EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62010TO0268

Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου (έβδομο πενταμελές τμήμα) της 21ης Σεπτεμβρίου 2011.
Polyelectrolyte Producers Group GEIE (PPG) και SNF SAS κατά Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (ECHA).
Προσφυγή ακυρώσεως - REACH - Χαρακτηρισμός του ακρυλαμιδίου ως ουσίας λίαν ανησυχητικής - Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής - Απαράδεκτο.
Υπόθεση T-268/10.

European Court Reports 2011 II-06595

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2011:508

Υπόθεση T-268/10

Polyelectrolyte Producers Group GEIE (PPG) και SNF SAS

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ΕΟΧΠ)

«Προσφυγή ακυρώσεως – REACH – Χαρακτηρισμός του ακρυλαμιδίου ως ουσίας λίαν ανησυχητικής – Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής – Απαράδεκτο»

Περίληψη της διατάξεως

Προσφυγή ακυρώσεως – Προθεσμίες – ΄Εναρξη – Απόφαση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ΕΟΧΠ) περί χαρακτηρισμού του ακρυλαμιδίου ως ουσίας λίαν ανησυχητικής – Πράξη που δημοσιεύεται μόνο στο Διαδίκτυο – Μη εφαρμογή του άρθρου 102, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου

(Άρθρο 263, εδ. 6, ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 101 § 1 και 102 § 1· κανονισμός 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 57 και 59)

Μολονότι, κατά το άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι προβλεπόμενες στο εν λόγω άρθρο προσφυγές ασκούνται εντός δύο μηνών, υπολογιζομένων, κατά περίπτωση, από τη δημοσίευση της πράξεως, την κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα ή, ελλείψει δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως, από την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξεως, ωστόσο η διάταξη αυτή δεν παρέχει καμία πληροφορία για τον τρόπο δημοσιεύσεως και δεν περιορίζει τη δημοσίευση κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως σε ορισμένα μόνον είδη δημοσιεύσεως. Επομένως, η δημοσίευση κατά την έννοια της διατάξεως αυτής δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όσον αφορά προσφυγή κατά αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ΕΟΧΠ) περί χαρακτηρισμού του ακρυλαμιδίου ως ουσίας λίαν ανησυχητικής η οποία πληροί τα κριτήρια του άρθρου 57 του κανονισμού 1907/2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH), και περί συμπεριλήψεως του ακρυλαμιδίου στον κατάλογο των ουσιών που είναι υποψήφιες προς ενδεχόμενη εγγραφή στο παράρτημα XIV του εν λόγω κανονισμού, κατά το άρθρο 59 του κανονισμού αυτού, η δίμηνη προθεσμία δεν υπολογίζεται από το τέλος της 14ης ημέρας μετά τη δημοσίευση της εν λόγω αποφάσεως. Το άρθρο 102, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, που προβλέπει τον κανόνα αυτόν, έχει εφαρμογή, κατά το γράμμα του, μόνο στις πράξεις που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν μπορεί να έχει εφαρμογή, καθ’ υπέρβαση του γράμματος της διατάξεως αυτής, στις πράξεις που δημοσιεύονται με άλλο τρόπο, όπως η εν λόγω απόφαση του ΕΟΧΠ, για τις οποίες ο κανονισμός 1907/2006 προβλέπει αποκλειστικά τη δημοσίευση στο διαδίκτυο.

Εφόσον, επομένως, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής υπολογίζεται κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού και, λαμβανομένης υπόψη της παρεκτάσεως της προθεσμίας λόγω αποστάσεως κατά 10 ημέρες, η προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής που προβλέπει η διάταξη αυτή είχε λήξει κατά την ημερομηνία της ασκήσεώς της, η προσφυγή πρέπει να κριθεί εκπρόθεσμη και να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

(βλ. σκέψεις 30, 32–34, 39–40, 43)







ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο πενταμελές τμήμα)

της 21ης Σεπτεμβρίου 2011 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – REACH – Χαρακτηρισμός του ακρυλαμιδίου ως ουσίας λίαν ανησυχητικής – Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑268/10,

Polyelectrolyte Producers Group GEIE (PPG), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο),

SNF SAS, με έδρα την Andrézieux-Bouthéon (Γαλλία),

εκπροσωπούμενοι, αρχικώς, από τους K. Van Maldegem, R. Cana, avocats, τον P. Sellar, sollicitor, στη συνέχεια, από τους Van Maldegem και Cana,

προσφεύγοντες,

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ΕΟΧΠ), εκπροσωπούμενου από την M. Heikkila και τον W. Broere,

καθού,

υποστηριζόμενου από

το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από τη M. Noort και τον J. Langer,

και από

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους P. Oliver και E. Manhaeve,

παρεμβαίνοντες,

με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως του ΕΟΧΠ περί χαρακτηρισμού του ακρυλαμιδίου (ΕΚ 201-173-7) ως ουσίας που πληροί τα κριτήρια του άρθρου 57 του κανονισμού (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ L 396, σ. 1), και περί συμπεριλήψεως του ακρυλαμιδίου στον κατάλογο των ουσιών που είναι υποψήφιες προς ενδεχόμενη εγγραφή στο παράρτημα XIV του εν λόγω κανονισμού, κατά το άρθρο 59 του κανονισμού αυτού,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τον A. Dittrich (εισηγητή), πρόεδρο, τον F. Dehousse, την I. Wiszniewska-Białecka, τον M. Prek και τον J. Schwarcz, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Ο πρώτος προσφεύγων, Polyelectrolyte Producers Group GEIE (PPG), είναι ευρωπαϊκός όμιλος οικονομικού σκοπού εγκατεστημένος στο Βέλγιο. Εκπροσωπεί τα συμφέροντα των εταιριών παραγωγών και/ή εισαγωγέων πολυηλεκτρολυτών, πολυακρυλαμιδίου και/ή άλλων πολυμερών που περιέχουν ακρυλαμίδιο. Οι εταιρείες μέλη του πρώτου προσφεύγοντος είναι επίσης χρήστες ακρυλαμιδίου και κατασκευαστές και/ή εισαγωγείς ακρυλαμιδίου ή πολυακρυλαμιδίου. Όλοι οι παραγωγοί ακρυλαμιδίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι μέλη του πρώτου προσφεύγοντος.

2        Η δεύτερη προσφεύγουσα, SNF SAS, είναι μέλος του πρώτου προσφεύγοντος. Η κύρια δραστηριότητά της είναι η κατασκευή ακρυλαμιδίου και πολυακρυλαμιδίων τα οποία πωλεί απευθείας στους πελάτες της. Διαθέτει μονάδες παραγωγής στη Γαλλία, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Κίνα και στη Νότια Κορέα.

3        Στις 25 Αυγούστου 2009, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών διαβίβασε στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων (ΕΟΧΠ) φάκελο που καταρτίσθηκε για τον χαρακτηρισμό του ακρυλαμιδίου ως ουσίας που πληροί τα κριτήρια του άρθρου 57, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ L 396, σ. 1), ο οποίος τροποποιήθηκε εν συνεχεία ιδίως με τον κανονισμό (ΕΚ) 1272/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία των ουσιών και των μειγμάτων, την τροποποίηση και την κατάργηση των οδηγιών 67/548/ΕΚ και 1999/45/EΚ (ΕΕ L 353, σ. 1), παραπέμποντας στην ταξινόμηση του ακρυλαμιδίου σε μία από τις κλάσεις επικινδυνότητας «καρκινογένεση κατηγορίας 2» και «μεταλλαξιογένεση κατηγορίας 2» στο παράρτημα VI, μέρος 3, του κανονισμού 1272/2008. Στις 31 Αυγούστου 2009, ο ΕΟΧΠ δημοσίευσε στην ιστοσελίδα του ανακοίνωση καλώντας τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του φακέλου που καταρτίσθηκε για το ακρυλαμίδιο. Ο ΕΟΧΠ κάλεσε επίσης την ίδια μέρα τις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του θέματος αυτού.

4        Αφού παρέλαβε τις παρατηρήσεις επί του επίμαχου φακέλου, ιδίως του πρώτου προσφεύγοντος, και τις απαντήσεις του Βασιλείου της Ολλανδίας στις παρατηρήσεις αυτές, ο ΕΟΧΠ παρέπεμψε τον φάκελο στην επιτροπή των κρατών μελών, η οποία, στις 27 Νοεμβρίου 2009, κατέληξε σε ομόφωνη απόφαση ως προς τον χαρακτηρισμό του ακρυλαμιδίου ως ουσίας λίαν ανησυχητικής, για τον λόγο ότι το ακρυλαμίδιο πληροί τα κριτήρια του άρθρου 57, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 1907/2006.

5        Στις 7 Δεκεμβρίου 2009, ο ΕΟΧΠ δημοσίευσε ανακοινωθέν Τύπου γνωστοποιώντας, αφενός, ότι η επιτροπή των κρατών μελών κατέληξε σε ομόφωνη απόφαση σχετικά με τον χαρακτηρισμό του ακρυλαμιδίου και δεκατεσσάρων άλλων ουσιών ως ουσιών λίαν ανησυχητικών στον βαθμό που οι ουσίες αυτές πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 57 του κανονισμού 1907/2006 και, αφετέρου, ότι ο κατάλογος των ουσιών που είναι υποψήφιες για ενδεχόμενη εγγραφή τους στο παράρτημα XIV του κανονισμού 1907/2006 (στο εξής: κατάλογος υποψήφιων ουσιών) θα επικαιροποιηθεί επισήμως τον Ιανουαρίου 2010. Στις 22 Δεκεμβρίου 2009, ο εκτελεστικός διευθυντής του ΕΟΧΠ έλαβε την απόφαση ED/68/2009 με την οποία συμπεριέλαβε, στις 13 Ιανουαρίου 2010, τις δεκαπέντε αυτές ουσίες στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών.

6        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Ιανουαρίου 2010, οι προσφεύγοντες άσκησαν προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του ΕΟΧΠ περί χαρακτηρισμού του ακρυλαμιδίου ως ουσίας που πληροί τα κριτήρια του άρθρου 57 του κανονισμού 1907/2006, κατά το άρθρο 59 του κανονισμού αυτού (υπόθεση T‑1/10).

7        Με χωριστό δικόγραφο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Ιανουαρίου 2010, η δεύτερη προσφεύγουσα κατέθεσε αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητεί, κατ’ ουσίαν, από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου να αναστείλει την εκτέλεση της αποφάσεως του ΕΟΧΠ, περί χαρακτηρισμού του ακρυλαμιδίου ως ουσίας που πληροί τα κριτήρια του άρθρου 57 του κανονισμού 1907/2006, κατά το άρθρο 59 του κανονισμού αυτού (υπόθεση T‑1/10 R).

8        Με διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Ιανουαρίου 2010, ανεστάλη η εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως του ΕΟΧΠ μέχρις ότου εκδοθεί διάταξη επί της αιτήσεως λήψεως ασφαλιστικών μέτρων. Κατόπιν της διατάξεως αυτής, ο ΕΟΧΠ ανέστειλε την εγγραφή του ακρυλαμιδίου στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών.

9        Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της δεύτερης προσφεύγουσας απορρίφθηκε με διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 26ης Μαρτίου 2010, T‑1/10 R, PPG και SNF κατά ΕΟΧΠ (που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή), και το Γενικό Δικαστήριο επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

10      Κατόπιν της διατάξεως αυτής, ο ΕΟΧΠ δημοσίευσε, στις 30 Μαρτίου 2010, τον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών στον οποίο περιλαμβανόταν το ακρυλαμίδιο.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

11      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Ιουνίου 2010, οι προσφεύγοντες άσκησαν προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του ΕΟΧΠ, που δημοσιεύθηκε στις 30 Μαρτίου 2010, με την οποία χαρακτηρίζεται το ακρυλαμίδιο ως ουσία που πληροί τα κριτήρια του άρθρου 57 του κανονισμού 1907/2006 και εγγράφεται στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

12      Με απόφαση του Προέδρου του όγδοου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2010, οι προσφεύγοντες κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της τηρήσεως της προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής. Το Ηνωμένο Βασίλειο απάντησε στην αίτηση αυτή με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Ιουλίου 2010. Οι προσφεύγοντες ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό με έγγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Ιουλίου 2010.

13      Κατόπιν της αλλαγής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έβδομο τμήμα, και, ως εκ τούτου, σ’ αυτό ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση.

14      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Νοεμβρίου 2010, ο ΕΟΧΠ προέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Οι προσφεύγοντες κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου στις 21 Δεκεμβρίου 2010.

15      Με έγγραφα που πρωτοκολλήθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 και στις 25 Νοεμβρίου 2010, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησαν να παρέμβουν υπέρ του ΕΟΧΠ. Οι αιτήσεις αυτές έγιναν δεκτές, κατόπιν ακρόασης των κύριων διαδίκων, με διάταξη του προέδρου του έβδομου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Ιανουαρίου 2011.

16      Στις 18 Ιανουαρίου 2011, ο ΕΟΧΠ κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου συμπληρωματικό υπόμνημα επί της ενστάσεως απαραδέκτου. Οι προσφεύγοντες κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος αυτού στις 15 Φεβρουαρίου 2011.

17      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Φεβρουαρίου 2011, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών παραιτήθηκε από την κατάθεση υπομνήματος παρεμβάσεως αποκλειστικά για το παραδεκτό της προσφυγής. Η Επιτροπή υπέβαλε υπόμνημα επί του παραδεκτού στις 24 Φεβρουαρίου 2011.

18      Με απόφαση της 30ής Μαρτίου 2011, το Γενικό Δικαστήριο παρέπεμψε την υπό κρίση υπόθεση ενώπιον του εβδόμου πενταμελούς τμήματος, κατά το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

19      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 και 21 Απριλίου 2011, οι κύριοι διάδικοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος παρεμβάσεως της Επιτροπής που αφορούσε αποκλειστικά το παραδεκτό.

20      Με την προσφυγή τους οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη·

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει τον ΕΟΧΠ στα δικαστικά έξοδα·

–        να διατάξει κάθε αναγκαίο, κατά την κρίση, του μέτρο.

21      Με την ένσταση απαραδέκτου ο ΕΟΧΠ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

22      Με τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου.

23      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

 Σκεπτικό

24      Δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ένας διάδικος το ζητήσει, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κρίνει επί του απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, η διαδικασία επί της αιτήσεως συνεχίζεται προφορικά, εκτός εάν το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει διαφορετικά. Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, εν προκειμένω, έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα έγγραφα της δικογραφίας και ότι δεν συντρέχει λόγος να κινήσει την προφορική διαδικασία.

25      Προς στήριξη των προτάσεών του, ο ΕΟΧΠ προβάλλει τρεις λόγους απαραδέκτου αντλούμενους, κυρίως, από τη μη τήρηση της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής, καθώς και, επικουρικώς, από το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά άμεσα τους προσφεύγοντες και από το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία δεν είναι νομοθετική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεν αφορά ατομικά τους προσφεύγοντες.

26      Η Επιτροπή υποστηρίζει την επιχειρηματολογία του ΕΟΧΠ όσον αφορά τη μη τήρηση της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής. Προβάλλει επίσης ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη λόγω εκκρεμοδικίας.

27      Πρέπει να εξεταστεί, κατά πρώτον, ο λόγος απαραδέκτου που προβάλλεται κυρίως και αντλείται από τη μη τήρηση της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής.

28      Συναφώς, ο ΕΟΧΠ και η Επιτροπή προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι η προσφυγή ασκήθηκε εκπροθέσμως. Κατ’ αυτούς, η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 30 Μαρτίου 2010 και, επομένως, κατά την προθεσμία του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προσφυγή κατά της αποφάσεως του ΕΟΧΠ μπορούσε να ασκηθεί το διάστημα από τις 31 Μαρτίου 2010 έως τις 30 Μαΐου 2010. Αφού προστεθεί και η παρέκταση της προθεσμίας κατά δέκα ημέρες λόγω αποστάσεως του άρθρου 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, η συνολική προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής έληξε στις 9 Ιουνίου 2010. Επομένως, η παρούσα προσφυγή, η οποία ασκήθηκε στις 10 Ιουνίου 2010, ήταν εκπρόθεσμη.

29      Οι προσφεύγοντες παρατηρούν, κατ’ ουσίαν, ότι, δυνάμει του άρθρου 102, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής υπολογίζεται από το τέλος της 14ης ημέρας μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή όχι μόνο στις περιπτώσεις δημοσιεύσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά σε όλους τους τρόπους δημοσιεύσεως, συμπεριλαμβανομένης της δημοσιεύσεως στο διαδίκτυο που προβλέπεται στο άρθρο 59, παράγραφος 10, του κανονισμού 1907/2006. Διαφορετική ερμηνεία του άρθρου 102, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας θα είχε ως αποτέλεσμα εισαγωγή διακρίσεων και αυθαίρετη μεταχείριση σε βάρος των προσφευγόντων. Λαμβανομένης υπόψη της κατά τον ανωτέρω τρόπο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως, τηρήθηκε η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής.

30      Κατά το άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι προβλεπόμενες στο εν λόγω άρθρο προσφυγές ασκούνται εντός δύο μηνών, υπολογιζομένων, κατά περίπτωση, από τη δημοσίευση της πράξεως, την κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα ή, ελλείψει δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως, από την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξεως.

31      Εν προκειμένω, ο ΕΟΧΠ δημοσίευσε την προσβαλλόμενη απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, στις 30 Μαρτίου 2010. Συγκεκριμένα, ο ΕΟΧΠ, κατά την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 59, παράγραφος 10, του κανονισμού 1907/2006, δημοσίευσε στην ιστοσελίδα του τον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών στον οποίο είχε εγγραφεί το ακρυλαμίδιο στις 30 Μαρτίου 2010.

32      Πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν παρέχει καμία πληροφορία για τον τρόπο δημοσιεύσεως που προβλέπει η διάταξη αυτή και δεν περιορίζει τη δημοσίευση κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως σε ορισμένα μόνον είδη δημοσιεύσεως. Επομένως, η δημοσίευση κατά την έννοια της διατάξεως αυτής δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

33      Αντίθετα προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγοντες, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής δεν υπολογίζεται από το τέλος της 14ης ημέρας μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Το άρθρο 102, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που προβλέπει τον κανόνα αυτόν, έχει εφαρμογή, κατά το γράμμα του, μόνο στις πράξεις που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εν προκειμένω, ο κανονισμός 1907/2006 προβλέπει γενικώς για τις πράξεις του ΕΟΧΠ τη δημοσίευσή τους αποκλειστικά στο διαδίκτυο. Θεσπίζει έτσι ειδικό κανόνα για τη δημοσίευση των πράξεων του οργανισμού αυτού. Ειδικότερα, βάσει του άρθρου 59, παράγραφος 10, του κανονισμού 1907/2006, η δημοσίευση του καταλόγου των υποψήφιων ουσιών γίνεται στην ιστοσελίδα του ΕΟΧΠ και καμία άλλη διάταξη του εν λόγω κανονισμού δεν προβλέπει άλλη μορφή δημοσιεύσεως.

34      Το άρθρο 102, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας δεν μπορεί να έχει εφαρμογή, καθ’ υπέρβαση του γράμματος της διατάξεως αυτής, στις πράξεις που δημοσιεύονται με άλλο τρόπο, όπως εν προκειμένω αποκλειστικά στο διαδίκτυο.

35      Συγκεκριμένα, πρώτον, το άρθρο 102, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας συνιστά απλώς έναν ειδικό κανόνα που προβλέπεται για τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αποκλειστική δημοσίευση στο διαδίκτυο διακρίνεται από τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διότι η πρώτη γίνεται ηλεκτρονικά, οπότε οι πράξεις που δημοσιεύονται είναι προσβάσιμες από το κοινό ταυτόχρονα σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όσον αφορά το γεγονός ότι η Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης διατίθεται και σε ηλεκτρονική μορφή στο διαδίκτυο, πρέπει να τονιστεί ότι το μόνο έγκυρο κείμενο της εν λόγω εφημερίδας είναι αυτό που τυπώνεται (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 2007, C‑161/06, Skoma-Lux, Συλλογή 2007, σ. I‑10841, σκέψη 50).

36      Δεύτερον, πρέπει να τονιστεί ότι η αυστηρή εφαρμογή των ρυθμίσεων της Ένωσης όσον αφορά τις δικονομικές προθεσμίες ανταποκρίνεται στην επιταγή της ασφάλειας δικαίου και στην ανάγκη να αποφεύγεται κάθε δυσμενής διάκριση ή κάθε αυθαίρετη μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 2ας Οκτωβρίου 2009, T‑300/05 και T‑316/05, Κύπρος κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 235 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37      Τρίτον, αντίθετα προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγοντες, η νομολογία που αφορά τη δημοσίευση αποφάσεων σε θέματα κρατικών ενισχύσεων δεν μπορεί να μεταφερθεί στην υπό κρίση υπόθεση. Είναι αληθές ότι, σε υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων, το γεγονός ότι παρέχεται στους τρίτους πλήρης πρόσβαση στο κείμενο αποφάσεως που διατίθεται στον δικτυακό τόπο, σε συνδυασμό με τη δημοσίευση σύντομης ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επιτρέπει στους ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση της εν λόγω αποφάσεως και τους πληροφορεί για τη δυνατότητα προσβάσεως μέσω διαδικτύου, ενεργοποιεί την εφαρμογή του άρθρου 102, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας (διάταξη του Πρωτοδικείου της 19ης Σεπτεμβρίου 2005, T‑321/04, Air Bourbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑3469, σκέψεις 34 και 42, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Μαρτίου 2009, T‑354/05, TF1 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑471, σκέψεις 35 και 48). Ωστόσο, σε αυτό το είδος των υποθέσεων, η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ L 83, σ. 1). Εν προκειμένω, καμία διάταξη δεν επιτάσσει τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε υπό τη μορφή σύντομης ανακοινώσεως είτε υπό τη μορφή πλήρους κειμένου. Αντιθέτως, από τον κανονισμό 1907/2006 προκύπτει ότι ο επικαιροποιημένος κατάλογος υποψήφιων ουσιών δημοσιεύεται αποκλειστικά στο διαδίκτυο.

38      Τέταρτον, αντίθετα προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγοντες, το γεγονός ότι το άρθρο 102, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας δεν έχει εφαρμογή στις αποκλειστικά διαδικτυακές δημοσιεύσεις που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης δεν συνιστά διάκριση ή αυθαίρετη συμπεριφορά σε βάρος των προσφευγόντων. Συγκεκριμένα, η πραγματική και νομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα πρόσωπο κατόπιν της δημοσιεύσεως μιας πράξεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι όμοια με εκείνη στην οποία βρίσκεται το πρόσωπο αυτό κατόπιν της δημοσιεύσεως μιας πράξεως αποκλειστικώς στο διαδίκτυο (βλ. σκέψη 35 ανωτέρω). Περαιτέρω, το γεγονός ότι λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία της δημοσιεύσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως στην ιστοσελίδα του ΕΟΧΠ ως ημερομηνία δημοσιεύσεως κατά την έννοια του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ αποτελεί εγγύηση για την ίση μεταχείριση μεταξύ όλων των ενδιαφερομένων καθόσον εξασφαλίζει ότι η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής καθορίζεται με τον ίδιο τρόπο για όλους (βλ., συναφώς, διάταξη Air Bourbon κατά Επιτροπής, σκέψη 37 ανωτέρω, σκέψη 44). Οι διαφορές, ως προς τον υπολογισμό της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, μεταξύ της δημοσιεύσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της δημοσιεύσεως στο διαδίκτυο είναι, εν πάση περιπτώσει, επίσης δικαιολογημένες λόγω των χαρακτηριστικών της δημοσιεύσεως στο διαδίκτυο (βλ. σκέψη 35 ανωτέρω).

39      Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 30 Μαρτίου 2010, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής άρχισε να τρέχει στις 31 Μαρτίου 2010, κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του Κανονισμού Διαδικασίας. Η δίμηνη προθεσμία έληξε στις 30 Μαΐου 2010 εφόσον, κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, η υπολογιζόμενη σε μήνες προθεσμία λήγει με την παρέλευση της ημέρας του τελευταίου μήνα η οποία φέρει την ίδια ημερομηνία με την ημέρα κατά την οποία συντελέστηκε το γεγονός ή διενεργήθηκε η πράξη που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας (βλ., συναφώς, διάταξη του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 2002, C-406/01, Γερμανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I‑4561, σκέψη 17). Λαμβανομένης υπόψη της παρεκτάσεως της προθεσμίας λόγω αποστάσεως κατά 10 ημέρες δυνάμει του άρθρου 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, η προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής έληξε στις 9 Ιουνίου 2010.

40      Επομένως, η παρούσα προσφυγή, η οποία ασκήθηκε στις 10 Ιουνίου 2010, ήταν εκπρόθεσμη.

41      Όσον αφορά το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες επικαλούνται, προβάλλοντας το καινοφανές των προσφυγών κατά των αποφάσεων του ΕΟΧΠ και την έλλειψη νομολογίας σχετικής με τον υπολογισμό της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής κατά των εν λόγω αποφάσεων που δημοσιεύονται στο διαδίκτυο, ότι η εσφαλμένη εκ μέρους τους ερμηνεία των διατάξεων του Κανονισμού Διαδικασίας που είχαν εφαρμογή εν προκειμένω συνιστούσε συγγνωστή πλάνη, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, κατά τους προσφεύγοντες, η δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως στην ιστοσελίδα του ΕΟΧΠ αποτελούσε δημοσίευση κατά την έννοια του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Η πλάνη των προσφευγόντων προήλθε επομένως από εσφαλμένη ερμηνεία είτε του άρθρου 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, είτε του άρθρου 101, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού σχετικά με τον υπολογισμό της προθεσμίας προσφυγής. Οι διατάξεις αυτές δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερη ερμηνευτική δυσκολία, οπότε δεν μπορεί να γίνει δεκτή συγγνωστή πλάνη εκ μέρους των προσφευγόντων, η οποία θα δικαιολογούσε παρέκκλιση από την εφαρμογή της εν λόγω κανονιστικής ρυθμίσεως (βλ., συναφώς, διάταξη Γερμανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, σκέψη 39 ανωτέρω, σκέψη 21).

42      Εξάλλου, οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν, ούτε καν επικαλέσθηκαν την ύπαρξη τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας που θα επέτρεπε στο δικαστή της Ένωσης να παρεκκλίνει από την εν λόγω προθεσμία βάσει του άρθρου 45, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

43      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη χωρίς να χρειάζεται το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί των άλλων λόγων απαραδέκτου που προέβαλε ο ΕΟΧΠ και η Επιτροπή.

 Επί των δικαστικών εξόδων

44      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εξάλλου, κατά την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρενέβησαν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

45      Επειδή οι προσφεύγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν, εκτός από τα δικά τους έξοδα, και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο ΕΟΧΠ, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά του. Το Βασίλειο της Σουηδίας και η Επιτροπή θα φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο πενταμελές τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)      Ο όμιλος Polyelectrolyte Producers Group GEIE (PPG) και η εταιρία SNF SAS φέρουν τα δικά τους έξοδα καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (ΕΟΧΠ).

3)      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικά τους έξοδα.

Λουξεμβούργο, 21 Σεπτεμβρίου 2011.

Ο Γραμματέας

 

      Ο πρόεδρος

E. Coulon

 

      A. Dittrich


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top