EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62012TJ0017

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 30ής Απριλίου 2014  .
Moritz Hagenmeyer και Andreas Hahn κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Προστασία των καταναλωτών — Κανονισμός (ΕΚ) 1924/2006 — Ισχυρισμοί επί θεμάτων υγείας που διατυπώνονται για τρόφιμα — Άρνηση εγκρίσεως ισχυρισμού περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας — Προσδιορισμός παράγοντα κινδύνου — Νομιμότητα διαδικασίας εγκρίσεως ισχυρισμών περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας — Προσφυγή ακυρώσεως — Έννομο συμφέρον — Άμεσος και ατομικός επηρεασμός — Παραδεκτό — Αναλογικότητα — Υποχρέωση αιτιολογήσεως.
Υπόθεση T‑17/12.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2014:234

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 30ής Απριλίου 2014 ( *1 )

«Προστασία των καταναλωτών — Κανονισμός (ΕΚ) 1924/2006 — Ισχυρισμοί επί θεμάτων υγείας που διατυπώνονται για τρόφιμα — Άρνηση εγκρίσεως ισχυρισμού περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας — Προσδιορισμός παράγοντα κινδύνου — Νομιμότητα διαδικασίας εγκρίσεως ισχυρισμών περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας — Προσφυγή ακυρώσεως — Έννομο συμφέρον — Άμεσος και ατομικός επηρεασμός — Παραδεκτό — Αναλογικότητα — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑17/12,

Moritz Hagenmeyer, κάτοικος Αμβούργου (Γερμανία),

Andreas Hahn, κάτοικος Ανόβερου (Γερμανία),

εκπροσωπούμενοι από τον T. Teufer, δικηγόρο,

προσφεύγοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις L. Pignataro-Nolin και S. Grünheid,

καθής,

υποστηριζόμενης από

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τις I. Šulce, Z. Kupčová και M. Simm,

παρεμβαίνον,

με αντικείμενο αίτημα να ακυρωθεί εν μέρει ο κανονισμός (ΕΕ) 1170/2011 της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με την άρνηση έγκρισης ορισμένων ισχυρισμών υγείας οι οποίοι διατυπώνονται για τα τρόφιμα και αφορούν τη μείωση του κινδύνου εκδήλωσης ασθένειας (ΕΕ L 299, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Dittrich (εισηγητή), πρόεδρο, J. Schwarcz και V. Tomljenović, δικαστές,

γραμματέας: K. Andová, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Ιανουαρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Ιστορικό της διαφοράς

1

Οι προσφεύγοντες Moritz Hagenmeyer και Andreas Hahn είναι ο μεν πρώτος δικηγόρος και εντεταλμένος διδασκαλίας δικαίου της διατροφής στο πανεπιστήμιο Leibniz του Ανόβερου (Γερμανία), ο δε δεύτερος καθηγητής επιστήμης τροφίμων και ανθρώπινης διατροφής στο ίδιο πανεπιστήμιο.

2

Δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΚ) 1924/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τους ισχυρισμούς επί θεμάτων διατροφής και υγείας που διατυπώνονται για τα τρόφιμα (ΕΕ L 404, σ. 9, και διορθωτικό ΕΕ 2007, L 12, σ. 3), όπως ισχύει μετά την τελευταία τροποποίησή του με τον κανονισμό (ΕΕ) 116/2010 της Επιτροπής, της 9ης Φεβρουαρίου 2010 (ΕΕ L 37, σ. 16, στο εξής: κανονισμός 1924/2006), οι προσφεύγοντες, στις 11 Φεβρουαρίου 2008, ζήτησαν από την αρμόδια γερμανική αρχή, την Bundesamt für Verbraucherschutz und Lebensmittelsicherheit (γερμανική ομοσπονδιακή αρχή για την προστασία των καταναλωτών και την ασφάλεια των τροφίμων, στο εξής: Bundesamt), να εγκρίνει τον ακόλουθο ισχυρισμό περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας: «Η τακτική κατανάλωση σημαντικής ποσότητας νερού μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο εκδήλωσης αφυδάτωσης και [να έχει ως] επακόλουθ[ο τη] μείωση της [αποδοτικότητας]» (στο εξής: επίμαχος ισχυρισμός). Η αίτηση κάλυπτε οποιονδήποτε άλλον ισχυρισμό στον οποίο ο καταναλωτής θα μπορούσε κατά πάσα πιθανότητα να δώσει την ίδια ερμηνεία.

3

Στις 10 Μαρτίου 2008 οι προσφεύγοντες υπέβαλαν εκ νέου αίτηση εγκρίσεως στην Bundesamt, διότι αυτή, στις 29 Φεβρουαρίου 2008, απαντώντας σε ερώτημα σχετικά με την πορεία της διαδικασίας, τους ενημέρωσε ότι η αρμόδια διεύθυνση της Bundesamt δεν μπορούσε να εντοπίσει την από 11 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή τους.

4

Με επιστολή της 8ης Μαΐου 2008, η Bundesamt βεβαίωσε την παραλαβή τής από 11 Φεβρουαρίου 2008 αιτήσεως.

5

Με έγγραφο της 21ης Ιουλίου 2008, η Bundesamt επέστησε την προσοχή του πρώτου προσφεύγοντος στο γεγονός ότι, στις 18 Απριλίου 2008, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 353/2008 για τη θέσπιση εκτελεστικών κανόνων σχετικά με τις αιτήσεις έγκρισης ισχυρισμών υγείας όπως προβλέπεται στο άρθρο 15 του κανονισμού 1924/2006 (ΕΕ L 109, σ. 11), και του ζήτησε να υποβάλει εκ νέου αίτηση εγκρίσεως του επίμαχου ισχυρισμού χρησιμοποιώντας τα έντυπα της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA).

6

Με επιστολή της 21ης Αυγούστου 2008 προς την Bundesamt, οι προσφεύγοντες αρνήθηκαν να υποβάλουν εκ νέου την αίτησή τους χρησιμοποιώντας τα έντυπα της EFSA και ζήτησαν να διαβιβαστεί αμελλητί η αίτησή τους στην EFSA.

7

Με έγγραφο της 15ης Σεπτεμβρίου 2008, η Bundesamt διαβίβασε την αίτηση εγκρίσεως του επίμαχου ισχυρισμού στην EFSA προκειμένου να διατυπώσει τη γνώμη της επ’ αυτής, δυνάμει του άρθρου 16 του κανονισμού 1924/2006.

8

Η Bundesamt, απαντώντας σε έγγραφο των προσφευγόντων της 20ής Οκτωβρίου 2008 σχετικά με τους λόγους στους οποίους οφειλόταν το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της υποβολής της επίμαχης αιτήσεως και της διαβιβάσεώς της στην EFSA, επισήμανε στον πρώτο προσφεύγοντα, με έγγραφο της 11ης Νοεμβρίου 2008, ότι η Bundesamt έχει υποχρέωση να διαβιβάζει στην EFSA μόνο τις πλήρεις και έγκυρες αιτήσεις και ότι η επιμήκυνση του απαιτούμενου χρόνου για την επαλήθευση των αιτήσεων οφειλόταν σε ζητήματα τυπικής φύσεως και στην ενδιάμεση λήψη εκτελεστικών μέτρων.

9

Με επιστολή της 10ης Νοεμβρίου 2008, η Bundesamt εξήγησε στον πρώτο προσφεύγοντα ότι η EFSA της εξέφρασε τις αμφιβολίες της ως προς το κατά πόσον η αίτηση εγκρίσεως του επίμαχου ισχυρισμού ενέπιπτε στο άρθρο 14 του κανονισμού 1924/2006, δεδομένου ότι από την αίτηση αυτή δεν προέκυπτε άμεσος ή έμμεσος σύνδεσμος με ορισμένη ασθένεια. Επιπλέον, η Bundesamt επισήμανε ότι, για τη νομότυπη εξέταση της επίμαχης αιτήσεως από την EFSA, ήταν αναγκαίο να προσδιοριστεί, στα συνημμένα στην αίτηση έγγραφα, η ειδική σχέση μεταξύ ενός παράγοντα κινδύνου και μίας ή πολλών ασθενειών.

10

Η Bundesamt, στην οποία οι προσφεύγοντες, με έγγραφο της 28ης Νοεμβρίου 2008, επισήμαναν ότι η αίτηση εγκρίσεως του επίμαχου ισχυρισμού αφορούσε συγκεκριμένη ασθένεια, και ειδικότερα την «αφυδάτωση και την επακόλουθη μείωση της [αποδοτικότητας]», απάντησε, με επιστολή της 18ης Δεκεμβρίου 2008, ότι για τη διαβίβαση της επίμαχης αιτήσεως απαιτούνταν επίσης να προσδιοριστεί συγκεκριμένος παράγοντας κινδύνου.

11

Με έγγραφο της 10ης Φεβρουαρίου 2009, οι προσφεύγοντες επισήμαναν στην Bundesamt ότι δεν απαιτούνταν προσδιορισμός συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου, αλλά ότι η μείωση της ποσότητας του νερού στους ιστούς μπορούσε να λογιστεί ως παράγοντας κινδύνου, όπως προκύπτει από ορθή ερμηνεία του επίμαχου ισχυρισμού. Επιπλέον, οι προσφεύγοντες, υπενθυμίζοντας ότι η αίτηση εγκρίσεως του επίμαχου ισχυρισμού κάλυπτε οποιονδήποτε άλλον ισχυρισμό στον οποίο ο καταναλωτής θα μπορούσε κατά πάσα πιθανότητα να δώσει την ίδια ερμηνεία, πρότειναν διαφορετικές διατυπώσεις του επίμαχου ισχυρισμού κατά τις οποίες η απώλεια νερού στους ιστούς χαρακτηριζόταν ως παράγοντας κινδύνου.

12

Με έγγραφο της 20ής Μαρτίου 2009, η Bundesamt διαβίβασε στην EFSA τα από 28 Νοεμβρίου 2008 και 10 Φεβρουαρίου 2009 έγγραφα των προσφευγόντων.

13

Η EFSA, απαντώντας σε ερωτήματα σχετικά με την πορεία της διαδικασίας και στα από 15 Ιουνίου, 27 Ιουλίου, 15 Οκτωβρίου και 15 Ιανουαρίου 2010 έγγραφα των προσφευγόντων, δήλωσε, με τα από 21 Ιουλίου, 23 Σεπτεμβρίου, 23 Νοεμβρίου 2009 και 27 Ιανουαρίου 2010 έγγραφα, ότι, πριν την επιστημονική αξιολόγηση του επίμαχου ισχυρισμού, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη έπρεπε να διευκρινίσουν ορισμένα ζητήματα σχετικά με την ερμηνεία των εφαρμοστέων διατάξεων.

14

Με έγγραφο της 9ης Ιουλίου 2010, η Επιτροπή ενημέρωσε τον πρώτο προσφεύγοντα ότι, όπως προέκυπτε από τις συζητήσεις που διεξήχθησαν στις 12 Απριλίου 2010, στο πλαίσιο της άτυπης ομάδας εργασίας για τους ισχυρισμούς επί θεμάτων υγείας και διατροφής, η αίτηση εγκρίσεως του επίμαχου ισχυρισμού δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του κανονισμού 1924/2006 διότι δεν καθόριζε συγκεκριμένο παράγοντα κινδύνου.

15

Οι προσφεύγοντες, απαντώντας στο έγγραφο της EFSA της 1ης Οκτωβρίου 2010 με το οποίο αυτή τους καλούσε να προσδιορίσουν τον παράγοντα κινδύνου για τον οποίο πρότειναν τη λήψη μέτρων για τη μείωση του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας, ενέμειναν, με το έγγραφο της 25ης Οκτωβρίου 2010, στην άποψη που είχαν διατυπώσει με το από 10 Φεβρουαρίου 2009 έγγραφό τους.

16

Στις 28 Ιανουαρίου 2011 η EFSA εξέδωσε, δυνάμει του άρθρου 16 του κανονισμού 1924/2006, επιστημονική γνωμοδότηση σχετικά με τον επίμαχο ισχυρισμό. Στη γνωμοδότηση αυτή, η EFSA συνήγαγε ότι οι προτεινόμενοι από τους προσφεύγοντες παράγοντες κινδύνου ήταν μέσα μετρήσεως της απώλειας νερού και, άρα, μέσα μετρήσεως της ασθένειας. Κατά συνέπεια, ο επίμαχος ισχυρισμός δεν ανταποκρινόταν, κατ’ αυτήν, στις απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν, κατά το άρθρο 14 του κανονισμού 1924/2006, οι ισχυρισμοί περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας.

17

Στις 16 Φεβρουαρίου 2011 δημοσιοποιήθηκε η επιστημονική γνωμοδότηση της EFSA, σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 16, παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1924/2006. Εντός των τριάντα ημερών που ακολούθησαν τη δημοσιοποίηση αυτή, οι προσφεύγοντες καθώς και τρίτοι ενδιαφερόμενοι υπέβαλαν στην Επιτροπή παρατηρήσεις επί της γνωμοδοτήσεως της EFSA σύμφωνα με όσα ορίζει η παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, του άρθρου αυτού.

18

Στις 28 Απριλίου 2011 η Επιτροπή υπέβαλε στη μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων (στο εξής: μόνιμη επιτροπή), η οποία συστάθηκε με το άρθρο 58, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (ΕΕ L 31, σ. 1), σχέδιο κανονισμού σχετικά με την άρνηση εγκρίσεως ορισμένων ισχυρισμών υγείας οι οποίοι διατυπώνονται για τα τρόφιμα και αφορούν τη μείωση του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας, και ιδίως του επίμαχου ισχυρισμού.

19

Στις 30 Ιουνίου 2011, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, η EFSA κατήρτισε τεχνική έκθεση με την οποία απαντούσε σε ορισμένες παρατηρήσεις που υπέβαλαν τρίτοι ενδιαφερόμενοι δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1924/2006.

20

Στις 11 Ιουλίου 2011 η μόνιμη επιτροπή, στο πλαίσιο της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 3, και το άρθρο 25, παράγραφος 3, του κανονισμού 1924/2006, αποφάνθηκε ομοφώνως υπέρ της εγκρίσεως του σχεδίου κανονισμού της Επιτροπής και, στις 26 Ιουλίου 2011, το σχέδιο αυτό υποβλήθηκε για εξέταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα οποία δεν διατύπωσαν αντιρρήσεις.

21

Στις 16 Νοεμβρίου 2011 η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 1170/2011 σχετικά με την άρνηση έγκρισης ορισμένων ισχυρισμών υγείας οι οποίοι διατυπώνονται για τα τρόφιμα και αφορούν τη μείωση του κινδύνου εκδήλωσης ασθένειας (ΕΕ L 299, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός). Δυνάμει του άρθρου 1 σε συνδυασμό με το παράρτημα του κανονισμού αυτού, ο επίμαχος ισχυρισμός δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τους επιτρεπόμενους ισχυρισμούς ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 1924/2006. Η Επιτροπή, προς αιτιολόγηση της ως άνω αρνήσεως εγκρίσεως, εκτίμησε, μεταξύ άλλων, στην αιτιολογική σκέψη 6 του προσβαλλόμενου κανονισμού, αναφερόμενη στο άρθρο 2, παράγραφος 2, σημείο 6, του κανονισμού 1924/2006 και στην επιστημονική γνωμοδότηση της EFSA, ότι δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ο περιορισμός συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση ασθένειας, ο επίμαχος ισχυρισμός δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του κανονισμού 1924/2006 και δεν μπορούσε να εγκριθεί.

22

Με έγγραφο της 28ης Νοεμβρίου 2011, η Επιτροπή ενημέρωσε τους προσφεύγοντες για την τελική της απόφαση επί της αιτήσεως εγκρίσεως του επίμαχου ισχυρισμού η οποία περιλαμβάνεται στον προσβαλλόμενο κανονισμό.

Η διαδικασία και τα αιτήματα των διαδίκων

23

Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Ιανουαρίου 2012, οι προσφεύγοντες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

24

Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Μαρτίου 2012, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Στις 14 Μαΐου 2012, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν παρατηρήσεις επί της ενστάσεως απαραδέκτου.

25

Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Απριλίου 2012, το Συμβούλιο ζήτησε να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής. Στις 16 Μαΐου 2012, ο πρόεδρος του εβδόμου τμήματος ανέστειλε την εξέταση της αιτήσεως παρεμβάσεως έως ότου εκδοθεί απόφαση επί της ενστάσεως απαραδέκτου.

26

Το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο τμήμα), με διάταξη της 23ης Νοεμβρίου 2012, αποφάσισε να συνεκδικάσει την ένσταση απαραδέκτου με την ουσία της υποθέσεως και επιφυλάχθηκε επί των εξόδων.

27

Με διάταξη του προέδρου του εβδόμου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Φεβρουαρίου 2013, η αίτηση παρεμβάσεως του Συμβουλίου έγινε δεκτή, κατόπιν ακροάσεως των διαδίκων. Το Συμβούλιο κατέθεσε υπόμνημα παρεμβάσεως στις 15 Μαρτίου 2013. Οι προσφεύγοντες, με έγγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Μαΐου 2013, υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του εν λόγω υπομνήματος. Η Επιτροπή δεν υπέβαλε παρατηρήσεις επί του υπομνήματος αυτού.

28

Δεδομένου ότι η σύνθεση των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου άλλαξε, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο πέμπτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε κατά συνέπεια η υπό κρίση υπόθεση.

29

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

30

Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 15ης Ιανουαρίου 2014. Κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, η Επιτροπή απέσυρε το αίτημά της περί καταργήσεως της δίκης, πράγμα το οποίο καταχωρίστηκε στο πρακτικό.

31

Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό κατά το μέρος που αφορά τον επίμαχο ισχυρισμό,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

32

Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη και, επικουρικώς, ως αβάσιμη,

να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

33

Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή,

βάσει των ανωτέρω, να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Σκεπτικό

34

Πριν εξεταστούν οι λόγοι ακυρώσεως και τα επιχειρήματα επί της ουσίας που προέβαλαν οι μετέχοντες στη διαδικασία, επιβάλλεται η εξέταση της ενστάσεως απαραδέκτου της Επιτροπής.

Επί του παραδεκτού

35

Προς στήριξη της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε, η Επιτροπή προβάλλει δύο λόγους απαραδέκτου. Ο πρώτος αφορά την έλλειψη εννόμου συμφέροντος των προσφευγόντων και ο δεύτερος αφορά την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως των προσφευγόντων για τον λόγο ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν τους αφορά άμεσα ή ατομικά.

Επί του πρώτου λόγου απαραδέκτου, ο οποίος αφορά την έλλειψη εννόμου συμφέροντος

36

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι προσφεύγοντες στερούνται εννόμου συμφέροντος, δεδομένου ότι ο επίμαχος ισχυρισμός στηρίζεται αποκλειστικώς σε θεωρητικής φύσεως ενδιαφέρον για τον κανονισμό 1924/2006. Τούτο προκύπτει, αφενός, από το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες κίνησαν τη διοικητική διαδικασία σχετικά με τον επίμαχο ισχυρισμό επικαλούμενοι την εν δυνάμει δραστηριότητά τους ως υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων ή ως εν δυνάμει εκπρόσωποι των εν λόγω υπευθύνων και, αφετέρου, από το γεγονός ότι, κατά την παρουσίαση της ως άνω διοικητικής διαδικασίας στο κοινό μέσω εξειδικευμένου περιοδικού, οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι ο κανονισμός 1924/2006 παρέσχε τη δυνατότητα υποβολής αιτήσεως εγκρίσεως προς το συμφέρον ολόκληρης της ανθρωπότητας. Κατά την Επιτροπή, μολονότι οποιοσδήποτε έχει τη δυνατότητα να κινεί διαδικασία για την έγκριση ισχυρισμού κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1924/2006, εντούτοις αυτό δεν σημαίνει ότι οποιοσδήποτε έχει επίσης συμφέρον στην ακύρωση κανονισμού με τον οποίο απορρίπτεται αίτηση να συμπεριληφθεί ορισμένος ισχυρισμός στον κατάλογο επιτρεπόμενων ισχυρισμών σύμφωνα με όσα ορίζει η διάταξη αυτή. Ειδικότερα, το έννομο συμφέρον δεν απορρέει από το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες ζήτησαν την έγκριση χρήσεως του επίμαχου ισχυρισμού και ότι η διοικητική διαδικασία περατώθηκε με την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

37

Οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι έχουν έννομο συμφέρον λόγω του δικαιώματός τους να ζητήσουν την έγκριση του επίμαχου ισχυρισμού, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1924/2006. Έχουν ίδιο και άμεσο έννομο συμφέρον το οποίο μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για οικονομικούς σκοπούς. Οι προσφεύγοντες φρονούν ότι δεν διαθέτουν κανένα άλλο μέσο ένδικης προστασίας για να επιτύχουν την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού με τον οποίο η αίτηση εγκρίσεως που υπέβαλαν απορρίφθηκε από την Επιτροπή κατόπιν εξετάσεως επί της ουσίας. Το ζήτημα κατά πόσον οι προσφεύγοντες είναι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων ή εκπροσωπούν τους εν λόγω υπευθύνους είναι άνευ σημασίας. Κατά τους προσφεύγοντες, σε περίπτωση εγκρίσεως του προταθέντος ισχυρισμού επί θεμάτων υγείας, αυτοί θα μπορούν ανά πάσα στιγμή να αποκτήσουν την ιδιότητα υπεύθυνου επιχειρήσεων τροφίμων ή να συνεργαστούν με υπευθύνους επιχειρήσεων τροφίμων με σκοπό την εμπορική χρήση του εν λόγω ισχυρισμού. Υποστηρίζουν ότι το έννομο συμφέρον τους έγκειται στην έγκριση του επίμαχου ισχυρισμού, στη χρήση του από τους ίδιους και συγχρόνως στην παροχή της δυνατότητας χρησιμοποιήσεώς του από άλλους.

38

Κατά πάγια νομολογία, το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της προσφυγής, να υφίσταται κατά τον χρόνο ασκήσεώς της, άλλως η προσφυγή κρίνεται απαράδεκτη. Το αντικείμενο της ένδικης διαφοράς, όπως και το έννομο συμφέρον, πρέπει να εξακολουθεί υφιστάμενο έως την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως καταργείται η δίκη, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η προσφυγή μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Απριλίου 2008, C-373/06 P, C-379/06 P και C-382/06 P, Flaherty κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I-2649, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και ότι ο προσφεύγων έχει αποδεδειγμένα γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Ιουνίου 2009, Socratec κατά Επιτροπής, T‑269/03, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ειδικότερα, από δικονομικής απόψεως, η απαίτηση αυτή αποτρέπει το ενδεχόμενο να καλούνται τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης να εκφέρουν απλώς άποψη ή να επιλαμβάνονται αμιγώς θεωρητικών ζητημάτων (προαναφερθείσα απόφαση Socratec κατά Επιτροπής, σκέψη 38).

39

Όπως επίσης προκύπτει από τη νομολογία, στον προσφεύγοντα απόκειται να αποδείξει το έννομο συμφέρον του, το οποίο αποτελεί την πρώτη και βασική προϋπόθεση για την άσκηση κάθε ενδίκου βοηθήματος (διάταξη του προέδρου του δευτέρου τμήματος του Δικαστηρίου της 31ης Ιουλίου 1989, 206/89 R, S κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 2841, σκέψη 8· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Απριλίου 2005, T-141/03, Sniace κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-1197, σκέψη 31). Εξάλλου, αν το συμφέρον που επικαλείται ο προσφεύγων αφορά μελλοντική νομική κατάσταση, πρέπει να αποδείξει ότι είναι από τούδε βέβαιο ότι θα επηρεαστεί η κατάσταση αυτή. Επομένως, ο προσφεύγων δεν μπορεί να επικαλείται μελλοντικές και αβέβαιες καταστάσεις για να δικαιολογήσει το έννομο συμφέρον του για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Σεπτεμβρίου 1992, T-138/89, NBV και NVB κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II-2181, σκέψη 33, και προαναφερθείσα απόφαση Sniace κατά Επιτροπής, σκέψη 26).

40

Επισημαίνεται ότι, όπως διατείνονται οι προσφεύγοντες, ο προσβαλλόμενος κανονισμός έχει δισυπόστατο χαρακτήρα. Ειδικότερα, ο κανονισμός αυτός έχει κανονιστικό χαρακτήρα έναντι όλων των υπεύθυνων επιχειρήσεων τροφίμων και χαρακτήρα ατομικής αποφάσεως έναντι των αιτούντων έγκριση.

41

Αφενός, ο προσβαλλόμενος κανονισμός, καθόσον ορίζει ότι ο επίμαχος ισχυρισμός δεν θα περιληφθεί στον προβλεπόμενο με το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 1924/2006 κατάλογο της Ένωσης με τους επιτρεπόμενους ισχυρισμούς, αποσκοπεί στην απαγόρευση χρήσεως του ισχυρισμού αυτού από όλους τους υπευθύνους επιχειρήσεων τροφίμων. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ο κανονισμός 1924/2006 εφαρμόζεται σε ισχυρισμούς που διατυπώνονται στις εμπορικές ανακοινώσεις. Εξάλλου, το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού αφορά τον υπεύθυνο επιχειρήσεως τροφίμων ο οποίος, όταν χρησιμοποιεί ισχυρισμό επί θεμάτων υγείας, πρέπει να αιτιολογεί τη χρήση του ισχυρισμού αυτού. Επιπλέον, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, οι ισχυρισμοί επί θεμάτων υγείας που περιλαμβάνονται στον διαλαμβανόμενο στο άρθρο 14 του ίδιου κανονισμού κατάλογο μπορούν καταρχήν να χρησιμοποιούνται από οποιονδήποτε υπεύθυνο επιχειρήσεως τροφίμων.

42

Αφετέρου, επισημαίνεται ότι η υπό κρίση υπόθεση αφορά διαδικασία εγκρίσεως ισχυρισμού περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1924/2006. Η τελική απόφαση επί της αιτήσεως εγκρίσεως που υπέβαλαν οι προσφεύγοντες κατά το άρθρο 15 του προαναφερθέντος κανονισμού λήφθηκε από την Επιτροπή με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 3, του κανονισμού 1924/2006, όπως προκύπτει από το άρθρο 1 και από το παράρτημα του προσβαλλόμενου κανονισμού. Επομένως, με τον τελευταίο αυτό κανονισμό, ο οποίος αποτελεί το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας εγκρίσεως κατά τα άρθρα 14 έως 17 του κανονισμού 1924/2006, η ως άνω αίτηση απορρίφθηκε, πράγμα το οποίο επιβεβαίωσε η Επιτροπή με το από 28 Νοεμβρίου 2011 έγγραφό της προς τους προσφεύγοντες.

43

Τα ανωτέρω προκύπτουν επίσης από τις αιτιολογικές σκέψεις 5, 6 και 9 του προσβαλλόμενου κανονισμού, στις οποίες γίνεται ρητή μνεία της αιτήσεως των προσφευγόντων. Στην αιτιολογική σκέψη 5 του εν λόγω κανονισμού επισημαίνεται συναφώς ότι, μετά την υποβολή της αιτήσεως αυτής, η EFSA κλήθηκε να γνωμοδοτήσει επί ορισμένου ισχυρισμού υγείας ο οποίος αφορούσε τα αποτελέσματα της καταναλώσεως νερού καθώς και τη μείωση του κινδύνου αφυδατώσεως και, κατά συνέπεια, της αποδοτικότητας. Η αιτιολογική σκέψη αυτή περιλαμβάνει επίσης το κείμενο του επίμαχου ισχυρισμού. Η αιτιολογική σκέψη 6 του προσβαλλόμενου κανονισμού περιγράφει συνοπτικά τη διεξαχθείσα διαδικασία εγκρίσεως του επίμαχου ισχυρισμού. Κατά την αιτιολογική σκέψη 9 του εν λόγω κανονισμού, οι παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι αιτούντες και το κοινό στην Επιτροπή κατά το άρθρο 16, παράγραφος 6, του κανονισμού 1924/2006 λήφθηκαν υπόψη στο πλαίσιο καθορισμού των μέτρων του προσβαλλόμενου κανονισμού.

44

Όπως προκύπτει από το άρθρο 15 του κανονισμού 1924/2006, ο νομοθέτης της Ένωσης είχε την πρόθεση να παράσχει σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο τη δυνατότητα να υποβάλει αίτηση εγκρίσεως και δεν περιόρισε τον κύκλο των αιτούντων έγκριση, πράγμα το οποίο ρητώς δέχθηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Ειδικότερα, οι διαδικαστικοί κανόνες των άρθρων 15 έως 17 και 19 του κανονισμού 1924/2006, σε αντίθεση με τους διαδικαστικούς κανόνες του άρθρου 18 του κανονισμού αυτού, δεν προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος επιχειρήσεως τροφίμων μπορεί να ζητεί την έγκριση τέτοιου ισχυρισμού. Κάνουν απλώς λόγο, γενικώς, περί αιτούντων. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν απέρριψε την αίτηση των προσφευγόντων για τον λόγο ότι αυτοί δεν επιτρεπόταν να ζητήσουν την έγκριση του επίμαχου ισχυρισμού.

45

Υπό τις συνθήκες αυτές, όποιος έχει υποβάλει, τηρώντας τους σχετικούς εφαρμοστέους κανόνες, αίτηση εγκρίσεως ισχυρισμού περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας έχει προδήλως έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της αντίστοιχης απορριπτικής αποφάσεως. Πράγματι, η ακύρωση αποφάσεως της Επιτροπής περί μη χορηγήσεως της ζητηθείσας εγκρίσεως έχει ως συνέπεια, για όλους εκείνους των οποίων οι αιτήσεις απορρίφθηκαν, ότι η χορήγηση εγκρίσεως είναι εκ νέου δυνατή κατόπιν νέας εξετάσεως των αιτήσεων αυτών στην οποία υποχρεούται να προβεί η Επιτροπή [βλ., επ’ αυτού, απόφαση Flaherty κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 38 ανωτέρω, σκέψεις 32 και 33, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Δεκεμβρίου 2009, T‑245/08, Iranian Tobacco κατά ΓΕΕΑ — AD Bulgartabac (TIR 20 FILTER CIGARETTES), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 17 έως 22].

46

Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από την επιχειρηματολογία της Επιτροπής κατά την οποία οι προσφεύγοντες έχουν απλώς και μόνον θεωρητικής φύσεως ενδιαφέρον για τον κανονισμό 1924/2006. Βεβαίως, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν επιλαμβάνονται αμιγώς θεωρητικών ζητημάτων, εν προκειμένω όμως δεν πρόκειται για τέτοιου είδους ζητήματα. Πράγματι, η υπό κρίση προσφυγή αφορά την απόρριψη της ατομικής αιτήσεως εγκρίσεως που υπέβαλαν οι προσφεύγοντες στο πλαίσιο της διαδικασίας των άρθρων 14 έως 17 του κανονισμού 1924/2006.

47

Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί.

Επί του δευτέρου λόγου απαραδέκτου, ο οποίος αφορά την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως

48

Η Επιτροπή διατείνεται ότι οι προσφεύγοντες δεν έχουν ενεργητική νομιμοποίηση, διότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν τους αφορά άμεσα ή ατομικά.

– Επί του ζητήματος κατά πόσον ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά άμεσα τους προσφεύγοντες

49

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αφορά άμεσα τους προσφεύγοντες, δεδομένου ότι ο χαρακτηρισμός που δίνει ο προσβαλλόμενος κανονισμός στον επίμαχο ισχυρισμό αφορά άμεσα μόνον τους υπευθύνους επιχειρήσεων τροφίμων κατά την έννοια του κανονισμού 1924/2006, στους οποίους ο προσβαλλόμενος κανονισμός έχει επιβάλει την απαγόρευση να χρησιμοποιούν τον ισχυρισμό αυτό στο πλαίσιο των οικονομικών δραστηριοτήτων τους. Οι προσφεύγοντες ούτε δήλωσαν ότι ασκούν οι ίδιοι τη δραστηριότητα του υπευθύνου επιχειρήσεως τροφίμων κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής τους ούτε διευκρίνισαν αν, με ποιον τρόπο, σε ποιο πλαίσιο ή για ποια προϊόντα επρόκειτο, ως πρόσωπα τα οποία αφορά ο προσβαλλόμενος κανονισμός, να χρησιμοποιήσουν τον επίμαχο ισχυρισμό. Το αμιγώς ακαδημαϊκό ενδιαφέρον για το όλο σύστημα του κανονισμού 1924/2006 και για τον επίμαχο ισχυρισμό δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά άμεσα τους προσφεύγοντες.

50

Κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου και του δευτέρου εδαφίου του εν λόγω άρθρου, να ασκεί προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα και δεν συνεπάγονται εκτελεστικά μέτρα.

51

Εν προκειμένω, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν απευθύνεται στους προσφεύγοντες οι οποίοι, επομένως, δεν είναι αποδέκτες του. Μολονότι είναι αληθές ότι η Επιτροπή, με το από 28 Νοεμβρίου 2011 έγγραφο, ενημέρωσε τους προσφεύγοντες, δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 4, του κανονισμού 1924/2006, για την τελική απόφασή της επί της αιτήσεως εγκρίσεως, απόφαση η οποία περιλαμβάνεται στον προσβαλλόμενο κανονισμό, γεγονός πάντως είναι ότι από την ενημέρωση αυτή δεν προκύπτει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός είχε ως αποδέκτες του τους προσφεύγοντες. Πράγματι, οι κανονισμοί, δεδομένου ότι έχουν γενική ισχύ, ότι είναι δεσμευτικοί ως προς όλα τα μέρη τους και ότι ισχύουν άμεσα σε κάθε κράτος μέλος, δυνάμει του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεν έχουν συγκεκριμένο αποδέκτη, αλλά δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 297, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Όντως, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 17 Νοεμβρίου 2011, σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 2 αυτού.

52

Υπό τις περιστάσεις αυτές, δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, για να μπορούν οι προσφεύγοντες να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως κατά του προσβαλλόμενου κανονισμού, αυτός θα πρέπει να τους αφορά άμεσα.

53

Όσον αφορά την προϋπόθεση αυτή, κατά πάγια νομολογία κρίνεται ότι το αμφισβητούμενο μέτρο πρέπει, πρώτον, να παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της έννομης καταστάσεως του ιδιώτη και, δεύτερον, να μην αφήνει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως στους αποδέκτες του εν λόγω μέτρου που είναι επιφορτισμένοι με την εκτέλεσή του, δεδομένου ότι η εκτέλεση έχει καθαρώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από το δίκαιο της Ένωσης χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων δικαίου (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 5ης Μαΐου 1998, C-386/96 P, Dreyfus κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. Ι-2309, σκέψη 43· της 29ης Ιουνίου 2004, C-486/01 P, Front national κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2004, σ. I-6289, σκέψη 34, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C-445/07 P και C-455/07 P, Επιτροπή κατά Ente per le Ville vesuviane και Ente per le Ville vesuviane κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I-7993, σκέψη 45).

54

Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν ο προσβαλλόμενος κανονισμός παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της έννομης καταστάσεως των προσφευγόντων.

55

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός έχει δισυπόστατο χαρακτήρα (βλ. σκέψεις 40 έως 43 ανωτέρω).

56

Αφενός, δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε την πρόθεση να παράσχει σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο τη δυνατότητα να υποβάλει αίτηση εγκρίσεως σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 15 του κανονισμού 1924/2006 και ότι η τελική απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεως εγκρίσεως που υπέβαλαν οι προσφεύγοντες περιλαμβάνεται στον προσβαλλόμενο κανονισμό, ο οποίος αποτελεί το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας εγκρίσεως κατά τα άρθρα 14 έως 17 του κανονισμού 1924/2006, διαπιστώνεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της έννομης καταστάσεως των προσφευγόντων. Αφετέρου, επισημαίνεται ότι η ως άνω απορριπτική απόφαση έχει καθαρώς αυτόματο χαρακτήρα και ότι απορρέει αποκλειστικά από τον προσβαλλόμενο κανονισμό χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων δικαίου.

57

Κατά συνέπεια, ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά άμεσα τους προσφεύγοντες κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

– Επί του ζητήματος κατά πόσον ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά ατομικά τους προσφεύγοντες

58

Η Επιτροπή διατείνεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αφορά ατομικά τους προσφεύγοντες, διότι αυτός, ως νομοθέτημα που έχει ως κύριο αντικείμενό του ουσιαστικούς κανόνες δικαίου και όχι πρόσωπα, απαγορεύει σε οποιονδήποτε να χρησιμοποιεί τον επίμαχο ισχυρισμό. Εξάλλου, μόνον η υποβολή αιτήσεως εγκρίσεως για τη χρήση ισχυρισμού καθώς και η τυχόν αλληλογραφία με τις αρμόδιες αρχές δεν αρκούν προς θεμελίωση της ενεργητικής νομιμοποιήσεως του αιτούντος.

59

Δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η υπό κρίση προσφυγή ακυρώσεως είναι παραδεκτή μόνον εφόσον ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά ατομικά τους προσφεύγοντες ή εφόσον αυτός συνιστά κανονιστική πράξη που δεν συνεπάγεται εκτελεστικά μέτρα.

60

Κατά πάγια νομολογία, η απόφαση που έχει ως αποδέκτη της ορισμένο πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά ατομικά έναν τρίτο μόνον εφόσον τον επηρεάζει λόγω της ιδιαιτερότητας της περιπτώσεώς του ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως που τον χαρακτηρίζει σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, τον εξατομικεύει κατά τρόπον ανάλογο προς την εξατομίκευση του αποδέκτη της αποφάσεως (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 937, και Flaherty κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 38 ανωτέρω, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

61

Για τους ίδιους λόγους με αυτούς που επισημάνθηκαν στις σκέψεις 38 έως 45 ανωτέρω σχετικά με το έννομο συμφέρον, διαπιστώνεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά ατομικά τους προσφεύγοντες. Πράγματι, το γεγονός ότι αυτοί υπέβαλαν ατομική αίτηση εγκρίσεως του επίμαχου ισχυρισμού αποτελεί επαρκές στοιχείο, κατά την έννοια της προμνησθείσας στη σκέψη 60 ανωτέρω νομολογίας, που τους χαρακτηρίζει σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο και τους εξατομικεύει κατά τρόπον ανάλογο προς την εξατομίκευση του αποδέκτη ορισμένης πράξεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Flaherty κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 38 ανωτέρω, σκέψη 41, και απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Οκτωβρίου 2011, C-463/10 P και C-475/10 P, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. I-9639, σκέψη 74).

62

Από τα ανωτέρω έπεται ότι η επιχειρηματολογία της Επιτροπής ως προς το αν ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά ατομικά τους προσφεύγοντες πρέπει να απορριφθεί.

63

Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος απαραδέκτου και, ως εκ τούτου, η ένσταση απαραδέκτου της Επιτροπής.

Επί της ουσίας

64

Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγοντες προβάλλουν εννέα λόγους ακυρώσεως. Οι τέσσερις πρώτοι λόγοι ακυρώσεως αφορούν παράβαση του δικαίου της Ένωσης καθόσον, πρώτον, δεν υφίσταται υποχρέωση προσδιορισμού συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου, δεύτερον, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη ότι όντως προσδιορίστηκε συγκεκριμένος παράγοντας κινδύνου, τρίτον, ο προσβαλλόμενος κανονισμός έχει δυσανάλογο χαρακτήρα και, τέταρτον, δεν έχει επαρκή νόμιμη βάση. Οι επόμενοι τέσσερις λόγοι ακυρώσεως αφορούν παράβαση ουσιώδους τύπου λόγω εκδόσεως εκ μέρους της Επιτροπής κανονισμού και όχι αποφάσεως (πέμπτος λόγος ακυρώσεως), λόγω μη τηρήσεως των ρυθμίσεων περί κατανομής αρμοδιοτήτων (έκτος λόγος ακυρώσεως), λόγω εκπρόθεσμης λήψεως αποφάσεως (έβδομος λόγος ακυρώσεως) και λόγω ελλιπούς συνεκτιμήσεως των παρατηρήσεων των προσφευγόντων και τρίτων ενδιαφερομένων (όγδοος λόγος ακυρώσεως). Ο ένατος λόγος ακυρώσεως αφορά τη μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με την ύπαρξη υποχρεώσεως προσδιορισμού συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου

65

Οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι η Επιτροπή παραβίασε το δίκαιο της Ένωσης καθόσον θεώρησε υποχρεωτικό τον προσδιορισμό, στην αίτηση εγκρίσεως, συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου, μολονότι η απαίτηση αυτή δεν προκύπτει από τον κανονισμό 1924/2006.

66

Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 6 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή αρνήθηκε να εγκρίνει τον επίμαχο ισχυρισμό διότι αυτός δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του κανονισμού 1924/2006, καθόσον δεν αποδείχθηκε ο περιορισμός συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση ασθένειας. Αυτό σημαίνει ότι, κατά την Επιτροπή, προκειμένου να εγκριθεί ο επίμαχος ισχυρισμός, ο αιτών έπρεπε υποχρεωτικά να προσδιορίσει συγκεκριμένο παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση ασθένειας. Η Επιτροπή φρονεί ότι ο προσδιορισμός αυτός μπορούσε να γίνει είτε στο προτεινόμενο κείμενο του επίμαχου ισχυρισμού είτε στα συνημμένα στην αίτηση έγγραφα.

67

Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν, κατά την υποβολή της αιτήσεως εγκρίσεως του επίμαχου ισχυρισμού, οι προσφεύγοντες όφειλαν να προσδιορίσουν, στο προτεινόμενο κείμενο του επίμαχου ισχυρισμού ή στα συνημμένα στην αίτηση έγγραφα, συγκεκριμένο παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση ασθένειας.

68

Δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1924/2006, οι ισχυρισμοί για τη μείωση του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας επιτρέπονται, εφόσον έχουν εγκριθεί σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 15 έως 17 και 19 του κανονισμού αυτού προκειμένου να περιληφθούν σε κατάλογο της Ένωσης με τους επιτρεπόμενους ισχυρισμούς, μαζί με όλους τους αναγκαίους όρους για τη χρήση των ισχυρισμών αυτών. Το άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 1924/2006 απαριθμεί τα στοιχεία που πρέπει να περιλάβει στην αίτησή του ο αιτών.

69

Μολονότι αληθεύει ότι, όπως διατείνονται οι προσφεύγοντες, το γράμμα του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και το γράμμα του άρθρου 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 1924/2006 δεν περιλαμβάνουν τον όρο «παράγοντας κινδύνου», γεγονός πάντως είναι ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, σημείο 6, του κανονισμού αυτού ορίζει την έννοια «ισχυρισμός περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας». Κατά τον ορισμό αυτό, η εν λόγω έννοια καλύπτει κάθε ισχυρισμό επί θεμάτων υγείας που δηλώνει, υπονοεί ή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η κατανάλωση κατηγορίας τροφίμων, τροφίμου ή συστατικού του περιορίζει σημαντικά ορισμένο παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση ανθρώπινης ασθένειας.

70

Συναφώς, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η έννοια «ισχυρισμός περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας», κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, σημείο 6, του κανονισμού 1924/2006, πρέπει να αποτελεί αντικείμενο διασταλτικής ερμηνείας και ότι καλύπτει κάθε υπονοούμενη ή συναγόμενη μείωση του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας, ειδάλλως ο νομοθέτης της Ένωσης δεν θα είχε κάνει διάκριση μεταξύ της έννοιας αυτής και της έννοιας «κίνδυνος εκδηλώσεως ασθένειας» κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, όπως προκύπτει επίσης από ανακοινωθέν Τύπου της Επιτροπής και από την απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουλίου 2013, C‑299/12, Green Swan (σκέψη 25). Εξάλλου, οι προσφεύγοντες υπογραμμίζουν ότι, κατά τους γενικούς κανόνες της γλωσσικής κατανοήσεως και την εφαρμογή στην πράξη, δεν υφίσταται ουσιώδης διαφορά μεταξύ του κινδύνου και του παράγοντα κινδύνου.

71

Η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί. Ειδικότερα, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης έχουν κρίνει ότι είναι επιβεβλημένη η διασταλτική ερμηνεία ενός συγκεκριμένου στοιχείου της έννοιας «ισχυρισμός επί θεμάτων υγείας» κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, σημείο 5, του κανονισμού 1924/2006, και ειδικότερα του όρου «σχέση» η οποία πρέπει να υφίσταται μεταξύ, αφενός, ενός τροφίμου ή ενός εκ των συστατικών του και, αφετέρου, της υγείας (απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, C‑544/10, Deutsches Weintor, σκέψη 34). Εντούτοις, επισημαίνεται ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε βασιστεί στη διασταλτική ερμηνεία της έννοιας «ισχυρισμός περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας» κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, σημείο 6, του κανονισμού 1924/2006, τούτο δεν θα απέκλειε τη συνεκτίμηση του παράγοντα κινδύνου. Εξάλλου, ο νομοθέτης της Ένωσης, αν είχε την πρόθεση να καλύψει οποιαδήποτε μείωση του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας χωρίς να τη συναρτά με συγκεκριμένο παράγοντα κινδύνου, δεν θα χρειαζόταν να δώσει ορισμό της έννοιας αυτής, στον οποίο γίνεται ρητώς αναφορά στην υποχρεωτική ύπαρξη ορισμένου παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση ασθένειας. Επιπλέον, στο μέτρο κατά το οποίο οι προσφεύγοντες αναφέρονται συναφώς σε ανακοινωθέν Τύπου της Επιτροπής, επισημαίνεται ότι ένα τέτοιο έγγραφο ουδεμία νομική ισχύ έχει στο πλαίσιο της εξετάσεως της υπό κρίση υποθέσεως.

72

Όσον αφορά την επιχειρηματολογία σχετικά με την απόφαση Green Swan, σκέψη 70 ανωτέρω, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο, στο τμήμα εκείνο της αποφάσεως στο οποίο αναφέρονται οι προσφεύγοντες, έκρινε ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, σημείο 6, του κανονισμού 1924/2006 έχει την έννοια ότι για να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «ισχυρισμός περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας» κατά την έννοια αυτής της διατάξεως, ο ισχυρισμός επί θεμάτων υγείας δεν πρέπει οπωσδήποτε να αναφέρει ρητώς ότι η κατανάλωση μιας κατηγορίας τροφίμων, ενός συγκεκριμένου τροφίμου ή ενός από τα συστατικά του περιορίζει «σημαντικά» συγκεκριμένο παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση ανθρώπινης ασθένειας. Δεδομένου όμως ότι το ζήτημα αυτό δεν έχει σημασία εν προκειμένω, η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων πρέπει να απορριφθεί.

73

Επομένως, για την έγκριση ισχυρισμού περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, σημείο 6, του κανονισμού 1924/2006, απαιτείται, πρώτον, πέραν του προσδιορισμού της ασθένειας, ο προσδιορισμός συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση της ασθένειας αυτής και, δεύτερον, η διαπίστωση ότι η κατανάλωση μιας κατηγορίας τροφίμων, ενός συγκεκριμένου τροφίμου ή ενός από τα συστατικά του περιορίζει σημαντικά την επίδραση του παράγοντα αυτού.

74

Εξ αυτού έπεται ότι, για να μπορέσει η Επιτροπή να προβεί σε εξέταση της αιτήσεως εγκρίσεως του επίμαχου ισχυρισμού, ήταν αναγκαίο οι προσφεύγοντες να προσδιορίσουν, πέραν της ασθένειας, συγκεκριμένο παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση της ασθένειας αυτής.

75

Ακόμη και αν αρκούσε να μπορεί ο ως άνω προσδιορισμός να συναχθεί, τουλάχιστον εμμέσως, από το προτεινόμενο κείμενο του ισχυρισμού ή από τα συνημμένα στην αίτηση εγκρίσεως έγγραφα, και πάλι οι προσφεύγοντες θα όφειλαν να προσδιορίσουν την ασθένεια και τον ακριβή παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωσή της, ο οποίος, κατ’ αυτούς, θα περιοριζόταν σημαντικά. Ειδικότερα, ο νομοθέτης της Ένωσης έχει αναγνωρίσει, με το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 1924/2006, ότι μια ασθένεια έχει πολλαπλούς παράγοντες κινδύνου. Κατά τη διάταξη αυτή, στην επισήμανση ή, εάν δεν υπάρχει επισήμανση, στην παρουσίαση ή στη διαφήμιση, πρέπει να υπάρχει επίσης δήλωση ότι η ασθένεια, η οποία κατονομάζεται με τον ισχυρισμό, έχει πολλαπλούς παράγοντες κινδύνου και ότι η μεταβολή ενός από τους παράγοντες αυτούς ενδέχεται να έχει ή να μην έχει ευεργετικό αποτέλεσμα. Κατά συνέπεια, χωρίς προσδιορισμό της ασθένειας και του ακριβούς παράγοντα κινδύνου από τους προσφεύγοντες, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει ποιος παράγοντας κινδύνου και για την εκδήλωση ποιας ασθένειας θα περιοριζόταν σημαντικά με την τακτική κατανάλωση σημαντικής ποσότητας νερού.

76

Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, όπως διατείνεται η Επιτροπή, η ερμηνεία αυτή της έννοιας «ισχυρισμός περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας» διασφαλίζει την τήρηση της αρχής που προβλέπεται με το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 1924/2006 και με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση, την παρουσίαση και τη διαφήμιση των τροφίμων (ΕΕ L 109, σ. 29), κατά την οποία η επισήμανση και οι τρόποι με τους οποίους πραγματοποιείται δεν πρέπει να αποδίδει σε ορισμένο τρόφιμο ιδιότητες προλήψεως.

77

Επομένως, η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων ότι η Επιτροπή εσφαλμένα χαρακτήρισε ως υποχρεωτικό τον προσδιορισμό συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση ασθένειας πρέπει να απορριφθεί.

78

Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγοντες.

79

Πρώτον, οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι δεν ήταν δυνατή η απόρριψη της αιτήσεως εγκρίσεως με την αιτιολογία ότι η αίτηση αυτή δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του κανονισμού 1924/2006, δεδομένου ότι, δυνάμει των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 17, παράγραφος 1, του άρθρου 16, παράγραφος 3, και του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 1924/2006, η Επιτροπή όφειλε να εξακριβώσει, βάσει του φακέλου της αιτήσεως και βάσει της γνωμοδοτήσεως της EFSA, αν ο επίμαχος ισχυρισμός στηριζόταν σε επιστημονικά στοιχεία και αν το κείμενο του επίμαχου ισχυρισμού πληρούσε τα κριτήρια που ορίζει ο κανονισμός αυτός. Εντούτοις, η Επιτροπή και η EFSA παρέλειψαν να προβούν σε εξέταση των επιστημονικών στοιχείων που προσκόμισαν οι προσφεύγοντες κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εγκρίσεως. Εξάλλου, η Επιτροπή, χωρίς να λάβει υπόψη όσα προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1924/2006, δεν στήριξε την απόφασή της στις εφαρμοστέες διατάξεις της νομοθεσίας της Ένωσης ή σε άλλους θεμιτούς και σχετικούς παράγοντες.

80

Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι η Επιτροπή, προκειμένου να προβεί, βάσει του φακέλου της αιτήσεως και βάσει της γνωμοδοτήσεως της EFSA, σε εξέταση των επιστημονικών στοιχείων που προσκόμισαν οι προσφεύγοντες και, στη συνέχεια, στη λήψη της τελικής αποφάσεως επί της αιτήσεως αυτής, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των εφαρμοστέων διατάξεων της νομοθεσίας της Ένωσης καθώς και άλλους θεμιτούς και σχετικούς με το εξεταζόμενο ζήτημα παράγοντες, έπρεπε να έχει επιληφθεί αιτήσεως εγκρίσεως ισχυρισμού υγείας περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, σημείο 6, και του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1924/2006. Όπως όμως διαπιστώθηκε (βλ. σκέψη 75 ανωτέρω), στο πλαίσιο μιας τέτοιας αιτήσεως, οι προσφεύγοντες όφειλαν να προσδιορίσουν, πέραν της επίμαχης ασθένειας, τον ακριβή παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση της ασθένειας αυτής, ο οποίος, κατ’ αυτούς, θα περιοριζόταν σημαντικά.

81

Στον βαθμό που οι προσφεύγοντες διατείνονται συναφώς, προς στήριξη της επιχειρήματός τους ότι ο επίμαχος ισχυρισμός δεν είναι παραπλανητικός, ότι υφίσταται σύγκλιση των επιστημονικών απόψεων ως προς τον ισχυρισμό αυτό, με συνέπεια να μην είναι αναγκαία η προσκόμιση επιστημονικών στοιχείων και ότι, για την προστασία των καταναλωτών, η Επιτροπή δεν έπρεπε να επιβάλει τον περιορισμό που προβλέφθηκε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, υπενθυμίζεται ότι η άρνηση εγκρίσεως από την Επιτροπή του επίμαχου ισχυρισμού δεν στηρίχθηκε στην έλλειψη επιστημονικών στοιχείων όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της αφυδατώσεως και της επακόλουθης μειώσεως της αποδοτικότητας. Η έγκριση δεν χορηγήθηκε διότι δεν αποδείχθηκε ο περιορισμός συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση ασθένειας, πράγμα το οποίο αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση στο πλαίσιο του συστήματος που έχει καθιερώσει ο κανονισμός 1924/2006. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το άρθρο 13 του κανονισμού 1924/2006, το σύστημα που έχει καθιερώσει ο κανονισμός αυτός επιτρέπει την έγκριση ισχυρισμών επί θεμάτων υγείας εξαιρουμένων εκείνων που αναφέρονται στη μείωση του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας, ως προς τους οποίους δεν απαιτείται προσδιορισμός συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου. Ωστόσο, η επίμαχη αίτηση δεν εμπίπτει στην κατηγορία αυτή. Επομένως, η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

82

Δεύτερον, οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι η παράγραφος 2.2.3 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη χρήση ισχυρισμών επί θεμάτων διατροφής και υγείας, τις οποίες θέσπισε η επιτροπή του Codex alimentarius του Οργανισμού Επισιτισμού και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) το 1997, όπως ισχύουν μετά την αναθεώρησή τους το 2004 και την τελευταία τροποποίησή τους το 2008 (CAC/GL 23-1997), περιλαμβάνει δύο παραδείγματα ισχυρισμών περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας στα οποία δεν γίνεται ρητώς μνεία συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου.

83

Συναφώς, αφενός, διαπιστώνεται ότι, βεβαίως από την αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού 1924/2006 προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έλαβε δεόντως υπόψη τους ορισμούς και τους όρους που περιλαμβάνονται στις ως άνω κατευθυντήριες γραμμές. Εντούτοις, προκειμένου να ορίσει την έννοια «ισχυρισμός περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας», ο νομοθέτης της Ένωσης δεν αναφέρθηκε απλώς στον ορισμό που περιλαμβάνεται στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, αλλά περιέλαβε δικό του ορισμό στο άρθρο 2, παράγραφος 2, σημείο 6, του κανονισμού αυτού. Αφετέρου, επισημαίνεται ότι η παράγραφος 2.2.3 των ως άνω κατευθυντηρίων γραμμών, η οποία περιλαμβάνει τον ορισμό της έννοιας «ισχυρισμός περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας», μνημονεύει την ύπαρξη συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου. Ειδικότερα, κατά τον ορισμό αυτό, μείωση του κινδύνου σημαίνει ουσιώδης μεταβολή ενός ή πολλών σημαντικών παραγόντων κινδύνου για την εκδήλωση ασθένειας ή ειδικής καταστάσεως. Στον εν λόγω ορισμό τονίζεται ότι οι ασθένειες έχουν πολλαπλούς παράγοντες κινδύνου και ότι η μεταβολή ενός από τους παράγοντες αυτούς ενδέχεται να έχει η να μην έχει ευεργετικό αποτέλεσμα. Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων πρέπει να απορριφθεί.

84

Τρίτον, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων κατά την οποία η Επιτροπή, με τον κανονισμό (ΕΚ) 1024/2009, της 29ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με την έγκριση και την απόρριψη ορισμένων ισχυρισμών υγείας που διατυπώνονται για τα τρόφιμα, οι οποίοι αφορούν τη μείωση του κινδύνου εκδήλωσης ασθένειας, καθώς και την ανάπτυξη και την υγεία των παιδιών (ΕΕ L 283, σ. 22), ενέκρινε ισχυρισμό περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας αναφορικά με την επίδραση που έχουν οι τσίκλες/παστίλιες ξυλιτόλης στον κίνδυνο φθοράς των δοντιών, χωρίς να κρίνει αναγκαίο τον προσδιορισμό συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός που ενέκρινε η Επιτροπή με τον κανονισμό 1024/2009 αναφέρει σαφώς ότι η οδοντική πλάκα αποτελεί τον παράγοντα κινδύνου που λήφθηκε υπόψη. Εξάλλου, δεδομένου ότι η έννοια «ισχυρισμός περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας» κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, σημείο 6, του κανονισμού 1924/2006 είναι νομικής φύσεως και πρέπει να ερμηνεύεται βάσει αντικειμενικών στοιχείων, δεν μπορεί να εξαρτάται από την υποκειμενική εκτίμηση της Επιτροπής και πρέπει να καθορίζεται ανεξάρτητα από κάθε προηγούμενη πρακτική του οργάνου αυτού (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 20ής Μαΐου 2010, C-138/09, Todaro Nunziatina & C., Συλλογή 2010, σ. I-4561, σκέψη 21, και του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, T‑303/10, Wam Industriale κατά Επιτροπής, σκέψη 82). Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι δεν μπορεί να γίνεται επίκληση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως προκειμένου να δικαιολογείται η επανάληψη της εσφαλμένης ερμηνείας μιας πράξεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 1993, C-313/90, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-1125, σκέψη 45).

85

Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του ισχύοντος δικαίου για τον λόγο ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη ότι όντως προσδιορίστηκε συγκεκριμένος παράγοντας κινδύνου

86

Οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι η Επιτροπή παραβίασε το δίκαιο της Ένωσης καθόσον δεν έλαβε υπόψη ότι, στο προτεινόμενο κείμενο του επίμαχου ισχυρισμού, οι προσφεύγοντες όντως προσδιόρισαν συγκεκριμένο παράγοντα κινδύνου. Ειδικότερα, με το από 28 Νοεμβρίου 2008 έγγραφό τους, έκαναν αναφορά στην περιεκτικότητα των ιστών σε νερό και, ακολουθώντας την άποψη που διατύπωσε η Bundesamt με το από 18 Δεκεμβρίου 2008 έγγραφό της, προσδιόρισαν, με το από 10 Φεβρουαρίου 2009 έγγραφό τους, ως παράγοντα κινδύνου την απώλεια νερού στους ιστούς. Εξάλλου, ο παράγοντας κινδύνου «αφυδάτωση» περιλαμβανόταν ήδη στο προτεινόμενο κείμενο του επίμαχου ισχυρισμού σε σχέση με την ασθένεια «μείωση της αποδοτικότητας». Εν πάση περιπτώσει, η EFSA και η Επιτροπή θα μπορούσαν να τροποποιήσουν το προτεινόμενο κείμενο του επίμαχου ισχυρισμού στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν ή να ερμηνεύσουν υπό ευρεία έννοια το εν λόγω κείμενο.

87

Πρώτον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία των προσφευγόντων ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη ότι οι προσφεύγοντες προσδιόρισαν ως παράγοντα κινδύνου την απώλεια νερού στους ιστούς, επισημαίνεται ότι η EFSA και η Επιτροπή έλαβαν υπόψη τους τον προσδιορισμό αυτό. Ειδικότερα, αφενός, η EFSA, με την από 28 Ιανουαρίου 2011 επιστημονική γνωμοδότησή της, συνήγαγε ότι οι προτεινόμενοι από τους προσφεύγοντες παράγοντες κινδύνου, και συγκεκριμένα η απώλεια νερού στους ιστούς ή η μείωση της ποσότητας νερού στους ιστούς, αποτελούσαν μέσα μετρήσεως της απώλειας νερού και, ως εκ τούτου, μέσα μετρήσεως της κατονομαζόμενης από τους προσφεύγοντες ασθένειας «αφυδάτωση». Αφετέρου, κατά την αιτιολογική σκέψη 6 του προσβαλλόμενου κανονισμού, κατόπιν διευκρινιστικού αιτήματος, οι προσφεύγοντες προσδιόρισαν ως παράγοντες κινδύνου αφυδατώσεως την απώλεια νερού στους ιστούς ή τη μειωμένη περιεκτικότητα των ιστών σε νερό. Στη συνέχεια, η Επιτροπή, βάσει της επιστημονικής γνωμοδοτήσεως της EFSA, συνήγαγε ότι δεν αποδείχθηκε ο περιορισμός ορισμένου παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση ασθένειας.

88

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως διατείνεται η Επιτροπή και όπως προκύπτει επίσης από την επιστημονική γνωμοδότηση της EFSA της 28ης Ιανουαρίου 2011, η απώλεια νερού στους ιστούς δεν αποτελεί παράγοντα κινδύνου εκδηλώσεως της ασθένειας «αφυδάτωση», αλλά περιγράφει σε ποια κατάσταση αντιστοιχεί η αφυδάτωση και πώς διαπιστώνεται η ύπαρξή της αναλόγως της παρατηρούμενης απώλειας νερού. Επομένως, η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 6 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ορθώς συνήγαγε, βάσει της επιστημονικής γνωμοδοτήσεως της EFSA, ότι δεν αποδείχθηκε ο περιορισμός συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση ασθένειας διότι η απώλεια νερού στους ιστούς αποτελεί μέσο μετρήσεως της απώλειας νερού γενικώς και, ως εκ τούτου, μέσο μετρήσεως της ασθένειας «αφυδάτωση».

89

Όσον αφορά, στην αλληλουχία αυτή, το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι η EFSA και η Επιτροπή εσφαλμένως θεώρησαν ως ασθένεια την «αφυδάτωση» και όχι την «αφυδάτωση και την επακόλουθη μείωση της [αποδοτικότητας]», όπως διευκρινίζεται στο από 28 Νοεμβρίου 2008 έγγραφο των προσφευγόντων, επισημαίνεται ότι, όπως ακριβώς υποστηρίζει η Επιτροπή, η επακόλουθη μείωση της αποδοτικότητας δεν αποτελεί η ίδια ασθένεια αλλά απόρροια ή σύμπτωμα μιας ασθένειας. Επιπλέον, οι προσφεύγοντες, με το από 28 Νοεμβρίου 2008 έγγραφό τους, αναγνώρισαν ότι η μείωση της αποδοτικότητας αποτελεί κλασικό σύμπτωμα της αφυδατώσεως και συνέπεια της τελευταίας. Ομοίως, οι προσφεύγοντες, με το από 25 Οκτωβρίου 2010 έγγραφό τους, διατύπωσαν την άποψη ότι η αφυδάτωση αποτελεί παθολογική κατάσταση συνοδευόμενη από μείωση της αποδοτικότητας και ότι η τακτική κατανάλωση σημαντικής ποσότητας νερού μειώνει τον κίνδυνο αφυδατώσεως, χωρίς να κάνουν λόγο για επακόλουθη μείωση της αποδοτικότητας.

90

Όσον αφορά την επιχειρηματολογία των προσφευγόντων ότι προσδιόρισαν ως παράγοντα κινδύνου την απώλεια νερού στους ιστούς ακολουθώντας την άποψη της Bundesamt, διαπιστώνεται ότι η αρχή αυτή απλώς επισήμανε, με το 18 Δεκεμβρίου 2008 έγγραφό της, ότι οι προσφεύγοντες θα μπορούσαν να μελετήσουν το ενδεχόμενο να λάβουν υπόψη, για τον προσδιορισμό ορισμένου παράγοντα κινδύνου, την απώλεια νερού στους ιστούς. Επομένως, η Bundesamt ουδόλως προσδιόρισε την απώλεια νερού στους ιστούς ως παράγοντα κινδύνου της ασθένειας «αφυδάτωση».

91

Δεύτερον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία των προσφευγόντων ότι η Επιτροπή εσφαλμένως δεν έλαβε υπόψη τον παράγοντα κινδύνου «αφυδάτωση» σε σχέση με την ασθένεια «μείωση της [αποδοτικότητας]», ο οποίος κατονομαζόταν ρητώς στο προτεινόμενο κείμενο του επίμαχου ισχυρισμού, αρκεί η διαπίστωση ότι οι προσφεύγοντες, κατόπιν αιτήματος της Bundesamt που διατυπώθηκε με το από 10 Νοεμβρίου 2008 έγγραφο της αρχής αυτής, διευκρίνισαν ρητώς, με το από 28 Νοεμβρίου 2008 έγγραφό τους, ότι αναφέρονταν στην ασθένεια «αφυδάτωση και επακόλουθη μείωση της [αποδοτικότητας]». Επομένως, πέραν του ότι η μείωση της αποδοτικότητας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ασθένεια (βλ. σκέψη 89 ανωτέρω), η EFSA και η Επιτροπή δεν μπορούσαν να δεχθούν την αφυδάτωση ως παράγοντα κινδύνου κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, σημείο 6, και του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1924/2006.

92

Τρίτον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία των προσφευγόντων ότι η EFSA και η Επιτροπή όφειλαν, κατ’ ενάσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν, να αναδιατυπώσουν το κείμενο της προτάσεως του επίμαχου ισχυρισμού, να το ερμηνεύσουν υπό ευρεία έννοια ή να εξαρτήσουν τη χρήση του επίμαχου ισχυρισμού από τον προσδιορισμό άλλων παραγόντων, διαπιστώθηκε (βλ. σκέψη 75 ανωτέρω) ότι ο αιτών υποχρεούται να προσδιορίζει, τουλάχιστον εμμέσως, την ασθένεια και τον ακριβή παράγοντα κινδύνου εκδηλώσεώς της ο οποίος, κατ’ αυτόν, θα περιοριζόταν σημαντικά. Ελλείψει του προσδιορισμού αυτού, και ανεξαρτήτως της ακριβούς διατυπώσεως του επίμαχου ισχυρισμού, ούτε η EFSA ούτε η Επιτροπή ήταν σε θέση να εκτιμήσουν ποιος παράγοντας κινδύνου και για την εκδήλωση ποιας ασθένειας θα περιοριζόταν σημαντικά με την κατανάλωση ορισμένου τροφίμου ή ενός από τα συστατικά του. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η Bundesamt, η EFSA και η Επιτροπή επέστησαν επανειλημμένως την προσοχή των προσφευγόντων στην απαίτηση να προσδιοριστεί συγκεκριμένος παράγοντας κινδύνου για την εκδήλωση ορισμένης ασθένειας (βλ. σκέψεις 9, 10, 14 και 15 ανωτέρω).

93

Τέταρτον, στον βαθμό που οι προσφεύγοντες, με το υπόμνημα απαντήσεώς τους, αναφέρουν ως παράγοντα κινδύνου την ανεπαρκή ενυδάτωση, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από μια παρατήρηση των προσφευγόντων που περιλαμβάνεται στο ως άνω υπόμνημα, η ανεπαρκής ενυδάτωση συνιστά κατ’ αυτούς συμπληρωματικό παράγοντα κινδύνου ο οποίος δεν περιλαμβανόταν στην αίτηση εγκρίσεως του επίμαχου ισχυρισμού.

94

Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

95

Οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι, με την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας. Κατά τους προσφεύγοντες, η απόρριψη της αιτήσεως εγκρίσεως του επίμαχου ισχυρισμού δεν ήταν ούτε πρόσφορη ούτε αναγκαία για να επιτευχθεί ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει ο κανονισμός 1924/2006 και ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της χρήσεως ισχυρισμών επί θεμάτων υγείας επαρκώς τεκμηριωμένων από επιστημονικής απόψεως. Ειδικότερα, η Επιτροπή θα μπορούσε να τροποποιήσει το προτεινόμενο κείμενο του επίμαχου ισχυρισμού διατηρώντας το ουσιώδες περιεχόμενό του. Η Επιτροπή θα μπορούσε δηλαδή να προσδιορίσει με επαρκή σαφήνεια στο εν λόγω κείμενο τον απαιτούμενο από αυτήν παράγοντα κινδύνου. Πιο συγκεκριμένα, η απόρριψη δεν είναι πρόσφορη στον βαθμό που ο κανονισμός 1924/2006 δεν αποσκοπεί στην απαγόρευση ανακοινώσεων που χρησιμοποιούν ισχυρισμούς επί θεμάτων υγείας επαρκώς τεκμηριωμένους από επιστημονικής απόψεως. Εξάλλου, η απόρριψη αυτή δεν ήταν αναγκαία διότι η σχέση που περιγράφηκε προς στήριξη της αιτήσεως εγκρίσεως είχε αναμφισβήτητα επαρκές επιστημονικό έρεισμα. Επιπλέον, η απόρριψη είναι δυσανάλογη διότι εμποδίζει τη δημοσιοποίηση προς τους καταναλωτές πληροφορίας η οποία δεν επιδέχεται αμφισβήτηση επί της ουσίας. Κατά τους προσφεύγοντες, ο προσβαλλόμενος κανονισμός θίγει επίσης τις ελευθερίες που αναγνωρίζουν τα άρθρα 6 και 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Επιπλέον, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον κατά το παρελθόν είχε εγκρίνει παρόμοιους ισχυρισμούς περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας χωρίς να έχει προσδιοριστεί συγκεκριμένος παράγοντας κινδύνου.

96

Κατά πρώτο λόγο, όσον αφορά την επιχειρηματολογία των προσφευγόντων ότι η Επιτροπή, με την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή αρνήθηκε να εγκρίνει τον επίμαχο ισχυρισμό διότι δεν τηρήθηκε μια δεσμευτική απαίτηση κατά την προβλεπόμενη με τον κανονισμό 1924/2006 διαδικασία εγκρίσεως. Ειδικότερα, κατά την αιτιολογική σκέψη 6 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή δεν ενέκρινε τον επίμαχο ισχυρισμό διότι οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν τον περιορισμό συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση ασθένειας, δεδομένου ότι οι προτεινόμενοι από αυτούς παράγοντες κινδύνου αποτελούσαν μέσα μετρήσεως της ασθένειας. Όπως διαπιστώθηκε (βλ. σκέψη 75 ανωτέρω), η αίτηση εγκρίσεως του ισχυρισμού αυτού έπρεπε, πέραν της επίμαχης ασθένειας, να προσδιορίζει τον ακριβή παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωσή της, ο οποίος, κατά τους προσφεύγοντες, θα περιοριζόταν σημαντικά. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την εξέταση του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγοντες δεν προσδιόρισαν τέτοιον παράγοντα κινδύνου. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει ποιος παράγοντας κινδύνου εκδηλώσεως της επίμαχης ασθένειας θα περιοριζόταν σημαντικά με την τακτική κατανάλωση σημαντικής ποσότητας νερού. Ως εκ τούτου, σε αντίθεση με όσα διατείνονται οι προσφεύγοντες, η άρνηση εγκρίσεως του επίμαχου ισχυρισμού δεν οφειλόταν στην ακριβή διατύπωση του προτεινόμενου κειμένου του επίμαχου ισχυρισμού. Ελλείψει προσδιορισμού συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου από τους προσφεύγοντες, η τυχόν τροποποίηση του κειμένου αυτού δεν θα συνεπαγόταν, εν πάση περιπτώσει, τη χορήγηση της ζητηθείσας εγκρίσεως. Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων ότι η Επιτροπή, με την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας πρέπει να απορριφθεί.

97

Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι, κατά την απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 2004, C-239/02, Douwe Egberts (Συλλογή 2004, σ. I-7007), η απόλυτη απαγόρευση της διαφημίσεως βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού προστασίας των καταναλωτών από τις παραπλανητικές πρακτικές. Πράγματι, στην υπό κρίση υπόθεση δεν τίθεται ζήτημα απόλυτης απαγορεύσεως του επίμαχου ισχυρισμού, αλλά ζήτημα τηρήσεως των απαιτήσεων της διαδικασίας εγκρίσεως κατά τα άρθρα 14 έως 17 του κανονισμού 1924/2006.

98

Επιπλέον, στον βαθμό που οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι η απόρριψη της αιτήσεώς τους είναι δυσανάλογη διότι εμποδίζει τη δημοσιοποίηση προς τους καταναλωτές πληροφορίας η οποία δεν επιδέχεται αμφισβήτηση επί της ουσίας, υπενθυμίζεται ότι ο κανονισμός 1924/2006 προβλέπει επίσης, δυνάμει του άρθρου 13, την έγκριση ισχυρισμών επί θεμάτων υγείας, εξαιρουμένων εκείνων που αναφέρονται στη μείωση του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας, ως προς τους οποίους δεν απαιτείται προσδιορισμός συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου, και οι οποίοι μπορούν να προσελκύσουν την προσοχή στα θετικά αποτελέσματα που έχει η κατανάλωση επαρκούς ποσότητας νερού για το ανθρώπινο σώμα και για τις λειτουργίες του.

99

Κατά δεύτερο λόγο, όσον αφορά την επιχειρηματολογία των προσφευγόντων ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός θίγει τις ελευθερίες που αναγνωρίζουν τα άρθρα 6 και 16 του Χάρτη, και ειδικότερα το δικαίωμα στην ελευθερία και στην ασφάλεια καθώς και το δικαίωμα στην επιχειρηματική ελευθερία, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγοντες αρκούνται στη γενική και αφηρημένη απαρίθμηση των παραβάσεων των ως άνω διατάξεων. Πάντως, η παράβαση των άρθρων 6 και 16 του Χάρτη αποτελεί αυτοτελή λόγο ακυρώσεως, ανεξάρτητο από τον εξεταζόμενο λόγο ακυρώσεως ο οποίος αφορά την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο έχει εφαρμογή στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του ίδιου Οργανισμού, και δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών ή λόγων. Ως εκ τούτου, το δικόγραφο πρέπει να διευκρινίζει επακριβώς το περιεχόμενο των προβαλλόμενων ισχυρισμών ή λόγων διότι η αφηρημένη επίκλησή τους δεν ανταποκρίνεται στις ανωτέρω επιταγές του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 2008, T-351/05, Provincia di Imperia κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II-241, σκέψη 87 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εξ αυτού έπεται ότι η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων περί παραβάσεως των άρθρων 6 και 16 του Χάρτη πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

100

Κατά τρίτο λόγο, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων ότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον κατά το παρελθόν είχε εγκρίνει παρόμοιους ισχυρισμούς περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας χωρίς να έχει προσδιοριστεί συγκεκριμένος παράγοντας κινδύνου. Πράγματι, αρκεί η επισήμανση ότι, αφενός, οι προσφεύγοντες αναφέρονται σε ισχυρισμούς επί θεμάτων υγείας διαφορετικούς από τους ισχυρισμούς περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας τους οποίους μπορεί να εγκρίνει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 13 του κανονισμού 1924/2006. Πάντως, διαπιστώθηκε (βλ. σκέψεις 81 και 98 ανωτέρω) ότι για την έγκριση των ισχυρισμών αυτών δεν απαιτείται προσδιορισμός συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου. Αφετέρου, οι προσφεύγοντες μνημονεύουν την έγκριση, με τον κανονισμό 1024/2009, ισχυρισμού περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας αναφορικά με την επίδραση που έχουν οι τσίκλες/παστίλιες ξυλιτόλης στον κίνδυνο φθοράς των δοντιών. Η επιχειρηματολογία αυτή απορρίφθηκε στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψη 84 ανωτέρω).

101

Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την έλλειψη επαρκούς νόμιμης βάσεως

102

Οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός πρέπει να ακυρωθεί διότι δεν έχει επαρκή νόμιμη βάση. Ο κανονισμός αυτός στηρίζεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1924/2006. Κατά τους προσφεύγοντες, οι διατάξεις αυτές είναι αντίθετες προς το δίκαιο της Ένωσης διότι παραβιάζουν την κατοχυρωμένη με το άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ αρχή της αναλογικότητας. Επομένως, με τον εξεταζόμενο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγοντες προβάλλουν ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά του άρθρου 17, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1924/2006.

103

Υπενθυμίζεται ότι η αρχή της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, επιτάσσει όπως οι πράξεις των θεσμικών οργάνων δεν υπερβαίνουν τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η επίμαχη ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται επιλογή μεταξύ περισσοτέρων πρόσφορων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές μέτρο και τα προκύπτοντα μειονεκτήματα δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Μαρτίου 2006, C-174/05, Zuid-Hollandse Milieufederatie και Natuur en Milieu, Συλλογή 2006, σ. I-2443, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

104

Όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο των μνημονευόμενων στην προηγούμενη σκέψη προϋποθέσεων, υπενθυμίζεται ότι νόμιμη βάση του κανονισμού 1924/2006 είναι το άρθρο 95 ΕΚ, κατά το οποίο ο νομοθέτης της Ένωσης λαμβάνει τα μέτρα για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που έχουν ως αντικείμενο την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Δυνάμει της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού, ο νομοθέτης της Ένωσης πρέπει, μεταξύ άλλων, στον τομέα της υγείας και της προστασίας των καταναλωτών, να λαμβάνει ως βάση ένα υψηλό επίπεδο προστασίας λαμβάνοντας ιδίως υπόψη όσες νέες εξελίξεις βασίζονται σε επιστημονικά δεδομένα. Στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου για την αποτελεσματική υλοποίηση του σκοπού με τον οποίο είναι επιφορτισμένος ο νομοθέτης της Ένωσης, πρέπει να του αναγνωρίζεται ευρεία εξουσία εκτιμήσεως σε τομέα όπως ο επίμαχος στην υπό κρίση υπόθεση, ο οποίος συνεπάγεται επιλογές πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής φύσεως και σε σχέση με τον οποίο ο νομοθέτης αυτός καλείται να προβεί σε σύνθετες εκτιμήσεις. Η νομιμότητα μέτρου λαμβανόμενου στον τομέα αυτό μπορεί να θίγεται μόνον εφόσον το μέτρο αυτό είναι προδήλως ακατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκομένου από τα αρμόδια θεσμικά όργανα σκοπού [βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2002, C-491/01, British American Tobacco (Investments) και Imperial Tobacco, Συλλογή 2002, σ. I-11453, σκέψη 123· της 14ης Δεκεμβρίου 2004, C-210/03, Swedish Match, Συλλογή 2004, σ. I-11893, σκέψη 48· της 6ης Δεκεμβρίου 2005, C-453/03, C-11/04, C-12/04 και C-194/04, ABNA κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I-10423, σκέψη 69, και της 12ης Δεκεμβρίου 2006, C-380/03, Γερμανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. I-11573, σκέψη 145· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, T-475/07, Dow AgroSciences κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II-5937, σκέψη 150].

105

Όσον αφορά τους σκοπούς που επιδιώκονται με τον κανονισμό 1924/2006, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 1, και από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 36 του κανονισμού αυτού, σκοπός του εν λόγω κανονισμού είναι να εγγυηθεί την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς όσον αφορά τους ισχυρισμούς επί θεμάτων υγείας και διατροφής διασφαλίζοντας συγχρόνως ένα υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών. Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 18 του κανονισμού 1924/2006, η προστασία της υγείας καταλέγεται στους βασικούς σκοπούς του κανονισμού αυτού (απόφαση Deutsches Weintor, σκέψη 71 ανωτέρω, σκέψη 45). Η αιτιολογική σκέψη 1 του εν λόγω κανονισμού διευκρινίζει συναφώς ότι τα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των εισαγόμενων, που διατίθενται στην αγορά θα πρέπει να είναι ασφαλή και να φέρουν επαρκή επισήμανση. Κατά την αιτιολογική σκέψη 9 του κανονισμού αυτού, οι αρχές που αυτός καθιερώνει έχουν σκοπό να εξασφαλίσουν προστασία υψηλού επιπέδου στον καταναλωτή, την παροχή σε αυτόν της αναγκαίας πληροφορήσεως ώστε να μπορεί να επιλέγει έχοντας πλήρη επίγνωση των δεδομένων, και τη δημιουργία ίσων όρων ανταγωνισμού στη βιομηχανία τροφίμων. Συναφώς, κατά την αιτιολογική σκέψη 23 του κανονισμού 1924/2006, οι ισχυρισμοί επί θεμάτων υγείας θα πρέπει να εγκρίνονται για χρήση εντός της Ένωσης μόνον μετά από επιστημονική αξιολόγηση του υψηλότερου δυνατού επιπέδου και, προκειμένου να εξασφαλισθεί η εναρμονισμένη επιστημονική αξιολόγηση των ισχυρισμών αυτών, η EFSA θα πρέπει να πραγματοποιεί τις αξιολογήσεις αυτές.

106

Κατά πρώτο λόγο, οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι η διαδικασία εγκρίσεως ισχυρισμού περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1924/2006, δεν είναι ενδεδειγμένη για την επίτευξη του σκοπού της εναρμονισμένης χρήσεως των ισχυρισμών επί θεμάτων υγείας και για τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών. Κατά τους προσφεύγοντες, η διαδικασία επιστημονικής αξιολογήσεως από την EFSA είναι αδιαφανής και καταλήγει σε πορίσματα χωρίς συνοχή.

107

Πρώτον, προς στήριξη της ως άνω απόψεως, οι προσφεύγοντες υπογραμμίζουν ότι ισχυρισμοί όπως οι επίμαχοι δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται για τις ανακοινώσεις προς τους καταναλωτές, παρά το γεγονός ότι η EFSA, με άλλη επιστημονική γνωμοδότηση, δέχθηκε ότι το γενικό επιστημονικό πλαίσιο που αποτελεί το υπόβαθρο του επίμαχου ισχυρισμού μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής τεκμηρίωση από επιστημονικής απόψεως. Εξάλλου, στην υπό κρίση περίπτωση η EFSA απαίτησε τον προσδιορισμό συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου, μολονότι στην υπόθεση που αφορούσε την επίδραση που έχουν οι τσίκλες/παστίλιες ξυλιτόλης στον κίνδυνο φθοράς των δοντιών δεν θεώρησε αναγκαίο τον προσδιορισμό τέτοιου παράγοντα, πράγμα το οποίο δέχθηκε η Επιτροπή.

108

Συναφώς, αφενός, επισημαίνεται ότι οι επικρίσεις των προσφευγόντων αφορούν κατ’ ουσίαν τον τρόπο διεξαγωγής της επίμαχης διαδικασίας εγκρίσεως από την EFSA. Πάντως, τα προμνησθέντα στοιχεία δεν μπορούν, αυτά καθαυτά, να κλονίσουν τη νομιμότητα της ως άνω διαδικασίας (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 12 Ιουλίου 2005, C-154/04 και C-155/04, Alliance for Natural Health κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I-6451, σκέψεις 87 και 88). Αφετέρου, διαπιστώνεται ότι η επιστημονική γνωμοδότηση, την οποία έλαβαν υπόψη οι προσφεύγοντες, αφορά γενικώς τα διατροφικά μεγέθη αναφοράς για το νερό και, επομένως, δεν εξετάζει τα αποτελέσματα που έχει η τακτική κατανάλωση σημαντικής ποσότητας νερού επί συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου εκδηλώσεως ορισμένης ασθένειας. Όσον αφορά το επιχείρημα περί ελλείψεως συνοχής σε σύγκριση με την υπόθεση που αφορούσε την επίδραση που έχουν οι τσίκλες/παστίλιες ξυλιτόλης στον κίνδυνο φθοράς των δοντιών, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί (βλ. σκέψη 84 ανωτέρω).

109

Δεύτερον, στον βαθμό που οι προσφεύγοντες διατείνονται, χωρίς να δίνουν συμπληρωματικές διευκρινίσεις, ότι το νομικό πλαίσιο που διέπει την επίμαχη διαδικασία εγκρίσεως δεν είναι το ενδεδειγμένο, δεδομένου ότι δεν υφίστανται ειδικές διατάξεις σχετικά με τη διενεργούμενη από την EFSA επιστημονική αξιολόγηση, αρκεί η επισήμανση ότι το κεφάλαιο III του κανονισμού 178/2002 ρυθμίζει λεπτομερώς τη μέθοδο εργασίας της EFSA. Εξάλλου, το άρθρο 16 του κανονισμού 1924/2006 περιλαμβάνει διατάξεις σχετικές με τις γνωμοδοτήσεις της EFSA και η Επιτροπή, με την έκδοση του κανονισμού 353/2008, έχει θεσπίσει κανόνες για την εφαρμογή του άρθρου 15 του κανονισμού 1924/2006, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων για την προετοιμασία και την υποβολή της αιτήσεως εγκρίσεως ισχυρισμού περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας. Επομένως, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

110

Κατά συνέπεια, από την εξέταση της επιχειρηματολογίας των προσφευγόντων δεν προκύπτει ότι η διαδικασία εγκρίσεως ισχυρισμού περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1924/2006, δεν είναι ενδεδειγμένη για την επίτευξη των σκοπών του κανονισμού αυτού.

111

Κατά δεύτερο λόγο, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η επίμαχη διαδικασία εγκρίσεως δεν είναι αναγκαία για την επίτευξη των σκοπών του κανονισμού 1924/2006. Η διαδικασία αυτή προβλέπει απόλυτη απαγόρευση διαφημίσεως υπό την επιφύλαξη της χορηγήσεως εγκρίσεως. Εντούτοις, η ελευθερία των ενδιαφερομένων να προωθούν και να προβαίνουν σε ανακοινώσεις για προϊόντα θα περιοριζόταν λιγότερο αν διατηρούνταν η προβλεπόμενη με το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/13 αρχή της απαγορεύσεως των καταχρηστικών πρακτικών, η οποία ίσχυε έως την έκδοση του κανονισμού 1924/2006. Κατά τους προσφεύγοντες, ο νομοθέτης της Ένωσης μπορούσε να κάνει χρήση του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/13, κατά το οποίο η απαγόρευση διαφημίσεως με τη χρήση ισχυρισμών συνδεόμενων με ορισμένη ασθένεια μπορεί να περιορίζεται. Η εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας αυτής, οι οποίες καθιστούν δυνατή, σε εθνικό επίπεδο, τον κατά περίπτωση και εκ των υστέρων έλεγχο της χρήσεως ισχυρισμών επί θεμάτων υγείας, θα ήταν επαρκής. Επιπλέον, δεδομένου ότι το επιστημονικό κριτήριο παραμένει το ίδιο, δεν καθίσταται σαφές για ποιον λόγο οι σκοποί του κανονισμού 1924/2006 μπορούν να υλοποιούνται αποτελεσματικότερα μέσω της εξετάσεως που πραγματοποιεί η EFSA και όχι μέσω της εξετάσεως που πραγματοποιούν οι εθνικές αρχές.

112

Συναφώς, επισημαίνεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης αιτιολόγησε, υπό το πρίσμα των επιδιωκόμενων με τον κανονισμό 1924/2006 σκοπών, την αναγκαιότητα εκδόσεως του κανονισμού αυτού, και ειδικότερα την αναγκαιότητα θεσπίσεως της διαδικασίας εγκρίσεως σχετικά με τους ισχυρισμούς περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας, στηριζόμενος στις ακόλουθες εκτιμήσεις. Με την αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 1924/2006, επισήμανε ότι οι διαφορές μεταξύ των εθνικών διατάξεων σχετικά με τους ισχυρισμούς αυτούς, οι οποίες μπορούν να εμποδίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των τροφίμων και να δημιουργήσουν άνισες συνθήκες ανταγωνισμού, έχουν άμεσο αντίκτυπο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Κατά την αιτιολογική σκέψη 10 του εν λόγω κανονισμού, η χρήση κριτηρίων σε εθνικό επίπεδο για να καθορισθεί εάν ορισμένο προϊόν μπορεί να φέρει ισχυρισμούς ενδέχεται να παρακωλύσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο και θα πρέπει, συνεπώς, να εναρμονιστεί. Η εκτίμηση αυτή διευκρινίζεται με την αιτιολογική σκέψη 14 του κανονισμού αυτού κατά την οποία υπάρχει μεγάλη ποικιλία ισχυρισμών που χρησιμοποιούνται σήμερα για την επισήμανση και τη διαφήμιση των τροφίμων σε ορισμένα κράτη μέλη σχετικά με ουσίες οι οποίες δεν έχει αποδειχθεί ότι είναι ευεργετικές ή για τις οποίες δεν υπάρχει επί του παρόντος επαρκής επιστημονική συναίνεση. Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 17 του κανονισμού 1924/2006 προβλέπει, αφενός, ότι η επιστημονική τεκμηρίωση θα πρέπει να αποτελεί τον κύριο παράγοντα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη χρήση ισχυρισμών επί θεμάτων διατροφής και υγείας και, αφετέρου, ότι οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίμων που χρησιμοποιούν ισχυρισμούς αυτής της φύσεως θα πρέπει να τους αιτιολογούν. Κατά την ίδια αιτιολογική σκέψη, οι ισχυρισμοί θα πρέπει να τεκμηριώνονται επιστημονικά λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων και σταθμίζοντας τη βαρύτητα των στοιχείων. Εξάλλου, κατά την αιτιολογική σκέψη 28 του κανονισμού 1924/2006, δεδομένου ότι η διατροφή αποτελεί έναν από τους πολλούς παράγοντες που επηρεάζουν την εκδήλωση ορισμένων ανθρώπινων ασθενειών και ότι άλλοι παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν την εκδήλωση ανθρώπινων ασθενειών, θα πρέπει να εφαρμόζονται ειδικές απαιτήσεις για την επισήμανση όσον αφορά τους ισχυρισμούς που σχετίζονται με τη μείωση του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας.

113

Λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων των προσφευγόντων, δεν προκύπτει ότι οι εκτιμήσεις αυτές δεν μπορούν να αιτιολογήσουν, υπό το πρίσμα των σκοπών του κανονισμού 1924/2006, την αναγκαιότητα θεσπίσεως των επίμαχων διατάξεων που ρυθμίζουν τη διαδικασία εγκρίσεως σχετικά με τους ισχυρισμούς περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας. Ασφαλώς, η ελευθερία των ενδιαφερομένων να προωθούν και να προβαίνουν σε ανακοινώσεις για προϊόντα ενδεχομένως θα περιοριζόταν λιγότερο αν διατηρούνταν το σύστημα της οδηγίας 2000/13 το οποίο ίσχυε έως την έκδοση του κανονισμού 1924/2006. Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των λόγων που εκτίθενται στις μνημονευθείσες στη σκέψη 112 ανωτέρω αιτιολογικές σκέψεις, δεν προκύπτει ότι η λήψη μέτρων βάσει του συστήματος της οδηγίας 2000/13 στον τομέα των ισχυρισμών περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας θα ήταν, υπό το πρίσμα των μνημονευθέντων στη σκέψη 105 ανωτέρω σκοπών, εξίσου κατάλληλη με τις επίμαχες διατάξεις του κανονισμού 1924/2006. Τούτο οφείλεται ιδιαιτέρως στο γεγονός ότι, λόγω της καθιερώσεως με τον κανονισμό 1924/2006 της αρχής της απαγορεύσεως των ως άνω ισχυρισμών επί θεμάτων υγείας, υπό την επιφύλαξη της χορηγήσεως εγκρίσεως, οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να υπόκεινται σε προηγούμενους έλεγχους.

114

Όσον αφορά την ανάθεση της εξετάσεως των επίμαχων ισχυρισμών επί θεμάτων υγείας από τις εθνικές αρχές στην EFSA, δεν είναι εσφαλμένη η εκτίμηση που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 23 του κανονισμού 1924/2006, κατά την οποία, προκειμένου να εξασφαλισθεί η εναρμονισμένη επιστημονική αξιολόγηση των ισχυρισμών επί θεμάτων υγείας, η EFSA πρέπει να πραγματοποιεί τις αξιολογήσεις αυτές. Πράγματι, έστω και αν οι εθνικές αρχές πρέπει να εφαρμόζουν τα ίδια κριτήρια για την αξιολόγηση των ισχυρισμών αυτών, η διενέργεια των επιστημονικών αξιολογήσεων από μία και μόνο αρχή αποτελεί ένα πρόσθετο στοιχείο δυνάμενο να διασφαλίσει την εναρμόνιση. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το άρθρο 22, παράγραφοι 2, 3 και 6, του κανονισμού 178/2002, η EFSA έχει, μεταξύ άλλων, ως αποστολή να παρέχει επιστημονικές γνωμοδοτήσεις που θα αποτελούν την επιστημονική βάση για τη σύνταξη και την έγκριση μέτρων της Ένωσης στους τομείς που έχουν άμεσο ή έμμεσο αντίκτυπο στην ασφάλεια των τροφίμων και συμβάλλει σε υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας.

115

Επομένως, η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων ότι η διαδικασία εγκρίσεως των ισχυρισμών περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας δεν είναι αναγκαία πρέπει να απορριφθεί.

116

Κατά τρίτο λόγο, οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι η επίμαχη διαδικασία εγκρίσεως, την οποία προβλέπει ο κανονισμός 1924/2006, δεν έχει πρόσφορο χαρακτήρα διότι επιβαρύνει τους ενδιαφερομένους με μια χρονοβόρα και δαπανηρή διαδικασία και είναι αδιαφανής. Κατ’ αυτούς, το ζήτημα της τυχόν διαφορετικής ερμηνείας εκ μέρους των εθνικών αρχών του κριτηρίου του επαρκούς επιστημονικού ερείσματος υπό την ισχύ της οδηγίας 2000/13 θα μπορούσε να εξεταστεί στο πλαίσιο διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής ενώπιον του Δικαστηρίου.

117

Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η επίμαχη διαδικασία εγκρίσεως είναι χρονοβόρα και αδιαφανής, αρκεί η επισήμανση ότι η διαδικασία αυτή προβλέπει ορισμένες προθεσμίες και ρυθμίζεται λεπτομερώς με τα άρθρα 14 έως 17 του κανονισμού 1924/2006. Πιο συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, η αίτηση υποβάλλεται στην αρμόδια εθνική αρχή κράτους μέλους η οποία βεβαιώνει γραπτώς την παραλαβή της αιτήσεως εντός 14 ημερών από την παραλαβή της και ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την EFSA. Δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, η EFSA διατυπώνει τη γνωμοδότησή της εντός προθεσμίας πέντε μηνών από την ημερομηνία παραλαβής έγκυρης αιτήσεως, προθεσμία η οποία παρατείνεται κατά δύο μήνες το πολύ αν η EFSA ζητήσει από τον αιτούντα συμπληρωματικές πληροφορίες. Τέλος, σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1924/2006, η Επιτροπή, εντός δύο μηνών από την παραλαβή της γνωμοδοτήσεως της EFSA, υποβάλλει στη μόνιμη επιτροπή σχέδιο αποφάσεως για τον κατάλογο επιτρεπόμενων ισχυρισμών επί θεμάτων υγείας. Το άρθρο 17, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι η απόφαση επί της αιτήσεως λαμβάνεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο.

118

Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι η επίμαχη διαδικασία είναι δαπανηρή, διαπιστώνεται ότι ούτε η EFSA ούτε η Επιτροπή εισπράττουν οποιοδήποτε ποσό για τα έξοδα της διαδικασίας. Εξάλλου, οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν ότι η επίμαχη διαδικασία είναι υπερβολικά δαπανηρή υπό το πρίσμα των σκοπών του κανονισμού 1924/2006.

119

Κατόπιν των ανωτέρω, το επιχείρημα των προσφευγόντων περί εναρμονίσεως μέσω της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής ενώπιον του Δικαστηρίου δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

120

Κατά συνέπεια, λαμβανομένης υπόψη της επιχειρηματολογίας των προσφευγόντων, δεν προκύπτει ότι η διαδικασία εγκρίσεως ισχυρισμού περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας δεν έχει πρόσφορο χαρακτήρα υπό το πρίσμα των σκοπών του κανονισμού 1924/2006.

121

Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω εκτιμήσεις, το άρθρο 10, παράγραφος 1, το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1924/2006 δεν είναι προδήλως ακατάλληλα κατά την έννοια της μνημονευθείσας στη σκέψη 104 ανωτέρω νομολογίας σε σχέση με τους σκοπούς την επίτευξη των οποίων επιδιώκουν τα θεσμικά όργανα και, ως εκ τούτου, οι διατάξεις αυτές δεν είναι παράνομες λόγω παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας.

122

Στον βαθμό που οι προσφεύγοντες προβάλλουν, με το υπόμνημα απαντήσεώς τους, χωρίς συμπληρωματικές διευκρινίσεις, παράβαση του άρθρου 14, παράγραφος 1, του άρθρου 15, παράγραφος 1, και του άρθρου 16 του Χάρτη, σχετικά με το δικαίωμα εκπαιδεύσεως καθώς και με την ελευθερία του επαγγέλματος και την επιχειρηματική ελευθερία, η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Πράγματι, αφενός, η γενική και αφηρημένη αιτίαση περί παραβάσεως των ως άνω διατάξεων δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ. σκέψη 99 ανωτέρω). Αφετέρου, σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών ή λόγων, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά την πρόοδο της διαδικασίας, πράγμα το οποίο είναι πρόδηλο ότι δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Εξάλλου, το επιχείρημα περί παραβάσεως των διατάξεων του Χάρτη δεν αποτελεί ανάπτυξη λόγου ακυρώσεως που έχει προβληθεί προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, με το εισαγωγικό δικόγραφο. Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι η απαγόρευση ορισμένου ισχυρισμού περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας κατόπιν διεξαγωγής της διαδικασίας των άρθρων 14 έως 17 του κανονισμού 1924/2006 δεν θίγει την ελευθερία του επαγγέλματος και την επιχειρηματική ελευθερία (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Deutsches Weintor, σκέψη 71 ανωτέρω, σκέψεις 42 έως 59).

123

Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση ουσιώδους τύπου λόγω της εκδόσεως κανονισμού

124

Οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου η έκδοση από την Επιτροπή κανονισμού αντί αποφάσεως για την απόρριψη της αιτήσεως εγκρίσεως του επίμαχου ισχυρισμού. Δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφοι 1 έως 4, του κανονισμού 1924/2006, η Επιτροπή πρέπει να διατυπώνει την κρίση της επί της αιτήσεως εγκρίσεως ισχυρισμών επί θεμάτων υγείας εκδίδοντας απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 288, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Κατά τους προσφεύγοντες, η έκδοση κανονισμού αντιτίθεται στην όλη οικονομία της διαδικασίας των άρθρων 15 επ. του κανονισμού 1924/2006, διότι ο νομοθέτης της Ένωσης επινόησε τη διαδικασία αυτή ως διαδικασία ατομικής αιτήσεως.

125

Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία των προσφευγόντων. Όσον αφορά το ζήτημα του παραδεκτού του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι αυτός είναι απαράδεκτος στον βαθμό που οι προσφεύγοντες δεν εθίγησαν από το είδος της νομικής πράξεως με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή τους. Εξάλλου, οι ίδιοι διατείνονται επίσης ότι ο κανονισμός τους αφορά άμεσα.

126

Η επιχειρηματολογία αυτή της Επιτροπής είναι αντιφατική. Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν μπορεί, αφενός, να υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη και, αφετέρου, προκειμένου να καταδείξει ότι ο εξεταζόμενος λόγος ακυρώσεως είναι απαράδεκτος, να στηρίζεται στην επιχειρηματολογία των προσφευγόντων ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή.

127

Εντούτοις, ο εξεταζόμενος λόγος ακυρώσεως δεν είναι βάσιμος, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή. Από το άρθρο 17, παράγραφοι 1 έως 4, του κανονισμού 1924/2006 δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή όφειλε να εκδώσει απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 288 ΣΛΕΕ για να απορρίψει την αίτηση εγκρίσεως του επίμαχου ισχυρισμού. Η χρήση του όρου «απόφαση» στο άρθρο 17 του κανονισμού 1924/2006 απλώς σημαίνει ότι η Επιτροπή πρέπει να διατυπώσει θετική ή αρνητική κρίση για την επίμαχη αίτηση.

128

Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνονται συγχρόνως υπόψη το γράμμα της, η αλληλουχία στην οποία εντάσσεται και οι σκοποί της (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Νοεμβρίου 1999, C-151/98 P, Pharos κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-8157, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εν προκειμένω, μολονότι ομολογουμένως το άρθρο 17, παράγραφοι 1 έως 4, του κανονισμού 1924/2006 περιλαμβάνει τον ίδιο όρο με το άρθρο 288 ΣΛΕΕ, εντούτοις ο όρος «απόφαση» κατά το άρθρο 17 του κανονισμού 1924/2006 πρέπει να ερμηνεύεται λαμβανομένης υπόψη της αλληλουχίας στην οποία εντάσσεται η διάταξη αυτή και των σκοπών που επιδιώκει.

129

Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 17 του κανονισμού 1924/2006 περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με την περάτωση της διαδικασίας εγκρίσεως ισχυρισμών επί θεμάτων υγείας κατά το άρθρο 14 του κανονισμού αυτού, μετά δηλαδή την υποβολή της επιστημονικής γνωμοδοτήσεως της EFSA κατά το άρθρο 16 του εν λόγω κανονισμού. Ειδικότερα, το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1924/2006 προβλέπει ότι η Επιτροπή, εντός διμήνου από την παραλαβή της γνωμοδοτήσεως της EFSA, υποβάλλει στη μόνιμη επιτροπή «σχέδιο αποφάσεως» για τον κατάλογο επιτρεπόμενων ισχυρισμών επί θεμάτων υγείας και ότι, αν το «σχέδιο αποφάσεως» δεν είναι σύμφωνο με την ως άνω γνωμοδότηση, η Επιτροπή εκθέτει τους σχετικούς λόγους. Η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού διευκρινίζει ποιο είναι το περιεχόμενο του «σχεδίου αποφάσεως». Η παράγραφος 3 καθορίζει τη διαδικασία για τη λήψη της «τελικής αποφάσεως» και, μεταξύ άλλων, της «αποφάσεως» περί εγκρίσεως ή μη του ισχυρισμού, στην περίπτωση που, κατόπιν αιτήματος του αιτούντος για την προστασία δεδομένων βιομηχανικής ιδιοκτησίας, η Επιτροπή προτίθεται να περιορίσει τη χρήση του ισχυρισμού υπέρ του αιτούντος. Το άρθρο 17, παράγραφος 4, του κανονισμού 1924/2006 προβλέπει την υποχρέωση ενημερώσεως του αιτούντος για την «απόφαση που ελήφθη» και την υποχρέωση δημοσιεύσεως της «αποφάσεως» στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

130

Όπως προκύπτει από τη χρήση της έννοιας «απόφαση» και, ειδικότερα, από τη χρήση των σχετιζόμενων με την έννοια αυτή όρων «σχέδιο», «τελική» και «ελήφθη», το άρθρο 17 του κανονισμού 1924/2006 προβλέπει τα διάφορα στάδια της διαδικασίας που οφείλει να ακολουθεί η Επιτροπή για να λάβει τελική απόφαση επί ορισμένης αιτήσεως δυνάμει του άρθρου 14 του κανονισμού αυτού. Αντιθέτως, δεν παρέχεται καμία διευκρίνιση για τη νομική μορφή της αποφάσεως αυτής. Ο νομοθέτης της Ένωσης καταλείπει την επιλογή του είδους της προς έκδοση νομικής πράξεως στην εκτίμηση της Επιτροπής. Μολονότι ομολογουμένως δεν μπορεί να συναχθεί από το άρθρο 17 του κανονισμού 1924/2006 ότι ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε ότι η Επιτροπή προβαίνει στην έκδοση κανονισμού, εντούτοις από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η διάταξη αυτή αποκλείει την έκδοση τέτοιας νομικής πράξεως.

131

Τέλος, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων ότι η έκδοση κανονισμού αντιτίθεται στην όλη οικονομία της διαδικασίας των άρθρων 15 επ. του κανονισμού 1924/2006, για τον λόγο ότι ο νομοθέτης της Ένωσης επινόησε τη διαδικασία αυτή ως διαδικασία ατομικής αιτήσεως. Πράγματι, μολονότι ομολογουμένως η επίμαχη διαδικασία εγκρίσεως αφορά μια ατομική αίτηση, γεγονός πάντως είναι ότι, σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 17, παράγραφος 5, του κανονισμού αυτού, οι ισχυρισμοί επί θεμάτων υγείας τους οποίους έχει εγκρίνει η Επιτροπή μπορούν να χρησιμοποιούνται από οποιονδήποτε υπεύθυνο επιχειρήσεως τροφίμων. Εφόσον η διάταξη αυτή έχει συνέπειες erga omnes, η επίμαχη διαδικασία εγκρίσεως έχει διττό χαρακτήρα, δηλαδή χαρακτήρα συγχρόνως ατομικό και απρόσωπο. Εξ αυτού έπεται ότι η έκδοση κανονισμού, ο οποίος έχει γενική ισχύ, δεν αντιτίθεται στην όλη οικονομία της επίμαχης διαδικασίας.

132

Επιπλέον, στον βαθμό που οι προσφεύγοντες διατείνονται, στην αλληλουχία αυτή, ότι κακώς η Επιτροπή δεν ανέγραψε τη διεύθυνσή τους στον προσβαλλόμενο κανονισμό, επισημαίνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 16, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1924/2006, η υποχρέωση αυτή ισχύει μόνον σε περίπτωση αποφάσεως για την τροποποίηση του καταλόγου των επιτρεπόμενων ισχυρισμών επί θεμάτων υγείας, σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 19 του κανονισμού αυτού. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

133

Επομένως, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά μη τήρηση των ρυθμίσεων περί κατανομής αρμοδιοτήτων

134

Οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου η μη τήρηση εκ μέρους της Επιτροπής των ρυθμίσεων περί κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της ιδίας, της EFSA και της Bundesamt κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Κατά τους προσφεύγοντες, δυνάμει του κανονισμού 1924/2006, αρμοδιότητα να επιλύει τα νομικά ερμηνευτικά ζητήματα σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού έχει αποκλειστικώς η Επιτροπή, ενώ η Bundesamt επιτελεί απλώς ρόλο «γραμματοκιβωτίου» για την υποβολή αιτήσεως και η EFSA είναι απλώς επιφορτισμένη με την επιστημονική εξέταση των υποβαλλόμενων στοιχείων και του προτεινόμενου κειμένου του ισχυρισμού υγείας με γνώμονα τα κριτήρια που ορίζει ο εν λόγω κανονισμός. Κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, όμως, η EFSA και η Bundesamt διατύπωσαν την κρίση τους σχετικά με δύο νομικά ζητήματα, και ειδικότερα, πρώτον, κατά πόσον απαιτείται ο προσδιορισμός συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου και, δεύτερον, κατά πόσον η ιδιότητα της επιχειρήσεως του τομέα των τροφίμων αποτελεί προαπαιτούμενο για την υποβολή αιτήσεως εγκρίσεως ισχυρισμού περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει σημαντικά η πρόοδος της εν λόγω διαδικασίας.

135

Κατά πρώτο λόγο, όσον αφορά την επιχειρηματολογία ότι η Bundesamt ενήργησε καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων της, επισημαίνεται ότι, σε αντίθεση με όσα διατείνονται οι προσφεύγοντες, ο ρόλος της αρμόδιας εθνικής αρχής δεν είναι μόνον αυτός του «γραμματοκιβωτίου» για την υποβολή αιτήσεως. Πράγματι, η αίτηση εγκρίσεως ισχυρισμού περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας πρέπει να κατατίθεται στην αρμόδια εθνική αρχή, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1924/2006, το οποίο προβλέπει ότι η αίτηση υποβάλλεται στην αρμόδια εθνική αρχή κράτους μέλους η οποία βεβαιώνει εγγράφως την παραλαβή της αιτήσεως εντός 14 ημερών από την παραλαβή της, ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την EFSA και διαβιβάζει στην EFSA την αίτηση καθώς και κάθε συνοδευτική πληροφορία που έχει υποβάλει ο αιτών στην EFSA.

136

Εντούτοις, όπως προκύπτει από το άρθρο 16, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1924/2006, η ευθύνη για τον έλεγχο της εγκυρότητας της αιτήσεως βαρύνει, τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό, την αρμόδια εθνική αρχή. Πράγματι, δυνάμει της διατάξεως αυτής, η EFSA υποβάλλει τη γνωμοδότησή της εντός πεντάμηνης προθεσμίας από την παραλαβή έγκυρης αιτήσεως. Για να μπορεί να γίνει αυτό, η αίτηση που έχει διαβιβάσει η αρμόδια εθνική αρχή στην EFSA πρέπει να είναι έγκυρη, ώστε να μπορεί η διαδικασία να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο, ήτοι στην κατάρτιση της επιστημονικής γνωμοδοτήσεως της EFSA. Επομένως, η αίτηση αυτή πρέπει να ανταποκρίνεται στις τυπικές και ουσιαστικές απαιτήσεις του κανονισμού 1924/2006, μεταξύ άλλων την απαίτηση περί προσδιορισμού συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου, χωρίς τον οποίο η EFSA δεν δύναται να υποβάλει τη γνωμοδότησή της (βλ. συναφώς τον πρώτο λόγο ακυρώσεως).

137

Σε αντίθεση με όσα διατείνονται οι προσφεύγοντες, η ως άνω εκτίμηση δεν έρχεται σε αντίφαση με τη δεύτερη περίοδο του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 1924/2006, κατά την οποία αν η EFSA ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες από τον αιτούντα, όπως προβλέπεται με την παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου, η προαναφερθείσα προθεσμία παρατείνεται κατά δύο μήνες το πολύ από την ημερομηνία παραλαβής των πληροφοριών που έχουν ζητηθεί από τον αιτούντα. Πράγματι, η προαναφερθείσα δεύτερη περίοδος δεν αναιρεί την απαίτηση να διαβιβάζει η αρμόδια εθνική αρχή έγκυρη αίτηση, από την παραλαβή της οποίας αρχίζει να τρέχει η πεντάμηνη προθεσμία εντός της οποίας η EFSA οφείλει, στη συνέχεια, να υποβάλει την επιστημονική γνωμοδότησή της.

138

Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι η Bundesamt, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, διατύπωσε την κρίση της για τις απαιτήσεις σχετικά με την εγκυρότητα της αιτήσεως εγκρίσεως του επίμαχου ισχυρισμού δεν αποτελεί διαδικαστική πλημμέλεια.

139

Κατά δεύτερο λόγο, όσον αφορά την επιχειρηματολογία ότι η EFSA ενήργησε καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων της, καθόσον διατύπωσε την κρίση της επί ζητημάτων νομικής ερμηνείας των διατάξεων του κανονισμού 1924/2006, επισημαίνεται ότι η EFSA, με τα από 23 Νοεμβρίου 2009 και 27 Ιανουαρίου 2010 έγγραφά της προς τον πρώτο προσφεύγοντα, του γνωστοποίησε σαφώς ότι δεν ήταν αρμόδια να προβεί σε ερμηνεία των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης. Παρέπεμψε συναφώς στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη. Εξάλλου, στον βαθμό που η EFSA, στην επιστημονική γνωμοδότησή της, στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι ήταν απαραίτητος ο προσδιορισμός συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου από τους προσφεύγοντες, επισημαίνεται ότι ούτως ή άλλως προέκυπτε από τις συζητήσεις που διεξήχθησαν στις 12 Απριλίου 2010, στο πλαίσιο της άτυπης ομάδας εργασίας για τους ισχυρισμούς επί θεμάτων υγείας και διατροφής, ότι η αίτηση εγκρίσεως του επίμαχου ισχυρισμού δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του κανονισμού 1924/2006 διότι δεν καθόριζε ορισμένο παράγοντα κινδύνου. Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων πρέπει να απορριφθεί.

140

Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Bundesamt ή η EFSA ενήργησαν καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων τους διατυπώνοντας την κρίση τους επί ζητημάτων νομικής ερμηνείας του κανονισμού 1924/2006, υπενθυμίζεται ότι μια διαδικαστική πλημμέλεια συνεπάγεται την ακύρωση, εν όλω ή εν μέρει, της οικείας πράξεως μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι, ελλείψει της πλημμέλειας αυτής, η εν λόγω πράξη θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Οκτωβρίου 1980, 209/78 έως 215/78 και 218/78, van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/III, σ. 207, σ. 3125, σκέψη 47· της 21ης Μαρτίου 1990, C-142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I-959, σκέψη 48, και της 25ης Οκτωβρίου 2005, C-465/02 και C-466/02, Γερμανία και Δανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-9115, σκέψη 37).

141

Κατά τους προσφεύγοντες, η Επιτροπή παρέλειψε να ασκήσει την αρμοδιότητά της σχετικά με τη νομική ερμηνεία της απαιτήσεως προσδιορισμού συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου, αλλά απλώς επανέλαβε την ερμηνεία που περιλαμβανόταν στην επιστημονική γνωμοδότηση της EFSA. Η Επιτροπή θα είχε ενδεχομένως λάβει θετική απόφαση επί της αιτήσεως των προσφευγόντων, αν η EFSA είχε περιοριστεί στην άσκηση των αρμοδιοτήτων της.

142

Συναφώς, αφενός, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από το έγγραφο της Επιτροπής της 9ης Ιουλίου 2010, κατά τις συζητήσεις που διεξήχθησαν στις 12 Απριλίου 2010, στο πλαίσιο της άτυπης ομάδας εργασίας για τους ισχυρισμούς επί θεμάτων υγείας και διατροφής, ο προσδιορισμός συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου ήταν αναγκαίος (βλ. σκέψη 14 ανωτέρω). Αφετέρου, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή απλώς επανέλαβε το περιεχόμενο της επιστημονικής γνωμοδοτήσεως της EFSA, παραλείποντας να προβεί η ίδια σε ερμηνεία των απαιτήσεων των άρθρων 14 έως 17 του κανονισμού 1924/2006. Αντιθέτως, η διαδικασία εγκρίσεως του ισχυρισμού περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας αναφορικά με την επίδραση που έχουν οι τσίκλες/παστίλιες ξυλιτόλης στον κίνδυνο φθοράς των δοντιών, την οποία μνημόνευσαν οι προσφεύγοντες ως παράδειγμα της διοικητικής πρακτικής της Επιτροπής, είναι μάλλον ενδεικτική του γεγονότος ότι η Επιτροπή δεν επαναλαμβάνει, σε όλες τις περιπτώσεις, το περιεχόμενο της επιστημονικής γνωμοδοτήσεως της EFSA. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 7 και 8 του κανονισμού 1024/2009, με τον οποίο εγκρίθηκε ο προαναφερθείς ισχυρισμός, η Επιτροπή αναθεώρησε το κείμενο του ισχυρισμού αυτού, κατόπιν της υποβολής της γνωμοδοτήσεως της EFSA.

143

Κατά συνέπεια, οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν ότι, αν η Bundesamt και η EFSA δεν είχαν ενεργήσει, ως φέρονται, καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων τους, ο προσβαλλόμενος κανονισμός θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο.

144

Επομένως, ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά τη μη τήρηση των τασσόμενων προθεσμιών

145

Οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου η μη τήρηση εκ μέρους της Επιτροπής των τασσόμενων με τον κανονισμό 1924/2006 προθεσμιών για τη διαβίβαση της αιτήσεως εγκρίσεως, της καταρτίσεως της επιστημονικής γνωμοδοτήσεως και της λήψεως αποφάσεως επί της αιτήσεως εγκρίσεως που αυτοί υπέβαλαν.

146

Κατά πρώτο λόγο, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι, σε αντίθεση με όσα ορίζει το άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημεία i και ii, του κανονισμού 1924/2006, η Bundesamt παρέλειψε να βεβαιώσει εγγράφως την παραλαβή της αιτήσεως εγκρίσεως εντός 14 ημερών από την παραλαβή της και, κατόπιν σχετικής οδηγίας της Επιτροπής ότι εναπόκειτο στην Bundesamt να εξετάσει οποιοδήποτε νομικό ζήτημα ερμηνείας σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, η εν λόγω αρχή δεν διαβίβασε αμελλητί την αίτηση αυτή στην EFSA.

147

Συναφώς, πρώτον, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, με επιστολή της 8ης Μαΐου 2008, η Bundesamt βεβαίωσε την παραλαβή της αιτήσεως που υπέβαλαν οι προσφεύγοντες στις 11 Φεβρουαρίου 2008 (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω). Ακόμη και αν ως αφετηρία της προμνησθείσας προθεσμίας λογιστεί η δεύτερη αποστολή της αιτήσεως με το έγγραφο της 10 Μαρτίου 2008, η οποία έλαβε χώρα διότι, κατά την Bundesamt, δεν κατέστη δυνατή η ανεύρεση του πρώτου εγγράφου, διαπιστώνεται ότι η Bundesamt δεν τήρησε την προθεσμία 14 ημερών από την παραλαβή της αιτήσεως για να βεβαιώσει την παραλαβή της, δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο i, του κανονισμού 1924/2006.

148

Δεύτερον, όσον αφορά την υποχρέωση της Bundesamt να διαβιβάσει την αίτηση των προσφευγόντων στην EFSA, επισημαίνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημεία ii και iii, του κανονισμού 1924/2006, η Bundesamt οφείλει, αφενός, να ενημερώνει την EFSA χωρίς καθυστέρηση και, αφετέρου, θέτει στη διάθεση της EFSA την αίτηση καθώς και κάθε συνοδευτική πληροφορία που έχει υποβάλει ο αιτών. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σε αντίθεση με την υποχρέωση ενημερώσεως κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο ii, του κανονισμού 1924/2006, δεν προβλέπεται καμία ειδική προθεσμία για τη διαβίβαση της αιτήσεως και των συμπληρωματικών πληροφοριών στην EFSA, δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο iii, του κανονισμού αυτού.

149

Με αυτά τα δεδομένα, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης, στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών της Ένωσης πρέπει να τηρείται εύλογη προθεσμία (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Οκτωβρίου 1997, T-213/95 και T-18/96, SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II-1739, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ο εύλογος χαρακτήρας της προθεσμίας πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν κάθε υπόθεση και, ειδικότερα, με τα συμφέροντα του ενδιαφερομένου που διακυβεύονται στη δίκη, την περιπλοκότητα της υποθέσεως και τη συμπεριφορά των διαδίκων (βλ., επ’ αυτού και κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιανουαρίου 2007, C-403/04 P και C-405/04 P, Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I-729, σκέψη 116 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

150

Εν προκειμένω, μεταξύ της αποστολής της αιτήσεως εγκρίσεως του επίμαχου ισχυρισμού στις 11 Φεβρουαρίου 2008 και της διαβιβάσεώς της στην EFSA στις 15 Σεπτεμβρίου 2008 παρήλθε χρονικό διάστημα περίπου επτά μηνών. Όπως προκύπτει από τη δικογραφία και, πιο συγκεκριμένα, από το έγγραφο της Bundesamt της 11ης Νοεμβρίου 2008, το χρονικό διάστημα αυτό οφειλόταν, αφενός, στην αδυναμία ανευρέσεως της αιτήσεως των προσφευγόντων στην αρμόδια διεύθυνση της Bundesamt και, αφετέρου, στο γεγονός ότι η Bundesamt, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, εξέτασε την εγκυρότητα της επίμαχης αιτήσεως πριν τη διαβιβάσει στην EFSA.

151

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το ως άνω χρονικό διάστημα προφανώς είναι υπερβολικό. Ειδικότερα, μολονότι δεν προκύπτει από τη δικογραφία ότι τα διακυβευόμενα συμφέροντα των προσφευγόντων, οι οποίοι δεν είναι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων (βλ. σκέψη 1 ανωτέρω), ήταν πολύ σημαντικά, γεγονός πάντως είναι ότι, μετά το από 29 Φεβρουαρίου 2008 ερώτημα των προσφευγόντων σχετικά με την πορεία εξετάσεως της αιτήσεώς τους και μετά την εκ νέου αποστολή της αιτήσεως αυτής με το από 10 Μαρτίου 2008 έγγραφο, η Bundesamt, αφού βεβαίωσε την παραλαβή της αιτήσεως με το από 8 Μαΐου 2008 έγγραφο, απλώς επέστησε την προσοχή των προσφευγόντων στην έκδοση του κανονισμού 353/2008 και τους ζήτησε, με το από 21 Ιουλίου 2008 έγγραφο, να υποβάλουν εκ νέου την ως άνω αίτηση χρησιμοποιώντας τα έντυπα της EFSA (βλ. σκέψεις 3 έως 7 ανωτέρω). Εξάλλου, ακόμη και αν πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η Επιτροπή έχει ζητήσει από την Bundesamt να διαβιβάζει στην EFSA μόνο τις έγκυρες αιτήσεις και ότι, όπως διαπιστώθηκε (βλ. σκέψη 136 ανωτέρω), η ευθύνη για τον έλεγχο της εγκυρότητας της αιτήσεως βαρύνει, τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό, την Bundesamt δυνάμει του κανονισμού 1924/2006, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημεία i και ii, το άρθρο 16, παράγραφος 1, και το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού τάσσουν ορισμένες προθεσμίες για τα στάδια της επίμαχης διαδικασίας εγκρίσεως. Ειδικότερα, η εθνική αρχή πρέπει να βεβαιώνει την παραλαβή της αιτήσεως εντός 14 ημερών από την παραλαβή της και να ενημερώνει την EFSA χωρίς καθυστέρηση. Η τελευταία πρέπει καταρχήν να υποβάλλει τη γνωμοδότησή της εντός πεντάμηνης προθεσμίας. Η Επιτροπή πρέπει να υποβάλλει στη μόνιμη επιτροπή σχέδιο αποφάσεως με τους καταλόγους επιτρεπόμενων ισχυρισμών επί θεμάτων υγείας εντός διμήνου από την παραλαβή της γνωμοδοτήσεως της EFSA. Όπως προκύπτει από την όλη οικονομία των διατάξεων αυτών, ο έλεγχος της εγκυρότητας της αιτήσεως από την εθνική αρχή σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να διαρκεί επτά μήνες. Κατά συνέπεια, το χρονικό διάστημα που χρειάστηκε η Bundesamt για να διαβιβάσει την αίτηση των προσφευγόντων στην EFSA δεν παρίσταται εύλογο.

152

Κατόπιν των ανωτέρω, η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων ότι η Bundesamt δεν τήρησε την προβλεπόμενη προθεσμία για να βεβαιώσει την παραλαβή της αιτήσεώς τους και την προβλεπόμενη προθεσμία για τη διαβίβαση της αιτήσεως αυτής στην EFSA πρέπει να γίνει δεκτή.

153

Κατά δεύτερο λόγο, οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι η EFSA δεν τήρησε, κατά παράβαση του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 1924/2006, την πεντάμηνη προθεσμία για να υποβάλει τη γνωμοδότησή της, αλλά χρειάστηκε γι’ αυτό 29 μήνες.

154

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 1924/2006, η EFSA υποβάλλει τη γνωμοδότησή της εντός πεντάμηνης προθεσμίας από την ημερομηνία παραλαβής έγκυρης αιτήσεως. Η αίτηση αυτή, για να είναι έγκυρη, πρέπει να ανταποκρίνεται στις τυπικές και ουσιαστικές απαιτήσεις του κανονισμού 1924/2006, μεταξύ άλλων την απαίτηση περί προσδιορισμού συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου, χωρίς τον οποίο η EFSA δεν δύναται να υποβάλει τη γνωμοδότησή της (βλ. συναφώς τον πρώτο λόγο ακυρώσεως και σκέψη 136 ανωτέρω).

155

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, μετά τη διαβίβαση της αιτήσεως στην EFSA στις 15 Σεπτεμβρίου 2008, η Bundesamt ζήτησε από τους προσφεύγοντες, με τα από 10 Νοεμβρίου και 18 Δεκεμβρίου 2008 έγγραφα, να προσδιορίσουν συγκεκριμένο παράγοντα κινδύνου. Με το από 10 Φεβρουαρίου 2009 έγγραφο, οι προσφεύγοντες επισήμαναν στην Bundesamt ότι δεν απαιτούνταν προσδιορισμός συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου, αλλά ότι η μείωση της ποσότητας νερού στους ιστούς μπορούσε να λογιστεί ως παράγοντας κινδύνου. Εξάλλου, οι προσφεύγοντες πρότειναν διαφορετικές διατυπώσεις του επίμαχου ισχυρισμού, όπου η απώλεια νερού στους ιστούς χαρακτηριζόταν ως παράγοντας κινδύνου (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω). Εξ αυτού έπεται ότι οι προσφεύγοντες, με το από 10 Φεβρουαρίου 2009 έγγραφό τους, παρουσίασαν τη μείωση της ποσότητας νερού στους ιστούς ή την απώλεια νερού στους ιστούς ως παράγοντες κινδύνου, πράγμα το οποίο προκύπτει επίσης από την αιτιολογική σκέψη 6 του προσβαλλόμενου κανονισμού. Δεδομένου ότι εν προκειμένω δεν τίθεται ζήτημα ως προς άλλες τυπικές και ουσιαστικές απαιτήσεις σχετικά με την εγκυρότητα της αιτήσεως των προσφευγόντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αίτηση των προσφευγόντων κατέστη έγκυρη μετά τον προσδιορισμό των παραγόντων κινδύνου με το από 10 Φεβρουαρίου 2009 έγγραφο.

156

Η εκτίμηση αυτή δεν ανατρέπεται από την επιχειρηματολογία της Επιτροπής ότι η αίτηση κατέστη έγκυρη και πλήρης μόνον μετά το από 25 Οκτωβρίου 2010 έγγραφο των προσφευγόντων το οποίο απεστάλη σε απάντηση του από 1 Οκτωβρίου 2010 εγγράφου της EFSA. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, τα ζητήματα που δεν επέτρεψαν στην EFSA, από τον Μάρτιο του 2009 έως τον Σεπτέμβριο του 2010, να υποβάλει τη γνωμοδότησή της αφορούσαν τη νομική ερμηνεία των διατάξεων του κανονισμού 1924/2006, και ιδίως την απαίτηση περί προσδιορισμού συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου (βλ. σκέψεις 13 και 14 ανωτέρω). Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγοντες, απαντώντας στο από 1 Οκτωβρίου 2010 έγγραφο αίτημα της EFSA να προσδιορίσουν τον παράγοντα κινδύνου, αρκέστηκαν στο να εμμείνουν στην άποψη που είχαν διατυπώσει με το από 10 Φεβρουαρίου 2009 έγγραφό τους, πράγμα το οποίο δεν εμπόδισε πάντως την EFSA να υποβάλει την επιστημονική γνωμοδότησή της.

157

Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η Bundesamt με επιστολή της 20ής Μαρτίου 2009 διαβίβασε το από 10 Φεβρουαρίου 2009 έγγραφο των προσφευγόντων στην EFSA (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω). Κατά συνέπεια, η πεντάμηνη προθεσμία του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 1924/2006 άρχισε να τρέχει από την ημερομηνία παραλαβής της από 20 Μαρτίου 2009 επιστολής της Bundesamt. Επομένως, η EFSA δεν τήρησε την πεντάμηνη προθεσμία, δεδομένου ότι υπέβαλε την επιστημονική γνωμοδότησή της στις 28 Ιανουαρίου 2011.

158

Επομένως, η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων περί μη τηρήσεως της πεντάμηνης προθεσμίας του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 1924/2006 πρέπει να γίνει δεκτή.

159

Κατά τρίτο λόγο, οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι η Επιτροπή δεν τήρησε την προθεσμία που τάσσει το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1924/2006 για τη λήψη αποφάσεως επί της αιτήσεως εγκρίσεως. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η διάταξη αυτή προβλέπει ότι η Επιτροπή, εντός διμήνου από την παραλαβή της γνωμοδοτήσεως της EFSA, υποβάλλει στη μόνιμη επιτροπή σχέδιο αποφάσεως για τον κατάλογο επιτρεπόμενων ισχυρισμών επί θεμάτων υγείας. Εν προκειμένω, η EFSA υπέβαλε τη γνωμοδότησή της στις 28 Ιανουαρίου 2011 και αυτή δημοσιεύτηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2011. Επομένως, η υποβολή του σχεδίου αποφάσεως στη μόνιμη επιτροπή στις 28 Απριλίου 2011 δεν έγινε εντός της προθεσμίας του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1924/2006. Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων πρέπει να γίνει δεκτή.

160

Κατά τέταρτο λόγο, όσον αφορά τις έννομες συνέπειες της μη τηρήσεως των προθεσμιών που τάσσουν αντιστοίχως το άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο i, το άρθρο 16, παράγραφος 1, και το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1924/2006, διαπιστώνεται ότι ο κανονισμός αυτός δεν προβλέπει καμία κύρωση σε περίπτωση υπερβάσεως των επίμαχων προθεσμιών. Στην περίπτωση αυτή, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, ελλείψει διατάξεως που να καθορίζει, ρητώς ή σιωπηρώς, τις συνέπειες της παρελεύσεως διαδικαστικής προθεσμίας, όπως των προαναφερθεισών, η παρέλευση αυτή συνεπάγεται την εν όλω ή εν μέρει ακύρωση της πράξεως, στη διαδικασία εκδόσεως της οποίας περιλαμβάνεται η επίδικη προθεσμία, μόνον εφόσον διαπιστώνεται ότι, ελλείψει της παρατυπίας αυτής, η εν λόγω πράξη θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο (βλ. απόφαση Dow AgroSciences κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 104 ανωτέρω, σκέψη 203 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

161

Πάντως, οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν ότι, ελλείψει της υπερβάσεως των επίμαχων προθεσμιών, η Επιτροπή θα είχε εκδώσει κανονισμό με διαφορετικό περιεχόμενο. Ειδικότερα, υποστηρίζουν απλώς ότι η μη τήρηση των επίμαχων προθεσμιών οφείλεται κατ’ ουσίαν στη μη ορθή κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής, της EFSA και της Bundesamt. Κατ’ αυτούς, αν η διαδικασία είχε διεξαχθεί χωρίς παρατυπίες, θα διαμορφώνονταν οι κατάλληλες συνθήκες για την επαρκή εξέταση των λόγων της αιτήσεώς τους και η Επιτροπή θα είχε, κατά συνέπεια, εγκρίνει τον επίμαχο ισχυρισμό. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι τα ζητήματα που δεν επέτρεψαν στην EFSA, από τον Μάρτιο του 2009 έως τον Σεπτέμβριο του 2010, να υποβάλει τη γνωμοδότησή της αφορούσαν τη νομική ερμηνεία των διατάξεων του κανονισμού 1924/2006, και ιδίως την απαίτηση περί προσδιορισμού συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου. Εντούτοις, ο προσδιορισμός του παράγοντα αυτού κρίθηκε αναγκαίος πριν την κατάρτιση της επιστημονικής γνωμοδοτήσεως της EFSA (βλ. σκέψη 155 ανωτέρω).

162

Κατόπιν των ανωτέρω, ο έβδομος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του ογδόου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την ελλιπή συνεκτίμηση των παρατηρήσεων των προσφευγόντων και τρίτων ενδιαφερομένων

163

Οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου το γεγονός ότι η Επιτροπή, με την απόφαση που έλαβε επί της αιτήσεως εγκρίσεως του επίμαχου ισχυρισμού, δεν έλαβε υπόψη σημαντικό μέρος των παρατηρήσεών τους καθώς και των παρατηρήσεων τρίτων ενδιαφερομένων που παρενέβησαν στην ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία, δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1924/2006. Κατά τους προσφεύγοντες, η Επιτροπή δεν απάντησε στα επιχειρήματα που προέβαλαν με τις παρατηρήσεις αυτές, ενώ από τον προσβαλλόμενο κανονισμό δεν προκύπτει κατά πόσον η Επιτροπή εξέτασε τις παρατηρήσεις αυτές.

164

Επισημαίνεται ότι οι προσφεύγοντες διατείνονται, γενικώς, ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1924/2006. Δεν μνημονεύουν όμως, στο πλαίσιο του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως, καμία συγκεκριμένη παρατήρηση που να μην λήφθηκε υπόψη από την Επιτροπή.

165

Δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1924/2006, ο αιτών ή οποιοδήποτε πρόσωπο μπορεί να υποβάλει παρατηρήσεις στην Επιτροπή εντός τριάντα ημερών από τη δημοσίευση της επιστημονικής γνωμοδοτήσεως της EFSA. Το δικαίωμα αυτό έχει την έννοια ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι παρατηρήσεις που υποβάλλονται κατά τη διαδικασία κατόπιν της οποίας λαμβάνεται η τελική απόφαση επί της επίμαχης αιτήσεως, αλλά δεν συνεπάγεται την υποχρέωση της Επιτροπής να εφαρμόζει τις προτάσεις που περιλαμβάνονται στις ως άνω παρατηρήσεις (βλ., επ’ αυτού, διάταξη του Δικαστηρίου της 5ης Μαΐου 2009, C‑355/08 P, WWF-UK κατά Συμβουλίου, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 45).

166

Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η Επιτροπή υπήρξε παραλήπτης, πέραν των παρατηρήσεων των προσφευγόντων, των παρατηρήσεων οκτώ άλλων ενδιαφερομένων. Όπως προκύπτει από τα απαντητικά έγγραφα της Επιτροπής στους αποστολείς των παρατηρήσεων αυτών με τα οποία βεβαίωνε την παραλαβή τους, η Επιτροπή τους ενημέρωσε για τον τρόπο κατά τον οποίο θα εξετάζονταν οι παρατηρήσεις τους στο πλαίσιο της διαδικασίας εγκρίσεως. Ειδικότερα, κατά τα έγγραφα αυτά, η Επιτροπή διαβίβασε τις παρατηρήσεις σχετικά με τα ζητήματα διαχειρίσεως κινδύνων και σχετικά με την επιστημονική γνωμοδότηση της EFSA στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, προκειμένου να διευκολυνθεί η εξέταση των ζητημάτων αυτών στο πλαίσιο της διαδικασίας εγκρίσεως, σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 17 του κανονισμού 1924/2006. Εξάλλου, από ένα από τα ως άνω έγγραφα προκύπτει ότι η Επιτροπή απάντησε απευθείας σε ορισμένες ερωτήσεις που έθεσε τρίτος ενδιαφερόμενος και από άλλο έγγραφο προκύπτει ότι οι παρατηρήσεις, στον βαθμό που αφορούσαν την επιστημονική γνωμοδότηση της EFSA, διαβιβάστηκαν και στην EFSA, η οποία στις 30 Ιουνίου 2011 κατήρτισε τεχνική έκθεση απαντώντας στις παρατηρήσεις αυτές.

167

Όπως προκύπτει από το πρακτικό της συσκέψεως της μόνιμης επιτροπής της 11ης Ιουλίου 2011, η εν λόγω επιτροπή εξέτασε τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1924/2006 και ενέκρινε ομοφώνως το σχέδιο του προσβαλλόμενου κανονισμού.

168

Κατόπιν των ανωτέρω, η Επιτροπή ορθώς επισήμανε, με την αιτιολογική σκέψη 9 του προσβαλλόμενου κανονισμού και με το από 28 Νοεμβρίου 2011 έγγραφό της, με το οποίο ενημέρωνε τους προσφεύγοντες για την τελική της απόφαση επί της αιτήσεως εγκρίσεως, ότι οι παρατηρήσεις τους καθώς και οι παρατηρήσεις οποιουδήποτε άλλου προσώπου που διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή κατά το άρθρο 16, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1924/2006 λήφθηκαν υπόψη κατά τον καθορισμό των μέτρων του προσβαλλόμενου κανονισμού στο πλαίσιο της διαδικασίας εγκρίσεως.

169

Επιπλέον, στον βαθμό που οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι η Επιτροπή δεν διαβίβασε τις παρατηρήσεις τους στην EFSA, αρκεί η διαπίστωση, αφενός, ότι αυτοί δεν προσκομίζουν κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι η διαβίβαση αυτή ήταν αναγκαία και, αφετέρου, ότι οι προσφεύγοντες δεν πρότειναν, με τις παρατηρήσεις τους, να γίνει η διαβίβαση αυτή.

170

Εξ αυτού έπεται ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων ότι η Επιτροπή, με την απόφαση που έλαβε επί της αιτήσεως εγκρίσεως του επίμαχου ισχυρισμού, δεν έλαβε υπόψη σημαντικό μέρος των παρατηρήσεών τους καθώς και των παρατηρήσεων τρίτων ενδιαφερομένων που παρενέβησαν στην ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία, δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1924/2006.

171

Επομένως, ο όγδοος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του ενάτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά τη μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

172

Οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι η Επιτροπή δεν τήρησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει, καθόσον δεν εξέτασε, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, ούτε το επιχείρημά τους ότι δεν απαιτούνταν προσδιορισμός συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου, ούτε τον προσδιορισμό παραγόντων κινδύνου διαφορετικών από την απώλεια νερού στους ιστούς ή τη μείωση της ποσότητας νερού στους ιστούς, ούτε τις παρατηρήσεις τους και τις παρατηρήσεις τρίτων ενδιαφερομένων που υποβλήθηκαν δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1924/2006.

173

Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία που επιβάλλει το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα, αφενός, στους ενδιαφερόμενους να λάβουν γνώση των δικαιολογητικών λόγων του ληφθέντος μέτρου και, αφετέρου, στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Δεν είναι απαραίτητο η αιτιολογία να αναφέρεται συγκεκριμένα σε όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματός της, αλλά και βάσει του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν το σχετικό θέμα. Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι, αλλά αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία της αποφάσεως (βλ. απόφαση Dow AgroSciences κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 104 ανωτέρω, σκέψη 246 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

174

Εν προκειμένω, οι αιτιολογικές σκέψεις 5 και 6 του προσβαλλόμενου κανονισμού εκθέτουν τους λόγους απορρίψεως της αιτήσεως των προσφευγόντων για την έγκριση του επίμαχου ισχυρισμού. Η αιτιολογική σκέψη 5 του προσβαλλόμενου κανονισμού κατονομάζει τους προσφεύγοντες και παραθέτει το κείμενο του επίμαχου ισχυρισμού. Όσον αφορά την αιτιολογική σκέψη 6 του προσβαλλόμενου κανονισμού, αναφέρει την απώλεια νερού στους ιστούς και τη μείωση της ποσότητας νερού στους ιστούς ως προτεινόμενους από τους προσφεύγοντες παράγοντες κινδύνου, κατόπιν μνείας της έννοιας «ισχυρισμός περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας» κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, σημείο 6, του κανονισμού 1924/2006. Στην αιτιολογική σκέψη αυτή, η Επιτροπή μνημονεύει επίσης την επιστημονική γνωμοδότηση της EFSA, κατά την οποία οι ως άνω παράγοντες αποτελούν μέσα μετρήσεως της απώλειας νερού και, ως εκ τούτου, μέσα μετρήσεως της ασθένειας, και διευκρινίζει ότι, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε η μείωση συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση ορισμένης ασθένειας, ο επίμαχος ισχυρισμός δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του κανονισμού 1924/2006 και δεν μπορούσε να εγκριθεί.

175

Η ως άνω αιτιολογία παρέχει τη δυνατότητα στους μεν προσφεύγοντες να λάβουν γνώση των δικαιολογητικών λόγων του ληφθέντος μέτρου, στο δε Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Πράγματι, το προτεινόμενο κείμενο του επίμαχου ισχυρισμού, οι κανόνες δικαίου που εφάρμοσε η Επιτροπή και οι παράγοντες κινδύνου που προτάθηκαν από τους προσφεύγοντες προκύπτουν με σαφήνεια από τις προαναφερθείσες αιτιολογικές σκέψεις. Εξάλλου, επισημαίνεται σαφώς ότι, κατά τη γνωμοδότηση της EFSA, δεν επρόκειτο περί παραγόντων κινδύνου κατά την έννοια του κανονισμού 1924/2006 και ότι, ως εκ τούτου, ελλείψει στοιχείων που να αποδεικνύουν τον περιορισμό συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση ορισμένης ασθένειας, ο επίμαχος ισχυρισμός δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του κανονισμού 1924/2006 και δεν μπορούσε να εγκριθεί.

176

Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγοντες.

177

Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι με την επίμαχη αιτιολογία δεν εξετάστηκε η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων ότι δεν απαιτούνταν προσδιορισμός συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου, αρκεί η επισήμανση ότι η Επιτροπή, παραθέτοντας στην αιτιολογική σκέψη 6 του προσβαλλόμενου κανονισμού το κείμενο του άρθρου 2, παράγραφος 2, σημείο 6, του κανονισμού 1924/2006, αιτιολόγησε επαρκώς την απαίτηση περί προσδιορισμού συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου στην υπό κρίση περίπτωση.

178

Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι με την επίμαχη αιτιολογία δεν εξετάστηκαν οι λοιποί παράγοντες κινδύνου που πρότειναν οι προσφεύγοντες, διαπιστώθηκε ανωτέρω ότι ο μόνος διαφορετικός παράγοντας κινδύνου που, κατά τους προσφεύγοντες, περιλαμβανόταν επίσης στο προτεινόμενο κείμενο του επίμαχου ισχυρισμού ήταν η αφυδάτωση, ενώ, στην αίτηση εγκρίσεως του επίμαχου ισχυρισμού, οι προσφεύγοντες δεν μνημόνευαν την ανεπαρκή ενυδάτωση ως παράγοντα κινδύνου (βλ. σκέψεις 91 και 93 ανωτέρω). Πάντως, δεδομένου ότι η αφυδάτωση κατονομαζόταν ρητώς από τους προσφεύγοντες ως η επίμαχη ασθένεια, η EFSA και η Επιτροπή δεν μπορούσαν να την θεωρήσουν ως παράγοντα κινδύνου κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, σημείο 6, και του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1924/2006 (βλ. σκέψη 91 ανωτέρω). Επομένως, δεν επιβαλλόταν ειδική αιτιολόγηση για τον μη χαρακτηρισμό της αφυδατώσεως ως παράγοντα κινδύνου. Επομένως, το επιχείρημα των προσφευγόντων πρέπει να απορριφθεί.

179

Τρίτον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα ότι με την επίμαχη αιτιολογία δεν εξετάστηκαν οι παρατηρήσεις των προσφευγόντων και οι παρατηρήσεις τρίτων ενδιαφερομένων που υποβλήθηκαν δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1924/2006. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη μνημονευθείσα στη σκέψη 173 ανωτέρω νομολογία, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προέβαλαν οι ενδιαφερόμενοι, αλλά αρκούσε να εκθέσει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που είχαν αποφασιστική σημασία για την όλη οικονομία της αποφάσεως. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ορθώς μπορούσε να περιοριστεί στην επισήμανση, με την αιτιολογική σκέψη 9 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι οι παρατηρήσεις των προσφευγόντων και οποιουδήποτε άλλου προσώπου που διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή κατά το άρθρο 16, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1924/2006 λήφθηκαν υπόψη κατά τον καθορισμό των μέτρων του προσβαλλόμενου κανονισμού.

180

Η εκτίμηση αυτή δεν κλονίζεται από το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει τουλάχιστον δύο στοιχεία που προέβαλαν αυτοί με τις παρατηρήσεις τους, και ειδικότερα την επιστημονική γνωμοδότηση της EFSA σχετικά με τα διατροφικά μεγέθη αναφοράς για το νερό και τη διοικητική πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής. Πράγματι, αφενός, όσον αφορά την επιστημονική γνωμοδότηση της EFSA, διαπιστώθηκε (βλ. σκέψη 108 ανωτέρω) ότι αυτή δεν αφορούσε τα αποτελέσματα που έχει η τακτική κατανάλωση σημαντικής ποσότητας νερού επί συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση ασθένειας. Αφετέρου, όσον αφορά τη διοικητική πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής, οι προσφεύγοντες μνημονεύουν, αφενός, ορισμένες αποφάσεις περί εγκρίσεως ισχυρισμών επί θεμάτων υγείας εξαιρουμένων εκείνων που αναφέρονται στη μείωση του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας και, αφετέρου, έναν ισχυρισμό περί μειώσεως του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας αναφορικά με την επίδραση που έχουν οι τσίκλες/παστίλιες ξυλιτόλης στον κίνδυνο φθοράς των δοντιών. Πάντως, όπως διαπιστώθηκε (βλ. σκέψεις 84 και 100 ανωτέρω), ενώ οι ισχυρισμοί επί θεμάτων υγείας εξαιρουμένων εκείνων που αναφέρονται στη μείωση του κινδύνου εκδηλώσεως ασθένειας δεν απαιτούν τον προσδιορισμό συγκεκριμένου παράγοντα κινδύνου, στην περίπτωση του ισχυρισμού σχετικά την επίδραση που έχουν οι τσίκλες/παστίλιες ξυλιτόλης, η οδοντική πλάκα αποτελούσε τον παράγοντα κινδύνου που λήφθηκε υπόψη. Επομένως, η Επιτροπή, στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου κανονισμού, δεν ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει τα στοιχεία αυτά.

181

Τέταρτον, οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή δεν εξέτασε τις παρατηρήσεις τους και τις παρατηρήσεις τρίτων ενδιαφερομένων, αλλά επανέλαβε γενικώς τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονταν στη γνωμοδότηση της EFSA χωρίς να προβεί σε δική της εξέταση. Συναφώς, επισημαίνεται ότι το ζήτημα της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως διαφέρει από το ζήτημα της βασιμότητας των στοιχείων αιτιολογίας της προσβαλλομένης πράξεως (βλ. απόφαση Dow AgroSciences κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 104 ανωτέρω, σκέψη 245 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Το επιχείρημα περί μη εξετάσεως των παρατηρήσεων των προσφευγόντων και των παρατηρήσεων τρίτων ενδιαφερομένων αφορά την ουσιαστική νομιμότητα του προσβαλλόμενου κανονισμού και, επομένως, βάσει του επιχειρήματος αυτού δεν μπορεί να διαπιστωθεί η μη τήρηση εκ μέρους της Επιτροπής της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι το επιχείρημα αυτό απορρίφθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του έκτου και του όγδοου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψεις 141 και 142 καθώς και σκέψεις 163 έως 171 ανωτέρω).

182

Τέλος, στον βαθμό που οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι η Επιτροπή όφειλε να αναγράψει τη διεύθυνσή τους δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 16, παράγραφος 4, του κανονισμού 1924/2006, διαπιστώθηκε (βλ. σκέψη 132 ανωτέρω) ότι εν προκειμένω δεν υπήρχε τέτοια υποχρέωση.

183

Κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί ο ένατος λόγος ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, η προσφυγή στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

184

Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα θεσμικά όργανα που παρενέβησαν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

185

Δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδά τους και στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά της. Το Συμβούλιο φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Ο Moritz Hagenmeyer και ο Andreas Hahn φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους καθώς και τα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

 

3)

Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

 

Dittrich

Schwarcz

Tomljenović

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 30 Απριλίου 2014.

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top