάσει την ΕΚΤ και/ή την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

28

Με χωριστά δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η και την 9η Οκτωβρίου 2013, αντιστοίχως, η Επιτροπή και η ΕΚΤ προέβαλαν ενστάσεις απαραδέκτου, δυνάμει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Ζητούν δε από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

29

Οι προσφεύγοντες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί των ενστάσεων απαραδέκτου της Επιτροπής και της ΕΚΤ στις 4 Δεκεμβρίου 2013.

Σκεπτικό

30

Κατά το άρθρο 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ένας διάδικος το ζητήσει, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κρίνει επί του παραδεκτού χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, η διαδικασία συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει άλλως. Κατά την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί επί της αιτήσεως ή να την εξετάσει μαζί με την ουσία της υποθέσεως.

31

Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα στοιχεία της δικογραφίας και ότι δεν απαιτείται η διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας.

32

Πρέπει να εξεταστεί, κατ’ αρχάς, το παραδεκτό του πρώτου, του τρίτου και του τέταρτου αιτήματος και, εν συνεχεία, το παραδεκτό του δεύτερου αιτήματος.

Επί του παραδεκτού του πρώτου, του τρίτου και του τέταρτου αιτήματος

33

Πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι προσφεύγοντες με το πρώτο, το τρίτο και το τέταρτο αίτημά τους ζητούν την ακύρωση της προσβαλλομένης δηλώσεως.

34

Η Επιτροπή και η ΕΚΤ υποστηρίζουν ότι το αίτημα αυτό είναι απαράδεκτο και προβάλλουν συναφώς διάφορα επιχειρήματα, τα οποία οι προσφεύγοντες αμφισβητούν.

35

Ως προς το σημείο αυτό, κατά πρώτο λόγο, επισημαίνεται ότι κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας το δικόγραφο της προσφυγής που αναφέρεται στο άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιέχει προσδιορισμό του καθού.

36

Όταν λόγω πλάνης κατονομάζεται στο δικόγραφο αντίδικος άλλος από το εκδόν την προσβαλλόμενη πράξη όργανο, το ένδικο βοήθημα δεν απορρίπτεται ως απαράδεκτο αν το δικόγραφο περιλαμβάνει στοιχεία που να καθιστούν δυνατό τον σαφέστατο προσδιορισμό του διαδίκου κατά του οποίου έχει ασκηθεί το ένδικο βοήθημα, όπως τον προσδιορισμό της προσβαλλομένης πράξεως και του εκδόντος αυτήν οργάνου. Σε μία τέτοια περίπτωση, ως καθού πρέπει να λογίζεται το εκδόν την προσβαλλόμενη πράξη όργανο έστω και αν δεν έχει κατονομαστεί στο εισαγωγικό τμήμα του δικογράφου. Η περίπτωση αυτή όμως πρέπει να διακρίνεται από την περίπτωση κατά την οποία ο προσφεύγων εμμένει στον προσδιορισμό του αντιδίκου που κατονομάζεται στο εισαγωγικό τμήμα του δικογράφου της προσφυγής, έχοντας πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι δεν είναι το εκδόν την προσβαλλόμενη πράξη όργανο. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ως αντίδικος πρέπει να θεωρείται ο κατονομαζόμενος στο δικόγραφο της προσφυγής και, αν συντρέχει λόγος, να συνάγονται οι συνέπειες του προσδιορισμού αυτού ως προς το παραδεκτό της προσφυγής (διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Οκτωβρίου 2006, T‑173/06, Aisne et Nature κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 17 και 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ., επίσης, υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Νοεμβρίου 1990, T-162/89, Mommer κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1990, σ. II-679, σκέψεις 19 και 20).

37

Η προσβαλλόμενη δήλωση είναι έγγραφο με το οποίο η Ευρωομάδα, αφενός, αναφέρεται στη συμφωνία που επιτεύχθηκε με τις κυπριακές αρχές και, αφετέρου, εκθέτει ορισμένες από τις συναφείς παρατηρήσεις της. Οι προσφεύγοντες δεν έστρεψαν την προσφυγή τους κατά της Ευρωομάδας, αλλά, και επέμειναν επί του σημείου αυτού με τις παρατηρήσεις τους επί των ενστάσεων απαραδέκτου, κατά της Επιτροπής και της ΕΚΤ. Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, η προσβαλλόμενη δήλωση μπορεί όντως να αποδοθεί στην Επιτροπή και την ΕΚΤ, με αποτέλεσμα να πρέπει να γίνει δεκτό ότι είναι τα εκδόντα αυτήν όργανα και, ως εκ τούτου, καθών στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής.

38

Πρέπει συνεπώς να εξεταστούν τα χαρακτηριστικά της Ευρωομάδας, καθώς και οι σχέσεις της με την Επιτροπή και την ΕΚΤ, υπό το πρίσμα του περιεχομένου της προσβαλλομένης δηλώσεως.

39

Στην Ευρωομάδα αναφέρεται το άρθρο 137 ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι οι ειδικές ρυθμίσεις για τις συνόδους των υπουργών των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ καθορίζονται στο πρωτόκολλο αριθ. 14 για την Ευρωομάδα.

40

Οι διατάξεις του πρωτοκόλλου αυτού έχουν ως εξής:

«Άρθρο 1

Οι Υπουργοί των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ πραγματοποιούν άτυπες συναντήσεις μεταξύ τους. Οι συναντήσεις αυτές λαμβάνουν χώρα, ανάλογα με τις ανάγκες, για να συζητούνται τα θέματα που συνδέονται με τις ιδιαίτερες ευθύνες τις οποίες συνυπέχουν στο θέμα του ενιαίου νομίσματος. Η Επιτροπή συμμετέχει στις συναντήσεις αυτές. Η [ΕΚΤ] καλείται να συμμετέχει σε αυτές τις συναντήσεις, οι οποίες προετοιμάζονται από τους αντιπροσώπους των υπουργών οικονομικών των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ και της Επιτροπής.

Άρθρο 2

Οι υπουργοί των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ εκλέγουν ανά δυόμισι έτη πρόεδρο, με πλειοψηφία των εν λόγω κρατών μελών.»

41

Πρώτον, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Ευρωομάδα είναι φόρουμ συζητήσεων, σε υπουργικό επίπεδο, των αντιπροσώπων των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ και όχι όργανο που λαμβάνει αποφάσεις. Το άτυπο αυτό φόρουμ, το οποίο σκοπό έχει να διευκολύνει την ανταλλαγή απόψεων επί ορισμένων συγκεκριμένων ζητημάτων κοινού ενδιαφέροντος για τα κράτη μέλη που συμμετέχουν σε αυτό, έχει ορισμένη οργανωτική δομή, καθόσον διαθέτει πρόεδρο ο οποίος εκλέγεται με συγκεκριμένη θητεία. Δεν υπάρχει όμως λόγος να γίνει δεκτό ότι η δομή αυτή εντάσσεται στην οργανωτική δομή της Επιτροπής ή της ΕΚΤ.

42

Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, μολονότι η συμμετοχή της Επιτροπής και της ΕΚΤ στις συνόδους της Ευρωομάδας προβλέπεται στο άρθρο 1 του πρωτοκόλλου σχετικά με την Ευρωομάδα και η Επιτροπή μπορεί επίσης να συμβάλλει στην προετοιμασία των εν λόγω συνόδων, εντούτοις, η Ευρωομάδα αποτελεί άτυπη σύνοδο των υπουργών των οικείων κρατών μελών.

43

Τρίτον, δεν προκύπτει από τους κανόνες σχετικά με την Ευρωομάδα ότι της έχουν μεταβιβαστεί αρμοδιότητες της Επιτροπής ή της ΕΚΤ, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, ούτε ότι τα θεσμικά αυτά όργανα έχουν αρμοδιότητα να της ασκούν έλεγχο ή την εξουσία να της απευθύνουν συστάσεις, πολλώ δε μάλλον δεσμευτικές οδηγίες.

44

Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Ευρωομάδα ελέγχεται από την Επιτροπή ή την ΕΚΤ, ούτε ότι ενεργεί ως εντολοδόχος των θεσμικών αυτών οργάνων.

45

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι δεν είναι δυνατόν να αποδοθούν οι δηλώσεις της Ευρωομάδας, όπως η προσβαλλόμενη δήλωση, στην Επιτροπή ή την ΕΚΤ. Προστίθεται ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο στη δικογραφία από το οποίο θα μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη δήλωση έπρεπε να θεωρηθεί στην πραγματικότητα δήλωση της Επιτροπής και της ΕΚΤ.

46

Εν συνεχεία, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι τα επιχειρήματα των προσφευγόντων θα μπορούσαν να έχουν την έννοια ότι, κατά την άποψή τους, η προσβαλλόμενη δήλωση είναι εν πάση περιπτώσει αποδοτέα στον ΕΜΣ και ότι, δεδομένου ότι αυτός φέρεται να ελέγχεται από την Επιτροπή και την ΕΚΤ, η προσβαλλόμενη δήλωση εν τέλει αποδίδεται στα θεσμικά αυτά όργανα.

47

Επισημαίνεται συναφώς ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 4, 5, 6 και 8 ανωτέρω, η Συνθήκη για τον ΕΜΣ αναθέτει στην Επιτροπή και την ΕΚΤ ορισμένα καθήκοντα τα οποία σχετίζονται με την εφαρμογή των σκοπών που η εν λόγω Συνθήκη προβλέπει. Εντούτοις, από καμία διάταξη της Συνθήκης για τον ΕΜΣ δεν μπορεί να συναχθεί ότι στον ΕΜΣ μεταβιβάστηκαν αρμοδιότητες των θεσμικών αυτών οργάνων, ούτε ότι αυτά έχουν εξουσία να του ασκούν έλεγχο ή να του απευθύνουν εντολές.

48

Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται από τη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία, αφενός, τα καθήκοντα που ανατίθενται στην Επιτροπή και στην ΕΚΤ στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΜΣ δεν παρέχουν ιδία εξουσία λήψεως αποφάσεων και, αφετέρου, οι ενέργειες των εν λόγω δύο οργάνων στο πλαίσιο της ως άνω Συνθήκης δεσμεύουν μόνον τον ΕΜΣ (απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Νοεμβρίου 2012, C‑370/12, Pringle, σκέψη 161).

49

Ως εκ τούτου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προσβαλλόμενη δήλωση μπορεί να αποδοθεί στον ΕΜΣ και όχι στην Ευρωομάδα, εξ αυτού δεν θα μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η δήλωση αυτή προέρχεται από την Επιτροπή ή την ΕΚΤ.

50

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη δήλωση δεν μπορεί να αποδοθεί στις καθών. Συνεπώς, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 36 ανωτέρω, το πρώτο, το τρίτο και το τέταρτο αίτημα πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

51

Κατά δεύτερο λόγο, επισημαίνεται, επαλλήλως, ότι, κατά πάγια νομολογία, συνιστούν πράξεις ή αποφάσεις δυνάμενες να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 263, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ τα μέτρα των οποίων τα έννομα αποτελέσματα είναι δεσμευτικά και ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τη νομική του κατάσταση (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψη 9, και της 31ης Μαρτίου 1998, C-68/94 και C-30/95, Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-1375, σκέψη 62· διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 5ης Νοεμβρίου 2003, T-130/02, Kronoply κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-4857, σκέψη 43).

52

Κατά πάγια επίσης νομολογία, προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια πράξη ή μια απόφαση παράγει έννομα αποτελέσματα δεσμευτικά και ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τη νομική του κατάσταση, πρέπει να εξετάζεται η ουσία της (διάταξη του Δικαστηρίου της 13ης Ιουνίου 1991, C-50/90, Sunzest κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I-2917, σκέψη 12, και διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Μαΐου 2009, T‑22/07, US Steel Košice κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 41).

53

Όσον αφορά την ουσία της προσβαλλομένης δηλώσεως, υπενθυμίζεται ότι η Ευρωομάδα δεν μπορεί να θεωρηθεί όργανο λήψεως αποφάσεων. Ειδικότερα, οι διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία της δεν της δίνουν την εξουσία εκδόσεως νομικά δεσμευτικών πράξεων. Κατ’ αρχήν, οι δηλώσεις της Ευρωομάδας δεν δύνανται να θεωρηθούν πράξεις που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Δεκεμβρίου 2005, C-301/03, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-10217, σκέψη 28· διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Νοεμβρίου 2008, T‑196/08, Srinivasan κατά Διαμεσολαβητή, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 11 και 12, και της 3ης Δεκεμβρίου 2008, T‑210/07, RSA Security Ireland κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 53 έως 55).

54

Ερμηνευόμενο στο πλαίσιο αυτό, το γράμμα της προσβαλλομένης δηλώσεως αποδεικνύει ότι η δήλωση αυτή δεν δύναται να παραγάγει τέτοια έννομα αποτελέσματα.

55

Ειδικότερα, με την ως άνω δήλωση η Ευρωομάδα, μεταξύ άλλων:

ανέφερε ότι είχε επιτευχθεί συμφωνία με τις κυπριακές αρχές επί ορισμένων στοιχείων του μελλοντικού προγράμματος προσαρμογής (πρώτο εδάφιο της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

χαιρέτισε διάφορα μέτρα τα οποία, κατ’ αυτήν, αποτέλεσαν αντικείμενο συμφωνίας με τις εν λόγω αρχές (τρίτο, πέμπτο και έκτο εδάφιο της προσβαλλομένης δηλώσεως)·

σημείωσε ορισμένες δεσμεύσεις που ανέλαβαν οι εν λόγω αρχές (ένατο και δέκατο εδάφιο της προσβαλλομένης δηλώσεως)·

ζήτησε την άμεση εφαρμογή της συμφωνίας μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυπριακής Δημοκρατίας (έβδομο εδάφιο της προσβαλλομένης δηλώσεως)·

κάλεσε τις κυπριακές αρχές και την Επιτροπή να ολοκληρώσουν την επεξεργασία του μνημονίου συναντίληψης (όγδοο εδάφιο της προσβαλλομένης δηλώσεως)·

επιβεβαίωσε ότι, όπως είχε ήδη δηλώσει στις 16 Μαρτίου 2013, η Κυπριακή Δημοκρατία μπορούσε να τύχει ΔΧΣ υπό το πρίσμα των προηγούμενων παρατηρήσεων (ενδέκατο εδάφιο της προσβαλλομένης δηλώσεως)·

διευκρίνισε ότι ανέμενε το συμβούλιο διοικητών του ΕΜΣ να είναι σε θέση να εγκρίνει επισήμως την πρόταση για ΔΧΣ εντός της τρίτης εβδομάδας του Απριλίου του 2013, υπό την επιφύλαξη της ολοκληρώσεως των «διαδικασιών σε εθνικό επίπεδο» (δωδέκατο εδάφιο της προσβαλλομένης δηλώσεως)·

απαρίθμησε τα μέτρα τα οποία, κατ’ αυτήν, είχαν αποτελέσει αντικείμενο συμφωνίας στο πλαίσιο της Ευρωομάδας μετά από την παρουσίαση των σχεδίων των κυπριακών αρχών (παράρτημα της προσβαλλομένης δηλώσεως, βλ. σκέψη 17 ανωτέρω).

56

Με την προσβαλλόμενη δήλωση, η Ευρωομάδα εξέθεσε σε πολύ γενικές γραμμές ορισμένα μέτρα που συμφωνήθηκαν σε πολιτικό επίπεδο με την Κυπριακή Δημοκρατία με σκοπό τη σταθεροποίηση της οικονομικής καταστάσεώς της και ανακοίνωσε ενδεχόμενες μεταγενέστερες διαπραγματεύσεις, ενώ επίσης ενθάρρυνε άλλες διαπραγματεύσεις και ενέργειες τις οποίες έκρινε αναγκαίες ή ευκταίες. Αντιθέτως, με τη δήλωση αυτή η Ευρωομάδα δεν έλαβε καμία οριστική θέση ως προς τη χορήγηση ΔΧΣ προς την Κυπριακή Δημοκρατία ή ως προς τους όρους που το εν λόγω κράτος μέλος έπρεπε να τηρήσει προκειμένου να τύχει της ζητηθείσας συνδρομής.

57

Επισημαίνεται συναφώς, αφενός, ότι η Ευρωομάδα δεν ανέφερε ότι η συνδρομή θα χορηγούνταν στην Κυπριακή Δημοκρατία μόνο στην περίπτωση που αυτή έθετε σε εφαρμογή μέτρα αναδιαρθρώσεως για τις τράπεζες, όπως τα προβλεπόμενα στα διατάγματα 103 και 104.

58

Αφετέρου, μολονότι στο τρίτο εδάφιο της προσβαλλομένης δηλώσεως η Ευρωομάδα χαιρέτισε τα σχέδια αναδιαρθρώσεως του χρηματοπιστωτικού τομέα που εξειδικεύονταν στο παράρτημα της εν λόγω δηλώσεως, εντούτοις δεν ανέφερε ότι αυτά θεωρούνταν μέρος του προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής το οποίο η Κυπριακή Δημοκρατία ενδεχομένως θα υποχρεούταν να τηρήσει προκειμένου να τύχει χρηματοδοτικής συνδρομής κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ.

59

Τέλος, από την προσβαλλόμενη δήλωση προκύπτει εμμέσως, πλην σαφώς, ότι η Ευρωομάδα όχι μόνο δεν οικειοποιήθηκε την εξουσία χορηγήσεως ή αρνήσεως της ζητηθείσας συνδρομής, αλλά εκτίμησε ότι η απόφαση αυτή δεν ενέπιπτε στην αρμοδιότητά της αλλά σε εκείνη του συμβουλίου διοικητών του ΕΜΣ. Ειδικότερα, αφενός, η Ευρωομάδα, αποφεύγοντας να επιβεβαιώσει αν θα χορηγούταν η ΔΧΣ, ανέφερε απλώς ότι ανέμενε το συμβούλιο διοικητών του ΕΜΣ να είναι σε θέση να εγκρίνει επισήμως τη χορήγησή της. Αφετέρου, η Ευρωομάδα σημείωσε, κατ’ ουσίαν, ότι η έγκριση αυτή έπρεπε να επικυρωθεί από τα μέλη του ΕΜΣ σύμφωνα με τις εσωτερικές τους διαδικασίες.

60

Πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη δήλωση έχει αμιγώς πληροφοριακό χαρακτήρα, δεδομένου ότι με αυτήν η Ευρωομάδα ενημέρωσε το κοινό για την ύπαρξη ορισμένων συμφωνιών που έγιναν σε πολιτικό επίπεδο και εξέφρασε τη γνώμη της ως προς την πιθανότητα χορηγήσεως ΔΧΣ από τον ΕΜΣ, χωρίς όμως να εκδώσει πράξη δυνάμενη να παραγάγει έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων επί του ζητήματος αυτού.

61

Ως εκ τούτου, μολονότι όντως το παράρτημα της προσβαλλομένης δηλώσεως περιέχει διατυπώσεις οι οποίες φαίνονται κατηγορηματικές, ιδίως εκείνες κατά τις οποίες, αφενός, θα υπάρξει άμεση εκκαθάριση της Λαϊκής, με πλήρη συμμετοχή των μετόχων, των ομολογιούχων και των μη εξασφαλισμένων καταθετών, και, αφετέρου, η ανακεφαλαιοποίηση της Τράπεζας Κύπρου θα γίνει με μετατροπή των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων σε μετοχές με πλήρη συμμετοχή των μετόχων και των ομολογιούχων (βλ. σκέψη 17 ανωτέρω), εντούτοις, οι διατυπώσεις αυτές δεν δύνανται να ερμηνευθούν μεμονωμένα, αλλά πρέπει, αντιθέτως, να ενταχθούν στο πλαίσιό τους, από το οποίο σαφώς προκύπτει ο αμιγώς πληροφοριακός χαρακτήρας της προσβαλλομένης δηλώσεως.

62

Συνεπώς, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη δήλωση δεν δύναται να παραγάγει έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, το πρώτο, το τρίτο και το τέταρτο αίτημα πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα και για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 51 έως 61 ανωτέρω.

Επί του παραδεκτού του δεύτερου αιτήματος

63

Με το δεύτερο, επικουρικώς προβαλλόμενο, αίτημά τους οι προσφεύγοντες ζητούν κατ’ ουσίαν από το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η προσβαλλόμενη δήλωση έχει εκδοθεί από την ΕΚΤ και την Επιτροπή και όχι από την Ευρωομάδα.

64

Αρκεί συναφώς η υπόμνηση ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει την αρμοδιότητα να εκδίδει αναγνωριστικές αποφάσεις στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας που ασκεί κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διάταξη του Δικαστηρίου της 9ης Δεκεμβρίου 2003, C-224/03, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-14751, σκέψεις 20 έως 22).

65

Επιβάλλεται συνεπώς η διαπίστωση ότι το δεύτερο αίτημα είναι απαράδεκτο, όπως ορθώς υποστηρίζει η ΕΚΤ.

66

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

Επί των δικαστικών εξόδων

67

Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Επειδή οι προσφεύγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής και της ΕΚΤ.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

διατάσσει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

 

2)

Ο Κ. Μαλλής και η Ε. Μαλλή φέρουν, εκτός από τα δικαστικά τους έξοδα, τα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).

Λουξεμβούργο, 16 Οκτωβρίου 2014.

 

Ο Γραμματέας

E. Coulon

Ο Πρόεδρος

H. Kanninen


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

Top