EUR-Lex Access to European Union law
This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62008CC0241
Opinion of Advocate General Kokott delivered on 25 June 2009. # European Commission v French Republic. # Failure of a Member State to fulfil obligations - Directive 92/43/EEC - Article 6(2) and (3) - Incorrect transposition - Special areas of conservation - Significant effect of a project on the environment - ‘Non-disturbing’ nature of certain activities - Assessment of the effects on the environment. # Case C-241/08.
Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Kokott της 25ης Ιουνίου 2009.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας.
Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 92/43/ΕΟΚ - Άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3 - Εσφαλμένη μεταφορά - Ειδικές ζώνες διατηρήσεως - Σημαντικές επιπτώσεις σχεδίου στο περιβάλλον - "Μη οχλών" χαρακτήρας ορισμένων δραστηριοτήτων - Εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον.
Υπόθεση C-241/08.
Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Kokott της 25ης Ιουνίου 2009.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας.
Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 92/43/ΕΟΚ - Άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3 - Εσφαλμένη μεταφορά - Ειδικές ζώνες διατηρήσεως - Σημαντικές επιπτώσεις σχεδίου στο περιβάλλον - "Μη οχλών" χαρακτήρας ορισμένων δραστηριοτήτων - Εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον.
Υπόθεση C-241/08.
European Court Reports 2010 I-01697
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2009:398
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
JULIANE KOKOTT
της 25ης Ιουνίου 2009 (1)
Υπόθεση C‑241/08
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
κατά
Γαλλικής Δημοκρατίας
«Διαδικασία κατά παραβάσεως – Μεταφορά της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ (οδηγία για τους οικοτόπους) στην εσωτερική έννομη τάξη – Ζώνες ειδικής προστασίας – Σημαντικές επιπτώσεις ενός σχεδίου – Συγκεκριμένες δραστηριότητες που δεν έχουν επιβαρυντικές επιπτώσεις – Ανάγκη εκτιμήσεως των επιπτώσεων επί του συγκεκριμένου τόπου – Ανάγκη προτάσεως εναλλακτικών λύσεων στην περίπτωση που η εκτίμηση επιπτώσεων είναι αρνητική»
I – Εισαγωγή
1. Οι διάδικοι ερίζουν ως προς το αν η Γαλλία μετέφερε ορθώς το άρθρο 6 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (2) (στο εξής: οδηγία περί οικοτόπων) με το άρθρο L. 414-1, το άρθρο L. 414-4 και το άρθρο R. 414-21 του γαλλικού περιβαλλοντικού κώδικα (Code de l’environnement). Οι ρυθμίσεις αυτές αφορούν περιοχές οι οποίες λόγω της σημασίας τους για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση ορισμένων τύπων οικοτόπων και/ή τη διατήρηση ορισμένων ειδών προστατεύονται από το κοινοτικό δίκαιο.
2. Τα ζητήματα που στασιάζονται είναι τα εξής:
– Μπορεί το κράτος μέλος να περιορίσει τα νόμιμα μέτρα για την αποτροπή της υποβαθμίσεως ορισμένων περιοχών μη επιτρέποντας την απαγόρευση ορισμένων ανθρώπινων δραστηριοτήτων οι οποίες δεν έχουν σημαντικές επιπτώσεις;
– Συνάδει με την απαγόρευση της προκλήσεως σημαντικών ενοχλήσεων σε ορισμένα είδη η διαπίστωση με νομοθετική πρόβλεψη ότι ορισμένες δραστηριότητες δεν προκαλούν σημαντικές ενοχλήσεις;
– Πρέπει η εκτίμηση των επιπτώσεων να εφαρμόζεται σε όλα τα κρίσιμα σχέδια και προγράμματα;
– Τέλος, διασφαλίζουν οι διατάξεις της γαλλικής νομοθεσίας την ενδελεχή έρευνα των εναλλακτικών λύσεων σε σχέση με σχέδια τα οποία πλήττουν μια περιοχή;
II – Διαδικασία και αιτήματα
3. Στις 18 Οκτωβρίου 2005, η Επιτροπή κοινοποίησε στη Γαλλία τις επιφυλάξεις της με έγγραφο οχλήσεως. Μετά την απάντηση των γαλλικών αρχών της 7ης Φεβρουαρίου 2006, η Επιτροπή εξέδωσε στις 15 Δεκεμβρίου 2006 αιτιολογημένη γνώμη. Με αυτήν έθεσε μία τελευταία προθεσμία δύο μηνών προκειμένου να άρει της επιφυλάξεις της.
4. Δεδομένου ότι η από 28 Φεβρουαρίου 2007 απάντηση δεν ικανοποίησε την Επιτροπή, άσκησε στις 30 Μαΐου 2008, διά της ηλεκτρονικής οδού, την υπό κρίση προσφυγή και απέστειλε ταχυδρομικώς το δικόγραφο στις 2 Ιουνίου 2008. Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:
– να διαπιστώσει ότι η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να εκδώσει όλες τις νομοθετικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για την ορθή μεταφορά του άρθρου 6, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, παρέβη τις υποχρεώσεις της από την ανωτέρω οδηγία και
– να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.
5. Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο:
– να απορρίψει την προσφυγή και
– να καταδικάσει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα.
6. Οι διάδικοι ανέπτυξαν τα επιχειρήματά τους αποκλειστικά μέσω γραπτών υπομνημάτων.
III – Νομική εκτίμηση
7. Κατά την Επιτροπή, η Γαλλία δεν μετέφερε με τον ορθό τρόπο το άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας περί οικοτόπων.
Επί του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων
8. Το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων έχει ως εξής:
«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε στις ειδικές ζώνες διατήρησης να αποφεύγεται η υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων ειδών, καθώς και οι ενοχλήσεις που έχουν επιπτώσεις στα είδη για τα οποία οι ζώνες έχουν ορισθεί, εφόσον οι ενοχλήσεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις σημαντικές όσον αφορά τους στόχους της παρούσας οδηγίας.»
9. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι για την εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων μπορεί να είναι αναγκαία η λήψη τόσο μέτρων που αποσκοπούν στην πρόληψη των εξωτερικών προσβολών και διαταραχών που προκαλούνται από τον άνθρωπο όσο και μέτρων που αποσκοπούν να εμποδίσουν φυσικές εξελίξεις δυνάμενες να επιδεινώσουν την κατάσταση διατηρήσεως των ειδών και των φυσικών οικοτόπων εντός των ειδικών ζωνών προστασίας (3).
10. Το άρθρο L. 414-1, παράγραφος 5, του γαλλικού περιβαλλοντικού κώδικα προβλέπει ότι για τον σκοπό αυτόν καθορίζονται για κάθε περιοχή, σε συνεργασία με τις διάφορες ομάδες συμφερόντων, τα αναγκαία μέτρα διατηρήσεως ή αποκαταστάσεως. Η Επιτροπή βάλλει κατά των περιορισμών των μέτρων αυτών που προβλέπουν η τρίτη και η τέταρτη περίοδος του τρίτου εδαφίου της διατάξεως.
1. Επί του παραδεκτού
11. Είναι αμφίβολο το κατά πόσον είναι παραδεκτός ο λόγος της προσφυγής που στρέφεται κατά του άρθρου L. 414-1, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, τρίτη και τέταρτη περίοδος, του γαλλικού περιβαλλοντικού κώδικα, δεδομένου ότι η Επιτροπή βάλλει με την προσφυγή της κατά μιας διαφορετικής διατυπώσεως από αυτήν κατά της οποίας είχε βάλει στο πλαίσιο της προδικασίας.
12. Στο πλαίσιο της προδικασίας, η Επιτροπή αναφέρθηκε στην προϊσχύσασα διάταξη του νόμου 2005-157, της 23ης Φεβρουαρίου 2005, περί της αναπτύξεως των γεωργικών περιοχών (4):
«Δεν απαγορεύονται οι ανθρώπινες δραστηριότητες, εφόσον δεν έχουν σημαντικές επιπτώσεις επί των σκοπών που μνημονεύει η προηγούμενη παράγραφος. Ιχθυοκαλλιέργειες, θήρα και άλλες κυνηγετικές δραστηριότητες, οι οποίες ασκούνται υπό τις νόμιμες προϋποθέσεις που τάσσει η κείμενη νομοθεσία και στις περιοχές που αυτή ορίζει, δεν αποτελούν δραστηριότητες οι οποίες προκαλούν ενοχλήσεις ή παρεμφερείς επιπτώσεις.»
13. Εντούτοις, η Επιτροπή βάλλει με την προσφυγή της κατά του άρθρου L. 414-1, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, τρίτη και τέταρτη περίοδος, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 2006-1772, της 30ής Δεκεμβρίου 2006, περί των υδάτων και του υδάτινου περιβάλλοντος (5), ήτοι κατά των τροποποιήσεων οι οποίες επήλθαν μετά τη διαβίβαση της αιτιολογημένης γνώμης, πλην όμως πριν τη λήξη της ταχθείσας με αυτήν προθεσμίας:
«Δεν απαγορεύονται οι ανθρώπινες δραστηριότητες, εφόσον δεν έχουν σημαντικές επιπτώσεις επί της συντηρήσεως ή επαναφοράς σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως αυτών των φυσικών οικοτόπων και αυτών των ειδών. Αλιεία, υδατοκαλλιέργειες, θήρα και λοιπές κυνηγετικές δραστηριότητες, οι οποίες ασκούνται υπό τις νόμιμες προϋποθέσεις που τάσσει η κείμενη νομοθεσία και στις περιοχές που αυτή ορίζει, δεν αποτελούν δραστηριότητες οι οποίες προκαλούν ενοχλήσεις ή παρεμφερείς επιπτώσεις.» (6)
14. Το αντικείμενο της προσφυγής οριοθετείται, βάσει του άρθρου 226 ΕΚ, από την προδικασία. Το έγγραφο οχλήσεως που η Επιτροπή απευθύνει σε κράτος μέλος και, ακολούθως, η αιτιολογημένη γνώμη που εκδίδει οριοθετούν το αντικείμενο της διαφοράς το οποίο, επομένως, δεν μπορεί μεταγενέστερα να διευρυνθεί. Πράγματι, η δυνατότητα του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του αποτελεί, ακόμη και αν αποφασίσει να μη τη χρησιμοποιήσει, βασική εγγύηση την οποία παρέχει η Συνθήκη, η δε τήρησή της συνιστά ουσιώδη τύπο για τη νομιμότητα της διαδικασίας περί διαπιστώσεως τυχόν παραβάσεως κράτους μέλους. Κατά συνέπεια, η αιτιολογημένη γνώμη και η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να στηρίζονται στις ίδιες αιτιάσεις με αυτές του έγγραφου οχλήσεως, με το οποίο η Επιτροπή κινεί την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία (7).
15. Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή παρουσιαζόταν κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη (8).
16. Στο πλαίσιο μιας αυστηρά τυπολατρικής εφαρμογής των κανόνων αυτών, η επέκταση της διαδικασίας στις τροποποιήσεις που επέφερε ο νόμος του 2006 θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη διεύρυνση του αντικειμένου της προσφυγής σε σχέση με την αιτιολογημένη γνώμη. Αντιθέτως, αν ληφθεί υπόψη η διατύπωση των ρυθμίσεων, ως είχε κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, η προσφυγή θα έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμη, διότι οι επίμαχες διατάξεις δεν είχαν πλέον, κατά τη λήξη της προθεσμίας που έταξε η αιτιολογημένη γνώμη, τη διατύπωση κατά της οποίας έβαλε η Επιτροπή.
17. Εντούτοις, εάν η επικρινόμενη στο πλαίσιο της προδικασίας ρύθμιση διατηρείται σε ισχύ στο σύνολό της με νέες νομοθετικές διατάξεις, τις οποίες το κράτος μέλος εξέδωσε μετά την αιτιολογημένη γνώμη και κατά των οποίων βάλλει η προσφυγή, μπορεί η ένδικη διαδικασία να επεκταθεί στη νέα νομοθεσία (9). Δεδομένου ότι οι τροποποιήσεις της γαλλικής νομοθεσίας που επήλθαν το 2006 –όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή και χωρίς να αντικρούεται– ελάχιστα μετέβαλαν το κρίσιμο για την προσφυγή περιεχόμενο των ρυθμίσεων, η μνεία τους στην προσφυγή αποτελεί νόμιμη μεταβολή του αντικειμένου της διαφοράς.
18. Συνεπώς, οι λόγοι της προσφυγής που βάλλουν κατά του άρθρου L. 414-1, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, τρίτη και τέταρτη περίοδος, του γαλλικού περιβαλλοντικού κώδικα είναι παραδεκτοί.
2. Επί του περιορισμού στις «σημαντικές επιπτώσεις»
19. Με την πρώτη αιτίαση, η Επιτροπή βάλλει κατά του άρθρου L. 414-1, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του γαλλικού περιβαλλοντικού κώδικα, καθ’ ο μέτρο αυτό προβλέπει ότι ο περιορισμός ανθρώπινων δραστηριοτήτων επιτρέπεται μόνον εάν έχει σημαντικές επιπτώσεις επί της συντηρήσεως ή της επαναφοράς σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως των φυσικών οικοτόπων και των ειδών άγριας ζωής.
20. Ορθώς επισημαίνει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων απαγορεύει οποιαδήποτε υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων και των ενδιαιτημάτων των ειδών και ότι μόνο στην περίπτωση της προκλήσεως ενοχλήσεων στα είδη τίθεται ο περιορισμός της υπάρξεως σημαντικών επιπτώσεων. Στα ανωτέρω αντιβαίνει το να επιτρέπεται ο περιορισμός ανθρώπινων δραστηριοτήτων μόνον εάν έχουν σημαντικές επιπτώσεις.
Επί της εννοίας της υποβαθμίσεως
21. Το Δικαστήριο δεν έχει μεν ακόμη ορίσει ρητώς την έννοια της υποβαθμίσεως των οικοτόπων, ωστόσο η νομολογία επί του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων μπορεί να αποτελέσει καθοδηγητικό μίτο. Πράγματι, γίνεται κατ’ αρχήν δεκτό ότι σκοπός του άρθρου 6, παράγραφοι 2 και 3, είναι η επίτευξη του αυτού επιπέδου προστασίας (10).
22. Το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων αναφέρεται, σε δύο περιπτώσεις, στη δυνατότητα προξενήσεως βλάβης στις ζώνες διατηρήσεως. Κατά την πρώτη περίοδό του, τα σχέδια τα οποία μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τις εν λόγω ζώνες πρέπει να εκτιμώνται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις τους στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών διατηρήσεώς τους. Η δεύτερη περίοδος προβλέπει ότι τα οικεία σχέδια εγκρίνονται μόνον εάν βάσει της εκτιμήσεως των επιπτώσεων στον τόπο δεν πρόκειται να παραβλάψουν την ακεραιτότητα του τόπου περί του οποίου πρόκειται.
23. Όπως υποστηρίζει και η Γαλλία, ορισμένα σχέδια ενδέχεται να παραβλάπτουν σημαντικά έναν τόπο, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας περί οικοτόπων, εάν απειλούν να θέσουν σε κίνδυνο την επίτευξη των στόχων διατηρήσεως που έχουν καθοριστεί για τον οικείο τόπο (11). Εάν τούτο συμβαίνει, τότε πρέπει να εξετάζεται αν το μέτρο συνάδει με τους σκοπούς διατηρήσεως που έχουν καθοριστεί για τον τόπο αυτόν.
24. Πρέπει να τονιστεί ότι η ματαίωση των σκοπών διατηρήσεως δεν προϋποθέτει χωριστό έλεγχο σε σχέση με το αν οι επιπτώσεις είναι σημαντικές. Αντιθέτως, αρκεί να υπάρχει, σε οποιονδήποτε βαθμό, ο κίνδυνος ματαιώσεως των σκοπών διατηρήσεως προκειμένου να θεμελιωθεί η υποχρέωση εκτιμήσεως των επιπτώσεων στον τόπο. Αντιθέτως, πιθανές επιπτώσεις στον τόπο είναι άνευ σημασίας εάν δεν θίγουν τους σκοπούς διατηρήσεως (12).
25. Το αποτέλεσμα της εκτιμήσεως των επιπτώσεων στον τόπο έχει σημασία για το αν το σχέδιο ή το πρόγραμμα μπορεί να εγκριθεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας περί οικοτόπων. Οι αρμόδιες αρχές εγκρίνουν το σχέδιο ή το πρόγραμμα μόνον εάν διαπιστώσουν, λαμβανομένων υπόψη των συμπερασμάτων της εκτιμήσεως επιπτώσεων στον τόπο, ότι δεν θα παραβλάψει την «ακεραιότητα» του τόπου.
26. Στηριζόμενη στην ανωτέρω βάση, η Γαλλική Κυβέρνηση υποστήριξε την ακόλουθη άποψη: σχέδια ή προγράμματα μπορούν να εγκρίνονται εάν παραβλάπτουν μεν σημαντικά έναν τόπο, πλην όμως όχι «την ακεραιότητά του». Συνεπώς, θεωρεί ότι είναι αντιφατικό να αποκλείονται κατηγορηματικά, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων, μέτρα με σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις.
27. Εντούτοις, το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε μια εσφαλμένη διάκριση μεταξύ της σημαντικής βλάβης ενός τόπου και της βλάβης της «ακεραιότητάς» του. Πράγματι, οι σκοποί διατηρήσεως δεν είναι κρίσιμοι μόνο σε σχέση με τα μέτρα που παραβλάπτουν σημαντικά, αλλά και σε σχέση με το αν παραβλάπτεται η «ακεραιότητα» ενός τόπου (13).
28. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και υποβάθμιση των οικοτόπων κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων, όταν θίγονται οι σκοποί διατηρήσεως της οικείας ζώνης διατηρήσεως.
Επί της διακυβεύσεως των σκοπών διατηρήσεως
29. Η Γαλλία υποστηρίζει προφανώς την άποψη ότι μόνο σημαντικές επιπτώσεις επί της συντηρήσεως ή της επαναφοράς σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως των φυσικών οικοτόπων θα μπορούσε να διακυβεύσει και τους σκοπούς διατηρήσεως μιας ζώνης. Εντούτοις, οι σκοποί διατηρήσεως μιας ζώνης έχουν, κατά το άρθρο 1, σημείο 1, το άρθρο 4, παράγραφος 4, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας περί οικοτόπων ακριβώς ως αντικείμενο τη συντήρηση ή την επαναφορά σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως των φυσικών οικοτόπων. Ως εκ τούτου, όλες οι επιπτώσεις επί των οικοτόπων αυτών μπορούν να διακυβεύσουν και τους σκοπούς διατηρήσεως μιας ζώνης, ανεξαρτήτως του αν οι επιπτώσεις αυτές κρίνονται ως σημαντικές ή μη.
30. Το αν οι επιπτώσεις συγκεκριμένων δραστηριοτήτων, ιδίως οι διάφορες δραστηριότητες τις οποίες εν είδει παραδείγματος μνημόνευσαν οι διάδικοι, θέτουν πράγματι σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών διατηρήσεως μπορεί να διαπιστωθεί μόνο κατά περίπτωση λαμβανομένων υπόψη των σκοπών που τίθενται σε κίνδυνο in concreto. Συναφώς, πρόκειται για μια επιστημονικά δυσχερή απόφαση σε σχέση με μελλοντικές καταστάσεις η οποία έχει οριακό χαρακτήρα και προϋποθέτει ένα ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως των αρμόδιων κρατικών αρχών.
31. Εντούτοις, η επίμαχη εν προκειμένω γαλλική ρύθμιση δεν παρέχει αυτό το περιθώριο εκτιμήσεως, αλλά εμποδίζει την απαγόρευση ανθρώπινων δραστηριοτήτων οι οποίες «δεν έχουν σημαντικές» επιπτώσεις επί των οικοτόπων. Με απλούστερη διατύπωση: οι δραστηριότητες αυτές επιτρέπονται κατ’ αρχήν. Έστω και αν ειδικοί επιστήμονες είναι πεπεισμένοι ότι μια δραστηριότητα διακυβεύει ορισμένους σκοπούς διατηρήσεως, θα πρέπει πλέον να καταδεικνύεται ότι οι επιπτώσεις αυτές είναι σημαντικές, προκειμένου να μπορεί να απαγορευθεί η δραστηριότητα.
Επί της ερμηνείας του άρθρου L. 414-1, παράγραφος 5, πρώτο και τρίτο εδάφιο, του περιβαλλοντικού κώδικα
32. Η Γαλλία υποστηρίζει περαιτέρω ότι η Επιτροπή ερμηνεύει εσφαλμένα το άρθρο L. 414-1, παράγραφος 5, πρώτο και τρίτο εδάφιο, του περιβαλλοντικού κώδικα. Ανθρώπινες δραστηριότητες με σημαντικές επιπτώσεις επί της συντηρήσεως ή επαναφοράς σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως απαγορεύονται σε κάθε περίπτωση. Εάν δεν υπάρχουν τέτοιου είδους σημαντικές επιπτώσεις, τότε δεν επιτρέπεται μεν να απαγορεύονται οι δραστηριότητες, πλην όμως ισχύει ο σκοπός που τάσσει το πρώτο εδάφιο περί αποτροπής της υποβαθμίσεως των οικοτόπων. Τούτο πρέπει να διασφαλίζεται μέσω των ενδεδειγμένων μέτρων.
33. Εάν το άρθρο L. 414-1, παράγραφος 5, πρώτο και τρίτο εδάφιο, του περιβαλλοντικού κώδικα ερμηνευθεί και εφαρμοστεί με τον ανωτέρω τρόπο, τότε υλοποιείται σε σημαντικό βαθμό το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων. Παραμένει μόνον το ζήτημα τι συμβαίνει όταν δεν είναι εφικτή η λήψη μέτρων στο πλαίσιο των οποίων να είναι δυνατή η εξακολούθηση της δραστηριότητας χωρίς να παραβλάπτει. Και η ασάφεια αυτή αίρεται, όταν –όπως υποστηρίζει η Γαλλική Κυβέρνηση με το υπόμνημά της ανταπαντήσεως– οποιαδήποτε υποβάθμιση κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων αποτελεί σημαντική επίπτωση κατά την έννοια του άρθρου L. 414-1, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του περιβαλλοντικού κώδικα.
34. Εντούτοις, η επιχειρηματολογία της Γαλλικής Κυβερνήσεως παραβλέπει ότι δεν αρκεί η μεταφορά της οδηγίας περί οικοτόπων στην εσωτερική έννομη τάξη κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι σκοποί της να μπορούν ενδεχομένως να επιτευχθούν μέσω μιας –κατά τα λοιπά μη προφανούς– σύμφωνης ερμηνείας του εσωτερικού δικαίου. Ακόμη και η σύμφωνη προς την οδηγία πρακτική της διοικήσεως, η οποία από τη φύση της μπορεί να μεταβάλλεται κατά το δοκούν από τη διοίκηση και η οποία στερείται της προσήκουσας δημοσιότητας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχουν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της μεταφοράς των οδηγιών στην εσωτερική έννομη τάξη τους (14).
35. Αντιθέτως, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η ακριβής μεταφορά της οδηγίας για τους οικοτόπους στο εσωτερικό δίκαιο έχει ιδιαίτερη σημασία, καθόσον η διαχείριση της κοινής κληρονομιάς έχει ανατεθεί στα κράτη μέλη όσον αφορά το έδαφος του καθενός (15). Συνεπώς, στο πλαίσιο της οδηγίας περί οικοτόπων, η οποία θέτει περίπλοκους και τεχνικούς κανόνες στον τομέα του δικαίου του περιβάλλοντος, τα κράτη μέλη υποχρεούνται ειδικώς να μεριμνούν ώστε η νομοθεσία τους που αποσκοπεί στη διασφάλιση της μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο να είναι σαφής και ακριβής (16).
36. Το άρθρο L. 414-1, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του περιβαλλοντικού κώδικα δεν πληροί τις ανωτέρω απαιτήσεις. Η προταθείσα από τη Γαλλική Κυβέρνηση ερμηνεία δεν μπορεί μεν να αποκλειστεί πλήρως, εντούτοις ο απροκατάληπτος αναγνώστης σχηματίζει την εντύπωση ότι επιτρέπονται δραστηριότητες εφόσον δεν έχουν σημαντικές επιπτώσεις στους οικοτόπους. Το συμπέρασμα αυτό θα πρέπει να ισχύσει μεταξύ άλλων για τις εμπλεκόμενες ομάδες συμφερόντων οι οποίες μετέχουν, βάσει του άρθρου L. 414-1, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, στη διαβούλευση σχετικά με τα μέτρα προστασίας των ζωνών. Λόγω των ανωτέρω, υπάρχει ο κίνδυνος να ανακύψουν περιττές συγκρούσεις σχετικά με το αν οι σκοποί διατηρήσεως παραβλάπτονται σε σημαντικό βαθμό ή όχι.
37. Όπως τονίζει η Επιτροπή, η ερμηνεία του άρθρου L. 414-1, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του περιβαλλοντικού κώδικα την οποία προτείνει η Γαλλική Κυβέρνηση δεν συνάδει, πέραν των άλλων, προς την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων που δέχεται η εν λόγω κυβέρνηση. Υποστηρίζει έτσι ότι η απαγόρευση οποιασδήποτε υποβαθμίσεως των οικοτόπων είναι «ριζική» (17) και επιχειρεί να αποδείξει ότι η διάταξη δεν απαιτεί μια τέτοια απαγόρευση.
Επί της συνεκτιμήσεως άλλων συμφερόντων
38. Η Γαλλία επικαλείται επίσης το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων και την τρίτη αιτιολογική σκέψη της. Βάσει αυτών, κατά την εφαρμογή της οδηγίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές, κοινωνικές και περιφερειακές απαιτήσεις. Το άρθρο L. 414-1, παράγραφος 5, του περιβαλλοντικού κώδικα αποτελεί, υπό το ανωτέρω πρίσμα, ενδεδειγμένη και σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας μεταφορά της οδηγίας.
39. Εντούτοις, η ανωτέρω άποψη αντιφάσκει προς τη νομολογία επί του άρθρου 4, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (18) (στο εξής: οδηγία για την προστασία των πτηνών). Η διάταξη αυτή υποχρεώνει τα κράτη μέλη, όπως ακριβώς και το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων, να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να αποφεύγονται, εντός των ζωνών προστασίας, η υποβάθμιση των οικοτόπων και οι ενοχλήσεις που επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τα είδη για τα οποία ορίστηκαν οι ζώνες ειδικής προστασίας κατά την έννοια της οδηγίας περί προστασίας των πτηνών (19). Τυχόν παράβαση της υποχρεώσεως που απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, της οδηγίας περί προστασίας των πτηνών δεν μπορεί να δικαιολογηθεί διά της επικλήσεως οικονομικών ή κοινωνικών συμφερόντων, δεδομένου ότι η μνεία των συμφερόντων αυτών στην οδηγία περί προστασίας των πτηνών δεν συνιστά αυτοτελή λόγο παρεκκλίσεως (20).
40. Για την οδηγία περί οικοτόπων δεν μπορεί –κατ’ αρχήν– να ισχύσει κάτι διαφορετικό. Στην υπό κρίση υπόθεση, παρέλκει η εξέταση του αν κατ’ εξαίρεση τα προαναφερθέντα συμφέροντα μπορούν, στο πλαίσιο του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων, να υπερισχύσουν της προστασίας των ζωνών (21) ή αν η συνεκτίμηση υπέρτερων συμφερόντων προϋποθέτει πάντοτε την εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφοι 3 και 4. Πράγματι, το άρθρο L. 414-1, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του περιβαλλοντικού κώδικα δεν διακρίνει ανάλογα με το αν υφίστανται υπέρτερα συμφέροντα συνδεόμενα με την άσκηση της επίμαχης δραστηριότητας. Ως εκ τούτου, η ρύθμιση αυτή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε διά της επικλήσεως τέτοιων συμφερόντων.
Επί των μέτρων διατηρήσεως που παραβλάπτουν
41. Περαιτέρω, η Γαλλική Κυβέρνηση αντιτάσσει ότι ακόμη και τα μέτρα διατηρήσεως και αναπτύξεως των οικοτόπων μπορούν να προκαλέσουν την υποβάθμισή τους και, εντούτοις, επιτρέπεται η λήψη τους. Στην περίπτωση αυτή, θα έπρεπε επίσης να επιτρέπονται ανθρώπινες δραστηριότητες οι οποίες δεν έχουν σημαντικές επιπτώσεις.
42. Η Γαλλία παραθέτει διάφορα παραδείγματα βλαπτικών μέτρων διατηρήσεως και αποκαταστάσεως: μεταξύ άλλων, μπορούν διάφοροι τύποι οικοτόπων να εναλλάσσονται στις ίδιες επιφάνειες. Οποιαδήποτε αλλαγή έχει κατ’ ανάγκην ως αποτέλεσμα την απώλεια ενός τύπου οικοτόπου. Επίσης, ορισμένα μέτρα διατηρήσεως μπορούν να παραβλάψουν άλλα είδη οικοτόπων ή προσωρινά ακόμη και τον οικείο τύπο οικοτόπου. Συναφώς, η Γαλλία μνημονεύει την τακτική της αποξηράνσεως ελών προς αποτροπή της συσσωρεύσεως ιλύος, η οποία όμως συνεπάγεται την προσωρινή εξάλειψη του προστατευόμενου τύπου οικοτόπου. Τέλος, παραβλάπτει μεν π.χ. η γεωργία ορισμένα στοιχεία τύπων οικοτόπων, πλην όμως αποτελεί προϋπόθεση για την περαιτέρω χρήση του εδάφους από τα πτηνά.
43. Εντούτοις, τα επιχειρήματα αυτά παραβλέπουν ότι μέτρα τα οποία είναι κατάλληλα και αναγκαία για την επίτευξη των σκοπών διατηρήσεως δεν μπορούν κατ’ αρχήν να θεωρηθούν ότι αποτελούν υποβάθμιση του τόπου κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων. Εάν ορισμένοι σκοποί διατηρήσεως αντιφάσκουν μεταξύ τους υπό την έννοια ότι τα απαιτούμενα για την επίτευξη ενός σκοπού μέτρα διατηρήσεως παραβλάπτουν την επίτευξη κάποιου άλλου σκοπού, τότε η σύγκρουση αυτή πρέπει να επιλυθεί μάλλον στο πλαίσιο του ορισμού των σκοπών αυτών.
44. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι σκοποί διατηρήσεως, όπως απορρέουν από τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας περί οικοτόπων και, ιδίως, από το άρθρο της 4, παράγραφος 4 (22), μπορούν να καθοριστούν ανάλογα με τη σημασία των τόπων αυτών για τη συντήρηση ή την επαναφορά σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως ενός τύπου φυσικού οικοτόπου από τους απαριθμούμενους στο παράρτημα Ι της εν λόγω οδηγίας ή ενός είδους από τα απαριθμούμενα στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας και του δικτύου Natura 2000, καθώς και ανάλογα με την υποβάθμιση ή την καταστροφή που τους απειλούν (23). Συνεπώς, οι σκοποί αυτοί πρέπει ενδεχομένως να σταθμίζονται μεταξύ τους και να καθορίζονται προτεραιότητες. Για λόγους πληρότητας, πρέπει να τονιστεί σχετικώς ότι αυτή η άκρως περίπλοκη απόφαση προϋποθέτει μεν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως των αρμόδιων αρχών, πλην όμως δεν εκφεύγει τελείως τον δικαστικό έλεγχο (24).
45. Αντιθέτως, ανθρώπινες δραστηριότητες, οι οποίες δεν διευκρινίζονται περαιτέρω και, ως εκ τούτου, μπορούν να είναι οποιασδήποτε φύσεως, δεν μπορούν να εξομοιωθούν με αναγκαία μέτρα διατηρήσεως ή με τη σύγκρουση μεταξύ διαφόρων σκοπών διατηρήσεως.
Συμπέρασμα από την εξέταση του άρθρου L. 414-1, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του περιβαλλοντικού κώδικα
46. Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο L. 414-1, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του περιβαλλοντικού κώδικα δεν συνάδει προς το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων.
3. Επί των εξαιρέσεων για ορισμένες δραστηριότητες
47. Με τον δεύτερο λόγο της προσφυγής της, η Επιτροπή βάλλει κατά του άρθρου L. 414-1, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, τέταρτη περίοδος, του περιβαλλοντικού κώδικα. Η αλιεία, οι υδατοκαλλιέργειες, η θήρα και λοιπές οιονεί κυνηγετικές δραστηριότητες, οι οποίες ασκούνται στο πλαίσιο των κείμενων ρυθμίσεων, δεν αποτελούν βάσει της ανωτέρω διατάξεως δραστηριότητες που παραβλάπτουν. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η διαπίστωση αυτή δεν συνάδει προς το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων.
48. Πράγματι, το Δικαστήριο απέρριψε, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων, τη δυνατότητα εν γένει αποκλεισμού ορισμένων, κατά τα λοιπά νόμιμων, δραστηριοτήτων από την ανάγκη εκτιμήσεως των επιπτώσεών τους στον τόπο. Πράγματι, δεν διασφαλίζεται ότι οι δραστηριότητες αυτές δεν θα μπορούσαν να παραβλάψουν σημαντικά τις ζώνες διατηρήσεως και, ως εκ τούτου, την ακεραιότητά τους (25).
49. Η συλλογιστική αυτή ισχύει, λόγω της ταυτότητας του προστατευτικού σκοπού, και για το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων. Ορισμένες δραστηριότητες μπορούν να χαρακτηριστούν ως μη προκαλούσες εν γένει ενοχλήσεις, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, μόνο στην περίπτωση που διασφαλίζεται ότι δεν αποτελούν πηγή ενοχλήσεων οι οποίες ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις σε σχέση με τους σκοπούς της οδηγίας.
50. Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει δεχτεί ότι οι υδατοκαλλιέργειες ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις επί των ζωνών προστασίας (26). Όχι μόνον η εγκατάσταση υδατοκαλλιέργειας, αλλά και η λειτουργία της μπορούν να προκαλέσουν ενοχλήσεις. Για τις ιχθυοκαλλιέργειες ισχύει μετά βεβαιότητος το αυτό. Η θήρα και η αλιεία ενδέχεται να εγκυμονούν μικρότερους κινδύνους, εντούτοις μπορεί ορισμένοι σκοποί διατηρήσεως να διακυβεύονται από τέτοιου είδους ενοχλήσεις. Ως εκ τούτου, πρέπει να είναι δυνατή η απαγόρευση των δραστηριοτήτων αυτών όταν μπορούν να προκαλέσουν σε ορισμένες ζώνες προστασίας ενοχλήσεις οι οποίες ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην επίτευξη των σκοπών της οδηγίας.
51. Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από το γεγονός ότι κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων αυτών πρέπει να τηρούνται οι κανόνες που ισχύουν εν γένει για αυτές.
52. Συναφώς, η Γαλλία υποστηρίζει ότι οι σχετικοί κανόνες για τις υδατοκαλλιέργειες καθορίζουν μεταξύ άλλων τις ζώνες στις οποίες επιτρέπεται η άσκηση της δραστηριότητας αυτής και ότι λαμβάνονται συναφώς υπόψη οι ευαίσθητες ζώνες. Επίσης, θα μπορούσαν να οριστούν ποσοστώσεις σε σχέση με τα θηράματα και τα αλιεύματα.
53. Βεβαίως, τέτοιου είδους μέτρα ενδέχεται να μειώνουν τον κίνδυνο σημαντικών ενοχλήσεων. Εντούτοις, οι σχετικές ρυθμίσεις για τις δραστηριότητες αυτές μπορούν να αποκλείσουν πλήρως τον κίνδυνο μόνον εάν επιβάλλουν την τήρηση του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων, ήτοι εάν αποβλέπουν ιδίως στη διασφάλιση της επιτεύξεως των σκοπών διατηρήσεως που τάσσει η οδηγία περί οικοτόπων (27). Εντούτοις, η Γαλλική Δημοκρατία δεν υποστηρίζει ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει εν προκειμένω.
54. Περαιτέρω, η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι για κάθε ζώνη συντάσσεται ένα έγγραφο («document d’objectifs» – έγγραφο στοχοθεσίας), το οποίο αποτελεί τη βάση για τη ρύθμιση των προαναφερθεισών δραστηριοτήτων κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην προκαλούν σημαντικές ενοχλήσεις.
55. Οι διάδικοι ερίζουν ως προς το αν υφίσταται υποχρέωση καθορισμού των κανόνων αυτών. Η Επιτροπή στηρίζεται στη διατύπωση της αντίστοιχης νομικής βάσεως, ήτοι αυτή του άρθρου L. 414-2, παράγραφος 4, του περιβαλλοντικού κώδικα, το οποίο δεν θεμελιώνει μια τέτοια υποχρέωση. Η Γαλλία συνάγει αντιθέτως την ύπαρξη μιας τέτοιας υποχρεώσεως από το άρθρο L. 414-1, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του περιβαλλοντικού κώδικα.
56. Εντούτοις, τα ανωτέρω δεν ασκούν επιρροή σε σχέση με την εκτίμηση αυτού του λόγου προσφυγής. Πράγματι, είναι εύλογη η ερμηνεία του άρθρου L. 414-1, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, τέταρτη περίοδος, του περιβαλλοντικού κώδικα υπό την έννοια ότι έναντι των αναφερόμενων δραστηριοτήτων δεν επιτρέπεται η λήψη μέτρων αποτροπής των ενοχλήσεων. Ειδάλλως, η διάταξη αυτή θα στερείτο ρυθμιστικού πεδίου.
57. Έστω και αν το άρθρο L. 414-1, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, τέταρτη περίοδος, του περιβαλλοντικού κώδικα εφαρμοζόταν στην πράξη με τον τρόπο που εκθέτει η Γαλλική Κυβέρνηση, τούτο ουδόλως θα μετέβαλε το γεγονός ότι η διάταξη αυτή είναι τουλάχιστον δεκτική παρερμηνειών. Οι ενδιαφερόμενες ομάδες συμφερόντων θα στηρίζονταν στο γεγονός ότι οι δραστηριότητές τους δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ενοχλήσεις με συνέπεια την επιβολή περιορισμών.
58. Ως εκ τούτου, το άρθρο L. 414-1, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, τέταρτη περίοδος, του περιβαλλοντικού κώδικα δεν πληροί τις απαιτήσεις περί αρκούντως σαφούς μεταφοράς (28) του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων.
Β – Επί του άρθρου 6, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας περί οικοτόπων
59. Περαιτέρω, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η μεταφορά του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων από τη Γαλλία είναι πλημμελής. Η πρώτη περίοδος της διατάξεως αυτής ρυθμίζει ποια σχέδια και προγράμματα πρέπει να ελέγχονται σε σχέση με το αν είναι συμβατά με τους σκοπούς διατηρήσεως ορισμένων ειδικών ζωνών διατηρήσεως:
«Κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατό να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του.»
60. Η ανωτέρω διάταξη μεταφέρθηκε στη γαλλική νομοθεσία με το άρθρο L. 414-4, παράγραφος 1, του περιβαλλοντικού κώδικα:
«Τα προγράμματα ή σχέδια εργασιών, έργων ή περιβαλλοντικής διαχειρίσεως που χρήζουν αδειοδοτήσεως ή διοικητικής εγκρίσεως, και των οποίων η εκτέλεση μπορεί να επηρεάσει σημαντικά κάποια περιοχή του δικτύου Natura 2000, αποτελούν το αντικείμενο εκτιμήσεως των επιπτώσεών τους υπό το πρίσμα των σκοπών της διατηρήσεως του τόπου. Για αυτά εκ των ανωτέρω προγραμμάτων τα οποία προβλέπονται από νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις και τα οποία δεν υπόκεινται σε μελέτη επιπτώσεων, η εκτίμηση διεξάγεται βάσει της διαδικασίας που προβλέπουν τα άρθρα L. 122-4 επ. του παρόντος κώδικα.
Οι εργασίες, τα έργα ή η περιβαλλοντική διαχείριση που προβλέπουν οι συμβάσεις Natura 2000 απαλλάσσονται από τη διαδικασία της εκτιμήσεως της προηγουμένης παραγράφου.»
61. Η Επιτροπή διατυπώνει αιτιάσεις σε σχέση με δύο σημεία της μεταφοράς αυτής:
– η εξαίρεση των εργασιών, των έργων ή της περιβαλλοντικής διαχειρίσεως που προβλέπουν οι αποκαλούμενες συμβάσεις Natura 2000 είναι υπέρμετρα ευρεία και
– ακόμη και σχέδια που δεν χρήζουν εγκρίσεως θα πρέπει να υπόκεινται σε εκτίμηση επιπτώσεων, εφόσον ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις επί των στόχων διατηρήσεως.
1. Επί των συμβάσεων Natura 2000
62. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι εργασίες, τα έργα ή τα μέτρα περιβαλλοντικής διαχειρίσεως, που προβλέπουν οι αποκαλούμενες συμβάσεις Natura 2000, εξαιρούνται, δυνάμει του άρθρου L. 414-4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του περιβαλλοντικού κώδικα, από τη διενέργεια εκτιμήσεως επιπτώσεων στον τόπο του άρθρου 6, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας περί οικοτόπων.
63. Οι συμβάσεις Natura 2000 αποτελούν προβλεπόμενες από το γαλλικό δίκαιο συμφωνίες με τους χρήστες συγκεκριμένων επιφανειών στις ζώνες διατηρήσεως βάσει της οδηγίας περί οικοτόπων.
64. Είναι αναμφισβήτητο ότι οι εργασίες, τα έργα ή τα μέτρα περιβαλλοντικής διαχειρίσεως μπορούν να αποτελούν σχέδια κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας περί οικοτόπων, ενώ, ωστόσο, τα σχέδια που συνδέονται άμεσα ή είναι αναγκαία για τη διαχείριση του τόπου δεν υπόκεινται στην υποχρέωση εκτιμήσεως των επιπτώσεών τους.
65. Συνεπώς, προϋπόθεση για να ευδοκιμήσει η προσφυγή είναι να επιτρέπει η γαλλική νομοθεσία να περιλαμβάνονται σε συμβάσεις Natura 2000 εργασίες, έργα ή μέτρα περιβαλλοντικής διαχειρίσεως που δεν συνδέονται άμεσα ή δεν είναι αναγκαία για τη διαχείριση του τόπου.
66. Το άρθρο L. 414-3, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του περιβαλλοντικού κώδικα ρυθμίζει το περιεχόμενο των συμβάσεων:
«Η σύμβαση Natura 2000 περιλαμβάνει ένα σύνολο δεσμεύσεων συμβατών προς τους προσανατολισμούς και τα μέτρα που ορίζει το έγγραφο στοχοθεσίας, σχετικά με τη διατήρηση και, ενδεχομένως, την αποκατάσταση των φυσικών οικοτόπων και των ειδών που οδήγησαν στη δημιουργία του τόπου Natura 2000.»
67. Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι στο πλαίσιο μιας συμβάσεως Natura 2000 δεν μπορούν να συμφωνηθούν οποιασδήποτε φύσεως μέτρα και, με τον τρόπο αυτόν, να αποφευχθεί η υποχρέωση εκτιμήσεως επιπτώσεων στον τόπο. Αντιθέτως, η συμφωνία πρέπει να συνάδει προς το έγγραφο στοχοθεσίας σε σχέση με την οικεία περιοχή. Το έγγραφο αυτό θα πρέπει να αποτελεί κατ’ ουσίαν τη μεταφορά του άρθρου 4, παράγραφος 4 (29), και του άρθρου 6, παράγραφος 1 (30), της οδηγίας περί οικοτόπων, ήτοι πρέπει να ορίζει μεταξύ άλλων τους σκοπούς διατηρήσεως και το σχέδιο διαχειρίσεως σε σχέση με τις επιμέρους περιοχές.
68. Ως εκ τούτου, ορθώς κατά τα φαινόμενα τονίζει η Γαλλία ότι τα μέτρα μεταφοράς που συμφωνούνται στο πλαίσιο των συμβάσεων Natura 2000 δεν αντιβαίνουν προς τους σκοπούς διατηρήσεως και αποκαταστάσεως σε σχέση με μια περιοχή.
69. Εντούτοις, για την Επιτροπή δεν αρκεί αυτή η συμβατότητα προς τους σκοπούς που αφορούν μια περιοχή. Μέτρα τα οποία δεν αντιβαίνουν στους σκοπούς δεν τελούν κατ’ ανάγκην σε άμεση συνάφεια προς τη διαχείριση του τόπου. Ως εκ τούτου, η Γαλλική Κυβέρνηση εξαιρεί υπέρμετρα μεγάλο αριθμό μέτρων από την εκτίμηση επιπτώσεων στον τόπο.
70. Η εξαίρεση των μέτρων που αφορούν τη διαχείριση ενός τόπου στηρίζονται στο γεγονός ότι τα μέτρα αυτά έχουν ως αντικείμενο την επίτευξη των σκοπών διατηρήσεως και αποκαταστάσεως για τον τόπο αυτόν. Πράγματι, ο καθορισμός των σκοπών αυτών δεν είναι, ως προς τη φύση του, τόσο διαφορετικός από την εκτίμηση των επιπτώσεων στον τόπο. Προϋποθέτει την επιστημονική εκτίμηση περίπλοκων δεδομένων που αφορούν τον οικείο τόπο και τα είδη που απαντούν σε αυτόν, τους οικοτόπους και τις δυνατότητες αναπτύξεως. Συνεπώς, η εκτίμηση των επιπτώσεων των μέτρων αυτών θα κατέληγε σε διπλό έλεγχο.
71. Εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, ούτε το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων επιβάλλει την εκτίμηση των επιπτώσεων των μέτρων διαχειρίσεως του τόπου, όταν ενδέχεται να διακυβευθεί η επίτευξη συγκεκριμένων σκοπών διατηρήσεως. Πράγματι, ο καθορισμός σκοπών διατηρήσεως και αποκαταστάσεως ενδέχεται να απαιτεί την άρση των συγκρούσεων μεταξύ διαφόρων σκοπών. Έτσι, ενδέχεται να απαιτείται να γίνει αποδεκτό το ενδεχόμενο της παραβλάψεως συγκεκριμένων τύπων οικοτόπων ή ειδών προκειμένου να καταστούν εφικτές άλλου είδους αναπτύξεις. Βαρύνουσα σημασία προς τούτο έχει η σχετική σημασία των εκάστοτε σκοπών διατηρήσεως και αποκαταστάσεως για το δίκτυο Natura 2000 (31).
72. Εντούτοις, η αντικατάσταση της εκτιμήσεως των επιπτώσεων στον τόπο από αποφάσεις διαχειρίσεως του τόπου δεν μπορεί να επεκταθεί στα μέτρα που δεν έχουν την απαιτούμενη άμεση συνάφεια προς τη διαχείριση του τόπου. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή ορθώς τονίζει ότι οι εξαιρέσεις από τους γενικούς κανόνες πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά. Δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας περί οικοτόπων, τα σχέδια πρέπει κατ’ αρχήν να εξετάζονται καθ’ εαυτά. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, μπορούν να επισημαίνονται συγκεκριμένες επιπτώσεις του οικείου μέτρου.
73. Αντιθέτως, οι συμβάσεις Natura 2000 είναι κατ’ ανάγκη γενικότερης φύσεως. Ουδόλως μπορούν να λάβουν υπόψη τον συγκεκριμένο τόπο περί του οποίου πρόκειται ή την κατάστασή του κατά τον χρόνο λήψεως του μέτρου. Πέραν τούτου, εμπειρίες που αποκτήθηκαν από παρεμφερή μέτρα κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της συνάψεως της συμβάσεως και της εφαρμογής του μέτρου μπορούν να συνεκτιμηθούν μόνον κατόπιν τροποποιήσεως της συμβάσεως. Όταν μια τέτοια τροποποίηση έχει ως συνέπεια τον περιορισμό των δραστηριοτήτων, προκαλεί κατά κανόνα αντιδικίες και, ως εκ τούτου, καθίσταται δυσεπίτευκτη.
74. Ως εκ τούτου, δεν αρκεί για την εξαίρεση από την εκτίμηση επιπτώσεων στον τόπο το γεγονός ότι τα μέτρα συνάδουν προς το έγγραφο στοχοθεσίας, αλλά πρέπει να είναι, κατά τρόπο άμεσο, αναγκαία για την επίτευξη των σκοπών διατηρήσεως. Οι πρακτικές συνέπειες μιας αντίστοιχης προσαρμογής του γαλλικού δικαίου ενδέχεται να είναι μικρές, εντούτοις μπορούν να συμβάλουν στην αποτροπή παρερμηνειών.
75. Ως εκ τούτου, το άρθρο L. 414-4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, σε συνδυασμό με το άρθρο L. 414-3, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του περιβαλλοντικού κώδικα συνάδουν προς το άρθρο 6, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας περί οικοτόπων, καθ’ ό μέτρο εξαρκεί όπως οι συμβάσεις Natura 2000 είναι σύμφωνες προς το έγγραφο στοχοθεσίας του οικείου τόπου.
76. Με το υπόμνημά της απαντήσεως –ήτοι μάλλον εκπρόθεσμα– η Επιτροπή προσάπτει στη Γαλλική Δημοκρατία ότι οι συμβάσεις Natura 2000 μπορούν να συναφθούν πριν από τη σύνταξη του εγγράφου στοχοθεσίας και, ως εκ τούτου, ανεξαρτήτως αυτού, ωστόσο παραλείπει να αποδείξει αυτή την –μη αμφισβητούμενη από τη Γαλλία– αιτίαση.
2. Επί των σχεδίων που δεν χρήζουν εγκρίσεως
77. Κατά το άρθρο L. 414-4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του περιβαλλοντικού κώδικα, ως είχε κατά τον χρόνο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, σε εκτίμηση επιπτώσεων στον τόπο υπόκειντο εργασίες, έργα ή περιβαλλοντική διαχείριση, εφόσον έχρηζαν εγκρίσεως.
78. Δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας περί οικοτόπων, σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς το αν ορισμένα σχέδια έχουν σημαντικές επιπτώσεις, διενεργείται εκτίμηση των επιπτώσεών τους στον τόπο. Ως εκ τούτου, ορισμένες κατηγορίες σχεδίων μπορούν να εξαιρεθούν από την εκτίμηση επιπτώσεων στον τόπο μόνο βάσει κριτηρίων τα οποία μπορούν να διασφαλίσουν ότι αποκλείεται το ενδεχόμενο σημαντικής παραβλάψεως των ζωνών διατηρήσεως από τα επίμαχα μέτρα (32).
79. Στηριζόμενη στα ανωτέρω, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το γαλλικό δίκαιο αποδέχεται την ύπαρξη σχεδίων τα οποία δεν απαιτούν ούτε έγκριση ούτε λήψη αδείας από τη διοίκηση και, ως εκ τούτου, δεν υπόκεινται στη διαδικασία της εκτιμήσεως των επιπτώσεών τους στον τόπο. Η Επιτροπή υποστηρίζει περαιτέρω ότι ορισμένα από τα σχέδια αυτά είχαν σημαντικές επιπτώσεις στις ζώνες διατηρήσεως σε σχέση με τους σκοπούς της διατηρήσεως των ειδών.
80. Η Γαλλία δεν αντικρούει την ανωτέρω επιχειρηματολογία, αλλά επικαλείται τις τροποποιήσεις των σχετικών διατάξεων οι οποίες εισήχθησαν εν μέρει με νόμο της 1ης Αυγούστου 2008 (33) και, κατά τα λοιπά, βρίσκονται στο στάδιο της προετοιμασίας.
81. Οι διατάξεις αυτές προβλέπουν ότι κατ’ αρχήν όλα τα πιθανά μέτρα, είτε χρήζουν εγκρίσεως είτε όχι, πρέπει να υπόκεινται σε εκτίμηση των επιπτώσεών τους στον τόπο. Εντούτοις, πρέπει να περιλαμβάνονται είτε σε κάποιον εθνικό είτε σε κάποιον τοπικό κατάλογο που να έχει συνταχθεί με γνώμονα τους οικείους στόχους διατηρήσεως.
82. Δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, μεταξύ άλλων, οι τοπικοί κατάλογοι μπορούν να περιορίσουν στις αναγκαίες περιπτώσεις την υποχρέωση εκτιμήσεως των μέτρων που έχουν, λόγω της φύσεώς τους, περιορισμένης εκτάσεως επιπτώσεις. Πράγματι, οι τοπικοί κατάλογοι μπορούν να προσδιορίσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια απ’ ό,τι οι γενικές ρυθμίσεις τόσο τα εν λόγω μέτρα όσο και τους κινδύνους που υπάρχουν για την επίτευξη των σκοπών διατηρήσεως και αποκαταστάσεως. Έτσι, μπορούν να αποφευχθούν περιττοί έλεγχοι και να εντοπιστούν με ακρίβεια οι συγκεκριμένοι κίνδυνοι. Εντούτοις, εάν δεν καταρτιστούν οι αντίστοιχοι κατάλογοι ή αν είναι ελλιπείς, τότε υπονομεύεται κατ’ ανάγκην η προστασία των ζωνών. Ιδίως στον τομέα των μέτρων που αφορούν συγκεκριμένες ζώνες, η Επιτροπή δεν θα μπορεί να διαπιστώσει τούτο παρά μόνο βάσει επιτόπιων ελέγχων.
83. Εντούτοις, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, οι νέες αυτές ρυθμίσεις δεν ασκούν επιρροή σε τελευταία ανάλυση στην παρούσα διαδικασία. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να τις λάβει υπόψη του, δεδομένου ότι κρίσιμη είναι η νομοθεσία που υφίστατο κατά τον χρόνο λήξεως της προθεσμίας την οποία έθεσε η Επιτροπή με την αιτιολογημένη γνώμη, ήτοι η ημερομηνία της 15ης Φεβρουαρίου 2007 (34). Η Γαλλική Κυβέρνηση δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι η ρύθμιση που ίσχυε τότε δεν ήταν σύμφωνη προς το άρθρο 6, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας περί οικοτόπων.
84. Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο L. 414-4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του περιβαλλοντικού κώδικα δεν συνάδει προς το άρθρο 6, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας περί οικοτόπων, καθ’ ό μέτρο περιορίζει την εκτίμηση των επιπτώσεων στον τόπο σε εργασίες, έργα ή μέτρα περιβαλλοντικής διαχειρίσεως που χρήζουν εγκρίσεως.
Γ – Επί του ελέγχου των εναλλακτικών
85. Τέλος, η Επιτροπή προβάλλει την αιτίαση ότι η εκτίμηση επιπτώσεων στον τόπο που πρέπει να διενεργήσει ο αιτούμενος την εφαρμογή ενός σχεδίου ή ενός προγράμματος δεν πρέπει να περιλαμβάνει παράθεση των εναλλακτικών λύσεων, όταν καταλήγει σε αρνητικό αποτέλεσμα. Εντούτοις, η ενδεδειγμένη εκτίμηση των επιπτώσεων κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων πρέπει να περιλαμβάνει και τις εναλλακτικές αυτές.
86. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ως εάν το ζήτημα αυτό έχει ήδη κριθεί, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή. Πράγματι, εναλλακτικές ενός σχεδίου ή προγράμματος δεν αφορούν την εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων, αλλά την έγκριση σχεδίων ή προγραμμάτων βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 4. Στον βαθμό που ασκεί επιρροή εν προκειμένω, η διάταξη έχει ως εξής:
«Εάν, παρά τα αρνητικά συμπεράσματα της εκτίμησης των επιπτώσεων και ελλείψει εναλλακτικών λύσεων, ένα σχέδιο πρέπει να πραγματοποιηθεί για άλλους επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, περιλαμβανομένων λόγων κοινωνικής ή οικονομικής φύσεως, το κράτος μέλος λαμβάνει κάθε αναγκαίο αντισταθμιστικό μέτρο ώστε να εξασφαλισθεί η προστασία της συνολικής συνοχής του Natura 2000. […]»
87. Η εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας περί οικοτόπων δεν είναι υποχρεωτική. Αντιθέτως, σε περίπτωση που η εκτίμηση των επιπτώσεων στον τόπο καταλήξει σε αρνητικά συμπεράσματα, οι αρμόδιες αρχές έχουν την επιλογή να μην εγκρίνουν την εκτέλεση του σχεδίου ή να την εγκρίνουν δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας περί οικοτόπων, εφόσον πληρούνται οι προβλεπόμενες σε αυτήν προϋποθέσεις (35). Ως εκ τούτου, η εκτίμηση επιπτώσεων στον τόπο βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 3, δεν πρέπει να εκτείνεται στα ζητήματα που ρυθμίζει το άρθρο 6, παράγραφος 4 (36).
88. Εντούτοις, η Επιτροπή προβάλλει εν προκειμένω, κατόπιν εγγύτερης εξετάσεως, μια κάπως διαφορετική αιτίαση. Το άρθρο R. 414-21, παράγραφος 3, του περιβαλλοντικού κώδικα, το οποίο αποτελεί αντικείμενο των αιτιάσεών της, αφορά ρητώς την περίπτωση κατά την οποία ένα σχέδιο ή ένα πρόγραμμα πρέπει να εκτελεστεί παρά τα αρνητικά συμπεράσματα της εκτιμήσεως των επιπτώσεων στον τόπο. Στην περίπτωση αυτή επιβάλλεται ο έλεγχος των εναλλακτικών.
89. Εντούτοις, θα μπορούσε να αντιταχθεί στην Επιτροπή το επιχείρημα ότι η αιτίασή της δεν αφορά τη μεταφορά του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων, αλλά την παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 4. Αν οριοθετηθεί με αυστηρά κριτήρια το αντικείμενο της προσφυγής βάσει του αιτητικού της προσφυγής της Επιτροπής, θα μπορούσε ως εκ τούτου να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί (37).
90. Εντούτοις, το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων, η νομική θεμελίωση της προσφυγής αλλά και η αιτιολογημένη γνώμη αναφέρονται στη συνάφεια που υπάρχει με το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας περί οικοτόπων. Έτσι, τα αιτήματα της προσφυγής πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η πραγματική βούληση της Επιτροπής ήταν να προβάλει παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 4.
91. Εξάλλου, η Γαλλική Δημοκρατία είχε αντιληφθεί πολύ καλά την ύπαρξη της συνάφειας αυτής, δεδομένου ότι η επιχειρηματολογία που προέβαλε τόσο κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία όσο και με τα υπομνήματά της στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας στηρίζονται πάντοτε στη βάση ότι της προσάπτεται παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 4. Συνεπώς, η άμυνα έναντι της αιτιάσεως της Επιτροπής δεν κατέστη δυσχερέστερη λόγω της παραλείψεως ρητής μνείας του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας περί οικοτόπων.
92. Κατά το άρθρο R. 414-21, παράγραφος 3, σημείο 1, ο αιτών πρέπει να δηλώνει προς τούτο τους λόγους για τους οποίους δεν υπάρχει κάποια άλλη ικανοποιητική λύση.
«Οσάκις, παρά τη λήψη των μέτρων που προβλέπονται υπό ΙΙ, το πρόγραμμα ή το σχέδιο ενδέχεται να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην κατάσταση διατηρήσεως των φυσικών οικοτόπων και των ειδών που δικαιολόγησαν την υπαγωγή του τόπου ή των τόπων [στο δίκτυο Natura 2000], ο φάκελος εκτιμήσεως περιλαμβάνει επιπλέον:
1. Τους λόγους για τους οποίους δεν υπάρχει άλλη ικανοποιητική λύση και τα στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να δικαιολογηθεί η υλοποίηση του προγράμματος ή του σχεδίου υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται υπό ΙΙΙ ή IV του άρθρου L. 414-4·
2. […]»
93. Η Επιτροπή φρονεί ότι τα στοιχεία αυτά δεν επαρκούν για τον έλεγχο των εναλλακτικών λύσεων. Αντιθέτως, θα πρέπει οι αρμόδιες αρχές για τον σκοπό αυτόν να προβαίνουν οι ίδιες σε εξέταση των εναλλακτικών λύσεων.
94. Η Γαλλική Κυβέρνηση αντιτάσσει κατ’ αρχάς ότι το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας περί οικοτόπων δεν απαιτεί ρητώς την παρουσίαση των εναλλακτικών, αλλά μόνον την έλλειψη εναλλακτικής λύσεως.
95. Βεβαίως, η άποψη της Γαλλικής Κυβερνήσεως ευσταθεί εάν εξεταστεί μεμονωμένα η γραμματική διατύπωση, πλην όμως από την όλη συνάφεια και τον σκοπό της ρυθμίσεως συνάγεται ότι η έλλειψη εναλλακτικών προϋποθέτει τη σύγκρισή τους (38).
96. Περαιτέρω, η Γαλλία υποστηρίζει ότι η απαιτούμενη βάσει του άρθρου R. 414-21, παράγραφος 3, σημείο 1, του περιβαλλοντικού κώδικα αιτιολογία για την έλλειψη εναλλακτικών προϋποθέτει στην πράξη σε κάθε περίπτωση ότι ο αιτών εξετάζει, περιγράφει και απεικονίζει χαρτογραφικά τις εναλλακτικές. Κατά τη Γαλλία, τούτο πρόκειται να διευκρινιστεί στο μέλλον με τη θέσπιση εκτελεστικών διατάξεων.
97. Έστω και αν στην πράξη περιγράφονται οι εναλλακτικές, εντούτοις το άρθρο R. 414-21, παράγραφος 3, σημείο 1, του περιβαλλοντικού κώδικα δεν απαιτεί έλεγχο των εναλλακτικών όπως προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας περί οικοτόπων.
98. Τούτο προκύπτει πρωτίστως από το γεγονός ότι δεν εναπόκειται στον αιτούντα να διαπιστώσει την έλλειψη εναλλακτικών, αλλά στις αρχές που χορηγούν την έγκριση. Αυτές μπορούν στο πλαίσιο σταθμίσεως όλων των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων των παραλλαγών του σχεδίου ή του προγράμματος για το οποίο υποβλήθηκε αίτηση να καταλήξουν σε διαφορετικό συμπέρασμα από αυτό στο οποίο κατέληξε ο αιτών. Τούτος ελαύνεται, κατά την επιλογή μεταξύ διαφόρων εναλλακτικών, από τα δικά του συμφέροντα. Αντιθέτως, το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας περί οικοτόπων επιτρέπει την παράβλαψη μιας ζώνης διατηρήσεως μόνον εάν τούτο επιβάλλεται από επιτακτικούς λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος. Τούτο μπορεί να το αποφασίσει μόνον η αρχή που χορηγεί την έγκριση.
99. Βεβαίως, δεν αποκλείεται να ανατεθεί στον αιτούντα η προετοιμασία του ελέγχου των εναλλακτικών, εντούτοις δεν πρέπει οι προκαταρτικές εργασίες του να προδικάζουν το αποτέλεσμα. Αντιθέτως, η σύγκριση πρέπει να έχει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, ως αποτέλεσμα την εκτέλεση του σχεδίου με άλλον τρόπο ώστε να μην επιβαρύνεται η οικεία ζώνη διατηρήσεως. Κατά τα λοιπά, έχω επισημάνει ότι οι προεπιλεγείσες εναλλακτικές πρέπει να εξετάζονται βάσει παρεμφερών επιστημονικών κριτηρίων όσον αφορά τις επιπτώσεις τους στην οικεία ζώνη καθώς και τους συναφείς λόγους δημοσίου συμφέροντος που συντρέχουν κάθε φορά (39).
100. Το άρθρο R. 414-21, παράγραφος 3, σημείο 1, του περιβαλλοντικού κώδικα δεν διατυπώνει με επαρκή σαφήνεια την ανάγκη ενδελεχούς συγκρίσεως ανοιχτής σε κάθε αποτέλεσμα από τις αρχές που χορηγούν την έγκριση. Μεταξύ άλλων, δεν αρκεί να εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους δεν υπάρχουν εναλλακτικές, έστω και αν παραλλήλως εκτίθενται οι εναλλακτικές αυτές. Αντιθέτως, πρέπει να περιέρχονται σε γνώση των αρμόδιων αρχών που χορηγούν την έγκριση και τα επιχειρήματα τα οποία συνηγορούν υπέρ των εναλλακτικών, προκειμένου να μπορούν να συνεκτιμήσουν και τα επιχειρήματα αυτά.
101. Ως εκ τούτου, το άρθρο R. 414-21, παράγραφος 3, σημείο 1, του περιβαλλοντικού κώδικα δεν συνάδει προς το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας περί οικοτόπων.
IV – Πρόταση
102. Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:
1. Η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να εκδώσει όλες τις νομοθετικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για την ορθή μεταφορά των άρθρων 6, παράγραφοι 2, 3 και 4, της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις αυτές.
2. Καταδικάζει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.
1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.
2 – ΕΕ L 206, σ. 7· κρίσιμες είναι οι τροποποιήσεις που επέφερε στην οδηγία περί οικοτόπων η πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2003, L 236, σ. 33).
3 – Απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2005, C‑6/04, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Συλλογή 2005, σ. I‑9017, σκέψη 34).
4 – JORF αριθ. 46 της 24ης Φεβρουαρίου 2005.
5 – JORF αριθ. 303 της 31ης Δεκεμβρίου 2006.
6 – Η υπογράμμιση δική μου.
7 – Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C‑186/06, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 2007, σ. I‑12093, σκέψη 15 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
8 – Απόφαση της 18ης Μαΐου 2006, C‑221/04, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 2006, σ. I‑4515, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
9 – Απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2005, C‑221/03, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 2005, σ. I‑8307, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
10 – Βλ., στο πνεύμα αυτό, τις αποφάσεις της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑127/02, Waddenvereniging και Vogelbeschermingsvereniging (Waddenzee) (Συλλογή 2004, σ. I‑7405, σκέψη 36), και της 13ης Δεκεμβρίου 2007, C‑418/04, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Συλλογή 2007, σ. I‑10947, σκέψη 263), καθώς και τις προτάσεις μου της 29ης Ιανουαρίου 2004 επί της υποθέσεως C‑127/02, Waddenvereniging και Vogelbeschermingsvereniging (Waddenzee) (προπαρατεθείσα, σημείο 118), της 19ης Απριλίου 2007, C‑304/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2007, σ. I‑7495, σημείο 62), και της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑418/04, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Συλλογή 2007, σ. I‑10947, σημείο 173).
11 – Απόφαση Waddenzee (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 48).
12 – Απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2007, C‑179/06, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2007, σ. I‑8131, σκέψη 35).
13 – Απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 259).
14 – Απόφαση της 12ης Ιουλίου 2007, C‑507/04, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Συλλογή 2007, σ. I‑5939, σκέψη 162 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
15 – Αποφάσεις Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 25), της 10ης Ιανουαρίου 2006, C‑98/03, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2006, σ. Ι-53, σκέψη 59), και της 10ης Μαΐου 2007, C‑508/04, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Συλλογή 2007, σ. I‑3787, σκέψη 58).
16 – Απόφαση Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψη 26).
17 – Σημείο 34 του υπομνήματος αντικρούσεως.
18 – ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 202.
19 – Αποφάσεις της 25ης Νοεμβρίου 1999, C‑96/98, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1999, σ. I‑8531, σκέψη 35), της 13ης Ιουνίου 2002, C‑117/00, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Συλλογή 2002, σ. I‑5335, σκέψη 26), και της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, C‑388/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2007, σ. I‑7555, σκέψη 26).
20 – Αποφάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 1991, C‑57/89, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1991, σ. I‑883, σκέψη 22), και Επιτροπή κατά Ισπανίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 37).
21 – Βλ. συναφώς τις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Waddenzee (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σημείο 119). Μια ρεαλιστική λύση, η οποία ήδη γίνεται δεκτή στην πλέον πρόσφατη γαλλική νομοθεσία (βλ. συναφώς κατωτέρω σημεία 81 επ.), θα ήταν να επεκταθεί η διαδικασία εγκρίσεως του άρθρου 6, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας περί οικοτόπων –ενδεχομένως μόνον κατά περίπτωση– στις επίμαχες δραστηριότητες, δεδομένου ότι στο πλαίσιο αυτό μπορούν να ληφθούν υπόψη υπέρτερα συμφέροντα.
22 – Η διάταξη αυτή έχει ως εξής: «Όταν ένας τόπος κοινοτικής σημασίας, υπ’ αυτή του την ιδιότητα, επιλέχθηκε δυνάμει της διαδικασίας της παραγράφου 2, το οικείο κράτος μέλος ορίζει τον εν λόγω τόπο ως ειδική ζώνη διατήρησης το ταχύτερο δυνατόν και, το αργότερο, μέσα σε μια εξαετία, καθορίζοντας τις προτεραιότητες σε συνάρτηση με τη σημασία των τόπων για τη συντήρηση ή την επαναφορά σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως ενός τύπου φυσικών οικοτόπων του παραρτήματος I ή ενός είδους του παραρτήματος II και για τη συνεκτικότητα του Natura 2000, καθώς και σε συνάρτηση με τους κινδύνους υποβάθμισης ή καταστροφής που επαπειλούν τους εν λόγω τόπους».
23 – Απόφαση Waddenzee (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 54).
24 – Βλ. τις προτάσεις μου της 23ης Απριλίου 2009 επί της υποθέσεως C-254/08, Futura Immobiliare κ.λπ. (εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου, Συλλογή, σημείο 58).
25 – Βλ. την απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψεις 43 και 44).
26 – Βλ., συναφώς, την απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψεις 236 επ.).
27 – Βλ. την απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 43).
28 – Βλ., συναφώς, ανωτέρω σημείο 34.
29 – Σε σχέση με το κείμενο της διατάξεως αυτής, βλ. σημείο 22.
30 – Η διάταξη αυτή έχει την εξής διατύπωση: «Για τις ειδικές ζώνες διατήρησης, τα κράτη μέλη καθορίζουν τα αναγκαία μέτρα διατήρησης που ενδεχομένως συνεπάγονται ειδικά ενδεδειγμένα σχέδια διαχείρισης ή ενσωματωμένα σε άλλα σχέδια διευθέτησης και τα δέοντα κανονιστικά, διοικητικά ή συμβατικά μέτρα που ανταποκρίνονται στις οικολογικές απαιτήσεις των τύπων φυσικών οικοτόπων του παραρτήματος I και των ειδών του παραρτήματος II, τα οποία απαντώνται στους τόπους.»
31 – Βλ. ανωτέρω σημεία 43 επ.
32 – Απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 41).
33 – Νόμος 2008-757 της 1ης Αυγούστου 2008 σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη και διάφορες διατάξεις προσαρμογής στο κοινοτικό δίκαιο στον τομέα του περιβάλλοντος (JORF αριθ. 179 της 2ας Αυγούστου 2008, σ. 12361).
34 – Βλ. ανωτέρω σημείο 15.
35 – Απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, C‑239/04, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Συλλογή 2006, σ. I‑10183, σκέψη 25). Βλ., επίσης, την απόφαση Waddenzee (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψεις 57 και 60).
36 – Απόφαση της 14ης Απριλίου 2005, C‑441/03, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Συλλογή 2005, σ. I‑3043, σκέψεις 28 επ.).
37 – Βλ. την απόφαση Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3, σκέψεις 57 επ.).
38 – Απόφαση Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 35, σκέψεις 36 επ.).
39 – Βλ. τις προτάσεις μου της 27ης Απριλίου 2006, C‑239/04, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, Συλλογή 2006, σ. I‑10183, σημείο 46). Βλ., επίσης, την απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 83).