EUR-Lex Access to European Union law
This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62009CC0090
Opinion of Mr Advocate General Mazák delivered on 14 September 2010. # General Química SA and Others v European Commission. # Appeal - Competition - Agreements, decisions and concerted practices - Rubber chemicals sector - Decision finding an infringement of Article 81 EC - Group of undertakings - Joint and several liability of a parent company for infringements of the competition rules committed by its subsidiaries - Attribution of liability to the parent company at the head of a group. # Case C-90/09 P.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mazák της 14ης Σεπτεμβρίου 2010.
General Química SA και λοιπών κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως - Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Σύμπραξη στον τομέα των χημικών προϊόντων για την επεξεργασία ελαστικών - Απόφαση που διαπιστώνει παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ - Όμιλος εταιριών - Αλληλέγγυος ευθύνη μητρικής εταιρίας για διαπραχθείσες από θυγατρικές της παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού - Καταλογισμός στην επικεφαλής του ομίλου μητρική εταιρία.
Υπόθεση C-90/09 P.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mazák της 14ης Σεπτεμβρίου 2010.
General Química SA και λοιπών κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως - Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Σύμπραξη στον τομέα των χημικών προϊόντων για την επεξεργασία ελαστικών - Απόφαση που διαπιστώνει παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ - Όμιλος εταιριών - Αλληλέγγυος ευθύνη μητρικής εταιρίας για διαπραχθείσες από θυγατρικές της παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού - Καταλογισμός στην επικεφαλής του ομίλου μητρική εταιρία.
Υπόθεση C-90/09 P.
European Court Reports 2011 I-00001
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2010:517
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
JÁN MAZÁK
της 14ης Σεπτεμβρίου 2010 (1)
Υπόθεση C‑90/09 P
General Química κ.λπ.
κατά
Ευρωπαϊκής Επιτροπής
«Αναίρεση – Ανταγωνισμός – Σύμπραξη στον τομέα των χημικών προϊόντων για την επεξεργασία ελαστικών – Ανταλλαγή εμπιστευτικών στοιχείων και καθορισμός τιμών – Καταλογισμός ευθύνης στη μητρική εταιρία που είναι επικεφαλής του ομίλου – Ενιαία οικονομική οντότητα – Ευθύνη εις ολόκληρον – Πρόστιμα»
I – Εισαγωγή
1. Με την αίτησή τους αναιρέσεως, οι General Química SA (στο εξής: GQ), Repsol Química SA (στο εξής: RQ) και Repsol YPF SA (στο εξής: RYPF) (στις οποίες αναφέρομαι από κοινού ως αναιρεσείουσες και ορισμένες φορές ως προσφεύγουσες) ζητούν την εν μέρει αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου νυν Γενικού Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 2008 στην υπόθεση T‑85/06, General Química κ.λπ. κατά Επιτροπής (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή τους ακυρώσεως κατά της αποφάσεως 2006/902/ΕΚ της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ κατά των επιχειρήσεων Flexsys NV, Bayer AG, Crompton Manufacturing Company Inc. (πρώην Uniroyal Chemical Company Inc.), Crompton Europe Ltd, Chemtura Corporation (πρώην Crompton Corporation), General Química SA, Repsol Química SA και Repsol YPF SA (Υπόθεση COMP/F/C.38.443 – Χημικά ελαστικών) (ΕΕ 2006 L 353, σ. 50) (στο εξής: η προσβαλλόμενη απόφαση).
2. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι οι GQ, RQ και RYPF, μεταξύ άλλων επιχειρήσεων, παρέβησαν το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ (νυν άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ) και το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, μετέχοντας, από το 1999 έως το 2000, σε σύμπραξη και εναρμονισμένες πρακτικές, οι οποίες συνίσταντο σε καθορισμό τιμών και ανταλλαγή εμπιστευτικών στοιχείων στον τομέα των χημικών για ελαστικά στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ). Η Επιτροπή επέβαλε από κοινού στις GQ, RQ και RYPF πρόστιμο 3,38 εκατομμυρίων ευρώ.
3. Αντικείμενο της αιτήσεως αναιρέσεως είναι η αμφισβήτηση του καταλογισμού της παραβάσεως του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ σε μητρική εταιρία (την RYPF) για παράνομες ενέργειες θυγατρικής (της GQ), η οποία δεν ανήκει απευθείας στη μητρική εταιρία. Συγκεκριμένα, η GQ είναι εξ ολοκλήρου (κατά 100 %) θυγατρική της RQ, η οποία ανήκει εξ ολοκλήρου στην RYPF. Οι αναιρεσείουσες προβάλλουν, μεταξύ άλλων, ότι το Πρωτοδικείο έσφαλε, διότι δέχθηκε ότι η μητρική εταιρία που είναι επικεφαλής ομίλου εταιριών τεκμαίρεται ότι ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της θυγατρικής της.
4. Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Δικαστήριο πρέπει να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως προς την απόρριψη του ισχυρισμού περί πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και ελλιπούς αιτιολογίας σχετικά με τον καταλογισμό της παραβάσεως του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ στις αναιρεσείουσες από κοινού. Ζητούν, επίσης, από το Δικαστήριο να ακυρώσει τα άρθρα 1, στοιχείο στ΄, και 2, στοιχείο δ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το μέτρο που η παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ στην οποία υπέπεσε η GQ καταλογίζεται από κοινού στις RQ και RYPF, και, αφετέρου, επικουρικώς, να μην καταλογίσει παράβαση στην RYPF, διατάσσοντας, σε αμφότερες τις περιπτώσεις ανάλογη μείωση του προστίμου.
II – Ιστορικό της αιτήσεως αναιρέσεως
Α – Η προσβαλλόμενη απόφαση
5. Η GQ είναι ισπανική εταιρία η οποία παράγει χημικά ελαστικών, κυρίως πρωτογενείς επιταχυντές και αντιδιασπαστικά αντιοξειδωτικού τύπου (2). Η GQ είναι κατά 100 % θυγατρική της RQ, η οποία ανήκει εξ ολοκλήρου στην RYPF. Η διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως κινήθηκε όταν η Flexsys υπέβαλε στην Επιτροπή, στις 22 Απριλίου 2002, αίτηση σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 19ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3) (στο εξής: ανακοίνωση περί επιείκειας). Στις 26 και 27 Σεπτεμβρίου και 24 Οκτωβρίου 2002, οι Crompton και Bayer επίσης υπέβαλαν στην Επιτροπή αιτήσεις για απαλλαγή από το πρόστιμο ή μείωση αυτού.
6. Στις 12 Απριλίου 2005, η Επιτροπή κοινοποίησε στις GQ, RQ και RYPF ανακοίνωση αιτιάσεων, στο πλαίσιο διαδικασίας βάσει, μεταξύ άλλων, του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Δεδομένου ότι η GQ ανήκει κατά 100 % στην RQ, η οποία ανήκει επίσης κατά 100 % στην RYPF, καθώς και ότι τη θέση του μόνου διευθυντή («administrador unico») στην GQ και στην RQ την κατέχει το ίδιο πρόσωπο, το οποίο διορίστηκε από την RQ αντικαθιστώντας το διοικητικό συμβούλιο της GQ, η Επιτροπή έκρινε ότι οι RQ και RYPF ευθύνονται από κοινού για την παράβαση της GQ.
7. Με έγγραφο της 15ης Ιουνίου 2005, οι RQ και RYPF απάντησαν από κοινού στην ανακοίνωση αιτιάσεων της Επιτροπής. Με έγγραφο της 20ής Ιουνίου 2005, η GQ υπέβαλε χωριστή απάντηση από τις δύο μητρικές εταιρίες. Στις 18 Ιουλίου 2005 έγινε ακρόαση των εκπροσώπων των GQ, RQ και RYPF. Οι εν λόγω εταιρίες αμφισβήτησαν, μεταξύ άλλων, τον καταλογισμό από κοινού ευθύνης στις RQ και RYPF για την παράβαση στην οποία φέρεται να έχει υποπέσει η GQ. Προέβαλαν, πρώτον, ότι οι RQ και RYPF δεν είχαν συμμετοχή ούτε γνώριζαν τις ενέργειες της GQ και, δεύτερον, ότι GQ δραστηριοποιούνταν αυτοτελώς στην αγορά των χημικών ελαστικών.
8. Εντούτοις, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι οι GQ, RQ και RYPF ευθύνονται από κοινού για την παράβαση της GQ. Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επισημαίνει, όσον αφορά τον καταλογισμό ευθύνης στις RQ και RYPF για την παράβαση της GQ, ότι η μητρική εταιρία ευθύνεται κατά τεκμήριο για την παράνομη συμπεριφορά των θυγατρικών εταιριών που της ανήκουν κατά 100 %, πλην όμως το τεκμήριο της ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής επί των θυγατρικών είναι μαχητό. Η Επιτροπή τονίζει επίσης ότι το τεκμήριο δεν μπορεί να ανατραπεί με το επιχείρημα ότι η μητρική εταιρία δεν ενθάρρυνε την παράνομη συμπεριφορά των θυγατρικών της. Τέλος, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, το επιχείρημα ότι η μητρική εταιρία δεν μετείχε ευθέως στη σύμπραξη ή ότι δεν γνώριζε την ύπαρξή της δεν αρκεί για την ανατροπή του τεκμηρίου αυτού.
9. Ειδικότερα, η Επιτροπή τονίζει ότι το επιχείρημα κατά το οποίο οι RQ και RYPF (οι οποίες στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρονται από κοινού ως Repsol) δεν ήταν υπεύθυνες για την τρέχουσα δραστηριότητα ή τη λειτουργία της GQ δεν αρκεί για την ανατροπή του τεκμηρίου της ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής επί της GQ.
10. Επιπλέον, η Επιτροπή αναφέρει ότι οι «Repsol» και GQ προσκόμισαν έγγραφα προς διευκρίνιση της διοικητικής δομής τους και των υποχρεώσεών τους όσον αφορά τις οικονομικές καταστάσεις. Επισημαίνει ότι, κατά τις προσφεύγουσες, το σχέδιο επιχειρηματικής δράσεως και οι στόχοι πωλήσεων της GQ δεν υπόκεινται στην έγκριση των μητρικών εταιριών. Δεν υφίστανται επαγγελματικές σχέσεις, συνεργασίες ή κάθετες αλληλεπικαλύψεις μεταξύ των δραστηριοτήτων της «Repsol» και της θυγατρικής, καθώς τα προϊόντα που παράγει η GQ δεν σχετίζονται με αυτά της «Repsol». Κατά το διάστημα της παραβάσεως, δεν υπήρχαν κοινά πρόσωπα στα διοικητικά όργανα των τριών εταιριών. Η Επιτροπή αναφέρεται επίσης στις διευκρινίσεις που παρέσχε η «Repsol», κατά τις οποίες η GQ διαχειριζόταν αυτοτελώς την εμπορική πολιτική της, χωρίς ανάμειξη της «Repsol», δεδομένου ότι η «Repsol» εξαγόρασε την GQ στο πλαίσιο συμφωνίας για την εξαγορά και άλλων επιχειρήσεων, χωρίς να ενδιαφέρεται για τις δραστηριότητές της, επιχείρησε δε επανειλημμένα να την πωλήσει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
11. Ωστόσο, στις αιτιολογικές σκέψεις 259 έως 264 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η «Repsol» είναι ο μόνος μέτοχος της GQ από το 1994. Κατά την Επιτροπή, η «Repsol» ήταν σε θέση να γνωρίζει τις ενέργειες της GQ λόγω του ότι η εν λόγω εταιρία τής ανήκε κατά 100 % και λόγω της γενικότερης ευθύνης της. Όσον αφορά τις προσπάθειες πωλήσεως της GQ, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν οι προσπάθειες αυτές δείχνουν ενδεχομένως έλλειψη ενδιαφέροντος της «Repsol» για τις δραστηριότητες της θυγατρικής της, τούτο δεν σημαίνει ότι η «Repsol» δεν ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της GQ, προκειμένου να εξασφαλίσει τη διατήρηση της φήμης και της εμπορικής αξίας της GQ κατά το διάστημα που θα απαιτείτο για την εξεύρεση αγοραστή.
12. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επισημαίνει ακόμη ότι ο καταλογισμός ευθύνης στη μητρική εταιρία για τη συμπεριφορά της θυγατρικής της στην αγορά δεν προϋποθέτει αλληλοεπικάλυψη, έστω εν μέρει, ή στενή σχέση μεταξύ των δραστηριοτήτων των δύο εταιριών. Βάσει του συλλογισμού αυτού, η Επιτροπή διατυπώνει την άποψη ότι η έλλειψη κοινών προσώπων στα διοικητικά συμβούλια των δύο εταιριών δεν συνιστά, από μόνη της, ένδειξη ότι η GQ ενεργεί αυτοτελώς, δεδομένου ότι η GQ υποβάλλει στην RQ αναφορά για τις πωλήσεις, την παραγωγή και τα οικονομικά αποτελέσματα, όπως προδήλως προκύπτει από τα έγγραφα που προσκόμισε η «Repsol».
13. Περαιτέρω, η Επιτροπή αναφέρει ότι, κατά τη «Repsol», η GQ ορίζει αυτοτελώς τις τιμές των προϊόντων που πωλεί στη Repsol Italia και ότι τούτο εμφαίνει ότι η GQ ενεργεί αυτοτελώς και ότι τα συμφέροντά της δεν συμπίπτουν με αυτά της «Repsol». Ωστόσο, η Επιτροπή επισημαίνει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η σύμβαση αντιπροσώπευσης μεταξύ GQ και Repsol Italia αποτελεί ένδειξη κάθετων σχέσεων μεταξύ της «Repsol» και της θυγατρικής της. Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι από τα στοιχεία που γνωστοποίησε η GQ στη Repsol Italia, σχετικά με αύξηση της τιμής των προϊόντων της, δεν προκύπτει η ύπαρξη αντιτιθέμενων συμφερόντων μεταξύ GQ και «Repsol», διότι η αύξηση του κύκλου εργασιών της GQ, λόγω της αυξήσεως των τιμών των προϊόντων, συνεπάγεται αύξηση του κύκλου εργασιών της «Repsol».
14. Στην προσβαλλόμενη απόφαση τονίζεται επίσης ότι ο μόνος διευθυντής, μολονότι έχει αναθέσει τις αρμοδιότητές του όσον αφορά τη διαχείριση της GQ, εξακολουθεί εντούτοις να αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ GQ και RQ, διά του οποίου διαβιβάζονται στη μητρική εταιρία στοιχεία σχετικά με τις πωλήσεις, την παραγωγή και τα οικονομικά αποτελέσματα. Επιπλέον, τα οικονομικά αποτελέσματα της GQ ενσωματώνονται σε αυτά της «Repsol», οπότε τα κέρδη ή οι ζημίες της GQ επηρεάζουν αντιστοίχως τα αποτελέσματα του ομίλου.
15. Τέλος, η Επιτροπή υπογραμμίζει, συναφώς, ότι η μητρική εταιρία και η θυγατρική εταιρία που της ανήκει κατά 100 % τεκμαίρεται ότι αποτελούν ενιαία επιχείρηση στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Υπ’ αυτές τις περιστάσεις, η Επιτροπή κρίνει ότι η RQ και η RYPF δεν ανέτρεψαν το τεκμήριο της ευθύνης τους για την παράνομη συμπεριφορά της GQ.
16. Με το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι οι GQ, RQ και RYPF μετέσχον από τις 31 Οκτωβρίου 1999 έως τις 30 Ιουνίου 2000 σε σύστημα συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών, κατά παράβαση, μεταξύ άλλων, του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, οι οποίες συνίσταντο σε καθορισμό τιμών και ανταλλαγή εμπιστευτικών στοιχείων στον τομέα των χημικών για ελαστικά εντός του ΕΟΧ. Το άρθρο 1, στοιχείο στ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως αφορά τη συμμετοχή της GQ στην παράβαση, τα δε στοιχεία ζ΄ και η΄ του άρθρου αυτού αφορούν αντιστοίχως τη συμμετοχή των RQ και RYPF στην παράβαση.
17. Με το άρθρο 2, στοιχείο δ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επέβαλε στην GQ, καθώς και στις RQ και RYPF από κοινού, πρόστιμο 3,38 εκατομμυρίων ευρώ για τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως.
Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
18. Με δικόγραφο το οποίο κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 8 Μαρτίου 2006, οι GQ, RQ και RYPF άσκησαν προσφυγή με αίτημα τη μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Προς στήριξη των αιτημάτων τους ενώπιον του Πρωτοδικείου, οι GQ, RQ και RYPF προέβαλαν τρεις λόγους. Πρώτον, πλάνη εκτιμήσεως και ελλιπή αιτιολογία όσον αφορά τον καταλογισμό ευθύνης στις GQ, RQ και RYPF από κοινού. Δεύτερον, εσφαλμένο υπολογισμό του προστίμου. Τρίτον, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ελλιπή αιτιολογία και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί επιείκειας.
19. Δεδομένου ότι τα αιτήματα των αναιρεσειουσών στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως αφορούν μόνον την κρίση του Πρωτοδικείου σχετικά με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκε πρωτοδίκως (3), παρατίθεται μόνον το σχετικό χωρίο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως με τις σκέψεις 58 έως 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως εξής:
«58 Κατά πάγια νομολογία, το γεγονός ότι μια θυγατρική εταιρία έχει χωριστή νομική προσωπικότητα δεν αρκεί για να αποκλειστεί η δυνατότητα να καταλογιστεί η συμπεριφορά της στη μητρική εταιρία, ιδίως όταν η θυγατρική δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει κατ’ ουσίαν τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας (απόφαση της 1ης Ιουνίου 1983, 107/82, AEG-Telefunken κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3151, σκέψη 49, και απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑286/98 P, Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑9925, “Stora”, σκέψη 26).
59 Στην ειδική περίπτωση κατά την οποία μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής που παρέβη τους κοινοτικούς κανόνες του ανταγωνισμού, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η μητρική εταιρία ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής (βλ., σχετικά, απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, της T‑314/01, Avebe κατά Επιτροπής Συλλογή 2006, σ. II‑3085, σκέψη 136 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και ότι, ως εκ τούτου, αποτελούν ενιαία επιχείρηση στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου [101 ΣΛΕΕ] (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, T‑71/03, T‑74/03, T‑87/03 και T‑91/03, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, “Tokai II”, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 59). Επομένως, απόκειται στη μητρική εταιρία που αμφισβητεί ενώπιον κοινοτικού δικαστηρίου την απόφαση με την οποία η Επιτροπή της επέβαλε πρόστιμο για τη συμπεριφορά της θυγατρικής της να ανατρέψει το τεκμήριο, προσκομίζοντας στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς (Avebe κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 136· σχετικά, βλ., επίσης, απόφαση Stora, σκέψη 58 ανωτέρω, σκέψη 29).
60 Συναφώς, όπως ορθώς προβάλλουν οι προσφεύγουσες, με τις σκέψεις 28 και 29 της αποφάσεως Stora, σκέψη 58 ανωτέρω, το Δικαστήριο, επισήμανε, εκτός της κατοχής του 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής, και άλλα στοιχεία, όπως είναι η μη αμφισβήτηση της επιρροής που ασκεί η μητρική εταιρία επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής της και η κοινή εκπροσώπηση των δύο εταιριών κατά τη διοικητική διαδικασία. Πλην όμως, το Δικαστήριο επισήμανε τα στοιχεία αυτά αποκλειστικά και μόνο για να εκθέσει όλα τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η συλλογιστική του Πρωτοδικείου, καταλήγοντας στη διαπίστωση ότι συλλογιστική αυτή δεν στηρίχθηκε μόνο στο γεγονός ότι η μητρική εταιρία κατέχει εξ ολοκλήρου το κεφάλαιο της θυγατρικής της.
61 Επιπλέον, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να απευθύνει απόφαση περί επιβολής προστίμου σε μητρική εταιρία ομίλου εταιριών όχι επειδή η μητρική έχει παρακινήσει τη θυγατρική να διαπράξει παράβαση ούτε, κατά μείζονα λόγο, επειδή έχει εμπλακεί στην παράβαση, αλλά επειδή αποτελούν ενιαία επιχείρηση στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου [101 ΣΛΕΕ]. Υπενθυμίζεται ότι, κατά το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού, εταιρίες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα και, συνεπώς, επιχείρηση, στο πλαίσιο της εφαρμογής των άρθρων [101 και 102 ΣΛΕΕ], εφόσον δεν καθορίζουν αυτοτελώς τη συμπεριφορά τους στην αγορά (απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T‑203/01, Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-4071, σκέψη 290).
62 Υπό τις συνθήκες αυτές, αρκεί η Επιτροπή να αποδείξει ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου μιας θυγατρικής προκειμένου να γίνει δεκτό ότι η μητρική ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής. Στη συνέχεια, η Επιτροπή μπορεί να θεωρήσει τη μητρική εταιρία συνυπεύθυνη για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, ακόμη και αν διαπιστωθεί ότι δεν μετέσχε ευθέως στις συμφωνίες, εκτός αν η εταιρία αυτή αποδείξει ότι η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά.
63 Επομένως, στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή καταλόγισε στις μητρικές εταιρίες τις θίγουσες τον ανταγωνισμό ενέργειες της GQ, επικαλούμενη μόνον το γεγονός ότι το κεφάλαιο της GQ ανήκει κατά 100 % στις μητρικές εταιρίες της και απορρίπτοντας τα επιχειρήματα των προσφευγουσών περί αυτοτέλειας της GQ, χωρίς να έρθει σε αντίθεση με τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου.
64 Συνεπώς, η Επιτροπή ορθώς καταλόγισε παράβαση στις RQ και RYPF, οι οποίες, ως εκ τούτου, θεωρείται ότι έχουν υποπέσει στην παράβαση αυτή (βλ., σχετικά, απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑294/98 P, Metsä-Serla Oyj κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000 σ. I‑10065, σκέψη 28). Το επιχείρημα ότι οι RQ και RYPF δεν μετέσχον ευθέως στην παράβαση δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο αυτό.
65 Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, οι RYPF και RQ έθεσαν υπόψη της Επιτροπής έγγραφα που ανατρέπουν το τεκμήριο της ευθύνης και περιέχουν αποδεικτικά στοιχεία της εμπορικής και λειτουργικής αυτοτέλεια της GQ, επισημαίνεται ότι απόκειται στη μητρική εταιρία να θέσει υπόψη του Δικαστηρίου στοιχεία σχετικά με τις οικονομικές και νομικές σχέσεις μεταξύ αυτής και της θυγατρικής της, που να αποδεικνύουν ότι οι εταιρίες αυτές δεν αποτελούν μια ενιαία οικονομική οντότητα.
66 Εν προκειμένω, στην αιτιολογική σκέψη 262 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρει ότι ο μόνος διευθυντής εξακολουθεί να ενεργεί ως σύνδεσμός μεταξύ της GQ και της RQ, ότι η RYPF ενσωματώνει τους λογαριασμούς των GQ και RQ σε επίπεδο ομίλου και ότι η RQ και η RYPF έδωσαν κοινή απάντηση στην ανακοίνωση αιτιάσεων της Επιτροπής. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν ενδείξεις της υπάρξεως ενιαίας οντότητας.
67 Επομένως, η RYPF και η RQ όφειλαν να αποδείξουν, κατά τη διοικητική διαδικασία, ότι η GQ καθόριζε αυτοτελώς την εμπορική πολιτική της και ότι η RYPF και η RQ δεν ασκούσαν αποφασιστική επιρροή επί της πολιτικής της GQ.
68 Συναφώς, κατά τις προσφεύγουσες, η RQ απέδειξε στην Επιτροπή ότι, μετά από επιτόπιο έλεγχο στις εγκαταστάσεις της GQ στις 27 Σεπτεμβρίου 2002, έδωσε στην GQ την εντολή να παύσει κάθε ενέργεια που θα μπορούσε να συνιστά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού.
69 Ο ισχυρισμός αυτός των προσφευγουσών αρκεί από μόνος του για να αποδειχθεί ότι η RQ ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της GQ, όχι μόνο όσον αφορά την εμπορική πολιτική, αλλά και όσον αφορά τις παράνομες ενέργειες που αποτελούν αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως.
70 Πάντως, για λόγους πληρότητας, το Πρωτοδικείο θα εξετάσει αν, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή υπέπεσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, σε πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες ή αν εσφαλμένως παρέλειψε να τα λάβει υπόψη της.
71 Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το γεγονός ότι δραστηριότητες της θυγατρικής διαφέρουν, ακόμη και εντελώς, από τις δραστηριότητες του ομίλου ή ότι η μητρική εταιρία έχει επιχειρήσει, χωρίς επιτυχία, να πωλήσει τη θυγατρική δεν ανατρέπει το τεκμήριο ευθύνης της RQ και της RYPF. Έχει κριθεί ότι οι όμιλοι επιχειρήσεων και οι εταιρίες συμμετοχών, μολονότι έχουν διαφορετικές δραστηριότητες και συχνά πωλούν τις θυγατρικές τους εταιρίες, εντούτοις αποτελούν ενιαία επιχείρηση στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου [101 ΣΛΕΕ] (βλ., σχετικά, απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑330/01, Akzo Nobel κατά Επιτροπής Συλλογή 2006, σ. II‑3389, σκέψεις 78 και 82).
72 Περαιτέρω, η Επιτροπή, απαντώντας στην υποβληθείσα από τις προσφεύγουσες αίτηση χορηγήσεως εγγράφων, προσκόμισε στο Δικαστήριο έγγραφο με πρακτικά των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου της RQ από το 1998 έως το 2000, τα οποία περιέχουν οικονομικά αποτελέσματα της GQ, καθώς και απόφαση για την πώληση της συμμετοχής της GQ στη Silquímica, SA και για την πώληση ακίνητης περιουσίας της GQ. Το έγγραφο αυτό ουσιαστικά τεκμηριώνει τις διαπιστώσεις στις οποίες καταλήγει η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση. Εφόσον το διοικητικό συμβούλιο της RQ έχει σημαντικό ρόλο σε πολλά σημαντικά ζητήματα της στρατηγικής της GQ, όπως είναι η πώληση ακινήτων ή η πώληση συμμετοχής, διατηρώντας την εξουσία λήψεως της τελικής αποφάσεως επί των ζητημάτων αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ασκεί σημαντική επιρροή επί της πολιτικής της GQ.
73 Όσον αφορά το επιχείρημα ότι δεν υπήρχαν κοινά μέλη στα όργανα διοικήσεως των προσφευγουσών εταιριών, από το έγγραφο της 5ης Απριλίου 2004, το οποίο απέστειλε η GQ στην Επιτροπή και προσκομίστηκε από τις προσφεύγουσες κατά τη διοικητική διαδικασία, προκύπτει προδήλως ότι ο κ. [απόρρητο] ήταν ταυτοχρόνως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της GQ από το 1996 έως το 2000 και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της RQ από το 1998 έως το 1999. Σημειωτέον, επίσης, ότι, όταν ρωτήθηκαν συναφώς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες παραδέχθηκαν, τουλάχιστον εμμέσως, ότι υπήρχαν τέτοια κοινά μέλη.
74 Ομοίως, υπό το πρίσμα της προπαρατεθείσας νομολογίας, δεν μπορούν να γίνουν δεκτά τα επιχειρήματα ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τα στοιχεία που δείχνουν ότι η εμπορική πολιτική της GQ αποφασιζόταν και εφαρμοζόταν αποκλειστικά από τους επικεφαλής της εταιρίας, χωρίς προηγουμένως η RQ να ενημερώνεται ή να δίδει την έγκρισή της. Το ίδιο ισχύει και για τους ισχυρισμούς ότι τα στοιχεία που διαβίβαζε η GQ στην RQ δεν αφορούσαν την εμπορική πολιτική της θυγατρικής, αλλά τα οικονομικά αποτελέσματά της.
75 Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ GQ και Repsol Italia, η Επιτροπή ορθώς απέρριψε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το επιχείρημα των προσφευγουσών περί συγκρούσεως συμφερόντων μεταξύ GQ και μητρικών εταιριών, αναφέροντας ότι η RYPF ενσωματώνει τους λογαριασμούς των εταιριών του ομίλου, ο οποίος περιλαμβάνει πολλές θυγατρικές, περιλαμβανομένων των GQ και Repsol Italia. Επιπλέον, η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε ότι η σχέση αυτή ενισχύει το τεκμήριο ότι πρόκειται για ενιαία επιχείρηση.
76 Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όπως έκρινε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 264 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι προσφεύγουσες δεν ανέτρεψαν το τεκμήριο περί ευθύνης των μητρικών εταιριών.
77 Τέλος, τα επιχειρήματα που επικουρικώς προέβαλαν οι προσφεύγουσες δεν είναι ικανά να ανατρέψουν την προσβαλλόμενη απόφαση.
78 Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή ουδέποτε ζήτησε στοιχεία περί της σχέσεως μεταξύ RQ και RYPF και ουδέποτε προσπάθησε να ερευνήσει αν η RQ και η RYPF αποτελούν μέρος της ίδιας επιχείρησης, αρκεί η επισήμανση ότι, εφόσον οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι η RYPF κατέχει το 100% του κεφαλαίου της RQ, η RYPF έπρεπε να ανατρέψει το τεκμήριο ότι ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της RQ και ότι, μαζί με την RQ, αποτελούν ενιαία επιχείρηση στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου [101 ΣΛΕΕ], πράγμα που δεν έπραξε.
79 Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί ότι η RYPF θα κρινόταν από κοινού υπεύθυνη με τις RQ και GQ, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι, σε αντίθεση με την προσβαλλόμενη απόφαση, η ευθύνη της RYPF δεν θεμελιώνεται, σύμφωνα με την ανακοίνωση αιτιάσεων, στην παράνομη συμπεριφορά της GQ, αλλά μόνο σε εκείνη της RQ.
80 Επισημαίνεται ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων και η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διαφέρουν ως προς το σημείο αυτό. Στην αιτιολογική σκέψη 254 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρεται ότι οι προσφεύγουσες υπέχουν κοινή ευθύνη, ιδίως λόγω του ότι η GQ ανήκει κατά 100 % στην RQ, η οποία ανήκει κατά 100 % στην RYPF, ενώ στο σημείο 344 της ανακοινώσεως αιτιάσεων αναφέρεται ότι η RQ ευθύνεται από κοινού με την RYPF, καθώς τεκμαίρεται ότι, εφόσον η RYPF κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της RQ, ασκεί ουσιαστικό έλεγχο και αποφασιστική επιρροή επί της εταιρίας αυτής.
81 Το επιχείρημα περί αντιφάσεως μεταξύ των δύο αυτών εγγράφων στηρίζεται σε παρερμηνεία της νομολογίας σχετικά με τη δυνατότητα καταλογισμού της παραβάσεως. Η τεκμαιρόμενη ευθύνη που απορρέει από την κυριότητα επί του κεφαλαίου δεν υφίσταται μόνον σε περίπτωση ευθείας σχέσεως μεταξύ μητρική εταιρίας και θυγατρικής, αλλά και στην περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, υφίσταται έμμεση σχέση, λόγω της παρεμβολής άλλης θυγατρικής.
82 Επομένως, εφόσον, κατά το κοινοτικό δίκαιο ανταγωνισμού, διαφορετικές εταιρίες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο εταιριών απαρτίζουν ενιαία οικονομική οντότητα και, συνεπώς, ενιαία επιχείρηση στο πλαίσιο της εφαρμογής των άρθρων [101 και 102 ΣΛΕΕ], εφόσον δεν καθορίζουν αυτοτελώς την εμπορική πολιτική τους, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία το αν οι εταιρίες αυτές ελέγχονται ευθέως ή εμμέσως από τη μητρική εταιρία, διότι η παράβαση θα καταλογιστεί σε κάθε περίπτωση στη μητρική εταιρία (βλ. σχετικά, απόφαση Michelin κατά Επιτροπής, σκέψη 61 ανωτέρω, σκέψη 290).
83 Συνεπώς, οι προσφεύγουσες δεν μπορούσαν ευλόγως να αναμένουν, βάσει της ανακοινώσεως αιτιάσεων και, ειδικότερα, του σημείου 344 αυτής, ότι η Επιτροπή δεν θα καταλογίσει την επίμαχη παράβαση στην RYPF.
84 Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέος.»
III – Αιτήματα των διαδίκων
20. Με την αίτηση αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:
– να αναιρέσει την απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2008 στην υπόθεση T‑85/06, κατά το μέτρο που απορρίπτεται ο λόγος ακυρώσεως σχετικά με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και ελλιπή αιτιολογία όσον αφορά τον καταλογισμό ευθύνης από κοινού στις προσφεύγουσες,
– να ακυρώσει το άρθρο 1, στοιχεία ζ΄ και η΄, και το άρθρο 2, στοιχείο δ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το μέτρο που καταλογίζεται στις RYPF και RQ από κοινού με την GQ ευθύνη για παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 101 ΣΛΕΕ) και, επικουρικώς, κατά το μέτρο που καταλογίζεται παράβαση στην RYPF, διατάσσοντας σε αμφότερες τις περιπτώσεις ανάλογη μείωση της ποινής.
21. Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:
– να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως,
– να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.
IV – Η αίτηση αναιρέσεως
22. Οι αναιρεσείουσες προβάλλουν δύο λόγους προς στήριξη της αιτήσεώς τους αναιρέσεως. Πρώτον, πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με τον καταλογισμό της παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ (νυν άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ) και την ερμηνεία και εφαρμογή του τεκμηρίου περί ελέγχου που ασκεί η μητρική εταιρία επί της θυγατρικής, περιλαμβανομένης της παραβάσεως των κανόνων περί του βάρους αποδείξεως και της παραμορφώσεως των πραγματικών περιστατικών. Οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται επίσης ότι το εν λόγω τεκμήριο μετατράπηκε σε νομικό τεκμήριο (iuris et de iure) και ότι δεν εφαρμόστηκε η αρχή της προσωπικής ευθύνης. Δεύτερον, πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με τον καταλογισμό ευθύνης στη μητρική εταιρία του ομίλου, την RYPF, λόγω διευρυμένης εφαρμογής του τεκμηρίου περί ελέγχου που ασκεί η μητρική εταιρία επί της θυγατρικής της. Οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ακόμη ανατροπή του βάρους αποδείξεως και αυτόματο καταλογισμό ευθύνης όσον αφορά τους ομίλους εταιριών.
Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως
23. Οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι το Πρωτοδικείο κακώς καταλόγισε στη μητρική εταιρία ευθύνη για τις πράξεις της θυγατρικής βάσει κριτηρίου μη συναφούς με τα περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως ή τις περιστάσεις της παραβάσεως στην οποία υπέπεσε η θυγατρική. Συνεπώς, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη, καθώς καταλόγισε στη μητρική εταιρία ευθύνη για τις πράξεις της θυγατρικής, κρίνοντας ότι πρόκειται για ενιαία οικονομική οντότητα βάσει απλώς και μόνον της δυνατότητας της μητρικής εταιρίας να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της θυγατρικής.
24. Οι αναιρεσείουσες φρονούν ότι το Πρωτοδικείο εφάρμοσε κατά τρόπο εσφαλμένο τη νομολογία κατά την οποία οι πράξεις θυγατρικής εταιρίας καταλογίζονται στη μητρική εταιρία εφόσον η θυγατρική δεν αποφασίζει αυτοτελώς την εμπορική πολιτική της, αλλά εκτελεί κατ’ ουσίαν τις οδηγίες μητρικής, με την οποία αποτελεί ενιαία οικονομική οντότητα (4). Το Πρωτοδικείο κακώς στήριξε τη διαπίστωσή του περί ενιαίας οικονομικής οντότητας αποκλειστικά σε ένα μαχητό τεκμήριο (5), σύμφωνα με το οποίο η μητρική εταιρία που κατέχει το σύνολο των μετοχών της θυγατρικής της είναι σε θέση να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της δεύτερης.
25. Οι αναιρεσείουσες φρονούν, επομένως, ότι το Γενικό Δικαστήριο, διαπιστώνοντας με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι η Επιτροπή δεν οφείλει να προσκομίζει επιπλέον αποδεικτικά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η μητρική εταιρία όντως επηρεάζει την πολιτική της θυγατρικής της (6), παραβίασε την αρχή της προσωπικής ευθύνης και τους κανόνες του βάρους αποδείξεως, καθιστώντας έτσι το συγκεκριμένο τεκμήριο αμάχητο, καθώς δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί η έλλειψη προσωπικής ευθύνης της μητρικής εταιρίας.
26. Οι αναιρεσείουσες φρονούν ότι το τεκμήριο περί αποφασιστικής επιρροής, το οποίο στηρίζεται στο γεγονός της εξ ολοκλήρου κατοχής του κεφαλαίου, δεν απαλλάσσει την Επιτροπή από την υποχρέωσή της να αποδείξει την ευθύνη της μητρικής εταιρίας, ελέγχοντας, βάσει στοιχείων, αν η μητρική εταιρία όντως ασκεί έλεγχο επί της θυγατρικής και αν η θυγατρική ενεργεί κατ’ ουσίαν σύμφωνα με τις οδηγίες που λαμβάνει (7).
27. Επιπλέον, κατά τις αναιρεσείουσες, δεν διευκρινίζεται ποια αποδεικτικά στοιχεία απαιτούνται για την ανατροπή του τεκμηρίου. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν θέτει όρια στην εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής όσον αφορά την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζονται προς ανατροπή του τεκμηρίου.
28. Η Επιτροπή προβάλλει ότι οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν την πάγια κοινοτική νομολογία περί κοινής ευθύνης. Με την απόφασή του στην υπόθεση AEG-Telefunken κατά Επιτροπής, (8) το Δικαστήριο σαφώς δέχθηκε ότι, κατά τεκμήριο, η πολιτική θυγατρικής εταιρίας που ανήκει εξ ολοκλήρου στη μητρική εταιρία χαράσσεται οπωσδήποτε από τα διοικητικά όργανα που χαράσσουν την πολιτική της μητρικής εταιρίας. Επομένως, μπορεί να καταλογιστεί στη μητρική εταιρία παράβαση διαπραχθείσα από τη θυγατρική της, ακόμη και αν δεν υφίστανται στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η μητρική εταιρία δεν είχε καμία συμμετοχή στα περιστατικά που στοιχειοθετούν την οικεία παράβαση. Επιπλέον, με την απόφασή του Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής (9), το Δικαστήριο επίσης επιβεβαίωσε την ευθύνη της μητρικής εταιρίας βάσει του προαναφερθέντος τεκμηρίου, χωρίς να απαιτήσει άλλα στοιχεία που να συνδέουν τη μητρική εταιρία με την παράβαση.
29. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή φρονεί ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, το επίμαχο τεκμήριο δεν απαλλάσσει την Επιτροπή από το βάρος αποδείξεως που υπέχει. Συγκεκριμένα, όπως διευκρίνισε η γενική εισαγγελέας J. Kokott με τις προτάσεις της στην υπόθεση C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (10), η εφαρμογή του επίμαχου τεκμηρίου δεν συνεπάγεται αντιστροφή του βάρους αποδείξεως (τούτο θα προσέκρουε στο τεκμήριο αθωότητος). Η εξ ολοκλήρου κατοχή του κεφαλαίου της θυγατρικής εταιρίας από τη μητρική της οδηγεί εκ πρώτης όψεως στο συμπέρασμα ότι η δεύτερη ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της πρώτης, οπότε η μητρική εταιρία φέρει το βάρος να ανατρέψει το συμπέρασμα αυτό με πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως, η Επιτροπή οφείλει να προσκομίσει μόνον στοιχεία που αποδεικνύουν ότι το τεκμήριο έχει εφαρμογή.
30. Κατά πάγια νομολογία, η συμπεριφορά θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρία, ιδίως, όταν η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει αυτοτελώς την εμπορική πολιτική της, αλλά εφαρμόζει, κυρίως, τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, λόγω, ιδίως, των οικονομικών, οργανωτικών και νομικών σχέσεων μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων. Τούτο συμβαίνει διότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η μητρική και η θυγατρική εταιρία αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα και, επομένως, συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση, οπότε η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να απευθύνει απόφαση περί επιβολής προστίμου στη μητρική εταιρία, χωρίς να απαιτείται να αποδείξει τη συμμετοχή της στην παράβαση (11).
31. Στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, η οποία αφορά μητρική εταιρία κατέχουσα το 100 % του κεφαλαίου θυγατρικής η οποία παρέβη του κανόνες του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), φρονώ ότι τα όσα υποστήριξαν οι διάδικοι με τα δικόγραφα που κατέθεσαν στις 27 Φεβρουαρίου 2009 (αίτηση αναιρέσεως) και στις 14 Μαΐου 2009 (υπόμνημα αντικρούσεως) καλύπτονται σε ορισμένο βαθμό από την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 10 Σεπτεμβρίου 2009 στην υπόθεση C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής. Τούτο το παραδέχθηκαν άλλωστε οι διάδικοι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 29ης Απριλίου 2010.
32. Με την απόφασή του στην υπόθεση C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο έκρινε ότι μητρική εταιρία κατέχουσα το 100 % του κεφαλαίου θυγατρικής που παρέβη τους κανόνες του ανταγωνισμού της ΕΕ μπορεί να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής, υφίσταται δε μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί όντως αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της (12). Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δύναται να θεωρήσει τη μητρική εταιρία συνυπεύθυνη για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, εκτός αν η μητρική εταιρία, στην οποία απόκειται να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, αποδείξει ότι, κατ’ ουσίαν, η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά (13).
33. Επομένως, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζονται οι αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι, σε περίπτωση θυγατρικής εταιρίας ανήκουσας εξ ολοκλήρου στη μητρική εταιρία, δεν απαιτείται, για την εφαρμογή του τεκμηρίου, να προσκομίσει η Επιτροπή επιπλέον στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η μητρική εταιρία όντως ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της πολιτικής της θυγατρικής (14). Επομένως, σύμφωνα με το επίμαχο τεκμήριο, η Επιτροπή δεν απαιτείται να προσκομίσει επιπλέον στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η μητρική εταιρία όντως ασκεί επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της ή ότι όντως γνώριζε την παράβαση ή τον βαθμό εμπλοκής της θυγατρικής της στην παράβαση αυτή (15).
34. Σημειωτέον, πάντως, ότι, με την απόφασή του στην υπόθεση C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο τόνισε ιδιαίτερα ότι πρόκειται για μαχητό τεκμήριο. Αν αποφαινόταν διαφορετικά, θα παραβίαζε θεμελιώδη δικαιώματα (16). Το μαχητό τεκμήριο εξασφαλίζει τα δικαιώματα άμυνας της μητρικής εταιρίας, καθώς και το δικαίωμά της δικαστικής προστασίας και αντισταθμίζει τη σημαντική ελάφρυνση του βάρους αποδείξεως που υπέχει η Επιτροπή. Επομένως, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει η μητρική εταιρία πρέπει να εκτιμώνται και να σταθμίζονται με ιδιαίτερη μέριμνα. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ο ισχυρισμός των αναιρεσειουσών ότι το τεκμήριο είναι κατ’ ουσίαν αμάχητο.
35. Πάντως, για να ανατραπεί το τεκμήριο, πρέπει η μητρική εταιρία να αποδείξει ότι η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά. Ο ισχυρισμός ότι η εξ ολοκλήρου ανήκουσα στη μητρική θυγατρική εταιρία ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά πρέπει να στηρίζεται σε σαφή και αδιάσειστα στοιχεία, τα οποία η Επιτροπή οφείλει να εκτιμήσει, η εκτίμησή της δε αυτή υπόκειται στον δικαστικό έλεγχο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
36. Φρονώ, επιπλέον, ότι, ενώ ορισμένα στοιχεία ενδέχεται να μην επαρκούν, μεμονωμένα, προς ανατροπή του επίμαχου τεκμηρίου, εντούτοις όλα τα στοιχεία που προσκομίζει η μητρική εταιρία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ως σύνολο, προκειμένου να διαπιστωθεί αν επαρκούν προς ανατροπή του τεκμηρίου. Όπως σαφώς επισήμανε το Δικαστήριο με την απόφαση C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, για να διαπιστωθεί αν η θυγατρική εταιρία καθορίζει αυτοτελώς την εμπορική πολιτική της, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία που αφορούν τις οργανωτικές, οικονομικές και νομικές σχέσεις μεταξύ της θυγατρικής και της μητρικής εταιρίας, τα οποία ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με την περίπτωση και τα οποία, επομένως, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εξαντλητικής απαρίθμησης (17).
37. Οι αναιρεσείουσες προέβαλαν επιπλέον ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά τα προσκομισθέντα ενώπιόν του αποδεικτικά στοιχεία. Η Επιτροπή αμφισβητεί τους λόγους αυτούς. Φρονώ ότι, όπως θα αναλυθεί λεπτομερέστερα κατωτέρω, με τους περισσότερους από τους λόγους αυτούς οι αναιρεσείουσες επιδιώκουν την εκ νέου εκτίμηση των επίμαχων πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο, πράγμα που προδήλως εκφεύγει της αναιρετικής αρμοδιότητάς του (18).
38. Σε αντίθεση προς τη διαπίστωση στην οποία κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία το ότι ο ενιαίος διευθυντής αποτελεί τον σύνδεσμό μεταξύ GQ και RQ, το ότι η RYPF ενσωματώνει τους λογαριασμούς της GQ και της RQ σε επίπεδο ομίλου και το ότι η RQ και η RYPF απάντησαν από κοινού στην ανακοίνωση αιτιάσεων της Επιτροπής αποτελούν ενδείξεις περί της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής οντότητας, οι αναιρεσείουσες φρονούν ότι τα στοιχεία αυτά δεν μπορούν να στηρίξουν τη διαπίστωση περί ενιαίας οικονομικής οντότητας, βάσει της οποίας καταλογίστηκε ευθύνη στη μητρική εταιρία.
39. Πριν προχωρήσω στην επί της ουσίας εξέταση καθενός από τα στοιχεία αυτά, θα ήθελα να επισημάνω ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά στα εν λόγω στοιχεία, αλλά τα έλαβε συμπληρωματικά υπόψη του προς θεμελίωση της διαπιστώσεώς του περί υπάρξεως ενιαίας οικονομικής οντότητας, διαπιστώσεως η οποία στηρίζεται στο γεγονός ότι το κεφάλαιο της θυγατρικής εταιρίας ανήκει κατά 100 % στη μητρική (19). Τόσο οι αναιρεσείουσες όσο και οι Επιτροπή συμφωνούν ότι η ενσωμάτωση των λογαριασμών σε επίπεδο ομίλου επιβάλλεται από τον νόμο, λόγω της σχέσεως μεταξύ των εταιριών αυτών. Δεδομένου ότι όλα τα κρίσιμα στοιχεία που αφορούν τις οργανωτικές, οικονομικές και νομικές σχέσεις μεταξύ της θυγατρικής και της μητρικής εταιρίας μπορούν να λαμβάνονται υπόψη ως αποδεικτικά της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής οντότητας (20), φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έλαβε υπόψη του το συγκεκριμένο στοιχείο, έστω και ως συμπληρωματικό μόνον. Επιπλέον, εφόσον οι αναιρεσείουσες δεν αμφισβητούν ότι όντως υφίσταται σχέση μεταξύ GQ και RQ, λόγω του ενιαίου διευθυντή, το στοιχείο αυτό είναι σημαντικό ως συμπληρωματικό στοιχείο που τεκμηριώνει τη διαπίστωση περί υπάρξεως ενιαίας οικονομικής οντότητας αποτελούμενης από τις GQ, RQ και RYPF. Περαιτέρω, το γεγονός ότι οι RQ και RYPF απάντησαν από κοινού στην ανακοίνωση αιτιάσεων της Επιτροπής αποτελεί επίσης συμπληρωματικό αποδεικτικό στοιχείο για την ύπαρξη ενιαίας οικονομικής οντότητας (21).
40. Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ακόμη ότι, με τις σκέψεις 68 και 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό και παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, όσον αφορά την εντολή που απηύθυνε η RQ προς την GQ, μετά από έλεγχο στις εγκαταστάσεις της δεύτερης στις 27 Σεπτεμβρίου 2002, να συμμορφωθεί προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, και επισημαίνουν ότι η εντολή αυτή αποδεικνύει ότι δεν υφίσταται ενιαία οικονομική οντότητα. Κατά την άποψή μου, οι αναιρεσείουσες δεν απέδειξαν ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο ή ότι έχει παραμορφώσει τα πραγματικά περιστατικά. Η εντολή αυτή περί άρσεως της παραβάσεως, την οποία οι αναιρεσείουσες δεν αμφισβητούν, αποτελεί στοιχείο το οποίο, αν και μεταγενέστερο της παραβάσεως, αποδεικνύει ότι η RQ ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της GQ.
41. Με τη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η ύπαρξη της εντολής αυτής αρκεί από μόνη της για να διαπιστωθεί ότι η RQ ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της GQ. Ωστόσο, η κρίση αυτή, αν και κάπως ασαφής, δεν θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς πρέπει να συνδυαστεί με τις σκέψεις 62 και 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όπου σαφώς αναφέρεται ότι το επίμαχο κριτήριο έχει εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως.
42. Οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ακόμη ότι το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της συνοπτικής εκτιμήσεως στην οποία προβαίνει με τις σκέψεις 70 έως 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αποκλειστικά για λόγους πληρότητας, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν οι αναιρεσείουσες προς ανατροπή του επίμαχου τεκμηρίου. Ένας αντικειμενικός και αμερόληπτος παρατηρητής θα διαπίστωνε, βάσει των εν λόγω σοβαρών και αδιάσειστων αποδεικτικών στοιχείων, ότι η GQ διαθέτει αυτοτέλεια έναντι της RQ.
43. Οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι, με τη σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο προδήλως παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά, διότι δεν έλαβε υπόψη του ότι οι δραστηριότητες της GQ είναι προγενέστερες της εισόδου της στον όμιλο RQ, ότι οι δραστηριότητες της GQ δεν σχετίζονται με αυτές της RQ, καθώς και ότι η RQ επιδίωξε επανειλημμένως μεταξύ 1993 και 2004 να πωλήσει την GQ. Κατά τις αναιρεσείουσες, τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν προδήλως την έλλειψη ενδιαφέροντος της RQ για την GQ.
44. Υπενθυμίζω ότι, με τη σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε τα στοιχεία αυτά απρόσφορα για την ανατροπή του επίμαχου τεκμηρίου, καθώς είναι σύνηθες η μητρική εταιρία να έχει διαφορετικές δραστηριότητες από τη θυγατρική, όπως συνήθης είναι και η πώληση της θυγατρικής. Εκτιμώ ότι οι αναιρεσείουσες δεν στοιχειοθέτησαν κατά νόμο την παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, καθώς δεν απέδειξαν ότι υπήρξαν σφάλματα εκτιμήσεως, τα οποία οδήγησαν στην εν λόγω παραμόρφωση. Κατά την άποψή μου, οι αναιρεσείουσες, μολονότι κάνουν λόγο για πλάνη περί το δίκαιο, εντούτοις κατ’ ουσίαν αμφισβητούν την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο. Επιπλέον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι οι δραστηριότητες της GQ είναι προγενέστερες της εισόδου της στον όμιλο RQ, θεωρώ το επιχείρημα αυτό αλυσιτελές, διότι η RQ απέκτησε όλες τις μετοχές της GQ μεταξύ 1989 και 1993, ενώ η παράβαση διάρκεσε από τις 31 Οκτωβρίου 1999 έως τις 30 Ιουνίου 2000, δηλαδή πολύ μετά την απόκτηση του συνόλου των μετοχών της GQ από την RQ.
45. Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι, στη σκέψη 72 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αναφέρεται σε δύο μόνο ζητήματα που συζητήθηκαν σε δύο συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου της RQ σε διάστημα οκτώ ετών, μεταξύ 1998 και 2005, πράγμα που εμφαίνει κατ’ ουσίαν ότι η RQ δεν είχε καμία επιρροή ή παρέμβαση στις δραστηριότητες της GQ. Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα πρακτικά του διοικητικού συμβουλίου της RQ από το 1998 έως το 2000 περιλαμβάνουν τα οικονομικά αποτελέσματα της GQ, καθώς και απόφαση για πώληση της συμμετοχής της GQ στη Silquímica και για πώληση ακίνητης περιουσίας της GQ. Το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε, βάσει των στοιχείων αυτών, ότι το διοικητικό συμβούλιο της RQ έχει σημαντικό ρόλο σε πολλά σημαντικά ζητήματα στρατηγικής της GQ και ασκεί σημαντική επιρροή επί της πολιτικής της GQ, και απέρριψε τον λόγο που προέβαλαν οι προσφεύγουσες πρωτοδίκως ότι στα πρακτικά του διοικητικού συμβουλίου της RQ μεταξύ 1998 και 2000 γίνεται αναφορά μόνο στα οικονομικά αποτελέσματα της GQ (22).
46. Φρονώ ότι, με την αίτηση αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες επιδιώκουν να μειώσουν τη σημασία των αναφορών που περιέχονται στα πρακτικά του διοικητικού συμβουλίου της RQ μεταξύ 1998 και 2000 σχετικά με την πώληση της συμμετοχής της GQ στη Silquímica και την πώληση ακίνητης περιουσίας της GQ. Δεδομένου ότι οι αναιρεσείουσες δεν γνωστοποίησαν πρωτοδίκως στο Γενικό Δικαστήριο τις αναφορές που περιέχουν τα εν λόγω πρακτικά σχετικά με την πώληση της συμμετοχής της GQ στη Silquímica και την πώληση ακίνητης περιουσίας της GQ και ότι δεν αποδείχθηκε ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή ότι παρέβη τους κανόνες περί του βάρους αποδείξεως, θεωρώ απορριπτέο το επιχείρημα των αναιρεσειουσών σχετικά με τη σκέψη 72 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Οι αναιρεσείουσες κατ’ ουσίαν αμφισβητούν την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, η οποία δεν εμπίπτει στην αναιρετική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, εκτός εάν συντρέχει παραμόρφωση των εν λόγω περιστατικών.
47. Με τη σκέψη 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο κ. [απόρρητο] ήταν ταυτοχρόνως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της GQ από το 1996 έως το 2000 και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της RQ από το 1998 έως το 1999. Προς ανατροπή του τεκμηρίου περί ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από τις RYPF και RQ επί της GQ, οι αναιρεσείουσες υποστήριξαν πρωτοδίκως ότι δεν υπήρχαν κοινά μέλη στα όργανα διοικήσεώς τους. Με την αίτηση αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες παραδέχονται ότι υπήρχε ένα μόνο κοινό μέλος και ότι, ως εκ τούτου, το γεγονός αυτό έχει περιορισμένη σημασία. Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν επίσης ότι η Επιτροπή, μολονότι γνώριζε το γεγονός αυτό κατά τη διοικητική διαδικασία, εντούτοις δεν το συμπεριέλαβε στην ανακοίνωση αιτιάσεων ούτε στην προσβαλλόμενη απόφαση ως στοιχείο που τεκμηριώνει την ύπαρξη ενιαίας οικονομικής οντότητας αποτελούμενης από τις RQ και GQ.
48. Κατά την άποψή μου, οι αναιρεσείουσες δεν απέδειξαν ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά ή ότι παρέβη τους κανόνες περί του βάρους αποδείξεως. Τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών σχετικά με τη σκέψη 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι συνεπώς απορριπτέα. Φρονώ ότι, όσον αφορά την ανατροπή του επίμαχου τεκμηρίου, το οποίο στηρίζεται αποκλειστικά στην κατά 100 % κατοχή των μετοχών της εταιρίας, δεν έχει σημασία το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν παρέθεσε συμπληρωματικά στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ενιαίας οικονομικής οντότητας.
49. Οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως απέρριψε, με τη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα στοιχεία που προσκόμισαν προκειμένου να αποδείξουν ότι η εμπορική πολιτική της GQ αποφασιζόταν και εφαρμοζόταν μόνον από τα στελέχη της, καθώς και ότι τα στοιχεία που διαβίβαζε η GQ στην RQ αφορούσαν μόνον τον προϋπολογισμό και τα στρατηγικά ή εμπορικά σχέδια (23). Με τη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι λόγοι αυτοί δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν βάσει της νομολογίας που παρατίθεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (24).
50. Κατά την άποψή μου, το Γενικό Δικαστήριο παρέθεσε απλώς τη νομολογία και παρέλειψε να εξετάσει, συνοπτικά έστω, αν τα λεπτομερή στοιχεία που προσκόμισαν οι αναιρεσείουσες πρωτοδίκως είναι ικανά να ανατρέψουν το επίμαχο τεκμήριο. Συγκεκριμένα, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, βάσει αποκλειστικά και μόνον της εκεί παρατιθέμενης νομολογίας, ότι τα στοιχεία αυτά δεν είναι ικανά να ανατρέψουν το τεκμήριο. Φρονώ ότι η νομολογία που παραθέτει το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζει τη διαπίστωση στην οποία καταλήγει με τη σκέψη 74, διότι η εν λόγω νομολογία αφορά μόνον τη δυνατότητα καταλογισμού πράξεων της θυγατρικής στη μητρική εταιρία σε περίπτωση που η πρώτη ενεργεί κατ’ ουσίαν σύμφωνα με τις οδηγίες της δεύτερης, λαμβανομένων ειδικότερα υπόψη των μεταξύ τους οικονομικών και νομικών σχέσεων. Η νομολογία αυτή αφορά επίσης το μαχητό τεκμήριο και τη δυνατότητα της μητρικής εταιρίας να το ανατρέψει. Επομένως, τα χωρία της νομολογίας που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζουν τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι τα στοιχεία που προσκόμισαν οι αναιρεσείουσες πρωτοδίκως δεν είναι ικανά να ανατρέψουν το επίμαχο τεκμήριο. Δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αναπτύσσει περισσότερο τη συλλογιστική ή την αιτιολογία του σχετικά με τα συγκεκριμένα και λεπτομερή αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν οι αναιρεσείουσες, κρίνω εσφαλμένη τη διαπίστωση στην οποία κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Το Γενικό Δικαστήριο δεν έδωσε στις αναιρεσείουσες τη δυνατότητα να ανατρέψουν το τεκμήριο, θίγοντας έτσι δικαίωμα προδήλως προστατευόμενο από τη νομολογία του Δικαστηρίου (25). Επιπλέον, με την απόφαση C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο, υιοθετώντας μια κατά περίπτωση προσέγγιση, απέφυγε να ορίσει εκ των προτέρων και κατά τρόπο εξαντλητικό τα αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων κρίνεται αν η θυγατρική εταιρία καθορίζει αυτοτελώς την εμπορική πολιτική της. Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον ο ρόλος της μητρικής εταιρίας όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την πολιτική τιμών και τις δραστηριότητες παραγωγής και διανομής της θυγατρικής, αλλά και όλα τα κρίσιμα στοιχεία που αφορούν τις οργανωτικές, οικονομικές και νομικές σχέσεις μεταξύ της θυγατρικής και της μητρικής εταιρίας (26). Επομένως, με την απόφαση C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο δεν χαρακτήρισε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία ως εξ ορισμού αλυσιτελή για την ανατροπή του συγκεκριμένου τεκμηρίου ούτε προσέδωσε ιδιαίτερη σημασία σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία, αλλ’ αντιθέτως δέχθηκε ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη συναφώς όλα τα σχετικά με την ανατροπή του τεκμηρίου στοιχεία. Εξυπακούεται ότι, μετά την εξέταση αυτή, τα αποδεικτικά στοιχεία που προβάλλονται προς ανατροπή του τεκμηρίου ενδέχεται να κριθούν εντελώς αλυσιτελή.
51. Κατά συνέπεια, οι διαπιστώσεις στις οποίες κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να αναιρεθούν. Κατά το άρθρο 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, εάν η αναίρεση κριθεί βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει. Εν προκειμένω, θεωρώ ότι η διαφορά είναι ώριμη προς εκδίκαση. Επομένως, το Δικαστήριο πρέπει, κατά την άποψή μου, να αποφανθεί οριστικά επ’ αυτής.
52. Τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν οι αναιρεσείουσες πρωτοδίκως προς ανατροπή του τεκμηρίου και για τα οποία έγινε λόγος στην υποσημείωση 23 ανωτέρω αφορούν τις τυπικές αρμοδιότητες των μελών του διοικητικού συμβουλίου της GQ και την αυτοτέλειά τους όσον αφορά την τρέχουσα διαχείριση της εταιρίας. Οι αναιρεσείουσες προέβαλαν επίσης ότι τα στοιχεία που δίδονταν στην RQ αφορούσαν αποκλειστικά τα οικονομικά αποτελέσματά της και όχι την εμπορική πολιτική της. Θεωρώ ότι το επιχείρημα των αναιρεσειουσών σχετικά με τα οικονομικά αποτελέσματα είναι απορριπτέο, δεδομένου ότι, με τη σκέψη 72 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι στην RQ διαβιβάζονταν και άλλα στοιχεία, πέραν των οικονομικών αποτελεσμάτων της GQ. Επιπλέον, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της GQ διέθεταν ίσως αξιοσημείωτη αυτοτέλεια όσον αφορά την τρέχουσα διαχείριση της επιχειρήσεως (27), καθώς και σημαντική ανεξαρτησία από τυπικής απόψεως, πλην όμως το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, με τη σκέψη 72 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το διοικητικό συμβούλιο της RQ έχει σημαντικό ρόλο σε πολλά ουσιώδη ζητήματα της στρατηγικής της GQ (28). Συνεπώς, μετά την εξέταση των στοιχείων αυτών, θεωρώ ότι οι αναιρεσείουσες δεν ανέτρεψαν το επίμαχο τεκμήριο.
53. Οι αναιρεσείουσες χαρακτηρίζουν εσφαλμένη τόσο τη διαπίστωση στην οποία κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εκ μέρους της RYPF ενσωμάτωση των λογαριασμών σε επίπεδο ομίλου τεκμηριώνει την άποψη της Επιτροπής περί υπάρξεως ενιαίας οικονομικής οντότητας, όσο και τον νομικό χαρακτηρισμό της σχέσεως μεταξύ GQ και Repsol Italia. Κατά τις αναιρεσείουσες, η συμφωνία μη αποκλειστικής αντιπροσωπεύσεως μεταξύ GQ και Repsol Italia αποδεικνύει ότι η GQ ακολουθούσε αυτοτελή εμπορική πολιτική.
54. Κατά την άποψή μου, οι αναιρεσείουσες δεν απέδειξαν ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο ή ότι έχει παραμορφώσει τα πραγματικά περιστατικά, επειδή απέρριψε, με τη σκέψη 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τον ισχυρισμό που προέβαλαν πρωτοδίκως οι αναιρεσείουσες, κατά τον οποίον η σχέση μη αποκλειστικής αντιπροσώπευσης μεταξύ GQ και Repsol Italia αποδεικνύει ότι η GQ ακολουθούσε αυτοτελή εμπορική πολιτική, διότι η προαναφερθείσα σχέση εμφαίνει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ της GQ και των μητρικών εταιριών της, δεδομένου ότι η αύξηση των τιμών πωλήσεως προς τη Repsol Italia, όπως και στους λοιπούς διανομείς, αποφασίστηκε μονομερώς από την GQ, χωρίς να παρέμβουν οι RQ και RYPF. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η ενσωμάτωση των λογαριασμών σε επίπεδο ομίλου επιβεβαιώνει τη διαπίστωση στην οποία κατέληξε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι η αύξηση στις τιμές των προϊόντων της GQ δεν αποτελεί ένδειξη περί υπάρξεως αντιτιθέμενων συμφερόντων μεταξύ της GQ και των μητρικών εταιριών, καθώς η οφειλόμενη στην αύξηση των τιμών αύξηση του κύκλου εργασιών της GQ συνεπάγεται ανάλογη αύξηση του κύκλου εργασιών της RQ και της RYPF. Φρονώ ότι οι αναιρεσείουσες ουσιαστικά αμφισβητούν την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και ότι η επιχειρηματολογία τους η σχετική με τη σκέψη 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.
55. Κατόπιν των προεκτεθέντων, θεωρώ ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός και να απορριφθεί κατά τα λοιπά. Η προσφυγή ακυρώσεως που ασκήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει, κατά την άποψή μου, να απορριφθεί.
Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως
56. Οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, διότι καταλόγισε αυτομάτως στην επικεφαλής του ομίλου μητρική εταιρία ευθύνη για παράβαση στην οποία υπέπεσε θυγατρική εταιρία. Τούτο οφείλεται σε αυθαίρετη επέκταση της εφαρμογής του επίμαχου τεκμηρίου, βάσει της δυνατότητας της μητρικής εταιρίας να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της θυγατρικής. Συναφώς, πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο καταλόγισε στην RYPF ευθύνη αποκλειστικά και μόνο βάσει του ότι η εταιρία αυτή δεν απέδειξε την αυτοτέλεια της «ενδιάμεσης» εταιρίας RQ, η οποία επίσης δεν απέδειξε ότι η θυγατρική της GQ όντως λειτουργεί αυτοτελώς. Η συλλογιστική αυτή κατέληξε στον καταλογισμό ευθύνης της RYPF ως αποτέλεσμα της αδυναμίας της RQ να αποδείξει ότι δεν ευθύνεται για τις ενέργειες της GQ. Δεύτερον, συνέπεια της ερμηνείας που υιοθέτησε το Γενικό Δικαστήριο είναι ότι οι παραβάσεις στις οποίες υποπίπτει θυγατρική εταιρία καταλογίζονται πάντα στην επικεφαλής του ομίλου μητρική εταιρία, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι περιστάσεις εκάστης υποθέσεως και, ειδικότερα, ο αριθμός των εταιριών που μεσολαβούν μεταξύ της εν λόγω θυγατρικής και της μητρικής εταιρίας, η φύση των εν λόγω εταιριών, οι δραστηριότητές τους και οι μεταξύ τους πραγματικές νομικές και οικονομικές σχέσεις.
57. Συναφώς, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι, σύμφωνα με την απόφαση Michelin κατά Επιτροπής (29) και την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑330/01, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (30), δεν μπορεί αυτομάτως να γίνεται δεκτό ότι η επικεφαλής του ομίλου μητρική εταιρία ασκεί αποφασιστική επιρροή. Η υπόθεση Michelin κατά Επιτροπής αφορούσε το αν η μητρική εταιρία μπορεί να θεωρηθεί υπότροπος, πράγμα που αποτελεί επιβαρυντική γι’ αυτήν περίσταση, σε περίπτωση διαπράξεως παραβάσεων από διαφορετικές θυγατρικές τις οποίες αυτή ελέγχει. Με την απόφαση T‑330/01, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, το Γενικό Δικαστήριο καταλόγισε στην επικεφαλής ομίλου μητρική εταιρία παράβαση διαπραχθείσα από θυγατρική με μόνο σκεπτικό ότι η δεύτερη ελέγχεται από εταιρία συμμετοχών, αποκλειστικός σκοπός της οποίας ήταν η κατοχή των μετοχών της θυγατρικής. Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι, αντιθέτως, εν προκειμένω, η RYPF δεν είναι μητρική εταιρία της GQ ούτε κατέχει το κεφάλαιό της. Επιπλέον, η RYPF δεν είναι αρμόδια να εγκρίνει τους ετήσιους λογαριασμούς της GQ ούτε διορίζει τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της. Τέλος, από τη φύση και από τη δραστηριότητα της RQ προκύπτει ότι δεν πρόκειται για απλή ενδιάμεση εταιρία διά της οποίας η RYPF ασκεί έλεγχο επί της GQ.
58. Η Επιτροπή φρονεί ότι, σύμφωνα με την απόφαση Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής (31), η ύπαρξη αλυσίδας εταιριών, δια της οποίας ασκείται ο έλεγχος, δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά το αν η μητρική εταιρία και η θυγατρική αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα. Κατά την Επιτροπή, η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώθηκε με την πρόσφατη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου Michelin κατά Επιτροπής (32) και T‑330/01, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (33). Με την απόφαση T‑330/01, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της Akzo ότι το τεκμήριο δεν εφαρμόζεται ως προς αυτή, λόγω του ότι πρόκειται για εταιρία συμμετοχών, χωρίς παραγωγική ή εμπορική δραστηριότητα, και λόγω του ότι ο έλεγχος που ασκεί είναι «χαλαρός» και «έμμεσος». Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, η γενική εισαγγελέας J. Kokott, με τις προτάσεις της στην υπόθεση C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (34), πρότεινε στο Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως στην υπόθεση T‑112/05, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (35), στο πλαίσιο της οποίας η μητρική εταιρία ασκούσε τον έλεγχό της εμμέσως, δια ενδιαμέσων εταιριών. Η Επιτροπή φρονεί επίσης ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αλυσιτελής, καθώς δεν αμφισβητούνται τα χωρία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως με τα οποία διαπιστώνεται ότι η RYPF αποτελεί ενιαία οικονομική οντότητα με την GQ.
59. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες επιδιώκουν να μην καταλογιστεί στην RYPF η παράβαση στην οποία έχει υποπέσει εν προκειμένω η GQ, δίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο της RQ σε σχέση με την GQ και, ειδικότερα, στο γεγονός ότι η RQ διορίζει το διοικητικό συμβούλιο της GQ και εγκρίνει τους ετήσιους λογαριασμούς της.
60. Κατά πάγια νομολογία, το δίκαιο του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αφορά τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων, η δε έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του. Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, επίσης, ότι, στο ίδιο πλαίσιο, ως επιχείρηση νοείται και η ενιαία οικονομική οντότητα, έστω και αν, από νομική άποψη, η οντότητα αυτή αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Οσάκις η οντότητα αυτή παραβιάζει τους κανόνες του ανταγωνισμού, ευθύνεται, κατά την αρχή της προσωπικής ευθύνης, για την παράβαση. Η παραβίαση της σχετικής με τον ανταγωνισμό νομοθεσίας της ΕΕ πρέπει να καταλογίζεται, κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση, σε ένα νομικό πρόσωπο στο οποίο πρόκειται ενδεχομένως να επιβληθούν πρόστιμα και η ανακοίνωση των αιτιάσεων πρέπει να απευθύνεται προς αυτό. Η ανακοίνωση των αιτιάσεων πρέπει, επίσης, να αναφέρει την ιδιότητα υπό την οποία το πρόσωπο αυτό θεωρείται υπόλογο για τις πράξεις περί των οποίων πρόκειται (36).
61. Κατά πάγια νομολογία, είναι προφανές ότι ένα νομικό πρόσωπο, π.χ. εταιρία, ακόμη και αν δεν εμπλέκεται ευθέως σε παράβαση μπορεί εντούτοις, σε ορισμένες περιπτώσεις, να υποστεί κυρώσεις για την παράβαση αυτή (37). Με την απόφαση C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο γεγονός ότι, οσάκις η μητρική εταιρία και η θυγατρική της αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα, μπορεί να καταλογιστεί στη μητρική εταιρία παράβαση της θυγατρικής της, παρά το γεγονός ότι η μητρική εταιρία δεν μετέσχε στην παράβαση (38). Επομένως, το αν οι εταιρίες ομίλου εταιριών αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα αποτελεί ζήτημα κρίσιμης σημασίας όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τον καταλογισμό παραβάσεων της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού (39). Το ζήτημα αυτό έχει αναμφίβολα καταστεί λιγότερο πολύπλοκο και δαπανηρό για τις αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές, όπως είναι η Επιτροπή, λόγω του τεκμηρίου ότι η μητρική εταιρία που κατέχει εξ ολοκλήρου το κεφάλαιο θυγατρικής ασκεί επ’ αυτής αποφασιστική επιρροή και, ως εκ τούτου, οι εταιρίες αυτές αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα. Συγκεκριμένα, φρονώ ότι σκοπός του τεκμηρίου αυτού, όπως διευκρίνισε η γενική εισαγγελέας J. Kokott με τις προτάσεις της στην υπόθεση C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (40), είναι να διευκολύνει την αποτελεσματική επιβολή της σχετικής με τον ανταγωνισμό νομοθεσίας, προάγοντας παράλληλα την ασφάλεια δικαίου, καθώς η εφαρμογή του γίνεται με απολύτως διαφανή τρόπο.
62. Θεωρώ ότι η μητρική εταιρία (RYPF) που κατέχει το 100 % των μετοχών θυγατρικής εταιρίας (RQ), η οποία περαιτέρω κατέχει το 100 % των μετοχών άλλης εταιρίας (GQ), δύναται αναμφισβήτητα να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της τελευταίας (GQ) (41) και, συνεπώς, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η μητρική εταιρία (RYPF) όντως ασκεί την επιρροή αυτή. Ο αριθμός των εταιριών των οποίων η επικεφαλής του ομίλου μητρική εταιρία κατέχει εξ ολοκλήρου το κεφάλαιο και οι οποίες παρεμβάλλονται μεταξύ αυτής και της θυγατρικής που μετέσχε στην παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού δεν έχει σημασία για την εφαρμογή του τεκμηρίου. Σε περιπτώσεις όπου εμπλέκονται «αλυσίδα» θυγατρικών, οι οποίες ανήκουν εξ ολοκλήρου στην επικεφαλής του ομίλου μητρική εταιρία, δεν αμφισβητείται, κατά την άποψή μου, ότι η εταιρία αυτή δύναται να ασκεί αποφασιστική επιρροή εφ’ όλων των θυγατρικών που μετείχαν στην παράβαση. Αν μια εταιρία ανήκει εξ ολοκλήρου σε άλλη, έστω εμμέσως, το επίμαχο τεκμήριο υφίσταται, καθώς η εταιρική δομή δεν έχει καταρχήν καθοριστική σημασία.
63. Συνεπώς, θεωρώ ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος να μην εφαρμοστεί εν προκειμένω το επίμαχο τεκμήριο. Τονίζω εκ νέου ότι πρόκειται για μαχητό τεκμήριο. Η επικεφαλής του ομίλου μητρική εταιρία πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προσκομίσει στοιχεία ικανά να ανατρέψουν το τεκμήριο ότι ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της πολιτικής των θυγατρικών της. Συγκεκριμένα, αν η μητρική εταιρία δύναται να αποδείξει ότι η θυγατρική που υπέπεσε στην παράβαση ή κάποια από τις εταιρίες που «μεσολαβούν» μεταξύ μητρικής και θυγατρικής αποφασίζουν αυτοτελώς για την εμπορική πολιτική της, διασπάται η αλληλουχία της ευθύνης και η παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού δεν είναι δυνατόν να καταλογιστεί στην επικεφαλής του ομίλου μητρική εταιρία.
64. Τυχόν αντίθετη ερμηνεία θεωρώ ότι θέτει σε κίνδυνο την εφαρμογή του μαχητού τεκμηρίου και, συνεπώς, την εξασφάλιση αποτελεσματικής επιβολής των κανόνων του ανταγωνισμού, διότι οι μητρικές εταιρίες θα μπορούν, προβαίνοντας σε εταιρική αναδιάρθρωση, να αποφύγουν τον καταλογισμό σ’ αυτές παραβάσεως στις οποίες μετείχαν οι θυγατρικές τους (42). Τέτοια στρατηγική εταιρική αναδιάρθρωση μπορεί επίσης να περιορίσει εμμέσως τη δυνατότητα της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα, με συνέπεια να αίρεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων (43).
65. Θεωρώ, συνεπώς, απορριπτέο τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως.
V – Επί των δικαστικών εξόδων
66. Κατά το άρθρο 122, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται και επί των εξόδων.
67. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην κατ’ αναίρεση δίκη δυνάμει του άρθρου 118 του ίδιου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Ωστόσο, κατά το άρθρο 69, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.
68. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι αναιρεσείουσες και η Επιτροπή ηττήθηκαν εν μέρει στην κατ’ αναίρεση δίκη, πρέπει να φέρουν εκάστη τα έξοδά της για τη δίκη αυτή.
69. Αντιθέτως, δεδομένου ότι η προσφυγή ακυρώσεως των αναιρεσειουσών απορρίφθηκε, πρέπει να επικυρωθεί το σημείο 2 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως προς τα έξοδα της πρωτοβάθμιας δίκης.
VI – Πρόταση
70. Για τους λόγους αυτούς προτείνω στο Δικαστήριο:
– να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου (έκτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 2008, στην υπόθεση T-85/06, General Química κ.λπ. κατά Επιτροπής κατά το μέτρο που η General Química κρίθηκε αλληλεγγύως υπεύθυνη με τις Repsol Química και Repsol YPF για παραβάσεις στις οποίες υπέπεσε η General Química,
– να απορρίψει την προσφυγή κατά τα λοιπά,
– να απορρίψει την προσφυγή των General Química, Repsol Química και Repsol YPF με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως 2006/902/ΕΚ της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ κατά των επιχειρήσεων Flexsys NV, Bayer AG, Crompton Manufacturing Company Inc. (πρώην Uniroyal Chemical Company Inc.), Crompton Europe Ltd, Chemtura Corporation (πρώην Crompton Corporation), General Química SA, Repsol Química SA και Repsol YPF SA (Υπόθεση COMP/F/C.38.443 – Χημικά ελαστικών) (ΕΕ 2006, L 353, σ. 50),
– να υποχρεώσει τους διαδίκους να φέρουν έκαστος τα έξοδά του όσον αφορά την αναιρετική δίκη και να καταδικάσει τις General Química, Repsol Química και Repsol YPF στα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας δίκης.
1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.
2 – Τα χημικά ελαστικών είναι συνθετικά ή οργανικά χημικά που χρησιμοποιούνται ως ενισχυτικά της παραγωγής και της ποιότητας στη βιομηχανία ελαστικών. Τα ελαστικά χρησιμοποιούνται ως επί το πλείστον στην αυτοκινητοβιομηχανία για τους τροχούς. Τα αντιδιασπαστικά και οι επιταχυντές είναι τα σημαντικότερα χημικά ελαστικών, καθώς αποτελούν περίπου το 85‑90 % της αγοράς.
3 – Σχετικά με εσφαλμένη εκτίμηση και ελλιπή αιτιολογία όσον αφορά την κοινή ευθύνη των GQ, RQ και RYPF.
4 – Απόφαση της 14ης Ιουλίου 1972, 48/69, Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 99, σκέψεις 133 και 134).
5 – Απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 1983, 107/82, AEG-Telefunken κατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, σ. 3151, σκέψη 50).
6 – Σύμφωνα με την πρόσφατη νομολογία του με την οποία το εν λόγω δικαστήριο επανερμήνευσε την απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑286/98 P, Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I‑9925), όπως, π.χ., οι αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑112/05, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. ΙI‑5049, σκέψεις 60 και 61), και της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑69/04, Schunk και Schunk Kohlenstoff-Technik κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. ΙI‑2567, σκέψη 57).
7 – Βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, T‑325/01, DaimlerChrysler κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. ΙI‑3319, σκέψη 218), και της 26ης Απριλίου 2007, T‑109/02, T‑118/02, T‑122/02, T‑125/02, T‑126/02, T‑128/02, T‑129/02, T‑132/02 και T‑136/02, Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. ΙI‑947, σκέψη 132).
8 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5.
9 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6.
10 – Συλλογή 2009, σ. Ι‑8237.
11 – Βλ. προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10 απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 58 και 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία. Ουσιαστικά, αίρεται ο εταιρικός μανδύας προκειμένου να αποκαλυφθεί η υπεύθυνη για την παράβαση οικονομική οντότητα ή επιχείρηση.
12 – Βλ. σκέψη 60 της προπαρατεθείσας στην υποσημείωση 10 αποφάσεως. Κατά την άποψή μου, το εν λόγω τεκμήριο είναι εκ φύσεως σαφές και, ως εκ τούτου, ευνοεί την ασφάλεια δικαίου. Βλ., σχετικά, το σημείο 71 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής. Οι μητρικές εταιρίες γνωρίζουν, συνεπώς, ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, ενδέχεται να τους καταλογιστούν πράξεις των θυγατρικών τους, οπότε, χάρη στην εξουσία που διαθέτουν ως εκ της κατοχής του 100 % του κεφαλαίου των εν λόγω θυγατρικών, μπορούν να λάβουν κατάλληλα μέτρα για τη συμμόρφωση των εταιριών αυτών με τη νομοθεσία περί ανταγωνισμού.
13 – Βλ. προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10 απόφαση C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψη 61). Όταν τίθεται ζήτημα εφαρμογής του επίμαχου τεκμηρίου, φρονώ ότι το βάρος αποδείξεως όντως μετατοπίζεται στη μητρική εταιρία, η οποία υποχρεούται, εφόσον επιθυμεί να ανατρέψει το τεκμήριο, να αποδείξει ότι η θυγατρική ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά. Σημειωτέον, δεν έχω υπόψη μου καμία υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο της οποίας το τεκμήριο αυτό να έχει ανατραπεί.
14 – Βλ. σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
15 – Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (παρατεθείσες στην υποσημείωση 10, σημεία 90 και 91).
16 – Βλ., ειδικότερα, άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που διακηρύχθηκε στη Νίκαια στις 7 Δεκεμβρίου 2000 (ΕΕ C 364, σ. 1), όπως προσαρμόστηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2007 στο Στρασβούργο (ΕΕ C 303, σ. 1), το οποίο τιτλοφορείται «Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου» και το άρθρο 6 της Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (ΕΣΔΑ), το οποίο τιτλοφορείται «Δικαίωμα στη χρηστή απονομή δικαιοσύνης». Ανάλογη είναι η νομολογία του Δικαστηρίου στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, με την οποία το Δικαστήριο έχει κρίνει αντίθετους στο δίκαιο της ΕΕ εθνικούς κανόνες που προβλέπουν την αυτόματη εξαίρεση ορισμένων προσώπων από τις δημόσιες συμβάσεις. Βλ. αποφάσεις της 3ης Μαρτίου 2005, C‑21/03 και C‑34/03, Fabricom (Συλλογή 2005, σ. Ι‑1559, σκέψεις 33 και 35), της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C‑213/07, Μηχανική (Συλλογή 2008 σ. Ι‑9999, σκέψεις 63 έως 69), της 19ης Μαΐου 2009, C‑538/07, Assitur (Συλλογή 2009, σ. Ι‑4219, σκέψεις 29 έως 33), και της 23ης Δεκεμβρίου 2009, C‑376/08, Serrantoni και Consorzio stabile edili (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 40 έως 46).
17 – Βλ. σκέψη 74 της προπαρατεθείσας στην υποσημείωση 10 αποφάσεως. Συνεπώς, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες στη σκέψη 27 ανωτέρω, το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένα να διευκρινίζουν εν γένει τι είδους αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να προσκομίζονται προς ανατροπή του τεκμηρίου.
18 – Κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξακριβώνει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, κατ’ αρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο σε σχέση με τα περιστατικά αυτά. Εφόσον τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία προσκομίστηκαν νομοτύπως και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι δικονομικοί κανόνες που διέπουν το βάρος αποδείξεως και τη διεξαγωγή των αποδείξεων, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία που του έχουν υποβληθεί Επομένως, η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του Δικαστηρίου, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως των στοιχείων αυτών. Όταν ο αναιρεσείων προβάλλει παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, πρέπει, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 225 ΕΚ, 51, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, να παραθέτει επακριβώς τα στοιχεία τα οποία αυτό παραμόρφωσε και να αποδεικνύει τα σφάλματα αναλύσεως τα οποία, κατά την εκτίμησή του, οδήγησαν το Γενικό Δικαστήριο στην παραμόρφωση αυτήν. Τέτοιου είδους παραμόρφωση υπάρχει όταν, χωρίς να εξετασθούν νέα αποδεικτικά στοιχεία, προκύπτει ότι η εκτίμηση των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων είναι προδήλως εσφαλμένη. Βλ., σχετικά, απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, C‑413/08 P, Lafarge κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 15 έως 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
19 – Βλ. σκέψεις 58 έως 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
20 – Βλ. σκέψεις 72 έως 74 της προπαρατεθείσας στην υποσημείωση 10 αποφάσεως C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής.
21 – Βλ., κατ’ αναλογία, την προπαραρατεθείσα στην υποσημείωση 6 απόφαση Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής (σκέψη 29), και την προπαραρατεθείσα στην υποσημείωση 10 απόφαση C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψη 50).
22 – Η GQ, επικαλούμενη το γεγονός ότι τα εν λόγω πρακτικά περιέχουν απλώς αναφορά στα οικονομικά αποτελέσματά της, υποστήριξε ότι τα διευθυντικά στελέχη της καθορίζουν και εκτελούν τα στρατηγικά και εμπορικά σχέδιά της, παρέχοντας απλώς γενικές πληροφορίες στην RQ. Το Γενικό Δικαστήριο, βάσει στοιχείων που προσκόμισε η Επιτροπή με το υπόμνημα ανταπαντήσεως πρωτοδίκως, σχετικά με την πώληση της συμμετοχής της GQ στη Silquímica και την πώληση ακίνητης περιουσίας της GQ, για τις οποίες γίνεται λόγος στα εν λόγω πρακτικά, αποφάνθηκε ότι τα προσκομισθέντα από την Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία τεκμηριώνουν τη διαπίστωση περί αποφασιστικής επιρροής στην οποία κατέληξε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση.
23 – Οι αναιρεσείουσες υποστήριξαν πρωτοδίκως ότι, με την απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων της Επιτροπής, προσκόμισαν λεπτομερή στοιχεία που αποδεικνύουν ότι τα στελέχη της GQ διεύθυναν τύποις και κατ’ ουσίαν την εταιρία και καθόριζαν κατά τρόπο αυτοτελή την εμπορική πολιτική της. Οι ισχυρισμοί αυτοί προβλήθηκαν προς ανατροπή του επίμαχου τεκμηρίου. Συναφώς, με την απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων της Επιτροπής, οι προσφεύγουσες αναφέρθηκαν σε ορισμένες συμβάσεις που συνήφθησαν από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της GQ ή τους διευθύνοντες το εργοστάσιο της GQ για τον εφοδιασμό σε πρώτες ύλες, την αποθήκευση προϊόντων και την παροχή τεχνικής υποστήριξης για την παραγωγή προϊόντων, καθώς και συλλογικές συμβάσεις μεταξύ των εργαζομένων και της εργοδοσίας. Προς ανατροπή του επίμαχου τεκμηρίου, οι αναιρεσείουσες προέβαλαν ακόμη πρωτοδίκως ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της GQ διαμόρφωναν τον ετήσιο προϋπολογισμό της εταιρίας και διαβίβαζαν στην RQ γενικά μόνο στοιχεία σχετικά με την εκτέλεσή του.
24 – Επισημαίνω, συναφώς, ότι το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κάνει απλώς αναφορά στην προπαρατεθείσα νομολογία. Επομένως, για λόγους πληρότητας, θα εξετάσω όλη τη νομολογία που παραθέτει το Γενικό Δικαστήριο πριν τη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και συγκεκριμένα, την προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5 απόφαση AEG-Telefunken κατά Επιτροπής (σκέψη 49), την προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6 απόφαση Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής (σκέψη 26), τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑314/01, Avebe κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. ΙI‑3085, σκέψη 136), απόφαση της 15ης Ιουνίου 2005, T‑71/03, T‑74/03, T‑87/03 και T‑91/03, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψη 59), της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T‑203/01, Michelin κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. ΙI‑4071, σκέψη 290), και της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑294/98 P Metsä-Serla Oyj κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. Ι‑10065, σκέψη 28).
25 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10 απόφαση C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψεις 63 έως 65).
26 – Βλ. σκέψη 74 της προπαρατεθείσας στην υποσημείωση 10 αποφάσεως C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής.
27 – Κατά την άποψή μου, τα αποδεικτικά στοιχεία αυτά δεν έχουν από μόνα τους καθοριστική σημασία, διότι το αν είναι ικανά να ανατρέψουν το επίμαχο τεκμήριο εξαρτάται από το σύνολο των στοιχείων της υποθέσεως. Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας J. Kokott με τα σημεία 89 και 90 των προτάσεών της στην υπόθεση C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (υποσημείωση 10), ενώ η ύπαρξη συγκεκριμένων οδηγιών, κατευθυντήριων γραμμών ή δικαιωμάτων συναποφάσεως σε σχέση με τη διαμόρφωση των τιμών, τις δραστηριότητες παρασκευής και διανομής ή από άλλες ουσιαστικές παραμέτρους για τη συμπεριφορά στην αγορά αποτελεί ιδιαιτέρως σαφή ένδειξη για την ύπαρξη αποφασιστικής επιρροής της μητρικής εταιρίας επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής της, εντούτοις τυχόν ανυπαρξία τέτοιων οδηγιών δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στο συμπέρασμα ότι η θυγατρική εταιρία διαθέτει αυτοτέλεια.
28 – Τα στοιχεία αυτά έχουν σημασία, βάσει της διαπιστώσεως στην οποία κατέληξε το Δικαστήριο με τη σκέψη 74 της προπαρατεθείσας στην υποσημείωση 10 αποφάσεως C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, καθώς, για να κριθεί αν η θυγατρική καθορίζει αυτοτελώς την εμπορική πολιτική της, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα στοιχεία σχετικά με τις οικονομικές, οργανωτικές και νομικές σχέσεις μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρίας.
29 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 24.
30 – Συλλογή 2006, σ. ΙI‑3389.
31 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6.
32 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 24.
33 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 30.
34 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10.
35 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6.
36 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10 απόφαση C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψεις 54 έως 57).
37 – Βλ. προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5 απόφαση AEG-Telefunken κατά Επιτροπής (σκέψη 49). Βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2007, C‑280/06, ETI κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. Ι‑10893, σκέψεις 40 επ.).
38 – Βλ. σκέψη 59.
39 – Επιπλέον, κατά το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλει σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα, σε περίπτωση που αυτές, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παραβιάζουν τα άρθρα 101 ή 102 ΣΛΕΕ. Για καθεμία από τις επιχειρήσεις που μετείχαν στην παράβαση, το πρόστιμο δεν υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος. Συνεπώς, ο καταλογισμός της παραβάσεως έχει σημασία για το ύψος του προστίμου. Επιπλέον, τα πρόστιμα που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις προσαυξάνονται, κατά το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003, εφόσον συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις, όπως είναι το ότι η επιχείρηση είναι υπότροπος στην ίδια ή σε παρόμοια παράβαση μετά τη διαπίστωση, από την Επιτροπή ή την αρμόδια για τον ανταγωνισμό εθνική αρχή, ότι η επιχείρηση έχει παραβεί το άρθρο 101 ΣΛΕΕ ή το άρθρο 102 ΣΛΕΕ. Βλ. απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2007, C‑3/06 P, Groupe Danone κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. Ι‑1331). Βλ., επίσης, σημείο 28 των κατευθυντήριων γραμμών της Επιτροπής για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2). Το πρόστιμο που επιβάλλεται στην επιχείρηση μπορεί να προσαυξηθεί σημαντικά σε ορισμένες περιπτώσεις, λόγω προγενέστερης παραβάσεως στην οποία έχει υποπέσει θυγατρική του ίδιου ομίλου.
40 – Προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 10.
41 – Καθώς και επί της RQ.
42 – Μολονότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι δυνατόν να εντοπιστούν και, συνεπώς, να μη ληφθούν υπόψη τέτοια παραπλανητικά τεχνάσματα, φρονώ ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν θα υπάρχει τέτοια δυνατότητα, ιδίως οσάκις η θυγατρική που ανήκει εξ ολοκλήρου στη μητρική εταιρία δεν είναι απλώς εταιρία συμμετοχών, οπότε το τεκμήριο καθίσταται ανεφάρμοστο και χωρίς πλεονεκτήματα.
43 – Ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων που επιβάλλονται για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης και η ανάγκη διασφαλίσεως ότι η επίτευξη του σκοπού αυτού δεν τίθεται εν αμφιβόλω λόγω αναδιαρθρώσεως των επιχειρήσεων τονίστηκε πρόσφατα από το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 37 απόφαση ETI κ.λπ., την απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, C‑76/06 P, Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. Ι‑4405, σκέψεις 22 έως 29), και την απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2008, C‑101/07 P και C‑110/07 P, Coop de France bétail et viande κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. Ι‑10193, σκέψεις 96 έως 98).