EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62010CJ0187

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 29ης Σεπτεμβρίου 2011.
Baris Unal κατά Staatssecretaris van Justitie.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Raad van State - Κάτω Χώρες.
Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας - Απόφαση 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως - Άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση - Τούρκος υπήκοος - Άδεια διαμονής - Οικογενειακή επανένωση - Χωρισμός των συντρόφων - Ανάκληση της άδειας διαμονής - Αναδρομικό αποτέλεσμα.
Υπόθεση C-187/10.

European Court Reports 2011 I-09045

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2011:623

Υπόθεση C-187/10

Baris Unal

κατά

Staatssecretaris van Justitie

(αίτηση του Raad van State για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας – Απόφαση 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως – Άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση – Τούρκος υπήκοος – Άδεια διαμονής – Οικογενειακή επανένωση – Χωρισμός των συντρόφων – Ανάκληση της άδειας διαμονής – Αναδρομικό αποτέλεσμα»

Περίληψη της αποφάσεως

Διεθνείς συμφωνίες – Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας – Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Εργαζόμενοι – Πρόσβαση των Τούρκων υπηκόων, που είναι ενταγμένοι στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους, σε μισθωτή δραστηριότητα εντός αυτού του κράτους μέλους και συνακόλουθο δικαίωμα διαμονής

(Απόφαση 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, άρθρο 6 § 1)

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας έχει την έννοια ότι αποκλείει τη δυνατότητα των αρμοδίων εθνικών αρχών να ανακαλέσουν την άδεια διαμονής Τούρκου εργαζομένου αναδρομικώς από την ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε να συντρέχει ο λόγος από τον οποίο το εθνικό δίκαιο εξαρτούσε τη χορήγηση της αδείας του, όταν ο εν λόγω εργαζόμενος δεν επέδειξε απατηλή συμπεριφορά και η ανάκληση έλαβε χώρα μετά τη λήξη της προβλεπομένης από το εν λόγω άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, περιόδου ενός έτους νόμιμης απασχολήσεως.

Πράγματι, αφενός, η διάταξη αυτή δεν δύναται να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να παρέχει σε κράτος μέλος τη δυνατότητα να τροποποιήσει μονομερώς το περιεχόμενο του συστήματος βαθμιαίας ενσωματώσεως των Τούρκων υπηκόων στην αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής. Αφετέρου, το να μη γίνει δεκτό ότι ο ένας τέτοιος εργαζόμενος είχε πλέον του έτους νόμιμη απασχόληση στο κράτος μέλος υποδοχής θα αντέβαινε στη γενική αρχή του σεβασμού των κεκτημένων δικαιωμάτων κατά την οποία, όταν Τούρκος υπήκοος βασίμως δύναται να επικαλεστεί δικαιώματα δυνάμει διατάξεως της αποφάσεως 1/80, τα δικαιώματα αυτά δεν εξαρτώνται πλέον από το αν εξακολουθούν να συντρέχουν οι περιστάσεις υπό τις οποίες αυτά γεννήθηκαν, δεδομένου ότι τέτοια προϋπόθεση δεν επιβάλλεται από την απόφαση αυτή.

(βλ. σκέψεις 42, 50, 53 και διατακτ.)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 29ης Σεπτεμβρίου 2011 (*)

«Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας – Απόφαση 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως – Άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση – Τούρκος υπήκοος – Άδεια διαμονής – Οικογενειακή επανένωση – Χωρισμός των συντρόφων – Ανάκληση της άδειας διαμονής – Αναδρομικό αποτέλεσμα»

Στην υπόθεση C‑187/10,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, υποβληθείσα από το Raad van State (Κάτω Χώρες) με απόφαση της 13ης Απριλίου 2010, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Απριλίου 2010, στο πλαίσιο της δίκης

Baris Unal

κατά

Staatssecretaris van Justitie,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, A. Arabadjiev, A. Rosas, M. Lõhmus και P. Lindh, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: A. Calot Escobar

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο B. Unal, εκπροσωπούμενoς από τους A. H. Hekman και B. Mor-Yazir, advocaten,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις C. Wissels και M. de Ree,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Rozet και M. van Beek,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 21ης Ιουλίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως, της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, σχετικά με την προώθηση της συνδέσεως (στο εξής: απόφαση 1/80). Το Συμβούλιο Συνδέσεως συστάθηκε με τη Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας, η οποία υπεγράφη στις 12 Σεπτεμβρίου 1963 στην Άγκυρα, αφενός, από τη Δημοκρατία της Τουρκίας και, αφετέρου, από τα κράτη μέλη της ΕΟΚ και την Κοινότητα και συνήφθη, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της τελευταίας με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1963 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 48, στο εξής: Συμφωνία Συνδέσεως)

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του B. Unal, Τούρκου υπηκόου, και του Staatssecretaris van Justitie (Υφυπουργού Δικαιοσύνης, στο εξής: Staatssecretaris) σχετικά με αποφάσεις του δεύτερου να απορρίψει την αίτηση του πρώτου να τροποποιηθεί ο περιορισμός που συνόδευε την άδειά του διαμονής ορισμένου χρόνου και να ανακαλέσει την εν λόγω άδεια.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η ρύθμιση της Ένωσης

 Η Συμφωνία Συνδέσεως

3        Κατά το άρθρο της 2, παράγραφος 1, η Συμφωνία Συνδέσεως έχει ως αντικείμενο την προαγωγή της συνεχούς και ισόρροπης ενισχύσεως των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, επίσης όσον αφορά το εργατικό δυναμικό, με τη σταδιακή πραγμάτωση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων καθώς και με την κατάργηση των περιορισμών της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, με σκοπό τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του τουρκικού λαού και τη διευκόλυνση, στη συνέχεια, της προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα.

4        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 έχει ως εξής:

«Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 7 περί ελεύθερης προσβάσεως των μελών της οικογενείας του στην απασχόληση, ο Τούρκος εργαζόμενος που είναι ενταγμένος στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους:

–        εφόσον έχει απασχοληθεί νομίμως επί ένα έτος, δικαιούται, εντός αυτού του κράτους μέλους, να ανανεωθεί η ισχύουσα άδεια εργασίας του στον ίδιο εργοδότη, αν εξακολουθεί να κατέχει θέση εργασίας·

–        εφόσον έχει απασχοληθεί νομίμως επί τρία έτη και υπό την επιφύλαξη της αποδοτέας στους εργαζομένους των κρατών μελών της Κοινότητας προτεραιότητας, δικαιούται, εντός αυτού του κράτους μέλους, να αποδεχθεί, κατ’ επιλογήν του, άλλη προσφορά εργασίας, στο ίδιο επάγγελμα, που του γίνεται υπό συνήθεις συνθήκες από άλλο εργοδότη και έχει καταγραφεί από τις υπηρεσίες απασχολήσεως του περί ου πρόκειται κράτους μέλους·

–        εφόσον έχει απασχοληθεί νομίμως επί τέσσερα έτη, έχει ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε μισθωτή δραστηριότητα της επιλογής του εντός αυτού του κράτους μέλους.»

5        Το άρθρο 7, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80 ορίζει ότι τα μέλη της οικογενείας Τούρκου εργαζομένου ενταγμένου στην αγορά εργασίας κράτους μέλους, στα οποία έχει επιτραπεί η οικογενειακή επανένωση, δικαιούνται, τηρουμένης της προτεραιότητας που πρέπει να αποδίδεται στους εργαζόμενους των κρατών μελών της Κοινότητας, να αποδεχθούν οποιαδήποτε προσφορά εργασίας εφόσον διαμένουν νομίμως στο κράτος αυτό επί τρία τουλάχιστον έτη.

 Η εθνική ρύθμιση

6        Κατά το άρθρο 8, στοιχείο a, του νόμου περί γενικής αναθεωρήσεως του νόμου περί αλλοδαπών (Wet tot algehele herziening van de Vreemdelingenwet), της 23ης Νοεμβρίου 2000 (Stb. 2000, αριθ. 495, στο εξής: Vw 2000), αλλοδαπός δύναται να έχει νόμιμη διαμονή στις Κάτω Χώρες αν διαθέτει άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου χορηγηθείσα σε αυτόν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14 του νόμου αυτού.

7        Το άρθρο 14, παράγραφος 2, του Vw 2000 ορίζει:

«Άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου συνοδεύεται από περιοριστικούς όρους, σε συνάρτηση με τον λόγο για τον οποίο επετράπη η διαμονή. Δύνανται να τεθούν άλλοι όροι. […]»

8        Το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο g, του νόμου αυτού παρέχει στις ολλανδικές αρχές τη δυνατότητα να απορρίψουν αίτηση άδειας διαμονής ορισμένου χρόνου όταν ο αιτών δεν τήρησε υποχρεώσεις που απορρέουν από τον περιορισμό που συνδέεται με τον σκοπό για τον οποίο θέλει να διαμείνει στις Κάτω Χώρες.

9        Το άρθρο 16a, παράγραφος 1, του Vw 2000 ορίζει ότι αίτηση τροποποιήσεως άδειας διαμονής ορισμένου χρόνου δύναται να απορριφθεί για τους λόγους του άρθρου 16, παράγραφος 1, στοιχεία b έως g, του νόμου αυτού.

10      Κατά το άρθρο 18, παράγραφος 1, του Vw 2000:

«Αίτηση παρατάσεως άδειας διαμονής ορισμένου χρόνου υπό την έννοια του άρθρου 14 δύναται να απορριφθεί αν:

[…]

f)      δεν τηρήθηκε ο περιοριστικός όρος που συνοδεύει την άδεια ή άλλος όρος που συνδέεται με τη χορήγησή της·

[…]»

11      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 19 του Vw 2000, η άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου δύναται να ανακληθεί για τον λόγο του άρθρου 18, παράγραφος 1, στοιχείο f, του ίδιου νόμου.

12      Το άρθρο 3.51, παράγραφος 1, του διατάγματος του 2000 περί αλλοδαπών (Vreemdelingenbesluit 2000, Stb. 2000, αριθ. 497, στο εξής: Vb 2000) ορίζει:

«Η άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου, κατά την έννοια του άρθρου 14 του [Vw 2000], υπό περιοριστικό όρο σχετικό με την παράταση της διαμονής, δύναται να χορηγηθεί στον αλλοδαπό ο οποίος έχει διαμείνει επί τρία έτη στις Κάτω Χώρες βάσει άδειας διαμονής χορηγηθείσας για τις εξής περιπτώσεις:

a)      οικογενειακή επανένωση ή δημιουργία οικογένειας με άτομο που έχει δικαίωμα μόνιμης διαμονής·

[…]»

13      Η παράγραφος 2 του άρθρου 3.51 του Vb 2000 ορίζει ότι η άδεια διαμονής δύναται να χορηγηθεί όταν, κατά την περίοδο της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις της παρατάσεως της αρχικής άδειας διαμονής.

14      Το άρθρο 4.43, παράγραφος 1, του Vb 2000 ορίζει:

«Ο αλλοδαπός που έχει νόμιμη διαμονή υπό την έννοια του άρθρου 8, στοιχείο a, του [Vw 2000] και που πια δεν τηρεί τον περιορισμό που συνοδεύει την άδειά του διαμονής πληροφορεί αμέσως σχετικά τον επικεφαλής της αστυνομικής δυνάμεως του δήμου της διαμονής του».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

15      Ο B. Unal εισήλθε στις Κάτω Χώρες, στις 24 Φεβρουαρίου 2004, κατέχοντας προσωρινή άδεια διαμονής. Με απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2004, του χορηγήθηκε άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου από τις 29 Μαρτίου 2004, για να μπορέσει να διαμείνει «στο σπίτι της συντρόφου του A. M. De Sousa van der Molen». Στην άδεια αυτή αναγραφόταν επίσης η ένδειξη «εργασία επιτρέπεται ελεύθερα· άδεια προσλήψεως δεν απαιτείται».

16      Ο B. Unal μετέβη στον Δήμο του ’t Zandt για να διαμείνει εκεί στο σπίτι της A. M. van der Molen.

17      Η ισχύς της άδειας διαμονής του B. Unal παρατάθηκε, στις 26 Ιουλίου 2005, μέχρι τις 21 Απριλίου 2006, και, στις 4 Μαΐου 2006, μέχρι την 1η Μαρτίου 2009. Στις νέες άδειες συνέχισαν να αναγράφονται ο όρος διαμονής στο σπίτι της συντρόφου του και η ένδειξη «εργασία επιτρέπεται ελεύθερα· άδεια προσλήψεως δεν απαιτείται».

18      Στις 8 Μαΐου 2006, ο B. Unal συνήψε σύμβαση προσωρινής απασχολήσεως για να ασκήσει τα καθήκοντα εργάτη παραγωγής σε μια επιχείρηση, στο Nunspeet (Κάτω Χώρες), περί τα 150 χιλιόμετρα μακριά από την κατοικία του στο ’t Zandt. Νέα σύμβαση, η οποία ίσχυσε μέχρι τις 21 Νοεμβρίου 2008, συνήφθη στις 21 Νοεμβρίου 2007 με το ίδιο γραφείο διαθέσεως εργατικού δυναμικού προσωρινής απασχολήσεως. Βάσει της συμβάσεως αυτής, ο B. Unal συνέχισε να εργάζεται για την ίδια επιχείρηση, στο Nunspeet.

19      Στις 4 Ιουνίου 2007, ο B. Unal υπέβαλε αίτηση τροποποιήσεως του αναγραφομένου στην άδειά του περιορισμού «για διαμονή στο σπίτι της συντρόφου του A. M. De Sousa van der Molen», προκειμένου η ένδειξη αυτή να αντικατασταθεί με την ένδειξη «παρατεταμένη διαμονή».

20      Στις 28 Δεκεμβρίου 2007, ο Staatssecretaris απέρριψε την αίτηση αυτή με την αιτιολογία ότι, από τις 2 Απριλίου 2007, ο B. Unal πλέον δεν τηρούσε τους όρους που απέρρεαν από τον περιορισμό που συνόδευε την άδειά του διαμονής ορισμένου χρόνου. Ο Staatssecretaris έκρινε ότι η σχέση μεταξύ του B. Unal και της A. M. van der Molen έληξε στις 2 Απριλίου 2007 δεδομένου ότι, την ημερομηνία εκείνη, ο B. Unal μετακόμισε σε διαμέρισμα στο Lelystad (Κάτω Χώρες), ενώ η A. M. van der Molen παρέμενε εγγεγραμμένη στο δημοτολόγιο του ’t Zandt.

21      Με άλλη απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2008, ο Staatssecretaris διαπίστωσε ότι, εφόσον, στις 2 Απριλίου 2007, ο B. Unal είχε νόμιμη απασχόληση μικρότερη του ενός έτους στην υπηρεσία του ίδιου εργοδότη, δεν μπορούσε να λάβει άδεια παρατεταμένης διαμονής βάσει της αποφάσεως 1/80. Κατά συνέπεια, η άδειά του διαμονής ανακλήθηκε αναδρομικά από τις 2 Απριλίου 2007.

22      Με απόφαση της 31ης Ιουλίου 2008, ο Staatssecretaris απέρριψε τις διοικητικές ενστάσεις που ο B. Unal είχε υποβάλει κατά των αποφάσεων της 28ης Δεκεμβρίου 2007 και 7ης Φεβρουαρίου 2008. Έκρινε ιδίως ότι, ελλείψει αντικειμενικώς εξακριβώσιμων στοιχείων, δεν μπορούσε να δεχθεί τις δηλώσεις του B. Unal ότι ο ίδιος και η πρώην σύντροφός του εγκαταστάθηκαν στο Lelystad, δεδομένου ότι η A. M. van der Molen είχε διατηρήσει το διαμέρισμά της στο ’t Zandt για την περίπτωση που δεν θα της άρεσε να μείνει στο Lelystad. Γραπτή δήλωση, προσκομισθείσα από τον B. Unal και συνταχθείσα από την πρώην σύντροφό του, η οποία βεβαίωνε ότι η σχέση τους έληξε αργότερα, δεν θεωρήθηκε επαρκής απόδειξη.

23      Με απόφαση της 6ης Ιουλίου 2009, το Rechtbank’s-Gravenhage (Πρωτοδικείο Χάγης) κήρυξε αβάσιμη την προσφυγή που ο B. Unal είχε ασκήσει κατά της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική του ένσταση. Ο τελευταίος κατέθεσε εν προκειμένω αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Raad van State.

24      Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι δεν είναι βέβαιο ως προς το αν δύναται να λύσει τη διαφορά της κύριας δίκης στηριζόμενο στην απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2008, C-337/07, Altun (Συλλογή 2008, σ. I‑10323). Εκθέτει ότι, στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ανάκληση της άδειας διαμονής δεν έχει καμία συνέπεια σχετικά με το δικαίωμα διαμονής των μελών της οικογένειας του εργαζόμενου αυτού, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80, αν, κατά την ημερομηνία της ανακλήσεως, τα εν λόγω μέλη της οικογένειας είχαν ήδη αποκτήσει αυτό το δικαίωμα διαμονής. Κάθε άλλη ερμηνεία θα αντέβαινε στην αρχή της ασφάλειας δικαίου.

25      Το Raad van State διερωτάται ως προς το αν η νομολογία αυτή δύναται να εφαρμοστεί όσον αφορά τις συνέπειες της αναδρομικής ανακλήσεως της άδειας διαμονής Τούρκου εργαζομένου, λαμβανομένου, επιπλέον υπόψη, ότι ο τελευταίος δεν επέδειξε απατηλή συμπεριφορά εν προκειμένω.

26      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Raad van State αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Μήπως το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80 […], λαμβανομένης υπόψη και της αρχής της ασφάλειας δικαίου, εμποδίζει σε μια κατάσταση όπου δεν πρόκειται για απατηλή συμπεριφορά τις αρμόδιες εθνικές αρχές, μετά την παρέλευση της προθεσμίας ενός έτους που προβλέπεται από το πιο πάνω άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, να ανακαλέσουν την άδεια διαμονής Τούρκου εργαζόμενου αναδρομικά από το χρονικό σημείο στο οποίο έπαυσε να τηρείται ο κατά το εθνικό δίκαιο λόγος χορηγήσεως της άδειας διαμονής;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

27      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί στην ουσία να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80 έχει την έννοια ότι αποκλείει τη δυνατότητα των αρμοδίων εθνικών αρχών να ανακαλέσουν την άδεια διαμονής Τούρκου εργαζομένου αναδρομικώς από την ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε να συντρέχει ο λόγος από τον οποίο το εθνικό δίκαιο εξαρτούσε τη χορήγηση της αδείας του, όταν ο εν λόγω εργαζόμενος δεν επέδειξε απατηλή συμπεριφορά και η ανάκληση έλαβε χώρα μετά τη λήξη της προβλεπομένης από το εν λόγω άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, περιόδου ενός έτους νόμιμης απασχολήσεως.

28      Τα δικαιώματα που παρέχουν στους Τούρκους εργαζόμενους οι διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 διευρύνονται βαθμιαίως, αναλόγως της διάρκειας της ασκήσεως νόμιμης μισθωτής δραστηριότητας, και έχουν ως σκοπό τη σταδιακή παγίωση της καταστάσεως των ενδιαφερομένων στο κράτος μέλος υποδοχής (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006, C-230/03, Sedef, Συλλογή 2006, σ. I‑157, σκέψη 34).

29      Όπως προκύπτει από το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80, μετά από ένα έτος νόμιμης απασχολήσεως ο Τούρκος εργαζόμενος έχει το δικαίωμα να συνεχίσει να ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στην υπηρεσία του ίδιου εργοδότη.

30      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η αποτελεσματικότητα του δικαιώματος αυτού συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την ύπαρξη αντιστοίχου δικαιώματος διαμονής του ενδιαφερομένου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 7ης Ιουλίου 2005, C‑383/03, Dogan, Συλλογή 2005, σ. I‑6237, σκέψη 14).

31      Το σύννομο της απασχολήσεως Τούρκου υπηκόου στο κράτος μέλος υποδοχής, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80, προϋποθέτει σταθερή και όχι πρόσκαιρη κατάσταση στην αγορά εργασίας του εν λόγω κράτους μέλους και, ως εκ τούτου, συνεπάγεται την ύπαρξη μη αμφισβητουμένου δικαιώματος διαμονής (απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1992, C-237/91, Kus, Συλλογή 1992, σ. I‑6781, σκέψη 22, και προαναφερθείσα απόφαση Altun, σκέψη 53).

32      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80 περίοδος ενός έτους νόμιμης απασχολήσεως άρχισε στις 8 Μαΐου 2006, ημερομηνία κατά την οποία ο B. Unal άρχισε την εργασία του ως μισθωτός. Η απόφαση του Staatssecretaris να μη τροποποιηθεί ο αναγραφόμενος στην άδειά του διαμονής περιορισμός «για διαμονή στο σπίτι της συντρόφου του A. M. De Sousa van der Molen» εκδόθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2007, δηλαδή πάνω από ενάμισι έτος μετά την έναρξη της μισθωτής δραστηριότητας του B. Unal στην υπηρεσία του ίδιου εργοδότη. Παρά ταύτα, η άρνηση αυτή στηρίχθηκε στο γεγονός ότι, εφόσον η σχέση μεταξύ του B. Unal και της A. M. van der Molen είχε λήξει στις 2 Απριλίου 2007, από την ημερομηνία εκείνη ο αναιρεσείων της κύριας δίκης δεν τηρούσε πια τους όρους που συνόδευαν την άδειά του διαμονής.

33      Έτσι, τόσο η απόφαση της 28ης Δεκεμβρίου 2007 όσο και αυτή της 7ης Φεβρουαρίου 2008 που ανακάλεσε την άδειά του διαμονής παρήγαγαν τα αποτελέσματά τους αναδρομικά από τις 2 Απριλίου 2007, δηλαδή πριν συμπληρωθεί από τον B. Unal ένα έτος νόμιμης απασχολήσεως στις Κάτω Χώρες.

34      Η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο B. Unal δεν πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να τύχει των δικαιωμάτων που απορρέουν από το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80.

35      Κατά την κυβέρνηση αυτή, αν Τούρκος εργαζόμενος δεν τηρεί πια, κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους απασχολήσεως, τους όρους της άδειάς του διαμονής, το δικαίωμά του διαμονής χάνει τον χαρακτήρα του ως μη αμφισβητούμενο δικαίωμα. Κατά συνέπεια, από το χρονικό αυτό σημείο, οι περίοδοι εργασίας που συμπληρώθηκαν από τον εργαζόμενο αυτόν δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για την απόκτηση των δικαιωμάτων που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80. Επομένως, ο B. Unal δεν πληροί την προϋπόθεση του ενός έτους νόμιμης απασχολήσεως υπό την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου.

36      Το επιχείρημα αυτό δεν δύναται να γίνει δεκτό.

37      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση Kus, το Δικαστήριο είχε κληθεί να αποφανθεί επί του ζητήματος αν Τούρκος υπήκοος ο οποίος είχε λάβει άδεια διαμονής στο έδαφος κράτους μέλους για να νυμφευθεί εκεί υπήκοο του κράτους αυτού και ο οποίος, βάσει μιας τότε εν ισχύι άδειας εργασίας, είχε εργαστεί εκεί πλέον του έτους στην υπηρεσία του ίδιου εργοδότη είχε δικαίωμα να ανανεωθεί η άδειά του εργασίας δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80, έστω και αν, κατά τον χρόνο που εκδόθηκε απόφαση επί της αιτήσεως ανανεώσεως, είχε λυθεί ο γάμος του.

38      Στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο διαπίστωσε κατ’ αρχάς ότι, βάσει του εν λόγω άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, είναι αρκετό ο Τούρκος εργαζόμενος να είχε νόμιμη απασχόληση πλέον του έτους για να έχει δικαίωμα να ανανεωθεί η άδειά του εργασίας στην υπηρεσία του ίδιου εργοδότη, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή δεν εξαρτά την αναγνώριση του δικαιώματος αυτού από καμία άλλη προϋπόθεση, και μεταξύ άλλων από τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αποκτήθηκε το δικαίωμα εισόδου και διαμονής (προαναφερθείσα απόφαση Kus, σκέψη 21).

39      Στηριζόμενο στη διαπίστωση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι Τούρκος εργαζόμενος, ο οποίος εργάστηκε πλέον του έτους βάσει μιας τότε εν ισχύι άδειας εργασίας, πληροί τις προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, έστω και αν η άδεια διαμονής που διέθετε του είχε χορηγηθεί, αρχικά, για άλλους σκοπούς εκτός από την άσκηση μισθωτής δραστηριότητας (προαναφερθείσα απόφαση Kus, σκέψη 23).

40      Έτσι, πρέπει να εξακριβωθεί αν η περίοδος εργασίας που ο B. Unal συμπλήρωσε από τις 8 Μαΐου 2006 μέχρι τις 7 Μαΐου 2007 καθιστά δυνατό να θεωρηθεί ότι αυτός πληροί την προϋπόθεση του ενός έτους νόμιμης απασχολήσεως υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80, έστω και αν η σχέση μεταξύ του B. Unal και της A. M. van der Molen φέρεται ότι έληξε στις 2 Απριλίου 2007.

41      Στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, η απόφαση 1/80 ουδόλως θίγει την εξουσία των κρατών μελών να αρνούνται σε Τούρκο υπήκοο το δικαίωμα να εισέλθει στο έδαφός τους και να ασκήσει εκεί μια πρώτη μισθωτή εργασία. Η απόφαση αυτή, επίσης, δεν εμποδίζει, κατ’ αρχήν, να καθορίσουν τα κράτη αυτά τους όρους απασχολήσεώς του μέχρις ότου παρέλθει το διάστημα του ενός έτους που προβλέπεται από το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80 (βλ. απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 1997, C-36/96, Günaydin, Συλλογή 1997, σ. I‑5143, σκέψη 36).

42      Παρά ταύτα, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 δεν δύναται να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να παρέχει σε κράτος μέλος τη δυνατότητα να τροποποιήσει μονομερώς το περιεχόμενο του συστήματος βαθμιαίας ενσωματώσεως των Τούρκων υπηκόων στην αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής, στερώντας τον εργαζόμενο, στον οποίο επετράπη η είσοδος στο έδαφός του και ο οποίος νομίμως άσκησε εκεί πραγματική και ουσιαστική οικονομική δραστηριότητα αδιαλείπτως κατά τη διάρκεια χρονικού διαστήματος μεγαλύτερου του ενός έτους στην υπηρεσία του ίδιου εργοδότη, από το ευεργέτημα των δικαιωμάτων που οι τρεις περιπτώσεις της διατάξεως αυτής του παρέχουν σταδιακά, σε συνάρτηση με τη διάρκεια της ασκήσεως μισθωτής δραστηριότητας (βλ. απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1998, C-1/97, Birden, Συλλογή 1998, σ. I‑7747, σκέψη 37).

43      Μια τέτοια ερμηνεία θα είχε ως συνέπεια να καταστήσει την απόφαση 1/80 άνευ αντικειμένου και άνευ οποιασδήποτε αποτελεσματικότητας (βλ. απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2002, C-188/00, Kurz, Συλλογή 2002, σ. I‑10691, σκέψη 55).

44      Η διατύπωση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 είναι γενική και ανεπιφύλακτη, δεδομένου ότι δεν προβλέπει δυνατότητα των κρατών μελών να περιορίσουν τα δικαιώματα που η διάταξη αυτή παρέχει ευθέως στους Τούρκους εργαζόμενους (βλ., μεταξύ άλλων, προαναφερθείσα απόφαση Birden, σκέψη 38).

45      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι περίοδοι απασχολήσεως που συμπληρώθηκαν από Τούρκο υπήκοο βάσει άδειας διαμονής που του χορηγήθηκε μόνον κατόπιν απατηλής συμπεριφοράς η οποία οδήγησε σε ποινική καταδίκη του δεν στηρίζονται σε σταθερή κατάσταση και πρέπει να θεωρούνται πρόσκαιρες, λόγω του ότι, κατά τις περιόδους αυτές, ο ενδιαφερόμενος δεν απήλαυε νομίμως δικαιώματος διαμονής (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 1997, C‑285/95, Kol, Συλλογή 1997, σ. I‑3069, σκέψη 27, και της 11ης Μαΐου 2000, C‑37/98, Savas, Συλλογή 2000, σ. I-2927, σκέψη 61).

46      Ομοίως, Τούρκος εργαζόμενος δεν πληροί την προϋπόθεση να είχε νόμιμη απασχόληση στο κράτος μέλος υποδοχής όταν απασχολήθηκε σ’ αυτό βάσει δικαιώματος διαμονής που του είχε αναγνωριστεί απλώς και μόνο δυνάμει εθνικής ρυθμίσεως η οποία επέτρεπε την προσωρινή διαμονή στο εν λόγω κράτος κατά τη διάρκεια της διαδικασίας χορηγήσεως άδειας διαμονής (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, C-192/89, Sevince, Συλλογή 1990, σ. I‑3461, σκέψη 31, και προαναφερθείσα απόφαση Kus, σκέψη 18).

47      Από τις σκέψεις 45 και 46 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η απασχόληση Τούρκου υπηκόου βάσει άδειας διαμονής χορηγηθείσας κατόπιν απατηλής συμπεριφοράς η οποία οδήγησε σε ποινική καταδίκη ή βάσει προσωρινής άδειας διαμονής η οποία ισχύει μόνον εν αναμονή της οριστικής αποφάσεως επί του δικαιώματός του διαμονής δεν δύναται να δημιουργήσει δικαιώματα υπέρ του υπηκόου αυτού δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80.

48      Παρά ταύτα, στην υπόθεση της κύριας δίκης, από την απόφαση περί παραπομπής και από το προδικαστικό ερώτημα προκύπτει ότι ο B. Unal δεν επέδειξε απατηλή συμπεριφορά.

49      Επιπλέον, είχε στις Κάτω Χώρες όχι προσωρινή άδεια διαμονής, αλλά άδεια διαμονής που του παρείχε τη δυνατότητα να ασκήσει ελεύθερα μισθωτή δραστηριότητα. Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται ότι ο B. Unal συμμορφώθηκε με τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις του κράτους μέλους υποδοχής που διέπουν την είσοδο στην ημεδαπή και την απασχόληση.

50      Υπό τις συνθήκες αυτές, και όπως η γενική εισαγγελέας παρατήρησε στο σημείο 52 των προτάσεών της, το να μη γίνει δεκτό ότι ο B. Unal είχε πλέον του έτους νόμιμη απασχόληση στις Κάτω Χώρες θα αντέβαινε στη γενική αρχή του σεβασμού των κεκτημένων δικαιωμάτων την οποία έχει διατυπώσει η νομολογία του Δικαστηρίου. Κατά την αρχή αυτή, όταν Τούρκος υπήκοος βασίμως δύναται να επικαλεστεί δικαιώματα δυνάμει διατάξεως της αποφάσεως 1/80, τα δικαιώματα αυτά δεν εξαρτώνται πλέον από το αν εξακολουθούν να συντρέχουν οι περιστάσεις υπό τις οποίες αυτά γεννήθηκαν, δεδομένου ότι τέτοια προϋπόθεση δεν επιβάλλεται από την απόφαση αυτή (βλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, C-303/08, Bozkurt, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 41).

51      Άλλωστε, το συμπέρασμα αυτό επιρρωννύεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου όπως διαμορφώθηκε στην προαναφερθείσα απόφαση Altun. Στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι, λαμβανομένου υπόψη του συνδέσμου μεταξύ των δικαιωμάτων που Τούρκος εργαζόμενος διαθέτει βάσει της αποφάσεως 1/80 και των δικαιωμάτων που βάσει του άρθρου 7 της αποφάσεως αυτής μπορούν να επικαλεστούν τα μέλη της οικογένειάς του στα οποία επετράπη η οικογενειακή επανένωση με αυτόν, τυχόν απατηλή συμπεριφορά του εργαζομένου αυτού δύναται να παραγάγει αποτελέσματα στη νομική σφαίρα των μελών της οικογένειάς του. Πάντως, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι τα αποτελέσματα αυτά πρέπει να αξιολογούνται με κριτήριο την ημερομηνία κατά την οποία οι εθνικές αρχές του κράτους μέλους υποδοχής έλαβαν την απόφαση ανακλήσεως της άδειας διαμονής του εν λόγω εργαζομένου (προαναφερθείσα απόφαση Altun, σκέψεις 56 και 57). Όπως προκύπτει από τη σκέψη 59 της αποφάσεως εκείνης, οι αρμόδιες αρχές πρέπει επομένως να εξακριβώσουν αν, κατά την ημερομηνία αυτή, τα μέλη της οικογένειας είχαν αποκτήσει αυτοτελές δικαίωμα προσβάσεως στην αγορά εργασίας εντός του κράτους μέλους υποδοχής και, συνακόλουθα, δικαίωμα διαμονής εκεί. Το Δικαστήριο πρόσθεσε στη σκέψη 60 της εν λόγω αποφάσεως ότι κάθε άλλη λύση θα αντέβαινε στην αρχή της ασφάλειας δικαίου.

52      Κατά συνέπεια, οι περίοδοι απασχολήσεως που συμπληρώθηκαν από τον αναιρεσείοντα της κύριας δίκης μετά τη λήψη άδειας διαμονής πρέπει να θεωρηθεί ότι πληρούν την προϋπόθεση του ενός έτους νόμιμης απασχολήσεως υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80.

53      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στο ερώτημα που τέθηκε πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80 έχει την έννοια ότι αποκλείει τη δυνατότητα των αρμοδίων εθνικών αρχών να ανακαλέσουν την άδεια διαμονής Τούρκου εργαζομένου αναδρομικώς από την ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε να συντρέχει ο λόγος από τον οποίο το εθνικό δίκαιο εξαρτούσε τη χορήγηση της αδείας του, όταν ο εν λόγω εργαζόμενος δεν επέδειξε απατηλή συμπεριφορά και η ανάκληση έλαβε χώρα μετά τη λήξη της προβλεπομένης από το εν λόγω άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, περιόδου ενός έτους νόμιμης απασχολήσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

54      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80, της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, σχετικά με την προώθηση της συνδέσεως, η οποία εκδόθηκε από το Συμβούλιο Συνδέσεως που συνέστησε η Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας, έχει την έννοια ότι αποκλείει τη δυνατότητα των αρμοδίων εθνικών αρχών να ανακαλέσουν την άδεια διαμονής Τούρκου εργαζομένου αναδρομικώς από την ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε να συντρέχει ο λόγος από τον οποίο το εθνικό δίκαιο εξαρτούσε τη χορήγηση της αδείας του, όταν ο εν λόγω εργαζόμενος δεν επέδειξε απατηλή συμπεριφορά και η ανάκληση έλαβε χώρα μετά τη λήξη της προβλεπομένης από το εν λόγω άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, περιόδου ενός έτους νόμιμης απασχολήσεως.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

Top