EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62012CJ0377

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 11ης Ιουνίου 2014.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Προσφυγή ακυρώσεως — Απόφαση 2012/272/ΕΕ του Συμβουλίου σχετικά με την υπογραφή, εξ ονόματος της Ένωσης, της συμφωνίας-πλαισίου εταιρικής σχέσης και συνεργασίας μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας των Φιλιππίνων — Επιλογή της νομικής βάσεως — Άρθρα 79 ΣΛΕΕ, 91 ΣΛΕΕ, 100 ΣΛΕΕ, 191 ΣΛΕΕ και 209 ΣΛΕΕ — Επανεισδοχή υπηκόων τρίτων χωρών — Μεταφορές — Περιβάλλον — Συνεργασία για την ανάπτυξη.
Υπόθεση C‑377/12.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2014:1903

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 11ης Ιουνίου 2014 ( *1 )

«Προσφυγή ακυρώσεως — Απόφαση 2012/272/ΕΕ του Συμβουλίου σχετικά με την υπογραφή, εξ ονόματος της Ένωσης, της συμφωνίας-πλαισίου εταιρικής σχέσης και συνεργασίας μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας των Φιλιππίνων — Επιλογή της νομικής βάσεως — Άρθρα 79 ΣΛΕΕ, 91 ΣΛΕΕ, 100 ΣΛΕΕ, 191 ΣΛΕΕ και 209 ΣΛΕΕ — Επανεισδοχή υπηκόων τρίτων χωρών — Μεταφορές — Περιβάλλον — Συνεργασία για την ανάπτυξη»

Στην υπόθεση C‑377/12,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η οποία ασκήθηκε στις 6 Αυγούστου 2012,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την S. Bartelt, καθώς και από τους G. Valero Jordana και F. Erlbacher, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους A. Vitro και J.‑P. Hix,

καθού,

υποστηριζόμενο από:

την Τσεχική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek, D. Hadroušek και E. Ruffer,

την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze, J. Möller και N. Graf Vitzthum,

την Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από την E. Creedon και τον A. Joyce, επικουρούμενους από την A. Carroll, barrister, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

την Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τις Σ. Χαλά και Γ. Παπαγιάννη, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

τη Δημοκρατία της Αυστρίας, εκπροσωπούμενη από την C. Pesendorfer, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τον A. Robinson, στη συνέχεια από την E. Jenkinson και τον M. Holt, επικουρούμενους από τον J. Holmes, barrister,

παρεμβαίνοντες,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, K. Lenaerts, αντιπρόεδρο, A. Tizzano, R. Silva de Lapuerta, M. Ilešič και M. Safjan, προέδρους τμήματος, A. Rosas, A. Ó Caoimh, A. Arabadjiev, C. Toader και E. Jarašiūnas (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: K. Malacek, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Οκτωβρίου 2013,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Ιανουαρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως 2012/272/ΕΕ του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 2012, σχετικά με την υπογραφή, εξ ονόματος της Ένωσης, της συμφωνίας-πλαισίου εταιρικής σχέσης και συνεργασίας μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας των Φιλιππίνων, αφετέρου (ΕΕ L 134, σ. 3, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), κατά το μέρος που το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσέθεσε σε αυτήν τις νομικές βάσεις που αφορούν την επανεισδοχή υπηκόων τρίτων χωρών (άρθρο 79, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ), τις μεταφορές (άρθρα 91 ΣΛΕΕ και 100 ΣΛΕΕ) και το περιβάλλον (άρθρο 191, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ).

Η προσβαλλόμενη απόφαση και η συμφωνία-πλαίσιο

2

Στις 25 Νοεμβρίου 2004 το Συμβούλιο εξουσιοδότησε την Επιτροπή να διαπραγματευθεί συμφωνία-πλαίσιο εταιρικής σχέσεως και συνεργασίας με τη Δημοκρατία των Φιλιππίνων.

3

Στις 6 Σεπτεμβρίου 2010 η Επιτροπή εξέδωσε πρόταση αποφάσεως του Συμβουλίου σχετικά με την υπογραφή συμφωνίας-πλαισίου εταιρικής σχέσης και συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας των Φιλιππίνων, αφετέρου (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο), με νομική βάση τα άρθρα 207 ΣΛΕΕ και 209 ΣΛΕΕ, τα οποία αφορούν, αντιστοίχως, την κοινή εμπορική πολιτική και τη συνεργασία για την ανάπτυξη, σε συνδυασμό με το άρθρο 218, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ.

4

Στις 14 Μαΐου 2012 το Συμβούλιο αποδέχθηκε ομοφώνως την προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία παρεχόταν εξουσιοδότηση για την υπογραφή της συμφωνίας-πλαισίου, υπό την επιφύλαξη της συνάψεώς της. Το Συμβούλιο, πέραν των άρθρων 207 ΣΛΕΕ και 209 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 218, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ, χρησιμοποίησε ως νομικές βάσεις τα άρθρα 79, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, 91 ΣΛΕΕ και 100 ΣΛΕΕ καθώς και 191, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ.

5

Οι αιτιολογικές σκέψεις 2 και 3 της αποφάσεως αυτής προβλέπουν τα ακόλουθα:

«2)

Οι διατάξεις της [συμφωνίας-πλαισίου] που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τρίτου μέρους, τίτλος V της Συνθήκης [ΛΕΕ] δεσμεύουν το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία ως χωριστά συμβαλλόμενα μέρη και όχι ως μέρη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός αν η Ευρωπαϊκή Ένωση από κοινού με το Ηνωμένο Βασίλειο και/ή την Ιρλανδία έχουν ομού κοινοποιήσει στη Δημοκρατία των Φιλιππίνων ότι το Ηνωμένο Βασίλειο και/ή η Ιρλανδία δεσμεύονται ως μέρη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το πρωτόκολλο (αριθ. 21) για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη [ΕΕ] και στη Συνθήκη [ΛΕΕ]. Αν το Ηνωμένο Βασίλειο και/ή η Ιρλανδία παύσουν να δεσμεύονται ως μέρη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 4α του πρωτοκόλλου (αριθ. 21), η Ευρωπαϊκή Ένωση από κοινού με το Ηνωμένο Βασίλειο και/ή την Ιρλανδία οφείλουν να ενημερώσουν αμέσως τη Δημοκρατία των Φιλιππίνων για κάθε αλλαγή της θέσης τους· στην περίπτωση αυτή, θα εξακολουθούν να δεσμεύονται από τις διατάξεις της [συμφωνίας-πλαισίου] ιδίω ονόματι. Το αυτό ισχύει και για τη Δανία σύμφωνα με το πρωτόκολλο (αριθ. 22) σχετικά με τη θέση της Δανίας, το οποίο προσαρτάται στις εν λόγω Συνθήκες.

3)

Όταν το Ηνωμένο Βασίλειο και/ή η Ιρλανδία δεν έχουν παράσχει την κοινοποίηση την απαιτούμενη κατά το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 21) για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, δεν συμμετέχουν στη θέσπιση, από το Συμβούλιο, της παρούσας απόφασης στον βαθμό που αυτή καλύπτει διατάξεις βάσει του τρίτου μέρους, τίτλος V της Συνθήκης [ΛΕΕ]. Το αυτό ισχύει και για τη Δανία σύμφωνα με το πρωτόκολλο (αριθ. 22) σχετικά με τη θέση της Δανίας, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

6

Στο προοίμιο της συμφωνίας-πλαισίου, όπως αυτό έχει περιληφθεί στο έγγραφο του Συμβουλίου 15616/10, της 21ης Ιανουαρίου 2011, τα συμβαλλόμενα μέρη υπογραμμίζουν την ιδιαίτερη σημασία που αποδίδουν στον συνεκτικό χαρακτήρα των αμοιβαίων σχέσεών τους καθώς και την επιθυμία τους να προωθήσουν τη βιώσιμη κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη, την εξάλειψη της φτώχειας και την επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων της χιλιετίας. Αναγνωρίζουν τη σημασία που έχει η σύσφιξη των υφιστάμενων σχέσεων μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, με σκοπό την ενίσχυση της μεταξύ τους συνεργασίας, καθώς και η κοινή τους βούληση να παγιώσουν, να εμβαθύνουν και να εμπλουτίσουν τις σχέσεις τους σε τομείς αμοιβαίου ενδιαφέροντος. Εκφράζουν την πλήρη δέσμευσή τους για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένης της περιβαλλοντικής προστασίας και της αποτελεσματικής συνεργασίας για την καταπολέμηση της αλλαγής του κλίματος. Επίσης αναγνωρίζουν τη δέσμευσή τους για ευρύ διάλογο και συνεργασία για την προώθηση της μεταναστεύσεως και της αναπτύξεως, διευκρινίζοντας ότι οι διατάξεις της συμφωνίας-πλαισίου που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τρίτου μέρους, τίτλος V, της Συνθήκης ΛΕΕ δεσμεύουν το Βασίλειο της Δανίας, την Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο ως χωριστά συμβαλλόμενα μέρη ή ως κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

7

Το άρθρο 1 της συμφωνίας-πλαισίου, το οποίο επιγράφεται «Γενικές αρχές», ορίζει, στην παράγραφό του 3, τα εξής:

«Τα συμβαλλόμενα μέρη επιβεβαιώνουν τη δέσμευσή τους για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης, τη συνεργασία για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της αλλαγής του κλίματος και για τη συμβολή στην επίτευξη των διεθνώς συμφωνηθέντων αναπτυξιακών στόχων, καθώς και των αναπτυξιακών στόχων της χιλιετίας.»

8

Το άρθρο 2 της συμφωνίας-πλαισίου, το οποίο καθορίζει τους σκοπούς της συνεργασίας, προβλέπει τα εξής:

«Στο πλαίσιο της ενίσχυσης των διμερών σχέσεών τους, τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν να καθιερώσουν έναν ευρύ διάλογο και να προαγάγουν περαιτέρω τη συνεργασία μεταξύ τους σε όλους τους τομείς αμοιβαίου ενδιαφέροντος, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας [συμφωνίας-πλαισίου]. Οι προσπάθειές τους θα έχουν κυρίως ως στόχο:

[...]

ζ)

την εδραίωση της συνεργασίας στους τομείς της μετανάστευσης και της ναυτικής εργασίας,

η)

την εδραίωση της συνεργασίας σε όλους τους άλλους τομείς αμοιβαίου ενδιαφέροντος, ιδίως στην απασχόληση και τις κοινωνικές υποθέσεις· την αναπτυξιακή συνεργασία· την οικονομική πολιτική· χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες· τη χρηστή διακυβέρνηση στον φορολογικό τομέα· τη βιομηχανική πολιτική και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις· τις τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών (ΤΠΕ)· τον οπτικοακουστικό τομέα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα πολυμέσα· την επιστήμη και την τεχνολογία· τις μεταφορές· τον τουρισμό· την εκπαίδευση, τον πολιτισμό, τον διαπολιτισμικό και διαθρησκευτικό διάλογο· την ενέργεια· το περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους, συμπεριλαμβανομένης της αλλαγής του κλίματος· τη γεωργία, την αλιεία και την αγροτική ανάπτυξη· την περιφερειακή ανάπτυξη· την υγεία· τη στατιστική· τη διαχείριση του κινδύνου καταστροφών· και τη δημόσια διοίκηση,

[...]».

9

Το άρθρο 26 της συμφωνίας-πλαισίου, με τίτλο «Συνεργασία στους τομείς της μετανάστευσης και της ανάπτυξης», ορίζει τα εξής:

«1.   Τα μέρη επιβεβαιώνουν τη σημασία της κοινής διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών μεταξύ των εδαφών τους. Προκειμένου να ενισχυθεί η συνεργασία, τα συμβαλλόμενα μέρη καθιερώνουν έναν μηχανισμό για την πραγματοποίηση συνολικού διαλόγου και διαβουλεύσεων σχετικά με όλα τα θέματα που αφορούν τη μετανάστευση. Τα προβλήματα της μετανάστευσης πρέπει να περιληφθούν στις εθνικές στρατηγικές και/ή στο εθνικό αναπτυξιακό πλαίσιο για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των χωρών καταγωγής, διέλευσης και προορισμού των μεταναστών.

2.   Η συνεργασία μεταξύ των μερών πρέπει να βασίζεται σε συγκεκριμένη αξιολόγηση των αναγκών που θα διεξάγεται με βάση την αμοιβαία διαβούλευση και συμφωνία μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών και θα εφαρμόζεται σύμφωνα με τη συναφή ισχύουσα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία. Η συνεργασία επικεντρώνεται ειδικότερα στα εξής:

[...]

ε)

χάραξη αποτελεσματικής και προληπτικής πολιτικής για την αντιμετώπιση της παρουσίας στο έδαφός τους υπηκόου του άλλου συμβαλλόμενου μέρους ο οποίος δεν πληροί, ή δεν πληροί πλέον, τις προϋποθέσεις εισόδου, παραμονής ή διαμονής στο έδαφος του ενδιαφερόμενου συμβαλλόμενου μέρους, καθώς και της παράνομης διακίνησης προσώπων και εμπορίας ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων τρόπων για την καταπολέμηση δικτύων παράνομης διακίνησης και εμπορίας ανθρώπων και για την προστασία των θυμάτων τέτοιων πρακτικών,

στ)

επιστροφή των προσώπων σύμφωνα με την παράγραφο 2, στοιχείο εʹ, υπό ανθρώπινες και αξιοπρεπείς συνθήκες, συμπεριλαμβανομένης της προώθησης της εκούσιας και βιώσιμης επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής τους, και εισδοχή/επανεισδοχή των προσώπων αυτών σύμφωνα με την παράγραφο 3. Η επιστροφή πραγματοποιείται σύμφωνα με το δικαίωμα των συμβαλλόμενων μερών να χορηγούν άδειες διαμονής για λόγους συμπόνιας ή ανθρωπιστικούς λόγους και την αρχή της μη επαναπροώθησης,

[...]

η)

θέματα μετανάστευσης και ανάπτυξης, μεταξύ άλλων ανάπτυξη του ανθρωπίνου δυναμικού, κοινωνική προστασία, μεγιστοποίηση των πλεονεκτημάτων της μετανάστευσης, ισότητα των φύλων και ανάπτυξη, δεοντολογική πρόσληψη και κυκλική μετανάστευση, και ένταξη των μεταναστών.

3.   Στο πλαίσιο της συνεργασίας στον τομέα αυτόν και με την επιφύλαξη της ανάγκης προστασίας των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων, τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν επίσης ότι:

α)

Οι Φιλιππίνες αποδέχονται τον επαναπατρισμό υπηκόων τους, σύμφωνα με την παράγραφο 2, στοιχείο εʹ, οι οποίοι βρίσκονται στην επικράτεια κράτους μέλους, έπειτα από αίτημα του εν λόγω κράτους, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εφόσον διαπιστωθεί η ιθαγένεια και τηρηθεί η δέουσα διαδικασία στο κράτος μέλος.

β)

Κάθε κράτος μέλος αποδέχεται τον επαναπατρισμό υπηκόων του, σύμφωνα με την παράγραφο 2, στοιχείο εʹ, οι οποίοι βρίσκονται στην επικράτεια των Φιλιππίνων, έπειτα από αίτημα του εν λόγω κράτους, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εφόσον διαπιστωθεί η ιθαγένεια και τηρηθεί η δέουσα διαδικασία στις Φιλιππίνες.

γ)

Τα κράτη μέλη και οι Φιλιππίνες παρέχουν στους υπηκόους τους, προς τον σκοπό αυτόν, τα απαιτούμενα έγγραφα. Οι αιτήσεις εισδοχής ή επανεισδοχής διαβιβάζονται από το κράτος που υποβάλλει την αίτηση στην αρμόδια αρχή του κράτους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση.

Εάν ο ενδιαφερόμενος δεν έχει στην κατοχή του τα κατάλληλα έγγραφα ταυτότητας ή άλλα αποδεικτικά της ιθαγένειάς του/της, οι Φιλιππίνες ή το κράτος μέλος ζητούν αμελλητί από την αρμόδια ενδιαφερόμενη διπλωματική ή προξενική αντιπροσωπεία να εξακριβώσουν την ιθαγένειά του/της, ενδεχομένως με συνέντευξη. Μόλις επιβεβαιωθεί ότι είναι υπήκοος των Φιλιππίνων ή κράτους μέλους, οι αρμόδιες αρχές των Φιλιππίνων ή του κράτους μέλους εκδίδουν τα κατάλληλα έγγραφα.

4.   Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν να συνάψουν, το συντομότερο δυνατό, συμφωνία εισδοχής/επανεισδοχής των υπηκόων τους, η οποία να περιλαμβάνει διάταξη για την επανεισδοχή υπηκόων άλλων χωρών και απάτριδων.»

10

Κατά το άρθρο 29 της συμφωνίας-πλαισίου, το οποίο επιγράφεται «Συνεργασία για την ανάπτυξη»:

«1.   Ο πρωταρχικός σκοπός της συνεργασίας για την ανάπτυξη είναι η προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης που θα συμβάλει στη μείωση της φτώχειας και στην επίτευξη των διεθνώς συμφωνηθέντων αναπτυξιακών στόχων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι αναπτυξιακοί στόχοι της χιλιετίας. Τα συμβαλλόμενα μέρη διεξάγουν τακτικό διάλογο σχετικά με τη συνεργασία για την ανάπτυξη σύμφωνα με τις αντίστοιχες προτεραιότητές τους και τους τομείς αμοιβαίου ενδιαφέροντος.

2.   Ο διάλογος σχετικά με τη συνεργασία για την ανάπτυξη έχει ως στόχο, μεταξύ άλλων:

α)

την προώθηση της ανθρώπινης και της κοινωνικής ανάπτυξης,

β)

την επιδίωξη βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς οικονομικής ανάπτυξης,

γ)

την προώθηση της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας και της χρηστής διαχείρισης των φυσικών πόρων συμπεριλαμβανομένης της προώθησης βέλτιστων πρακτικών,

δ)

τη μείωση των επιπτώσεων και τη διαχείριση των συνεπειών της αλλαγής του κλίματος,

ε)

την ενίσχυση της ικανότητας μεγαλύτερης ενσωμάτωσης στην παγκόσμια οικονομία και στο διεθνές εμπορικό σύστημα,

στ)

την προώθηση της μεταρρύθμισης του δημόσιου τομέα ιδίως στον τομέα της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών για τη βελτίωση της παροχής κοινωνικών υπηρεσιών,

ζ)

την καθιέρωση διαδικασιών σύμφωνων προς τις αρχές της Διακήρυξης του Παρισιού για την αποτελεσματικότητα της βοήθειας, το θεματολόγιο δράσης της Άκρα και άλλες διεθνείς δεσμεύσεις που αποσκοπούν στη βελτίωση της παροχής και της αποτελεσματικότητας της βοήθειας.»

11

Όσον αφορά την προστασία του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων, το άρθρο 34 της συμφωνίας-πλαισίου έχει ως εξής:

«1.   Tα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν ότι η συνεργασία σ’ αυτόν τον τομέα θα προωθήσει τη διατήρηση και τη βελτίωση του περιβάλλοντος στο πλαίσιο βιώσιμης ανάπτυξης. Η εφαρμογή των συμπερασμάτων της [παγκόσμιας διάσκεψης κορυφής για την αειφόρο ανάπτυξη που διεξήχθη στο Γιοχάνεσμπουργκ το 2002] και των σχετικών πολυμερών περιβαλλοντικών συμφωνιών των οποίων είναι μέρη πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για κάθε δραστηριότητα που αναλαμβάνουν τα συμβαλλόμενα μέρη στο πλαίσιο της παρούσας [συμφωνίας-πλαισίου].

2.   Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν σχετικά με την ανάγκη διατήρησης και διαχείρισης, με βιώσιμο τρόπο, των φυσικών πόρων και της βιολογικής ποικιλότητας προς όφελος όλων των γενεών με βάση τις αναπτυξιακές τους ανάγκες.

3.   Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν να συνεργαστούν προκειμένου οι πολιτικές εμπορίου και περιβάλλοντος να αλληλοϋποστηρίζονται καλύτερα και οι περιβαλλοντικές πτυχές να ενσωματωθούν περισσότερο σε όλους τους τομείς συνεργασίας.

4.   Τα συμβαλλόμενα μέρη επιδιώκουν τη συνέχιση και ενίσχυση της συνεργασίας τους στα περιφερειακά προγράμματα για την προστασία του περιβάλλοντος, όσον αφορά:

α)

τη μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση για το περιβάλλον και την προώθηση της τοπικής συμμετοχής στην περιβαλλοντική προστασία και στη βιώσιμη ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής των αυτόχθονων κοινοτήτων/εντοπίων πληθυσμών και των τοπικών κοινωνιών,

β)

την ανάπτυξη ικανοτήτων σχετικά με την προσαρμογή στην αλλαγή του κλίματος, τον μετριασμό των συνεπειών της και την ενεργειακή αποδοτικότητα,

γ)

την ανάπτυξη ικανοτήτων για συμμετοχή σε πολυμερείς περιβαλλοντικές συμφωνίες και για την υλοποίησή τους, συμπεριλαμβανόμενης, μεταξύ άλλων της βιοποικιλότητας και της βιοασφάλειας,

δ)

την προώθηση τεχνολογιών, προϊόντων και υπηρεσιών φιλικών προς το περιβάλλον, μεταξύ άλλων μέσω της χρήσης ρυθμιστικών μηχανισμών που βασίζονται στις δυνάμεις της αγοράς,

ε)

τη βελτίωση των φυσικών πόρων, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης των δασών και της καταπολέμησης της παράνομης υλοτομίας και του σχετικού εμπορίου, καθώς και την προώθηση βιώσιμων φυσικών πόρων και τη διαχείριση των δασών,

στ)

την αποτελεσματική διαχείριση των εθνικών δρυμών και προστατευόμενων περιοχών καθώς και τον προσδιορισμό και την προστασία περιοχών βιοποικιλότητας και ευαίσθητων οικοσυστημάτων, αφού ληφθούν δεόντως υπόψη οι τοπικές και αυτόχθονες κοινότητες που ζουν εκεί ή κοντά σε αυτές τις περιοχές,

ζ)

την πρόληψη της παράνομης διασυνοριακής μεταφοράς επικίνδυνων ουσιών, επικίνδυνων αποβλήτων και άλλων μορφών αποβλήτων,

η)

την προστασία του παράκτιου και θαλασσίου περιβάλλοντος και την αποτελεσματική διαχείριση των υδάτινων πόρων,

θ)

την προστασία και διατήρηση των εδαφών και τη βιώσιμη διαχείριση γαιών, συμπεριλαμβανομένης της αποκατάστασης εξορυγμένων/εγκαταλειμμένων ορυχείων,

ι)

την προώθηση της ανάπτυξης ικανοτήτων για τη διαχείριση κινδύνων και καταστροφών,

ια)

την προώθηση σχεδίων βιώσιμης κατανάλωσης και παραγωγής στις οικονομίες τους.

5.   Τα συμβαλλόμενα μέρη ενθαρρύνουν την αμοιβαία πρόσβαση σε προγράμματα στον τομέα αυτό, σύμφωνα με τους συγκεκριμένους όρους κάθε προγράμματος.»

12

Το άρθρο 38 της συμφωνίας-πλαισίου, το οποίο αφορά τις μεταφορές, ορίζει τα εξής:

«1.   Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν να συνεργαστούν στους συναφείς τομείς της πολιτικής μεταφορών με στόχο τη βελτίωση των επενδυτικών ευκαιριών, της κυκλοφορίας αγαθών και επιβατών, την προώθηση της ασφάλειας των θαλάσσιων και αεροπορικών μεταφορών, την αντιμετώπιση του περιβαλλοντικού αντίκτυπου των μεταφορών και την αύξηση της αποτελεσματικότητας των συστημάτων μεταφορών τους.

2.   Η συνεργασία μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών στον εν λόγω τομέα έχει ως στόχο την προώθηση:

α)

των ανταλλαγών πληροφοριών σχετικά με τις αντίστοιχες πολιτικές, κανονισμούς και πρακτικές μεταφορών, ειδικότερα όσον αφορά τις αστικές μεταφορές και τις μεταφορές σε αγροτικές περιοχές, τις θαλάσσιες μεταφορές, τις αεροπορικές μεταφορές, την εφοδιαστική των μεταφορών και τη διασύνδεση και διαλειτουργικότητα των δικτύων πολυτροπικών μεταφορών, καθώς και τη διαχείριση του οδικού δικτύου, των σιδηροδρόμων, των λιμένων και των αεροδρομίων,

β)

της ανταλλαγής απόψεων σχετικά με τα ευρωπαϊκά συστήματα δορυφορικής πλοήγησης (κυρίως το Galileo), με έμφαση σε ρυθμιστικά και βιομηχανικά θέματα καθώς και σε θέματα ανάπτυξης της αγοράς αμοιβαίου οφέλους,

γ)

της συνέχισης του διαλόγου στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών με στόχο τη διασφάλιση της ασφάλειας δικαίου χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση των ισχυουσών διμερών συμφωνιών περί αεροπορικών υπηρεσιών μεταξύ μεμονωμένων κρατών μελών και των Φιλιππίνων,

δ)

της συνέχισης του διαλόγου για την ενίσχυση των δικτύων υποδομής αεροπορικών μεταφορών και των ενεργειών για την ταχεία, αποτελεσματική, βιώσιμη και ασφαλή κυκλοφορία προσώπων και εμπορευμάτων, καθώς και την προώθηση της εφαρμογής της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού και της οικονομικής ρύθμισης του τομέα των αεροπορικών μεταφορών, με στόχο τη στήριξη της σύγκλισης των κανονιστικών ρυθμίσεων και την αύξηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, καθώς και την εξέταση των δυνατοτήτων περαιτέρω ανάπτυξης των σχέσεων στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών. Τα σχέδια συνεργασίας αμοιβαίου ενδιαφέροντος στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών πρέπει να προωθηθούν περαιτέρω,

ε)

του διαλόγου για την πολιτική και τις υπηρεσίες θαλάσσιων μεταφορών με στόχο ιδίως την ενθάρρυνση της ανάπτυξης του τομέα των θαλάσσιων μεταφορών, μεταξύ των οποίων να περιλαμβάνονται:

i)

η ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τη νομοθεσία και τους κανονισμούς σχετικά με τις θαλάσσιες μεταφορές και τα λιμάνια,

ii)

η προώθηση απεριόριστης πρόσβασης στις διεθνείς θαλάσσιες αγορές και στις συναλλαγές σε εμπορική βάση, η αποφυγή θέσπισης ρητρών κατανομής φορτίου, η εθνική μεταχείριση με βάση τη ρήτρα του μάλλον ευνοούμενου κράτους (ΜΕΚ) για τα πλοία που τα εκμεταλλεύονται υπήκοοι ή εταιρείες του άλλου μέρους και ζητήματα σχετικά με τις μεταφορικές υπηρεσίες από τον αποστολέα μέχρι τον παραλήπτη (από πόρτα σε πόρτα) με τμήμα θαλάσσιας μεταφοράς σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία των συμβαλλόμενων μερών,

iii)

η αποτελεσματική διαχείριση των λιμένων και η αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών θαλάσσιων μεταφορών, και

iv)

η προώθηση της συνεργασίας αμοιβαίου ενδιαφέροντος στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών και στους τομείς της ναυτικής εργασίας, της εκπαίδευσης και της κατάρτισης σύμφωνα με το άρθρο 27,

στ)

διαλόγου για την ουσιαστική εφαρμογή προτύπων σχετικά με την ασφάλεια και την πρόληψη της ρύπανσης, ιδίως όσον αφορά τις θαλάσσιες μεταφορές, συμπεριλαμβανομένης της καταπολέμησης της πειρατείας, τις αεροπορικές μεταφορές, σύμφωνα με τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις των οποίων είναι μέρη, και τα πρότυπα, συμπεριλαμβανομένης της συνεργασίας στα κατάλληλα διεθνή φόρουμ με στόχο την καλύτερη εφαρμογή των διεθνών κανόνων. Για τον σκοπό αυτόν, τα συμβαλλόμενα μέρη θα προωθήσουν την τεχνική συνεργασία και βοήθεια για θέματα σχετικά με την ασφάλεια των μεταφορών και τις περιβαλλοντικές πτυχές, συμπεριλαμβανομένων μεταξύ άλλων της ναυτικής και αεροπορικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, της έρευνας και διάσωσης και της διερεύνησης ατυχημάτων και συμβάντων. Τα συμβαλλόμενα μέρη επικεντρώνονται επίσης στην προώθηση των φιλικών προς το περιβάλλον μέσων μεταφοράς.»

Τα αιτήματα των διαδίκων και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

13

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο, πρώτον, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που το Συμβούλιο προσέθεσε σε αυτήν τις νομικές βάσεις που αφορούν την επανεισδοχή υπηκόων τρίτων χωρών (άρθρο 79, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ), τις μεταφορές (άρθρα 91 ΣΛΕΕ και 100 ΣΛΕΕ) και το περιβάλλον (άρθρο 191, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ), δεύτερον, να διατηρήσει τα αποτελέσματα της αποφάσεως αυτής και, τρίτον, να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

14

Το Συμβούλιο ζητεί την απόρριψη της προσφυγής και την καταδίκη της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα.

15

Με διατάξεις της 29ης Νοεμβρίου και της 18ης Δεκεμβρίου 2012 και της 25ης Ιανουαρίου 2013, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου δέχθηκε, αντιστοίχως, τα αιτήματα παρεμβάσεως της Ιρλανδίας, του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, της Ελληνικής Δημοκρατίας καθώς και της Δημοκρατίας της Αυστρίας προς στήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου.

Επί της προσφυγής

Επιχειρήματα των διαδίκων

16

Προς στήριξη της προσφυγής της, η Επιτροπή προβάλλει έναν μόνο λόγο ακυρώσεως κατά τον οποίο η προσθήκη των άρθρων 79, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, 91 ΣΛΕΕ, 100 ΣΛΕΕ και 191, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ ως νομικών βάσεων της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι αναγκαία και είναι παράνομη.

17

Η Επιτροπή εκθέτει ότι δεν αμφισβητείται ότι ο σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου είναι η διαμόρφωση πλαισίου συνεργασίας και αναπτύξεως, όπως προκύπτει ιδιαιτέρως από το άρθρο 1, παράγραφος 3, της συμφωνίας αυτής, και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έπρεπε να στηριχθεί τόσο στο άρθρο 207 ΣΛΕΕ όσο και στο άρθρο 209 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι το τμήμα της συμφωνίας-πλαισίου που αφορά το εμπόριο δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως καθαρά δευτερεύον σε σχέση με το τμήμα που αφορούσε τη συνεργασία για την ανάπτυξη. Τουναντίον, η Επιτροπή, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει το Συμβούλιο, φρονεί ότι οι διατάξεις της συμφωνίας-πλαισίου στις οποίες οφείλεται η προσθήκη των άρθρων 79, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, 91 ΣΛΕΕ, 100 ΣΛΕΕ και 191, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ καλύπτονται εξ ολοκλήρου από το άρθρο 209 ΣΛΕΕ.

18

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα άρθρα 21 ΣΕΕ, 208 ΣΛΕΕ και 209 ΣΛΕΕ καθώς και από τη νομολογία, ιδίως από την απόφαση Πορτογαλία κατά Συμβουλίου (C‑268/94, EU:C:1996:461, σκέψεις 37 και 38), η πολιτική της συνεργασίας για την ανάπτυξη υλοποιείται στο πλαίσιο ενός ευρέος φάσματος πολιτικών σκοπών σχετικών με την ανάπτυξη της μετέχουσας τρίτης χώρας, με αποτέλεσμα οι συμφωνίες συνεργασίας για την ανάπτυξη να καλύπτουν κατ’ ανάγκη μεγάλο αριθμό ειδικών τομέων συνεργασίας χωρίς πάντως να επηρεάζεται η φύση τους ως συμφωνιών συνεργασίας για την ανάπτυξη.

19

Η ευρεία αυτή αντίληψη της συνεργασίας για την ανάπτυξη έχει επίσης αποτυπωθεί στο παράγωγο δίκαιο, όπως καταδεικνύεται από τον μεγάλο αριθμό επιλέξιμων προς χρηματοδότηση δράσεων της Ένωσης δυνάμει του μηχανισμού συνεργασίας για την ανάπτυξη τον οποίο θέσπισε ο κανονισμός (ΕΚ) 1905/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση μηχανισμού χρηματοδότησης της αναπτυξιακής συνεργασίας (ΕΕ L 378, σ. 41). Η αντίληψη αυτή εμφαίνεται επίσης στην κοινή δήλωση του Συμβουλίου και των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών συνερχομένων στα πλαίσια του Συμβουλίου, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με την αναπτυξιακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Η ευρωπαϊκή κοινή αντίληψη» (ΕΕ 2006, C 46, σ. 1, στο εξής: ευρωπαϊκή κοινή αντίληψη).

20

Εν προκειμένω, όλες οι διατάξεις της συμφωνίας-πλαισίου, με την εξαίρεση του τμήματος που αφορά το εμπόριο και τις επενδύσεις, συμβάλλουν στην προαγωγή της αναπτυξιακής πορείας των Φιλιππίνων ως αναπτυσσόμενης χώρας και δεν επιβάλλουν ουσιώδεις υποχρεώσεις διαφορετικές από τις υποχρεώσεις που συνδέονται με τη συνεργασία για την ανάπτυξη. Επομένως, εντάσσονται στο πλαίσιο των σκοπών της πολιτικής της Ένωσης σχετικά με τη συνεργασία για την ανάπτυξη και εμπίπτουν στο άρθρο 209 ΣΛΕΕ.

21

Το ίδιο ισχύει και για το άρθρο 38 της συμφωνίας-πλαισίου σχετικά με τις μεταφορές, του οποίου οι ρυθμίσεις δεν έχουν περιεχόμενο ευρύτερο από μια γενική δέσμευση για συνεργασία. Επίσης, το ίδιο ισχύει για το άρθρο 26, παράγραφοι 3 και 4, της συμφωνίας-πλαισίου, σχετικά με την επανεισδοχή υπηκόων των συμβαλλομένων μερών, η παράγραφος 3 του οποίου προβλέπει μόνο απλή συνεργασία στον ως άνω τομέα και απλώς επαναλαμβάνει βασικές αρχές που έχουν τεθεί με το διεθνές δίκαιο, ενώ η παράγραφος 4 του ίδιου άρθρου προβλέπει τη σύναψη, σε μεταγενέστερο στάδιο, συμφωνίας επανεισδοχής. Τέλος, τα ανωτέρω ισχύουν και για το άρθρο 34 της συμφωνίας-πλαισίου, σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων, το οποίο απλώς καθιερώνει γενικές αρχές και κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τον ρόλο που θα πρέπει να διαδραματίζει η προστασία του περιβάλλοντος στην αναπτυξιακή συνεργασία της Ένωσης με τις Φιλιππίνες.

22

Επιπλέον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η εκ μέρους του Συμβουλίου προσθήκη του άρθρου 79, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ έχει αδικαιολόγητα έννομα αποτελέσματα, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό επίπεδο. Ειδικότερα, λόγω του πρωτοκόλλου αριθ. 21 και του πρωτοκόλλου αριθ. 22, η προσθήκη αυτή συνεπάγεται, πρώτον, την εφαρμογή κανόνων ψηφοφορίας που είναι συγχρόνως διαφορετικοί και ασύμβατοι μεταξύ τους, δεύτερον, την τροποποίηση του εδαφικού πεδίου εφαρμογής της προσβαλλομένης αποφάσεως, τρίτον, ανασφάλεια δικαίου όσον αφορά τον καθορισμό των διατάξεων της συμφωνίας-πλαισίου που καλύπτονται από το άρθρο 79, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, τέταρτον, τον περιορισμό των θεσμικών εξουσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Δικαστηρίου και, τέλος, αβεβαιότητα όσον αφορά τον βαθμό ασκήσεως της αρμοδιότητας της Ένωσης ενόψει των άρθρων 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και 4, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

23

Ως προς το αίτημα περιορισμού των αποτελεσμάτων της ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η διατήρηση των αποτελεσμάτων της αποφάσεως αυτής είναι δικαιολογημένη προκειμένου να αποτραπεί οποιαδήποτε αρνητική συνέπεια επί των σχέσεων της Ένωσης με τη Δημοκρατία των Φιλιππίνων.

24

Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από όλα τα παρεμβαίνοντα κράτη μέλη, αντικρούει την επιχειρηματολογία της Επιτροπής παρατηρώντας ότι οι προσφάτως συναφθείσες συμφωνίες που καθιερώνουν εταιρική σχέση και συνεργασία με τρίτες χώρες αποσκοπούν στην εγκαθίδρυση ενός γενικού πλαισίου σχέσεων καλύπτοντος πλήθος τομέων συνεργασίας. Η φύση και το περιεχόμενο των συμφωνιών αυτών έχουν εξελιχθεί σε συνδυασμό με τη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης και δεν μπορεί να συναχθεί ότι ένας τομέας προέχει έναντι των υπολοίπων.

25

Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιλογή των νομικών βάσεων προϋποθέτει την εξέταση της φύσεως των αναλαμβανόμενων δεσμεύσεων. Σε περίπτωση δεσμεύσεως συγκεκριμένου περιεχομένου ή ουσιώδους σημασίας απαιτείται η προσθήκη της αντίστοιχης νομικής βάσεως. Δεδομένου ότι η πλέον περιορισμένη υποχρέωση δύναται να οδηγήσει σε σημαντική εξέλιξη των εξωτερικών σχέσεων με την τρίτη χώρα που μετέχει στη συμφωνία-πλαίσιο, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το προτεινόμενο από την Επιτροπή κριτήριο κατά το οποίο η υποχρέωση πρέπει να είναι αρκούντως εκτεταμένη ώστε να μπορεί να θεωρείται ως σκοπός διαφορετικός από τους σκοπούς της συνεργασίας για την ανάπτυξη.

26

Όπως προκύπτει από την απόφαση Πορτογαλία κατά Συμβουλίου (EU:C:1996:461), όταν σε ρήτρα συμφωνίας περιλαμβάνεται ρύθμιση για τις ακριβείς λεπτομέρειες υλοποιήσεως της συνεργασίας σε έναν επιμέρους τομέα, η συμφωνία αυτή πρέπει να στηρίζεται στην ανάλογη νομική βάση. Κάθε επιμέρους τομέας που ρυθμίζεται με συμφωνία τέτοιου τύπου πρέπει να αποτελεί αντικείμενο χωριστής εξετάσεως, ανεξαρτήτως του αν τυχόν υφίσταται πρόγραμμα αναπτυξιακής βοήθειας που εκτελείται παραλλήλως στον τομέα αυτό, και λαμβανομένου υπόψη του νομικώς εξαναγκαστού, δεσμευτικού και αυτοτελούς χαρακτήρα των συνομολογούμενων υποχρεώσεων.

27

Το Συμβούλιο φρονεί ότι το περιεχόμενο της συμφωνίας-πλαισίου επιβεβαιώνει την άποψή του, δεδομένου ότι οι αιτιολογικές σκέψεις και το άρθρο 2 της συμφωνίας αυτής δεν αποδίδουν προέχοντα χαρακτήρα σε ορισμένο τομέα, όπως η συνεργασία για την ανάπτυξη, και ότι η δομή της συμφωνίας επιβεβαιώνει τη βούληση εγκαθιδρύσεως πλήρους και πολυδιάστατης σχέσεως.

28

Αναφορικά με τις μεταφορές, λαμβανομένης υπόψη της γνωμοδοτήσεως 1/08 (EU:C:2009:739) του Δικαστηρίου σχετικά με την πολιτική των μεταφορών και την κοινή εμπορική πολιτική, πρέπει να χρησιμοποιηθούν οι προβλεπόμενες από τη Συνθήκη ΛΕΕ νομικές βάσεις οι οποίες αφορούν ρητώς τις μεταφορές, εν προκειμένω τα άρθρα 91 ΣΛΕΕ και 100 ΣΛΕΕ. Επομένως, είναι εσφαλμένο το επιχείρημα της Επιτροπής ότι οι υποχρεώσεις που προβλέπει η συμφωνία-πλαίσιο σχετίζονται απλώς με την ανάπτυξη των Φιλιππίνων σε οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό επίπεδο. Το επιχείρημα ότι οι σχετικές με τις μεταφορές διατάξεις είναι σύμφωνες με τους σκοπούς της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα της αναπτυξιακής συνεργασίας δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι οι εν λόγω διατάξεις εμπίπτουν στην πολιτική αυτή.

29

Όσον αφορά την επανεισδοχή υπηκόων των συμβαλλομένων μερών, το άρθρο 26, παράγραφος 3, της συμφωνίας-πλαισίου εξαγγέλλει σαφείς νομικές δεσμεύσεις που πρέπει να στηρίζονται στη νομική βάση που προβλέπει η Συνθήκη ΛΕΕ, ήτοι στο άρθρο 79, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Το γεγονός ότι σε μια τέτοια συμφωνία έχουν περιληφθεί υποχρεώσεις αναγνωρισμένες από το διεθνές δίκαιο έχει άμεσες έννομες συνέπειες, ιδίως σε περίπτωση μη τηρήσεως των υποχρεώσεων αυτών. Εξάλλου, είναι αναντίρρητο ότι η συμφωνία-πλαίσιο, κατά το μέρος που αφορά τη σύναψη, το συντομότερο δυνατόν, συμφωνίας εισδοχής και επανεισδοχής, περιλαμβάνει υποχρέωση μέσων (obligation de moyens) η οποία αποτελεί σημαντικό κίνητρο προκειμένου να επιτευχθεί για τη Δημοκρατία των Φιλιππίνων ένα αποτέλεσμα το οποίο θα ήταν δύσκολο να επιτύχει μόνη της.

30

Ως προς το περιβάλλον, τα προγράμματα και οι δράσεις που προβλέπει η συμφωνία-πλαίσιο πρέπει να έχουν ως βάση τους το άρθρο 191, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ, το οποίο παρέχει στην Ένωση τη δυνατότητα να συνεργάζεται με τρίτες χώρες και διευκρινίζει ότι οι λεπτομέρειες της συνεργασίας αυτής μπορούν να αποτελούν αντικείμενο συμφωνιών. Το άρθρο 34 της συμφωνίας-πλαισίου, στην παράγραφό του 2, επιβάλλει σαφώς υποχρέωση της οποίας η τήρηση μπορεί να διασφαλισθεί με νομικά μέσα.

31

Επιπλέον, το Συμβούλιο δεν αποδέχεται τις αντιρρήσεις της Επιτροπής σχετικά με τα αποτελέσματα της προσθήκης του άρθρου 79, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Υπενθυμίζει ότι δεν καθορίζουν οι διαδικασίες την επιλογή της νομικής βάσεως μιας πράξεως, αλλά η νομική βάση καθορίζει τις διαδικασίες που πρέπει να εφαρμοστούν για την έκδοση της πράξεως. Παρατηρεί επίσης ότι τα κράτη μέλη επί των οποίων εφαρμόζεται το πρωτόκολλο (αριθ. 21) μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμά τους να συμπράξουν στην έκδοση αποφάσεων του Συμβουλίου σχετικά με την υπογραφή και τη σύναψη της συμφωνίας-πλαισίου και ότι, όσον αφορά τις σχέσεις με τη Δημοκρατία των Φιλιππίνων, ελλείψει συνομολογήσεως, με την ιδιότητα του κράτους μέλους της Ένωσης, υποχρεώσεων δυνάμει του τίτλου V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη μπορούν να το πράξουν μεμονωμένα σε διμερή βάση.

32

Το Συμβούλιο προσθέτει, όσον αφορά τη συμβατότητα των νομικών βάσεων, ότι η κοινή συμφωνία των κρατών μελών ήταν ούτως ή άλλως αναγκαία, καθόσον τα κράτη αυτά επίσης μετέχουν στη συμφωνία-πλαίσιο, και ότι η σχετική νομολογία είναι ελαστική όταν η πράξη πρέπει να στηρίζεται σε πολλές νομικές βάσεις που προβλέπουν διαφορετικούς κανόνες ψηφοφορίας.

33

Τέλος, το Συμβούλιο συντάσσεται με την άποψη της Επιτροπής όσον αφορά την ανάγκη να διατηρηθούν τα αποτελέσματα της προσβαλλομένης αποφάσεως σε περίπτωση ακυρώσεώς της.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

34

Κατά πάγια νομολογία, η επιλογή της νομικής βάσεως των πράξεων της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων όσων εκδίδονται ενόψει της συνάψεως διεθνούς συμφωνίας, πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ο σκοπός και το περιεχόμενο των πράξεων αυτών. Αν από την εξέταση της πράξεως της Ένωσης προκύπτει ότι αυτή επιδιώκει διττό σκοπό ή ότι απαρτίζεται από δύο συστατικά μέρη και ότι ο ένας από τους σκοπούς ή από τα μέρη αυτά μπορεί να χαρακτηριστεί ως κύριου ή πρωτεύοντος χαρακτήρα, ενώ ο δεύτερος απλώς ως παρεπόμενου χαρακτήρα, η πράξη πρέπει να στηρίζεται σε μία και μόνο νομική βάση, ήτοι εκείνη που απαιτείται από τον κύριο ή πρωτεύοντα σκοπό ή από το κύριο ή πρωτεύον συστατικό μέρος. Μόνον κατ’ εξαίρεση, εφόσον αποδεικνύεται ότι η πράξη επιδιώκει συγχρόνως πολλούς σκοπούς, οι οποίοι συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, χωρίς ο ένας να είναι δευτερεύων και έμμεσος σε σχέση με τον άλλο, πρέπει η πράξη αυτή να στηρίζεται στις αντίστοιχες διαφορετικές νομικές βάσεις. Πάντως, η σωρευτική χρήση δύο νομικών βάσεων αποκλείεται στην περίπτωση που οι διαδικασίες που προβλέπει καθεμία από τις νομικές βάσεις αυτές είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑130/10, EU:C:2012:472, σκέψεις 42 έως 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

35

Εν προκειμένω, πρέπει να προσδιοριστεί αν οι διατάξεις της συμφωνίας-πλαισίου οι οποίες αφορούν την επανεισδοχή υπηκόων των συμβαλλομένων μερών, τις μεταφορές και το περιβάλλον εμπίπτουν επίσης στην πολιτική της συνεργασίας για την ανάπτυξη ή αν υπερβαίνουν το πλαίσιο της πολιτικής αυτής και, ως εκ τούτου, επιβάλλουν να στηριχθεί η προσβαλλόμενη απόφαση σε συμπληρωματικές νομικές βάσεις.

36

Κατά το άρθρο 208, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η πολιτική της Ένωσης στον τομέα της συνεργασίας για την ανάπτυξη ασκείται στο πλαίσιο των αρχών και των σκοπών της εξωτερικής δράσεως της Ένωσης, όπως απορρέουν από το άρθρο 21 ΣΕΕ. Ο κύριος σκοπός της πολιτικής αυτής είναι ο περιορισμός και, μακροπρόθεσμα, η εξάλειψη της φτώχειας και η Ένωση πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους σκοπούς της συνεργασίας για την ανάπτυξη κατά την εφαρμογή πολιτικών που ενδέχεται να επηρεάσουν τις αναπτυσσόμενες χώρες. Για την υλοποίηση της πολιτικής αυτής, το άρθρο 209 ΣΛΕΕ, στο οποίο στηρίζεται μεταξύ άλλων η προσβαλλόμενη απόφαση, ορίζει ιδίως, στην παράγραφό του 2, ότι η Ένωση μπορεί να συνάπτει με τρίτες χώρες και αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς κάθε συμφωνία που είναι λυσιτελής για την επίτευξη των σκοπών που αναφέρονται στο άρθρο 21 ΣΕΕ και στο άρθρο 208 ΣΛΕΕ.

37

Από τα ανωτέρω έπεται ότι η πολιτική της Ένωσης στον τομέα της συνεργασίας για την ανάπτυξη δεν περιορίζεται στα μέτρα που αφορούν άμεσα την εξάλειψη της φτώχειας, αλλά επιδιώκει επίσης τους σκοπούς που διαλαμβάνονται στο άρθρο 21, παράγραφος 2, ΣΕΕ, όπως ο προβλεπόμενος στο στοιχείο δʹ της εν λόγω παραγράφου σκοπός που συνίσταται στην προώθηση της αειφόρου αναπτύξεως των αναπτυσσόμενων χωρών σε οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό επίπεδο, με πρωταρχικό στόχο την εξάλειψη της φτώχειας.

38

Προκειμένου να εξακριβωθεί αν ορισμένες διατάξεις συμφωνίας συνεργασίας που έχει συναφθεί μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τρίτου κράτους εμπίπτουν όντως στην πολιτική της συνεργασίας για την ανάπτυξη, το Δικαστήριο, στις σκέψεις 37 και 38 της μνημονευθείσας από την Επιτροπή αποφάσεως Πορτογαλία κατά Συμβουλίου (EU:C:1996:461), έκρινε ότι, για να χαρακτηριστεί ως συμφωνία συνεργασίας για την ανάπτυξη, μια συμφωνία πρέπει να επιδιώκει την επίτευξη των σκοπών της πολιτικής αυτής, οι οποίοι είναι ευρείς, υπό την έννοια ότι τα αναγκαία για την επίτευξή τους μέτρα πρέπει να αφορούν διάφορους επιμέρους τομείς και ότι αυτό συμβαίνει ιδίως στην περίπτωση συμφωνίας που καθορίζει το πλαίσιο της συνεργασίας. Το Δικαστήριο προσέθεσε συναφώς ότι αν μια συμφωνία συνεργασίας για την ανάπτυξη, σε περίπτωση που επηρεάζει κάποιον επιμέρους τομέα, στηριζόταν όχι μόνο στη διάταξη που διέπει την προαναφερθείσα πολιτική αλλά και σε κάποια άλλη διάταξη, η αρμοδιότητα και η διαδικασία που προβλέπει η τελευταία αυτή διάταξη θα καθίσταντο στην πράξη άνευ αντικειμένου.

39

Το Δικαστήριο, στη σκέψη 39 της προαναφερθείσας αποφάσεως, συνήγαγε ότι η παρουσία, σε μια συμφωνία συνεργασίας για την ανάπτυξη, ρητρών για διάφορους επιμέρους τομείς δεν μπορεί να μεταβάλει τον νομικό χαρακτηρισμό της συμφωνίας ο οποίος πρέπει να πραγματοποιείται με γνώμονα το βασικό αντικείμενό της και όχι σε συνάρτηση με ειδικές ρήτρες, υπό την προϋπόθεση ότι οι ρήτρες αυτές δεν συνεπάγονται, ως προς τους ρυθμιζόμενους επιμέρους τομείς, υποχρεώσεις με τόσο ευρύ περιεχόμενο ώστε να συνιστούν στην πραγματικότητα διαφορετικούς σκοπούς από εκείνους της συνεργασίας για την ανάπτυξη.

40

Το Δικαστήριο, κατόπιν εξετάσεως των διατάξεων της εν λόγω συμφωνίας σχετικά με τους επίμαχους επιμέρους τομείς, διαπίστωσε, στη σκέψη 45 της ίδιας αποφάσεως, ότι οι διατάξεις αυτές περιορίζονταν στον προσδιορισμό των τομέων που αποτελούσαν αντικείμενο της συνεργασίας και στη διευκρίνιση ορισμένων πτυχών και δράσεων χωρίς να περιλαμβάνουν ρύθμιση των συγκεκριμένων λεπτομερειών εφαρμογής της συνεργασίας σε κάθε καλυπτόμενο επιμέρους τομέα.

41

Όπως προκύπτει από το υπόμνημα ανταπαντήσεως και από όσα υποστηρίχθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο δεν αμφισβητεί τα κριτήρια που διαμόρφωσε το Δικαστήριο στις σκέψεις 39 και 45 της ως άνω αποφάσεως προκειμένου να εκτιμήσει αν οι ρήτρες συμφωνίας που συνήφθη με τρίτη χώρα άπτονται της συνεργασίας για την ανάπτυξη. Εντούτοις, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τα παρεμβαίνοντα κράτη μέλη, φρονεί ότι η εκτίμηση του Δικαστηρίου σχετικά με τη συμφωνία συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Ινδίας για τις εταιρικές σχέσεις και την ανάπτυξη (ΕΕ 1994, L 223, σ. 24), που τέθηκε σε ισχύ την 1η Αυγούστου 1994, δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση της επίμαχης συμφωνίας-πλαισίου, η οποία έχει διαφορετική φύση λόγω της εξελίξεως των συμφωνιών συνεργασίας που έχουν συναφθεί έκτοτε μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών, εξελίξεως χαρακτηριζόμενης από την επέκταση, συγχρόνως προς τη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, των τομέων που καλύπτονται από τις συμφωνίες αυτές και από την ενίσχυση των συνομολογούμενων δεσμεύσεων.

42

Εντούτοις, παρατηρείται συναφώς, κατά πρώτο λόγο, ότι η εξέλιξη αυτή όχι μόνον δεν αναιρεί τις μνημονευθείσες στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως εκτιμήσεις του Δικαστηρίου στην απόφαση Πορτογαλία κατά Συμβουλίου (EU:C:1996:461), αλλ’ αντιθέτως είναι ενδεικτική της αυξήσεως, αφενός, των σκοπών της συνεργασίας για την ανάπτυξη και, αφετέρου, των καλυπτόμενων από αυτή τομέων, αποτυπώνοντας το όραμα της Ένωσης για την ανάπτυξη, όπως έχει εκτεθεί με την ευρωπαϊκή κοινή αντίληψη. Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 40 και 41 των προτάσεών του και όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τα σημεία 5 και 7 της ευρωπαϊκής κοινής αντιλήψεως, ο βασικός σκοπός της συνεργασίας για την ανάπτυξη είναι η εξάλειψη της φτώχειας στο πλαίσιο της βιώσιμης αναπτύξεως, ιδίως μέσω της επιδιωκόμενης υλοποιήσεως των αναπτυξιακών στόχων της χιλιετίας. Η έννοια «βιώσιμη ανάπτυξη» ενέχει, μεταξύ άλλων, περιβαλλοντικές πτυχές. Δεδομένου ότι η εξάλειψη της φτώχειας παρουσιάζει πολλές και ποικίλες πτυχές, η υλοποίηση των στόχων αυτών απαιτεί, κατά το σημείο 12 της ευρωπαϊκής κοινής αντιλήψεως, την εφαρμογή πλήθους αναπτυξιακών δραστηριοτήτων που απαριθμούνται στο εν λόγω σημείο.

43

Η ευρεία αυτή αντίληψη της συνεργασίας για την ανάπτυξη έχει ιδίως εξειδικευθεί με την έκδοση του κανονισμού 1905/2006 ο οποίος, για να στηρίξει την επιδίωξη των προαναφερθέντων στόχων, προβλέπει την παροχή συνδρομής από την Ένωση μέσω πολυδιάστατων προγραμμάτων ανά γεωγραφική περιοχή και ανά θεματική.

44

Εντούτοις, δεν εμπίπτει στην πολιτική συνεργασίας για την ανάπτυξη μέτρο το οποίο, ακόμη και αν συμβάλλει στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη αναπτυσσόμενων χωρών, έχει ως ουσιώδη σκοπό την εφαρμογή άλλης πολιτικής (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑91/05, EU:C:2008:288, σκέψη 72).

45

Κατά δεύτερο λόγο, διαπιστώνεται ότι, σε αντίθεση με τη συμφωνία συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Ινδίας για τις εταιρικές σχέσεις και την ανάπτυξη, η έννοια «ανάπτυξη» δεν περιλαμβάνεται στον τίτλο της συμφωνίας-πλαισίου. Η συνεργασία για την ανάπτυξη μνημονεύεται μόνο στο άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, στο πλαίσιο της «συνεργασίας σε όλους τους άλλους τομείς αμοιβαίου ενδιαφέροντος», στο οποίο εντάσσονται επίσης και οι μεταφορές και το περιβάλλον, ενώ η καθιέρωση συνεργασίας στον τομέα της μεταναστεύσεως προβλέπεται στο άρθρο 2, στοιχείο ζʹ, ως χωριστός σκοπός. Από τα 58 άρθρα της συμφωνίας-πλαισίου, η συνεργασία για την ανάπτυξη αποτελεί αντικείμενο ενός μόνον άρθρου, ήτοι του άρθρου 29.

46

Εντούτοις, στο προοίμιο της συμφωνίας-πλαισίου διακηρύσσεται η βούληση των συμβαλλομένων μερών να προωθήσουν τη βιώσιμη κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη, την εξάλειψη της φτώχειας και την επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων της χιλιετίας. Η δέσμευση για την προώθηση της βιώσιμης αναπτύξεως, τη συνεργασία για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της κλιματικής αλλαγής και για τη συμβολή στην επίτευξη των διεθνώς συμφωνηθέντων αναπτυξιακών στόχων, καθώς και των αναπτυξιακών στόχων της χιλιετίας αποτελεί τμήμα των γενικών αρχών που εξαγγέλλει το άρθρο 1 της συμφωνίας-πλαισίου. Ο σκοπός της βιώσιμης αναπτύξεως και της μειώσεως της φτώχειας δεν εξαγγέλλεται μόνο στο άρθρο 29 της εν λόγω συμφωνίας, το οποίο προσδιορίζει τους άξονες του διαλόγου σχετικά με τη συνεργασία για την ανάπτυξη, αλλά διακηρύσσεται και με άλλες διατάξεις της συμφωνίας, όπως, μεταξύ άλλων, τις σχετικές με την απασχόληση και τις κοινωνικές υποθέσεις, τη γεωργία, την αλιεία και την αγροτική ανάπτυξη καθώς και την περιφερειακή ανάπτυξη.

47

Επιπλέον, από το σύνολο της συμφωνίας-πλαισίου προκύπτει ότι η συνεργασία και η εταιρική σχέση που προβλέπονται από αυτή λαμβάνουν ιδιαιτέρως υπόψη τις ανάγκες μιας αναπτυσσόμενης χώρας και, ως εκ τούτου, συμβάλλουν στην προώθηση της επιτεύξεως των σκοπών των άρθρων 21, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, ΣΕΕ και 208, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

48

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, πρέπει, για την εξέταση του ζητήματος που έχει τεθεί με τη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως, να εξεταστεί αν οι διατάξεις της συμφωνίας-πλαισίου σχετικά με την επανεισδοχή υπηκόων των συμβαλλομένων μερών, με τις μεταφορές και με το περιβάλλον συμβάλλουν επίσης στην επίτευξη των σκοπών της συνεργασίας για την ανάπτυξη και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν οι διατάξεις αυτές περιλαμβάνουν υποχρεώσεις με τόσο ευρύ περιεχόμενο ώστε να μπορούν να θεωρηθούν ως χωριστοί σκοποί που δεν είναι δευτερεύοντες ούτε έμμεσοι σε σχέση με τους σκοπούς της συνεργασίας για την ανάπτυξη.

49

Όσον αφορά, κατά πρώτο λόγο, τη συμβολή των διατάξεων αυτών στην επίτευξη των σκοπών της συνεργασίας για την ανάπτυξη, διαπιστώνεται ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 48, 55 και 63 των προτάσεών του, η μετανάστευση, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων κατά της παράνομης μεταναστεύσεως, οι μεταφορές και το περιβάλλον αποτελούν τμήμα της αναπτυξιακής πολιτικής που έχει καθοριστεί με την ευρωπαϊκή κοινή αντίληψη. Στο σημείο 12 του κειμένου αυτού, η μετανάστευση, όπως και το περιβάλλον και η βιώσιμη διαχείριση των φυσικών πόρων εντάσσονται στη δέσμη των προβλεπόμενων αναπτυξιακών δραστηριοτήτων για την υλοποίηση των αναπτυξιακών στόχων της χιλιετίας και για τη συνεκτίμηση των οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών πτυχών της εξαλείψεως της φτώχειας στο πλαίσιο της βιώσιμης αναπτύξεως. Στο σημείο 38 του εν λόγω κειμένου, η μετανάστευση ερμηνεύεται ως παράγοντας που πρέπει να έχει θετικά αποτελέσματα για την ανάπτυξη, συμβάλλοντας στη μείωση της φτώχειας και, στο σημείο 40, η ανάπτυξη ερμηνεύεται ως η πλέον αποτελεσματική μακροπρόθεσμη αντίδραση στην ακούσια και παράνομη μετανάστευση. Το περιβάλλον και οι μεταφορές μνημονεύονται στα σημεία 75 και 77 του ως άνω κειμένου, μεταξύ των κύριων τομέων δράσεως της Ένωσης για την κάλυψη των αναγκών των χωρών-εταίρων.

50

Ομοίως, η μετανάστευση, οι μεταφορές και το περιβάλλον μνημονεύονται στον κανονισμό 1905/2006 ως τομείς της συνεργασίας για την ανάπτυξη για τους οποίους η Ένωση μπορεί να παράσχει συνδρομή μέσω προγραμμάτων ανά γεωγραφική περιοχή, ιδίως υπέρ των χωρών της Ασίας και, όσον αφορά το περιβάλλον και τη μετανάστευση, μέσω θεματικών προγραμμάτων.

51

Στη συμφωνία-πλαίσιο γίνεται προφανώς συσχέτιση μεταξύ της συνεργασίας την οποία έχει ως σκοπό να καθιερώσει η συμφωνία αυτή σε ζητήματα μεταναστεύσεως, μεταφορών και περιβάλλοντος, αφενός, και των σκοπών της συνεργασίας για την ανάπτυξη, αφετέρου.

52

Ειδικότερα, πρώτον, το άρθρο 26 της συμφωνίας-πλαισίου, το οποίο επιγράφεται «Συνεργασία στους τομείς της μετανάστευσης και της ανάπτυξης», ορίζει ότι τα ζητήματα της μεταναστεύσεως πρέπει να περιληφθούν στις εθνικές στρατηγικές για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των χωρών καταγωγής, διελεύσεως και προορισμού των μεταναστών και ότι η συνεργασία αυτή επικεντρώνεται ειδικότερα στα ζητήματα μεταναστεύσεως και αναπτύξεως.

53

Δεύτερον, με το άρθρο 34 της συμφωνίας-πλαισίου, τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν ότι η συνεργασία στον τομέα του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων πρέπει να προωθήσει τη διατήρηση και τη βελτίωση του περιβάλλοντος στο πλαίσιο βιώσιμης αναπτύξεως και να ενισχύσει την ενσωμάτωση των περιβαλλοντικών εκτιμήσεων σε όλους τους τομείς συνεργασίας. Τέτοιες εκτιμήσεις περιλαμβάνονται και σε άλλες διατάξεις της συμφωνίας-πλαισίου, ιδίως στο άρθρο 29 όσον αφορά τη συνεργασία για την ανάπτυξη, κατά το οποίο ο σχετικός με τη συνεργασία αυτή διάλογος επικεντρώνεται, μεταξύ άλλων, στην προώθηση της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας.

54

Τρίτον, το άρθρο 38 της συμφωνίας-πλαισίου προβλέπει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν δράση για να συνεργαστούν στον τομέα των μεταφορών προκειμένου, μεταξύ άλλων, να αντιμετωπιστεί ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος των μεταφορών και ότι προτίθενται να προωθήσουν στον τομέα αυτό την ανταλλαγή πληροφοριών και τον διάλογο επί διαφόρων ζητημάτων εκ των οποίων ορισμένα αφορούν την ανάπτυξη.

55

Από τις διαπιστώσεις αυτές έπεται ότι οι διατάξεις της συμφωνίας-πλαισίου σχετικά με την επανεισδοχή υπηκόων των συμβαλλομένων μερών, με τις μεταφορές και με το περιβάλλον συμβάλλουν, σε αρμονία με την ευρωπαϊκή κοινή αντίληψη, στην επιδίωξη των σκοπών της συνεργασίας για την ανάπτυξη.

56

Όσον αφορά, κατά δεύτερο λόγο, το περιεχόμενο των υποχρεώσεων που προβλέπονται με τις διατάξεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 34 σχετικά με το περιβάλλον και με τους φυσικούς πόρους και το άρθρο 38 σχετικά με τις μεταφορές περιορίζονται σε δηλώσεις των συμβαλλομένων μερών σχετικά με τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει η συνεργασία τους και με τα θέματα τα οποία αφορά, χωρίς να καθορίζουν τις ακριβείς λεπτομέρειες της υλοποιήσεως της συνεργασίας αυτής.

57

Ως προς την επανεισδοχή υπηκόων των συμβαλλομένων μερών, το άρθρο 26, παράγραφος 3, της συμφωνίας-πλαισίου, σε αντίθεση με τις διατάξεις που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως, περιλαμβάνει συγκεκριμένες υποχρεώσεις. Ειδικότερα, η Δημοκρατία των Φιλιππίνων και τα κράτη μέλη δεσμεύονται να δεχθούν τον επαναπατρισμό υπηκόων τους οι οποίοι δεν πληρούν ή έχουν πάψει να πληρούν τις προϋποθέσεις εισόδου ή διαμονής στο έδαφος του άλλου συμβαλλόμενου μέρους, κατόπιν αιτήσεως του μέρους αυτού και εντός εύλογης προθεσμίας, εφόσον διαπιστωθεί η ιθαγένεια των υπηκόων και τηρηθούν οι κανόνες διαδικασίας, καθώς και να παρέχουν στους υπηκόους τους, προς τον σκοπό αυτόν, τα απαιτούμενα έγγραφα. Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν επίσης να συνάψουν, το συντομότερο δυνατό, συμφωνία εισδοχής και επανεισδοχής.

58

Μολονότι το προαναφερθέν άρθρο 26, παράγραφος 3, περιέχει ασφαλώς διευκρινίσεις σχετικά με την εξέταση των αιτήσεων επανεισδοχής, γεγονός πάντως είναι ότι, όπως προκύπτει από την παράγραφο 2, στοιχείο στʹ, του ίδιου άρθρου, η επανεισδοχή προσώπων που διαμένουν χωρίς άδεια μνημονεύεται στο άρθρο αυτό ως ένας από τους άξονες της συνεργασίας σε ζητήματα μεταναστεύσεως και αναπτύξεως, χωρίς να αποτελεί, στο στάδιο αυτό, αντικείμενο λεπτομερών διατάξεων που να καθιστούν δυνατή την υλοποίηση της συνεργασίας, όπως είναι οι διατάξεις που περιλαμβάνονται σε συμφωνία επανεισδοχής. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 26 της συμφωνίας-πλαισίου περιλαμβάνει ρύθμιση των επακριβών λεπτομερειών για την υλοποίηση της συνεργασίας σχετικά με την επανεισδοχή υπηκόων των συμβαλλομένων μερών, διαπίστωση η οποία επιβεβαιώνεται από την περιλαμβανόμενη στην παράγραφος 4 του ως άνω άρθρου δέσμευση για σύναψη, εντός σύντομης προθεσμίας, συμφωνίας επανεισδοχής.

59

Κατά συνέπεια, οι διατάξεις της συμφωνίας-πλαισίου σχετικά με την επανεισδοχή υπηκόων των συμβαλλομένων μερών, με τις μεταφορές και με το περιβάλλον προφανώς δεν περιλαμβάνουν υποχρεώσεις με τόσο ευρύ περιεχόμενο ώστε να μπορούν να θεωρηθούν ως σκοποί χωριστοί από τους σκοπούς της συνεργασίας για την ανάπτυξη και δευτερεύοντες ή έμμεσοι σε σχέση με τους προαναφερθέντες σκοπούς.

60

Από τα ανωτέρω έπεται ότι κακώς το Συμβούλιο χρησιμοποίησε ως νομικές βάσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως τα άρθρα 79, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, 91 ΣΛΕΕ και 100 ΣΛΕΕ, και 191, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ.

61

Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, επιβάλλεται η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το μέρος που το Συμβούλιο προσέθεσε σε αυτήν τις νομικές βάσεις που αφορούν την επανεισδοχή υπηκόων τρίτων χωρών, τις μεταφορές και το περιβάλλον.

62

Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η εξέταση του αιτήματος της Επιτροπής και του Συμβουλίου περί διατηρήσεως των αποτελεσμάτων της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Επί των δικαστικών εξόδων

63

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη του Συμβουλίου στα δικαστικά έξοδα και το Συμβούλιο ηττήθηκε, επιβάλλεται η καταδίκη του στα δικαστικά έξοδα.

64

Κατά το άρθρο 140, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού, η Τσεχική Δημοκρατία, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ιρλανδία, η Ελληνική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Αυστρίας και το Ηνωμένο Βασίλειο φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει την απόφαση 2012/272/ΕΕ του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 2012, σχετικά με την υπογραφή, εξ ονόματος της Ένωσης, της συμφωνίας-πλαισίου εταιρικής σχέσης και συνεργασίας μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας των Φιλιππίνων, αφετέρου, κατά το μέρος που το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσέθεσε σε αυτήν τις νομικές βάσεις που αφορούν την επανεισδοχή υπηκόων τρίτων χωρών, τις μεταφορές και το περιβάλλον.

 

2)

Καταδικάζει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα δικαστικά έξοδα.

 

3)

Η Τσεχική Δημοκρατία, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ιρλανδία, η Ελληνική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Αυστρίας και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top