EUR-Lex Access to European Union law
This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62010CC0130
Opinion of Advocate General Bot delivered on 31 January 2012.#European Parliament v Council of the European Union.#Common foreign and security policy — Regulation (EU) No 881/2002 — Regulation (EU) No 1286/2009 — Restrictive measures directed against certain persons and entities associated with Usama bin Laden, the Al-Qaeda network and the Taliban — Freezing of funds and economic resources — Choice of legal basis — Articles 75 TFEU and 215 TFEU — Entry into force of the Treaty of Lisbon — Transitional provisions — CFSP common positions and decisions — Joint proposal from the High Representative of the Union for Foreign Affairs and Security Policy and from the Commission.#Case C‑130/10.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot της 31ης Ιανουαρίου 2012.
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Κανονισμός (ΕΚ) 881/2002 — Κανονισμός (ΕΕ) 1286/2009 — Περιοριστικά μέτρα κατά προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν — Δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων — Επιλογή της νομικής βάσεως — Άρθρα 75 ΣΛΕΕ και 215 ΣΛΕΕ — Έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας — Μεταβατικές διατάξεις — Κοινές θέσεις και αποφάσεις ΚΕΠΠΑ — Κοινή πρόταση του Ύπατου Εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας και της Επιτροπής.
Υπόθεση C‑130/10.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot της 31ης Ιανουαρίου 2012.
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Κανονισμός (ΕΚ) 881/2002 — Κανονισμός (ΕΕ) 1286/2009 — Περιοριστικά μέτρα κατά προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν — Δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων — Επιλογή της νομικής βάσεως — Άρθρα 75 ΣΛΕΕ και 215 ΣΛΕΕ — Έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας — Μεταβατικές διατάξεις — Κοινές θέσεις και αποφάσεις ΚΕΠΠΑ — Κοινή πρόταση του Ύπατου Εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας και της Επιτροπής.
Υπόθεση C‑130/10.
Court reports – general
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2012:50
ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ
YVES BOT
της 31ης Ιανουαρίου 2012 ( 1 )
Υπόθεση C-130/10
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
κατά
Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Κανονισμός (ΕΚ) 881/2002 — Κανονισμός (ΕΕ) 1286/2009 — Περιοριστικά μέτρα κατά προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν — Δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων — Επιλογή της νομικής βάσεως — Άρθρα 75 και 215 ΣΛΕΕ — Έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας — Μεταβατικές διατάξεις — Κοινές θέσεις και αποφάσεις ΚΕΠΠΑ — Κοινή πρόταση του Ύπατου Εκπροσώπουτης Ένωσης για τις Εξωτερικές Υποθέσεις και την Πολιτική ασφάλειας καιτης Επιτροπής»
I – Εισαγωγή
1. |
Με την προσφυγή του, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει τον κανονισμό (ΕΕ) 1286/2009 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2009, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 881/2002, για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν ( 2 ), προβάλλοντας ως κύριο λόγο το ότι η έκδοση του κανονισμού αυτού δεν στηρίχθηκε στην ενδεδειγμένη νομική βάση. |
2. |
Ο επίδικος κανονισμός εκδόθηκε βάσει του άρθρου 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι έπρεπε να εκδοθεί βάσει του άρθρου 75 ΣΛΕΕ. |
3. |
Το άρθρο 215 ΣΛΕΕ εντάσσεται στον τίτλο IV («Περιοριστικά μέτρα») του πέμπτου μέρους της Συνθήκης ΕΕ, το οποίο αναφέρεται στην εξωτερική δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. |
4. |
Το άρθρο αυτό έχει ως εξής:
|
5. |
Το κεφάλαιο 2 του τίτλου V της Συνθήκης ΕΕ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 215 ΣΛΕΕ, περιέχει τις «διατάξεις σχετικά με μια κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας». |
6. |
Το άρθρο 75 ΣΛΕΕ εντάσσεται στο κεφάλαιο 1 («Γενικές διατάξεις») του τίτλου V («Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης») του τρίτου μέρους («Οι εσωτερικές πολιτικές και δράσεις της Ένωσης») της Συνθήκης ΛΕΕ. Κατά το άρθρο αυτό: «Εφόσον αυτό απαιτείται προς επίτευξη των στόχων του άρθρου 67, ως προς την πρόληψη της τρομοκρατίας και των συναφών δραστηριοτήτων, καθώς και την καταπολέμησή τους, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας μέσω κανονισμών σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, ορίζουν πλαίσιο διοικητικών μέτρων για τις κινήσεις κεφαλαίων και πληρωμών, όπως η δέσμευση κεφαλαίων, χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή οικονομικών πόρων που ανήκουν ή βρίσκονται στην κατοχή φυσικού ή νομικού προσώπου, ομάδας ή μη κρατικής οντότητας. Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, θεσπίζει μέτρα για την υλοποίηση του πλαισίου που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο. Οι πράξεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο περιέχουν τις αναγκαίες διατάξεις περί νομικών εγγυήσεων.» |
7. |
Σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι το άρθρο 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ συνιστά πράγματι την ενδεδειγμένη νομική βάση για την έκδοση του επίδικου κανονισμού, το Κοινοβούλιο προβάλλει, επικουρικώς, ότι δεν τηρήθηκαν οι τιθέμενες στη διάταξη αυτή προϋποθέσεις. |
8. |
Ο λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται κυρίως από το Κοινοβούλιο προσφέρει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να διευκρινίσει τη μέθοδο και τα κριτήρια βάσει των οποίων διακρίνονται τα περιοριστικά μέτρα που αφορούν τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης ( 4 ) από εκείνα που πρέπει να λαμβάνονται στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ). |
9. |
Επιβάλλεται η διευκρίνιση ότι, μολονότι η Συνθήκη της Λισσαβώνας κατήργησε τη δομή σε πυλώνες που υπήρχε προηγουμένως, η οριοθέτηση των πολιτικών της Ένωσης εξακολουθεί να είναι αναγκαία. Αυτό μαρτυρεί και το άρθρο 40 ΣΕΕ, το οποίο προβλέπει τα εξής: «Η εφαρμογή της [ΚΕΠΠΑ] δεν επηρεάζει την εφαρμογή των διαδικασιών και το αντίστοιχο εύρος των αρμοδιοτήτων των θεσμικών οργάνων που προβλέπονται στις Συνθήκες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, τις οποίες αναφέρουν τα άρθρα 3 έως 6 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ομοίως, η εφαρμογή των πολιτικών που αναφέρουν τα άρθρα αυτά δεν επηρεάζει την εφαρμογή των διαδικασιών και το αντίστοιχο εύρος των αρμοδιοτήτων των θεσμικών οργάνων που προβλέπονται στις Συνθήκες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης βάσει του παρόντος κεφαλαίου (περί ειδικών διατάξεων σχετικά με την ΚΕΠΠΑ).» ( 5 ) |
10. |
Προτού εξετάσω την υπό κρίση προσφυγή, θα αναφερθώ εν συντομία στα πραγματικά περιστατικά που προηγήθηκαν της εκδόσεως του επίδικου κανονισμού. |
11. |
Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών ( 6 ) εξέδωσε στις 16 Ιανουαρίου 2002 το ψήφισμα 1390 (2002), το οποίο καθορίζει τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν κατά του Οσάμα Μπιν Λάντεν, των μελών της οργανώσεως Αλ Κάιντα και των Ταλιμπάν, καθώς και των λοιπών προσώπων, ομάδων, επιχειρήσεων και φορέων που συνδέονται με αυτούς. Κατ’ ουσίαν, το ψήφισμα αυτό προβλέπει, μεταξύ άλλων, στις παραγράφους 1 και 2, τη διατήρηση των μέτρων δεσμεύσεως των κεφαλαίων που είχαν επιβληθεί με τις παραγράφους 4, στοιχείο b, του ψηφίσματος 1267 (1999) και 8, στοιχείο c, του ψηφίσματος 1333 (2000). Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ψηφίσματος 1390 (2002), το Συμβούλιο Ασφαλείας επρόκειτο να επανεξετάσει τα μέτρα αυτά δώδεκα μήνες μετά τη θέσπισή τους και να αποφασίσει, μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, είτε τη διατήρηση είτε τη βελτίωσή τους. |
12. |
Κρίνοντας αναγκαία τη λήψη μέτρων, εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την εφαρμογή του ψηφίσματος αυτού, το Συμβούλιο υιοθέτησε στις 27 Μαΐου 2002, βάσει του άρθρου 15 ΕΕ, την κοινή θέση 2002/402/ΚΕΠΠΑ περί περιοριστικών μέτρων κατά του Οσάμα Μπιν Λάντεν, των μελών της οργάνωσης Αλ Κάιντα και των Ταλιμπάν και των λοιπών προσώπων, ομάδων, επιχειρήσεων και άλλων φορέων που συνδέονται μαζί τους, και περί καταργήσεως των κοινών θέσεων 96/746/ΚΕΠΠΑ, 1999/727/ΚΕΠΠΑ, 2001/154/ΚΕΠΠΑ και 2001/771/ΚΕΠΠΑ ( 7 ). Το άρθρο 3 της κοινής θέσεως 2002/402 προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη συνέχιση της δεσμεύσεως των κεφαλαίων και των λοιπών περιουσιακών στοιχείων και χρηματοοικονομικών πόρων των προσώπων, ομάδων, επιχειρήσεων και άλλων φορέων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο που καταρτίστηκε σύμφωνα με τα ψηφίσματα 1267 (1999) και 1333 (2000). |
13. |
Την ίδια ημέρα εκδόθηκε, βάσει των άρθρων 60, 301 και 308 ΕΚ, ο κανονισμός (ΕΚ) 881/2002 του Συμβουλίου, της 27ης Μαΐου 2002, για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 467/2001 του Συμβουλίου για την απαγόρευση της εξαγωγής ορισμένων αγαθών και υπηρεσιών στο Αφγανιστάν, την ενίσχυση της απαγόρευσης πτήσεων και την παράταση της δέσμευσης κεφαλαίων και άλλων οικονομικών πόρων όσον αφορά τους Ταλιμπάν του Αφγανιστάν ( 8 ). Το παράρτημα I του κανονισμού 881/2002 περιλαμβάνει τον πίνακα των προσώπων, οντοτήτων και ομάδων τις οποίες αφορά η κατά το άρθρο 2 δέσμευση κεφαλαίων (στο εξής: κατάλογος). |
14. |
Ο επίδικος κανονισμός εκδόθηκε από το Συμβούλιο στις 22 Δεκεμβρίου 2009. Ο κανονισμός αυτός στηρίχθηκε στο άρθρο 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και παραπέμπει σε κοινή πρόταση του ύπατου εκπροσώπου και της Επιτροπής. Τροποποιεί τον κανονισμό 881/2002 κατόπιν της αποφάσεως της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, C-402/05 P και C-415/05 P, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής ( 9 ), θεσπίζοντας διαδικασία εγγραφής στον κατάλογο, η οποία διασφαλίζει τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων άμυνας και, ιδίως, του δικαιώματος ακροάσεως. Η αναθεωρημένη διαδικασία προβλέπει την κοινοποίηση στο πρόσωπο, τον φορέα, τον οργανισμό ή την ομάδα που έχει εγγραφεί στον κατάλογο τους λόγους εγγραφής του/της σύμφωνα με τις οδηγίες της επιτροπής του Συμβουλίου Ασφαλείας, η οποία συνεστήθη με το ψήφισμα 1267 (1999) του Συμβουλίου Ασφαλείας σχετικά με την Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν ( 10 ), ούτως ώστε να του/της παρέχεται η δυνατότητα να διατυπώσει τις απόψεις του/της επί των λόγων αυτών. |
II – Τα αιτήματα των διαδίκων
15. |
Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:
|
16. |
Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:
|
17. |
Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 10ης Αυγούστου 2010, επετράπη στην Επιτροπή, στη Δημοκρατία της Τσεχίας, στο Βασίλειο της Σουηδίας, στη Γαλλική Δημοκρατία και στο Βασίλειο της Δανίας να παρέμβουν προς στήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου. |
18. |
Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 2ας Δεκεμβρίου 2010, το Βασίλειο της Δανίας διεγράφη ως παρεμβαίνον καθόσον το ίδιο ζήτησε την ανάκληση της παρεμβάσεώς του. |
19. |
Οι μετέχοντες στη διαδικασία αγόρευσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 7ης Δεκεμβρίου 2011. |
20. |
Θα εξετάσω, κατ’ αρχάς, τον κύριο λόγο ακυρώσεως που προβάλλει το Κοινοβούλιο περί της εσφαλμένης επιλογής της νομικής βάσεως του επίδικου κανονισμού και στη συνέχεια, αν χρειαστεί, τον λόγο ακυρώσεως που προβάλλεται επικουρικώς περί της μη τηρήσεως των προϋποθέσεων προσφυγής στο άρθρο 215 ΣΛΕΕ. |
III – Επί του κύριου λόγου ακυρώσεως περί της εσφαλμένης επιλογής της νομικής βάσεως
Α — Τα επιχειρήματα των διαδίκων
21. |
Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι ο επίδικος κανονισμός δεν μπορούσε να στηριχθεί εγκύρως στο άρθρο 215 ΣΛΕΕ. Ο λόγος αυτός διακρίνεται σε δύο σκέλη, το πρώτο από τα οποία αφορά τον σκοπό και το περιεχόμενο του κανονισμού αυτού και το δεύτερο τη γενική οικονομία των Συνθηκών. |
1. Επί του σκοπού και του περιεχομένου του επίδικου κανονισμού
22. |
Κατά το Κοινοβούλιο, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, η επιλογή της νομικής βάσεως μιας πράξεως της Ένωσης πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται, ιδίως, ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξεως. Η νομική βάση του επίδικου κανονισμού, δεδομένου του σκοπού και του αντικειμένου του, θα έπρεπε να είναι η ίδια με εκείνη του κανονισμού 881/2002, ο οποίος εκδόθηκε βάσει των άρθρων 60, 301 και 308 ΕΚ. Επειδή, όμως, τα άρθρα αυτά καταργήθηκαν ή έπαυσαν να εφαρμόζονται αφότου τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη της Λισσαβώνας, την 1η Δεκεμβρίου 2009, η ενδεδειγμένη νομική βάση είναι το άρθρο 75 ΣΛΕΕ σχετικά με την πρόληψη της τρομοκρατίας και των συναφών δραστηριοτήτων. |
23. |
Όσον αφορά το περιεχόμενό του, ο επίδικος κανονισμός περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αναδιατύπωση ή στη διευκρίνιση των διατάξεων του κανονισμού 881/2002 ή στη διευκόλυνση της εφαρμογής τους, χωρίς να τροποποιεί ουδαμώς τη φύση του περιεχομένου του τελευταίου. Οι μόνες, πράγματι νέες, ουσιαστικές διατάξεις είναι εκείνες που αφορούν τη διαδικασία εγγραφής στον κατάλογο. Ο επίδικος κανονισμός έχει χαρακτήρα «πλαισίου διοικητικών μέτρων», κατά την έννοια του άρθρου 75 ΣΛΕΕ, στον βαθμό που τροποποιεί ή συμπληρώνει το νομοθετικό πλαίσιο για τη θέσπιση και την εφαρμογή των διοικητικών μέτρων που σκοπούν στη δέσμευση των πόρων των εμπλεκόμενων μερών. |
24. |
Όσον αφορά δε τον σκοπό του επίδικου κανονισμού, αυτός, όπως και στην περίπτωση του κανονισμού 881/2002, έγκειται στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας και της χρηματοδοτήσεώς της, όπερ ανταποκρίνεται στους σκοπούς του άρθρου 75 ΣΛΕΕ. Η διαπίστωση αυτή επιρρωννύεται από τη σκέψη 169 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, με την οποία αναγνωρίστηκε ότι κύριος σκοπός και αντικείμενο του κανονισμού 169/2002 είναι η καταστολή της διεθνούς τρομοκρατίας, ιδίως η αποκοπή των πηγών χρηματοδοτήσεώς της, με τη δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων εκείνων των προσώπων ή οντοτήτων ως προς τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι εμπλέκονται σε σχετικές δραστηριότητες. Επιπλέον, το Δικαστήριο, με τη σκέψη 199 της αποφάσεως εκείνης, έκρινε ότι η θέση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύμφωνα με την οποία ο κανονισμός 881/2002 αφορούσε έναν από τους σκοπούς της Συνθήκης ΕΕ στον τομέα των εξωτερικών σχέσεων, στους οποίους περιλαμβάνεται η ΚΕΠΠΑ, έρχεται σε αντίθεση με το ίδιο το γράμμα του άρθρου 308 ΕΚ. |
25. |
Δεδομένου ότι ο κανονισμός εκείνος δεν αποσκοπούσε στην υλοποίηση των στόχων της ΚΕΠΠΑ, θα γινόταν δυσχερώς κατανοητό το να θεωρηθεί ότι σκοπεί σε αυτήν ο επίδικος κανονισμός, ο οποίος εκδόθηκε ακριβώς για να εξασφαλίσει την εφαρμογή του πρώτου κανονισμού. Το Κοινοβούλιο επισημαίνει ότι το Συμβούλιο μπορεί να προσφύγει στο άρθρο 215 ΣΛΕΕ μόνο στην περίπτωση μέτρων που υλοποιούν τους σκοπούς της ΚΕΠΠΑ και, ειδικότερα, όταν το προβλέπει απόφαση που έχει ως αντικείμενο την επίτευξη των σκοπών της εν λόγω πολιτικής. |
26. |
Κατά το Κοινοβούλιο, η θέση του Συμβουλίου δεν ανταποκρίνεται στα πραγματικά περιστατικά ή στην πραγματική κατάσταση, στον βαθμό που στηρίζεται σε διάκριση μεταξύ, αφενός, της διεθνούς ή «εξωτερικής» τρομοκρατίας και, αφετέρου, της «εσωτερικής» τρομοκρατίας. Για να είναι αποτελεσματική, η καταπολέμηση της τρομοκρατίας πρέπει να έχει διεθνή χαρακτήρα. Η μόνη δυνατή διάκριση στο πλαίσιο αυτό θα ήταν μεταξύ, αφενός, των εθνικών μέτρων κατά της τρομοκρατίας και, αφετέρου, των διεθνών μέτρων κατά του ίδιου φαινομένου. Δεν είναι πάντοτε εφικτό να προσδιορίζεται με βεβαιότητα αν τρομοκρατικές και άλλες συναφείς δραστηριότητες που ασκούνται εντός της Ένωσης συνιστούν απειλή εντός ή εκτός αυτής. |
27. |
Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, υπό την έποψη των σκοπών και του περιεχομένου του, ο επίδικος κανονισμός εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των περί εξωτερικής δράσεως της Ένωσης διατάξεων των Συνθηκών και, ειδικότερα, στον τομέα της ΚΕΠΠΑ. Το άρθρο 215 ΣΛΕΕ αποτελεί την ενδεδειγμένη νομική βάση για το μέτρο αυτό. |
28. |
Όπως και ο κανονισμός 881/2002, ο ως άνω κανονισμός αφορά την καταπολέμηση της διεθνούς τρομοκρατίας και της χρηματοδοτήσεώς της, προκειμένου να διατηρηθούν η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια. Το Συμβούλιο υπενθυμίζει, συναφώς, τη διατύπωση του ψηφίσματος 1390 (2002) του Συμβουλίου Ασφαλείας και του κανονισμού 881/2002 που το θέτει σε εφαρμογή, καθώς και την προπαρατεθείσα απόφαση Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής. |
29. |
Το περιεχόμενο του επίδικου κανονισμού ανταποκρίνεται στον σκοπό αυτόν. Τα άρθρα 7α και 7γ που εισάγει στον κανονισμό 881/2002 επιβεβαιώνουν ότι οι εν λόγω κανονισμοί θέτουν απευθείας σε εφαρμογή τις αποφάσεις περί εγγραφής στον κατάλογο που έλαβε η επιτροπή κυρώσεων και ότι εγκαθιδρύουν ένα σύστημα αλληλεπιδράσεως μεταξύ της επιτροπής αυτής, της Ένωσης και των προσώπων και οντοτήτων που έχουν εγγραφεί στον ως άνω κατάλογο. |
30. |
Ο κανονισμός 881/2002 και ο επίδικος κανονισμός ουδαμώς εμπίπτουν στις διατάξεις που σκοπούν στη δημιουργία ενός ΧΕΑΔ εντός της Ένωσης. Τα ζητήματα που ρυθμίζουν δεν αφορούν ούτε τους συνοριακούς ελέγχους ούτε την εσωτερική ασφάλεια ούτε την αναγνώριση των δικαστικών ή εξώδικων αποφάσεων. |
31. |
Το Συμβούλιο αλλά και η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζουν ότι οι Συνθήκες, ως είχαν προτού τεθεί σε ισχύ η Συνθήκη της Λισσαβώνας, δεν προέβλεπαν κάποια συγκεκριμένη νομική βάση για τη λήψη μέτρων όσον αφορά τη δέσμευση των κεφαλαίων των τρομοκρατών που αποτελούν απειλή για τη δημόσια ασφάλεια στο εσωτερικό των κρατών μελών, δηλαδή των «εσωτερικών» τρομοκρατών. Οι μόνες νομικές βάσεις για τη λήψη τέτοιων περιοριστικών μέτρων ήσαν τα άρθρα 60, 301 και 308 ΕΚ, τα οποία εφαρμόζονταν μόνο στους «εξωτερικούς» τρομοκράτες στο πλαίσιο της εξωτερικής δράσεως της Ένωσης. |
32. |
Από τη δομή και τη διατύπωση των Συνθηκών, όπως έχουν τροποποιηθεί από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, προκύπτει ότι, για την επιλογή της νομικής βάσεως ενός περιοριστικού μέτρου, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ο εντοπισμός μιας υποτιθέμενης απειλής, καθώς και οι πολιτικοί σκοποί ενός προσώπου ή ομάδας από αυτές που περιλαμβάνονται στον κατάλογο. Το άρθρο 75 ΣΛΕΕ παρέχει πλέον νομική βάση για τη λήψη μέτρων που επιβάλλουν δέσμευση των κεφαλαίων «εσωτερικών» τρομοκρατών, όπως είναι τα πρόσωπα και οι ομάδες των οποίων το όνομα εμφανίζεται σημειωμένο με αστερίσκο στον κατάλογο που επισυνάπτεται στην κοινή πρόταση 2001/931/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 27ης Δεκεμβρίου 2001, για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας ( 11 ). Αντιστρόφως, αν η απειλή σχετίζεται κυρίως με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες ή με τη διεθνή κοινότητα εν γένει, η ενδεδειγμένη νομική βάση είναι το άρθρο 215 ΣΛΕΕ. Θα ήταν αθέμιτο να θεσπίζει η Ένωση, βάσει των διατάξεων του τίτλου V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ που διέπουν τον ΧΕΑΔ, δέσμευση περιουσιακών στοιχείων συμβάλλουσα στην ασφάλεια τρίτης χώρας και να μη στοχεύει στην προάσπιση της εσωτερικής της ασφάλειας. |
33. |
Επιπλέον, κατά το Συμβούλιο, το οποίο υποστηρίζεται κατ’ ουσίαν από το Βασίλειο της Σουηδίας, η θέση του Κοινοβουλίου δεν λαμβάνει υπόψη τις περιπτώσεις στις οποίες η Ένωση επιδιώκει να θεσπίσει ή να επιβάλει, στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας, περιοριστικά μέτρα πέραν της δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων, όπως η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, εις βάρος προσώπων ή οντοτήτων που συνδέονται με την «εξωτερική» τρομοκρατία. |
34. |
Το Βασίλειο της Σουηδίας διευκρινίζει ότι η υιοθέτηση της θέσεως του Κοινοβουλίου θα κατέληγε στο αποτέλεσμα η εφαρμογή των κυρώσεων που επιβάλλονται στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών εις βάρος των τρομοκρατών να στηρίζεται σε διαφορετικές νομικές βάσεις για διαφορετικά μέτρα κυρώσεων, τα οποία προβλέπονται από ένα και μόνο καθεστώς κυρώσεων. Δεν μπορεί να ήταν αυτή η πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης, ιδίως για τον λόγο ότι ένα τέτοιο καθεστώς θα συνεπαγόταν την εφαρμογή διαφορετικών διαδικασιών λήψεως αποφάσεων, στο πλαίσιο, αντίστοιχα, του τομέα της ΚΕΠΠΑ και της εσωτερικής πολιτικής της Ένωσης. |
35. |
Η Επιτροπή εξηγεί ότι, όταν προτείνει μία τροποποιητική πράξη, στηρίζεται στη διάταξη ή στις διατάξεις εκείνες που χρησίμευσαν ως βάση για την έκδοση της αρχικής πράξεως. Έτσι, η πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου της 22ας Απριλίου 2009 ( 12 ) ανέφερε ως νομικές της βάσεις τα άρθρα 60, 301 και 308 ΕΚ. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, επειδή την 1η Δεκεμβρίου 2009 η εν λόγω πρόταση εκκρεμούσε ακόμη ενώπιον του Συμβουλίου, χρειάστηκε να εξετάσει τις αμιγώς νομικές και τεχνικές συνέπειες που θα είχε η θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβώνας σε σχέση με την πράξη αυτή. Κατέληξε δε στο συμπέρασμα, το οποίο επιβεβαίωσε και ο ύπατος εκπρόσωπος, ότι το άρθρο 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ καλύπτει όλες τις σχετικές πτυχές των άρθρων 60, 301 και 308 ΕΚ. Η προσέγγιση αυτή είναι σύμφωνη με τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στην προπαρατεθείσα απόφαση Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής. |
36. |
Όσον αφορά τη σημασία της αποφάσεως αυτής για το ζήτημα της νομικής βάσεως, η Επιτροπή αμφισβητεί τον ισχυρισμό του Κοινοβουλίου ότι, υπό το πρίσμα της εν λόγω αποφάσεως, μία πράξη στηριζόμενη στο άρθρο 308 ΕΚ δεν μπορεί να επιδιώκει στόχο εμπίπτοντα στην ΚΕΠΠΑ. Κατά την Επιτροπή, το Δικαστήριο δεν αμφισβήτησε το γεγονός ότι τα άρθρα 60 και 301 ΕΚ αποτελούσαν τις νομικές βάσεις για τη λήψη κοινοτικών μέτρων που επιδιώκουν στόχο εμπίπτοντα στην ΚΕΠΠΑ. Όσον αφορά τον κανονισμό 881/2002, το Δικαστήριο εντόπισε έναν δεύτερο, υποκείμενο σκοπό, συνδεόμενο με τη λειτουργία της κοινής αγοράς, προκειμένου να δικαιολογήσει την αναγνώριση και του άρθρου 308 ΕΚ ως τρίτης νομικής βάσεως. Επιπλέον, επιβεβαίωσε ότι η Συνθήκη ΕΚ απαιτούσε την επίκληση της εν λόγω διατάξεως για την επιβολή περιοριστικών μέτρων εις βάρος φυσικών ή νομικών προσώπων, στις περιπτώσεις στις οποίες δεν υφίσταται σύνδεσμος με το κυβερνών καθεστώς τρίτης χώρας. |
37. |
Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα άρθρα 215 και 75 ΣΛΕΕ δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν από κοινού ως νομικές βάσεις για τον επίδικο κανονισμό. Εκτιμά ότι είναι αδύνατον μία πράξη να στηριχθεί και στα δύο αυτά άρθρα ταυτόχρονα, αφ’ ης στιγμής προβλέπουν διαφορετικές προϋποθέσεις ως προς τη διαδικασία και την απόφαση, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής του πρωτοκόλλου αριθ. 21 επί της θέσεως του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη ΕΕ και στη Συνθήκη ΛΕΕ, καθώς και εκείνης του προσαρτημένου στις ίδιες Συνθήκες πρωτοκόλλου αριθ. 22 επί της θέσεως της Δανίας. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι μία από τις βασικές διαφορές μεταξύ των άρθρων 215 και 75 ΣΛΕΕ έγκειται στην ανάγκη συνδέσεως με τις αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 του τίτλου V της Συνθήκης ΕΕ ( 13 ) προς το συμφέρον της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, ανεξαρτήτως του ακριβούς γεωγραφικού σημείου και της εκτάσεως της επίμαχης τρομοκρατικής απειλής. Όταν πρέπει να ληφθούν περιοριστικά μέτρα σχετικά με την τρομοκρατία δυνάμει της Συνθήκης ΛΕΕ, τα οποία παρατείνουν την ισχύ μιας αποφάσεως ΚΕΠΠΑ που ελήφθη κατόπιν ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας, το άρθρο 215 ΣΛΕΕ αποτελεί τη μόνη δυνατή νομική βάση. |
2. Επί της γενικής οικονομίας των Συνθηκών
38. |
Κατά το Κοινοβούλιο, η γενική οικονομία και το πνεύμα των Συνθηκών μπορούν να ληφθούν υπόψη για την ερμηνεία των διατάξεών τους. Εν προκειμένω, δε, δικαιολογούν την επιλογή του άρθρου 75 ΣΛΕΕ ως νομικής βάσεως του επίδικου κανονισμού. |
39. |
Πρώτον, ο επίδικος κανονισμός συνδέεται με την προστασία των προσώπων και των ομάδων. Ωστόσο, από τότε που τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη της Λισσαβώνας, η Ένωση δεν μπορεί να λαμβάνει μέτρα σχετικά με τα θεμελιώδη δικαιώματα, παρά μόνον στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας ή μετά από έγκριση του Κοινοβουλίου. Το άρθρο 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ έχει εφαρμογή μόνον όσον αφορά μέτρα που δεν εγείρουν στον ίδιο βαθμό ζητήματα θεμελιωδών δικαιωμάτων. |
40. |
Δεύτερον, το άρθρο 75 ΣΛΕΕ εξουσιοδοτεί την Ένωση να λαμβάνει μέτρα σχετικά με τις κινήσεις κεφαλαίων και τις πληρωμές, αναγνωρίζοντας, έτσι, ότι τέτοια μέτρα ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς των κεφαλαίων και την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Το Δικαστήριο αναγνώρισε, στη σκέψη 229 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ότι «[τα περιοριστικά μέτρα οικονομικής φύσεως] [...], ως εκ της φύσεώς τους, έχουν σύνδεσμο και με την κοινή αγορά [...]». Εξάλλου, ο ίδιος ο κανονισμός 881/2002 αναφέρεται, στην τέταρτη αιτιολογική του σκέψη, στην ανάγκη να αποφευχθούν κυρίως στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. |
41. |
Τρίτον, ο επίδικος κανονισμός σχετίζεται με την εγκαθίδρυση ενός ΧΕΑΔ. Συμβάλλει στην καταπολέμηση της εγκληματικότητας, ιδίως της τρομοκρατίας και της χρηματοδοτήσεώς της, η οποία και συνιστά έναν από τους σκοπούς του εν λόγω χώρου, όπως αυτοί προκύπτουν ιδίως από το άρθρο 3, παράγραφος 2, ΣΕΕ. |
42. |
Τέλος, το Κοινοβούλιο διατείνεται ότι δεν υφίσταται καμία σχέση μεταξύ του επίδικου κανονισμού και της ΚΕΠΠΑ. Κατά το άρθρο 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ, η ΚΕΠΠΑ υπόκειται σε συγκεκριμένους κανόνες και διαδικασίες. Η εφαρμογή των εν λόγω κανόνων και διαδικασιών εκτός του πεδίου εφαρμογής τους θα ήταν αντίθετη προς τους σκοπούς που διακηρύσσονται στο άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και θα κατέληγε στο να στερήσει τα εθνικά κοινοβούλια από τη δυνατότητα να εφαρμόζουν τα πρωτόκολλα στο πλαίσιο του ρόλου τους και της εφαρμογής των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, ενώ θα στερούσε και από το Κοινοβούλιο τη δυνατότητα να εφαρμόζει τη συνήθη νομοθετική διαδικασία. |
43. |
Προς στήριξη της θέσεώς του, το Κοινοβούλιο αναφέρεται και στη σκέψη 235 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, με την οποία το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η συμπερίληψη του άρθρου 308 ΕΚ στη νομική βάση του κανονισμού 881/2002 ήταν δικαιολογημένη, διότι «παρέσχε στο [...] Κοινοβούλιο τη δυνατότητα να μετάσχει στη διαδικασία διαμορφώσεως της αποφάσεως της σχετικής με τα συγκεκριμένα αυτά μέτρα, τα οποία στρέφονται ειδικώς κατά ιδιωτών, ενώ στο πλαίσιο των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ δεν προβλέπεται σύμπραξη του εν λόγω οργάνου». |
44. |
Το Κοινοβούλιο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι θα ήταν αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης να μπορούν να λαμβάνονται μέτρα που έχουν άμεσες επιπτώσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα των προσώπων και των ομάδων, στην εσωτερική αγορά και στην καταπολέμηση της εγκληματικότητας μέσω διαδικασίας αποκλείουσας τη συμμετοχή του Κοινοβουλίου, ενώ θα έπρεπε να εφαρμόζεται για τη λήψη μέτρων στους τομείς αυτούς η συνήθης νομοθετική διαδικασία. Η Συνθήκη της Λισσαβώνας εκφράζει κατ’ αυτό τη βούληση των κρατών μελών να ενισχύσουν τον δημοκρατικό χαρακτήρα της Ένωσης. Συνιστά απάντηση στην επείγουσα ανάγκη να προβλεφθεί κοινοβουλευτικός έλεγχος όσον αφορά τις πρακτικές εγγραφής στον κατάλογο. Η αναγνώριση του άρθρου 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ως της ενδεδειγμένης νομικής βάσεως μέτρων όπως ο επίδικος κανονισμός καταλήγει να στερεί στην πράξη από το άρθρο 75 ΣΛΕΕ μεγάλο μέρος της πρακτικής αποτελεσματικότητάς του. Το Κοινοβούλιο επισημαίνει επίσης ότι το τελευταίο αυτό άρθρο συνιστά ειδικότερη νομική βάση σε σχέση με το άρθρο 215 ΣΛΕΕ. |
45. |
Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει το Κοινοβούλιο όσον αφορά τη γενική οικονομία των Συνθηκών δεν συνιστούν λυσιτελή κριτήρια για τον καθορισμό της ενδεδειγμένης νομικής βάσεως του επίδικου κανονισμού. |
46. |
Κατά το Συμβούλιο, οι αρμοδιότητες των θεσμικών οργάνων καθορίζονται από τις Συνθήκες και ποικίλλουν αναλόγως των διαφόρων τομέων δράσεως της Ένωσης. Η υιοθέτηση της θέσεως που υποστηρίζει το Κοινοβούλιο θα είχε ως αποτέλεσμα οι διαδικασίες να καθορίζουν την επιλογή της νομικής βάσεως και όχι το αντίστροφο. Η μεταβλητή που συνδέεται με τον ρόλο του Κοινοβουλίου στη διαδικασία ασκεί επιρροή μόνον σε εξαιρετικές περιστάσεις. Μία τέτοια θα ήταν η περίπτωση μέτρου που επιδιώκει ταυτοχρόνως διάφορους σκοπούς ή διάφορες συνιστώσες συνδεδεμένες αναπόσπαστα μεταξύ τους, χωρίς η μία να είναι παρεπόμενη της άλλης. Σε τέτοιες περιστάσεις, θα ήταν όντως δυνατή η στήριξη στις αντίστοιχες διαφορετικές νομικές βάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι ασύμβατες μεταξύ τους. Προκειμένου να διαπιστωθεί η συμβατότητά τους, πρέπει να εκτιμηθεί αν ο συνδυασμός των εν λόγω νομικών βάσεων θα μπορούσε να θίξει τα δικαιώματα του Κοινοβουλίου. Το Συμβούλιο παραπέμπει συναφώς, μεταξύ άλλων, στην απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2008, C-155/07, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου ( 14 ). |
47. |
Το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι η επιλογή της νομικής βάσεως πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία, ιδίως στον σκοπό και στο περιεχόμενο της πράξεως. Η αρχή αυτή επιβεβαιώνεται, κατά το ίδιο, από την προπαρατεθείσα απόφαση Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής. Μολονότι το Δικαστήριο είχε αναφέρει, στη σκέψη 235 της αποφάσεως αυτής, ότι η προσφυγή στο άρθρο 308 ΕΚ παρείχε στο Κοινοβούλιο τη δυνατότητα να συμμετέχει στη διαδικασία διαμορφώσεως της σχετικής αποφάσεως, εντούτοις, η παρατήρηση αυτή έγινε απλώς και μόνο προς συμπλήρωση της βασικής συλλογιστικής του Δικαστηρίου, η οποία στηριζόταν στους σκοπούς της Συνθήκης ΕΚ. |
48. |
Επιπλέον, το επιχείρημα του Κοινοβουλίου ότι η Ένωση δεν μπορεί να λαμβάνει μέτρα αφορώντα τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, παρά μόνο με τη συμμετοχή του ίδιου του Κοινοβουλίου, έρχεται σε αντίθεση προς το άρθρο 215, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, το οποίο ορίζει ότι «[ο]ι πράξεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο περιέχουν τις αναγκαίες διατάξεις περί νομικών εγγυήσεων». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει σαφώς ότι μία πράξη που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο μπορεί να αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα. |
49. |
Το Συμβούλιο υποστηρίζει επίσης ότι σκοπός του άρθρου 215 ΣΛΕΕ είναι να παρέχει στο Συμβούλιο τη δυνατότητα να λαμβάνει μέτρα που έχουν απευθείας εφαρμογή στους οικονομικούς φορείς. Η διάταξη αυτή συμβάλλει στη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της κοινής αγοράς. |
50. |
Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του επίδικου κανονισμού και της ΚΕΠΠΑ, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η Αλ Κάιντα συνιστά ιδιαίτερη απειλή. Ο κανονισμός αυτός αποτελεί το πλαίσιο εντός του οποίου εφαρμόζει η Ένωση τις υποχρεώσεις που υπέχει από τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Δεν είναι παράλογο να λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό της ενδεδειγμένης νομικής βάσεως ο σκοπός των ψηφισμάτων που έχει υιοθετήσει το Συμβούλιο Ασφαλείας. |
51. |
Τέλος, το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι η Συνθήκη της Λισσαβώνας δεν επηρέασε την οριοθέτηση μεταξύ της ΚΕΠΠΑ και του ΧΕΑΔ. Αντιθέτως, η σημασία της χαράξεως μιας σαφούς διαχωριστικής γραμμής μεταξύ των δύο αυτών τομέων τονίστηκε στο άρθρο 40, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ. Κατά συνέπεια, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι ο σκοπός του επίδικου κανονισμού άπτεται της ΚΕΠΠΑ, το άρθρο 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ συνιστά τη μόνη δυνατή νομική βάση για την έκδοσή του. |
Β — Η εκτίμησή μου
52. |
Ένα από τα στοιχεία που συνεισέφερε η Συνθήκη της Λισσαβώνας ήταν η συμπλήρωση του νομικού οπλοστασίου που παρέχει στην Ένωση τη δυνατότητα να λαμβάνει περιοριστικά μέτρα εις βάρος φυσικών ή νομικών προσώπων, ομάδων ή μη κρατικών οντοτήτων. Πλέον, τα άρθρα 75, πρώτο εδάφιο, και 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ αναφέρονται ρητώς στους ως άνω αποδέκτες, με αποτέλεσμα να παρέλκει η προσφυγή στο άρθρο 352 ΣΛΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 308 ΕΚ ( 15 ). |
53. |
Η συζήτηση αφορά πλέον τα πεδία εφαρμογής των άρθρων 75 και 215 ΣΛΕΕ. Οι απόψεις που εκφράστηκαν από το Κοινοβούλιο, αφενός, και από τα λοιπά μέρη, αφετέρου, εμφανίζονται εκ διαμέτρου αντίθετες ως προς το σημείο αυτό. |
54. |
Η κύρια θέση του Κοινοβουλίου, αν συνοψισθεί σε μία φράση, συνίσταται στην άποψη ότι μόνο το άρθρο 75 ΣΛΕΕ μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση για την έκδοση των περιοριστικών μέτρων σκοπούντων στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας. |
55. |
Διευκρινίζω εκ προοιμίου ότι η θέση αυτή δεν με πείθει. |
56. |
Υπενθυμίζω ότι, κατά πάγια νομολογία, η επιλογή της νομικής βάσεως μιας πράξεως της Ένωσης πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται, ιδίως, ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξεως ( 16 ). |
57. |
Ο επιδιωκόμενος με τον επίδικο κανονισμό σκοπός δεν μπορεί να εξεταστεί μεμονωμένα, αλλά πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την εξέταση οι πράξεις στις οποίες ο κανονισμός αυτός παραπέμπει και με τις οποίες συνδέεται ( 17 ), δηλαδή, με χρονολογική σειρά, το ψήφισμα 1390 (2002) του Συμβουλίου Ασφαλείας, η κοινή θέση 2002/402, καθώς και ο κανονισμός 881/2002, τον οποίον ο επίδικος κανονισμός τροποποιεί σε διάφορα σημεία. |
58. |
Όλες αυτές οι νομικές πράξεις έχουν, στην πραγματικότητα, έναν κοινό σκοπό, την καταπολέμηση της διεθνούς τρομοκρατίας. Ένα από τα βασικά μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού συνίσταται στην αποκοπή των τρομοκρατικών οργανώσεων από τους χρηματοοικονομικούς τους πόρους με τη δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων των προσώπων ή οντοτήτων για τις οποίες υπάρχουν υπόνοιες ότι εμπλέκονται σε δραστηριότητες που συνδέονται με την τρομοκρατία. |
59. |
Όπως έκρινε το Δικαστήριο στην προπαρατεθείσα απόφαση Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, κύριος σκοπός και αντικείμενο του κανονισμού 881/2002 είναι η καταστολή της διεθνούς τρομοκρατίας ( 18 ). Με την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του, ο επίδικος κανονισμός διευκρινίζει ότι «[ο] σκοπός του κανονισμού [...] 881/2002 είναι να αποτραπούν τρομοκρατικά εγκλήματα, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησης τρομοκρατικών δραστηριοτήτων, προκειμένου να διατηρηθούν η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια». Πρόκειται, κατά την άποψή μου, για τον απώτατο επιδιωκόμενο σκοπό τόσο της προμνημονευθείσας διεθνούς ρυθμίσεως όσο και της ως άνω νομοθεσίας της Ένωσης. |
60. |
Όσον αφορά, ειδικότερα, τον επίδικο κανονισμό, εκτιμώ ότι εντάσσεται πλήρως, ως εκ του σκοπού και του περιεχομένου του, σε αυτό το εγχείρημα και ότι το συμπληρώνει, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τα διδάγματα που μπορούν να αντληθούν από την προπαρατεθείσα απόφαση Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, κατά τρόπον ώστε η καταπολέμηση της διεθνούς τρομοκρατίας να συμβιβάζεται με τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ο επίδικος κανονισμός θεσπίζει, έτσι, σε εκτέλεση της αποφάσεως αυτής, διαδικασία εγγραφής στον κατάλογο, με σκοπό να διασφαλιστεί ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων άμυνας και, ιδίως, εκείνου της ακροάσεως. |
61. |
Πρέπει, εν προκειμένω, να προσδιοριστεί με ποια πολιτική της Ένωσης μπορεί να συνδεθεί, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, ο σκοπός της καταπολεμήσεως της διεθνούς τρομοκρατίας, προκειμένου να διατηρηθεί η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια. |
62. |
Κατά την άποψή μου, ένας τέτοιος σκοπός ανταποκρίνεται στους σκοπούς της εξωτερικής δράσεως της Ένωσης, όπως αυτοί απαριθμούνται ειδικότερα στο άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ έως γʹ, ΣΕΕ. Η διάταξη αυτή έχει ως εξής: «Η Ένωση καθορίζει και εφαρμόζει κοινές πολιτικές και δράσεις και εργάζεται για την επίτευξη υψηλού βαθμού συνεργασίας σε όλους τους τομείς των διεθνών σχέσεων, με στόχο:
|
63. |
Μολονότι οι απαριθμούμενοι στο άρθρο 21, παράγραφος 2, ΣΕΕ στόχοι είναι κοινοί με αυτούς της εξωτερικής δράσεως της Ένωσης, αν και δεν αναφέρεται ρητώς ότι ορισμένοι εμπίπτουν αποκλειστικά στην ΚΕΠΠΑ, εκτιμώ ότι οι στόχοι υπό στοιχεία αʹ έως γʹ ανήκουν στους εμπίπτοντες παραδοσιακά στην πολιτική αυτή. Θεωρώ, συναφώς, ότι οι στόχοι που απαριθμεί το άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ έως γʹ, ΣΕΕ αντιστοιχούν, κατ’ ουσίαν, στους σκοπούς που αναγνωρίζονται στην ΚΕΠΠΑ από το άρθρο 11, παράγραφος 1, ΕΕ ( 19 ). Εξάλλου, οι σκοποί αυτοί συμπίπτουν με τα προβλεπόμενα από το άρθρο 24, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ, σύμφωνα με το οποίο «[η] αρμοδιότητα της Ένωσης στο πεδίο της [ΚΕΠΠΑ] καλύπτει όλους τους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και το σύνολο των ζητημάτων που αφορούν την ασφάλεια της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του προοδευτικού καθορισμού κοινής αμυντικής πολιτικής, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε κοινή άμυνα». |
64. |
Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, είμαι της γνώμης ότι μία δράση της Ένωσης στη διεθνή σκηνή, η οποία επιδιώκει έναν ή περισσότερους από τους σκοπούς που μνημονεύονται στο άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ έως γʹ, ΣΕΕ και, ιδίως, τον σκοπό της διατηρήσεως της ειρήνης και της ενισχύσεως της διεθνούς ασφάλειας, πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στον τομέα της ΚΕΠΠΑ και, ως εκ τούτου, πρέπει να χωρεί σύμφωνα με τους ειδικούς κανόνες και διαδικασίες που περιέχονται στο κεφάλαιο 2 του τίτλου V της Συνθήκης ΕΕ. |
65. |
Προσθέτω ότι, σε αντίθεση με όσα άφησε να εννοηθούν με ορισμένα επιχειρήματά του το Κοινοβούλιο, η καταπολέμηση της τρομοκρατίας μπορεί κάλλιστα να αναλαμβάνεται από την Ένωση στο πλαίσιο των δράσεών της που αφορούν την ΚΕΠΠΑ. Ο ρόλος της ΚΕΠΠΑ, ο οποίος είχε ήδη αναγνωριστεί σε διάφορα πολιτικά έγγραφα που εκδόθηκαν στο επίπεδο της Ένωσης ( 20 ), έχει πλέον κατοχυρωθεί και στις ίδιες τις Συνθήκες. Πέραν του άρθρου 215 ΣΛΕΕ, το οποίο, κατά την άποψή μου, επιβεβαιώνει τον ρόλο της ΚΕΠΠΑ στις υποθέσεις καταπολεμήσεως της διεθνούς τρομοκρατίας, παραθέτω το άρθρο 43, παράγραφος 1, ΣΕΕ, από το οποίο προκύπτει ότι όλες οι αποστολές που αφορούν την κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας ( 21 )«μπορούν να συμβάλλουν στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας, μεταξύ άλλων με τη στήριξη τρίτων χωρών για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας στο έδαφός τους». Εξάλλου, από το περιεχόμενο της ρήτρας αλληλεγγύης του άρθρου 222 ΣΛΕΕ, το οποίο προορίζεται για εφαρμογή ιδίως όταν ένα κράτος μέλος δεχθεί τρομοκρατική επίθεση, προκύπτει ότι η ρήτρα αυτή συνδέεται με την ΚΕΠΠΑ και ιδίως με τη διάστασή της που σχετίζεται με την ΚΠΑΑ. |
66. |
Στην περίπτωση που μας απασχολεί, το γεγονός ότι ο επίδικος κανονισμός αποτελεί ένα από τα εργαλεία με τα οποία η Ένωση έθεσε σε εφαρμογή μία δράση διεθνούς χαρακτήρα, η οποία αποφασίστηκε στο πλαίσιο του Συμβουλίου Ασφαλείας και έχει ως αδιαμφισβήτητο σκοπό τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας ( 22 ), είναι αρκούντως σημαντικό στοιχείο ώστε να θεωρηθεί ότι ο κανονισμός αυτός μπορεί να συνδέεται με τον τομέα της ΚΕΠΠΑ. Στο πλαίσιο αυτής, ακριβώς, της πολιτικής τέθηκε σε εφαρμογή το σύστημα που επιτρέπει την αλληλεπίδραση μεταξύ των αποφάσεων που λαμβάνονται στο επίπεδο των Ηνωμένων Εθνών και εκείνων που λαμβάνονται στο επίπεδο της Ένωσης, με σκοπό την αποκοπή από τους πόρους τους των προσώπων και των φορέων που συνδέονται με τρομοκρατικά κινήματα. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να ληφθεί υπόψη, όσον αφορά την κρινόμενη προσφυγή, το γεγονός ότι τα πρόσωπα και οι ομάδες τις οποίες αφορούν τα μέτρα δεσμεύσεως κεφαλαίων και οικονομικών πόρων προσδιορίζονται από την επιτροπή κυρώσεων και ότι η Ένωση περιορίζεται να επαναλάβει τον κατάλογο που καταρτίστηκε από την επιτροπή αυτή. |
67. |
Κατόπιν της διαπιστώσεως αυτής, είναι, κατά την άποψή μου, σαφές ότι το άρθρο 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ είναι η μόνη διάταξη που παρέχει στην Ένωση τη δυνατότητα να λαμβάνει περιοριστικά μέτρα όπως αυτά που προβλέπει ο επίδικος κανονισμός. Σε αντίθεση, μάλιστα, με το άρθρο 75 ΣΛΕΕ, το άρθρο 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνον όταν μία απόφαση που άπτεται της ΚΕΠΠΑ προβλέπει δράση αυτού του είδους. Από τη στιγμή που η Ένωση αποφασίζει να αναλάβει στη διεθνή σκηνή μία δράση, όπως αυτή που βρίσκεται στο επίκεντρο της κρινόμενης υποθέσεως, στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ, ως νομική βάση πρέπει να χρησιμοποιηθεί, ασφαλώς, αυτή η οποία αποτελεί την αναγκαία ζεύξη για την επίτευξη της εν λόγω πολιτικής. Η επιλογή διαφορετικής νομικής βάσεως θα ήταν αντίθετη προς το άρθρο 40, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, το οποίο, υπενθυμίζω, διακηρύσσει την αρχή ότι η εφαρμογή των πολιτικών των άρθρων 3 έως 6 ΣΛΕΕ δεν πρέπει να επηρεάζει την εφαρμογή των διαδικασιών και την αντίστοιχη έκταση της εξουσιοδοτήσεως που παρέχουν στα θεσμικά όργανα οι Συνθήκες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης για τους σκοπούς της ΚΕΠΠΑ. |
68. |
Σημειώνω, επίσης, ότι, σε αντίθεση με το άρθρο 75 ΣΛΕΕ, το άρθρο 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ προβλέπει τη λήψη «περιοριστικών μέτρων» κατά τρόπο γενικό, χωρίς να τα περιορίζει στα απλά μέτρα που αφορούν τις κινήσεις κεφαλαίων και τις πληρωμές. Το άρθρο 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ αποτελεί, ως εκ τούτου, τη νομική βάση που επιτρέπει στην Ένωση να θεσπίζει μέτρα όπως αυτά που περιορίζουν την κυκλοφορία των εμπλεκόμενων προσώπων ή που απαγορεύουν την πώληση όπλων σε τέτοια πρόσωπα ( 23 ). Η διάταξη αυτή, επομένως, παρίσταται ως καλύτερα προσαρμοσμένη στο εύρος των δράσεων που μπορεί να αναλάβει η Ένωση στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ για την καταπολέμηση της διεθνούς τρομοκρατίας. |
69. |
Επιπλέον, θα ήθελα να επισημάνω ότι, στο μέτρο που τα άρθρα 75 και 215 ΣΛΕΕ αφορούν διαφορετικές πολιτικές της Ένωσης, οι οποίες επιδιώκουν, βεβαίως, σκοπούς συμπληρωματικούς, αλλά δεν έχουν κατ’ ανάγκη την ίδια έκταση και υπακούουν σε διαφορετικούς κανόνες και διαδικασίες ( 24 ), δεν θεωρώ σκόπιμο να εξετάσω τις σχέσεις μεταξύ των δύο αυτών νομικών βάσεων προσδίδοντας στη μία τη λειτουργία του γενικού και στην άλλη εκείνη του ειδικού κανόνα. Η σχέση μεταξύ των άρθρων 75 και 215 ΣΛΕΕ πρέπει να αντιμετωπιστεί μάλλον ως συμπληρωματική. Εξάλλου, οι διαφορές ως προς τη διαδικασία με την οποία μπορούν να τεθούν σε εφαρμογή τα άρθρα 75 και 215 ΣΛΕΕ, οι οποίες αντανακλούν τις διαφορές ως προς τη φύση των πολιτικών με τις οποίες αυτά συνδέονται, δεν επιτρέπουν, κατά την άποψή μου, τη σώρευση των δύο αυτών νομικών βάσεων. |
70. |
Είναι αλήθεια ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 215 ΣΛΕΕ, το Κοινοβούλιο δεν διαθέτει εξουσίες τόσο ευρείες όσο στο πλαίσιο του άρθρου 75 ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει την προσφυγή στη συνήθη νομοθετική διαδικασία. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικό ως προς την επιλογή της νομικής βάσεως του επίδικου κανονισμού. Όπως ορθώς επισημαίνει το Συμβούλιο, δεν καθορίζουν οι διαδικασίες τη νομική βάση, αλλά το αντίστροφο. Εξάλλου, η διάσταση «ΚΕΠΠΑ» που χαρακτηρίζει το άρθρο 215 ΣΛΕΕ εξηγεί αναμφίβολα την επιλογή των συντακτών της Συνθήκης ΛΕΕ όσον αφορά τη θέση του Κοινοβουλίου. |
71. |
Τούτου δοθέντος, η θέση που καταλαμβάνει το Κοινοβούλιο στον τομέα της ΚΕΠΠΑ κάθε άλλο παρά αμελητέα μπορεί να θεωρηθεί. Ειδικότερα, οι υποχρεώσεις που βαρύνουν, στο πλαίσιο αυτό, τον ύπατο εκπρόσωπο όσον αφορά τις σχέσεις με το Κοινοβούλιο αντισταθμίζουν, σε κάποιο βαθμό, την απουσία συνήθους νομοθετικής διαδικασίας. Έτσι, το άρθρο 36, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ προβλέπει ότι ο ύπατος εκπρόσωπος «ζητεί τακτικά τη γνώμη του [...] Κοινοβουλίου όσον αφορά τις κύριες πτυχές και τις βασικές επιλογές της [ΚΕΠΠΑ] και της [ΚΠΑΑ] και το ενημερώνει για την εξέλιξη των εν λόγω πολιτικών. Μεριμνά ώστε να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι απόψεις του [...] Κοινοβουλίου. Οι ειδικοί εντεταλμένοι μπορούν να συμμετέχουν στην ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου». Στον ύπατο εκπρόσωπο απόκειται, επομένως, να εμπλέκει όσο το δυνατόν στενότερα το Κοινοβούλιο στη λήψη των αποφάσεων που λαμβάνονται σε θέματα ΚΕΠΠΑ, στον βαθμό που το επιτρέπουν οι απαιτήσεις της εμπιστευτικότητας και της ταχύτητας που χαρακτηρίζουν αυτή την πολιτική της Ένωσης. Στη συνέχεια, το άρθρο 36, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ διευκρινίζει ότι το Κοινοβούλιο «μπορεί να απευθύνει ερωτήσεις ή να διατυπώνει συστάσεις προς το Συμβούλιο και τον ύπατο εκπρόσωπο της Ένωσης. Διεξάγει δύο φορές κατ’ έτος συζήτηση για την πρόοδο που έχει σημειωθεί στην εφαρμογή της [ΚΕΠΠΑ], συμπεριλαμβανομένης της [ΚΠΑΑ]». |
72. |
Κατόπιν των ως άνω σκέψεων, συνοψίζω την πρότασή μου ως ακολούθως. Θεωρώ ότι ο επίδικος κανονισμός ορθώς εκδόθηκε βάσει του άρθρου 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ λόγω της διαστάσεως «ΚΕΠΠΑ» που τον χαρακτηρίζει. Η διάσταση αυτή έγκειται, αφενός, στο ότι ο κανονισμός έχει ως κύριο σκοπό την καταπολέμηση της διεθνούς τρομοκρατίας για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, καθώς συμπληρώνει το διατακτικό που πλαισιώνει τα περιοριστικά μέτρα εις βάρος συνδεομένων με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν προσώπων και ομάδων. Αφετέρου, ο επίδικος κανονισμός αποτελεί μέρος του συστήματος που εφαρμόστηκε από την Ένωση με σκοπό την ανάληψη διεθνούς δράσεως, η οποία αποφασίστηκε στο πλαίσιο του Συμβουλίου Ασφαλείας και, ειδικότερα, με σκοπό να τεθούν σε εφαρμογή μέτρα δεσμεύσεως κεφαλαίων και οικονομικών πόρων εις βάρος προσώπων και οντοτήτων που προσδιορίζονται από την επιτροπή κυρώσεων. |
73. |
Η ανάλυση, σύμφωνα με την οποία επιβεβαιώνεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης επέλεξε πράγματι το άρθρο 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ως νομική βάση του επίδικου κανονισμού, χρήζει μερικών επιπλέον παρατηρήσεων. |
74. |
Κατ’ αρχάς, θα ήθελα να επισημάνω ότι η υπόθεση που υποβλήθηκε στην κρίση του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της κρινόμενης προσφυγής δεν είναι η μόνη στην οποία το άρθρο 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ μπορεί να αποτελέσει την κατάλληλη νομική βάση. Πράγματι, η διάταξη αυτή θα μπορούσε να παράσχει στην Ένωση τη δυνατότητα να λαμβάνει περιοριστικά μέτρα κατά προσώπων και οντοτήτων συνδεόμενων με τρομοκρατικές οργανώσεις, κατά τρόπο συμπληρωματικό της δράσεως που αποφασίστηκε από την Ένωση στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ και που απευθύνεται σε τρίτες χώρες, προκειμένου να τις συνδράμει στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Στο πνεύμα των όσων προβλέπει το άρθρο 43, παράγραφος 1, ΣΕΕ, τέτοια περιοριστικά μέτρα, συμπληρωματικά των διαφόρων πολιτικών και στρατιωτικών αποστολών που μπορεί να εκτελεί η Ένωση στο πλαίσιο της ΚΠΑΑ, θα υποστήριζαν τη δράση των τρίτων χωρών όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας στο έδαφός τους. Εφόσον τα μέτρα αυτά θα αποτελούσαν μέρος δράσεως της Ένωσης στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ, θα μπορούσαν να στηρίζονται στο άρθρο 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. |
75. |
Εξάλλου, διαφωνώ με την επιχειρηματολογία του Συμβουλίου, σύμφωνα με την οποία ο διαχωρισμός μεταξύ των πεδίων εφαρμογής των άρθρων 75 και 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ πρέπει να στηρίζεται στη διάκριση μεταξύ της λεγόμενης «εσωτερικής» τρομοκρατίας, της λεγόμενης «εξωτερικής» τρομοκρατίας και της λεγόμενης «διεθνούς» τρομοκρατίας. Στην πραγματικότητα, μία τέτοια κατηγοριοποίηση προσκρούει στην ίδια τη φύση της τρομοκρατίας, η οποία, δεδομένου ότι επιτίθεται σε κοινές αξίες και στα ίδια τα θεμέλια του κράτους δικαίου, αφορά το σύνολο της διεθνούς κοινότητας, όποια και αν είναι η γεωγραφική έκταση της απειλής. Επιπλέον, η υποστηριζόμενη από το Συμβούλιο διάκριση είναι αντίθετη προς την απαίτηση αποτελεσματικής καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας, στο μέτρο που είναι γενεσιουργός ανασφάλειας δικαίου. |
76. |
Η τρομοκρατία δεν γνωρίζει σύνορα. Ακόμη και αν το επίκεντρο του στόχου μιας τρομοκρατικής οργανώσεως φαίνεται να περιορίζεται σε μία δεδομένη γεωγραφική περιοχή, η οργάνωση αυτή έχει συχνά διεθνή παρακλάδια, ιδίως για τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της. Εξάλλου, εφόσον μία τρομοκρατική ομάδα, η οποία ενεργεί συνήθως εντός της Ένωσης, αποφασίσει σε δεδομένη χρονική στιγμή να συνεργαστεί με άλλες τρομοκρατικές ομάδες που επιδιώκουν παρόμοιους στόχους και είναι εγκατεστημένες εκτός της Ένωσης, τότε παύουν τα πρόσωπα και οι φορείς που συνδέονται με την πρώτη ομάδα να θεωρούνται πλέον «εσωτερικοί» τρομοκράτες και μεταβάλλονται σε «εξωτερικούς», ή ακόμη και «διεθνείς» τρομοκράτες; Αυτά και μόνο τα στοιχεία αρκούν, κατά την άποψή μου, για να αποδείξουν ότι η εφαρμογή μιας τέτοιας διακρίσεως είναι πρακτικώς ανέφικτη. |
77. |
Η σημασία της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας επιβάλλει, επιπλέον, την ενεργοποίηση όλων των νομικών εργαλείων που παρέχουν οι Συνθήκες στην Ένωση. Υπό το πρίσμα αυτό, επιμένω ότι η ανάλυση που με οδήγησε, στην κρινόμενη υπόθεση, να συνδέσω τον επίδικο κανονισμό με τον τομέα της ΚΕΠΠΑ δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι οποιαδήποτε δράση που χωρεί εκτός της Ένωσης με αντικείμενο την καταπολέμηση της τρομοκρατίας πρέπει να εντάσσεται συστηματικά στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ. |
78. |
Ειδικότερα, δεν πρέπει να αγνοείται η εξωτερική διάσταση που μπορεί να έχει η δράση της Ένωσης στο πλαίσιο της πολιτικής της που αφορά τη σύσταση ενός ΧΕΑΔ. Αναφέρω ως παράδειγμα ότι η πρόταση αποφάσεως του Συμβουλίου σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη χρήση και τη διαβίβαση των φακέλων επιβατών (φάκελοι PNR) στο Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία κατατέθηκε από την Επιτροπή στις 23 Νοεμβρίου 2011 ( 25 ), στηρίζεται στα άρθρα 82, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ και 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, τα οποία αφορούν τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις και την αστυνομική συνεργασία, αντίστοιχα, σε συνδυασμό με το άρθρο 218, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, το οποίο αφορά τη σύναψη διεθνών συμφωνιών από την Ένωση. |
79. |
Τέλος, υπενθυμίζω ότι, κατά την άποψή μου, τα άρθρα 75 και 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνεύονται όχι ως αντικρουόμενα, αλλ’ ως συμπληρωματικά. Υπό το πρίσμα αυτό, εκτιμώ ότι η άποψη ότι ο επίδικος κανονισμός έπρεπε πράγματι να στηριχθεί στο άρθρο 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ δεν στερεί εντελώς το άρθρο 75 ΣΛΕΕ από το περιεχόμενό του. Πράγματι, το τελευταίο αυτό άρθρο αποτελεί, κατ’ εμέ, την ενδεδειγμένη νομική βάση για να λάβει η Ένωση, αυτόνομα και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ενέργεια που εμπίπτει στον τομέα της ΚΕΠΠΑ, μέτρα περί δεσμεύσεως κεφαλαίων και οικονομικών πόρων κατά προσώπων και μη κρατικών οντοτήτων που ασκούν τρομοκρατικές ή συνδεόμενες με την τρομοκρατία δραστηριότητες, χωρίς να χρειάζεται να χαρακτηριστούν οι καθ’ ων τα μέτρα αυτά ως «εσωτερικοί», «εξωτερικοί» ή «διεθνείς» τρομοκράτες. |
80. |
Η συμπληρωματική σχέση των άρθρων 215, παράγραφος 2, και 75 ΣΛΕΕ πρέπει να παρέχει μία απάντηση στη, βασική όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, ανησυχία ότι το σύστημα δεν πρέπει να ενέχει κανένα ελάττωμα ικανό να διακυβεύσει τον επιδιωκόμενο σκοπό, ο οποίος έγκειται στην προστασία της δημοκρατίας από πράξεις που, στην πραγματικότητα, έχουν ως στόχο την κατάργησή της. |
81. |
Υπό το πρίσμα αυτό, το άρθρο 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ θα έπρεπε να αποτελέσει την ενδεδειγμένη νομική βάση για τη λήψη των ακόλουθων μέτρων κατά προσώπων και μη κρατικών οντοτήτων:
|
82. |
Αντιθέτως, στους τομείς εκτός ΚΕΠΠΑ στους οποίους η Ένωση δρα ελεύθερα, είτε πρόκειται για τη σύσταση ΧΕΑΔ και την προώθηση της αστυνομικής ή της δικαστικής συνεργασίας με τρίτες χώρες είτε για τη συμπλήρωση, με δική της πρωτοβουλία, των καταλόγων που καταρτίζονται από την επιτροπή κυρώσεων και τους οποίους δεν θεωρεί επαρκώς συμπληρωμένους, η Ένωση θα έπρεπε να ενεργεί βάσει του άρθρου 75 ΣΛΕΕ. |
83. |
Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει το Κοινοβούλιο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. |
IV – Επί του επικουρικώς προβαλλόμενου λόγου ακυρώσεως περί της μη τηρήσεως των προϋποθέσεων προσφυγής στο άρθρο 215 ΣΛΕΕ
Α — Τα επιχειρήματα των διαδίκων
84. |
Ο επικουρικώς προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει το Κοινοβούλιο, για την περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει, όπως προτείνω, ότι το άρθρο 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ αποτελεί την κατάλληλη νομική βάση για τον επίδικο κανονισμό, διακρίνεται σε δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά την προβαλλόμενη μη τήρηση της προϋποθέσεως που αφορά την κοινή πρόταση του ύπατου εκπροσώπου και της Επιτροπής και το δεύτερο σκέλος αφορά τον ισχυρισμό ότι της εκδόσεως του επίδικου κανονισμού δεν προηγήθηκε απόφαση ΚΕΠΠΑ. |
1. Επί της προβαλλόμενης μη υποβολής προτάσεως σύμφωνης με τις Συνθήκες
85. |
Σύμφωνα με το Κοινοβούλιο, κατά την έκδοση του επίδικου κανονισμού, στις 22 Δεκεμβρίου 2009, δεν υφίστατο Επιτροπή νομιμοποιούμενη να υποβάλει κοινή με τον ύπατο εκπρόσωπο πρόταση, καθώς η θητεία της Επιτροπής που διορίστηκε στις 22 Νοεμβρίου 2004 είχε λήξει στις 31 Οκτωβρίου 2009 και η νέα Επιτροπή ανέλαβε τα καθήκοντά της μόλις στις 10 Φεβρουαρίου 2010. Ακόμη και αν γινόταν δεκτό, προς το συμφέρον της συνέχειας του έργου του εν λόγω θεσμικού οργάνου, ότι η Επιτροπή που διορίστηκε τον Νοέμβριο του 2004 συνέχισε να ασκεί ορισμένα καθήκοντα, η εξουσία της περιοριζόταν στη διαχείριση των τρεχουσών υποθέσεων, δηλαδή των τετριμμένων αποφάσεων. Δεν είχε την εξουσία να αναλάβει μείζονα πολιτική πρωτοβουλία μεταβάλλοντας τη νομική βάση μιας πράξεως, με αποτέλεσμα την απώλεια του νομοθετικού χαρακτήρα της πράξεως αυτής και οποιασδήποτε επιρροής εκ μέρους του Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων. |
86. |
Το Κοινοβούλιο ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η πρόταση που υπέβαλαν η Επιτροπή και ο ύπατος εκπρόσωπος αποτελούσε απλώς τη συνέχεια της προτάσεως που είχε υποβάλει η Επιτροπή ενεργώντας κατά μόνας στις 22 Απριλίου 2009. Επιπλέον, ο τρόπος υποβολής της προτάσεως δεν ήταν σύμφωνος με τον ρόλο και τις αρμοδιότητες του ύπατου εκπροσώπου, όπως προβλέπει η Συνθήκη της Λισσαβώνας. Δεν νοείται κοινή πρόταση, όπως αυτή που απαιτεί το άρθρο 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, να μπορεί να αντικατασταθεί με απλή έγκριση, από τον ύπατο εκπρόσωπο, ήδη υφιστάμενης προτάσεως της Επιτροπής, η οποία είχε εκδοθεί από την τελευταία πριν τεθεί σε ισχύ η Συνθήκη της Λισσαβώνας. Εξάλλου, ως υπεύθυνος για την ΚΕΠΠΑ, ο ύπατος εκπρόσωπος υποχρεούται να αιτιολογεί αρκούντως την υποβαλλόμενη κοινή πρόταση. |
87. |
Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, ενώ η θητεία της Επιτροπής που διορίστηκε τον Νοέμβριο του 2004 έληξε στις 31 Οκτωβρίου 2009, αυτή εξακολούθησε να ασκεί τα καθήκοντά της εν αναμονή του διορισμού νέας Επιτροπής, προκειμένου να διασφαλιστεί η αναγκαία συνέχεια του έργου του εν λόγω οργάνου, όπως προβλέπει η πρώτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 2010/80/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 2010, για τον διορισμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ( 27 ). Κατά τη μεταβατική περίοδο από 1ης Νοεμβρίου 2009 μέχρι 10 Φεβρουαρίου 2010, το Κοινοβούλιο συνέχισε να συνεργάζεται με την Επιτροπή ωσάν αυτή να εξακολουθούσε να υφίσταται εγκύρως. |
88. |
Το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι ο επίδικος κανονισμός εκδόθηκε βάσει της προτάσεως κανονισμού της 22ας Απριλίου 2009 και εγκρίθηκε από τον ύπατο εκπρόσωπο στις 14 Δεκεμβρίου 2009. Η πρόταση αυτή παρέμεινε ισχυρή μετά τη λήξη της θητείας της Επιτροπής στις 31 Οκτωβρίου 2009. Η θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβώνας είχε ως μόνο αποτέλεσμα την τροποποίηση της διαδικασίας που διέπει την έκδοση του επίδικου κανονισμού. |
89. |
Το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι η Επιτροπή υπέβαλε στις 2 Δεκεμβρίου 2009 στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ανακοίνωση σχετικά με τις συνέπειες της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας στις τρέχουσες διοργανικές διαδικασίες λήψεως αποφάσεων ( 28 ), η οποία περιελάμβανε ενδεικτικό κατάλογο των εκκρεμών προτάσεων που είχε υποβάλει πριν την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας και ανέφερε, για καθεμιά από τις προτάσεις αυτές, τις συνέπειες που συνδέονταν με την εν λόγω έναρξη ισχύος. Η πρόταση κανονισμού της 22ας Απριλίου 2009 περιελήφθη στον κατάλογο αυτόν, συνοδευόμενη από αναφορά στη μεταβολή της νομικής της βάσεως, η οποία, αντί των πρώην άρθρων 60, 301 και 308 ΕΚ, ήταν πλέον το άρθρο 215 ΣΛΕΕ. |
90. |
Ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η κατάσταση στην οποία βρισκόταν η Επιτροπή ήταν ανάλογη με εκείνη που προβλέπεται από το άρθρο 246, τελευταίο εδάφιο, ΣΛΕΕ (οικειοθελής παραίτηση των μελών της Επιτροπής), η νομολογία δεν επιτρέπει το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή υπερέβη το πλαίσιο της διαχειρίσεως των τρεχουσών υποθέσεων. Στη σκέψη 96 της αποφάσεώς του της 6ης Μαρτίου 2003, T-228/99 και T-233/99, Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein-Westfalen κατά Επιτροπής ( 29 ), το Πρωτοδικείο έκρινε ότι απόφαση σχετική με κρατικές ενισχύσεις, την οποία έλαβε η Επιτροπή μετά από τη συλλογική παραίτηση των μελών της, «δεν [αποτελούσε] νέα πολιτικής φύσεως πρωτοβουλία, υπερβαίνοντας ούτως τις εξουσίες μιας Επιτροπής». Αν το συμπέρασμα αυτό ίσχυε για μία νέα απόφαση την οποία έλαβε η Επιτροπή κατά την εν λόγω περίοδο, πρέπει να εφαρμοστεί πολλώ μάλλον σε περιπτώσεις στις οποίες προϋφίστατο εκκρεμής πρόταση. Επιπλέον, τίθεται το ερώτημα αν είχε καν εφαρμογή ο περιορισμός στη διαχείριση των τρεχουσών υποθέσεων, ο οποίος προβλέπεται από το άρθρο 201, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, δεδομένου ότι το Κοινοβούλιο δεν είχε υποβάλει πρόταση δυσπιστίας όσον αφορά τη διαχείριση της Επιτροπής. |
91. |
Κατά το Συμβούλιο, η κοινή πρόταση του ύπατου εκπροσώπου και της Επιτροπής υποβλήθηκε δεόντως. Ο ύπατος εκπρόσωπος ενέκρινε στις 14 Δεκεμβρίου 2009 την πρόταση κανονισμού της 22ας Απριλίου 2009. Δεν κατέστη ούτε αναγκαίο, αλλ’ ούτε και δυνατόν να υποβάλει χωριστή αιτιολογική έκθεση. Ούτε κατέστη δυνατόν να προβεί μονομερώς σε προσθήκες στην αιτιολογική έκθεση που περιέχεται στις αιτιολογικές σκέψεις της προτάσεως αυτής. |
92. |
Τα επιχειρήματα που προβάλλει η Επιτροπή συμπίπτουν στο σύνολό τους με εκείνα του Συμβουλίου. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η ως άνω ανακοίνωση, την οποία εξέδωσε στις 2 Δεκεμβρίου 2009, συνιστούσε αμιγώς νομική και τεχνική ενέργεια και όχι άσκηση οποιασδήποτε διακριτικής ευχέρειας πολιτικού χαρακτήρα. Εξάλλου, η ενέργεια αυτή ήταν απαραίτητη για να δοθεί στον νομοθέτη της Ένωσης η δυνατότητα να συνεχίσει τις εκκρεμείς νομοθετικές διαδικασίες μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι καμία τροποποίηση δεν έγινε στο κείμενο της προτάσεως κανονισμού της 22ας Απριλίου 2009 και ότι ο ύπατος εκπρόσωπος είχε εγκρίνει την πρόταση αυτή στις 14 Δεκεμβρίου 2009, όπως προβλέπει το άρθρο 215 ΣΛΕΕ. |
2. Επί της φερόμενης μη λήψεως αποφάσεως ΚΕΠΠΑ
93. |
Κατά το Κοινοβούλιο, ο επίδικος κανονισμός δεν περιέχει καμιά αναφορά στην απόφαση ΚΕΠΠΑ, ενώ το άρθρο 215 ΣΛΕΕ την προβλέπει. Το προοίμιο του εν λόγω κανονισμού αναφέρεται στην κοινή θέση 2002/402, η οποία, όμως, δεν αποτελεί απόφαση κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως. Μία κοινή θέση που υιοθετήθηκε πριν την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας δεν μπορεί να εξομοιωθεί με τέτοια απόφαση. |
94. |
Τα επιχειρήματα του Συμβουλίου σχετικά με τη διατήρηση των εννόμων αποτελεσμάτων της εν λόγω κοινής θέσεως, σύμφωνα με το πρωτόκολλο αριθ. 36 για τις μεταβατικές διατάξεις, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη ΕΕ και στη Συνθήκη ΛΕΕ ( 30 ), καθώς και με αυτό που το εν λόγω όργανο ονομάζει «αρχή της συνέχειας των πράξεων», προβάλλονται αλυσιτελώς. Από κανένα στοιχείο του εν λόγω πρωτοκόλλου και από καμιά αρχή του δικαίου της Ένωσης δεν προβλέπεται ότι μία κοινή θέση μπορεί να υποκαταστήσει μία απόφαση ΚΕΠΠΑ. Το Συμβούλιο δεν λαμβάνει επίσης υπόψη το γεγονός ότι μία τέτοια απόφαση μπορεί να υποβληθεί και η ίδια σε δικαστικό έλεγχο από πρόσωπο έχον την ικανότητα να είναι διάδικος και ότι το Δικαστήριο θα μπορούσε ακόμη και να απαγορεύσει στο Συμβούλιο να λάβει μέτρα δυνάμει του άρθρου 215 ΣΛΕΕ. |
95. |
Εν πάση περιπτώσει, ο επίδικος κανονισμός πάσχει ελάττωμα, στον βαθμό που δεν είναι αιτιολογημένος σύμφωνα με το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. |
96. |
Το Συμβούλιο τονίζει ότι ο κανονισμός 881/2002, η έκδοση του οποίου προηγήθηκε της κοινής θέσεως 2002/402, ορίζει τις συγκεκριμένες διατάξεις και διαδικασίες που απαιτούνται για να εξασφαλιστεί η εφαρμογή της δεσμεύσεως κεφαλαίων. Ακόμη και αν είχε αποφασιστεί η τροποποίηση του κανονισμού αυτού κατόπιν της προπαρατεθείσας αποφάσεως Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου, και η προσθήκη σε αυτόν διατάξεων σχετικών με τις διαδικαστικές εγγυήσεις, δεν θα ήταν απαραίτητη η τροποποίηση της κοινής θέσεως 2002/402 ούτε η έκδοση νέας αποφάσεως ΚΕΠΠΑ προς τον σκοπό αυτόν. Πράγματι, όταν υφίσταται ήδη πράξη που άπτεται της ΚΕΠΠΑ και επιβάλλει τη λήψη περιοριστικών μέτρων (και η οποία δεν έχει καταργηθεί, ακυρωθεί ή τροποποιηθεί), δεν μπορεί να απαιτηθεί η έκδοση νέας αποφάσεως ΚΕΠΠΑ σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 του τίτλου V της Συνθήκης ΕΕ. Μία τέτοια προσέγγιση θα αποτελούσε άρνηση της αρχής της συνέχειας των πράξεων, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 9 του πρωτοκόλλου αριθ. 36. |
97. |
Το Συμβούλιο υποστηρίζει επίσης ότι το γεγονός ότι τα πρόσωπα και οι φορείς που έχουν εγγραφεί στον κατάλογο μπορούν πλέον να ασκούν προσφυγή ακυρώσεως κατά των αποφάσεων ΚΕΠΠΑ που προβλέπουν περιοριστικά μέτρα εις βάρος τους δεν σημαίνει ότι για κάθε τροποποίηση ήδη υφιστάμενου κανονισμού πρέπει κατ’ ανάγκη να έχει προηγηθεί η έκδοση νέας αποφάσεως ΚΕΠΠΑ. |
Β — Η εκτίμησή μου
98. |
Εκτιμώ ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες εκδόθηκε ο επίδικος κανονισμός δεν είναι αντίθετες προς τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Θεωρώ ότι τα διάφορα στοιχεία που προβάλλει το Κοινοβούλιο προς αμφισβήτηση της νομιμότητας του κανονισμού αυτού δεν αρκούν, υπό το πρίσμα του συγκεκριμένου πλαισίου που δημιουργείται από την έναρξη ισχύος μιας νέας Συνθήκης, για να διαπιστωθεί παράβαση του άρθρου 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. |
99. |
Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, τη φερόμενη μη έκδοση προτάσεως σύμφωνα με τις Συνθήκες, εκτιμώ ότι, ακόμη και αν θεωρούνταν ότι οι εργασίες της Επιτροπής, μετά τη λήξη της θητείας της, στις 31 Οκτωβρίου 2009, αφορούσαν τη διαχείριση τρεχουσών υποθέσεων, αυτό ουδόλως θα την εμπόδιζε, αφενός, να διατηρήσει την πρότασή της κανονισμού της 22ας Απριλίου 2009 και, αφετέρου, να προβεί στην τυπική τροποποίηση της τελευταίας, αντικαθιστώντας τη μνεία της προηγούμενης νομικής βάσεως με αυτή της νέας. Παρατηρώ, συναφώς, ότι αποσύρθηκαν οι προτάσεις στις οποίες, λόγω της φύσεως και του πεδίου εφαρμογής τους, δεν ήταν δυνατή η απλή υποκατάσταση της προηγούμενης νομικής βάσεως από τη νέα ( 31 ). |
100. |
Όσον αφορά την ανάγκη κοινής προτάσεως του ύπατου εκπροσώπου και της Επιτροπής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στις 14 Δεκεμβρίου 2009, ο ύπατος εκπρόσωπος συμφώνησε επισήμως με την πρόταση κανονισμού της 22ας Απριλίου 2009. Το άρθρο 215 ΣΛΕΕ δεν απαιτεί από τον ύπατο εκπρόσωπο, ο οποίος, θυμίζω, αποτελεί μέλος της Επιτροπής ως αντιπρόεδρος και υπεύθυνο για τις εξωτερικές σχέσεις μέλος ( 32 ), να υποβάλλει χωριστή αιτιολογική έκθεση ή να συμπληρώνει την αιτιολογική έκθεση της προτάσεως της Επιτροπής. |
101. |
Όσον αφορά, κατά δεύτερον, τη φερόμενη μη έκδοση αποφάσεως ΚΕΠΠΑ, είναι σκόπιμο να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 9 του πρωτοκόλλου αριθ. 36, τα έννομα αποτελέσματα των πράξεων των θεσμικών οργάνων, αρχών και οργανισμών της Ένωσης, οι οποίες θεσπίστηκαν βάσει της Συνθήκης ΕΚ πριν τεθεί σε ισχύ η Συνθήκη της Λισσαβώνας, διατηρούνται καθόσον οι πράξεις αυτές δεν έχουν καταργηθεί, ακυρωθεί ή τροποποιηθεί κατ’ εφαρμογή των Συνθηκών. |
102. |
Το γεγονός ότι η Συνθήκη ΕΕ δεν προβλέπει πλέον κοινές θέσεις, αλλά αποφάσεις ΚΕΠΠΑ, δεν συνεπάγεται ότι οι κοινές θέσεις που εκδόθηκαν υπό το καθεστώς της Συνθήκης ΕΕ, ως είχε πριν τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, καθίστανται ανυπόστατες· στην αντίθετη περίπτωση, το άρθρο 9 του πρωτοκόλλου αριθ. 36 θα στερούνταν σε μεγάλο βαθμό την πρακτική του αποτελεσματικότητα. Για τον ίδιο λόγο, το γεγονός ότι το νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται πλέον οι αποφάσεις ΚΕΠΠΑ δεν ταυτίζεται ακριβώς με εκείνο που διείπε στο παρελθόν τις κοινές πράξεις δεν απαγορεύει την εξομοίωση των δύο αυτών κατηγοριών νομικών πράξεων, προς τον σκοπό της εφαρμογής του άρθρου 215 ΣΛΕΕ. Επομένως, η αναφορά του άρθρου αυτού στις αποφάσεις που εκδίδονται σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 του τίτλου V της Συνθήκης ΕΕ πρέπει, αν αναγνωσθεί σε συνδυασμό με το άρθρο 9 του πρωτοκόλλου αριθ. 36, να επεκταθεί κατ’ ανάγκη και στις κοινές θέσεις που εκδόθηκαν πριν τεθεί σε ισχύ η Συνθήκη της Λισσαβώνας. |
103. |
Κατόπιν τούτου, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει το Κοινοβούλιο πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμος. |
V – Πρόταση
104. |
Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:
|
( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.
( 2 ) EE L 346, σ. 42 (στο εξής: επίδικος κανονισμός).
( 3 ) Στο εξής: ύπατος εκπρόσωπος.
( 4 ) Στο εξής: ΧΕΑΔ.
( 5 ) Βλ. Α. Dashwood, «Article 47 TEU and the relationship between first and second pillar competences», Law and Practice of EU External Relations, Cambridge University Press, 2008, σ. 70, κατά τον οποίον «Article 40 TEU […] makes clear that [Common Foreign and Security Policy] competences and the Union’s other competences are to be equally protected against each other» (σ. 100).
( 6 ) Στο εξής: Συμβούλιο Ασφαλείας.
( 7 ) ΕΕ L 139, σ. 4.
( 8 ) ΕΕ L 139, σ. 9.
( 9 ) Συλλογή 2008, σ. I-6351.
( 10 ) Στο εξής: επιτροπή κυρώσεων.
( 11 ) ΕΕ L 344, σ. 93.
( 12 ) Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 881/2002 [COM(2009) 187 τελικό, στο εξής: πρόταση κανονισμού της 22ας Απριλίου 2009].
( 13 ) Στο εξής: αποφάσεις ΚΕΠΠΑ.
( 14 ) Συλλογή 2007, σ. I-8103.
( 15 ) Οι συντάκτες της Συνθήκης ΛΕΕ μερίμνησαν, εξάλλου, να διευκρινίσουν, στο άρθρο 352, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ, ότι το άρθρο αυτό «δεν δύναται να χρησιμοποιηθεί ως βάση για την επίτευξη στόχου που εμπίπτει στην [ΚΕΠΠΑ] και κάθε πράξη θεσπιζόμενη σύμφωνα με το [εν λόγω] άρθρο σέβεται τα όρια που θέτει το άρθρο 40, εδάφιο δεύτερο, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση».
( 16 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2011, C-548/09 P, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2011, σ. I-11381, σκέψη 66 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
( 17 ) Με το ίδιο σκεπτικό, το Δικαστήριο διευκρίνισε, στην απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, C-550/09, E και F (Συλλογή 2010, σ. I-6213), ότι «κατά την ερμηνεία του [κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 του Συμβουλίου, της 27ης Δεκεμβρίου 2001, για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 344, σ. 70 )], πρέπει να λαμβάνεται [...] υπόψη το γράμμα και ο σκοπός του ψηφίσματος 1373 (2001), στο οποίο παραπέμπει η τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού» (σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
( 18 ) Σκέψεις 169 και 184.
( 19 ) Βλ., συναφώς, Α. Dashwood, όπ.π., σ. 101 και 103· Ρ. Van Elsuwege, «EU external action after the collapse of the pillar structure: in search of a new balance between delimitation and consistency», Common Market Law Review, 2010, τεύχος 47, σ. 987, ιδίως σ. 1006, καθώς και S. Becker-Alon, The Communitarian Dimension of the European Union’s Common Foreign and Security Policy, Nomos, Baden-Baden, 2011, σ. 250.
( 20 ) Βλ., για μια καταγραφή των κύριων αυτών εγγράφων, J. Auvret-Finck,, «Politique étrangère et de sécurité commune — Lutte contre le terrorisme», Jurisclasseur Europe, 2009, τεύχος 2612. Βλ. επίσης, F. Terpan, «La PESC et le terrorisme international», La sécurité internationale entre rupture et continuité — Mélanges en l’honneur du professeur Jean-François Guilhaudis, Bruylant, Βρυξέλλες, 2007, σ. 581.
( 21 ) Στο εξής: ΚΠΑΑ.
( 22 ) Βλ. προτελευταία περίοδο του προοιμίου του ψηφίσματος 1390 (2002).
( 23 ) Βλ., συναφώς, άρθρα 2, παράγραφος 1, και 4 της κοινής θέσεως 2002/402.
( 24 ) Βλ., συναφώς, άρθρο 24, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, το οποίο διευκρινίζει ότι «[η] [ΚΕΠΠΑ] διέπεται από ειδικούς κανόνες και διαδικασίες».
( 25 ) COM(2011) 807 τελικό.
( 26 ) Βλ., ανωτέρω, σημείο 74.
( 27 ) ΕΕ L 38, σ. 7.
( 28 ) COM(2009) 665 τελικό.
( 29 ) Συλλογή 2003, σ. II-435.
( 30 ) Στο εξής: πρωτόκολλο αριθ. 36.
( 31 ) Βλ. παράρτημα 2 της προαναφερθείσας ανακοινώσεως της 2ας Δεκεμβρίου 2009.
( 32 ) Βλ. άρθρο 18, παράγραφος 4, ΣΕΕ.