EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62009CJ0083

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 24ης Μαΐου 2011.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Kronoply GmbH & Co. KG και Kronotex GmbH & Co. KG.
Αίτηση αναιρέσεως - Κρατικές ενισχύσεις - Άρθρο 88, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ - Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 - Απόφαση του οργάνου περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων - Προσφυγή ακυρώσεως - Προϋποθέσεις παραδεκτού - Δυνάμενοι να προβληθούν λόγοι ακυρώσεως - Έννοια του "ενδιαφερόμενου μέρους" - Σχέση ανταγωνισμού - Επηρεασμός - Αγορά εφοδιασμού.
Υπόθεση C-83/09 P.

European Court Reports 2011 I-04441

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2011:341

Υπόθεση C-83/09 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Kronoply GmbH & Co. KG

και

Kronotex GmbH & Co. KG

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Άρθρο 88, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ – Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 – Απόφαση του οργάνου περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων – Προσφυγή ακυρώσεως – Προϋποθέσεις παραδεκτού – Δυνάμενοι να προβληθούν λόγοι ακυρώσεως – Έννοια του “ενδιαφερόμενου μέρους” – Σχέση ανταγωνισμού – Επηρεασμός – Αγορά εφοδιασμού»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα το συμβατό κρατικής ενισχύσεως προς την κοινή αγορά χωρίς κίνηση της τυπικής διαδικασίας εξετάσεως – Προσφυγή των ενδιαφερομένων κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ – Παραδεκτό – Προϋποθέσεις

(Άρθρα 88 § 2 ΕΚ και 230, εδ. 4, ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρα 1, στοιχείο η΄, 4 § 3 και 6 § 1)

2.        Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα το συμβατό κρατικής ενισχύσεως προς την κοινή αγορά χωρίς κίνηση της τυπικής διαδικασίας εξετάσεως – Προσφυγή των ενδιαφερομένων κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ – Προσδιορισμός του αντικειμένου της προσφυγής – Προσφυγή σκοπούσα τη διαφύλαξη των διαδικαστικών δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων – Δυνάμενοι να προβληθούν λόγοι ακυρώσεως

(Άρθρα 88 § 2 ΕΚ και 230, εδ. 4, ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρα 1, στοιχείο η΄, 4 § 3 και 6 § 1)

3.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Διοικητική διαδικασία – Ενδιαφερόμενος κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ – Επιχείρηση η οποία χρησιμοποιεί την ίδια πρώτη ύλη με τη δικαιούχο της ενισχύσεως επιχείρηση

(Άρθρα 88 § 2 ΕΚ και 230, εδ. 4, ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 1, στοιχείο η΄)

1.        Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων η νομιμότητα αποφάσεως της Επιτροπής περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999, εξαρτάται από το κατά πόσον υπάρχουν αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα της ενισχύσεως με την κοινή αγορά. Εφόσον τέτοιες αμφιβολίες πρέπει να οδηγούν στην κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, στην οποία μπορούν να μετάσχουν τα κατά το άρθρο 1, στοιχείο η΄, του κανονισμού 659/1999 ενδιαφερόμενα μέρη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μια τέτοια απόφαση αφορά άμεσα και ατομικά κάθε ενδιαφερόμενο μέρος υπό την έννοια της ως άνω διατάξεως. Συγκεκριμένα, εκείνοι υπέρ των οποίων έχουν τεθεί οι διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 μπορούν να διασφαλίσουν την τήρησή τους μόνον αν έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν την απόφαση περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων ενώπιον του δικαστή της Ένωσης.

Επομένως, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, η συγκεκριμένη ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο η΄, του κανονισμού 659/1999, η οποία συναρτάται με το ειδικό αντικείμενο της προσφυγής, αρκεί για την εξατομίκευση του προσφεύγοντος, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, ο οποίος αμφισβητεί απόφαση περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων.

(βλ. σκέψεις 47-48)

2.        Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, ο προσφεύγων που αμφισβητεί την απόφαση της Επιτροπής περί μη κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας οφείλει να προσδιορίσει, με το δικόγραφο της προσφυγής του, το αντικείμενο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Η απαίτηση αυτή πληρούται επαρκώς κατά νόμον, οσάκις ο προσφεύγων προσδιορίζει την απόφαση της οποίας ζητεί την ακύρωση. Είναι άνευ σημασίας το αν η προσφυγή αναφέρει ότι σκοπεί την ακύρωση αποφάσεως περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων –φράση που περιλαμβάνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999– ή αποφάσεως περί μη κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, δεδομένου ότι η Επιτροπή αποφαίνεται με μία και μόνη απόφαση επί των δύο όψεων του ζητήματος.

Συγκεκριμένα, όταν ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση αποφάσεως για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων, αμφισβητεί κυρίως το γεγονός ότι η απόφαση της Επιτροπής για την επίμαχη ενίσχυση εκδόθηκε χωρίς το εν λόγω όργανο να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτό τα διαδικαστικά δικαιώματα του προσφεύγοντος. Προκειμένου να γίνει δεκτό το αίτημα ακυρώσεως, ο προσφεύγων μπορεί να προβάλει οποιοδήποτε λόγο ικανό να αποδείξει ότι η εκτίμηση των πληροφοριών και των στοιχείων που διαθέτει η Επιτροπή, στο πλαίσιο του προκαταρκτικού σταδίου εξετάσεως του κοινοποιηθέντος μέτρου, θα έπρεπε να δημιουργήσει αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητά του με την κοινή αγορά. Πάντως, η προβολή τέτοιων επιχειρημάτων δεν θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια τη μεταβολή του αντικειμένου της προσφυγής ούτε την τροποποίηση των προϋποθέσεων παραδεκτού. Αντιθέτως, η ύπαρξη αμφιβολιών όσον αφορά τη συμβατότητα αυτή συνιστά ακριβώς το αποδεικτικό στοιχείο που πρέπει να προσκομιστεί προκειμένου να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή είχε υποχρέωση να κινήσει την επίσημη διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999.

(βλ. σκέψεις 51-52, 59)

3.        Κατά το άρθρο 1, στοιχείο η΄, του κανονισμού 659 /1999, ως ενδιαφερόμενο μέρος νοείται ειδικότερα κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενισχύσεως, ήτοι ιδίως οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις του δικαιούχου της εν λόγω ενισχύσεως. Πρόκειται, δηλαδή, για απροσδιόριστο σύνολο αποδεκτών. Επομένως, η διάταξη αυτή δεν αποκλείει το ενδεχόμενο επιχείρηση η οποία δεν είναι άμεσα ανταγωνιστική της δικαιούχου της ενισχύσεως επιχειρήσεως, αλλά η οποία χρειάζεται την ίδια πρώτη ύλη για τη διαδικασία παραγωγής, να χαρακτηριστεί ενδιαφερόμενο μέρος, εφόσον υποστηρίζει ότι τα συμφέροντά της μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση της ενισχύσεως. Για τον σκοπό αυτό, πρέπει να καταδεικνύει, επαρκώς κατά νόμον, ότι υπάρχει κίνδυνος η ενίσχυση να έχει συγκεκριμένη επίπτωση επί της καταστάσεώς της.

(βλ. σκέψεις 63-65)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 24ης Μαΐου 2011 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Άρθρο 88, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ – Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 – Απόφαση του οργάνου περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων – Προσφυγή ακυρώσεως – Προϋποθέσεις παραδεκτού – Δυνάμενοι να προβληθούν λόγοι ακυρώσεως – Έννοια του “ενδιαφερόμενου μέρους” – Σχέση ανταγωνισμού – Επηρεασμός – Αγορά εφοδιασμού»

Στην υπόθεση C‑83/09 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ασκήθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2009,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους K. Gross και V. Kreuschitz, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

η Kronoply GmbH & Co. KG, με έδρα το Heiligengrabe (Γερμανία),

η Kronotex GmbH & Co. KG, με έδρα το Heiligengrabe (Γερμανία),

εκπροσωπούμενες από τους R. Nierer και L. Gordalla, Rechtsanwälte,

προσφεύγουσες πρωτοδίκως,

η Zellstoff Stendal GmbH, με έδρα το Arneburg (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους T. Müller-Ibold και K. Karl, Rechtsanwälte,

η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας,

το Land Sachsen-Anhalt,

παρεμβαίνοντες πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, A. Tizzano, N. Cunha Rodriguez, K. Lenaerts και J.-C. Bonichot, προέδρους τμήματος, A. Rosas, R. Silva de Lapuerta, J. Malenovský, U. Lõhmus, E. Levits (εισηγητή), A. Ó Caoimh, M. Safjan και M. Berger, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Jääskinen

γραμματέας: A. Calot Escobar

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 25ης Νοεμβρίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [νυν Γενικού Δικαστηρίου] της 10ης Δεκεμβρίου 2008, T‑388/02, Kronoply και Kronotex κατά Επιτροπής (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση) με την οποία κρίθηκε παραδεκτή η προσφυγή ακυρώσεως που άσκησαν η Kronoply GmbH & Co. KG και η Kronotex GmbH & Co. KG (στο εξής από κοινού: Kronoply και Kronotex) κατά της αποφάσεως C(2002) 2018 τελικό της Επιτροπής, της 19ης Ιουνίου 2002, περί μη προβολής αντιρρήσεων σχετικά με τη χορηγηθείσα από τις γερμανικές αρχές ενίσχυση υπέρ της επιχειρήσεως Zellstoff Stendal GmbH (στο εξής: απόφαση της Επιτροπής ή επίμαχη απόφαση).

 Το νομικό πλαίσιο

2        Από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88] της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1), προκύπτει ότι ο εν λόγω κανονισμός σκοπεί στην ενίσχυση και κωδικοποίηση της πάγιας πρακτικής που έχει ακολουθήσει και καθιερώσει η Επιτροπή, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την εφαρμογή του άρθρου 88 ΕΚ.

3        Το άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

[...]

η)      “ενδιαφερόμενο μέρος”: κάθε κράτος μέλος και κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης, και ιδίως ο δικαιούχος της ενίσχυσης, οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές ενώσεις.»

4        Το άρθρο 4 του ίδιου κανονισμού, με τίτλο «Προκαταρκτική εξέταση της κοινοποίησης και αποφάσεις της Επιτροπής», ορίζει στις παραγράφους 2 έως 4:

«2.      Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δεν αποτελεί ενίσχυση, σημειώνει τη διαπίστωση αυτή με σχετική απόφαση.

3.      Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο, ενώ εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, δεν δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσο συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, το κηρύσσει συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά (εφεξής αποκαλούμενη “απόφαση περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων”). Στην απόφαση αυτή, αναφέρεται η συγκεκριμένη εξαίρεση της Συνθήκης που εφαρμόσθηκε.

4.      Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσο συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, αποφασίζει να κινήσει τη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ (εφεξής αποκαλούμενη “απόφαση περί κινήσεως επίσημης διαδικασίας έρευνας”).»

5        Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999:

«Στην απόφαση περί κινήσεως επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή αναφέρει συνοπτικά τα σημαντικότερα πραγματικά και νομικά ζητήματα, προβαίνει σε προσωρινή εκτίμηση σχετικά με το χαρακτήρα του σχεδιαζόμενου μέτρου ως ενίσχυσης και εκθέτει τις αμφιβολίες της για το συμβατό του μέτρου με την κοινή αγορά. Η απόφαση καλεί το οικείο κράτος μέλος και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις εντός ορισμένης προθεσμίας, η οποία συνήθως δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα. Σε δεόντως δικαιολογημένες περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει την ταχθείσα προθεσμία.»

6        Το πολυτομεακό πλαίσιο περιφερειακών ενισχύσεων για μεγάλα επενδυτικά σχέδια (ΕΕ 1998, C 107, σ. 7, στο εξής: πολυτομεακό πλαίσιο του 1998), που ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, ορίζει τους κανόνες αξιολογήσεως των ενισχύσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ.

7        Βάσει του πολυτομεακού πλαισίου του 1998, η Επιτροπή καθορίζει, κατά περίπτωση, το επιτρεπόμενο ανώτατο όριο έντασης ενίσχυσης για τα σχέδια που υπόκεινται στην υποχρέωση κοινοποιήσεως του άρθρου 2 του κανονισμού 659/1999.

 Ιστορικό της διαφοράς

8        Στις 9 Απριλίου 2002, οι γερμανικές αρχές κοινοποίησαν στην Επιτροπή σχέδιο κρατικών ενισχύσεων υπέρ της Zellstoff Stendal GmbH (στο εξής: ZSG).

9         Οι σχεδιαζόμενες ενισχύσεις, οι οποίες συνίσταντο στη χορήγηση μη επιστρεπτέου δανείου και επενδυτικής ενισχύσεως καθώς και στην παροχή εγγυήσεως ανερχομένης στο 80 % δανείου –πράγμα που, κατά την Επιτροπή, αντιπροσωπεύει συνολικό ποσό 250,899 εκατομμυρίων ευρώ– προορίζονταν για τη χρηματοδότηση της κατασκευής εγκαταστάσεως παρασκευής χαρτοπολτού υψηλής ποιότητας καθώς και της ιδρύσεως επιχειρήσεως για την προμήθεια ξυλείας και επιχειρήσεως υλικοτεχνικής υποστηρίξεως στο Arneburg, στο ομόσπονδο κράτος του Sachsen-Anhalt (Land Saxe-Anhalt, Γερμανία).

10      Η Kronoply και η Kronotex είναι εταιρίες γερμανικού δικαίου, οι οποίες κατασκευάζουν πλάκες από ίνες (MDF, HDF ή LDF) καθώς και πλάκες από προσανατολισμένα σωματίδια ξύλου (στο εξής: πλάκες OSB) στις μονάδες κατασκευής που διαθέτουν στο Heiligengrabe, στο ομόσπονδο κράτος του Βραδεμβούργου (Γερμανία). Όπως και στην περίπτωση της ZSG, η βασική πρώτη ύλη που απαιτείται για τη δραστηριότητά τους είναι το ξύλο.

11      Με την επίμαχη απόφαση, η Επιτροπή, μετά το πέρας προκαταρκτικής εξέτασης, αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις σχετικά με τις σχεδιαζόμενες ενισχύσεις, λόγω της μη υπάρξεως πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας στον εν λόγω τομέα και λόγω του αριθμού των δημιουργούμενων άμεσων και έμμεσων θέσεων απασχόλησης. Στο πλαίσιο αυτό και χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, η Επιτροπή έκρινε ότι οι σχεδιαζόμενες ενισχύσεις συμβιβάζονταν με την εσωτερική αγορά.

 Η πρωτοβάθμια διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

12      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 23 Δεκεμβρίου 2002, η Kronoply και η Kronotex άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της Επιτροπής, προβάλλοντας τρεις λόγους.

13      Πρώτον, η Kronoply και η Kronotex υποστήριξαν ότι η Επιτροπή, κρίνοντας συμβατό με την εσωτερική αγορά το σχέδιο ενισχύσεως υπέρ της ZSG, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών.

14      Δεύτερον, υποστήριξαν ότι η Επιτροπή, στο μέτρο που δεν κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας, δεν τήρησε τις διαδικαστικές εγγυήσεις που η Kronoply και η Kronotex αντλούν από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

15      Τρίτον, υποστήριξαν ότι η Επιτροπή, παρέβη, μεταξύ άλλων, το άρθρο 87, παράγραφοι 1 και 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, καθώς και τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις περιφερειακές ενισχύσεις και το πολυτομεακό πλαίσιο του 1998.

16      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 25 Φεβρουαρίου 2003, η Επιτροπή προέβαλε δύο ενστάσεις απαραδέκτου, η πρώτη των οποίων στηρίζεται στην έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως των προσφευγουσών σε πρώτο βαθμό. Κατά το όργανο αυτό, η Kronoply και η Kronotex δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως επιχειρήσεις ανταγωνιστικές της δικαιούχου της ενισχύσεως και, επομένως, δεν μπορούσαν να επικαλεστούν την ιδιότητα του «ενδιαφερόμενου μέρους» κατά την έννοια του κανονισμού 659/1999. Για τον λόγο αυτόν, δεν νομιμοποιούνταν να προσβάλουν την απόφαση της Επιτροπής.

17      Με διάταξη της 14ης Ιουνίου 2005, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να εξετάσει τις ενστάσεις απαραδέκτου μαζί με την ουσία της υποθέσεως.

18      Όσον αφορά το ζήτημα της ενεργητικής νομιμοποιήσεως της Kronoply και της Kronotex, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε, με τη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται να ασκεί προσφυγή κατά των αποφάσεων που απευθύνονται σε άλλο πρόσωπο μόνον εφόσον το αφορούν άμεσα και ατομικά. Το Πρωτοδικείο υπενθύμισε επίσης την πάγια νομολογία που έχει διαμορφωθεί από της εκδόσεως της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 939), κατά την οποία τα πρόσωπα που δεν είναι αποδέκτες μιας αποφάσεως δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι η εν λόγω απόφαση τα αφορά ατομικά παρά μόνον αν η απόφαση αυτή τα θίγει λόγω ορισμένων ιδιαίτερων ιδιοτήτων ή μιας πραγματικής καταστάσεως που τα χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και έτσι τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη.

19      Το Πρωτοδικείο, αφού επισήμανε, με τις σκέψεις 57 έως 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τη διάκριση μεταξύ προκαταρκτικού σταδίου εξέτασης των κρατικών ενισχύσεων και επίσημης διαδικασίας έρευνας κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ, η οποία χαρακτηρίζει το σύστημα ελέγχου, από την Επιτροπή, της συμβατότητας μιας τέτοιας ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά, υπενθύμισε, με τις σκέψεις 60 και 61 της ίδιας αποφάσεως, τη νομολογία κατά την οποία η προσφυγή ακυρώσεως που ασκεί ενδιαφερόμενος υπό την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ κατά της αποφάσεως της Επιτροπής να μην κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας πρέπει να κρίνεται παραδεκτή οσάκις, με την προσφυγή αυτή, ο ενδιαφερόμενος σκοπεί στην προστασία διαδικαστικών δικαιωμάτων που αντλεί από την εν λόγω διάταξη (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 19ης Μαΐου 1993, C‑198/91, Cook κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑2487, σκέψη 23, και της 15ης Ιουνίου 1993, C‑225/91, Matra κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑3203, σκέψη 17). Το Πρωτοδικείο διευκρίνισε συναφώς ότι ως «ενδιαφερόμενος» πρέπει να νοείται κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης.

20      Εν συνεχεία, το Πρωτοδικείο, αφού υπογράμμισε, με τη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά τη νομολογία, η ιδιότητα του ενδιαφερομένου μπορούσε πάντως να θεμελιώσει μόνον την ενεργητική νομιμοποίηση προς άσκηση προσφυγής με σκοπό αποκλειστικά την προστασία διαδικαστικών δικαιωμάτων, δεδομένου ότι η ενεργητική νομιμοποίηση του προσφεύγοντος προς προσβολή του βασίμου ορισμένης αποφάσεως προϋποθέτει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προπαρατεθείσας αποφάσεως Plaumann κατά Επιτροπής, με το σημείο 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι η Kronoply και η Kronotex, με τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλαν, αμφισβήτησαν εν προκειμένω τόσο την άρνηση της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας όσο και το βάσιμο της εν λόγω αποφάσεως της Επιτροπής.

21      Επ’ αυτής της βάσεως, το Πρωτοδικείο εξέτασε το ζήτημα της ενεργητικής νομιμοποιήσεως της Kronoply και της Kronotex υπό το πρίσμα των λόγων που αυτές προέβαλαν.

22      Όσον αφορά την ενεργητική νομιμοποίηση της Kronoply και της Kronotex προς αμφισβήτηση του βασίμου της αποφάσεως της Επιτροπής, το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι η Kronoply και η Kronotex δεν είχαν αποδείξει ότι η εν λόγω απόφαση τις αφορούσε άμεσα και ατομικά. Κατ’ ακολουθία, απέρριψε ως απαράδεκτο το κεφάλαιο της προσφυγής τους που αμφισβητούσε το βάσιμο της επίμαχης αποφάσεως.

23      Όσον αφορά την ενεργητική νομιμοποίηση της Kronoply και της Kronotex για την προστασία των διαδικαστικών τους δικαιωμάτων, το Πρωτοδικείο, με τις σκέψεις 71 και 72 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπενθύμισε ότι η ιδιότητα του ενδιαφερομένου κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ απορρέει από το έννομο συμφέρον που μπορεί να έχει κάποιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο όσον αφορά την εφαρμογή ή μη εφαρμογή των επίμαχων μέτρων ενισχύσεως. Στο πλαίσιο αυτό, μια ανταγωνιστική επιχείρηση έχει τέτοιο έννομο συμφέρον όταν μπορεί να αποδείξει ότι η ανταγωνιστική της θέση στην αγορά επηρεάζεται ή θα μπορούσε να επηρεαστεί από τη χορήγηση της ενισχύσεως.

24      Αφού υπογράμμισε, με τις σκέψεις 73 και 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι σοβαρές συνέπειες μιας ενισχύσεως επί του ανταγωνισμού ήταν πιθανό να γίνουν αισθητές όχι μόνο στην αγορά στην οποία δραστηριοποιείται ο δικαιούχος της ενισχύσεως αλλά και σε άλλες αγορές, ενδεχομένως τόσο της προηγούμενης όσο και της επόμενης οικονομικής βαθμίδας, το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι «οι προσφεύγουσες απέδειξαν ότι επήλθε αύξηση, προσωρινά τουλάχιστον, της τιμής της ξυλείας. Μολονότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η αύξηση αυτή οφείλεται στην έναρξη της δραστηριότητας του εργοστασίου της ZSG, πάντως, η ύπαρξη, τουλάχιστον προσωρινά, αρνητικών συνεπειών για τις προσφεύγουσες κατόπιν –και, πιθανότατα, εξαιτίας– της ιδρύσεως της ZSG δεν μπορεί να αποκλειστεί. Η αύξηση της τιμής των πρώτων υλών, η οποία δεν αμφισβητείται για το έτος 2003, ενδέχεται να έχει επίπτωση στην τιμή των τελικών προϊόντων και, επομένως, να μειώσει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων που υφίστανται τις συνέπειες της εν λόγω αυξήσεως έναντι των ανταγωνιστών τους που δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση».

25      Με βάση τα ανωτέρω, το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, συνήγαγε ότι, «στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες απέδειξαν επαρκώς κατά νόμο την ύπαρξη σχέσεως ανταγωνισμού καθώς και τον κίνδυνο να επηρεαστεί η θέση τους στην αγορά, λόγω της χορηγήσεως της επίμαχης ενισχύσεως. Επομένως, πρέπει να θεωρηθούν ως ενδιαφερόμενοι κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ».

26      Κατ’ ακολουθία, το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 78 της ίδιας αποφάσεως, κατέληξε ότι «η υπό κρίση προσφυγή είναι […] παραδεκτή καθόσον οι προσφεύγουσες νομιμοποιούνται ενεργητικώς σε άσκησή της για την προστασία των διαδικαστικών δικαιωμάτων τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, στο Πρωτοδικείο εναπόκειται να ελέγξει αν, με τους λόγους που προβάλλουν προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες επιδιώκουν πράγματι να υπερασπιστούν τα διαδικαστικά δικαιώματα που αντλούν από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ».

27      Επ’ αυτής της βάσεως, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε επί του παραδεκτού των τριών λόγων ακυρώσεως που προέβαλαν η Kronoply και η Kronotex και οι οποίοι στηρίζονται, αντιστοίχως, σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, σε μη τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων και, τέλος, σε παράβαση του άρθρου 87, παράγραφοι 1 και 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις περιφερειακές ενισχύσεις καθώς και του πολυτομεακού πλαισίου του 1998.

28      Κατόπιν τούτου, αφού επισήμανε, με τη σκέψη 80 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που προέβαλαν η Kronoply και η Kronotex υποστήριζαν ρητώς ότι η Επιτροπή όφειλε να έχει κινήσει τη διαδικασία έρευνας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, το Πρωτοδικείο, με τις σκέψεις 81 και 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, διευκρίνισε ότι, μολονότι δεν ήταν αρμόδιο να ερμηνεύσει τους λόγους ακυρώσεως με τους οποίους αμφισβητούνταν αποκλειστικώς το βάσιμο αποφάσεως υπό την έννοια ότι σκοπούσαν, κατ’ ουσίαν, στη διαφύλαξη των διαδικαστικών δικαιωμάτων της Kronoply και της Kronotex, εντούτοις, μπορούσε να εξετάσει αν ορισμένα ουσιαστικά επιχειρήματα περιείχαν επίσης στοιχεία που να στηρίζουν λόγο ακυρώσεως με τον οποίο διώκεται ρητώς η διαφύλαξη των διαδικαστικών δικαιωμάτων.

29      Με βάση τα στοιχεία αυτά, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, σε αντίθεση με τον τρίτο, περιείχε ουσιαστικά επιχειρήματα με τα οποία αμφισβητούνταν η απόφαση της Επιτροπής περί μη κινήσεως επίσημης διαδικασίας έρευνας και τα οποία στήριζαν τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που σκοπεί στη διαφύλαξη διαδικαστικών δικαιωμάτων.

30      Κατόπιν των ανωτέρω, το Πρωτοδικείο, με την αιτιολογική σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατέληξε ότι τα προβληθέντα στο πλαίσιο του πρώτου λόγου επιχειρήματα έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά την ανάλυση του δεύτερου λόγου, ενώ ο τρίτος λόγος ακυρώσεως ήταν απαράδεκτος.

31      Όσον αφορά την ουσία, το Πρωτοδικείο απέρριψε τα επιχειρήματα της Kronoply και της Kronotex.

32      Στο πλαίσιο αυτό, με τη σκέψη 115 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή είχε εκδώσει την επίδικη απόφαση στηριζόμενη σε πλήρη και αξιόπιστα στοιχεία, για να καταλήξει, εν συνεχεία, με τις σκέψεις 117, 128, 146 και 152 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Kronoply και η Kronotex δεν είχαν αποδείξει ότι η Επιτροπή, κατά την προκαταρκτική εξέταση του αμφισβητούμενου μέτρου ενισχύσεως, είχε αντιμετωπίσει σοβαρές δυσχέρειες οι οποίες καθιστούσαν αναγκαία την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

33      Κατ’ ακολουθία, το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της.

 Αιτήματα των διαδίκων

34      Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που έκρινε παραδεκτή την προσφυγή ακυρώσεως που είχαν ασκήσει η Kronoply και η Kronotex κατά της επίμαχης αποφάσεως·

–        να απορρίψει ως απαράδεκτη την προσφυγή ακυρώσεως που είχαν ασκήσει η Kronoply και η Kronotex κατά της επίμαχης αποφάσεως, και

–        να καταδικάσει την Kronoply και την Kronotex στα έξοδα της αναιρετικής δίκης.

35      Η ZSG ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που έκρινε παραδεκτή την προσφυγή ακυρώσεως που είχαν ασκήσει η Kronoply και η Kronotex κατά της επίμαχης αποφάσεως·

–        να απορρίψει ως απαράδεκτη την προσφυγή ακυρώσεως που είχαν ασκήσει η Kronoply και η Kronotex κατά της επίμαχης αποφάσεως, και

–        να καταδικάσει από κοινού και εις ολόκληρον την Kronoply και την Kronotex στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

36      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη ZSG, προβάλλει τρεις λόγους αναιρέσεως με τους οποίους αμφισβητεί την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέτρο που με αυτή κρίνεται παραδεκτή η προσφυγή της Kronoply και της Kronotex.

 Επί του πρώτου και του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

37      Πρώτον, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Πρωτοδικείο μη ορθώς έκρινε παραδεκτή, βάσει διαφορετικών προϋποθέσεων από εκείνες που προβλέπονται στο άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, την προσφυγή που άσκησαν η Kronoply και η Kronotex. Συναφώς, η νομολογία στην οποία στηρίχθηκε το Πρωτοδικείο καθιερώνει, με βάση το άρθρο 108 ΣΛΕΕ, διαζευκτικές προϋποθέσεις παραδεκτού.

38      Δεδομένου, όμως, ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έχει ρητώς καθορίσει, στο άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, τις προϋποθέσεις του παραδεκτού των προσφυγών κατά των πράξεων των θεσμικών οργάνων, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο ίδιος αυτός νομοθέτης θέλησε να παρεκκλίνει σιωπηρώς από το εν λόγω άρθρο διά του άρθρου 108 ΣΛΕΕ.

39      Η ZSG προσθέτει ότι οι προϋποθέσεις παραδεκτού προσφυγής κατά αποφάσεως της Επιτροπής δεν μπορούν να διαφέρουν ανάλογα με τους λόγους ακυρώσεως που προβάλλονται.

40      Δεύτερον, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη ZSG, υπογραμμίζει ότι το Πρωτοδικείο, αφού επισήμανε, με τη σκέψη 81 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν ήταν αρμόδιο να ερμηνεύσει «την προσφυγή με την οποία ο προσφεύγων αμφισβητεί αποκλειστικά το βάσιμο αποφάσεως περί εκτιμήσεως ορισμένης ενισχύσεως υπό την έννοια ότι σκοπεί στην πραγματικότητα να διαφυλάξει τα διαδικαστικά δικαιώματα που αντλεί ο προσφεύγων από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ οσάκις ο προσφεύγων δεν διατύπωσε ρητά τέτοιο ισχυρισμό», εν συνεχεία, με τη σκέψη 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προέβη ακριβώς σε μια τέτοια ερμηνεία.

41      Το Πρωτοδικείο, όμως, αφενός, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, υπερέβη τις αρμοδιότητές του, στο μέτρο που δεσμεύεται από το αντικείμενο της προσφυγής όπως αυτό διευκρινίζεται από τα κατατιθέμενα ενώπιόν του υπομνήματα. Αφετέρου, μια τέτοια προσέγγιση καταλήγει σε παραβίαση της αρχής της ισότητας των διαδίκων ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, καθόσον ευνοεί τους προσφεύγοντες εις βάρος της Επιτροπής.

42      Η ZSG διευκρινίζει ότι το Πρωτοδικείο, ενεργώντας κατ’ αυτόν τρόπο, μη ορθώς προκατέλαβε την εκτίμηση στην οποία θα κατέληγε η Επιτροπή, στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας, όσον αφορά την οικεία υπόθεση, ενώ, κατά το προκαταρκτικό στάδιο, η σχεδιαζόμενη ενίσχυση δεν είχε εξεταστεί διεξοδικά.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

43      Πρώτον, όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από μη τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί ότι το άρθρο 4 του κανονισμού 659/1999 προβλέπει ένα προκαταρκτικό στάδιο εξετάσεως των κοινοποιηθέντων μέτρων ενισχύσεως που έχει ως σκοπό να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να σχηματίσει μια πρώτη γνώμη επί της συμβατότητας με την κοινή αγορά της επίμαχης ενισχύσεως. Μετά το πέρας αυτού του σταδίου, η Επιτροπή διαπιστώνει είτε ότι το εν λόγω μέτρο δεν συνιστά ενίσχυση είτε ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Στη δεύτερη περίπτωση, το εν λόγω μέτρο μπορεί να μη δημιουργεί αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητά του με την κοινή αγορά ή, αντιθέτως, να δημιουργεί.

44      Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο, μολονότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, δεν δημιουργεί αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, αποφασίζει να μη διατυπώσει αντιρρήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999.

45      Οσάκις η Επιτροπή αποφασίζει να μη διατυπώσει αντιρρήσεις, όχι μόνον κρίνει το μέτρο συμβατό με την κοινή αγορά, αλλά επίσης αρνείται, σιωπηρώς, να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999.

46      Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δημιουργεί αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, υποχρεούται, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 659/1999, να αποφασίσει την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας κατά το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Κατά την τελευταία αυτή διάταξη, η απόφαση καλεί το οικείο κράτος μέλος και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις εντός ορισμένης προθεσμίας, η οποία συνήθως δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα.

47      Εν προκειμένω, η επίμαχη απόφαση συνιστά απόφαση περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999, της οποίας η νομιμότητα εξαρτάται από το κατά πόσον υπάρχουν αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα της ενισχύσεως με την κοινή αγορά. Εφόσον τέτοιες αμφιβολίες πρέπει να οδηγούν στην κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, στην οποία μπορούν να μετάσχουν τα κατά το άρθρο 1, στοιχείο η΄, του κανονισμού 659/1999 ενδιαφερόμενα μέρη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μια τέτοια απόφαση αφορά άμεσα και ατομικά κάθε ενδιαφερόμενο μέρος υπό την έννοια της ως άνω διατάξεως. Συγκεκριμένα, εκείνοι υπέρ των οποίων έχουν τεθεί οι διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 μπορούν να διασφαλίσουν την τήρησή τους μόνον αν έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν την απόφαση περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων ενώπιον του δικαστή της Ένωσης (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2005, C‑78/03 P, Επιτροπή κατά Aktionsgemeinschaft Recht und Eigentum, Συλλογή 2005, σ. I‑10737, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑487/06 P, British Aggregates κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑10515, σκέψη 28, καθώς και της 9ης Ιουλίου 2009, C‑319/07 P, 3F κατά Επιτροπής, Συλλογή 20009, σ. I‑5963, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48      Επομένως, η συγκεκριμένη ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο η΄, του κανονισμού 659/1999, η οποία συναρτάται με το ειδικό αντικείμενο της προσφυγής, αρκεί για την εξατομίκευση του προσφεύγοντος, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, ο οποίος αμφισβητεί απόφαση περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων.

49      Εν προκειμένω, αφενός, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και, ιδίως, από τη σκέψη 16 προκύπτει ότι, με την προσφυγή τους, η Kronoply και η Kronotex επεδίωκαν την ακύρωση αποφάσεως εκδοθείσας σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999 περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων. Αφετέρου, το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η Kronoply και η Kronotex έπρεπε να θεωρηθούν ως ενδιαφερόμενα μέρη κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο η΄, του κανονισμού 659/1999.

50      Δεύτερον, η Επιτροπή και η ZSG υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο τροποποίησε το αντικείμενο της προσφυγής στο μέτρο που εξέτασε όχι μόνον τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που αντλείται από μη τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων των οποίων απολαύουν οι ενδιαφερόμενοι, αλλά και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον αμφισβητείται το βάσιμο της αποφάσεως περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων.

51      Συναφώς, μολονότι ο προσφεύγων που αμφισβητεί την απόφαση της Επιτροπής περί μη κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας οφείλει να προσδιορίσει, με το δικόγραφο της προσφυγής του, το αντικείμενο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, πάντως, η απαίτηση αυτή πληρούται επαρκώς κατά νόμον, οσάκις ο προσφεύγων προσδιορίζει την απόφαση της οποίας ζητεί την ακύρωση.

52      Είναι άνευ σημασίας το αν η προσφυγή αναφέρει ότι σκοπεί στην ακύρωση αποφάσεως περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων –φράση που περιλαμβάνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999– ή αποφάσεως περί μη κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, δεδομένου ότι η Επιτροπή αποφαίνεται με μία και μόνη απόφαση επί των δύο όψεων του ζητήματος.

53      Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Kronoply και η Kronotex ζήτησαν, πρωτοδίκως, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής «να μη διατυπώσει αντιρρήσεις κατά της χορηγήσεως ενισχύσεων εκ μέρους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας» στη ZSG, προβάλλοντας τρεις λόγους προς στήριξη της προσφυγής τους.

54      Συναφώς, το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 80 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι η Kronoply και η Kronotex μόνο με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως υποστηρίζουν ρητώς ότι η Επιτροπή όφειλε να έχει κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας.

55      Επομένως, όσον αφορά τον πρώτο και τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, το Πρωτοδικείο ορθώς επισήμανε, με τη σκέψη 81 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά πάγια νομολογία, δεν απόκειτο σ’ αυτό να ερμηνεύσει προσφυγή με την οποία ο προσφεύγων αμφισβητεί αποκλειστικά το βάσιμο αποφάσεως περί εκτιμήσεως ορισμένης ενισχύσεως υπό την έννοια ότι σκοπεί στην πραγματικότητα στην προάσπιση διαδικαστικών δικαιωμάτων που αυτός αντλεί από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ εφόσον ο προσφεύγων δεν έχει ρητώς προβάλει σχετικό λόγο. Σε μια τέτοια περίπτωση, η ερμηνεία του λόγου ακυρώσεως θα οδηγούσε, στην πράξη, σε αναχαρακτηρισμό του αντικειμένου της προσφυγής (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2007, C‑176/06 P, Stadtwerke Schwäbisch Hall κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑170, σκέψη 25).

56      Εντούτοις, με τη σκέψη 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι ο περιορισμός αυτός της εξουσίας του να προβαίνει σε ερμηνεία των λόγων ακυρώσεως δεν το εμποδίζει να εξετάσει ουσιαστικά επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων, προκειμένου να εξακριβώσει αν αυτά περιέχουν στοιχεία που στηρίζουν λόγο ακυρώσεως τον οποίο ομοίως προέβαλε ο προσφεύγων και με τον οποίο ρητώς επικαλέστηκε την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών που δικαιολογούν την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

57      Κατ’ ακολουθία, το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 83 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι μπορούσε θεμιτώς να εξετάσει τον πρώτο και τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον τα προβληθέντα στο πλαίσιο των δύο αυτών λόγων επιχειρήματα συναρτώνται με τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από μη τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων. Στο πλαίσιο αυτό, το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι τα προβληθέντα προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως επιχειρήματα έπρεπε, καθόσον με αυτά αμφισβητούνταν η απόφαση της Επιτροπής περί μη κινήσεως επίσημης διαδικασίας έρευνας, να εξετασθούν συγχρόνως με τα προβληθέντα προς στήριξη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως επιχειρήματα.

58      Πάντως, το Πρωτοδικείο, κρίνοντας κατά τα ανωτέρω, δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

59      Όταν ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση αποφάσεως για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων, αμφισβητεί κυρίως το γεγονός ότι η απόφαση της Επιτροπής για την επίμαχη ενίσχυση εκδόθηκε χωρίς το εν λόγω όργανο να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτό τα διαδικαστικά δικαιώματα του προσφεύγοντος. Προκειμένου να γίνει δεκτό το αίτημα ακυρώσεως, ο προσφεύγων μπορεί να προβάλει οποιοδήποτε λόγο ικανό να αποδείξει ότι η εκτίμηση των πληροφοριών και των στοιχείων που διαθέτει η Επιτροπή, στο πλαίσιο του προκαταρκτικού σταδίου εξετάσεως του κοινοποιηθέντος μέτρου, θα έπρεπε να δημιουργήσει αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητά του με την κοινή αγορά. Πάντως, η προβολή τέτοιων επιχειρημάτων δεν θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια τη μεταβολή του αντικειμένου της προσφυγής ούτε την τροποποίηση των προϋποθέσεων παραδεκτού (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση 3F κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 35). Αντιθέτως, η ύπαρξη αμφιβολιών όσον αφορά τη συμβατότητα αυτή συνιστά ακριβώς το αποδεικτικό στοιχείο που πρέπει να προσκομιστεί προκειμένου να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή είχε υποχρέωση να κινήσει την επίσημη διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999.

60      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

61      Κατά την Επιτροπή, το Πρωτοδικείο, κρίνοντας ότι επιχειρήσεις μη ευρισκόμενες σε σχέση ανταγωνισμού στην αγορά του προϊόντος που αυτές παράγουν με τον δικαιούχο της ενισχύσεως μπορούν να έχουν την ιδιότητα του ενδιαφερομένου κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Με τον τρόπο αυτό, το Πρωτοδικείο καθιστά δυνατή την άσκηση μιας μορφής actio popularis κατά των αποφάσεων της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Επομένως, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως, το Πρωτοδικείο μη ορθώς έκρινε ότι η Kronoply και η Kronotex είχαν έννομο συμφέρον για την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως.

62      Συναφώς, η ZSG υποστηρίζει επίσης ότι ο συλλογισμός που ακολούθησε το Πρωτοδικείο συνεπάγεται υπέρμετρη διεύρυνση του κύκλου των επιχειρήσεων που έχουν δικαίωμα να αμφισβητήσουν απόφαση στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Στην πράξη, μολονότι η ZSG χρησιμοποιεί κυρίως χαρτοπολτό για τη δραστηριότητά της, εντούτοις, στη διαδικασία παραγωγής χρησιμοποιεί και άλλες ύλες και πηγές ενέργειας. Επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση οδηγεί στην αναγνώριση της ιδιότητας του ενδιαφερομένου σε έναν απεριόριστο κύκλο δυνητικών προσφευγόντων.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

63      Κατά το άρθρο 1, στοιχείο η΄, του κανονισμού 659 /1999, ως ενδιαφερόμενο μέρος νοείται ειδικότερα κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενισχύσεως, ήτοι ιδίως οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις του δικαιούχου της εν λόγω ενισχύσεως. Πρόκειται, δηλαδή, για απροσδιόριστο σύνολο αποδεκτών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 1984, 323/82, Intermills κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 3809, σκέψη 16).

64      Επομένως, η διάταξη αυτή δεν αποκλείει το ενδεχόμενο επιχείρηση η οποία δεν είναι άμεσα ανταγωνιστική της δικαιούχου της ενισχύσεως επιχειρήσεως, αλλά η οποία χρειάζεται την ίδια πρώτη ύλη για τη διαδικασία παραγωγής, να χαρακτηριστεί ενδιαφερόμενο μέρος, εφόσον υποστηρίζει ότι τα συμφέροντά της μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση της ενισχύσεως.

65      Για τον σκοπό αυτό, πρέπει να καταδεικνύει, επαρκώς κατά νόμον, ότι υπάρχει κίνδυνος η ενίσχυση να έχει συγκεκριμένη επίπτωση επί της καταστάσεώς της (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση 3F κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 33).

66      Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο, αφού υπενθύμισε με τη σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι, προκειμένου ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο να θεωρηθεί ως ενδιαφερόμενος, πρέπει να δικαιολογεί έννομο συμφέρον όσον αφορά την εφαρμογή ή τη διατήρηση σε ισχύ, εφόσον έχουν ήδη ληφθεί, των επίμαχων μέτρων ενισχύσεων, εν συνεχεία υπογράμμισε ότι, προκειμένου περί επιχειρήσεως, το έννομο αυτό συμφέρον μπορεί ιδίως να συνίσταται στην προστασία της ανταγωνιστικής θέσεώς της στην αγορά, στο μέτρο που αυτή θα επηρεαζόταν από μέτρα ενισχύσεων.

67      Το Πρωτοδικείο, αφού διαπίστωσε, με τις σκέψεις 74 και 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Kronoply και η Kronotex δεν είναι μεν ανταγωνίστριες στις ίδιες αγορές προϊόντων, πλην όμως χρησιμοποιούν στη διαδικασία παραγωγής τις ίδιες πρώτες ύλες, ήτοι ακατέργαστη ξυλεία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προσφεύγουσες και η ZSG βρίσκονται σε σχέση ανταγωνισμού υπό την ιδιότητά τους ως αγοραστών ξύλου.

68      Εν συνεχεία, το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι οι προσφεύγουσες απέδειξαν ότι επήλθε αύξηση, τουλάχιστον προσωρινή, της τιμής της ξυλείας και έκρινε ότι, μολονότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η αύξηση αυτή οφειλόταν στην έναρξη της δραστηριότητας του εργοστασίου της ZSG, πάντως, η ύπαρξη αρνητικών για τις προσφεύγουσες συνεπειών, προφανώς λόγω της εγκαταστάσεως της ZSG, δεν μπορούσε να αποκλειστεί.

69      Επ’ αυτής της βάσεως, το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι η Kronoply και η Kronotex «απέδειξαν επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη σχέσεως ανταγωνισμού καθώς και το ενδεχόμενο να θιγεί η θέση τους στην αγορά εξαιτίας της χορηγήσεως της αμφισβητηθείσας ενισχύσεως».

70      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Πρωτοδικείο πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι επιχειρήσεις οι οποίες δεν βρίσκονται σε σχέση ανταγωνισμού με τον δικαιούχο της ενισχύσεως στην αγορά του προϊόντος το οποίο αυτές παράγουν μπορούν να θεωρηθούν ως ενδιαφερόμενα μέρη κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο η΄, του κανονισμού 659/1999.

71      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι η Kronoply και η Kronotex είχαν την ιδιότητα ενδιαφερομένων μερών κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

72      Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος.

73      Εξ όλων των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η αναίρεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

74      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο έχει εφαρμογή κατ’ αναίρεση δυνάμει του άρθρου 118 του κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δυνάμει του άρθρου 69, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

75      Στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη ZSG, ηττήθηκε. Δεδομένου ότι οι καταγγέλλουσες της πρωτοβάθμιας δίκης δεν μετέσχαν στην αναιρετική δίκη και, κατά συνέπεια, δεν υπέβαλαν αίτημα επί των δικαστικών εξόδων, το Δικαστήριο αποφασίζει ότι η Επιτροπή και η ZSG θα φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Zellstoff Stendal GmbH φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top