EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013CJ0138

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 10ης Ιουλίου 2014.
Naime Dogan κατά Bundesrepublik Deutschland.
Αίτηση του Verwaltungsgericht Berlin για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή — Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας — Πρόσθετο Πρωτόκολλο — Άρθρο 41, παράγραφος 1 — Δικαίωμα διαμονής των μελών της οικογένειας Τούρκων υπηκόων — Εθνική νομοθεσία απαιτούσα την απόδειξη των στοιχειωδών γλωσσικών γνώσεων για το μέλος της οικογένειας που επιθυμεί να εισέλθει στο εθνικό έδαφος — Επιτρέπεται — Οδηγία 2003/86/ΕΚ — Οικογενειακή επανένωση — Άρθρο 7, παράγραφος 2 — Συμβατό.
Υπόθεση C‑138/13.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2014:2066

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 10ης Ιουλίου 2014 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας — Πρόσθετο Πρωτόκολλο — Άρθρο 41, παράγραφος 1 — Δικαίωμα διαμονής των μελών της οικογένειας Τούρκων υπηκόων — Εθνική νομοθεσία απαιτούσα την απόδειξη των στοιχειωδών γλωσσικών γνώσεων για το μέλος της οικογένειας που επιθυμεί να εισέλθει στο εθνικό έδαφος — Επιτρέπεται — Οδηγία 2003/86/ΕΚ — Οικογενειακή επανένωση — Άρθρο 7, παράγραφος 2 — Συμβατό»

Στην υπόθεση C‑138/13,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Verwaltungsgericht Berlin (Γερμανία) με διάταξη της 13ης Φεβρουαρίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Μαρτίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

Naime Dogan

κατά

Bundesrepublik Deutschland,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, J. L. da Cruz Vilaça, Γ. Αρέστη, J.-C. Bonichot και A. Arabadjiev, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: A. Impellizzeri, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Φεβρουαρίου 2014,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η N. Dogan, εκπροσωπούμενη από τον C. Käss, Rechtsanwalt,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και J. Möller,

η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Wolff, τον C. Thorning και τη V. Pasternak Jørgensen,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Langer και την M. Bulterman,

η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Pesendorfer,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τη M. Κοντού-Durande και τους M. Kellerbauer και W. Bogensberger,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 30ής Απριλίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Προσθέτου Πρωτοκόλλου, που υπογράφηκε στις 23 Νοεμβρίου 1970 στις Βρυξέλλες και συνάφθηκε, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2760/72 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972, περί συνάψεως του προσθέτου πρωτοκόλλου καθώς και του χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου, που υπεγράφησαν στις 23 Νοεμβρίου 1970 και προσαρτώνται στη Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και της Τουρκίας και περί των μέτρων που πρέπει να ληφθούν για την έναρξη της ισχύος τους (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/002, σ. 149, στο εξής: Πρόσθετο Πρωτόκολλο). Η Συμφωνία αυτή υπογράφηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1963 στην Άγκυρα από, αφενός, την Τουρκική Δημοκρατία και, αφετέρου, από τα κράτη μέλη της ΕΟΚ και την Κοινότητα και συνάφθηκε, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της τελευταίας με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1963 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 48, στο εξής: Συμφωνία Συνδέσεως). Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά επίσης την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης (ΕΕ L 251, σ. 12).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της N. Dogan και της Bundesrepublik Deutschland σχετικά με την απόρριψη εκ μέρους της δεύτερης της αιτήσεως της πρώτης για χορήγηση θεωρήσεως εισόδου προς τον σκοπό της οικογενειακής επανενώσεως.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η Συμφωνία Συνδέσεως

3

Από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της Συμφωνίας Συνδέσεως προκύπτει ότι αντικείμενο της Συμφωνίας είναι η προαγωγή της συνεχούς και ισόρροπης ενισχύσεως των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ των μερών, λαμβανομένων πλήρως υπόψη της ανάγκης εξασφαλίσεως της επιταχυνόμενης αναπτύξεως της τουρκικής οικονομίας και της ανυψώσεως του επιπέδου απασχολήσεως και των όρων διαβιώσεως του τουρκικού λαού.

4

Κατά το άρθρο 12 της Συμφωνίας Συνδέσεως, «τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν να εμπνέονται από τα άρθρα [39 ΕΚ], [40 ΕΚ] και [41 ΕΚ] για τη σταδιακή πραγματοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων μεταξύ τους» και, κατά το άρθρο 13 της Συμφωνίας Συνδέσεως, τα συμβαλλόμενα μέρη «συμφωνούν να εμπνέονται από τα άρθρα [43 ΕΚ] μέχρι και [46 ΕΚ] και [48 ΕΚ] για την κατάργηση μεταξύ τους των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως».

Το Πρόσθετο Πρωτόκολλο

5

Κατά το άρθρο 62 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου, αυτό και τα παραρτήματά του αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της Συμφωνίας Συνδέσεως.

6

Το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου προβλέπει τα εξής:

«Τα συμβαλλόμενα μέρη δεν επιβάλλουν μεταξύ τους νέους περιορισμούς στην ελευθερία εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.»

Η οδηγία 2003/86

7

Το άρθρο 1 της οδηγίας 2003/86 ορίζει τα ακόλουθα:

«Ο σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να καθορίσει τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να ασκούν το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης οι υπήκοοι τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην επικράτεια των κρατών μελών.»

8

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν την είσοδο και τη διαμονή, δυνάμει της παρούσας οδηγίας και υπό την επιφύλαξη της τήρησης των προϋποθέσεων που αναφέρονται στο κεφάλαιο IV, καθώς και στο άρθρο 16, των ακόλουθων μελών της οικογένειας:

α)

του/της συζύγου του συντηρούντος·

[...]».

9

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να απορρίπτουν αίτηση εισόδου και διαμονής μελών της οικογένειας για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.»

10

Το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/86 έχει ως εξής:

«1.   Κατά την υποβολή της αίτησης οικογενειακής επανένωσης, το οικείο κράτος μέλος μπορεί να απαιτήσει το πρόσωπο που υπέβαλε την αίτηση να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ότι ο συντηρών διαθέτει:

α)

κατάλυμα το οποίο να θεωρείται κανονικό για αντίστοιχη οικογένεια στην αυτή περιοχή και το οποίο να πληροί τις γενικές προδιαγραφές ασφάλειας και υγιεινής που ισχύουν στο οικείο κράτος μέλος·

β)

ασφάλιση ασθενείας για τον ίδιο/την ίδια και τα μέλη της οικογένειάς του/της, που να καλύπτει το σύνολο των κινδύνων, οι οποίοι συνήθως καλύπτονται για τους ημεδαπούς στο οικείο κράτος μέλος·

γ)

σταθερούς και τακτικούς πόρους, επαρκείς για τη συντήρηση του ιδίου/της ιδίας και των μελών της οικογενείας του/της, χωρίς να απαιτείται προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής αρωγής του οικείου κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη αξιολογούν τους πόρους αυτούς με βάση τη φύση και τον τακτικό χαρακτήρα τους και μπορούν να λαμβάνουν υπόψη το επίπεδο των κατώτατων εθνικών μισθών και συντάξεων καθώς και τον αριθμό των μελών της οικογένειας.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν από τους υπηκόους τρίτων χωρών να συμμορφωθούν με όρους ενσωμάτωσης, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

Όσον αφορά τους πρόσφυγες ή/και τα μέλη της οικογένειάς τους που αναφέρονται στο άρθρο 12, τα μέτρα ενσωμάτωσης του πρώτου εδαφίου μπορούν να εφαρμόζονται μόνον εφόσον έχει επιτραπεί η οικογενειακή επανένωση των προσώπων αυτών.»

11

Το άρθρο 17 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν δεόντως υπόψη το χαρακτήρα και τη σταθερότητα των οικογενειακών δεσμών του προσώπου και τη διάρκεια διαμονής του στο κράτος μέλος καθώς και την ύπαρξη οικογενειακών, πολιτιστικών και κοινωνικών δεσμών με τη χώρα καταγωγής του, σε περίπτωση απόρριψης αίτησης, ανάκλησης ή άρνησης της ανανέωσης της άδειας διαμονής, ή σε περίπτωση λήψης μέτρου απομάκρυνσης εις βάρος του συντηρούντος ή μελών της οικογένειάς του.»

Το γερμανικό δίκαιο

12

Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η χορήγηση της ζητηθείσας θεωρήσεως εισόδου διέπεται από τις ακόλουθες διατάξεις του νόμου περί διαμονής, επαγγελματικής δραστηριότητας και ενσωματώσεως των αλλοδαπών στο ομοσπονδιακό έδαφος (Gesetz über den Aufenthalt, die Erwerbstätigkeit und die Integration von Ausländern im Bundesgebiet), κατά τη διατύπωση που προκύπτει από την ανακοίνωση της 25ης Φεβρουαρίου 2008 (BGBl. 2008 I, σ. 162), όπως αυτός τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του νόμου της 21ης Ιανουαρίου 2013 (BGBl. 2013 I, σ. 86, στο εξής: νόμος περί διαμονής των αλλοδαπών).

13

Το άρθρο 2, παράγραφος 8, του νόμου αυτού προβλέπει τα ακόλουθα:

«Η στοιχειώδης γνώση της γερμανικής γλώσσας αντιστοιχεί στο επίπεδο A1 του Κοινού Ευρωπαϊκού Πλαισίου Αναφοράς για τις γλώσσες (συστάσεις της επιτροπής των υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης αριθ. R (98) 6, της 17ης Μαρτίου 1998, περί του κοινού ευρωπαϊκού πλαισίου αναφοράς για τις γλώσσες).»

14

Το άρθρο 27, παράγραφος 1, του νόμου περί διαμονής των αλλοδαπών ορίζει τα εξής:

«Για την προστασία του γάμου και της οικογένειας, δυνάμει του άρθρου 6 του Γερμανικού Συντάγματος (Grundgesetz), άδεια διαμονής ορισμένης διάρκειας μπορεί να χορηγηθεί ή να παραταθεί με σκοπό την αποκατάσταση ή τη διατήρηση, προς όφελος των αλλοδαπών μελών της οικογένειας, της οικογενειακής συμβιώσεως στο ομοσπονδιακό έδαφος (οικογενειακή επανένωση).»

15

Με τίτλο «Επανένωση των συζύγων», το άρθρο 30 του νόμου περί διαμονής των αλλοδαπών έχει ως εξής:

«1.   Άδεια διαμονής ορισμένης διάρκειας χορηγείται στον/στη σύζυγο αλλοδαπού όταν

1)

αμφότεροι οι σύζυγοι έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους,

2)

ο/η σύζυγος μπορεί να εκφραστεί στοιχειωδώς στη γερμανική γλώσσα και

3)

ο αλλοδαπός

α)

διαθέτει άδεια διαμονής αόριστης διάρκειας [...]

Η άδεια διαμονής ορισμένης διάρκειας μπορεί να χορηγηθεί κατά παρέκκλιση από τα σημεία 1 και 2 της πρώτης περιόδου εάν

1.

ο αλλοδαπός διαθέτει τίτλο διαμονής δυνάμει των άρθρων 19 έως 21 του παρόντος νόμου [τίτλο διαμονής για ορισμένες επικερδείς δραστηριότητες] και ο γάμος είχε ήδη συναφθεί κατά τον χρόνο κατά τον οποίο ο αλλοδαπός μετέφερε το κέντρο των βιοτικών του συμφερόντων στο ομοσπονδιακό έδαφος [...]

Η άδεια διαμονής ορισμένης διάρκειας μπορεί να χορηγηθεί κατά παρέκκλιση από το σημείο 2 της πρώτης περιόδου εάν

1)

[...]

2)

ο/η σύζυγος δεν είναι σε θέση, λόγω σωματικής, διανοητικής ή ψυχικής ασθένειας ή αναπηρίας, να αποδείξει ότι διαθέτει στοιχειώδη γνώση της γερμανικής·

[...]».

16

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το άρθρο 30, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, σημείο 2, του νόμου περί διαμονής των αλλοδαπών προστέθηκε με τον νόμο περί μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη των οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το δικαίωμα διαμονής και ασύλου (Gesetz zur Umsetzung aufenthalts- und asylrechtlicher Richtlinien der Europäischen Union), της 19ης Αυγούστου 2007 (BGBl. 2007 I, σ. 1970).

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17

Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης είναι Τούρκισσα υπήκοος γεννηθείσα στην Τουρκία το 1970 και κάτοικος της χώρας αυτής. Ζητεί τη χορήγηση θεωρήσεως εισόδου προς τον σκοπό της οικογενειακής επανενώσεως με τον σύζυγό της, γεννηθέντα το 1964, επίσης Τούρκο υπήκοο, ο οποίος ζει στη Γερμανία από το 1998.

18

Από το 2002, ο S. Dogan διαθέτει άδεια διαμονής ορισμένης διάρκειας, η οποία, στη συνέχεια, μετατράπηκε σε άδεια διαμονής αόριστης διάρκειας. Ο S. Dogan διευθύνει εταιρία περιορισμένης ευθύνης της οποίας είναι εταίρος με πλειοψηφική συμμετοχή. Επί του παρόντος, εξακολουθεί να ασκεί αυτή τη δραστηριότητα.

19

Στις 18 Ιανουαρίου 2011, η Ν. Dogan ζήτησε από την Πρεσβεία της Γερμανίας στην Άγκυρα (Τουρκία) τη χορήγηση θεωρήσεως εισόδου προς τον σκοπό της οικογενειακής επανενώσεως των συζύγων και των τέκνων, για την ίδια και, σε πρώτη φάση, για δύο από τα τέκνα της. Η Ν. Dogan επισύναψε, μεταξύ άλλων, προς τούτο βεβαίωση του Ινστιτούτου Goethe που αφορούσε γλωσσική εξέταση του επιπέδου A1 στην οποία είχε υποβληθεί στις 28 Σεπτεμβρίου 2010 και είχε επιτύχει με τον βαθμό «Αρκετά καλά» (62 μονάδες στις 100). Οι επιδόσεις της στα γραπτά αξιολογήθηκαν με 14,11 μονάδες στις 25.

20

Ωστόσο, κατά την Πρεσβεία της Γερμανίας, η προσφεύγουσα είναι αναλφάβητη. Επέτυχε στην εξέταση σημειώνοντας στην τύχη τις απαντήσεις σε ερωτηματολόγιο με δυνατότητα επιλογής μεταξύ πλειόνων απαντήσεων και έχοντας αποστηθίσει τρεις τυποποιημένες φράσεις.

21

Ελλείψει αποδείξεως της γνώσεως της γερμανικής γλώσσας, η Πρεσβεία της Γερμανίας απέρριψε την αίτηση της Ν. Dogan με απόφαση της 23ης Μαρτίου 2011. Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης δεν προσέβαλε την απόφαση αυτή, υπέβαλε όμως, στην ίδια πρεσβεία, στις 26 Ιουλίου 2011, νέα αίτηση χορηγήσεως θεωρήσεως εισόδου, προς τον σκοπό της οικογενειακής επανενώσεως, μόνο για την ίδια, αίτηση την οποία και πάλι απέρριψε η εν λόγω πρεσβεία με απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 2011.

22

Κατόπιν αιτήσεως επανεξετάσεως («Remonstration») την οποία υπέβαλε η Ν. Dogan μέσω δικηγόρου στις 15 Νοεμβρίου 2011, η Πρεσβεία της Γερμανίας στην Άγκυρα ακύρωσε την αρχική απόφαση και την αντικατέστησε με την απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2012 επί της «Remonstration», με την οποία επίσης απέρριψε την αίτηση αυτή με το αιτιολογικό ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης δεν διέθετε τις απαραίτητες γλωσσικές γνώσεις καθότι ήταν αναλφάβητη.

23

Η Ν. Dogan, εκτιμώντας ότι διαθέτει τις απαραίτητες γλωσσικές γνώσεις και θεωρώντας, εξάλλου, ότι η απόδειξη της γνώσεως της γερμανικής γλώσσας συνιστά παράβαση της απαγορεύσεως της reformatio in peius που απορρέει από τη Συμφωνία Συνδέσεως, προσέφυγε ενώπιον του Verwaltungsgericht Berlin κατά της αποφάσεως της 24ης Ιανουαρίου 2012.

24

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Verwaltungsgericht Berlin αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Αντιβαίνει στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Προσθέτου Πρωτοκόλλου […], σχετικά με τα ληπτέα μέτρα κατά τη μεταβατική φάση της συνδέσεως που εγκαθιδρύθηκε με τη Συμφωνία [Συνδέσεως], ρύθμιση του εθνικού δικαίου που εισήχθη μετά την έναρξη της ισχύος των προμνησθεισών διατάξεων και η οποία προβλέπει ότι, προκειμένου να εισέλθει για πρώτη φορά στο έδαφος [της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας], ένα μέλος της οικογένειας Τούρκου υπηκόου εμπίπτοντος στο προβλεπόμενο από το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Προσθέτου Πρωτοκόλλου καθεστώς οφείλει να αποδείξει προ της εισόδου του ότι μπορεί να εκφράζεται στοιχειωδώς στη γερμανική γλώσσα;

2)

Αντιβαίνει στο άρθρο 7, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/86 [...] η μνημονευόμενη στο πρώτο ερώτημα ρύθμιση του εθνικού δικαίου;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

25

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Προσθέτου Πρωτοκόλλου έχει την έννοια ότι αντίκειται στη ρήτρα «standstill» που προβλέπει η διάταξη αυτή μέτρο του εθνικού δικαίου που έχει θεσπιστεί στο οικείο κράτος μέλος μετά την έναρξη της ισχύος του εν λόγω Προσθέτου Πρωτοκόλλου και το οποίο επιβάλλει στους/στις συζύγους Τούρκων υπηκόων διαμενόντων στο εν λόγω κράτος μέλος, οι οποίοι επιθυμούν να εισέλθουν στο έδαφος του κράτους αυτού προς τον σκοπό της οικογενειακής επανενώσεως, τον όρο να αποδείξουν εκ των προτέρων την απόκτηση στοιχειωδών γλωσσικών γνώσεων της επίσημης γλώσσας αυτού του κράτους μέλους.

26

Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η ρήτρα «standstill» του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Προσθέτου Πρωτοκόλλου απαγορεύει γενικώς τη θέσπιση οποιουδήποτε νέου μέτρου που θα είχε ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα να εξαρτά την εκ μέρους Τούρκου υπηκόου άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως ή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εντός του εδάφους κράτους μέλους από όρους περισσότερο περιοριστικούς από εκείνους που ίσχυαν κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του Προσθέτου Πρωτοκόλλου έναντι του συγκεκριμένου κράτους μέλους (απόφαση Dereci κ.λπ., C‑256/11, EU:C:2011:734, σκέψη 88 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

27

Έχει επίσης αναγνωριστεί ότι, από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος εντός του κράτους μέλους υποδοχής της νομικής πράξεως στην οποία περιλαμβάνεται η διάταξη αυτή, αντιβαίνει στην εν λόγω διάταξη η θέσπιση οποιωνδήποτε νέων περιορισμών στην άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως ή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, περιλαμβανομένων και όσων αφορούν τις ουσιαστικές και/ή τις διαδικαστικές προϋποθέσεις για την αρχική είσοδο στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους μέλους Τούρκων υπηκόων που επιθυμούν να ασκήσουν στο κράτος αυτό τις εν λόγω οικονομικές ελευθερίες (απόφαση Oguz, C‑186/10, EU:C:2011:509, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

28

Τέλος, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, είτε διά της ελευθερίας εγκαταστάσεως είτε διά της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, μόνον ως παρακολουθηματική της ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας μπορεί η ρήτρα «standstill» να αφορά τους όρους εισόδου και διαμονής των Τούρκων υπηκόων στο έδαφος των κρατών μελών (απόφαση Demirkan, C‑221/11, EU:C:2013:583, σκέψη 55).

29

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική διάταξη θεσπίστηκε μετά την 1η Ιανουαρίου 1973, ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του Προσθέτου Πρωτοκόλλου στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, και ότι η διάταξη αυτή καθιστά αυστηρότερους τους όρους εισόδου, προς τον σκοπό της οικογενειακής επανενώσεως, που ίσχυαν προηγουμένως, για τους/τις συζύγους των αλλοδαπών που διαμένουν στο κράτος μέλος αυτό, οπότε καθιστά δυσχερέστερη την εν λόγω επανένωση.

30

Εξάλλου, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η Ν. Dogan επιθυμεί να εισέλθει στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους μέλους όχι για να κάνει εκεί χρήση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή της ελευθερίας εγκαταστάσεως, αλλά για να συναντήσει τον σύζυγό της, ο οποίος διαμένει εκεί, προκειμένου να ζήσουν μαζί.

31

Τέλος, προκύπτει επίσης από την απόφαση περί παραπομπής ότι ο S. Dogan είναι Τούρκος υπήκοος που διαμένει στο συγκεκριμένο κράτος μέλος από το 1998 και ο οποίος, ως διευθύνων εταιρία περιορισμένης ευθύνης στην οποία έχει πλειοψηφική συμμετοχή, διαθέτει εισοδήματα από μη μισθωτή δραστηριότητα (βλ., συναφώς, απόφαση Asscher, C‑107/94, EU:C:1996:251, σκέψη 26). Υπό τις συνθήκες αυτές, η κατάσταση του S. Dogan εμπίπτει στην αρχή της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

32

Ως εκ τούτου, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το κατά πόσον η επίμαχη εθνική διάταξη είναι σύμφωνη με τη ρήτρα «standstill» του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Προσθέτου Πρωτοκόλλου αποτελεί ζήτημα που πρέπει να αναλυθεί από πλευράς της εκ μέρους του S. Dogan ασκήσεως της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

33

Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον, στο πλαίσιο της οικογενειακής επανενώσεως, η θέσπιση νέας ρυθμίσεως καθιστώσας αυστηρότερους τους όρους της πρώτης εισόδου των συζύγων Τούρκων υπηκόων που διαμένουν στο κράτος μέλος, σε σχέση προς αυτούς που ίσχυαν κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του Προσθέτου Πρωτοκόλλου στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, μπορεί να συνιστά «νέο περιορισμό» της ελευθερίας εγκαταστάσεως των εν λόγω Τούρκων υπηκόων κατά την έννοια του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Προσθέτου Πρωτοκόλλου.

34

Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η οικογενειακή επανένωση αποτελεί αναγκαίο μέσο για να καταστεί δυνατή η οικογενειακή ζωή των Τούρκων εργαζομένων που έχουν ενταχθεί στην αγορά εργασίας των κρατών μελών και συμβάλλει τόσο στη βελτίωση της ποιότητας της διαμονής τους όσο και στην ένταξή τους στα κράτη αυτά (βλ. απόφαση Dülger, C‑451/11, EU:C:2012:504, σκέψη 42).

35

Πράγματι, η απόφαση Τούρκου υπηκόου να εγκατασταθεί σε κράτος μέλος προκειμένου να ασκήσει εκεί οικονομική δραστηριότητα κατά τρόπο σταθερό μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά όταν η νομοθεσία αυτού του κράτους μέλους καθιστά δυσχερή ή αδύνατη την οικογενειακή επανένωση, οπότε ο εν λόγω υπήκοος μπορεί, ενδεχομένως, να αναγκαστεί να επιλέξει μεταξύ της δραστηριότητάς του στο συγκεκριμένο κράτος μέλος και της οικογενειακής ζωής του στην Τουρκία.

36

Συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι μια ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη η οποία δυσχεραίνει την οικογενειακή επανένωση καθιστώντας αυστηρότερους τους όρους της πρώτης εισόδου, στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους μέλους, των συζύγων των Τούρκων υπηκόων, σε σχέση προς τους όρους που ίσχυαν κατά την έναρξη της ισχύος του Προσθέτου Πρωτοκόλλου, συνιστά «νέο περιορισμό», κατά την έννοια του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Προσθέτου Πρωτοκόλλου, στην εκ μέρους των εν λόγω Τούρκων υπηκόων άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

37

Τέλος, πρέπει να παρατηρηθεί ότι περιορισμός ο οποίος θα είχε ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα να εξαρτά την εκ μέρους Τούρκου υπηκόου άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως στο εθνικό έδαφος από όρους περισσότερο περιοριστικούς από εκείνους που ίσχυαν κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του Προσθέτου Πρωτοκόλλου απαγορεύεται, εκτός εάν δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος, είναι πρόσφορος προς διασφάλιση της υλοποιήσεως του επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού και δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξή του μέτρου (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Demir, C‑225/12, EU:C:2013:725, σκέψη 40).

38

Συναφώς, έστω και αν υποτεθεί ότι οι λόγοι που εκθέτει η Γερμανική Κυβέρνηση, ήτοι η πρόληψη των καταναγκαστικών γάμων και η προώθηση της κοινωνικής εντάξεως, μπορούν να συνιστούν επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, μια εθνική διάταξη όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρου, καθόσον η μη απόδειξη της αποκτήσεως επαρκών γλωσσικών γνώσεων συνεπάγεται αυτομάτως την απόρριψη της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε περιπτώσεως.

39

Βάσει του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Προσθέτου Πρωτοκόλλου έχει την έννοια ότι αντίκειται στη ρήτρα «standstill» που προβλέπει η διάταξη αυτή μέτρο του εθνικού δικαίου που έχει θεσπιστεί στο οικείο κράτος μέλος μετά την έναρξη της ισχύος του εν λόγω Προσθέτου Πρωτοκόλλου και το οποίο επιβάλλει στους/στις συζύγους Τούρκων υπηκόων διαμενόντων στο εν λόγω κράτος μέλος, οι οποίοι/οποίες επιθυμούν να εισέλθουν στο έδαφος του κράτους αυτού προς τον σκοπό της οικογενειακής επανενώσεως, τον όρο να αποδείξουν εκ των προτέρων την απόκτηση στοιχειωδών γλωσσικών γνώσεων της επίσημης γλώσσας αυτού του κράτους μέλους.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

40

Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η εξέταση του δευτέρου ερωτήματος.

Επί των δικαστικών εξόδων

41

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Προσθέτου Πρωτοκόλλου, που υπογράφηκε στις 23 Νοεμβρίου 1970 στις Βρυξέλλες και συνάφθηκε, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2760/72 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972, περί συνάψεως του προσθέτου πρωτοκόλλου καθώς και του χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου, που υπεγράφησαν στις 23 Νοεμβρίου 1970 και προσαρτώνται στη Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και της Τουρκίας και περί των μέτρων που πρέπει να ληφθούν για την έναρξη της ισχύος τους, έχει την έννοια ότι αντίκειται στη ρήτρα «standstill» που προβλέπει η διάταξη αυτή μέτρο του εθνικού δικαίου που έχει θεσπιστεί στο οικείο κράτος μέλος μετά την έναρξη της ισχύος του εν λόγω Προσθέτου Πρωτοκόλλου και το οποίο επιβάλλει στους/στις συζύγους Τούρκων υπηκόων διαμενόντων στο εν λόγω κράτος μέλος, οι οποίοι/οποίες επιθυμούν να εισέλθουν στο έδαφος του κράτους αυτού προς τον σκοπό της οικογενειακής επανενώσεως, τον όρο να αποδείξουν εκ των προτέρων την απόκτηση στοιχειωδών γλωσσικών γνώσεων της επίσημης γλώσσας αυτού του κράτους μέλους.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top