EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62008CJ0486

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 22ας Απριλίου 2010.
Zentralbetriebsrat der Landeskrankenhäuser Tirols κατά Land Tirol.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Landesgericht Innsbruck - Αυστρία.
Κοινωνική πολιτική - Συμφωνίες-πλαίσια για την εργασία μερικής απασχόλησης και για την εργασία ορισμένου χρόνου - Δυσμενείς διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που ισχύουν για τους συμβασιούχους εργαζόμενους που εργάζονται με μειωμένο ωράριο, περιστασιακά ή με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου - Αρχή της ίσης μεταχείρισης.
Υπόθεση C-486/08.

European Court Reports 2010 I-03527

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2010:215

Υπόθεση C-486/08

Zentralbetriebsrat der Landeskrankenhäuser Tirols

κατά

Land Tirol

(αίτηση του Landesgericht Innsbruck για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Κοινωνική πολιτική – Συμφωνίες-πλαίσια για την εργασία μερικής απασχόλησης και για την εργασία ορισμένου χρόνου – Δυσμενείς διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που ισχύουν για τους συμβασιούχους εργαζόμενους που εργάζονται με μειωμένο ωράριο, περιστασιακά ή με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου – Αρχή της ίσης μεταχείρισης»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Οδηγία 97/81

(Οδηγία 97/81 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/23, παράρτημα, ρήτρα 4, σημείο 2)

2.        Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Οδηγία 1999/70

(Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 4)

3.        Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο για τη γονική άδεια που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Οδηγία 96/34

(Οδηγία 96/34 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/75, παράρτημα, ρήτρα 2, σημείο 6)

1.        Το εφαρμοστέο δίκαιο της Ένωσης, και συγκεκριμένα η ρήτρα 4, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 97/81, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/23, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει στο δίκαιο αυτό η εθνική διάταξη που προβλέπει ότι, σε περίπτωση μεταβολής του αριθμού των ωρών εργασίας ενός εργαζόμενου, το μη χρησιμοποιηθέν υπόλοιπο της άδειας προσαρμόζεται κατά τρόπο ώστε ο εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης που καθίσταται εργαζόμενος μερικής απασχόλησης είτε να υφίσταται μείωση των δικαιωμάτων ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών τα οποία απέκτησε, αλλά δεν μπόρεσε να ασκήσει, κατά τη διάρκεια της πλήρους απασχόλησής του, είτε να μπορεί να χρησιμοποιήσει την άδεια αυτή διαθέτοντας μικρότερο πλέον επίδομα άδειας.

(βλ. σκέψη 35, διατακτ. 1)

2.        H ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει στη ρήτρα αυτή η διάταξη που αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της εθνικής ρύθμισης που διέπει τους συμβασιούχους υπαλλήλους τους εργαζόμενους που απασχολούνται είτε με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, διάρκειας μέχρι 6 μηνών, είτε μόνο περιστασιακά.

Συγκεκριμένα, ο όρος «αντικειμενικοί λόγοι» της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας αυτής, λόγω των οποίων ενδέχεται να δικαιολογείται η διαφορετική μεταχείριση των εργαζόμενων με σύμβαση ορισμένου χρόνου σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζόμενους με σύμβαση αόριστου χρόνου, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει να προβάλλεται ως δικαιολογητικός λόγος της διαφορετικής μεταχείρισης των εργαζόμενων με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου έναντι των εργαζόμενων με σχέση εργασίας αόριστου χρόνου το γεγονός ότι η διαφορετική αυτή μεταχείριση προβλέπεται από γενικό και αφηρημένο κανόνα δικαίου. Αντίθετα, κατά την έννοια του όρου αυτού, η άνιση αυτή μεταχείριση πρέπει να ανταποκρίνεται σε μια πραγματική ανάγκη, να είναι κατάλληλη προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να είναι αναγκαία προς τούτο.

(βλ. σκέψεις 41, 44, 47, διατακτ. 2)

3.        Η ρήτρα 2, σημείο 6, της συμφωνίας-πλαισίου για τη γονική άδεια, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 96/34, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για τη γονική άδεια, που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/75, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει στη ρήτρα αυτή η εθνική διάταξη που προβλέπει ότι οι εργαζόμενοι που έχουν ασκήσει το δικαίωμά τους να λάβουν τη διετή γονική άδεια χάνουν, κατά τη λήξη της άδειας αυτής, τα δικαιώματα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που είχαν αποκτήσει κατά το έτος πριν από τη γέννηση του τέκνου τους.

Πράγματι, ο όρος «κεκτημένα ή υπό κτήση δικαιώματα», όπως χρησιμοποιείται στη ρήτρα αυτή, καλύπτει το σύνολο των δικαιωμάτων και οφελών, σε χρήμα ή σε είδος, που απορρέουν άμεσα ή έμμεσα από τη σχέση εργασίας και τα οποία μπορεί να αξιώσει ο εργαζόμενος από τον εργοδότη του στην αρχή της γονικής άδειας.

(βλ. σκέψεις 53, 56, διατακτ. 3)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 22ας Απριλίου 2010 (*)

«Κοινωνική πολιτική – Συμφωνίες-πλαίσια για την εργασία μερικής απασχόλησης και για την εργασία ορισμένου χρόνου – Δυσμενείς διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που ισχύουν για τους συμβασιούχους εργαζόμενους που εργάζονται με μειωμένο ωράριο, περιστασιακά ή με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου – Αρχή της ίσης μεταχείρισης»

Στην υπόθεση C‑486/08,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Landesgericht Innsbruck (Αυστρία) με απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2008, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Νοεμβρίου 2008, στο πλαίσιο της δίκης

Zentralbetriebsrat der Landeskrankenhäuser Tirols

κατά

Land Tirol,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Tizzano, πρόεδρο τμήματος, E. Levits (εισηγητή), A. Borg Barthet, M. Ilešič και M. Berger, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: B. Fülöp, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Ιανουαρίου 2010,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        το Zentralbetriebsrat der Landeskrankenhäuser Tirols, εκπροσωπούμενο από τον D. Rief,

–        το Land Tirol, εκπροσωπούμενο από τον B. Oberhofer, Rechtsanwalt,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Pesendorfer και τον T Kröll,

–        η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Bering Liisberg και R. Holdgaard,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Lumma και C. Blaschke,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. van Beek και V. Kreuschitz,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία της ρήτρας 4 αφενός της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης, η οποία συνήφθη στις 6 Ιουνίου 1997 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης) και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES (ΕΕ 1998, L 14, σ. 9), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 7ης Απριλίου 1998 (ΕΕ L 131, σ. 10), και αφετέρου της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου) και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ L 175, σ. 43), καθώς και την ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 204, σ. 23).

2        Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε κατά την εκδίκαση διαφοράς μεταξύ του Zentralbetriebsrat der Landeskrankenhäuser Tirols (κεντρικού συμβουλίου του προσωπικού των νοσοκομείων του Τιρόλου) και του Land Tirol (ομόσπονδου κράτους του Τιρόλου) σχετικά με ορισμένες διατάξεις του νόμου του ομόσπονδου κράτους του Τιρόλου για τους συμβασιούχους υπαλλήλους (Tiroler Landes-Vertragsbedienstetengesetz), της 8ης Νοεμβρίου 2000 (BGBl. I, 2/2001), όπως ίσχυε μέχρι την 1η Φεβρουαρίου 2009 (στο εξής: L‑VBG), οι οποίες αφορούσαν τους συμβασιούχους υπαλλήλους που εργάζονταν περιστασιακά, με μειωμένο ωράριο ή με σύμβαση ορισμένου χρόνου, καθώς και όσους λάμβαναν γονική άδεια.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

3        Κατά τη ρήτρα 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης, στόχος της συμφωνίας αυτής είναι:

«η εξάλειψη των διακρίσεων εις βάρος των εργαζομένων μερικής απασχόλησης και η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας με μερική απασχόληση».

4        Η ρήτρα 4 της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου, η οποία επιγράφεται «Αρχή της μη διάκρισης», προβλέπει τα εξής:

«1.      Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με τρόπο λιγότερο ευνοϊκό απ’ ό,τι οι συγκρίσιμοι εργαζόμενοι με πλήρη απασχόληση για τον λόγο και μόνον ότι εργάζονται με μερική απασχόληση, εκτός και αν η διαφορετική τους μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

2.      Όπου κρίνεται αναγκαίο, εφαρμόζεται η αρχή pro rata temporis.

[…]»

5        Κατά τη ρήτρα 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, σκοπός της εν λόγω συμφωνίας είναι:

«η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης».

6        Η ρήτρα 4 της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου, που επιγράφεται «Αρχή της μη διάκρισης», διευκρινίζει τα εξής:

«1.      Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζόμενους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

2.      Όπου κρίνεται αναγκαίο, εφαρμόζεται η αρχή pro rata temporis.

[…]»

7        Το άρθρο 14 της οδηγίας 2006/54 έχει ως εξής:

«1.      Δεν υφίσταται άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων φορέων, όσον αφορά:

[…]

γ)      τους όρους απασχόλησης και εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων, καθώς και θέματα αμοιβής σύμφωνα με το άρθρο 141 της Συνθήκης,

[…]»

8        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ L 299, σ. 9), ορίζει τα εξής:

«1.      Η παρούσα οδηγία καθορίζει τις στοιχειώδεις προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας.

2.      Εφαρμόζεται:

α)      στις ελάχιστες περιόδους […] ετήσιας άδειας […]

[…]».

9        Το άρθρο 7 της οδηγίας αυτής, που επιγράφεται «Ετήσια άδεια», είναι διατυπωμένο ως εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας.

2.      Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση μόνον σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης.»

10      Το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/88 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από ορισμένες διατάξεις της οδηγίας. Καμία παρέκκλιση δεν επιτρέπεται από το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας.

11      Η ρήτρα 2, σημείο 6, της συμφωνίας-πλαισίου για τη γονική άδεια, η οποία συνήφθη στις 14 Δεκεμβρίου 1995 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο για τη γονική άδεια) και προσαρτάται στην οδηγία 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1996, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για τη γονική άδεια, που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES (EE L 145, σ. 4), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/75/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997 (ΕΕ 1998, L 10, σ. 24), έχει ως εξής:

«Τα κεκτημένα δικαιώματα ή τα δικαιώματα που είναι υπό κτήση από τον εργαζόμενο κατά την ημερομηνία έναρξης της γονικής άδειας διατηρούνται ως έχουν μέχρι τέλους της γονικής άδειας. Με τη λήξη της γονικής άδειας, εφαρμόζονται τα δικαιώματα αυτά, συμπεριλαμβανομένων των αλλαγών που προέρχονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την εθνική πρακτική.»

 Η εθνική νομοθεσία

12      Το άρθρο 1 του L-VBG προβλέπει τα εξής:

«1)      Ο παρών νόμος εφαρμόζεται σε όλους τους μισθωτούς που έχουν συνάψει σύμβαση ιδιωτικού δικαίου με το ομόσπονδο κράτος του Τιρόλου (συμβασιούχους υπαλλήλους), εκτός αν η παράγραφος 2 προβλέπει κάποια εξαίρεση.

2)      Ο παρών νόμος δεν εφαρμόζεται:

[…]

m)      στα πρόσωπα που εργάζονται με σχέση ορισμένου χρόνου, διάρκειας 6 μηνών κατ’ ανώτατο όριο, ή μόνο περιστασιακά ή απασχολούνται, σε τακτική έστω βάση, αλλά για ώρες εργασίες που υπολείπονται του 30 % των κανονικών ωρών εργασίας των εργαζόμενων πλήρους απασχόλησης,

[…]».

13      Το άρθρο 54 του εν λόγω νόμου προβλέπει τα εξής:

«Ο συμβασιούχος υπάλληλος έχει δικαίωμα άδειας (ετήσιας άδειας) για κάθε ημερολογιακό έτος.»

14      Το άρθρο 55 του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

«1)      Για κάθε ημερολογιακό έτος, η διάρκεια της άδειας, εφόσον δεν προβλέπονται εξαιρέσεις, είναι ίση με:

[…]

5)      Σε περίπτωση μεταβολής του αριθμού των ωρών εργασίας ενός εργαζόμενου, το μη χρησιμοποιηθέν υπόλοιπο της ετήσιας άδειας προσαρμόζεται αναλογικά προς τον νέο αριθμό ωρών εργασίας.»

15      Το άρθρο 60 του L-VBG ορίζει τα εξής:

«Η αξίωση για ετήσια άδεια παραγράφεται, εφόσον ο εργαζόμενος με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου δεν χρησιμοποιήσει την άδειά του μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του ημερολογιακού έτους που ακολουθεί το έτος κατά το οποίο αποκτήθηκε το δικαίωμα άδειας. Αν η λήψη της άδειας μέχρι το χρονικό αυτό σημείο δεν κατέστη δυνατή για υπηρεσιακούς λόγους, η αξίωση για ετήσια άδεια παραγράφεται με τη λήξη του ημερολογιακού έτους που ακολουθεί το χρονικό αυτό σημείο. Αν ο εργαζόμενος με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου έχει λάβει γονική άδεια σύμφωνα με τον Tiroler Mutterschutzgesetz (νόμο του Τιρόλου για την προστασία της μητρότητας) του 2005 ή του 1979 ή τον Tiroler Eltern-Karenz-Gesetz (νόμο του Τιρόλου για τη γονική άδεια) του 2005, η παραγραφή της αξίωσης για άδεια αναστέλλεται για χρονικό διάστημα ίσο με το διάστημα κατά ο οποίο η γονική αυτή άδεια υπερβαίνει τους 10 μήνες.»

16      Ο νόμος της 12ης Νοεμβρίου 2008 (BGBl. I, 5/2009), ο οποίος άρχισε να ισχύει την 1η Φεβρουαρίου 2009, τροποποίησε το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο m, του L-VBG, το οποίο έχει πλέον την εξής διατύπωση:

«στα πρόσωπα που εργάζονται με σχέση ορισμένου χρόνου, διάρκειας 6 μηνών κατ’ ανώτατο όριο, ή μόνο περιστασιακά».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17      Το ενάγον, ως το αρμόδιο για το προσωπικό των νοσοκομείων του Τιρόλου όργανο, έχει ασκήσει αναγνωριστική αγωγή δυνάμει της ειδικής διαδικασίας του άρθρου 54, παράγραφος 1, του αυστριακού νόμου για την αρμοδιότητα και τη διαδικασία στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης και του εργατικού δικαίου (Arbeits- und Sozialgerichtsgesetz, BGBl. 104/1985).

18      Η αγωγή αυτή έχει ασκηθεί κατά του Land Tirol ως εργοδότη και αντικείμενό της είναι να αναγνωριστεί από το Landesgericht Innsbruck ότι ορισμένες διατάξεις του L-VBG είναι ασυμβίβαστες με το κοινοτικό δίκαιο.

19      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landesgericht Innsbruck αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Συμβιβάζεται με τη ρήτρα 4, [σημείο] 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης […] το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες που απασχολούνται από οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης ή δημόσια επιχείρηση με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και εργάζονται λιγότερο από 12 ώρες εβδομαδιαίως (δηλαδή από το 30 % των κανονικών ωρών εργασίας) αντιμετωπίζονται λιγότερο ευνοϊκά απ’ ό,τι οι συγκρίσιμοι εργαζόμενοι με πλήρη απασχόληση, όσον αφορά τις αποδοχές, την κατάταξη σε μισθολογική κλίμακα, την αναγνώριση της προϋπηρεσίας, το δικαίωμα ετήσιας άδειας, τις ειδικές αποζημιώσεις, την υπερωριακή αμοιβή κ.λπ.;

2)      Έχει η αρχή pro rata temporis, η οποία κατοχυρώνεται με τη ρήτρα 4, [σημείο] 2, της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου, την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτήν η διάταξη εθνικού νόμου, όπως είναι το άρθρο 55, παράγραφος 5, του L-VBG, το οποίο προβλέπει ότι, σε περίπτωση μεταβολής του αριθμού των ωρών εργασίας ενός εργαζόμενου, το μη χρησιμοποιηθέν υπόλοιπο της ετήσιας άδειας προσαρμόζεται αναλογικά προς τον νέο αριθμό ωρών εργασίας, πράγμα που έχει ως συνέπεια ότι ο εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης που καθίσταται, λόγω μείωσης των ωρών εργασίας του, εργαζόμενος μερικής απασχόλησης είτε υφίσταται μείωση των δικαιωμάτων άδειας που απέκτησε κατά τη διάρκεια της πλήρους απασχόλησής του είτε μπορεί απλώς, ως εργαζόμενος μερικής απασχόλησης, να χρησιμοποιήσει την άδεια αυτή διαθέτοντας πλέον μικρότερο επίδομα άδειας;

3)      Αντιβαίνει στη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου [για την εργασία ορισμένου χρόνου] μια εθνική διάταξη όπως το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο m, του L-VBG, κατά το οποίο οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες που απασχολούνται με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, διάρκειας μέχρι 6 μηνών, ή μόνο περιστασιακά αντιμετωπίζονται λιγότερο ευνοϊκά απ’ ό,τι οι συγκρίσιμοι εργαζόμενοι αορίστου χρόνου, όσον αφορά τις αποδοχές, την κατάταξη σε μισθολογική κλίμακα, την αναγνώριση της προϋπηρεσίας, το δικαίωμα ετήσιας άδειας, τις ειδικές αποζημιώσεις, την υπερωριακή αμοιβή κ.λπ.;

4)      Υφίσταται έμμεση διάκριση λόγω φύλου, κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2006/54/ […], όταν, στην περίπτωση των εργαζόμενων με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου που έχουν λάβει γονική άδεια μέχρι το νόμιμο όριο των δύο ετών, η κατά νόμο αξίωση άδειας για το έτος πριν από τη γέννηση του τέκνου έχει ήδη παραγραφεί κατά τη λήξη της γονικής άδειας, οι δε πληττόμενοι εργαζόμενοι είναι στην πλειονότητά τους (97 %) γυναίκες;»

20      Με διάταξη της 10ης Δεκεμβρίου 2009, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Δεκεμβρίου 2009, το Landesgericht Innsbruck ζητεί από το Δικαστήριο να απαντήσει μόνο στο δεύτερο, στο τρίτο και στο τέταρτο ερώτημα, τα οποία του υποβλήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 234 ΕΚ, και όχι στο πρώτο.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του παραδεκτού

21      Το Land Tirol υποστηρίζει, με τις γραπτές παρατηρήσεις του, ότι τα προδικαστικά ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στο Δικαστήριο είναι απαράδεκτα, διότι οι διατάξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις οποίες αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο δεν έχουν απευθείας εφαρμογή.

22      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες οι διατάξεις οδηγίας εμφανίζονται, από άποψη περιεχομένου, ως απαλλαγμένες αιρέσεων και αρκούντως ακριβείς, οι ιδιώτες μπορούν να τις επικαλούνται στα κράτη μέλη έναντι του Δημοσίου, π.χ. όταν το Δημόσιο ενεργεί ως εργοδότης (βλ., ιδίως, αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 2003, C-187/00, Kutz-Bauer, Συλλογή 2003, σ. I‑2741, σκέψεις 69 και 71, της 15ης Απριλίου 2008, C-268/06, Impact, Συλλογή 2008, σ. I-2483, σκέψη 57, και της 16ης Ιουλίου 2009, C-537/07, Gómez-Limón Sánchez-Camacho, Συλλογή 2009, σ. Ι-6525, σκέψη 33). Είναι αναμφισβήτητο ότι αυτό ισχύει οπωσδήποτε για το άρθρο 14 της οδηγίας 2006/54.

23      Εξάλλου, η νομολογία αυτή μπορεί να εφαρμοσθεί κατ’ αναλογία επί των συμφωνιών οι οποίες, όπως οι συμφωνίες-πλαίσια για την εργασία μερικής απασχόλησης και για την εργασία ορισμένου χρόνου, είναι αποτέλεσμα διαλόγου που έχει διεξαχθεί μεταξύ των κοινωνικών εταίρων στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχουν τεθεί σε εφαρμογή, σύμφωνα με τη νομική βάση καθεμιάς, με οδηγία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της οποίας και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος (βλ. επ’ αυτού την προπαρατεθείσα απόφαση Impact, σκέψη 58).

24      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το Δικαστήριο δέχτηκε, μεταξύ άλλων, ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου είναι απαλλαγμένη αιρέσεων και αρκούντως ακριβής, ώστε να μπορούν οι ιδιώτες να την επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Impact, σημείο 2 του διατακτικού). Το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι η ρήτρα 4, σημείο 2, της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου υπογραμμίζει απλώς μία από τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει, ενδεχομένως υπό δικαστικό έλεγχο, η εφαρμογή της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων υπέρ των εργαζομένων με σύμβαση ορισμένου χρόνου, χωρίς βέβαια να θίγεται το περιεχόμενο αυτής της αρχής (προπαρατεθείσα απόφαση Impact, σκέψη 65).

25      Κατόπιν των ανωτέρω εκτεθέντων και με βάση το γεγονός ότι η διατύπωση της ρήτρας 4 των συμφωνιών-πλαισίων για την εργασία μερικής απασχόλησης και για την εργασία ορισμένου χρόνου είναι, τηρουμένων των αναλογιών, ταυτόσημη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις οποίες αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο είναι απαλλαγμένες αιρέσεων και αρκούντως ακριβείς, ώστε να μπορούν οι ιδιώτες να τις επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

26      Επομένως, η αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης είναι παραδεκτή.

 Επί του δεύτερου ερωτήματος

27      Το αιτούν δικαστήριο, με το δεύτερο ερώτημα, θέτει κατ’ ουσία το ζήτημα αν το εφαρμοστέο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και συγκεκριμένα η ρήτρα 4, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτήν η εθνική διάταξη που, όπως το άρθρο 55, παράγραφος 5, του L-VBG, προβλέπει ότι, σε περίπτωση μεταβολής του αριθμού των ωρών εργασίας ενός εργαζόμενου, το μη χρησιμοποιηθέν υπόλοιπο της άδειας προσαρμόζεται κατά τρόπο ώστε ο εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης που καθίσταται εργαζόμενος μερικής απασχόλησης είτε να υφίσταται μείωση των δικαιωμάτων ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών τα οποία απέκτησε κατά τη διάρκεια της πλήρους απασχόλησής του είτε να μπορεί να χρησιμοποιήσει την άδεια αυτή διαθέτοντας μικρότερο πλέον επίδομα άδειας.

28      Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα κάθε εργαζόμενου για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών πρέπει να θεωρηθεί ως αρχή του κοινωνικού δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει ιδιαίτερη σημασία και από την οποία δεν επιτρέπεται παρέκκλιση και της οποίας η εφαρμογή από τις αρμόδιες εθνικές αρχές μπορεί να γίνεται μόνον εντός των ορίων που προβλέπει ρητά η ίδια η οδηγία 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1993, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ L 307, σ. 18) (βλ. αποφάσεις της 26ης Ιουνίου 2001, C‑173/99, BECTU, Συλλογή 2001, σ. I‑4881, σκέψη 43, της 18ης Μαρτίου 2004, C‑342/01, Merino Gómez, Συλλογή 2004, σ. I‑2605, σκέψη 29, και της 16ης Μαρτίου 2006, C‑131/04 και C‑257/04, Robinson-Steele κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑2531, σκέψη 48· όσον αφορά την οδηγία 2003/88, βλ. αποφάσεις της 20ής Ιανουαρίου 2009, C‑350/06 και C-520/06, Schultz-Hoff κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I‑179, σκέψη 22, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑277/08, Vicente Pereda, Συλλογή 2009, σ. Ι-8405, σκέψη 18).

29      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι αυτή η αρχή του κοινωνικού δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία έχει ιδιαίτερη σημασία, δεν μπορεί να ερμηνεύεται στενά (βλ., κατ’ αναλογία, την απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2009, C-116/08, Meerts, Συλλογή 2009, σ. Ι-10063, σκέψη 42).

30      Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι ο σκοπός του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών είναι να παράσχει στον εργαζόμενο τη δυνατότητα να αναπαυθεί και να έχει στη διάθεσή του ένα χρονικό διάστημα χαλάρωσης και ψυχαγωγίας (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Schultz-Hoff κ.λπ., σκέψη 25). Αυτός ο χρόνος ανάπαυσης έχει το θετικό αποτέλεσμα που έχει για την ασφάλεια και την υγεία του εργαζόμενου η ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών ακόμη και όταν η άδεια δεν λαμβάνεται κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, αλλά σε μεταγενέστερη περίοδο (απόφαση της 6ης Απριλίου 2006, C‑124/05, Federatie Nederlandse Vakbeweging, Συλλογή 2006, σ. I‑3423, σκέψη 30).

31      Ο εργαζόμενος δηλαδή πρέπει κανονικά να διαθέτει πραγματικό χρόνο ανάπαυσης, δεδομένου ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 επιτρέπει την αντικατάσταση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών από χρηματική αποζημίωση μόνο στην περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας (βλ. συναφώς τις προπαρατεθείσες αποφάσεις BECTU, σκέψη 44, και Merino Gómez, σκέψη 30).

32      Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η λήψη της ετήσιας άδειας όχι κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, αλλά σε μεταγενέστερη περίοδο, δεν έχει καμία σχέση με τον χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει ο εργαζόμενος κατά τη διάρκεια της μεταγενέστερης αυτής περιόδου. Κατά συνέπεια, η μεταβολή, και συγκεκριμένα η μείωση, του χρόνου εργασίας στην περίπτωση που ο εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης καθίσταται εργαζόμενος μερικής απασχόλησης δεν επιτρέπεται να οδηγεί σε μείωση των δικαιωμάτων ετήσιας άδειας τα οποία απέκτησε ο εργαζόμενος κατά τη διάρκεια της πλήρους απασχόλησής του.

33      Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αρχή pro rata temporis, η οποία προβλέπεται στη ρήτρα 4, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης, είναι ενδεδειγμένο να εφαρμόζεται στη χορήγηση ετήσιας άδειας για περίοδο εργασίας με μειωμένο ωράριο. Συγκεκριμένα, για τέτοιες περιόδους, η μείωση των δικαιωμάτων ετήσιας άδειας σε σχέση με τα αντίστοιχα δικαιώματα που χορηγούνται για τις περιόδους εργασίας με πλήρη απασχόληση στηρίζεται σε αντικειμενικούς δικαιολογητικούς λόγους. Αντίθετα, η αρχή αυτή δεν επιτρέπεται να εφαρμόζεται εκ των υστέρων στο δικαίωμα ετήσιας άδειας που έχει αποκτηθεί κατά τη διάρκεια περιόδου εργασίας με πλήρη απασχόληση.

34      Μολονότι δηλαδή ούτε από τις εφαρμοστέες διατάξεις της οδηγίας 2003/88 ούτε από τη ρήτρα 4, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η εθνική νομοθεσία μπορεί να προβλέπει, μεταξύ των προϋποθέσεων άσκησης του δικαιώματος ετήσιας άδειας, τη μερική απώλεια του δικαιώματος άδειας που έχει αποκτηθεί εκτός της περιόδου αναφοράς, πρέπει πάντως να υπενθυμιστεί ότι το συμπέρασμα αυτό είναι επιβεβλημένο μόνο όταν ο εργαζόμενος δεν είχε πράγματι τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα αυτό (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Vicente Pereda, σκέψη 19).

35      Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το εφαρμοστέο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και συγκεκριμένα η ρήτρα 4, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 97/81, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/23, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει στο δίκαιο αυτό η εθνική διάταξη που, όπως το άρθρο 55, παράγραφος 5, του L-VBG, προβλέπει ότι, σε περίπτωση μεταβολής του αριθμού των ωρών εργασίας ενός εργαζόμενου, το μη χρησιμοποιηθέν υπόλοιπο της άδειας προσαρμόζεται κατά τρόπο ώστε ο εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης που καθίσταται εργαζόμενος μερικής απασχόλησης είτε να υφίσταται μείωση των δικαιωμάτων ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών τα οποία απέκτησε, αλλά δεν μπόρεσε να ασκήσει, κατά τη διάρκεια της πλήρους απασχόλησής του είτε να μπορεί να χρησιμοποιήσει την άδεια αυτή διαθέτοντας μικρότερο πλέον επίδομα άδειας.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

36      Το αιτούν δικαστήριο, με το τρίτο ερώτημα, θέτει κατ’ ουσία το ζήτημα αν η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτήν η εθνική διάταξη που, όπως το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο m, του L-VBG, αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τους εργαζόμενους που απασχολούνται είτε με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, διάρκειας μέχρι 6 μηνών, είτε μόνο περιστασιακά.

37      Καταρχάς υπενθυμίζεται ότι ο L-VBG εφαρμοζόταν, με τη μορφή που ίσχυε μέχρι την 1η Φεβρουαρίου 2009, στους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης και σε όσους απασχολούνταν με σύμβαση διάρκειας μεγαλύτερης των έξι μηνών ή με μειωμένο ωράριο ανερχόμενο στο 30 % τουλάχιστον των ωρών εργασίας των εργαζόμενων πλήρους απασχόλησης.

38      Κατόπιν της νομοθετικής τροποποίησης για την οποία έγινε λόγος ανωτέρω στη σκέψη 16 της παρούσας απόφασης, όλοι οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης έχουν, όπως ακριβώς και οι εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης, τα δικαιώματα που απονέμει ο L‑VBG σχετικά π.χ. με τις αποδοχές, την κατάταξη σε μισθολογική κλίμακα, την αναγνώριση της προϋπηρεσίας, το δικαίωμα ετήσιας άδειας, τις ειδικές αποζημιώσεις και την υπερωριακή αμοιβή. Από την αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου προκύπτει ότι η τροποποίηση αυτή κρίθηκε αναγκαία λόγω της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης.

39      Όσον αφορά τους εργαζόμενους που απασχολούνται με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, διάρκειας μέχρι 6 μηνών, μεταξύ των οποίων καταλέγονται όσοι απασχολούνται περιστασιακά με συμβάσεις εργασίας διάρκειας μιας ημέρας, οι οποίοι εξακολουθούν να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του L-VBG, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το γεγονός και μόνο ότι οι εργαζόμενοι αυτοί δεν έχουν τα δικαιώματα που παρέχει ο εν λόγω νόμος σημαίνει ότι η μεταχείρισή τους είναι λιγότερο ευνοϊκή από ό,τι των εργαζόμενων με σύμβαση αόριστου χρόνου ή των εργαζόμενων μερικής απασχόλησης.

40      Συναφώς διευκρινίζεται ότι η παροχή ορισμένων δικαιωμάτων, τα οποία απορρέουν, κατά το Land Tirol, από άλλες διατάξεις που έχουν εφαρμογή στην κατηγορία των εργαζόμενων που αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του L-VBG, ενδέχεται απλώς να μετριάζει τη δυσμενή μεταχείριση των εργαζόμενων αυτών, η οποία οφείλεται στον εν λόγω αποκλεισμό.

41      Με βάση τα δεδομένα αυτά, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης και την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, η διαφορετική μεταχείριση των εργαζόμενων με σύμβαση ορισμένου χρόνου σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζόμενους με σύμβαση αόριστου χρόνου δεν δικαιολογείται παρά μόνο αν συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι.

42      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου πάντως, ο όρος «αντικειμενικοί λόγοι» της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει την έννοια ότι αφορά σαφείς και συγκεκριμένες περιστάσεις που χαρακτηρίζουν μια καθορισμένη δραστηριότητα και οι οποίες, κατά συνέπεια, μπορούν να δικαιολογήσουν, στο ειδικό αυτό πλαίσιο, τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Οι περιστάσεις αυτές μπορούν να οφείλονται, μεταξύ άλλων, στην ιδιαίτερη φύση των καθηκόντων για την εκτέλεση των οποίων έχουν συναφθεί οι συμβάσεις εργασίες ορισμένου χρόνου και στα εγγενή χαρακτηριστικά τους ή, ενδεχομένως, στην επιδίωξη ενός θεμιτού σκοπού κοινωνικής πολιτικής εκ μέρους κράτους μέλους (απόφαση της 4ης Ιουλίου 2006, C‑212/04, Αδενέλερ κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. Ι‑6057, σκέψεις 69 και 70, και απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑307/05, Del Cerro Alonso, Συλλογή 2007, σ. Ι‑7109, σκέψη 53).

43      Η ίδια ερμηνεία επιβάλλεται κατ’ αναλογία όσον αφορά τον ίδιο όρο «αντικειμενικοί λόγοι» που χρησιμοποιείται στη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου (προπαρατεθείσα απόφαση Del Cerro Alonso, σκέψη 56).

44      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο όρος «αντικειμενικοί λόγοι», όπως χρησιμοποιείται στην εν λόγω ρήτρα, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει να προβάλλεται ως δικαιολογητικός λόγος της διαφορετικής μεταχείρισης των εργαζόμενων με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου έναντι των εργαζόμενων με σχέση εργασίας αόριστου χρόνου το γεγονός ότι η διαφορετική αυτή μεταχείριση προβλέπεται από γενικό και αφηρημένο κανόνα δικαίου. Αντίθετα, κατά την έννοια του όρου αυτού, η άνιση αυτή μεταχείριση πρέπει να ανταποκρίνεται σε μια πραγματική ανάγκη, να είναι κατάλληλη προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να είναι αναγκαία προς τούτο (προπαρατεθείσα απόφαση Del Cerro Alonso, σκέψεις 57 και 58).

45      Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, το Land Tirol φρονεί ότι η διαφορετική μεταχείριση των εργαζόμενων τους οποίους αφορά το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο m, του L-VBG δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους που συναρτώνται προς την αρχή της εξοικονόμησης προσωπικού. Η Αυστριακή Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι θα ήταν υπερβολικά δυσχερές και διοικητικά επαχθές να δημιουργούνται μόνιμες θέσεις εργασίας πέρα από τις υπάρχουσες ανάγκες, ενόψει της σύναψης συμβάσεων εργασίας με κατηγορίες προσώπων για τα οποία δεν τίθεται a priori ζήτημα σύναψης μακρόχρονης εργασιακής σχέσης. Αυτό θα είχε ως συνέπεια να εμποδίζεται η επιδίωξη ενός θεμιτού σκοπού κοινωνικής πολιτικής και οργάνωσης της αγοράς εργασίας.

46      Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πρώτον, η αρχή της εξοικονόμησης προσωπικού ανάγεται σε δημοσιονομικούς λόγους, οι οποίοι δεν μπορούν να αποτελούν δικαιολογητικό λόγο για διακρίσεις (βλ. επ’ αυτού την απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2003, C‑4/02 και C‑5/02, Schönheit και Becker, Συλλογή 2003, σ. I-12575, σκέψη 85). Δεύτερον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τονίζει ορθά ότι ο σκοπός της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου δεν έγκειται κατ’ ανάγκη στη δημιουργία μόνιμων θέσεων.

47      Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτήν η εθνική διάταξη που, όπως το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο m, του L-VBG, αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τους εργαζόμενους που απασχολούνται είτε με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, διάρκειας μέχρι 6 μηνών, είτε μόνο περιστασιακά.

 Επί του τέταρτου ερωτήματος

48      Το αιτούν δικαστήριο, με το τέταρτο ερώτημα, θέτει κατ’ ουσία το ζήτημα αν το εφαρμοστέο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και συγκεκριμένα το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2006/54, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει στο δίκαιο αυτό η εθνική διάταξη που, όπως το άρθρο 60, τελευταίο εδάφιο, του L-VBG, προβλέπει ότι οι εργαζόμενοι που έχουν ασκήσει το δικαίωμά τους να λάβουν τη διετή γονική άδεια (στην πράξη, πρόκειται κυρίως για γυναίκες) χάνουν, κατά τη λήξη της άδειας αυτής, τα δικαιώματα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που είχαν αποκτήσει κατά το έτος πριν από τη γέννηση του τέκνου τους.

49      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, έστω και αν το αιτούν δικαστήριο περιόρισε τυπικά την αίτησή του για την έκδοση προδικαστικής απόφασης στην ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2006/54, το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ενδέχεται να είναι χρήσιμα για την έκδοση απόφασης στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί το εθνικό δικαστήριο, ανεξαρτήτως του αν το δικαστήριο αυτό έχει αναφερθεί σε αυτά με το ερώτημα που έχει διατυπώσει (βλ. επ’ αυτού αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, C-387/01, Weigel, Συλλογή 2004, σ. Ι-4981, σκέψη 44, και της 21ης Φεβρουαρίου 2006, C-152/03, Ritter-Coulais, Συλλογή 2006, σ. I-1711, σκέψη 29).

50      Πρέπει συνεπώς να ληφθεί υπόψη ευθύς εξαρχής ότι, κατά τη ρήτρα 2, σημείο 6, της συμφωνίας-πλαισίου για τη γονική άδεια, την οποία οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Gómez-Limón Sánchez-Camacho, σημείο 1 του διατακτικού), τα κεκτημένα δικαιώματα ή τα δικαιώματα που είναι υπό κτήση από τον εργαζόμενο κατά την ημερομηνία έναρξης της γονικής άδειας διατηρούνται ως έχουν μέχρι το τέλος της γονικής άδειας και μπορούν να ασκηθούν με τη λήξη της εν λόγω άδειας.

51      Συνεπώς, τόσο από το γράμμα της εν λόγω ρήτρας 2, σημείο 6, όσο και από την αλληλουχία στην οποία εντάσσεται, προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης αυτής είναι αφενός να αποτρέψει την απώλεια ή τον περιορισμό των κεκτημένων ή υπό κτήση δικαιωμάτων που πηγάζουν από τη σχέση εργασίας και τα οποία μπορεί να προβάλει ο εργαζόμενος ήδη κατά την έναρξη της γονικής άδειας και αφετέρου να εξασφαλίσει ότι, με τη λήξη της άδειας αυτής, ο εργαζόμενος θα επανέλθει, όσον αφορά τα δικαιώματα αυτά, στην ίδια κατάσταση με αυτή στην οποία βρισκόταν πριν από την εν λόγω άδεια (βλ. τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Gómez-Limón Sánchez-Camacho, σκέψη 39, και Meerts, σκέψη 39).

52      Πράγματι, η συμφωνία-πλαίσιο για τη γονική άδεια επιδιώκει την επίτευξη σκοπών που εντάσσονται στους θεμελιώδεις σκοπούς που θέτει το σχετικό με την ισότητα μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σημείο 16 του Κοινοτικού Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων, στον οποίο παραπέμπει η εν λόγω συμφωνία-πλαίσιο και στον οποίο επίσης αναφέρεται το άρθρο 136 ΕΚ. Οι σκοποί αυτοί συνίστανται στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας και στην κατάλληλη κοινωνική προστασία των εργαζομένων, εν προκειμένω των εργαζομένων που έχουν ζητήσει ή λάβει γονική άδεια (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Meerts, σκέψη 37).

53      Από τους σκοπούς αυτούς της συμφωνίας-πλαισίου για τη γονική άδεια προκύπτει ότι η έννοια του όρου «κεκτημένα ή υπό κτήση δικαιώματα» κατά τη ρήτρα 2, σημείο 6, της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου καλύπτει το σύνολο των δικαιωμάτων και οφελών, σε χρήμα ή σε είδος, που απορρέουν άμεσα ή έμμεσα από τη σχέση εργασίας και τα οποία μπορεί να αξιώσει ο εργαζόμενος από τον εργοδότη του στην αρχή της γονικής άδειας (προπαρατεθείσα απόφαση Meerts, σκέψη 43).

54      Το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, το οποίο, όπως υπενθυμίστηκε παραπάνω στη σκέψη 28 της παρούσας απόφασης, έχει ιδιαίτερη σημασία, καταλέγεται αναμφισβήτητα μεταξύ των δικαιωμάτων που πηγάζουν άμεσα από τη σχέση εργασίας κάθε εργαζόμενου, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για γυναίκα ή άνδρα.

55      Δεδομένου ότι το συμπέρασμα αυτό ισχύει για όλους τους εργαζόμενους που έχουν ασκήσει το δικαίωμά τους να λάβουν τη διετή γονική άδεια, ανεξάρτητα από το αν είναι γυναίκες ή άνδρες, δεν χρειάζεται να ερμηνευθεί το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2006/54.

56      Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 2, σημείο 6, της συμφωνίας-πλαισίου για τη γονική άδεια, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 96/34, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/75, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει στη ρήτρα αυτή η εθνική διάταξη που, όπως το άρθρο 60, τελευταίο εδάφιο, του L-VBG, προβλέπει ότι οι εργαζόμενοι που έχουν ασκήσει το δικαίωμά τους να λάβουν τη διετή γονική άδεια χάνουν, κατά τη λήξη της άδειας αυτής, τα δικαιώματα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που είχαν αποκτήσει κατά το έτος πριν από τη γέννηση του τέκνου τους.

 Επί των δικαστικών εξόδων

57      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το εφαρμοστέο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και συγκεκριμένα η ρήτρα 4, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης, η οποία συνήφθη στις 6 Ιουνίου 1997 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 7ης Απριλίου 1998, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει στο δίκαιο αυτό η εθνική διάταξη που, όπως το άρθρο 55, παράγραφος 5, του νόμου του ομόσπονδου κράτους του Τιρόλου για τους συμβασιούχους υπαλλήλους (Tiroler Landes-Vertragsbedienstetengesetz), της 8ης Νοεμβρίου 2000, όπως ίσχυε μέχρι την 1η Φεβρουαρίου 2009, προβλέπει ότι, σε περίπτωση μεταβολής του αριθμού των ωρών εργασίας ενός εργαζόμενου, το μη χρησιμοποιηθέν υπόλοιπο της άδειας προσαρμόζεται κατά τρόπο ώστε ο εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης που καθίσταται εργαζόμενος μερικής απασχόλησης είτε να υφίσταται μείωση των δικαιωμάτων ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών τα οποία απέκτησε, αλλά δεν μπόρεσε να ασκήσει, κατά τη διάρκεια της πλήρους απασχόλησής του είτε να μπορεί να χρησιμοποιήσει την άδεια αυτή διαθέτοντας μικρότερο πλέον επίδομα άδειας.

2)      H ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει στη ρήτρα αυτή η εθνική διάταξη που, όπως το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο m, του νόμου του ομόσπονδου κράτους του Τιρόλου για τους συμβασιούχους υπαλλήλους, της 8ης Νοεμβρίου 2000, όπως ίσχυε μέχρι την 1η Φεβρουαρίου 2009, αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τους εργαζόμενους που απασχολούνται είτε με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, διάρκειας μέχρι 6 μηνών, είτε μόνο περιστασιακά.

3)      Η ρήτρα 2, σημείο 6, της συμφωνίας-πλαισίου για τη γονική άδεια, η οποία συνήφθη στις 14 Δεκεμβρίου 1995 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1996, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για τη γονική άδεια, που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/75/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει στη ρήτρα αυτή η εθνική διάταξη που, όπως το άρθρο 60, τελευταίο εδάφιο, του νόμου του ομόσπονδου κράτους του Τιρόλου για τους συμβασιούχους υπαλλήλους, της 8ης Νοεμβρίου 2000, όπως ίσχυε μέχρι την 1η Φεβρουαρίου 2009, προβλέπει ότι οι εργαζόμενοι που έχουν ασκήσει το δικαίωμά τους να λάβουν τη διετή γονική άδεια χάνουν, κατά τη λήξη της άδειας αυτής, τα δικαιώματα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που είχαν αποκτήσει κατά το έτος πριν από τη γέννηση του τέκνου τους.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top