EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013CN0604

Υπόθεση C-604/13 P: Αναίρεση που άσκησε στις 25 Νοεμβρίου 2013 η Aloys F. Dornbracht GmbH & Co. KG κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) στις 16 Σεπτεμβρίου 2013 στην υπόθεση T-386/10, Aloys F. Dornbracht GmbH & Co. KG κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

OJ C 24, 25.1.2014, p. 13–13 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

25.1.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 24/13


Αναίρεση που άσκησε στις 25 Νοεμβρίου 2013 η Aloys F. Dornbracht GmbH & Co. KG κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) στις 16 Σεπτεμβρίου 2013 στην υπόθεση T-386/10, Aloys F. Dornbracht GmbH & Co. KG κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

(Υπόθεση C-604/13 P)

2014/C 24/24

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Aloys F. Dornbracht GmbH & Co. KG (εκπρόσωποι: H. Janssen και T. Kapp, Rechtsanwälte)

Αντίδικοι κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει καθ’ ολοκληρίαν την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τέταρτο τμήμα) της 16ης Σεπτεμβρίου 2013 στην υπόθεση T-386/10 και να ακυρώσει την απόφαση της αναιρεσίβλητης C(2010) 4185 τελικό της 23ης Ιουνίου 2010 στην υπόθεση COMP/39.092 — Εγκαταστάσεις λουτρών, σε ό, τι αφορά την αναιρεσείουσα·

επικουρικώς, να μειώσει προσηκόντως το ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα με την προσβληθείσα απόφαση·

να καταδικάσει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η αναιρεσείουσα στηρίζει την αίτησή της αναιρέσεως στους ακόλουθους λόγους:

 

Το Γενικό Δικαστήριο παρέβη πρώτον το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 (1), την αρχή της σαφούς νομοθετικής προβλέψεως των ποινών, την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως καθώς και την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον ερμήνευσε το άρθρο 23, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 ως απλό ανώτατο όριο προσαρμογής και κατά συνέπεια δεν δέχθηκε ότι ο πραγματοποιηθείς από την Επιτροπή καθορισμός του ύψους του προστίμου είχε παράνομο χαρακτήρα, επιπλέον δε απεκδύθηκε της εξουσίας να προβεί σε θεμιτή μείωση του ύψους του προστίμου.

 

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, καθόσον δεν έλαβε υπόψη του τον παράνομο χαρακτήρα των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, στο πλαίσιο των οποίων δεν συνεκτιμάται η διάρκεια και η σοβαρότητα των παραβάσεων σε ό, τι αφορά τις επιχειρήσεις που παράγουν ένα μόνο προϊόν.

 

Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο δεν προέβη στη διαπίστωση ότι η αναιρεσίβλητη όφειλε, κατά το σημείο 37 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, να ασκήσει την εξουσία της εκτιμήσεως κατά τρόπον ώστε να προσδιορίσει, για τις επιχειρήσεις που παράγουν ένα μόνο προϊόν, ύψος προστίμου μη υπερβαίνον το όριο του 10 %.

 

Το Γενικό Δικαστήριο παρέβη περαιτέρω την αρχή της μη αναδρομικότητας, στο μέτρο που έκρινε ως νόμιμη την επιμέτρηση του προστίμου από την αναιρεσίβλητη βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006.

 

Ακόμη, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικές πλάνες κατά την επιμέτρηση του ύψους του επιβληθέντος στην αναιρεσείουσα προστίμου, ειδικότερα σε ό, τι αφορά τη γεωγραφική έκταση, τη συμμετοχή σε μία μόνο από τις τρεις ομάδες προϊόντων και τον δευτερεύοντα ρόλο της αναιρεσείουσας.

 

Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την αρχή της εκδικάσεως της υποθέσεως εντός ευλόγου προθεσμίας.


(1)  ΕΕ 2003, L 1, σ. 1.


Top