EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62011CC0228

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jääskinen της 29ης Νοεμβρίου 2012.
Melzer κατά MF Global UK Ltd.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Landgericht Düsseldorf - Γερμανία.
Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις - Ειδικές δωσιδικίες ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας - Διασυνοριακή συμμετοχή περισσοτέρων προσώπων στην ίδια παράνομη πράξη - Δυνατότητα καθορισμού της κατά τόπο αρμοδιότητας με βάση τον τόπο όπου τελέσθηκε ζημιογόνος πράξη από άλλο πρόσωπο πλην του εναγομένου ("wechselseitige Handlungsortzurechnung").
Υπόθεση C-228/11.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2012:766

ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

NIILO JÄÄSKINEN

της 29ης Νοεμβρίου 2012 ( 1 )

Υπόθεση C-228/11

Melzer

κατά

MF Global UK

[αίτηση προδικαστικής αποφάσεως του Landgericht Düsseldorf (Γερμανία)]

«Διεθνής δικαιοδοσία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις — Ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού (EΚ) 44/2001 — Ειδική δικαιοδοσία σε διαφορές εξ αδικοπραξίας — Διασυνοριακή συμμετοχή πλειόνων προσώπων στην αυτή φερόμενη ως αδικοπραξία — Ενδεχόμενη δυνατότητα θεμελιώσεως δικαιοδοσίας κράτους μέλους ως προς εναγόμενο που έχει κατοικία σε άλλο κράτος μέλος επί του στοιχείου του τόπου όπου τελέσθηκε ζημιογόνος πράξη από πρόσωπο μη εναχθέν το οποίο φέρεται ως συναυτουργός ή συνεργός»

I – Εισαγωγή

1.

Η υποβληθείσα από το Landgericht Düsseldorf (Γερμανία) αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού (EΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ( 2 ), και, συγκεκριμένα, τον ορισμό του «τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός», κατά την έννοια του προβλεπόμενου από τον εν λόγω κανονισμό κανόνα δικαιοδοσίας σε διαφορές εξ αδικοπραξίας, οσάκις συστατικά ενός τέτοιου γεγονότος στοιχεία φέρονται ως επελθόντα σε δύο διαφορετικά κράτη μέλη, καθώς και εντός ενός και του αυτού εκ των δύο αυτών κρατών μελών.

2.

Το αιτούν δικαστήριο, επιληφθέν αγωγής αποζημιώσεως για αδικοπρακτική ευθύνη η οποία παρουσιάζει διασυνοριακό χαρακτήρα και προκειμένου να είναι σε θέση να κρίνει αν το ίδιο είναι κατά τόπον αρμόδιο να αποφανθεί συναφώς, ερωτά εάν ένας εκ φερόμενων ως υπαιτίων της ζημίας ο οποίος έχει την κατοικία του εντός κράτους μέλους ( 3 ) δύναται να εναχθεί ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους βάσει του τόπου όπου συνεργός ή συναυτουργός τέλεσε ζημιογόνο πράξη, μολονότι η αγωγή δεν στρέφεται ομοίως κατά του εν λόγω συνεργού ή συναυτουργού.

3.

Με την απόφασή του, το Landgericht Düsseldorf προτείνει στο Δικαστήριο να αναγνωρίσει μια νέα βάση δικαιοδοσίας, η οποία θα προσφέρει στον ενάγοντα πρόσθετη επιλογή ( 4 ) σε σχέση με την κύρια εναλλακτική που απορρέει από τη διάκριση στην οποία από μακρού προβαίνει η νομολογία σε περιπτώσεις χωρικής διασπάσεως των αδικοπραξιών, ήτοι από τη διάκριση μεταξύ του τόπου επελεύσεως της ζημίας και του τόπου του γενεσιουργού της ζημίας γεγονότος ( 5 )· η νέα αυτή δωσιδικία θα βασίζεται στον τόπο τελέσεως της πράξεως εκ μέρους άλλου αυτουργού της ζημιογόνου πράξεως και όχι από τον εναγόμενο, κατ’ εφαρμογήν κανόνα που ισχύει στη γερμανική έννομη τάξη ( 6 ).

4.

Η υπό κρίση υπόθεση φέρνει για μια ακόμη φορά στο προσκήνιο την τάση ορισμένων δικαιοδοτικών οργάνων κρατών μελών να θεωρούν ότι κατά την ερμηνεία του κανονισμού 44/2001 χωρεί συνεκτίμηση των εθνικών ιδιαιτεροτήτων, τάση τις συνέπειες της οποίας το Δικαστήριο καλείται να αποδεχθεί σε διασυνοριακό επίπεδο ( 7 ), εις βάρος του πρωτίστως ενοποιητικού σκοπού που υπηρετεί η εν λόγω πράξη του δικαίου της Ένωσης. Πέραν της αξιοσημείωτης σημασίας της υπό το εν λόγω θεωρητικό πρίσμα, η υπό κρίση υπόθεση θα μπορούσε να έχει ενδεχομένως σημαντικό αντίκτυπο και σε πρακτικό επίπεδο, σύμφωνα με τα στοιχεία που οι διάδικοι παρέσχαν στο Δικαστήριο ( 8 ).

II – Το νομικό πλαίσιο

5.

Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη του 2, σκοπός του κανονισμού 44/2001 είναι η εισαγωγή, χάριν της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, «διατάξεων σχετικά με την ενοποίηση των κανόνων σύγκρουσης δικαιοδοσίας στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις […]».

6.

Κατά την αιτιολογική σκέψη 11 του εν λόγω κανονισμού, «[ο]ι κανόνες δικαιοδοσίας πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου και η δωσιδικία αυτή πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου το επίδικο αντικείμενο ή η αυτονομία των μερών δικαιολογεί άλλο συνδετικό παράγοντα.»

7.

Κατά την αιτιολογική σκέψη 12 του ίδιου κανονισμού, «[η] δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου πρέπει να συμπληρωθεί από εναλλακτικές δωσιδικίες που θα ισχύουν λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ή για τη διευκόλυνση του έργου της δικαιοσύνης.»

8.

Με την αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού επισημαίνεται ότι «[γ]ια λόγους αρμονικής απονομής της δικαιοσύνης θα πρέπει να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα παράλληλης εκδίκασης μιας υπόθεσης και να αποφεύγεται η έκδοση ασυμβιβάστων αποφάσεων σε δύο κράτη μέλη […]».

9.

Οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο II του κανονισμού 44/2001.

10.

Το άρθρο 2, σημείο 1, του κανονισμού, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 1, με τίτλο «Γενικές διατάξεις», του κεφαλαίου II, ορίζει:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.»

11.

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο περιλαμβάνεται στο ίδιο τμήμα, ορίζει ότι «[τ]α πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους μόνο σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 7 του παρόντος κεφαλαίου».

12.

Το άρθρο 5, σημεία 1 και 3, του κανονισμού 44/2001, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 2, με τίτλο «Ειδικές δικαιοδοσίες», του κεφαλαίου II, ορίζει:

«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:

1)

α)

ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή·

β)

για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας διάταξης και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι:

εφόσον πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων, ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της συμβάσεως, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων,

εφόσον πρόκειται για παροχή υπηρεσιών, ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της συμβάσεως, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών·

γ)

το στοιχείο αʹ εφαρμόζεται, εφόσον δεν εφαρμόζεται το στοιχείο βʹ·

[…]

3)

ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός».

13.

Το άρθρο 6, σημείο 1, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο περιλαμβάνεται στο ίδιο τμήμα, ορίζει ότι «[τ]ο ίδιο αυτό πρόσωπο μπορεί επίσης να εναχθεί [...] αν υπάρχουν πολλοί εναγόμενοι, ενώπιον του δικαστηρίου της κατοικίας ενός εξ αυτών, εφόσον υπάρχει τόσο στενή συνάφεια μεταξύ των αγωγών ώστε να ενδείκνυται να συνεκδικασθούν και να κριθούν συγχρόνως, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων που θα μπορούσαν να προκύψουν από τη χωριστή εκδίκασή τους».

III – Η διαφορά της κύριας δίκης, το προδικαστικό ερώτημα και η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

14.

Η εταιρία Weise Wertpapier Handelsunternehmen (στο εξής: W.W.H.), με έδρα το Düsseldorf (Γερμανία), προσέλκυσε τηλεφωνικώς και ανέλαβε την παροχή υπηρεσιών επενδυτικής διαμεσολαβήσεως στον κ. Melzer, κάτοικο Βερολίνου. Η εν λόγω εταιρία άνοιξε επ’ ονόματι του Μelzer λογαριασμό στη MF Global UK Ltd (στο εξής: MF Global UK), εταιρία μεσιτείας με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο), η οποία εκτέλεσε από τον λογαριασμό του προθεσμιακές χρηματιστηριακές συναλλαγές έναντι αμοιβής.

15.

Κατά τα έτη 2002 και 2003 ο Melzer προέβη σε καταβολές στον εν λόγω λογαριασμό ποσών συνολικού ύψους 172000 ευρώ. Στις 9 Ιουλίου 2003 η MF Global UK απέδωσε στον Melzer το ποσό των 924,88 ευρώ. Η MF Global UK τον χρέωσε με προμήθεια ύψους 120 δολαρίων ΗΠΑ (USD)· από το ποσό αυτό η ίδια κράτησε 25 USD και απέδωσε στη W.W.H. το υπόλοιπο ποσό των 95 USD.

16.

Ο Melzer άσκησε ενώπιον του Landgericht Düsseldorf αγωγή, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί η MF Global UK να του καταβάλει αποζημίωση πλέον τόκων μέχρι του ποσού της διαφοράς μεταξύ των ποσών που ο ίδιος κατέβαλε και των ποσών που εισέπραξε στο πλαίσιο των εν λόγω συναλλαγών, ήτοι το ποσό των 171075,12 ευρώ πλέον τόκων ( 9 ).

17.

Προς στήριξη των αιτημάτων του, ο Melzer προέβαλε το επιχείρημα ότι δεν είχε λάβει επαρκή πληροφόρηση για τους κινδύνους των προθεσμιακών χρηματιστηριακών συναλλαγών, οι οποίες αφορούσαν δικαιώματα προαιρέσεως, ούτε από τη W.W.H. ούτε από τη MF Global UK. Όπως επισήμανε, τα έγγραφα που του ενεχείρισε η W.W.H. ( 10 ) δεν πληρούσαν τους όρους περί επαρκούς ενημερώσεως του πελάτη σχετικά με τους εν λόγω κινδύνους, ενημερώσεως την οποία απαιτεί η γερμανική νομολογία. Ομοίως, ο ίδιος δεν έλαβε αντικειμενική πληροφόρηση ούτε για τη μυστική σύμβαση προμηθειών, την αποκαλούμενη «kickback agreement», μεταξύ της MF Global UK και της W.W.H., και για τη σύγκρουση συμφερόντων που η σύμβαση αυτή συνεπαγόταν. Ο Melzer υποστήριξε επίσης ότι το ποσό της υπολογισθείσας από τη MF Global UK προμήθειας ήταν υπερβολικά υψηλό. Κατά τον ίδιο, η MF Global UK όφειλε να του καταβάλει αποζημίωση πλέον τόκων λόγω εκ προθέσεως παράνομης συνέργειας στην επέλευση της προκληθείσας από τη W.W.H. ζημίας.

18.

Η MF Global UK αμφισβήτησε την κατά τόπον αρμοδιότητα του Landgericht Düsseldorf και ζήτησε την επί της ουσίας απόρριψη της αγωγής.

19.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι επί της διαφοράς της κύριας δίκης τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του κανονισμού 44/2001, διότι η εναγομένη είναι νομικό πρόσωπο με καταστατική έδρα εντός κράτους μέλους. Διευκρινίζοντας ότι εν προκειμένω δεν δύναται να εφαρμοσθεί καμία ρήτρα παρεκτάσεως δικαιοδοσίας ( 11 ), το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η διεθνής δικαιοδοσία των γερμανικών δικαστηρίων θεμελιώνεται στο άρθρο 5, σημείο 3, του εν λόγω κανονισμού, καθώς τόπος επελεύσεως της ζημίας είναι η Γερμανία. Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι, κατά τον Melzer, η περιουσιακή ζημία της οποίας ζητεί την αποκατάσταση επήλθε στη Γερμανία, εφόσον, αφενός, οι εκ μέρους του καταβολές στον λογαριασμό του στο Λονδίνο πραγματοποιήθηκαν από τη Γερμανία και, αφετέρου, η ζημία αφορά το πιστωτικό υπόλοιπο του τραπεζικού λογαριασμού που ο ίδιος διατηρεί στο εν λόγω κράτος μέλος.

20.

Αντιθέτως, το αιτούν δικαστήριο διατυπώνει επιφυλάξεις ως προς την κατά τόπον αρμοδιότητά του στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001. Το εν λόγω δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω διατάξεως, ένα πρόσωπο δύναται να εναχθεί, κατ’ επιλογήν του ενάγοντος, είτε ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου επήλθε η ζημία, του αποκαλούμενου «τόπου επελεύσεως της ζημίας», είτε ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου του ζημιογόνου συμβάντος, του αποκαλούμενου «τόπου του γενεσιουργού της ζημίας γεγονότος», οσάκις οι δύο αυτοί τόποι δεν ταυτίζονται. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η ζημία επήλθε στο Βερολίνο, όπου έχει την κατοικία του ο Melzer, και όχι στο Düsseldorf, όπου είναι η έδρα του δικαστηρίου. Ούτως εχόντων των πραγμάτων όσον αφορά τον «τόπο επελεύσεως» της ζημίας, καθοριστική σημασία αποκτά εν προκειμένω ο «τόπος του γενεσιουργού της ζημίας γεγονότος». Εφόσον, λοιπόν, η MF Global UK δραστηριοποιείται αποκλειστικώς στο Λονδίνο, η κατά τόπον αρμοδιότητά του θα μπορούσε να θεμελιωθεί μόνο στη δραστηριότητα της W.W.H. στο Düsseldorf.

21.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, ένα τέτοιος συνδετικός παράγοντας υφίσταται στο γερμανικό δίκαιο, το οποίο προβλέπει ότι, σε περίπτωση συμμετοχής πλειόνων σε αδικοπραξία, έκαστος είναι συνυπεύθυνος για τη συνδρομή του άλλου στην τέλεσή της. Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των ισχυρισμών του Melzer, κατά τον οποίο η ευθύνη της MF Global UK συνίσταται τουλάχιστον στην εκ προθέσεως παροχή συνδρομής στη W.W.H. κατά την τέλεση των παράνομων πράξεων που αυτή διέπραξε στη Γερμανία και, συγκεκριμένα, στο Düsseldorf, θα μπορούσε να θεωρηθεί βάσιμο το ενδεχόμενο θεμελιώσεως της αρμοδιότητας του εν λόγω δικαστηρίου στο στοιχείο του τόπου όπου έλαβαν χώρα οι ενέργειες του εν λόγω συναυτουργού ή συνεργού ( 12 ).

22.

Δεδομένου ότι, σε σχέση με την πράξη τρίτου, ο κανονισμός 44/2001 δεν περιλαμβάνει κανένα κανόνα συνδέσεως αυτού του είδους ικανό να δικαιολογήσει διεθνή δικαιοδοσία ή κατά τόπον αρμοδιότητα, ανακύπτει συνακόλουθα το ζήτημα αν στο άρθρο 5, σημείο 3, του εν λόγω κανονισμού πρέπει να δοθεί η ερμηνεία ότι η ζημιογόνος πράξη αυτουργού ή συνεργού δύναται ομοίως να δικαιολογήσει διεθνή δικαιοδοσία ή κατά τόπον αρμοδιότητα ως προς τον εναγόμενο. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι επί του ζητήματος αυτού υφίσταται διάσταση απόψεων τόσο στην εθνική νομολογία όσο και στη θεωρία.

23.

Υπό τις συνθήκες αυτές, με απόφαση κατατεθείσα στο Δικαστήριο την 6η Μαΐου 2011, το Landgericht Düsseldorf αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Σε περίπτωση διασυνοριακής συμμετοχής πλειόνων προσώπων σε αδικοπραξία, επιτρέπεται, στο πλαίσιο της κατ’ άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού [44/2001] δικαιοδοσίας σε διαφορές εξ αδικοπραξίας, να λειτουργεί για ένα έκαστο των μετασχόντων ως τόπος του ζημιογόνου γεγονότος και, συνεπώς, ως βάση δικαιοδοσίας δυνάμει του εν λόγω άρθρου ο τόπος όπου άλλος εξ αυτών συνέδραμε, με ζημιογόνο πράξη του, στην πραγμάτωση του ζημιογόνου γεγονότος;»

24.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν στο Δικαστήριο ο Melzer και η MF Global UK, η Γερμανική Κυβέρνηση, η Τσεχική Κυβέρνηση, η Πορτογαλική Κυβέρνηση, η Ελβετική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

25.

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 5ης Ιουλίου 2012 εκπροσωπήθηκαν ο Melzer, η MF Global UK, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή.

IV – Ανάλυση

26.

Λαμβανομένης υπόψη της διατυπώσεως του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος, του οποίου το περίγραμμα εμφανίζεται κατά τι ασαφές, φρονώ ότι, προ της προτεινόμενης συγκεκριμένης απαντήσεως επ’ αυτού, είναι αναγκαία η αποσαφήνιση του αντικειμένου και των διακυβευμάτων εκ της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.

Α – Επί του περιεχομένου του προδικαστικού ερωτήματος

27.

Η υπό κρίση υπόθεση ανάγεται σε αγωγή αποζημιώσεως εξ αδικοπρακτικής ευθύνης. Από τη συνδυασμένη ανάγνωση των άρθρων 2 και 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001 προκύπτει ότι πρόσωπο που έχει την κατοικία του εντός κράτους μέλους δύναται να εναχθεί, κατ’ επιλογήν του ενάγοντος, είτε ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους όπου βρίσκεται η κατοικία του είτε ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους, ήτοι του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος «όπου συνέβη» ή «ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός».

28.

Η τελευταία αυτή πτυχή, η οποία επεκτείνει την αρμοδιότητα του δικαστηρίου επί διαφορών εξ αδικοπραξίας στην προληπτική δικαστική προστασία, αποτελεί το μόνο στοιχείο που προστίθεται στο άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001 σε σχέση με το άρθρο 5, παράγραφος 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών ( 13 ), την οποία ο εν λόγω κανονισμός αντικαθιστά. Παρά την προσθήκη του συγκεκριμένου στοιχείου ( 14 ), το οποίο, άλλωστε, δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή, οι διατάξεις των δύο νομοθετημάτων είναι, όπως έχει γίνει δεκτό από το Δικαστήριο, κατ’ ουσίαν ισοδύναμες και, συνεπώς, η νομολογία περί της ερμηνείας του κανόνα δικαιοδοσίας που περιέχεται στη Σύμβαση ισχύει και για τον αντίστοιχο κανόνα του κανονισμού ( 15 ).

29.

Εκ πρώτης όψεως και δεδομένου ότι, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, ο Melzer συνδέεται αναμφιβόλως με σύμβαση με τη MF Global UK, καθώς και με τη W.W.H., προκαλεί ενδεχομένως έκπληξη το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο δεν εκτίμησε ότι εν προκειμένω θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής το σημείο 1 του άρθρου 5 του κανονισμού 44/2001, το οποίο αφορά δικαιοδοσία σε διαφορές εκ συμβάσεως, τουλάχιστον εξίσου με το σημείο 3 του εν λόγω άρθρου, το οποίο αφορά δικαιοδοσία σε διαφορές εξ αδικοπραξίας ( 16 ). Η MF Global UK διατυπώνει προκαταρκτικές παρατηρήσεις προς την κατεύθυνση αυτή, εκτιμώντας ότι θα ήταν χρήσιμη η σαφής οριοθέτηση των αντίστοιχων πεδίων εφαρμογής των σημείων 1 και 3 του άρθρου 5 του εν λόγω κανονισμού. Σε σχέση, όμως, με την επισήμανση αυτή επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, το αιτούν δικαστήριο καθορίζει μόνο του το αντικείμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως που υποβάλλει και ότι, εφόσον το προδικαστικό ερώτημα επικεντρώνεται σε συγκεκριμένο ζήτημα, παρέλκει η εκ μέρους του Δικαστηρίου απόφανση επί ζητήματος που εγείρει ένας από τους διαδίκους της κύριας δίκης ( 17 ).

30.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει κατ’ αρχάς ότι η διεθνής δικαιοδοσία των γερμανικών δικαστηρίων, θεωρούμενων στο σύνολό τους, δεν εγείρει κάποιο ζήτημα. Το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι η δικαιοδοσία αυτή αποτελεί αδιαμφισβήτητο δεδομένο, λαμβανομένου υπόψη ότι ο κατ’ άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001 τόπος επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος είναι, κατά την άποψή του, το Βερολίνο, πόλη στην οποία εντοπίζεται τόσο η κατοικία του Melzer όσο και ο τραπεζικός λογαριασμός από τον οποίο χρηματοδοτήθηκαν οι επίδικες συναλλαγές.

31.

Εντούτοις, η Επιτροπή διατύπωσε αντίθετη άποψη, υποστηρίζοντας ότι η απόφαση Kronhofer ( 18 ) απαγορεύει την απονομή δικαιοδοσίας στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η κατοικία του ενάγοντος, ως δικαστήριο του τόπου όπου βρίσκεται «το επίκεντρο της περιουσίας του», εκ μόνου του λόγου ότι ο ενάγων υπέστη στον τόπο αυτόν οικονομική ζημία συνεπεία της σημειωθείσας εντός άλλου κράτους μέλους απώλειας ορισμένων περιουσιακών στοιχείων του, οσάκις το σύνολο των ιδρυτικών της ευθύνης στοιχείων εντοπίζονται στο έδαφος του άλλου αυτού κράτους μέλους ( 19 ).

32.

Συντάσσομαι με την άποψη της Επιτροπής, καθώς εκτιμώ ότι η περιουσιακή ζημία της οποίας την αποκατάσταση αξιώνει ο Melzer και η οποία συνίσταται στην απώλεια μέρους του κεφαλαίου που αυτός επένδυσε έλαβε χώρα στο Λονδίνο και όχι στο Βερολίνο. Συγκεκριμένα, τα επίμαχα κεφάλαια κατατέθηκαν σε λογαριασμό που ανοίχθηκε σε εταιρία μεσιτείας με έδρα το Λονδίνο, όπου και επήλθε η απώλειά τους, καθώς η εκτέλεση της συμβάσεως δικαιωμάτων προαιρέσεως ή η εκπνοή της προθεσμίας ασκήσεων των δικαιωμάτων προαιρέσεως είχε ως αποτέλεσμα τα πιστωθέντα στον εν λόγω λογαριασμό ποσά να είναι χαμηλότερα των επενδυθέντων.

33.

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αφορά την «κατά τόπον» αρμοδιότητά του, ήτοι την αρμοδιότητά του σε εθνικό επίπεδο, καθώς το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται αν είναι πράγματι το ίδιο αρμόδιο, μεταξύ όλων των γερμανικών δικαστήριο, να αποφανθεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001.

34.

Στο σημείο αυτό επιβάλλεται να τονισθεί η διαφορά μεταξύ του γράμματος, αφενός, της διατάξεως του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, το οποίο καθορίζει τη δικαιοδοσία του συνόλου των δικαστηρίων κράτους μέλους ( 20 ), και, αφετέρου, των διατάξεων των σημείων 1 και 3 του άρθρου 5 του εν λόγω κανονισμού, τα οποία αφορούν συγκεκριμένο δικαστήριο καθοριζόμενο σε συνάρτηση με τον τόπο με τον οποίο συνδέεται ειδικώς η διαφορά ( 21 ). Επομένως, η διάταξη της οποίας ζητείται η ερμηνεία καθιστά πράγματι δυνατό, όπως ακριβώς επιδιώκει το αιτούν δικαστήριο, τον προσδιορισμό του κατά τόπον αρμοδίου δικαστηρίου, μεταξύ όλων των καθ’ ύλην αρμοδίων δικαστηρίων κράτους μέλους, τούτο δε κατά τρόπο άμεσο. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι η προσφυγή στην έννοια της διεθνούς δικαιοδοσίας ως προσταδίου της συλλογιστικής που πρέπει να ακολουθηθεί προς εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως, όπως έπραξε το αιτούν δικαστήριο, είναι αλυσιτελής αν όχι εσφαλμένη.

35.

Συγκεκριμένα, κατά το αιτούν δικαστήριο, η δυσκολία έγκειται στο ζήτημα αν, στο πλαίσιο της διασυνοριακής διαφοράς που έχει υποβληθεί στην κρίση του, είναι δυνατόν να θεμελιωθεί στο Düsseldorf ως τόπο δράσεως ενός εκ των φερόμενων ως αυτουργών της αδικοπραξίας –δεδομένου ότι στην πόλη αυτή βρίσκεται η έδρα της W.W.H.– αρμοδιότητα ως προς τον έτερο συναυτουργό της ζημιογόνου πράξεως –ήτοι τη MF Global UK–, η οποία, όπως προκύπτει, ασκούσε τη δραστηριότητά της αποκλειστικώς από το Ηνωμένο Βασίλειο.

36.

Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι ο κανονισμός 44/2001 ορίζει ότι το πρόσωπο που επιδιώκει την αποκατάσταση ζημίας εξ αδικοπραξίας έχει δύο κύριες επιλογές, ήτοι είτε να ασκήσει αγωγή ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου της κατοικίας του εναγομένου κατά το άρθρο 2 του κανονισμού 44/2001 είτε να κάνει χρήση της ειδικής δωσιδικίας που καθιερώνει το άρθρο 5, σημείο 3, του εν λόγω κανονισμού.

37.

Η τελευταία αυτή δωσιδικία δύναται να διαιρεθεί σε δύο κύρια σκέλη ή και σε περισσότερα, αν ληφθούν υπόψη οι ειδικές ένδικες διαφορές στο πλαίσιο των οποίων το Δικαστήριο διαμόρφωσε πρόσθετα κριτήρια συνδέσεως ( 22 ), σε περίπτωση κατά την οποία οι συνιστώσες της αδικοπραξίας και, συνεπώς, οι συνδετικοί παράγοντες διαχέονται σε περισσότερα κράτη μέλη. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει κατ’ επανάληψη ερμηνεύσει τον όρο «τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001 ως δηλωτικό, σε μια τέτοια περίπτωση, του τόπου επελεύσεως της ζημίας, ήτοι του κράτους μέλους όπου το ζημιογόνο γεγονός παρήγαγε άμεσα τα επιζήμια για το θύμα αποτελέσματά του, και, συγχρόνως, του τόπου του γενεσιουργού της ζημίας γεγονότος, ήτοι του κράτους μέλους όπου το ζημιογόνο γεγονός γεννήθηκε εξαιτίας των πράξεων που τέλεσε ο αυτουργός της αδικοπραξίας ( 23 ). Εξ αυτού προκύπτει ότι το πρόσωπο κατά του οποίου στρέφεται ο ενάγων δύναται να εναχθεί, κατ’ επιλογήν του τελευταίου, ενώπιον του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται εκάτερος των δύο αυτών τόπων.

38.

Στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, τα δεδομένα της διαφοράς της κύριας δίκης είναι τα ακόλουθα. Κατά το αιτούν δικαστήριο, τόπος επελεύσεως της ζημίας ο οποίος στοιχεί στο πρώτο από τα προμνησθέντα δύο σκέλη είναι η Γερμανία και, ειδικότερα, το Βερολίνο, και όχι το Düsseldorf, καθόσον στο Βερολίνο ο Melzer, αφενός, έχει την κατοικία του και, αφετέρου, διατηρεί τον χρεωθέντα τραπεζικό λογαριασμό του ( 24 ). Συνεπώς, προκειμένου να θεμελιώσει την αρμοδιότητά του, το Landgericht Düsseldorf επιδιώκει να εξακριβώσει αν υφίσταται εν προκειμένω δωσιδικία η οποία θα μπορούσε να θεμελιωθεί στο δεύτερο εκ των προαναφερθέντων σκελών, λαμβανομένων υπόψη των παράνομων πράξεων που διέπραξαν αντιστοίχως οι φερόμενοι ως αυτουργοί της αδικοπραξίας. Στο πλαίσιο αυτό, τόπος των γενεσιουργών της ζημίας γεγονότων θα μπορούσε να είναι είτε το Λονδίνο, όπου έλαβαν χώρα oι πράξεις μεσιτείας εκ μέρους της MF Global UK, είτε το Düsseldorf, ως πόλη όπου έχει την έδρα της η W.W.H., εταιρία η οποία δεν ενήχθη αλλά συνεργάσθηκε με τη μία και μόνη εναγομένη.

39.

Ειδικότερα, πρέπει να εξακριβωθεί εάν oι ενέργειες στις οποίες προέβη η εταιρία με έδρα το Düsseldorf, ήτοι η προσέλκυση του πελάτη και η ανάληψη των επενδυτικών υποθέσεών του και δη το γεγονός ότι τον παρότρυνε να ενεργήσει κατά τρόπο ιδιαιτέρως ριψοκίνδυνο, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως μέρος των γενεσιουργών της ζημίας του συγκεκριμένου πελάτη γεγονότων. Το Δικαστήριο καλείται πρωτίστως να κρίνει εάν ο τόπος των εν λόγω πράξεων θα μπορούσε, αφεαυτού, να λειτουργήσει ως έρεισμα προκειμένου το Landgericht Düsseldorf να αποφανθεί επί της αδικοπρακτικής ευθύνης της εταιρίας με έδρα στο Ηνωμένο Βασίλειο, της μόνης εκ των δύο εναχθείσας εταιρίας, λόγω καταλογισμού σε αυτήν της συμπεριφοράς της γερμανικής εταιρίας, του έτερου φερόμενου ως αυτουργού της αδικοπραξίας.

40.

Ως εκ τούτου προφανώς, το αντικείμενο του προδικαστικού ερωτήματος περιορίζεται αποκλειστικώς στην ερμηνεία της έννοιας του τόπου του ζημιογόνου γεγονότος στην περίπτωση κατά την οποία συντρέχουν τρεις παράγοντες πολυπλοκότητας: πρώτον, διάχυση σε περισσότερα κράτη μέλη των τόπων όπου τελέσθηκαν οι ζημιογόνες πράξεις· δεύτερον, συντρέχουσα ευθύνη, ήτοι περίπτωση κατά την οποία οι ζημιογόνες πράξεις δεν έχουν τελεσθεί από ένα μόνον αυτουργό, αλλά από περισσότερους συναυτουργούς ή συνεργούς· και τρίτον, άσκηση αγωγής αποκλειστικώς κατά ενός εκ των φερόμενων ως αυτουργών των ζημιογόνων πράξεων, τούτο δε στο κράτος μέλος εντός του οποίου έτερος των εν λόγω αυτουργών ανέπτυξε τη δράση του. Μολονότι οι δύο πρώτοι εκ των ανωτέρω παραγόντων έχουν απασχολήσει ήδη τη νομολογία του Δικαστηρίου υπό διαφορετικό πρίσμα, ο συνδυασμός τους με τον τρίτο παράγοντα είναι καινοφανής.

41.

Επιβάλλεται η επισήμανση ότι η μελέτη της δικογραφίας αναδεικνύει ένα ιδιαίτερο πρόβλημα, το οποίο έγκειται στον προσδιορισμό των αντίστοιχων μορφών συμμετοχής της MF Global UK και της W.W.H., καθώς, σύμφωνα με τις υποβληθείσες στο Δικαστήριο παρατηρήσεις, ο κύριος αυτουργός συγχέεται συχνά με τον συνεργό ή τον συναυτουργό της επίδικης αδικοπραξίας. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, μολονότι ο Melzer αξιώνει αποζημίωση μόνον από τη MF Global UK, η οποία εμφανίζεται, επομένως, να έχει διαδραματίσει, κατά τον ίδιο, καθοριστικό ρόλο στην επέλευση της ζημίας, ο κύριος αυτουργός είναι ασφαλώς η W.W.H., ενώ η MF Global UK είναι τουλάχιστον συνεργός, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς και τα αιτήματα του ενάγοντος. Εν πάση περιπτώσει, το προδικαστικό ερώτημα είναι διατυπωμένο κατά τρόπο αρκούντως ευρύ ώστε να συμπεριλαμβάνει τόσο την περίπτωση της συνέργειας όσο και την περίπτωση της συναυτουργίας. Συνεπώς, η απάντηση που θα προταθεί με τις παρούσες προτάσεις θα λαμβάνει υπόψη τη διττή αυτή πτυχή.

42.

Το αιτούν δικαστήριο ερωτά επομένως κατ’ ουσίαν εάν, σε περίπτωση πολλαπλών ζημιογόνων γεγονότων που εντοπίζονται σε διαφορετικά κράτη μέλη, είναι δυνατή η άσκηση αγωγής ενώπιον του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου ένας εκ των συνεργών ή αυτουργών τέλεσε τις παράνομες πράξεις του. Τούτο σημαίνει, ειδικότερα, ότι λαμβάνεται υπόψη τόπος του γενεσιουργού της ζημίας συμβάντος που συνδέεται με έναν εκ των μετασχόντων στη ζημία και δη χωρίς το φερόμενο ως θύμα να είναι υποχρεωμένο να στραφεί δικαστικώς κατά του εν λόγω συνεργού ή συναυτουργού, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της διαφοράς της κύριας δίκης.

43.

Εν ολίγοις, το αιτούν δικαστήριο προσβλέπει στην εκ μέρους του Δικαστηρίου αναγνώριση πρόσθετης δυνατότητας επιλογής δικαστηρίου στην περίπτωση κατά την οποία εναγόμενοι με κατοικία σε διαφορετικά κράτη μέλη είναι συνυπεύθυνοι για αδικοπραξία, με την καθιέρωση «αμοιβαίου [μεταξύ των εναγομένων] καταλογισμού του τόπου του ζημιογόνου γεγονότος», κατά τη διατύπωση της αποφάσεως περί παραπομπής. Η καθιέρωση της νέας αυτής συντρέχουσας δωσιδικίας που προτείνεται εμμέσως θα συνεπαγόταν διεύρυνση των επιλογών που μέχρι τούδε αναγνωρίζονται στον ενάγοντα από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Κατά την άποψή μου, τούτο δεν θα μεταφραζόταν στην πραγματικότητα στη δημιουργία νέας παράλληλης επιλογής, η οποία θα προσετίθετο σε αυτές του «τόπου επελεύσεως της ζημίας» και του «τόπου του γενεσιουργού της ζημίας γεγονότος». Αυτό που προτείνεται από το αιτούν δικαστήριο είναι σαφώς μια διασταλτική ερμηνεία του δευτέρου εκ των δύο σκελών, διά της οποίας θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνει δεκτό ότι, σε περίπτωση διασυνοριακής συμμετοχής πλειόνων αυτουργών σε αδικοπραξία, ο τόπος όπου τελέσθηκαν ζημιογόνες πράξεις εκ μέρους ενός εξ αυτών δύναται να θεμελιώσει την αρμοδιότητα δικαστηρίου ως προς τον έτερον εξ αυτών.

Β – Επί της απαντήσεως στο προδικαστικό ερώτημα

1. Επί των διαφόρων τοποθετήσεων

44.

Όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, υφίστανται εν προκειμένω δύο διιστάμενες απόψεις: ο Melzer, η Γερμανική Κυβέρνηση, η Τσεχική Κυβέρνηση, η Πορτογαλική Κυβέρνηση, καθώς και η Ελβετική Κυβέρνηση συγκλίνουν στην αναγνώριση της νέας συντρέχουσας δωσιδικίας που προτείνεται από το αιτούν δικαστήριο, ενώ η MF Global UK και η Επιτροπή εκτιμούν ότι στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.

45.

Από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο κλίνει υπέρ της δυνατότητας θεμελιώσεως διεθνούς δικαιοδοσίας στο κριτήριο «του αμοιβαίου καταλογισμού», όπως το ίδιο το χαρακτηρίζει, ήτοι στον τόπο όπου φερόμενος ως συναυτουργός ή συνεργός τέλεσε ζημιογόνο πράξη, έστω και αν η ασκηθείσα αγωγή δεν στρέφεται κατ’ αυτού.

46.

Ο συγκεκριμένος προσανατολισμός, όπως και ο ίδιος ο λόγος υποβολής του προδικαστικού ερωτήματος εξηγούνται βάσει των στοιχείων που παρέσχε το Landgericht Düsseldorf σε σχέση με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει, το άρθρο 830 του γερμανικού αστικού κώδικα (Bürgerliches Gesetzbuch) ορίζει ότι, οσάκις στην τέλεση αδικοπραξίας συμμετέχουν από κοινού περισσότεροι, έκαστος των αυτουργών ή συνεργών θεωρείται υπεύθυνος για τη συνδρομή ετέρου εκ των εμπλεκομένων στην τέλεση της αδικοπραξίας προσώπων. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει επίσης ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32 του γερμανικού κώδικα πολιτικής δικονομίας (Zivilprozessordnung), η αρμοδιότητα επί ενοχών εξ αδικοπραξίας δύναται να θεμελιωθεί στις παραβάσεις που έχουν διαπράξει οι διάφοροι συναυτουργοί, αφής στιγμής οι συγκεκριμένες πράξεις τούς καταλογίζονται αμοιβαίως.

47.

Επομένως, εάν η διαφορά της κύριας δίκης δεν είχε υπερβεί τα εθνικά όρια, δεδομένων των ισχυρισμών που προβάλλει ο ενάγων, Melzer, κατά της εναγομένης, MF Global UK, και της φερόμενης ως συναυτουργού ή συνεργού της, W.W.H. ( 25 ), το δικαστήριο που εδρεύει στην περιφέρεια του τόπου όπου έδρασε ένας εκ των φερόμενων ως συναυτουργών της αδικοπραξίας θα μπορούσε, επί αυτής της βάσεως, να αναγνωρισθεί ως αρμόδιο να αποφανθεί επί της αγωγής για αδικοπρακτική ευθύνη που ασκήθηκε κατά ενός εκ των συναυτουργών ( 26 ).

48.

Εντούτοις, η λύση προβάλλει σαφώς λιγότερο ευκρινής οσάκις, όπως εν προκειμένω, η κατάσταση δεν περιορίζεται εντός των ορίων της γερμανικής επικράτειας, αλλά εμφανίζει δεσμούς με το έδαφος περισσοτέρων κρατών μελών. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, ειδικότερα, ότι ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα καταγράφεται διάσταση απόψεων τόσο στη γερμανική νομολογία όσο και στη θεωρία. Όπως εξηγεί, ορισμένα δικαστήρια έχουν δεχθεί ότι το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001 επιτρέπει, στο πλαίσιο διασυνοριακής διαφοράς, τη θεμελίωση αρμοδιότητας επί του στοιχείου του τόπου όπου τελέσθηκε η ζημιογόνος πράξη εκ μέρους συναυτουργού ή συνεργού, για τον λόγο ότι ο τόπος αυτός αποτελούσε το επίκεντρο της παράνομης πράξεως ή παραλείψεως ( 27 ). Με τις αποφάσεις αυτές έχει συνταχθεί μικρή μερίδα της θεωρίας, ενώ σημαντική μερίδα διατύπωσε αντιρρήσεις προβάλλοντας επιχειρήματα στα οποία θα αναφερθώ λεπτομερώς κατωτέρω, δεδομένου ότι με βρίσκουν ομόγνωμο.

49.

Σε αυτό ακριβώς το πολύ ιδιότυπο πλαίσιο εντάσσεται η συλλογιστική επί της οποίας βασίζεται η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως. Εντούτοις, το Δικαστήριο ουδόλως δεσμεύεται από την προσέγγιση που έχει υιοθετηθεί σε εθνικό επίπεδο. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, οι έννοιες του κανονισμού 44/2001 πρέπει να αποτελούν αντικείμενο αυτοτελούς ερμηνείας, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού στο σύνολο των κρατών μελών ( 28 ).

2. Η προτεινόμενη ερμηνεία

α) Οι κατευθυντήριες γραμμές της ερμηνείας

50.

Είναι σαφές ότι ο όρος «τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνεύεται ανεξαρτήτως των εθνικών κανονιστικών ρυθμίσεων των κρατών μελών, καθώς η εφαρμογή των κανόνων δικαιοδοσίας που ο εν λόγω κανονισμός εισάγει δεν δύναται να υποτάσσεται στις εθνικές ιδιομορφίες, αφού σε μια τέτοια περίπτωση ο κανονισμός θα κινδύνευε να απολέσει την πρακτική αποτελεσματικότητά του, η οποία έγκειται στην ενοποιητική λειτουργία του ( 29 ).

51.

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι διατάξεις του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνεύονται με γνώμονα όχι μόνο το γράμμα του εν λόγω κανονισμού, αλλά και το σύστημα που καθιερώνει καθώς και τους σκοπούς που αυτό επιδιώκει ( 30 ).

52.

Διευκρινίζω εκ προοιμίου ότι δεν τάσσομαι υπέρ μιας ερμηνείας του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001 η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα να γίνει δεκτό, όπως προσδοκά το Landgericht Düsseldorf, ότι ο συγκεκριμένος ενάγων ηδύνατο παραδεκτώς να ασκήσει αγωγή ενώπιον του συγκεκριμένου δικαστηρίου ως δικαστηρίου του τόπου όπου συνεργός ή συναυτουργός μετέσχε στην τέλεση της φερόμενης ως ζημιογόνου πράξεως, χωρίς να περιορίζεται στις επιλογές που του αναγνωρίζει παραδοσιακώς η νομολογία, ήτοι αυτές του δικαστηρίου του τόπου όπου έχει την κατοικία ο εναγόμενος, του δικαστηρίου του τόπου όπου επήλθε η ζημία ή, τέλος, του δικαστηρίου του τόπου όπου επήλθε το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός. Μια τέτοια ερμηνεία θα ήταν, κατά την άποψή μου, υπέρμετρα διασταλτική, τούτο δε λαμβανομένων υπόψη και των συστημικής και τελεολογικής φύσεως εκτιμήσεων που ακολουθούν ( 31 ).

β) Η ερμηνεία εν σχέσει προς το σύστημα του κανονισμού 44/2001

53.

Επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι ο κανονισμός 44/2001 περιλαμβάνει τη διάταξη του άρθρου 6, παράγραφος 1, η οποία προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα του ενάγοντος να ασκήσει την αγωγή του ενώπιον δικαστηρίου το οποίο συνδέεται με τη διαφορά μέσω άλλου προσώπου, πλην όμως η ειδική αυτή συντρέχουσα δωσιδικία προβλέπεται αποκλειστικώς για την περίπτωση πλειόνων εναγομένων, η οποία εμπερικλείει τον κίνδυνο εκδόσεως ασυμβίβαστων αποφάσεων ( 32 ), όπερ δεν ισχύει στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης. Για λόγο ο οποίος δεν προσδιορίζεται με την απόφαση περί παραπομπής ( 33 ), ο Melzer επέλεξε να εναγάγει ενώπιον του Landgericht Düsseldorf μόνο τη MF Global UK, η οποία έχει έδρα το Λονδίνο, και όχι τη W.W.H., η οποία έχει έδρα το Düsseldorf, τούτο δε παρά το γεγονός ότι ο ίδιος προσάπτει προφανώς στη λονδρέζικη εταιρία μόνο συνέργεια. Με την επιλογή αυτή, τις ενδεχομένως αρνητικές συνέπειες της οποίας καλείται να υποστεί, ο ενάγων απώλεσε την παρεχόμενη από το εν λόγω άρθρο 6 δυνατότητα παρεκτάσεως αρμοδιότητας επί τη βάσει του τόπου της κατοικίας τρίτου και, επομένως, κατ’ ουσίαν, επί τη βάσει των πράξεων που ο εν λόγω τρίτος τέλεσε στον συγκεκριμένο τόπο.

54.

Εξάλλου, ο γενικός κανόνας δικαιοδοσίας του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, ο οποίος σκοπεί στη διαφύλαξη των συμφερόντων του διαδίκου που δεν ανέλαβε την πρωτοβουλία κινήσεως της διασυνοριακής ένδικης διαδικασίας, ορίζει ότι αρμόδια είναι κατ’ αρχήν τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο έχει την κατοικία του ο εναγόμενος. Κατά πάγια νομολογία, διάταξη όπως αυτή του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001, η οποία εισάγει κανόνα δικαιοδοσίας που επιτρέπει παρέκκλιση από την εν λόγω γενική αρχή, προσφέροντας στον ενάγοντα την ευχέρεια επιλογής δικαστηρίου, πρέπει να ερμηνεύεται αυστηρώς, αν όχι συσταλτικώς ( 34 ). Συνεπώς, το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου δεν πρέπει να επεκτείνεται πέραν των περιπτώσεων που προβλέπει ρητώς ο κανονισμός 44/2001 ( 35 ), διότι σε αντίθετη περίπτωση θα υπονομευόταν η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 2 και θα υπερακοντιζόταν ο σκοπός του νομοθέτη της Ένωσης. Εφόσον το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι το εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου «τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» δεν δύναται να ερμηνεύεται κατά τρόπο υπέρμετρα διασταλτικό καθό μέρος αφορά το σκέλος του τόπου επελεύσεως της ζημίας ως συνδετικού παράγοντα ( 36 ), το αυτό θα πρέπει, κατά την άποψή μου, να ισχύει προκειμένου για τον τόπο του γενεσιουργού της ζημίας γεγονότος, ούτως ώστε να μην μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο καταλογισμός σε εναγόμενο πράξεων που έχουν τελεσθεί σε άλλο κράτος μέλος από τρίτο δύναται να θεμελιώσει την αρμοδιότητα δικαστηρίου σε ενοχή εξ αδικοπραξίας.

55.

Επιπροσθέτως, όπως έχει ήδη επισημανθεί, εν αντιθέσει προς το άρθρο 2 του κανονισμού 44/2001, ο κανόνας του άρθρου 5, σημείο 3, του εν λόγω κανονισμού καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό του κατά τόπον αρμοδίου δικαστηρίου, μεταξύ όλων των καθ’ ύλην αρμοδίων δικαστηρίων των κρατών μελών. Από τη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι, μέσω αυτής της διαδικασίας, το άρθρο 5 επιδιώκει τον προσδιορισμό του δικαστηρίου που κείται γεωγραφικώς πλησίον της διαφοράς και είναι, επομένως, το πλέον κατάλληλο να αποφανθεί συναφώς.

56.

Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι ο κανόνας αυτός βασίζεται στην ύπαρξη ιδιαιτέρως στενού δεσμού μεταξύ της διαφοράς και των δικαστηρίων του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός, δεσμού ο οποίος δικαιολογεί την απονομή αρμοδιότητας σε αυτά για λόγους εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης και αποτελεσματικής οργανώσεως της δίκης, ιδίως λόγω της εγγύτητας με τη διαφορά και προς διευκόλυνση της διεξαγωγής των αποδείξεων ( 37 ).

57.

Εάν, αντιθέτως, γινόταν δεκτή η νέα συντρέχουσα δωσιδικία που προτείνεται από το αιτούν δικαστήριο, η σχετική συλλογιστική θα είχε ως αποτέλεσμα, στο πλαίσιο καταστάσεως όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, το δικαστήριο που κηρύσσεται αρμόδιο επί τη βάσει των πράξεων που τέλεσε τρίτος μη εναχθείς, εν προκειμένω Γερμανός, να καλείται να αποφανθεί επί της ευθύνης εναγομένου, εν προκειμένω με έδρα στο Ηνωμένο Βασίλειο, του οποίου οι φερόμενες ως παράνομες πράξεις δεν τελούν σε σχέση γεωγραφικής εγγύτητας με την έδρα του εν λόγω δικαστηρίου, δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι η MF Global UK έδρασε αποκλειστικώς επί βρετανικού εδάφους. Υπό αυτές τις συνθήκες, το συγκεκριμένο δικαστήριο, ελλείψει αρκούντως ισχυρού δεσμού του με τη διαφορά, δεν θα ήταν αντικειμενικώς το πλέον κατάλληλο να αποφανθεί επ’ αυτής.

58.

Κατά συνέπεια, φρονώ ότι δεν συνάδει προς την οικονομία του κανονισμού 44/2001 η αποδοχή της αρμοδιότητας του δικαστηρίου του τόπου όπου είναι εγκατεστημένος οποιοσδήποτε εκ των συνεργών ή συναυτουργών της αδικοπραξίας ως επικουρικού τόπου του ζημιογόνου γεγονότος και δη παρά το γεγονός ότι ο κύριος τόπος του ζημιογόνου γεγονότος βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος. Η προσέγγιση αυτή επιρρωννύεται από άλλες εκτιμήσεις σχετικές με τους σκοπούς του εν λόγω κανονισμού.

γ) Η ερμηνεία εν σχέσει προς τους σκοπούς του κανονισμού 44/2001

59.

Κατ’ αρχάς, όσον αφορά τα διαδικαστικού χαρακτήρα επιχειρήματα που αντλούνται από τον σκοπό της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, για τον οποίο γίνεται λόγος με την αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού 44/2001, αδυνατώ να αντιληφθώ σε ποιο βαθμό σε περιπτώσεις κατά τις οποίες –όπως εν προκειμένω– ο εναγόμενος είναι μόνον ένας η παρέκταση αρμοδιότητας επί τη βάσει των πράξεων άλλου αυτουργού, συνειδητώς μη εναχθέντος, θα υπηρετούσε άμεσα τον εν λόγω σκοπό. Η κατάσταση θα ήταν προφανώς διαφορετική αν επιδιωκόταν η συγκέντρωση ενώπιον του αυτού δικαστηρίου πλειόνων ένδικων διαδικασιών κατά διαφόρων εναγομένων, πλην όμως εν προκειμένω ουδόλως τίθεται τέτοιο ζήτημα συγκεντρώσεως της αρμοδιότητας ( 38 ).

60.

Όπως υπαινίσσεται η Γερμανική Κυβέρνηση, η καθιέρωση πρόσθετης επιλογής, υπό τις συνθήκες που περιγράφονται με το προδικαστικό ερώτημα, θα μπορούσε πράγματι να υπηρετεί τον, κατ’ αρχήν αγαστό, σκοπό διευρύνσεως των επιλογών του διαδίκου που φέρεται ως θύμα αδικοπραξίας, προκειμένου αυτός να μην είναι αναγκασμένος να ασκήσει αγωγή σε τόπο όπου τούτο θα ήταν για τον ίδιο δαπανηρότερο ή επισφαλέστερο, ιδίως σε επίπεδο αποδείξεως. Εντούτοις, δικαιολογητική βάση του προβλεπόμενου από το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001 κανόνα δικαιοδοσίας δεν είναι η μέριμνα διευκολύνσεως του θύματος. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, εν αντιθέσει προς άλλες διατάξεις του εν λόγω κανονισμού, η συγκεκριμένη διάταξη δεν έχει ως σκοπό την προστασία εκείνου εκ των διαδίκων της διαφοράς που βρίσκεται στην πλέον αδύναμη θέση ( 39 ).

61.

Η αναγκαιότητα διευκολύνσεως της υποβολής της διαφοράς στην κρίση του δικαστηρίου που κείται «εγγύτερα» των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς, αναγκαιότητα στην οποία γίνεται ρητή μνεία με την αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού, υπαγορεύει σαφώς να δοθεί αρνητική απάντηση στο υπό εξέταση προδικαστικό ερώτημα. Πράγματι, επιβάλλεται, κατά την άποψή μου, η οριοθέτηση των επιλογών δωσιδικίας που προσφέρονται στον ενάγοντα, ακόμη και αν πρόκειται για τον διάδικο που δηλώνει ζημιωθείς, προκειμένου να περιορίζονται οι κίνδυνοι του «forum shopping» ( 40 ).

62.

Αναγκαία είναι, όμως, και η μέριμνα τηρήσεως της αρχής της ασφάλειας δικαίου, η οποία αποτέλεσε γνώμονα των συντακτών του κανονισμού 44/2001 ( 41 ). Ειδικότερα, με την αιτιολογική σκέψη 11 του εν λόγω κανονισμού τονίζεται η αναγκαιότητα θεσπίσεως κανόνων δικαιοδοσίας χαρακτηριζόμενων από «υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας». Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι κανόνες δικαιοδοσίας που αποκλίνουν από τον γενικό κανόνα του άρθρου 2 του εν λόγω κανονισμού πρέπει, κατ’ επιταγήν της αρχής της ασφαλείας δικαίου, να ερμηνεύονται κατά τρόπο ο οποίος να παρέχει σε εναγόμενο που έχει τη συνήθη ενημέρωση τη δυνατότητα να προβλέπει ευλόγως ενώπιον ποιου δικαστηρίου, πέραν αυτών του κράτους μέλους όπου έχει την κατοικία του, θα μπορούσε να εναχθεί ( 42 ).

63.

Επιβάλλεται δε να προστεθεί ότι η πρόθεση του νομοθέτη για έκδοση ομοιόμορφων κανόνων προς «εξασφ[άλιση] εύλογη[ς] ισορροπία[ς] μεταξύ των συμφερόντων του φερόμενου ως υπαιτίου και του ζημιωθέντος» ( 43 ) διαπνέει τον κανονισμό 44/2001 ( 44 ). Η επίτευξη αυτής της ισορροπίας θα έπρεπε, κατά την άποψή μου, να αποτελεί ομοίως τον γνώμονα του Δικαστηρίου κατά την ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 3, του εν λόγω κανονισμού.

64.

Ορισμένος βαθμός προβλεψιμότητας της δικαιοδοσίας σε ενοχές εξ αδικοπραξίας είναι απαραίτητος για τον φερόμενο ως υπαίτιο της ζημίας διότι, σε αντίθετη περίπτωση, θα ελλόχευε ο κίνδυνος αποθαρρύνσεως των διασυνοριακών δραστηριοτήτων των επιχειρηματιών. Η αναγνώριση στον ενάγοντα της δυνατότητας επιλογής μεταξύ όλων των δικαστηρίων κράτους μέλους στην περιφέρεια των οποίων οποιοσδήποτε εκ των συναυτουργών ή συνεργών μετέσχε στην τέλεση αδικοπραξίας και δη χωρίς ο ενάγων να στρέφεται ομοίως κατά του συγκεκριμένου συναυτουργού ή συνεργού υπερβαίνει, κατά την άποψή του, το εύλογο μέτρο υπό το πρίσμα των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της εξισορροπήσεως μεταξύ των συμφερόντων των διαδίκων.

65.

Όπως επισημάνθηκε με την έκθεση για την εφαρμογή του κανονισμού 44/2001 ( 45 ) στην πράξη, ένας σχεδόν εις άπειρον πολλαπλασιασμός των δωσιδικιών σε ενοχές εξ αδικοπραξίας δύναται να έχει ως αποτέλεσμα τον εξαναγκασμό του φερόμενου ως υπαιτίου να αμύνεται ενώπιον των δικαστηρίων διαφόρων κρατών μελών και, συνεπώς, σε συνάρτηση με πληθώρα διαφορετικών νομικών συστημάτων, εκ των οποίων το αυστηρότερο ενδέχεται να επικρατεί.

66.

Είναι σαφές ότι το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001 έχει ήδη ερμηνευθεί με ορισμένη ελαστικότητα. Εντούτοις, πολλαπλασιάζοντας τις δωσιδικίες με την καθιέρωση νέων, το Δικαστήριο κινδυνεύει όχι μόνο να διαμορφώσει μια νομολογία η οποία, λόγω του δαιδαλώδους χαρακτήρα της, θα καθίσταται διαρκώς περισσότερο δυσνόητη, αλλά και να επιφέρει, λάθρα, αναδιατύπωση του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001. Εάν μια τέτοια ροπή προς μια συσταλτική ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως συνεχιζόταν χωρίς την αναγκαία φειδώ, θα επαπειλείτο πλήρης αντιστροφή του κεντρικού μηχανισμού του κανονισμού 44/2001, με εκτοπισμό σε δευτερεύουσα θέση της θεμελιώδους αρχής κατ’ επιταγήν της οποίας τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους πρέπει κατά κανόνα να ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του εν λόγω κράτους μέλους ( 46 ). Ως εκ τούτου, φρονώ ότι, κατά την ερμηνεία του εν λόγω άρθρου, το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφύγει ένα υπερβολικό άλμα προς αυτήν την κατεύθυνση.

67.

Συνεπώς, εκτιμώ ότι η αρνητική απάντηση στο υποβληθέν από το αιτούν δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα ανταποκρίνεται ικανοποιητικότερα στις επιταγές που απορρέουν τόσο από το σύστημα όσο και από τους σκοπούς του κανονισμού 44/2001.

V – Πρόταση

68.

Βάσει των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο υποβληθέν από το Landgericht Düsseldorf προδικαστικό ερώτημα την ακόλουθη απάντηση:

Στο άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού (EΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, πρέπει να δοθεί η ερμηνεία ότι ο κανόνας ειδικής δωσιδικίας που αυτό εισάγει δεν τυγχάνει εφαρμογής οσάκις, σε περίπτωση κατά την οποία στην τέλεση της φερόμενης ως αδικοπραξίας συμμετέσχαν περισσότερα πρόσωπα που τέλεσαν ζημιογόνες πράξεις σε διαφορετικά κράτη μέλη, η αγωγή που ασκείται κατά ενός εξ αυτών δύναται να θεωρηθεί υπαγόμενη στην αρμοδιότητα του επιληφθέντος δικαστηρίου αποκλειστικώς επί τη βάσει του τόπου του ζημιογόνου γεγονότος που καταλογίζεται σε συνεργό ή συναυτουργό ο οποίος δεν έχει εναχθεί ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) EE 2001, L 12, σ. 1.

( 3 ) Στο πλαίσιο των παρουσών προτάσεων, με τον όρο «κράτος μέλος» νοούνται, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 3, του κανονισμού 44/2001, όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης πλην του Βασιλείου της Δανίας.

( 4 ) Επιλογή την οποία το αιτούν δικαστήριο χαρακτηρίζει ως «κριτήριο του αμοιβαίου καταλογισμού».

( 5 ) Η απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1976, 21/76, Bier (Συλλογή τόμος 1976, σ. 613, σκέψη 19) εισήγαγε τη διάκριση μεταξύ «[του] τόπο[υ] όπου επήλθε η ζημία» και «[του] τόπο[υ] του ζημιογόνου γεγονότος», την οποία υπενθύμισε προσφάτως το Δικαστήριο με την απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2012, C-133/11, Folien Fischer και Fofitec (σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 6 ) Το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται στην έννοια της «wechselseitige Handlungsortzurechnung» η οποία, σε ελεύθερη μετάφραση στην ελληνική, θα μπορούσε να αποδοθεί ως «αμοιβαίος καταλογισμός του τόπου της ζημιογόνου πράξεως».

( 7 ) Συγκεκριμένα, το Bundesgerichtshof πρότεινε στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι η «negative Feststellungsklage» (αρνητική αναγνωριστική αγωγή), που προβλέπεται από το γερμανικό δίκαιο, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001, ενώ το γαλλικό Cour de cassation υπέβαλε στο Δικαστήριο το ερώτημα αν «παράγει τα αποτελέσματά της έναντι του μεταγοραστή η ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας που συνομολογήθηκε, επί διαδοχικών κοινοτικών συμβάσεων, μεταξύ του κατασκευαστή προϊόντος και του αγοραστή, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23 του κανονισμού [44/2001]», όπως τούτο θα ήταν δυνατό βάσει του γαλλικού δικαίου. Σε σχέση με τα ερωτήματα αυτά βλ., αντιστοίχως, τις προτάσεις που ανέπτυξα στην υπόθεση Folien Fischer και Fofitec, επί της οποίας εκδόθηκε η ομώνυμη προπαρατεθείσα απόφαση, και στην υπόθεση C-543/10, Refcomp, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου.

( 8 ) Συγκεκριμένα, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο εκπρόσωπος της MF Global UK Ltd (στο εξής: MF Global UK) δήλωσε ότι αναμενόταν με έντονο ενδιαφέρον η απάντηση του Δικαστηρίου διότι μεγάλος αριθμός χρηματομεσιτών είχε εμπλακεί νομικώς σε παρεμφερείς υποθέσεις, διευκρινίζοντας ότι, επί του παρόντος, περί τις 150 αντίστοιχες με αυτήν της κύριας δίκης περιπτώσεις εξετάζονταν από τους δικηγόρους της.

( 9 ) Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο εκπρόσωπος του Melzer δήλωσε ότι είχε επιλέξει να μη στραφεί κατά της W.W.H. διότι η εν λόγω εταιρία είχε κηρυχθεί αφερέγγυα κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής (η ημερομηνία ασκήσεως της αγωγής ενώπιον του Landgericht Düsseldorf δεν προσδιορίζεται στην απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου, πλην όμως, το γεγονός ότι η απόφαση αυτή φέρει ως ημερομηνία την 29η Απριλίου 2011 υποδηλώνει ότι το αιτούν δικαστήριο επελήφθη της διαφοράς κατά το χρονικό εκείνο διάστημα), ενώ, με τις γραπτές παρατηρήσεις του, διευκρίνισε ότι η MF Global UK τελούσε υπό εκκαθάριση από τις 31 Δεκεμβρίου 2011.

( 10 ) Η απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου μνημονεύει συναφώς τη ««Σύμβαση για τη διαπραγμάτευση προθεσμιακών χρηματιστηριακών συναλλαγών», το έντυπο «Σύντομη ενημέρωση για τους κινδύνους από χρηματιστηριακές συναλλαγές» και το ενημερωτικό φυλλάδιο «Σημαντικές πληροφορίες για τους κινδύνους ζημίας στο πλαίσιο των χρηματιστηριακών συναλλαγών».

( 11 ) Δεδομένου ότι μία εκ των συνομολογηθεισών συμβάσεων περιελάμβανε ρήτρα παρεκτάσεως δικαιοδοσίας, το αιτούν δικαστήριο αποκλείει κατ’ αυτόν τον τρόπο εμμέσως τη συμβατική δικαιολογητική βάση της ευθύνης της οποίας έγινε επίκληση.

( 12 ) Επισημαίνεται ήδη στο σημείο αυτό ότι από την ανάγνωση της αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου δεν προκύπτουν με βεβαιότητα οι ρόλοι της MF Global UK και της W.W.H. ως αυτουργού ή συνεργού, αντιστοίχως, της αδικοπραξίας.

( 13 ) Σύμβαση των Βρυξελλών, της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τις διαδοχικές συμβάσεις προσχωρήσεως νέων κρατών μελών (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών).

( 14 ) Πρόκειται για στοιχείο του οποίου η νεωτερικότητα είναι σχετική, καθώς η εν λόγω αρχή είχε ήδη καθιερωθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου περί της ερμηνείας της Συμβάσεως των Βρυξελλών, έστω και αν κατά την Επιτροπή εξακολουθούσε να υφίσταται συναφώς σε ορισμένο βαθμό ασάφεια [βλ. πρόταση της Επιτροπής αφορώσα την έκδοση κανονισμού (ΕΚ) του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Έγγραφο COM(1999) 348 τελικό, σ. 15].

( 15 ) Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Folien Fischer και Fofitec (σκέψεις 31 και 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 16 ) Πράγματι, ο dolus (δόλος) ή η culpa in contrahendo (ευθύνη εκ των διαπραγματεύσεων) που προβάλλονται από τον Melzer συνδέονται εν προκειμένω με κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών κατέληξαν στη σύναψη συμβάσεως. Όσον αφορά την αντίστροφη περίπτωση, από την απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, C-334/00, Tacconi (Συλλογή 2002, σ. I-7357), προκύπτει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία οι διαπραγματεύσεις δεν έχουν καταλήξει στη σύναψη συμβάσεως, η αγωγή με την οποία προβάλλεται προσυμβατική ευθύνη του εναγομένου δεν άπτεται των συμβατικών ενοχών αλλά των ενοχών εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας.

( 17 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 1997, C-352/95, Phytheron International (Συλλογή 1997, σ. I-1729, σκέψη 14), και της 16ης Σεπτεμβρίου 1999, C-435/97, WWF κ.λπ. (Συλλογή 1999, σ. I-5613, σκέψη 29).

( 18 ) Απόφαση της 10ης Ιουνίου 2004, C-168/02, Kronhofer (Συλλογή 2004, σ. I-6009, σκέψεις 18 επ.).

( 19 ) Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, ακόμη και αν οι επιπτώσεις των ζημιογόνων πράξεων, ήτοι των υψηλού κινδύνου χρηματιστηριακών συναλλαγών στις οποίες προέβη η MF Global UK στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθίστανται κατ’ αντανάκλαση αισθητές για τον Melzer στη Γερμανία, το γεγονός αυτό δεν δύναται, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, να αποτελέσει έρεισμα για τη θεμελίωση της δικαιοδοσίας των γερμανικών δικαστηρίων κατά το άρθρο 5, σημείο 3, καθώς τόσο το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός όσο και η επέλευση ολόκληρης της ζημίας εντοπίζονται στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου.

( 20 ) Σύμφωνα με τη διατύπωση της εν λόγω διατάξεως, ήτοι «των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους», η διάταξη αυτή εισάγει γενικό κανόνα δικαιοδοσίας, καθόσον αναφέρεται στο δικαστικό σύστημα κράτους μέλους λαμβανομένου στο σύνολό του, με την περιλαμβανόμενη στο άρθρο 59 του κανονισμού 44/2001 διευκρίνιση ότι η αρμοδιότητα σε τοπικό επίπεδο καθορίζεται με παραπομπή στους εθνικούς δικονομικούς κανόνες που ορίζουν την έννοια της κατοικίας.

( 21 ) Ορίζοντας ότι ο ενάγων μπορεί να ασκήσει αγωγή «ενώπιον του δικαστηρίου» του τόπου της παροχής ή, αντιστοίχως, του τόπου του ζημιογόνου γεγονότος, οι εν λόγω διατάξεις εισάγουν κανόνα αρμοδιότητας ειδικού χαρακτήρα.

( 22 ) Η σχετική νομολογία αποτελεί κατά κύριο λόγο επιγέννημα των ιδιαίτερων προβλημάτων που παρουσιάζει ο προσδιορισμός του τόπου τελέσεως των διασυνοριακών αδικημάτων που τελούνται διά του Τύπου ή τηλεπικοινωνιακώς (διά του ραδιοφώνου, της τηλεοράσεως ή του Διαδικτύου) και αποτελεί εξέλιξη της νομολογιακής γραμμής που χάραξε η απόφαση της 7ης Μαρτίου 1995, C-68/93, Shevill κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. I-415). Επί παραδείγματι, σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας μέσω του περιεχομένου ιστοσελίδας, κρίθηκε ότι αρμόδιο ήταν επίσης το δικαστήριο του τόπου όπου το θύμα είχε το κέντρο των συμφερόντων του (βλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, C-509/09 και C-161/10, eDate Advertising και Martinez, Συλλογή 2011, σ. Ι-10269, σκέψεις 47 επ.).

( 23 ) Πρόκειται για διττή επιλογή η οποία αποτελεί κεκτημένο υπέρ του ενάγοντος από της εκδόσεως της προπαρατεθείσας αποφάσεως Bier (σκέψη 19), που αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, και της οποίας η ύπαρξη έχει αναγνωρισθεί επανειλημμένως από το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, με την προπαρατεθείσα απόφαση Folien Fischer και Fofitec (σκέψεις 39 και 40).

( 24 ) Για τους λόγους που εκτέθηκαν στα σημεία 31 και 32 των παρουσών προτάσεων, το γεγονός ότι ο τραπεζικός λογαριασμός του φερόμενου ως θύματος τηρείται σε συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν δύναται να αποτελέσει επαρκές έρεισμα για τη θεμελίωση της δικαιοδοσίας δικαστηρίου του εν λόγω κράτους μέλους, λαμβανομένου υπόψη του απολύτως συγκυριακού χαρακτήρα ενός τέτοιου κριτηρίου.

( 25 ) Κατά την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου, ο Melzer ισχυρίζεται, αφενός, ότι η W.W.H. δεν τήρησε το καθήκον ενημερώσεως και του προκάλεσε εκ προθέσεως παράνομη ζημία μέσω συναλλαγών σχετικών με δικαιώματα προαιρέσεως καταδικασμένων σε αποτυχία, κατά παράβαση του άρθρου 826 του γερμανικού αστικού κώδικα, και, αφετέρου, ότι η MF Global UK, εκ προθέσεως, παρέσχε τουλάχιστον συνδρομή στην τέλεση της αδικοπραξίας στη Γερμανία.

( 26 ) Το Landgericht Düsseldorf εξηγεί ότι, εάν εφαρμοζόταν το γερμανικό δίκαιο, το ίδιο θα ήταν κατά τόπον αρμόδιο να αποφανθεί επί της ασκηθείσας αγωγής, αφού η W.W.H. τέλεσε τη ζημιογόνο πράξη της, ήτοι τον προσεταιρισμό του Melzer ως πελάτη, στο Düsseldorf.

( 27 ) Με την απόφαση περί παραπομπής επισημαίνεται ειδικότερα ότι, όταν πρόκειται για κατάσταση όπως αυτή της διαφοράς της κύριας δίκης, η Γερμανία είναι ο τόπος όπου θα έπρεπε να υπερνικηθεί το αποφασιστικής σημασίας εμπόδιο που συνίστατο στον προσεταιρισμό του φερόμενου ως θύματος, στο άνοιγμα επενδυτικού λογαριασμού στην αλλοδαπή εταιρία μεσιτείας, και, εν συνεχεία, στη μεταφορά στον εν λόγω λογαριασμό δικαιωμάτων προαιρέσεως και στη διάθεση κεφαλαίων για επενδύσεις σε δικαιώματα προαιρέσεως άνευ εξοφλήσεως της αξίας των λογιστικώς καταχωρισμένων θέσεων.

( 28 ) Βλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, C-190/11, Mühlleitner (σκέψη 28), προπαρατεθείσα απόφαση Folien Fischer και Fofitec (σκέψη 30), και παρατιθέμενη στις εν λόγω αποφάσεις νομολογία.

( 29 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 2 του εν λόγω κανονισμού.

( 30 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, C-619/10, Trade Agency (σκέψη 27).

( 31 ) Εξ όσων γνωρίζω, το ιστορικό θεσπίσεως του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001 δεν προσφέρει χρήσιμα στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να αντληθούν προκειμένου να δοθεί απάντηση επί του υποβληθέντος ερωτήματος, δεδομένου ότι το γράμμα της διατάξεως παραμένει, υπό την τρέχουσα μορφή του, λακωνικό. Συναφώς, βλ. γενικές σκέψεις του καθηγητή F. Pocar στην εισηγητική έκθεσή του επί της Συμβάσεως για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις που υπογράφηκε στο Λουγκάνο στις 30 Οκτωβρίου 2007 (ΕΕ 2009, C 319, σ. 1, σημεία 58 κ. επ.).

( 32 ) Δυνάμει της διατάξεως αυτής, σε περίπτωση πλειόνων εναγομένων, το δικαστήριο της κατοικίας ενός εξ αυτών είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί των αγωγών που ο ίδιος ενάγων ασκεί κατά των διαφόρων εναγομένων, υπό τον όρον ότι μεταξύ των αγωγών υφίσταται τέτοιος δεσμός συνάφειας ώστε να ενδείκνυται η συνεκδίκασή τους προκειμένου να αποτραπούν ασυμβίβαστες λύσεις, τούτο δε έστω και αν δεν υφίσταται ταυτότητα νομικών βάσεων (απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2007, C-98/06, Freeport, Συλλογή 2007, σ. I-8319, σκέψεις 38 επ.).

( 33 ) Για τις εξηγήσεις που παρέσχε επί του θέματος αυτού ο εκπρόσωπος του Melzer, βλ., ανωτέρω, υποσημείωση 9.

( 34 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, C-189/08, Zuid-Chemie (Συλλογή 2009, σ. I-6917, σκέψη 22).

( 35 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, C-347/08, Vorarlberger Gebietskrankenkasse (Συλλογή 2009, σ. I-8661, σκέψη 39), καθώς και της 12ης Μαΐου 2011, C-144/10, BVG (Συλλογή 2011, σ. Ι-3961, σκέψη 30).

( 36 ) Με την προπαρατεθείσα απόφαση Kronhofer (σκέψη 19) το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου «τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» δεν δύναται να ερμηνεύεται κατά τρόπο τόσο διασταλτικό ώστε να εμπερικλείει κάθε τόπο στον οποίο μπορούν να γίνουν αισθητές οι επιζήμιες συνέπειες ενός γεγονότος που έχει προκαλέσει ζημία επελθούσα σε άλλον τόπο.

( 37 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 19ης Απριλίου 2012, C-523/10, Wintersteiger (σκέψη 18), καθώς και προπαρατεθείσα απόφαση Folien Fischer και Fofitec (σκέψεις 37 και 38).

( 38 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, προπαρατεθείσα απόφαση Kronhofer (σκέψη 18), κατά την οποία η παρέκταση δικαιοδοσίας στα δικαστήρια συμβαλλόμενου κράτους διαφορετικού από εκείνο στο έδαφος του οποίου εντοπίζονται τόσο το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός όσο και η επέλευση της ζημίας δεν ανταποκρίνεται σε καμία αντικειμενική ανάγκη από πλευράς διεξαγωγής αποδείξεων ή οργανώσεως της δίκης.

( 39 ) Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Folien Fischer και Fofitec (σκέψεις 45 και 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 40 ) Το πρόβλημα αυτό απασχόλησε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το οποίο, κατά τις τρέχουσες εργασίες για την αναδιατύπωση του κανονισμού 44/2001, πρότεινε την εισαγωγή της προϋποθέσεως «επαρκ[ούς], ουσιαστικ[ού] ή σημαντικ[ού] δεσμ[ού]», προκειμένου να «περιοριστεί η δυνατότητα της αναζήτησης της ευνοϊκότερης δικαιοδοσίας» σε ενοχές εξ αδικοπραξίας. Βλ. ψήφισμα της 7ης Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά με την εφαρμογή και την αναθεώρηση του κανονισμού 44/2001 [2009/2140(INI), P7_TA(2010)0304, αιτιολογική σκέψη ΙΖ και σημείο 25].

( 41 ) Συγκεκριμένα, με την προπαρατεθείσα πρότασή της που οδήγησε στην έκδοση του κανονισμού 44/2001, η Επιτροπή αναφέρθηκε στην «ασφάλεια του δικαίου στον τομέα της διεθνούς δικαιοδοσίας» και στην ανάγκη «καθορισμ[ού] σαφών κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας» [COM(1999) 348 τελικό, σημείο 1.1].

( 42 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 1ης Μαρτίου 2005, C-281/02, Owusu (Συλλογή 2005, σ. I-1383, σκέψη 40). Πράγματι, όπως υπενθυμίζεται, μεταξύ άλλων, με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Kronhofer (σκέψη 20) και Folien Fischer και Fofitec (σκέψη 33), η μέριμνα για τήρηση της αρχής της ασφαλείας δικαίου δεν δύναται να νοείται ως σκοπούσα αποκλειστικώς στην παροχή στον ενάγοντα της δυνατότητας προσδιορισμού του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου μπορεί να ασκήσει αγωγή.

( 43 ) Πρόκειται για την κατ’ αναλογία διατύπωση της αιτιολογικής σκέψεως 16 του κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II) (ΕΕ L 199, σ. 40).

( 44 ) Πράγματι η προπαρατεθείσα πρόταση της Επιτροπής που οδήγησε στην έκδοση του κανονισμού 44/2001 «ενσωματώνει την ουσία της συμφωνίας που επετεύχθη στο Συμβούλιο όσον αφορά την απαραίτητη ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων των μερών της επίδικης διαφοράς» [COM(1999) 348 τελικό, σημείο 2.1].

( 45 ) Βλ. τις αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν σε σχέση με την αποκαλούμενη προσέγγιση «mosaic theory», η οποία αποτελεί απότοκο της προπαρατεθείσας αποφάσεως Shevill κ.λπ., στη μελέτη των Hess, B., Pfeiffer, T., και Schlosser, P., Report on the Application of Regulation Brussels I in the Member States, Study JLS/C4/2005/03, τελική διατύπωση Σεπτεμβρίου 2007, σημείο 214.

( 46 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Μαΐου 2008, C-462/06, Glaxosmithkline και Laboratoires Glaxosmithkline (Συλλογή 2008, σ. I-3965, σκέψη 32), με την οποία το Δικαστήριο επισημαίνει ότι «η εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή μετατροπή των ειδικών κανόνων δικαιοδοσίας, που έχουν ως σκοπό να διευκολύνουν την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, σε μονομερείς κανόνες δικαιοδοσίας, παρέχοντες προστασία στο κατά τεκμήριο ασθενέστερο συμβαλλόμενο μέρος, θα διατάρασσε την ισορροπία των συμφερόντων, την οποία διασφαλίζει ο κοινοτικός νομοθέτης στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου».

Top